Τρίτη 14 Μαΐου 2019

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ - Ἱππῆς (1366-1408)

ΔΗ. πρῶτον μὲν ὁπόσοι ναῦς ἐλαύνουσιν μακράς,
καταγομένοις τὸν μισθὸν ἀποδώσω ᾽ντελῆ.
ΑΛ. πολλοῖς γ᾽ ὑπολίσποις πυγιδίοισιν ἐχαρίσω.
ΔΗ. ἔπειθ᾽ ὁπλίτης ἐντεθεὶς ἐν καταλόγῳ
1370 οὐδεὶς κατὰ σπουδὰς μετεγγραφήσεται,
ἀλλ᾽ οὗπερ ἦν τὸ πρῶτον ἐγγεγράψεται.
ΑΛ. τοῦτ᾽ ἔδακε τὸν πόρπακα τὸν Κλεωνύμου.
ΔΗ. οὐδ᾽ ἀγοράσει γ᾽ ἀγένειος οὐδεὶς ἐν ἀγορᾷ.
ΑΛ. ποῦ δῆτα Κλεισθένης ἀγοράσει καὶ Στράτων;
1375 ΔΗ. τὰ μειράκια ταυτὶ λέγω τἀν τῷ μύρῳ,
ἃ στωμυλεῖται τοιαδὶ καθήμενα·
«σοφός γ᾽ ὁ Φαίαξ δεξιῶς τ᾽ οὐκ ἀπέθανεν.
Συνερτικὸς γάρ ἐστι καὶ περαντικός,
καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός,
1380 καταληπτικός τ᾽ ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ.»
ΑΛ. οὔκουν καταδακτυλικὸς σὺ τοῦ λαλητικοῦ;
ΔΗ. μὰ Δί᾽, ἀλλ᾽ ἀναγκάσω κυνηγετεῖν ἐγὼ
τούτους ἅπαντας, παυσαμένους ψηφισμάτων.
ΑΛ. ἔχε νυν ἐπὶ τούτοις τουτονὶ τὸν ὀκλαδίαν
1385 καὶ παῖδ᾽ ἐνόρχην, ὅσπερ οἴσει τόνδε σοι·
κἄν που δοκῇ σοι, τοῦτον ὀκλαδίαν πόει.
ΔΗ. μακάριος εἰς τἀρχαῖα δὴ καθίσταμαι.
ΑΛ. φήσεις γ᾽, ἐπειδὰν τὰς τριακοντούτιδας
σπονδὰς παραδῶ σοι. δεῦρ᾽ ἴθ᾽, αἱ Σπονδαί, ταχύ.
1390 ΔΗ. ὦ Ζεῦ πολυτίμηθ᾽, ὡς καλαί. πρὸς τῶν θεῶν,
ἔξεστιν αὐτῶν κατατριακοντουτίσαι;
πῶς ἔλαβες αὐτὰς ἐτεόν; ΑΛ. οὐ γὰρ ὁ Παφλαγὼν
ἀπέκρυπτε ταύτας ἔνδον, ἵνα σὺ μὴ λάβῃς;
νῦν οὖν ἐγώ σοι παραδίδωμ᾽ εἰς τοὺς ἀγροὺς
1395 αὐτὰς ἰέναι λαβόντα. ΔΗ. τὸν δὲ Παφλαγόνα,
ὃς ταῦτ᾽ ἔδρασεν, εἴφ᾽ ὅ τι ποήσεις κακόν.
ΑΛ. οὐδὲν μέγ᾽ ἀλλ᾽ ἢ τὴν ἐμὴν ἕξει τέχνην·
ἐπὶ ταῖς πύλαις ἀλλαντοπωλήσει μόνος,
τὰ κύνεια μειγνὺς τοῖς ὀνείοις πράγμασιν,
1400 μεθύων τε ταῖς πόρναισι λοιδορήσεται,
κἀκ τῶν βαλανείων πίεται τὸ λούτριον.
ΔΗ. εὖ γ᾽ ἐπενόησας οὗπέρ ἐστιν ἄξιος,
πόρναισι καὶ βαλανεῦσι διακεκραγέναι.
καί σ᾽ ἀντὶ τούτων εἰς τὸ πρυτανεῖον καλῶ
1405 εἰς τὴν ἕδραν θ᾽, ἵν᾽ ἐκεῖνος ἧσθ᾽ ὁ φαρμακός.
ἕπου δὲ ταυτηνὶ λαβὼν τὴν βατραχίδα·
κἀκεῖνον ἐκφερέτω τις ὡς ἐπὶ τὴν τέχνην,
ἵν᾽ ἴδωσιν αὐτὸν, οἷς ἐλωβᾶθ᾽, οἱ ξένοι.

