Ιστορικές συνθήκες
Πλούσια σε εξελίξεις, η Κλασική[70] εποχή θα μπορούσε να χωριστεί στις παρακάτω περιόδους, με τα συμβατικά τους ονόματα:
Περσικά (508-479 π.Χ.)
Στα μέσα του 6ου π.Χ. αιώνα οι ιωνικές και αιολικές πόλεις της Μικρασίας, η Μαγνησία, η Κολοφώνα, η Σμύρνη, η Έφεσος κ.ά. (όχι όμως η Μίλητος) βρίσκονταν κάτω από την επικυριαρχία των Λυδών. Το 546 π.Χ. ο Κύρος ο Β' των Περσών διάλυσε το λυδικό κράτος και υπόταξε τη μια μετά την άλλη τις ελληνικές πόλεις (εκτός πάλι από τη Μίλητο).[71] Η βαριά περσική κυριαρχία προκάλεσε δυσφορία στις ελληνικές πόλεις και οδήγησε στην ιωνική επανάσταση του 499 π.Χ., που όμως απότυχε. Η νίκη των Περσών ολοκληρώθηκε με την άλωση και την καταστροφή της Μιλήτου, το 494 π.Χ.
Για να τιμωρήσουν τάχα την Αθήνα και την Ερέτρια, που είχαν βοηθήσει τους Ίωνες, οι Πέρσες επιχείρησαν τρεις φορές να επεκτείνουν την κυριαρχία τους στην Ελλάδα, αλλά: (α) ο Μαρδόνιος είδε τον στόλο του να διαλύεται από κακοκαιρία στον Άθω (492 π.Χ.), (β) ο Δάτης και ο Αρταφέρνης προχώρησαν και ισοπέδωσαν την Ερέτρια, αλλά νικήθηκαν κατά κράτος στον Μαραθώνα (490 π.Χ.), και (γ) ο διάδοχος του Δαρείου, ο Ξέρξης, μπορεί να πέρασε από τις Θερμοπύλες, που υπερασπιζόταν ο Λεωνίδας, και να κατάστρεψε την Αθήνα, αλλά το ναυτικό του κατατροπώθηκε στη Σαλαμίνα (480 π.Χ) και ο στρατός του στις Πλαταιές (479 π.Χ.). Τον ίδιο χρόνο, η ναυμαχία της Μυκάλης επισφράγισε την ελληνική νίκη, και η κατάληψη της Σηστού στα στενά του Ελλησπόντου προετοίμασε την αθηναϊκή ηγεμονία.
Πεντηκονταετία (479-431 π.Χ.)
Ανάμεσα σε δύο πολέμους, η Πεντηκονταετία[72] ταυτίζεται με τη μεγάλη ακμή της αθηναϊκής δημοκρατίας. Οι νίκες στα Περσικά έχουν δοξάσει την Αθήνα, που ιδρύει τη Συμμαχία της Δήλου και ηγεμονεύει δικαιωματικά στον ελληνικό κόσμο. Οι κυβερνήτες της, αιρετοί από την εκκλησία του δήμου, είναι σημαντικές προσωπικότητες: ο Θεμιστοκλής, ο Κίμων, ο Εφιάλτης, ο Περικλής - πολιτικοί που συνδυάζουν την έμπνευση και τον σωστό σχεδιασμό με την αποτελεσματική πράξη.
Ο Περικλής, που ως αρχηγός της δημοκρατικής παράταξης κυβέρνησε την Αθήνα για τριάντα και παραπάνω χρόνια (461-429 π.Χ.) ενίσχυσε το δημοκρατικό πολίτευμα, οχύρωσε την Αθήνα από στεριά και θάλασσα, ανάπτυξε το εμπόριο, επέκτεινε την αθηναϊκή επιρροή σε Ανατολή και Δύση, και ακόμα προγραμμάτισε και πραγμάτωσε την ανοικοδόμηση της Ακρόπολης, που οι αρχαϊκοί ναοί της είχαν καταστραφεί από τον Ξέρξη.
Τέτοια ανάπτυξη και τόσες επιτυχίες φυσικό ήταν να έχουν και την αρνητική τους πλευρά: η μεταφορά του ταμείου της συμμαχίας από τη Δήλο στην Αθήνα, οι παρεμβάσεις στα εσωτερικά των συμμαχικών πόλεων, η οικονομική τους εκμετάλλευση, η σκληρή τιμωρία όσων αποστατούσαν, και άλλα ανάλογα φαινόμενα είχαν με τον καιρό αποτέλεσμα οι σύμμαχοι να νιώθουν υποτελείς και η Αθήνα να ασκεί επεκτατική και ιμπεριαλιστική περισσότερο παρά συμμαχική πολιτική. Έτσι κι αλλιώς, στόχος του Περικλή ήταν να συνενώσει κάτω από την ηγεσία της Αθήνας ολόκληρη την Ελλάδα·[73] όμως τα σχέδια του σκόνταψαν στη δικαιολογημένη αντίδραση της Σπάρτης.
Η ολιγαρχική Σπάρτη είχε και αυτή κερδίσει μεγάλη δόξα στα Περσικά· όμως στα χρόνια που ακολούθησαν χρειάστηκε να αντιμετωπίσει πλήθος δυσκολίες: η συνοχή της Πελοποννησιακής Συμμαχίας κινδύνευε από το φιλελεύθερο δημοκρατικό ρεύμα που είχαν δημιουργήσει οι νίκες εναντίον των Περσών· ο παλιός της εχθρός, το Άργος, σε συνεργασία με την Αθήνα, ενίσχυε και συντόνιζε τις αντιλακωνικές κινήσεις στην Αρκαδία, στην Ηλεία και αλλού· οι είλωτες επαναστάτησαν το 468 π.Χ., η εξέγερση τους κράτησε δέκα ολόκληρα χρόνια, και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, το 464 π.Χ. ένας φοβερός σεισμός ισοπέδωσε τη Λακωνία και σκότωσε περισσότερες από 20.000 ανθρώπους, δημιουργώντας ένα ακόμα πρόβλημα, δημογραφικό.
Αντιμέτωποι με τόσες δυσκολίες, οι πάντα συντηρητικοί έφοροι όχι μόνο διατήρησαν, αλλά και ενίσχυσαν τον στατικό χαρακτήρα της πόλης, που πια αντιστεκόταν σε κάθε νεωτερισμό. Κλεισμένη στον εαυτό της η Σπάρτη αναγκάστηκε από τα πράγματα να ανεχτεί τη ραγδαία πρόοδο της Αθήνας, αλλά βέβαια δεν παράλειψε να αντιδρά, τόσο με πολιτικές ενέργειες, υποστηρίζοντας τα ολιγαρχικά κόμματα σε άλλες πόλεις, όσο και με στρατιωτικές παρεμβάσεις, όπου και όταν παρουσιαζόταν ευκαιρία. Τέλος, ύστερα από πολλές συγκρούσεις, με τις τριαντάχρονες σπονδές του 446 π.Χ., η Αθήνα και η Σπάρτη αναγνώρισαν καθεμιά την ηγετική θέση της άλλης στη Συμμαχία της Δήλου και στην Πελοποννησιακή Συμμαχία αντίστοιχα.
Πελοποννησιακός πόλεμος (431-404 π.Χ.)
Οι τριαντάχρονες σπονδές άντεξαν δεκατέσσερα χρόνια, αλλά το 431 π.Χ., με αφορμή το μεγαρικό ψήφισμα,[74] ξεκίνησε ο πόλεμος «που συγκλόνισε τους Έλληνες και μερικούς από τους βαρβάρους και, μπορεί κανείς να πει, ολόκληρο σχεδόν τον κόσμο» (Θουκυδίδης 1.2, μετάφρ. Α. Βλάχου). Ο Πελοποννησιακός πόλεμος κράτησε είκοσι εφτά χρόνια και στο μεγαλύτερο μέρος του ήταν αμφίρροπος: η νίκη μεταπηδούσε από το ένα στο άλλο στρατόπεδο και οι εχθροπραξίες διακόπτονταν από περιόδους ειρήνης, ώσπου το 404 π.Χ. οι Σπαρτιάτες πολιορκούν στενά την Αθήνα και επιβάλλουν τους όρους τους.
Για το σύνολο της Ελλάδας, η βραχύβια κυριαρχία των Σπαρτιατών και η πρόσκαιρη κατάλυση της αθηναϊκής δημοκρατίας δεν είχαν τόση σημασία όσην οι καταστροφές που προκάλεσε και στις δύο παρατάξεις ο πόλεμος και η φθορά των ελληνικών δυνάμεων. Έτσι, η σύγκρουση ανάμεσα στα δύο ελληνικά στρατόπεδα έδωσε τη δυνατότητα στην Περσία να ρυθμίζει με τις συμμαχίες και το χρυσάφι της τις τύχες της Ελλάδας.
Τέταρτος αιώνας (404-323 π.Χ.)
Η αθηναϊκή δημοκρατία αποκαταστάθηκε κιόλας το 403 π.Χ.· μέσα σε λίγα χρόνια η Αθήνα απόχτησε πάλι ισχυρό ναυτικό, τα μακρά τείχη ξαναχτίστηκαν, και το 378 π.Χ. συγκροτήθηκε η δεύτερη Αθηναϊκή Συμμαχία. Ωστόσο, σε ολόκληρη την Ελλάδα τίποτα δεν ήταν όπως παλιά: τα πολιτεύματα, δημοκρατικά και ολιγαρχικά, λειτουργούσαν με συνέπεια αλλά χωρίς την αρχική τους δυναμική· οι συμμαχίες σχηματίζονταν και διαλύονταν με το παραμικρό, τα πλήθη αδιαφορούσαν, οι ηγετικές προσωπικότητες σπάνιζαν - και ουσιαστικός ρυθμιστής των πολιτικών πραγμάτων ήταν οι Πέρσες, που υποδαύλιζαν τον ανταγωνισμό ανάμεσα στις ελληνικές πόλεις, χρηματοδοτούσαν τους πολέμους, καθόριζαν τους νικητές και υπαγόρευαν τους όρους της ειρήνης. Μέσα από όλα αυτά αναδύθηκε, ως εθνική αναγκαιότητα, η ιδέα του πανελληνισμού, το όραμα μιας Ελλάδας που, ενωμένη κάτω από ισχυρή ηγεσία, θα πολεμούσε τους Πέρσες για να απαλλαγεί από την κηδεμονία τους.
Διαφορετική πορεία ακολούθησε το βασίλειο της Μακεδονίας, που τον 4ο π.Χ. αιώνα γνώρισε τη μεγαλύτερή του ανάπτυξη. Έχοντας υποτάξει τους λαούς του Βορρά, ο Φίλιππος, που βασίλεψε από το 359 ως το 336 π.Χ., προχώρησε να επεκτείνει την εξουσία του ανατολικά προς τη Χαλκιδική και τη Θράκη, νότια προς τη Θεσσαλία και τη Στερεά και δυτικά προς την Ήπειρο. Προικισμένος με εξαιρετικές στρατηγικές και διπλωματικές ικανότητες, ο Φίλιππος κατόρθωσε, με σκληρούς αγώνες, να κυριαρχήσει. Το 337 π.Χ. στο συνέδριο της Κορίνθου υποχρέωσε τις πόλεις να υπογράψουν συμμαχία των Ελλήνων για κοινή ειρήνη και να τον αναγνωρίσουν στρατηγό αυτοκράτορα εναντίον των Περσών. Είχε αρχίσει να προετοιμάζει την εκστρατεία, όταν, για άγνωστο λόγο, δολοφονήθηκε. Τα σχέδιά του ανάλαβε να πραγματοποιήσει, άξιος διάδοχος, ο Αλέξανδρος, που σε δώδεκα χρόνια (334-323 π.Χ.) κατάλυσε το Περσικό κράτος, κατάκτησε την Αίγυπτο και οδήγησε τα ελληνικά στρατεύματα νικηφόρα ως τις Ινδίες.
----------------
70 Το επίθετο κλασικός προέρχεται από το λατινικό classicus, που αρχικά σήμαινε «εξαιρετικός, πρώτης (κοινωνικής) τάξεως». Αργότερα, στα λατινικά χρησιμοποιήθηκε για τους εξοχότερους συγγραφείς, και μετά την Αναγέννηση στις νεότερες γλώσσες για ολόκληρη την εποχή της μεγάλης ακμής του αρχαιοελληνικού και του ρωμαϊκού κόσμου - τους συγγραφείς, τους καλλιτέχνες και τα έργα τους. Με το ίδιο επίθετο μπορούμε σήμερα να χαρακτηρίσουμε οποιοδήποτε έργο, συγγραφέα ή καλλιτέχνη ξεπερνά με την εξαιρετική του ποιότητα τα όρια της εποχής και του τόπου του.
71 Παράλληλα οι Πέρσες, με βασιλιά τον Δαρείο, είχαν υποτάξει τη Θράκη ως τον Δούναβη (513 π.Χ.) και αρκετά νησιά στο Αιγαίο.
73 Εδώ εντάσσεται η αποτυχημένη προσπάθεια του Περικλή να συγκαλέσει το 448 π.Χ. πανελλήνιο συνέδριο με θέμα την εξασφάλιση της ειρήνης, την ελευθερία της ναυσιπλοΐας κλπ., αλλά και ο πανηγυρικός χαρακτήρας που πήρε πέντε χρόνια αργότερα ο πανελλήνιος αποικισμός των Θουρίων.
74 Με εισήγηση του Περικλή, η εκκλησία του δήμου είχε εγκρίνει ψήφισμα που απαγόρευε στους Μεγαρίτες να προσεγγίζουν τα λιμάνια των συμμαχικών πόλεων και να συναλλάσσονται στην αθηναϊκή αγορά. Έτσι, τα Μέγαρα, που συμμετείχαν στην Πελοποννησιακή Συμμαχία, καταδικάζονταν σε οικονομικό μαρασμό.
Κοινωνία
Το 481 π.Χ. στο συνέδριο της Κορίνθου η Αθήνα, η Σπάρτη και πλήθος ακόμα πολιτείες είχαν συμπήξει την Ελληνική Συμμαχία για να πολεμήσουν τους Πέρσες. Η συμμαχία διαλύθηκε μετά τα Περσικά, ή καλύτερα επιμερίστηκε σε δύο, στην Πελοποννησιακή και στη Συμμαχία της Δήλου, έτσι που η Ελλάδα να χωριστεί σε δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα.
Ο διχασμός ήταν ουσιαστικός, καθώς οι δύο ηγετικές πόλεις αντιπροσώπευαν διαφορετικούς κόσμους: η Αθήνα τους προοδευτικούς Ίωνες και τη δημοκρατία, η Σπάρτη τους συντηρητικούς Δωριείς και την ολιγαρχία. Ωστόσο, ο χωρισμός δεν ήταν απόλυτος: στις δωρικές πολιτείες της Πελοποννησιακής Συμμαχίας υπήρχαν πάντα δημοκρατικοί πολίτες, όπως και στις ιωνικές πολιτείες της Συμμαχίας της Δήλου ποτέ δεν έλειψαν οι ολιγαρχικοί. Έτσι, ο πολιτικός διχασμός εισχωρούσε στα εσωτερικά κάθε πόλης, καθώς οι δύο μερίδες βρίσκονταν σε αδιάκοπη, κρυφή ή φανερή, σύγκρουση, που συχνά άγγιζε ή και ξεπερνούσε τα όρια της εμφύλιας σύρραξης.
Τα πολιτικά πάθη οξύνθηκαν και οι ισορροπίες διαταράχτηκαν, όταν ξέσπασε ο Πελοποννησιακός πόλεμος, και οι συνέπειες ήταν για τις ελληνικές κοινωνίες καταστροφικές. Γράφει σχετικά ο Θουκυδίδης (3.81-3):
Οι εμφύλιες συγκρούσεις έφεραν μεγάλες κι αμέτρητες συμφορές στις πολιτείες, συμφορές που γίνονται και θα γίνονται πάντα όσο δεν αλλάζει η φύση του ανθρώπου, συμφορές που μπορεί να είναι βαρύτερες ή ελαφρότερες, κι έχουν διαφορετική μορφή ανάλογα με τις περιστάσεις. Σε καιρό ειρήνης, και όταν ευημερεί ο κόσμος και οι πολιτείες, οι άνθρωποι είναι ήρεμοι, γιατί δεν τους πιέζουν ανάγκες φοβερές. Αλλ᾽ όταν έρθει ο πόλεμος, που φέρνει στους ανθρώπους την καθημερινή στέρηση, γίνεται δάσκαλος της βίας κι ερεθίζει τα πνεύματα του πλήθους σύμφωνα με τις καταστάσεις που δημιουργεί. […]
Για να δικαιολογούν τις πράξεις τους άλλαζαν ακόμα και τη σημασία των λέξεων. Η παράλογη τόλμη θεωρήθηκε ανδρεία και αφοσίωση στο κόμμα, η προσωπική διστακτικότητα θεωρήθηκε δειλία που κρύβεται πίσω από εύλογες προφάσεις και η σωφροσύνη προσωπίδα της ανανδρείας. Η παραφορά θεωρήθηκε ανδρική αρετή, ενώ η τάση να εξετάζονται προσεκτικά όλες οι όψεις ενός ζητήματος θεωρήθηκε πρόφαση για υπεκφυγή. Όποιος ήταν έξαλλος γινόταν ακουστός, ενώ όποιος έφερνε αντιρρήσεις γινόταν ύποπτος. Όποιον επινοούσε κανένα τέχνασμα και πετύχαινε τον θεωρούσαν σπουδαίο· ενώ όποιος ήταν αρκετά προνοητικός ώστε να μη χρειαστούν τέτοια μέσα, θεωρούσαν ότι διαλύει το κόμμα και ότι είναι τρομοκρατημένος από την αντίπαλη παράταξη. Με μια λέξη, όποιος πρόφταινε να κάνει κακό πριν από άλλον ήταν άξιος επαίνου, καθώς κι εκείνος που παρακινούσε στο κακό όποιον δεν είχε σκεφτεί να το κάνει. […]
Καμιά από τις δύο παρατάξεις δεν είχε κανέναν ηθικό φραγμό, κι εκτιμούσε περισσότερο όσους κατόρθωναν να κρύβουν κάτω από ωραία λόγια φοβερές πράξεις. Όσοι πολίτες ήταν μετριοπαθείς θανατώνονταν από τη μια ή την άλλη παράταξη, είτε επειδή είχαν αρνηθεί να πάρουν μέρος στον αγώνα είτε επειδή η ιδέα και μόνο ότι θα μπορούσαν να επιζήσουν προκαλούσε εναντίον τους το φθόνο. Έτσι οι εμφύλιοι σπαραγμοί έγιναν αιτία ν᾽ απλωθεί σ᾽ όλο τον ελληνικό κόσμο κάθε μορφή κακίας, και το ήθος, που είναι το κύριο γνώρισμα της ευγενικής ψυχής, κατάντησε να είναι καταγέλαστο, κι εξαφανίστηκε.
Οι ιστορικές εμπειρίες φυσικό είναι να επηρεάζουν και τη θρησκευτική ζωή. Οι ανέλπιστες νίκες στα Περσικά είχαν δημιουργήσει ένα αίσθημα ευγνωμοσύνης απέναντι στους θεούς, που οι Έλληνες πίστευαν ότι τους είχαν παρασταθεί στις πολεμικές συγκρούσεις. Παράλληλα όμως, από τις αρχές του 5ου π.Χ. αιώνα είχε ξεκινήσει και ένα κίνημα διαφωτισμού, που σιγά σιγά μετακινούσε το κέντρο βάρος των αξιών από τους θεούς στους ανθρώπους.
Ο ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΟΦΙΣΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ
Στον διαφωτισμό εντάσσονται όλα τα φιλοσοφικά ρεύματα που βασίζονται στον ορθό λόγο, διαδίδουν τη γνώση και καταπολεμούν τις ριζωμένες, αυθαίρετες και δογματικές αντιλήψεις καθώς και κάθε μορφή αυθεντίας, συχνά και της θεϊκής.
Ο αρχαίος ελληνικός διαφωτισμός ξεκίνησε τον 6ο π.Χ. αιώνα, στην Ιωνία, με τους φυσικούς φιλοσόφους. Αργότερα επικεντρώθηκε και αναπτύχτηκε στην Αθήνα, όπου το σοφιστικό κίνημα, όπως ονομάστηκε, κορυφώθηκε γύρω στα μέσα του 5ου π.Χ. αιώνα, όταν έδρασε η λεγόμενη πρώτη γενιά των σοφιστών - άντρες σοφοί που τριγύριζαν τις ελληνικές πόλεις διδάσκοντας με μεγάλη επιτυχία, και υψηλά δίδακτρα, τους νέους.
Ένας από αυτούς, ο Πρωταγόρας, όταν ρωτήθηκε τι ακριβώς διδάσκει, απάντησε πως «το μάθημα είναι η σωστή σκέψη για τα ιδιωτικά θέματα, πώς να κυβερνά κανείς καλύτερα το σπιτικό του, καθώς και για τα θέματα της πολιτείας, πώς να γίνει εξαιρετικά ικανός να χειρίζεται, με έργα και λόγια, τις πολιτικές υποθέσεις» (Πλάτων, Πρωταγόρας 318e-319a).
Θέτοντας τόσο υψηλούς στόχους, η σοφιστική διδασκαλία εύκολα μπορούσε να ξεστρατίσει· και πραγματικά, οι σοφιστές της δεύτερης γενιάς δεν άργησαν να κάνουν κατάχρηση του ορθολογισμού και της ευγλωττίας τους: όχι σπάνια οι συλλογισμοί τους οδηγούσαν σε αδιέξοδα σοφίσματα, και η διδασκαλία τους είχε επιδεικτικό περισσότερο παρά μορφωτικό χαρακτήρα. Δίκαια οι ακραίες θέσεις τους προκάλεσαν την αντίδραση του Σωκράτη και των σωκρατικών, ιδιαίτερα του Πλάτωνα, που περισσότερο σε αυτόν οφείλεται η τελική δυσφήμιση του σοφιστικού κινήματος. Έτσι, και η ίδια η λέξη σοφιστής, που αρχικά σήμαινε «μυαλωμένος, γνώστης, μάστορας» κ.τ.ό., γρήγορα έφτασε να χρησιμοποιείται όπως και σήμερα, με αρνητική σημασία, για όσους με τα λόγια τους παραπλανούν και εξαπατούν τους ακροατές τους.
Οι τελευταίες εξελίξεις δεν πρέπει να επισκιάσουν την καταλυτική, εξαρχής αμφίσημη, επίδραση των σοφιστών στην ελληνική κοινωνία. Το σοφιστικό κίνημα από τη μια κατάργησε φραγμούς, άνοιξε δρόμους, γονιμοποίησε την προοδευτική σκέψη και επηρέασε θετικά όλους τους τομείς των γραμμάτων και των τεχνών· από την άλλη υποβάθμισε παλιές αναγνωρισμένες αξίες, δημιούργησε ιδεολογικά κενά και ξύπνησε αμφιβολίες. Οι Έλληνες του 4ου π.Χ. αιώνα δεν ένιωθαν πια ακλόνητα κάτω από τα πόδια τους τα θεμέλια όπου επάνω τους στηρίζονταν τα εξαιρετικά επιτεύγματα της χρυσής εποχής.
Γενικά στους κλασικούς αιώνες, αλλά ιδιαίτερα μετά τα τραυματικά βιώματα του Πελοποννησιακού πολέμου, οι πολιτείες δεν έπαψαν βέβαια να χτίζουν ναούς και να γιορτάζουν με μεγαλοπρέπεια τις θρησκευτικές γιορτές, οι ιδιωτικές και δημόσιες θυσίες συνεχίζονταν, τα μαντεία και τα άλλα θρησκευτικά κέντρα εξακολουθούσαν να υποδέχονται αθρόους προσκυνητές και αναθήματα· όμως ολοένα και περισσότερο το βαθύ και γνήσιο θρησκευτικό συναίσθημα που διακρίναμε στην Αρχαϊκή εποχή παραχωρούσε τη θέση του σε μιαν επιφανειακή ευσέβεια, που μόνο φαινομενικά αντιδρούσε στην ηθική εκτροπή και την αθεΐα.[75]
Τις υπερήφανες γενιές των μαραθωνομάχων και των σαλαμινομάχων, που αυτοί και τα παιδιά τους πραγμάτωσαν και βίωσαν την εποχή της μεγάλης ακμής, διαδέχτηκαν, στο τελευταίο τέταρτο του 5ου π.Χ. αιώνα, οι φανατισμένες γενιές του Πελοποννησιακού πολέμου, και ακολούθησαν, μετά τον πόλεμο, οι τραυματισμένες, αμήχανες γενιές των επιγόνων. Αδυνατισμένες, οι πόλεις-κράτη στάθηκαν ανίκανες να αντισταθούν αποτελεσματικά πρώτα στις περσικές θελήσεις, ύστερα και στην προέλαση των Μακεδόνων, ώσπου το σύνθημα του πανελληνισμού να ξανοίξει καινούργια ελπιδοφόρα προοπτική. Δεν είναι καθόλου σύμπτωση ότι ο Φίλιππος θέλησε σε μια πανελλήνια σύνοδο, πάλι στην Κόρινθο, να ανανεώσει την Ελληνική Συμμαχία εναντίον των Περσών και να αναφτερώσει το έθνος.
-------------------
75 Είναι χαρακτηριστικό ότι οι καταγγελίες και οι δίκες για ασέβεια πολλαπλασιάστηκαν στο δεύτερο μισό του 5ου π.Χ. αιώνα, αλλά και ότι τα κίνητρά τους ήταν ολοφάνερα πολιτικά.
Γράμματα και τέχνες
Η αποτυχία της ιωνικής επανάστασης είχε αποτέλεσμα το πνευματικό κέντρο του Ελληνισμού να μετακινηθεί από τις μικρασιατικές πόλεις της Ιωνίας στην Αθήνα,[76] που η πρωτεύουσα θέση της στα γράμματα και τις τέχνες έμεινε για ολόκληρη την Κλασική εποχή αναμφισβήτητη: ο Πίνδαρος τη χαρακτήρισε «πολιτεία θεοτική» (απόσπ. 76), ο Θουκυδίδης την ονόμασε «μεγάλο σχολείο της Ελλάδας» (2.41), ο Πλάτωνας «πρυτανείο της σοφίας» (Πρωταγόρας 337d), και ένας ανώνυμος επιγραμματοποιός "Ελλάδα της Ελλάδας" (Ελληνική ανθολογία 7.45). Η πνευματική της άνθιση στηρίχτηκε από τη μια στους πολλούς και αξιόλογους αθηναίους συγγραφείς, στοχαστές και καλλιτέχνες, από την άλλη στους πολυάριθμους συγγραφείς, στοχαστές και καλλιτέχνες που τα κλασικά χρόνια (ιδιαίτερα τον 5ο π.Χ. αιώνα, εγκατάλειψαν τις πατρίδες τους για να επισκεφτούν, να ζήσουν και να δράσουν στην Αθήνα.
Θα ήταν άδικο η πνευματική προκοπή της κλασικής Αθήνας να αποδοθεί απλά και μόνο στην οικονομική άνθιση που ακολούθησε τις πολεμικές και πολιτικές της επιτυχίες. Σίγουρα, πρωταρχικός παράγοντας της ακμής στάθηκε το δημοκρατικό πολίτευμα, που απελευθερώνει τη σκέψη, ξυπνά τα ενδιαφέροντα και επιτρέπει στον καθένα να πάρει μέρος στην πνευματική και καλλιτεχνική ζωή και να αναπτύξει την προσωπικότητά του.
Είναι π.χ. ολοφάνερο ότι η δημοκρατία ευνοούσε την ανάπτυξη της ρητορείας . Όχι πια μόνο οι βασιλιάδες, οι άρχοντες και οι ευγενείς αλλά κάθε πολίτης είχε τη δυνατότητα να αγορεύσει και να ακουστεί, τόσο στα δικαστήρια για τις ιδιωτικές του υποθέσεις όσο και στην εκκλησία του δήμου για τα θέματα της πολιτείας. Η επιτυχία ή η αποτυχία του να επιβάλει την άποψή του σχετιζόταν βέβαια με το αν είχε δίκιο στα λεγόμενά του, αλλά και με την ποιότητα του λόγου του, την ικανότητά του να συναρπάσει τους ακροατές και να πείσει.
Χαρακτηριστικά της δημοκρατίας, η ισοτιμία των πολιτών (ισηγορία) και η ελευθερία του λόγου (παρρησία) οδηγούν στον ανοιχτό διάλογο: λόγος και αντίλογος, πρόταση και αντιπρόταση, επιχειρήματα και αντεπιχειρήματα, ερωτήσεις και απαντήσεις - έτσι ξεγυμνώνονταν τα προβλήματα, έτσι προβάλλονταν και ξεκαθάριζαν οι αντίθετες απόψεις στα δικαστήρια, στις συζητήσεις της αγοράς και στην εκκλησία του δήμου, έτσι και ωρίμαζαν όλα τα θέματα πριν από την ψηφοφορία. Πώς να μην το θεωρήσουμε φυσικό, όταν την ίδια εποχή βλέπουμε τη διαλογική μορφή να κυριαρχεί στα λογοτεχνικά είδη και στην πνευματική ζωή γενικότερα: διαλογικό είναι το δράμα, αντικρουόμενες δημηγορίες και διάλογους συναντούμε στα ιστορικά έργα, τον εριστικό διάλογο και τις αντιλογίες καλλιεργούν οι σοφιστές, τη διαλεκτική τέχνη ασκεί Σωκράτης, διαλογική μορφή έχουν πολλά φιλοσοφικά έργα του 4ου π.Χ. αιώνα κλπ.
ΑΓΩΝΕΣ ΛΟΓΩΝ
Η πιο συνηθισμένη μορφή διαλόγου είναι η προφορική αντιπαράθεση δύο διαφορετικών, συχνά αντίθετων, απόψεων από δύο ομιλητές, που είτε επιχειρούν να μεταπείσουν ο ένας τον άλλον, είτε περιμένουν κάποιον ή κάποιους που τους ακούν να αποφανθούν ποιος έχει δίκιο.
Η δικαιοσύνη επιβάλλει οι δύο αντίπαλοι συνομιλητές να έχουν ίσες ευκαιρίες να υποστηρίξουν τη θέση τους· γι᾽ αυτό στα δικαστήρια μετρούσαν με την κλεψύδρα και έδιναν ίσο χρόνο στους δύο διαδίκους, πρώτα για να υποστηρίξουν τη θέση τους, ύστερα και για να απαντήσουν ο ένας στα επιχειρήματα του άλλου:
πρωτολογία του κατήγορου ~ πρωτολογία του κατηγορούμενου
δευτερολογία του κατήγορου ~ δευτερολογία του κατηγορούμενου
Αυτό το αυστηρό σχήμα σπάνια εφαρμόζεται στη ζωή· το συναντούμε όμως, σε χαλαρότερες μορφές, τόσο στην τραγωδία όσο και στην κωμωδία. Οι δραματικοί ποιητές φρόντιζαν στους αγώνες (λόγων), δηλαδή όταν παρουσίαζαν δύο πρόσωπα να διαφωνούν και να εκθέτουν αντιμέτωπα τις απόψεις τους, να ακολουθούν σε γενικές γραμμές ένα τυπικό που να εξασφαλίζει ισότητα ανάμεσα στα δύο αντιμαχόμενα μέρη.[77]
Στην περίπτωση των δραμάτων είναι ο ίδιος ο ποιητής που προβάλλει και υπερασπίζεται τόσο τη μιαν άποψη όσο και την αντίθετή της - και θα δούμε πως το ίδιο ισχυρίζονταν ότι μπορούσαν να καταφέρουν οι σοφιστές και οι ρητοροδιδάσκαλοι.
Το δημοκρατικό πολίτευμα συμβάλλει πολλαπλά στην πνευματική ανάπτυξη. Ο αθηναϊκός δήμος π.χ., αγροτικός στην πλειονότητά του, είχε τώρα δικαίωμα και υποχρέωση να αποφασίζει ο ίδιος πλειοψηφικά για τις υποθέσεις του κράτους (τη νομοθεσία, την οικονομία, την εξωτερική πολιτική), για την ειρήνη και για τον πόλεμο - για όλα. Και πάλι, οι Αθηναίοι ως δικαστές έπρεπε να δώσουν δίκιο στον ένα ή στον άλλον αντίδικο, να επιμετρήσουν ποινές, να στείλουν τους καταδικασμένους στον θάνατο ή στην εξορία. Όλες αυτές οι υποχρεώσεις που είχαν οι πολίτες στην άμεση αθηναϊκή δημοκρατία τούς δημιούργησαν μιαν ανάγκη για γνώση και πνευματική καλλιέργεια.
Το πλήθος έπρεπε να μυηθεί στα μυστικά της πολιτικής, της ηθικής, της στρατηγικής, της οικονομίας, του δικαίου κλπ., και αυτή η αναγκαιότητα έφερε στο προσκήνιο πολλούς δασκάλους: φωτισμένους πολιτικούς, ιστορικούς, λογογράφους, ρητοροδιδάσκαλους, σοφιστές, φιλοσόφους, ποιητές - όπου όλοι τους, καθένας με τον τρόπο του, συνειδητά ή όχι, δίδασκαν και καθοδηγούσαν τον λαό να παίρνει σωστές αποφάσεις. Έτσι, για παράδειγμα, όταν στην κωμωδία Βάτραχοι του Αριστοφάνη ο Ευριπίδης ρωτά τον Αισχύλο «για ποιο λόγο πρέπει να θαυμάζεται ένας ποιητής», ο Αισχύλος απαντά: «για τη δεξιοτεχνία και τις καλές του συμβουλές, γιατί οι ποιητές κάνουμε τους ανθρώπους στις πολιτείες καλύτερους» (1008-10).
Στις εικαστικές τέχνες (αρχιτεκτονική, γλυπτική, ζωγραφική, αγγειογραφία κλπ.) οι αρχαιολόγοι χωρίζουν τους κλασικούς αιώνες σε τέσσερις περιόδους:
- Περίοδος του αυστηρού ρυθμού (480-450 π.Χ.)
- Ώριμη κλασική περίοδος (450-425 π.Χ.)
- Περίοδος του πλούσιου ρυθμού (425-380 π.Χ.)
- Ύστερη κλασική περίοδος (380-325 π.Χ.)
Δεν είναι εδώ η θέση να μελετήσουμε βήμα βήμα τις αλλαγές που σημειώθηκαν από την κάθε περίοδο στην επόμενη· όμως διαπιστώνουμε ότι σε γενικές γραμμές κάθε περίοδος στοιχίζεται και συμβαδίζει με τα σύγχρονά της ιστορικά, κοινωνικά και πολιτισμικά φαινόμενα. Το ίδιο ισχύει φυσικά και για την κλασική τέχνη ως σύνολο, όταν στη διαδρομή της ακολουθεί το κυρίαρχο ρεύμα της εποχής, τη βαθμιαία μετάβαση από το συναίσθημα στη νόηση, από τον μυθικό τρόπο σκέψης στον ορθολογισμό.
«Η κλασική τέχνη, σε αντιδιαστολή προς την αρχαϊκή χαρακτηρίζεται από τον τονισμό των νοησιαρχικών στοιχείων απέναντι στα αισθητά. "Η ιδέα είναι κυρίαρχη, και αισθάνεσαι πως η δημιουργία ενός έργου τέχνης έχει γίνει τώρα μια διεργασία συνειδητά πνευματική, που κατανοείται και ελέγχεται." Αυτό είναι κλασική τέχνη, γράφει ο άγγλος ιστορικός της τέχνης Β. Ashmole. Αυτή τη νοητική προϋπόθεση της κλασικής δημιουργίας μαρτυρούν οι θεωρητικές μελέτες που αισθάνονται την ανάγκη να γράψουν τόσο οι αρχιτέκτονες Ικτίνος και Καρπίων για τον Παρθενώνα, όσο και ο πλάστης του Δορυφόρου, ο Πολύκλειτος, για να ερμηνεύσουν το έργο τους.
Των πρώτων το έργο δε σώθηκε, αλλά από του Πολυκλείτου τον Κανόνα έχουν φτάσει ως εμάς μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα, αρκετά να βεβαιώσουν και το πνευματικό, επιστημονικό θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε, υπόβαθρο της καλλιτεχνικής του δημιουργίας αλλά και την άκρα επιμέλεια και φροντίδα για τις έσχατες λεπτομέρειες στην επεξεργασία των έργων του. Έτσι μόνο μπορούμε να κατανοήσουμε την τελειότητα των κλασικών έργων, η οποία στάθηκε η αιτία για τον εύλογο θαυμασμό που προκάλεσαν.» (Μ. Ανδρόνικος[78])
Ξεχωριστός λόγος ας γίνει για την ανοικοδόμηση της Ακρόπολης, όπως την οραματίστηκε ο Περικλής και την πραγματοποίησε ένα λαμπρό επιτελείο από καλλιτέχνες (ο Ικτίνος, ο Καλλικράτης, ο Μνησικλής) με γενικό συντονιστή τον Φειδία. Τα Προπύλαια και τα ιερά της Ακρόπολης (ο Παρθενώνας, ο ναός της Απτέρου Νίκης και το Ερεχθείο) σχεδιάστηκαν και οικοδομήθηκαν μέσα σε σαράντα μόλις χρόνια. Αποτέλεσμα: ένα καλλιτεχνικό και κατασκευαστικό θαύμα όπου η παράδοση συγχωνεύεται με το νεωτερικό πνεύμα, και όπου ο σοβαρός δωρικός ρυθμός συνδυάζεται με τον ανάλαφρο ιωνικό για να συναποτελέσουν ένα ανεπανάληπτο αισθητικό σύνολο.
Είναι βέβαιο ότι κίνητρο του Περικλή, όταν αποφάσιζε να χτίσει τους ναούς της Ακρόπολης, δεν ήταν τόσο η ευσέβεια όσο το μεγαλείο της Αθήνας· και καθώς οι μεγάλοι καλλιτέχνες της εποχής συνεργάστηκαν πρόθυμα στον σχεδιασμό και την εκτέλεση του έργου, η ανοικοδόμηση της Ακρόπολης αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα για το πώς και η θρησκεία και οι εικαστικές τέχνες, όπως άλλωστε και ολόκληρη η πνευματική ζωή, στα κλασικά χρόνια υποτάσσονταν και υπηρετούσαν την πολιτική, με την πιο πλατιά έννοια του όρου.
------------------------
76 Οι Αθηναίοι πίστευαν πως ήταν αυτόχθονες· ήταν όμως φανερή η γλωσσική και φυλετική τους συγγένεια με τους Ίωνες, που οι περισσότεροι πίστευαν ότι ἀπ᾽ Ἀθηναίων γεγόνασι (Ηρόδοτος 1.147). Έτσι, και ο μυθολογικός επώνυμος ήρωας των Ιώνων, ο Ίων, βρέθηκε να είναι γιος της Κρέουσας (κόρης του Ερεχθέα) και του Απόλλωνα.
77 Έτσι, για παράδειγμα, στην Αντιγόνη του Σοφοκλή, η πρωτολογία της Αντιγόνης (στ. 450-70) αντισταθμίζεται από την πρωτολογία του Κρέοντα (στ. 473-96), και ακολουθεί η στιχομυθία, όπου οι δύο αντίπαλοι προσπαθούν με αλλεπάλληλα μονόστιχα να αναιρέσουν ο ένας τις απόψεις του άλλου. Διαφορετικό παρουσιάζεται το σχήμα στην κωμωδία, όπου κατά κανόνα ο αγώνας λόγων ακολουθεί μια πολεμική σκηνή και η ισορροπία εξασφαλίζεται με το να είναι ο νικητής της μάχης ηττημένος στον αγώνα λόγων και αντίστροφα. Έτσι, για παράδειγμα, στους Όρνιθες του Αριστοφάνη, στην πολεμική σκηνή επικρατούν τα πουλιά, που αμέσως μετά, ακούγοντας τον Πεισθέταιρο, θα πεισθούν και θα τον υπακούσουν.
Η φιλοσοφία ως τον θάνατο του Σωκράτη
Τον 5ο π.Χ. αιώνα συνυπάρχουν, συγκλίνουν και σε πολλά συνεργάζονται δύο φιλοσοφικά ρεύματα: από τη μια η αρχαϊκή παράδοση των φυσικών φιλοσόφων, με τα κοσμολογικά ενδιαφέροντα, και από την άλλη το σοφιστικό κίνημα, που επικεντρώνεται στον άνθρωπο, τις νοητικές του δυνατότητες και τα ηθικά, πολιτικά και άλλα του προβλήματα. Θα εξετάσουμε πρώτα τους παραδοσιακούς φυσιολόγους, ύστερα και τους σοφιστές, για να καταλήξουμε στην ιδιότυπη προσωπικότητα και διδασκαλία του Σωκράτη.
ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ (6ος/5ος π.Χ. αι.)
Πολυμαθίη νόον ἔχειν οὐ διδάσκει.
Απόσπ. 40 DK.
Ο Ηράκλειτος, από την Έφεσο της Μικρασίας, χαρακτήρισε πολύμαθους αλλά άμυαλους τον Ησίοδο, τον Πυθαγόρα, τον Ξενοφάνη και τον Εκαταίο· και ακόμα υποστήριξε πως τον Όμηρο και τον Αρχίλοχο έπρεπε να τους αποβάλλουν από τους αγώνες και να τους χτυπούν (απόσπ. 42 DK.). Ο ίδιος συνέχισε την παράδοση των μιλήσιων φυσιολόγων, ορίζοντας ως κοσμογονικό στοιχείο τη φωτιά· ήταν όμως και ο πρώτος που αναγνώρισε μια γενική κανονιστική αρχή, και την ονόμασε λόγο. Αυτός ο λόγος είναι που μέσα στην αδιάκοπη αλλαγή[79] ρυθμίζει τους συσχετισμούς των αντιθέτων δυνάμεων (φως και σκοτάδι, κρύο και ζέστη, υγρασία και ξηρασία κλπ.) δημιουργώντας μια παλίντονη (ή παλίντροπη), όπως τη χαρακτήρισε, «αρμονία, όπως της λύρας και του τόξου» (απόσπ. 51 DK.).
