ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ο Θαλής συνιστά αδιαμφισβήτητα μια από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες της ελληνικής ιστορίας του πνεύματος. Από την αρχαιότητα ήδη συγκαταλέγονταν στη χορεία των Επτά Σοφών - και μάλιστα μόνο το δικό του όνομα μαζί με αυτό του Σόλωνα εμφανίζονταν σταθερά σε όλες τις εναλλακτικές συνθέσεις της ομάδας. Από την άλλη, ο Αριστοτέλης πρώτος[1] και πολλοί άλλοι στη συνέχεια τον αναγνωρίζουν ως τον πατέρα της φιλοσοφίας. Αποτελεί, συνεπώς, ζήτημα αν ο Θαλής είναι σοφός ή φιλόσοφος και μάλιστα αν μπορεί να θεωρηθεί, παρά τις όποιες αντίθετες απόψεις, ως ο πρώτος Έλληνας φιλόσοφος.
Το παρόν δοκίμιο υποστηρίζει την άποψη του Αριστοτέλη, όχι μόνον γιατί συνιστά από ιστορικής και επιστημονικής πλευράς μια αξιόπιστη μαρτυρία, αλλά κυρίως στηριζόμενοι σε τεκμήρια και επιχειρήματα που αποδεικνύουν την ισχύ της θέσεως του αρχαίου φιλοσόφου. Η απόπειρά μας θα ολοκληρωθεί σε δύο μέρη. Σε πρώτη φάση επιχειρείται να καταδειχτεί ότι ο Θαλής δεν ήταν μόνον ένας σοφός -κάτι που εκλαμβάνεται ως δεδομένο - αλλά ένας πραγματικός φιλόσοφος, ενώ στη συνέχεια θα αναφερθούν οι συγκεκριμένοι λόγοι για τους οποίους υποστηρίζεται η άποψη ότι είναι ο πρώτος φιλόσοφος στην ιστορία της αρχαίας ελληνικής, αλλά και της δυτικής φιλοσοφίας.
ΘΑΛΗΣ, Ο ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ
Η πνευματική δραστηριότητα που αναπτύχθηκε στην αρχαϊκή και προκλασική Ελλάδα διακρίνεται σε γενικές γραμμές σε δύο τομείς, στην μυθική διανόηση, όπου εντάσσεται η κίνηση των Ορφικών και των Πυθαγορείων, και στην φιλοσοφική και επιστημονική δραστηριότητα, που εκφράστηκε από την Ιωνική σχολή . Ο Θαλής τοποθετείται στη δεύτερη, όχι τόσο λόγω της καταγωγής του, αλλά κατεξοχήν λόγω του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβάνεται τα πράγματα και σκέπτεται περί αυτών. Ενώ, δηλαδή, εκπρόσωποι του ορφισμού και του πυθαγορισμού εμφανίζουν μεμονωμένα προσπάθειες εκλογίκευσης των παραδεδομένων από το μύθο θεωριών για την αρχή και τη λειτουργία του κόσμου[2], η θεωρία τους προβάλλει έντονα στοιχεία μυστικισμού, στάση που τους τοποθετεί στο μεταίχμιο μυθικής διανόησης και φιλοσοφίας[3]. Η μυθολογική σκέψη αρχίζει σταδιακά να παραχωρεί τη θέση της στην ορθολογική και ο Μύθος, που ήταν συνδεμένος με τη θρησκεία και τους υπερφυσικούς τρόπους επίδρασης, στέκεται πλέον αντιμέτωπος στο Λόγο, που προσπαθεί να εντοπίσει τις φυσικές αιτίες των πραγμάτων με σωστή ακολουθία αιτιολογικής σκέψης. Η μεταβολή αυτή συντελείται με τους Ίωνες[4], αρχής γενομένης με το Θαλή, με τους οποίους εισερχόμεθα για πρώτη φορά στον χώρο της φιλοσοφίας.
Μέχρι εκείνη την εποχή οι διανοητές επιδίδονταν σε έναν αγώνα να συγκεράσουν τις πληροφορίες που παρείχε ο μύθος, ώστε να καταλήξουν σε μια ορισμένη διαδικασία, η οποία να οδήγησε στη γένεση του κόσμου με την επενέργεια θεϊκών οντοτήτων. Από τον Θαλή και έπειτα η σκέψη αυτή παύει να συνιστά το μοναδικό ή πάντως το βασικό ζητούμενο και η στροφή του ενδιαφέροντος στρέφεται στα όντα, την εμπειρική πραγματικότητα και τα στοιχεία που τη συγκροτούν. Οι Ίωνες, με αφετηρία την παραδοχή ότι ο κόσμος έχει υλική αρχή, παρατηρούν το φυσικό περιβάλλον, αναγνωρίζουν τη ποικίλη συμβολή του στη ζωή του ανθρώπου και αναζητούν τους νόμους που διέπουν τη λειτουργία του[5]. Έτσι, βασικός τους σκοπός γίνεται πλέον η μελέτη που θα οδηγήσει στη γνώση των όντων.
Η σκέψη των πρώτων φιλοσόφων είναι αρκετά διαυγής, ώστε να αντιληφθεί ότι πέρα από το φυσικό κόσμο, στον οποίο εντάσσεται ο άνθρωπος, υπάρχει και ο κόσμος των θεών. Υπάρχει μάλιστα μια μαρτυρία ότι ο Θαλής υπήρξε ο πρώτος που φιλοσόφησε για τα ουράνια και τα θεϊκά πράγματα . Για αυτόν φυσικές και θεϊκές υπάρξεις αποτελούν εξ ίσου μέρη της αιώνιας ψυχής του κόσμου. Το θείο, ωστόσο, καθότι αγέννητο, δεν έχει ούτε αρχή, ούτε τέλος[6]. Αν, όμως, ο κόσμος των θεών δεν γνωρίζει τέλος, κάτι αντίστοιχο θα πρέπει να συμβαίνει και στον χώρο της φύσης, δηλαδή πέρα από τη μεταβολή, θα πρέπει να υπάρχει κάτι αναλλοίωτο, που να αποτελεί την αρχή και την ουσία των πάντων[7], το οποίο για τον Μιλήσιο φιλόσοφο, είναι το υγρό. Έτσι, το υλικό και το θείο, ο κόσμος ο φυσικός και εκείνος των θεών, έχουν ως κοινό κατηγόρημα την αιωνιότητα[8]. Η γέννηση της φιλοσοφίας με το Θαλή συνεπάγεται, συνεπώς, την ταυτόχρονη γέννηση της επιστήμης[9] και μάλιστα, όπως θα αναφέρουμε στη συνέχεια, μερικών από τους πιο σημαντικούς κλάδους της, όπως της Φυσικής, της Αστρονομίας των Μαθηματικών και της Γεωμετρίας.
Ο Αριστοτέλης αναγνωρίζει τον Θαλή ως τον ιδρυτή της φιλοσοφίας των «φυσικών» ή «φυσιολόγων» που ασχολούνταν με την αναζήτηση των φυσικών αιτίων. Πράγματι, οι Ίωνες φιλόσοφοι ονομάστηκαν επίσης και Φυσικοί Φιλόσοφοι " επειδή προσπαθούσαν μέσα απ' τη μελέτη της φύσης να πλησιάσουν και να γνωρίσουν την "Πρώτη Αρχή", μια οντολογική δηλαδή αρχή, που κινεί τα πάντα, όπως επίσης και τους νόμους της φύσης, ανάγοντας τη δομή του κόσμου σε κάποιο "υλικό" στοιχείο. Η αρχή αυτή για τον Θαλή ήταν το ύδωρ ή πάντως το υγρό στοιχείο[10], το οποίο με κράσεις[11] δίνει τα τέσσερα βασικά[12] και τα άλλα φυσικά στοιχεία, όπως τον αέρα, τη φωτιά, το χώμα, τα πετρώματα, κ.ο.κ[13]. Αυτή είναι η αρχή των πάντων, το ουσιώδες στοιχείο ζωής, μεταβλητό και κοινό σε όλα τα όντα, εκείνο από το οποίο κατά πρώτον ένα πράγμα λαμβάνει ύπαρξη και από το οποίο όλα τα όντα προέρχονται. Η θέση αυτή στηρίζει απόλυτα τη θέση ότι πρώτοι που ασχολήθηκαν με τις αρχές των όντων, δηλαδή λειτούργησαν ως φιλόσοφοι ερευνητές ήταν οι Ίωνες με πρώτο τον Θαλή.
Η άποψή του Θαλή για το υγρό στοιχείο σαφώς φέρει απόηχους των ομηρικών και των ησιόδειων κοσμολογικών αντιλήψεων, όπως και η θεωρία του ότι η γη έχει τη μορφή ενός κυκλικού δίσκου που στηρίζεται στο νερό[14] απηχεί τη βαβυλωνιακή και την αιγυπτιακή μυθολογία. Ελλείψει περαιτέρω ανάλυσης της άποψης αυτής από τον ίδιο τον φιλόσοφο, δεν μπορούμε με απόλυτη ασφάλεια να καταλήξουμε αν θεωρούσε ότι το νερό, εκτός από κοσμογονική αρχή, συμμετέχει στη σύσταση του κόσμου, δηλαδή αν πρόκειται παράλληλα για γενεσιουργό και ζωοποιό στοιχείο. Εκείνο που είναι πάντως βέβαιο και το σημαντικότερο είναι ότι ο φιλόσοφος αφαιρεί από το νερό τη θεϊκή του ιδιότητα και το αναγνωρίζει μόνον ως φυσικό σώμα, καθώς και η παραδοχή του ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε μέσα από φυσικές διεργασίες.
Ολοκληρώνοντας την αναφορά στην ενασχόληση του φιλοσόφου με τη φυσική επιστήμη, να προσθέσουμε ότι ο Θαλής επισήμανε τις ελκτικές ιδιότητες του ορυκτού μαγνητίτη και του ήλεκτρου[15], κάνοντας ένα βήμα προς τη μελέτη αντιστοίχως του μαγνητισμού και του ηλεκτρισμού[16]. Η έρευνά του στηρίχτηκε στην παρατήρηση του αισθητού και επίγειου κόσμου, καταλήγοντας ότι όλα τα ζωντανά πράγματα έχουν το στοιχείο της κίνησης[17].
Εντυπωσιακά είναι τα επιτεύγματα που αποδίδονται στο Θαλή όσον αφορά το χώρο της Αστρονομίας[18]. Ιδιαίτερη γνωστή είναι η συμβολή του στον πόλεμο με τους Μήδους, όταν προέβλεψε και ερμήνευσε μία ολική έκλειψη ηλίου[19] που έγινε (σύμφωνα με το Γρηγοριανό ημερολόγιο) την 28η Μαΐου του 585 π.Χ. και ήταν ορατή από την Ιωνία[20]. Ο τρόπος με τον οποίο ο φιλόσοφος οδηγήθηκε σε αυτή την πρόβλεψη δε μπορεί να οριστεί με βεβαιότητα. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι χρησιμοποίησε στους υπολογισμούς του το Σάρον[21] ή Εξελιγμόν, έναν εμπειρικό κύκλο 6.585,32 ημερών ήτοι 18 περίπου ετών, διάστημα κατά το οποίο παρατηρήθηκε από τους Βαβυλώνιους ότι επαναλαμβάνονται αυτές οι εκλείψεις[22]. Άλλοι, διατείνονται ότι χρησιμοποίησε γεωμετρικούς υπολογισμούς, λαμβάνοντας ως δεδομένη τη σφαιρικότητα τής γης και της σελήνης. Φαίνεται πάντως ότι ο Θαλής είχε αναπτύξει μια μέθοδο με την οποία υπολόγιζε τα μήκη των φαινομένων διαμέτρων ηλίου και σελήνης σε σύγκριση με τα μήκη των τροχιών τους, παρατηρώντας την ευθυγράμμιση των δύο αυτών ουρανίων σωμάτων.
