Ο καλύτερος ίσως τρόπος για να κλείσει αυτή η εργασία είναι να ξαναθυμηθούμε την αρχή της: τα «μυστικά» της γλώσσας. Αυτά που κάνουν τη γλώσσα (την κάθε γλώσσα, «μικρή» ή «μεγάλη», «άσημη» ή «διάσημη») ένα μοναδικό εργαλείο. Μοναδικό, γιατί περιγράφει τον κόσμο και δεν αποτελείται, όπως συμβαίνει στο ζωικό βασίλειο, από αντιδράσεις σε ερεθίσματα. Αυτό είναι, όπως λέγαμε, που κάνει τη λέξη πόνος, και κάθε άλλη λέξη, γλώσσα, σε αντίθεση με το βογκητό του πόνου ή το γάβγισμα του σκύλου, που είναι απλά κραυγές. Όλες οι γλώσσες «δουλεύουν» με αυτό τον τρόπο και, αν κάποιες ξεχώρισαν (όπως τα αρχαία ελληνικά ή τα λατινικά), ή ξεχωρίζουν (όπως τα αγγλικά σήμερα), αυτό δεν σημαίνει ότι ήταν ή είναι «καλύτερες». Ξεχώρισαν ή ξεχωρίζουν για λόγους ιστορικούς και όχι γιατί ήταν, ή είναι, «φτιαγμένες» καλύτερα από άλλες. Δεν υπάρχουν λοιπόν «καλύτερες» ή «χειρότερες» γλώσσες, «ανώτερες» ή «κατώτερες». Όπως δεν υπάρχουν καλύτεροι ή χειρότεροι λαοί. Κάθε γλώσσα, και κυρίως οι ομιλητές της, αξίζει λοιπόν τον σεβασμό μας.
Πνεύματα και τόνοι
Έχουμε μιλήσει για τα μακρά και τα βραχέα φωνήεντα, καθώς και για το γεγονός ότι ο τονισμός των λέξεων στα αρχαία ελληνικά δεν ήταν δυναμικός (κάτι που συμβαίνει όταν μια συλλαβή προφέρεται με μεγαλύτερη ένταση) αλλά μουσικός (δηλαδή η τονιζόμενη συλλαβή προφέρεται σε υψηλότερη μουσική νότα). Η διάκριση ανάμεσα σε μακρά και βραχέα φωνήεντα άρχισε να εξαφανίζεται στους τελευταίους προχριστιανικούς αιώνες, οπότε άρχισε να υποχωρεί και ο μουσικός τονισμός υπέρ του δυναμικού. Οι αλλαγές αυτές έγιναν βαθμιαία και με διαφορετικούς ρυθμούς σε διαφορετικές διαλέκτους ή σε διαφορετικές περιοχές του ελληνόφωνου κόσμου.
Έχουμε αναφερθεί επίσης στο γεγονός ότι στα αρχαία ελληνικά υπήρχε και ένα σύμφωνο που προφερόταν , όπως περίπου προφέρεται το πρώτο σύμφωνο του αγγλικού ρήματος have 'έχω'. Αυτός ο φθόγγος χάθηκε στις διαλέκτους της αρχαίας ελληνικής, σε άλλες (όπως η λεσβιακή) πολύ νωρίς, σε άλλες (όπως η αττική) αργότερα.
Όταν οι αλλαγές αυτές στη γλώσσα είχαν πια επικρατήσει, οι αναγνώστες αρχαίων κειμένων, αλλά και οι δάσκαλοι και οι μαθητές που μελετούσαν τον Όμηρο, τη Σαπφώ ή τον Σοφοκλή τους, αντιμετώπιζαν συχνά μεγάλες δυσκολίες στην προσπάθειά τους να αναγνωρίσουν λέξεις που δεν προφέρονταν πια με τον αρχαίο τρόπο. Ένας αναγνώστης, και πολύ περισσότερο ένας μαθητής, θα ήθελε πολύ να ξέρει ποια ακριβώς λέξη ήταν ένα σκέτο «Η» που έβλεπε στο κείμενό του: Ήταν το θηλυκό άρθρο (που προφερόταν την εποχή του, αλλά ήταν στα αττικά και στη Σαπφώ), ο διαχωριστικός σύνδεσμος (= ), η θηλυκή αντωνυμία (= στα αττικά, αλλά στη Σαπφώ), ή μήπως ήταν το επίρρημα που σημαίνει 'πραγματικά' (= );
Έτσι, έπρεπε να βρεθεί ένα σύστημα που θα προσδιόριζε την αρχαία προσωδία, δηλαδή τον τρόπο με τον οποίο προφερόταν στα αρχαϊκά και στα κλασικά χρόνια ένα φωνήεν ως προς το μάκρος του, ως προς το ανέβασμα, το κατέβασμα ή το ανεβοκατέβασμα της φωνής κατά τη διάρκεια της προφοράς του, και ως προς την ύπαρξη ή όχι του φθόγγου πριν από αυτό. Για όλους αυτούς τους λόγους οι φιλόλογοι (οι «γραμματικοί», όπως λέγονταν) της ελληνιστικής εποχής επινόησαν σημάδια για να δηλώνεται η προσωδία των φωνηέντων. Αρχικά τα σημάδια αυτά χρησιμοποιούνταν μόνο εκεί όπου πραγματικά χρειάζονταν, δηλαδή όπου υπήρχε κάποιο πρόβλημα, όπως στο «Η» παραπάνω. Αργότερα, γύρω στον 9ο αιώνα μ.Χ., και όταν πια τα κείμενα δεν γράφονται με κεφαλαία γράμματα, η χρήση των σημαδιών αυτών γενικεύεται, και έτσι δημιουργείται το πολυτονικό σύστημα με το οποίο τυπώνονται ακόμη και σήμερα τα αρχαία κείμενα.
Τα σημάδια των αρχαίων φιλολόγων ήταν τα ακόλουθα:
(΄) = η προσωδία του φωνήεντος είναι οξεία, δηλαδή η φωνή ανεβαίνει, γίνεται οξύτερη: έ = · αν το φωνήεν είναι μακρό, ο τόνος ανεβαίνει στο δεύτερο μισό του: ή = , ώ = , μακρό ά = .
(̀ )= η προσωδία του φωνήεντος είναι βαρεία, δηλαδή η φωνή βρίσκεται χαμηλά: μάθὴμὰ = . Η βαρεία γράφεται μόνο όταν αντικαθιστά την οξεία της λήγουσας για να δείξει ότι δεν ακολουθεί κάποιο σημείο στίξης: πολλὴ τιμή· = .
(῀) = η προσωδία του φωνήεντος είναι περισπωμένη, δηλαδή 'σπασμένη', και η φωνή στην αρχή ανεβαίνει και στη συνέχεια κατεβαίνει· γι' αυτό και αρχικά το σχήμα αυτού του σημαδιού ήταν ^. Επειδή χρειάζεται χρόνος για ένα τέτοιο ανεβοκατέβασμα της φωνής, περισπωμένη μπορεί να έχουν μόνο τα μακρά φωνήεντα και οι δίφθογγοι, όπου ο τόνος ανεβαίνει στο πρώτο μισό τους και κατεβαίνει στο δεύτερο: ῶ = , ῆ = , αῖ = .
(῾)= η προσωδία του φωνήεντος είναι δασεία, δηλαδή 'τραχιά', επειδή υπάρχει ο φθόγγος πριν από το φωνήεν: ὁ = , Ἑλλάς = λατινικά Hellas. Το αρχικό σχήμα του σημαδιού ήταν , δηλαδή μισό Η. Αργότερα απλοποιήθηκε σε ˻, και ακόμη αργότερα σε ῾.
(᾿) = η προσωδία του φωνήεντος είναι ψιλή, δηλαδή 'γυμνή', χωρίς τον φθόγγο : ὀ = (το αρσενικό άρθρο στη Σαπφώ), ἀλλά = (προσέξτε ότι προφέρονται δύο λάμδα). Τα σχήματα του σημαδιού ήταν όπως αυτά της δασείας αλλά σε αντίστροφη φορά.
Φυσικά, τα σημάδια χρησιμοποιούνται και σε συνδυασμούς, π.χ. ὧδε 'έτσι' . Μια από τις χρησιμότητές τους σήμερα είναι και η δυνατότητα που μας παρέχουν να διακρίνουμε λέξεις που στην αρχαία εποχή προφέρονταν διαφορετικά αλλά σήμερα έχουν καταλήξει να είναι τελείως ομόφωνες, όπως το «Η» που μας απασχόλησε παραπάνω: ἡ, ἤ, ἥ, ἦ. Θυμηθείτε όσα είπαμε και για το ΦΩΣ: = φώς ή φῶς; (Αν το ξεχάσατε, ρίξτε μια ματιά στο 2.1.3.)
Αρχαίες διάλεκτοι
Στα κείμενα που ακολουθούν, = ει και η· = ου και ω. Έχουν συμπληρωθεί σιωπηλά κάποια κενά στις επιγραφές και τους παπύρους.
Μυκηναϊκή
Κεφαλίδα ενός καταλόγου αντικειμένων. Πύλος· περ. 1200 π.Χ.
o-wi-de pu2-ke-qi-ri o-te wa-na-ka te-ke au-ke-wa da-mo-ko-ro.
= Ὣς ϝῖδε Φυγέβρις, ὅτε ϝάναξ θῆκε Αὐγέϝαν δαμοκόρον.
Όπως είδε ο Φυγέβρις, όταν ο «άναξ» έκανε τον Αυγέα «δημοκόρον».
Μία από τις αρχαιότερες ελληνικές αλφαβητικές επιγραφές
Επιγραφή στο «ποτήρι του Νέστορα». Πιθηκούσες· περ. 700 π.Χ. (Βλ. και παραπάνω, Κεφ. 5, Ενότητα 7.)
Νέστορός εἰμι εὒποτον ποτριον.
Hὸs δ' ἂν τδε πίσι ποτρί, αὐτίκα κνον
hίμερος hαιρσει καλλιστεφάν Ἀφροδίτς.
Είμαι το γλυκόπιοτο ποτήρι του Νέστορα. Όποιος πιει από τούτο το ποτήρι, αυτόν αμέσως θα τον κυριέψει ο πόθος της Αφροδίτης με το όμορφο στεφάνι.
Αττική και ιωνική
Ηρόδοτος. Τα ιωνικά ιδιώματα της Μ. Ασίας.
Γλῶσσαν δὲ οὐ τὴν αὐτὴν οὗτοι νενομίκασι, ἀλλὰ τρόπους τέσσερας παραγωγέων. Μίλητος μὲν αὐτέων πρώτη κέεται πόλις πρòς μεσαμβρίην, μετὰ δὲ Μυοῦς τε καὶ Πριήνη. Αὗται μὲν ἐν τῇ Καρίῃ κατοίκηνται κατὰ ταὐτὰ διαλεγόμεναι σφίσι, αἵδε δὲ ἐν τῇ Λυδίῃ, Ἔφεσος, Κολοφών, Λέβεδος, Τέως, Κλαζομεναί, Φώκαια· αὗται δὲ αἱ πόλιες τῇσι πρότερον λεχθείσῃσι ὁμολογέουσι κατὰ γλῶσσαν οὐδέν, σφίσι δὲ ὁμοφωνέουσι. Ἔτι δὲ τρεῖς ὑπόλοιποι Ἰάδες πόλιες, τῶν αἱ δύο μὲν νήσους οἰκέαται, Σάμον τε καὶ Χίον, ἡ δὲ μία ἐν τῇ ἠπείρῳ ἵδρυται, Ἐρυθραί. Χῖοι μὲν νῦν καὶ Ἐρυθραῖοι κατὰ τὠυτò διαλέγονται, Σάμιοι δὲ ἐπ' ἑωυτῶν μοῦνοι. Οὗτοι χαρακτῆρες γλώσσης τέσσερες γίνονται.
Δε χρησιμοποιούν όλοι οι Ίωνες την ίδια γλώσσα αλλά τέσσερα διαφορετικά ιδιώματα. Προς νότο η πρώτη πόλη στη σειρά είναι η Μίλητος, ύστερα έρχονται η Μυούς και η Πριήνη· αυτές βρίσκονται στην Καρία και μιλούν το ίδιο ιδίωμα μεταξύ τους. Οι πόλεις πάλι στη Λυδία είναι η Έφεσος, η Κολοφών, Λέβεδος, Τέως, Κλαζομεναί και η Φώκαια· αυτές οι πόλεις δε συμφωνούν καθόλου ως προς τη γλώσσα τους με εκείνες που αναφέραμε πρωτύτερα, ενώ μεταξύ τους έχουν το ίδιο ιδίωμα. Υπολείπονται άλλες τρεις ιωνικές πόλεις, που οι δύο είναι χτισμένες σε νησιά, στη Σάμο και στη Χίο, ενώ η τρίτη βρίσκεται στη στεριά, δηλαδή οι Ερυθραί· Χίοι και Ερυθραίοι μιλούν το ίδιο ιδίωμα, ενώ οι Σάμιοι το ιδιαίτερο δικό τους. Έτσι τα γλωσσικά ιδιώματα γίνονται τέσσερα.
Τιμητικό ψήφισμα σε αττικό αλφάβητο. Ακρόπολη Αθηνών· 421-420 π.Χ.
Προκλές Ἀτάρβ Εὐνυμεὺς ἐγραμμάτευε. Ἔδοχσεν τι βλι καὶ τι δμι, hιπποθντὶς ἐπρυτάνευε, Προκλς ἐγραμμάτευε, Τιμίας ἐπεστάτ, Ἀριστίν ρχε. Θρασυκλές εἶπε· ἐπαινέσαι Ἀστέαν τòν Ἀλεòν hότι εὖ ποεῖ Ἀθναίς καὶ ἰδίαι καὶ δμοσίαι τòν ἀφικνμενον καὶ νῦν καὶ ἐν τι πρόσθεν χρόνι· καὶ ἀναγραφσάτ πρόχσενον καὶ εὐεργέτν Ἀθναίν καθάπερ Πολύστρατον τòν Φλειάσιον ἐστλει λιθίνι ὁ γραμματεὺς ho τς βλς καὶ καταθέτ ἐν πόλει· τò δὲ ἀργύριον δόντν hοι κλακρέται.
Ο Προκλής του Ατάρβου από τον Ευώνυμο δήμο ήταν γραμματέας. Η βουλή και ο δήμος αποφάσισαν, η Ιπποθωντίδα (φυλή) είχε την πρυτανεία, ο Προκλής ήταν γραμματέας, ο Τιμίας πρόεδρος, ο Αριστίων άρχοντας. Ο Θρασυκλής είπε: να επαινεθεί ο Αστέας από την Αλέα, επειδή ευεργετεί τους Αθηναίους, και ιδιωτικά και δημόσια, τον καθένα που πηγαίνει εκεί, και τώρα και στο παρελθόν· και ο γραμματέας της βουλής να τον αναγράψει πρόξενο και ευεργέτη των Αθηναίων, όπως τον Πολύστρατο από τον Φλειούντα, σε λίθινη στήλη, και να την τοποθετήσει στην ακρόπολη· τα (αναγκαία) χρήματα να τα δώσουν οι ταμίες.
Αρκαδοκυπριακή
Επιτύμβιο μνημείο με επιγραφή σε κυπριακό συλλαβάριο. Μάριο (πόλη στη βορειοδυτική ακτή της Κύπρου)· 6ος αι. π.Χ.
ti-mo-ku-po-ro-se o-ti-mo-ke-re-te-o-se e-pe-se-ta-se ki-li-ka-wi to-i ka-si- ke-ne-to-i.
= Τιμόκυπρος ὀ Τιμοκρέτεος ἐπέστασε Κιλικᾶϝι τι κασιγντι.
O Τιμόκυπρος του Τιμοκρέτη το έστησε στον τάφο του Κιλικά, του αδελφού του.
Δωρικές διάλεκτοι
Λακωνική: Επιγραφή από το μαντείο της Πασιφάης στις Θαλάμες (πόλη στο Ταίναρο)· 4ος αι. π.Χ.
Νικοσθενίδας τᾶι Παhιφᾶι γεροντεύων ἀνέσηκε, αὐτός τε καὶ ho τῶ πατρòς πατὴρ Νικοσθενίδας, προβειπάhας τᾶ σιῶ ποτ' Ἀνδρίαν συνεφορεύοντα ἀνιστάμεν Νικοσθενίδαν ἐν τῶι ἱερῶι, hòν καὶ σὺν καλῶι χρῆσται.
Ο Νικοσθενίδης, μέλος της γερουσίας, το πρόσφερε αυτό στην Πασιφά, ο ίδιος και ο πατέρας του πατέρα του, ο Νικοσθενίδης, μια και η θεά είχε διακηρύξει ότι ο (παππούς) Νικοσθενίδης πρέπει να προσφέρει στο ιερό ένα άγαλμα προς τιμήν του Ανδρία, που ήταν μαζί του έφορος, κι έτσι όταν ρωτήσει το μαντείο θα έχει καλή απάντηση.
Ηρακλεωτική:Πινακίδα από την Ηράκλεια (πόλη της Κάτω Ιταλίας, κοντά στον Τάραντα)· τέλη του 4ου αι. π.Χ.
Ἐργαξόνται δὲ κὰτ τάδε· ho μὲν τòν πρᾶτον χῶρον μισθωσάμενος ἀμπέλων μὲν φυτευσεῖ μὴ μεῖον ἢ δέκα σχοίνως, ἐλαιᾶν δὲ φυτὰἐμβαλεῖ ἐς τὰν σχοῖνον hεκάσταν μὴμεῖον ἢ τέτορα ἐς τὰν δυνατὰν γᾶν ἐλαίας ἔχεν· αἰ δὲ κα μὴ φᾶντι τοὶ μεμισθωμένοι δυνατὰν ἦμεν ἐλαίας ἔχεν, τοὶ πολιανόμοι τοὶ ἀεὶ ἐπὶ τῶν ϝετέων ἔντες καὶ αἴ τινάς κα ἄλλως τοὶ πολιανόμοι ποθέλωνται ἀπὸ τῶ δάμω, ὀμόσαντες δοκιμαξόντι καὶ ἀνανγελίοντι ἐν ἀλίαι θασάμενοι τὰν γᾶν πòτ τὰν τῶν ἐπιχωρίων.
(Οι μισθωτές των χωραφιών) θα τα καλλιεργήσουν ως εξής: αυτός που μίσθωσε το πρώτο χωράφι θα φυτέψει τουλάχιστον δέκα σχοίνους αμπέλι και θα φυτέψει τουλάχιστον τέσσερα ελαιόδεντρα σε κάθε σχοίνο γης που είναι κατάλληλη για ελιές. Αν κάποιοι μισθωτές ισχυριστούν ότι το χωράφι τους δεν είναι κατάλληλο για ελαιόδεντρα, τότε οι πολιανόμοι της κάθε χρονιάς και όποιοι άλλοι πολίτες θέλουν οι πολιανόμοι, αφού πάρουν όρκο, θα εξετάσουν (το θέμα) και θα δώσουν αναφορά στη δημόσια συνέλευση, αφού δουν το χωράφι σε σχέση με τα διπλανά.
Ροδιακή: Ψήφισμα της Καμίρου (πόλης στη δυτική ακτή της Ρόδου)· 4ος-3ος αι. π.Χ.
Ἔδοξε Καμιρεῦσι τὰς κτοίνας τὰς Καμιρέων τὰς ἐν τᾶι νάσωι καὶ τὰς ἐν τᾶι ἀπείρωι ἀναγράψαι πάσας καὶ ἐχθέμειν ἐς τò ἱερòν τὰς Αθαναίας ἐ στάλαι λιθίναι χωρὶς Χαλκῆς· ἐξήμειν δὲ καὶ Χαλκήταις ἀναγραφήμειν, αἴ κα χρήιζωντι. Ἑλέσθαιδὲ ἄνδρας τρεῖς αὐτίκα μάλα, οἵτινες ἐπιμεληθησεῦντι ταύτας τᾶςπράξιος ὡς τάχιστα καὶ ἀποδωσεῦνται τῶι χρήιζοντι ἐλαχίστου παρασχεῖν τὰν στάλαν.
Οι Καμιρείς αποφάσισαν να καταγράψουν σε λίθινη στήλη όλες τις κτήσεις τους στο νησί και στην (απέναντι) στεριά, εκτός από αυτές της Χάλκης , και να την τοποθετήσουν στο ιερό της Αθηνάς. Επιτρέπεται να καταγραφούν και οι Χαλκήτες, αν θέλουν: να εκλέξουν αμέσως τρεις άνδρες, οι οποίοι θα φροντίσουν την υπόθεση ταχύτατα και θα αναθέσουν τη στήλη σε όποιον ζητά τη μικρότερη αμοιβή.
Αιολικές διάλεκτοι
Λεσβιακή: Συμφωνία με εξόριστους πολίτες που επέστρεψαν στην πόλη. Μυτιλήνη· λίγο μετά το 324 π.Χ.
Αἰ δέ κε ὀ δᾶμος ἄγηται τὰ ὀμολογήμενα πρòς ἀλλάλοις συμφέροντα, ψαφίσασθαι καὶ τοῖς κατελθόντεσσι ἐπὶ Σμιθίνα προτάνιος ὄσσα κε τοῖς λοίποισι ψαφίσθη. Αἰ δέ κέ τι ἐνδεύη τῶ ψαφίσματος, περὶ τούτω ἀ κρίσις ἔστω ἐπὶ τᾶι βόλλαι. Κυρώθεντος δὲ τῶ ψαφίσματος ὑπò τῶ δάμω, σύμπαντα τòν δᾶμον ἐν τᾶι εἰκοίσται τῶ μῆννος πεδὰ τὰν θυσίαν εὔξασθαι τοῖς θέοισι ἐπὶ σωτηρίαι καὶ εὐδαιμονίαι τῶμ πολίταν πάντων γένεσθαι τὰν διάλυσιν τοῖς κατελθόντεσσι καὶ τοῖς πρόσθε ἐν τᾶι πόλι ἐόντεσσι· τοὶς δὲ ἴρηας τοὶς δαμοσίοις ἄπαντας καὶ ταὶς ἰρείαις ὀείγην τοὶς ναύοις καὶ τòν δᾶμον πρòς εὐχὰν συνέλθην.
Αν η συνέλευση αποφασίσει ότι τα συμφωνηθέντα ανάμεσα στα δύο μέρη είναι συμφέροντα, να ψηφίσει και για τους εξόριστους που επέστρεψαν κατά την πρυτανεία του Σμινθίνα όσα ψηφίστηκαν και για τους υπόλοιπους. Και αν το ψήφισμα χρειάζεται κάτι ακόμη, να κρίνει το θέμα αυτό η βουλή. Εφόσον επικυρωθεί το ψήφισμα από τη συνέλευση, στις είκοσι του μηνός όλος ο λαός, μετά τη θυσία, να προσευχηθεί στους θεούς να είναι για τη σωτηρία και την ευτυχία όλων των πολιτών η συμφωνία ανάμεσα στους εξόριστους που επέστρεψαν και σε αυτούς που είχαν παραμείνει στην πόλη. Και όλοι οι δημόσιοι ιερείς και οι ιέρειες να ανοίξουν τους ναούς και ο λαός να συγκεντρωθεί για προσευχή.
Θεσσαλική: Τιμητικό ψήφισμα. Θητώνιο (πόλη της Θεσσαλίας, νοτιοδυτικά των Φαρσάλων)· 5ος αι. π.Χ.
Θτνιοι ἒδκαν Σταίρι τι Κορινθίι καὐτι καὶ γένει καὶ ϝοικιάταις καὶ χρμασιν ἀσυλίαν κἀτέλειαν κὐϝεργέταν ἐποίσαν κν ταγᾶ κν ἀταγίαι. Αἴ τις παρβαίνοι, τὸν ταγὸν τὸν ἐπεστάκοντα ἐξξανακάδν. Τὰ χρυσία καὶ τὰ ἀργύρια τς Βελφαί ἀπολόμενα ἔσσε Ὀρέσταο Φερεκράτς hυλρέοντος Φιλονίκ hυῖος.
Οι Θητώνιοι παραχώρησαν ασυλία και φορολογική ατέλεια στον Σώταιρο τον Κορίνθιο, τόσο στον ίδιο όσο και στη γενιά του και στους δούλους του και στην περιουσία του, και τον ανακήρυξαν ευεργέτη τόσο σε καιρό πολέμου όσο και σε καιρό ειρήνης. Αν κάποιος παραβαίνει (αυτό το ψήφισμα), ο εν ενεργεία ταγός να του το επιβάλει. (Ο Σώταιρος) διέσωσε τα χρυσά και αργυρά (σκεύη) που είχαν χαθεί από (τον ναό) του Δέλφιου (Απόλλωνα), όταν δασοφύλακας ήταν ο Ορέστης του Φερεκράτη, του γιου του Φιλονίκου.
Βοιωτική: Ψήφισμα για στρατιωτικό εκπαιδευτή. Θεσπιές· περίπου 240 π.Χ.
Ἐπειδεὶ νόμος ἐστὶ ἐν τοῖ κοινοῖ Βοιωτῶν τὰς πόλις παρεχέμεν διδασκάλως οἵτινες διδάξονθι τώς τε παῖδας κὴ τὼς νιανίσκως τοξευέμεν κὴ ἀκοντιδδέμεν κὴ τάδδεσθη συντάξις τὰς περὶ τὸν πόλεμον, κὴ Σώστρατος φιλοτίμως ἐπιμεμέλειτη τῶν τε παίδων κὴ τῶν νεανίσκων, ὑπαρχέμεν Σωστράτοι τὸ ϝέργον πὰρ τᾶς πόλιος ἅως κα βείλειτη, ἐπιμελομένοι τῶν τε παίδων κὴ τῶν νεανίσκων κὴ διδάσκοντι καθὰ ὁ νόμος κέλετη· μισθὸν δ' εἶμεν αὐτοῖ τῶ ἐνιαυτῶ πέτταρας μνᾶς.
Επειδή υπάρχει νόμος στην ομοσπονδία των Βοιωτών οι πόλεις να παρέχουν δασκάλους που θα διδάσκουν τα παιδιά και τους νέους να τοξεύουν και να ρίχνουν το ακόντιο και να σχηματίζουν παρατάξεις μάχης, και επειδή ο Σώστρατος έχει επιμεληθεί φιλότιμα τα παιδιά και τους νέους, η πόλη αναθέτει στον Σώστρατο αυτό το έργο για όσο καιρό αυτός θέλει, να έχει την επιμέλεια των παιδιών και των νέων και να τους διδάσκει όπως ορίζει ο νόμος. Ο μισθός του θα είναι τέσσερις μνες τον χρόνο.
Οι διάλεκτοι στη λογοτεχνία
Όμηρος.
Ο γιος του πολεμιστή. (Ο Όμηρος γράφει στην τεχνητή διάλεκτο του έπους, ένα κράμα αιολικών και ιωνικών στοιχείων.)
Ὥς εἰπὼν οὗ παιδὸς ὀρέξατο φαίδιμος Ἕκτωρ·
ἂψ δ' ὁ πάϊς πρὸς κόλπον ἐϋζώνοιο τιθήνης
ἐκλίνθη ἰάχων, πατρὸς φίλου ὄψιν ἀτυχθείς,
ταρβήσας χαλκόν τε ἰδὲ λόφον ἱππιοχαίτην,
δεινὸν ἀπ' ἀκροτάτης κόρυθος νεύοντα νοήσας.
Ἐκ δὲ γέλασσε πατήρ τε φίλος και πότνια μήτηρ·
αὐτίκ' ἀπὸ κρατὸς κόρυθ' εἵλετο φαίδιμος Ἕκτωρ,
καὶ τὴν μὲν κατέθηκε ἐπὶ χθονὶ παμφανόωσαν·
αὐτὰρ ὅ γ' ὃν φίλον υἱὸν ἐπεὶ κύσε πῆλέ τε χερσίν.
Αυτά είπε ο ξακουσμένος Έχτορας, κι ανοιεί στο γιο τα χέρια·
μα το παιδί στης ομορφόζωστης τον κόρφο εκρύφτη βάγιας
με δυνατές φωνές, τι ετρόμαξε τον κύρη του θωρώντας,
απ' το χαλκό που τον εσκέπαζε σκιαγμένο κι απ' τη φούντα
την αλογίσια, που άγρια σάλευε κατάκορφα στο κράνος.
Με την καρδιά τους τότε γέλασαν ο κύρης του κι η μάνα
κι ευτύς ο ξακουσμένος Έχτορας απ' το κεφάλι βγάζει
το κράνος, και στη γη το απίθωσε λαμποκοπώντας όλο.
Παίρνει μετά το γιο, τον φίλησε, τον χόρεψε στα χέρια.
Ησίοδος.
Οι Μούσες. (Ο Ησίοδος, όπως και ο Όμηρος, γράφει στην τεχνητή διάλεκτο του έπους.)
Τύνη, Μουσάων ἀρχώμεθα, ταὶ Διὶ πατρί
ὑμνεῦσαι τέρπουσι μέγαν νόον ἐντὸς Ὀλύμπου,
εἴρουσαι τά τ' ἐόντα τά τ' ἐσσόμενα πρό τ' ἐόντα,
φωνῇ ὁμηρεῦσαι· τῶν δ' ἀκάματος ῥέει αὐδή
ἐκ στομάτων ἡδεῖα· γελᾷ δέ τε δώματα πατρός
Ζηνὸς ἐριγδούποιο θεᾶν ὀπὶ λειριοέσσῃ
σκιδναμένῃ· ἠχεῖ δὲ κάρη νιφόεντος Ὀλύμπου
δώματά τ' ἀθανάτων.
Ε! συ, από τις Μούσες αρχή ας κάνουμε, που υμνούν
και τέρπουν του Δία, του πατέρα, το μέγα νου μέσα στον Όλυμπο,
και για τα τωρινά, τα μέλλοντα, τα περασμένα λεν,
με μια φωνή μιλώντας. Ρέει ακάματα η φωνή αυτών
γλυκιά απ' το στόμα. Γελούν τα δώματα του Δία,
του πατέρα, του βαρύβροντου, καθώς σκορπά λεπτή σαν κρίνο
η φωνή των θεαινών, και ηχεί η κορφή του χιονισμένου Ολύμπου
και των αθάνατων τα δώματα.
Αρχίλοχος.
Πολεμιστής και ποιητής μαζί. (Ιωνική διάλεκτος, π.χ. Μουσέων = αττική Μουσῶν, ανάμεικτη με επικά στοιχεία, π.χ. Ἐνυαλίοιο= Ἐνυαλίου.)
Εἰμὶ δ' ἐγὼ θεράπων μὲν Ἐνυαλίοιο ἄνακτος
καὶ Μουσέων ἐρατὸν δῶρον ἐπιστάμενος.
Είμαι στη δούλεψη εγώ του Ενυάλιου τ' αφέντη, μα ακόμα
και των Μουσών τ' ακριβό δώρο το ξέρω καλά.
Τυρταίος.
Θάνατος στη μάχη. (Ιωνική διάλεκτος, π.χ. ἀνιηρότατον = αττική ἀνιαρότατον, ανάμεικτη με επικά στοιχεία, π.χ. τεθνάμεναι = τεθνάναι.)
Τεθνάμεναι γὰρ καλὸν ἐνὶ προμάχοισι πεσόντα
ἄνδρ' ἀγαθὸν περὶ ᾗ πατρίδι μαρνάμενον·
τὴν δ' αὐτοῦ προλιπόντα πόλιν καὶ πίονας ἀγρούς
πτωχεύειν πάντων ἔστ' ἀνιηρότατον,
πλαζόμενον σὺν μητρὶ φίλῃ καὶ πατρὶ γέροντι
παισί τε σὺν μικροῖς κουριδίῃ τ' ἀλόχῳ.
Για την πατρίδα στην πρώτη γραμμή πολεμώντας να πέσει
σαν παλικάρι κανείς είναι μεγάλη τιμή.
Όμως ν' αφήσει τον τόπο του, πλούσια ν' αφήσει χωράφια
και διακονιάρης να ζει, νά ο πιο μεγάλος καημός.
Με τη γυναίκα, το γέρο πατέρα, τη δόλια του μάνα
και τα μικρά του παιδιά να τριγυρνά δω κι εκεί.
Σαπφώ.
Το ωραιότερο πράγμα στον κόσμο. (Λεσβιακή διάλεκτος, π.χ. στρότον, πέσδων, φαῖσ(ι) = αττική στρατόν, πεζῶν, φασί.)