Ο Ηράκλειτος διατύπωσε τη φιλοσοφία του σε πεζό λόγο και σε ιωνική διάλεκτο. Το έργο του, με τον συμβατικό τίτλο Περὶ φύσεως, έχει χαθεί· σώθηκαν όμως αρκετά αποσπάσματα, χαρακτηριστικά όχι μόνο της σκέψης αλλά και του ύφους του. Ο λόγος του είναι κοφτός, υπαινικτικός, γεμάτος εικόνες και μεταφορές, ποιητικός σχεδόν, και οπωσδήποτε δυσνόητος. Το καταλαβαίνουμε οι μεταγενέστεροι να τον χαρακτηρίζουν σκοτεινό και να διηγούνται πως το βιβλίο του είναι «επίτηδες γραμμένο με ασάφεια, για να το παίρνουν στα χέρια τους μόνο οι ικανοί» (Διογένης Λαέρτιος 9.5).
ΠΑΡΜΕΝΙΔΗΣ (περ. 515-450 π.Χ.)
Ο Παρμενίδης, πρωτοπόρος της οντολογίας, γεννήθηκε και έζησε στην Ελέα της Κάτω Ιταλίας. Η σκέψη του έχει δεχτεί επιδράσεις τόσο από τους πυθαγόρειους και τον Ξενοφάνη όσο και από τους ίωνες φυσιολόγους και τον Ηράκλειτο.
Μορφολογικά ο Παρμενίδης προτίμησε να ενταχτεί στην παράδοση του διδακτικού έπους και έγραψε σε δακτυλικό εξάμετρο, χωρίς γνήσια ποιητική πνοή και στιχουργική άνεση. Από το έργο του σώζονται μεγάλα κομμάτια, γύρω στους 150 στίχους, όπου διηγείται πώς τάχα έφτασε νέος με το άρμα του στις πύλες που χωρίζουν τη Νύχτα από την Ημέρα. Πρόθυμη εκεί μια θεά, πιθανότατα η Δίκη, του αποκάλυψε πως το ὄν, δηλαδή «ό,τι πραγματικά υπάρχει είναι ενιαίο, αγέννητο, άφθαρτο, ακίνητο, τέλειο, χωρίς αρχή και τέλος […] σαν μια σφαίρα» (απόσπ. 8 DK.) - κάτι που μόνο με τη νόηση μπορεί κανείς να το συλλάβει. Στη συνέχεια η θεά τού έκανε μια περιγραφή του φυσικού κόσμου, όπως οι θνητοί τον αντιλαμβάνονται εμπειρικά, με τις αισθήσεις.
Αν και οχυρωμένος πίσω από τη θεϊκή αυθεντία, που τάχα του φανέρωσε τις αλήθειες, ο Παρμενίδης είναι ο πρώτος που δεν αρκέστηκε να εκθέσει τις θεωρίες του, αλλά μερικές επιχείρησε και να τις αποδείξει.
Το έργο του ερμήνεψαν και συνέχισαν στη βραχύβια ελεατική σχολή πρώτα ο μαθητής του Ζήνων από την Ελέα (περ. 490-415 π.Χ.), που έλεγαν ότι ανακάλυψε τη διαλεκτική, λίγο αργότερα και ο Μέλισσος από τη Σάμο.
ΕΜΠΕΔΟΚΛΗΣ (περ. 494-434 π.Χ.)
Το διδακτικό έπος προτίμησε ως εκφραστικό μέσο και ο Εμπεδοκλής από τον Ακράγαντα της Σικελίας, όπου έδρασε ως γιατρός, φιλόσοφος, μυσταγωγός και πολιτικός, υπερασπιστής της δημοκρατίας. Η κοσμολογία του βασίζεται σε τέσσερα σταθερά ριζώματα (το νερό, τη φωτιά, το χώμα και τον αέρα) που δύο θεοτικές δυνάμεις, η Φιλότης (φιλία) και το Νεῖκος (εχθρότητα) τα υποχρεώνουν πότε να ανακατεύονται (μῖξις) και πότε να ξεχωρίζουν (διάλλαξις).
Διαφορετικό, επηρεασμένο από τον πυθαγόρειο και ορφικό μυστικισμό, είναι το έργο του Καθαρμοί, όπου ο ίδιος λέει για τον εαυτό του ότι ως θεϊκός μυσταγωγός τριγύριζε τιμημένος με την ακολουθία του τις πόλεις γιατρεύοντας και δίνοντας χρησμούς (απόσπ. 112 DK.), διδάσκοντας για την αθανασία της ψυχής, για τη μετεμψύχωση και για το σώμα ως «ξένο, κρεάτινο χιτώνα» (απόσπ. 126 DK.). Αντίστοιχα και οι οπαδοί του θρυλούσαν αργότερα πως, όταν ήρθε η ώρα να πεθάνει, είτε τον εφώναξε φωνή από τον ουρανό και εξαφανίστηκε μέσα στο φως, είτε μόνος του πήδηξε και χάθηκε στον κρατήρα της Αίτνας.
Από τα πολλά και ποικίλα έργα που παραδίδεται ότι έγραψε μας σώζονται 350 στίχοι από το Περὶ φύσεως και 100 από τους Καθαρμούς, όπου εύκολα διαπιστώνουμε ότι, αντίθετα με τον Παρμενίδη, ο Εμπεδοκλής χειριζόταν με μεγάλη άνεση το μέτρο και την ποιητική γλώσσα του έπους. Ήταν, άλλωστε, γνωστός και ως ρήτορας δεινός τόσο ώστε να διαδοθεί ότι αυτός δίδαξε ρητορική στον Γοργία.
Ο Ηράκλειτος, ο Παρμενίδης και ο Εμπεδοκλής έμειναν όλοι και δίδαξαν στις πατρίδες τους, στη Μικρασία και στη Μεγάλη Ελλάδα, κοιτίδες της φιλοσοφίας από τα αρχαϊκά χρόνια. Όμως στο μεταξύ η Αθήνα αναπτύχτηκε και έγινε τόσο ονομαστή, ώστε πια οι φιλόσοφοι, και όχι μόνο οι φιλόσοφοι, να έρχονται να την επισκεφτούν για μεγάλα χρονικά διαστήματα, αν όχι και για να εγκατασταθούν για πάντα.
ΑΝΑΞΑΓΟΡΑΣ (περ. 500-428 π.Χ.)
Ὄψις ἀδήλων τὰ φαινόμενα.[80]
Απόσπ. 21a DK.
Γεννήθηκε και ανατράφηκε στις Κλαζομενές της Μικρασίας, αλλά αργότερα έζησε και δίδαξε για τριάντα χρόνια στην Αθήνα, όπου πρώτος μετάφερε το φιλελεύθερο πνεύμα και τα διδάγματα της ιωνικής φιλοσοφίας. Φίλοι και μαθητές του ήταν ο Περικλής, ο Ευριπίδης και ο Αρχέλαος, ο δάσκαλος του Σωκράτη. Από την Αθήνα έφυγε διωγμένος, όταν οι πολιτικοί αντίπαλοι του Περικλή, με πρόφαση ορισμένες του θεωρίες (π.χ. ότι ο ήλιος είναι μια πυρωμένη πέτρα μεγάλη σαν την Πελοπόννησο), τον κατηγόρησαν για αθεΐα. Ο φιλόσοφος κατάφυγε τότε στη Λάμψακο, στη μικρασιατική ακτή του Ελλήσποντου, όπου και δίδαξε τιμημένος ως τον θάνατό του.
Η φιλοσοφία του, διατυπωμένη σε ιωνική διάλεκτο και πεζό λόγο, αντλεί και συνθέτει στοιχεία από τις θεωρίες του Αναξίμανδρου, του Ζήνωνα, του Παρμενίδη και άλλων προγενέστερων στοχαστών. Καινούριο και σημαντικό είναι ότι ο Αναξαγόρας τοποθετεί την κινητήρια και ρυθμιστική δύναμη των πάντων έξω από την ύλη, στον νου, που είναι «άπειρος και αυτοδύναμος· δεν ανακατεύεται με καμιά ουσία, αλλά είναι μόνος με τον εαυτό του […]· γιατί ο νους είναι η πιο λεπτή από όλες τις ουσίες, και η πιο καθαρή, και έχει γνώση για όλα τα πράγματα και τη μεγαλύτερη δύναμη. Και όσα έχουν ψυχή, και όσα δεν έχουν, όλα τα κυβερνά ο νους» (απόσπ. 12 DK.). Δε χρειάζονταν άλλο οι Αθηναίοι για να του κολλήσουν το παρανόμι Αναξαγόρας ο Νους.
Νεότερος και λιγότερο γνωστός από τον Αναξαγόρα, είναι ο Διογένης από την Απολλωνία (της Φρυγίας;), που και αυτός για ένα διάστημα εγκαταστάθηκε και δίδαξε στην Αθήνα. Η φιλοσοφική του διδασκαλία είναι εκλεκτική, με αφετηρία την κοσμολογική θεωρία του Αναξιμένη. Σημαντικότερες είναι οι ιατρικές του διατριβές σε θέματα φυσιολογίας, ανατομίας, γενετικής, ψυχολογίας κλπ.
ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΣ (περ. 460-370 π.Χ.)
Ἐτεῆ δὲ οὐδὲν ἴδμεν ἐν βυθῷ γὰρ ἡ ἀλήθεια.[81]
Απόσπ. 117 DK.
Ο Δημόκριτος γεννήθηκε και μεγάλωσε στα Άβδηρα, ιωνική αποικία στη Θράκη. Αργότερα ταξίδεψε πολύ, στην Αίγυπτο και αλλού, φυσικά και στην Αθήνα, όπου ο ίδιος έγραψε ότι «κανείς δε με γνώρισε» (απόσπ. 116 DK.). Ωστόσο η φήμη του ήταν αργότερα μεγάλη, καθώς πλήθος φιλόσοφοι σχολίασαν θετικά, υιοθέτησαν και ανάπτυξαν τη θεωρία του για τα άτομα, δηλαδή για τα ελάχιστα κομματάκια της ύλης που πια δε γίνεται να κοπούν σε άλλα μικρότερα. Αυτά τα ποικιλόμορφα άτομα, δίδασκε, στους διάφορους συνδυασμούς τους μέσα στο κενό, απαρτίζουν όλα τα σώματα - ακόμα και την ψυχή. Ο Δημόκριτος θεωρείται ως σήμερα πατέρας της ατομικής θεωρίας,[82] αλλά το πιθανότερο είναι οι πρώτες τουλάχιστον σκέψεις σε αυτή την κατεύθυνση να έγιναν από τον δάσκαλό του, τον Λεύκιππο από τη Μίλητο, που τελικά επισκιάστηκε από τον μαθητή του.
Φυσικός και μαθηματικός αρχικά, ο Δημόκριτος δεν παράλειψε να ασχοληθεί με πλήθος ακόμα επιστήμες και θέματα. Στον μακρύ κατάλογο των έργων του συναντούμε συγγράμματα γεωγραφικά, γεωργικά, ιατρικά, τεχνικά, και ακόμα έργα για τη ζωγραφική, για τη μουσική, για τη γραμματική, για τους συλλογιστικούς κανόνες, για την ηθική και για την ποίηση. Από αυτό τον θησαυρό δε σώζονται παρά αποσπάσματα, ανάμεσά τους μια σειρά γνώμες, διατυπωμένες επιγραμματικά σε ιωνική διάλεκτο, που μαρτυρούν ότι ακολουθώντας το ρεύμα της εποχής του ο Δημόκριτος ασχολήθηκε εντατικά και με τα ηθικά, πολιτικά και άλλα προβλήματα των ανθρώπων. Σημαντικό έργο του στον τομέα αυτόν το Περὶ εὐθυμίης, όπου έγραφε ότι «όποιος είναι να ζήσει ευδιάθετος, πρέπει να μην ασχολείται με πολλά, ούτε ιδιωτικά ούτε δημόσια, και με όσα ασχολείται να προσέχει μην ξεπερνούν τη δύναμή του και τη φύση του» (απόσπ. Β 3 DK.). Ο ίδιος είδαμε να ασχολείται με πάρα πολλά, αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να είναι πάντα τόσο ευδιάθετος, ώστε να του δώσουν το παρανόμι γελασῖνος (γελαστός).
Ολοφάνερα είναι τα αρχαϊκά χαρακτηριστικά των προσωκρατικών φυσικών φιλοσόφων του 5ου π.Χ. αιώνα: οι κοσμολογικές αναζητήσεις της αρχής των όντων, οι θεολογικές προεκτάσεις, ο μυστικισμός του Εμπεδοκλή, η ποιητική μορφή κ.ά. Παράλληλα όμως ο λόγος του Ηρακλείτου, η προσπάθεια του Παρμενίδη να αποδείξει συλλογιστικά τα λεγόμενά του, ο νους του Αναξαγόρα, η θεωρία του για τον ήλιο - όλα δείχνουν ότι ολοένα και περισσότερο η φιλοσοφία απομακρυνόταν από τον μυθικό τρόπο σκέψης και προσέγγιζε τον ορθολογισμό, ενώ παράλληλα τα ενδιαφέροντά της μετατοπίζονταν από τον φυσικό κόσμο στον άνθρωπο. Χαρακτηριστική περίπτωση ο Δημόκριτος, που με την πολύπλευρη σκέψη του γεφύρωσε την κοσμολογία με τις επιστήμες του ανθρώπου, την παραδοσιακή φυσική φιλοσοφία με τους καινούργιους δρόμους της σοφιστικής.
ΠΡΩΤΑΓΟΡΑΣ (περίπου 485-415 π.Χ.)
Ο Πρωταγόρας, πρωτοπόρος του σοφιστικού κινήματος, πρώτος που αποδέχτηκε τον τίτλο του σοφιστή, και πρώτος που ζητούσε και έπαιρνε αμοιβή για τη διδασκαλία του, γεννήθηκε στα Άβδηρα, όπως και ο Δημόκριτος.
Πέρασε τη ζωή του πηγαίνοντας από πόλη σε πόλη και διδάσκοντας τους νέους, αλλά όχι μόνο τους νέους. Απόχτησε μεγάλη φήμη και επισκέφτηκε πολλές φορές την Αθήνα, όπου ο Περικλής τού ανάθεσε να συντάξει τη νομοθεσία για τη νέα αποικία των Θουρίων (444/443 π.Χ.). Πληροφορίες ότι αργότερα οι Αθηναίοι τον κατηγόρησαν για ασέβεια, ότι τα συγγράμματά του συγκεντρώθηκαν και κάηκαν δημόσια, και ότι ο ίδιος πρόλαβε να φύγει αλλά ναυάγησε και πνίγηκε ταξιδεύοντας για τη Σικελία, δεν αποκλείεται να κρύβουν κάποιες αλήθειες. Ωστόσο, είναι το ίδιο πιθανό οι ιστορίες αυτές να επινοήθηκαν στον απόηχο της αντίδρασης που προκάλεσαν στους συντηρητικούς κύκλους οι ριζοσπαστικές θεωρίες του.
Το πιο γνωστό του απόφθεγμα, «ο άνθρωπος είναι το μέτρο όλων των πραγμάτων» (απόσπ. 1 DK.), αντικαθιστά κάθε δεδομένη αλήθεια ή αυθεντία με τον άνθρωπο, που μόνος κρίνει και αποφασίζει για όλα. Όσο για τους θεούς, ο Πρωταγόρας ήταν προσεκτικός: «Για τους θεούς», έγραψε, «δεν μπορώ να γνωρίζω τίποτα: ούτε αν υπάρχουν, ούτε αν δεν υπάρχουν, ούτε ποια μορφή έχουν γιατί πολλά με εμποδίζουν να γνωρίζω: και η κρυφή τους υπόσταση και η συντομία της ανθρώπινης ζωής» (απόσπ. 4 DK.). Και όμως, στον ομώνυμο πλατωνικό διάλογο ο Πρωταγόρας παρουσιάζεται να διηγείται ένα μύθο όπου οι άνθρωποι έχουν πάρει δώρο από τον Δίααἰδῶ καὶ δίκην, «σεβασμό και δικαιοσύνη, για να υπάρξουν ταχτοποιημένες πολιτείες και δεσμοί που να οδηγούν στη φιλία» (Πρωταγόρας 322c).
Από τα πολλά, χαμένα σήμερα, έργα που παραδίδεται ότι έγραψε, ξεχωρίζουμε το Ἀντιλογίαι, όπου δεχόταν ότι για κάθε ζήτημα μπορούν να υπάρξουν και να υποστηριχτούν δύο αντικρουόμενες απόψεις. Έτσι η σοφιστική φιλοσοφία συνδέθηκε εξαρχής με τη ρητορική τέχνη.
Λίγο νεότερος από τον Πρωταγόρα πρέπει να ήταν ο Ιππίας από την Ήλιδα, που και αυτός έγινε διάσημος (και πλούσιος) ταξιδεύοντας και διδάσκοντας φιλοσοφία, μαθηματικά, αστρονομία, μουσική, ρητορική, μνημοτεχνική κ.ά. Δεινός ομιλητής, παρουσιάστηκε λαμπροντυμένος στην Ολυμπία,[83] καυχήθηκε ότι όλα όσα φορούσε από την κορυφή ως τα νύχια, ρούχα και κοσμήματα, τα είχε κατασκευάσει ο ίδιος, και δήλωσε έτοιμος να δώσει απάντηση σε οποιαδήποτε ερώτηση. Το ίδιο πληθωρική ήταν και η συγγραφική του παραγωγή, που περιλάμβανε «και έπη και τραγωδίες και διθυράμβους και πεζά έργα πολλά και ποικίλα» (Πλάτων, Ιππίας ελάσσων 368c-d) - όλα χαμένα. Ιδιαίτερα διαφωτιστικό για τη διδασκαλία του πρέπει να ήταν το έργο του Τρωικός, όπου παρουσιαζόταν ο Νέστορας να συμβουλεύει τον γιο του Αχιλλέα, τον Νεοπτόλεμο, πώς να πετύχει στη ζωή του και να δοξαστεί.
ΓΟΡΓΙΑΣ (περ. 483-376 π.Χ.)
Ο Γοργίας από τους Λεοντίνους της Σικελίας, μαθητής του Εμπεδοκλή, διάσημος ρήτορας και σοφιστής, επισκέφτηκε το 427 π.Χ. την Αθήνα ως ἀρχιπρεσβευτής ζητώντας για την πατρίδα του βοήθεια εναντίον των Συρακουσών. Η αποστολή του πέτυχε, και ακόμα μεγαλύτερη ήταν η προσωπική του επιτυχία, καθώς οι Αθηναίοι θαύμασαν τόσο τη συλλογιστική του δεινότητα όσο και τη γοητεία του λόγου του.
Όπως όλοι οι σοφιστές, ο Γοργίας δεν πίστευε πως υπάρχει μία μόνο αλήθεια, αλλά πως ο κατάλληλα διαμορφωμένος λόγος μπορεί όχι μόνο πείσει αλλά «και να λυπήσει, και να τέρψει, και να φοβήσει και να δώσει θάρρος στους ακροατές του» (Ἑλένης ἐγκώμιον 14).[84] Στο μεγαλύτερο μέρος της η ρητορική του δεξιοτεχνία, η ιδιαίτερη σαγήνη του λόγου του που καθήλωνε τους ακροατές, βασιζόταν σε ισοζυγιασμένες φράσεις, αντιθέσεις, παρηχήσεις, ομοιοκαταληξίες και άλλα ακουστικά σχήματα που συνηθίζονται στην ποίηση περισσότερο παρά στον πεζό λόγο - και έχουν δίκιο όσοι προσέχουν ότι με αυτά τα θέλγητρα ο Γοργίας «ξεπέρασε πολλές φορές τα σύνορα ανάμεσα στην πεζογραφία και την ποίηση» (Α. Λέσκι).
Για πολλά χρόνια ο Γοργίας έμεινε στην Ελλάδα, εκφωνώντας επιδεικτικούς λόγους στην Ολυμπία, στους Δελφούς και αλλού, διδάσκοντας στην Αθήνα, στο Άργος, στη Θεσσαλία, στη Λάρισα και στις Φερές, όπου και πέθανε.
Σώθηκαν πληροφορίες και αποσπάσματα από τον Ὀλυμπικόν και τον Πυθικόν του λόγο,[85] από το Ἐγκώμιον εἰς Ἠλείους, από έναν Ἐπιτάφιον, και από το φιλοσοφικό έργο Περὶ τοῦ μὴ ὄντος, όπου αναιρούσε τις απόψεις ενός σύγχρονού του ελεατικού φιλόσοφου, του Μέλισσου, που είχε γράψει Περὶ τοῦ ὄντος. Ολόκληρες μας σώζονται μόνο δύο φανταστικές αγορεύσεις: η Ὑπὲρ Παλαμήδους ἀπολογία και το Ἑλένης ἐγκώμιον, όπου ο Γοργίας υπερασπίζεται την αθωότητα της ωραίας Ελένης. Αξιοθαύμαστα για την τεχνική τους, τα δύο έργα υποθέτουμε ότι αποτελούσαν υποδείγματα ενσωματωμένα στη Ρητορική τέχνη που ξέρουμε ότι έγραψε.
Οι ρητορικοί και συλλογιστικοί τρόποι του Γοργία είχαν επίδραση όχι μόνο στους μαθητές του, τον Ισοκράτη, τον Κριτία κ.ά., αλλά και σε σοφιστές σαν τον Πρόδικο, σε τραγικούς ποιητές σαν τον Ευριπίδη, και σε σωκρατικούς φιλοσόφους σαν τον Αντισθένη και τον Πλάτωνα - και τα γοργίεια σχήματα συνηθίζονται ως σήμερα στους επιδεικτικούς λόγους, και όχι μόνο.
Ο Πρόδικος από τη Τζια (περ. 470-398 π.Χ.) επισκεπτόταν συχνά την Αθήνα ως διπλωματικός εκπρόσωπος της πατρίδας του και παράλληλα δίδασκε. Τα συγγράμματά του έχουν χαθεί· έχουμε όμως πληροφορίες για τα γλωσσολογικά του ενδιαφέροντα, τη μελέτη των συνωνύμων και τη φροντίδα του για τη σωστή χρήση των λέξεων. Καλύτερα γνωστή μάς είναι η λεγόμενη αλληγορία του Προδίκου, που αρχικά περιλαμβανόταν στο έργο του Ὧραι (θεότητες των εποχών). Το έργο έχει χαθεί, αλλά για καλή μας τύχη ο Ξενοφών ξαναδιηγήθηκε, ακολουθώντας τον Πρόδικο, την ιστορία του Ηρακλή, που νέος χρειάστηκε τάχα να αποφασίσει αν θα ακολουθούσε στη ζωή του τον εύκολο δρόμο της Κακίας ή τον δύσκολο δρόμο της Αρετής - και φυσικά διάλεξε τον δεύτερο (Απομνημονεύματα 2.1).
ΚΡΙΤΙΑΣ (περ. 460-403 π.Χ.)
Ο Κριτίας, αθηναίος αριστοκράτης, μαθητής του Γοργία (για ένα διάστημα και του Σωκράτη) ανήκει στη δεύτερη γενιά των σοφιστών. Εξαιρετικά φιλόδοξος, και φανατικός ολιγαρχικός, πήρε ενεργό μέρος στις αντιδημοκρατικές κινήσεις, πολιτεύτηκε, εξορίστηκε και το 404 π.Χ., ως ένας από τους τριάντα τυράννους, κυβέρνησε - με τον χειρότερο δυνατό τρόπο.[86] Τον επόμενο χρόνο σκοτώθηκε πολεμώντας τους Αθηναίους που με αρχηγό τον Θρασύβουλο αγωνίζονταν να αποκαταστήσουν τη δημοκρατία.
Το έργο του, χαμένο σήμερα, ήταν εντυπωσιακό, καθώς ο Κριτίας καλλιέργησε όλα σχεδόν τα είδη του λόγου (ποίηση, δράμα, πεζογραφία) και πραγματεύτηκε πλήθος θέματα, πολιτικά και άλλα. Στα αποσπάσματα που μας σώζονται ξεχωρίζουν μερικοί στίχοι από το σατυρικό δράμα Σίσυφος (απόσπ. 25 DK.), όπου ο σοφιστής, κρυμμένος πίσω από το θεατρικό προσωπείο, εκθέτει ξεκάθαρα την αθεϊστική θεωρία του:
Θαρρώ ένας άντρας μυαλωμένος και σοφός
σκέφτηκε τους θεούς να επινοήσει
να έχουν κάτι να φοβούνται οι πονηροί,
ακόμα κι αν κρυφά σκέφτονταν, λέγαν, κάναν κάτι.
Σοφιστής της δεύτερης γενιάς ήταν και ο Θρασύμαχος, από τη Χαλκηδόνα της Βιθυνίας (περ. 460-400 π.Χ.). Λίγες πληροφορίες έχουμε για τη διδακτική του δραστηριότητα στην Αθήνα και αλλού, και ελάχιστα αποσπάσματα από τα πολιτικά, φιλοσοφικά και ρητορικά έργα που παραδίδεται ότι έγραψε. Είναι, ωστόσο, σημαντικό ότι ο Πλάτωνας στην Πολιτεία (338c) τον παρουσιάζει να υποστηρίζει με σθένος την άποψη ότι «το δίκαιο δεν είναι άλλο από το συμφέρον του πιο δυνατού», άποψη που ο Σωκράτης καθόλου δε δυσκολεύτηκε να ανατρέψει.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ (469-399 π.Χ.)
Ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι.[87]
Πλάτων, Απολογία Σωκράτους 21d
Ο Σωκράτης, όπως πολλοί μεγάλοι δάσκαλοι, δεν άφησε τίποτα γραπτό. Ο τρόπος και το περιεχόμενο της διδασκαλίας του μας είναι γνωστά μόνο όπως καταγράφηκαν από οπαδούς του, κυρίως από τον Πλάτωνα και τον Ξενοφώντα, όταν ο ίδιος είχε πια πεθάνει.[88]
Ξεκίνησε να γίνει καλλιτέχνης λιθοξόος, σαν τον πατέρα του, αλλά γρήγορα εγκατάλειψε κάθε επαγγελματική απασχόληση. Αν και φτωχός, προτίμησε να τριγυρίζει στην αγορά και στα γυμναστήρια, όπου γρήγορα έγινε γνωστός για τη συζητητική του δεινότητα και για τα παράδοξα θέματα που διάλεγε να πραγματευτεί: την ευσέβεια, τη γενναιότητα, τη δικαιοσύνη και άλλα παρόμοια. Η συζήτηση μαζί του δεν ήταν εύκολη, καθώς είχε έναν ιδιαίτερο τρόπο να ξεσκεπάζει τις πλάνες και τους παραλογισμούς των συνομιλητών του· ήταν όμως τόσο θελκτική και ενδιαφέρουσα, ώστε μερικοί νέοι να τον ακολουθούν, όχι ως μαθητές (γιατί ο Σωκράτης ποτέ δεν ίδρυσε σχολή, ούτε ζήτησε δίδακτρα) αλλά ως ακροατές, οπαδοί και εταίροι.
Όποτε στρατεύτηκε ο Σωκράτης πολέμησε με αξιοσημείωτο θάρρος, και η προσήλωσή του στη δημοκρατική νομιμότητα επαληθεύτηκε τρεις τουλάχιστο φορές: πρώτη φορά, όταν δικάζονταν οι στρατηγοί της ναυμαχίας στις Αργινούσες και μόνος αυτός επέμεινε να τηρηθεί η σωστή διαδικασία· δεύτερη, όταν οι τριάντα τύραννοι τον έστειλαν να συλλάβει έναν πολιτικό τους αντίπαλο και αρνήθηκε να υπακούσει· τρίτη φορά, όταν καταδικασμένος σε θάνατο προτίμησε να εκτελεστεί παρά να δραπετεύσει.
Η δίκη και η καταδίκη του εξηγούνται, ιστορικά, αν σκεφτούμε ότι μετά το 404 π.Χ. οι Αθηναίοι, στην προσπάθειά τους να δικαιολογήσουν την ήττα τους, ήταν πρόθυμοι να αποδώσουν την ευθύνη σε κάποιον ή σε κάποιους, δίκαια ή άδικα. Η καταγγελία έγινε από φανατικούς της συντήρησης που πίστευαν ότι αιτία της αθηναϊκής κακοδαιμονίας ήταν η εγκατάλειψη σταθερών και δοκιμασμένων αξιών, όπως η ευσέβεια απέναντι στους θεούς και ο σεβασμός των νέων προς τους μεγαλύτερούς τους. «Ο Σωκράτης», υποστήριξαν, «δεν πιστεύει στους θεούς που πιστεύει η πόλη, αλλά εισάγει άλλα, καινούργια δαιμόνια, και ακόμα αδικεί, γιατί διαφθείρει τους νέους» (Ξενοφών, Απομνημονεύματα 1.1). Στην καταδικαστική τους απόφαση οι δικαστές επηρεάστηκαν από το γεγονός ότι ο Αλκιβιάδης και ο Κριτίας, πολιτικοί που πραγματικά είχαν βλάψει την Αθήνα, ήταν για ένα διάστημα οπαδοί του Σωκράτη, αλλά και από την προκλητικά υπερήφανη, ασυμβίβαστη στάση του φιλοσόφου στο δικαστήριο.
Ο Σωκράτης είχε πολλά κοινά και πολλές διαφορές με τους σοφιστές. Κοινά ήταν τα ενδιαφέροντα για τον άνθρωπο· όμως στόχος της σοφιστικής διδασκαλίας ήταν η κοινωνική και πολιτική επιτυχία, που οι σοφιστές υποστήριζαν ότι μπορούσαν να την εξασφαλίσουν, ενώ στόχος της σωκρατικής διδασκαλίας ήταν η αρετή, που ο Σωκράτης υποστήριζε ότι δε μπορούσε να την εξασφαλίσει. Κοινή ήταν η συζητητική μέθοδος, ο διάλογος· όμως ο διάλογος του Σωκράτη δεν ήταν ούτε επιδεικτικός, για να εντυπωσιάσει τους ακροατές, ούτε εριστικός, για να κατατροπώσει κάποιον αντίπαλο. Ο σωκρατικός διάλογος ήταν ελεγκτικός: σκοπό του είχε να απαλλάξει τον συνομιλητή από τις σφαλερές πεποιθήσεις του και να του δημιουργήσει απορία. Από κει και πέρα ο Σωκράτης υποστήριζε ότι κατείχε από τη μητέρα του, που ήτανε μαία, τη μαιευτική τέχνη, και μπορούσε με τις κατάλληλες ερωτήσεις να οδηγήσει τον καθένα προς την αλήθεια.
Ο ίδιος ο Σωκράτης ποτέ δεν ισχυρίστηκε πως ήταν κάτοχος της αλήθειας. Η φιλοσοφία του, στο μέτρο που μπορούμε να τη μαντέψουμε, περιοριζόταν σε μερικά παράδοξα, όπως το ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα και το οὐδεὶς ἑκὼν κακός, «κανείς δεν είναι θεληματικά κακός». Γενικά, ο Σωκράτης έδινε μεγάλο βάρος στην απορία και στην ορθολογική αναζήτηση της αληθινής αρετής, χωρίς ποτέ να ισχυριστεί ούτε ότι τη βρήκε ούτε ότι μπορεί να τη διδάξει.
----------
79 Την αδιάκοπη αλλαγή των πάντων εννοούσε ο Ηράκλειτος όταν έγραψε πως «δε γίνεται να μπει κανείς δυο φορές στο ίδιο ποτάμι» (απόσπ. 91 DK.)· όμως η γνωστή ρήση (τὰ) πάντα ῥεῖ, «όλα κυλούν» (=«όλα μεταβάλλονται»), που του αποδίδεται από παλιά, δε φαίνεται να είναι δική του.
83 Την Ολυμπία, όπου τις μέρες των αγώνων συγκεντρωνόταν μεγάλο πλήθος από όλη την Ελλάδα, την επισκέπτονταν όχι μόνο καλλιτέχνες για να πάρουν μέρος στους μουσικούς αγώνες, αλλά και ρήτορες, φιλόσοφοι κλπ. που ήθελαν να επιδείξουν την τέχνη τους και να διαδώσουν τη φήμη και τις ιδέες τους. Έτσι, ο πεζός προφορικός λόγος πήρε ως ακρόαμα τη θέση του δίπλα στη μουσική και το έπος.
84 Την ίδια εποχή στην Αθήνα ένας εξαίρετος θεωρητικός της μουσικής, ο Δάμων, μελετούσε την επίδραση της μουσικής στα αισθήματα και τη συμπεριφορά των ανθρώπων.
85 Στα μεγάλα αυτά πανελλήνια κέντρα ο Γοργίας ένιωσε και διακήρυξε την ανάγκη οι Έλληνες να ενωθούν για να αντιμετωπίσουν τον κοινό εχθρό. Το ίδιο έκανε αργότερα και ο καλύτερος μαθητής του, ο Ισοκράτης.
86 Τῶν ἐν ὀλιγαρχίᾳ πάντων κλεπτίστατός τε καὶ βιαιότατος καὶ φονικώτατος ἐγένετο (Ξενοφών, Απομνημονεύματα 1.2).
88 Λιγότερο διαφωτιστική είναι η μαρτυρία του Αριστοφάνη, καθώς στις κωμωδίες του ο Σωκράτης παρουσιάζεται να διδάσκει και να συμπεριφέρεται σαν σοφιστής, από κείνους που πάσχιζαν με τη ρητορική και συλλογιστική τους δεινότητα τον ἥττω λόγον κρείττω ποιεῖν, «να παρουσιάσουν τον πιο αδύναμο (άδικο) λόγο ως ισχυρότερο (δίκαιο)».
Ποίηση
Χαρακτηριστική για τους κλασικούς αιώνες είναι η βαθμιαία υποχώρηση των ποιητικών ειδών και η αντίστοιχη ανάπτυξη της πεζογραφίας. Από τα ποιητικά είδη ακμάζει μόνο η δραματική ποίηση, που όμως δανείζεται και αξιοποιεί πλήθος στοιχεία από το έπος όσο και από τη λυρική ποίηση, κυρίως τη χορική.
Επική ποίηση
Το διδακτικό έπος είδαμε να επιβιώνει τον 5ο π.Χ. αιώνα στα έργα προσωκρατικών φιλοσόφων, του Παρμενίδη και του Εμπεδοκλή, που συνέχισαν την παράδοση του Ξενοφάνη. Άλλα διδακτικά έπη γράφτηκαν στους κλασικούς αιώνες ελάχιστα, ανάμεσά τους μια Ρητορική τέχνη του Εύηνου από την Πάρο (5ος π.Χ. αι.) και ένας γαστρονομικός οδηγός για καλοζωιστές, η Ἡδυπάθεια του Αρχέστρατου από τη Γέλα της Σικελίας (4ος π.Χ. αι.).[89]
Στους κλασικούς αιώνες το ηρωικό έπος άλλαξε χαρακτήρα, καθώς ελάχιστοι ποιητές συνέχισαν την παράδοση υμνώντας τα κατορθώματα μυθολογικών ηρώων όπως ο Θησέας, οι Επτά επί Θήβας κλπ. Σημαντικότερος ανάμεσά τους ο Πανύασης από την Αλικαρνασσό (6ος/ 5ος π.Χ. αι.), που το έπος του Ἡράκλεια επαινέθηκε από τους νεότερους πολύ. Οι περισσότεροι προτίμησαν να χρησιμοποιήσουν τον επικό στίχο για να περιγράψουν σύγχρονά τους πολεμικά γεγονότα από τα Περσικά, τον Πελοποννησιακό πόλεμο κ.ά. Έτσι το ηρωικό έπος έτεινε να γίνει ιστορικό, με τους σύγχρονους στρατιωτικούς ηγέτες να συναγωνίζονται τον Οδυσσέα στην πονηριά και τον Αχιλλέα στη γενναιότητα.
Ο Χοιρίλος από τη Σάμο (5ος π.Χ. αι.) μακάρισε τους παλιούς ποιητές που έζησαν και έγραψαν «όσο ακόμα το λιβάδι της ποίησης ήταν απείραχτο· τώρα έχουν όλα μοιραστεί, και οι τέχνες πήραν τέλος […]· βλέπει κανείς προσεκτικά ένα γύρο, αλλά δεν έχει πού να κατευθύνει το καινούργιο του άρμα» (απόσπ. 1 Κ.). Ο ίδιος βρήκε ανεκμετάλλευτο θέμα τα Περσικά, και έγραψε έπος, τα Βαρβαρικά, όπου διηγήθηκε «πώς ήρθε από την Ασία στην Ελλάδα πόλεμος μεγάλος» (απόσπ. la Κ.). Ο Χοιρίλος ακολούθησε αργότερα τον σπαρτιάτη στρατηγό Λύσανδρο στις εκστρατείες του, με την εντολή να υμνήσει τα κατορθώματά του, αλλά είναι ζήτημα αν πρόλαβε να συνθέσει Λυσάνδρεια.
Σύγχρονος του Χοιρίλου ήταν ο Αντίμαχος από την Κολοφώνα, σημαντικός ποιητής και μελετητής του Ομήρου. Από τα έργα του ξεχωρίζουν η επική Θηβαΐς και μια ελεγειακή σύνθεση ερωτικών ιστοριών, η Λυδή, που πρέπει να συνδεθεί με τη Ναννώ του Μίμνερμου. Χαμένα σήμερα, τα έργα αυτά θαυμάστηκαν και επηρέασαν πολλούς· όμως το έπος Λυσάνδρεια, που το έγραψε προσκαλεσμένος, όπως ο Χοιρίλος, από τον σπαρτιάτη στρατηγό, παραδίδεται πως το κατάστρεψε μόνος του ο Αντίμαχος, όταν ο Λύσανδρος προτίμησε να βραβεύσει άλλον ποιητή, κατώτερό του.[90]
Η γενικότερη παρακμή του ηρωικού έπους δεν επηρέασε καθόλου τη φήμη του Ομήρου. Σε όλη την Κλασική εποχή η Ιλιάδα και η Οδύσσεια αποτελούσαν αναπόσπαστο μέρος της εκπαίδευσης των νέων και καλοδεχούμενο ακρόαμα στα συμπόσια και τις άλλες γιορταστικές εκδηλώσεις, ιδιωτικές και δημόσιες. Είναι γνωστό ότι στη μεγαλύτερη γιορτή της Αθήνας, τα Παναθήναια, επαγγελματίες ραψωδοί απαγγέλλαν ολόκληρα τα έπη, ένας μετά τον άλλον, αρχίζοντας καθένας από εκεί που είχε σταματήσει ο προηγούμενος.[91] Αντίστοιχα ήταν και η επίδραση του ποιητή μεγάλη, π.χ. στον Αισχύλο, που «έλεγε πως οι τραγωδίες του ήταν κομμάτια από τα μεγάλα δείπνα του Ομήρου» (Αθήναιος 8.347), και στον Σοφοκλή, που από τον Βίο του μαθαίνουμε ότι «σε πολλά του δράματα ακολουθεί την Οδύσσεια».
-------------
89 Από το πρώτο δε σώζεται σχεδόν τίποτα· όμως από το δεύτερο ο Αθήναιος (1ος/2ος μ.Χ. αι., παραθέτει αρκετά αποσπάσματα. Έτσι, μαθαίνουμε π.χ. ότι «το καλύτερο κριθάρι στον κόσμο, πιο άσπρο από το χιόνι του ουρανού, φυτρώνει στη Λέσβο, στη θαλασσόβρεχτη περιοχή της Ερεσού· και αν οι θεοί τρώνε κριθαρόψωμο, από εκεί πηγαίνει ο Ερμής να τους αγοράσει» (απόσπ. 3 R.).
90 Και ο Μεγαλέξανδρος επιθυμούσε τα κατορθώματά του να δοξαστούν από τους ποιητές και «μακάριζε, όπως λέγαν, τον Αχιλλέα, που ευτύχησε να έχει κήρυκα της υστεροφημίας του τον Όμηρο» (Αρριανός, Αλεξάνδρου Ανάβασις 1.12). Έτσι προσκάλεσε ποιητές να τον συνοδεύσουν στις εκστρατείες του, αλλά τα σχετικά έπη ήταν ασήμαντα και έχουν χαθεί.
91 Από παλιά το σοβαρό έπος συνυπήρχε με το κωμικό είδος της παρωδίας· έτσι, στα Παναθήναια δίπλα στα ομηρικά έπη απαγγέλλονταν και παρωδικά, π.χ. η Γιγαντομαχία του Ηγήμονα από τη Θάσο (5ος/4ος π.Χ. αι.).
Λυρική ποίηση
Και η λυρική ποίηση ως σύνολο υποχώρησε στα κλασικά χρόνια· επιβίωσαν όμως και καλλιεργήθηκαν όσα είδη συνδέονταν με συγκεκριμένα κοινωνικά φαινόμενα, όπως η λατρεία των θεών, οι αθλητικοί αγώνες, τα συμπόσια κ.ά.
Χορική ποίηση
Ο Σιμωνίδης φαίνεται να ήταν ο πρώτος που ανέβασε σε ποιητικά ύψη το Επινίκιο, δοξαστικό τραγούδι για τους νικητές των πανελλήνιων αθλητικών αγώνων· και από τότε έγινε συνήθιο οι νικητές (ιδιαίτερα οι αριστοκράτες και όσοι είχαν μεγάλη οικονομική επιφάνεια) να παραγγέλλουν σε γνωστούς ποιητές να συνθέσουν, με μεγάλη αμοιβή, τον ύμνο που επιθυμούσαν να ακουστεί στην υποδοχή τους και να μείνει να θυμίζει τη δόξα τους στις επόμενες γενιές. Εκτός από τον Σιμωνίδη, τέτοια τραγούδια έγραψαν στα πρώιμα κλασικά χρόνια ο Πίνδαρος, ο Βακχυλίδης κ.ά.
Στο μεγαλύτερο μέρος τους τα επινίκια ήταν αφηγηματικά τραγούδια, καθώς οι ποιητές συνήθιζαν να αφιερώνουν λιγότερους στίχους για να περιγράψουν τα αγωνιστικά επιτεύγματα του αθλητή, περισσότερους για να δοξάσουν τον τόπο του και τη γενιά του, συσχετίζοντάς τα με θεούς και ήρωες, ξετυλίγοντας μύθους, θυμίζοντας ιστορικά γεγονότα, σχηματίζοντας ένα τιμητικό πλαίσιο, όπου τώρα, με τη συγκεκριμένη νίκη, ερχόταν να ενταχτεί ένας ακόμα προσωπικός θρίαμβος.