***
ΔΗΜ. Πρώτα πρώτα όσοι τραβούν κουπί στις τριήρεις, μόλις πατήσουν το πόδι τους στη στεριά, θα τους δώσω τον μιστό χωρίς περικοπές.
ΑΛΛ. Γίνεσαι ευεργέτης σε πλήθος γδαρμένους πισινούς.
ΔΗΜ. Συνεχίζω: έτσι κι ένας κατατάχτηκε στο πεζικό,
[1370] δεν γίνεται ν᾽ αλλάξει όπλο βάζοντας μέσο, αλλά θα μείνει στον λόχο που κατατάχτηκε στην αρχή.
ΑΛΛ. Νά μια δαγκωματιά στον Κλεώνυμο και την ασπίδα του.
ΔΗΜ. Ούτε κανένα αμούστακο θα βγαίνει σεργιάνι στην αγορά.
ΑΛΛ. Και πού θα βγαίνουν για σεργιάνι οι αδερφές, ο Κλεισθένης και ο Στράτωνας;
ΔΗΜ. Έχω στον νου μου αυτά τα παιδαρέλια που συχνάζουν στα μυροπωλεία, που κάθονται και λένε τέτοιες μπούρδες: «Τί μυαλό αυτός ο Φαίαξ και με τί ευστροφία γλίτωσε τον θάνατο! Γιατί είναι μανούλα στη συλλογισμοποίηση και στη συμπερασματοποίηση και στην αποφθεγματοποίηση και στη σαφήνεια και στην εντυπωσιοποίηση
[1380] και πρώτος στην αδρανοποίηση κάθε θορυβοποίησης».
ΑΛΛ. Κι εσύ δεν είσαι μανούλα στην κωλοδαχτυλοποίηση κάθε φλυαροποιημένου;
ΔΗΜ. Μακριά απ᾽ αυτά, μά τον Δία! Όμως θα βγάλω αναγκαστικό νόμο να πάψουν όλοι ετούτοι να βγάζουν ψηφίσματα και να πάνε κυνηγοί στα βουνά.
ΑΛΛ. Για όλ᾽ αυτά, πάρε αυτό το πτυσσόμενο κάθισμα κι ένα αγοράκι μ᾽ όλα του τα εργαλεία σωστά, για να σου το κουβαλά. Κι αν καμιά φορά σου ᾽ρθει η όρεξη, κάνε το αγοράκι πτυσσόμενο κάθισμα.
ΔΗΜ. Τρισευτυχισμένος ξαναπαίρνω τα πρωτινά μου μεγαλεία.
ΑΛΛ. Αυτό θα το πεις όταν θα σου παραδώσω τις τριαντάχρονες σπονδές. (Φωναχτά:) Σπονδές, ελάτε γρήγορα εδώ! (Μπαίνουν οι Σπονδές, ως ωραίες εταίρες).
ΔΗΜ. [1390] Τί όμορφες, Δία μου χιλιοτιμημένε! Στ᾽ όνομα των θεών.
Στις τριαντάχρονες Σπονδές
αχ! τρεις να έριχνα ριξιές!
Στ᾽ αλήθεια, πώς τις ξετρύπωσες;
ΑΛΛ. Δεν ξέρεις ότι ο Παφλαγόνας τις κρατούσε κρυμμένες μέσα για να μη τις πάρεις εσύ; Λοιπόν τώρα εγώ σου τις παραδίνω — πάρ᾽ τες και σεργιάνισέ τες στα χωράφια (Ο Δήμος τις παίρνει· με κάθε μπράτσο του αγκαλιάζει κι από μια Σπονδή).
ΔΗΜ. Και τον Παφλαγόνα, που τα ᾽κανε αυτά, πες μου ποιά ποινή θα του ρίξεις;
ΑΛΛ. Ψιλοπράματα. Όλο κι όλο θα πάρει το δικό μου επάγγελμα. Ολομόναχος στις πύλες της πόλης θα πουλά λουκάνικα, ανακατεύοντας τα σκυλίσια με τα γαϊδουρίσια πράματα,
[1400] και μεθυσμένος θα σκυλοβρίζεται με τις πουτάνες και θα πίνει τ᾽ απονέρια των δημοτικών λουτρών.
ΔΗΜ. Αυτό του αξίζει. Όμορφη η έμπνευσή σου να ξελαρυγγίζεται καυγαδίζοντας με πουτάνες και λουτρώνες. Εσένα για όλ᾽ αυτά σε καλώ στο πρυτανείο, να καθίσεις στον θρόνο που καθόταν εκείνο το κάθαρμα. Πάρε τούτη την πράσινη χλαμύδα κι ακολούθα με. Κι εκείνον ας τον πάρουν από δω να πάει να πιάσει δουλειά εκεί, για να τον δουν τα θύματά του, οι ξενοτοπίτες.