Οἰ μὲν ἰππήων στρότον, οἰ δὲ πέσδων,
οἰ δὲ νάων φαῖσ' ἐπὶ γᾶν μέλαιναν
ἔμμεναι κάλλιστον, ἔγω δὲ κῆν' ὄττω τις ἔραται.
Τους ιππείς άλλοι βρίσκουν κι άλλοι τους πεζούς κι άλλοι τους ναυτικούς πως τ' ωραιότερο είναι (πράγμα) στη σκοτεινή μας γη· όμως εγώ: κείνο που πιο πολύ αγαπά ο καθένας.
Αλκαίος.
Η επιστροφή του πολεμιστή. (Λεσβιακή διάλεκτος, π.χ. λάβαν, ἀπύ = αττική λαβήν, ἀπό.)
Ἦλθες ἐκ περάτων γᾶς ἐλεφαντίναν
λάβαν τὼ ξίφεος χρυσοδέταν ἔχων·
συμμάχεις δ' ἐτέλεσσας Βαβυλωνίοισ'
ἄεθλον μέγαν, εὐρύσαο δ' ἐκ πόνων
κτένναις ἄνδρα μαχαίταν βασιληίων
παλάσταν ἀπυλείποντα μόναν ἴαν
παχέων ἀπὺ πέμπων.
Μας ήρθες απ' της γης την άκρη, με ένα
σπαθί που 'ναι χρυσόδετη η λαβή του
και φιλντισένια, αφού, της Βαβυλώνας
βοηθώντας το λαό σε πόλεμό τους,
ένα αντραγάθημα έκαμες μεγάλο.
Έναν εχθρό τους, μαχητή γιγάντιο,
που μια παλάμη του 'λειπε να φτάσει
τις πέντε πήχες, σκότωσες στη μάχη
κι έτσι απ' τα βάσανα έσωσες εκείνους.
Αλκμάν.
Μακάρι να ήμουνα πουλί. (Δωρική διάλεκτος, π.χ. παρσενικαί, ἱαρός = αττική παρθενικαί, ἱερός.)
Οὔ μ' ἔτι, παρσενικαὶ μελιγάρυες ἱαρόφωνοι,
γυῖα φέρην δύναται· βάλε δὴ βάλε κηρύλος εἴην,
ὅς τ' ἐπὶ κύματος ἄνθος ἅμ' ἀλκυόνεσσι ποτήται
νηδεὲς ἦτορ ἔχων, ἁλιπόρφυρος ἱαρός ὄρνις.
Δε με σηκώνουν τα πόδια μου πια, κοπελιές, τραγουδίστρες
με τη μελένια φωνή, τη μαγεύτρα. Αχ και να 'μουν κηρύλος,
τ' άλικο εκείνο πουλί τ' ανοιξιάτικο, που άφοβα, πάνω
στου κυματιού τον αθέρα, πετά συντροφιά μ' αλκυόνες.
Πίνδαρος.
Το ηφαίστειο της Αίτνας. (Δωρική διάλεκτος, π.χ. παγαί, ἁμέραισιν = αττική πηγαί, ἡμέραις.)
Τᾶς ἐρεύγονται μὲν ἀπλάτου πυρὸς ἁγνόταται
ἐκ μυχῶν παγαί· ποταμοὶ δ' ἁμέραισιν
μὲν προχέοντι ῥόον καπνοῦ
αἴθων'· ἀλλ' ἐν ὄρφναισιν πέτρας
φοίνισσα κυλινδομένα φλὸξ ἐς βαθεῖ-
αν φέρει πόντου πλάκα σὺν πατάγῳ.
Κείνο δ' Ἁφαίστοιο κρουνοὺς ἑρπετὸν
δεινοτάτους ἀναπέμπει· τέρας μὲν
θαυμάσιον προσιδέσθαι,
θαῦμα δὲ καὶ παρεόντων ἀκοῦσαι.
Μέσ' απ' τα βαθιά της σπλάχνα ξεπετιούνται
της αζύγωτης φωτιάς οι αγνές οι βρύσες,
ποταμοί που χύνουνε, στο φως της μέρας,
κύματα καυτού καπνού, μα, σα νυχτώσει,
φλόγα κόκκινη κυλιέται κι ως την άκρη
του θαλασσινού του κάμπου κατεβάζει
βράχους βροντερά. Τις φοβερές τις βρύσες
του Ήφαιστου ψηλά τις στέλνει από τα βάθη
κείνο το θεριό· τα μάτια σου αν το δούνε,
σου σαστίζει ο νους· κι απ' άλλους αν τ' ακούσεις,
που έλαχαν εκεί, ξαφνιάζεσαι και πάλι.
Αισχύλος.
Η έναρξη της ναυμαχίας της Σαλαμίνας. (Αττική διάλεκτος)
Ἐπεί γε μέντοι λευκόπωλος ἡμέρα
πᾶσαν κατέσχε γαῖαν εὐφεγγὴς ἰδεῖν,
πρῶτον μὲν ἠχῇ κέλαδος Ἑλλήνων πάρα
μολπηδὸν ηὐφήμησεν, ὄρθιον δ' ἄμα
ἀντηλάλαξε νησιώτιδος πέτρας
ἠχώ· φόβος δὲ πᾶσι βαρβάροις παρῆν
γνώμης ἀποσφαλεῖσιν· οὐ γὰρ ὡς φυγῇ
παιῶν' ἐφύμνουν σεμνὸν Ἕλληνες τότε,
ἀλλ' εἰς μάχην ὁρμῶντες εὐψύχῳ θράσει·
σάλπιγξ δ' ἀϋτῇ πάντ' ἐκεῖν' ἐπέφλεγεν.
Εὐθὺς δὲ κώπης ῥοθιάδος ξυνεμβολῇ
ἔπαισαν ἅλμην βρύχιον ἐκ κελεύματος,
θοῶς δὲ πάντες ᾗσαν, ἐκφανεῖς ἰδεῖν·
τὸ δεξιὸν μὲν πρῶτον εὐτάκτως κέρας
ἡγεῖτο κόσμῳ, δεύτερον δ' ὁ πᾶς στόλος
ἐπεξεχώρει. Καὶ παρῆν ὁμοῦ κλύειν
πολλὴν βοήν· «Ὦ παῖδες Ἑλλήνων, ἴτε,
ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δέ
παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τε πατρώων ἕδη
θήκας τε προγόνων· νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών.»
Κι όταν η μέρα ολόφεγγη με τα λευκά
πουλάρια της ήρθε τη γη όλη να σκεπάσει,
τότε απ' τους Έλληνες τραγουδιστά
υψώθηκε μια βοή, κι οι βράχοι του νησιού
συνάμα αντιλαλήσανε, κι οι βάρβαροι όλοι
τρόμαξαν που αστοχήσαν στις προβλέψεις τους.
Γιατί δεν ήταν για φυγή ο ιερός παιάνας
που έψαλλαν τότε οι Έλληνες, μα εμπρός
γενναία στη μάχη για να ορμήσουν.
Κι όλους, ως πέρα, η σάλπιγγα τους φλόγιζε.
Κι αμέσως, με το πρόσταγμα, χτυπούν
την άρμη τη βαθιά, και τα κουπιά τους
βυθίζουνε με κρότο και ρυθμό.
Κι όλοι σε λίγο καθαρά φάνηκαν μπρος μας.
Πρώτα με τάξη πήγαινε το δεξί κέρας
κι ακολουθούσε όλος ο στόλος. Κι άκουγες
μια δυνατή κραυγή: «Εμπρός, παιδιά των Ελλήνων,
ελευθερώστε την πατρίδα, ελευθερώστε
τα τέκνα, τις γυναίκες, τα ιερά των πατρικών θεών,
τους τάφους των προγόνων! Νυν υπέρ πάντων αγών!»
Σοφοκλής.
Το δώρο της Αθηνάς στην Αθήνα. (Χορικό τραγωδίας, και γι' αυτό με πολλά δωρικά στοιχεία, π.χ. γᾶς, τᾷ μεγάλᾳ νάσῳ = αττική γῆς, τῇ μεγάλῃ νήσῳ)
Ἔστιν δ' οἷον ἐγὼ γᾶς Ἀσίας οὐκ ἐπακούω,
οὐδ' ἐν τᾷ μεγάλᾳ Δωρίδι νάσῳ Πέλοπος
πώποτε βλαστὸν
φύτευμ' ἀχείρωτον, αὐτοποιόν,
ἐγχέων φόβημα δαΐων,
ὅ τᾷδε θάλλει μέγιστα χώρᾳ,
γλαυκᾶς παιδοτρόφου φύλλον ἐλαίας·
τὸ μέν τις οὐ νεαρὸς οὐδὲ γήρᾳ
συνναίων ἁλιώσει χερὶ πέρσας·
ὁ δ' αἰὲν ὁρῶν κύκλος
λεύσσει νιν Μορίου Διός
χἀ γλαυκῶπις Ἀθάνα.
Υπάρχει εδώ ένας βλαστός,
τέτοιος δεν άκουσα ποτέ
να βλάστησε ή στης Ασίας το χώμα
ή στο μεγάλο δωρικό νησί
του Πέλοπα, βλαστός αυτόφυτος,
αχειροποίητος, φόβητρο στων εχθρών
τα βέλη, ευδοκιμεί και θάλλει
σ' αυτή τη χώρα πιο πολύ:
η ελιά με το γλαυκό της φύλλωμα,
η παιδοτρόφος, κι αυτή κανείς,
νέος ή γέρος, δεν μπορεί
να τη χαλάσει., να την ξεριζώσει,
γιατί την προστατεύει με τ' άγρυπνο του μάτι
Μόριος Δίας κι η γλαυκώπις Αθηνά.
Θουκυδίδης.
Η φρίκη του πολέμου. (Αττική διάλεκτος.)
Ἐσπεσόντες δὲ οἱ Θρᾷκες ἐς τὴν Μυκαλησσὸν τάς τε οἰκίας καὶ τὰ ἱερὰ ἐπόρθουν καὶ τοὺς ἀνθρώπους ἐφόνευον, φειδόμενοι οὔτε πρεσβυτέρας οὔτε νεωτέρας ἡλικίας, ἀλλὰ πάντας ἑξῆς, ὅτῳ εντύχοιεν, καὶ παῖδας καὶ γυναῖκας κτείνοντες, καὶ προσέτι καὶ ὑποζύγια καὶ ὅσα ἄλλα ἔμψυχα ἴδοιεν. Τὸ γὰρ γένος τὸ τῶν Θρακῶν ὁμοῖα τοῖς μάλιστα τοῦ βαρβαρικοῦ, ἐν ᾧ ἄν θαρσήσῃ, φονικώτατόν ἐστιν. Καὶ τότε ἄλλη τε ταραχή οὐκ ὀλίγη καὶ ἰδέα πᾶσα καθειστήκει ὀλέθρου, καὶ ἐπιπεσόντες διδασκαλείῳ παίδων, ὅπερ μέγιστον ἦν αὐτόθι καὶ ἄρτι ἔτυχον οἱ παῖδες ἐσεληλυθότες, κατέκοψαν πάντας· καὶ ξυμφορὰ τῇ πόλει πάσῃ οὐδεμιᾶς ἥσσων μᾶλλον ἑτέρας ἀδόκητός τε ἐπέπεσεν αὕτη καὶ δεινή.
Οι Θρακιώτες χύθηκαν μέσα στη Μυκαλησσό, διαγούμιζαν τα σπίτια και τα ιερά και σκότωναν τους ανθρώπους, χωρίς να λυπούνται ούτε τους γέρους ούτε τους νέους· έσφαζαν αράδα όποιον συναντούσαν στο δρόμο τους, παιδιά, γυναίκες, ακόμη κι υποζύγια, κι ό,τι άλλο ζωντανό έβλεπαν. Οι Θρακιώτες, όταν νομίσουν πως δεν έχουν να φοβηθούν τίποτε, είναι μοβόροι, ίδιοι με τους πιο αιμόχαρους βαρβάρους. Και τότε δημιουργήθηκε μεγάλη αναταραχή και διαπράχτηκαν όλα τα είδη φόνου. Χύθηκαν και σ' ένα σχολειό, το μεγαλύτερο της πόλης, στο οποίο τα παιδιά μόλις είχαν μπει, και τα κατάσφαξαν όλα. Η συφορά που έπεσε πάνω σ' ολόκληρη την πόλη ήταν απ' όλες η πιο μεγάλη, πιο απροσδόκητη και πιο δεινή.
Θεόκριτος.
Επίσκεψη στη φιλενάδα. (Δωρική διάλεκτος, π.χ. φίλα, ἦνθες, ἁ ὁδός = αττική φίλη, ἦλθες, ἡ ὁδός, με αιολικά στοιχεία, π.χ. ὔμμιν = ὑμῖν)
Γοργω: Ἔνδοι Πραξινόα;
Πραξινοα: Γοργὼ φίλα, ὡς χρόνω. Ἔνδοι.
Θαῦμ' ὅτι καὶ νῦν ἦνθες. Ὅρη δρίφον, Εὐνόα, αὐτᾷ·
ἔμβαλε καὶ ποτίκρανον.
Γοργω: Ἔχει κάλλιστα.
Πραξινοα: Καθίζευ.
Γοργω: Ὦ τὰς ἀλεμάτω ψυχᾶς· μόλις ὔμμιν ἐσώθην,
Πραξινόα, πολλῶ μὲν ὄχλῳ, πολλῶν δε τεθρίππων·
παντᾷ κρηπιδες, παντᾷ χλαμυδηφόροι ἄνδρες·
ἁ δ' ὁδὸς ἄτρυτος· τὺ δ' ἑκαστέρω αἰὲν ἀποικεῖς.
Πραξινοα: Ταῦθ' ὁ πάραρος τῆνος· ἐπ' ἔσχατα γᾶς ἔλαβ' ἐνθών
ἰλεόν, οὐκ οἴκησιν, ὅπως μὴ γείτονες ὦμες
ἀλλάλαις, ποτ' ἔριν, φθονερὸν κακόν, αἰὲν ὁμοῖος.
Γοργω: Μὴ λέγε τὸν τεὸν ἄνδρα, φίλα, Δίνωνα τοιαῦτα
τῷ μικκῷ παρεόντος· ὅρη, γύναι, ὡς ποθορῇ τυ.
Θάρσει, Ζωπυρίων, γλυκερὸν τέκος· οὐ λέγει ἀπφῦν.
Γοργω: Αἰσθάνεται τὸ βρέφος, ναὶ τὰν πότνιαν.
Πραξινοα: Καλὸς ἀπφῦς.
Γοργω: Είναι μέσα η Πραξινόη;
Πραξινοη: Γοργώ, γλυκιά μου, σαν τα χιόνια! Μέσα είμαι. Πάλι καλά που ήρθες, έστω κι αργά. Ευνόη, δες για κανένα κάθισμα, βάλε και μαξιλαράκι.
Γοργω: Καλά είναι κι έτσι.
Πραξινοη: Κάτσε.
Γοργω: Αχ, η ταλαίπωρη ψυχούλα μου! Μόλις που τα κατάφερα να φτάσω σώα, Πραξινόη μου, μ' όλον αυτό τον κόσμο και τα άρματα - παντού αρβύλες και στρατιώτες με χλαίνες. Κι ο δρόμος πια είν' ατέλειωτος - αμ κι εσύ μένεις όλο και πιο μακριά.
Πραξινοη: Φταίει ο αναίσθητος εκείνος. Ήρθε στην άκρη του κόσμου κι αγόρασε ένα κουτούκι, όχι σπίτι, για να μην είμαστε γειτόνισσες - για να μου πάει κόντρα, το μοχθηρό τέρας, μια ζωή ο ίδιος.
Γοργω: Μη μιλάς έτσι για τον άντρα σου, το Δίνωνα, αγάπη μου, μπροστά στο μικρούλι. Δες, καλέ, πώς σε κοιτάει! Μη σε νοιάζει, Ζωπυρίων, γλυκό μου μωρουδάκι, δεν εννοεί τον μπαμπάκα.
Πραξινοη: Ορκίζομαι πως το μωρό καταλαβαίνει!
Γοργω: Καλός μπαμπάκας!
Διάφορα είδη λόγου - ειδικές χρήσεις, ειδικά λεξιλόγια
Παιδικές λέξεις και παιδικά παιχνίδια
Αριστοφάνης.
Ένας πατέρας προς τον γιο του. (Αττική διάλεκτος)
Ὅστις, ὧ 'ναίσχυντε, σ' ἐξέθρεψα
αἰσθανόμενός σου πάντα τραυλίζοντος, ὅ,τι νοοίης.
Εἰ μέν γε βρῦν εἴποις, ἐγὼ γνοὺς ἄν πιεῖν ἐπέσχον·
μαμμᾶν δ' ἄν αἰτήσαντος, ἧκόν σοι φέρων ἄν ἄρτον·
κακκᾶν δ' ἄν οὐκ ἔφθης φράσας, κἀγὼ λαβὼν θύραζε
ἐξέφερον ἄν καὶ προυσχόμην σε.
Αδιάντροπε, που εγώ σ' ανάστησα; Ό,τι
είχες στο νου σου, το 'νιωθα, κι ας τσεύδιζες ακόμα.
Έκανες «μπου» και σου 'δινα να πιεις σαν τ' αγρικούσα·
«μαμ» όταν ζήταες, έτρεχα και σου 'φερνα ψωμάκι·
«κακά» σα φώναζες, ευθύς σ' έπαιρνα, σ' έβγαζα έξω,
και μπρος μου σε κρατούσα.
Πολυδεύκης.
(Το δεύτερο παιχνίδι είναι η σημερινή «τυφλόμυγα»)
Ἡ δὲ χυτρίνδα, ὁ μέν ἐν μέσῳ κάθηται καὶ καλεῖται χύτρα, οἱ δὲ τίλλουσιν ἤ κνίζουσιν ἤ καὶ παίουσιν αὐτόν περιθέντες. Ὁ δ' ὑπ' αὐτοῦ περιστρεφομένου ληφθείς ἀντ' αὐτοῦ κάθηται.
Στη «χύτρα» ένα παιδί κάθεται στη μέση και το λένε χύτρα, ενώ τα άλλα τρέχουν γύρω του, τραβώντας του τα μαλλιά ή γαργαλώντας το ή και χτυπώντας το. Όταν η χύτρα πιάσει ένα από τα παιδιά που τρέχουν γύρω της, κάθεται εκείνο στη θέση της.
Ἡδὲ χαλκῆ μυῖα, ταινίᾳ τὼ ὀφθαλμὼ περισφίγξαντος ἑνὸς παιδός, ὁ μὲν περιστρέφεται κηρύττων «Χαλκῆν μυῖαν θηράσω», οἱ δ' ἀποκρινόμενοι «Θηράσεις, ἀλλ' οὐ λήψει» σκύτεσι βιβλίνοις αὐτὸν παίουσιν ἕως τινὸς αὐτῶν λάβηται.
Στη «χάλκινη μύγα» δένουν τα μάτια ενός παιδιού και εκείνο γυρίζει γύρω γύρω φωνάζοντας «Θα κυνηγήσω μια χάλκινη μύγα»· τα άλλα παιδιά απαντούν «Θα την κυνηγήσεις αλλά δε θα την πιάσεις» και το χτυπούν με μαστίγια από βούρλα, μέχρι εκείνο να πιάσει ένα από αυτά.
Γλωσσικά παιχνίδια
Στο επίγραμμα που ακολουθεί ο ποιητής Σιμωνίδης επαναλαμβάνει την ακολουθία σω· το φαινόμενο ονομάζεται «παρήχηση».
Σῶσος καὶ Σωσώ, σῶτερ, σοὶ τόνδ' ἀνέθηκαν
Σῶσος μὲν σωθείς, Σωσώ δ' ὅτι Σῶσος ἐσώθη.
Ο Σώσος και η Σωσώ, σωτήρα μας, σ' αφιέρωσαν τούτο το τάμα, ο Σώσος γιατί σώθηκε, και η Σωσώ γιατί σώθηκ'ο Σώσος.
Επιστολές
Παραγγελιές. Χαϊδάρι της Αττικής· 4ος αι. π.Χ. ( = ει, = ου)
Μνησίεργος ἐπέστελε τοῖς οἴκοι χαίρν καὶ ὑγιαίνν καὶ αὐτὸς οὕτως ἔφασκε ἔχν. Στέγασμα, εἴ τι βλεστε, ἀποπέμψαι, ἤ ὤας ἤ διφθέρας ὡς εὐτελεστάτας καὶ μὴ σισυρωτάς, καὶ κατύματα. Τυχὸν ἀποδώσω.
Ο Μνησίεργος στέλνει γράμμα στους δικούς του, με την ευχή να χαίρονται και να υγιαίνουν, και λέει ότι κι αυτός βρίσκεται σε παρόμοια κατάσταση. Αν θέλετε, στείλτε ένα κάλυμμα, από δέρματα είτε αρνίσια είτε γιδίσια, όσο γίνεται φτηνότερα και όχι ραμμένα σε πανωφόρι, και σόλες παπουτσιών. Θα πληρώσω μόλις βρω ευκαιρία.
Ο πολύπαθος μαθητευόμενος. Αρχαία Αγορά της Αθήνας ( = ει, = ου)
Λῆσις ἐπιστέλλει Ξενοκλεῖ καὶ τῇ μητρὶ μηδαμῶς περιιδν αὐτὸν ἀπολμενον ἐν τῷ χαλκείῳ, ἀλλὰ πρὸς τς δεσπότας αὐτ ἐλθν καὶ ἐνευρέσθαι τι βέλτιον αὐτῷ. Ἀνθρώπῳ γὰρ παραδέδομαι πάνυ πονηρῷ· μαστιγμενος ἀπόλλυμαι, δέδεμαι, προπηλακίζομαι, μᾶλλον μᾶλλον.
Ο Λήσις παραγγέλλει με την επιστολή αυτή στον Ξενοκλή και στη μητέρα του να μην αδιαφορήσουν καθόλου που αυτός χάνεται στο χαλκιάδικο, αλλά να πάνε στα αφεντικά του και να του βρουν κάτι καλύτερο. Γιατί με έχουν δώσει σε έναν άνθρωπο τελείως απαίσιο· χάνομαι από το μαστίγωμα, με δένει, με βρίζει, όλο και πιο πολύ.
Ο άσωτος γιος. Από την Αλεξάνδρεια· 2ος αι. μ.Χ.
Ἀντῶνις Λόνγος Νειλοῦτι τῇ μητρὶ πλῖστα χαίρειν, καὶ διὰ παντὸς εὔχομαί σαι ὑγειαίνειν. Τὸ προσκύνημά σου ποιῶ κατ' αἱκάστην ἡμαίραν παρὰ τῷ κυρίῳ Σεράπειδει. Γεινώσκειν σαι θέλω ὅτι οὐχ ἤλπιζον ὅτι ἀναβένις εἰς τὴν μητρόπολιν· χάριν τούτου οὐδ' ἐγὸ εἰσῆλθα εἰς τὴν πόλιν. Αἰδυσοπούμην δὲ ἐλθεῖν εἰς Καρανίδαν, ὅτι σαπρῶς παιριπατῶ. Αἴγραψά σοι ὅτι γυμνὸς εἰμεί.
Ο Αντώνης Λόγγος στέλνει πολλά χαιρετίσματα στη μητέρα του Νείλου· σου εύχομαι να είσαι πάντοτε καλά. Σε μνημονεύω κάθε μέρα όταν προσεύχομαι στο θεό Σέραπη. Θέλω να ξέρεις ότι δεν το περίμενα ότι θα ανέβαινες στην πρωτεύουσα (του νομού)· γι' αυτό δεν μπήκα κι εγώ στην πόλη. Ντρεπόμουν να πάω στην Καρανίδα, επειδή περπατώ κουρελής. Σου έγραψα ότι είμαι χωρίς ρούχα.
Οι αλλαγές στην προφορά φαίνονται στα ορθογραφικά λάθη που κάνει ο επιστολογράφος, π.χ. σαι αντί σε, ἡμαίραν αντί ἡμέραν, που δείχνουν ότι τα αι και ε προφέρονταν πια με τον ίδιο τρόπο· πλῖστα αντί πλεῖστα, ἀναβένις αντί ἀναβαίνεις, που δείχνουν ότι τα ι και ει προφέρονταν επίσης με όμοιο τρόπο· το ίδιο συμβαίνει και με τα ο και ω: βλ. ἐγό αντί ἐγώ και ίσως σαπρῶς αντί σαπρός.
Ο παραπονιάρης νεοσύλλεκτος. Αίγυπτος· 3ος αι. μ.Χ.
Πέμψις μοι ἀβόλλην καὶ βύρρον καὶ ἱμάνταν καὶ ζεῦγος φασκίων καὶ ζεῦγος ἱματίων χρωματίνων καὶ ἔλαιον καὶ τὸ τροῦλιν, ὡς εἶπές μοι, καὶ βαρυγαύτην καὶ ζεῦγος κερβικαρίων καὶ Γερμανόν, ἐπεὶ χρείαν αὐτοῦ ἔχω. Τὸ λοιπὸν οὖν, μήτηρ, πέμψις τὰ ἐπιμήνεια ἐντάχειον. Ταῦτα μοι ἔλεγες, ὅτε ἦλθα πρός σε, ὅτι «Πρὸ τοῦ εἰσέλθοις εἰς τὴν παρεμπολήν σου, πρός σε πέμπω ἕνα τῶν ἀδελφῶν σου,» καὶ οὐδέν μοι ἔπεμψες, ἀλλὰ ἀφῆκές μοι οὕτως μηδὲν ἔχων μηδὲ ἱματισμοῦ μηδὲ ἄλλου μηδέν. Οὐκ εἶπες ὅτι ἐάσις με οὐκ ἔχων οὐ χαλκὸν οὐκ οὐδέν, ἀλλὰ ἀφῆκές μοι οὕτως ὡς κύων. Καὶ ὁ πατήρ μου πρὸς ἐμὲ ἐλθών οὐκ ἔδωκέ μοι ὀβολόν, οὐ βύρρον, οὐκ οὐδέν, ἀλλὰ πάντες καταγελῶσί μοι ὅτι «Ὁ πατὴρ αὐτοῦ στρατεύεται, οὐδὲν αὐτῷ δέδωκε.» Ἔλεγε ὅτι «Ἐὰν ἀπέλθω εἰς οἶκον, πέμπω σοι πάντα.» Οὐδέν μοι ἐπέμψαται. Διὰ τεί; Ἡ μήτηρ Οὐαλερίου ἔπεμψε αὐτῷ ζεῦγος ὑποζωνῶν καὶ κεράμειον ἐλαίου καὶ σφυρίδαν κρεδίων καὶ δίλασσον καὶ διακοσίας δραχμὰς διὰ Λεονδαροῦτος. Ἐρωτῶ σε οὖν, μήτηρ, πέμψις πρὸς ἐμέ, μὴ ἀφήσις μοι οὕτος.
Στείλε μου μια μάλλινη χλαίνη, και πανωφόρι, και λουρί, κι ένα ζευγάρι φασκιές, κι ένα ζευγάρι χρωματιστά ρούχα, και λάδι, και την κούπα, όπως μου είπες, και μανδύα με πορφυρό σειρίτι, κι ένα ζευγάρι μαξιλάρια και τον Γερμανό , επειδή τον χρειάζομαι. Λοιπόν, μαμά, στείλε μου όσο γίνεται γρηγορότερα τα τρόφιμα. Όταν σε επισκέφτηκα, μου έλεγες επί λέξει: «Πριν μπεις στο στρατόπεδο σου, σου στέλνω ένα από τα αδέρφια σου,» και δε μου έστειλες τίποτε, αλλά με άφησες έτσι, χωρίς καθόλου ρούχα, χωρίς απολύτως τίποτε. Δεν είπες ότι θα μ' αφήσεις έτσι, χωρίς λεφτά, χωρίς τίποτε, αλλά μ' άφησες έτσι, σαν το σκυλί. Κι ο μπαμπάς, όταν ήρθε να με δει, δε μου έδωσε ψιλά, ούτε μανδύα, ούτε τίποτε, αλλά όλοι με κοροϊδεύουν λέγοντας «Ο πατέρας του είναι στρατιώτης, δεν του έδωσε τίποτε.» Μου έλεγε «Αν πάω σπίτι, σ' τα στέλνω όλα.» Τίποτε δε μου στείλατε. Γιατί; Η μαμά του Βαλέριου του έστειλε ένα ζευγάρι ζώνες, κι ένα φλασκί λάδι, κι ένα καλάθι κοψίδια, κι ένα δίλασσο και διακόσιες δραχμές με τον Λεονταρούτα. Σε παρακαλώ, λοιπόν, μαμά, στείλε μου, μη μ' αφήσεις έτσι.
Χαράγματα
Οι αρχαίοι, όπως και εμείς, συνήθιζαν να χαράζουν τα ονόματα τους ή διάφορα μηνύματα πάνω σε δέντρα, βράχους και τοίχους. Γύρω στα 550 π.Χ. ο Αθηναίος Σωτιμίδης κάθησε πάνω σε έναν βράχο της Βουλιαγμένης και σκέφτηκε να μας αφήσει το παρακάτω «γκράφιτι» ( = η, = ω):
Στιμίδς εἶναι φμὶ οἷος παρὰ τν hoρίαν
Εγώ, ο Σωτιμίδης, λέω ότι βρίσκομαι μόνος στα όρια
Παροιμιακές φράσεις
Πλούταρχος.
Πράγματα αδύνατα
Εἰς ὕδωρ γράφεις. Δικτύῳ ἄνεμον θηρᾷς. Κοσκίνῳ ὕδωρ ἀντλεῖς. Εἰς ψάμμον οἰκοδομεῖς. Σίδηρον πλεῖν διδάσκεις. Λύκου πτερὸν ζητεῖς. Τράγον ἀμέλγεις. Ἐλαίῳ πῦρ σβεννύεις. Ὄρνιθος γάλα ζητεῖς. Κωφῷ ὁμιλεῖς. Ἀνδριάντα γαργαλίζεις. Αἰθίοπα λευκαίνεις. ᾨὸν τίλλεις.
Γράφεις στο νερό. Κυνηγάς τον άνεμο με δίχτυ. Αντλείς νερό με κόσκινο. Χτίζεις στην άμμο. Μαθαίνεις στο σίδερο να επιπλέει. Ψάχνεις για φτερό λύκου. Αρμέγεις τράγο. Σβήνεις τη φωτιά με λάδι. Ψάχνεις για του πουλιού το γάλα. Μιλάς σε κουφό. Γαργαλάς άγαλμα. Ασπρίζεις αράπη. Κουρεύεις αβγό.
Έμμετρο αίνιγμα
Ζῷονἄπουν ἀνάκανθον ἀνόστεον ὀστρακόνωτον
ὄμματα τ' ἐκκόπτοντα προμήκεα κεἰσκύπτοντα.
Ζώο χωρίς πόδια, χωρίς ραχοκοκαλιά, χωρίς κόκαλα, με όστρακο στην πλάτη και μάτια μακρουλά που βγαίνουν και μπαίνουν.
«Κακές» λέξεις
Οι αρχαίοι, όπως όλοι οι λαοί, είχαν ένα πλούσιο ρεπερτόριο «κακών» λέξεων. Η λέξη χέζω, λ.χ., υπήρχε και στην αρχαιότητα. Όταν ήθελαν να την αποφύγουν, χρησιμοποιούσαν διάφορες εναλλακτικές «ευγενέστερες» λέξεις ή εκφράσεις, λ.χ. ἀποπατῶ (που σώζεται μέχρι σήμερα στη λέξη απόπατος)· σήμαινε 'πηγαίνω μακριά από τον «πατημένο» τόπο, πηγαίνω σε απόμερο τόπο'. Επίσης χρησιμοποιούνταν οι εκφράσεις τὰ ἀναγκαῖα (θυμηθείτε τη σημερινή έκφραση κάνω την ανάγκη μου) και εὐμάρεια (δηλ. 'ευκολία'). Η λέξη πορδή υπήρχε και στα αρχαία ελληνικά και προέρχεται από το ρήμα πέρδομαι. Στο απαρέμφατο κακκᾶν (που ανήκε στο παιδικό λεξιλόγιο, πρβ. το χωρίο του Αριστοφάνη παραπάνω) κρύβονται τα σημερινά κακά.