Τα περισσότερα πάλι επινίκια είναι συνθεμένα σε επωδικές τριάδες, ένα σχήμα που παραδίδεται ότι επινοήθηκε στη Μεγάλη Ελλάδα από τον Ίβυκο ή τον Στησίχορο. Κάθε τριάδα αποτελείται από ένα αντιστροφικό ζευγάρι (μια στροφή και μιαν αντιστροφή, συνθεμένες στα ίδια ακριβώς μέτρα, ώστε να μπορούν να τραγουδηθούν στο ίδιο μέλος) και μιαν επωδό σε μέτρα και μέλος διαφορετικά. Το ίδιο σχήμα επαναλαμβάνεται όσες φορές χρειαστεί.
ΠΙΝΔΑΡΟΣ (518-438 π.Χ.)
Θνᾴσκει δὲ σιγαθὲν καλὸν ἔργον.[92]
Απόσπ. 121
Γεννήθηκε στις Κυνός Κεφαλές, κοντά στη Θήβα. Νέος μαθήτεψε για ένα διάστημα στην Αθήνα, όπου σχετίστηκε με το αριστοκρατικό γένος των Αλκμεωνιδών. Ήταν είκοσι χρονών όταν παρουσίασε το πρώτο του έργο, τον Πυθιόνικο για τον Ιπποκλή, γόνο της μεγάλης γενιάς των Αλευαδών της Θεσσαλίας, που είχε νικήσει στον παιδικό δίαυλο. Σιγά σιγά η φήμη του μεγάλωνε, και για χρόνια ταξίδευε παρουσιάζοντας τις χορικές του συνθέσεις όχι μόνο στην Αίγινα, στην Αθήνα και στους Δελφούς, όπου του απονεμήθηκαν μεγάλες τιμές, αλλά και στις Συρακούσες και στον Ακράγαντα, όπου σχετίστηκε στενά με τους τυράννους, στην Κυρήνη, στη Μακεδονία και αλλού. Το 480 π.Χ., όταν ο Ξέρξης πέρασε τις Θερμοπύλες, η Θήβα εμήδισε (πήγε με το μέρος των Περσών), όχι χωρίς τη συναίνεση του ποιητή· όμως αυτό δεν τον εμπόδισε να πανηγυρίσει αργότερα τις ελληνικές νίκες και να υμνήσει την Αθήνα ως Ἑλλάδος ἔρεισμα (απόσπ. 76).
Επιβεβαιώνοντας την καταγωγή του από τον συντηρητικό χώρο της Βοιωτίας και από αρχοντική και πλούσια οικογένεια, ο Πίνδαρος δεν απομακρύνθηκε ποτέ από τις αριστοκρατικές αξίες: την ευγενική καταγωγή, την ευσέβεια, τη σωματική ρώμη και ομορφιά, φυσικά και τον πλούτο. Υψηλή θέση έδινε και στη μουσική τέχνη, που τη θεωρούσε θεϊκό δώρο, όπως άλλωστε δώρο των θεών πίστευε πως ήταν και η ευρωστία των αθλητών και οι επιτυχίες τους στους αγώνες.
Παραγωγικός για περισσότερο από πενήντα χρόνια, ο Πίνδαρος έγραψε και παρουσίασε εγκώμια, επίνικους, θρήνους, παιάνες, παρθένεια, διθυράμβους, προσόδια και υπορχήματα· όμως από τα δεκαεπτά βιβλία, όπου οι αλεξανδρινοί είχαν συγκεντρώσει το έργο του, δε σώθηκαν παρά τέσσερα βιβλία με 44 επίνικους: ένα με Ολυμπιόνικους, ένα με Πυθιόνικους, ένα με Ισθμιόνικους και ένα με Νεμεόνικους. Από τα υπόλοιπα δε σώθηκαν παρά αποσπάσματα.
Η μουσική των ύμνων του μας μένει άγνωστη· όμως τα ποιητικά κείμενα που διαβάζουμε δικαιώνουν τον ενθουσιασμό των αλεξανδρινών φιλολόγων, που και τον μελέτησαν και τον επαίνεσαν πολύ. Ο Πίνδαρος έγραψε στη γλώσσα του έπους, με έντονο δωρικό χρώμα και κάποιες αιολικές αποκλίσεις. Το ύφος του, σοβαρό και μεγαλόπρεπο, όπως ταιριάζει στον επινίκιο έπαινο και στην πανηγυρική ατμόσφαιρα της γιορτής, βασίζεται σε καλοχτισμένες και βαριοστολισμένες περιόδους, σε εντυπωσιακές εικόνες και στις πολλές γνώμες που, διάσπαρτες στο έργο του, τονίζουν την παντοδυναμία των θεών, την αδυναμία αλλά και τη μεγαλοσύνη των ανθρώπων.
Δίπλα στον Πίνδαρο, που ήταν «Θηβαίος, πιστός στην παλιά παράδοση, βαρύς, δύσκολος, μονότροπος, πρέπει να τοποθετήσουμε τον ομότεχνο και συνομήλικο με τον Πίνδαρο ποιητή, τον Βακχυλίδη από τη Τζια, νεωτερικότερο, ευκολονόητο, πολύτροπο και πολύχρωμο. Και η δικιά του αποστολή ήταν να υμνεί νικητές αγώνων, όμως οι ύμνοι του αφήνουν να προβάλει ένα πνεύμα διαφορετικό: στον Πίνδαρο ο βαρύς Βοιωτός, στον Βακχυλίδη ο χαριτωμένος Ίωνας.»[93]
ΒΑΚΧΥΛΙΔΗΣ (περ. 516-450 π.Χ.)
Ο Βακχυλίδης από τη Τζια ήταν ανεψιός του Σιμωνίδη, που του δίδαξε την τέχνη της χορωδιακής σύνθεσης. Η ζωή και το έργο του παρουσιάζουν πολλές ομοιότητες με τη ζωή και το έργο του ανταγωνιστή του, του Πίνδαρου. Όπως ο Πίνδαρος, έτσι και ο Βακχυλίδης καλλιέργησε όλα σχεδόν τα είδη της χορικής ποίησης και ταξίδεψε παρουσιάζοντας έργα του (διθυράμβους, παιάνες, προσόδια, παρθένεια, υπορχήματα, επίνικους, εγκώμια και ερωτικά) σε πολλά μέρη του ελληνικού κόσμου· όπως ο Πίνδαρος, επιδίωξε να κερδίσει την εύνοια των ισχυρών, ιδιαίτερα του Ιέρωνα, τυράννου των Συρακουσών, και έγραψε τραγούδια για τις νίκες τους στην Ολυμπία και στους Δελφούς·[94] τέλος, όπως ο Πίνδαρος, έτσι και ο Βακχυλίδης αφιέρωνε το μεγαλύτερο μέρος των ύμνων του σε μυθολογικές αφηγήσεις.
Πολλές οι ομοιότητες, αλλά και οι διαφορές μεγάλες. Η γλώσσα του Βακχυλίδη δεν παρουσιάζει έντονο δωρικό χρώμα και είναι πιο ρευστή από τη γλώσσα του Πίνδαρου· το ύφος του είναι, παρ᾽ όλη την πληθώρα των επιθέτων, πιο ανάλαφρο, και η αφηγηματική του τεχνική, όπως θα το περιμέναμε από ίωνα ποιητή, πιο εκλεπτυσμένη. Από την άλλη μεριά, οι γνώμες του Βακχυλίδη υστερούν σε βάθος, και οι συνθέσεις του ως σύνολο δεν έχουν ούτε την ποιητική πνοή ούτε τη μεγαλοπρέπεια των πινδαρικών ύμνων.
Τα έργα του συγκεντρώθηκαν από τους αλεξανδρινούς φιλολόγους σε εννέα βιβλία. Το μεγαλύτερο μέρος τους χάθηκε, αλλά για καλή μας τύχη ένας πάπυρος διασώζει δεκατρία επινίκια, ένας άλλος έξι ύμνους (διθυράμβους και νόμους), που κιόλας οι τίτλοι τους (Ἀντηνορίδαι, Ἰώ, Ἴδας, Θησεύς κ.ά.) φανερώνουν τον μυθολογικό-αφηγηματικό τους χαρακτήρα.
Ο διθύραμβος, απ᾽ όπου πιστεύουμε ότι ξεκίνησε η τραγωδία, εξακολούθησε να αποτελεί απαραίτητο μουσικό συστατικό στις γιορτές του Διονύσου· προς το τέλος μάλιστα του 6ου π.Χ. αιώνα καθιερώθηκε να γίνεται στα Μεγάλα Διονύσια χωριστός διαγωνισμός για τους κυκλικούς Χορούς των διθυράμβων - πενήντα παιδιά ή άντρες που χόρευαν και τραγουδούσαν με τη συνοδεία αυλού. Για το βραβείο συναγωνίζονταν σημαντικοί ποιητές, όπως ο Σιμωνίδης, ο Πίνδαρος, ο Βακχυλίδης κ.ά.π.
Μετά τα μέσα του 5ου π.Χ. αιώνα, με τη γενικότερη αναστάτωση που προκάλεσε το σοφιστικό κίνημα, ο διθύραμβος απομακρύνθηκε από την παραδοσιακή του μορφή: η ποιητική γλώσσα στολίστηκε επιδεικτικά, η μουσική σύνθεση λευτερώθηκε από τους παραδοσιακούς κανόνες και κυριάρχησε απέναντι στον λόγο. Ανακατεύονταν οι ρυθμοί, παράλλαζαν οι μουσικές κλίμακες, και η χορική εκφορά τύχαινε να διακόπτεται από μονωδίες. Με αυτή τη μορφή ο νέος διθύραμβος και οι μεταρρυθμιστές διθυραμβοδιδάσκαλοι φυσικό ήταν να αποτελέσουν στόχο των κωμωδιογράφων, όπως άλλωστε στόχο των κωμωδιογράφων αποτέλεσαν και από τους τραγικούς ο Ευριπίδης και ο Αγάθων, που τα χορικά τους τραγούδια επηρεάζονταν από τους νέους μουσικούς τρόπους.
----------------
Σκόλια και ελεγείες
Στα συμπόσια οι συνδαιτυμόνες εξακολούθησαν βέβαια στα κλασικά χρόνια να τραγουδούν και σκόλια και ελεγείες σαν τη Λυδή του Αντίμαχου. Τέτοια τραγούδια ξέρουμε να έγραψαν πολλοί ποιητές, ανάμεσά τους και τραγικοί, όπως ο Σοφοκλής, ο Ευριπίδης και ο Ίων από τη Χίο· παράλληλα όμως, φυσικό είναι πολλά συμποσιακά τραγούδια να κυκλοφορούσαν ανώνυμα, ή να αποδίδονταν σε κάποιο γνωστό ποιητή χωρίς να είναι πραγματικά δικά του.
Γνωστοί ποιητές, ο Σιμωνίδης, ο Αισχύλος, ο Ευριπίδης κ.ά., ξέρουμε να έχουν συνθέσει και επιγράμματα, ελεγειακά τα περισσότερα, για να τιμήσουν τους νεκρούς των πολέμων. Πολλά μας σώθηκαν σε νεότερες ανθολογίες και πολλά φέραν στο φως οι αρχαιολόγοι, ιδιωτικά και δημόσια, χαραγμένα σε επιτάφιες στήλες, σε κενοτάφια, σε πολυάνδρια κλπ., ανάμεσά τους και αριστουργηματικές ποιητικές συνθέσεις που όμως θα μείνουν για πάντα ανώνυμες.
Μονωδίες
Πολύ ανάλογες με τον διθύραμβο εξελίξεις παρουσίασε την ίδια εποχή και το κιθαρωδικό λατρευτικό τραγούδι του Απόλλωνα, ο νόμος, όπου το παραδοσιακό δακτυλικό μέτρο αντικαταστάθηκε με άλλα ποικίλα μέτρα και ρυθμούς. Οι νόμοι ήταν τραγούδια μονωδικά· όμως τώρα ορισμένα τους μέρη φαίνεται να προορίζονταν για χορική παρουσίαση, όπως και στον νέο διθύραμβο, αντίστροφα, η χορική εκφορά μπορούσε, θυμίζουμε, να διακοπεί από μονωδίες.
Ένας πάπυρος του 4ου π.Χ. αιώνα μάς διασώζει το μεγαλύτερο μέρος ενός νόμου του Τιμόθεου από τη Μίλητο (περ. 450-360 π.Χ.). Το έργο επιγράφεται Πέρσαι και περιγράφει τη ναυμαχία της Σαλαμίνας με ζωηρά χρώματα και με πάθος. Η γλώσσα, φορτωμένη εικόνες και σύνθετα, είναι εξεζητημένη, καμιά φορά και δυσνόητη τόσο ώστε και ο Τιμόθεος να αποτελέσει στόχο των κωμωδιογράφων, π.χ. του Αναξανδρίδη, που τον κορόιδεψε ότι την πήλινη χύτρα την ονόμασε πυρίκτιτον στέγαν, «κατοικία χτισμένη στη φωτιά» (απόσπ. 23).
Μονωδικά τραγούδια έγραψε και η Κόριννα από την Τανάγρα της Βοιωτίας, που έζησε την ίδια εποχή με τον Πίνδαρο. Όσα αποσπάσματα μας σώζονται είναι γραμμένα στο βοιωτικό ιδίωμα, με ομηρικές επιδράσεις, και αφορούν τοπικούς ήρωες και μύθους. Με τη Βοιωτία σχετίζεται και ένα της τραγούδι όπου ο Κιθαιρώνας και ο Ελικώνας, τα δυο βουνά, συναγωνίζονται σε μουσικές ικανότητες. Αφηγηματικά τραγούδια για βοιωτούς ήρωες ξέρουμε πως έγραψε και η υποτιθέμενη δασκάλα της Κόριννας, η Μυρτίδα.[95]
Εκατό και παραπάνω χρόνια μετά την Κόριννα, γύρω στα μέσα του 4ου π.Χ. αιώνα, έζησε στην Τήλο, στα Δωδεκάνησα, μια ακόμα ποιήτρια, η Ήριννα. Τα έργα της, γραμμένα σε δωρική διάλεκτο με επικές προσμείξεις, έχουν τα περισσότερα χαθεί. Μας σώζονται δύο επιγράμματα και αποσπάσματα από ένα της τραγούδι, την Ἠλακάτη («Ρόκα»), όπου με πολλή τρυφερότητα η ποιήτρια αναθυμάται και θρηνεί τη συνομήλική της φιλενάδα, τη Βαυκίδα, που είχε πεθάνει στα δεκαεννιά της χρόνια. Το τραγούδι είχε συνολικά 300 δακτυλικούς εξάμετρους στίχους, και οι φιλόλογοι θεωρούν ότι άνοιξε τον δρόμο για τα αλεξανδρινά.
Τους κλασικούς αιώνες ο σατιρικός ίαμβος, ως ξεχωριστό λυρικό ποιητικό είδος, είχε ουσιαστικά εξαφανιστεί ή, πιο σωστά, είχε αντικατασταθεί από το δραματικό είδος της κωμωδίας.
--------------------
95 Δύο ακόμα ποιήτριες μελών, διάσημες στην αρχαιότητα αλλά σχεδόν άγνωστες σε εμάς, ξέρουμε να έζησαν στο πρώτο μισό του 5ου π.Χ. αιώνα: η Τελέσιλλα από το Άργος, που έγραψε ύμνους σε θεούς, και η Πράξιλλα από τη Σικυώνα.
Δραματική ποίηση
Μέσα στους δύο κλασικούς αιώνες η δραματική ποίηση αναπτύχτηκε, μεσουράνησε και έγειρε να δύσει. Τα κεφάλαια που ακολουθούν εκθέτουν σε γενικές γραμμές ολόκληρη την εξέλιξή της· όμως κυρίαρχη θέση κατέχουν, όπως είναι φυσικό, τα δεδομένα της εποχής της ακμής, όπως κυρίαρχη θέση κατέχει και η Αθήνα, που την εποχή αυτή σχεδόν μονοπωλούσε την πνευματική κίνηση.
Γενικά[96]
Το 535 π.Χ., με τον πρώτο θεατρικό αγώνα που οργάνωσε ο Πεισίστρατος, οι δραματικές παραστάσεις καθιερώθηκαν ως αναπόσπαστο μέρος της διονυσιακής λατρείας· και τρεις δεκαετίες αργότερα, το 508 π.Χ., οι μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη οδήγησαν στην εγκαθίδρυση της δημοκρατίας. Στη συνέχεια, ο 5ος π.Χ. αιώνας είναι ο αιώνας της ακμής τόσο του αττικού δράματος όσο και της αθηναϊκής δημοκρατίας· και στους αιώνες που ακολούθησαν, η ποιοτική υποβάθμιση, ο μαρασμός, η μεταλλαγή και το ξέφτισμα του δημοκρατικού πολιτεύματος από τη μια, και των θεατρικών φαινομένων από την άλλη, συμβαδίζουν. Αυτή η παράλληλη πορεία της δημοκρατίας με τις θεατρικές εκδηλώσεις δεν είναι συμπτωματική: το αρχαίο θέατρο ως τέχνη και ως θεσμός έχει πολλά που το συνδέουν με τη δημοκρατία.
Από τα κύρια χαρακτηριστικά της δημοκρατίας είναι η δυνατότητα που έχει καθένας να εκφράσει τη γνώμη του και ο συνακόλουθος διάλογος ανάμεσα στις διάφορες απόψει. Αντίστοιχα, στο θέατρο κυριαρχούν η πολυφωνία και ο διάλογος: ο διάλογος των υποκριτών μεταξύ τους, αλλά και ο διάλογος των υποκριτών με τον Χορό. Καθώς μάλιστα τα πρόσωπα που υποδύονται οι υποκριτές είναι στην πλειονότητά τους επώνυμοι αξιωματούχοι, ενώ ο Χορός απαρτίζεται από ανώνυμο πλήθος, ο διάλογος του Χορού με τους υποκριτές αποκτά πρόσθετη κοινωνική σημασία.
Οι υποκριτές συνομιλούν με απαγγελτικούς, ιαμβικούς συνήθως, στίχους που προσεγγίζουν τους τρόπους της καθημερινής ομιλίας· ο Χορός εκφράζεται με τραγούδια, με χορευτικές κινήσεις και επιφωνήματα. Η διαφορά έχει σημασία, καθώς σε όλες τις εποχές οι επώνυμοι διατυπώνουν τη γνώμη τους με συγκροτημένο λόγο (ομιλίες, διαγγέλματα, δημόσιες συζητήσεις κ.τ.ό.), ενώ το πλήθος εκφράζεται με πορείες, συνθήματα, ρυθμικές κινήσεις και τραγούδια. Έτσι, στο αρχαίο δράμα, όπως και στο δημοκρατικό πολίτευμα, τόσο οι προσωπικές απόψεις των λίγων και ξεχωριστών, όσο και η κοινή γνώμη των πολλών, μπορούσαν να εκφραστούν ελεύθερα και με τον τρόπο τους.
Οι δραματικοί αγώνες αποτελούσαν κοινωνικό θεσμό. Οργανώνονταν από την πολιτεία· όμως η πραγματοποίησή τους βασιζόταν στη συμμετοχή των πολιτών, που χρηματοδοτούσαν τις παραστάσεις, επάνδρωναν τους Χορούς, αποτελούσαν το ακροατήριο, αποφάσιζαν για την απονομή των βραβείων, και μετά το τέλος των εκδηλώσεων έκριναν στην εκκλησία του δήμου την οργανωτική επιτυχία ή αποτυχία των αγώνων.
Θεατρικές παραστάσεις γίνονταν μόνο στις γιορτές του Διονύσου, δύο φορές τον χρόνο, στα Μεγάλα Διονύσια (Μάρτη/Απρίλη) και στα Λήναια (Γενάρη/Φλεβάρη).[97] Τα Μεγάλα Διονύσια άρχιζαν όταν οι ιερείς μεταφέραν το ξόανο του θεού στο θέατρο και το εγκαθιστούσαν στην πρώτη σειρά, για να μετέχει στις εκδηλώσεις. Ακολουθούσαν οι διθυραμβικοί αγώνες, όπου έπαιρναν μέρος και οι δέκα φυλές, οι πέντε με αντρικό και οι άλλες πέντε με παιδικό Χορό. Το πρόγραμμα ολοκληρωνόταν με τους δραματικούς αγώνες: τρεις μέρες για τις τραγωδίες, μία για κάθε ποιητή, που έπρεπε να παρουσιάσει ολόκληρη τετραλογία (τρεις τραγωδίες και ένα σατυρικό δράμα), και μία μόνο μέρα για τις κωμωδίες, όπου σε αυτήν πέντε ποιητές, ένας μετά τον άλλον, παρουσίαζαν από μία κωμωδία ο καθένας. Στα Λήναια το πρόγραμμα ήταν πιο περιορισμένο, όπως πιο περιορισμένο ήταν και στα Μεγάλα Διονύσια όταν η πολιτεία αντιμετώπιζε δυσκολίες.
Υπεύθυνος για την οργάνωση των αγώνων ήταν από τη μεριά της πολιτείας ο επώνυμος άρχοντας κάθε χρονιάς. Αυτός με τους βοηθούς του όριζαν τους χορηγούς, πλούσιους Αθηναίους που θα αναλάβαιναν καθένας τα έξοδα μιας παράστασης, τους ποιητές που θα παρουσίαζαν τα έργα τους, και τους υποκριτές που θα κρατούσαν τους πρωταγωνιστικούς ρόλους.
Ο χορηγός ήταν υποχρεωμένος να επιλέξει, να συντηρήσει και να αποζημιώσει τα μέλη του Χορού όσο κρατούσαν οι δοκιμές, και ακόμα να φροντίσει για τους μουσικούς και για όσα ακόμα πρόσωπα και υλικά (ρούχα, προσωπεία, όπλα κλπ.) ήταν απαραίτητα στην παράσταση. Τα έξοδά του ήταν μεγάλα, αλλά μεγάλη ήταν και η ηθική του ανταμοιβή σε περίπτωση διάκρισης, οπότε ο χορηγός βραβευόταν μαζί με τον ποιητή και είχε δικαίωμα να στήσει μνημείο θυμητικό της νίκης του.
Οι χορευτές ήταν ερασιτέχνες, νέοι καλλίφωνοι και καλογυμνασμένοι που το θεωρούσαν τιμή και πολιτική τους υποχρέωση να πάρουν μέρος στις παραστάσεις. Το έργο τους εύκολο δεν ήταν, ιδιαίτερα στους τραγικούς Χορούς, όπου τα ίδια πρόσωπα έπαιρναν μέρος και στα τέσσερα δράματα της ημέρας, αλλάζοντας σκευή και παριστάνοντας διαδοχικά (π.χ. στην Ορέστεια του Αισχύλου) γέροντες Μυκηναίους, θεραπαινίδες του παλατιού, Ευμενίδες και Σατύρους.
Ερασιτέχνες ήταν αρχικά και οι υποκριτές· με τα χρόνια όμως, όταν οι απαιτήσεις μεγάλωσαν και καθιερώθηκε ειδικό βραβείο για τους πρωταγωνιστές, οι προικισμένοι, λαμπρόφωνοι και εκφραστικοί ηθοποιοί έγιναν περιζήτητοι επαγγελματίες, και πια τον 4ο π.Χ. αιώνα οι περὶ τὸν Διόνυσον τεχνῖται οργανώθηκαν σε συντεχνίες, που φρόντιζαν να επανδρώνουν τις δραματικές παραστάσεις σε όλα τα μέρη της Ελλάδας. Και των υποκριτών το έργο δεν ήταν εύκολο, καθώς έπρεπε σε κάθε παράσταση να ενσαρκώνουν, αλλάζοντας σκευή, πολλά και διαφορετικά πρόσωπα, αντρικά και γυναικεία.
Το κοινό των παραστάσεων δεν το αποτελούσαν μόνο αστοί κάτοικοι της Αθήνας αλλά και αγρότες από τις πιο μακρινές κώμες της Αττικής, όχι μόνο Αθηναίοι πολίτες αλλά και ξένοι επισκέπτες[98] και μέτοικοι, όχι μόνο άντρες αλλά και γυναίκες, όχι μόνο πλούσιοι, κοσμικοί και φιλότεχνοι αλλά και κάθε απλός άνθρωπος - όλοι το θεωρούσαν δικαίωμα και ευχαρίστησή τους να βρεθούν στο θέατρο από το ξημέρωμα, να παρακολουθήσουν ώρες ολόκληρες τις παραστάσεις, να εκδηλώσουν με επιδοκιμασίες και αποδοκιμασίες την κρίση τους.
Γρήγορα ο θεατρικός χώρος αποδείχτηκε μικρός, και το πρόβλημα όχι μόνο δε λύθηκε όταν καθιερώθηκε εισιτήριο (σύμβολον), αλλά έγινε πιο πολύπλοκο, καθώς οι εύποροι Αθηναίοι αγόραζαν πολλά καθένας εισιτήρια, να τα μοιράσουν στους ανθρώπους τους. Για να αποφύγει παρόμοια φαινόμενα, ο Περικλής καθιέρωσε τα θεωρικά, επίδομα που έδινε στους άπορους τη δυνατότητα να αγοράσουν μόνοι τους εισιτήρια.
Οι κριτές που απονέμαν τα βραβεία δεν ήταν ειδικοί τεχνοκρίτες αλλά απλοί πολίτες, εκπρόσωποι της κοινής γνώμης. Καθεμιά από τις δέκα φυλές της Αττικής πρότεινε δέκα, και από τους εκατό συνολικά υποψήφιους κληρώνονταν την πρώτη μέρα των αγώνων δέκα που με την ψήφο τους ανάδειχναν τους νικητές.
Ο ποιητής, τραγωδοδιδάσκαλος, δεν ήταν μόνο συγγραφέας και σκηνοθέτης της παράστασης: δική του ήταν και η μουσική και η χορογραφία, ο ίδιος κρατούσε και τον πρωταγωνιστικό ρόλο - στις αρχές, γιατί πάλι με τα χρόνια οι απαιτήσεις μεγάλωναν, οι ανάγκες πολλαπλασιάζονταν, και οι ποιητές χρειάστηκε να ζητούν βοήθεια από ειδικούς μουσικούς, χοροδιδασκάλους κ.ά.
-------
Τραγωδία και σατυρικό δράμα ως το τέλος του 5ου π.Χ. αιώνα
«Τραγωδία», ορίζει ο Αριστοτέλης (Ποιητική 1449b), «είναι η μίμηση μιας σημαντικής και ολοκληρωμένης πράξης που να έχει έκταση.» Κατά κανόνα, αυτή η πράξη, δηλαδή η υπόθεση της τραγωδίας, δεν ήταν πρωτότυπη, επινοημένη από τον ποιητή, αλλά δάνεια από τη μυθική παράδοση. Ο ποιητής διάλεγε να παρουσιάσει ένα μύθο, π.χ. τη θυσία της Ιφιγένειας, την αυτοκτονία του Αίαντα, τη δολοφονία του Αγαμέμνονα κλπ. Από κει και πέρα ήταν ελεύθερος να διαμορφώσει τη σκηνική παρουσίαση των γεγονότων, τα λόγια που έλεγαν οι ήρωες και πολλά ακόμα θεατρικά χαρακτηριστικά. Ακόμα, μπορούσε να παραλλάξει κάπως την πλοκή και ορισμένα δευτερεύοντα στοιχεία του μύθου· όμως σε γενικές γραμμές ο μύθος έπρεπε να μείνει αναλλοίωτος, όπως ήταν από παλιά γνωστός.
Φαίνεται σήμερα παράδοξη αυτή η έλλειψη πρωτοτυπίας, αυτή η εμμονή στους παραδοσιακούς μύθους· πρέπει όμως να δεχτούμε ότι για την εποχή της είχε πλεονεκτήματα: οι υποθέσεις, τοποθετημένες στο μυθικό πλαίσιο του ηρωικού κόσμου, γνωστού και οικείου από το έπος, αποκτούσαν αυτόματα το απαραίτητο μέγεθος· οι θεατές δε συγκέντρωναν την προσοχή τους στο τι θα συμβεί, αλλά στο πώς θα παρουσιαστούν τα δεδομένα του μύθου, δηλαδή στην τέχνη και στην τεχνική του ποιητή, στο ήθος των ηρώων, στις ιδέες που ακούγονταν (διάνοια) και στη γενικότερη ερμηνεία του μύθου - όλα στοιχεία που συχνά ο ποιητής φρόντιζε να τα συσχετίσει, διακριτικά, με τον ιστορικό περίγυρο της παράστασης, σχολιάζοντας έμμεσα την πολιτική κατάσταση και τα προβλήματα της επικαιρότητας.
«Η μίμηση», συνεχίζει ο Αριστοτέλης, «γίνεται σε ευχάριστο λόγο (λόγο με ρυθμό και αρμονία και μελωδία), χώρια τα ομιλητικά, και χώρια τα τραγουδιστά μέρη.» Και πραγματικά, ο τραγικός λόγος ήταν έμμετρος και η γλώσσα του ποιητική, ιδιαίτερα στα χορικά τραγούδια, που είχαν και το παραδοσιακό δωρικό διαλεκτικό χρώμα. Όσο για τον χωρισμό των ομιλητικών από τα τραγουδιστά μέρη, οι τραγωδίες ακολουθούσαν όλες ένα σχήμα όπου οι δύο τρόποι εκφοράς εναλλάσσονταν: απαγγελτικά μέρη ήταν ο Πρόλογος και τα Επεισόδια· τραγουδιστά μέρη ήταν η Πάροδος του Χορού, τα Στάσιμα και η Έξοδος.[99]
«Στην τραγωδία η μίμηση πραγματοποιείται έμπρακτα, όχι μόνο περιγραφικά με τον λόγο» (Αριστοτέλης, ό.π.), πράγμα που σημαίνει ότι την τραγωδία δεν την αποτελούν μόνο όσα ακούει ο θεατής αλλά και όσα βλέπει, η όψη της παράστασης: η σκηνική δράση, η σκηνογραφία, η όρχηση, τα προσωπεία, τα ρούχα κλπ.
Είναι χαρακτηριστικό ότι για πολλούς τραγικούς ποιητές παραδίδεται ότι κάτι πρόσθεσαν, κάτι βελτίωσαν στις παραστάσεις: ο Θέσπης, λέγαν, επινόησε τα προσωπεία, ο Χοιρίλος πρόσεξε ιδιαίτερα τις ενδυμασίες, ο Φρύνιχος πρωτοπαρουσίασε γυναικεία πρόσωπα, ο Αισχύλος αύξησε τον αριθμό των υποκριτών από ένα σε δύο, ο Σοφοκλής πρόσθεσε έναν ακόμα υποκριτή και ανακαίνισε τη σκηνογραφία· τέλος, για τον Πρατίνα θα μάθουμε ότι πρώτος ανέβασε σατυρικό δράμα. Κάπως σχηματικά όλα αυτά· επιβεβαιώνουν όμως τον λόγο του Αριστοτέλη, που έγραψε ότι «η τραγωδία λίγο λίγο μεγάλωσε […], και πέρασε πολλές αλλαγές, ώσπου βρήκε τη φύση της και σταμάτησε» (ό.π.).
Ένα από τα στοιχεία που άλλαζαν, ακολουθώντας την εξέλιξη της τραγωδίας, ήταν ο θεατρικός χώρος. Αρχικά οι θεατές κάθονταν πρόχειρα σε μια πλαγιά, να βλέπουν τον θίασο που έπαιζε και χόρευε στο ίσωμα.[100] Αργότερα, όταν επισημοποιήθηκαν στην Αθήνα οι δραματικοί αγώνες, ως χώρος των παραστάσεων ορίστηκε, πολύ φυσικά, η νότια πλαγιά της Ακρόπολης κοντά στον ναό του Διονύσου. Εκεί στήνονταν κάθε χρόνο από τη μια μεριά πρόχειροι πάγκοι σε ημικύκλιο (εδώλια) για τους θεατές, από την άλλη μια εξίσου πρόχειρη παράγκα, η σκηνή, και μπροστά της μια χαμηλή εξέδρα για τους υποκριτές, το λογείο - όλα ξύλινα. Με τα χρόνια οι κατασκευές συμπληρώνονταν και βελτιώνονταν για να προσαρμοστούν στις αυξανόμενες απαιτήσεις της θεατρικής τέχνης και στον ολοένα μεγαλύτερο αριθμό θεατών. Προς το τέλος του 5ου π.Χ. αιώνα οι αλλαγές λιγόστεψαν, και ο οργανωμένος θεατρικός χώρος έτεινε να παγιωθεί· πάλι όμως, στο μεγαλύτερο μέρος τους οι κατασκευές έμειναν ξύλινες.
Είδαμε πως οι τραγωδοδιδάσκαλοι παρουσίαζαν καθένας μια τετραλογία, δηλαδή τρεις τραγωδίες και ένα σατυρικό δράμα. Τα σατυρικά δράματα είχαν κάποια κοινά αλλά και διαφορές μεγάλες από τις τραγωδίες. Παρουσίαζαν και αυτά ένα μύθο, όχι απαραίτητα σχετικό με τον Διόνυσο, όπου όμως στην πλοκή του έπρεπε να μετέχει υποχρεωτικά ένας Χορός Σατύρων. Οι Σάτυροι και ο κορυφαίος τους Σειληνός ήταν ακόλουθοι του Διονύσου, κακόμορφοι, τραγοπόδαροι, με ουρές αλόγων, μέθυσοι, αθυρόστομοι, φοβητσιάρηδες, χαζοχαρούμενοι και αχόρταγοι ερωτύλοι. Με τέτοιο Χορό τα σατυρικά δράματα φυσικό ήταν να έχουν κεφάτο, κωμικό χαρακτήρα, να γελοιογραφούν τα πρόσωπα και να παρωδούν τις μυθολογικές διηγήσεις.[101]
Τις τρεις τραγωδίες ακολουθούσε το σατυρικό δράμα, και τις τρεις μέρες για τις τραγωδίες ακολουθούσε μια μέρα για τις κωμωδίες. Έτσι, στο πρόγραμμα των δραματικών αγώνων εφαρμοζόταν δύο φορές ένας γενικός κανόνας που ορίζει ότι τα σοβαρά και λυπητερά θεάματα σωστό είναι να τα ακολουθεί ως κατακλείδα κάτι πιο ελαφρό και χαρούμενο, για να μη φεύγει ο θεατής με βαριά καρδιά.
Και το σατυρικό δράμα πιστεύουμε ότι ξεκίνησε από τον διθύραμβο, όπως η τραγωδία· από μια διαφορετική μορφή διθυράμβου, υποθέτουμε, όπου ο Χορός, μεταμφιεσμένος σε Σατύρους, χόρευε και τραγουδούσε ζωηρά και ξέγνοιαστα τραγούδια για το κρασί και τον έρωτα - όλα στοιχεία ταιριαστά με τον Διόνυσο. Με αυτή τη μορφή ο διθύραμβος είχε, φαίνεται, καλλιεργηθεί περισσότερο από τους Δωριείς. Προς το τέλος του 6ου π.Χ. αιώνα ο Πρατίνας τον μεταφύτεψε στην Αθήνα, όπου γρήγορα βρήκε τη θέση του ως σατυρικό δράμα δίπλα στην αδελφή του την τραγωδία.
ΠΡΑΤΙΝΑΣ (6ος/5ος π.Χ. αιώνας)
Γεννήθηκε στον δωρικό Φλειούντα, κοντά στο Άργος. Νέος ακόμα εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου κατά την παράδοση πρώτος έγραψε και παρουσίασε σατυρικά δράματα. Δεν ξέρουμε με πόση επιτυχία συναγωνιζόταν με τον Χοιρίλο και τον Αισχύλο· μία του όμως παράσταση άφησε εποχή, όχι γιατί βραβεύτηκαν τα έργα του, αλλά γιατί τη μέρα εκείνη έτυχε να γκρεμιστούν από το βάρος τα ἴκρια, οι σκαλωσιές όπου πάνω τους κάθονταν οι θεατές.
Από τις πολλές τραγωδίες και σατυρικά που ξέρουμε πως έγραψε δε σώζονται παρά ελάχιστα αποσπάσματα. Στο μεγαλύτερο, που παραδίδεται ως υπόρχημα, ένας Χορός κατηγορεί έναν άλλο Χορό επειδή ανέχεται η αυλωδία να σκεπάζει αντί να υπηρετεί τα λόγια του τραγουδιού, και καλεί τον Διόνυσο να ακούει τη δική του μόνο δωρική χορωδία.
Γνωστός μετά τον Θέσπη τραγωδοδιδάσκαλος ήταν και ο Χοιρίλος ο Αθηναίος (6ος/5ος π.Χ. αι.), που παραδίδεται ότι παρουσίασε 160 δράματα και βραβεύτηκε 13 φορές. Από τα έργα του μας σώζεται ένας τίτλος, Ἀλόπη, και δύο μικρά αποσπάσματα όπου ο ποιητής ονομάζει μεταφορικά γῆς ὀστᾶ τις πέτρες και γῆς φλέβες τα ποτάμια.
ΦΡΥΝΙΧΟΣ (περ. 530-470 π.Χ.)
Αθηναίος τραγικός ποιητής, ο πρώτος που παρουσίασε γυναικεία πρόσωπα στη σκηνή, και ο πρώτος που τόλμησε να θεματοποιήσει σύγχρονά του ιστορικά γεγονότα, κρίνοντας ότι ως «έργα μεγάλα και θαυμαστά» (Ηρόδοτος) τα Περσικά εξισώνονταν με τους μυθικούς πολέμους.
Την πρώτη φορά, γύρω στα 490 π.Χ., όταν δίδαξε την τραγωδία Μιλήτου ἅλωσις, με θέμα την καταστροφή της Μιλήτου από τους Πέρσες (499 π.Χ.), η παράσταση είχε δυσάρεστες συνέπειες καθώς «όλοι έκλαψαν στο θέατρο, και οι Αθηναίοι τιμώρησαν τον ποιητή με χίλιες δραχμές πρόστιμο, γιατί τους θύμισε οικεία κακά· και όρισαν κανείς πια να μην παρουσιάσει αυτό το δράμα» (Ηρόδοτος 6.21.2). Όμως τη δεύτερη φορά, το 476 π.Χ., όταν με χορηγό τον Θεμιστοκλή ανέβασε τις Φοίνισσες, οι Αθηναίοι τού έδωσαν το πρώτο βραβείο - και δίκαια, γιατί ήταν λαμπρό θεατρικό εύρημα η πανωλεθρία του Ξέρξη να παρουσιαστεί από τη μεριά των νικημένων, στο παλάτι του, όταν έφτασε η είδηση της καταστροφής του στόλου στη Σαλαμίνα.
Από τα 9 δράματα που ξέρουμε πως έγραψε δε σώζονται παρά οι τίτλοι και ελάχιστα αποσπάσματα· γνωρίζουμε όμως από άλλες πηγές ότι ο Φρύνιχος είχε επινοήσει πλήθος χορευτικά σχήματα, και ότι ήταν τόσο καλός μελοποιός, ώστε δεκαετίες αργότερα οι Αθηναίοι να θυμούνται, να επαινούν και να τραγουδούν τα χορικά του.
Πενήντα έξι χρόνια (η εγκαθίδρυση της δημοκρατίας, η Ιωνική επανάσταση και όλα τα Περσικά) χωρίζουν την καθιέρωση των δραματικών αγώνων από το πρώτο δράμα που μας σώζεται ολόκληρο, την τραγωδία Πέρσαι του Αισχύλου, που παρουσιάστηκε στα Μεγάλα Διονύσια, το 472 π.Χ.
ΑΙΣΧΥΛΟΣ (525-455 π.Χ.)
Ζεύς ἐστιν αἰθήρ, Ζεὺς δὲ γῆ, Ζεὺς δ᾽ οὐρανός,
Ζεύς τοι τὰ πάντα χὤ τι τῶνδ᾽ ὑπέρτερον.
Απόσπ. 70 R.
Γεννήθηκε στην Ελευσίνα από αρχοντικό και πλούσιο σπίτι. Ήταν δεν ήταν είκοσι πέντε χρονών, όταν άρχισε να παίρνει μέρος στους δραματικούς αγώνες, αλλά την πρώτη του νίκη την πέτυχε το 484 π.Χ., όταν είχε φτάσει τα σαράντα. Βραβεύτηκε συνολικά δεκατέσσερις φορές όσο ζούσε, και ακόμα περισσότερες μετά τον θάνατό του, καθώς οι Αθηναίοι αναγνώρισαν την ξεχωριστή του αξία και όρισαν να γίνεται δεκτός στους αγώνες όποιος ήθελε να παρουσιάσει δράματα του Αισχύλου.
Πολέμησε στη μάχη του Μαραθώνα, όπου βρήκε ηρωικό θάνατο ο αδελφός του Κυνέγειρος, και στη ναυμαχία της Σαλαμίνας το 480 π.Χ. Οκτώ χρόνια αργότερα, με χορηγό τον Περικλή, παρουσίασε τη μόνη του τραγωδία με ιστορικό θέμα, τους Πέρσες. Όπως ο Φρύνιχος, έτσι και ο Αισχύλος τοποθέτησε το δράμα στο ανάκτορο του Ξέρξη, στα Σούσα. Το μεγαλείο της ελληνικής νίκης συνάγεται έμμεσα από την περιγραφή του περσικού εκστρατευτικού σώματος και την απελπισία που προκαλεί η καταστροφή του στον Ξέρξη και στους δικούς του - εχθρούς που όμως ο ποιητής τούς αντιμετωπίζει με σεβασμό και ανθρώπινη κατανόηση.
Το 470 π.Χ. ο Αισχύλος βρέθηκε στην αυλή του Ιέρωνα, τύραννου των Συρακουσών, όπου παρουσίασε πάλι τους Πέρσες και το Αἰτναῖαι (ή Αἶτναι ή Αἴτνα), έργο πανηγυρικό για την ίδρυση της πόλης Αίτνας, όπου ο Ιέρωνας είχε ορίσει βασιλιά τον γιο του. Μιαν ακόμα φορά, δεν ξέρουμε γιατί, ο ποιητής ταξίδεψε στη Σικελία, στη Γέλα, όπου και τον βρήκε ο θάνατος.
