μάθῃς, ἄνευ τῶνδ᾽, οὕστινάς τ᾽ ἄγεις ἔσω
ὧν τ᾽ οὐδὲν εἰσήκουσας ἐκμάθῃς ἃ δεῖ.
τούτων ἔχω γὰρ πάντ᾽ ἐπιστήμην ἐγώ.
ΔΗ. τί δ᾽ ἐστί; τοῦ με τήνδ᾽ ἐφίστασαι βάσιν;
340 ΑΓ. σταθεῖσ᾽ ἄκουσον· καὶ γὰρ οὐδὲ τὸν πάρος
μῦθον μάτην ἤκουσας, οὐδὲ νῦν δοκῶ.
ΔΗ. πότερον ἐκείνους δῆτα δεῦρ᾽ αὖθις πάλιν
καλῶμεν, ἢ ᾽μοὶ ταῖσδέ τ᾽ ἐξειπεῖν θέλεις;
ΑΓ. σοὶ ταῖσδέ τ᾽ οὐδὲν εἴργεται, τούτους δ᾽ ἔα.
345 ΔΗ. καὶ δὴ βεβᾶσι, χὡ λόγος σημαινέτω.
ΑΓ. ἁνὴρ ὅδ᾽ οὐδὲν ὧν ἔλεξεν ἀρτίως
φωνεῖ δίκης ἐς ὀρθόν, ἀλλ᾽ ἢ νῦν κακός,
ἢ πρόσθεν οὐ δίκαιος ἄγγελος παρῆν.
ΔΗ. τί φῄς; σαφῶς μοι φράζε πᾶν ὅσον νοεῖς·
350 ἃ μὲν γὰρ ἐξείρηκας ἀγνοία μ᾽ ἔχει.
ΑΓ. τούτου λέγοντος τἀνδρὸς εἰσήκουσ᾽ ἐγώ,
πολλῶν παρόντων μαρτύρων, ὡς τῆς κόρης
ταύτης ἕκατι κεῖνος Εὔρυτόν θ᾽ ἕλοι
τήν θ᾽ ὑψίπυργον Οἰχαλίαν, Ἔρως δέ νιν
355 μόνος θεῶν θέλξειεν αἰχμάσαι τάδε,
οὐ τἀπὶ Λυδοῖς οὐδ᾽ ὑπ᾽ Ὀμφάλῃ πόνων
λατρεύματ᾽, οὐδ᾽ ὁ ῥιπτὸς Ἰφίτου μόρος·
ὃν νῦν παρώσας οὗτος ἔμπαλιν λέγει.
ἀλλ᾽ ἡνίκ᾽ οὐκ ἔπειθε τὸν φυτοσπόρον
360 τὴν παῖδα δοῦναι, κρύφιον ὡς ἔχοι λέχος,
ἔγκλημα μικρὸν αἰτίαν θ᾽ ἑτοιμάσας
ἐπιστρατεύει πατρίδα [τὴν ταύτης, ἐν ᾗ
τὸν Εὔρυτον τῶνδ᾽ εἶπε δεσπόζειν θρόνων,
κτείνει τ᾽ ἄνακτα πατέρα] τῆσδε καὶ πόλιν
365 ἔπερσε. καί νῦν, ὡς ὁρᾷς, ἥκει δόμους
ἐς τούσδε πέμπων οὐκ ἀφροντίστως, γύναι,
οὐδ᾽ ὥστε δούλην· μηδὲ προσδόκα τόδε·
οὐδ᾽ εἰκός, εἴπερ ἐκτεθέρμανται πόθῳ.
ἔδοξεν οὖν μοι πρὸς σὲ δηλῶσαι τὸ πᾶν,
370 δέσποιν᾽, ὃ τοῦδε τυγχάνω μαθὼν πάρα.
καὶ ταῦτα πολλοὶ πρὸς μέσῃ Τραχινίων
ἀγορᾷ συνεξήκουον ὡσαύτως ἐμοί,
ὥστ᾽ ἐξελέγχειν· εἰ δὲ μὴ λέγω φίλα,
οὐχ ἥδομαι, τὸ δ᾽ ὀρθὸν ἐξείρηχ᾽ ὅμως.