Επαφές της αρχαίας ελληνικής
Θράκες
Επιγραφή σε ασημένιο αγγείο από τη βορειοδυτική Βουλγαρία· τέλη του 5ου ή αρχές του 4ου αι. π.Χ. Τα ανθρωπωνύμια είναι θρακικά, ενώ το αλφάβητο είναι αττικό και η γραμματική αττική, γεγονός ενδεικτικό της αθηναϊκής διείσδυσης και του κύρους της αττικής διαλέκτου. ( = ου)
Κότυος ἐξ Ἀργίσκης.
Κερσεβλέπτ ἐξ Ἐργίσκης.
Του (βασιλιά) Κότυος, από την Αργίσκη.
Του (βασιλιά) Κερσεβλέπτη, από την Εργίσκη.
Φρύγες
Παλαιοφρυγική επιγραφή. Πρώτο μισό του 7ου αι. π.Χ. (;).
ATES ARKIAEFAIS AKENANOΛAFOS ΜΙΔΑΙ ΛAFAGETAEI FANAKTEI EΔAES
= Ἄττης Ἀρκιάδης ἀφιερωτὴς Μίδᾳ λαϝαγέτῃ ἄνακτι ἐποίησεν
Ο Άττης ο Αρκιάδης, ο αφιερωτής, το έκανε για τον Μίδα, τον ηγέτη του λαού, τον βασιλιά.
Ηρόδοτος. Ο αρχαιότερος λαός του κόσμου
Ψαμμήτιχος δέ, ὡς οὐκ ἐδύνατο πυνθανόμενος πόρον οὐδένα τούτου ἀνευρεῖν οἳ γενοίατο πρῶτοι ἀνθρώπων, ἐπιτεχνᾶται τοιόνδε· παιδία δύο νεογνὰ ἀνθρώπων τῶν ἐπιτυχόντων διδοῖ ποιμένι τρέφειν ἐς τὰ ποίμνια τροφήν τινα τοιήνδε, ἐντειλάμενος μηδένα ἀντίον αὐτῶν μηδεμίαν φωνὴν ἱέναι, ἐν στέγῃ δὲ ἑρήμῃ ἐπ' ἑωυτῶν κεῖσθαι αὐτὰ καὶ τὴν ὥρην ἐπαγινέειν σφι αἶγας, πλήσαντα δὲ τοῦ γάλακτος τἆλλα διαπρήσσεσθαι. Ταῦτα δὲ ἐποίεέ τε καὶ ἐνετέλλετο ὁ Ψαμμήτιχος θέλων ἀκοῦσαι τῶν παιδίων, ἀπαλλαχθέντων τῶν ἀσήμων κνυζημάτων, ἥντινα φωνὴν ῥήξουσι πρώτην. Τά περ ὦν καὶ ἐγένετο. Ὡς γὰρ διέτης χρόνος ἐγεγόνεε ταῦτα τῷ ποιμένι πρήσσοντι, ἀνοίγοντι τὴν θύρην καὶ ἐσιόντι τὰ παιδία ἁμφότερα προσπίπτοντα βεκὸς ἐφώνεον ὀρέγοντα τὰς χεῖρας. Ἀκούσας δὲ καὶ αὐτός ὁ Ψαμμήτιχος ἐπυνθάνετο οἵτινες ἀνθρώπων βεκός τι καλέουσι, πυνθανόμενος δέ εὕρισκε Φρύγας καλέοντας τὸν ἄρτον. Οὕτω συνεχώρησαν Αἰγύπτιοι, καὶ τοιούτῳ σταθμησάμενοι πρήγματι τοὺς Φρύγας πρεσβυτέρους εἶναι ἑωυτῶν.
Ο Ψαμμήτιχος λοιπόν καθώς, μ' όλες τις πληροφορίες που συγκέντρωνε, δεν μπορούσε να βρει κανέναν τρόπο για να εξακριβώσει ποιος ήταν ο αρχαιότερος λαός του κόσμου, καταφεύγει στο εξής πείραμα: δυο βρέφη νεογέννητα απ' τα πρώτα αντρόγυνα που βρήκε τυχαία τα έδωσε σ' ένα βοσκό να τ' ανατρέφει στη στάνη του· και νά ποια θα ήταν η ανατροφή τους, κατά τις εντολές του· να μην προφέρει κανένας μπροστά τους καμιά λέξη, αλλά να ζουν απομονωμένα σε καλύβα χωρίς ανθρώπινη ψυχή και την ώρα του θηλασμού τους να φέρνει κοντά τους κατσίκες· κι αφού χορτάσουν γάλα, να βολεύει τις υπόλοιπες ανάγκες τους. Κι αυτά τα έβαλε μπρος ο Ψαμμήτιχος κι έδινε αυτές τις εντολές, επειδή ήθελε ν' ακούσει τα παιδιά, ποια λέξη θα βγάλουν πρώτη απ' το στόμα τους, μόλις θα σταματούσαν τα άναρθρα ψελλίσματά τους. Έτσι κι έγινε. Δηλαδή, είχαν περάσει δυο χρόνια με το βοσκό να κάνει ό,τι του είπαν, όταν, τη στιγμή που άνοιγε την πόρτα κι έμπαινε μέσα, τα παιδάκια και τα δυο μπουσουλώντας στα πόδια του φώναζαν «βεκός» απλώνοντας τα χέρια τους. Κι όταν τ' άκουσε κι ο Ψαμμήτιχος με τ' αφτιά του, ρωτούσε να μάθει σε τίνος λαού τη γλώσσα «βεκός» σημαίνει κάτι· και ρωτώντας βρήκε ότι «βεκός» οι Φρύγες λένε το ψωμί. Έτσι οι Αιγύπτιοι παραδέχτηκαν κι απ' αυτό το περιστατικό έβγαλαν το συμπέρασμα ότι οι Φρύγες είναι λαός αρχαιότερος από τους ίδιους.
Κάρες
Δίγλωσση επιτάφια επιγραφή (ελληνικά και καρικά). Αθήνα· τέλη του 6ου αι. π.Χ. Το όνομα του νεκρού δεν σώζεται ολόκληρο. ( = η και ει· = ου)
Σμα τόδε Τυρ- Καρὸς τ Σκύλακος. Śίαs sαn Tur-. Ἀριστοκλς ἐποί.
Αυτό είναι το μνήμα του Τυρ-, Κάρα, γιου του Σκύλακα. Αυτό είναι το μνήμα του Τυρ-. Το έφτιαξε ο Αριστοκλής.
Λύκιοι
Δίγλωσση επιγραφή (ελληνικά και λυκικά). Τλως (πόλη στη Λυκία)· 3ος αι. π.Χ.
Ebeis tukedris me tuwetē Xssbezē Krupsseh tideimi se Purihimeteh tuhes Tlãñna atru ehbi se ladu ehbi Tikeukēprē Pilleñni Urtaqijahñ kbatru se Prijenubehñ tuhesñ.
Πόρπαξ Θρύψιος, Πυριβάτους ἀδελφιδοῦς, Τλωεύς, ἑαυτὸν καὶ τὴγ γυναῖκα Τισευσέμβραν ἐκ Πινάρων, Ὀρτακία θυγατέρα, Πριανόβα ἀδελφιδῆν, Ἀπόλλωνι.
Μετάφραση του λυκικού κειμένου: Τα αγάλματα αυτά είναι ο Kssebeze, γιος του Krupssi και ανιψιός του Purihimeti, από την Τλω, που τα έστησε: το δικό του και της γυναίκας του, της Tikeukepre, που γεννήθηκε στα Πίναρα, κόρης του Urtaqiya και ανιψιάς του Priyenuba.
Λυδοί
Δίγλωσση επιγραφή (ελληνικά και λυδικά). Βάθρο αγάλματος στον ναό της Άρτεμης στις Σάρδεις· περ. 350 π.Χ. ( = ου)
Nannaś Bakivalis Artimuλ
Νάννας Διονυσικλές Ἀρτέμιδι
Ο Νάννας του Διονυσικλή στην Άρτεμη
Πέρσες
Αριστοφάνης. Περσικό χρυσάφι. (Ο Πέρσης Ψευδαρτάβας μιλά περσικά και «σπασμένα» ελληνικά.)
Πρεςβυς: Ἄγε δὴ σὺ βασιλεὺς ἅττα σ' ἀπέπεμψεν φράσον
λέξοντ' Ἀθηναίοισιν, ὦ Ψευδαρτάβα.
Ψευδαρταβας: I αρταμανε Ξάρξας απιαονα σατρα.
Πρεςβυς: Ξυνῆκας ὅ λέγει;
Δικαιοπολις: Μὰ τὸν Ἀπόλλω 'γὼ μὲν οὔ.
Πρεςβυς: Πέμψειν βασιλέα φησὶν ὑμῖν χρυσίον.
Λέγε δὴ σὺ μεῖζον καὶ σαφῶς τὸ χρυσίον.
Ψευδαρταβας: Οὐ ληψι χρυσό, χαυνόπρωκτ' Ἰαοναυ.
Δικαιοπολις: Οἴμοι κακοδαίμων ὡς σαφῶς.
Πρεςβυς: Αυτά που ο βασιλιάς σου 'χει αναθέσει
πες τα στους Αθηναίους, ω Ψευτοαρτάβα.
Ψευτοαρταβας: Αρταμαν Ξάρξας απιαονα σατρα.
Πρεςβυς : Νιώθεις τί λέει;
Δικαιοπολις: Αν νιώθω; Τσάτρα πάτρα.
Πρεςβυς : Ο Ξέρξης θα σας στείλει, λέει, χρυσάφι.
Μίλα πιο καθαρά για το χρυσάφι.
Ψευτοαρταβας: Μπρομοατηνάγιο, χρύσαφ όχι μπάρεις.
Δικαιοπολις: Ωχ, ο έρμος! Μα τούτο είν' ολοκάθαρο.
Μετάφραση Θ. Σταύρου (ελαφρά διασκευασμένη)
Ηρόδοτος, Ελληνικά και μηδικά.
Συνέοικεε δὲ ἑωυτοῦ συνδούλῃ, οὔνομα δὲ τῇ γυναικὶ ἦν τῇ συνοίκεε Κυνὼ κατὰ τὴν Ἑλλήνων γλῶσσαν, κατὰ δὲ τὴν Μηδικὴν Σπακώ· τὴν γὰρ κύνα καλέουσι σπάκα Μῆδοι.
Γυναίκα είχε μια σύνδουλή του, και το όνομα της γυναίκας που μαζί της ζούσε λεγόταν Κυνώ στη γλώσσα των Ελλήνων, στα μηδικά Σπακώ· γιατί τη σκύλα οι Μήδοι τη λένε σπάκα.
Ετρούσκοι
Επιγραφή σε αγγείο. Falerii(πόλη της Ιταλίας)· 650-625 π.Χ.
Aska mi eleivana
Ασκός εγώ για λάδι
Η λέξη eleiva (-na) = ἐλαίϝα ή ἔλαιϝον 'λάδι' είναι δάνειο από τα ελληνικά.
Κέλτες
Κελτοελληνική επιγραφή. Νέμαυσος (πόλη της νότιας Γαλλίας)· 3ος αι. π.Χ.
ΚΑΡΤΑΡΟΣ ΙΛΛΑΝΟΥΙΑΚΟΣ ΔΕΔΕ ΜΑΤΡΕΒΟ ΝΑΜΑΥΣΙΚΑΒΟ ΒΡΑΤΟΥΔΕΚΑΝΤΕΜ
Ο Καρταρος του Ιλλανουιου το έδωσε στις Μητέρες που σχετίζονται με το πηγάδι της Νεμαύσου, πραγματοποιώντας ένα τάμα
Άραβες
Ηρόδοτος. Οι θεοί των Αράβων.
Διόνυσον δὲ θεὸν μοῦνον καὶ τὴν Οὐρανίην ἡγεῦνται εἶναι καὶ τῶν τριχῶν τὴν κουρὴν κείρεσθαί φασι κατά περ αὐτὸν τὸν Διόνυσον κεκάρθαι· κείρονται δὲ περιτρόχαλα, ὑποξυρῶντες τοὺς κροτάφους. Ὀνομάζουσι δὲ τὸν μὲν Διόνυσον Ὀροτάλτ, τὴν δὲ Οὐρανίην Ἀλιλάτ.
Και πιστεύουν ότι μονάχα δυο θεοί υπάρχουν, ο Διόνυσος και η Ουρανία Αφροδίτη· και ισχυρίζονται ότι στο κούρεμα των μαλλιών τους μιμούνται τον τρόπο με τον οποίο είναι κουρεμένος κι ο ίδιος ο Διόνυσος· κουρεύονται έτσι ώστε τα μαλλιά τους να σχηματίζουν κύκλο, ξυρίζοντας μόνο τα μηλίγγια τους. Κι αποκαλούν τον Διόνυσο Οροτάλτ και την Ουρανία Αφροδίτη Αλιλάτ.
Αττικισμός
Φρύνιχος. Οδηγίες για τη «σωστή» χρήση της γλώσσας, με βάση τον αττικιστικό κανόνα· 2ος αι. μ.Χ.
Ὅστις ἀρχαίως καὶ δοκίμως ἐθέλει διαλέγεσθαι τάδ' αὐτῷ φυλακτέα· διωρία ἐσχάτως ἀδόκιμον· ἀντ' αὐτοῦ δὲ προθεσμίαν ἐρεῖς· ἀγαθός μᾶλλον λέγε, μὴ ἀγαθώτερος, καὶ ἀντὶ τοῦ ἀγαθώτατος, ἀγαθὸς μάλιστα· πάντοτε μὴ λέγε, ἀλλ' ἑκάστοτε καὶ διὰ παντός· κατορθώματα· ἁμαρτάνουσι κἀνταῦθα οἱ ῥήτορες, οὐκ εἰδότες ὅτι τὸ ῥῆμα δόκιμον, τὸ κατορθῶσαι, τό δ' ἀπὸ τούτου ὄνομα ἀδόκιμον, τὸ κατόρθωμα· λέγειν οὖν χρή ἀνδραγαθήματα.
Όποιος θέλει να μιλάει όπως οι αρχαίοι και δόκιμα πρέπει να προσέχει τα εξής: το διωρία, που χρησιμοποιείται τελευταία, είναι αδόκιμο· αντί γι' αυτό θα πεις προθεσμία· να λες ἀγαθός μᾶλλον και όχι ἀγαθώτερος, και αντί του ἀγαθώτατος (να λες) ἀγαθὸς μάλιστα· να μη λες πάντοτεαλλά ἑκάστοτε και διὰ παντός· κατορθώματα· και εδώ κάνουν λάθος οι ρήτορες, επειδή δεν ξέρουν ότι ενώ το ρήμα είναι δόκιμο, το κατορθῶσαι, το ουσιαστικό που παράγεται από αυτό, το κατόρθωμα, είναι αδόκιμο· πρέπει λοιπόν να λες ἀνδραγαθήματα.
Η σύγκριση που ακολουθεί ανάμεσα στις οδηγίες του Φρύνιχου και στο κείμενο της Καινής Διαθήκης δείχνει ότι στα Ευαγγέλια χρησιμοποιούνται αυτές ακριβώς οι λέξεις που καταδικάζει ο Φρύνιχος.
Εὐχαριστεῖν οὐδεὶς τῶν δοκίμων εἶπεν, ἀλλὰχάριν εἰδέναι.
Ευχαριστώ δεν είπε κανένας από τους δόκιμους συγγραφείς, αλλά χάριν είδέναι.
Βρέχει ἐπὶ τοῦ ὕει…· παντελῶς ἀποδοκιμαστέον τοὔνομα.
Βρέχει αντί για το ὕει…· οφείλουμε να αποδοκιμάσουμε με κάθε τρόπο αυτή τη λέξη.
Φάγομαι βάρβαρον· λέγε οὖν ἔδομαι καὶ κατέδομαι· τοῦτο γὰρ ἀττικόν.
Το φάγομαι είναι βαρβαρικό· εσύ να λεςἔδομαι και κατέδομαι- γιατί αυτό είναι αττικό.
Ἀπελεύσομαι παντάπασι φυλάττου· οὔτε γὰρ οἱ δόκιμοι ῥήτορες, οὔτε ἡ ἀρχαία κωμῳδία, οὔτε Πλάτων κέχρηται τῇ φωνῇ · ἀντὶ δ' αὐτοῦ τῷ ἄπειμι χρῶ καὶ τοῖς ὁμοειδέσιν ὡσαύτως.
Το ἀπελεύσομαι να το αποφεύγεις σε κάθε περίπτωση· γιατί ούτε οι δόκιμοι ρήτορες χρησιμοποιούν τη λέξη ούτε η αρχαία κωμωδία ούτε ο Πλάτωνας· στη θέση της να χρησιμοποιείς το ἄπειμι ή κάτι παρόμοιο.
Αρχαΐζουσα - καθαρεύουσα: από το Βυζάντιο μέχρι σήμερα
Δείγματα της αρχαιότροπης γλώσσας που χρησιμοποιήθηκε σε όλες τις μορφές λόγου κατά τη βυζαντινή περίοδο και μετά - μέχρι σήμερα.
Ρωμανός ο Μελωδός· 6ος αι.
Ἡ παρθένος σήμερον τὸν ὑπερούσιον τίκτει,
καὶ ἡ γῆ τὸ σπήλαιον τῷ ἀπροσίτῳ προσάγει·
ἄγγελοι μετὰ ποιμένων δοξολογοῦσι,
μάγοι δὲ μετὰ ἀστέρος ὁδοιποροῦσι·
δι' ἡμᾶς γὰρ ἐγεννήθη
παιδίον νέον, ὁ πρὸ αἰώνων Θεός.
ὑπερούσιον: που είναι πέρα και πάνω από την ύλη | τίκτει: γεννά | προσάγει: προσφέρει
Ιωάννης Δαμασκηνός· 8ος αι.
Τῷ ὁσιοτάτῳ καὶ θεοτιμήτῳ πατρὶ Κοσμᾷ, ἁγιωτάτῳ ἐπισκόπῳ τοῦ Μαϊουμᾶ, ἐλάχιστος μοναχὸς καὶ πρεσβύτερος ἐν Κυρίῳ χαίρειν. Τὸ μὲν στενὸν τῆς διανοίας καὶ τὸ ἄπορον τῆς γλώσσης τῆς ἐμαυτοῦ ἐπιστάμενος, ὤκνουν, ὦ μακάριε, τοῖς ὑπέρ δύναμιν ἐγχειρεῖν καὶ τῶν ἀδυνάτων κατατολμᾶν.
Στον αγιότατο και τιμημένο από τον Θεό πατέρα Κοσμά, αγιότατο επίσκοπο του Μαϊουμά, εγώ ο ταπεινός μοναχός και ιερέας απευθύνω χαιρετισμό στο όνομα του Κυρίου. Γνωρίζοντας τους περιορισμούς του μυαλού μου και τις ανεπάρκειες της γλώσσας μου, δίσταζα, μακάριε, να επιχειρήσω πράγματα πέρα από τις δυνάμεις μου και να τολμήσω τα αδύνατα.
Μιχαήλ Χωνιάτης· 12ος αι. (Ο καλός επίσκοπος είναι απογοητευμένος που το αθηναϊκό ποίμνιό του δεν κατάλαβε την, ακόμη αρχαϊκότερη, πρώτη ομιλία του.)
Ἔναγχος τὰ εἰσιτήρια ὑμῖν προσφθεγξάμενος σχέδιά τινα καὶ ἀπέριττα πάνυ τι καὶ ἀφιλότιμα, ὅμως ἔδοξα μὴ συνετά λέγειν ἤ ἄλλως ὁμόγλωττα ἀλλ' ὡς ἀπὸ διαλέκτου περσικῆς ἤ σκυθικῆς. Διὰ ταῦτα οὐ μόνον τῶν νοημάτων ἐκλύσας τὸν τόνον τελέως ἀλλὰ καὶ τὴν ἁρμονίαν τῆς ἑρμηνείας χαλάσας, οὕτως ἀφελῶς ὑμῖν καὶ σαφῶς ὡμίλησα καὶ τὴν τροφὴν παρεθέμην ἀλησμένην, μᾶλλον δὲ διεμασησάμην, ὑμῖν ὡς αἱ τίτθαι τοῖς βρέφεσι.
Πρόσφατα, στην εναρκτήρια ομιλία μου σας ανακοίνωσα κάποιες πρόχειρες σκέψεις μου, πολύ λιτές και καθόλου φιλόδοξες, μου φάνηκε όμως ότι δεν μιλούσα κατανοητά ή την ίδια γλώσσα με σας αλλά ότι εκφραζόμουν στα περσικά ή στα σκυθικά. Γι' αυτό, (τώρα) όχι μόνο χαλάρωσα εντελώς την ένταση των νοημάτων αλλά κατέστρεψα και την αρμονία της ερμηνείας και σας μίλησα τόσο απλοϊκά και με τόση σαφήνεια και σας πρόσφερα το φαΐ αλεσμένο, ή καλύτερα μασημένο, όπως το προσφέρουν οι παραμάνες στα μωρά.
Ιωάννης Αναγνώστης. Θρήνος για την άλωση της Θεσσαλονίκης· 1430
Ὦ χρόνε, οἷα τίκτεις ἐξαίφνης καὶ μεταβολὰς οἷας ἐναπεργάζῃ τοῖς πράγμασι. Ὦ πόλις, ἡ πρὶν μὲν ὥσπερ ναῦς ἐξ οὐρίας πλέουσα, ἔπειτα δὲ καταιγίδος δεινῆς ἐγερθείσης κακῶς συντριβεῖσα καὶ τὸν ἐναποκείμενον πλοῦτον ἀποβαλοῦσα καὶ ἀπολέσασα.
Ω Χρόνε, τί πράγματα γεννάς ξαφνικά και τί μετατροπές δημιουργείς! Ω Πόλη, που πριν έπλεες σαν πλοίο με ούριο άνεμο, για να συντριβείς κατόπιν, όταν σηκώθηκε φοβερή καταιγίδα, και να στερηθείς και να χάσεις τα πλούτη σου!
Γράμμα στον σουλτάνο Βαγιαζίτ Β΄· 1486
Βασιλεῖ βασιλέων μεγίστῳ τε καὶ ὑψίστῳ χαμαὶ προσκυνεῖν τε καὶ ποδοφιλεῖν ὑγιαίνειν τε καὶ χαίρειν καὶ εὖ πράττειν.
εὖ πράττειν: να είναι καλά, ευτυχισμένος
Ματθαίος Δεβαρής. Το νεκρό σκυλάκι· 2ο μισό του 16ου αι.
Σπανίολον σκύλακα ξανθότριχα περδικοθήραν,
κίρκων ὀξυπετῶν πρόδρομον ἰχνελάτην,
Ἀγροτέρα σοι, Μᾶρκε, ἀγασσαμένη κατέπεφνε,
μὴ καὶ ἐν ἀγροσύναις σὺ μόνος εὖχος ἔχῃς.
Το σκυλάκι το ισπανικό το ξανθότριχο, που κυνηγούσε τις πέρδικες και ιχνηλατώντας άνοιγε τον δρόμο στα γοργόφτερα γεράκια, η κυνηγήτρα η Αρτεμη, Μάρκε, σου το σκότωσε, από φθόνο μήπως, και στα κυνήγια ακόμα, εσύ μονάχα έχεις τη δόξα.
Χριστόφορος Περραιβός. Επίθεση του Αλή πασά στο Σούλι· 1815
Εἰς αὐτὴν τὴν μεγαλόψυχον ὁρμὴν τῶν γυναικῶν μὴ ἠμπορῶντας νὰ ἀντισταθοῦν οἱ Ἀγαρηνοὶ ἐστράφησαν εἰς τὰ ὀπίσω τρομασμένοι καὶ ἐθυσιάζοντο εἰς τὴν φυγὴν ἀπὸ τὰ ἐλεύθερα καὶ ἀσπιθοβολοῦντα σπαθία τῶν γυναικῶν καὶ ανδρῶν τοῦ Σουλίου. Ὁ δὲ Άλῆ πασᾶς, βλέποντας τὴν συμφορὰν καὶ ροπὴν τοῦ στρατεύματός του μακρόθεν, κατέκοπτε καὶ ἐξερίζωνε τὰ μαλλία του καὶ πάραυτα ἐκαβαλίκευσε καὶ ἔτρεχε δρομαίως εἰς τὰ Ἰωάννινα, τόσον ὁποὺ ἔσκασε δύο ἄλογα. Τόσος φόβος καὶ τρόμος εἶχεν ἔμβει εἰς τὰς καρδίας των, ὁποὺ ὅσοι ἐσώθησαν (μόλις τὸ ἥμισυ στράτευμα) καὶ ἔφθασαν εἰς Ἰωάννινα, ἔστρεφαν τὰ ὀμμάτιά τους ὀπίσω καὶ ἐκοίταζαν μήπως ἀκόμη τοὺς κυνηγοῦν οἱ Σουλιῶται.
ροπήν: φυγή, υποχώρηση | κατέκοπτε: τραβολογούσε | δρομαίως: γρήγορα
Ανδρέας Κάλβος. Το ξημέρωμα της λευτεριάς· 1824
Εἰς τὰ φρικτὰ βασίλεια
ὁμοιάζει τοῦ θανάτου
ἡ φύσις ὅλη· ἐκεῖθεν
ἦχος ποτὲ δὲν ἔρχεται
ὕμνων ἤ θρήνων.
Ἀλλὰ τῶν μακαρίων
στάβλων ἰδοὺ τὰ ἠῷα
κάγκελα ᾑ Ὧραι ἀνοίγουσιν,
ἰδοὺ τὰ ἀκάμαντα ἄλογα
τοῦ Ἡλίου ἐκβαίνουν.
Χρυσά, φλογώδη, καίουσι
τοὺς δρόμους τοῦ ἀέρος
τὰ ἁμιλλητήρια πέταλα·
τοὺς οὐρανοὺς φωτίζουσι
λάμπουσαι ᾑ χαῖται.
ἐκεῖθεν: από κει | μακαρίων: θεϊκών | ἠῷα: ανατολικά | ᾑ: οι = το θηλυκό άρθρο στην ονομ. πληθ., σύμφωνα με την ορθογραφία της εποχής | ἀκάμαντα: ακούραστα | ἐκβαίνουν: βγαίνουν έξω | ἁμιλλητήρια: που ανήκουν σε άλογα αγώνων, ταχύτατα
Αλέξανδρος Σούτσος. Λάθος εκτίμηση, λάθος προφητεία· 1833
Ὁ Κάλβος καὶ ὁ Σαλομός, ὠδοποιοὶ μεγάλοι,
κ' οἱ δύο παρημέλησαν τῆς γλώσσης μας τὰ κάλλη·
ἰδέαι ὅμως πλούσιαι, πτωχὰ ἐνδεδυμέναι,
δὲν εἶναι δι' αἰώνιον ζωὴν προωρισμέναι.
Σαλομός: Σολωμός | ὠδοποιοί: συνθέτες ωδών, μελωδικών ποιημάτων
Εμμανουήλ Ροΐδης. Δυο ερωτευμένοι ρεμβάζουν· 1866
Ὁ δίσκος τῆς Ἑκάτης, περικυκλούμενος ὑπὸ νεφῶν διαφανῶν ὡς σεμνὴ παρθένος ὑπὸ τῶν νυκτικῶν πέπλων της, ἔλαμπεν ἀκίνητος εἰς ὕψος ἀκαταμέτρητον, ἐπιχέων ἐπὶ τῶν ἀθανάτων ἐκείνων μαρμάρων λάμψιν λευκὴν καὶ ἀμυδράν . Αἱ στῆλαι τοῦ Ὀλυμπιείου, τὸ ρεῦμα τοῦ Ἰλισσοῦ, τὰ γλαυκὰ κύματα τοῦ Φαλήρου, οἱ ἐλαιῶνες, αἱ ροδοδάφναι, αἱ κορυφαὶ τῶν λόφων στεφόμεναι ὑπὸ ἐκκλησιῶν ἤ μνημείων, πάντα ταῦτα περιέσφιγγον τήν ὄρασιν τῶν δύο νεανίσκων διὰ ζώνης καὶ αὐτοῦ τοῦ κεστοῦ τῆς Ἀφροδίτης θελκτικωτέρας, ἡ δὲ ἡδονὴ ἣν ἠσθάνοντο ἐκ τοῦ πανοράματος τούτου καθίστατο διπλασία, διότι μεθυσμένοι ὄντες ἔβλεπον τά πάντα διπλᾶ.
τῆς Ἑκάτης: της σελήνης | ἐπιχέων: χύνοντας | κεστοῦ: κεντημένης ζώνης
Κλέων Ραγκαβής. Τα χάλια της γλώσσας μας· 1877
Ἡ ἡμετέρα γλῶσσα ἐστίν εἰς κατάστασιν ῥευστήν, πάσας δεχόμενη τὰς ἀποχρώσεις, ἀπὸ τῆς μιξοβαρβάρου κ' ἐκ παντοίων συντριμμάτων συγκειμένης διαλέκτου ἣν κοινῶς ὁμιλοῦμεν μέχρι τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς. Βαίνομεν πρὸς τὴν ἀρχαίαν, καθαρίζομεν, ἐξευγενίζομεν τὴν ὑπὸ τῶν αἰώνων τῆς δουλείας καὶ ἀγνοίας καταστραφεῖσαν θείαν ἡμῶν φωνήν, καὶ φθάσομεν ποτέ εἰς μεταίχμιόν τι μεταξὺ τῆς Ἀτθίδος καὶ τοῦ νεωτέρου ἀναλυτικοῦ πνεύματος. Ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα, ἐν τῇ παρούσῃ αὐτῆς καταστάσει, ἐστὶ χάος ἀδιεξήγητον, καὶ ἀπαιτεῖται ἡ θυσία ὁλοκλήρου βίου ἵνα ἐν μέρει δαμάσῃ τις αὐτήν.
ἐκ παντοίων: από κάθε είδους | συγκειμένης: αποτελούμενης | φθάσομεν ποτέ: θα φτάσουμε κάποτε | τι: κάποιο | Ἀτθίδος: αττικής (διαλέκτου) | ἀδιεξήγητον: ατέλειωτο, ανεξάντλητο | τις: κάποιος
Αχιλλεύς Παράσχος. Αθηναϊκό στενό· 1880
Ὑπάρχει εἰς ἀπόκεντρον τῶν Ἀθηνῶν γωνίαν
λευκὸς δρομίσκος, σκιερὸς καὶ πλήρης μυστηρίου·
χλοάζει τὸ κατώφλιον εἰς πᾶσαν του οἰκίαν
καὶ τέμνεται ὑπὸ μικροῦ εἰς δύο ρυακίου.
Δὲν βλέπεις μέγαρα λαμπρὰ εκεῖ, ἀλλὰ ὡραίας
μικρὰς οἰκίας, ταπεινάς, χιόνος λευκοτέρας,
καὶ πρὸ αὐτῶν ἐδῶ κι ἐκεῖ ἀνθούσας πασχαλέας,
αἵτινες μύρον χύνουσι λεπτόν εἰς τοὺς ἀέρας.
χλοάζει: είναι καταπράσινο | ταπεινάς: χαμηλές
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Το τέλος της φόνισσας· 1903
Τὰ κύματα ἐφούσκωναν ἀγρίως, ὡς νὰ εἶχον πάθος. Ἐκάλυψαν τοὺς μυκτῆρας καὶ τὰ ὦτά της. Τὴν στιγμὴν ἐκείνην τὸ βλέμμα τῆς Φραγκογιαννοῦς ἀντίκρισε τὸ Μποστάνι, τὴν ἕρημον βορειοδυτικὴν ἀκτήν, ὅπου τῆς εἶχον δώσει ὡς προῖκα ἕνα ἀγρόν, ὅταν, νεάνιδα, τὴν ὑπάνδρευσαν καὶ τὴν ἐκουκούλωσαν, καὶ τὴν ἔκαμαν νύφην οἱ γονεῖς της.
- Ὤ! νά τὸ προικιό μου! εἶπε.
Αὐταὶ ὑπῆρξαν αἱ τελευταῖαι λέξεις της. Ἡ γραία Χαδούλα εὖρε τὸν θάνατον εἰς τὸ πέραμα τοῦ Ἁγίου Σώστη, εἰς τὸν λαιμὸν τὸν ἐνώνοντα τὸν βράχον τοῦ ἑρημητηρίου μὲ τὴν ξηράν, εἰς τὸ ἥμισυ τοῦ δρόμου, μεταξὺ τῆς θείας καὶ τῆς ἀνθρωπίνης δικαιοσύνης.