Από τα 90 δράματα που παραδίδεται ότι έγραψε και παρουσίασε ο Αισχύλος, μας σώζονται 7 τραγωδίες ολόκληρες, πολλά αποσπάσματα και 79 τίτλοι. Παραθέτουμε σε πίνακα μόνο τις τετραλογίες όπου ανήκουν οι τραγωδίες που έχουν σωθεί (με όρθια γράμματα αναγράφονται οι τίτλοι των χαμένων έργων):
Προσέχουμε ότι, εκτός από την πρωιμότερη τετραλογία, όλες οι άλλες απαρτίζονται από δράματα που θεματικά ανήκουν στον ίδιο μυθολογικό κύκλο και κατά κάποιον τρόπο αποτελούν το ένα συνέχεια του άλλου: η τετραλογία των Ἑπτά ἐπὶ Θήβας παρουσιάζει τον μύθο του Οιδίποδα, η τετραλογία των Ἱκετίδων τον μύθο του Δαναού και των θυγατέρων του, η Ὀρέστεια τον μύθο των Ατρειδών, και η Προμήθεια[102] τον μύθο του Προμηθέα. Αυτό το σχήμα της μυθολογικά ενιαίας τετραλογίας πιστεύουμε πως το επινόησε ο Αισχύλος, θέλοντας να ξεδιπλώνει το θέμα του σε μεγαλύτερη κλίμακα.
Το μέγεθος, ο ὄγκος, χαρακτηρίζει και ολόκληρο το έργο του, από κάθε άποψη: η ποιητική του γλώσσα είναι κατάφορτη από εντυπωσιακές εικόνες, τολμηρές μεταφορές και σύνθετα· τα χορικά του τραγούδια μακρόσυρτα, οι χαρακτήρες και τα πάθη τους υπερβαίνουν τα κοινά μέτρα, και η Ορέστεια, όπως την επισκοπούμε στο σύνολό της, είναι δομημένη με ογκόλιθους, ως μνημειακό τρίπτυχο: στο πρώτο δράμα συντελείται η συζυγοκτονία της Κλυταιμνήστρας, στο δεύτερο η μητροκτονία του Ορέστη, στο τρίτο η δίκη και η αθώωση του μητροκτόνου με παράλληλη εγκαθίδρυση της αθηναϊκής λατρείας των Ευμενίδων.
«Ο Αισχύλος», γράφει ο Αριστοτέλης, «αύξησε τον αριθμό των υποκριτών από έναν σε δύο, λιγόστεψε τα χορικά τραγούδια και έκανε να υπερτερεί ο (απαγγελτικός) λόγος» (Ποιητική ό.π.)· και από τον Βίο του Αισχύλου μαθαίνουμε ότι «πρώτος στόλισε τη σκηνή και εντυπωσίασε τους θεατές με τη λαμπρότητα του θεάματος: με ζωγραφιές και μηχανές, με βωμούς και τάφους, με σάλπιγγες και φαντάσματα νεκρών και Ερινύες.»
Αν όμως ο Αισχύλος θαυμάστηκε, και αν τον ονόμασαν πατέρα της τραγωδίας, δεν είναι μόνο για τη γλώσσα, τους χαρακτήρες, τις μνημειακές συνθέσεις και τις εντυπωσιακές σκηνοθετικές του καινοτομίες. Περισσότερο βαραίνει ότι αυτός πρώτος εδίδαξε με τα έργα του την ουσία του τραγικού: τον δρόμο από την περισσή δύναμη στην ύβρη, από την ύβρη στην άτη και στην καταστροφή, την αδυναμία του ανθρώπου απέναντι στους θεούς, πώς παγιδεύεται από την ίδια του την ελευθερία όποιος αντιστρατεύεται τις θεϊκές βουλήσεις, πώς υπερβαίνει τα όριά του, πώς τελικά συντρίβεται όταν με τις πράξεις του ταράξει την παγκόσμια τάξη. Υπέρτατος ρυθμιστής και φύλακας της παγκόσμιας τάξης ο Δίας, που ο Αισχύλος, ολοκληρώνοντας τη σκέψη του Ησιόδου και του Σόλωνα, τον ταυτίζει όχι μόνο με την απόλυτη δύναμη αλλά και με τη δικαιοσύνη.
Θα γελαστεί όποιος ύστερα από όλα αυτά φανταστεί έναν Αισχύλο αυστηρό και σκυθρωπό, παραδομένο αποκλειστικά στους θεολογικούς και ανθρωπολογικούς στοχασμούς του. Παπυρικά ευρήματα μας διασώσαν αποσπάσματα από δύο σατυρικά δράματα, τον Προμηθέα πυρκαέα και τους Δικτυουλκούς («Ψαράδες που τραβούν τα δίχτυα»), όπου διαπιστώνουμε ότι ο Αισχύλος είχε και γνήσια κωμική φλέβα.
«Όποιος πιστεύει ότι ως τραγωδοποιός ο Σοφοκλής ήταν τελειότερος από τον Αισχύλο, έχει δίκιο· όμως ας σκεφτεί ότι ήταν πολύ δυσκολότερο να καταστήσει κανείς μεγάλη και τρανή την τραγωδία τον καιρό του Θέσπη, του Φρύνιχου και του Χοιρίλου, παρά να φτάσει, μετά τα επιτεύγματα του Αισχύλου, στην τελειότητα του Σοφοκλή» (Βίος του Αισχύλου).
ΣΟΦΟΚΛΗΣ (496-406 π.Χ.)
Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν.[103]
Αντιγόνη 523
Ο Σοφοκλής ήταν ευνοημένος από κάθε άποψη. Γεννήθηκε και ανατράφηκε σε εύπορη και αρχοντική οικογένεια, στον Κολωνό. Ως έφηβος, όμορφος και λυγερός, χόρεψε στη γιορτή για τη νίκη της Σαλαμίνας και αργότερα, όταν υποκρίθηκε τη Ναυσικά στο ομώνυμο δράμα του, χόρεψε πάλι με τη μπάλα και θαυμάστηκε. Στους δραματικούς αγώνες πήρε πρώτη φορά μέρος το 468 π.Χ. και αμέσως αξιώθηκε το πρώτο βραβείο, αν και στον διαγωνισμό μετείχε και ο Αισχύλος. Το κοινό τον αγάπησε και του χάρισε δεκαοκτώ πρώτες νίκες στα Μεγάλα Διονύσια και μερικές ακόμα στα Λήναια.
Τιμώντας τις ποιητικές επιδόσεις του, αλλά και τη γενικά γοητευτική του προσωπικότητα,[104] οι Αθηναίοι τού ανάθεσαν σημαντικά πολιτικά, στρατιωτικά και ιερατικά αξιώματα. Αντίστοιχα, ο ίδιος αποδείχτηκε φιλαθηναιότατος, δε θέλησε ποτέ να απομακρυνθεί από τον τόπο του, και στο τελευταίο του έργο, το Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ,[105] φρόντισε να καλοτυχίσει για μιαν ακόμα φορά την Αθήνα και να παινέσει την περιοχή όπου γεννήθηκε. Πέθανε τιμημένος σε βαθιά γεράματα, και ο τάφος του έγινε προσκύνημα.
Ως δραματουργός ο Σοφοκλής φρόντισε ιδιαίτερα τη σκηνογραφία και αύξησε τον αριθμό των χορευτών από δώδεκα σε δεκαπέντε και των υποκριτών από δύο σε τρεις. Στη σύνθεση των τετραλογιών δεν ακολούθησε το παράδειγμα του Αισχύλου, αλλά προτίμησε το παλαιότερο σχήμα, όπου οι τετραλογίες απαρτίζονταν από θεματικά ανεξάρτητα μεταξύ τους έργα.
Μορφολογικά, το ύφος του Σοφοκλή χαρακτηρίστηκε «βέλτιστο και εκφραστικό του ήθους» (Πλούταρχος, Ηθικά 79b). Πραγματικά, το μέσο ύφος του ισορροπεί ανάμεσα στο εξαιρετικά μεγαλόπρεπο του Αισχύλου και το εξαιρετικά απλό του Ευριπίδη, και η γλώσσα του ρέει αβίαστα, προσαρμοσμένη στο ήθος των προσώπων. Παρόμοια μέση θέση κρατά και στο θέμα της αναλογίας των διαλογικών με τα τραγουδιστικά μέρη. Τα χορικά είναι στα έργα του μικρότερα από του Αισχύλου αλλά εκτενέστερα από τα χορικά του Ευριπίδη.
Το έργο του Σοφοκλή, μορφή και περιεχόμενο, εκφράζει και γενικότερα το κλασικό πνεύμα στις καλύτερες στιγμές του - τη χρυσή τομή ανάμεσα στην παράδοση και τον ριζοσπαστικό διαφωτισμό. Ο Σοφοκλής από τη μια συντηρεί και προασπίζει, από την άλλη προάγει και ανανεώνει την παράδοση. Ξεκινά από συντηρητικές θέσεις, υπογραμμίζει την αδυναμία του ανθρώπου να αντισταθεί στις βουλήσεις των θεών (Οιδίποδας) και αποδέχεται ανεπιφύλακτα την προτεραιότητα των θεϊκών νόμων απέναντι στους ανθρώπινους (Αντιγόνη)· ωστόσο, σταδιακά ο Σοφοκλής παραμερίζει τους θεολογικούς προβληματισμούς για να προσεγγίσει, όπως ολόκληρη η εποχή του, τον άνθρωπο: οι χαρακτήρες του είναι διαφοροποιημένοι, και στα δράματά του κάθε πρόσωπο παρουσιάζεται ως ολοκληρωμένο και υπεύθυνο άτομο - συχνά μοναχικό, όπως ο Αίαντας και ο Φιλοκτήτης στις ομώνυμες τραγωδίες.
Από τα 120 και παραπάνω δράματα που παραδίδεται πως έγραψε σώζονται 7 τραγωδίες (Αἴας, Ἠλέκτρα, Οἰδίπους τύραννος, Ἀντιγόνη, Τραχίνιαι, Φιλοκτήτης, Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ), πλήθος αποσπάσματα, και 400 πάνω κάτω στίχοι από το σατυρικό δράμα Ἰχνευταί, όπου οι Σάτυροι βοηθούν, ως ανιχνευτές, τον Απόλλωνα να ανακαλύψει τα βόδια που του είχε κλέψει ο Ερμής. Ο Σοφοκλής ξέρουμε πως είχε γράψει και ελεγείες, παιάνες, μιαν ωδή για τον φίλο του τον Ηρόδοτο και ένα θεωρητικό έργο πεζό, το Περὶ Χοροῦ.
Σχεδόν σύγχρονοι ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης· όμως οι διαφορές τους ήταν μεγάλες, αρχίζοντας από μία που επισήμανε ήδη ο Σοφοκλής όταν «είπε ότι ο ίδιος παρουσίαζε στα έργα του τους ανθρώπους όπως πρέπει να είναι, ενώ ο Ευριπίδης τους παρουσίαζε όπως είναι πραγματικά» (Αριστοτέλης, Ποιητική 1460b).
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ (485-406 π.Χ.)
Ο Ευριπίδης ήταν Αθηναίος από τη Φλύα, το σημερινό Χαλάντρι· γεννήθηκε όμως στη Σαλαμίνα, όπου ο πατέρας του είχε κτήματα. Στη Σαλαμίνα, «λένε πως ταχτοποίησε αργότερα μια σπηλιά με άνοιγμα στη θάλασσα και περνούσε εκεί τις ημέρες του αποφεύγοντας το πλήθος»[106](Βίος). Για την προσωπικότητά του παραδίδεται ότι «έδειχνε σκυθρωπός και συλλογισμένος και αυστηρός και αγέλαστος» (ό.π.), και ακόμα ότι ήταν άνθρωπος του βιβλίου και είχε, σπάνιο στην εποχή του, αξιόλογη ιδιωτική βιβλιοθήκη.
Γέρος πια, το 408 π.Χ. εγκαταστάθηκε στην αυλή του Αρχέλαου, στην Πέλλα, όπου έγραψε και δίδαξε τα τελευταία του έργα.[107] Πέθανε το 406 π.Χ., και όταν η είδηση του θανάτου του έφτασε στην Αθήνα, «ο Σοφοκλής εμφανίστηκε στον προαγώνα φορώντας γκρίζο πένθιμο χιτώνα και παρουσίασε τους χορευτές και τους υποκριτές του χωρίς στεφάνια - και το πλήθος εδάκρυσε» (ό.π.).
Από τα τουλάχιστον 88 έργα που έγραψε σώθηκαν 17 τραγωδίες (Ἄλκηστις, Μήδεια, Ἡρακλεῖδαι, Ἱππόλυτος, Ἀνδρομάχη, Ἑκάβη, Ἱκέτιδες, Ἡρακλῆς μαινόμενος, Τρῳάδες, Ἠλέκτρα, Ἰφιγένεια ἡ ἐν Ταύροις, Ἑλένη, Ἴων, Φοίνισσαι, Ὀρέστης, Ἰφιγένεια ἡ ἐν Αὐλίδι, Βάκχαι), ένα σατυρικό δράμα, ο Κύκλωψ, και πολλά μικρά και μεγάλα αποσπάσματα. Μόνο τέσσερις φορές αξιώθηκε το πρώτο βραβείο όσο ζούσε, και μιαν ακόμα, μετά τον θάνατό του, όταν ένας γιος του παρουσίασε στην Αθήνα την Ιφιγένεια στην Αυλίδα.
Ο Ευριπίδης παραδίδεται ότι είχε τρεις δασκάλους: τον Αναξαγόρα, τον Πρόδικο και τον Πρωταγόρα. Μπορεί πραγματικά ο Αναξαγόρας να του άνοιξε με τη διδασκαλία του τον δρόμο προς την αμφισβήτηση των παραδοσιακών αξιών και τον ορθολογισμό· όμως ο Πρωταγόρας και ο Πρόδικος ήταν συνομήλικοι του ποιητή, και είναι πιο πιθανό να τον επηρέασαν ως φίλοι παρά ως δάσκαλοι.
Στη δραματουργία ο Ευριπίδης δεν πρόσθεσε τίποτα καινούργιο, ίσως γιατί με τις καινοτομίες του Σοφοκλή η τραγωδία είχε ολοκληρώσει την πορεία της· όσοι νεωτερισμοί τού αποδίδονται αφορούν τον χειρισμό στοιχείων που προϋπήρχαν. Έτσι, ο Ευριπίδης παράλλαξε ή συμπλήρωσε με περισσή ελευθερία τους παραδοσιακούς μύθους τόσο τολμηρά ώστε συχνά οι θεατές χρειάζονταν ειδική κατατόπιση για να κατανοήσουν την υπόθεση και να παρακολουθήσουν το έργο. Για να τους βοηθήσει, ο Ευριπίδης έδινε βάρος στους προλόγους, όπου ένα σημαντικό πρόσωπο, όχι σπάνια θεός, ιστορούσε τη συγκυρία του μύθου και τις πιθανές εξελίξεις. Με τη νέα της μορφή η πορεία του μύθου οδηγούσε συχνά σε αδιέξοδο, που ο ποιητής το ξεπερνούσε παρουσιάζοντας έναν ἀπὸ μηχανῆς θεόν[108] να επιβάλλει αυθαίρετα τη λύση και να προδιαγράφει τα μελλούμενα.[109]
Ο Ευριπίδης μείωσε ακόμα περισσότερο την έκταση των χορικών τραγουδιών, που μερικές φορές μπορούν να χαρακτηριστούν απλά εμβόλιμα (παρένθετα), καθώς το περιεχόμενό τους χαλαρά, ή μόνο έμμεσα, συνδέεται με την υπόθεση της τραγωδίας. Από την άλλη όμως μεριά, ο Ευριπίδης συνήθιζε να παρεμβάλλει στα διαλογικά μέρη λυρικές μονωδίες (εκρήξεις λύπης ή χαράς) συνθεμένες, όπως και τα χορικά, με τους επαναστατικούς μουσικούς τρόπους του νέου διθυράμβου.
Οι χαρακτήρες του Ευριπίδη δεν έχουν ούτε το μεγαλείο των ηρώων του Αισχύλου ούτε την έμφυτη αρετή των ηρώων του Σοφοκλή. Τα μυθολογικά πρόσωπα παρουσιάζονται ως κοινοί άνθρωποι, ρεαλιστικά, με τα πάθη και τις ψυχικές τους μεταστροφές, με τις αρετές και τα ελαττώματά τους. Μιλούν γλώσσα απλή, αλλά το ύφος και η συλλογιστική τους είναι περίτεχνα, καθώς ο ποιητής γνώριζε και αξιοποιούσε στις ρήσεις και στις αντιλογίες τους όλα τα μυστικά της ρητορικής τέχνης. Σωστά ο βιογράφος διαπιστώνει πως ο ποιητής ήταν ρητορικότατος στη σύνθεση του λόγου, ποικίλος στην έκφραση, και ικανός στο να ανατρέπει επιχειρήματα.
Μεταγενέστεροι συγγραφείς χαρακτήρισαν τον Ευριπίδη σοφό και σκηνικό φιλόσοφο. Αλήθεια, ο ποιητής μελέτησε και συζήτησε σε βάθος τα μεγάλα ανθρώπινα προβλήματα, κοινωνικά, πολιτικά, υπαρξιακά κ.ά. Ωστόσο, θα ήταν λάθος να αναζητήσουμε στα έργα του κάποιο ολοκληρωμένο φιλοσοφικό σύστημα. Προσαρμοσμένος στο σοφιστικό κλίμα, ο Ευριπίδης θέτει τα ερωτήματα, αμφισβητεί τις παραδοσιακές απαντήσεις, ξεσκεπάζει τις εσωτερικές αντιφάσεις τους, υποστηρίζει, με το προσωπείο των ηρώων του, εξίσου πειστικά πότε μιαν άποψη και πότε την αντίθετή της.
Αυτό ισχύει και για τις απόψεις του στο θέμα των θεών, όπου αμφιβάλλουμε αν είχαν δίκιο όσοι στα χρόνια του τον θεώρησαν άθεο. Είναι αλήθεια πως έγραψε πολλά αμφισβητώντας την ύπαρξή τους, και σε ορισμένες τραγωδίες του η θεά Τύχη συναγωνίζεται τις θεϊκές βουλήσεις· όμως στα έργα του συναντούμε και αντίθετες γνώμες, και οπωσδήποτε η τελευταία του τραγωδία, οι Βάκχες είναι ένα βαθύτατα θρησκευτικό δράμα όπου κυριαρχούν οι θεοτικές δυνάμεις, και η μόνη τραγωδία που μας σώθηκε με πρωταγωνιστή τον ίδιο τον θεό Διόνυσο.
Η ιδεολογία του Ευριπίδη επηρεάστηκε, όπως ήταν φυσικό, από τα βιώματα του Πελοποννησιακού πολέμου. Ο φιλειρηνισμός του είναι ολοφάνερος σε έργα όπως οι Τρωάδες και η Εκάβη, όπου η φρίκη του πολέμου, η δυστυχία των νικημένων και η ύβρη των νικητών παρουσιάζονται ανάγλυφα, όπως τα έζησαν οι τρωαδίτισσες αιχμάλωτες μετά την άλωση. Παράλληλα, οι ηρωικές και πατριωτικές εξάρσεις είναι ορισμένες φορές τόσο υπερβολικές, ώστε να γεννούν υποψίες ότι στο βάθος ο Ευριπίδης ειρωνεύτηκε κάποιες ιδέες που σε καιρό πολέμου δε θα μπορούσε ανοιχτά να τις καταγγείλει.
Στον Ευριπίδη ανήκει το μόνο σατυρικό δράμα που μας σώθηκε ολόκληρο, ο Κύκλωπας, όπου ο Χορός των Σατύρων βρίσκεται παγιδευμένος, μαζί με τον Οδυσσέα και τους συντρόφους του, στη σπηλιά του Πολύφημου. Το έργο έχει κάποιες επιτυχημένες σκηνές, αλλά γενικά είναι μέτριο, και δεν απορούμε βλέποντας ότι σε ορισμένες τετραλογίες του ο ποιητής προτίμησε στη θέση του σατυρικού δράματος να παρουσιάσει μια τραγωδία με διάσπαρτα κωμικά στοιχεία και ευχάριστο τέλος, όπως η Ελένη και η Άλκηστη.
Η επιτυχία του Ευριπίδη στο κοινό πρέπει να ήταν μεγαλύτερη απ᾽ όσο φανερώνουν οι λιγοστές του νίκες στους αγώνες. Είναι αποκαλυπτική η πληροφορία ότι στον Πελοποννησιακό πόλεμο, μετά την αποτυχία της Σικελικής εκστρατείας, μερικοί Αθηναίοι αιχμάλωτοι «σώθηκαν χάρη στον Ευριπίδη: άλλοι διηγόνταν ότι οι Σικελοί τούς ελευθέρωσαν, όταν τους μετάδωσαν όσα θυμόνταν από τα δράματά του, άλλοι ότι […] τους έδιναν τροφή και νερό, όταν τους τραγουδούσαν τα τραγούδια του» (Πλούταρχος, Νικίας 29.2).
Τον 5ο π.Χ. αιώνα έδρασαν στην Αθήνα πλήθος ακόμα τραγωδοδιδάσκαλοι, γνωστοί μόνο από τις καταγραφές των δραματικών αγώνων, από σκόρπιες πληροφορίες και λιγοστά αποσπάσματα. Σημαντικότεροι ανάμεσά τους, ο Αχαιός από την Ερέτρια, που διακρίθηκε για τα σατυρικά του δράματα, ο αθηναίος Αγάθων, που αποδέσμευσε τελείως τα εμβόλιμα χορικά τραγούδια από τις υποθέσεις των δραμάτων και πρώτος έγραψε τραγωδία με υπόθεση φανταστική, επινοημένη από τον ίδιο, και ο Ίων από τη Χίο, που εκτός από τραγωδίες και σατυρικά δράματα είχε γράψει κωμωδίες, λυρικά τραγούδια (παιάνες, ύμνους, εγκώμια, ελεγείες, επιγράμματα, σκόλια) και πεζά.
----------
99 Τα διαλογικά μέρη μπορούσαν ακόμα να διακοπούν από ξεχωριστά τραγούδια: μονωδίες, διωδίες και κομμούς (θρήνους).
100 Ιδιαίτερα εξυπηρετικά για τον σκοπό αυτό ήταν βέβαια τα καλοστρωμένα αλώνια στις πλαγιές των λόφων.
101 Παρά την εννοιολογική συγγένεια, σωστό είναι να ξεχωρίζουμε το επίθετο σατυρικός (με ύψιλον), που σχετίζεται με τους Σατύρους, από το επίθετο σατιρικός (με γιώτα), που σχετίζεται με τη σάτιρα, δηλαδή με τον πειρακτικό, δηκτικό και όχι πάντα καλοπροαίρετο λόγο.
102 Η Προμήθεια γράφτηκε και παρουσιάστηκε πιθανότατα μετά την Ορέστεια· υπάρχουν όμως φιλόλογοι που αμφισβητούν όχι μόνο τη χρονολόγηση αλλά και την πατρότητα της τετραλογίας, υποστηρίζοντας ότι ανήκει σε κάποιον άλλον, τέταρτο μεγάλο τραγικό ποιητή του 5ου π.Χ. αιώνα.
104 «Για να το πούμε απλά: ήταν ο χαρακτήρας του τόσο γεμάτος χάρες, ώστε όλοι και με κάθε τρόπο να τον αγαπούν» (Βίος).
105 Ο Σοφοκλής πέθανε πριν προλάβει να διδάξει τον Οἰδίποδα ἐπὶ Κολωνῷ. Πέντε χρόνια αργότερα, το 401 π.Χ., τον παρουσίασε ο ομώνυμος εγγονός του, που και ο ίδιος ήταν δραματικός ποιητής.
106 Αυτή η σπηλιά, που οι ντόπιοι την έδειχναν ως τα ρωμαϊκά χρόνια ως αξιοθέατο, εντοπίστηκε πρόσφατα στον όρμο Περιστέρια και ερευνήθηκε από τους αρχαιολόγους. Ανάμεσα στα ευρήματα, ένας σκύφος (κούπα) των κλασικών χρόνων έχει χαραγμένο πάνω του το όνομα ΕΥΡΙΠ[ΙΔΗΣ].
107 Ανάμεσά τους μια τραγωδία με τον τίτλο Αρχέλαος, όπου ο Ευριπίδης επινοεί και δοξάζει έναν Αρχέλαο, απόγονο του Ηρακλή και ιδρυτή της πόλης των Αιγών (της Βεργίνας), πρώτης πρωτεύουσας του βασιλείου της Μακεδονίας.
108 Μηχανή ήταν ένα είδος γερανού που κρυμμένος πίσω από τη σκηνή έδινε τη δυνατότητα στους υποκριτές να εμφανίζονται μετέωροι, σαν να πετούνε.
109 Χαρακτηριστικό ότι πέντε σωζόμενες τραγωδίες του Ευριπίδη (π.χ. Ελένη 1688-91) κλείνουν με τους στίχους
Έχουν πολλές μορφές τα θεοτικά·
πολλά κι ανέλπιστα οι θεοί τελειώνουν.
Όσα θα πρόσμενε κανείς δεν έγιναν·
κι εκείνα που δεν πρόσμενε κανείς
άνοιξαν δρόμο οι θεοί να γίνουν.
Η κωμωδία από τις αρχές ως το τέλος του 5ου π.Χ. αιώνα
«Η κωμωδία», γράφει ο Αριστοτέλης, «ξεκίνησε από τους κορυφαίους των φαλλικών, που ακόμα και σήμερα [τον 4ο π.Χ. αι.] έμειναν και γιορτάζονται σε πολλές πόλεις» (Ποιητική 1449a). Τα φαλλικά ήταν εθιμικά τραγούδια που τραγουδούσαν οι κῶμοι, ομάδες γλεντοκόπων στις αγροτικές γιορτές του Διονύσου, περιφέροντας ομοιώματα του ανδρικού γεννητικού οργάνου, του φαλλοῦ. Παρόμοια έθιμα, με φανερό στόχο τη συμβολική γονιμοποίηση της γης, είναι γνωστά από πολλούς λαούς. Χαρακτηριστικά τους οι κωμικές, συχνά ζωόμορφες, μεταμφιέσεις, η άμετρη αισχρολογία, τα τολμηρά προσωπικά πειράγματα, και οι χοντροκομμένες αυτοσχέδιες σατιρικές σκηνές - όλα στοιχεία που συναντούμε και στην κωμωδία.
Ελάχιστες είναι οι πληροφορίες μας για την εξέλιξη που οδήγησε από τα πανάρχαια γονιμικά αγροτικά έθιμα στην ολοκληρωμένη λογοτεχνική μορφή της κωμωδίας, όπως τη συναντούμε στην Αθήνα τον 5ο π.Χ. αιώνα. Οι πηγές μας αναφέρουν ως λαϊκά δρώμενα τις αυτοσχέδιες κωμικές σκηνές των Δεικηλιστών της Σπάρτης, που παρουσίαζαν πλανόδιους γιατρούς και κλεφτοκοτάδες, τη χοντροκομμένη μεγαρική φάρσα, όπου εμφανίζονταν ο μάγειρας Μαίσων και ο παραμάγειρας Τέττιξ, και τους κοιλαράδες Φλύακες της Κάτω Ιταλίας, που διακωμωδούσαν γνωστούς μύθους.
Οι περισσότερες μαρτυρίες για λαϊκές παραστάσεις προσέχουμε ότι αφορούν δωρικές πολιτείες και τόπους. Γίνεται έτσι πιθανό, όχι όμως και βέβαιο, στις προδρομικές της μορφές η κωμωδία να αναπτύχτηκε σε δωρικό κλίμα, όπως και το σατυρικό δράμα. Στον δωρικό, άλλωστε, χώρο της Σικελίας συναντούμε και τις πρώτες, όχι πια λαϊκές και αυτοσχέδιες αλλά επώνυμες, λογοτεχνικές κωμωδίες.
ΕΠΙΧΑΡΜΟΣ (περ. 540-460 π.Χ.)
Έζησε στις Συρακούσες και έγραψε στη δωρική διάλεκτο. Από τα πολλά έμμετρα δράματα που παρουσίασε δε σώζονται παρά αποσπάσματα· μας είναι όμως γνωστοί σαράντα τίτλοι, που φανερώνουν μεγάλη θεματική ποικιλία. Τα μισά περίπου έργα φαίνεται να αποτελούσαν διακωμώδηση μύθων για τον Ηρακλή, τον Οδυσσέα και άλλους ήρωες· άλλα αφορούσαν τη σύγχρονη τότε πραγματικότητα και σατίριζαν τύπους σαν τον παράσιτο ή τον άξεστο χωριάτη.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν έργα που βασίζονται σε μιαν αντιγνωμία, έναν αγώνα, όπου καθένας υπερασπίζεται τη θέση του. Τέτοιο έργο ήταν το Γῆ καὶ θάλασσα, όπου τα δύο στοιχεία λογομαχούσαν για το ποιο προσφέρει περισσότερα αγαθά, ίσως και το Λόγος καὶ Λογίνα, που όμως το περιεχόμενό του μένει αινιγματικό.
Εκτός από τους αγώνες, ο Επίχαρμος είχε προεξοφλήσει και άλλα μορφολογικά και θεματικά στοιχεία που συναντούμε στην αττική κωμωδία, ανάμεσά τους τη σατιρική εκμετάλλευση της πνευματικής (φιλοσοφικής, ρητορικής, λογοτεχνικής) επικαιρότητας, όχι όμως και τη βωμολοχία ούτε τα επώνυμα προσωπικά πειράγματα.
Θα ήταν λάθος να υποθέσουμε ότι ένας μόνος ποιητής, χωρίς προδρόμους, μεταμόρφωσε την άτεχνη λαϊκή δωρική φάρσα σε λογοτεχνικό είδος. Ο ίδιος ο Επίχαρμος μνημονεύει επαινετικά έναν παλαιότερό του κωμωδιογράφο, τον Αριστόξενο. Σίγουρα θα υπήρξαν και άλλοι, όπως υπήρξαν και σύγχρονοι και νεότεροι από τον Επίχαρμο σικελοί δραματουργοί.
ΣΩΦΡΩΝ (5ος π.Χ. αι.)
Ο Σώφρων από τις Συρακούσες εμπνεύστηκε από τον πλούτο της δωρικής λαϊκής κωμωδίας και έγραψε λογοτεχνικούς μίμους, ρεαλιστικές κωμικές σκηνές από την καθημερινή ζωή, σε δωρική διάλεκτο, με τίτλους όπως Ἀκέστριαι («Ράφτρες»), Πενθερά, Ἀγροιώτας («Αγρότης») - όλα για μας χαμένα.
Δεν ξέρουμε από ποιους, με ποιαν ευκαιρία και πώς ακριβώς παρουσιάζονταν στο κοινό αυτά τα έργα, ούτε αν ήταν γραμμένα σε λόγο «πεζό, αλλά με ρυθμό», όπως είναι μαρτυρημένο.
Ο Πλάτων, που τα γνώρισε στη Σικελία, τα εκτίμησε πολύ, και τα κρατούσε, λένε, κάτω από το μαξιλάρι του. Αν πραγματικά τον επηρέασαν στη διαμόρφωση των δικών του σωκρατικών διαλόγων, όπως υποστηρίχτηκε, είναι αμφίβολο· σίγουρο είναι μόνο ότι αργότερα, στα αλεξανδρινά χρόνια, οι μίμοι του Σώφρονα στάθηκαν πρότυπο σε σημαντικούς ποιητές, τον Θεόκριτο και τον Ηρώνδα.
Γρήγορα η κωμική παράδοση της Σικελίας και των άλλων δωρικών περιοχών επισκιάστηκε από τη ραγδαία πρόοδο που σημείωσε η αττική κωμωδία. Οι πληροφορίες μας για τις απαρχές και την εξέλιξή της στα πρώτα στάδια, όσο οι κωμικές παραστάσεις γίνονταν περιστασιακά από εθελοντές, είναι ελάχιστες. Για μας η πορεία της ξεκινά το 486 π.Χ., όταν για πρώτη φορά ο επώνυμος άρχοντας της Αθήνας «έδωσε Χορό σε κωμωδιογράφους», να διαγωνιστούν και αυτοί στους δραματικούς αγώνες που οργανώνονταν στις γιορτές του Διονύσου. Πρώτος νικητής γνωρίζουμε πως ήταν ο Χιωνίδης, αλλά από τα έργα του σώζονται μόνο τρεις τίτλοι κωμωδιών (Ἥρωες, Πέρσαι ή Ἀσσύριοι, Πτωχοί) και οχτώ όλοι κι όλοι στίχοι.
Από τη στιγμή που οι παραστάσεις επισημοποιήθηκαν, η αττική κωμωδία απόχτησε λογοτεχνική υπόσταση και φυσικά, όπως θα το περιμέναμε, επηρεάστηκε σε πολλά από το παλαιότερο και κυρίαρχο τότε θεατρικό είδος, την τραγωδία. Τραγωδία και κωμωδία έχουν έτσι πολλά κοινά: τους προλόγους, την πάροδο του Χορού, την εναλλαγή των διαλογικών με τα τραγουδιστικά μέρη, την έξοδο κ.ά.
Οι ομοιότητες με την τραγωδία ας μη μας κάνουν να ξεχάσουμε ορισμένα σημαντικά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της αττικής κωμωδίας: τις επινοημένες και σύγχρονες υποθέσεις, τη χαλαρή θεατρική σύμβαση, τις παραβάσεις, και το ὀνομαστὶ κωμῳδεῖν.
Οι υποθέσεις των κωμωδιών ήταν επινοημένες και στη μεγάλη πλειοψηφία τους σύγχρονες. Ακόμα και όταν η κωμική υπόθεση βασιζόταν στον μύθο, τα μυθικά δεδομένα παραμορφώνονταν για να παραλληλιστούν με σύγχρονα πρόσωπα, καταστάσεις και γεγονότα.
Η θεατρική σύμβαση που χωρίζει αυστηρά το ακροατήριο από τον υποθετικό χώρο του έργου ήταν στις παραστάσεις των κωμωδιών εξαιρετικά χαλαρή. Τα κωμικά πρόσωπα είχαν κάθε στιγμή τη δυνατότητα να απευθύνουν τον λόγο στους θεατές, να τους εξηγήσουν κάτι ή ακόμα και να τους ζητήσουν βοήθεια.
Μια φορά, στη μέση περίπου της παράστασης, συχνά και μια δεύτερη φορά προς το τέλος, οι υποκριτές αποσύρονταν όλοι. Μόνος του τότε ο Χορός απόθετε ένα μέρος από τη σκευή του, πλησίαζε το κοινό, τραγουδούσε και μιλούσε άμεσα, ως Χορός, στους θεατές για θέματα κατά κανόνα άσχετα με την πορεία του έργου: επαινούσε τον ποιητή, υπογράμμιζε την πρωτοτυπία της υπόθεσης, κολάκευε το ακροατήριο, ζητούσε να του δώσουν το βραβείο κλπ. Αυτό το μέρος ονομαζόταν παράβαση, από την κίνηση του Χορού που παρέβαινε (προχωρούσε) προς την άκρη της ορχήστρας για να πλησιάσει όσο γινόταν τους θεατές.
Ήταν δικαίωμα των κωμωδιογράφων (και το ακροατήριο το περίμενε) να σατιρίζουν με τον πιο άμεσο και ελευθερόστομο τρόπο οποιονδήποτε ήθελαν, απλό άνθρωπο ή μεγαλουσιάνο, ονομαστικά, κατηγορώντας τον π.χ. για βαρβαρική καταγωγή, για δειλία, για δωροδοκία, για σεξουαλικές παρεκτροπές κλπ. Όπως θα το περιμέναμε, αυτό το δικαίωμα, κληρονομημένο από τα παλιά γονιμικά έθιμα, ενοχλούσε ιδιαίτερα τους πολιτικούς, που μια δυο φορές επιχείρησαν να το απαγορέψουν - μάταια! Ενισχυμένοι από τη λαϊκή παράδοση και τη δημοκρατική αρχή της παρρησίας, οι κωμικοί ποιητές συνέχισαν τις προσωπικές επιθέσεις, ώσπου με την καταστροφή του 404 π.Χ. και την ατμόσφαιρα της καχυποψίας που ακολούθησε το ὀνομαστὶ κωμῳδεῖν ατόνησε μόνο του.
Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που σημειώσαμε ισχύουν για τη λεγόμενη Αρχαία ή Παλαιά κωμωδία, δηλαδή για το διάστημα από τη θεσμοθέτηση των κωμικών αγώνων ως το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου (486-404 π.Χ.). Ακολούθησαν η Μέση κωμωδία, από το 404 π.Χ. ως το τέλος της Κλασικής εποχης, και η Νέα κωμωδία, που χρονολογικά εντάσσεται στην Αλεξανδρινή εποχή.
Ανάμεσα στους κωμωδιογράφους που έδρασαν πριν από τον Αριστοφάνη, σημαντικότεροι ήταν ο Κρατίνος, που δε δίσταζε να κακολογεί τον Περικλή και την Ασπασία, ο Κράτης, που «από το τίποτα κατέβαζε σπαρταριστές ιδέες» (Αριστοφάνης), και ο Φερεκράτης, που σε ένα του έργο παρουσίασε προσωποποιημένη τη Μουσική να περιγράφει πώς την ταλαιπωρούσαν οι ποιητές του νέου διθυράμβου. Όλοι τους, με τις επιτυχίες και τις αποτυχίες τους, με τους νεωτερισμούς και τις εμπνεύσεις τους, βοήθησαν ώστε η κωμωδία από σύντομη και χαλαρή που ήταν στην αρχή να μεγαλώσει, να αποκτήσει συνοχή και να μεστώσει. Είναι μεγάλο κρίμα που από τα έργα τους δε σώζονται παρά αποσπάσματα.
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ (περίπου 445-385 π.Χ.)
Αθηναίος από το Κυδαθήναιο, τη σημερινή Πλάκα. Για την οικογένεια και τις σπουδές του δεν ξέρουμε πολλά πράγματα· είναι όμως ενδεικτικό ότι στο πρώτο του έργο, τους Δαιταλεῖς («Συμποσιαστές»), παρουσιάζονταν αντιμέτωποι δύο νέοι, ένας σώφρων, εκπαιδευμένος με τον παραδοσιακό τρόπο, και ένας καταπύγων (ξαδιάντροπος), μαθητής των σοφιστών. Οι Δαιταλεῖς παρουσιάστηκαν το 427 π.Χ., όταν ο ποιητής δεν ήταν ούτε είκοσι χρονών, και πήραν το δεύτερο βραβείο. Δύο χρόνια αργότερα ο Αριστοφάνης πέτυχε την πρώτη του πρώτη νίκη, στα Λήναια, με τους Ἀχαρνεῖς («Δημότες των Αχαρνών»), όπου ένας Αθηναίος, ο Δικαιόπολης, μπουχτισμένος από τον πόλεμο, κατορθώνει να συνάψει ιδιωτική ειρήνη (και εμπορικές σχέσεις) με τους Σπαρτιάτες και τους συμμάχους τους, και καλοπερνά, μόνος αυτός, όσο οι άλλοι ταλαιπωρούνται.
Από τις 40 τουλάχιστον κωμωδίες που ξέρουμε πως έγραψε έχουν σωθεί οι 11. Από αυτές οι εννιά είναι τα μόνα έργα της Παλαιάς κωμωδίας που διασώθηκαν οι άλλες δύο, γραμμένες μετά το 400 π.Χ., είναι πάλι τα μόνα έργα της Μέσης κωμωδίας που έχουν διασωθεί. Ανάλογα με το θέμα τους, οι κωμωδίες μπορούν να χωριστούν σε δύο μεγάλες κατηγορίες.
Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν κωμωδίες με θέματα πολιτικά και κοινωνικά: (α) οι Ἀχαρνεῖς, (β) οι Ἱππεῖς, όπου ένας τυχάρπαστος ἁλλαντοπώλης κατατροπώνει τον παντοδύναμο Κλέωνα τον δημαγωγό και συνετίζει τον προσωποποιημένο αθηναϊκό Δήμο, (γ) οι Σφῆκες, όπου ένας γιος πασχίζει να βάλει μυαλό στον πατέρα του, που άλλο δε φροντίζει από το να ορίζεται κάθε μέρα δικαστής στα λαϊκά δικαστήρια και να δικάζει· (δ) Εἰρήνη, όπου ένας αγρότης λευτερώνει τη θεά Ειρήνη από τη σπηλιά όπου την είχε φυλακίσει ο Πόλεμος, και (ε) η Λυσιστράτη, όπου οι γυναίκες όλης της Ελλάδας συνωμοτούν, αρνιούνται να εκτελέσουν τα συζυγικά τους καθήκοντα όσο συνεχίζεται ο Πελοποννησιακός πόλεμος, και υποχρεώνουν τους άντρες να συνάψουν ειρήνη.
Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν κωμωδίες με θέματα από την πνευματική ζωή: (α) Νεφέλαι,[110] όπου ο Σωκράτης εμφανίζεται ως γνήσιος σοφιστής να διδάσκει πώς να εξαπατούν τους δανειστές τους όσοι χρωστούν, (β) Θεσμοφοριάζουσαι, όπου οι γυναίκες αποφασίζουν να σκοτώσουν τον Ευριπίδη, που τις κακολογεί στις τραγωδίες του, και (γ) Βάτραχοι, όπου ο θεός Διόνυσος κατεβαίνει στον Άδη για να αναστήσει έναν από τους τρεις μεγάλους τραγικούς, τον καλύτερο.
Από τις παραπάνω κατηγορίες εξαιρούμε ένα έργο σαν παραμύθι, τους Ὄρνιθες («Πουλιά»), όπου σατιρίζεται η αθηναϊκή ζωή στο σύνολό της, και ο ήρωας, ένας τετραπέρατος Αθηναίος, καταφέρνει με τη βοήθεια των πουλιών να εκθρονίσει τον Δία και να πάρει την πανέμορφη Βασίλεια γυναίκα του.
Τα έργα του Αριστοφάνη ξεχειλίζουν από κωμικές εμπνεύσεις που ξεκινούν από το χοντρό, κοπρολογικό και σεξουαλικό χωρατό και φτάνουν ως την αριστοτεχνική παρατραγωδία και τον πιο λεπτό ειρωνικό υπαινιγμό. Έτσι κανένας θεατής, ούτε οι απλοί αγρότες που συγκεντρώνονταν από τα χωριά της Αττικής να θεατριστούν και να γελάσουν, ούτε οι πιο καλλιεργημένοι και απαιτητικοί αστοί δεν έμεναν παραπονεμένοι. Και πάλι, όλοι μαζί χαίρονταν τα λυρικά μέρη, τα χορικά και τις μονωδίες: τη λυρική πνοή, την υψηλή ποιητική γλώσσα, την ποικιλία των ρυθμών - τη χορογραφία και τη μουσική που μας διαφεύγουν.