Μορφές και Θέματα της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας: ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ, Η σημασία του καθαρμού

1. Ποια είναι τελικά η σημασία του καθαρμού; Ησίοδος, Επίχαρμος, Πλάτωνας, Ευριπίδης δίνουν την ηθική διάσταση του καθαρμού:
 
«Ποτέ να μην περάσεις με τα πόδια σου το νάμα τ' ομορφόρροο των αέναων ποταμών προτού με το βλέμμα γυρισμένο κατά τα ωραία νάματα προσευχηθείς και πλύνεις τα χέρια σου με το πολυλαχτάριστο τ' άσπρο νερό. Όποιος περάσει ποτάμι με τη συνείδησή του ακάθαρτη και με τα χέρια του άνιφτα, προκαλεί την αγανάκτηση των θεών και αυτοί θα του δώσουν συμφορές κατόπιν».
(Ησ., Έργα και Ημέραι, 737-741)
 
«Καθαρόν ἂν τὸν νοῦν ἒχῃς, ἃπαν τὸ σῶμα καθαρός εἶ».
(Κλ. Αλ., Στρωμ. VII, 4).
 
O Πλάτωνας υποστήριξε ότι «ακάθαρτος είναι όποιος έχει κακή ψυχή» (Νόμοι 716 e), ενώ οι τραγικοί επεσήμαναν ότι η καθαριότητα των χεριών δεν επαρκεί για τον καθαρμό της ψυχής -ο Ορέστης λέει: ἁγνός γάρ εἰμί χεῖρας, / ἀλλ' οὐ τάς φρένας (Ευρ., Ορ., 1602-1604).
 
Η ερμηνεία που δίνει ο Burkert για τους καθαρμούς γενικά, ότι δηλαδή πρόκειται για τελετουργικά που διασφαλίζουν τον κύκλο των καθαρμένων, δηλαδή των πολιτών που αποδέχονται τους κοινωνικούς κανόνες, από ένα «χαοτικό 'εκτός'», αποτελεί ένα μόνο κομμάτι. Οι καθαρμοί με το νερό θεωρούνται από τους αρχαιότερους -«οι εξαγνισμοί της ελευσίνιας λατρείας έρχονται από την Κρήτη, όπου αρχικά ανήκαν στη μινωική θρησκεία», γράφει ο René Ginouvès, και όχι μόνο της ελευσίνιας θα συμπληρώναμε, θυμίζοντας τον Επιμενίδη τον Κρήτα.
 