μυκτήρας: ρουθούνια
Εμμανούλ Στ. Λυκούδης. Άφιξη στη Φθειρία· 1920
Μετ' ὀλίγον εἰσηρχόμην εἰς τὴν κωμόπολιν, συρόμενος ὑπὸ τοῦ ἀγωγιάτου μου ἀπὸ τὸ καπίστρι, διὰ τῆς μεσολαβήσεως, ἐννοεῖται, τοῦ λαιμοῦ τοῦ ὑπ' ἐμὲ ἡμιόνου.
Μοὶ ἐπεφυλάσσετο δὲ ἐνθουσιώδης ὑποδοχή, ὡς προεδήλουν αἱ λυσσαλέαι ὑλακαὶ τῶν σκύλων καὶ οἱ ἐμμανεῖς λιθοβολισμοὶ τῆς τρυφερᾶς γενεᾶς τῆς Φθειρίας, τῶν νεαρῶν αὐτῆς βλαστῶν καὶ χρηστῶν ἐλπίδων, ἥτις ἔπαιζε τὴν ὥραν ἐκείνην εἰς τὰ πρόθυρα τῆς κωμοπόλεως.
Ἀπετελεῖτο δὲ ἡ νέα αὕτη γενεὰ ἀπὸ ἐσμὸν μικρῶν δαιμόνων ἀνυποδήτων, τὸ πρόσωπον, τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας τῶν ὁποίων οὐδέποτε περιύβρισε τοῦ ὕδατος ἡ επαφή, ἐνῶ ἡ κόμη των κατὰ γλοιώδεις τολύπας ἐπιστέφει τὰς μικρὰς κεφαλάς των.
ὑλακαί: γαβγίσματα | εμμανεῖς: μανιασμένοι | Φθειρίας: φθείρ = ψείρα | ἐσμόν: σμήνος, ομάδα | τολύπας: τσουλούφια | ἐπιστέφει: στεφανώνει
Πέτρος Συλλέκτης, «Πλεονεκτήματα και προϋποθέσεις της διά καταπόσεως ομβρέλλας αυτοκτονίας»· 2004
Ένας πρωτότυπος και αποτελεσματικός τρόπος δι' αυτοκτονίαν είναι ο διά της καταπόσεως ομβρέλλας. Καταπίνετε την ομβρέλλαν και εν συνεχείᾳ την ανοίγετε. Με το άνοιγμα της ομβρέλλας προκαλούνται διάφορα πράγματα εις έν των ευαισθήτων μερών του ανθρωπίνου σώματος, δηλονότι την κοιλίαν. Τα πράγματα αυτά είναι εύκολον να τα φαντασθεί ο αναγνώστης και δεν κρίνω σκόπιμον να λάβω τον χρόνον του διά να περιγράψω εν λεπτομερείᾳ τα αποτελέσματα του ανοίγματος της ομβρέλλας.
Κείμενα στην ομιλούμενη
Κείμενα στην ομιλούμενη μεσαιωνική και υστερομεσαιωνική γλώσσα. Σε πολλά από αυτά είναι ευδιάκριτη η παρέμβαση της αρχαΐζουσας γλώσσας.
Σκωπτικό τραγούδι για τον αυτοκράτορα Φωκά· αρχές του 7ου αι.
Πάλιν στον καύκον έπιες,
πάλιν τον νουν απώλεκες.
Πάλι βουτήχτηκες στου πιοτού την κούπα, πάλι έχασες τα λογικά σου.
Βασίλειος Διγενής Ακρίτης· 12ος αι. (;)
Είτα περιλαβούσα μου τους πόδας, κατεφίλει
την χείρα μου την δεξιάν ηρέμα φθεγγομένη:
«Ευλογημένος ο πατήρ και μήτηρ η τεκούσα,
και οι μαστοί οι θρέψαντες μητρός ευλογημένης·
τοιούτον γαρ ουδέποτε άλλον άνδρα κατείδον…»
«Πτωχοπρόδρομος»· 2ο μισό του 12ου αι.
Έμαθον τα γραμματικά, πλην μετά κόπου πόσου.
Αφού δε γέγονα κἀγώ γραμματικός τεχνίτης,
επιθυμώ και το ψωμίν και του ψωμιού την μάνναν,
και διά την πείναν την πολλήν και την στενοχωρίαν
υβρίζω τα γραμματικά, λέγω μετά δακρύων:
«Ανάθεμαν τα γράμματα, Χριστέ, και οπού τα θέλει,
ανάθεμαν και τον καιρόν και εκείνην την ημέραν,
καθ' ήν με παρεδώκασιν εις το διδασκαλείον
προς το να μάθω γράμματα, τάχα να ζω απ' εκείνα!»
γέγονα: έγινα | μάνναν: ψίχα, ψίχουλο | προς το να: για να
Χρονικόν του Μορέως· γύρω στα 1300.
Εγώ, αδελφέ, αν εγύρευα να αυξήσω την τιμήν μου,
το πλούτος και την δόξαν μου, πρέπει να με επαινάτε,
διά το πρέπει τον άνθρωπον όπου άρματα βαστάζει
ν' αυξαίνει γαρ το πλούτος του, ομοίως και την τιμήν του,
μόνον να μη ένι άδικον, να επαίρνει συγγενών του
και να ακληρά την σάρκαν του, τους σαρκικούς του φίλους.
Πάντως εγώ είμαι πρίγκιπας, ένας μικρός στρατιώτης,
κι ουδέν με εβλέπεις ότι έδραμα απάνω εις συγγενήν μου
ούτε εις φτωχόν μου γείτοναν να επάρω το εδικόν του·
αλλά έδραμα εις βασιλέαν, όπου ένι αφέντης μέγας,
οπού έχει κράτος κι αφεντίαν μεγάλην εις τον κόσμον
κι ένι εις αντρεία εξάκουστος απάνω εις τους στρατιώτες,
κι ένι τιμή μου κι έπαινος να πιάνομαι μετ' αύτον,
διατί ένι εκείνος βασιλέας κι εγώ μικρός στρατιώτης.
ένι: είναι | ακληρά: στερεί κληρονομικά εδάφη | ουδέν: δεν | έδραμα απάνω: επιτέθηκα εναντίον | αφεντίαν: εξουσία, κυριαρχία | πιάνομαι μετ': πολεμώ με
Σταφίδας· τέλη του 14ου αι.
Εις οδύνην οφθαλμών: έπαρον στρύχνον (τό λέγουσίν τινες βρωμοβότανον, οπού ποιεί ωσάν σταφύλια μικρά μαυρούτσικα, λέγουν το και μαυρόχορτον), κοπάνισον τούτον, θέλεις τα κουκκία του, θέλεις τα φύλλα του, και εις τον ζωμόν τούτου βάλε άλας τριμμένον και άλειφε το μέτωπον.
Ο σουλτάνος Μωάμεθ ο Πορθητής υπογράφει συνθήκη με τους Γενοβέζους της Πόλης· 1456
Εγώ, ο μέγας αυθέντης και μέγας αμιράς σουλτάνος ο Μεχμέτ μπέης, ο υιός του μεγάλου αυθέντου και μεγάλου αμιρά σουλτάνου του Μουράτ μπέη, ομνύω εις τον Θεόν του ουρανού και της γης και εις τον μέγαν ημών προφήτην τον Μωάμεθ και εις τα επτά μουσάφια οπου έχομεν και ομολογούμεν…
μουσάφια: αντίγραφα του Κορανίου
Ερωτικό τραγούδι· 15ος αι.
Τριαντακλωνοκυπάρισσε με τους χρυσούς τους κλώνους
και με τα φύλλα τα πλατιά, με τον πολύν τον ίσκιον,
και τον αέρα τον γλυκύν, με την πολλήν δροσίαν,
περιβολίτσιν έμορφον τα ρόδα φυτεμένον,
γλυκομηλέα μου κόκκινη, τα μήλα φορτωμένη,
απόκλινε την νιότην σου να γείρω στην ισκιά σου,
να δροσιστώ στον ίσκιο σου και εις το κατάψυχό σου.
Ο βασιλιάς της Κύπρου Ιάκωβος Β' Λουζινιάν δωρίζει υπηρέτη· 1468
Ακριβοί και ηγαπημένοι μας, πολλομούμεν σας να ηξεύρετε ως ότι εχαρίσαμεν του Γεωργίου του τσαμπερλάνου, του δουλευτή μας, το κοπέλλιν το έχει εις την δούλεψίν του από το χωρίον μας της Θεμούρφου, ονόματι Φίλιππο Θοδόση Βεντούρη. Διά τούτον μηνούμεν και ορίζομέν σας να μηδέν του δώσετε τίποτες πατσίασμαν διά τον αυτόν κόπελλον.
πολλομούμεν σας: σας καθιστούμε, σας κάνουμε | ως ότι: ότι | τσαμπερλάνου: θαλαμηπόλου, αυλικού αξιωματούχου | το κοπέλλιν: τον υπηρέτη | πατσίασμαν: δουλική, υπηρετική υποχρέωση | κόπελλον: νεαρό
Ιωαννίκιος Καρτάνος. Η διάβαση της Ερυθράς Θάλασσας· 1536
Και παρευθύς εσκίσθη η θάλασσα εις δύο και έγινε στράτα εις την μέσην, και τα νερά εμαζώχθησαν από την μίαν μερίαν και από την άλλην και έγιναν σαν πύργος, και τότες οι υιοί του Ισραήλ απέρασαν από την μέσην της θαλάσσου, οπού καν τα παπούτσια τους δεν εβράχησαν. Και όταν εξημέρωσε, ηβλέπει ο φαραός ότι αυτείνοι απέρασαν και σεβαίνει αυτός μέσα εις την θάλασσαν, και το πρωί ο Θεός έστειλε ένα γνέφος απάνω εις τον φαραόν και έκαμε και υπήγαν οι ρόδες του αμαξίου του εις ένα χάος της θαλάσσου.
οπού καν: έτσι που ούτε | φαραός: φαραώ | αυτείνοι: αυτοί | σεβαίνει: μπαίνει | γνέφος: σύννεφο
Γεώργιος Αιτωλός. Το τζιτζίκι και τα μυρμήγκια· 16ος αι.
Καιρός χειμώνος ήτονε και τζίντζιρας υπάγει
εις τόπον που 'ταν μύρμηγκες κι εζήτα τους να φάγει.
Τότε εκείνοι είπασι: «Τώρα ζητάς φαγία
και περπατείς, ταλαίπωρε, και έχεις λαιμαργία;
Γιατί στου θέρους τον καιρόν δεν έκαμες δουλεία
και να συνάζεις περισσά, να 'χεις πολλά φαγία;»
Λέγει τους: «Δεν αδείαζα, ουδ' έκαμα λωλία,
αμ' ετραγούδουν έμορφα με έμνοστην λαλία.»
Οι μύρμηκες τον είπασι τον τζίντζιρα με γέλος:
«Τζίντζιρα, τι σε έκαμε το εύκαιρον το μέλος;
Το καλοκαίρι επειδή έψαλλες, ωσάν λέγεις,
εις τον χειμώνα χόρευε, τα πάθη σου να κλαίγεις.»
τζίντζιρας: τζίτζικας | είπασι: είπαν | περισσά: πολλά | λωλία: ανοησία, βλακία | έμνοστην: ωραία | γέλος: γέλιο | το εύκαιρον το μέλος: το μάταιο τραγούδι
Νεοελληνικές διάλεκτοι
Δείγματα νεοελληνικών διαλέκτων. Μερικές δεν μιλιούνται πια.
Χρησιμοποιούνται τα παρακάτω σύμβολα: = παχύ · , , , = ουρανικοί φθόγγοι, όπως στις λέξεις κιλό, μιλιά, πανιά, χυμός αντίστοιχα· ξ́, σ́, τ́ = ουρανικοποιημένοι φθόγγοι , , · = παχύ ·
στην ποντιακή, = φωνήεν ανάμεσα στο και στο ·
στην καππαδοκική, ə = φωνήεν που αρθρώνεται όπως το , αλλά με πιο κλειστό στόμα· q = φθόγγος περισσότερο υπερωικός από το · = υπερωικό , όπως μετά το πρώτο α στη λέξη αγκαλιά·
στην τσακωνική, κ῾, π῾, τ῾ = δασέα , , · τ́ = ουρανικοποιημένο και απαλό .
Πελοποννησιακή: Αναμνήσεις από την επανάσταση του 1821
Πώς να σου τα μολοήσω, παιδάκι μου; Εδώ πέρα, καθώς θα 'χεις μαθημένα, ήτανε πρώτα Τουρκιά. Τόμ άναψε το ντουφέκι, οι καλοί άντρες πήγανε στον πόλεμο και μεις μείναμε. Ήτανε φερμένος ο Μπραήμης και μας εκυνήησε και εφύγαμε· άλλοι τις Πέτσες κι άλλοι το Λενίδι. Εμείς σηκωθήκαμε, καμιά κατοστή φαμπελιές, και πάμε τα Τζίντζινα, από κει βγαίνομε τον Άι-Βασίλη τη ρεματιά μέσα. Από τον Άι-Βασίλη στο Βρονταμά, από το Βρονταμά στο Παρόρι, κι από το Παρόρι στο Μυστρά φευγόδικοι. Στο Βρονταμά, πού να σου λέω, μας εκυνηήσανε· δε μας αφήνανε να πιούμε νερό.
τόμ: όταν | τις Πέτσες, το Λενίδι κτλ.: στις Σπέτσες, στο Λενίδι κτλ. | φαμπελιές: φαμίλιες, οικογένειες
Μανιάτικη: Σατιρικό μοιρολόι. (Τα γράμματα σε παρένθεση μόλις ακούγονται.)
«Μωρή, τί να ζε κάνομε;
Για να ζε περιμένομε,
μωρή, δε(ν) τάζεις τίποτα;»
«Δε(ν) κουμαντάρου τίποτα,
γιατ' έναι η μάνα μου μη(ι)τρά,
μόν' το φουστάνι που φορού
το τάζου κ(ι)αι περικαλού
ο γάιδαρος να σηκωθεί
και το σομάρι στην οργή.»
ζε: σε | έναι: είναι | μη(ι)τρά: μητριά | φορού: φορώ | περικαλού: παρακαλώ | σομάρι: σαμάρι
Επτανησιακή: Ο ανεμοστρόφιλος
Μες στις δώδεκα ώρες τση μερός, ό,τι καιρός κι αν είναι, τυχαίνει κάποτες να διαβεί από το χωριό ένας αγέρας μεγάλος και δυνατός με κάτι χτύπους σα σκεπετιές κι ό,τι βρει ομπρός του το σέρνει· σηκώνει κι άνθρωπο (θέλεις άλλο;) και σου τον απελάει μεδά ξέρω κι εγώ πού! Εμείς εούτο το κακό το λέμ' ανεμοστρόφιλο, κι ομολογούνε πως είναι κειμεσαθιό αγερικά πλήθος αρίφνητο και πολεμάνε συναμεταξύ τους το 'να με τ' άλλο.
τση μερός: της ημέρας | σκεπετιές: τουφεκιές | απελάει: αμολάει | μεδά: ούτε | εούτο: τούτο | κειμεσαθιό: εκεί μέσα | αρίφνητο: αναρίθμητο
Μεγαροαιγινήτικη: Αιγινήτικο παραμύθι
Μια φορά τσ' ένα τσαιρό ήτανε ένας βασιλέας, Ύπνος τ' όνομά του. Δίπλα εις το παλάτι εκαθότανε μια φτωχή κόρη τσαι ξενοδούλευε τσαι ζούσε. Ενυχτόρευε τσαι, όντες της ερχότανε ο ύπνος να τουμηθεί, έπαιρνε κουτσία τσ' έτρωε τσ' έλεε: «Ήρθες, ύπνε. Καλώς ήρθες, φάε κουτσία τσαι φύγε.»
τσ' ένα τσαιρό: κι έναν καιρό | τσαι: και | ενυχτόρευε: ξενυχτούσε | όντες: όταν | τσουμηθεί: κοιμηθεί | κουτσία: κουκιά
Κυκλαδική: Παροιμία από την Άνδρο
Όποιος ξοδεύγει δεκοχτώ
τσαι δε σοδεύγει τριγιάdα,
στη φυλατσή το βάζουνε
τσαι δεν ηξέρει γιάdα.
τσαι: και | σοδεύγει: κερδίζει | γιάdα: γιατί
Κρητική: Τραγούδι νεαρού
Οψές αργά επέρνουνα 'πού τη Χαριτωμένη
κι είδα μιαν κόρη κι έπλυνε, ω τη διαολεμένη!
Κι εγώ τση ζήτηξα φιλί, κι αυτή εκρυφογέλα
και θάρρουνα πως μου 'λεγε: «Σα θες, το βράδυ έλα.»
Και σαν εποσκοτείνιασε, εγλάκουνα ως εbόρου,
κι εκείνη είχε κουζουλούς κι εβλέπανε τσι πόρους.
επέρνουνα: περνούσα | 'πού: από | Χαριτωμένη: ναός της Παναγίας | τση ζήτηξα: της ζήτησα | θάρρουνα: θαρρούσα, νόμιζα | εποσκοτείνιασε: σκοτείνιασε εντελώς | εγλάκουνα: έτρεχα | εbόρου: μπορούσα | κουζουλούς: τρελούς· εδώ: ζωηρούς | εβλέπανε: πρόσεχαν | τσι πόρους: τις πόρτες, τα περάσματα
Δωδεκανησιακή: Παράδοση από την Κω
Η μια η γειτόνισ-σα ήθελε ν-να πάνε στα μοναστήρgια όλ-λdα να τα προσευκηστούνε. Ε, αυτή λοιπόν επήγαιν-νεμ bροστά. Οι άλ-λdες την εσυκοφανdίζ-ζαμ 'bό πίσω, να πούμενε, την επαρεξηγούσασίνε. Ε, αυτή ητίναξεν, ηπάαιν-νένε με την αθέαν dης την gαρδγιά. Δεν ησταμάτησένε. Επρόφτασεν αυτή πιο γλήορι, επήαινε στον Άιγ-Γιώρgη. Της φανερώθητσεν ο Άις Γιώρgης. Είπεν ότι «Τί χάρηθ θέλεις να σου πλερώσω, αυτήν dην αγωνίαμ bου 'καμες για μένα, να 'ρτεις να πκιάσεις να με σκουπίζ-ζεις;»
μoναστήρgιa: ξωκλήσια | προσευκηστούνε: προσκυνήσουν | 'bό πίσω: από πίσω | ητίναξεν: προχώρησε γρήγορα | ηπάαιν-νένε: πήγαινε | αθέαν: αθώα | γλήορι: γρήγορα | τί χάρηθ θέλεις να σου πλερώσω: τί χάρη θέλεις να σου κάνω | dην αγωνίαμ: τον κόπο
Στερεοελλαδίτικη: Παράδοση από την Αιτωλία
Στου Βραχώρ νια βουλά ήμναν φυγόδικους· κι ήμναν σν Άι-Παρασκιβή κι μόμναν, κι αϊκώ: «Μάνθου! Μάνθου!» Δε μίσα. Ύστιρα είπι: «Ωρέ, συ είσι, δείνα!» Έκαμα πως δεν άικσα τίπουτα. μήθκα. Κουντά χαραή ήβρα του μαχαίρι μ μπημένου μες στου τσαρού κι πάρα πέρα του κμπούρι μ· κι βρέθκα χτισμένους. Ύστιρα έμαθα πως είνι κει νιράιδις.
νια βουλά: μια φορά | ήμναν: ήμουν | σν: στην | μόμαν: κοιμόμουν | αϊκώ: ακούω | χαραή: χαραυγή, χαράματα | μπημένου: μπηγμένο | κμπούρι: κουμπούρι
Θεσσαλική: Παραμύθι από τον Τίρναβο
Ήταν ένας φτουχός, είχι δυο ζουντόβουλα κι μιτ' αυτά κουβανούσι χώμα. Ήταν χουματάς. Η γναίκα τ ήταν μια φαντασμέ! Κάθι ώρα τουν είχι του κουντό, ντε κι καλά να γέ αφέντς. «Γέαφέντς,» τουν ήλεγι, «κι έ ι Θιος. Γέαφέντς κι έ ι Θιος.» «Μαρή γναίκα,» τν ήλιγι, «πώς να γένου αφέντς; Σα δεν κουβανήσου χώμα πώς θα ζήσουμι;»
ζουντόβουλα: ζώα | μιτ': με | κουβανούσι: κουβαλούσε | τουν είχι του κοντό: τον είχε από κοντά | ι Θιος: ο Θεός | μαρή: μωρέ | τν: την
Μακεδονική: Η Χιονούλα
Μια φουρά κι έναν κιρό ήταν ένας βασλιάς κι μια βασίλτσα. Η βασίλτσα, ικεί που έπλικι ν ταντέλα, πήγι ένα σπουρίτ́ στου παραθύρ. Η βασίλτσα, σαν του είδι, έτριξι γρήγουρα ν' ανοίξ́ του παραθύρ για να μπει μέσα. Πως έκανι ν' ανοίξ́ του παραθύρ, μπήκι ου κουρσές μέσα στου δάχτυλου τς κι του αίμα έσταξι πάν' στου χιον. Είπιν η βασίλτσα: «Να χάμου ένα κουρίτσ́ να 'νι κόκκινου σαν του αίμα κι άσπρου σαν του χιο!» Όπους είπιν η βασίλτσα, ετσ́ κι έγινι.
ν: την | κουρσές: βελονάκι
Κυπριακή: Οι μαγικές μπότες
Ένας άθρωπος είεν τρεις γιούες. Τείνος ο άθρωπος επήεν εις το παναΰριν τ' έχερεν μιαν αλ-λαήν ποΐνες. Τ' επήεν ο μιαλ-λύτερος γιος του ται λαλεί του: «Γιε, παπά, χέρ' μου τούτες τες ποΐνες τ' εν-να τες χορίω εγιώνη.» «Ίντα μπο 'ν-να μου κάμνεις, γιε μου;» λαλεί του. «Να σου γλέπω ψύλ-λους μέσ' τ' άερο,» λ-λαλεί του. «Ε, γιε μου, πήαιν-νε τ' εν κάμνεις για λ-λόου μου.» Επήεν ο δεύτερος, λαλεί του: «Φέρ' μου, γέρο, πο τούτες τες ποινές να τες χορίω.» Λαλεί του: «Μα ντα μπο 'ν-να μου κάμνεις, γιε μου;» λαλεί του. Λαλεί του: «Να σου φκάλ-λω -ύλ-λους έξω 'πού το χωρκόν.»
Ένας άνθρωπος είχε τρεις γιους. Αυτός ο άνθρωπος πήγε στο πανηγύρι και έφερε ένα ζευγάρι μπότες. Και ο μεγαλύτερος γιος του πήγε και του είπε: «Ε, πατέρα, φέρε μου αυτές τις μπότες και θα τις φορέσω εγώ.» «Τί θα κάνεις για μένα, γιε μου;» του λέει. «Θα βλέπω ψύλλους μέσα στο άχυρο,» του λέει. «Ε, γιε μου, πήγαινε, και δεν κάνεις για μένα.» Πήγε ο δεύτερος, του λέει: «Φέρε μου, γέρο, αυτές τις μπότες να τις φορέσω.» Του λέει: «Και τί θα κάνεις για μένα, γιε μου;» του λέει. Του λέει: «Θα βγάζω σκυλιά έξω από το χωριό.»
Ποντιακή: Η παρέα της αλεπούς και του φιδιού
Έναν καιρόν ο αλεπόν και το φίδ' εποίκαν συντροφίαν κι επήγαν σ' έναν τρανόν δεντρόν αφκά, έχτ'σαν τ' οσπιτόπον ατουν κι ερχίνεσεν ο καθένας να 'φτάει την δουλείαν ατ'. Ο αλεπόν επέν'νεν κι έφερ'νεν κοσσάρας ας σα σουμά τα χωρία και με τα δόντ'τ' ένοιεν τα καρδίας ατουν και τ' ωβά εδίν'νεν 'ς σο φίδ' και το κρέας έτρωεν ο ίδιον.
Έναν καιρό η αλεπού και το φίδι έκαναν παρέα και πήγαν κάτω από ένα μεγάλο δέντρο, έχτισαν το σπιτάκι τους κι άρχισε ο καθένας να κάνει τη δουλειά του. Η αλεπού πήγαινε κι έφερνε κότες από τα κοντινά χωριά και με τα δόντια της άνοιγε την κοιλιά τους και τα αβγά τα έδινε στο φίδι και το κρέας το έτρωγε η ίδια.
Ποντιακή: Δημοτικό τραγούδι από την Τραπεζούντα
Χριστέ μ', ούλ καλά ποίκες, τρία καλά κί εποίκες·
ποίκες τον ουρανόν ψηλά, κι εκεί σκάλαν κί εφτάνει,
ποίκες την θάλασσαν πλατύν, κι εκεί γεφύρ' κί στέκει,
ποίκες την ξενιτιάν μακρά, κι εκεί λαλ κί πάγει.
ούλ: όλα | ποίκες: έκανες | κί: δεν | λαλ: μιλιά
Καππαδοκική: Παραμύθι από το Αραβάνι
Ήσανε ρο φέα, αdέλφα, το 'να τανό και το 'να αqουλού. Είχαν ένα βαβά, και πέρανε. Ιτό βαβά τουν ζείν τουν. Είχαν και πολλά πρόβατα κι ένα τανά. Είχαν και ρο αχə́ρια, το 'να τεζέ και τ' άλλο παλό. Ένα μέρα τ' αqουλού σο τανό τ'είπε: «Όσα πρόβατα bουν σο τεζέ σο αχə́ρ τα μον dαι· όσα μbουν σο παλό τα σον dai.»
Ήτανε δυο παιδιά, αδέρφια, ένα κουτό και ένα έξυπνο. Είχαν έναν πατέρα, και πέθανε. Ο πατέρας τους ήταν πλούσιος. Είχαν και πολλά πρόβατα και ένα μοσχάρι. Είχαν και δυο στάβλους, τον έναν καινούργιο και τον άλλον παλιό. Μια μέρα το έξυπνο (παιδί) είπε στο κουτό: «Όσα πρόβατα μπουν στον καινούργιο τον στάβλο είναι δικά μου· όσα μπουν στον παλιό είναι δικά σου.»
Τσακωνική: Τ'ο γάμο τα Μαρούα (Στο γάμο της Μαρούλας)
Εζάκαϊ τ'ον άγιε, σ' εστεφανούκαϊ, τ́σ' από τσι σ' εκατούκαϊ του τσουφάλε σου με κουφέτε χοντροί από το δίσκο τ́σ' ετσαφήκαϊ κ'αμπόσοι κουμπούρε, εμπαήκαϊ από τον άγιε Στράκηγο τ́σ' αρχιίαϊ dίντε τα βιοία. Α Μαρούα έκι καμαρούνα. «Μα, για ξείκα, Τζείνα, καμάι π'οι ' έν' έχα α ύιθη,» έ' αούα α Γιωργού. «Εζού, να ντ' αλήου, όρκο μι Τζείνα, όμα ολπίζα ι να ' άει ο Γιάννη ταμ Παλιομαρούα, το συχιατ'έ πράμα, εστάκιου οικοτ́σουρόπουλε, με στρομπούλια ίτ'ε, με κοτά τ́σεάρα, με πειβόι, με βούε, με ελίε, π'' έκι πρέπουντα να ν' άει ταν καύτερα σάτη.» «Γιατσί, α του ιχάη τσ' έ' έχα; Εζού έ' αούα κάτσι ' εμποίκαϊ το καμπζί». «ιία, Γιωργού, κάτ́σι τα γρούσσα ντι. Έκι α τύχη σι να καοτσυτάτσει. Μαγάι να 'γκι καοτσυτέντε έτρου τ́σ' οι σατέρε νάμου…»
Πήγαν στην εκκλησία, τους στεφάνωσαν, κι αφού τους έσπασαν τα κεφάλια με κουφέτα χοντρά από τον δίσκο κι έριξαν κάμποσες κουμπουριές, βγήκαν από τον άγιο Στράτηγο κι άρχισαν να χτυπούν τα βιολιά. Η Μαρούλα καμάρωνε: «Μα, για κοίτα, Αγγελίνα, καμάρι που το 'χει η νύφη,» έλεγε η Γιωργού. «Εγώ, να σου πω, καμάρι μου Αγγελίνα, δεν το ήλπιζα να την πάρει ο Γιάννης την Παλιομαρούλα, το σιχαμένο πράμα, τέτοιο νοικοκυρόπουλο, με τόπια πανί, με κοτζάμ σπιτάρα, με περιβόλι, με βόδια, με ελιές, που έπρεπε να πάρει το καλύτερο κορίτσι.» «Γιατί, η (κόρη) του Μιχάλη τί είχε; Εγώ λέω κάτι του έκαναν του παιδιού.» «Μιλιά, Γιώργου, δάγκωσε τη γλώσσα σου. Ήταν η τύχη της να καλοπέσει. Μακάρι να καλόπεφταν έτσι και τα κορίτσια μας…»
Κατωιταλική: Παραμύθι.
Καλαβρία
Ήτο μια φ-φορά ένα βρούθακο. Ται μίαν ημέρα πως εμέτερ-ρε στο σπίτιν doυ, ήβρε τρία δινέρια. Ται αχ-χέρωε να είπει: «Τί χοράτω με τούτα; Τί χοράτω με τούτα; Χοράτω κρέα; Ουdέ, γιατί το κρέα έχει στέα, ται κουμbιάτω. Χοράτω αζ-ζάρι; Ουdέ, γιατί το αζ-ζάρι έχει ακάθ-θια, ται με τρυ- πούσι.»
Απουλία
Ήσανε μία φ-φορά α κ-κρακάλι. Ται μίαν ημέρα σάτ-τι σκούπιτε στο σπίτι τ-του, ήβρηκε τρία τουρνία. Ται αρτίνιασε να πει: «Τί αφοράτω; Τί αφοράτω; Αφοράτω κρέα; Nde, γιατί το κρέα έχει στέατα, ται αμφουκέομαι. Αφοράτω αφσάρι; Νdε, γιατί τ' αφσάρι έχει ακάτ-τια, ται με τρυπούνε.»
βρούθακο/κ-κρακάλι: βάτραχος | ται: και | πως/σάτ-τι: καθώς | εμέτερ-ρε: σκούπιζε | δινέρια/τουρνία: νομίσματα | αχ-χέρωε/αρτίνιασε: άρχισε | χοράτω/αφοράτω: αγοράζω | στέα/στέατα: οστά, κόκαλα | ουδέ/νdε: όχι | κουμbιάτω/αμφουκέομαι: πνίγομαι | αζ-ζάρι/αφσάρι: ψάρι | ακάθ-θια/ακάτ-τια: αγκάθια
-----------------
Βιβλιογραφία
Ιστορίες της ελληνικής γλώσσας
Adrados, F. R., Ιστορία της ελληνικής γλώσσας: από τις απαρχές ως τις μέρες μας (μτφρ. Γ. Αναστασίου και Χ. Χαραλαμπάκης), Παπαδήμας, Αθήνα 2003.
Browning, R., Η μεσαιωνική και νέα ελληνική (μτφρ. Μ. Ν. Κονομή), Παπαδήμας, Αθήνα 1991.
Κοπιδάκης, Μ. Ζ. (επιμ.), Ιστορία της ελληνικής γλώσσας, Ε.Λ.Ι.Α., Αθήνα 1999.
Thomson, G., Η ελληνική γλώσσα, αρχαία και νέα, 2η έκδοση, Κέδρος, Αθήνα 1989.
Tonnet, Η., Ιστορία της νέας ελληνικής γλώσσας (μτφρ. Μ. Καραμάνου και Π. Λιαλιάτσης), Παπαδήμας, Αθήνα 1995.
Τριανταφυλλίδης, Μ., Άπαντα, τ. 3: Νεοελληνική γραμματική: ιστορική εισαγωγή, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη), Θεσσαλονίκη 2002.
Χριστίδης, Α.-Φ. (επιμ.), Ιστορία της ελληνικής γλώσσας: από τις αρχές έως την ύστερη αρχαιότητα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας και Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη), Θεσσαλονίκη 2001.