Εξίσου εντυπωσιακή είναι η θεωρία που του αποδίδεται για τη Σελήνη, ότι δηλαδή πρόκειται για ένα ετερόφωτο σώμα, το οποίο αντλεί την ενέργειά του από τον ήλιο. Η γνώση του για τα ουράνια σώματα πάει ακόμη παραπέρα αποκτώντας περιεχόμενο περισσότερο πρακτικό, αφού διατύπωσε την άποψη ο πολικός αστέρας μπορεί να χρησιμέψει σαν οδηγός για τους ναυτικούς τη νύχτα. Παρατηρώντας ότι η Μεγάλη Άρκτος, την οποία ακολουθούσαν συνήθως οι Φοίνικες, αποτελούσε για τους ναυτικούς καλύτερο μέσο προσανατολισμού, ώστε να βρίσκουν τον πόλο, συνέβαλε στο να αλλάξουν τακτική οι Έλληνες θαλασσοπόροι, που ως τότε εντόπιζαν το στίγμα τους με την Μικρή Άρκτο. Καταλαβαίνουμε, επομένως, γιατί θεωρείται βέβαιο ότι αν έγραψε κάποιο έργο, αυτό πιθανότατα να ήταν μια Ναυτική Αστρολογία .
Η αναφορά μας στις αστρονομικές του γνώσεις ολοκληρώνεται με τις διαπιστώσεις, που του αποδίδονται για την εναλλαγή και τη διάρκεια των εποχών. Θεωρείται ότι ο Θαλής ανακάλυψε τις τροπές (ηλιοστάσια), διατυπώνοντας την άποψη ότι οι τέσσερις εποχές του έτους δεν είναι ισόχρονες . Τέλος, μια άλλη παράδοση πάλι τον παρουσιάζει να έχει διαιρέσει πρώτος αυτός το έτος σε 365 ημέρες, κατανέμοντας τες σε 30 ανά μήνα[23].
Η φιλοσοφική - επιστημονική σκέψη του Θαλή δεν θα μπορούσε βεβαίως να μείνει αδιάφορη μπροστά στα μαθηματικά και τη γεωμετρία. Αντίθετα, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι, μαζί με την Αστρονομία, υπήρξε ο τομέας όπου κατεξοχήν κατάφερε τα μεγαλύτερά του επιτεύγματα[24]. Την προσφορά του αυτή άλλωστε αναγνώρισε απερίφραστα και ένας φιλόσοφος, των νεότερων χρόνων, ο Kant, ο οποίος στην Κριτική του Καθαρού Λόγου θεωρεί ως πρωταρχική τη συμβολή του Θαλή στις θετικές επιστήμες . Οι μαθηματικές γνώσεις του Θαλή θα πρέπει κατά πάσα πιθανότητα να προέρχονταν από τους ιερείς της Αιγύπτου[25], όπου και λέγεται ότι απέκτησε μεγάλη φήμη υποδεικνύοντας έναν σχετικά εύκολο και γρήγορο τρόπο υπολογισμού του ύψους των πυραμίδων[26] βάσει της σκιάς τους πάνω στην άμμο, αναλογικά της σχέσης του σώματός του ίδιου ή ενός κάθετου στο έδαφος ραβδιού με τη σκιά του. Κάπως ανάλογα ήταν δυνατός σύμφωνα με το Θαλή ο υπολογισμός της απόστασης ενός πλοίου από τη στεριά (με διαστημόμετρο)[27]. Ο υπολογισμός αυτός στηρίζεται στο θεώρημα ότι ένα τρίγωνο είναι δυνατόν να ορισθεί αν είναι γνωστή η βάση του και οι γωνίες του. Παρά το γεγονός ότι η πρακτική χρήση των μαθηματικογεωμετρικών γνώσεων του Θαλή αναδεικνύει τη δράση του ως σοφού, δεν θα πρέπει, θεωρούμε, να εκλαμβάνεται ως επιχείρημα υπέρ της απόρριψης του χαρακτηρισμού του ως φιλοσόφου[28], αλλά μάλλον ως ένδειξη της προσπάθειάς του να δείξει στους ανθρώπους τη σημασία της φιλοσοφίας[29].
Παγκοσμίως γνωστό πλέον είναι και το «θεώρημα του Θαλή», σύμφωνα με το οποίο κάθε παράλληλος της πλευράς ενός τριγώνου ορίζει δύο όμοια τρίγωνα. Ακόμη, ο Πρόκλος του αποδίδει τις θεωρίες ότι ο κύκλος τέμνεται από τη διάμετρο του σε δύο ίσα μέρη, ότι οι γωνίες της βάσης ενός ισοσκελούς τριγώνου είναι ίσες, όπως επίσης μεταξύ τους και οι κατά κορυφήν γωνίες δύο ευθειών που τέμνονται, καθώς και ότι η εγγεγραμμένη στο ημικύκλιο γωνία είναι πάντα ορθή . Όλες αυτές τις γεωμετρικές προτάσεις ο Θαλής, ως πραγματικός μαθηματικός και φιλόσοφος, τις διατύπωσε με αποδείξεις.
Ακόμα και αν όλα αυτά τα επιτεύγματα που μαρτυρούνται, δεν προέρχονται στο σύνολό τους από τον Θαλή, ο επιστημονικός προσανατολισμός του θεωρούταν αδιαμφισβήτητος ήδη από την αρχαιότητα και δεν υπάρχει λόγος να μην γίνεται αποδεκτή και σήμερα αυτή η αντίληψη[30]. Άλλωστε, την επιστημονικότητα της συλλογιστικής και της μεθόδου με την οποία λειτούργησαν οι Ίωνες - με πρώτο βέβαια το Θαλή - δεν αμφισβητείται ούτε από εκείνους που αρνούνται να τους αποδώσουν το χαρακτηρισμό του φιλοσόφου[31].
Ο Θαλής, ωστόσο, αν και σαφώς στράφηκε στην επιστημονική σκέψη, δεν έμεινε ασυγκίνητος στο ζήτημα που κατεξοχήν απασχολούσε τους προγενέστερους του διανοητές, το θέμα της σχέσης ζωής και θανάτου. Η άποψη του στο θέμα αυτό εκπορεύεται κατά πολύ από την αντίληψη του για την αθανασία των ψυχών[32] και την αναλλοίωτη ουσία του κόσμου. Με βάσει αυτήν φαίνεται να κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπάρχει μια αθάνατη ψυχή[33], της οποίας τα στοιχεία υφίστανται εφήμερες ενσαρκώσεις με διάφορες μορφές, π.χ. ως φυτό, ζώο, ορυκτό, βουνό, ουράνιο, σώμα, κ.α. Η άποψη αυτή οδήγησε στη συγκρότηση ενός ολόκληρου φιλοσοφικού συστήματος, που ονομάστηκε υλοζωϊσμός ή υλοψυχισμός, κατά το οποίο το φυσικό στοιχείο, το οποίο συνιστά το δομικό στοιχείο του κόσμου, είναι μια αδιάσπαστη ενότητα ύλης και ενέργειας, ένα ζωντανό δηλαδή σώμα[34]. Η αντίληψη για την αθανασία της ψυχής συνεπάγεται ότι στην πραγματικότητα δεν υπάρχει θάνατος, αλλά μόνον τέλος στις εκάστοτε ενσαρκώσεις της, άρα ουσιαστική διαφορά μεταξύ ζωής και θανάτου δεν υφίσταται. Ανεκδοτολογικά παραδίδεται ότι σε εκείνους που ειρωνικά τον ερωτούσαν γιατί προτιμούσε τη ζωή, εκείνος απαντούσε: «ότι ούδέν διαφέρει...».
Η ακύρωση της θλιβερής εντύπωσης για τη ζωή και τα όρια γνώσης και δράσης του ανθρώπου που είχε καλλιεργηθεί στους προηγούμενους αιώνες και την οποία βλέπουμε πρώτα μέσα από τα έπη του Ομήρου, αρχίζει να ανατρέπεται ουσιαστικά από το Θαλή και έπειτα. Η προσέγγιση της φύσης προκειμένου για τη γνώση της αρχής και της λειτουργίας της εμποτίζει τη σκέψη των ανθρώπων με μια αισιοδοξία ότι είναι δυνατό να γνωρίσουν τον εαυτό τους, αλλά και να ρυθμίσουν οι ίδιοι με τις πράξεις τους τη ζωής τους, αφού αυτή δεν εξαρτάται πλέον από άλογες ή μυστήριες δυνάμεις. Συνεπώς στην ελληνική φιλοσοφία που γεννάται με τον Θαλή η θεωρητική γνώση επιτρέπει την προώθηση των πρακτικών επιτευγμάτων[35] και ο άνθρωπος μετατρέπεται τρόπον τινά σε έναν μικρό επίγειο θεό, που κυριαρχεί και διαμορφώνει το φυσικό και κοινωνικό του περιβάλλον με τη δύναμη της σκέψης και της βούλησής του[36]. Απόδειξη αυτού συνιστούν οι μαρτυρίες για διάφορα περιστατικά από τη ζωή του Θαλή, που ήταν σε θέση, όταν το ήθελε, να προβλέπει, να υπολογίζει και τελικά να ρυθμίζει τα πράγματα, ώστε αυτά να καταλήγουν προς όφελός του ή των προθέσεών του[37]. Αντίθετα, οι γείτονες ανατολικοί πολιτισμοί, οι οποίοι παρέμειναν προσκολλημένοι στην κάλυψη των πρακτικών αναγκών αδιαφορώντας για την σύνδεση της πράξης με τη θεωρία, δεν κατάφεραν να οδηγηθούν στη φιλοσοφία και να πάρουν τον έλεγχο της ζωής τους στα χέρια τους.
Μετά από τα παραπάνω καταλήγουμε ότι ο Θαλής δεν ήταν απλώς ένας σοφός, με τη σημασία που απέδιδε στον όρο η αρχαιότητα, δηλαδή άνθρωπος επιδέξιος, ευφυής και ικανός σε πρακτικά ζητήματα, όπως για παράδειγμα τη διαχείριση των πολιτικών θεμάτων[38]. Καταλαβαίνουμε ότι ως προσωπικότητα ήταν κάτι περισσότερο από αυτό, ήταν ένας φιλόσοφος. Ο Ηρόδοτος, αναγνωρίζοντας την έφεση του Θαλή για πνευματική καλλιέργεια αναφέρει ότι τα ταξίδια του πραγματοποιήθηκαν «θεωρίης είνεκεν»[39] και εκφράζουν την ανάγκη του φιλοσόφου να βελτιώσει και να αυξήσει τις γνώσεις του. Ο σκοπός του αυτός τον καθιστά πρώιμο πρότυπο της πλατωνικής ερμηνείας του όρου, ότι δηλαδή ο φιλόσοφος είναι το άτομο που βρίσκεται στο μεταίχμιο σοφίας και αμάθειας, όπου η μία παραχωρεί διαδοχικά τη θέση της στην άλλη σε μια ατέρμονη αναζήτηση της γνώσης. Ο Θαλής, όπως κάθε φιλόσοφος επιδιώκει τη γνώση, για την οποία γνωρίζει ότι είναι ανεξάντλητη και ότι συνιστά αυτοσκοπό - οι όποιες πρακτικές εφαρμογές είναι κάθε φορά δυνατές έχουν ως μοναδικό στόχο να καταδείξουν την αξία της, που υπερβαίνει κάθε άλλη σκοπιμότητα[40]. Έτσι, η φιλοσοφία είναι καθαρή γνώση, δηλαδή επιστήμη, η οποία εκδηλώνεται, όπως είδαμε και νωρίτερα, σε διάφορους τομείς και αντικείμενα[41].