Εκείνο που εμείς διαπιστώσαμε είναι ότι συνυφαίνονται αφενός με θεότητες χθόνιες, ή που παίρνουν τη θέση χθόνιων θεοτήτων, όπως ο Απόλλων στους Δελφούς (και το μαντείο του Τροφωνίου έχει χθόνιο χαρακτήρα). αφετέρου με θεότητες που εξασφαλίζουν είτε τη γονιμότητα είτε τη μετά θάνατο ζωή*. Αν η κλασική εποχή κράτησε το πιο ορθολογικό κομμάτι των καθαρμών, το λουτρό ξεπερνά τη λειτουργία του καθαρμού και μας συνδέει με την προσπάθεια του ανθρώπου να αντιμετωπίσει τον θάνατο με τελετές που επιβεβαιώνουν τη ζωή τόσο σε αυτό τον κόσμο όσο και μετά θάνατο.
 
2. Ποια μπορεί να είναι η σχέση του καθαρμού με την αριστοτελική κάθαρση στην τραγωδία; Η άποψη για τη γένεση της τραγωδίας στο πλαίσιο των θρήνων της διονυσιακής λατρείας και της ηρωολατρείας υπονοεί πιθανή συνέχεια μεταξύ λατρείας και τραγωδίας και στην εμπειρία της κάθαρσης που δοκιμάζουν οι θεατές στην τραγωδία (πάντα σύμφωνα με τον Αριστοτέλη) και στη λατρεία οι συμμετέχοντες. Εξάλλου, τόσο η τραγωδία όσο και οι καθαρμοί κυρίως πριν από τη μύηση στα μυστήρια αλλά και η θυσία προκαλούν ἒλεον καὶ φόβον. Ο Αριστοτέλης μάλιστα είχε συλλάβει την τραγική κάθαρση ως κάτι το επωφελές για τη δημοκρατική πόλιν.
-----------------------
*Εξίσου χθόνιος είναι ο γιατρός θεός Ασκληπιός με ιερά σε νερά και τελετουργικά λουτρά και με σύμβολο το χθόνιο φίδι. Ο Ηρακλής από την άλλη, το όνομα του οποίου φέρουν πολλές πηγές, αποτελεί την εγγύηση για τη συνέχεια της ζωής.

Υπευθυνότητα – Ενδοσκόπηση – Προοπτική

Υπευθυνότητα: Να αναλαμβάνεις την ευθύνη των λαθών σου. Ένα λάθος δεν σημαίνει ότι είσαι κακός, σημαίνει απλώς ότι είσαι ένας από όλους μας, ένα ανθρώπινο πλάσμα.
Αν η αποτυχία σήμαινε ανεπάρκεια, θα ζούσαμε ακόμα σε σπηλιές. Ποτέ μην αγνοείς τα λάθη σου.. γιατί, αν το κάνεις, καταδικάζεις τον εαυτό σου να τα επαναλάβει. Αν αναγνωρίσεις ένα σφάλμα σου, μπορείς να διδαχτείς απ’ αυτό, πράγμα που αποτελεί την ενδοσκόπηση.

Ενδοσκόπηση: Δεν είσαι το λάθος σου. Σκέψου το λάθος σου, μόνο για να κερδίσεις κάτι από αυτό. Μη σπαταλάς χρόνο και προσπάθεια αγωνιώντας και νιώθοντας ενοχές.
Αναρωτήσου, «Τι πήγε στραβά; Γιατί; Τι έμαθα, ώστε την επόμενη φορά να τα πάω καλύτερα;» Είναι πολύ ευκολότερο να είσαι ειλικρινής με τον εαυτό σου, όταν αναγνωρίζεις ότι εσύ και το λάθος σου δεν είστε το ίδιο πράγμα, ότι δεν είσαι σκέτη αποτυχία, μόνο και μόνο επειδή απέτυχες σε κάτι που έκανες.