Στα διαλογικά μέρη ο Αριστοφάνης χρησιμοποιούσε την καθημερινή γλώσσα της αθηναϊκής αγοράς. Αλλεπάλληλα ήταν τα γλωσσικά αστεία, όχι μόνο τα καθαυτό λογοπαίγνια αλλά και οι παρανοήσεις, η ασυνεννοησία όταν κάποιοι βάρβαροι τσατραπατρίζαν τα ελληνικά, και η διαλεκτική πολυχρωμία.
Όπως το συνήθιζαν οι ποιητές της Παλαιάς κωμωδίας, ο Αριστοφάνης κατονόμαζε και κατηγορούσε με οξύτητα τους ισχυρούς (π.χ. τον Κλέωνα[111]) αλλά και κάθε άλλον που με την εμφάνιση, τον χαρακτήρα και τις πράξεις του έδινε λαβή για διακωμώδηση. Από τη σάτιρά του δε γλίτωναν παρά οι φιλειρηνικοί αγρότες και οι ἱππεῖς, δηλαδή η αριστοκρατική τάξη των παλαιών γαιοκτημόνων, που ο ποιητής τούς θεωρούσε θεματοφύλακες της παραδοσιακής αθηναϊκής αρετής και τους επαινούσε.
Στα σαράντα του χρόνια ο Αριστοφάνης έζησε την κατάλυση και λίγο αργότερα την παλινόρθωση της δημοκρατίας στην Αθήνα, που πια δε θα κατάφερνε να ανακτήσει την παλιά της ακτινοβολία και δύναμη. Τέτοια γεγονότα και αλλαγές φυσικό ήταν να έχουν αντίχτυπο στην πνευματική κίνηση και τη λογοτεχνική παραγωγή. Στα χρόνια που ακολούθησαν ο Αριστοφάνης συνέχισε να συγγράφει, και με τα έργα του εγκαινίασε νέους τρόπους που επιτρέπαν στην κωμωδία να προσαρμοστεί στις καινούργιες συνθήκες και να επιβιώσε.
Από τους σύγχρονους του Αριστοφάνη κωμωδοποιούς σημαντικότερος ήταν ο Εύπολης. Δεκαεφτά χρονών πρωτοπήρε μέρος στους δραματικούς αγώνες, όπου με τις συνολικά 14 συμμετοχές του πέτυχε 7 πρώτες νίκες. Με τον Αριστοφάνη είχε πολλά κοινά: διακωμωδούσαν τα ίδια ή παρόμοια πρόσωπα και φαινόμενα, οι υποθέσεις των κωμωδιών τους έμοιαζαν πολύ και οι κωμικές εμπνεύσεις τους συγγένευαν τόσο ώστε να γεννηθούν υποψίες. Ο Αριστοφάνης τον κατηγόρησε πως «πήρε το πανωφόρι μου κι έφτιαξε τρία παλτουδάκια» (απόσπ. 58 ΚΑ.), και ο Εύπολης απάντησε πως την κωμωδία του Αριστοφάνη «τους Ιππείς μαζί τους γράψαμε με τον φαλακρό, και του τους χάρισα» (απόσπ. 89 ΚΑ.). Από τα έργα του Εύπολη έχουν σωθεί πολλά αποσπάσματα, ανάμεσά τους ένα μεγαλούτσικο, παπυρικό, από την κωμωδία του Δῆμοι (412 π.Χ.), όπου ο Σόλων, ο Μιλτιάδης, ο δίκαιος Αριστείδης και ο Περικλής επιστρέφουν από τον Άδη και ελεεινολογούν την κατάντια της Αθήνας μετά την αποτυχημένη Σικελική εκστρατεία.
Όπως φαίνεται και στον πίνακα, ο 5ος π.Χ. αιώνας ήταν ο αιώνας της μεγάλης ακμής του θεάτρου, ποιοτικά όσο και ποσοτικά. Με τους μετριότερους υπολογισμούς διαπιστώνουμε ότι σε εκατό χρόνια, μόνο στην Αθήνα, στα Μεγάλα Διονύσια και στα Λήναια, παρουσιάστηκαν πάνω από 380 τραγικές τετραλογίες και πάνω από 470 κωμωδίες - όλα μαζί περισσότερα από 1900 δράματα. Από αυτά, ανακεφαλαιώνουμε, μπορούμε σήμερα να διαβάσουμε 7 τραγωδίες του Αισχύλου, 7 τραγωδίες και 1 σατυρικό δράμα του Σοφοκλή, 17 τραγωδίες και 1 σατυρικό δράμα του Ευριπίδη, και 9 κωμωδίες του Αριστοφάνη - 42 όλα κι όλα δράματα. Πάλι καλά, αν σκεφτούμε ότι από τη θεατρική παραγωγή του 4ου αιώνα, ως το 323 π.Χ., μας σώζονται 1 μόνο τραγωδία, και 2 κωμωδίες του Αριστοφάνη.
-------------
110 Το έργο παρουσιάστηκε το 423 π.Χ., χωρίς επιτυχία. Ο Αριστοφάνης το ξανάγραψε, όπως μας σώζεται, αλλά φαίνεται πως δεν το έδωσε να ξαναπαιχτεί.
111 Πρώτη φορά τού επιτέθηκε το 426 π.Χ. στους Βαβυλωνίους. Ο Κλέων εκδικήθηκε καταγγέλλοντάς τον ότι με το έργο του είχε εκθέσει την Αθήνα στους συμμάχους της. Το αποτέλεσμα της δίκης, αν έγινε δίκη, μας είναι άγνωστο, αλλά δύο χρόνια αργότερα ο ποιητής βραβεύτηκε με την κωμωδία Ιππείς, που είχε στόχο να εκθέσει και να ταπεινώσει (ποιον άλλον;) τον Κλέωνα.
Το θέατρο τον 4ο π.Χ αιώνα
Η ήττα της Αθήνας στον Πελοποννησιακό πόλεμο και η συνακόλουθη πτωτική πορεία της αθηναϊκής δημοκρατίας φυσικό ήταν να επηρεάσουν αρνητικά και το θέατρο. Δεν είναι σύμπτωση ότι τόσο στην τραγωδία όσο και στην κωμωδία τα χορικά μέρη, δηλαδή η συμμετοχή και η έκφραση των πολλών, χάνουν βαθμιαία τη σημασία τους και παραμερίζονται ως εμβόλιμα.
Στην Αθήνα οι δραματικοί αγώνες συνεχίζονταν αλλά με εξαιρετικά περιορισμένο πρόγραμμα, όπου περιλαμβάνονταν και επαναλήψεις τραγωδιών των τριών αναγνωρισμένων πια ως μεγάλων τραγικών ποιητών του 5ου π.Χ. αιώνα, κυρίως του Ευριπίδη. Οι νεότεροι ποιητές συμμετείχαν με δύο μόνο τραγωδίες ο καθένας, και το σατυρικό δράμα είχε αυτονομηθεί ως ανεξάρτητο είδος.
Προβληματισμοί και συγκρούσεις δεν είχαν στην τραγωδία του 4ου π.Χ. αιώνα το βάθος και τη συνοχή που είχαν στις προγενέστερες μορφές της. Μόνο μας δείγμα ο Ρῆσος, μια δραματοποίηση της ομηρικής Δολώνειας, όπου κυριαρχεί η ποικιλία, όπου οι δραματικές καταστάσεις διαδέχονται η μια την άλλη παρατακτικά, και όπου, αντίστοιχα, η τραγική ένταση είναι περιστασιακή και κομματιασμένη: «ανάβουν διαρκώς μικρές φωτιές, χωρίς να δημιουργείται κάπου μια πυρκαγιά» (Α. Λέσκι).
Γενικά, στην τραγωδία αυτής της εποχής, το βάρος μετατοπίζεται από τα νοήματα στη ρητορική, από το περιεχόμενο των έργων στη θεατρικότητα των παραστάσεων, από την ουσία στο θέαμα. Κυριαρχούν η εντυπωσιακή σκηνοθεσία και η μαστορική υπόκριση τόσο ώστε δίκαια ο Αριστοτέλης να παραπονιέται ότι στις μέρες του «οι υποκριτές ισχύουν περισσότερο από τους ποιητές» (Ρητορική 1403b).
Στην κωμωδία οι εξελίξεις ήταν διαφορετικές. Η Μέση κωμωδία αποτελούσε μεταβατικό στάδιο ανάμεσα στην παλαιά, που τα χαρακτηριστικά της έτειναν να εξαφανιστούν, και στη Νέα κωμωδία, που τα χαρακτηριστικά της τότε άρχιζαν να σχηματίζονται. Οι αλλαγές είναι κιόλας αισθητές στα δύο έργα του Αριστοφάνη, στις Εκκλησιάζουσες και στον Πλούτο, τα μόνα που μας σώθηκαν από την τεράστια, όπως φαίνεται,[112] παραγωγή της Μέσης κωμωδίας.
Στις Εκκλησιάζουσες (392 π.Χ.), όπου οι γυναίκες συνωμοτούν, παίρνουν την εξουσία στα χέρια τους και επιβάλλουν κοινοκτημοσύνη, ακόμα περισσότερο στον Πλούτο (388 π.Χ.), όπου ο θεός Πλούτος από τυφλός που ήταν ανάβλεψε και αποφάσισε να ανταμείβει τοὺς δικαίους καὶ σοφοὺς καὶ κοσμίους, η πολιτική σάτιρα έχει αντικατασταθεί από την κοινωνική κριτική. Κανένα από τα δύο έργα δεν έχει παράβαση, τα χορικά είναι λιγοστά, και δύο φορές στις Εκκλησιάζουσες διαβάζουμε στα χειρόγραφα την ένδειξη ΧΟΡΟΥ, που σημαίνει ότι ο ποιητής, αντί να γράψει τραγούδι, πρόβλεψε μια ομάδα από χορευτές να παρουσιαστούν στο σημείο αυτό, να τραγουδήσουν κάτι εμβόλιμο, ή και μόνο να χορέψουν και να φύγουν.
Στη Μέση κωμωδία τα επώνυμα προσωπικά πειράγματα χάνουν βαθμιαία τη σφοδρότητα τους, σπανίζουν και τελικά εκλείπουν, όπως και τα τολμηρά κοπρολογικά και σεξουαλικά χωρατά. Αντίθετα, ολοένα και περισσότερο εμφανίζονται και πρωταγωνιστούν τυποποιημένοι κωμικοί χαρακτήρες: κόλακες, εταίρες, μάγειροι, δούλοι τετραπέρατοι, σαν τον Καρίωνα του αριστοφανικού Πλούτου, κ.ά. Από θεματική άποψη, οι ποιητές της Μέσης κωμωδίας ευνοούν τη διακωμώδηση των μύθων, σατιρίζουν φιλόσοφους και λογοτέχνες, και εγκαινιάζουν τα ερωτικά θέματα που θα κυριαρχήσουν αργότερα στις υποθέσεις της Νέας κωμωδίας.
Χαρακτηριστική για τις θεατρικές εξελίξεις είναι η δράση ενός σημαντικού πολιτικού και ρήτορα, του Λυκούργου. Γύρω στα 330 π.Χ. ο Λυκούργος ολοκλήρωσε την κατασκευή του Διονυσιακού θεάτρου, που πια δεν ήταν ξύλινο αλλά πέτρινο.[113] Ο ίδιος φρόντισε και να καταγραφούν επίσημα, για να περισωθούν, τα αυθεντικά κείμενα των τριών μεγάλων τραγικών ποιητών, που σκηνοθέτες και υποκριτές είχαν τα χρόνια εκείνα την τάση να τα παραλλάζουν προσθέτοντας ή αφαιρώντας στίχους, ή και ολόκληρες σκηνές. Ευεργετικές και οι δύο κινήσεις του Λυκούργου· όμως από μιαν άποψη το παγιωμένο θέατρο και τα κωδικοποιημένα κείμενα επισφραγίζουν το οριστικό τέλος της τραγωδίας.
---------
112 Γνωστοί μάς είναι πάνω από 600 τίτλοι κωμωδιών και 49 ονόματα ποιητών, που για μερικούς παραδίδεται ότι έγραψαν περισσότερα από 200 έργα ο καθένας!
113 Έχει προηγηθεί, γύρω στα 470 π.Χ., η οικοδόμηση του θεάτρου της Μεγαλόπολης, ίσως και του θεάτρου της Επιδαύρου.
Πεζογραφία
Την Κλασική εποχή, αντίθετα με την ποίηση, που χάνει βαθμιαία τη δύναμή της, η πεζογραφία αναπτύσσεται, μεστώνει και υπηρετεί, μόνη αυτή, τις περιοχές του λόγου που ακμάζουν: τη ρητορεία και τη ρητορική, την ιστοριογραφία, τη φιλοσοφία και τις επιστήμες.
Ρητορεία και ρητορική
Ρητορεία είναι η έμφυτη ή επίκτητη ικανότητα του ανθρώπου να διαμορφώνει τον προφορικό του λόγο με τρόπο ευχάριστο και πειστικό. Στη γραμματολογία εξετάζουμε τους λόγους που σώθηκαν καταγραμμένοι, τους ρήτορες που τους είχαν συνθέσει και όλες τις σχετικές πληροφορίες.
Ρητορική, ή πληρέστερα ρητορική τέχνη, είναι ένα σύνολο οδηγιών ή κανόνων που μπορούν να διδαχτούν και που όποιος τους ακολουθήσει έχει πολλές πιθανότητες να επιτύχει ως ρήτορας. Στη γραμματολογία εξετάζουμε τις οδηγίες και τους κανόνες που σώθηκαν καταγραμμένοι, τους ρητοροδιδάσκαλους που τους κατάγραψαν και όλες τις σχετικές πληροφορίες.
Τα πρώτα δείγματα ρητορείας τα συναντούμε στα ομηρικά έπη, όταν π.χ. μιλά ο γερο-Νέστορας, «ο γλυκομίλητος αγορητής […], που πιο γλυκά απ᾽ το μέλι ανάβρυζαν τα λόγια του απ᾽ το στόμα» (Α 248-9), ή όταν ο Φοίνικας, ο Οδυσσέας και ο Αίαντας προσπαθούν, καθένας με τον τρόπο του, να πείσουν τον Αχιλλέα να παραμερίσει τον θυμό του και να επιστρέψει στις μάχες (I 222-605).
Τα πρώτα δείγματα ρητορικής γνώσης και διδασκαλίας τα συναντούμε πάλι στην Ιλιάδα, όταν ο Αντήνορας περιγράφει πώς μιλούσαν ο Μενέλαος και ο Οδυσσέας στην πρώτη πρεσβεία των Αχαιών στην Τροία (Γ 212-24), και ακόμα όταν ο παιδαγωγός του Αχιλλέα, ο Φοίνικας, ισχυρίζεται πως είχε εντολή να τον «διδάξει» όχι μόνο να πολεμά, αλλά και «να μιλεί στη σύναξη» (I 443).
Οι αρχαίοι πίστευαν πως η ρητορική τέχνη είχε τις ρίζες της στη Σικελία, στις δημοκρατικές Συρακούσες, όπου ο Κόρακας και ο μαθητής του Τισίας επινόησαν τη διαίρεση κάθε λόγου σε προοίμιο, διήγηση, αποδείξεις και επίλογο, και μελέτησαν ορισμένους αποδεικτικούς τρόπους, τις έντεχνες πίστεις και τα επιχειρήματα. Στους ίδιους αποδίδεται και ο ορισμός ρητορική ἐστι πειθοῦς δημιουργός.
ΚΟΡΑΚΑΣ ΚΑΙ ΤΙΣΙΑΣ
Παρουσιάστηκε μια μέρα ο νεαρός Τισίας στον Κόρακα, που δίδασκε τη ρητορική τέχνη, και του είπε: «Δάσκαλε, χρήματα να σε πληρώσω δεν έχω· ωστόσο, αν με δεχτείς μαθητή, θα σου τη δώσω την αμοιβή σου αν κερδίσω την πρώτη μου δίκη.» Συμφώνησαν, αλλά όταν τελείωσαν τα μαθήματα, ο Τισίας δεν ασκούσε την τέχνη, και ο Κόρακας, που έμενε απλήρωτος, τον πήγε στο δικαστήριο.
Μίλησε πρώτος ο Κόρακας και είπε ότι τα χρήματά του πρέπει να τα πάρει οπωσδήποτε: αν κερδίσει τη δίκη, γιατί θα τον έχουν δικαιώσει οι δικαστές· αν τη χάσει, γιατί ο μαθητής του θα έχει κερδίσει την πρώτη του δίκη, και θα πρέπει, όπως συμφώνησαν, να τον πληρώσει.
Πήρε μετά τον λόγο ο Τισίας και είπε ότι σε καμία περίπτωση δε θα χρειαστεί να πληρώσει: αν κερδίσει τη δίκη, δε θα χρωστά, γιατί οι δικαστές τον δικαίωσαν· αν τη χάσει, δε θα χρωστά, γιατί δεν κέρδισε την πρώτη του δίκη.
Σε αδιέξοδο οι δικαστές, περιορίστηκαν να πουν παροιμιακό λόγο, ότι κακοῦ κόρακος κακὸν ᾠόν.
Ο Τισίας ήταν και αυτός μέλος της πρεσβείας των Λεοντίνων που με ηγέτη τον Γοργία επισκέφτηκαν την Αθήνα το 427 π.Χ., τότε που η σικελική ρητορική παράδοση είδαμε να μεταφυτεύεται στον ελλαδικό χώρο, όπου ήταν γραφτό να ριζώσει. Φορείς της δεν ήταν βέβαια μόνο οι σοφιστές. Ρητοροδιδάσκαλοι ήταν στα κλασικά χρόνια και ρήτορες σαν τον Αντιφώντα και τον Ισοκράτη, και φιλόσοφοι σαν τον Αριστοτέλη, που ένα από τα σπουδαιότερα συγγράμματά του είναι η Ρητορική.
Ο Αριστοτέλης (Ρητορική 1.3) καθιέρωσε την κατάταξη των λόγων σε τρία γένη:
(α) στο συμβουλευτικό γένος ανήκουν οι λόγοι που εκφωνούνται στην εκκλησία του δήμου ή σε άλλες, όχι απαραίτητα πολιτικές, συγκεντρώσεις·
(β) στο δικανικό γένος ανήκουν οι λόγοι που εκφωνούνται από τους διαδίκους στα δικαστήρια - και ήταν συνηθισμένο φαινόμενο πολίτες που δεν εμπιστεύονταν τις ρητορικές τους ικανότητες να αναθέτουν σε κάποιον επαγγελματία λογογράφο[114] να τους ετοιμάσει ένα λόγο, που τον αποστήθιζαν για να τον απαγγείλουν οι ίδιοι στο δικαστήριο·
(γ) στο επιδεικτικό γένος ανήκουν λόγοι συνθεμένοι είτε για να ακουστούν σε διάφορες κοινωνικές εκδηλώσεις (σε γιορτές, σε υποδοχές, σε επιμνημόσυνες τελετές κλπ.), είτε για να κυκλοφορήσουν γραπτά, να διαδώσουν τις ιδέες και να επιδείξουν τη μαστοριά του συγγραφέα τους - συχνά και για να χρησιμέψουν ως διδακτικό υπόδειγμα.
Σε γραπτή μορφή, αναθεωρημένη και συμπληρωμένη, κυκλοφορούσαν και συμβουλευτικοί λόγοι, καθώς συχνά οι πολιτικοί ρήτορες δημοσίευαν τις σημαντικότερες δημηγορίες τους θέλοντας και οι συγκεκριμένες προτάσεις τους και η ρητορική τους δεινότητα να γίνουν όσο το δυνατό περισσότερο γνωστές. Το ίδιο ισχύει και για πολλούς δικανικούς λόγους, που οι λογογράφοι συνήθιζαν να τους κυκλοφορούν ως δείγμα της ικανότητάς τους να υποστηρίζουν με επιτυχία τις θέσεις των πελατών τους.
Παρ᾽ όλα αυτά, οι λόγοι που μας σώθηκαν από τον 5ο π.Χ. αιώνα είναι ελάχιστοι. Ξέρουμε ότι ο Θεμιστοκλής, ο Κίμων και άλλοι πολιτικοί ήταν λαμπροί ρήτορες· είναι μαρτυρημένο ότι ο Περικλής, όταν μιλούσε, «άστραφτε και βροντούσε και συντάραζε την Ελλάδα» (Αριστοφάνης)· όμως από τους λόγους που εκφωνήθηκαν την Πεντηκονταετία δε σώζεται ούτε ένας.[115] Τα πρωιμότερα δείγματα ρητορείας που έχουμε είναι οι Τετραλογίες του Αντιφώντα.
ΑΝΤΙΦΩΝ (περ. 480-411 π.Χ.)
Ο Αντιφών, Αθηναίος από τον Ραμνούντα, ήταν συνάμα λογογράφος και δάσκαλος της ρητορικής.[116] Ο Θουκυδίδης, που ήταν μαθητής του, τον χαρακτήρισε εξαιρετικά ενάρετο, «δυνατό μυαλό και άριστο στη διατύπωση της σκέψης του» (8.68, μετάφρ. Α. Βλάχου). Ολιγαρχικός από πεποίθηση, ο Αντιφών πήρε το 411 π.Χ. ενεργό μέρος στο αποτυχημένο κίνημα για την κατάλυση της δημοκρατίας, δικάστηκε, «απολογήθηκε καλύτερα από κάθε άλλον», αλλά καταδικάστηκε σε θάνατο ως προδότης και το σώμα του ρίχτηκε άταφο έξω από τα σύνορα της Αττικής (Βίος).
Οι τρεις Τετραλογίες, γραμμένες πριν από το 420 π.Χ., δεν είναι πραγματικοί δικανικοί λόγοι αλλά απλά υποδείγματα, δημοσιευμένα στο πλαίσιο της Ρητορικής τέχνης που ο Αντιφών είχε γράψει για τους μαθητές του. Αφορούν φανταστικές υποθέσεις φόνου, και το χαρακτηριστικό τους είναι ότι ο ίδιος είχε συνθέσει και τις τέσσερις αγορεύσεις: την πρωτολογία και τη δευτερολογία τόσο του κατήγορου όσο και του κατηγορούμενου, που βέβαια καθένας τους στόχο είχε να ανατρέψει τα επιχειρήματα του άλλου.[117]
Υποθέσεις φόνου αφορούν και οι τρεις γνήσιοι δικανικοί λόγοι του Αντιφώντα που έχουν σωθεί. Το ύφος τους είναι αυστηρό και λιτό, η δομή τους ξεκάθαρη, οι φράσεις ισοζυγιασμένες. Σπουδαιότερη αρετή τους (όπως και στις Τετραλογίες) είναι η ευρηματική και επιδέξια επιχειρηματολογία, που συχνά βασίζεται στις πιθανότητες, σε αυτό που οι αρχαίοι ονόμαζαν εἰκός.
Η δίκη και η καταδίκη του Αντιφώντα δεν ήταν παρά μία από τις πολλές πολιτικές δίκες που προκάλεσαν οι ιδεολογικές συγκρούσεις, οι φανατισμοί, οι ταραχές και οι αλλεπάλληλες μεταπολιτεύσεις της Αθήνας. Οι αγορεύσεις που ακούστηκαν σε αυτές τις δίκες παρουσιάζουν, όπως και κάθε άλλος πολιτικός λόγος, ξεχωριστό ενδιαφέρον, ιδιαίτερα όταν ο ρήτορας ήταν ο ίδιος κατήγορος ή κατηγορούμενος.
ΑΝΔΟΚΙΔΗΣ (περ. 440-390 π.Χ.)
Η ζωή του ήταν πολυτάραχη. Είκοσι πέντε χρονών κατηγορήθηκε ότι ως μέλος ολιγαρχικής εταιρείας πήρε μέρος στο σκάνδαλο των Ερμοκοπιδών και στη διακωμώδηση των Ελευσινίων Μυστηρίων. Από την πρώτη κατηγορία κατόρθωσε να ξεφύγει· η δεύτερη όμως τον οδήγησε στην εξορία. Προσπάθησε συχνά να επιστρέψει στην Αθήνα (σώζεται ένας λόγος του Περὶ τῆς ἑαυτοῦ καθόδου[118]), αλλά δεν τα κατάφερε. Να επαναπατριστεί μπόρεσε μόνο μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας, το 403 π.Χ., όταν δόθηκε γενική αμνηστία. Τρία χρόνια αργότερα βρέθηκε πάλι κατηγορούμενος για ασέβεια. Τότε εκφώνησε τον λόγο Περὶ τῶν μυστηρίων, αθωώθηκε και συνέχισε να πολιτεύεται. Το 392 π.Χ. πήρε μέρος σε διπλωματική αποστολή στη Σπάρτη· όμως ο απολογισμός και οι προτάσεις του στην εκκλησία του δήμου (δημοσιευμένες με τον τίτλο Περὶ τῆς πρὸς Λακεδαιμονίους εἰρήνης) δεν έγιναν δεκτές από τους Αθηναίους, που προτίμησαν να καταδικάσουν τους αποσταλμένους τους σε θάνατο. Για να αποφύγουν την εκτέλεση, τα μέλη της πρεσβείας δραπέτευσαν, και τα ίχνη του Ανδοκίδη χάθηκαν στην εξορία.
Ο Ανδοκίδης δε φαίνεται να είχε ρητορική προπαιδεία. Οι λόγοι του δεν ακολουθούν τους κανόνες της τέχνης· έχουν όμως αυθορμητισμό, αφηγηματική ζωντάνια, αβίαστη ροή και απλή γλώσσα.
Ο Αριστοφάνης κατηγορούσε στις κωμωδίες του τους Αθηναίους ότι άλλο δεν κάνουν από το να δικάζουν και να δικάζονται: «τα τζιτζίκια», έγραψε, «ένα δυο μήνες μόνο τραγουδούν στα κλαδιά· όμως οι Αθηναίοι αδιάκοπα, όλη τους τη ζωή τραγουδούν στα δικαστήρια» (Όρνιθες 39-41). Είχε δίκιο, και δικανικοί λόγοι από ιδιωτικές δίκες μάς σώθηκαν πολλοί.
ΛΥΣΙΑΣ (περ. 445-380 π.Χ.)
Ο Λυσίας ήταν γιος του Κέφαλου, πλούσιου επιχειρηματία που καταγόταν από τις Συρακούσες, αλλά είχε προτιμήσει να ζει στην Αθήνα ως μέτοικος, φίλος του Περικλή και του Σωκράτη. Ο ίδιος έζησε αρκετά χρόνια στους Θούριους της Κάτω Ιταλίας, όπου λένε πως μαθήτεψε στον Τισία, αλλά τελικά γύρισε στην Αθήνα και εργάστηκε ως ρητοροδιδάσκαλος και λογογράφος.
Το 404 π.Χ. η πατρική περιουσία δημεύτηκε και ο αδελφός του Πολέμαρχος θανατώθηκε από τους τριάκοντα τυράννους· έτσι, μετά την παλινόρθωση της δημοκρατίας ο Λυσίας εκφώνησε έναν από τους ωραιότερους λόγους του, τον Κατὰ Ἐρατοσθένους, εναντίον του Ερατοσθένη, του τυράννου που είχε συλλάβει τον αδελφό του.
Από τους 35 συνολικά λόγους που μας σώθηκαν με το όνομά του[119] ξεχωρίζουμε τον Κατὰ σιτοπωλῶν, όπου κατηγορεί ορισμένους σταρέμπορους ότι αγοράζουν μεγάλες ποσότητες για να ανεβάσουν αργότερα τις τιμές· τον Ὑπὲρ τοῦ ἀδυνάτου, όπου ένας ανάπηρος υπερασπίζεται, με πάθος αλλά και με χιούμορ, το δικαίωμά του να εισπράττει «κοινωνικό επίδομα» από την πολιτεία· τέλος την Ὑπέρ τοῦ Ἐρατοσθένους φόνου ἀπολογίαν, όπου ένας αγρότης, ο Ευφίλητος, κατηγορείται ότι με πονηριά έστειλε στο σπίτι του τον Ερατοσθένη, εραστή της γυναίκας του, για να τους πιάσει στο κρεβάτι και να τον σκοτώσει - αλλά φυσικά στην απολογία του το αρνείται.
Ο Διονύσιος από την Αλικαρνασσό, που είχε στη διάθεσή του και μελέτησε πάνω από 230 λόγους του Λυσία, τον χαρακτηρίζει «άριστο κανόνα της αττικής γλώσσας»· επαινεί την ικανότητά του να διαγράφει χαρακτήρες και να διηγείται με ζωντάνια, και ακόμα υπογραμμίζει το απλό λεξιλόγιο, τη φυσικότητα, την πειστικότητα και τη χάρη των λόγων του - αρετές που και εμείς δε μπορούμε παρά να τις επιβεβαιώσουμε.
Οι δικανικοί λόγοι μάς βοηθούν να γνωρίσουμε το σύστημα απονομής δικαίου: τα αδικήματα, τους νόμους, τις ποινές, τη δικονομική τάξη κλπ.· και ακόμα αποκαλύπτουν πλήθος λεπτομέρειες της καθημερινής ζωής, όταν αφορούν ιδιωτικές υποθέσεις, και της δημόσιας ζωής, όταν αφορούν υποθέσεις δημόσιες. Διαφορετικά πεδία φωτίζουν ορισμένοι επιδεικτικοί λόγοι, συνθεμένοι από σημαντικές προσωπικότητες που εκθέτουν τις απόψεις τους σε καίρια θέματα με πανελλήνιο ενδιαφέρον. Παράδειγμα οι πολλοί επιδεικτικοί λόγοι του Ισοκράτη.
ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ (436-338 π.Χ.)
Ο Ισοκράτης, Αθηναίος από πλούσιο σπίτι, μαθήτεψε στον Πρόδικο και στον Γοργία. Μετά την ήττα της Αθήνας, έχοντας χάσει ένα μέρος από την περιουσία του εργάστηκε για ένα διάστημα ως λογογράφος. Αργότερα, ακολουθώντας την πραγματική του κλίση ίδρυσε ρητορική σχολή και δίδαξε για περισσότερα από πενήντα χρόνια. Η σχολή του, ανταγωνιστική της πλατωνικής Ακαδημίας, είχε μεγάλη επιτυχία: διάσημοι μαθητές της ήταν ο Νικοκλής, γιος του βασιλιά της Κύπρου Ευαγόρα, ο Σπεύσιππος, που διαδέχτηκε τον Πλάτωνα στην ηγεσία της Ακαδημίας, ο Θεόπομπος και ο Έφορος, οι ιστορικοί, και από τους νεότερους ρήτορες ο Ισαίος, ο Λυκούργος και ο Υπερείδης.
Παράλληλα με τη διδασκαλία του ο Ισοκράτης δημοσίευσε μια σειρά από επιδεικτικούς λόγους με πολιτικό περιεχόμενο και τίτλους όπως Πανηγυρικός, Ἀρεοπαγιτικός, Περὶ εἰρήνης, Παναθηναϊκός, Πλαταϊκός κ.ά. Παρακολουθούσε τις εξελίξεις, έβλεπε πως ο ελληνικός κόσμος, κομματιασμένος καθώς ήταν, δε θα μπορούσε να ορθώσει ανάστημα απέναντι στην Περσία, και καλλιεργούσε με θέρμη την ιδέα της πανελλήνιας σύμπραξης, όπως την είχε διατυπώσει πρώτος ο δάσκαλός του ο Γοργίας. Αρχικά υποστήριζε ότι ο ηγετικός ρόλος ανήκε δικαιωματικά στην Αθήνα και τη Σπάρτη, για το δοξασμένο τους παρελθόν. Αργότερα αναγνώρισε ότι την ηγεσία της πανελλήνιας κίνησης εναντίον των Περσών μπορούσε να την αναλάβει και ο Φίλιππος της Μακεδονίας. Επιδεικτικές σε πολιτικά θέματα ήταν και οι Επιστολές που ο Ισοκράτης έστελνε σε σημαίνοντα πρόσωπα (το Διονύσιο των Συρακουσών, τον Φίλιππο, τον μακεδόνα στρατηγό Αντίπατρο κ.ά.), και που ο ίδιος φρόντιζε να αντιγραφούν και να κυκλοφορήσουν. Μας σώθηκαν εννιά, αλλά σίγουρα δεν είναι όλες δικές του.
Από τα υπόλοιπα έργα ενδιαφέρον παρουσιάζουν (α) δύο επιδεικτικοί λόγοι, Ἑλένη και Βούσιρις, όπου ο Ισοκράτης επισημαίνει λάθη των ομότεχνών του και παραθέτει δικά του υποδείγματα ρητορικών ασκήσεων: ένα εγκώμιο της ωραίας Ελένης και μιαν απολογία του Βούσιρη, του αιγύπτιου βασιλιά που θυσίαζε τους ξένους στον Δία· (β) δύο ακόμα επιδεικτικοί λόγοι, ο προγραμματικός Κατὰ τῶν σοφιστῶν (390; π.Χ.) και ο αυτοβιογραφικός Περὶ ἀντιδόσεως (354 π.Χ.), που περιέχουν τις απόψεις του για τη σωστή αγωγή των νέων, όπως την ασκούσε στη σχολή του. Αποκηρύσσοντας τις ρευστές και αντιφατικές προτάσεις των σοφιστών όσο και τις καθαρά θεωρητικές αναζητήσεις του Πλάτωνα, ο Ισοκράτης υπογράμμιζε την παιδευτική αξία της ρητορικής, που την ταύτιζε με τη φιλοσοφία. Η αγωγή του λόγου πίστευε ότι διαπλάθει την προσωπικότητα και βοηθά πραγματικά «να κυβερνήσει κανείς σωστά το σπιτικό του και τα κοινά της πολιτείας» (Περὶ Ἀντιδόσεως 285). Η καθολική σημασία που έδινε στη μόρφωση φανερώνεται όταν κρίνει ότι «πιο πολύ ονομάζονται Έλληνες όσοι μετέχουν στην παιδεία μας παρά όσοι έχουν την ίδια με εμάς φυσική καταγωγή.»[120]
Εξαιρετικά επιτηδευμένο, το ύφος του Ισοκράτη διαφέρει πολύ από το λιτό και φυσικό ύφος του Λυσία. Το χαρακτηρίζουν μακρόσυρτες περίοδοι, φορτωμένες με δευτερεύουσες προτάσεις. Είναι αρχιτεκτονημένες με προσοχή, οργανωμένες με αντιστοιχίες και αντιθέσεις, ισόκωλα, ομοιόαρκτα και ομοιοτέλευτα - γοργίεια σχήματα στην υπηρεσία της συνθετικής σκέψης.
Μαθητής του Ισοκράτη παραδίδεται πως ήταν ο Ισαίος (περ. 415-340 π.Χ.), που καταγόταν από τη Χαλκίδα, αλλά προτίμησε να ζήσει ως ρητοροδιδάσκαλος και λογογράφος στην Αθήνα. Μας σώζονται δώδεκα από τους λόγους του, όλοι δικανικοί, για κληρονομικές υποθέσεις. Το ύφος του είναι σχετικά απλό και η σύνθεση φροντισμένη. Μαχητικότερος από τους προηγούμενους λογογράφους, ο Ισαίος είναι ο πρώτος που βλέπουμε να επιτίθεται με σφοδρότητα, καμιά φορά και με ανοίκειες ύβρεις και υπαινιγμούς, στους αντιδίκους.
ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ (περ. 390-325 π.Χ.)
Αθηναίος πολιτικός και ρήτορας, μαθητής του Ισοκράτη και του Πλάτωνα. Σε μεγάλη ηλικία, μετά τη μάχη της Χαιρώνειας, διαχειρίστηκε με επιτυχία τα οικονομικά της Αθήνας, δυνάμωσε τον στόλο, ενίσχυσε τα τείχη και στόλισε την πολιτεία με αρχιτεκτονικά μνημεία.
Αριστοκράτης από καταγωγή, ο Λυκούργος ήταν ένθερμος πατριώτης, με αντιμακεδονική δράση, ζηλωτής και πρόμαχος της προγονικής αρετής. Στον μοναδικό λόγο που σώζεται, από τους δεκατέσσερις που ξέρουμε πως είχε γράψει, κατηγορεί, με υπέρμετρη αυστηρότητα, ως προδότη κάποιον Λεωκράτη, επειδή είχε εγκαταλείψει, μετά την ήττα στη Χαιρώνεια, την Αθήνα από φόβο πως θα την έπαιρναν οι Μακεδόνες.
Ο Διονύσιος από την Αλικαρνασσό χαρακτηρίζει το ύφος του «διογκωμένο, μεγαλόστομο και επίσημο […]· όχι όμως κομψό, ούτε ευχάριστο, αλλά δυναμικό» (Περί μιμήσεως, απόσπ. 6).
Όπως ο Λυκούργος, έτσι και όλοι όσοι τα χρόνια εκείνα πολιτεύονταν ήταν αναγκασμένοι να πάρουν θέση απέναντι στη ραγδαία επέκταση των Μακεδόνων και στις ηγετικές βλέψεις του Φιλίππου. Στην Αθήνα σχηματίστηκαν δύο παρατάξεις: η φιλομακεδονική, όσων έκριναν ότι η πόλη τους έπρεπε να δεχτεί την πραγματικότητα και να συνεργαστεί με τον μακεδόνα βασιλιά, και η αντίθετή της, που θεωρούσε εξαρχής εχθρό τον Φίλιππο και πίστευε πως η Αθήνα έπρεπε και ήταν σε θέση να τον αντιστρατευτεί με επιτυχία. Την πρώτη άποψη υποστήριζαν ο Αισχίνης, ο Δημάδης και ο Δείναρχος, τη δεύτερη ο Λυκούργος, ο Υπερείδης και πάνω απ᾽ όλους ο Δημοσθένης.
ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ (384-322 π.Χ.)
Ο διασημότερος αθηναίος ρήτορας γεννήθηκε στην Παιανία, μαθήτεψε στον Ισαίο, και μελέτησε το έργο του Θουκυδίδη, του Πλάτωνα και των παλαιότερων του ρητόρων. Γρήγορα ξεπέρασε ορισμένα προβλήματα που είχε με τη φωνή του και εικοσάχρονος ξεκίνησε μια σειρά από δίκες ζητώντας να ανακτήσει την περιουσία του πατέρα του, που είχε πεθάνει όταν ο ίδιος ήταν επτά χρονών, και οι διαχειριστές την είχαν διασπαθίσει. Για ένα διάστημα ρητοροδιδάσκαλος και λογογράφος, ύστερα λογογράφος και πολιτικός, ο Δημοσθένης έζησε μια ζωή γεμάτη αγώνες, ιδιωτικούς και δημόσιους.
Οι Αθηναίοι τού αναθέσαν σημαντικά αξιώματα, τον χρησιμοποίησαν συχνά σε διπλωματικές αποστολές και τον ετίμησαν πολύ. Ωστόσο, στα εξήντα του χρόνια κατηγορήθηκε για συμμετοχή σε οικονομικό σκάνδαλο, φυλακίστηκε, δραπέτευσε, τα κατάφερε να ξαναγυρίσει - αλλά πάλι, όταν μετά τον θάνατο του Μεγαλέξανδρου ο Αντίπατρος προχωρούσε να καταλάβει την Αθήνα, ο Δημοσθένης, που είχε καταφύγει στον Πόρο, αντί να συλληφθεί προτίμησε να αυτοκτονήσει.
Ως πολιτικός ο Δημοσθένης δεν έπαψε ποτέ να αντιδρά στα σχέδια και τις κινήσεις πρώτα του Φιλίππου, ύστερα του Μεγαλέξανδρου, και να αντιπολιτεύεται τους φιλομακεδόνες πολιτικούς της Αθήνας. Οι συμβουλευτικοί του λόγοι που σώθηκαν είναι πολλοί (τρεις Φιλιππικοί, τρεις Ὀλυνθιακοί, ο Ὑπὲρ Μεγαλοπολιτῶν, ο Ὑπὲρ τῆς Ροδίων ἐλευθερίας, ο Περὶ εἰρήνης κ.ά.), όπως πολλοί είναι και οι δικανικοί του λόγοι που σώθηκαν και αφορούν πολιτικές διώξεις: ο Πρὸς Λεπτίνην, ο Κατὰ Ἀριστοκράτους κ.ά. Στην ίδια κατηγορία ανήκουν και ο Περὶ τῆς παραπρεσβείας και ο Περὶ τοῦ στεφάνου, λόγοι σημαντικοί που καθρεφτίζουν την προσωπική σύγκρουση του Δημοσθένη με τον Αισχίνη, τον κυριότερο φιλομακεδόνα πολιτικό του αντίπαλο. Στην πρώτη περίπτωση ήταν ο Δημοσθένης που κατηγόρησε τον Αισχίνη ότι το 346 π.Χ στις συνομιλίες με τον Φίλιππο είχε παραπρεσβεύσει, δηλαδή ότι είχε δωροδοκηθεί να βλάψει τα αθηναϊκά συμφέροντα. Η κατηγορία δε μπορούσε να αποδειχτεί, και ο Αισχίνης αθωώθηκε. Στη δεύτερη περίπτωση ο Αισχίνης κατηγόρησε τον Κτησιφώντα, που το 336 π.Χ. πρότεινε η πόλη να στεφανώσει τον Δημοσθένη «για τη συνολική αρετή του και για την εύνοια που έδειχνε στην πολιτεία». Η πρόταση είχε νομικά ψεγάδια, αλλά ο Δημοσθένης βρήκε την ευκαιρία να αγορεύσει ως συνήγορος και να ξετυλίξει ολόκληρη την πατριωτική του δράση, που φυσικά άξιζε κάθε τιμή. Ο Αισχίνης ηττήθηκε κατά κράτος και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αθήνα.
Συνολικά, από τα έργα του Δημοσθένη σώζονται 11 λόγοι συμβουλευτικοί, 27 δικανικοί, ένας επιδεικτικός Επιτάφιος για τους νεκρούς της μάχης στη Χαιρώνεια, που ίσως να μην είναι δικός του,[121] 6 Επιστολές με πολιτικό περιεχόμενο, γραμμένες στα χρόνια της αυτοεξορίας του, και μια συλλογή από Προοίμια, ρητορικές εισαγωγές που μπορούν να χρησιμοποιηθούν με επιτυχία σε πολλούς λόγους.