Λεξικά της αρχαίας ελληνικής
Adrados, F. R., Diccionario Griego-Espanol, Instituto «Antonio de Nebrija», Μαδρίτη 1989-.
Chantraine, P., Dictionnaire etymologique de la langue grecque, Klincksieck, Παρίσι 1999.
Lampe, G. W. H., A Patristic Greek Lexicon, Clarendon Press, Οξφόρδη 1961.
Liddell, H. G., P. Scott και S. Jones, A Greek-English Lexicon, Clarendon Press, Οξφόρδη 1996.
Liddell, Η. G. και P. Scott, Μέγα λεξικόν της ελληνικής γλώσσης (μτφρ. Ξ. Μόσχος, Μ. Κωνσταντινίδης), Σίδερης, Αθήνα 1925 και πολλές ανατυπώσεις.
Montanari, F., Vocabolario della lingua greca, 2η έκδοση, Loescher Editore, Τορίνο 2004.
Πνεύματα και τόνοι
Έχουμε μιλήσει για τα μακρά και τα βραχέα φωνήεντα, καθώς και για το γεγονός ότι ο τονισμός των λέξεων στα αρχαία ελληνικά δεν ήταν δυναμικός (κάτι που συμβαίνει όταν μια συλλαβή προφέρεται με μεγαλύτερη ένταση) αλλά μουσικός (δηλαδή η τονιζόμενη συλλαβή προφέρεται σε υψηλότερη μουσική νότα). Η διάκριση ανάμεσα σε μακρά και βραχέα φωνήεντα άρχισε να εξαφανίζεται στους τελευταίους προχριστιανικούς αιώνες, οπότε άρχισε να υποχωρεί και ο μουσικός τονισμός υπέρ του δυναμικού. Οι αλλαγές αυτές έγιναν βαθμιαία και με διαφορετικούς ρυθμούς σε διαφορετικές διαλέκτους ή σε διαφορετικές περιοχές του ελληνόφωνου κόσμου.
Έχουμε αναφερθεί επίσης στο γεγονός ότι στα αρχαία ελληνικά υπήρχε και ένα σύμφωνο που προφερόταν , όπως περίπου προφέρεται το πρώτο σύμφωνο του αγγλικού ρήματος have 'έχω'. Αυτός ο φθόγγος χάθηκε στις διαλέκτους της αρχαίας ελληνικής, σε άλλες (όπως η λεσβιακή) πολύ νωρίς, σε άλλες (όπως η αττική) αργότερα.
Όταν οι αλλαγές αυτές στη γλώσσα είχαν πια επικρατήσει, οι αναγνώστες αρχαίων κειμένων, αλλά και οι δάσκαλοι και οι μαθητές που μελετούσαν τον Όμηρο, τη Σαπφώ ή τον Σοφοκλή τους, αντιμετώπιζαν συχνά μεγάλες δυσκολίες στην προσπάθειά τους να αναγνωρίσουν λέξεις που δεν προφέρονταν πια με τον αρχαίο τρόπο. Ένας αναγνώστης, και πολύ περισσότερο ένας μαθητής, θα ήθελε πολύ να ξέρει ποια ακριβώς λέξη ήταν ένα σκέτο «Η» που έβλεπε στο κείμενό του: Ήταν το θηλυκό άρθρο (που προφερόταν την εποχή του, αλλά ήταν στα αττικά και στη Σαπφώ), ο διαχωριστικός σύνδεσμος (= ), η θηλυκή αντωνυμία (= στα αττικά, αλλά στη Σαπφώ), ή μήπως ήταν το επίρρημα που σημαίνει 'πραγματικά' (= );
Έτσι, έπρεπε να βρεθεί ένα σύστημα που θα προσδιόριζε την αρχαία προσωδία, δηλαδή τον τρόπο με τον οποίο προφερόταν στα αρχαϊκά και στα κλασικά χρόνια ένα φωνήεν ως προς το μάκρος του, ως προς το ανέβασμα, το κατέβασμα ή το ανεβοκατέβασμα της φωνής κατά τη διάρκεια της προφοράς του, και ως προς την ύπαρξη ή όχι του φθόγγου πριν από αυτό. Για όλους αυτούς τους λόγους οι φιλόλογοι (οι «γραμματικοί», όπως λέγονταν) της ελληνιστικής εποχής επινόησαν σημάδια για να δηλώνεται η προσωδία των φωνηέντων. Αρχικά τα σημάδια αυτά χρησιμοποιούνταν μόνο εκεί όπου πραγματικά χρειάζονταν, δηλαδή όπου υπήρχε κάποιο πρόβλημα, όπως στο «Η» παραπάνω. Αργότερα, γύρω στον 9ο αιώνα μ.Χ., και όταν πια τα κείμενα δεν γράφονται με κεφαλαία γράμματα, η χρήση των σημαδιών αυτών γενικεύεται, και έτσι δημιουργείται το πολυτονικό σύστημα με το οποίο τυπώνονται ακόμη και σήμερα τα αρχαία κείμενα.
Τα σημάδια των αρχαίων φιλολόγων ήταν τα ακόλουθα:
(΄) = η προσωδία του φωνήεντος είναι οξεία, δηλαδή η φωνή ανεβαίνει, γίνεται οξύτερη: έ = · αν το φωνήεν είναι μακρό, ο τόνος ανεβαίνει στο δεύτερο μισό του: ή = , ώ = , μακρό ά = .
(̀ )= η προσωδία του φωνήεντος είναι βαρεία, δηλαδή η φωνή βρίσκεται χαμηλά: μάθὴμὰ = . Η βαρεία γράφεται μόνο όταν αντικαθιστά την οξεία της λήγουσας για να δείξει ότι δεν ακολουθεί κάποιο σημείο στίξης: πολλὴ τιμή· = .
(῀) = η προσωδία του φωνήεντος είναι περισπωμένη, δηλαδή 'σπασμένη', και η φωνή στην αρχή ανεβαίνει και στη συνέχεια κατεβαίνει· γι' αυτό και αρχικά το σχήμα αυτού του σημαδιού ήταν ^. Επειδή χρειάζεται χρόνος για ένα τέτοιο ανεβοκατέβασμα της φωνής, περισπωμένη μπορεί να έχουν μόνο τα μακρά φωνήεντα και οι δίφθογγοι, όπου ο τόνος ανεβαίνει στο πρώτο μισό τους και κατεβαίνει στο δεύτερο: ῶ = , ῆ = , αῖ = .
(῾)= η προσωδία του φωνήεντος είναι δασεία, δηλαδή 'τραχιά', επειδή υπάρχει ο φθόγγος πριν από το φωνήεν: ὁ = , Ἑλλάς = λατινικά Hellas. Το αρχικό σχήμα του σημαδιού ήταν , δηλαδή μισό Η. Αργότερα απλοποιήθηκε σε ˻, και ακόμη αργότερα σε ῾.
(᾿) = η προσωδία του φωνήεντος είναι ψιλή, δηλαδή 'γυμνή', χωρίς τον φθόγγο : ὀ = (το αρσενικό άρθρο στη Σαπφώ), ἀλλά = (προσέξτε ότι προφέρονται δύο λάμδα). Τα σχήματα του σημαδιού ήταν όπως αυτά της δασείας αλλά σε αντίστροφη φορά.
Φυσικά, τα σημάδια χρησιμοποιούνται και σε συνδυασμούς, π.χ. ὧδε 'έτσι' . Μια από τις χρησιμότητές τους σήμερα είναι και η δυνατότητα που μας παρέχουν να διακρίνουμε λέξεις που στην αρχαία εποχή προφέρονταν διαφορετικά αλλά σήμερα έχουν καταλήξει να είναι τελείως ομόφωνες, όπως το «Η» που μας απασχόλησε παραπάνω: ἡ, ἤ, ἥ, ἦ. Θυμηθείτε όσα είπαμε και για το ΦΩΣ: = φώς ή φῶς; (Αν το ξεχάσατε, ρίξτε μια ματιά στο 2.1.3.)
Αρχαίες διάλεκτοι
Στα κείμενα που ακολουθούν, = ει και η· = ου και ω. Έχουν συμπληρωθεί σιωπηλά κάποια κενά στις επιγραφές και τους παπύρους.
Μυκηναϊκή
Κεφαλίδα ενός καταλόγου αντικειμένων. Πύλος· περ. 1200 π.Χ.
o-wi-de pu2-ke-qi-ri o-te wa-na-ka te-ke au-ke-wa da-mo-ko-ro.
= Ὣς ϝῖδε Φυγέβρις, ὅτε ϝάναξ θῆκε Αὐγέϝαν δαμοκόρον.
Όπως είδε ο Φυγέβρις, όταν ο «άναξ» έκανε τον Αυγέα «δημοκόρον».
Μία από τις αρχαιότερες ελληνικές αλφαβητικές επιγραφές
Επιγραφή στο «ποτήρι του Νέστορα». Πιθηκούσες· περ. 700 π.Χ. (Βλ. και παραπάνω, Κεφ. 5, Ενότητα 7.)
Νέστορός εἰμι εὒποτον ποτριον.
Hὸs δ' ἂν τδε πίσι ποτρί, αὐτίκα κνον
hίμερος hαιρσει καλλιστεφάν Ἀφροδίτς.
Είμαι το γλυκόπιοτο ποτήρι του Νέστορα. Όποιος πιει από τούτο το ποτήρι, αυτόν αμέσως θα τον κυριέψει ο πόθος της Αφροδίτης με το όμορφο στεφάνι.
Αττική και ιωνική
Ηρόδοτος. Τα ιωνικά ιδιώματα της Μ. Ασίας.
Γλῶσσαν δὲ οὐ τὴν αὐτὴν οὗτοι νενομίκασι, ἀλλὰ τρόπους τέσσερας παραγωγέων. Μίλητος μὲν αὐτέων πρώτη κέεται πόλις πρòς μεσαμβρίην, μετὰ δὲ Μυοῦς τε καὶ Πριήνη. Αὗται μὲν ἐν τῇ Καρίῃ κατοίκηνται κατὰ ταὐτὰ διαλεγόμεναι σφίσι, αἵδε δὲ ἐν τῇ Λυδίῃ, Ἔφεσος, Κολοφών, Λέβεδος, Τέως, Κλαζομεναί, Φώκαια· αὗται δὲ αἱ πόλιες τῇσι πρότερον λεχθείσῃσι ὁμολογέουσι κατὰ γλῶσσαν οὐδέν, σφίσι δὲ ὁμοφωνέουσι. Ἔτι δὲ τρεῖς ὑπόλοιποι Ἰάδες πόλιες, τῶν αἱ δύο μὲν νήσους οἰκέαται, Σάμον τε καὶ Χίον, ἡ δὲ μία ἐν τῇ ἠπείρῳ ἵδρυται, Ἐρυθραί. Χῖοι μὲν νῦν καὶ Ἐρυθραῖοι κατὰ τὠυτò διαλέγονται, Σάμιοι δὲ ἐπ' ἑωυτῶν μοῦνοι. Οὗτοι χαρακτῆρες γλώσσης τέσσερες γίνονται.
Δε χρησιμοποιούν όλοι οι Ίωνες την ίδια γλώσσα αλλά τέσσερα διαφορετικά ιδιώματα. Προς νότο η πρώτη πόλη στη σειρά είναι η Μίλητος, ύστερα έρχονται η Μυούς και η Πριήνη· αυτές βρίσκονται στην Καρία και μιλούν το ίδιο ιδίωμα μεταξύ τους. Οι πόλεις πάλι στη Λυδία είναι η Έφεσος, η Κολοφών, Λέβεδος, Τέως, Κλαζομεναί και η Φώκαια· αυτές οι πόλεις δε συμφωνούν καθόλου ως προς τη γλώσσα τους με εκείνες που αναφέραμε πρωτύτερα, ενώ μεταξύ τους έχουν το ίδιο ιδίωμα. Υπολείπονται άλλες τρεις ιωνικές πόλεις, που οι δύο είναι χτισμένες σε νησιά, στη Σάμο και στη Χίο, ενώ η τρίτη βρίσκεται στη στεριά, δηλαδή οι Ερυθραί· Χίοι και Ερυθραίοι μιλούν το ίδιο ιδίωμα, ενώ οι Σάμιοι το ιδιαίτερο δικό τους. Έτσι τα γλωσσικά ιδιώματα γίνονται τέσσερα.
Τιμητικό ψήφισμα σε αττικό αλφάβητο. Ακρόπολη Αθηνών· 421-420 π.Χ.
Προκλές Ἀτάρβ Εὐνυμεὺς ἐγραμμάτευε. Ἔδοχσεν τι βλι καὶ τι δμι, hιπποθντὶς ἐπρυτάνευε, Προκλς ἐγραμμάτευε, Τιμίας ἐπεστάτ, Ἀριστίν ρχε. Θρασυκλές εἶπε· ἐπαινέσαι Ἀστέαν τòν Ἀλεòν hότι εὖ ποεῖ Ἀθναίς καὶ ἰδίαι καὶ δμοσίαι τòν ἀφικνμενον καὶ νῦν καὶ ἐν τι πρόσθεν χρόνι· καὶ ἀναγραφσάτ πρόχσενον καὶ εὐεργέτν Ἀθναίν καθάπερ Πολύστρατον τòν Φλειάσιον ἐστλει λιθίνι ὁ γραμματεὺς ho τς βλς καὶ καταθέτ ἐν πόλει· τò δὲ ἀργύριον δόντν hοι κλακρέται.
Ο Προκλής του Ατάρβου από τον Ευώνυμο δήμο ήταν γραμματέας. Η βουλή και ο δήμος αποφάσισαν, η Ιπποθωντίδα (φυλή) είχε την πρυτανεία, ο Προκλής ήταν γραμματέας, ο Τιμίας πρόεδρος, ο Αριστίων άρχοντας. Ο Θρασυκλής είπε: να επαινεθεί ο Αστέας από την Αλέα, επειδή ευεργετεί τους Αθηναίους, και ιδιωτικά και δημόσια, τον καθένα που πηγαίνει εκεί, και τώρα και στο παρελθόν· και ο γραμματέας της βουλής να τον αναγράψει πρόξενο και ευεργέτη των Αθηναίων, όπως τον Πολύστρατο από τον Φλειούντα, σε λίθινη στήλη, και να την τοποθετήσει στην ακρόπολη· τα (αναγκαία) χρήματα να τα δώσουν οι ταμίες.
Αρκαδοκυπριακή
Επιτύμβιο μνημείο με επιγραφή σε κυπριακό συλλαβάριο. Μάριο (πόλη στη βορειοδυτική ακτή της Κύπρου)· 6ος αι. π.Χ.
ti-mo-ku-po-ro-se o-ti-mo-ke-re-te-o-se e-pe-se-ta-se ki-li-ka-wi to-i ka-si- ke-ne-to-i.
= Τιμόκυπρος ὀ Τιμοκρέτεος ἐπέστασε Κιλικᾶϝι τι κασιγντι.
O Τιμόκυπρος του Τιμοκρέτη το έστησε στον τάφο του Κιλικά, του αδελφού του.
Δωρικές διάλεκτοι
Λακωνική: Επιγραφή από το μαντείο της Πασιφάης στις Θαλάμες (πόλη στο Ταίναρο)· 4ος αι. π.Χ.
Νικοσθενίδας τᾶι Παhιφᾶι γεροντεύων ἀνέσηκε, αὐτός τε καὶ ho τῶ πατρòς πατὴρ Νικοσθενίδας, προβειπάhας τᾶ σιῶ ποτ' Ἀνδρίαν συνεφορεύοντα ἀνιστάμεν Νικοσθενίδαν ἐν τῶι ἱερῶι, hòν καὶ σὺν καλῶι χρῆσται.
Ο Νικοσθενίδης, μέλος της γερουσίας, το πρόσφερε αυτό στην Πασιφά, ο ίδιος και ο πατέρας του πατέρα του, ο Νικοσθενίδης, μια και η θεά είχε διακηρύξει ότι ο (παππούς) Νικοσθενίδης πρέπει να προσφέρει στο ιερό ένα άγαλμα προς τιμήν του Ανδρία, που ήταν μαζί του έφορος, κι έτσι όταν ρωτήσει το μαντείο θα έχει καλή απάντηση.
Ηρακλεωτική:Πινακίδα από την Ηράκλεια (πόλη της Κάτω Ιταλίας, κοντά στον Τάραντα)· τέλη του 4ου αι. π.Χ.
Ἐργαξόνται δὲ κὰτ τάδε· ho μὲν τòν πρᾶτον χῶρον μισθωσάμενος ἀμπέλων μὲν φυτευσεῖ μὴ μεῖον ἢ δέκα σχοίνως, ἐλαιᾶν δὲ φυτὰἐμβαλεῖ ἐς τὰν σχοῖνον hεκάσταν μὴμεῖον ἢ τέτορα ἐς τὰν δυνατὰν γᾶν ἐλαίας ἔχεν· αἰ δὲ κα μὴ φᾶντι τοὶ μεμισθωμένοι δυνατὰν ἦμεν ἐλαίας ἔχεν, τοὶ πολιανόμοι τοὶ ἀεὶ ἐπὶ τῶν ϝετέων ἔντες καὶ αἴ τινάς κα ἄλλως τοὶ πολιανόμοι ποθέλωνται ἀπὸ τῶ δάμω, ὀμόσαντες δοκιμαξόντι καὶ ἀνανγελίοντι ἐν ἀλίαι θασάμενοι τὰν γᾶν πòτ τὰν τῶν ἐπιχωρίων.
(Οι μισθωτές των χωραφιών) θα τα καλλιεργήσουν ως εξής: αυτός που μίσθωσε το πρώτο χωράφι θα φυτέψει τουλάχιστον δέκα σχοίνους αμπέλι και θα φυτέψει τουλάχιστον τέσσερα ελαιόδεντρα σε κάθε σχοίνο γης που είναι κατάλληλη για ελιές. Αν κάποιοι μισθωτές ισχυριστούν ότι το χωράφι τους δεν είναι κατάλληλο για ελαιόδεντρα, τότε οι πολιανόμοι της κάθε χρονιάς και όποιοι άλλοι πολίτες θέλουν οι πολιανόμοι, αφού πάρουν όρκο, θα εξετάσουν (το θέμα) και θα δώσουν αναφορά στη δημόσια συνέλευση, αφού δουν το χωράφι σε σχέση με τα διπλανά.
Ροδιακή: Ψήφισμα της Καμίρου (πόλης στη δυτική ακτή της Ρόδου)· 4ος-3ος αι. π.Χ.
Ἔδοξε Καμιρεῦσι τὰς κτοίνας τὰς Καμιρέων τὰς ἐν τᾶι νάσωι καὶ τὰς ἐν τᾶι ἀπείρωι ἀναγράψαι πάσας καὶ ἐχθέμειν ἐς τò ἱερòν τὰς Αθαναίας ἐ στάλαι λιθίναι χωρὶς Χαλκῆς· ἐξήμειν δὲ καὶ Χαλκήταις ἀναγραφήμειν, αἴ κα χρήιζωντι. Ἑλέσθαιδὲ ἄνδρας τρεῖς αὐτίκα μάλα, οἵτινες ἐπιμεληθησεῦντι ταύτας τᾶςπράξιος ὡς τάχιστα καὶ ἀποδωσεῦνται τῶι χρήιζοντι ἐλαχίστου παρασχεῖν τὰν στάλαν.
Οι Καμιρείς αποφάσισαν να καταγράψουν σε λίθινη στήλη όλες τις κτήσεις τους στο νησί και στην (απέναντι) στεριά, εκτός από αυτές της Χάλκης , και να την τοποθετήσουν στο ιερό της Αθηνάς. Επιτρέπεται να καταγραφούν και οι Χαλκήτες, αν θέλουν: να εκλέξουν αμέσως τρεις άνδρες, οι οποίοι θα φροντίσουν την υπόθεση ταχύτατα και θα αναθέσουν τη στήλη σε όποιον ζητά τη μικρότερη αμοιβή.
Αιολικές διάλεκτοι
Λεσβιακή: Συμφωνία με εξόριστους πολίτες που επέστρεψαν στην πόλη. Μυτιλήνη· λίγο μετά το 324 π.Χ.
Αἰ δέ κε ὀ δᾶμος ἄγηται τὰ ὀμολογήμενα πρòς ἀλλάλοις συμφέροντα, ψαφίσασθαι καὶ τοῖς κατελθόντεσσι ἐπὶ Σμιθίνα προτάνιος ὄσσα κε τοῖς λοίποισι ψαφίσθη. Αἰ δέ κέ τι ἐνδεύη τῶ ψαφίσματος, περὶ τούτω ἀ κρίσις ἔστω ἐπὶ τᾶι βόλλαι. Κυρώθεντος δὲ τῶ ψαφίσματος ὑπò τῶ δάμω, σύμπαντα τòν δᾶμον ἐν τᾶι εἰκοίσται τῶ μῆννος πεδὰ τὰν θυσίαν εὔξασθαι τοῖς θέοισι ἐπὶ σωτηρίαι καὶ εὐδαιμονίαι τῶμ πολίταν πάντων γένεσθαι τὰν διάλυσιν τοῖς κατελθόντεσσι καὶ τοῖς πρόσθε ἐν τᾶι πόλι ἐόντεσσι· τοὶς δὲ ἴρηας τοὶς δαμοσίοις ἄπαντας καὶ ταὶς ἰρείαις ὀείγην τοὶς ναύοις καὶ τòν δᾶμον πρòς εὐχὰν συνέλθην.
Αν η συνέλευση αποφασίσει ότι τα συμφωνηθέντα ανάμεσα στα δύο μέρη είναι συμφέροντα, να ψηφίσει και για τους εξόριστους που επέστρεψαν κατά την πρυτανεία του Σμινθίνα όσα ψηφίστηκαν και για τους υπόλοιπους. Και αν το ψήφισμα χρειάζεται κάτι ακόμη, να κρίνει το θέμα αυτό η βουλή. Εφόσον επικυρωθεί το ψήφισμα από τη συνέλευση, στις είκοσι του μηνός όλος ο λαός, μετά τη θυσία, να προσευχηθεί στους θεούς να είναι για τη σωτηρία και την ευτυχία όλων των πολιτών η συμφωνία ανάμεσα στους εξόριστους που επέστρεψαν και σε αυτούς που είχαν παραμείνει στην πόλη. Και όλοι οι δημόσιοι ιερείς και οι ιέρειες να ανοίξουν τους ναούς και ο λαός να συγκεντρωθεί για προσευχή.
Θεσσαλική: Τιμητικό ψήφισμα. Θητώνιο (πόλη της Θεσσαλίας, νοτιοδυτικά των Φαρσάλων)· 5ος αι. π.Χ.
Θτνιοι ἒδκαν Σταίρι τι Κορινθίι καὐτι καὶ γένει καὶ ϝοικιάταις καὶ χρμασιν ἀσυλίαν κἀτέλειαν κὐϝεργέταν ἐποίσαν κν ταγᾶ κν ἀταγίαι. Αἴ τις παρβαίνοι, τὸν ταγὸν τὸν ἐπεστάκοντα ἐξξανακάδν. Τὰ χρυσία καὶ τὰ ἀργύρια τς Βελφαί ἀπολόμενα ἔσσε Ὀρέσταο Φερεκράτς hυλρέοντος Φιλονίκ hυῖος.
Οι Θητώνιοι παραχώρησαν ασυλία και φορολογική ατέλεια στον Σώταιρο τον Κορίνθιο, τόσο στον ίδιο όσο και στη γενιά του και στους δούλους του και στην περιουσία του, και τον ανακήρυξαν ευεργέτη τόσο σε καιρό πολέμου όσο και σε καιρό ειρήνης. Αν κάποιος παραβαίνει (αυτό το ψήφισμα), ο εν ενεργεία ταγός να του το επιβάλει. (Ο Σώταιρος) διέσωσε τα χρυσά και αργυρά (σκεύη) που είχαν χαθεί από (τον ναό) του Δέλφιου (Απόλλωνα), όταν δασοφύλακας ήταν ο Ορέστης του Φερεκράτη, του γιου του Φιλονίκου.
Βοιωτική: Ψήφισμα για στρατιωτικό εκπαιδευτή. Θεσπιές· περίπου 240 π.Χ.
Ἐπειδεὶ νόμος ἐστὶ ἐν τοῖ κοινοῖ Βοιωτῶν τὰς πόλις παρεχέμεν διδασκάλως οἵτινες διδάξονθι τώς τε παῖδας κὴ τὼς νιανίσκως τοξευέμεν κὴ ἀκοντιδδέμεν κὴ τάδδεσθη συντάξις τὰς περὶ τὸν πόλεμον, κὴ Σώστρατος φιλοτίμως ἐπιμεμέλειτη τῶν τε παίδων κὴ τῶν νεανίσκων, ὑπαρχέμεν Σωστράτοι τὸ ϝέργον πὰρ τᾶς πόλιος ἅως κα βείλειτη, ἐπιμελομένοι τῶν τε παίδων κὴ τῶν νεανίσκων κὴ διδάσκοντι καθὰ ὁ νόμος κέλετη· μισθὸν δ' εἶμεν αὐτοῖ τῶ ἐνιαυτῶ πέτταρας μνᾶς.
Επειδή υπάρχει νόμος στην ομοσπονδία των Βοιωτών οι πόλεις να παρέχουν δασκάλους που θα διδάσκουν τα παιδιά και τους νέους να τοξεύουν και να ρίχνουν το ακόντιο και να σχηματίζουν παρατάξεις μάχης, και επειδή ο Σώστρατος έχει επιμεληθεί φιλότιμα τα παιδιά και τους νέους, η πόλη αναθέτει στον Σώστρατο αυτό το έργο για όσο καιρό αυτός θέλει, να έχει την επιμέλεια των παιδιών και των νέων και να τους διδάσκει όπως ορίζει ο νόμος. Ο μισθός του θα είναι τέσσερις μνες τον χρόνο.
Οι διάλεκτοι στη λογοτεχνία
Όμηρος.
Ο γιος του πολεμιστή. (Ο Όμηρος γράφει στην τεχνητή διάλεκτο του έπους, ένα κράμα αιολικών και ιωνικών στοιχείων.)
Ὥς εἰπὼν οὗ παιδὸς ὀρέξατο φαίδιμος Ἕκτωρ·
ἂψ δ' ὁ πάϊς πρὸς κόλπον ἐϋζώνοιο τιθήνης
ἐκλίνθη ἰάχων, πατρὸς φίλου ὄψιν ἀτυχθείς,
ταρβήσας χαλκόν τε ἰδὲ λόφον ἱππιοχαίτην,
δεινὸν ἀπ' ἀκροτάτης κόρυθος νεύοντα νοήσας.
Ἐκ δὲ γέλασσε πατήρ τε φίλος και πότνια μήτηρ·
αὐτίκ' ἀπὸ κρατὸς κόρυθ' εἵλετο φαίδιμος Ἕκτωρ,
καὶ τὴν μὲν κατέθηκε ἐπὶ χθονὶ παμφανόωσαν·
αὐτὰρ ὅ γ' ὃν φίλον υἱὸν ἐπεὶ κύσε πῆλέ τε χερσίν.
Αυτά είπε ο ξακουσμένος Έχτορας, κι ανοιεί στο γιο τα χέρια·
μα το παιδί στης ομορφόζωστης τον κόρφο εκρύφτη βάγιας
με δυνατές φωνές, τι ετρόμαξε τον κύρη του θωρώντας,
απ' το χαλκό που τον εσκέπαζε σκιαγμένο κι απ' τη φούντα
την αλογίσια, που άγρια σάλευε κατάκορφα στο κράνος.
Με την καρδιά τους τότε γέλασαν ο κύρης του κι η μάνα
κι ευτύς ο ξακουσμένος Έχτορας απ' το κεφάλι βγάζει
το κράνος, και στη γη το απίθωσε λαμποκοπώντας όλο.
Παίρνει μετά το γιο, τον φίλησε, τον χόρεψε στα χέρια.
Ησίοδος.
Οι Μούσες. (Ο Ησίοδος, όπως και ο Όμηρος, γράφει στην τεχνητή διάλεκτο του έπους.)
Τύνη, Μουσάων ἀρχώμεθα, ταὶ Διὶ πατρί
ὑμνεῦσαι τέρπουσι μέγαν νόον ἐντὸς Ὀλύμπου,
εἴρουσαι τά τ' ἐόντα τά τ' ἐσσόμενα πρό τ' ἐόντα,
φωνῇ ὁμηρεῦσαι· τῶν δ' ἀκάματος ῥέει αὐδή
ἐκ στομάτων ἡδεῖα· γελᾷ δέ τε δώματα πατρός
Ζηνὸς ἐριγδούποιο θεᾶν ὀπὶ λειριοέσσῃ
σκιδναμένῃ· ἠχεῖ δὲ κάρη νιφόεντος Ὀλύμπου
δώματά τ' ἀθανάτων.
Ε! συ, από τις Μούσες αρχή ας κάνουμε, που υμνούν
και τέρπουν του Δία, του πατέρα, το μέγα νου μέσα στον Όλυμπο,
και για τα τωρινά, τα μέλλοντα, τα περασμένα λεν,
με μια φωνή μιλώντας. Ρέει ακάματα η φωνή αυτών
γλυκιά απ' το στόμα. Γελούν τα δώματα του Δία,
του πατέρα, του βαρύβροντου, καθώς σκορπά λεπτή σαν κρίνο
η φωνή των θεαινών, και ηχεί η κορφή του χιονισμένου Ολύμπου
και των αθάνατων τα δώματα.
Αρχίλοχος.
Πολεμιστής και ποιητής μαζί. (Ιωνική διάλεκτος, π.χ. Μουσέων = αττική Μουσῶν, ανάμεικτη με επικά στοιχεία, π.χ. Ἐνυαλίοιο= Ἐνυαλίου.)
Εἰμὶ δ' ἐγὼ θεράπων μὲν Ἐνυαλίοιο ἄνακτος
καὶ Μουσέων ἐρατὸν δῶρον ἐπιστάμενος.
Είμαι στη δούλεψη εγώ του Ενυάλιου τ' αφέντη, μα ακόμα
και των Μουσών τ' ακριβό δώρο το ξέρω καλά.
Τυρταίος.
Θάνατος στη μάχη. (Ιωνική διάλεκτος, π.χ. ἀνιηρότατον = αττική ἀνιαρότατον, ανάμεικτη με επικά στοιχεία, π.χ. τεθνάμεναι = τεθνάναι.)
Τεθνάμεναι γὰρ καλὸν ἐνὶ προμάχοισι πεσόντα
ἄνδρ' ἀγαθὸν περὶ ᾗ πατρίδι μαρνάμενον·
τὴν δ' αὐτοῦ προλιπόντα πόλιν καὶ πίονας ἀγρούς
πτωχεύειν πάντων ἔστ' ἀνιηρότατον,
πλαζόμενον σὺν μητρὶ φίλῃ καὶ πατρὶ γέροντι
παισί τε σὺν μικροῖς κουριδίῃ τ' ἀλόχῳ.
Για την πατρίδα στην πρώτη γραμμή πολεμώντας να πέσει
σαν παλικάρι κανείς είναι μεγάλη τιμή.
Όμως ν' αφήσει τον τόπο του, πλούσια ν' αφήσει χωράφια
και διακονιάρης να ζει, νά ο πιο μεγάλος καημός.
Με τη γυναίκα, το γέρο πατέρα, τη δόλια του μάνα
και τα μικρά του παιδιά να τριγυρνά δω κι εκεί.
Σαπφώ.
Το ωραιότερο πράγμα στον κόσμο. (Λεσβιακή διάλεκτος, π.χ. στρότον, πέσδων, φαῖσ(ι) = αττική στρατόν, πεζῶν, φασί.)
Οἰ μὲν ἰππήων στρότον, οἰ δὲ πέσδων,
οἰ δὲ νάων φαῖσ' ἐπὶ γᾶν μέλαιναν
ἔμμεναι κάλλιστον, ἔγω δὲ κῆν' ὄττω τις ἔραται.
Τους ιππείς άλλοι βρίσκουν κι άλλοι τους πεζούς κι άλλοι τους ναυτικούς πως τ' ωραιότερο είναι (πράγμα) στη σκοτεινή μας γη· όμως εγώ: κείνο που πιο πολύ αγαπά ο καθένας.
Αλκαίος.
Η επιστροφή του πολεμιστή. (Λεσβιακή διάλεκτος, π.χ. λάβαν, ἀπύ = αττική λαβήν, ἀπό.)