Προοπτική: Τα περισσότερα λάθη είναι απλώς προβλήματα που έχουμε τη δυνατότητα να λύσουμε. Προσπάθησε να μη συγχέεις τις πιθανές συνέπειες ενός λάθους με το ίδιο το λάθος.
Για να έχεις προοπτική, θέσε απλώς στον εαυτό σου το ερώτημα. «Ποιο είναι το χειρότερο που θα μπορούσε να συμβεί;»
Μπορείς να εστιαστείς στη λύση κι όχι στο λάθος και να αφήσεις την ανησυχία σου να δουλέψει για σένα. Μην αντιστέκεσαι στη δύναμή της. Αντίθετα, χρησιμοποίησε την πολύτιμη ενέργεια που σου προσφέρει το άγχος, για να βρίσκεσαι σε εγρήγορση, καθώς διερευνάς τις δυνατότητές σου.
Όταν αναλαμβάνεις τις ευθύνες σου, εξετάζεις τις εμπειρίες σου, εστιάζεις σε λύσεις και κάνεις την ανησυχία σου σύμμαχο.

Επικοινωνία: Γνωρίζουμε τον άλλο κάθε στιγμή

Πόσες φορές μέσα στη μέρα καταφέραμε να επικοινωνήσουμε πραγματικά στον συνομιλητή μας τα συναισθήματα και τις σκέψεις μας;  Πόσες φορές ακόμα και αν νομίζαμε ότι έχουμε απόλυτη επίγνωση αυτών που αισθανόμαστε, τελικά δεν καταφέραμε να τα εκφράσουμε ή ο άλλος που είχαμε απέναντι μας καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι δεν μας κατάλαβε;

Αίσθημα ματαίωσης ή θυμού, ανεπάρκειας, θλίψης ή οργής ενδέχεται να μας κατέκλισε όταν στην προσπάθεια μας να μιλήσουμε, αισθανθήκαμε ότι η φωνή μας δεν έφτασε σε πρόσφορα αυτιά.
Πού όμως εντοπίζεται η προβληματική; Πώς συμβαίνει και ενώ η επικοινωνία είναι αυτό που όλοι πρεσβεύουμε ότι επιθυμούμε τελικά να μην επιτυγχάνεται στη καθημερινότητα μας;

Καθώς τα άτομα αλληλοεπιδρούν μεταξύ τους, αξιώνουν αρχικά ο δέκτης του μηνύματος τους να κατανοήσει αυτά που έχουν να του πουν και να τα αποδεχτεί ως την μόνη αλήθεια… Πόσο εφικτό όμως είναι αυτό;

Κάθε χρονική στιγμή που πραγματώνεται μια πράξη επικοινωνίας σε οποιαδήποτε μορφή σχέσης (επαγγελματική, φιλική, μεταξύ συντρόφων, μεταξύ γονέα και παιδιού), τα άτομα που συμπράττουν, κουβαλούν όσα αισθάνονται και σκέφτονται εκείνη τη μοναδική στιγμή αλλά και όσα έχουν παρελθοντικά βιώσει και έχουν καταγραφεί. Ξαφνικά σε μερικές λέξεις συμπυκνώνονται βιώματα, προσδοκίες, καταπιεσμένα συναισθήματα ενδεχομένως χρόνων, κάνοντας το τοπίο περισσότερο θολό.