Το ύφος του Δημοσθένη δε χαρακτηρίζεται εύκολα, καθώς η έμφυτη ρητορική του δεινότητα τον οδηγούσε να αλλάζει συνεχώς τρόπους, ακόμα και μέσα στον ίδιο λόγο: απλές καθημερινές εκφράσεις εναλλάσσονται με τολμηρές μεταφορές, μακρές περίτεχνες περίοδοι με ελλειπτικές κοφτές προτάσεις, ρητορικές ερωτήσεις με συλλογισμούς, άγριες προσωπικές επιθέσεις, κοροϊδίες και εκρήξεις αγανάκτησης με στρωτές αφηγήσεις και εξάρσεις πατριωτικές· τεχνική και πάθος συνεργάζονται, με αποτέλεσμα οι λόγοι του Δημοσθένη να κυλούν πότε σαν ήρεμο ποτάμι πότε σαν ορμητικός χείμαρρος.
Δεν μπορούμε βέβαια να μαντέψουμε τι θα συνέβαινε, αν οι Αθηναίοι είχαν σε κάθε περίπτωση ακολουθήσει τις συμβουλές του Δημοσθένη· μπορούμε όμως να διαπιστώσουμε ότι παρ᾽ όλο τον φλογερό πατριωτισμό του, παρ᾽ όλη τη ρητορική του δεινότητα και τις έγκαιρες προειδοποιήσεις του, ο Δημοσθένης δε θα μπορούσε να σταματήσει ιστορικές εξελίξεις που είχαν προετοιμαστεί από καιρό. Δεν έχει δίκιο ο άγνωστός μας ποιητής που έγραψε ότι
Εἴπερ ἴσην ῥώμην γνώμῃ, Δημόσθενες, εἶχες,
οὔποτ᾽ ἂν Ἑλλήνων ἦρξεν Ἄρης Μακεδών.[122]
Δύο φορές σε ολόκληρη την αρχαιοελληνική γραμματεία τυχαίνει από μια δίκη να μας σώζονται και ο λόγος του κατήγορου (κατηγορία) και ο λόγος του κατηγορούμενου (απολογία). Και τις δύο φορές πρόκειται για πολιτικές δίκες με αντιπάλους τον Δημοσθένη και τον Αισχίνη: στην κατηγορία Περὶ τῆς παραπρεσβείας του Δημοσθένη αντιστοιχεί η ομότιτλη απολογία του Αισχίνη, και στην κατηγορία Κατὰ Κτησιφῶντος του Αισχίνη αντιστοιχεί η απολογία Περὶ τοῦ στεφάνου του Δημοσθένη. Μάταια όμως θα περιμέναμε να δούμε στις απολογίες να αναιρούνται τα δεδομένα και τα επιχειρήματα των κατηγοριών. Και οι δύο ρήτορες έδωσαν να κυκλοφορήσουν οι πρωτολογίες τους, όπως τις είχαν ετοιμάσει πριν από τη δίκη, όταν μόνο να μαντέψουν μπορούσαν τι πάνω κάτω θα ισχυριζόταν ο αντίδικός τους.[123]
ΑΙΣΧΙΝΗΣ (περ. 390-322 π.Χ.)
Ο Αισχίνης ήταν από καλή αθηναϊκή οικογένεια που όμως με τον πόλεμο είχε φτωχύνει. Ο πατέρας του δούλεψε ως δάσκαλος, η μητέρα του ως διακόνισσα σε μυσταγωγίες, και ο μικρός Αισχίνης τούς παραστεκόταν. Αργότερα δοκίμασε, χωρίς επιτυχία, να σταδιοδρομήσει ως ηθοποιός, εργάστηκε για ένα διάστημα ως γραμματέας, πήρε μέρος και διακρίθηκε σε πολεμικές επιχειρήσεις, κέρδισε την εμπιστοσύνη του Εύβουλου, ηγέτη όσων πίστευαν ότι η Αθήνα δεν έπρεπε να εναντιωθεί στους Μακεδόνες, και τελικά αφοσιώθηκε στην πολιτική. Η διφορούμενη στάση του, όταν ως πρεσβευτής πήρε μέρος στις συνεννοήσεις για την ειρήνη του 336 π.Χ., προκάλεσε τη δίωξή του από τον Δημοσθένη. Αθωώθηκε, αλλά όταν αργότερα θέλησε να ανταποδώσει, καταγγέλλοντας ως παράνομη την πρόταση να στεφανωθεί ο Δημοσθένης τιμητικά, κατατροπώθηκε, εγκατάλειψε την Αθήνα και πέθανε εξόριστος στη Ρόδο.
Ο Αισχίνης είχε σίγουρα το χάρισμα της ευγλωττίας· όμως δεν ήταν σπουδαγμένος ρήτορας ούτε λογογράφος. Οι τρεις λόγοι του που σώθηκαν, ίσως μόνο χάρη στη διένεξή του με τον Δημοσθένη, έχουν αρετές: σαφήνεια, παραστατικότητα, μεγαλοπρέπεια, χιούμορ κ.ά.· δε δικαιολογούν όμως την υπερβολική εκτίμηση που του είχαν οι μεταγενέστεροι, ιδιαίτερα οι αττικιστές.
ΥΠΕΡΕΙΔΗΣ (389-322 π.Χ.)
Αθηναίος, μαθητής του Ισοκράτη, λογογράφος και πολιτικός, καλοφαγάς και γλεντοκόπος. Από τους 50 και παραπάνω λόγους που παραδίδεται ότι είχε γράψει διασώθηκαν σε παπυρικά ευρήματα σχεδόν ολόκληροι οι έξι: πέντε δικανικοί για ιδιωτικές και δημόσιες υποθέσεις και ένας επιδεικτικός Επιτάφιος για τους νεκρούς του Λαμιακού πολέμου.
Ο συγγραφέας της διατριβής Περὶ ὕψους τον παραβάλλει με τον Δημοσθένη και τον Λυσία και τον χαρακτηρίζει πένταθλον, γιατί χωρίς να πρωτεύει είχε υψηλές επιδόσεις σε πολλά κεφάλαια της ρητορικής τέχνης.[124] Μόνο για τη γλώσσα του υπήρξαν επιφυλάξεις, πως είναι ανέμελη και καθημερινή, ίσως γιατί στα έργα του πρωτοεμφανίζονται φαινόμενα της αλεξανδρινής Κοινής.
Φανατικός αντιμακεδόνας, ο Υπερείδης καταδιώχτηκε και αυτός σαν τον Δημοσθένη από τις δυνάμεις του Αντίπατρου, αιχμαλωτίστηκε στην Αίγινα, βασανίστηκε και εκτελέστηκε.
Στη ρητορική θεωρία του 4ου π.Χ. αιώνα κυριαρχεί η διδασκαλία του Ισοκράτη. Ανταγωνιστής του ένας άλλος μαθητής του Γοργία, ο Αλκιδάμας από την Ελέα της Αιολίας (5ος/4ος π.Χ. αι.), που έζησε και δίδαξε στην Αθήνα. Από τα έργα του σώζεται το Περὶ τῶν τοὺς γραπτοὺς λόγους γραφόντων, όπου αποδοκιμάζει τους ρητορικούς τρόπους όσων προετοίμαζαν και παρουσίαζαν τους λόγους τους γραπτά (σαν τον Ισοκράτη), και επαινεί την προφορική αυτοσχεδιαστική ρητορεία. Ο Αλκιδάμας έγραψε και Ρητορική τέχνη, και ένα ακόμα έργο, το Μουσεῖον, με ποικίλο λογοτεχνικό περιεχόμενο. Το Μουσεῖον άρχιζε με την εξιστόρηση του ποιητικού αγώνα του Ομήρου με τον Ησίοδο, όπου ο Όμηρος διακρινόταν ακριβώς για την αυτοσχεδιαστική του ικανότητα.[125]
Ρήτορας και ρητοροδιδάσκαλος (και ιστορικός, ήταν ο Αναξιμένης από τη Λάμψακο (περ. 380-320 π.Χ.), δάσκαλος και ακόλουθος του Μεγαλέξανδρου. Δικό του έργο πιστεύουμε πως είναι η Ρητορικὴ πρὸς Ἀλέξανδρον, το μόνο εγχειρίδιο ρητορικής τέχνης που σώθηκε πριν από τη Ρητορική του Αριστοτέλη.
-------
114 Προσοχή: ας μην μπερδεύουμε τους λογογράφους της Αρχαϊκής εποχής, που έγραφαν γεωγραφικά, εθνολογικά και γενεαλογικά έργα, με τους λογογράφους των κλασικών χρόνων, ένα είδος δικηγόρων που προετοίμαζαν τις αγορεύσεις των διαδίκων στο δικαστήριο.
116 Γνωστός είναι ένας ακόμα Αντιφών, σοφιστής, που μερικοί κρίνουν ότι πρέπει να ταυτιστεί με τον ρήτορα. Δικός του είναι ο σωστός λόγος για την ισότητα όλων των ανθρώπων: «από τη φύση είμαστε όμοιοι σε όλα, και οι Έλληνες και οι βάρβαροι […]· όλοι από το στόμα και από τη μύτη αναπνέουμε… » (απόσπ. 44 Β DK.).
117 Ένα ανάλογο έργο, γραμμένο μετά το 404 π.Χ. σε δωρική διάλεκτο, μας σώζεται με τον τίτλο Δισσοὶ λόγοι («Διπλοί λόγοι»). Ο άγνωστος συγγραφέας του, σοφιστής επηρεασμένος από τον Πρωταγόρα, εκθέτει και μελετά ο ίδιος δύο αντικρουόμενες απόψεις σε θέματα όπως το αγαθό και το κακό, το δίκαιο και το άδικο, η αλήθεια και το ψέμα, η σοφία και η αρετή κλπ.
119 Ανάμεσά τους και ο Ερωτικός, που ανήκει στο επιδεικτικό γένος και μας παραδόθηκε ενσωματωμένος στον πλατωνικό διάλογο Φαίδρος.
120 Πανηγυρικός 50: καὶ μᾶλλον Ἕλληνας καλεῖσθαι τοὺς τῆς παιδεύσεως τῆς ἡμετέρας ἢ τοὺς τῆς κοινῆς φύσεως μετέχοντας.
121 Μαζί με τα γνήσια έργα του Δημοσθένη σώθηκαν και πολλά ψευδεπίγραφα, έργα άλλων συγγραφέων που τον μιμήθηκαν και που τα έργα τους, είτε κατά λάθος είτε επίτηδες, ανακατεύτηκαν με τα γνήσια και μας παραδόθηκαν με το όνομά του.
122 «Αν η δύναμή σου, Δημοσθένη, ήταν τόσο μεγάλη όσο σωστή η κρίση σου, | ποτέ τους Έλληνες δε θα τους είχε κυβερνήσει ο μακεδόνας Άρης» - ο Φίλιππος.
123 Λέγαν ότι ο Αισχίνης παρουσίασε την κατηγορία του στη Ρόδο και, όταν οι ακροατές απόρησαν πώς είχε χάσει τη δίκη ύστερα από τέτοια αγόρευση, τους απάντησε: «Απορείτε, γιατί εσείς δεν ακούσατε να μιλά εκείνο το θηρίο» - ο Δημοσθένης! (Βίος).
Ιστοριογραφία
Προσέχουμε ότι η Ιστορία[126] ως επιστήμη δεν περιορίζεται να συγκεντρώνει, να διακριβώνει και να εκθέτει τα δεδομένα (πρόσωπα, γεγονότα, ημερομηνίες κλπ.), αλλά τα συσχετίζει, τα εντάσσει σε μια γενικότερη εξέλιξη και τα ερμηνεύει. Με αυτή την έννοια η επιστήμη της ιστορίας γεννήθηκε και αναπτύχτηκε στην Κλασική εποχή - και τα αντίστοιχα κείμενα συναποτελούν την ιστοριογραφία.
Προδρομικές μορφές ιστοριογραφίας μπορούν να θεωρηθούν στα ομηρικά και αρχαϊκά χρόνια τα ηρωικά και διδακτικά έπη, ιδιαίτερα οι έμμετρες τοπικές ιστορίες, έργα ποιητικά όπου μύθοι και θρύλοι υποκαθιστούσαν τα ιστορικά γεγονότα. Ακολούθησαν, προς το τέλος της Αρχαϊκής εποχής, οι λογογράφοι, με τα γεωγραφικά, εθνολογικά και γενεαλογικά τους συγγράμματα, γραμμένα σε πεζό λόγο. Με τον ιωνικό ορθολογισμό τους και με την προσπάθειά τους να συλλέξουν και να επαληθεύσουν τις πληροφορίες τους με αυτοψία, οι λογογράφοι έκαναν σημαντικά βήματα προς την επιστημονική μέθοδο της ιστορίας.
Πριν από τα Περσικά, στο γύρισμα από τον 6ο στον 5ο π.Χ. αιώνα, χρονολογούνται δύο ακόμα λογογράφοι: ο Ακουσίλαος από το Άργος, και ο Φερεκύδης από την Αθήνα. Τα έργα τους, γραμμένα σε ιωνική διάλεκτο, έχουν χαθεί, αλλά από τα λίγα αποσπάσματα που σώθηκαν φαίνεται ότι και οι δύο προσπάθησαν, μεταγράφοντας και διορθώνοντας τον Ησίοδο, να συστηματοποιήσουν και να εκθέσουν με τάξη και συνέπεια, τις μυθικές γενεαλογίες θεών και ανθρώπων.
ΗΡΟΔΟΤΟΣ (περ. 484-430 π.Χ.)
Ο πατέρας της ιστορίας γεννήθηκε στην Αλικαρνασσό της Μικρασίας από αρχοντική οικογένεια. Νέος ήρθε σε αντίθεση με τον τύραννο Λύγδαμη, εξορίστηκε στη Σάμο, ξαναγύρισε στην Αλικαρνασσό και τελικά προτίμησε να πολιτογραφηθεί στην αθηναϊκή αποικία των Θουρίων. Φανατικός ταξιδευτής, επισκέφτηκε όχι μόνο τους ελληνικούς τόπους αλλά και τα παράλια της Μαύρης Θάλασσας ως τη Σκυθία, την Αίγυπτο ως τον πρώτο καταρράκτη του Νείλου, και τη Μέση Ανατολή ως τη Βαβυλώνα και τον Ευφράτη. Συχνές ήταν οι επισκέψεις του στην Αθήνα, όπου σχετίστηκε με τον Περικλή και συνδέθηκε φιλικά με τον Σοφοκλή. Ήταν σαράντα χρονών όταν διάβασε δημόσια ορισμένα μέρη της Ιστορίας του, και οι Αθηναίοι ενθουσιάστηκαν.
Το έργο του Ηρόδοτου σκοπό είχε, όπως ο ίδιος έγραψε, «να μην ξεθωριάσει με τα χρόνια ό,τι έγινε από τους ανθρώπους, μήτε να σβήσουν άδοξα έργα μεγάλα και θαυμαστά, πραγματοποιημένα άλλα από τους Έλληνες και άλλα από τους βαρβάρους»,[127] εννοώντας τη σύγκρουση των λαών της Ασίας με τους Έλληνες που είχε κορυφωθεί με τα Περσικά. Αναζητώντας τις αιτίες της εχθρότητας ο ιστορικός ανατρέχει για λίγο σε μυθικά γεγονότα (π.χ. στην απαγωγή της Ελένης και τον Τρωικό πόλεμο), που όμως γρήγορα τα παραμερίζει για να πατήσει στο στέριο έδαφος της ιστορίας με τον Κροίσο, τον βασιλιά των Λυδών που είχε υποτάξει τις ελληνικές αποικίες της Μικρασίας.
Η Ιστορία, που οι αλεξανδρινοί φιλόλογοι τη χώρισαν σε εννέα βιβλία, είναι διεξοδική, καθώς για κάθε λαό, όταν έρθει η στιγμή να σχετιστεί με τη ροή των γεγονότων, ο Ηρόδοτος ανατρέχει στην ιστορία του και περιγράφει με κάθε άνεση τη χώρα του, τα έθιμα, τη θρησκεία, την πολιτική του οργάνωση κλπ. Έτσι, μετά τους Λυδούς εισάγονται διαδοχικά οι Πέρσες και οι λαοί που κατακτήθηκαν από τους Πέρσες (οι Αιγύπτιοι, οι Βαβυλώνιοι, οι Σκύθες, οι Αιθίοπες κ.ά.). Τα καθαυτό Περσικά αρχίζουν στο πέμπτο βιβλίο με την Ιωνική επανάσταση και συνεχίζουν ως το τέλος με πολλές παρεκβάσεις για την ιστορία της Αθήνας, της Κορίνθου και της Σπάρτης. Τελευταίο γεγονός που αναφέρεται είναι η κατάληψη της Σηστού από τους Αθηναίους το 478 π.Χ.
Πηγές του Ηρόδοτου για όλα αυτά, πέρα από την αυτοψία, ήταν ορισμένοι προγενέστεροί του λογογράφοι, όπως ο Εκαταίος, επιγραφές, δημόσια έγγραφα και μια συλλογή από χρησμούς. Πάνω απ᾽ όλα όμως, το υλικό της συγγραφής, τόσο οι εθνογραφικές και ιστορικές πληροφορίες όσο και οι ποικίλες διηγήσεις (νουβέλες, θαύματα, όνειρα, ανέκδοτα) που ο Ηρόδοτος χαιρόταν να παρεμβάλλει στην Ιστορία του, προέρχονταν από τα όσα άκουσε ρωτώντας τον ένα και τον άλλο - λόγια που δεν ήταν πάντα εύκολο ή δυνατό να επιβεβαιωθούν. Έτσι, το έργο περιέχει και ανεξακρίβωτες και αβάσιμες καμιά φορά πληροφορίες· όμως ο ιστορικός το ξέρει και μας προειδοποιεί: «είναι υποχρέωσή μου να λέγω όσα λέγονται, όχι όμως και όλα να τα πιστεύω· να τον θυμάστε αυτό τον λόγο μου σε ολόκληρο το έργο» (7.152) - και ακόμα πιο επιφυλακτική είναι η στάση του, όταν για το ίδιο θέμα άκουσε και καταγράφει δύο διαφορετικές γνώμες.
Θέτοντας στόχο του ο Ηρόδοτος να παρουσιάσει ανθρώπινες πράξεις, και οργανώνοντας, ας είναι και χαλαρά, το έργο του με οδηγό τη διαχρονική σύγκρουση των Ασιατών με τους Έλληνες, ο Ηρόδοτος αξίζει με το παραπάνω τον τίτλο του πρώτου ιστορικού· ας μη μας εμποδίσει όμως αυτό να προσέξουμε ότι ορισμένα στοιχεία της συγγραφής του δε θα είχαν σήμερα θέση σε καθαρά ιστορικό έργο. Ο Ηρόδοτος πίστευε ότι οι θεοί ορίζουν τις ανθρώπινες τύχες και ότι «τους αρέσει να περικόβουν ό,τι υπερέχει» (7.10), δηλαδή να τιμωρούν την ύβρη, π.χ. την ύβρη του Ξέρξη. Φανερή είναι σε αυτό η επίδραση του Αισχύλου,[128] όπως φανερή είναι και η επίδραση του φίλου του Σοφοκλή, π.χ. όταν ο Ηρόδοτος δίνει μεγάλη βαρύτητα στους χρησμούς. Η τραγωδία φαίνεται να τον επηρέασε και γενικότερα, καθώς ορισμένα επεισόδια στο έργο του είναι χτισμένα έτσι ώστε εύκολα να μετασχηματίζονται σε δράμα.
Στην ιστορία συναντούμε συχνά παραθέματα σε ευθύ λόγο: δημηγορίες αλλά και διάλογους ιδιωτικούς, όπως οι γνωστοί του Σόλωνα με τον Κροίσο και του Ξέρξη με τον Δημάρατο. Το ύφος του είναι και στο σύνολό του ζωηρό και παραστατικό. Ο Ηρόδοτος είχε από τη φύση του, ίσως και από τη μικρασιατική καταγωγή του, το χάρισμα της αφήγησης, και δεν έχανε ευκαιρία να το εκμεταλλευτεί. Έγραψε στην ιωνική διάλεκτο, με πολλές ομηρικές λέξεις και εκφράσεις, που δίνουν στο έργο του χρώμα ποιητικό.
Εξαιρετικά περιεκτικό το έργο του Ηρόδοτου άνοιξε δρόμους και βρήκε αμέσως συνεχιστές. Προς το τέλος του 5ου π.Χ. αιώνα μια σειρά από συγγραφείς συμπλήρωσαν και ανάπτυξαν με τις μονογραφίες τους σε βάθος τα πεδία που είχε προσχεδιάσει ο πατέρας της ιστορίας. Κρίμα που από τα έργα τους δε σώζονται παρά αποσπάσματα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Ελλάνικος από τη Λέσβο, που έγραψε γενεαλογικά και εθνολογικά έργα, καθώς και μια σειρά από τοπικές ιστορίες (Βοιωτικά, Αἰγυπτιακά, Κυπριακά, Λυδιακά κ.ά.), ανάμεσά τους και την πρώτη ιστορία της Αττικής, με τον τίτλο Ἀτθίς.[129] Ξεκινώντας από τους μυθικούς βασιλιάδες της Αθήνας, η διήγηση συνεχιζόταν χωρίς διακοπή ως τα χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου, έτσι ώστε μύθος και ιστορία να δένουν σε αδιάσπαστη ενότητα.
Συμπληρώνοντας τον Ηρόδοτο, που δεν είχε διαπραγματευτεί συστηματικά τη Μεγάλη Ελλάδα, ο Αντίοχος από τις Συρακούσες έγραψε τα Σικελικά και το Περὶ Ἰταλίας, όπου φανερή ήταν πάλι η προσπάθεια η μυθολογική προϊστορία να συνδεθεί άμεσα με τα ιστορικά γεγονότα.
Σημαντικός ιστορικός ήταν και ο Στησίμβροτος από τη Θάσο, που με τη μονογραφία του Περὶ Θεμιστοκλέους, Θουκυδίδου[130]καὶ Περικλέους εγκαινίασε νέο ιστορικό είδος, τη βιογραφία. Ένα παρόμοιο, (αυτο)βιογραφικό σύγγραμμα με τον τίτλο Ἐπιδημίαι (= διαμονές στην Αθήνα), είχε γράψει και ο Ίων από τη Χίο για να διηγηθεί εντυπώσεις από τις συναναστροφές του με σημαντικά πρόσωπα, τον Αισχύλο, τον Κίμωνα, τον Σωκράτη κ.ά. Από τα αποσπάσματα που μας σώθηκαν συμπεραίνουμε ότι, όπως ο Ηρόδοτος, έτσι και ο Στησίμβροτος και ο Ίων αρέσκονταν δίπλα στα πραγματικά στοιχεία να συλλέγουν και να καταγράφουν χαρακτηριστικά λόγια, μικροεπεισόδια και ανέκδοτα.
Μαζί με τα έργα του Ξενοφώντα παραδίδεται ένα ιδιότυπο κείμενο, η ψευδοξενοφώντειος Ἀθηναίων πολιτεία, ένα σχετικά σύντομο, μαχητικό πολιτικό φυλλάδιο προορισμένο να κυκλοφορήσει ανώνυμα στους συντηρητικούς κύκλους της Αθήνας. Ο γερο-ολιγαρχικός, όπως συμβατικά ονομάζουμε τον συγγραφέα του, κατηγορεί το δημοκρατικό πολίτευμα, όπου κατά τη γνώμη του «οι πονηροί περνούν καλύτερα από τους χρηστούς», επιμένει στα λάθη και στις αδυναμίες του, αλλά αναγνωρίζει και τα ισχυρά του σημεία.
ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ (περ. 460-399 π.Χ.)
Γεννήθηκε στον δήμο του Αλίμου από πλούσια οικογένεια που καταγόταν από τη Θράκη αλλά συγγένευε και με το αριστοκρατικό γένος του Μιλτιάδη και του Κίμωνα. Δάσκαλοί του κατά την παράδοση ήταν ο Αναξαγόρας και ο Αντιφώντας· είναι όμως φανερό ότι μεγαλώνοντας στην Αθήνα την εποχή της ακμής ο Θουκυδίδης δέχτηκε διδάγματα και από τους τραγικούς και από τους σοφιστές της πρώτης γενιάς, τον Πρωταγόρα, τον Γοργία και τον Πρόδικο.[131] Μόλις ξέσπασε ο Πελοποννησιακός πόλεμος, ο Θουκυδίδης πρόβλεψε, όπως σημειώνει, το μέγεθος και τη σημασία του, αποφάσισε να τον καταγράψει και άρχισε να συγκεντρώνει πληροφορίες και δεδομένα (1.1).
Το 424 π.Χ. οι Αθηναίοι τον έστειλαν στρατηγό να προστατέψει την παραλιακή ζώνη της Θράκης, και όταν οι Σπαρτιάτες με τον Βρασίδα πήραν την Αμφίπολη, ο Θουκυδίδης κατηγορήθηκε για προδοσία, καταδικάστηκε και έζησε είκοσι χρόνια στην εξορία,[132] όπου, με δικά του λόγια: «βρέθηκα και από τα δύο μέρη, όχι λιγότερο από το μέρος των Πελοποννησίων, κι έτσι μπόρεσα να αντιληφθώ τα πράγματα κάπως καλύτερα, με ηρεμία» (5.26.5). Πίσω στην Αθήνα, μετά το τέλος του πολέμου, ο Θουκυδίδης συνέχισε να συγγράφει αλλά δεν πρόλαβε να τελειώσει. Το έργο του καλύπτει τα γεγονότα ως το 411 π.Χ. και σταματά, όπως μας παραδόθηκε, στη μέση μιας φράσης.
Στην παρουσίαση του πολέμου ο Θουκυδίδης ακολουθεί τη χρονική ακολουθία των γεγονότων, ορίζοντας με ακρίβεια τις χρονιές[133] και ξεχωρίζοντας τις θερινές επιχειρήσεις από τις χειμωνιάτικες διαπραγματεύσεις. Η μεθοδικότητα, η ολόπλευρη ενημέρωση και η αμεροληψία του είναι αξιοθαύμαστες.
Αν εξαιρέσουμε μια σύντομη αναδρομή στα περασμένα (1.22.1), ο Θουκυδίδης έχει αποκλειστικό θέμα τον Πελοποννησιακό πόλεμο, όχι μόνο τα συγκεκριμένα γεγονότα αλλά και τα αίτια που τα προκάλεσαν: «Η πιο αληθινή αιτία του πολέμου», γράφει, «που όμως δε φαινόταν καθόλου στα λόγια, ήταν, πιστεύω, ότι οι Αθηναίοι, έτσι που δυνάμωναν και φόβιζαν τους Λακεδαιμονίους, τους υποχρέωσαν να πολεμήσουν» (1.23.6).
Σημαντική θέση στο έργο κατέχουν οι δημηγορίες. Ο Θουκυδίδης διευκρινίζει εξαρχής ότι «οι αγορεύσεις που εκφωνήθηκαν από διάφορα πρόσωπα είτε στις παραμονές του πολέμου είτε κατά τη διάρκειά του ήταν δύσκολο να αποδοθούν με ακρίβεια, τόσο εκείνες τις οποίες άκουσα ο ίδιος όσο κι εκείνες που άλλοι είχαν ακούσει και μου τις ανακοίνωσαν. Γι᾽ αυτό και τις έγραψα έχοντας υπόψη τι ήταν φυσικό να πουν οι ρήτορες που να αρμόζει καλύτερα στην περίσταση και ακολουθώντας όσο το δυνατόν την γενική έννοια των όσων πραγματικά είπαν» (1.22.1, μετάφρ. Α. Βλάχου). Έτσι, ο ιστορικός είχε την ευκαιρία, μέσα από τα λόγια των πρεσβευτών που εκπροσωπούσαν την πόλη τους στις διπλωματικές συναντήσεις, των στρατηγών που εμψύχωναν τους πολεμιστές πριν από τις μάχες και των πολιτικών που υποστήριζαν τις προτάσεις τους στην εκκλησία του δήμου, να συνοψίσει τις θέσεις, τις προθέσεις και τις εκτιμήσεις των διαφόρων παρατάξεων στη δεδομένη στιγμή και να εκθέσει τα επιχειρήματά τους. Όπως είναι φυσικό, οι δημηγορίες συντάσσονται συχνά σε αντιλογικά ζεύγη: οι πρεσβευτές της Κορίνθου απαντούν στους πρεσβευτές της Κέρκυρας, ο Αλκιβιάδης αντικρούει τα λεγόμενα του Νικία κλπ. Διατυπώνοντας, με σοφιστική άνεση,[134] τις απόψεις και των δύο πλευρών, ο Θουκυδίδης εκθέτει με ενάργεια τις αντιθέσεις των ιδεών, των εκτιμήσεων και των συμφερόντων που κρύβονταν πίσω από τις πολεμικές και πολιτικές συγκρούσεις.
Στις δημηγορίες ανήκει και ένα από τα πιο γνωστά αρχαιοελληνικά κείμενα, ο Επιτάφιος του Περικλή, δηλαδή ο επιτάφιος λόγος που εκφώνησε ο Περικλής για τους νεκρούς του πρώτου έτους του πολέμου το 431 π.Χ. στον Κεραμεικό. Ως ποιο σημείο ο ιστορικός έμεινε πιστός στα λόγια και το πνεύμα του Περικλή και ως ποιο σημείο νεωτέρισε δε θα το μάθουμε ποτέ. Βέβαιο είναι μόνο ότι ο Επιτάφιος αποτελεί ύμνο στην Αθήνα της εποχής της ακμής, τότε που με μόνιμο αιρετό κυβερνήτη τον Περικλή η αθηναϊκή δημοκρατία βρισκόταν στο απόγειο της δύναμής της.[135]
Η ίδια αυτή δύναμη οδήγησε το 416 π.Χ. τους Αθηναίους να πολιορκήσουν και να καταστρέψουν ένα ουδέτερο νησί, τη Μήλο - και ο Θουκυδίδης δεν παράλειψε σε ένα ιδιότυπο κεφάλαιο, στον Διάλογο των Μηλίων, να εκθέσει με το στόμα των Αθηναίων πρέσβεων την ιδεολογία του ισχυρού που, υποχρεωμένος να επιβεβαιώσει την κυριαρχία του, παραμερίζει κάθε ηθική και επιβάλλει με τη βία τη θέλησή του, και με το στόμα των εκπροσώπων του νησιού την απελπισμένη προσπάθεια των αδύναμων να υπερασπιστούν με επιχειρήματα την ανεξαρτησία τους.
Ο Θουκυδίδης χρησιμοποιεί την αττική διάλεκτο στην παλαιότερη μορφή της, με κάποιους χαρακτηριστικούς αρχαϊσμούς και σπάνιες λέξεις. Το ύφος, καθρέφτης της νοοτροπίας του, είναι πεζό και απέριττο, αλλά βέβαια στις δημηγορίες δε διστάζει να χρησιμοποιήσει ρητορικά σχήματα. Κύριο χαρακτηριστικό του η πύκνωση του λόγου, η προσπάθεια με λίγες λέξεις να αποδοθούν όσο το δυνατό περισσότερα νοήματα. Η ίδια τάση τον οδήγησε να κατασκευάζει μεγάλες περιόδους, με πολλές δευτερεύουσες προτάσεις.
Με το πάθος του για την αλήθεια, με την αυστηρή μέθοδο, με τη γλαφυρή αποκάλυψη των αντιθέσεων και τη βαθιά κατανόηση της ανθρώπινης φύσης, ο Θουκυδίδης άφησε πίσω του ένα έργο που να μείνει, όπως το θέλησε, κτῆμα ἐς ἀεί, «απόκτημα για πάντα». «Θα είμαι ικανοποιημένος», έγραψε, «αν το έργο μου κριθεί ωφέλιμο από όσους θελήσουν να έχουν ακριβή γνώση των γεγονότων που συνέβησαν και εκείνων που θα συμβούν στο μέλλον, τα οποία, από την πλευρά της ανθρώπινης φύσης, θα είναι όμοια ή παραπλήσια» (1.22.4).
Από τους λογογράφους, που απλά και μόνο κατάγραφαν τα γεωγραφικά, εθνογραφικά και γενεαλογικά δεδομένα, στον Ηρόδοτο, που θέλησε να απαθανατίσει ανθρώπινα «έργα μεγάλα και θαυμαστά» - και πάλι, από τον Ηρόδοτο, με την πίστη του στο υπερφυσικό και την αγάπη του για φανταστικές ιστορίες, ανέκδοτα κ.τ.ό., στον ορθολογιστή Θουκυδίδη, που αποκλείει από το έργο του κάθε τι τὸ μυθῶδες (1.22.4), η ιστοριογραφία προχώρησε με μεγάλα βήματα και είναι ενδιαφέρον να ιδούμε πώς κάθε συγγραφέας έκρινε τους προδρόμους του:
(α) Αρχή αρχή στο γενεαλογικό του έργο ο Εκαταίος απορρίπτει τους προγενέστερούς του ποιητές, σαν τον Ησίοδο π.χ., που είχαν ασχοληθεί με το ίδιο αντικείμενο: «Έτσι μιλά ο Εκαταίος από τη Μίλητο: τα γράφω αυτά όπως πιστεύω ότι είναι αληθινά· γιατί έχω την εντύπωση πως όσα λένε οι Έλληνες είναι και πολλά και για γέλια» (απόσπ. 1).
(β) Με τη σειρά του ο Ηρόδοτος, συζητώντας το σχήμα της γης, τα βάζει με τους παλαιότερους λογογράφους, έχοντας πρώτο στον νου του τον Εκαταίο, που το έργο του Περιήγησις περιείχε και έναν παγκόσμιο χάρτη: «Γελώ βλέποντας χάρτες της γης να έχουν σχεδιάσει πολλοί, και κανείς να μην έχει δώσει μυαλωμένες εξηγήσεις. Ζωγραφίζουν τον Ωκεανό να κυλά γύρω από τη γη, στρογγυλή σαν από τόρνο, και κάνουν την Ευρώπη ίση με την Ασία. Εγώ με λίγα λόγια θα φανερώσω το μέγεθος της καθεμιάς και πώς είναι σωστό να σχεδιάζεται» (4.36).
(γ) Ο Θουκυδίδης δεν αναφέρεται στον Ηρόδοτο, ακόμα και όταν αναιρεί τα λεγόμενά του· μιλά όμως για τους ποιητές, που «ύμνησαν τα γεγονότα υπερβάλλοντας και στολίζοντάς τα», και για τους λογογράφους, που έγραψαν «περισσότερο για να τέρψουν τους ακροατές τους παρά για να πουν την αλήθεια» - και στη συνέχεια τονίζει, θετικά και αρνητικά, με πόση προσοχή συγκέντρωνε ο ίδιος το υλικό του: «Για τα γεγονότα του πολέμου δε θέλησα να αρκεστώ σε πληροφορίες του πρώτου τυχόντος ούτε στην προσωπική μου αντίληψη και μόνο, αλλά έκανα προσεκτική έρευνα και για τα γεγονότα στα οποία ήμουν παρών και για τα όσα μου ανάφεραν άλλοι» (1.22.2, μετάφρ. Α. Βλάχου).
ΞΕΝΟΦΩΝΤΑΣ (περ. 430-354 π.Χ.)
Αθηναίος από πλούσια οικογένεια, οπαδός του Σωκράτη, άνθρωπος της δράσης, με πολλές ικανότητες και ενδιαφέροντα. Το 401 π.Χ. εγκατάλειψε την Αθήνα για να πάρει μέρος ως μισθοφόρος στην εκστρατεία του Κύρου, που διεκδικούσε τον θρόνο της Περσίας από τον αδελφό του. Ο Κύρος σκοτώθηκε στα Κούναξα, κοντά στη Βαβυλώνα, ο στρατός του διαλύθηκε και οι στρατηγοί δολοφονήθηκαν. Δεκατρείς χιλιάδες έλληνες μισθοφόροι εκλέξαν τότε τρεις αρχηγούς, ανάμεσά τους τον Ξενοφώντα, και με χίλια βάσανα κατάφεραν να φτάσουν μέσα από εχθρικό έδαφος ως την Τραπεζούντα, όπου βλέποντας από μακριά τον Πόντο φώναξαν ολόχαροι το γνωστό θάλαττα, θάλαττα (Κύρου ανάβαση 4.7.24).
Μετά από αυτήν την περιπέτεια ο Ξενοφών υπηρέτησε, μισθοφόρος πάλι, στον στρατό των Σπαρτιατών που πολεμούσαν τους Πέρσες στον Ελλήσποντο και συνδέθηκε φιλικά με τον βασιλιά της Σπάρτης, τον Αγησίλαο. Μετά τη μάχη της Κορώνειας (394 π.Χ.), εξορισμένος από την Αθήνα για τη φιλολακωνική του στάση, ο Ξενοφών έζησε είκοσι χρόνια στον Σκιλλούντα της Τριφυλίας, στο κτήμα που του είχαν παραχωρήσει οι Σπαρτιάτες, και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στην Κόρινθο, όπου και έμεινε ως τον θάνατό του, αν και στο μεταξύ οι Αθηναίοι τον είχαν αμνηστεύσει.
Ιστορικά του έργα ήταν (α) η Κύρου ἀνάβασις, που αφηγείται την εκστρατεία του Κύρου και την επιστροφή των ελλήνων μισθοφόρων: ο Ξενοφών καταγράφει μέρα με τη μέρα, αναλυτικά και με ζωντάνια τα γεγονότα, περιγράφει λαούς και τοποθεσίες, χαρακτηρίζει τα πρόσωπα και αιτιολογεί τις ενέργειές τους - φυσικά και τις δικές του, κάπως αυτάρεσκα, αλλά σε τρίτο πρόσωπο, καθώς η αφήγηση γίνεται με το ψευδώνυμο Θεμιστογένης· (β) τα Ἑλληνικά: ο Ξενοφών θέλησε να συνεχίσει το έργο του Θουκυδίδη, ακολούθησε όσο μπόρεσε τη μέθοδό του και κάλυψε τα γεγονότα ως και τη μάχη της Μαντινείας (362 π.Χ.), όπου είχε σκοτωθεί πολεμώντας με τους Αθηναίους εναντίον των Σπαρτιατών ένας από τους γιους του, ο Γρύλλος. Συγγενικό με την ιστορία έργο είναι και (γ) ο Ἀγησίλαος, ένα ρητορικό εγκώμιο του φίλου και ευεργέτη του σπαρτιάτη βασιλιά.
Στα πολιτικά έργα του Ξενοφώντα ανήκουν (α) η Λακεδαιμονίων πολιτεία, μια εγκωμιαστική έκθεση της ιστορίας και της μορφής του πολιτεύματος της Σπάρτης, (β) οι Πόροι, όπου ο Ξενοφών συζητά τα δημόσια οικονομικά της Αθήνας και προτείνει τρόπους για τη βελτίωσή τους, και (γ) ο Ἱέρων, ένας φανταστικός διάλογος ανάμεσα στον γνωστό τύραννο των Συρακουσών, που παρουσιάζει τη σκοτεινή πλευρά του τυραννικού βίου, και του ποιητή Σιμωνίδη, που σε απάντηση προβάλλει τις δυνατότητες που έχει ο σωστός μονάρχης να ωφελήσει και να ωφεληθεί. Πολιτικό έργο, με την ευρύτερη έννοια, είναι και (δ) η Κύρου παιδεία, όπου σε ιστορικό πλαίσιο, αλλά με μυθιστορηματικό τρόπο, ο Ξενοφών περιγράφει πώς ανατράφηκε ο πιο ενάρετος και πετυχημένος πέρσης βασιλιάς, ο Κύρος ο πρεσβύτερος (590-529 π.Χ.). Η εκπαίδευσή του, όπως την παρουσιάζει εξιδανικευμένη, συνδυάζει στοιχεία από τη σπαρτιατική αγωγή με την ηθική διδασκαλία του Σωκράτη.
Καθαρά σωκρατικά έργα είναι (α) τα Ἀπομνημονεύματα, όπου ο Ξενοφών συγκεντρώνει στιγμιότυπα από τις συζητήσεις, τη διδασκαλία και τη συμπεριφορά του δασκάλου του με στόχο να αποκρούσει τις κατηγορίες που είχαν οδηγήσει στην καταδίκη του, (β) το Συμπόσιον, όπου ο Σωκράτης παρουσιάζεται να συζητά, σε χαλαρή ατμόσφαιρα, για τον πλούτο, για την ομορφιά, για τον έρωτα και άλλα πολλά, και (γ) η Ἀπολογία Σωκράτους, μια έκθεση της δίκης του Σωκράτη διαφορετική από την αντίστοιχη περιγραφή του Πλάτωνα.
Ο Σωκράτης συμμετέχει και στο σημαντικότερο από τα τεχνικά έργα του Ξενοφώντα, στον Οἰκονομικό: ένας μεγαλοκτηματίας, ο Ισχόμαχος, που πίσω του κρύβεται ο ίδιος ο συγγραφέας, εκθέτει με κάθε λεπτομέρεια πώς διαχειρίζεται το κτήμα, πώς κυβερνά τους ανθρώπους του και τι οδηγίες έδωσε στη νεαρή σύζυγό του για τη φροντίδα του νοικοκυριού. Μικρότερα τεχνικά έργα είναι ο Περὶ ἱππικῆς, με υποδείξεις για τη σωστή ανατροφή των αλόγων, ο Ἱππαρχικός, για το τι οφείλει να φροντίζει ο διοικητής του ιππικού στην ειρήνη και στον πόλεμο, και ο Κυνηγετικός, με συμβουλές για το κυνήγι, που ο Ξενοφών το θεωρεί εὕρημα θεῶν, Ἀπόλλωνος καὶ Ἀρτέμιδος (1.1).