ΘΑΛΗΣ, Ο ΠΡΩΤΟΣ ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ
Σε προηγούμενο σημείο είδαμε ότι ο Θαλής στήριξε τη φιλοσοφική του σκέψη και υπόσταση στη θεωρία ότι αρχή των πάντων είναι το υγρό στοιχείο. Αρκετοί είναι εκείνοι που δέχονται αυτή την αντίληψη ως επιστημονική στο περιεχόμενό της - και εύλογα εφόσον μέχρι πρόσφατα το υδρογόνο θεωρούταν ως βασικό συστατικό του κόσμου. Άλλοι πάλι απορρίπτουν το περιεχόμενο της θεωρίας του, υποστηρίζοντας ότι παρόμοιες αντιλήψεις συναντάμε και στους λαούς της Ανατολής, στις οποίες προφανώς και ο ίδιος στηρίχτηκε, εφόσον μάλιστα θεωρείται ότι «τοις ιερεΰσι συνδιάτριψεν»[42]. Πράγματι, θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι ο Μιλήσιος φιλόσοφος έχει επηρεαστεί από ανατολικές αντιλήψεις[43], η δική του θεωρία ωστόσο διαφοροποιείται από αυτές κατά το ότι συνιστά φιλοσοφία και όχι προέκταση ή αναδιατύπωση των μυθολογικών εκδοχών περί της προέλευσης και κατάστασης του κόσμου, όπως και ότι οι όποιες παρατηρήσεις δεν αξιοποιούνται μόνο σε πρακτικό, αλλά κυρίως σε θεωρητικό επίπεδο[44]. Συνεπώς, αυτό που έχει σημασία δεν είναι τόσο η ορθότητα ή η ισχύς της θεωρίας του - κάτι που ισχύει για κάθε φιλοσοφική ή επιστημονική θέση, η οποία ισχύει μέχρι τη διατύπωση μιας νέας, πιο ικανής να ερμηνεύσει την πραγματικότητα - αλλά ο χαρακτήρας της, που οπωσδήποτε μαρτυρεί απομάκρυνση από τη μυθολογική σκέψη[45].
Στην άποψη αυτή είχε ήδη καταλήξει και ο Αριστοτέλης[46], ο οποίος αναγνώρισε απερίφραστα τον Θαλή ως τον πρώτο εκπρόσωπο των φυσικών φιλοσόφων[47], οι οποίοι αναζήτησαν την αρχή και ουσία του κόσμου απορρίπτοντας τις υπερφυσικές θεωρίες των «θεολόγων». Μάλιστα, από τη θεωρία που ο καθένας τους αναπτύσσει, φαίνεται να απουσιάζει παντελώς κάθε αναφορά στους θεούς και αυτό δεν πρέπει να ερμηνευτεί ως αμφισβήτηση του θείου, αλλά μάλλον ως αποστασιοποίηση από την προγενέστερη αντίληψη, στάση που οφείλεται στην αναγνώριση των διαφορετικών περιοχών του πνεύματος, της πίστης και της γνώσης. Η σκέψη μετατοπίζεται σταδιακά από τις μαγικές θεωρίες στη μελέτη των φαινόμενων, ήτοι από το μύθο στο λόγο[48].
Ενδεικτική της στάσης τους αυτής είναι η αντικατάσταση των παραδεδομένων μύθων με θεωρίες φιλοσοφικής και επιστημονικής υπόστασης. Για τη βασική θεωρία του Θαλή, ότι δηλαδή η γη στηρίζεται στο νερό[49], η παράδοση, όπως τουλάχιστο εκφράζεται μέσα από τους μεγαλύτερους εκπρόσωπούς της, τον Όμηρο και τον Ησίοδο, υποστήριζε ότι τη Γη περιρέει ένας ποταμός, ο Ωκεανός, που αποτελεί και την πηγή όλων των υδάτων[50]. Η παράδοση αυτή, αρχής γενομένης με το Θαλή υφίσταται κριτικό έλεγχο και αποκαθαίρεται από το θεολογικό - μυθολογικό της ένδυμα, ο φιλόσοφος, δηλαδή, στρέφει τη ματιά του στη φύση, αμφισβητεί την υπερβατολογική εκδοχή και περιορίζει την αναζήτησή του στα εμπειρικά δεδομένα που του προσπορίζει το φυσικό περιβάλλον[51].
Κάνοντας ένα βήμα ακόμη παραπέρα, ο Θαλής, όπως και οι έτεροι εκπρόσωποι της ιωνικής φιλοσοφίας, αρνούνται να στηρίξουν την ορθότητα των ερμηνειών τους στην αυθεντία της παράδοσης ή στο κύρος της προσωπικότητάς τους, αλλά επιχειρούν την τεκμηρίωσή τους επί της βάσεως ενδείξεων και επιχειρημάτων. Η πρόθεσή τους αυτή προσφέρει πρόσθετη αξία στο έργο τους - ανεξαρτήτως της αποτελεσματικότητας του εγχειρήματός τους ή της ισχύος των επιχειρημάτων τους. Ο Θαλής θα μπορούσε να διασφαλίσει την καθιέρωση της θεωρίας του είτε επικαλούμενος τις θεωρίες των αδιαμφισβήτητων ηγετικών ως τότε μορφών της διανόησης, του Όμηρου και του Ησίοδου, είτε στη φήμη που είχε ο ίδιος αποκτήσει ως σοφός. Αντ' αυτού, ωστόσο, επιλέγει να θέσει μια πρόταση και να επιχειρήσει την τεκμηρίωσή της στηριζόμενος αφενός στα δεδομένα της εμπειρίας και αφετέρου στο κατεξοχήν εργαλείο του φιλοσοφικού λόγου, το συλλογισμό.
Αφετηρία του φιλοσοφείν είναι το «θαυμάζειν» και πρώτο υλικό για το φιλοσοφικό λόγο είναι η εμπειρία[52]. Πράγματι, η θεωρία του Θαλή, όπως και των λοιπών Ιώνων φιλοσόφων ήταν - έστω και μερικώς- θεμελιωμένες στην εμπειρική παρατήρηση, ώστε με αφετηρία τον ορισμό του πρώτου στοιχείου να δοθεί μια επαρκής ερμηνεία της δημιουργίας και της σύστασης του κόσμου[53]. Οι θεωρίες που ανέπτυξαν μπορεί να ήταν τολμηρές στη σύλληψή τους, αλλά έγιναν με θαρραλέες και αποφασιστικές προσπάθειες εμπειρικής επιβεβαίωσης. Η στάση τους αυτή που συνιστά κοινό χαρακτηριστικό, δεν μπορεί παρά να προέρχεται από τον πρώτο τους εκπρόσωπο, το Θαλή.
Σε προηγούμενο σημείο αναφέρθηκε ότι η θεωρία του για την προέλευση και τη σύσταση του κόσμου από το υγρό στοιχείο κατά πάσα πιθανότητα φέρει αιγυπτιακές και βαβυλωνιακές επιδράσεις[54]. Πράγματι στην Αίγυπτο και στη Μεσοποταμία η ζωή των ανθρώπων εξαρτάτο σε μεγάλο βαθμό από τις βροχοπτώσεις και τις υπερχειλίσεις του Νείλου και των άλλων ποταμών της περιοχής. Παράλληλα, ωστόσο, ο Θαλής ζούσε στη Μίλητο, μια παράλια περιοχή που είχε ιδιαίτερα αναπτυγμένο το θαλάσσιο εμπόριο[55] και διατηρούσε στενές επαφές με άλλους λαούς και πολιτισμούς μέσω της ναυσιπλοΐας[56]. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια δε θα μπορούσε παρά να εδραιωθεί στα μέλη του συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου η πεποίθηση της μείζονος σημασίας του υγρού στοιχείου για τη ζωή των ανθρώπων και των πόλεων[57].
Ένα ακόμη σημείο που καταδεικνύει την στροφή του Θαλή στην παρατήρηση του φυσικού κόσμου είναι η πρώιμη ανακάλυψη του ηλεκτρισμού. Ο Μιλήσιος φιλόσοφος αντιλαμβάνεται την έλξη, που προκαλεί η τριβή του ήλεκτρου και τις συνέπειες που αυτή επιφέρει[58]. Την παρατήρησή του αυτή δεν την αξιολογεί μεμονωμένα, αλλά την εντάσσει στο ευρύτερο φιλοσοφικό του πλαίσιο και πιο συγκεκριμένα στην αρχή της "αυτοκίνησης", της θεωρίας, δηλαδή, σύμφωνα με την οποία όλα τα αντικείμενα εμπεριέχουν το στοιχείο της κίνησης, άρα έχουν ψυχή[59]. Άρα αποδεικνύεται τελικά ότι είναι τό δέ πάν έμψυχον, αφού τα πάντα προήλθαν και / ή αποτελούνται από το υγρό στοιχείο του οποίου τη δύναμη αντιλαμβάνεται ως «θεΐαν κινητικήν αύτοΰ»[60].
Την ίδια ωστόσο αξία έχει η παραπάνω παρατήρηση αν εξεταστεί αντίστροφα, δηλαδή αν υποθέσουμε ότι ο Θαλής δεν ξεκίνησε από την παρατήρηση για να οδηγηθεί στη θεωρία, αλλά ότι βάδισε από τη θεωρία στην παρατήρηση. Όπως προαναφέρθηκε, θεωρείται σημαντικό ότι διατύπωσε προτάσεις, με κύριο σκοπό όχι την καθιέρωσή τους ως αυθεντίες, αλλά την τεκμηρίωσή τους με τη χρήση παραδειγμάτων. Σε αυτή την περίπτωση μπορούμε να υποθέσουμε ότι αν ο Θαλής είχε ασπαστεί τη γενική αντίληψη της εποχής του ότι η κίνηση μαρτυρεί την ύπαρξη ψυχής και άρα ζωής, η παρατήρηση για τις ελκτικές ιδιότητες του ήλεκτρου αποτελεί ένα στέρεο παράδειγμα που δικαιολογεί σε μεγάλο βαθμό τη θέση του.
Βεβαίως, ο φιλόσοφος έχει υπόψη του ότι τα παραδείγματα δεν αποτελούν εχέγγυα για την εδραίωση μίας θεωρίας. Αντίθετα, ως τέτοιο μπορούν να λειτουργήσει μόνον ο φιλοσοφικός στοχασμός και οι διάφορες μορφές που αυτός προσλαμβάνει. Ο στοχασμός του Θαλή εδώ είναι επαγωγικός, ξεκινάει δηλαδή από το ειδικό για να καταλήξει στο γενικό. Αναφερόμενοι στην ανωτέρω θέση σχετικά με την ιδιότητα της κίνησης που διακρίνει το ήλεκτρο, θεωρείται πιθανότερο ο Θαλής να ξεκίνησε από το συγκεκριμένο συμβάν για να καταλήξει σε μια ευρύτερη διαπίστωση. Ο επαγωγικός τρόπος του σκέπτεσθαι, που υιοθετεί ο φιλόσοφος, φαίνεται άλλωστε από τη βασική θεωρία του σχετικά με την αρχή του κόσμου. Στο ερώτημα (Ε), δηλαδή, σχετικά με την κοσμογονική και κοσμολογική σύσταση του κόσμου, ο Θαλής μέσα από παραδείγματα που τεκμηριώνουν τη θέση του (Τ) δίνει την απάντηση ότι αυτή είναι το υγρό στοιχείο. Το συμπέρασμα (Σ) αυτό εξάγει στηριζόμενος σε αποφάνσεις επί ειδικών θεμάτων[61].