Ο αγώνας για την ενηλικίωση, για την κατάσταση εκείνη που αναγνωρίζονται τα κίνητρα και οι ανάγκες μας που δίνουν ώθηση, τα συναισθήματα μας και εν τέλει συνθέτονται οι διάφορες εκφάνσεις του εαυτού μας με εντιμότητα και τόλμη, είναι συνεχής. Ο ενήλικας καταφέρνει να αναγνωρίζει και εν τέλει να αποδέχεται τις αδυναμίες, τις άμυνες και τις αγκυλώσεις του και να τις εκφράζει, ενώ παράλληλα μπορεί όσο επώδυνο αρκετές φορές κι αν είναι αυτό, να βρίσκει τα «σκοτεινά του σημεία» και να τα βγάζει στο φως.

«Σκοτεινά σημεία» μπορεί να είναι οι όροι αξίας που έχουμε εσωτερικεύσει αλλά δεν είναι ταιριαστοί ή βοηθητικοί για εμάς, πεποιθήσεις αυστηρές και άκαμπτες και άλλα πολλά που ούτε καν έχουμε επίγνωση ότι κουβαλάμε και τα οποία μπλέκονται και συνθέτουν μια εικόνα εαυτού, που το μόνο που καταφέρνει είναι να μας απομακρύνει από τους άλλους.

Ο δέκτης του μηνύματος αυτού που αισθανόμαστε παρά τις προσπάθειες μας ότι δεν φτάνει, φαντάζει εχθρικός, οχυρωμένος πίσω από τείχη και συναισθηματικά απομακρυσμένος από εμάς σε ένα δικό του «μικρόκοσμο», χωρίς σημεία ταύτισης ή έστω σύγκλισης.

Πόσο φορές δεν έχουμε αναρωτηθεί: «Με ακούς;», ενώ παράλληλα δίνουμε οι ίδιοι την απάντηση: «Δεν με ακούς», «Δεν με σέβεσαι, άρα δεν με αναγνωρίζεις».

Όμως η επικοινωνία ζητά πολλές φορές κάτι περισσότερο από την δυνατότητα των ατόμων της αίσθησης της ακοής. Η επικοινωνία αναζητά να διακατέχεται από ενσυναίσθηση, την ποιότητα εκείνη με την οποία μπορώ να αισθάνομαι σε βάθος την εμπειρία του συνομιλητή μου και να βλέπω τον «κόσμο μέσα από τα δικά του μάτια». Να αποδέχομαι τον άλλο, τα λεγόμενα, και τις πεποιθήσεις του απλά και μόνο επειδή είναι Άνθρωπος, χωρίς όμως να χάνω την δική μου αλήθεια και εαυτό.

Η επικοινωνία ζητά να γνωρίζω πού βρίσκομαι και να είμαι  διατεθειμένος με αποδοχή να περιλάβω και την «αλήθεια του άλλου». Να ακούω όχι για να απαντήσω μα για να κατανοήσω τί μου λέει ο συνομιλητής μου και να τον γνωρίσω, με σκοπό τη δημιουργία ενός κοινού τόπου, στον οποίο μπορούμε να συνυπάρξουμε με περισσότερη αρμονία.
Η επικοινωνία ζητά να σέβομαι, έστω και αν διαφωνώ με το σύστημα αξιών του άλλου και να τον αναγνωρίζω ως αυτόνομο άτομο που εχει διανύσει μια πορεία ζωής, αυτήν που τον έχει φέρει στο «εδώ και τώρα».
Το να αλληλεπιδρούμε μέσα σε «ενήλικες σχέσεις» και να επικοινωνούμε μέσα σε αυτές, σημαίνει ότι αναγνωρίζουμε τις διαφορετικές πλευρές μας με τρόπο που εκφράζει ωριμότητα και φροντίδα αλλά και ευθύνη προς τον εαυτό μας. Παράδοξο παραμένει να είναι το γεγονός πως όταν αποδέχομαι τον εαυτό μου και αυτό που είμαι, τότε ακριβώς μπορώ να αλλάξω και να κατευθυνθώ μαζί με τους «σημαντικούς μου άλλους» προς μια πορεία ζωής περισσότερο λειτουργική και αρμονική.