Σίγουρα ο Ξενοφών δε διαθέτει ως ιστορικός την αντικειμενικότητα και τη διεισδυτική ικανότητα του Θουκυδίδη· οι παρατηρήσεις του είναι επιφανειακές και οι απόψεις του ρηχές, ακόμα και στο θέμα της ορθής ηγεσίας, που με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο τον απασχόλησε σε πολλά έργα. Ωστόσο, ως συγγραφέας ο Ξενοφών ξέρει να περιγράφει παραστατικά, να αφηγείται με χάρη, να ζωντανεύει γεγονότα και χαρακτήρες - όλα σε απλή αττική γλώσσα και ύφος λιτό, ανεπιτήδευτο. Δίκαια οι μεταγενέστεροι τον αγάπησαν, και δικαιολογημένα οι δάσκαλοι χρησιμοποίησαν και χρησιμοποιούν συχνά τα έργα του για να διδάξουν αρχαία ελληνικά.
Στα μέσα του 4ου π.Χ. αιώνα χρονολογείται ένα ακόμα τεχνικό έργο, τα Στρατηγικὰ ὑπομνήματα που έγραψε ο Αινείας ο τακτικός. Από το πρώτο αυτό σύγγραμμα για την πολεμική τέχνη μάς σώζεται ένα μόνο μέρος, το σχετικό με την αμυντική τακτική των πόλεων σε περίπτωση πολιορκίας. Ο συγγραφέας του, σίγουρα στρατιωτικός, χρησιμοποιεί γλώσσα απλή όπου διαφαίνονται οι εξελίξεις προς την Κοινή.
Όπως θα το περιμέναμε, οι ιστοριογράφοι του 4ου π.Χ. αιώνα ακολούθησαν τους δρόμους που είχαν ανοίξει οι δύο μεγάλοι ιστορικοί που προηγήθηκαν, ο Ηρόδοτος και ο Θουκυδίδης. Καινούργιο στοιχείο είναι μόνο η ολοένα και μεγαλύτερη επίδραση της ρητορικής στον τρόπο καταγραφής της ιστορίας, που πια τυχαίνει και την αλήθεια ακόμα να θυσιάζει στην καλλιέπεια: δεν είναι σύμπτωση ότι δύο σημαντικοί ιστορικοί, ο Έφορος και ο Θεόπομπος, είχαν μαθητέψει στον Ισοκράτη, ούτε ότι ορισμένοι ιστορικοί, όπως ο Ζωίλος, υπήρξαν και ρήτορες, και ορισμένοι ρήτορες, όπως ο Αναξιμένης, υπήρξαν και ιστορικοί. Τα έργα τους έχουν χαθεί· όμως οι μεταγενέστεροι τους αναφέρουν συχνά, παραθέτουν αποσπάσματα, καμιά φορά και τους αντιγράφουν.
Στα χνάρια του Ηρόδοτου κινήθηκε ο Κτησίας από την Κνίδο, γιατρός στην αυλή του Αρταξέρξη, που έγραψε Περσικά σε ιωνική διάλεκτο. Ο ίδιος υποστήριξε ότι πηγές του ήταν η αυτοψία και τα βασιλικά αρχεία της Περσίας· όμως στην πραγματικότητα έχει δίκιο ο Πλούταρχος, όταν σημειώνει ότι «στα βιβλία του έβαλε ένα ετερόκλητο μωσαϊκό από απίθανες και τρελές ιστορίες» (Αρταξέρξης 1.4).
Παπυρικά ευρήματα από την αιγυπτιακή πόλη Οξύρρυγχο μας διασώζουν δύο μεγάλα κομμάτια ενός κειμένου, που το ένα αφηγείται γεγονότα του Δεκελεικού πολέμου (407 π.Χ.) και το άλλο της τριετίας 397-395 π.Χ. Τα Ελληνικά της Οξυρρύγχου, όπως ονομάστηκαν, βασίζονται στην αυτοψία και σε διασταυρωμένες πληροφορίες, παρουσιάζουν τα δεδομένα αντικειμενικά και χωρίζουν τα γεγονότα κατὰ θέρη καὶ κατὰ χειμῶνας, όπως ο Θουκυδίδης. Είναι φανερό ότι ο άγνωστός μας συγγραφέας αποφάσισε και αυτός να συνεχίσει το έργο του μεγάλου ιστορικού - και, όσο μπορούμε να κρίνουμε, τα κατάφερε καλύτερα από τον Ξενοφώντα.
Να συνεχίσει το έργο του Θουκυδίδη επιχείρησε και ο Θεόπομπος από τη Χίο (περ. 378-320 π.Χ.), που με τα Ἑλληνικά του εκάλυψε την ιστορία από το 411 π.Χ. ως το τέλος της σπαρτιατικής ηγεμονίας (394 π.Χ.). Χαρακτηριστικότερο έργο του ήταν τα Φιλιππικά, σε 58 βιβλία, όπου εκθέτοντας τη δράση του μακεδόνα βασιλιά ο Θεόπομπος εύρισκε την ευκαιρία να κάνει αναδρομές στο παρελθόν και να παρεμβάλλει πλήθος γεωγραφικές, εθνολογικές, ακόμα και μυθολογικές πληροφορίες και σχόλια. Φανατικός αριστοκράτης, ολιγαρχικός και πρόμαχος της αρετής, κατηγορούσε με δριμύτητα για τις ηθικές τους παρεκτροπές όχι μόνο δημαγωγούς σαν τον Κλέωνα αλλά και πολιτικούς ηγέτες σαν τον Θεμιστοκλή. Από την ανελέητη κριτική του δεν ξέφυγε ούτε ο Φίλιππος, και ας τον είχε φιλοξενήσει στην αυλή του, και ας είχε γράψει ο ίδιος στην αρχή της ιστορίας του ότι «ποτέ η Ευρώπη δεν είχε γεννήσει άντρα παρόμοιο με τον Φίλιππο του Αμύντα» (απόσπ. 27).
Την πρώτη παγκόσμια ή καθολική[136] ιστορία την έγραψε ο Έφορος από τη μικρασιατική Κύμη (περ. 400-330 π.Χ.). Χωρίς να αναφερθεί καθόλου στα μυθικά χρόνια, ο Έφορος άρχιζε την έκθεσή του με την κάθοδο των Δωριέων και έφτανε ως την αρχή του Ιερού πολέμου (356 π.Χ.). Το έργο του, με τον τίτλο Ἱστορίαι, έχει χαθεί, αλλά χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα από νεότερους ιστορικούς, ιδιαίτερα από τον Διόδωρο, που σε πολλά τον έχει αντιγράψει. Αντίθετα με τον φανατικό και ορμητικό Θεόπομπο, ο Έφορος ήταν στις κρίσεις του αντικειμενικός και συγκρατημένος, στους εκφραστικούς του τρόπους ήρεμος και χαλαρός. Είχε δίκιο ο κοινός τους δάσκαλος, ο Ισοκράτης, όταν έλεγε ότι «ο ένας χρειάζεται μαστίγιο, ο άλλος χαλινάρι».[137]
Ιδιότυπος ιστορικός, ρήτορας και σοφιστής, ήταν ο Ζωίλος από την Αμφίπολη (4ος π.Χ. αι.), που έγραψε παγκόσμια Ἱστορίαν ἀπὸ θεογονίας ἕως τῆς Φιλίππου τελευτῆς και τοπική ιστορία Περὶ Ἀμφιπόλεως. Τόσο τα ιστορικά όσο και τα άλλα του έργα έχουν, εκτός από ελάχιστα αποσπάσματα, χαθεί· ξέρουμε όμως ότι είχε γράψει δύο σοφιστικά εγκώμια (του κύκλωπα Πολύφημου και των Τενεδίων), και ένα έργο Κατὰ τῆς Ὁμήρου ποιήσεως, όπου κατηγορούσε τον Όμηρο για παραλογισμούς και ασυνέπειες τόσο άγρια ώστε να του μείνει το όνομα Ὁμηρομάστιξ.
Ανάμεσα στους πολλούς ακόμα ιστορικούς του 4ου π.Χ. αιώνα ξεχωριστή θέση κατέχει ο γνωστός μας ως ρήτορας και ρητοροδιδάσκαλος Αναξιμένης από τη Λάμψακο. Ιστορικά του έργα ήταν τα Ἑλληνικά, ιστορία των Ελλήνων από την κτίση του κόσμου ως το 362 π.Χ., Αἱ περὶ Φιλίππου ἱστορίαι και Τὰ περὶ Ἀλέξανδρον, όπου η ρητορική υπερβολή και η αυλική κολακεία φαίνεται πως ξεπερνούσαν τα όρια.
-------
126 Η αρχαία λέξη ιστορία προέρχεται ετυμολογικά από το ρήμα οἶδα (γνωρίζω) και σημαίνει την «έρευνα», την «αναζήτηση πληροφοριών», τη «γνώση», αλλά και την «έκθεση της γνώσης», της κάθε γνώσης. Αργότερα η λέξη ιστορία εξειδικεύτηκε στην επιστήμη που συγκεντρώνει πληροφορίες, μελετά και εκθέτει τα περασμένα.
128 Στους Πέρσες του Αισχύλου βασίζεται σε μεγάλο μέρος της και η περιγραφή της ναυμαχίας στη Σαλαμίνα (8.40-100).
129 Το επίθετο ἀτθίς (αττική) μπορεί ως ουσιαστικό να σημαίνει την «αττική γη», την «αττική γλώσσα» ή, όπως εδώ, την «ιστορία της Αττικής».
130 Δεν πρόκειται για τον ιστορικό αλλά για τον Θουκυδίδη, γιο του Μελησία, πολιτικό αντίπαλο του Περικλή.
131 Στο έργο του διαπιστώνονται και επιδράσεις της ιατρικής επιστήμης, που τα χρόνια εκείνα ακμάζει με τον Ιπποκράτη, επιδράσεις αισθητές «όχι μόνο όταν ο ιστορικός περιγράφει τον λοιμό, αλλά και όταν αναλύει τα πολιτικά γεγονότα με την αντικειμενικότητα του κλινικού και με τη φροντίδα να αναγνωρίσει τα συμπτώματα των πολιτικών ασθενειών» (Ζ. ντε Ρομιγί).
132 Τον περισσότερο χρόνο κατοικούσε στη Σκαπτή ύλη της Θράκης, κοντά στο Παγγαίο, όπου είχε οικογενειακό μερίδιο σε ορυχεία χρυσού.
133 Η χρονολόγηση γίνεται με αναφορά στην ιέρεια της Ήρας στο Άργος, στον έφορο της Σπάρτης και στον επώνυμο άρχοντα της Αθήνας (2.2 και αλλού). Παρόμοιο τρόπο χρονολόγησης είχε προτείνει πριν από τον Θουκυδίδη ο Ελλάνικος. Η χρονολόγηση με τις Ολυμπιάδες προτάθηκε και εφαρμόστηκε αργότερα, στα ελληνιστικά χρόνια.
135 Στον Θουκυδίδη ανήκει η διαπίστωση ότι στα χρόνια του Περικλή το αθηναϊκό πολίτευμα ήταν λόγῳ μὲν δημοκρατία ἔργῳ δὲ ὑπὸ τοῦ πρώτου ἀνδρὸς ἀρχή (2.65.9).
136 Ο ιστορικός Πολύβιος (2ος αι. π.Χ.) μνημονεύει τον Έφορο ως τον πρώτο που επιχείρησε τὰ καθόλου γράφειν (5.33).
137 Χαρακτηριστική για τον Έφορο ήταν και η μεγάλη αγάπη που είχε για την ιδιαίτερη πατρίδα του: έγραψε την ιστορία της, με τον τίτλο Ἐπιχώριος λόγος, και στο μεγάλο του ιστορικό έργο, όποτε η Κύμη βρισκόταν στο περιθώριο των γεγονότων, δεν παράλειπε να σημειώνει ότι «αυτή την περίοδο οι Κυμαίοι ζούσαν ειρηνικά» - και βέβαια οι μεταγενέστεροι τον κορόιδεψαν (Στράβων 13-3.6).
Επιστήμες
Την επιστήμη, δηλαδή τη γνώση,[138] αρχικά την κατείχαν και τη φανέρωναν οι ποιητές, όπως τους την υπαγόρευαν οι Μούσες· παράλληλα, την αποκτούσαν με εμπειρία και σκέψη και την εδίδασκαν οι φιλόσοφοι, που τη θεωρούσαν μία και ενιαία. Οι φυσικοί φιλόσοφοι, θυμίζουμε, δεν περιορίζονταν σε ένα μονάχα γνωστικό πεδίο: όλοι τους λίγο πολύ ασχολήθηκαν και με την κοσμολογία και με τα μαθηματικά και με τη φυσική και με τις επιστήμες του ανθρώπου, μερικοί και με την ιατρική.
Την Κλασική εποχή οι διάφορες επιστήμες, όπως τις γνωρίζουμε σήμερα, άρχισαν σιγά σιγά να ξεχωρίζουν, και οι εργάτες τους να ειδικεύονται. Οι σοφιστές και ο Σωκράτης ασχολήθηκαν εντατικά με τα καθαυτό φιλοσοφικά, ηθικά, κοινωνικά και άλλα ανθρώπινα προβλήματα, οι ιστορικοί υιοθέτησαν τα γεωγραφικά και εθνολογικά ενδιαφέροντα των λογογράφων, άλλοι συνέχισαν να καλλιεργούν τα μαθηματικά, τη φυσική, την αστρονομία κλπ. Τα συγγράμματά τους, αν εξαιρέσουμε τα ιατρικά, έχουν όλα χαθεί, και δε μένει παρά να συνθέσουμε έναν κατάλογο με τα ονόματα, την ειδικότητα και ορισμένες πληροφορίες για τους σπουδαιότερους ειδικούς ας τους πούμε επιστήμονες των κλασικών χρόνων:
Ο πυθαγορικός Μενέστορας από τη Σύβαρη ήταν ο πρώτος που ασχολήθηκε συστηματικά με τη βοτανική.
Ο Ιππόδαμος από τη Μίλητο ήταν αρχιτέκτονας και πολεοδόμος, με προτίμηση στα ορθογώνια οικοδομικά τετράγωνα και στους κάθετους μεταξύ τους δρόμους. Δικά του ήταν τα σχέδια του Πειραιά, της αποικίας των Θουρίων και της Ρόδου. Ο Αριστοτέλης σημειώνει ότι «θεωρούσε τον εαυτό του γνώστη ολόκληρης της φύσης», αλλά και ότι «από όσους δεν πολιτεύονται, πρώτος αυτός επιχείρησε να μιλήσει για το καλύτερο πολίτευμα» (Πολιτικά 1267b).
Ο πυθαγορικός Ίππασος από το Μεταπόντιο της Κάτω Ιταλίας ως φυσικός συμφώνησε με τον Ηράκλειτο ότι η φωτιά ήταν το πρωταρχικό στοιχείο του σύμπαντος, και ως μαθηματικός απόδειξε ότι η τετραγωνική ρίζα του 2 είναι αριθμός ασύμμετρος.
Ο πυθαγορικός Ικέτας, αστρονόμος από τις Συρακούσες, υποστήριξε ότι η γη γυρίζει γύρω από τον άξονά της, ενώ τα άλλα ουράνια σώματα μένουν ακίνητα.
Ο Φιλόλαος από τον Κρότωνα λέγαν πως πρώτος κατάγραψε τις θεωρίες των Πυθαγορικών σε ένα βιβλίο, που αργότερα ο Πλάτωνας το αγόρασε πανάκριβα από τους συγγενείς του. Ως γεωμέτρης και αστρονόμος ήταν ο πρώτος που υποστήριξε πως η γη δεν είναι το κέντρο του κόσμου, αλλά πως περιστρέφεται, μαζί με άλλα ουράνια σώματα, γύρω από μιαν εστία (φωτιά).
Ο πυθαγορικός Θεόδωρος από την Κυρήνη μαθήτεψε στον Πρωταγόρα, αφοσιώθηκε στα μαθηματικά, και συνέχισε τις έρευνες του Ιππάσου στους ασύμμετρους αριθμούς. Σε ένα του διάλογο ο Πλάτωνας τον παρουσιάζει ως δάσκαλο της γεωμετρίας, της αστρονομίας, της αριθμητικής και της αρμονίας[139] (Θεαίτητος 145c).
Ο Φιλέας από την Αθήνα ήταν γεωγράφος, συγγραφέας μιας παγκόσμιας γεωγραφίας με τίτλο Γῆς περίοδος.
Ο Ιπποκράτης από τη Χίο μελέτησε ως μαθηματικός και γεωμέτρης τους μηνίσκους· ως αστρονόμος υποστήριξε ότι οι κομήτες δεν έχουν ουρά και πως ό,τι βλέπουμε είναι η υγρασία που μαζεύουν καθώς περιφέρονται στο διάστημα. Ο Αριστοτέλης εκθέτει στα Μετεωρολογικά τη θεωρία του αλλά διαφωνεί (343a).
Ο Οινοπίδης, αστρονόμος, φυσικός και γεωμέτρης από τη Χίο, μελέτησε τον ζωδιακό, δηλαδή την τροχιά που διαγράφει σε ένα χρόνο ο ήλιος περνώντας ανάμεσα στα ζώδια, βελτίωσε το ημερολόγιο και πρότεινε τις γεωμετρικές κατασκευές με τον κανόνα και τον διαβήτη.
Ο Μέτων από την Αθήνα ήταν αστρονόμος και γεωμέτρης. Συσχετίζοντας τις ηλιακές περιόδους με τους σεληνιακούς μήνες πρότεινε ένα σημαντικά βελτιωμένο ημερολόγιο, που όμως δεν ξέρουμε αν ποτέ εφαρμόστηκε. Στην κωμωδία του Ὄρνιθες ο Αριστοφάνης τον παρουσίασε ως ξιπασμένο πολεοδόμο να δίνει «γεωμετρώντας τον αέρα» λύση στο πολυσυζητημένο πρόβλημα του τετραγωνισμού του κύκλου.
Ο Ευκτήμων από την Αθήνα (5ος/4ος π.Χ. αι.), συνεργάτης του Μέτωνα, αστρονόμος και μετεωρολόγος, μελέτησε τη σχέση ανάμεσα στις τροπές του ήλιου και τις καιρικές αλλαγές.
Μαθητής του πυθαγορικού Θεόδωρου και μέλος της πλατωνικής Ακαδημίας ήταν ο μαθηματικός Θεαίτητος (414-369 π.Χ.), που ειδικεύτηκε στη στερεομετρία και μελέτησε τα πέντε κανονικά σχήματα των πολυέδρων.
Ο πυθαγορικός Αρχύτας από τον Τάραντα (5ος/4ος π.Χ. αι.) ήταν επιτυχημένος πολιτικός, φυσικομαθηματικός, μηχανικός και φίλος του Πλάτωνα. Ως φυσικομαθηματικός μελέτησε τις τονικές κλίμακες και δημοσίευσε διατριβή με τον τίτλο Ἁρμονικός· ως μηχανικός παραδίδεται ότι ἐποίησε περιστερὰν ξυλίνην πετομένην!
Μαθητής του Αρχύτα ήταν ο Εύδοξος από την Κνίδο (390-340 π.Χ.), ιδιοφυής μαθηματικός, αστρονόμος και γεωγράφος. Μετά τις σπουδές του στη Μεγάλη Ελλάδα, στην Αθήνα και στην Αίγυπτο, ο Εύδοξος ίδρυσε πρώτα δική του σχολή στην Κύζικο, αλλά τελικά εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου για ένα διάστημα ανάλαβε τη διδασκαλία των θετικών επιστημών στην πλατωνική Ακαδημία.
Στους γεωγράφους ανήκει ο Πυθέας από τη Μασσαλία, που περίπου στα χρόνια του Μεγαλέξανδρου ταξίδεψε έξω από τις στήλες του Ηρακλή, έφτασε ακτοπλοϊκά ως ψηλά στην Αγγλία και την «παγωμένη θάλασσα», και έγραψε Τὰ περὶ τοῦ Ὠκεανοῦ, απ᾽ όπου μας σώζονται μερικά αποσπάσματα.
Στα κλασικά χρόνια ανήκουν και μια σειρά από καλλιτέχνες που θέλησαν, πέρα από τη συγκεκριμένη παραγωγή τους, να καταγράψουν και θεωρητικά τους κανόνες και τα μυστικά της τέχνης τους. Έτσι, ο Σοφοκλής έγραψε τη διατριβή Περὶ Χοροῦ, ο γλύπτης Πολύκλειτος από το Άργος δημοσίευσε τον Κανόνα, ο αρχιτέκτονας Ικτίνος σχολίασε σε ένα έργο του τον Παρθενώνα, έργο δικό του και του Καλλικράτη, και ο σκηνογράφος Αγάθαρχος από τη Σάμο, που είχε διακοσμήσει το σπίτι του Αλκιβιάδη, έγραψε ένα υπόμνημα για τη ζωγραφική τέχνη της προοπτικής - όλα εξαιρετικά πολύτιμα αλλά χαμένα.
ΑΡΙΣΤΟΞΕΝΟΣ (περ. 370; π.Χ.)
Ο Αριστόξενος από τον Τάραντα προερχόταν από την πυθαγορική παράδοση, αλλά μαθήτεψε και στον Αριστοτέλη. Οι πολλές και σημαντικές μουσικολογικές πραγματείες του αποτελούν αφετηρία και βάση όσων γνωρίζουμε για την αρχαιοελληνική μουσική θεωρία.
Μας σώζονται τρία σχεδόν ολόκληρα βιβλία από τα Ἁρμονικά, που ίσως να αποτελούν νεότερη σύνθεση από δύο διαφορετικά του έργα, ένα μεγάλο τμήμα από τα Ρυθμικὰ στοιχεῖα και αρκετά μικρότερα αποσπάσματα από τα έργα του Περὶ μουσικῆς, Περὶ μελοποιίας, Περὶ ὀργάνων, Περὶ χορῶν, Περὶ τόνων κ.ά. Γενική του τάση, και συνηθισμένο φαινόμενο στην ιστορία της μουσικής, ήταν να εκθειάζει τις παλαιότερες πειθαρχημένες μουσικές μορφές και να κατηγορεί τους τολμηρούς νεωτερισμούς των συγχρόνων του.
Ο Αριστόξενος έγραψε πολλά: 453 βιβλία (!) καταμετρά η παράδοση, σχετικά με πᾶν εἶδος παιδείας, ανάμεσά τους μια σειρά από βιογραφίες, του Πυθαγόρα και των Πυθαγορικών, αλλά και του Σωκράτη, του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη κ.ά.
Ξεχωριστή θέση στις επιστήμες κατείχε και κατέχει πάντα η ιατρική. Χαρακτηριστικό της η διπλή σύνδεση, από τη μια με τη θρησκεία, από την άλλη με την εμπειρική γνώση και πράξη. Κιόλας οι δύο πρώτοι επώνυμοι γιατροί του τρωικού μυθολογικού κύκλου ήταν παιδιά του Ασκληπιού ἰατῆρος, γιου του Απόλλωνα παιήωνος (γιατρευτή), αλλά και ειδικευμένοι: διαγνωστικός παθολόγος ο Ποδαλείριος, χειρούργος ο Μαχάων. Γιατρός με χειρουργικές ικανότητες ήταν στον μύθο και ο κένταυρος Χείρων. Μαθητές του ήταν ο Ασκληπιός, που ως θεός γρήγορα ξεπέρασε τον δάσκαλό του, και ο Αχιλλέας, που σε μια κύλικα εικονίζεται να γιατροπορεύει τον πληγωμένο Πάτροκλο.
Στα ιστορικά χρόνια οι πρώτοι που ξέρουμε να έχουν πραγματευτεί ιατρικά θέματα ανήκουν στους προσωκρατικούς φιλοσόφους. Παλαιότερος ο Αλκμαίων από τον Κρότωνα, που μελέτησε ανατομικά το νευρικό σύστημα των ζώων και διαπίστωσε τη σύνδεση των αισθήσεων με τον εγκέφαλο. Ως γιατρός παραδίδεται ότι τολμούσε επεμβάσεις στα μάτια. Επιδράσεις από τον Αλκμαίωνα δέχτηκαν ο Εμπεδοκλής, ἰατρῶν ἄριστος (Βίος), ο Διογένης από την Απολλωνία και οι Ιπποκρατικοί που ακολούθησαν.
Η χειρόγραφη παράδοση μας έχει διασώσει ένα σώμα από 58 ιατρικές πραγματείες (73 συνολικά βιβλία) που αποδίδονται στον Ιπποκράτη, αλλά βέβαια δεν είναι όλες δικές του. Χρονολογικά το ιπποκρατικό σώμα καλύπτει την περίοδο από το 450 ως το 300[140] π.Χ., και περιέχει έργα που προέρχονται τόσο από το διάσημο ιατρικό κέντρο (ή σχολή) της Κω, τους Ασκληπιάδες,[141] όσο και από το εξίσου σημαντικό ιατρικό κέντρο (ή σχολή) της Κνίδου, απέναντι από την Κω, στη Μικρασία - πραγματείες που αφορούν τη διαγνωστική, τη χειρουργική, τη διαιτητική, την υγιεινή, τη γυναικολογία, τη φαρμακολογία και άλλα γενικότερα ή ειδικότερα ιατρικά θέματα. Συνεχίζοντας την παράδοση των ιώνων φυσικών φιλοσόφων, που πρώτοι διαμόρφωσαν επιστημονικό λόγο, οι πραγματείες είναι γραμμένες όλες στην ιωνική διάλεκτο, χωρίς ρητορικές ή άλλες λογοτεχνικές επιδράσεις.
ΙΠΠΟΚΡΑΤΗΣ (περ. 460-370 π.Χ.)
Ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν.[142]
Ἐπιδημίαι 1.11
Γεννήθηκε στην Κω από ιατρική οικογένεια, εκπαιδεύτηκε ως Ασκληπιάδης, διακρίθηκε στην ιατρική θεωρία και πράξη, απόχτησε μεγάλη φήμη και ταξίδεψε πολύ. Ο θάνατος τον βρήκε σε μεγάλη ηλικία στη Λάρισα, όπου ο τάφος του σωζόταν ως και τον 2ο μ.Χ. αιώνα.
Η συζήτηση για το ποια από τα έργα που παραδίδονται με το όνομά του του ανήκουν πραγματικά ξεκίνησε ήδη στην αρχαιότητα και συνεχίζεται χωρίς να έχει καταλήξει σε αναντίρρητα αποτελέσματα. Οι περισσότεροι συμφωνούν ότι τις τελευταίες δεκαετίες του 5ου π.Χ. αιώνα ο Ιπποκράτης έγραψε (α) Περὶ ἀέρων, ὑδάτων, τόπων:[143] πραγματεία για το πώς το φυσικό περιβάλλον επηρεάζει την υγεία των ανθρώπων, με αντιπαράθεση των σχετικών ευρωπαϊκών και ασιατικών δεδομένων, (β) Περὶ ἱερῆς νούσου: έργο σταθμό στην ιατρική σκέψη, καθώς ο Ιπποκράτης ερμηνεύει φυσιολογικά την επιληψία, αρρώστια που τη θεωρούσαν ιερή και διάφοροι τσαρλατάνοι (μάγοι τε καὶ καθαρταὶ καὶ ἀγύρται καὶ ἀλαζόνες) επιχειρούσαν να τη γιατρέψουν με καθαρμούς, με ξόρκια, με νηστείες κ.τ.ό., και (γ) ορισμένα βιβλία των Ἐπιδημιῶν:[144] κλινικές σημειώσεις για την πορεία μιας ασθένειας από τα πρώτα συμπτώματα ως την ανάρρωση, ή τον θάνατο, του συγκεκριμένου αρρώστου.
Αρκετές πιθανότητες να είναι γνήσια έργα του Ιπποκράτη έχουν ακόμα (δ) το Προγνωστικόν, στοιχεία που επιτρέπουν στον γιατρό να προβλέψει τα συμπτώματα και την πορεία της ασθένειας για να προγραμματίσει την κατάλληλη θεραπεία, (ε) το Περὶ διαίτης ὀξέων («Οδηγίες για βαριές αρρώστιες»), όπου ο συγγραφέας διαφωνεί με τις αντίστοιχες απόψεις των γιατρών της σχολής της Κνίδου, και δύο χειρουργικά έργα: (Ϛ) Περὶ ἀγμῶν («Για τα κατάγματα»), και (ζ) Περὶ ἄρθρων ἐμβολῆς («Για την αποκατάσταση των εξαρθρωμάτων»).
Τα παραπάνω συγγράμματα και ορισμένες μεταγενέστερες μαρτυρίες μάς οδηγούν να πιστέψουμε ότι ο Ιπποκράτης πέτυχε να συνδυάσει τη θεωρητική καθολική αντιμετώπιση των ανθρώπινων φαινομένων και την αναζήτηση των αιτίων με την πρακτική εμπειρική γνώση. Η διδασκαλία και η δράση του θεμελίωσαν την επιστήμη της ιατρικής, που πια για αιώνες ακολούθησε, ως ένα σημείο και ακολουθεί ακόμα, δικούς του δρόμους.
Στο ιπποκρατικό σώμα ξεχωρίζουν ορισμένα πρώιμα σημαντικά έργα που όμως δεν ανήκουν στον Ιπποκράτη: (α) το Περὶ ἀρχαίης ἰητρικῆς, όπου ο συγγραφέας απορρίπτει τις φιλοσοφικές θεωρίες που επιχειρούσαν να υποτάξουν την ιατρική σε γενικές αρχές και αξιώματα, και επαινεί την πατροπαράδοτη θεραπευτική μέθοδο με αφετηρία την παρατήρηση και τη συσσωρευμένη εμπειρία· (β) το Περὶ φύσιος ἀνθρώπου, έργο θεωρητικό, γραμμένο γύρω στα 400 π.Χ. από τον Πόλυβο, που είχε παντρευτεί την κόρη του Ιπποκράτη.
Γύρω στα μέσα του 4ου π.Χ. αιώνα έζησε και έδρασε στην Αθήνα ο Διοκλής από την Κάρυστο, διάσημος γιατρός που συνδύασε την ιπποκρατική με τη σικελική ιατρική παράδοση του Εμπεδοκλή. Ο ίδιος έδωσε μεγάλη σημασία στην προσωπικότητα των αρρώστων, υποστηρίζοντας ότι η ίδια θεραπεία δεν έχει τα ίδια σε όλους αποτελέσματα. Τα έργα του (Ὑγιεινὰ πρὸς Πλείσταρχον· Πάθος, αἰτία, θεραπεία· Ἀνατομή), γραμμένα σε αττική διάλεκτο (!), έχουν για μας χαθεί· όμως η επίδρασή τους στους μεταγενέστερους ήταν μεγάλη.
Τον 4ο π.Χ. αιώνα χρονολογούνται πολλά ακόμα έργα από τη σχολή της Κω που απηχούν, όπως θα το περιμέναμε, και προεκτείνουν τις ιδέες και τη μέθοδο του Ιπποκράτη. Σημαντικότερα ανάμεσά τους: (α) οι Ἀφορισμοί, όπου κατά καιρούς συγκεντρώθηκαν επιγραμματικά διατυπωμένες ιατρικές επιταγές και γνώμες, όπως το γνωστό ὁ βίος βραχὺς ἡ δὲ τέχνη μακρά, (β) τα υπόλοιπα πέντε βιβλία των Ἐπιδημιῶν, και (γ) ο Ὅρκος.
Ο ιπποκρατικός όρκος διατυπώθηκε το δεύτερο μισό του 4ου π.Χ. αιώνα· το περιεχόμενό του όμως συμπυκνώνει ολόκληρη την πρώιμη ιατρική δεοντολογία, όπως θα ονομάζαμε σήμερα τους κανόνες της ορθής συμπεριφοράς των γιατρών: την εχεμύθεια, την υποχρέωση να ωφελούν όσο μπορούν περισσότερο τους ασθενείς όλους, τη δέσμευση να μη χορηγούν θανάσιμα φάρμακα κλπ. Τον ίδιο όρκο, με ορισμένες αναπροσαρμογές, δίνουν και σήμερα σε όλο τον κόσμο, πριν ασκήσουν το επάγγελμά τους, οι απόφοιτοι των ιατρικών σχολών.
Ο ιπποκρατικός όρκος όριζε μάρτυρες τους θεούς, και θα ήταν λάθος να πιστέψουμε ότι η επιστήμη της ιατρικής, όπως αναπτύχτηκε στα κλασικά χρόνια, αποδεσμεύτηκε τελείως από τη θρησκεία. Είναι αλήθεια ότι ο Ιπποκράτης διάψευσε τον ιερό τάχα χαρακτήρα της επιληψίας και κατάγγειλε τις απόκρυφες παραϊατρικές πρακτικές· είναι αλήθεια ότι στα κλασικά χρόνια το ιατρικό επάγγελμα αποσυνδέθηκε από το ιερατικό λειτούργημα· ωστόσο, αν όχι και από την πλευρά των γιατρών, σίγουρα από την πλευρά των αρρώστων, η θρησκευτική πίστη ποτέ δεν έπαψε να αποτελεί σημαντικό θεραπευτικό παράγοντα. Το πιο σωστό θα ήταν να μιλήσουμε για ένα συμβιβασμό της ιατρικής με τη θρησκεία, καθώς από τη μια οι γιατροί καλλιεργούσαν τη σύνδεσή τους με τον Απόλλωνα, τον Ασκληπιό, την Υγεία κλπ., από την άλλη οι ιερείς στα Ασκληπιεία και στα άλλα θρησκευτικά-ιαματικά κέντρα ενημερώνονταν για τα πορίσματα της επιστημονικής θεραπευτικής και ακολουθούσαν τις επιταγές της.
--------
140 Αυτό δεν αποκλείει το σώμα να περιλαμβάνει και έργα νεότερα, π.χ. το Παραγγελίαι, που είναι επηρεασμένο από την επικούρεια φιλοσοφία και πρέπει να γράφτηκε τον 2ο π.Χ. αιώνα, αν όχι αργότερα.
141 Ἀσκληπιάδαι αυτονομάζονταν τα μέλη της ιατρικής συντεχνίας στην Κω, γιατί ήταν, όπως ισχυρίζονταν, απόγονοι του Ποδαλείριου, γιου του Ασκληπιού. Εξαρχής όμως ο ίδιος όρος χρησιμοποιήθηκε και για τους γιατρούς γενικά.
Η φιλοσοφία τον 4ο π.Χ. αιώνα
Η καταδίκη και ο θάνατος του Σωκράτη αποτέλεσαν σταθμό στην εξέλιξη της φιλοσοφικής σκέψης. Με μια σειρά από συγγράμματα οι οπαδοί του προσπάθησαν να τον υπερασπιστούν, να αποκρούσουν τις όποιες κατηγορίες και να εξάρουν την αρετή του δασκάλου τους.[145] Ακόμα, οι σωκρατικοί, όσοι εξακολούθησαν να φιλοσοφούν, μοιράστηκαν τις ιδέες του Σωκράτη, ή καλύτερα διάλεξαν καθένας να ακολουθήσει διαφορετικό δρόμο από τους πολλούς που είχε ανοίξει, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν περισσότερες από μία σωκρατικές φιλοσοφικές σχολές.[146]
Απολογητής του Σωκράτη στάθηκε, όπως είδαμε, ο Ξενοφών, που στα σωκρατικά του έργα δεν περιορίστηκε στο να μιλά για τον δάσκαλό του σε τρίτο πρόσωπο, αλλά παρουσίασε και τον ίδιο τον Σωκράτη να απολογείται στο δικαστήριο ή να συζητά με τον ένα και με τον άλλο, αποδίδοντάς του λόγια που μπορεί να μην ήταν αυτούσια δικά του αλλά οπωσδήποτε αντιπροσώπευαν τις ιδέες του και τους διαλεκτικούς του τρόπους. Παρόμοια υπερασπίστηκαν τον δάσκαλό τους και άλλοι σωκρατικοί, που όμως τα έργα τους, αν εξαιρέσουμε αυτά του Πλάτωνα, είναι όλα χαμένα.
Κέβης από τη Θήβα (5ος/4ος π.Χ. αι.): του αποδίδονται τρεις σωκρατικοί διάλογοι, αλλά ένα έργο που σώζεται με το όνομά του, ο Πίναξ, πρέπει να γράφτηκε τον 1ο μ.Χ. αιώνα.
Σιμμίας από τη Θήβα (5ος/4ος π.Χ. αι.): του αποδίδονται 23 σωκρατικοί διάλογοι (Περὶ σοφίας, Περὶ ἀνδρείας κ.ά.).
Αισχίνης από την Αθήνα (5ος/4ος π.Χ. αι.): έγραψε σωκρατικούς διάλογους (Ἀλκιβιάδης, Ἀσπασία κ.ά.).
Ευκλείδης από τα Μέγαρα (450-380 π.Χ.): έγραψε σωκρατικούς διάλογους (Κρίτων, Ἐρωτικός, Αἰσχίνης κ.ά.), και εγκαινίασε τη μεγαρική σχολή, με έμφαση στη διαλεκτική και στην οντολογία. Διάλογους έγραψε και ο σημαντικότερος διάδοχός του, ο Στίλπων από τα Μέγαρα (περ. 380-300 π.Χ.).
Αντισθένης από την Αθήνα (περ. 445-360 π.Χ.): στα πάμπολλα έργα του[147] περιλαμβάνονταν και σωκρατικοί διάλογοι (Ἀσπασία, Ἀλκιβιάδης, Μενέξενος κ.ά.). Δίνοντας έμφαση στο ιδανικό της αυτάρκειας, ο Αντισθένης άνοιξε τον δρόμο για τους πολλούς κυνικούς φιλοσόφους που ακολούθησαν. Διασημότερος ανάμεσά τους ο Διογένης από τη Σινώπη (περίπου 400-325 π.Χ.),[148] που και γι᾽ αυτόν παραδίδεται ότι έγραψε διάλογους και τραγωδίες.
Αρίστιππος από την Κυρήνη (435-355 π.Χ.): ορισμένα έργα του (Περὶ παιδείας, Περὶ ἀρετῆς κ.ά.) δεν είναι διαλογικά· έχουν όμως φανερά σωκρατικό χαρακτήρα. Ο ίδιος έδωσε έμφαση στην ηθική και εγκαινίασε την κυρηναϊκή σχολή.
Φαίδων από την Ηλεία (5ος/4ος π.Χ. αι.): έγραψε σωκρατικούς διάλογους (Σίμων, Ζώπυρος) και εγκαινίασε την ηλειακή σχολή.
Χαριτωμένους διάλογους για ποικίλα θέματα παραδίδεται πως έγραψε και ο Ηρακλείδης από την Ηράκλεια του Πόντου (περ. 390-310 π.Χ.), που φοίτησε τόσο στην Ακαδημία του Πλάτωνα όσο και στο Λύκειο του Αριστοτέλη.
Μελετώντας τους συγγραφικούς τρόπους διαπιστώνουμε ότι ο διάλογος, ένα από τη φύση του καθαρά προφορικό είδος, χρησιμοποιήθηκε συχνά τον 4ο π.Χ. αιώνα σε γραπτή μορφή για να αποδώσει τη φιλοσοφική διδασκαλία. Παράλληλα, δίπλα στον διάλογο, για να εκθέσουν τις θεωρίες τους οι φιλόσοφοι έγραψαν και πραγματείες (ή διατριβές), είδος γνωστό από την ιωνική επιστημονική παράδοση, όπου η κινημένη διαλογική παρουσίαση έδινε τη θέση της στη συστηματικότερη, πιο ήρεμη και πιο ολοκληρωμένη μονολογική ανάπτυξη της φιλοσοφικής σκέψης. Είναι ενδιαφέρον να παρακολουθήσουμε πώς οι κορυφαίοι φιλόσοφοι του αιώνα, ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης, χρησιμοποίησαν τη μία ή την άλλη μορφή του φιλοσοφικού λόγου.
ΠΛΑΤΩΝ (427-347 π.Χ.)
Τὰ μὲν ὁρᾶσθαί φαμεν νοεῖσθαι δ᾽ οὔ, τὰς
δ᾽ αὖ ἰδέας νοεῖσθαι μὲν ὁρᾶσθαι δ᾽ οὔ.[149]
Πολιτεία 507b
Γεννήθηκε στην Αθήνα από ισχυρή οικογένεια που συγγένευε με παλιά αριστοκρατικά γένη. Από τους δασκάλους του γνωστός είναι ο Κρατύλος, που υποστήριζε τις απόψεις του Ηράκλειτου. Οι πρώτες του προσπάθειες να ασχοληθεί με την ποίηση ματαιώθηκαν όταν γνώρισε τον Σωκράτη και έγινε φανατικός οπαδός του. Βίωσε από κοντά την καταστροφή του 404 π.Χ., τη φαύλη διακυβέρνηση των Τριάκοντα, που μερικοί ήταν συγγενείς του, και τους αγώνες για την παλινόρθωση της δημοκρατίας· όμως το βίωμα που σφράγισε τη ζωή του και τον έσπρωξε να ασχοληθεί με τη φιλοσοφία ήταν η δίκη, η άδικη καταδίκη και η θανατική εκτέλεση του Σωκράτη (399 π.Χ.).
Η δεκαετία που ακολούθησε αποτέλεσε την πρώτη περίοδο της συγγραφικής δράσης του Πλάτωνα, όπου ανήκουν η Ἀπολογία Σωκράτους και οι κατεξοχήν σωκρατικοί διάλογοι: Λάχης, Χαρμίδης, Λύσις, Εὐθύφρων, Πρωταγόρας, Ἱππίας ἐλάσσων, Ἱππίας μείζων, Ἴων, Κρίτων, Γοργίας. Πρόκειται για σχετικά σύντομους και ζωηρούς διάλογους που έχουν πάρει το όνομά τους από τον κύριο κάθε φορά συνομιλητή του Σωκράτη. Γνήσια σωκρατικά είναι τα θέματα των συζητήσεων για το τι είναι ανδρεία, σωφροσύνη, φιλία, ευσέβεια, για το αν μπορεί να διδαχτεί η αρετή, και άλλα παρόμοια. Χαρακτηριστικό και ότι στους περισσότερους διάλογους ο Σωκράτης περιορίζεται στο να θέτει προβλήματα και να αποδείχνει τη μια μετά την άλλη σφαλερές τις λύσεις που προτείνονται - ακόμα και από τον ίδιο!