=> Ε: Ποια είναι η πρώτη αρχή του κόσμου;
■ Ή τροφή πᾶσα χυλώδης (Τ1)
■ Τό θερμόν τῷ ὑγρῷ ζῇ (Τ 2)
■ Τά σπέρματα πάντων ὑγρά (Τ3)
■ Τούτῳ καί τρέφεθαι πέφυκε (Τ4)
------------------------------------------------
=> Σ: Τό δέ ὑδωρ ἀρχή ταῆς ὑγράς φύσεως ἔστι καί συνεκτικόν πάντων
Βεβαίως δε παραγνωρίζουμε το ενδεχόμενο της παρείσφρυσης στο σημείο αυτό της αριστοτελικής σκέψης. Πιο συγκεκριμένα, η συλλογιστική αυτή αποδίδεται από τον Αριστοτέλη, ο οποίος την παρουσιάζει εισάγοντας το διστακτικό επίρρημα «ίσως», που υποκρύπτει το ενδεχόμενο οι παρατηρήσεις αυτές να ανήκουν στον ίδιο και όχι στον Μιλήσιο φιλόσοφο. Σε κάθε περίπτωση πάντως, η εικόνα που έχουμε για τον Θαλή κατατείνει στην υιοθέτηση ενός επιστημονικού τρόπου του σκέπτεσθαι[62], ενώ θα πρέπει να έχουμε υπόψη ότι και ο Αριστοτέλης ποτέ δεν προσφέρει ερείσματα, που θα οδηγούσαν στο συμπέρασμα ότι αλλοιώνει ή συμπληρώνει αυθαίρετα τις θεωρίες που παρουσιάζει. Οι διαπιστώσεις αυτές λειτουργούν σαφώς υπέρ της γνησιότητας του επαγωγικού στοχασμού του Θαλή[63].
Παράλληλα, ο ιδρυτής της ιωνικής σχολής ως φιλόσοφος[64] χρησιμοποιεί εκτός από τον επαγωγικό - που χρησιμοποιείται και από τον σοφό - και τον παραγωγικό συλλογισμό, αν και οι μελετητές δεν έχουν καταλήξει με βεβαιότητα αν πραγματικά και σε ποιο βαθμό χρησιμοποίησε ο Θαλής συνειδητά αυτόν τον τρόπο του σκέπτεσθαι. Η μετάθεση της σκέψης του από το γενικό στο ειδικό, διαφάνηκε ήδη στο προηγούμενο συμπέρασμα για την επίπλευση της γης πάνω στο νερό.
τό τ’ ὕδωρ ἀρχή τῆς φύσεως ἔστι —> τήν γῆν ἐφ’ ὕδατος εἶναι15
Ακόμα, πέρα από την συμπερασματολόγηση με βάση την παραγωγή και την επαγωγή, ο Θαλής, χρησιμοποιεί και τον αναλογικό τρόπο σκέψης. Η απόφανση για το μέρος με βάση ένα άλλο μέρος εντοπίζεται ούτως ή άλλως στην κοινή πεποίθηση των Ιώνων φιλοσόφων ότι οι νόμοι που διέπουν το φυσικό κόσμο είναι παρόμοιοι με τους κοινωνικούς ή ηθικούς[65] και άρα η διερεύνηση των πρώτων μπορεί να συνεισφέρει σημαντικά στην παρατήρηση και τον επαναπροσδιορισμό των δεύτερων. Η αντίληψη αυτή φαίνεται να εκπορεύεται από την κοινή πεποίθηση τους ότι η κατάτμηση του περιβάλλοντος σε φυσικό και ανθρώπινο, εξωτερικό και εσωτερικό είναι φαινομενική, ενώ στην πραγματικότητα «ενα τόν κόσμον». Αναζητώντας, επομένως, ο άνθρωπος και ειδικά ο φιλόσοφος για την ιστορία και τη φύση του κόσμου, μπορεί να μάθει πολλά πράγματα και για τον εαυτό του.
Ειδικά όσον αφορά τη φιλοσοφία του Θαλή, ο αναλογικός συλλογισμός συνδυάζεται με τα δεδομένα που του προσπορίζει η εμπειρική παρατήρηση όταν αποφαίνεται ότι ο μαγνήτης έχει ψυχή[66]. Για τον ηγέτη της ιωνικής σχολής ό,τι είναι ζωντανό έχει ψυχή και το στοιχείο που τεκμηριώνει τη ζωντάνια του είναι η κίνηση[67]. Στην διαπίστωση αυτή μάλιστα φαίνεται ότι οδηγήθηκε από την αρχή της αντιφάσεως, δηλαδή βλέποντας ότι ένας νεκρός οργανισμός στερείται της κινητικής δυνατότητας, συνάγει ότι δε μπορεί παρά αυτή να συνδέεται μόνο με τη ζωή. Σχηματικά, ο συλλογισμός του θα μπορούσε να αποδοθεί κάπως έτσι:
■ Κάθε ζωντανός οργανισμός έχει το στοιχείο της κίνησης (κινητικόν τι)
■ Ο μαγνήτης έχει το στοιχείο της κίνησης
----------------------------------------------------
Σ: ο μαγνήτης είναι ζωντανός οργανισμός
Και σε αυτή την περίπτωση ο Θαλής αναδεικνύει την φιλοσοφική του ευρηματικότητα, αφού καταφέρνει να συνδυάσει την αναλογία με την επαγωγή. Έτσι, αφού κατέληξε ότι ακόμη και ένα είδος πέτρας αποδεικνύεται να είναι ζωντανό όν, συνεχίζει υποστηρίζοντας ότι «τό δέ πᾱν ἔμψυχον, ἅμα καί δαιμόνων πλῆρες» . Αυτό το συμπέρασμα δε σημαίνει ότι ο φιλόσοφος σημειώνει οπισθοχώρηση στις αντιλήψεις εκείνες που ήθελαν τη βούληση των θεών ως ρυθμιστή της λειτουργίας του κόσμου, αλλά ότι συνεχίζει την πορεία αναζήτησης μιας λογικής εξήγησης, ορίζοντας μια ενιαία φυσική αρχή, η οποία ερμηνεύει τα κοσμογονικά και κοσμολογικά ερωτήματα . Το υγρό στοιχείο είναι για το Θαλή η βασική ουσία, που καθιστά με την ενέργειά του όλο το σύμπαν έμψυχο.
Από την άλλη, συνιστά σημείο έντονου προβληματισμού για τους μελετητές το κατά πόσο η πρώτη αρχή έχει μέσα της το στοιχείο της κίνησης ή αυτή εκπορεύεται από μια εξωτερική δύναμη - όπως αναφέρει ο Αέτιος κα άλλοι[68]. Αν δεχτούμε ότι το υγρό στοιχείο εμπεριέχει αυτή την ικανότητα, αναγκαστικά κατατάσσουμε τον φιλόσοφο στη χορεία των υλιστών. Η έλλειψη γραπτών πηγών του ιδίου και η αναζήτηση λεπτομερέστερων πληροφοριών μέσα από κείμενα άλλων φιλοσόφων και συγγραφέων καθιστά επιστημονικά αδύνατη την παραδοχή της άποψης ότι η ύλη διακρίνεται από μια κοσμοδημιουργική δύναμη, δηλαδή το θεό, το νου ή την ψυχή του κόσμου. Από την άλλη, ωστόσο, έχουμε τους διανοητές της χριστιανοσύνης οι οποίοι αφορμώμενοι απ' το σημείο - και σε άλλα, όπως τη συχνή αναφορά του σε έναν θεό και στην αντίληψή του για την προνοιακή λειτουργία του θείου[69] - αρνήθηκαν να αποδώσουν στον Θαλή την κατηγορία του υλιστή[70]. Έτσι, ίσως να είναι πιο πιθανό ο φιλόσοφος να υποστήριζε ότι το ύδωρ είναι η πρώτη ύλη και ο θεός ο νους του κόσμου, ο οποίος διοχετεύει την αφανή ενέργειά του μέσω ενός ετεροκίνητου στοιχείου, διαγράφοντας μια ατελεύτητη πορεία αλληλεπιδράσεων σε όλο το φυσικό περιβάλλον. Άλλωστε, η τοποθέτηση που συνήθως του επιφυλάσσεται από τους ιστορικούς της φιλοσοφίας δίπλα στα ονόματα του Πυθαγόρα και του Πλάτωνα συνηγορούν υπέρ της πίστης του σε μια υπερβατική δύναμη. Σε κάθε περίπτωση πάντως, ελλείψει αδιαφιλονίκητων τεκμηρίων, οι όποιες ερμηνευτικές αποφάνσεις επιχειρούνται επί του θέματος, μένουν αναγκαστικά στο επίπεδο της πιθανολογίας.
Το ίδιο θέμα, αυτό της σχέσεως του θεού με τον κόσμο, προσφέρει ένα ακόμη παράδειγμα του αναλογικού συλλογισμού που μετέρχεται ο Θαλής. Είδαμε ότι -σύμφωνα με έμμεσες πάντα πηγές, όπως ο Γαληνός, ο Κικέρων, κ.α - ο φιλόσοφος αναγνώριζε ως νου του κόσμου τον θεό. Η αντίληψή του για τη θέση που αναγνωρίζεται στον άνθρωπο μέσα στον κόσμο, εκπορεύεται από μια οπτική, που στηρίζεται σε μια σχέση αναλογίας. Ο Θαλής, δηλαδή, υποστηρίζει ότι, έτσι όπως ο θεός ορίζει με την ενέργειά του την πορεία του φυσικού περιβάλλοντος, έτσι και ο άνθρωπος με τις πράξεις του καθορίζει τη ζωή του και την εξέλιξη του κοινωνικού περιβάλλοντος. Από αυτό το συμπέρασμα γίνεται φανερή η ενιαία αντίληψη που έχει ο φιλόσοφος για τον κόσμο και την ομοιότητα που αναγνωρίζει μεταξύ των φυσικών, των κοινωνικών και των ηθικών νόμων.
Οπωσδήποτε, το βασικό σημείο όπου αναφαίνεται ο αναλογικός τρόπος με τον οποίο σκέπτεται ο φιλόσοφος, συνδέεται άμεσα με την βιωματική του εμπειρία από τη ζωή του στην παραθαλάσσια πόλη και με την βασική του θεωρία ότι πρώτη αρχή του κόσμου είναι το υγρό στοιχείο. Το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε είναι ότι η γη οφείλει τη σταθερότητά της στο γεγονός ότι επιπλέει (σαν καράβι, ξύλο ή επίπεδο δίσκο) πάνω στο νερό[71], που συνιστά μια μορφή του υγρού στοιχείου, δηλαδή της πρώτης αρχής του κόσμου. Η θεωρία αυτή σαφώς παραπέμπει στις μυθολογικές δοξασίες περί Ωκεανού, ή Πόντου, ή Νηρέως, ή Τρίτωνος[72]. Παρά το γεγονός ότι είναι άγνωστος ο ακριβής τρόπος θεμελίωσής της λόγω του ότι ήδη από τα χρόνια του Ηροδότου είναι χαμένο κάθε σύγγραμμα του φιλοσόφου - αν υπήρξε πράγματι τέτοιο[73] - είναι βέβαιο, ωστόσο, ότι ο Θαλής, δεν αρκείται στο να στηριχτεί στα παραδεδομένα του μύθου, αλλά καταλήγει σε αυτό το συμπέρασμα μέσα από φιλοσοφική αναζήτηση. Μπορούμε να φανταστούμε ότι στο συμπέρασμά του οδηγήθηκε σε δύο φάσεις, τις οποίες σχηματικά θα αποδίδαμε ως εξής:
■ Όσα πράγματα στηρίζονται, μένουν σταθερά
■ Η γη είναι σταθερή
------------------------------
Σ1: Η γη είναι σταθερή, επειδή κάπου στηρίζεται.
■ Η γη είναι σταθερή, επειδή στηρίζεται κάπου
■ Το ξύλο / τα πλοία[74] / τα νησιά είναι σταθερά, επειδή στηρίζονται στο νερό
-------------------------------------------------
Σ2: Η γη είναι σταθερή, επειδή στηρίζεται στο νερό.