Νίτσε: Τι είναι ηθική; Γιατί υπάρχουν μη ηθικά φαινόμενα;

Ένα πράγμα είναι βέβαιο: Οποιαδήποτε έννοια ενός «άλλου κόσμου» ή ενός «ανώτερου κόσμου» ή ενός «αληθινότερου κόσμου» ή ενός «άγνωστου κόσμου» αποτελεί ανάθεμα για τον Νίτσε.
 
Το γεγονός ότι δεν μπορούμε να γνωρίσουμε αυτό τον κόσμο δεν μας δίνει το δικαίωμα να πιστεύουμε ότι μπορούμε να γνωρίσουμε κάποιον άλλο, ανώτερο, πιο αληθινό κόσμο. Στο σημείο αυτό, ο Νίτσε κατακεραυνώνει τους απανταχού προφήτες, μάντεις και μελλοντολόγους, οι οποίοι λαχταρούν ένα άλλο, «πραγματικό» βασίλειο της ύπαρξης. Αν δεν γνωρίσουμε αυτή τη ζωή, πώς είναι δυνατόν να περιμένουμε ότι θα γνωρίσουμε το «άγνωστο»;
 
Ο Ηράκλειτος όμως έχει για πάντα δίκιο όταν λέει ότι το Είναι αποτελεί κενό αποκύημα της φαντασίας. Ο «φαινόμενος» κόσμος είναι ο μοναδικός: ο «αληθινός κόσμος» έχει απλώς μπει από πάνω.  (Το Λυκόφως των Ειδώλων, «Το «λογικό» στη φιλοσοφία»)
Επαναλαμβάνω: Ο αληθινός κόσμος, όπως κι αν έχει συλληφθεί ως τώρα – ήταν πάντα ο φαινομενικός κόσμος άλλη μια φορά. (Η Θέληση για Δύναμη)
Τρεις τύποι ανθρώπου ευθύνονται για την έλευση ενός «άλλου κόσμου» σ’ αυτόν εδώ:
Οι τόποι καταγωγής της έννοιας του «άλλου κόσμου»:
  • Ο φιλόσοφος, που επινοεί έναν κόσμο του λογικού, όπου το λογικό και οι λογικές λειτουργίες είναι επαρκείς: αυτή είναι η καταγωγή του «αληθινού» κόσμου.
  • ο άνθρωπος της θρησκείας, που επινοεί έναν «θεϊκό κόσμο»: αυτή είναι η καταγωγή του «αποφυσικοποιημένου, αντιφυσικού» κόσμου.
  • ο ηθικός άνθρωπος, που επινοεί έναν «ελεύθερο κόσμο»: αυτή είναι η καταγωγή του «καλού, τέλειου, δίκαιου, άγιου» κόσμου. (Η Θέληση για Δύναμη)
Προκειμένου να γίνουν κατανοητά τα όσα λέγονται στο σημείο αυτό – όπως συμβαίνει και με τα περισσότερα πράγματα που λέει ο Νίτσε – πρέπει κάποιος να γονατίσει, όχι για να προσευχηθεί, αλλά για να μυρίσει τη γη από κοντά και με πιο εξασκημένη μύτη απ’ ό,τι μέχρι τώρα, να φανταστεί – να νιώσει – ότι ο κόσμος κάτω, πάνω και οριζοντίως δεν έχει κανένα από τα χαρακτηριστικά που του είχε μέχρι τώρα αποδώσει- δηλαδή, δεν είναι ούτε αληθής ούτε ψευδής, λογικός ή παράλογος, πραγματικός ή ψεύτικος, ελεύθερος ή ανελεύθερος. Καμιά από αυτές τις έννοιες δεν έχει εφαρμογή εδώ- τα πάντα είναι φυσικά, αδιάγνωστα, αναγκαία.
 