Από το 390 ως το 388 π.Χ. ο Πλάτων ταξίδεψε πρώτα στην Κάτω Ιταλία, όπου γνωρίστηκε με τον Αρχύτα και μελέτησε τον πυθαγορισμό, ύστερα και στη Σικελία, όπου για ένα διάστημα φιλοξενήθηκε στην αυλή του Διονυσίου Α', τυράννου των Συρακουσών. Εκεί συνδέθηκε στενά με τον Δίωνα, γαμπρό του Διονυσίου, που είχε τις ίδιες με αυτόν πολιτικές ανησυχίες και ελπίδες. Η φιλία τους ανησύχησε τον Διονύσιο, που υποπτεύτηκε συνωμοσία, ο Πλάτων υποχρεώθηκε να φύγει όπως όπως και να επιστρέψει, όχι χωρίς περιπέτειες, στην Αθήνα, όπου λίγα χρόνια αργότερα, το 385 π.Χ., ίδρυσε την Ακαδημία.[150]
Τυπικά η Ακαδημία ήταν λατρευτικό κέντρο του Απόλλωνα και των Μουσών· ουσιαστικά αποτελούσε κοινόβιο, με αυστηρούς κανόνες διαβίωσης και με στόχο την καλλιέργεια της φιλοσοφίας. Ο Πλάτων έμεινε επικεφαλής της Ακαδημίας, συγγράφοντας και διδάσκοντας, ως το τέλος της ζωής του, με δύο διακοπές, όταν ξαναταξίδεψε στη Σικελία.
Στη μέση συγγραφική περίοδο του Πλάτωνα, ανάμεσα στο πρώτο και στο δεύτερο ταξίδι, ανήκουν τα πιο γνωστά του έργα, ο Μένων, ο Κρατύλος, ο Εὐθύδημος, ο Μενέξενος, ο Φαίδων, ο Φαῖδρος, ο Παρμενίδης, ο Θεαίτητος, το Συμπόσιον και η Πολιτεία, μεγάλοι διάλογοι που πραγματεύονται θεμελιακά θέματα όπως η αθανασία της ψυχής, η αληθινή αρετή, ο έρωτας, η φύση των λέξεων, η λειτουργία των αριθμών και άλλα παρόμοια. Ο Σωκράτης εξακολουθεί να πρωταγωνιστεί, αλλά πια δεν περιορίζεται στο να απορρίπτει τις απόψεις των συνομιλητών του αφήνοντάς τους σε απορία, αλλά χαράζει κατευθύνσεις και οδηγεί τη συζήτηση αν όχι σε οριστικά, τουλάχιστο σε θετικά αποτελέσματα. Έτσι, στην Πολιτεία οι συνομιλητές, για να γνωρίσουν την πραγματική δικαιοσύνη, αναπλάθουν, με την καθοδήγησή του, τη γένεση και την εξέλιξη μιας ιδανικής πολιτείας όπου θεμελιακή θέση κατέχει η εκπαίδευση. Δικαιολογημένα γεννιέται η υποψία ότι σε αυτούς τους μέσους διάλογους ο Πλάτων αποδίδει στον Σωκράτη και δικές του νεότερες σκέψεις και συμπεράσματα.
Το 367 π.Χ. ο Πλάτων, προσκαλεσμένος από τον Δίωνα, ταξίδεψε πάλι στη Σικελία. Ο Διονύσιος Α' είχε πεθάνει, ο Διονύσιος Β' ήταν νέος, καλόγνωμος, και οι δυο φίλοι είχαν την ελπίδα να συνεργαστούν μαζί του για τη δημιουργία της ιδανικής πολιτείας όπου «είτε κυβερνούν οι φιλόσοφοι, είτε οι κυβερνήτες φιλοσοφούν» (7η Επιστολή 326b). Ωστόσο, η φιλοσοφική θεωρία δύσκολα εφαρμόζεται στην πολιτική πράξη: το εγχείρημα σκόνταψε στις μηχανορραφίες των αυλικών και απότυχε, όπως αποτυχημένο ήταν και το τρίτο ταξίδι του Πλάτωνα στις Συρακούσες (361-360 π.Χ.), όταν ο Διονύσιος επέμενε να τον κρατήσει και χρειάστηκε να μεσολαβήσει ο Αρχύτας για να μπορέσει ο φιλόσοφος να επιστρέψει στην Αθήνα.
Η ύστερη συγγραφική περίοδος περιλαμβάνει τους διάλογους Σοφιστής και Πολιτικός, που γράφτηκαν ανάμεσα στο δεύτερο και το τρίτο ταξίδι, τον Φίληβο, τον Τίμαιο και τον Κριτία, που γράφτηκαν μετά την οριστική επιστροφή στην Αθήνα, και τους Νόμους, που ο Πλάτων δεν πρόλαβε να τους ολοκληρώσει, αλλά ο γραμματέας του τους συμπλήρωσε από τις σημειώσεις του και τους δημοσίευσε μετά τον θάνατό του.[151] Ιδιαίτερα διεξοδικά, τα τελευταία αυτά έργα πραγματεύονται δύσβατα κοσμολογικά, οντολογικά, πολιτειακά και άλλα πολύπλοκα φιλοσοφικά θέματα. Η διαλογική μορφή διατηρείται, αλλά έχει χάσει το μεγαλύτερο μέρος από τη φυσικότητα και τη ζωηρότητά της. Αντίστοιχα υποβαθμισμένη είναι και η συμμετοχή του Σωκράτη, που σε μία περίπτωση, στους Νόμους, απουσιάζει τελείως. Τον πρωταγωνιστικό ρόλο αναλαμβάνουν άλλα πρόσωπα, πραγματικά (όπως ο Κριτίας), φανταστικά (όπως ο Τίμαιος), ή και ανώνυμα (όπως ο ελεάτης ξένος στον Σοφιστή και ο αθηναίος ξένος στους Νόμους), πρόσωπα που εκθέτουν ολοκληρωμένες θεωρίες με κάθε άνεση και σε συνεχή λόγο, όπως στις διατριβές. Είναι φανερό ότι προς το τέλος της ζωής του ο Πλάτων είχε πολύ απομακρυνθεί από τον δάσκαλό του.
Η εξέλιξη που παρακολουθήσαμε ας μη μας εμποδίσει να εκτιμήσουμε τον πλατωνικό διάλογο, που την ώρα της ακμής του αποτέλεσε ένα από τα κορυφαία επιτεύγματα του αρχαιοελληνικού έντεχνου λόγου. Έχουν προηγηθεί τα δράματα του Επιχάρμου, οι μίμοι του Σώφρονα, οι αγώνες του αττικού θεάτρου - και ακόμα, η καλλιέργεια του προφορικού λόγου από τους σοφιστές, οι ρητορικές αντιλογίες και η σωκρατική διαλεκτική, όπως την είχε γνωρίσει ο Πλάτων από κοντά. Όλα αυτά ζυμώνονται στους διάλογους, όπου τα θεατρικά στοιχεία από τη μια τονίζονται (π.χ. με την ειδυλλιακή «σκηνογραφία» στον Φαίδρο, ή με την καλομελετημένη «σκηνοθεσία» στο Συμπόσιο), από την άλλη συγκαλύπτονται, καθώς οι συζητήσεις δεν παρουσιάζονται άμεσα αλλά έμμεσα από κάποιον που τάχα τις παρακολούθησε και τάχα τις διηγείται αργότερα σε τρίτους.
Η λογοτεχνική φλέβα του Πλάτωνα φανερώνεται και στη ζωντανή, εύκαμπτη, λαμπερή, ποιητική σχεδόν γλώσσα, και στη συχνή χρήση των μύθων - όχι των γνωστών της παράδοσης αλλά νέων, που τους επινόησε ο ίδιος. Οι πλατωνικοί μύθοι, ανάμεσά τους η δημιουργία του ανθρώπου από τον Προμηθέα και τον Επιμηθέα στον Πρωταγόρα και η ιστορία της Ατλαντίδας στον Κριτία, εικονοποιούν τη θεωρητική σκέψη, αντικαθιστούν επίπονους αποδεικτικούς συλλογισμούς, υπερβαίνουν λογικά αδιέξοδα και πάνω απ᾽ όλα κάνουν την ανάγνωση πιο ελκυστική και τα νοήματα πιο εύληπτα στους αναγνώστες· γιατί μην ξεχνούμε ότι οι διάλογοι απευθύνονταν στο μεγάλο κοινό.
Με τους εταίρους της Ακαδημίας ο Πλάτων επικοινωνούσε προφορικά, με συζητήσεις και διαλέξεις. Το περιεχόμενο αυτής της εσωτερικής διδασκαλίας, όπως την ονομάζουμε, μας είναι (παρ᾽ όλες τις προσπάθειες των ερευνητών που επιχειρούν να το ανασυνθέσουν μέσα από τα δημοσιευμένα έργα και κάποιες άλλες όχι ξεκάθαρες πληροφορίες) ουσιαστικά άγνωστο.
Με το όνομα του Πλάτωνα σώζονται αρκετοί ακόμα διάλογοι που δεν είναι δικοί του αλλά ανήκουν στο κλίμα της Ακαδημίας, και δεκατρείς επιστολές, οι περισσότερες ψευδεπίγραφες. Από τις τρεις που κρίνονται γνήσιες, ιδιαίτερα σημαντική είναι η έβδομη επιστολή, προς τους οπαδούς του Δίωνα στις Συρακούσες, όπου σε αυτήν ο φιλόσοφος αποκαλύπτει πλήθος βιογραφικά του στοιχεία.
Πεθαίνοντας ο Πλάτωνας εμπιστεύτηκε τη διεύθυνση της Ακαδημίας στον ανεψιό του τον Σπεύσιππο (περ. 407-339 π.Χ.), που προσπάθησε, όχι πάντα με επιτυχία, να συστηματοποιήσει και να προχωρήσει την πλατωνική σκέψη. Τα έργα του μας είναι γνωστά μόνο από πληροφορίες και αποσπάσματα· φαίνεται όμως να είναι γνήσια δική του μια επιστολή με πολιτικό περιεχόμενο, που έχει σωθεί και απευθύνεται στον Φίλιππο Β' της Μακεδονίας.
Μετά τον θάνατο του Σπευσίππου οι εταίροι της Ακαδημίας εκλέξαν διάδοχό του στην ηγεσία της Ακαδημίας τον Ξενοκράτη από τη Χαλκηδόνα (396-312; π.Χ.) «θαυμάζοντας τη σωφροσύνη του». Οι πολλές και ποικίλες διατριβές του έμειναν αδημοσίευτες στην Ακαδημία ως το 86 π.Χ., οπότε ολόκληρη η σχολή με τη βιβλιοθήκη της καταστράφηκε από τους λεγεωνάριους του Σύλλα.
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ (384-322 π.Χ.)
Ὁ δὲ θεὸς καὶ ἡ φύσις οὐδὲν μάταιον ποιοῦσιν.[152]
Περὶ οὐρανοῦ 271a
Ο Αριστοτέλης γεννήθηκε στα Στάγειρα της Χαλκιδικής και μεγάλωσε στην Πέλλα, όπου ο πατέρας του ήταν γιατρός του Αμύντα Α' της Μακεδονίας. Δεκαεπτά χρονών ήρθε στην Αθήνα και εντάχτηκε στην Ακαδημία, όπου και έμεινε ως τον θάνατο του Πλάτωνα - είκοσι ολόκληρα χρόνια. Απογοητευμένος γιατί ο Πλάτων δεν τον όρισε διάδοχό του, ο Αριστοτέλης αποφάσισε να ιδρύσει δική του σχολή (παράρτημα της Ακαδημίας), και το έκανε, πρώτα στην Άσσο της Τρωάδας, όπου συνδέθηκε με τον τύραννο Ερμία και παντρεύτηκε την ανεψιά του, ύστερα και στη Μυτιλήνη, ώσπου το 342 π.Χ. προσκλήθηκε στη Μακεδονία να αναλάβει τη διαπαιδαγώγηση του Μεγαλέξανδρου, που ήταν τότε δεκατεσσάρων χρονών. Σίγουρα ο Αλέξανδρος διδάχτηκε πολλά στα τρία χρόνια της μαθητείας του· όμως στα πολιτικά θέματα ο μαθητής δεν υιοθέτησε τις απόψεις του δασκάλου, και στη συνέχεια οι σχέσεις τους δεν ήταν τόσο αρμονικές όσο λέγεται συνήθως.
Πίσω στην Αθήνα, ο Αριστοτέλης ίδρυσε το 335 π.Χ. ανεξάρτητο διδακτήριο, το Λύκειον, στην ομώνυμη περιοχή κοντά στον Λυκαβηττό, όπου λατρευόταν ο Ἀπόλλων λύκειος (= λυκοκτόνος;).[153] Η σχολή, που ονομάστηκε και περιπατητική γιατί ορισμένα μαθήματα γινόταν περπατώντας σε σκιερές στοές, είχε μεγάλη επιτυχία. Πλήθος σπουδαστές και επιστήμονες συνεργάζονταν για να συγκεντρωθεί ο όγκος των πληροφοριών που προϋποθέτουν τα έργα του Αριστοτέλη και των άλλων Περιπατητικών. Ο Αριστοτέλης έμεινε επικεφαλής του Λυκείου για δώδεκα όλα κι όλα χρόνια, ως το 323 π.Χ., οπότε το αντιμακεδονικό κλίμα που ακολούθησε τον θάνατο του Μεγαλέξανδρου τον ανάγκασε να εγκαταλείψει την Αθήνα και να εγκατασταθεί στη Χαλκίδα, όπου και πέθανε τον επόμενο χρόνο.
Το έργο που άφησε πίσω του ήταν τεράστιο, και καλύπτει πολλά και διαφορετικά γνωστικά πεδία:
(α) Λογικά: πέντε διατριβές (Κατηγορίαι, Περὶ ἑρμηνείας, Τοπικά, Ἀναλυτικὰ πρότερα, Ἀναλυτικὰ ὕστερα), που οι νεότεροι τις ονόμασαν όλες μαζί Ὄργανον, δηλαδή «εργαλείο» για τη λογική σκέψη.
(β) Φιλολογικά: Ρητορική, Ποιητική.
(γ) Φυσικά: Φυσικά, Περὶ οὐρανοῦ, Περὶ γενέσεως καὶ φθορᾶς, Μετεωρολογικά.
(δ) Φυσιογνωστικά: Περὶ τὰ ζῷα ἱστορίαι, Περὶ ζῴων γενέσεως, Περὶ ζῴων πορείας, Περὶ ζῴων μορίων, Περὶ ζῴων κινήσεως.
(ε) Ανθρωπολογικά: Περὶ ψυχῆς, Περὶ μακροβιότητος καὶ βραχυβιότητος, Περὶ αἰσθήσεως καὶ αἰσθητῶν, Περὶ μνήμης καὶ ἀναμνήσεως, Περὶ ὕπνου καὶ ἐγρηγόρσεως, Περὶ ἐνυπνίων, Περί τῆς καθ᾽ ὕπνον μαντικῆς, Περὶ νεότητος καὶ γήρως καὶ ζωῆς καὶ θανάτου, Περὶ ἀναπνοῆς.
(Ϛ) Ηθικά: Ἠθικὰ Εὐδήμεια, Ἠθικὰ Νικομάχεια.[154]
(ζ) Πολιτικά: Πολιτικά, Ἀθηναίων πολιτεία (η μόνη που σώθηκε από το Πολιτεῖαι πόλεων, όπου περιγράφονταν ένα ένα ξεχωριστά τα πολιτεύματα διαφόρων πόλεων).
(η) Πρωταρχικά οντολογικά και θεολογικά θέματα καλύπτουν τα Μετὰ τὰ Φυσικά, έργο που ονομάστηκε έτσι μόνο και μόνο γιατί η θέση του στις αρχαίες εκδόσεις των αριστοτελικών έργων ήταν «μετά τα Φυσικά».[155]
Τα παραπάνω έργα, γραμμένα σε αττικό πεζό λόγο, έχουν σωθεί.[156] Είναι όλα εσωτερικά ή ακουσματικά, όπως ονομάζονται, έργα που δεν προορίζονταν να εκδοθούν αλλά για να χρησιμέψουν ως διδακτικό υλικό μέσα στο Λύκειο. Συγκεκριμένα, πρόκειται για υπομνήματα που ο Αριστοτέλης τα χρησιμοποιούσε ως βάση των μαθημάτων του, κεφάλαια της διδασκαλίας του που τα τροποποιούσε, όταν ήθελε, προσθέτοντας, αφαιρώντας ή μεταθέτοντας ενότητες, παρεμβάλλοντας σημειώσεις κλπ.
Έτσι, τα εσωτερικά έργα δεν είναι τελειωμένες πραγματείες· δεν αντιπροσωπεύουν ένα ολοκληρωμένο άκαμπτο φιλοσοφικό σύστημα, αλλά καθρεφτίζουν μια ρευστή και εξελισσόμενη φιλοσοφική σκέψη. Μελετώντας τα δε μπορούμε παρά να θαυμάσουμε την αυστηρή μέθοδο του Αριστοτέλη, που για να πραγματευτεί ένα θέμα ξεκινούσε από τις λέξεις και τους ορισμούς, συνέχιζε εκθέτοντας και ανασκευάζοντας τις θεωρίες των προγενέστερών του φιλοσόφων, και στη συνέχεια, βήμα βήμα, με αυστηρή λογική πορεία (στέριες εμπειρικές παρατηρήσεις, ισχυρά επιχειρήματα και αποδεικτικούς συλλογισμούς), προχωρούσε στις δικές του διαπιστώσεις και συμπεράσματα.
Αντίστοιχα είναι και το ύφος αυστηρό και απέριττο: η λογική σκέψη, όταν καταγράφεται, όχι μόνο δε χρειάζεται αλλά και δεν επιτρέπει πλατειασμούς, ρητορικά σχήματα, εικόνες και γλωσσικά στολίδια, που θα έδιναν την εντύπωση ότι ο συγγραφέας επιχειρεί να επηρεάσει την ορθή και αντικειμενική κρίση του αναγνώστη. Αν προσθέσουμε ότι τα θέματα που απασχολούσαν τον φιλόσοφο ήταν από τη φύση τους δύσκολα, και ότι τα υπομνήματα της διδασκαλίας δε γινόταν παρά να είναι σύντομα, καταλαβαίνουμε πώς συμβαίνει η ανάγνωση των εσωτερικών αριστοτελικών έργων να είναι κοπιαστική και η κατανόησή τους να απαιτεί μεγάλη προσπάθεια. Μην ξεχνούμε όμως ότι πρόκειται για κείμενα που προορίζονταν να αξιοποιηθούν από τον ίδιο τον Αριστοτέλη στα μαθήματά του, όπου είχε κάθε άνεση να αναπτύξει και να εδραιώσει τις θέσεις του προφορικά.
Διαφορετική μορφή και προορισμό είχαν τα εξωτερικά, όπως ονομάζονται, έργα του Αριστοτέλη, απ᾽ όπου δε μας σώζονται παρά ελάχιστα αποσπάσματα. Πρόκειται για διάλογους (Περὶ φιλοσοφίας, Περὶ ψυχῆς, Περὶ δικαιοσύνης, Περὶ ποιητῶν κ.ά.) που απευθύνονταν στο μεγάλο κοινό, και που οι περισσότεροι είχαν γραφτεί και εκδοθεί όταν ο Αριστοτέλης ήταν ακόμα εταίρος της Ακαδημίας.
Οι φιλοσοφικές θεωρίες δε γίνεται να εκτεθούν με λίγα λόγια. Σημειώνουμε μόνο ότι, σε αντίθεση με τον Πλάτωνα, που είχε την τάση να υποτιμά τον αισθητό κόσμο δίνοντας το προβάδισμα στις αφηρημένες ιδέες, ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί ως αφετηρία του, μελετά και ερμηνεύει τον πραγματικό κόσμο εμπειρικά, όπως τον αποκαλύπτουν οι αισθήσεις. Αυτό εξηγεί και την επίδοσή του σε επιστημονικά πεδία όπως η μετεωρολογία και η ζωολογία, που το αντικείμενό τους είναι απόλυτα συγκεκριμένο.
Το σώμα των αριστοτελικών έργων περιέχει και πολλά μικρά ή μεγάλα έργα ψευδεπίγραφα, που παραδίδονται με το όνομα του δασκάλου αλλά ανήκουν στους μαθητές και στους διαδόχους του της περιπατητικής σχολής.
Τον Αριστοτέλη διαδέχτηκε ο μαθητής και συνεργάτης του Θεόφραστος από τη Μυτιλήνη (περ. 370-288 π.Χ.), ἀνὴρ συνετώτατος καὶ φιλοπονώτατος (Διογένης Λαέρτιος 5.36),[157] που έμεινε επικεφαλής του Λυκείου για περισσότερα από τριάντα χρόνια - χρόνια ακμής, όταν η σχολή έφτασε να αριθμεί δύο χιλιάδες μέλη. Ο Κικέρωνας (1ος π.Χ. αι.) δεν είχε άδικο όταν έγραφε πως ο Θεόφραστος «πραγματεύτηκε θέματα που τα είχε πραγματευτεί πριν από αυτόν ο Αριστοτέλης». Είναι αλήθεια ότι από τα πάμπολλα έργα που ξέρουμε ότι είχε γράψει τα περισσότερα εντάσσονται σε θεματικούς κύκλους που είχαν ήδη απασχολήσει τον Αριστοτέλη· αλήθεια είναι όμως και ότι τα λιγοστά συγγράμματά του που διασώθηκαν ολόκληρα αφορούν πεδία που δεν καλύπτονται από τα έργα του Αριστοτέλη. Συγκεκριμένα, μας έχουν σωθεί (α) δύο μεγάλα έργα συστηματικής φυτολογίας, το Περὶ φυτῶν ἱστοριῶν και το Περὶ φυτῶν αἰτιῶν, και (β) οι Χαρακτῆρες, όπου με οξεία παρατηρητικότητα και καυστικό χιούμορ ο Θεόφραστος ορίζει και περιγράφει έναν έναν τριάντα ανθρώπινους τύπους, όχι τους καλύτερους: τον κόλακα, τον γκρινιάρη, τον φλύαρο, τον αλαζόνα, τον δειλό, τον ολιγαρχικό, τον ξαδιάντροπο κ.ά.
Λίγο νεότερος πρέπει να ήταν ο Δικαίαρχος από τη Μεσσήνη της Σικελίας, μαθητής και αυτός του Αριστοτέλη και του Θεόφραστου, πολύξερος και πολυγράφος. Για να ενισχύσει τη θέση του ότι ο πρακτικός βίος είναι προτιμότερος από τον θεωρητικό, έγραψε μια σειρά από βιογραφίες και ένα έργο με τον τίτλο Βίος Ἑλλάδος, την πρώτη ιστορία του ελληνικού πολιτισμού, που πολύ θα θέλαμε να είχε σωθεί. Από τα πολλά ακόμα χαμένα (ηθικά, πολιτικά, ιστορικά, φιλολογικά, γεωγραφικά κ.ά.) έργα του ξεχωρίζει το Καταμετρήσεις τῶν ἐν Πελοποννήσῳ ὀρῶν, όπου ο Δικαίαρχος προσδιόριζε, χωρίς μεγάλη ακρίβεια, το ύψος των βουνών της Πελοποννήσου.
---------
145 Στο αντίθετο στρατόπεδο, ο αθηναίος ρητοροδιδάσκαλος Πολυκράτης δημοσίευσε τη χαμένη σήμερα Κατηγορία Σωκράτους για να αποδείξει ότι πραγματικά ο Σωκράτης ήταν επικίνδυνος για τη δημοκρατία.
146 Το περιεχόμενο της διδασκαλίας τους ανήκει στην ιστορία της φιλοσοφίας· βλ. Αρχαίοι έλληνες φιλόσοφοι· εδώ οι φιλόσοφοι εξετάζονται περισσότερο από την πλευρά της συγγραφικής τους δράσης.
147 Δε σώθηκαν παρά δυο ρητορικά γυμνάσματα από την εποχή που ο Αντισθένης, πριν γίνει οπαδός του Σωκράτη, είχε μαθητέψει στον Γοργία.
149 Για άλλα «λέμε πως μπορεί κανείς να τα δει, αλλά όχι να τα συλλάβει με τον νου· και πάλι για τις ιδέες (λέμε) πως μπορεί κανείς να τις συλλάβει με τον νου, αλλά όχι να τις δει».
150 Η Ακαδημία πήρε το όνομά της από τον ήρωα Ακάδημο, που λατρευόταν έξω από τα τείχη της Αθήνας, στον δρόμο προς την Ελευσίνα, εκεί όπου ο Πλάτωνας εγκατάστησε τη σχολή του - και οι αρχαιολόγοι ανακαλύπτουν τα ίχνη της.
151 Το ίδιο ισχύει και για ένα ακόμα σύντομο έργο, που παραδίδεται με τον τίτλο Ἑπινομίς και αποτελεί συνέχεια των Νόμων.
153 Λύκειον ονομαζόταν η περιοχή, το εκεί γυμναστήριο και η σχολή του Αριστοτέλη. Στους αιώνες της Αναγέννησης η ίδια λέξη χρησιμοποιήθηκε στη δυτική Ευρώπη για ορισμένα διδακτικά ιδρύματα, και από εκεί προέρχεται η ονομασία λύκειο για τα σχολεία της δεύτερης βαθμίδας στην ελληνική μέση εκπαίδευση.
155 Έτσι, επικράτησε να ονομάζουμε ως σήμερα μεταφυσική τον κλάδο της φιλοσοφίας που εξετάζει τις γενικές αρχές της ύπαρξης και μεταφυσικά τα φαινόμενα που υπερβαίνουν τις ανθρώπινες αισθήσεις και δε μπορούν να εξηγηθούν με τους φυσικούς νόμους.
156 «Ο Αριστοτέλης παράδωσε τη βιβλιοθήκη του στον Θεόφραστο […]. Ο Θεόφραστος την παράδωσε στον Νηλέα, που τη μετάφερε στη Σκήψη (της Τρωάδας) και την παράδωσε στους κληρονόμους του, απλούς ανθρώπους, που κρατούσαν τα χειρόγραφα κατάκλειστα και χωρίς φροντίδα. […] Τελικά, ύστερα από πολύν καιρό, τα ταλαιπωρημένα από την υγρασία και σκουληκοφαγωμένα βιβλία του Αριστοτέλη και του Θεόφραστου οι απόγονοί τους τα πούλησαν ακριβά στον Απελλίκωνα από την Τέω, που ήταν βιβλιόφιλος περισσότερο παρά φιλόσοφος…» (Στράβων 13.1.54). Οι περιπέτειες των χειρογράφων συνεχίστηκαν, ώσπου τον 1ο π.Χ. αιώνα τα χειρόγραφα του Αριστοτέλη και του Θεόφραστου βρέθηκαν πάλι στην Αθήνα, στο Λύκειο, όπου φρόντισε να τα τακτοποιήσει και να τα εκδώσει ο Ανδρόνικος από τη Ρόδο, που ήταν τότε επικεφαλής της σχολής.
Επιλεγόμενα στην Κλασική εποχή
Εύκολα διαπιστώνουμε, μελετώντας τον πίνακα, ότι η Κλασική εποχή χαρακτηρίζεται από εξαιρετικά ζωηρή πνευματική κίνηση όπου μετέχουν προσωπικότητες πρώτου μεγέθους: φιλόσοφοι σαν τον Δημόκριτο, τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, ποιητές σαν τον Πίνδαρο και τους μεγάλους τραγικούς, ιστορικοί σαν τον Ηρόδοτο και τον Θουκυδίδη, ρήτορες και πολιτικοί σαν τον Περικλή, τον Ισοκράτη και τον Δημοσθένη, επιστήμονες σαν τον Ιπποκράτη κλπ.
Στη μεγάλη τους πλειονότητα οι καλλιτέχνες και οι άνθρωποι των γραμμάτων έζησαν και έδρασαν στην Αθήνα, που με τις επιτυχίες της στα Περσικά, με το μεγαλόπνοο πρόγραμμα του Θεμιστοκλή, με τη Συμμαχία της Δήλου, με τη φωτισμένη διακυβέρνηση του Περικλή και με το φιλελεύθερο δημοκρατικό της πολίτευμα ευνοούσε την πολιτισμική ανθοφορία όσο καμιά άλλη πόλη.[158] Αντίθετα, είναι χαρακτηριστικό ότι στα κλασικά χρόνια η ξενόφοβη, ολιγαρχική και στρατοκρατούμενη Σπάρτη, ακόμα και μετά τη νίκη της στον Πελοποννησιακό πόλεμο, δεν έχει να επιδείξει ούτε έναν αξιόλογο συγγραφέα ή καλλιτέχνη.
Η ακμή της Αθήνας ας μην επισκιάσει την πνευματική κίνηση που συνεχιζόταν αμείωτη στη Μεγάλη Ελλάδα (Παρμενίδης, Ζήνων, Εμπεδοκλής, Αριστόξενος, Επίχαρμος, Σώφρων, Κόρακας, Τισίας κ.ά.), στη Μικρασία (Ηράκλειτος, Αναξαγόρας, Πανύασης, Αντίμαχος, Τιμόθεος κ.ά.), στα νησιά του Αιγαίου (Εύηνος, Βακχυλίδης, Ήριννα, Ελλάνικος, Στησίμβροτος, Κτησίας, Θεόπομπος, Ιπποκράτης κ.ά.) και αλλού. Σε πολλά, άλλωστε, η αθηναϊκή πνευματική άνθιση είχε τις ρίζες της έξω από την Αθήνα: η κωμική φλέβα διαπιστώσαμε ότι ξεκίνησε από τη Σικελία, όπως και η διδασκαλία της ρητορικής· και οι πρωτεργάτες του σοφιστικού κινήματος κατάγονταν ο Πρωταγόρας από τα Άβδηρα, ο Γοργίας από τη Σικελία και ο Πρόδικος από τη Τζια.
Αξιοπρόσεχτο ότι η ήττα της Αθήνας στον Πελοποννησιακό πόλεμο, η κατάληψή της και η (προσωρινή) κατάλυση του δημοκρατικού πολιτεύματος, γεγονότα που σημείωσαν το τέλος της πολιτικής της κυριαρχίας, δεν επηρέασαν αρνητικά την υπεροχή της στα γράμματα, που συνεχίστηκε και τον τέταρτο αιώνα. Κάθε άλλο: η καταδίκη του Σωκράτη, αποτέλεσμα της πολιτικής κακοδαιμονίας που ακολούθησε την καταστροφή, γονιμοποίησε τους φιλοσοφικούς προβληματισμούς και οδήγησε στη δημιουργία μεγάλων φιλοσοφικών σχολών και η βαθμιαία επέκταση και κυριαρχία της Μακεδονίας προκάλεσε έντονες πολιτικές συγκρούσεις όπου αναδείχτηκαν πολιτικοί στοχαστές και ρήτορες σαν τον Ισοκράτη, τον Δημοσθένη, τον Αισχίνη κ.ά.
-----
158 Αθηναίοι ήταν (αλφαβητικά): ο Αισχίνης, ο Αισχύλος, ο Ανδοκίδης, ο Αντιφών, ο Αριστοφάνης, ο Δημοσθένης, ο Εύπολης, ο Ευριπίδης, ο Θουκυδίδης, ο Ισοκράτης, ο Κράτης, ο Κρατίνος, ο Κριτίας, ο Λυκούργος, ο Ξενοφών, ο Πλάτων, ο Σοφοκλής, ο Σπεύσιππος, ο Σωκράτης, ο Υπερείδης, ο Φερεκράτης, ο Φρύνιχος, ο Χοιρίλος κ.ά.π. Από άλλες πόλεις ήρθαν να εγκατασταθούν στην Αθήνα: ο Αλκιδάμας από την Ελέα της Αιολίας, ο Αναξαγόρας από τις Κλαζομενές, ο Αριστοτέλης από τα Στάγειρα, ο Γοργίας από τους Λεοντίνους, ο Δικαίαρχος από τη Μεσσήνη της Σικελίας, ο Διογένης ο κυνικός από τη Σινώπη, ο Διοκλής από την Κάρυστο, ο Ηρόδοτος από την Αλικαρνασσό, ο Θεόφραστος από τη Μυτιλήνη, ο Ισαίος από τη Χαλκίδα, ο Λυσίας από τις Συρακούσες, ο Ξενοκράτης από τη Χαλκηδόνα, ο Πρατίνας από τον Φλειούντα, ο Πρόδικος από την Τζια, ο Πρωταγόρας από τα Άβδηρα, κ.ά.π.
Παράρτημα: «από τον μύθο στον λόγο»[159]
Στον μισόδρομο της ελληνικής αρχαιότητας σταματούμε να θεωρήσουμε σε γενικές γραμμές την ως τώρα πορεία μας.
Ξεκινήσαμε από τα ομηρικά έπη, έμμετρα αφηγηματικά έργα συνθεμένα σε άνετη, βαριοστολισμένη, τραγουδιστική ποιητική λαλιά - έργα που αναφέρονται στον μυθικό κόσμο των θεών και των ηρώων. Καταλήξαμε στα πεζά επιστημονικά υπομνήματα του Αριστοτέλη, γραμμένα σε συνοπτικό, απέριττο ύφος - έργα που αναφέρονται στον πραγματικό, όχι στον μυθικό κόσμο. Ο δρόμος ήταν μακρύς, μεσολάβησαν πολλά, και η διαφορά, αρχή και τέλος, μεγάλη.
Ωστόσο, όταν μιλούμε για την πορεία από τον μύθο στον λόγο, δεν εννοούμε μόνο τη σταδιακή μετακίνηση των ενδιαφερόντων από τον μυθικό κόσμο στην πραγματικότητα, ούτε μόνο τη βαθμιαία μετάβαση από τους ποιητικούς στους πεζολογικούς τρόπους γλωσσικής επικοινωνίας, αλλά και κάτι σημαντικότερο: την προοδευτική μεταβολή στον τρόπο που οι αρχαίοι αντιλαμβάνονταν, αναζητούσαν και παρουσίαζαν το καλό και την αλήθεια.
Στα πρώιμα χρόνια, του Ομήρου, του Ησιόδου και των λυρικών, το καλό και η αλήθεια προέρχονταν πρώτα και πάνω απ᾽ όλα από τους θεούς. Από αυτούς αντλούσαν τη γνώση τους οι μάντεις, από αυτούς και οι ποιητές. Φυσικά, μια τέτοια γνώση από θεού δεν επιδέχεται αμφισβήτηση και δε χρειάζεται απόδειξη - αλλά βέβαια είχαν δίκιο οι Μούσες όταν αποκάλυψαν στον Ησίοδο ότι «ξέρουν να λεν και τις αλήθειες, ξέρουν να λεν και ψέματα που μοιάζουν με αλήθειες» (Θεογονία 27-8).
Αναπόδειχτοι έμεναν οι ισχυρισμοί και όταν ο ομιλητής, όποιος και αν ήταν, για να δυναμώσει την άποψή του έφερνε ένα παράδειγμα που τις περισσότερες φορές προερχόταν από τη μυθολογία. Έτσι, για να μεταπείσει τον Αχιλλέα ο γερο-Φοίνικας παρουσίασε το παράδειγμα του Μελέαγρου (I 527-99)· έτσι, για να αποδείξει τη δύναμη του έρωτα η Σαπφώ χρησιμοποίησε το παράδειγμα της ωραίας Ελένης (απόσπ. 195 P.).
Άλλος τρόπος να ενισχύσει κανείς τις απόψεις του ήταν να επικαλεστεί ως τεκμήριο ένα μύθο σαν του Αισώπου, μια παροιμία («κατάλοιπο παλιάς σοφίας που σώθηκε […] για τη συντομία και την πετυχημένη της διατύπωση», Αριστοτέλης, απόσπ. 13), ή και μιαν αναπόδειχτη γνώμη, συνήθως επώνυμη, του Ομήρου π.χ., του Ησιόδου, ή των Επτά σοφών. Αντίστοιχα, όχι μόνο ο Θαλής, που συγκαταλέγεται στους Επτά σοφούς, αλλά και άλλοι προσωκρατικοί δε δίστασαν να διατυπώσουν επιγραμματικά τις πεποιθήσεις τους, δογματικά, χωρίς καθόλου να νοιάζονται και να τις αποδείξουν.
Οι παραπάνω τρόποι να προσεγγίσει και να παρουσιάσει κανείς την άποψή του για το καλό και την αλήθεια ήταν πάντα, και είναι ακόμα σήμερα, συνηθισμένοι· όμως καθώς περνούσαν τα χρόνια, όλο και περισσότερο οι άνθρωποι ανακάλυπταν το πνεύμα,[160] και μάθαιναν να χρησιμοποιούν τις συλλογιστικές δυνατότητες: τους ορισμούς, τις κρίσεις, τις λογικές αποδείξεις κλπ. Έτσι, στα κλασικά χρόνια οι ρήτορες και οι σοφιστές ήξεραν καλά πως όταν υπάρχουν δύο ή περισσότερες γνώμες, σωστό είναι να αντιπαραταχτούν με επιχειρήματα και αποδεικτικούς συλλογισμούς, οπότε ο κρείττων λόγος, ο πιο σωστός, αν υποστηριχτεί ορθολογικά θα υπερτερήσει.
Όχι σπάνια, έχοντας διερευνήσει σε βάθος τους αποδεικτικούς τρόπους, οι σοφιστές, είτε για να υπερισχύσουν στους αγώνες λόγων και στους εριστικούς διάλογους, είτε για να επιδείξουν τη νοητική τους δεινότητα, εκμεταλλεύονταν τις συλλογιστικές δυνατότητες όχι μόνο για να λένε, όπως οι Μούσες, αλλά και για να υποστηρίζουν πειστικά, με λογικά επιχειρήματα, «ψέματα που μοιάζαν με αλήθειες». Παράλληλα, την ίδια εποχή, ο Σωκράτης συζητούσε τις διάφορες απόψεις για το καλό και την αλήθεια, δείχνοντας με την ιδιότυπη διαλεκτική του πως οι περισσότερες δεν άντεχαν σε λογικό έλεγχο.
Ένα βήμα πέρα από τον Σωκράτη, που σταματούσε στον έλεγχο χωρίς ο ίδιος να καταλήγει σε αμετάκλητες απόψεις, οι μαθητές του, με πρώτο και σπουδαιότερο τον Πλάτωνα, πίστεψαν πως πια μπορούσαν να συλλάβουν συλλογιστικά και να στηρίξουν με ακλόνητα επιχειρήματα οριστικές θέσεις για το καλό και την αλήθεια.
Τελευταίος στις εξελίξεις που παρακολουθούμε, ο Αριστοτέλης δεν περιορίστηκε στο να εκθέτει συστηματικά και τεκμηριωμένα τις απόψεις του για τα πολλά και ποικίλα θέματα που τον απασχόλησαν, αλλά φρόντισε, σε μια σειρά από διατριβές, να συστηματοποιήσει και να μελετήσει σε βάθος τη λογική σκέψη, δηλαδή το ίδιο το Όργανο που επιτρέπει στον άνθρωπο να αναζητήσει με τον νου και να γνωρίσει το καλό και την αλήθεια.
Σύδδετες με τις παραπάνω εξελίξεις ήταν, όπως θα το περιμέναμε, και οι μεταβολές στα εκφραστικά μέσα. Από όπου και αν προερχόταν, ο αναπόδεικτος λόγος έπρεπε, για να γίνει πιο πειστικός, να επιστρατεύσει τα εξωλογικά, μαγικά σχεδόν, μέσα της ποίησης και της μουσικής. Έτσι, από τις αρχές και για ένα μεγάλο διάστημα που ξεπερνά το κατώφλι της κλασικής εποχής, η λογοτεχνική παραγωγή ήταν στο μεγαλύτερο μέρος προφορική, έμμετρη και τραγουδιστή.
Αργότερα, στην εποχή της δημοκρατικής ακμής, των μεγάλων ιδεολογικών και πολιτικών συγκρούσεων, των σοφιστών και του Σωκράτη, η διερεύνηση των συλλογιστικών τρόπων, η επίπονη αναζήτηση του σωστού και της αλήθειας, ο έλεγχος και η αντιπαράθεση των διαφόρων απόψεων ευνοούσαν άλλους εκφραστικούς τρόπους. Έτσι, αναπτύχτηκαν και κυριάρχησαν (στα δικαστήρια, στην εκκλησία του δήμου, στις σοφιστικές επιδείξεις και αλλού) προφορικά πάλι είδη, ο αγώνας λόγων και ο διάλογος.
Τέλος, τον 4ο π.Χ. αιώνα, από τη μια οι σωκρατικοί χρησιμοποίησαν ως εκφραστικό μέσο τον διάλογο, σε γραπτή παγιωμένη μορφή που όλο και περισσότερο τον απομάκρυνε από την αρχική του ζωντάνια, από την άλλη ο νηφάλιος γραπτός πεζός λόγος κυριάρχησε στις κάθε λογής πραγματείες ως το μόνο κατάλληλο μέσο για να παρουσιαστούν το καλό και η αλήθεια, απογυμνωμένα από κάθε στολίδι, με μόνο στήριγμα τη λογική.
Ξεχωριστή θέση σε όλα αυτά κατέχει το θέατρο, όπου μέσα του συνυπάρχουν ο μυθικός με τον λογικό τρόπο σκέψης και το τραγούδι με τον διάλογο - και βέβαια τώρα καταλαβαίνουμε καλύτερα πώς και γιατί στην εξέλιξη του θεάτρου τα τραγουδιστικά χορικά ολοένα και λιγόστευαν, ώσπου σχεδόν εξαφανίστηκαν για χάρη του διαλόγου.
Ένα ιδιαίτερο φαινόμενο διαπιστώνουμε και στη ρητορεία, όπου οι ομιλητές, για να πείσουν ευκολότερα ή και για να παραπλανήσουν τους ακροατές τους, δε διστάζουν μαζί με τα λογικά τους επιχειρήματα να χρησιμοποιούν και τα γοργίεια σχήματα, που βέβαια ανήκουν στα εξωλογικά, «μαγικά», ποιητικά και μουσικά μέσα.
Τελευταία, ίσως περιττή, παρατήρηση: η πορεία από τον μύθο στον λόγο, δηλαδή η βαθμιαία μετάβαση από τον μυθικό-θεολογικό στον ορθολογικό τρόπο σκέψης, και συνάμα από τους ποιητικούς στους πεζολογικούς εκφραστικούς τρόπους, δεν περιορίστηκε στους συγγραφείς και στους διανοούμενους, αλλά αφορούσε το σύνολο της αρχαιοελληνικής κοινωνίας - ουσιαστικά τον τρόπο που οι αρχαίοι αντιλαμβάνονταν και ερμήνευαν τον κόσμο.
-------