Βλέπουμε ότι για άλλη μια φορά η συλλογιστική του διέπεται από αμιγώς φιλοσοφικό πνεύμα και καταφέρνει να λειτουργήσει συνδυαστικά αφορμώμενη από πληροφορίες που προσφέρει η καθημερινή πραγματικότητα. Οπωσδήποτε σήμερα η συγκεκριμένη αυτή του θεωρία δε μπορεί να γίνει αποδεκτή, έχει ωστόσο μεγάλη σημασία ότι ξεκινάει την αναζήτησή του από την απορία, επιχειρεί να δώσει απάντηση με φιλοσοφικό τρόπο σκέψης και καταλήγει σε συμπέρασμα που συνοδεύεται από τεκμήρια και παραδείγματα.
Η ερμηνεία του για τη σταθερότητα της γης ως αποτέλεσμα της επίπλευσης πάνω στο νερό, δίνει στο φιλόσοφο μια ικανή ερμηνεία των σεισμών, ενός φυσικού φαινομένου που, όπως και οι εκλείψεις, προκαλούσε αναστάτωση και ξυπνούσε φόβους στους ανθρώπους, δίνοντας λαβές για δεισιδαιμονικές ερμηνείες. Οι σεισμοί για τον Θαλή οφείλονται σε αναταράξεις της γης πάνω στη βάση της - κάτι που παραπέμπει στη σημερινή θεωρία περί κινήσεως του μάγματος κάτω από την επιφάνεια της γης. Θεωρείται, μάλιστα, αρκετά πιθανό η αφετηρία της φιλοσοφικής -επιστημονικής του αναζήτησης να έγκειται ακριβώς στην αναζήτηση της ερμηνείας αυτού του συγκεκριμένου φυσικού φαινομένου, στάση που συνάδει με την τάση της εποχής να πορεύεται από το ειδικό στο γενικό μέσω της επαγωγής [75].
Επιπλέον, ο φιλοσοφικός χαρακτήρας της πνευματικής δραστηριότητας που ανέπτυξε ο Θαλής αναδεικνύεται από τη διαλεκτική του υπόσταση. Μέχρι και στις μέρες μας ο ευρύτερος χώρος της φιλοσοφίας, αλλά και οι ειδικότεροι επιστημονικοί τομείς ακολουθούν την ίδια συλλογιστική διαδικασία με τον Ίωνα φιλόσοφο, δηλαδή υιοθετούν μια αρχή ή ένα μοντέλο προκειμένου για την ερμηνεία ενός φαινομένου, μέχρι τη στιγμή που μια άλλη αρχή ή ένα άλλο θεωρητικό μοντέλο αποδειχθεί επαρκέστερο ή πληρέστερο. Έτσι και ο Θαλής υποστήριξε ως αρχή του κόσμου το νερό, αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο για τους επόμενους φιλοσόφους να υποβάλλουν την θεωρία του σε έλεγχο, να αναλύσουν τη συλλογιστική του, να αντλήσουν από το χώρο της εμπειρίας και να διατυπώσουν τη δική τους θεωρία, σύμφωνη ή διάφορη προς τη δική του. Για το λόγο αυτό και στην ιστορία της αρχαίας φιλοσοφίας δεν έχει πουθενά και ποτέ - μέχρι στιγμής τουλάχιστον - υποστηριχτεί ότι προκλήθηκε ένταση στο εσωτερικό της σχολής της Μιλήτου - κάτι που κανονικά θα συνέβαινε, εφόσον γνωρίζουμε ότι οι επόμενοι φιλόσοφοι ανέπτυξαν θεωρίες διάφορες του σοφού της περιοχής τους. Αντίθετα, η εικόνα που προβάλλεται είναι αυτή της ελεύθερης σκέψης και έκφρασης των προσωπικών θέσεων κάθε φιλοσόφου, γιατί ακριβώς η ελεύθερη αναζήτηση και ανταλλαγή απόψεων είναι γενεσιουργό χαρακτηριστικό της φιλοσοφίας.
ΟΙ ΑΝΤΙΘΕΤΕΣ ΑΠΟΨΕΙΣ
Το ερώτημα αν ο Θαλής μπορεί να θεωρηθεί ο θεμελιωτής της ελληνικής φιλοσοφίας αποτελεί μεγάλο ζήτημα για τους θεωρητικούς και ιστορικούς του χώρου. Η φήμη του ως σοφού ήταν καθιερωμένη ήδη από την εποχή του, αλλά η αναγνώριση της θέσης του στην ιστορία της φιλοσοφίας ακόμη και σήμερα συνιστά σημείο αμφισβήτησης.
Τα κύρια σημεία στα οποία στηρίζονται όσοι αρνούνται το χαρακτηρισμό του Θαλή ως φιλοσόφου είναι η σύνδεση της σκέψης του με τις πρακτικές ανάγκες και με τις μυστικιστικές τάσεις από τις οποίες επηρεάστηκε[76]. Όσον αφορά το πρώτο σκέλος αυτής της θέσης, τη σύνδεση δηλαδή της φιλοσοφίας του Θαλή με το μυστικισμό και ειδικά αυτόν της Ανατολής, όπου ταξίδεψε, δεν πρέπει να λησμονάται ότι την εποχή εκείνη διαγράφεται μετάβαση από το μύθο στο λόγο, όπου ο δεύτερος κερδίζει δυναμικά έδαφος, ενώ ο πρώτος ακόμη αρνείται να υποχωρήσει ολοσχερώς. Σε αυτά τα πλαίσια το γεγονός ότι πουθενά στη φιλοσοφία του ηγέτη της ιωνικής σχολής δεν απαντώνται μυστικιστικές αναφορές, αλλά αντίθετα η ερμηνεία των πραγμάτων γίνεται με ρεαλιστική και επιστημονική διάθεση, αυτό και μόνον καταρρίπτει κάθε παρόμοια τοποθέτηση.
Το δεύτερο σκέλος αυτής της θέσης, ότι δηλαδή η φιλοσοφία του Θαλή συνδεόταν με πρακτικές ανάγκες εδράζεται στο γεγονός ότι ο φιλόσοφος πολλές φορές εφάρμοσε στην καθημερινότητα τις γνώσεις που αποκόμισε από την ενασχόληση του με τη φιλοσοφία · αυτό φαίνεται από τις ιστορίες για την ενοικίαση των ελαιοτριβείων της περιοχής του, όταν όλοι οι άλλοι αμφισβητούσαν για την σοδειά του επόμενου χρόνου[77], για την μέτρηση της απόστασης των πλοίων από τη στεριά και του ύψους των πυραμίδων, για τις συμβουλές του προς τους συμπολίτες του σε θέματα ναυσιπλοΐας και πολλές άλλες, από τις οποίες κάποιες αμφισβητούνται και άλλες επαναλαμβάνονται σε διάφορες παραλλαγές. Μια προσεκτικότερη και συνδυαστική ανάγνωση των πηγών, ωστόσο, είναι ικανή να μας πείσει ότι η κάθε φύσεως πρακτική εφαρμογή των επιστημονικών γνώσεων που απορρέουν από τη φιλοσοφική δραστηριότητα του Θαλή είχε πάντα ένα σκοπό, που δεν ήταν άλλος από την κατάδειξη της αξίας της φιλοσοφίας και την υπεράσπιση του κύρους της. Η φιλοσοφία του έχει θεωρητικό χαρακτήρα και στόχο τη γνώση του σύμπαντος και των αιτιών των φαινομένων[78]. Ο σκοπός αυτός του είναι απόλυτα σύμφωνος με την αντίληψη που επικρατεί και σήμερα για την επιστήμη και τη γνώση, ότι δηλαδή αυτή οφείλει να υπηρετεί το σύνολο και θα ήταν βέβαια παράλογο να υποστηριχτεί ότι αυτή η λειτουργία της αναιρεί την αξία της. Με ανάλογο τρόπο μπορεί να καταρριφθεί και η άποψη εκείνων που θεωρούν ότι η πρακτική εφαρμογή των γνώσεων του Θαλή ακυρώνει τη φιλοσοφική του υπόσταση: το ότι κάνει άνοιγμα στο ευρύ και αφιλοσόφητο κοινό δεν συνιστά αδυναμία, αλλά μαρτυρά την υπεροχή του πνεύματός του.
Το άλλο σημείο που διχάζει τους θεωρητικούς όσον αφορά το ερώτημα περί της θέσεως του Θαλή στην ιστορία της φιλοσοφίας, αν είναι δηλαδή ένας σοφός που λειτούργησε ως πρόδρομος της ιωνικής και γενικότερα της ελληνικής και δυτικής φιλοσοφίας ή πραγματικός φιλόσοφος, σχετίζεται με την συνάφειά του με μυστικιστικές τάσεις. Αυτές κατά βάση προέρχονται από την Ανατολή και κυρίως από την Αίγυπτο και την Περσία, όπου είναι βέβαιο πως ταξίδεψε[79]. Παράλληλα, ο μυστικισμός από τον οποίο φαίνεται να επηρεάστηκε ο Θαλής διαφαίνεται στη θεωρία κατά την οποία η γη επιπλέει πάνω στο νερό και η οποία σαφώς παραπέμπει στη μυθολογική εκδοχή που διαιωνίζουν μέσα από το έργο τους τόσο ο Όμηρος όσο και ο Ησίοδος. Οπωσδήποτε η απόπειρα απόρριψης των επιδράσεων αυτών θα ήταν εκ των προτέρων καταδικασμένη ως αβάσιμη, αλλά και άσκοπη.
Αντίθετα, θα πρέπει να αντιμετωπίζεται θετικά το γεγονός ότι ο Θαλής μπόρεσε να αφομοιώσει όλες τις συχνά ετερόκλητες επιρροές που δέχτηκε, να τις υποβάλλει σε εμπειρικό και λογικό έλεγχο, να εντοπίσει σε αυτές και να κρατήσει το ουσιώδες και να αποβάλλει το ανυπόστατο. Για παράδειγμα, ακόμα και αν η πρόγνωση μιας έκλειψης οφείλεται στις γνώσεις που αποκόμισε ο φιλόσοφος από τα ταξίδια και τις επαφές του με την Ανατολή, δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε ότι η επιστημονική ερμηνεία του γεγονότος συνέβαλε στη διαφώτιση των συμπολιτών του και την απαλλαγή τους από μεταφυσικούς φόβους, όταν μάλιστα μέχρι και τα ρωμαϊκά - για να μην αναφέρουμε μέχρι τα σημερινά - χρόνια υπάρχουν άνθρωποι και κοινωνίες που αποδίδουν στα φυσικά φαινόμενα δεισιδαιμονικό χαρακτήρα[80].
Ακόμα, ο τρόπος με τον οποίο ο Θαλής σκέπτεται, αντιστοιχεί στον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί ένας επιστήμονας, ο οποίος όντας ανοικτός σε όλες τις πιθανότητες. Η διερεύνηση ενός θέματος ξεκινάει με μια υπόθεση που συγκροτεί τη θεωρία του και στη συνέχεια περνάει στην απόδειξή της. Ο Θαλής δέχεται αυτά που παραδίδει ο μύθος και η λογοτεχνική παράδοση, μέχρι να επιβεβαιωθούν από την εμπειρική πραγματικότητα, οπότε προχωρεί στη διατύπωση μιας θέσης, την τεκμηριώνει και επιτρέπει σε όποιον ενδιαφέρεται να την επιβεβαιώσει ή να την απορρίψει βάσει μιας άλλης, τεκμηριωμένης πάντα, λογικής. Δεν είναι επομένως οι επιρροές που δέχτηκε ο Θαλής, το σημείο στο οποίο πρέπει να εστιάζει η έρευνα ενός ιστορικού της φιλοσοφίας, αλλά κατεξοχήν στον τρόπο αξιοποίησης των επιρροών αυτών.