Ἦλθες ἐκ περάτων γᾶς ἐλεφαντίναν
λάβαν τὼ ξίφεος χρυσοδέταν ἔχων·
συμμάχεις δ' ἐτέλεσσας Βαβυλωνίοισ'
ἄεθλον μέγαν, εὐρύσαο δ' ἐκ πόνων
κτένναις ἄνδρα μαχαίταν βασιληίων
παλάσταν ἀπυλείποντα μόναν ἴαν
παχέων ἀπὺ πέμπων.
Μας ήρθες απ' της γης την άκρη, με ένα
σπαθί που 'ναι χρυσόδετη η λαβή του
και φιλντισένια, αφού, της Βαβυλώνας
βοηθώντας το λαό σε πόλεμό τους,
ένα αντραγάθημα έκαμες μεγάλο.
Έναν εχθρό τους, μαχητή γιγάντιο,
που μια παλάμη του 'λειπε να φτάσει
τις πέντε πήχες, σκότωσες στη μάχη
κι έτσι απ' τα βάσανα έσωσες εκείνους.
Αλκμάν.
Μακάρι να ήμουνα πουλί. (Δωρική διάλεκτος, π.χ. παρσενικαί, ἱαρός = αττική παρθενικαί, ἱερός.)
Οὔ μ' ἔτι, παρσενικαὶ μελιγάρυες ἱαρόφωνοι,
γυῖα φέρην δύναται· βάλε δὴ βάλε κηρύλος εἴην,
ὅς τ' ἐπὶ κύματος ἄνθος ἅμ' ἀλκυόνεσσι ποτήται
νηδεὲς ἦτορ ἔχων, ἁλιπόρφυρος ἱαρός ὄρνις.
Δε με σηκώνουν τα πόδια μου πια, κοπελιές, τραγουδίστρες
με τη μελένια φωνή, τη μαγεύτρα. Αχ και να 'μουν κηρύλος,
τ' άλικο εκείνο πουλί τ' ανοιξιάτικο, που άφοβα, πάνω
στου κυματιού τον αθέρα, πετά συντροφιά μ' αλκυόνες.
Πίνδαρος.
Το ηφαίστειο της Αίτνας. (Δωρική διάλεκτος, π.χ. παγαί, ἁμέραισιν = αττική πηγαί, ἡμέραις.)
Τᾶς ἐρεύγονται μὲν ἀπλάτου πυρὸς ἁγνόταται
ἐκ μυχῶν παγαί· ποταμοὶ δ' ἁμέραισιν
μὲν προχέοντι ῥόον καπνοῦ
αἴθων'· ἀλλ' ἐν ὄρφναισιν πέτρας
φοίνισσα κυλινδομένα φλὸξ ἐς βαθεῖ-
αν φέρει πόντου πλάκα σὺν πατάγῳ.
Κείνο δ' Ἁφαίστοιο κρουνοὺς ἑρπετὸν
δεινοτάτους ἀναπέμπει· τέρας μὲν
θαυμάσιον προσιδέσθαι,
θαῦμα δὲ καὶ παρεόντων ἀκοῦσαι.
Μέσ' απ' τα βαθιά της σπλάχνα ξεπετιούνται
της αζύγωτης φωτιάς οι αγνές οι βρύσες,
ποταμοί που χύνουνε, στο φως της μέρας,
κύματα καυτού καπνού, μα, σα νυχτώσει,
φλόγα κόκκινη κυλιέται κι ως την άκρη
του θαλασσινού του κάμπου κατεβάζει
βράχους βροντερά. Τις φοβερές τις βρύσες
του Ήφαιστου ψηλά τις στέλνει από τα βάθη
κείνο το θεριό· τα μάτια σου αν το δούνε,
σου σαστίζει ο νους· κι απ' άλλους αν τ' ακούσεις,
που έλαχαν εκεί, ξαφνιάζεσαι και πάλι.
Αισχύλος.
Η έναρξη της ναυμαχίας της Σαλαμίνας. (Αττική διάλεκτος)
Ἐπεί γε μέντοι λευκόπωλος ἡμέρα
πᾶσαν κατέσχε γαῖαν εὐφεγγὴς ἰδεῖν,
πρῶτον μὲν ἠχῇ κέλαδος Ἑλλήνων πάρα
μολπηδὸν ηὐφήμησεν, ὄρθιον δ' ἄμα
ἀντηλάλαξε νησιώτιδος πέτρας
ἠχώ· φόβος δὲ πᾶσι βαρβάροις παρῆν
γνώμης ἀποσφαλεῖσιν· οὐ γὰρ ὡς φυγῇ
παιῶν' ἐφύμνουν σεμνὸν Ἕλληνες τότε,
ἀλλ' εἰς μάχην ὁρμῶντες εὐψύχῳ θράσει·
σάλπιγξ δ' ἀϋτῇ πάντ' ἐκεῖν' ἐπέφλεγεν.
Εὐθὺς δὲ κώπης ῥοθιάδος ξυνεμβολῇ
ἔπαισαν ἅλμην βρύχιον ἐκ κελεύματος,
θοῶς δὲ πάντες ᾗσαν, ἐκφανεῖς ἰδεῖν·
τὸ δεξιὸν μὲν πρῶτον εὐτάκτως κέρας
ἡγεῖτο κόσμῳ, δεύτερον δ' ὁ πᾶς στόλος
ἐπεξεχώρει. Καὶ παρῆν ὁμοῦ κλύειν
πολλὴν βοήν· «Ὦ παῖδες Ἑλλήνων, ἴτε,
ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δέ
παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τε πατρώων ἕδη
θήκας τε προγόνων· νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών.»
Κι όταν η μέρα ολόφεγγη με τα λευκά
πουλάρια της ήρθε τη γη όλη να σκεπάσει,
τότε απ' τους Έλληνες τραγουδιστά
υψώθηκε μια βοή, κι οι βράχοι του νησιού
συνάμα αντιλαλήσανε, κι οι βάρβαροι όλοι
τρόμαξαν που αστοχήσαν στις προβλέψεις τους.
Γιατί δεν ήταν για φυγή ο ιερός παιάνας
που έψαλλαν τότε οι Έλληνες, μα εμπρός
γενναία στη μάχη για να ορμήσουν.
Κι όλους, ως πέρα, η σάλπιγγα τους φλόγιζε.
Κι αμέσως, με το πρόσταγμα, χτυπούν
την άρμη τη βαθιά, και τα κουπιά τους
βυθίζουνε με κρότο και ρυθμό.
Κι όλοι σε λίγο καθαρά φάνηκαν μπρος μας.
Πρώτα με τάξη πήγαινε το δεξί κέρας
κι ακολουθούσε όλος ο στόλος. Κι άκουγες
μια δυνατή κραυγή: «Εμπρός, παιδιά των Ελλήνων,
ελευθερώστε την πατρίδα, ελευθερώστε
τα τέκνα, τις γυναίκες, τα ιερά των πατρικών θεών,
τους τάφους των προγόνων! Νυν υπέρ πάντων αγών!»
Σοφοκλής.
Το δώρο της Αθηνάς στην Αθήνα. (Χορικό τραγωδίας, και γι' αυτό με πολλά δωρικά στοιχεία, π.χ. γᾶς, τᾷ μεγάλᾳ νάσῳ = αττική γῆς, τῇ μεγάλῃ νήσῳ)
Ἔστιν δ' οἷον ἐγὼ γᾶς Ἀσίας οὐκ ἐπακούω,
οὐδ' ἐν τᾷ μεγάλᾳ Δωρίδι νάσῳ Πέλοπος
πώποτε βλαστὸν
φύτευμ' ἀχείρωτον, αὐτοποιόν,
ἐγχέων φόβημα δαΐων,
ὅ τᾷδε θάλλει μέγιστα χώρᾳ,
γλαυκᾶς παιδοτρόφου φύλλον ἐλαίας·
τὸ μέν τις οὐ νεαρὸς οὐδὲ γήρᾳ
συνναίων ἁλιώσει χερὶ πέρσας·
ὁ δ' αἰὲν ὁρῶν κύκλος
λεύσσει νιν Μορίου Διός
χἀ γλαυκῶπις Ἀθάνα.
Υπάρχει εδώ ένας βλαστός,
τέτοιος δεν άκουσα ποτέ
να βλάστησε ή στης Ασίας το χώμα
ή στο μεγάλο δωρικό νησί
του Πέλοπα, βλαστός αυτόφυτος,
αχειροποίητος, φόβητρο στων εχθρών
τα βέλη, ευδοκιμεί και θάλλει
σ' αυτή τη χώρα πιο πολύ:
η ελιά με το γλαυκό της φύλλωμα,
η παιδοτρόφος, κι αυτή κανείς,
νέος ή γέρος, δεν μπορεί
να τη χαλάσει., να την ξεριζώσει,
γιατί την προστατεύει με τ' άγρυπνο του μάτι
Μόριος Δίας κι η γλαυκώπις Αθηνά.
Θουκυδίδης.
Η φρίκη του πολέμου. (Αττική διάλεκτος.)
Ἐσπεσόντες δὲ οἱ Θρᾷκες ἐς τὴν Μυκαλησσὸν τάς τε οἰκίας καὶ τὰ ἱερὰ ἐπόρθουν καὶ τοὺς ἀνθρώπους ἐφόνευον, φειδόμενοι οὔτε πρεσβυτέρας οὔτε νεωτέρας ἡλικίας, ἀλλὰ πάντας ἑξῆς, ὅτῳ εντύχοιεν, καὶ παῖδας καὶ γυναῖκας κτείνοντες, καὶ προσέτι καὶ ὑποζύγια καὶ ὅσα ἄλλα ἔμψυχα ἴδοιεν. Τὸ γὰρ γένος τὸ τῶν Θρακῶν ὁμοῖα τοῖς μάλιστα τοῦ βαρβαρικοῦ, ἐν ᾧ ἄν θαρσήσῃ, φονικώτατόν ἐστιν. Καὶ τότε ἄλλη τε ταραχή οὐκ ὀλίγη καὶ ἰδέα πᾶσα καθειστήκει ὀλέθρου, καὶ ἐπιπεσόντες διδασκαλείῳ παίδων, ὅπερ μέγιστον ἦν αὐτόθι καὶ ἄρτι ἔτυχον οἱ παῖδες ἐσεληλυθότες, κατέκοψαν πάντας· καὶ ξυμφορὰ τῇ πόλει πάσῃ οὐδεμιᾶς ἥσσων μᾶλλον ἑτέρας ἀδόκητός τε ἐπέπεσεν αὕτη καὶ δεινή.
Οι Θρακιώτες χύθηκαν μέσα στη Μυκαλησσό, διαγούμιζαν τα σπίτια και τα ιερά και σκότωναν τους ανθρώπους, χωρίς να λυπούνται ούτε τους γέρους ούτε τους νέους· έσφαζαν αράδα όποιον συναντούσαν στο δρόμο τους, παιδιά, γυναίκες, ακόμη κι υποζύγια, κι ό,τι άλλο ζωντανό έβλεπαν. Οι Θρακιώτες, όταν νομίσουν πως δεν έχουν να φοβηθούν τίποτε, είναι μοβόροι, ίδιοι με τους πιο αιμόχαρους βαρβάρους. Και τότε δημιουργήθηκε μεγάλη αναταραχή και διαπράχτηκαν όλα τα είδη φόνου. Χύθηκαν και σ' ένα σχολειό, το μεγαλύτερο της πόλης, στο οποίο τα παιδιά μόλις είχαν μπει, και τα κατάσφαξαν όλα. Η συφορά που έπεσε πάνω σ' ολόκληρη την πόλη ήταν απ' όλες η πιο μεγάλη, πιο απροσδόκητη και πιο δεινή.
Θεόκριτος.
Επίσκεψη στη φιλενάδα. (Δωρική διάλεκτος, π.χ. φίλα, ἦνθες, ἁ ὁδός = αττική φίλη, ἦλθες, ἡ ὁδός, με αιολικά στοιχεία, π.χ. ὔμμιν = ὑμῖν)
Γοργω: Ἔνδοι Πραξινόα;
Πραξινοα: Γοργὼ φίλα, ὡς χρόνω. Ἔνδοι.
Θαῦμ' ὅτι καὶ νῦν ἦνθες. Ὅρη δρίφον, Εὐνόα, αὐτᾷ·
ἔμβαλε καὶ ποτίκρανον.
Γοργω: Ἔχει κάλλιστα.
Πραξινοα: Καθίζευ.
Γοργω: Ὦ τὰς ἀλεμάτω ψυχᾶς· μόλις ὔμμιν ἐσώθην,
Πραξινόα, πολλῶ μὲν ὄχλῳ, πολλῶν δε τεθρίππων·
παντᾷ κρηπιδες, παντᾷ χλαμυδηφόροι ἄνδρες·
ἁ δ' ὁδὸς ἄτρυτος· τὺ δ' ἑκαστέρω αἰὲν ἀποικεῖς.
Πραξινοα: Ταῦθ' ὁ πάραρος τῆνος· ἐπ' ἔσχατα γᾶς ἔλαβ' ἐνθών
ἰλεόν, οὐκ οἴκησιν, ὅπως μὴ γείτονες ὦμες
ἀλλάλαις, ποτ' ἔριν, φθονερὸν κακόν, αἰὲν ὁμοῖος.
Γοργω: Μὴ λέγε τὸν τεὸν ἄνδρα, φίλα, Δίνωνα τοιαῦτα
τῷ μικκῷ παρεόντος· ὅρη, γύναι, ὡς ποθορῇ τυ.
Θάρσει, Ζωπυρίων, γλυκερὸν τέκος· οὐ λέγει ἀπφῦν.
Γοργω: Αἰσθάνεται τὸ βρέφος, ναὶ τὰν πότνιαν.
Πραξινοα: Καλὸς ἀπφῦς.
Γοργω: Είναι μέσα η Πραξινόη;
Πραξινοη: Γοργώ, γλυκιά μου, σαν τα χιόνια! Μέσα είμαι. Πάλι καλά που ήρθες, έστω κι αργά. Ευνόη, δες για κανένα κάθισμα, βάλε και μαξιλαράκι.
Γοργω: Καλά είναι κι έτσι.
Πραξινοη: Κάτσε.
Γοργω: Αχ, η ταλαίπωρη ψυχούλα μου! Μόλις που τα κατάφερα να φτάσω σώα, Πραξινόη μου, μ' όλον αυτό τον κόσμο και τα άρματα - παντού αρβύλες και στρατιώτες με χλαίνες. Κι ο δρόμος πια είν' ατέλειωτος - αμ κι εσύ μένεις όλο και πιο μακριά.
Πραξινοη: Φταίει ο αναίσθητος εκείνος. Ήρθε στην άκρη του κόσμου κι αγόρασε ένα κουτούκι, όχι σπίτι, για να μην είμαστε γειτόνισσες - για να μου πάει κόντρα, το μοχθηρό τέρας, μια ζωή ο ίδιος.
Γοργω: Μη μιλάς έτσι για τον άντρα σου, το Δίνωνα, αγάπη μου, μπροστά στο μικρούλι. Δες, καλέ, πώς σε κοιτάει! Μη σε νοιάζει, Ζωπυρίων, γλυκό μου μωρουδάκι, δεν εννοεί τον μπαμπάκα.
Πραξινοη: Ορκίζομαι πως το μωρό καταλαβαίνει!
Γοργω: Καλός μπαμπάκας!
Διάφορα είδη λόγου - ειδικές χρήσεις, ειδικά λεξιλόγια
Παιδικές λέξεις και παιδικά παιχνίδια
Αριστοφάνης.
Ένας πατέρας προς τον γιο του. (Αττική διάλεκτος)
Ὅστις, ὧ 'ναίσχυντε, σ' ἐξέθρεψα
αἰσθανόμενός σου πάντα τραυλίζοντος, ὅ,τι νοοίης.
Εἰ μέν γε βρῦν εἴποις, ἐγὼ γνοὺς ἄν πιεῖν ἐπέσχον·
μαμμᾶν δ' ἄν αἰτήσαντος, ἧκόν σοι φέρων ἄν ἄρτον·
κακκᾶν δ' ἄν οὐκ ἔφθης φράσας, κἀγὼ λαβὼν θύραζε
ἐξέφερον ἄν καὶ προυσχόμην σε.
Αδιάντροπε, που εγώ σ' ανάστησα; Ό,τι
είχες στο νου σου, το 'νιωθα, κι ας τσεύδιζες ακόμα.
Έκανες «μπου» και σου 'δινα να πιεις σαν τ' αγρικούσα·
«μαμ» όταν ζήταες, έτρεχα και σου 'φερνα ψωμάκι·
«κακά» σα φώναζες, ευθύς σ' έπαιρνα, σ' έβγαζα έξω,
και μπρος μου σε κρατούσα.
Πολυδεύκης.
(Το δεύτερο παιχνίδι είναι η σημερινή «τυφλόμυγα»)
Ἡ δὲ χυτρίνδα, ὁ μέν ἐν μέσῳ κάθηται καὶ καλεῖται χύτρα, οἱ δὲ τίλλουσιν ἤ κνίζουσιν ἤ καὶ παίουσιν αὐτόν περιθέντες. Ὁ δ' ὑπ' αὐτοῦ περιστρεφομένου ληφθείς ἀντ' αὐτοῦ κάθηται.
Στη «χύτρα» ένα παιδί κάθεται στη μέση και το λένε χύτρα, ενώ τα άλλα τρέχουν γύρω του, τραβώντας του τα μαλλιά ή γαργαλώντας το ή και χτυπώντας το. Όταν η χύτρα πιάσει ένα από τα παιδιά που τρέχουν γύρω της, κάθεται εκείνο στη θέση της.
Ἡδὲ χαλκῆ μυῖα, ταινίᾳ τὼ ὀφθαλμὼ περισφίγξαντος ἑνὸς παιδός, ὁ μὲν περιστρέφεται κηρύττων «Χαλκῆν μυῖαν θηράσω», οἱ δ' ἀποκρινόμενοι «Θηράσεις, ἀλλ' οὐ λήψει» σκύτεσι βιβλίνοις αὐτὸν παίουσιν ἕως τινὸς αὐτῶν λάβηται.
Στη «χάλκινη μύγα» δένουν τα μάτια ενός παιδιού και εκείνο γυρίζει γύρω γύρω φωνάζοντας «Θα κυνηγήσω μια χάλκινη μύγα»· τα άλλα παιδιά απαντούν «Θα την κυνηγήσεις αλλά δε θα την πιάσεις» και το χτυπούν με μαστίγια από βούρλα, μέχρι εκείνο να πιάσει ένα από αυτά.
Γλωσσικά παιχνίδια
Στο επίγραμμα που ακολουθεί ο ποιητής Σιμωνίδης επαναλαμβάνει την ακολουθία σω· το φαινόμενο ονομάζεται «παρήχηση».
Σῶσος καὶ Σωσώ, σῶτερ, σοὶ τόνδ' ἀνέθηκαν
Σῶσος μὲν σωθείς, Σωσώ δ' ὅτι Σῶσος ἐσώθη.
Ο Σώσος και η Σωσώ, σωτήρα μας, σ' αφιέρωσαν τούτο το τάμα, ο Σώσος γιατί σώθηκε, και η Σωσώ γιατί σώθηκ'ο Σώσος.
Επιστολές
Παραγγελιές. Χαϊδάρι της Αττικής· 4ος αι. π.Χ. ( = ει, = ου)
Μνησίεργος ἐπέστελε τοῖς οἴκοι χαίρν καὶ ὑγιαίνν καὶ αὐτὸς οὕτως ἔφασκε ἔχν. Στέγασμα, εἴ τι βλεστε, ἀποπέμψαι, ἤ ὤας ἤ διφθέρας ὡς εὐτελεστάτας καὶ μὴ σισυρωτάς, καὶ κατύματα. Τυχὸν ἀποδώσω.
Ο Μνησίεργος στέλνει γράμμα στους δικούς του, με την ευχή να χαίρονται και να υγιαίνουν, και λέει ότι κι αυτός βρίσκεται σε παρόμοια κατάσταση. Αν θέλετε, στείλτε ένα κάλυμμα, από δέρματα είτε αρνίσια είτε γιδίσια, όσο γίνεται φτηνότερα και όχι ραμμένα σε πανωφόρι, και σόλες παπουτσιών. Θα πληρώσω μόλις βρω ευκαιρία.
Ο πολύπαθος μαθητευόμενος. Αρχαία Αγορά της Αθήνας ( = ει, = ου)
Λῆσις ἐπιστέλλει Ξενοκλεῖ καὶ τῇ μητρὶ μηδαμῶς περιιδν αὐτὸν ἀπολμενον ἐν τῷ χαλκείῳ, ἀλλὰ πρὸς τς δεσπότας αὐτ ἐλθν καὶ ἐνευρέσθαι τι βέλτιον αὐτῷ. Ἀνθρώπῳ γὰρ παραδέδομαι πάνυ πονηρῷ· μαστιγμενος ἀπόλλυμαι, δέδεμαι, προπηλακίζομαι, μᾶλλον μᾶλλον.
Ο Λήσις παραγγέλλει με την επιστολή αυτή στον Ξενοκλή και στη μητέρα του να μην αδιαφορήσουν καθόλου που αυτός χάνεται στο χαλκιάδικο, αλλά να πάνε στα αφεντικά του και να του βρουν κάτι καλύτερο. Γιατί με έχουν δώσει σε έναν άνθρωπο τελείως απαίσιο· χάνομαι από το μαστίγωμα, με δένει, με βρίζει, όλο και πιο πολύ.
Ο άσωτος γιος. Από την Αλεξάνδρεια· 2ος αι. μ.Χ.
Ἀντῶνις Λόνγος Νειλοῦτι τῇ μητρὶ πλῖστα χαίρειν, καὶ διὰ παντὸς εὔχομαί σαι ὑγειαίνειν. Τὸ προσκύνημά σου ποιῶ κατ' αἱκάστην ἡμαίραν παρὰ τῷ κυρίῳ Σεράπειδει. Γεινώσκειν σαι θέλω ὅτι οὐχ ἤλπιζον ὅτι ἀναβένις εἰς τὴν μητρόπολιν· χάριν τούτου οὐδ' ἐγὸ εἰσῆλθα εἰς τὴν πόλιν. Αἰδυσοπούμην δὲ ἐλθεῖν εἰς Καρανίδαν, ὅτι σαπρῶς παιριπατῶ. Αἴγραψά σοι ὅτι γυμνὸς εἰμεί.
Ο Αντώνης Λόγγος στέλνει πολλά χαιρετίσματα στη μητέρα του Νείλου· σου εύχομαι να είσαι πάντοτε καλά. Σε μνημονεύω κάθε μέρα όταν προσεύχομαι στο θεό Σέραπη. Θέλω να ξέρεις ότι δεν το περίμενα ότι θα ανέβαινες στην πρωτεύουσα (του νομού)· γι' αυτό δεν μπήκα κι εγώ στην πόλη. Ντρεπόμουν να πάω στην Καρανίδα, επειδή περπατώ κουρελής. Σου έγραψα ότι είμαι χωρίς ρούχα.
Οι αλλαγές στην προφορά φαίνονται στα ορθογραφικά λάθη που κάνει ο επιστολογράφος, π.χ. σαι αντί σε, ἡμαίραν αντί ἡμέραν, που δείχνουν ότι τα αι και ε προφέρονταν πια με τον ίδιο τρόπο· πλῖστα αντί πλεῖστα, ἀναβένις αντί ἀναβαίνεις, που δείχνουν ότι τα ι και ει προφέρονταν επίσης με όμοιο τρόπο· το ίδιο συμβαίνει και με τα ο και ω: βλ. ἐγό αντί ἐγώ και ίσως σαπρῶς αντί σαπρός.
Ο παραπονιάρης νεοσύλλεκτος. Αίγυπτος· 3ος αι. μ.Χ.
Πέμψις μοι ἀβόλλην καὶ βύρρον καὶ ἱμάνταν καὶ ζεῦγος φασκίων καὶ ζεῦγος ἱματίων χρωματίνων καὶ ἔλαιον καὶ τὸ τροῦλιν, ὡς εἶπές μοι, καὶ βαρυγαύτην καὶ ζεῦγος κερβικαρίων καὶ Γερμανόν, ἐπεὶ χρείαν αὐτοῦ ἔχω. Τὸ λοιπὸν οὖν, μήτηρ, πέμψις τὰ ἐπιμήνεια ἐντάχειον. Ταῦτα μοι ἔλεγες, ὅτε ἦλθα πρός σε, ὅτι «Πρὸ τοῦ εἰσέλθοις εἰς τὴν παρεμπολήν σου, πρός σε πέμπω ἕνα τῶν ἀδελφῶν σου,» καὶ οὐδέν μοι ἔπεμψες, ἀλλὰ ἀφῆκές μοι οὕτως μηδὲν ἔχων μηδὲ ἱματισμοῦ μηδὲ ἄλλου μηδέν. Οὐκ εἶπες ὅτι ἐάσις με οὐκ ἔχων οὐ χαλκὸν οὐκ οὐδέν, ἀλλὰ ἀφῆκές μοι οὕτως ὡς κύων. Καὶ ὁ πατήρ μου πρὸς ἐμὲ ἐλθών οὐκ ἔδωκέ μοι ὀβολόν, οὐ βύρρον, οὐκ οὐδέν, ἀλλὰ πάντες καταγελῶσί μοι ὅτι «Ὁ πατὴρ αὐτοῦ στρατεύεται, οὐδὲν αὐτῷ δέδωκε.» Ἔλεγε ὅτι «Ἐὰν ἀπέλθω εἰς οἶκον, πέμπω σοι πάντα.» Οὐδέν μοι ἐπέμψαται. Διὰ τεί; Ἡ μήτηρ Οὐαλερίου ἔπεμψε αὐτῷ ζεῦγος ὑποζωνῶν καὶ κεράμειον ἐλαίου καὶ σφυρίδαν κρεδίων καὶ δίλασσον καὶ διακοσίας δραχμὰς διὰ Λεονδαροῦτος. Ἐρωτῶ σε οὖν, μήτηρ, πέμψις πρὸς ἐμέ, μὴ ἀφήσις μοι οὕτος.
Στείλε μου μια μάλλινη χλαίνη, και πανωφόρι, και λουρί, κι ένα ζευγάρι φασκιές, κι ένα ζευγάρι χρωματιστά ρούχα, και λάδι, και την κούπα, όπως μου είπες, και μανδύα με πορφυρό σειρίτι, κι ένα ζευγάρι μαξιλάρια και τον Γερμανό , επειδή τον χρειάζομαι. Λοιπόν, μαμά, στείλε μου όσο γίνεται γρηγορότερα τα τρόφιμα. Όταν σε επισκέφτηκα, μου έλεγες επί λέξει: «Πριν μπεις στο στρατόπεδο σου, σου στέλνω ένα από τα αδέρφια σου,» και δε μου έστειλες τίποτε, αλλά με άφησες έτσι, χωρίς καθόλου ρούχα, χωρίς απολύτως τίποτε. Δεν είπες ότι θα μ' αφήσεις έτσι, χωρίς λεφτά, χωρίς τίποτε, αλλά μ' άφησες έτσι, σαν το σκυλί. Κι ο μπαμπάς, όταν ήρθε να με δει, δε μου έδωσε ψιλά, ούτε μανδύα, ούτε τίποτε, αλλά όλοι με κοροϊδεύουν λέγοντας «Ο πατέρας του είναι στρατιώτης, δεν του έδωσε τίποτε.» Μου έλεγε «Αν πάω σπίτι, σ' τα στέλνω όλα.» Τίποτε δε μου στείλατε. Γιατί; Η μαμά του Βαλέριου του έστειλε ένα ζευγάρι ζώνες, κι ένα φλασκί λάδι, κι ένα καλάθι κοψίδια, κι ένα δίλασσο και διακόσιες δραχμές με τον Λεονταρούτα. Σε παρακαλώ, λοιπόν, μαμά, στείλε μου, μη μ' αφήσεις έτσι.
Χαράγματα
Οι αρχαίοι, όπως και εμείς, συνήθιζαν να χαράζουν τα ονόματα τους ή διάφορα μηνύματα πάνω σε δέντρα, βράχους και τοίχους. Γύρω στα 550 π.Χ. ο Αθηναίος Σωτιμίδης κάθησε πάνω σε έναν βράχο της Βουλιαγμένης και σκέφτηκε να μας αφήσει το παρακάτω «γκράφιτι» ( = η, = ω):
Στιμίδς εἶναι φμὶ οἷος παρὰ τν hoρίαν
Εγώ, ο Σωτιμίδης, λέω ότι βρίσκομαι μόνος στα όρια
Παροιμιακές φράσεις
Πλούταρχος.
Πράγματα αδύνατα
Εἰς ὕδωρ γράφεις. Δικτύῳ ἄνεμον θηρᾷς. Κοσκίνῳ ὕδωρ ἀντλεῖς. Εἰς ψάμμον οἰκοδομεῖς. Σίδηρον πλεῖν διδάσκεις. Λύκου πτερὸν ζητεῖς. Τράγον ἀμέλγεις. Ἐλαίῳ πῦρ σβεννύεις. Ὄρνιθος γάλα ζητεῖς. Κωφῷ ὁμιλεῖς. Ἀνδριάντα γαργαλίζεις. Αἰθίοπα λευκαίνεις. ᾨὸν τίλλεις.
Γράφεις στο νερό. Κυνηγάς τον άνεμο με δίχτυ. Αντλείς νερό με κόσκινο. Χτίζεις στην άμμο. Μαθαίνεις στο σίδερο να επιπλέει. Ψάχνεις για φτερό λύκου. Αρμέγεις τράγο. Σβήνεις τη φωτιά με λάδι. Ψάχνεις για του πουλιού το γάλα. Μιλάς σε κουφό. Γαργαλάς άγαλμα. Ασπρίζεις αράπη. Κουρεύεις αβγό.
Έμμετρο αίνιγμα
Ζῷονἄπουν ἀνάκανθον ἀνόστεον ὀστρακόνωτον
ὄμματα τ' ἐκκόπτοντα προμήκεα κεἰσκύπτοντα.
Ζώο χωρίς πόδια, χωρίς ραχοκοκαλιά, χωρίς κόκαλα, με όστρακο στην πλάτη και μάτια μακρουλά που βγαίνουν και μπαίνουν.
«Κακές» λέξεις
Οι αρχαίοι, όπως όλοι οι λαοί, είχαν ένα πλούσιο ρεπερτόριο «κακών» λέξεων. Η λέξη χέζω, λ.χ., υπήρχε και στην αρχαιότητα. Όταν ήθελαν να την αποφύγουν, χρησιμοποιούσαν διάφορες εναλλακτικές «ευγενέστερες» λέξεις ή εκφράσεις, λ.χ. ἀποπατῶ (που σώζεται μέχρι σήμερα στη λέξη απόπατος)· σήμαινε 'πηγαίνω μακριά από τον «πατημένο» τόπο, πηγαίνω σε απόμερο τόπο'. Επίσης χρησιμοποιούνταν οι εκφράσεις τὰ ἀναγκαῖα (θυμηθείτε τη σημερινή έκφραση κάνω την ανάγκη μου) και εὐμάρεια (δηλ. 'ευκολία'). Η λέξη πορδή υπήρχε και στα αρχαία ελληνικά και προέρχεται από το ρήμα πέρδομαι. Στο απαρέμφατο κακκᾶν (που ανήκε στο παιδικό λεξιλόγιο, πρβ. το χωρίο του Αριστοφάνη παραπάνω) κρύβονται τα σημερινά κακά.
Επαφές της αρχαίας ελληνικής
Θράκες
Επιγραφή σε ασημένιο αγγείο από τη βορειοδυτική Βουλγαρία· τέλη του 5ου ή αρχές του 4ου αι. π.Χ. Τα ανθρωπωνύμια είναι θρακικά, ενώ το αλφάβητο είναι αττικό και η γραμματική αττική, γεγονός ενδεικτικό της αθηναϊκής διείσδυσης και του κύρους της αττικής διαλέκτου. ( = ου)
Κότυος ἐξ Ἀργίσκης.
Κερσεβλέπτ ἐξ Ἐργίσκης.
Του (βασιλιά) Κότυος, από την Αργίσκη.
Του (βασιλιά) Κερσεβλέπτη, από την Εργίσκη.
Φρύγες
Παλαιοφρυγική επιγραφή. Πρώτο μισό του 7ου αι. π.Χ. (;).