***
ΑΓΓ. Μια στιγμή πρώτα μείνε δω, να μάθειςχωρίς αυτές μπροστά ποιές είναι οι ξένες
που βάζεις μες στα σπίτια σου, κι ακούσεις
όσα πρέπει να ξέρεις από κείνα
π᾽ ούτε λέξη δε σου είπανε, και που όλα
αυτά καταλεπτώς εγώ τα ξέρω.
ΔΗΙ. Τί τρέχει; τί μου σταματάς το βήμα;
340 ΑΓΓ. Στάσου κι άκουε· γιατ᾽ ούτε πριν τα λόγια
που μ᾽ άκουσες δεν ήτανε του βρόντου,
ούτε θαρρώ κι αυτά πως θα ᾽ναι τώρα.
ΔΗΙ. Λοιπόν να τους καλέσομε εδώ πάλι
και τους άλλους, ή προτιμάς σε μένα
και σ᾽ αυτές μόνο εμπρός να πεις ό,τι έχεις;
ΑΓΓ. Για σένα και γι᾽ αυτές δε με μποδίζει
τίποτα· για τους άλλους, άφηνέ τους.
ΔΗΙ. Είναι κιόλας φευγάτες· κι εξηγήσου.
ΑΓΓ. Ο άνθρωπος αυτός, τίποτ᾽ απ᾽ όσα
είπ᾽ εδώ πριν δεν ήταν σωστό κι ίσιο,
μα ή τώρα είν᾽ άπιστος με σένα, ή ψεύτης
πρωτύτερα μ᾽ όσα έλεγε όταν ήρθε.
ΔΗΙ. Τί λες; ξηγήσου καθαρά ό,τι έχεις
στο νου· γιατί δεν τα καταλαβαίνω
350 αυτά που λες. ΑΓΓ. Άκουσα με τ᾽ αυτιά μου
εγώ τον άνθρωπον αυτόν να λέει
μπροστά σε πολλούς μάρτυρες πως τάχα
για χάρη ο Ηρακλής αυτής της κόρης
και τον Εύρυτο σκότωσε και πήρε
την Οιχαλία με τα ψηλά τα κάστρα·
και πως μόνος θεός ο Έρωτας ήταν
που τον μάγεψ᾽ εκείνον να σηκώσει
τον πόλεμο κι όχι οι Λυδίες κι οι λάτρες
της σκλαβιάς του στα χέρια της Ομφάλης
ούτε ο ριχτός ο θάνατος του Ιφίτου,
που τον άφησε τώρα κατά μέρος
και κάθονταν και σου ᾽λεγε άλλα αντ᾽ άλλα.
Αφού λοιπόν δε μπόρεσε να πείσει
ο Ηρακλής τον πατέρα να του δώσει
360 την κόρη του, κρυφή για να την έχει
γυναίκα του, μια ασήμαντη ετοιμάζει
πρόφαση κι αφορμή για να εκστρατεύσει
στης κόρης την πατρίδα, όπου είπε ο Λίχας
πως είχε εκείνος ο Εύρυτος το θρόνο,
της κόρης ο πατέρας· και λοιπόν
τον σκότωσε κι αυτόν κι έκαμε στάχτη
την πόλη της. Και τώρα, καθώς βλέπεις,
φτάνει σ᾽ αυτά τα σπίτια, όπου τη στέλλει
όχι χωρίς το σκοπό του και μήτε
σα σκλάβα· μην πιστέψεις τέτοιο πράμα,
δέσποινα, π᾽ ούτε φυσικό δε θα ᾽ταν
αν τον φλογίζει αλήθεια ο έρωτάς της.
Έκρινα λοιπόν, δέσποινα, πως πρέπει
όλα τα πάντα να σου φανερώσω
370 όσα έτυχε ν᾽ ακούσω εγώ από κείνον.
Κι αυτά κι άλλοι πολλοί απ᾽ τους Τραχινίους
τ᾽ άκουσαν, σαν και μένα, στην πλατεία
που ήτανε μαζεμένοι, και μπορούνε
να τον βγάλουν στη μέση. — Μ᾽ αν αυτά μου
τα λόγια δε σ᾽ ευχαριστούν, λυπούμαι,
μα εγώ την πάσ᾽ αλήθεια σου είπα μόνο.