Άλλα επιχειρήματα τα οποία επιστρατεύονται κατά της αναγνώρισης της αξίας της φιλοσοφίας του Θαλή εδράζονται στην έλλειψη συστηματικότητας που διαπιστώνεται στη σκέψη του και στην απουσία αναφοράς στις κλασικές φιλοσοφικές διχοτομίες, αντιθέσεις και ιεραρχίες[81]. Για μια πιο νηφάλια, ωστόσο, αξιολόγηση θα πρέπει ίσως να έχουμε υπόψη ότι στην εποχή του Θαλή το μόνο δεδομένο είναι ο φυσικός κόσμος και η απορία που αυτός προκαλεί και ότι ο δρόμος για τη φιλοσοφική και επιστημονική σκέψη τώρα ανοίγει, πράγμα που αναγκαστικά σημαίνει ότι τα όργανα του φιλοσοφικού στοχασμού δημιουργούνται εκείνη τη στιγμή, άρα δεν μπορούμε να έχουμε και περισσότερες απαιτήσεις. Τα μαθηματικά και όλες οι σήμερα αυτόνομες επιστήμες στην εποχή του Θαλή βρίσκονταν ακόμη σε εμβρυακή κατάσταση, συνεπώς, θα ήταν άδικό να περιμένουμε απ' αυτόν περισσότερα απ’ όσα ήδη προσέφερε[82]. Η συστηματικότητα και η ορολογία που απαντάται στα χρυσά χρόνια της φιλοσοφίας και του πνευματικού πολιτισμού, δεν είναι παρά προϊόν εξέλιξης που έχει τις αρχές της στον 6ο αιώνα στην Ιωνία. Μάλιστα, η εξέλιξη αυτή υπήρξε πραγματικά ραγδαία, αν αναλογιστούμε ότι όροι και στοιχεία από τη φιλοσοφία και την επιστήμη που αναπτύχθηκε μέσα σε διάστημα ενός αιώνα, χρησιμοποιούνται μέχρι και σήμερα. Άλλωστε, το γεγονός ότι, ακόμη και όσοι αρνούνται να αποδώσουν τα πρωτεία της φιλοσοφίας στο Θαλή, αναγνωρίζουν την ορθολογικότητα και την επιστημονική σκέψη του, συνεπάγεται αυτόματα ότι αποδέχονται τη φιλοσοφική του υπόσταση, εφόσον αδιαμφισβήτητη μήτρα των επιστημών υπήρξε η φιλοσοφία.
Μια άλλη κατηγορία ιστορικών που αντιμετωπίζουν το Θαλή ως σοφό στηρίζεται σε φιλολογικά τεκμήρια. Οι περισσότεροι απ' αυτούς υιοθετούν την άποψη ότι η θέση του φιλοσόφου για το υγρό στοιχείο ως υλική, κοσμογονική και κοσμολογική αρχή και τα σχετικά αυτής επιχειρήματα είναι στην πραγματικότητα υπόθεση του Αριστοτέλη, που προέκτεινε τη θεωρία του προκατόχου του. Έχει υποστηριχτεί ακόμη ότι η καταγωγή της εικόνας της επίπλευσης της γης πάνω στο νερό, όπως ένα καράβι, είναι ομηρική, άρα ο Θαλής προβάλλει επιλεκτικά τα λεγόμενα των προκατόχων του στο χώρο του πνεύματος. Αγνοείται, όμως, σε αυτή την περίπτωση ότι ο Όμηρος, όπως και ο Ησίοδος και όσοι προηγήθηκαν, διακρίνονται για τη μυθολογική και θεολογική τους σκέψη και ότι η διαφοροποίηση δεν αφορά το αντικείμενο αναφοράς, αλλά τον τρόπο διερεύνησης γύρω από το θέμα. Άλλωστε, παρομοιώσεις που διαφωτίζουν τις φιλοσοφικές θέσεις απαντάμε και σε μεταγενέστερους του Θαλή, οι οποίοι αδιαμφισβήτητα χαρακτηρίζονται ως φιλόσοφοι, όπως ο Εμπεδοκλής ή ακόμη και ο Πλάτωνας. Δεν αποτελεί, συνεπώς, η επίκληση ή η αναφορά σε μια εικόνα τεκμήριο κατάταξης, αλλά ο τρόπος αξιοποίησής της και αυτή του Θαλή κάθε άλλο παρά μυθολογική ή θεολογική υπήρξε.
Μερικοί πάλι στηρίζονται στην παράλειψη του Πλάτωνα να αναφερθεί στο Μιλήσιο φιλόσοφο, όταν ο πρώτος κάνει λόγο για τις δοξασίες περί του Ωκεανού[83]. Όπως, ωστόσο, αναφέρθηκε και νωρίτερα, ο Αριστοτέλης θεωρείται για τους φιλολόγους ο πρώτος έγκυρος σχολιαστής και θα ήταν άδικο και για τον ίδιο να θεωρήσουμε ότι προέβη σε απλές υποθέσεις και υποκειμενικά συμπεράσματα. Ο Πλάτωνας, από την άλλη, ποτέ δεν επεχείρησε, όπως ο μαθητής του, να καταθέσει συστηματικά τις απόψεις προγενέστερων του διανοητών και θα ήταν παρακινδυνευμένο ως αντίθετο στο πνεύμα του έργου του να εκλάβουμε τη σιωπή του ως τεκμήριο τοποθέτησής του για τον Ίωνα φιλόσοφο.
Ιστορικά, η πρώτη αρνητική απόφανση περί της τοποθετήσεως του Θαλή στην πρωτοκαθεδρία της φιλοσοφίας διατυπώθηκε από τον Διογένη Λαέρτιο, ο οποίος απερίφραστα αποφαίνεται ότι «ήν των επτά σοφών' και ότι «πρώτος σοφός ονομάσθη»[84]. Με αυτό το σκεπτικό, του αποδίδει γνωμολογικές ρήσεις και διάφορα αποφθέγματα, λακωνικά διατυπωμένα (maximas res parvis lineis repperit)[85] – κατά το πρότυπο των γνωμολογιών των Σοφών. Αυτό που παραγνωρίζεται, ωστόσο, είναι ότι η διατύπωσή τους συνοδεύεται από αιτιολόγηση (γαρ), ακριβώς επειδή ο Θαλής δεν αποσκοπεί στο να καταστήσει τα ρητά του αυθεντίες, αλλά να δώσει έναυσμα για προβληματισμό και να διαμορφώσει ένα πλαίσιο διαλόγου. Με αυτό το πνεύμα αποφαίνεται ότι:
Θέση
|
Αιτιολόγηση
|
πρεσβύτατον ταῶν ὄντων θεός
|
ἀγένητον γάρ
|
κάλλιστον κόσμος
|
ποίημα γάρ θεοῦ
|
μέγιστον τόπος
|
ἅπαντα γάρ χωρεῖ
|
τάχιστον νοῦς
|
διά παντός γάρ τρέχει
|
ἰσχυρότατον ἀνάγκη
|
κρατεῖ γάρ πάντων
|
σοφώτατον χρόνος
|
ἀνευρίσκει γάρ πάντα
|
Μέσα από αυτά τα ρητά και διάφορα άλλα αποφθέγματα που αποδίδονται σε αυτόν, ο Θαλής προβάλλει ως μια προσωπικότητα ιδιαίτερα ευφυής, με βαθύ θρησκευτικό αίσθημα και πηγαία χιουμοριστική διάθεση, αλλά προπάντων ως ένας διανοητής που ενδιαφέρεται να διαγνώσει την αλήθεια πέρα από το οφθαλμοφανές και να τεκμηριώσει τη θεωρία του, ώστε να είναι αυτή σε θέση να αντέξει σε κάθε έλεγχο και να καθιερωθεί με την πραγματικότητα που αυτή περιέχει και όχι βάσει του κύρους εκείνου που τη διατύπωσε.
Ο Διογένης, όπως αναφέρθηκε νωρίτερα, κατατάσσει τον Θαλή στην κατηγορία των σοφών και αναγνωρίζει την ηγεσία της ιωνικής φιλοσοφίας στο πρόσωπο του Αναξίμανδρου[86]. Ο διάδοχος και μαθητής του Θαλή, υπήρξε επίσης αστρονόμος, μετεωρολόγος, γεωγράφος και βιολόγος[87]. Αυτό που τον ξεχωρίζει από τους λοιπούς υλοζωιστές είναι ότι ορίζει την πρώτη υλική αρχή του κόσμου αρνητικά ως το «άπειρο», κάτι το οποίο δεν είναι δυνατό να καθοριστεί, αλλά συνιστά τη βάση για τις διάφορες ποιοτικές και ποσοτικές μεταβολές που σημειώνονται στον κόσμο. Έτσι, αναζητεί μια ενιαία αρχή, πέρα από τη φαινομενική πολλαπλότητα και σε αυτή αναγνωρίζει ιδιότητες που αρμόζουν στο θείο, όπως ότι είναι αθάνατη και ανώλεθρη. Με αυτόν τον τρόπο καταρρίπτει και την τελευταία υπόνοια επενέργειας μιας θεϊκής - έξωθεν του κόσμου δύναμης στη δημιουργία και στη συνοχή του τελευταίου, προβάλλοντας έναν πλήρως ορθολογικό τρόπο σκέψης[88]. Όσοι υποστηρίζουν την πρωτοκαθεδρία του Αναξίμανδρου στην ιωνική και ελληνική φιλοσοφία δεν θα πρέπει, ωστόσο, να λησμονούν ότι το έναυσμα για αυτόν τον τρόπο αντίληψης των πραγμάτων έδωσε ο δάσκαλος, ο Θαλής, ο οποίος ακόμα και αν αποδέχεται την ύπαρξη του θείου, το αφήνει έξω από την εξέταση της γένεσης και σύστασης του κόσμου.
Η αναφορά του Διογένη στη θυσία του Θαλή προς τους θεούς ως αποπληρωμή προς τις μαθηματικές γνώσεις που του προσπόρισαν, δίνει την εντύπωση ότι ο Ίωνας φιλόσοφος απέδιδε τις ανακαλύψεις του αποκλειστικά στην επενέργεια του θείου. Αυτό είναι κάτι το οποίο φυσικά δε μπορούμε να αποκλείσουμε, δεδομένου μάλιστα ότι τον εποχή εκείνη η αίσθηση του ιερού ήταν πολύ έντονη και ότι η θρησκευτική πίστη και η λατρεία ήταν συνυφασμένη με την καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Από την άλλη, ωστόσο, θα ήταν λάθος να σχηματιστεί η εικόνα ότι ο Θαλής αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως απλό εκτελεστή της θείας βούλησης και άδικο, αν αναλογιστούμε πόση προσπάθεια κατέβαλλε ο φιλόσοφος για να προσδώσει στις θέσεις του ορθολογικό χαρακτήρα.
Παράλληλα, θα πρέπει να γίνεται μια διάκριση ανάμεσα στο καθαυτό νόημα και την αξία των θεωριών του Θαλή, όπως και κάθε φιλοσόφου, και στον τρόπο με τον οποίο αυτές κατά καιρούς γίνονται κατανοητές και υπηρετούν έτερες φιλοσοφικές θέσεις. Ενδεικτικός είναι εν προκειμένω ο τρόπος με τον οποίο αφομοίωσε ο Kant τις παραδόσεις σχετικά με το Θαλή. Μέσα από την Κριτική του Καθαρού Λόγου αναπαράγει την αναφορά του Διογένη, εκλαμβάνοντας τον τρόπο σκέψης που ανέπτυξε ο Θαλής ως ενδεικτικό της αποδοχής a priori ιδεών. Ο Γερμανός φιλόσοφος υποστηρίζει ότι ο Ίωνας φιλόσοφος καινοτόμησε, κατά το ότι «βρήκε ότι δε χρειαζόταν να παρακολουθή βήμα προς βήμα αυτό που έβλεπε στο σχήμα ή στην ψιλή έννοια του σχήματος κι έτσι να αποτυπώνη τρόπον τινά ιδιότητές του, αλλά να το παραγάγη σύμφωνα με την α priori ιδέα που εσχημάτισε ο ίδιος γι' αυτό και την παράσταση που του έδωσε μέσω εννοιών (εκ κατασκευής)· βρήκε ακόμα ότι, για να έχη βέβαιη α priori γνώση από κάτι, δεν ήταν ανάγκη να προσθέτη στο πράγμα τίποτε άλλο παρά αυτό που συναγόταν αναγκαία από εκείνο που είχε θέσει ο ίδιος εκεί μέσα σύμφωνα με την έννοια του πράγματος»[89].