ATES ARKIAEFAIS AKENANOΛAFOS ΜΙΔΑΙ ΛAFAGETAEI FANAKTEI EΔAES
= Ἄττης Ἀρκιάδης ἀφιερωτὴς Μίδᾳ λαϝαγέτῃ ἄνακτι ἐποίησεν
Ο Άττης ο Αρκιάδης, ο αφιερωτής, το έκανε για τον Μίδα, τον ηγέτη του λαού, τον βασιλιά.
Ηρόδοτος. Ο αρχαιότερος λαός του κόσμου
Ψαμμήτιχος δέ, ὡς οὐκ ἐδύνατο πυνθανόμενος πόρον οὐδένα τούτου ἀνευρεῖν οἳ γενοίατο πρῶτοι ἀνθρώπων, ἐπιτεχνᾶται τοιόνδε· παιδία δύο νεογνὰ ἀνθρώπων τῶν ἐπιτυχόντων διδοῖ ποιμένι τρέφειν ἐς τὰ ποίμνια τροφήν τινα τοιήνδε, ἐντειλάμενος μηδένα ἀντίον αὐτῶν μηδεμίαν φωνὴν ἱέναι, ἐν στέγῃ δὲ ἑρήμῃ ἐπ' ἑωυτῶν κεῖσθαι αὐτὰ καὶ τὴν ὥρην ἐπαγινέειν σφι αἶγας, πλήσαντα δὲ τοῦ γάλακτος τἆλλα διαπρήσσεσθαι. Ταῦτα δὲ ἐποίεέ τε καὶ ἐνετέλλετο ὁ Ψαμμήτιχος θέλων ἀκοῦσαι τῶν παιδίων, ἀπαλλαχθέντων τῶν ἀσήμων κνυζημάτων, ἥντινα φωνὴν ῥήξουσι πρώτην. Τά περ ὦν καὶ ἐγένετο. Ὡς γὰρ διέτης χρόνος ἐγεγόνεε ταῦτα τῷ ποιμένι πρήσσοντι, ἀνοίγοντι τὴν θύρην καὶ ἐσιόντι τὰ παιδία ἁμφότερα προσπίπτοντα βεκὸς ἐφώνεον ὀρέγοντα τὰς χεῖρας. Ἀκούσας δὲ καὶ αὐτός ὁ Ψαμμήτιχος ἐπυνθάνετο οἵτινες ἀνθρώπων βεκός τι καλέουσι, πυνθανόμενος δέ εὕρισκε Φρύγας καλέοντας τὸν ἄρτον. Οὕτω συνεχώρησαν Αἰγύπτιοι, καὶ τοιούτῳ σταθμησάμενοι πρήγματι τοὺς Φρύγας πρεσβυτέρους εἶναι ἑωυτῶν.
Ο Ψαμμήτιχος λοιπόν καθώς, μ' όλες τις πληροφορίες που συγκέντρωνε, δεν μπορούσε να βρει κανέναν τρόπο για να εξακριβώσει ποιος ήταν ο αρχαιότερος λαός του κόσμου, καταφεύγει στο εξής πείραμα: δυο βρέφη νεογέννητα απ' τα πρώτα αντρόγυνα που βρήκε τυχαία τα έδωσε σ' ένα βοσκό να τ' ανατρέφει στη στάνη του· και νά ποια θα ήταν η ανατροφή τους, κατά τις εντολές του· να μην προφέρει κανένας μπροστά τους καμιά λέξη, αλλά να ζουν απομονωμένα σε καλύβα χωρίς ανθρώπινη ψυχή και την ώρα του θηλασμού τους να φέρνει κοντά τους κατσίκες· κι αφού χορτάσουν γάλα, να βολεύει τις υπόλοιπες ανάγκες τους. Κι αυτά τα έβαλε μπρος ο Ψαμμήτιχος κι έδινε αυτές τις εντολές, επειδή ήθελε ν' ακούσει τα παιδιά, ποια λέξη θα βγάλουν πρώτη απ' το στόμα τους, μόλις θα σταματούσαν τα άναρθρα ψελλίσματά τους. Έτσι κι έγινε. Δηλαδή, είχαν περάσει δυο χρόνια με το βοσκό να κάνει ό,τι του είπαν, όταν, τη στιγμή που άνοιγε την πόρτα κι έμπαινε μέσα, τα παιδάκια και τα δυο μπουσουλώντας στα πόδια του φώναζαν «βεκός» απλώνοντας τα χέρια τους. Κι όταν τ' άκουσε κι ο Ψαμμήτιχος με τ' αφτιά του, ρωτούσε να μάθει σε τίνος λαού τη γλώσσα «βεκός» σημαίνει κάτι· και ρωτώντας βρήκε ότι «βεκός» οι Φρύγες λένε το ψωμί. Έτσι οι Αιγύπτιοι παραδέχτηκαν κι απ' αυτό το περιστατικό έβγαλαν το συμπέρασμα ότι οι Φρύγες είναι λαός αρχαιότερος από τους ίδιους.
Κάρες
Δίγλωσση επιτάφια επιγραφή (ελληνικά και καρικά). Αθήνα· τέλη του 6ου αι. π.Χ. Το όνομα του νεκρού δεν σώζεται ολόκληρο. ( = η και ει· = ου)
Σμα τόδε Τυρ- Καρὸς τ Σκύλακος. Śίαs sαn Tur-. Ἀριστοκλς ἐποί.
Αυτό είναι το μνήμα του Τυρ-, Κάρα, γιου του Σκύλακα. Αυτό είναι το μνήμα του Τυρ-. Το έφτιαξε ο Αριστοκλής.
Λύκιοι
Δίγλωσση επιγραφή (ελληνικά και λυκικά). Τλως (πόλη στη Λυκία)· 3ος αι. π.Χ.
Ebeis tukedris me tuwetē Xssbezē Krupsseh tideimi se Purihimeteh tuhes Tlãñna atru ehbi se ladu ehbi Tikeukēprē Pilleñni Urtaqijahñ kbatru se Prijenubehñ tuhesñ.
Πόρπαξ Θρύψιος, Πυριβάτους ἀδελφιδοῦς, Τλωεύς, ἑαυτὸν καὶ τὴγ γυναῖκα Τισευσέμβραν ἐκ Πινάρων, Ὀρτακία θυγατέρα, Πριανόβα ἀδελφιδῆν, Ἀπόλλωνι.
Μετάφραση του λυκικού κειμένου: Τα αγάλματα αυτά είναι ο Kssebeze, γιος του Krupssi και ανιψιός του Purihimeti, από την Τλω, που τα έστησε: το δικό του και της γυναίκας του, της Tikeukepre, που γεννήθηκε στα Πίναρα, κόρης του Urtaqiya και ανιψιάς του Priyenuba.
Λυδοί
Δίγλωσση επιγραφή (ελληνικά και λυδικά). Βάθρο αγάλματος στον ναό της Άρτεμης στις Σάρδεις· περ. 350 π.Χ. ( = ου)
Nannaś Bakivalis Artimuλ
Νάννας Διονυσικλές Ἀρτέμιδι
Ο Νάννας του Διονυσικλή στην Άρτεμη
Πέρσες
Αριστοφάνης. Περσικό χρυσάφι. (Ο Πέρσης Ψευδαρτάβας μιλά περσικά και «σπασμένα» ελληνικά.)
Πρεςβυς: Ἄγε δὴ σὺ βασιλεὺς ἅττα σ' ἀπέπεμψεν φράσον
λέξοντ' Ἀθηναίοισιν, ὦ Ψευδαρτάβα.
Ψευδαρταβας: I αρταμανε Ξάρξας απιαονα σατρα.
Πρεςβυς: Ξυνῆκας ὅ λέγει;
Δικαιοπολις: Μὰ τὸν Ἀπόλλω 'γὼ μὲν οὔ.
Πρεςβυς: Πέμψειν βασιλέα φησὶν ὑμῖν χρυσίον.
Λέγε δὴ σὺ μεῖζον καὶ σαφῶς τὸ χρυσίον.
Ψευδαρταβας: Οὐ ληψι χρυσό, χαυνόπρωκτ' Ἰαοναυ.
Δικαιοπολις: Οἴμοι κακοδαίμων ὡς σαφῶς.
Πρεςβυς: Αυτά που ο βασιλιάς σου 'χει αναθέσει
πες τα στους Αθηναίους, ω Ψευτοαρτάβα.
Ψευτοαρταβας: Αρταμαν Ξάρξας απιαονα σατρα.
Πρεςβυς : Νιώθεις τί λέει;
Δικαιοπολις: Αν νιώθω; Τσάτρα πάτρα.
Πρεςβυς : Ο Ξέρξης θα σας στείλει, λέει, χρυσάφι.
Μίλα πιο καθαρά για το χρυσάφι.
Ψευτοαρταβας: Μπρομοατηνάγιο, χρύσαφ όχι μπάρεις.
Δικαιοπολις: Ωχ, ο έρμος! Μα τούτο είν' ολοκάθαρο.
Μετάφραση Θ. Σταύρου (ελαφρά διασκευασμένη)
Ηρόδοτος, Ελληνικά και μηδικά.
Συνέοικεε δὲ ἑωυτοῦ συνδούλῃ, οὔνομα δὲ τῇ γυναικὶ ἦν τῇ συνοίκεε Κυνὼ κατὰ τὴν Ἑλλήνων γλῶσσαν, κατὰ δὲ τὴν Μηδικὴν Σπακώ· τὴν γὰρ κύνα καλέουσι σπάκα Μῆδοι.
Γυναίκα είχε μια σύνδουλή του, και το όνομα της γυναίκας που μαζί της ζούσε λεγόταν Κυνώ στη γλώσσα των Ελλήνων, στα μηδικά Σπακώ· γιατί τη σκύλα οι Μήδοι τη λένε σπάκα.
Ετρούσκοι
Επιγραφή σε αγγείο. Falerii(πόλη της Ιταλίας)· 650-625 π.Χ.
Aska mi eleivana
Ασκός εγώ για λάδι
Η λέξη eleiva (-na) = ἐλαίϝα ή ἔλαιϝον 'λάδι' είναι δάνειο από τα ελληνικά.
Κέλτες
Κελτοελληνική επιγραφή. Νέμαυσος (πόλη της νότιας Γαλλίας)· 3ος αι. π.Χ.
ΚΑΡΤΑΡΟΣ ΙΛΛΑΝΟΥΙΑΚΟΣ ΔΕΔΕ ΜΑΤΡΕΒΟ ΝΑΜΑΥΣΙΚΑΒΟ ΒΡΑΤΟΥΔΕΚΑΝΤΕΜ
Ο Καρταρος του Ιλλανουιου το έδωσε στις Μητέρες που σχετίζονται με το πηγάδι της Νεμαύσου, πραγματοποιώντας ένα τάμα
Άραβες
Ηρόδοτος. Οι θεοί των Αράβων.
Διόνυσον δὲ θεὸν μοῦνον καὶ τὴν Οὐρανίην ἡγεῦνται εἶναι καὶ τῶν τριχῶν τὴν κουρὴν κείρεσθαί φασι κατά περ αὐτὸν τὸν Διόνυσον κεκάρθαι· κείρονται δὲ περιτρόχαλα, ὑποξυρῶντες τοὺς κροτάφους. Ὀνομάζουσι δὲ τὸν μὲν Διόνυσον Ὀροτάλτ, τὴν δὲ Οὐρανίην Ἀλιλάτ.
Και πιστεύουν ότι μονάχα δυο θεοί υπάρχουν, ο Διόνυσος και η Ουρανία Αφροδίτη· και ισχυρίζονται ότι στο κούρεμα των μαλλιών τους μιμούνται τον τρόπο με τον οποίο είναι κουρεμένος κι ο ίδιος ο Διόνυσος· κουρεύονται έτσι ώστε τα μαλλιά τους να σχηματίζουν κύκλο, ξυρίζοντας μόνο τα μηλίγγια τους. Κι αποκαλούν τον Διόνυσο Οροτάλτ και την Ουρανία Αφροδίτη Αλιλάτ.
Αττικισμός
Φρύνιχος. Οδηγίες για τη «σωστή» χρήση της γλώσσας, με βάση τον αττικιστικό κανόνα· 2ος αι. μ.Χ.
Ὅστις ἀρχαίως καὶ δοκίμως ἐθέλει διαλέγεσθαι τάδ' αὐτῷ φυλακτέα· διωρία ἐσχάτως ἀδόκιμον· ἀντ' αὐτοῦ δὲ προθεσμίαν ἐρεῖς· ἀγαθός μᾶλλον λέγε, μὴ ἀγαθώτερος, καὶ ἀντὶ τοῦ ἀγαθώτατος, ἀγαθὸς μάλιστα· πάντοτε μὴ λέγε, ἀλλ' ἑκάστοτε καὶ διὰ παντός· κατορθώματα· ἁμαρτάνουσι κἀνταῦθα οἱ ῥήτορες, οὐκ εἰδότες ὅτι τὸ ῥῆμα δόκιμον, τὸ κατορθῶσαι, τό δ' ἀπὸ τούτου ὄνομα ἀδόκιμον, τὸ κατόρθωμα· λέγειν οὖν χρή ἀνδραγαθήματα.
Όποιος θέλει να μιλάει όπως οι αρχαίοι και δόκιμα πρέπει να προσέχει τα εξής: το διωρία, που χρησιμοποιείται τελευταία, είναι αδόκιμο· αντί γι' αυτό θα πεις προθεσμία· να λες ἀγαθός μᾶλλον και όχι ἀγαθώτερος, και αντί του ἀγαθώτατος (να λες) ἀγαθὸς μάλιστα· να μη λες πάντοτεαλλά ἑκάστοτε και διὰ παντός· κατορθώματα· και εδώ κάνουν λάθος οι ρήτορες, επειδή δεν ξέρουν ότι ενώ το ρήμα είναι δόκιμο, το κατορθῶσαι, το ουσιαστικό που παράγεται από αυτό, το κατόρθωμα, είναι αδόκιμο· πρέπει λοιπόν να λες ἀνδραγαθήματα.
Η σύγκριση που ακολουθεί ανάμεσα στις οδηγίες του Φρύνιχου και στο κείμενο της Καινής Διαθήκης δείχνει ότι στα Ευαγγέλια χρησιμοποιούνται αυτές ακριβώς οι λέξεις που καταδικάζει ο Φρύνιχος.
Εὐχαριστεῖν οὐδεὶς τῶν δοκίμων εἶπεν, ἀλλὰχάριν εἰδέναι.
Ευχαριστώ δεν είπε κανένας από τους δόκιμους συγγραφείς, αλλά χάριν είδέναι.
Βρέχει ἐπὶ τοῦ ὕει…· παντελῶς ἀποδοκιμαστέον τοὔνομα.
Βρέχει αντί για το ὕει…· οφείλουμε να αποδοκιμάσουμε με κάθε τρόπο αυτή τη λέξη.
Φάγομαι βάρβαρον· λέγε οὖν ἔδομαι καὶ κατέδομαι· τοῦτο γὰρ ἀττικόν.
Το φάγομαι είναι βαρβαρικό· εσύ να λεςἔδομαι και κατέδομαι- γιατί αυτό είναι αττικό.
Ἀπελεύσομαι παντάπασι φυλάττου· οὔτε γὰρ οἱ δόκιμοι ῥήτορες, οὔτε ἡ ἀρχαία κωμῳδία, οὔτε Πλάτων κέχρηται τῇ φωνῇ · ἀντὶ δ' αὐτοῦ τῷ ἄπειμι χρῶ καὶ τοῖς ὁμοειδέσιν ὡσαύτως.
Το ἀπελεύσομαι να το αποφεύγεις σε κάθε περίπτωση· γιατί ούτε οι δόκιμοι ρήτορες χρησιμοποιούν τη λέξη ούτε η αρχαία κωμωδία ούτε ο Πλάτωνας· στη θέση της να χρησιμοποιείς το ἄπειμι ή κάτι παρόμοιο.
Αρχαΐζουσα - καθαρεύουσα: από το Βυζάντιο μέχρι σήμερα
Δείγματα της αρχαιότροπης γλώσσας που χρησιμοποιήθηκε σε όλες τις μορφές λόγου κατά τη βυζαντινή περίοδο και μετά - μέχρι σήμερα.
Ρωμανός ο Μελωδός· 6ος αι.
Ἡ παρθένος σήμερον τὸν ὑπερούσιον τίκτει,
καὶ ἡ γῆ τὸ σπήλαιον τῷ ἀπροσίτῳ προσάγει·
ἄγγελοι μετὰ ποιμένων δοξολογοῦσι,
μάγοι δὲ μετὰ ἀστέρος ὁδοιποροῦσι·
δι' ἡμᾶς γὰρ ἐγεννήθη
παιδίον νέον, ὁ πρὸ αἰώνων Θεός.
ὑπερούσιον: που είναι πέρα και πάνω από την ύλη | τίκτει: γεννά | προσάγει: προσφέρει
Ιωάννης Δαμασκηνός· 8ος αι.
Τῷ ὁσιοτάτῳ καὶ θεοτιμήτῳ πατρὶ Κοσμᾷ, ἁγιωτάτῳ ἐπισκόπῳ τοῦ Μαϊουμᾶ, ἐλάχιστος μοναχὸς καὶ πρεσβύτερος ἐν Κυρίῳ χαίρειν. Τὸ μὲν στενὸν τῆς διανοίας καὶ τὸ ἄπορον τῆς γλώσσης τῆς ἐμαυτοῦ ἐπιστάμενος, ὤκνουν, ὦ μακάριε, τοῖς ὑπέρ δύναμιν ἐγχειρεῖν καὶ τῶν ἀδυνάτων κατατολμᾶν.
Στον αγιότατο και τιμημένο από τον Θεό πατέρα Κοσμά, αγιότατο επίσκοπο του Μαϊουμά, εγώ ο ταπεινός μοναχός και ιερέας απευθύνω χαιρετισμό στο όνομα του Κυρίου. Γνωρίζοντας τους περιορισμούς του μυαλού μου και τις ανεπάρκειες της γλώσσας μου, δίσταζα, μακάριε, να επιχειρήσω πράγματα πέρα από τις δυνάμεις μου και να τολμήσω τα αδύνατα.
Μιχαήλ Χωνιάτης· 12ος αι. (Ο καλός επίσκοπος είναι απογοητευμένος που το αθηναϊκό ποίμνιό του δεν κατάλαβε την, ακόμη αρχαϊκότερη, πρώτη ομιλία του.)
Ἔναγχος τὰ εἰσιτήρια ὑμῖν προσφθεγξάμενος σχέδιά τινα καὶ ἀπέριττα πάνυ τι καὶ ἀφιλότιμα, ὅμως ἔδοξα μὴ συνετά λέγειν ἤ ἄλλως ὁμόγλωττα ἀλλ' ὡς ἀπὸ διαλέκτου περσικῆς ἤ σκυθικῆς. Διὰ ταῦτα οὐ μόνον τῶν νοημάτων ἐκλύσας τὸν τόνον τελέως ἀλλὰ καὶ τὴν ἁρμονίαν τῆς ἑρμηνείας χαλάσας, οὕτως ἀφελῶς ὑμῖν καὶ σαφῶς ὡμίλησα καὶ τὴν τροφὴν παρεθέμην ἀλησμένην, μᾶλλον δὲ διεμασησάμην, ὑμῖν ὡς αἱ τίτθαι τοῖς βρέφεσι.
Πρόσφατα, στην εναρκτήρια ομιλία μου σας ανακοίνωσα κάποιες πρόχειρες σκέψεις μου, πολύ λιτές και καθόλου φιλόδοξες, μου φάνηκε όμως ότι δεν μιλούσα κατανοητά ή την ίδια γλώσσα με σας αλλά ότι εκφραζόμουν στα περσικά ή στα σκυθικά. Γι' αυτό, (τώρα) όχι μόνο χαλάρωσα εντελώς την ένταση των νοημάτων αλλά κατέστρεψα και την αρμονία της ερμηνείας και σας μίλησα τόσο απλοϊκά και με τόση σαφήνεια και σας πρόσφερα το φαΐ αλεσμένο, ή καλύτερα μασημένο, όπως το προσφέρουν οι παραμάνες στα μωρά.
Ιωάννης Αναγνώστης. Θρήνος για την άλωση της Θεσσαλονίκης· 1430
Ὦ χρόνε, οἷα τίκτεις ἐξαίφνης καὶ μεταβολὰς οἷας ἐναπεργάζῃ τοῖς πράγμασι. Ὦ πόλις, ἡ πρὶν μὲν ὥσπερ ναῦς ἐξ οὐρίας πλέουσα, ἔπειτα δὲ καταιγίδος δεινῆς ἐγερθείσης κακῶς συντριβεῖσα καὶ τὸν ἐναποκείμενον πλοῦτον ἀποβαλοῦσα καὶ ἀπολέσασα.
Ω Χρόνε, τί πράγματα γεννάς ξαφνικά και τί μετατροπές δημιουργείς! Ω Πόλη, που πριν έπλεες σαν πλοίο με ούριο άνεμο, για να συντριβείς κατόπιν, όταν σηκώθηκε φοβερή καταιγίδα, και να στερηθείς και να χάσεις τα πλούτη σου!
Γράμμα στον σουλτάνο Βαγιαζίτ Β΄· 1486
Βασιλεῖ βασιλέων μεγίστῳ τε καὶ ὑψίστῳ χαμαὶ προσκυνεῖν τε καὶ ποδοφιλεῖν ὑγιαίνειν τε καὶ χαίρειν καὶ εὖ πράττειν.
εὖ πράττειν: να είναι καλά, ευτυχισμένος
Ματθαίος Δεβαρής. Το νεκρό σκυλάκι· 2ο μισό του 16ου αι.
Σπανίολον σκύλακα ξανθότριχα περδικοθήραν,
κίρκων ὀξυπετῶν πρόδρομον ἰχνελάτην,
Ἀγροτέρα σοι, Μᾶρκε, ἀγασσαμένη κατέπεφνε,
μὴ καὶ ἐν ἀγροσύναις σὺ μόνος εὖχος ἔχῃς.
Το σκυλάκι το ισπανικό το ξανθότριχο, που κυνηγούσε τις πέρδικες και ιχνηλατώντας άνοιγε τον δρόμο στα γοργόφτερα γεράκια, η κυνηγήτρα η Αρτεμη, Μάρκε, σου το σκότωσε, από φθόνο μήπως, και στα κυνήγια ακόμα, εσύ μονάχα έχεις τη δόξα.
Χριστόφορος Περραιβός. Επίθεση του Αλή πασά στο Σούλι· 1815
Εἰς αὐτὴν τὴν μεγαλόψυχον ὁρμὴν τῶν γυναικῶν μὴ ἠμπορῶντας νὰ ἀντισταθοῦν οἱ Ἀγαρηνοὶ ἐστράφησαν εἰς τὰ ὀπίσω τρομασμένοι καὶ ἐθυσιάζοντο εἰς τὴν φυγὴν ἀπὸ τὰ ἐλεύθερα καὶ ἀσπιθοβολοῦντα σπαθία τῶν γυναικῶν καὶ ανδρῶν τοῦ Σουλίου. Ὁ δὲ Άλῆ πασᾶς, βλέποντας τὴν συμφορὰν καὶ ροπὴν τοῦ στρατεύματός του μακρόθεν, κατέκοπτε καὶ ἐξερίζωνε τὰ μαλλία του καὶ πάραυτα ἐκαβαλίκευσε καὶ ἔτρεχε δρομαίως εἰς τὰ Ἰωάννινα, τόσον ὁποὺ ἔσκασε δύο ἄλογα. Τόσος φόβος καὶ τρόμος εἶχεν ἔμβει εἰς τὰς καρδίας των, ὁποὺ ὅσοι ἐσώθησαν (μόλις τὸ ἥμισυ στράτευμα) καὶ ἔφθασαν εἰς Ἰωάννινα, ἔστρεφαν τὰ ὀμμάτιά τους ὀπίσω καὶ ἐκοίταζαν μήπως ἀκόμη τοὺς κυνηγοῦν οἱ Σουλιῶται.
ροπήν: φυγή, υποχώρηση | κατέκοπτε: τραβολογούσε | δρομαίως: γρήγορα
Ανδρέας Κάλβος. Το ξημέρωμα της λευτεριάς· 1824
Εἰς τὰ φρικτὰ βασίλεια
ὁμοιάζει τοῦ θανάτου
ἡ φύσις ὅλη· ἐκεῖθεν
ἦχος ποτὲ δὲν ἔρχεται
ὕμνων ἤ θρήνων.
Ἀλλὰ τῶν μακαρίων
στάβλων ἰδοὺ τὰ ἠῷα
κάγκελα ᾑ Ὧραι ἀνοίγουσιν,
ἰδοὺ τὰ ἀκάμαντα ἄλογα
τοῦ Ἡλίου ἐκβαίνουν.
Χρυσά, φλογώδη, καίουσι
τοὺς δρόμους τοῦ ἀέρος
τὰ ἁμιλλητήρια πέταλα·
τοὺς οὐρανοὺς φωτίζουσι
λάμπουσαι ᾑ χαῖται.
ἐκεῖθεν: από κει | μακαρίων: θεϊκών | ἠῷα: ανατολικά | ᾑ: οι = το θηλυκό άρθρο στην ονομ. πληθ., σύμφωνα με την ορθογραφία της εποχής | ἀκάμαντα: ακούραστα | ἐκβαίνουν: βγαίνουν έξω | ἁμιλλητήρια: που ανήκουν σε άλογα αγώνων, ταχύτατα
Αλέξανδρος Σούτσος. Λάθος εκτίμηση, λάθος προφητεία· 1833
Ὁ Κάλβος καὶ ὁ Σαλομός, ὠδοποιοὶ μεγάλοι,
κ' οἱ δύο παρημέλησαν τῆς γλώσσης μας τὰ κάλλη·
ἰδέαι ὅμως πλούσιαι, πτωχὰ ἐνδεδυμέναι,
δὲν εἶναι δι' αἰώνιον ζωὴν προωρισμέναι.
Σαλομός: Σολωμός | ὠδοποιοί: συνθέτες ωδών, μελωδικών ποιημάτων
Εμμανουήλ Ροΐδης. Δυο ερωτευμένοι ρεμβάζουν· 1866
Ὁ δίσκος τῆς Ἑκάτης, περικυκλούμενος ὑπὸ νεφῶν διαφανῶν ὡς σεμνὴ παρθένος ὑπὸ τῶν νυκτικῶν πέπλων της, ἔλαμπεν ἀκίνητος εἰς ὕψος ἀκαταμέτρητον, ἐπιχέων ἐπὶ τῶν ἀθανάτων ἐκείνων μαρμάρων λάμψιν λευκὴν καὶ ἀμυδράν . Αἱ στῆλαι τοῦ Ὀλυμπιείου, τὸ ρεῦμα τοῦ Ἰλισσοῦ, τὰ γλαυκὰ κύματα τοῦ Φαλήρου, οἱ ἐλαιῶνες, αἱ ροδοδάφναι, αἱ κορυφαὶ τῶν λόφων στεφόμεναι ὑπὸ ἐκκλησιῶν ἤ μνημείων, πάντα ταῦτα περιέσφιγγον τήν ὄρασιν τῶν δύο νεανίσκων διὰ ζώνης καὶ αὐτοῦ τοῦ κεστοῦ τῆς Ἀφροδίτης θελκτικωτέρας, ἡ δὲ ἡδονὴ ἣν ἠσθάνοντο ἐκ τοῦ πανοράματος τούτου καθίστατο διπλασία, διότι μεθυσμένοι ὄντες ἔβλεπον τά πάντα διπλᾶ.
τῆς Ἑκάτης: της σελήνης | ἐπιχέων: χύνοντας | κεστοῦ: κεντημένης ζώνης
Κλέων Ραγκαβής. Τα χάλια της γλώσσας μας· 1877
Ἡ ἡμετέρα γλῶσσα ἐστίν εἰς κατάστασιν ῥευστήν, πάσας δεχόμενη τὰς ἀποχρώσεις, ἀπὸ τῆς μιξοβαρβάρου κ' ἐκ παντοίων συντριμμάτων συγκειμένης διαλέκτου ἣν κοινῶς ὁμιλοῦμεν μέχρι τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς. Βαίνομεν πρὸς τὴν ἀρχαίαν, καθαρίζομεν, ἐξευγενίζομεν τὴν ὑπὸ τῶν αἰώνων τῆς δουλείας καὶ ἀγνοίας καταστραφεῖσαν θείαν ἡμῶν φωνήν, καὶ φθάσομεν ποτέ εἰς μεταίχμιόν τι μεταξὺ τῆς Ἀτθίδος καὶ τοῦ νεωτέρου ἀναλυτικοῦ πνεύματος. Ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα, ἐν τῇ παρούσῃ αὐτῆς καταστάσει, ἐστὶ χάος ἀδιεξήγητον, καὶ ἀπαιτεῖται ἡ θυσία ὁλοκλήρου βίου ἵνα ἐν μέρει δαμάσῃ τις αὐτήν.
ἐκ παντοίων: από κάθε είδους | συγκειμένης: αποτελούμενης | φθάσομεν ποτέ: θα φτάσουμε κάποτε | τι: κάποιο | Ἀτθίδος: αττικής (διαλέκτου) | ἀδιεξήγητον: ατέλειωτο, ανεξάντλητο | τις: κάποιος
Αχιλλεύς Παράσχος. Αθηναϊκό στενό· 1880
Ὑπάρχει εἰς ἀπόκεντρον τῶν Ἀθηνῶν γωνίαν
λευκὸς δρομίσκος, σκιερὸς καὶ πλήρης μυστηρίου·
χλοάζει τὸ κατώφλιον εἰς πᾶσαν του οἰκίαν
καὶ τέμνεται ὑπὸ μικροῦ εἰς δύο ρυακίου.
Δὲν βλέπεις μέγαρα λαμπρὰ εκεῖ, ἀλλὰ ὡραίας
μικρὰς οἰκίας, ταπεινάς, χιόνος λευκοτέρας,
καὶ πρὸ αὐτῶν ἐδῶ κι ἐκεῖ ἀνθούσας πασχαλέας,
αἵτινες μύρον χύνουσι λεπτόν εἰς τοὺς ἀέρας.
χλοάζει: είναι καταπράσινο | ταπεινάς: χαμηλές
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Το τέλος της φόνισσας· 1903
Τὰ κύματα ἐφούσκωναν ἀγρίως, ὡς νὰ εἶχον πάθος. Ἐκάλυψαν τοὺς μυκτῆρας καὶ τὰ ὦτά της. Τὴν στιγμὴν ἐκείνην τὸ βλέμμα τῆς Φραγκογιαννοῦς ἀντίκρισε τὸ Μποστάνι, τὴν ἕρημον βορειοδυτικὴν ἀκτήν, ὅπου τῆς εἶχον δώσει ὡς προῖκα ἕνα ἀγρόν, ὅταν, νεάνιδα, τὴν ὑπάνδρευσαν καὶ τὴν ἐκουκούλωσαν, καὶ τὴν ἔκαμαν νύφην οἱ γονεῖς της.
- Ὤ! νά τὸ προικιό μου! εἶπε.
Αὐταὶ ὑπῆρξαν αἱ τελευταῖαι λέξεις της. Ἡ γραία Χαδούλα εὖρε τὸν θάνατον εἰς τὸ πέραμα τοῦ Ἁγίου Σώστη, εἰς τὸν λαιμὸν τὸν ἐνώνοντα τὸν βράχον τοῦ ἑρημητηρίου μὲ τὴν ξηράν, εἰς τὸ ἥμισυ τοῦ δρόμου, μεταξὺ τῆς θείας καὶ τῆς ἀνθρωπίνης δικαιοσύνης.
μυκτήρας: ρουθούνια
Εμμανούλ Στ. Λυκούδης. Άφιξη στη Φθειρία· 1920
Μετ' ὀλίγον εἰσηρχόμην εἰς τὴν κωμόπολιν, συρόμενος ὑπὸ τοῦ ἀγωγιάτου μου ἀπὸ τὸ καπίστρι, διὰ τῆς μεσολαβήσεως, ἐννοεῖται, τοῦ λαιμοῦ τοῦ ὑπ' ἐμὲ ἡμιόνου.