Τα κύρια σημεία, όπου δέχτηκε κριτική ο φιλόσοφος και τα οποία του κόστισαν τη συνολική αποδοχή του ως φιλοσόφου, σχετίζονται με τις φιλοσοφικές θέσεις του είχαν παράλληλα και πρακτική χρησιμότητα ή με τις γνωμολογικές αποφάνσεις, που αρμόζουν στην αντιμετώπισή του ως σοφού. Τα σημεία αυτά, ωστόσο, θεωρούμε ότι δεν επαρκούν για να του αναιρεθεί ο τίτλος του φιλόσοφου. Αντίθετα μάλιστα, το γεγονός ότι έδωσε το έναυσμα για την απελευθέρωση της σκέψης από μυθολογικές αντιλήψεις ή αμιγώς πρακτικούς σκοπούς, αναδεικνύει τον φιλοσοφικό του τρόπο σκέψης. Ο Θαλής απορρίπτει τα μέχρι εκείνης της στιγμής δεδομένα και στρέφει την προσοχή του στα αντικείμενα αυτά καθαυτά, ακολουθώντας έναν αφαιρετικό τρόπο σκέψης, επικαλούμενος παραδείγματα και στηριζόμενος σε συγκεκριμένα επιχειρήματα και τεκμήρια. Και ακόμα, με το να αρνείται να περιορίσει τις όποιες γνώσεις αποκόμισε από την φιλοσοφική του δραστηριότητα σε έναν κύκλο εκλεκτών, αλλά προτιμά να τις μοιραστεί με τους συμπολίτες του, επιλέγοντας να τις καταστήσει κοινό κτήμα και να συμβάλλει στη γενικότερη πνευματική πρόοδο της κοινωνίας του.
Η θεωρία του Θαλή ότι η αρχή από την οποία προήλθε ή / και αποτελείται ο φυσικός κόσμος, μπορεί πλέον να μοιάζει πλέον από απλοϊκή ως αφελής, αλλά έχει μεγάλη αξία για την ιστορία της φιλοσοφίας και της επιστήμης. Αντί να εστιάζουμε στην απάντηση που έδωσε στο βασικό κοσμογονικό και κοσμολογικό ερώτημα της εποχής, έχει μεγαλύτερη σημασία και αξία η βαρύτητα να δοθεί στο γεγονός ότι με αφετηρία το «θαυμάζειν» έθεσε πρώτος με σαφήνεια το ερώτημα και τόλμησε μια ορθολογιστική απάντηση με βάση το φιλοσοφικό λόγο[90].
Επιπλέον, με το να υιοθετήσει τη θέση ότι υπάρχει μια ενιαία αρχή που ευθύνεται για τη γένεση και τη συνοχή του κόσμου, δημιούργησε τις βάσεις για την υιοθέτηση ενός επιστημονικού τρόπου σκέψης και ερμηνείας των φαινομένων, ο οποίος μέχρι και σήμερα στηρίζεται σε αρχές και στη διατύπωση ερευνητικών υποθέσεων . Ο Θαλής, επομένως, δεν είναι μόνον ο πρώτος φιλόσοφος, αλλά από μια άποψη μπορεί επίσης να θεωρηθεί ως ο εισηγητής της επιστημονικής έρευνας, η οποία μέχρι και στις μέρες μας αναζητεί τις πιο ενδόμυχες αλήθειες, μέσα από πολλές δοκιμασίες και επίπονες, χρονοβόρες προσπάθειες. Βέβαια, όπως και η φιλοσοφία, έτσι και η επιστήμη του είναι, εν συγκρίσει με αυτές των μεταγενέστερων του χώρου, ακατέργαστες, αλλά υπήρξαν επαρκείς, ώστε να διεγείρουν τη σκέψη και την παρατήρηση, εφόσον οι θεωρίες του προσέφεραν το έναυσμα για περαιτέρω αναζήτηση και έλεγχο της ορθότητας των ισχυρισμών του. Επομένως, θα ήταν εσφαλμένο να κριθεί η συνεισφορά του Θαλή με κριτήριο την ορθότητα ή μη των θεωριών του. Αντίθετα, θα πρέπει να συνειδητοποιηθεί η ανεκτίμητη αξία της ερευνητικής του προσπάθειας που διακατέχεται από γνήσια επιστημονική νοοτροπία σκέψης.
Τέλος, έχει διατυπωθεί η άποψη (Rod, 1976) ότι στα πλαίσια της θεωρίας του Θαλή για το ύδωρ, εμπεριέχονται, αν και σπερματικά, ορισμένες σημαντικές μεταφυσικές ιδέες[91]. Πιο συγκεκριμένα, φαίνεται ότι ο Θαλής πρώτος διατύπωσε την άποψη ότι η σύλληψη της πολλαπλότητας του αισθητού κόσμου προϋποθέτει την ιδέα της ενότητας[92], όπως επίσης ότι η σύλληψη του γίγνεσθαι, της συνεχούς εξέλιξης προϋποθέτει την ιδέα της σταθερότητας. Ακόμα, με τη θεωρία του Θαλή για πρώτη φορά αντιπαρατίθεται το φαινόμενο προς την ουσία, ή η φυσική σε μια «αληθινή» πραγματικότητα[93]. Τέλος, η πρώτη αρχή, που ερμηνεύει όλες τις εμπειρικές μεταβολές, έθεσε τα θεμέλια για την μεταφυσική αντίληψη μιας τέτοιας
αρχής.
Στην υποστήριξη της θέσης του Αριστοτέλη, σημαντική υπήρξε η συμβολή του Hegel, που συνηγόρησε υπέρ της τοποθέτησης των απαρχών της φιλοσοφίας στην Ιωνική σχολή, αρχής γενομένης με το Θαλή. Στα μεταγενέστερα χρόνια, η θέση αυτή στηρίχτηκε μέσα από δύο μνημειώδη έργα, τη Φιλοσοφία των Ελλήνων του Ed. Zeller και τη συλλογή μαρτυριών και αποσπασμάτων επιμελημένη από τον Η. Diels (στη συνέχεια βελτιωμένη από τον W. Kranz), υπό τον τίτλο Vorsokratiker.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Στο παρόν δοκίμιο εξετάσαμε τη θέση του Θαλή στο χώρο της φιλοσοφίας, η οποία αποτελεί ακόμη σημείο προβληματισμού, καθώς οι θεωρητικοί αδυνατούν να καταλήξουν εάν ήταν ένας από τους σοφούς ή ο πρώτος Έλληνας φιλόσοφος. Η θέση που υποστηρίζεται εδώ είναι η δεύτερη, ότι δηλαδή με το Θαλή η εποχή του μυθικού λόγου περνάει οριστικά στο παρελθόν και ανοίγει ο δρόμος στο φιλοσοφικό στοχασμό και την επιστημονική διερεύνηση των μεγάλων ζητημάτων που απασχολούν διαχρονικά, τη γένεση και σύσταση του κόσμου, την επενέργεια του θείου και τα όρια γνώσης και δράσης του ανθρώπου.
Τη θέση μας αυτή αναπτύξαμε εξετάζοντας το θέμα σε τρεις υποενότητες. Στην πρώτη γίνεται λόγος για τη στροφή από τη μυθική σκέψη στην μελέτη του φυσικού κόσμου. Το ενδιαφέρον του ηγέτη της ιωνικής σχολής στρέφεται, παράλληλα και στο θείο, το οποίο απομακρύνει από τη μελέτη του κόσμου μέσα στο ίδιο πλαίσιο, της αποστασιοποίησης από τις μυθολογικές αντιλήψεις που επικρατούσαν ως τις μέρες του. Στη συνέχεια αναφέρθηκαν τα επιτεύγματα του Θαλή σε επιστημονικούς χώρους που έως τότε ανήκαν στο χώρο της φιλοσοφίας, ήτοι την αστρονομία, τη γεωμετρία και τη φυσική. Μέσα από αυτά φαίνεται ότι ο τρόπος σκέψης του και η συλλογιστική που ακολουθεί είναι αμιγώς φιλοσοφική, άρα είναι άτοπο και άστοχο να αρνούμαστε τη φιλοσοφική του υπόσταση.
Δεχόμενοι, έτσι, ότι μιλάμε για έναν πραγματικό φιλόσοφο, στη δεύτερη υποενότητα γίνεται προσπάθεια να τεκμηριωθεί ότι είναι ο πρώτος φιλόσοφος που γνώρισε η ελληνική και η δυτική διανόηση. Και αυτό, γιατί πέρα από τις όποιες επιρροές δέχτηκε, τις αξιοποίησε με φιλοσοφικό τρόπο: ξεκινώντας από την παρατήρηση και την εμπειρία που προσφέρει ο αισθητός κόσμος, υποστήριξε τις θέσεις του στηριζόμενος στον επαγωγικό, τον παραγωγικό και τον αναλογικό συλλογισμό, τηρώντας πάντα μια στάση διαλεκτική και καταλήγοντας σε μια ενιαία και συνεπή θεωρία.
Το τελευταίο μέρος αφιερώθηκε στις αντίθετες προς την υποστηριζόμενη απόψεις και έχει ως σκοπό την απάντηση στις συλλογιστικές που μετέρχονται. Στον αντίποδα αυτών προβάλλεται η θέση του Αριστοτέλη, η οποία είναι η πιο ασφαλής και σύγχρονη του Ίωνα φιλοσόφου μαρτυρία και παρέχει τα αναγκαία μέσα για την αναίρεση κάθε διάφορης άποψης. Έτσι, καταλήγουμε ότι ο Θαλής, πέρα από σοφός, υπήρξε ένας πραγματικός φιλόσοφος και δη ο πρώτος που εγκαινιάζει το χώρο αυτό για την Ελλάδα και το δυτικό κόσμο.