Μοὶ ἐπεφυλάσσετο δὲ ἐνθουσιώδης ὑποδοχή, ὡς προεδήλουν αἱ λυσσαλέαι ὑλακαὶ τῶν σκύλων καὶ οἱ ἐμμανεῖς λιθοβολισμοὶ τῆς τρυφερᾶς γενεᾶς τῆς Φθειρίας, τῶν νεαρῶν αὐτῆς βλαστῶν καὶ χρηστῶν ἐλπίδων, ἥτις ἔπαιζε τὴν ὥραν ἐκείνην εἰς τὰ πρόθυρα τῆς κωμοπόλεως.
Ἀπετελεῖτο δὲ ἡ νέα αὕτη γενεὰ ἀπὸ ἐσμὸν μικρῶν δαιμόνων ἀνυποδήτων, τὸ πρόσωπον, τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας τῶν ὁποίων οὐδέποτε περιύβρισε τοῦ ὕδατος ἡ επαφή, ἐνῶ ἡ κόμη των κατὰ γλοιώδεις τολύπας ἐπιστέφει τὰς μικρὰς κεφαλάς των.
ὑλακαί: γαβγίσματα | εμμανεῖς: μανιασμένοι | Φθειρίας: φθείρ = ψείρα | ἐσμόν: σμήνος, ομάδα | τολύπας: τσουλούφια | ἐπιστέφει: στεφανώνει
Πέτρος Συλλέκτης, «Πλεονεκτήματα και προϋποθέσεις της διά καταπόσεως ομβρέλλας αυτοκτονίας»· 2004
Ένας πρωτότυπος και αποτελεσματικός τρόπος δι' αυτοκτονίαν είναι ο διά της καταπόσεως ομβρέλλας. Καταπίνετε την ομβρέλλαν και εν συνεχείᾳ την ανοίγετε. Με το άνοιγμα της ομβρέλλας προκαλούνται διάφορα πράγματα εις έν των ευαισθήτων μερών του ανθρωπίνου σώματος, δηλονότι την κοιλίαν. Τα πράγματα αυτά είναι εύκολον να τα φαντασθεί ο αναγνώστης και δεν κρίνω σκόπιμον να λάβω τον χρόνον του διά να περιγράψω εν λεπτομερείᾳ τα αποτελέσματα του ανοίγματος της ομβρέλλας.
Κείμενα στην ομιλούμενη
Κείμενα στην ομιλούμενη μεσαιωνική και υστερομεσαιωνική γλώσσα. Σε πολλά από αυτά είναι ευδιάκριτη η παρέμβαση της αρχαΐζουσας γλώσσας.
Σκωπτικό τραγούδι για τον αυτοκράτορα Φωκά· αρχές του 7ου αι.
Πάλιν στον καύκον έπιες,
πάλιν τον νουν απώλεκες.
Πάλι βουτήχτηκες στου πιοτού την κούπα, πάλι έχασες τα λογικά σου.
Βασίλειος Διγενής Ακρίτης· 12ος αι. (;)
Είτα περιλαβούσα μου τους πόδας, κατεφίλει
την χείρα μου την δεξιάν ηρέμα φθεγγομένη:
«Ευλογημένος ο πατήρ και μήτηρ η τεκούσα,
και οι μαστοί οι θρέψαντες μητρός ευλογημένης·
τοιούτον γαρ ουδέποτε άλλον άνδρα κατείδον…»
«Πτωχοπρόδρομος»· 2ο μισό του 12ου αι.
Έμαθον τα γραμματικά, πλην μετά κόπου πόσου.
Αφού δε γέγονα κἀγώ γραμματικός τεχνίτης,
επιθυμώ και το ψωμίν και του ψωμιού την μάνναν,
και διά την πείναν την πολλήν και την στενοχωρίαν
υβρίζω τα γραμματικά, λέγω μετά δακρύων:
«Ανάθεμαν τα γράμματα, Χριστέ, και οπού τα θέλει,
ανάθεμαν και τον καιρόν και εκείνην την ημέραν,
καθ' ήν με παρεδώκασιν εις το διδασκαλείον
προς το να μάθω γράμματα, τάχα να ζω απ' εκείνα!»
γέγονα: έγινα | μάνναν: ψίχα, ψίχουλο | προς το να: για να
Χρονικόν του Μορέως· γύρω στα 1300.
Εγώ, αδελφέ, αν εγύρευα να αυξήσω την τιμήν μου,
το πλούτος και την δόξαν μου, πρέπει να με επαινάτε,
διά το πρέπει τον άνθρωπον όπου άρματα βαστάζει
ν' αυξαίνει γαρ το πλούτος του, ομοίως και την τιμήν του,
μόνον να μη ένι άδικον, να επαίρνει συγγενών του
και να ακληρά την σάρκαν του, τους σαρκικούς του φίλους.
Πάντως εγώ είμαι πρίγκιπας, ένας μικρός στρατιώτης,
κι ουδέν με εβλέπεις ότι έδραμα απάνω εις συγγενήν μου
ούτε εις φτωχόν μου γείτοναν να επάρω το εδικόν του·
αλλά έδραμα εις βασιλέαν, όπου ένι αφέντης μέγας,
οπού έχει κράτος κι αφεντίαν μεγάλην εις τον κόσμον
κι ένι εις αντρεία εξάκουστος απάνω εις τους στρατιώτες,
κι ένι τιμή μου κι έπαινος να πιάνομαι μετ' αύτον,
διατί ένι εκείνος βασιλέας κι εγώ μικρός στρατιώτης.
ένι: είναι | ακληρά: στερεί κληρονομικά εδάφη | ουδέν: δεν | έδραμα απάνω: επιτέθηκα εναντίον | αφεντίαν: εξουσία, κυριαρχία | πιάνομαι μετ': πολεμώ με
Σταφίδας· τέλη του 14ου αι.
Εις οδύνην οφθαλμών: έπαρον στρύχνον (τό λέγουσίν τινες βρωμοβότανον, οπού ποιεί ωσάν σταφύλια μικρά μαυρούτσικα, λέγουν το και μαυρόχορτον), κοπάνισον τούτον, θέλεις τα κουκκία του, θέλεις τα φύλλα του, και εις τον ζωμόν τούτου βάλε άλας τριμμένον και άλειφε το μέτωπον.
Ο σουλτάνος Μωάμεθ ο Πορθητής υπογράφει συνθήκη με τους Γενοβέζους της Πόλης· 1456
Εγώ, ο μέγας αυθέντης και μέγας αμιράς σουλτάνος ο Μεχμέτ μπέης, ο υιός του μεγάλου αυθέντου και μεγάλου αμιρά σουλτάνου του Μουράτ μπέη, ομνύω εις τον Θεόν του ουρανού και της γης και εις τον μέγαν ημών προφήτην τον Μωάμεθ και εις τα επτά μουσάφια οπου έχομεν και ομολογούμεν…
μουσάφια: αντίγραφα του Κορανίου
Ερωτικό τραγούδι· 15ος αι.
Τριαντακλωνοκυπάρισσε με τους χρυσούς τους κλώνους
και με τα φύλλα τα πλατιά, με τον πολύν τον ίσκιον,
και τον αέρα τον γλυκύν, με την πολλήν δροσίαν,
περιβολίτσιν έμορφον τα ρόδα φυτεμένον,
γλυκομηλέα μου κόκκινη, τα μήλα φορτωμένη,
απόκλινε την νιότην σου να γείρω στην ισκιά σου,
να δροσιστώ στον ίσκιο σου και εις το κατάψυχό σου.
Ο βασιλιάς της Κύπρου Ιάκωβος Β' Λουζινιάν δωρίζει υπηρέτη· 1468
Ακριβοί και ηγαπημένοι μας, πολλομούμεν σας να ηξεύρετε ως ότι εχαρίσαμεν του Γεωργίου του τσαμπερλάνου, του δουλευτή μας, το κοπέλλιν το έχει εις την δούλεψίν του από το χωρίον μας της Θεμούρφου, ονόματι Φίλιππο Θοδόση Βεντούρη. Διά τούτον μηνούμεν και ορίζομέν σας να μηδέν του δώσετε τίποτες πατσίασμαν διά τον αυτόν κόπελλον.
πολλομούμεν σας: σας καθιστούμε, σας κάνουμε | ως ότι: ότι | τσαμπερλάνου: θαλαμηπόλου, αυλικού αξιωματούχου | το κοπέλλιν: τον υπηρέτη | πατσίασμαν: δουλική, υπηρετική υποχρέωση | κόπελλον: νεαρό
Ιωαννίκιος Καρτάνος. Η διάβαση της Ερυθράς Θάλασσας· 1536
Και παρευθύς εσκίσθη η θάλασσα εις δύο και έγινε στράτα εις την μέσην, και τα νερά εμαζώχθησαν από την μίαν μερίαν και από την άλλην και έγιναν σαν πύργος, και τότες οι υιοί του Ισραήλ απέρασαν από την μέσην της θαλάσσου, οπού καν τα παπούτσια τους δεν εβράχησαν. Και όταν εξημέρωσε, ηβλέπει ο φαραός ότι αυτείνοι απέρασαν και σεβαίνει αυτός μέσα εις την θάλασσαν, και το πρωί ο Θεός έστειλε ένα γνέφος απάνω εις τον φαραόν και έκαμε και υπήγαν οι ρόδες του αμαξίου του εις ένα χάος της θαλάσσου.
οπού καν: έτσι που ούτε | φαραός: φαραώ | αυτείνοι: αυτοί | σεβαίνει: μπαίνει | γνέφος: σύννεφο
Γεώργιος Αιτωλός. Το τζιτζίκι και τα μυρμήγκια· 16ος αι.
Καιρός χειμώνος ήτονε και τζίντζιρας υπάγει
εις τόπον που 'ταν μύρμηγκες κι εζήτα τους να φάγει.
Τότε εκείνοι είπασι: «Τώρα ζητάς φαγία
και περπατείς, ταλαίπωρε, και έχεις λαιμαργία;
Γιατί στου θέρους τον καιρόν δεν έκαμες δουλεία
και να συνάζεις περισσά, να 'χεις πολλά φαγία;»
Λέγει τους: «Δεν αδείαζα, ουδ' έκαμα λωλία,
αμ' ετραγούδουν έμορφα με έμνοστην λαλία.»
Οι μύρμηκες τον είπασι τον τζίντζιρα με γέλος:
«Τζίντζιρα, τι σε έκαμε το εύκαιρον το μέλος;
Το καλοκαίρι επειδή έψαλλες, ωσάν λέγεις,
εις τον χειμώνα χόρευε, τα πάθη σου να κλαίγεις.»
τζίντζιρας: τζίτζικας | είπασι: είπαν | περισσά: πολλά | λωλία: ανοησία, βλακία | έμνοστην: ωραία | γέλος: γέλιο | το εύκαιρον το μέλος: το μάταιο τραγούδι
Νεοελληνικές διάλεκτοι
Δείγματα νεοελληνικών διαλέκτων. Μερικές δεν μιλιούνται πια.
Χρησιμοποιούνται τα παρακάτω σύμβολα: = παχύ · , , , = ουρανικοί φθόγγοι, όπως στις λέξεις κιλό, μιλιά, πανιά, χυμός αντίστοιχα· ξ́, σ́, τ́ = ουρανικοποιημένοι φθόγγοι , , · = παχύ ·
στην ποντιακή, = φωνήεν ανάμεσα στο και στο ·
στην καππαδοκική, ə = φωνήεν που αρθρώνεται όπως το , αλλά με πιο κλειστό στόμα· q = φθόγγος περισσότερο υπερωικός από το · = υπερωικό , όπως μετά το πρώτο α στη λέξη αγκαλιά·
στην τσακωνική, κ῾, π῾, τ῾ = δασέα , , · τ́ = ουρανικοποιημένο και απαλό .
Πελοποννησιακή: Αναμνήσεις από την επανάσταση του 1821
Πώς να σου τα μολοήσω, παιδάκι μου; Εδώ πέρα, καθώς θα 'χεις μαθημένα, ήτανε πρώτα Τουρκιά. Τόμ άναψε το ντουφέκι, οι καλοί άντρες πήγανε στον πόλεμο και μεις μείναμε. Ήτανε φερμένος ο Μπραήμης και μας εκυνήησε και εφύγαμε· άλλοι τις Πέτσες κι άλλοι το Λενίδι. Εμείς σηκωθήκαμε, καμιά κατοστή φαμπελιές, και πάμε τα Τζίντζινα, από κει βγαίνομε τον Άι-Βασίλη τη ρεματιά μέσα. Από τον Άι-Βασίλη στο Βρονταμά, από το Βρονταμά στο Παρόρι, κι από το Παρόρι στο Μυστρά φευγόδικοι. Στο Βρονταμά, πού να σου λέω, μας εκυνηήσανε· δε μας αφήνανε να πιούμε νερό.
τόμ: όταν | τις Πέτσες, το Λενίδι κτλ.: στις Σπέτσες, στο Λενίδι κτλ. | φαμπελιές: φαμίλιες, οικογένειες
Μανιάτικη: Σατιρικό μοιρολόι. (Τα γράμματα σε παρένθεση μόλις ακούγονται.)
«Μωρή, τί να ζε κάνομε;
Για να ζε περιμένομε,
μωρή, δε(ν) τάζεις τίποτα;»
«Δε(ν) κουμαντάρου τίποτα,
γιατ' έναι η μάνα μου μη(ι)τρά,
μόν' το φουστάνι που φορού
το τάζου κ(ι)αι περικαλού
ο γάιδαρος να σηκωθεί
και το σομάρι στην οργή.»
ζε: σε | έναι: είναι | μη(ι)τρά: μητριά | φορού: φορώ | περικαλού: παρακαλώ | σομάρι: σαμάρι
Επτανησιακή: Ο ανεμοστρόφιλος
Μες στις δώδεκα ώρες τση μερός, ό,τι καιρός κι αν είναι, τυχαίνει κάποτες να διαβεί από το χωριό ένας αγέρας μεγάλος και δυνατός με κάτι χτύπους σα σκεπετιές κι ό,τι βρει ομπρός του το σέρνει· σηκώνει κι άνθρωπο (θέλεις άλλο;) και σου τον απελάει μεδά ξέρω κι εγώ πού! Εμείς εούτο το κακό το λέμ' ανεμοστρόφιλο, κι ομολογούνε πως είναι κειμεσαθιό αγερικά πλήθος αρίφνητο και πολεμάνε συναμεταξύ τους το 'να με τ' άλλο.
τση μερός: της ημέρας | σκεπετιές: τουφεκιές | απελάει: αμολάει | μεδά: ούτε | εούτο: τούτο | κειμεσαθιό: εκεί μέσα | αρίφνητο: αναρίθμητο
Μεγαροαιγινήτικη: Αιγινήτικο παραμύθι
Μια φορά τσ' ένα τσαιρό ήτανε ένας βασιλέας, Ύπνος τ' όνομά του. Δίπλα εις το παλάτι εκαθότανε μια φτωχή κόρη τσαι ξενοδούλευε τσαι ζούσε. Ενυχτόρευε τσαι, όντες της ερχότανε ο ύπνος να τουμηθεί, έπαιρνε κουτσία τσ' έτρωε τσ' έλεε: «Ήρθες, ύπνε. Καλώς ήρθες, φάε κουτσία τσαι φύγε.»
τσ' ένα τσαιρό: κι έναν καιρό | τσαι: και | ενυχτόρευε: ξενυχτούσε | όντες: όταν | τσουμηθεί: κοιμηθεί | κουτσία: κουκιά
Κυκλαδική: Παροιμία από την Άνδρο
Όποιος ξοδεύγει δεκοχτώ
τσαι δε σοδεύγει τριγιάdα,
στη φυλατσή το βάζουνε
τσαι δεν ηξέρει γιάdα.
τσαι: και | σοδεύγει: κερδίζει | γιάdα: γιατί
Κρητική: Τραγούδι νεαρού
Οψές αργά επέρνουνα 'πού τη Χαριτωμένη
κι είδα μιαν κόρη κι έπλυνε, ω τη διαολεμένη!
Κι εγώ τση ζήτηξα φιλί, κι αυτή εκρυφογέλα
και θάρρουνα πως μου 'λεγε: «Σα θες, το βράδυ έλα.»
Και σαν εποσκοτείνιασε, εγλάκουνα ως εbόρου,
κι εκείνη είχε κουζουλούς κι εβλέπανε τσι πόρους.
επέρνουνα: περνούσα | 'πού: από | Χαριτωμένη: ναός της Παναγίας | τση ζήτηξα: της ζήτησα | θάρρουνα: θαρρούσα, νόμιζα | εποσκοτείνιασε: σκοτείνιασε εντελώς | εγλάκουνα: έτρεχα | εbόρου: μπορούσα | κουζουλούς: τρελούς· εδώ: ζωηρούς | εβλέπανε: πρόσεχαν | τσι πόρους: τις πόρτες, τα περάσματα
Δωδεκανησιακή: Παράδοση από την Κω
Η μια η γειτόνισ-σα ήθελε ν-να πάνε στα μοναστήρgια όλ-λdα να τα προσευκηστούνε. Ε, αυτή λοιπόν επήγαιν-νεμ bροστά. Οι άλ-λdες την εσυκοφανdίζ-ζαμ 'bό πίσω, να πούμενε, την επαρεξηγούσασίνε. Ε, αυτή ητίναξεν, ηπάαιν-νένε με την αθέαν dης την gαρδγιά. Δεν ησταμάτησένε. Επρόφτασεν αυτή πιο γλήορι, επήαινε στον Άιγ-Γιώρgη. Της φανερώθητσεν ο Άις Γιώρgης. Είπεν ότι «Τί χάρηθ θέλεις να σου πλερώσω, αυτήν dην αγωνίαμ bου 'καμες για μένα, να 'ρτεις να πκιάσεις να με σκουπίζ-ζεις;»
μoναστήρgιa: ξωκλήσια | προσευκηστούνε: προσκυνήσουν | 'bό πίσω: από πίσω | ητίναξεν: προχώρησε γρήγορα | ηπάαιν-νένε: πήγαινε | αθέαν: αθώα | γλήορι: γρήγορα | τί χάρηθ θέλεις να σου πλερώσω: τί χάρη θέλεις να σου κάνω | dην αγωνίαμ: τον κόπο
Στερεοελλαδίτικη: Παράδοση από την Αιτωλία
Στου Βραχώρ νια βουλά ήμναν φυγόδικους· κι ήμναν σν Άι-Παρασκιβή κι μόμναν, κι αϊκώ: «Μάνθου! Μάνθου!» Δε μίσα. Ύστιρα είπι: «Ωρέ, συ είσι, δείνα!» Έκαμα πως δεν άικσα τίπουτα. μήθκα. Κουντά χαραή ήβρα του μαχαίρι μ μπημένου μες στου τσαρού κι πάρα πέρα του κμπούρι μ· κι βρέθκα χτισμένους. Ύστιρα έμαθα πως είνι κει νιράιδις.
νια βουλά: μια φορά | ήμναν: ήμουν | σν: στην | μόμαν: κοιμόμουν | αϊκώ: ακούω | χαραή: χαραυγή, χαράματα | μπημένου: μπηγμένο | κμπούρι: κουμπούρι
Θεσσαλική: Παραμύθι από τον Τίρναβο
Ήταν ένας φτουχός, είχι δυο ζουντόβουλα κι μιτ' αυτά κουβανούσι χώμα. Ήταν χουματάς. Η γναίκα τ ήταν μια φαντασμέ! Κάθι ώρα τουν είχι του κουντό, ντε κι καλά να γέ αφέντς. «Γέαφέντς,» τουν ήλεγι, «κι έ ι Θιος. Γέαφέντς κι έ ι Θιος.» «Μαρή γναίκα,» τν ήλιγι, «πώς να γένου αφέντς; Σα δεν κουβανήσου χώμα πώς θα ζήσουμι;»
ζουντόβουλα: ζώα | μιτ': με | κουβανούσι: κουβαλούσε | τουν είχι του κοντό: τον είχε από κοντά | ι Θιος: ο Θεός | μαρή: μωρέ | τν: την
Μακεδονική: Η Χιονούλα
Μια φουρά κι έναν κιρό ήταν ένας βασλιάς κι μια βασίλτσα. Η βασίλτσα, ικεί που έπλικι ν ταντέλα, πήγι ένα σπουρίτ́ στου παραθύρ. Η βασίλτσα, σαν του είδι, έτριξι γρήγουρα ν' ανοίξ́ του παραθύρ για να μπει μέσα. Πως έκανι ν' ανοίξ́ του παραθύρ, μπήκι ου κουρσές μέσα στου δάχτυλου τς κι του αίμα έσταξι πάν' στου χιον. Είπιν η βασίλτσα: «Να χάμου ένα κουρίτσ́ να 'νι κόκκινου σαν του αίμα κι άσπρου σαν του χιο!» Όπους είπιν η βασίλτσα, ετσ́ κι έγινι.
ν: την | κουρσές: βελονάκι
Κυπριακή: Οι μαγικές μπότες
Ένας άθρωπος είεν τρεις γιούες. Τείνος ο άθρωπος επήεν εις το παναΰριν τ' έχερεν μιαν αλ-λαήν ποΐνες. Τ' επήεν ο μιαλ-λύτερος γιος του ται λαλεί του: «Γιε, παπά, χέρ' μου τούτες τες ποΐνες τ' εν-να τες χορίω εγιώνη.» «Ίντα μπο 'ν-να μου κάμνεις, γιε μου;» λαλεί του. «Να σου γλέπω ψύλ-λους μέσ' τ' άερο,» λ-λαλεί του. «Ε, γιε μου, πήαιν-νε τ' εν κάμνεις για λ-λόου μου.» Επήεν ο δεύτερος, λαλεί του: «Φέρ' μου, γέρο, πο τούτες τες ποινές να τες χορίω.» Λαλεί του: «Μα ντα μπο 'ν-να μου κάμνεις, γιε μου;» λαλεί του. Λαλεί του: «Να σου φκάλ-λω -ύλ-λους έξω 'πού το χωρκόν.»
Ένας άνθρωπος είχε τρεις γιους. Αυτός ο άνθρωπος πήγε στο πανηγύρι και έφερε ένα ζευγάρι μπότες. Και ο μεγαλύτερος γιος του πήγε και του είπε: «Ε, πατέρα, φέρε μου αυτές τις μπότες και θα τις φορέσω εγώ.» «Τί θα κάνεις για μένα, γιε μου;» του λέει. «Θα βλέπω ψύλλους μέσα στο άχυρο,» του λέει. «Ε, γιε μου, πήγαινε, και δεν κάνεις για μένα.» Πήγε ο δεύτερος, του λέει: «Φέρε μου, γέρο, αυτές τις μπότες να τις φορέσω.» Του λέει: «Και τί θα κάνεις για μένα, γιε μου;» του λέει. Του λέει: «Θα βγάζω σκυλιά έξω από το χωριό.»
Ποντιακή: Η παρέα της αλεπούς και του φιδιού
Έναν καιρόν ο αλεπόν και το φίδ' εποίκαν συντροφίαν κι επήγαν σ' έναν τρανόν δεντρόν αφκά, έχτ'σαν τ' οσπιτόπον ατουν κι ερχίνεσεν ο καθένας να 'φτάει την δουλείαν ατ'. Ο αλεπόν επέν'νεν κι έφερ'νεν κοσσάρας ας σα σουμά τα χωρία και με τα δόντ'τ' ένοιεν τα καρδίας ατουν και τ' ωβά εδίν'νεν 'ς σο φίδ' και το κρέας έτρωεν ο ίδιον.
Έναν καιρό η αλεπού και το φίδι έκαναν παρέα και πήγαν κάτω από ένα μεγάλο δέντρο, έχτισαν το σπιτάκι τους κι άρχισε ο καθένας να κάνει τη δουλειά του. Η αλεπού πήγαινε κι έφερνε κότες από τα κοντινά χωριά και με τα δόντια της άνοιγε την κοιλιά τους και τα αβγά τα έδινε στο φίδι και το κρέας το έτρωγε η ίδια.
Ποντιακή: Δημοτικό τραγούδι από την Τραπεζούντα
Χριστέ μ', ούλ καλά ποίκες, τρία καλά κί εποίκες·
ποίκες τον ουρανόν ψηλά, κι εκεί σκάλαν κί εφτάνει,
ποίκες την θάλασσαν πλατύν, κι εκεί γεφύρ' κί στέκει,
ποίκες την ξενιτιάν μακρά, κι εκεί λαλ κί πάγει.
ούλ: όλα | ποίκες: έκανες | κί: δεν | λαλ: μιλιά
Καππαδοκική: Παραμύθι από το Αραβάνι
Ήσανε ρο φέα, αdέλφα, το 'να τανό και το 'να αqουλού. Είχαν ένα βαβά, και πέρανε. Ιτό βαβά τουν ζείν τουν. Είχαν και πολλά πρόβατα κι ένα τανά. Είχαν και ρο αχə́ρια, το 'να τεζέ και τ' άλλο παλό. Ένα μέρα τ' αqουλού σο τανό τ'είπε: «Όσα πρόβατα bουν σο τεζέ σο αχə́ρ τα μον dαι· όσα μbουν σο παλό τα σον dai.»
Ήτανε δυο παιδιά, αδέρφια, ένα κουτό και ένα έξυπνο. Είχαν έναν πατέρα, και πέθανε. Ο πατέρας τους ήταν πλούσιος. Είχαν και πολλά πρόβατα και ένα μοσχάρι. Είχαν και δυο στάβλους, τον έναν καινούργιο και τον άλλον παλιό. Μια μέρα το έξυπνο (παιδί) είπε στο κουτό: «Όσα πρόβατα μπουν στον καινούργιο τον στάβλο είναι δικά μου· όσα μπουν στον παλιό είναι δικά σου.»
Τσακωνική: Τ'ο γάμο τα Μαρούα (Στο γάμο της Μαρούλας)
Εζάκαϊ τ'ον άγιε, σ' εστεφανούκαϊ, τ́σ' από τσι σ' εκατούκαϊ του τσουφάλε σου με κουφέτε χοντροί από το δίσκο τ́σ' ετσαφήκαϊ κ'αμπόσοι κουμπούρε, εμπαήκαϊ από τον άγιε Στράκηγο τ́σ' αρχιίαϊ dίντε τα βιοία. Α Μαρούα έκι καμαρούνα. «Μα, για ξείκα, Τζείνα, καμάι π'οι ' έν' έχα α ύιθη,» έ' αούα α Γιωργού. «Εζού, να ντ' αλήου, όρκο μι Τζείνα, όμα ολπίζα ι να ' άει ο Γιάννη ταμ Παλιομαρούα, το συχιατ'έ πράμα, εστάκιου οικοτ́σουρόπουλε, με στρομπούλια ίτ'ε, με κοτά τ́σεάρα, με πειβόι, με βούε, με ελίε, π'' έκι πρέπουντα να ν' άει ταν καύτερα σάτη.» «Γιατσί, α του ιχάη τσ' έ' έχα; Εζού έ' αούα κάτσι ' εμποίκαϊ το καμπζί». «ιία, Γιωργού, κάτ́σι τα γρούσσα ντι. Έκι α τύχη σι να καοτσυτάτσει. Μαγάι να 'γκι καοτσυτέντε έτρου τ́σ' οι σατέρε νάμου…»
Πήγαν στην εκκλησία, τους στεφάνωσαν, κι αφού τους έσπασαν τα κεφάλια με κουφέτα χοντρά από τον δίσκο κι έριξαν κάμποσες κουμπουριές, βγήκαν από τον άγιο Στράτηγο κι άρχισαν να χτυπούν τα βιολιά. Η Μαρούλα καμάρωνε: «Μα, για κοίτα, Αγγελίνα, καμάρι που το 'χει η νύφη,» έλεγε η Γιωργού. «Εγώ, να σου πω, καμάρι μου Αγγελίνα, δεν το ήλπιζα να την πάρει ο Γιάννης την Παλιομαρούλα, το σιχαμένο πράμα, τέτοιο νοικοκυρόπουλο, με τόπια πανί, με κοτζάμ σπιτάρα, με περιβόλι, με βόδια, με ελιές, που έπρεπε να πάρει το καλύτερο κορίτσι.» «Γιατί, η (κόρη) του Μιχάλη τί είχε; Εγώ λέω κάτι του έκαναν του παιδιού.» «Μιλιά, Γιώργου, δάγκωσε τη γλώσσα σου. Ήταν η τύχη της να καλοπέσει. Μακάρι να καλόπεφταν έτσι και τα κορίτσια μας…»
Κατωιταλική: Παραμύθι.
Καλαβρία
Ήτο μια φ-φορά ένα βρούθακο. Ται μίαν ημέρα πως εμέτερ-ρε στο σπίτιν doυ, ήβρε τρία δινέρια. Ται αχ-χέρωε να είπει: «Τί χοράτω με τούτα; Τί χοράτω με τούτα; Χοράτω κρέα; Ουdέ, γιατί το κρέα έχει στέα, ται κουμbιάτω. Χοράτω αζ-ζάρι; Ουdέ, γιατί το αζ-ζάρι έχει ακάθ-θια, ται με τρυ- πούσι.»
Απουλία
Ήσανε μία φ-φορά α κ-κρακάλι. Ται μίαν ημέρα σάτ-τι σκούπιτε στο σπίτι τ-του, ήβρηκε τρία τουρνία. Ται αρτίνιασε να πει: «Τί αφοράτω; Τί αφοράτω; Αφοράτω κρέα; Nde, γιατί το κρέα έχει στέατα, ται αμφουκέομαι. Αφοράτω αφσάρι; Νdε, γιατί τ' αφσάρι έχει ακάτ-τια, ται με τρυπούνε.»
βρούθακο/κ-κρακάλι: βάτραχος | ται: και | πως/σάτ-τι: καθώς | εμέτερ-ρε: σκούπιζε | δινέρια/τουρνία: νομίσματα | αχ-χέρωε/αρτίνιασε: άρχισε | χοράτω/αφοράτω: αγοράζω | στέα/στέατα: οστά, κόκαλα | ουδέ/νdε: όχι | κουμbιάτω/αμφουκέομαι: πνίγομαι | αζ-ζάρι/αφσάρι: ψάρι | ακάθ-θια/ακάτ-τια: αγκάθια
-----------------
Βιβλιογραφία
Ιστορίες της ελληνικής γλώσσας
Adrados, F. R., Ιστορία της ελληνικής γλώσσας: από τις απαρχές ως τις μέρες μας (μτφρ. Γ. Αναστασίου και Χ. Χαραλαμπάκης), Παπαδήμας, Αθήνα 2003.
Browning, R., Η μεσαιωνική και νέα ελληνική (μτφρ. Μ. Ν. Κονομή), Παπαδήμας, Αθήνα 1991.
Κοπιδάκης, Μ. Ζ. (επιμ.), Ιστορία της ελληνικής γλώσσας, Ε.Λ.Ι.Α., Αθήνα 1999.
Thomson, G., Η ελληνική γλώσσα, αρχαία και νέα, 2η έκδοση, Κέδρος, Αθήνα 1989.
Tonnet, Η., Ιστορία της νέας ελληνικής γλώσσας (μτφρ. Μ. Καραμάνου και Π. Λιαλιάτσης), Παπαδήμας, Αθήνα 1995.
Τριανταφυλλίδης, Μ., Άπαντα, τ. 3: Νεοελληνική γραμματική: ιστορική εισαγωγή, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη), Θεσσαλονίκη 2002.
Χριστίδης, Α.-Φ. (επιμ.), Ιστορία της ελληνικής γλώσσας: από τις αρχές έως την ύστερη αρχαιότητα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας και Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη), Θεσσαλονίκη 2001.
Λεξικά της αρχαίας ελληνικής
Adrados, F. R., Diccionario Griego-Espanol, Instituto «Antonio de Nebrija», Μαδρίτη 1989-.
Chantraine, P., Dictionnaire etymologique de la langue grecque, Klincksieck, Παρίσι 1999.
Lampe, G. W. H., A Patristic Greek Lexicon, Clarendon Press, Οξφόρδη 1961.
Liddell, H. G., P. Scott και S. Jones, A Greek-English Lexicon, Clarendon Press, Οξφόρδη 1996.
Liddell, Η. G. και P. Scott, Μέγα λεξικόν της ελληνικής γλώσσης (μτφρ. Ξ. Μόσχος, Μ. Κωνσταντινίδης), Σίδερης, Αθήνα 1925 και πολλές ανατυπώσεις.
Montanari, F., Vocabolario della lingua greca, 2η έκδοση, Loescher Editore, Τορίνο 2004.