-------------------
[1] Αριστοτέλους, Άπαντα, τ. 10, Μετά τα Φυσικά, Βιβλία Α' - Δ', εκδ. Κάκτος, 1999, «ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ», Αθήνα, 1992, Α 3.983B 6, σσ. 58 - 59
[2] ο.π., σσ. 41, 43
[3] ο.π., σ. 48
[4] Αυγελή, Ν., Εισαγωγή στη φιλοσοφία, εκδ. κώδικας, Θεσσαλονίκη, 1998, σ. 65
[5] Μπαγιόνα, Αυγ. Ιστορία της αρχαίας ελληνικής ηθικής από τους Προσωκρατικούς ως την αρχαία Ακαδημία, Θεσ/κη, 1978, σ. 28
[6] Diels, H. & Kranz, W., Die Fragmente der Vorsokratiker, Weidmann, Zuerich, 1968, σσ. 71, 77
[7] Αριστοτέλους,Μετά τα Φυσικά, Α 3.983B 6 από το Diels & Kranz, ο.π., σσ. 76 - 77
[8] Μπαγιόνα, ο.π., σ. 32
[9] Ράσσελ Μπερτ., Ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας και η συνάρτησή της με τις πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες από των αρχαιοτάτου χρόνων μέχρι της εποχής μας, τ. Α', Η αρχαία φιλοσοφία, Η καθολική φιλοσοφία, Μτφρ. Χουρμουζίου, Αιμ., Εκδ. Ι.Δ. Αρδενίδης & Σια, σ. 35
[10] Αριστοτέλους, Μετά τα Φυσικά, Α, 983 b 6
[11] Diels & Kranz, ο.π., σ. 77
[12] Freeman, Kath., Ancilla to the Presocraticphilosophers, Oxford, 1971
[13] Windelband, W. & Heimsoeth, H., Εγχειρίδιο της ιστορίας της φιλοσοφίας, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2001, σ.61
[14] Αριστοτέλους, Μετά τα Φυσικά, Α, 3,983 β 21 , Περί Ουρανού, Β, 13, 294 α 28
[15] Diels & Kranz, ο.π., σ. 73
[16] Αριστοτέλους, Περί Ψυχής, Α, 405 a23, Diels & Kranz, ο.π., σ. 68
[17] Αριστοτέλους, ο.π., 405 a19
[18] Σταμάτη, ο.π., σσ. 12 - 13
[19] Diels & Kranz, ο.π., σ. 72 - 73
[20] BurnetJ, Early greek philosophy, 3rd edition (1920). London: A & C Black Ltd, From Chapter I., The Milesian school, . The eclipse foretold by Thales
[21] Zeller, Ed. & Nestle, W., Ιστορία της ελληνικής φιλοσοφίας, μτφρ. Θεοδωρίδης, X., εκδ. Εστία,
Αθήνα, 2000, σ. 32
[22] Βεΐκου, Θ., Προσωκρατική φιλοσοφία, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα, 1980, σσ. 40 - 41
[23] Diels & Kranz, ο.π., σ. 68
[24] Burnet, ο.π., Chapter I., The Milesian school, Thales and geometry
[25] Αριστοτέλους, Περί ψυχής, Α 2. 405 a 19
[26] Diels & Kranz, ο.π., s. 68 - 69
[27] Πελεγρίνης, Θ.Ν., Οι πέντε εποχές της φιλοσοφίας, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 1998, σ. 27, Zeller & Nestle, ο.π., σ. 32
[28] Vegetti, M., Ιστορία της αρχαίας φιλοσοφίας, εκδ. Τραυλός, Αθήνα, 2000, σ. 48
[29] Πελεγρίνη, ο.π., σ. 27
[30] Romilly, J., Αρχαία ελληνική Γραμματολογία, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα, 1998, σ. 73
[31] Vegetti, ο.π., σ. 46
[32] Diels & Kranz, ο.π., σ. 68
[33] Lesky, Α., Ιστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας, εκδ. Αφοί Κυριακίδη, Θεσ/κη, 1998, σ. 247, Βεΐκου, Προσωκρατική φιλοσοφία ο.π., σ. 42
[34] Zeller & Nestle, ο.π., σ. 33 και Παπαδή, Δ., Η ανθρωπολογία των προσωκρατικών, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα, 1996, σσ. 75 - 76
[35] Μπαγιόνα, ο.π., σ. 32
[36] Vegetti, ο.π., σ. 49
[37] Μπαγιόνα, ο.π., σσ. 32 - 33
[38] Diels & Kranz, ο.π., σ. 70, 74, Αυγελή, ο.π., σ. 11, και Βουδούρη, ο.π., σ. 55
[39] Θουκυδίδου, Άπαντα, τ. Ι, Ιστοριών Α', 16, «ΟΙ ΕΛΗΝΕΣ», εκδ. Οδ. Χατζόπουλος, Ι.30
[40] Diels & Kranz, ο.π., σ. 68
[41] Αυγελή, ο.π., σσ. 12 - 15
[42] Diels & Kranz, ο.π., σσ. 68, 73
[43] Lesky, ο.π., σ. 247, Vegetti, ο.π., σ. 49, Zeller & Nestle, ο.π., σ. 32
[44] Βουδούρη, ο.π., σ. 66
[45] Romilly, ο.π., σ. 73
[46] Αριστοτέλους, Μετά τα Φυσικά, Ι, 983 β 20
[47] Diels & Kranz, ο.π., σ. 75
[48] Βεΐκου, Θ., Φύση και κοινωνία, Από το Θαλή ως το Σωκράτη, εκδ. Σμίλη, Αθήνα, 1991, σ. 20,
[49] Αριστοτέλους,Μετά τα φυσικά, Α 3.983 b 6, Σιμπλίκιος Περί ουρανού στο Diels & Kranz, ο.π., σ. 78
[50] Guthrie, W.K.C., A history of greek philosophy, The earlier Presocratics and the Pythagoreans, Cambridge, 1985, σσ. 60 - 61, Νιάρχου, ο.π., σ. 23, Βεΐκου, Προσωκρατική φιλοσοφία, ο.π., σ. 41
[51] Zeller & Nestle, ο.π., σ. 32
[52] Αυγελή, ο.π., σ. 16
[53] Romilly, ο.π., σ. 74
[54] Diels & Kranz, ο.π., σ. 76
[55] Μπαγιόνα, ο.π., σ. 30
[56] Πελεγρίνη, ο.π., σ. 28 και Ρούσσου, Ευαγγ., Προσωκρατικοί, τ.Α', Ιστορική εισαγωγή, εκδ. στιγμή -Βιβλιοθήκη Αρχαίων Συγγραφέων , Αθήνα, 1999, σσ. 109 - 110
[57] Βεΐκου, Φύση και κοινωνία, ο.π., σ. 21
[58] Diels & Kranz, ο.π., σ. 73
[59] Βουδούρη, ο.π., σ. 67
[60] Diels & Kranz, ο.π., σ. 79
[61] Βουδούρη, ο.π., σ. 67
[62] Βουδούρη, ο.π., σ. 67
[63] Βουδούρη, ο.π., σ. 68
[64] Βουδούρη, ο.π., σ. 65
[65] Μπαγιόνα, ο.π., σ. 28
[66] Πελεγρίνη, ο.π., σ. 29
[67] Παπαδή, ο.π., σ. 73
[68] Diels & Kranz, ο.π., σ. 79, Παπαδή, ο.π., σ. 73
[69] Μακρυγιάννη, ο.π., σσ. 158 - 160
[70] Μακρυγιάννη, ο.π., σσ. 155 - 157
[71] Αριστοτέλης, Περί ουρανού, B13.294a28 - 31 Diels & Kranz, ο.π., σ. 77
[72] Ρούσσου, ο.π., σ. 108
[73] Gigon, Ol., Βασικά Προβλήματα της Αρχαίας Φιλοσοφίας, μτφρ. Σκουτερόπουλος, Ν.Μ., εκδ. Γνώση, Αθήνα, 1991, σ. 149
[74] Πελεγρίνη, ο.π., σ. 29
[75] Gigon, ο.π., σ. 186
[76] Βεΐκου, Προσωκρατική Φιλοσοφία, ο.π., σ. 42
[77] Αριστοτέλους, Πολιτικά, I, 11, 1259 α 10
[78] Gigon, ο.π., σ. 39
[79] Burnet, ο.π. From Chapter I., The Milesian school, Thales in Egypt
[80] Gigon, ο.π., σ. 38
[81] Vegetti, Ιστορία της αρχαίας φιλοσοφίας, ο.π., σ. 42
[82] Zeller & Nestle, ο.π., σ. 32
[83] Βεΐκου, Προσωκρατική φιλοσοφία, ο.π., σσ. 41 - 42
[84] Diels & Kranz, ο.π., σσ. 67, 69, 70
[85] ο.π., σσ. 78 - 79
[86] Βεΐκου, Προσωκρατική φιλοσοφία ο.π., σ. 42
[87] Βουδούρη, ο.π., σσ. 69 - 76
[88] Αυγελή, ο.π., σσ. 66 - 67
[89] Kant, Imm. Κριτική του καθαρού λόγου, εισ.-μτφρ.-σχόλια Γιανναράς, Αν.,τ. Α, τεύχ. Ι, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα, σ. 41
[90] Αυγελή, ο.π., σ. 65
[91] Αυγελή, ο.π., σ. 66
[92] Windelband - Heimsoeth, ο.π., σ. 43
[93] ο.π., σ. 75
-----------------------
Βιβλιογραφία
Αριστοτέλους, Άπαντα, τ. 10, Μετά τα φυσικά, Βιβλία Α '- Δ ', εκδ. Κάκτος, 1999, «ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ», Αθήνα, 1992,
Αυγελή, Ν., Εισαγωγή στη φιλοσοφία, εκδ. κώδικας, Θεσσαλονίκη, 1998,
Βεΐκου, Θ., Προσωκρατική φιλοσοφία, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα, 1980,
Βεΐκου, Θ., Φύση και κοινωνία, Από το Θαλή ως το Σωκράτη, εκδ. Σμίλη, Αθήνα,
1991,
Burnet, J, Early greek philosophy 3rd edition (1920). London: A & C Black Ltd, στη διαδικτυακή σελίδα:
http://www.classicpersuasion.org/pw/burnet/index.htm Βουδούρη, Κ.Ι., Ελληνική φιλοσοφία, Αθήνα, 2004,
Diels, H. & Kranz, W., Die Fragmente der Vorsokratiker, Weidmann, Zurich, 1968, Freeman, Kath., Ancilla to the presocraticphilosophers, Oxford, 1971,
Gigon, Ol., Βασικά προβλήματα της αρχαίας φιλοσοφίας, μτφρ. Ν.Μ. Σκουτερόπουλος, εκδ. Γνώση, Αθήνα, 1991,
Guthrie, W.K.C., A history of greek philosophy, The earlier Presocratics and the Pythagoreans, Cambridge, 1985,
Θουκυδίδου, Άπαντα, τ. Ι, Ιστοριών Α', 16, «ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ», εκδ. Οδ.Χατζόπουλος,
α.χ.
Kant, Imm. Κριτική του καθαρού λόγου, εισ.-μτφρ.-σχόλια: Γιανναράς, Αν., Τόμ. α', τεύχ. Ι, Εκδ. Παπαζήση, Αθήνα, α.χ.
Lesky, Α., Ιστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας, εκδ. αφοί Κυριακίδη, Θεσ/κη,
1998,
Μακρυγιάννη, Δ., Η έννοια του Θεού στην προσωκρατική φιλοσοφία, εκδ. Γεωργιάδη,
Αθήνα, 2001,
Μπαγιόνα, Αυγ. Ιστορία της αρχαίας ελληνικής ηθικής από τους Προσωκρατικούς ως την αρχαία Ακαδημία, Θεσ/κη, 1978,
Νιάρχου, Κ.Γ.Α., Αρχαία ελληνική φιλοσοφία, Αθήνα, 2005,
Παπαδή, Δ., Η ανθρωπολογία των Προσωκρατικών, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα, 1996,
Πελεγρίνη, Θ.Ν., Οι πέντε εποχές της φιλοσοφίας, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα,
1998,
Ράσσελ Μπερτ., Ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας και η συνάρτησή της με τις πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι της εποχής μας, τ. Α , Η αρχαία φιλοσοφία, Η καθολική φιλοσοφία, Μτφρ. Χουρμουζίος, Αιμ., Εκδ. Ι.Δ. Αρσενίδης & Σια,
Romilly, J., Αρχαία ελληνική γραμματολογία, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα, 1998
Ρούσσου, Ευαγγ., Προσωκρατικοί, τ.Α', Ιστορική εισαγωγή, εκδ. στιγμή - Βιβλιοθήκη Αρχαίων Συγγραφέων , Αθήνα, 1999,
Ρούσσου, Ευαγγ., «Από τις κοσμογονίες στην κοσμολογία», ΔΕΥΚΑΛΙΩΝ, τεύχ. 11. Σταμάτη, Ευαγγ., «Οι Προσωκρατικοί φιλόσοφοι, Θαλής ο Μιλήσιος, ο μέγας επιστήμων και φιλόσοφος», περιοδικό Επιστήμη και Τέχνη, Αθήνα, 1950,
Vegetti, M., Ιστορία της αρχαίας φιλοσοφίας, εκδ. Τραυλός, Αθήνα, 2000,
Windelband, W. & Heimsoeth, H., Εγχειρίδιο της ιστορίας της φιλοσοφίας, ΜΙΕΤ,
Αθήνα, 2001,
Zeller, Ed. & Nestle, W., Ιστορία της ελληνικής φιλοσοφίας, μτφρ. Θεοδωρίδης, Χ., εκδ. Εστία, Αθήνα, 2000