Η έννοια του «άγνωστου κόσμου» υπαινίσσεται ότι αυτός ο κόσμος είναι «γνωστός» σε μας (ως ανιαρός)- η έννοια του «άλλου κόσμου» υπαινίσσεται ότι ο κόσμος μπορεί να είναι αλλιώς – καταργεί την αναγκαιότητα και τη μοίρα (άχρηστο να υποτάσσεσαι, να προσαρμόζεσαι)- η έννοια του «αληθινού κόσμου» υπαινίσσεται ότι αυτός ο κόσμος είναι αναληθής, εξαπατητικός, ανέντιμος, μη αυθεντικός, μη ουσιαστικός – και κατά συνέπεια ένας κόσμος μη προσαρμοσμένος στις ανάγκες μας (δεν συνιστάται να προσαρμόζεσαι σ’ αυτόν καλύτερα να αντιστέκεσαι σ’ αυτόν). (Η Θέληση για Δύναμη)
 
Δεν υπάρχει «άγνωστος κόσμος», όπως ακριβώς δεν υπάρχει και «γνωστός κόσμος»· δεν υπάρχει «άλλος κόσμος» καθώς τίποτα δεν μπορεί να είναι άλλο από αυτό που είναι- δεν υπάρχει «αληθινός κόσμος» αφού αυτός ο κόσμος δεν είναι ποτέ μη αληθινός, εφόσον ο ανθρώπινος νους είναι εκείνος που δημιουργεί το διαχωρισμό ανάμεσα στην αλήθεια και στο ψεύδος. Μ άλλα λόγια, η ίδια η ζωή ουδέποτε μπορεί να είναι μη αληθινή.
 
Ποιο είδος ανθρώπου θα διακήρυττε ότι ύπαρχε ένας «άλλος», «καλύτερος», «ανώτερος» κόσμος που μας περιμένει ή που μπορούμε να κατακτήσουμε;
Η απάντηση είναι πολύ απλή: όσοι μισούν αυτό τον κόσμο.
Δεν το λένε αυτό βέβαια «μηδέν», αλλά «επέκεινα» ή «Θεό» ή «αληθινή ζωή» ή νιρβάνα, λύτρωση, μακαριότητα… Αυτή η αθώα ρητορική από την περιοχή της θρησκευτικής-ηθικής ιδιοσυγκρασίας εμφανίζεται αμέσως πολύ λιγότερο αθώα από τη στιγμή που θα αντιληφθεί κανείς ποια τάση φοράει εδώ τον μανδύα των εξαίσιων λέξεων: η εχθρική προς τη ζωή τάση. (Αντίχριστος)
Ο χαρακτήρας του Διονύσου στη φιλοσοφία του Νίτσε αποκαλύπτει με μεγάλη σαφήνεια – λόγω του ότι ο Διόνυσος αποτελεί το αντίθετο άκρο – το είδος του μεταφυσικού ή θρήσκου ανθρώπου. Στο τέλος του βιβλίου Ίδε ο Άνθρωπος ο Νίτσε λέει, «Έγινα κατανοητός; – Ο Διόνυσος εναντίον του Εσταυρωμένου» Ο Εσταυρωμένος εδώ δεν αντιπροσωπεύει τον ίδιο τον Χριστό αλλά τον θρήσκο άνθρωπο (όρος που περιλαμβάνει τους μεταφυσικούς και όλους τους ηθικολόγους).
 
Ο θρήσκος άνθρωπος επιθυμεί έναν άλλο κόσμο- ο Διόνυσος επιθυμεί αποκλειστικά και μόνο αυτό τον κόσμο. Γιατί; Επειδή μόνο αυτός ο κόσμος υπάρχει. Ο θρήσκος βλέπει αυτό τον κόσμο και υπόσχεται ανακούφιση από τα βάσανα- ο Διόνυσος θέλει να υποφέρει επειδή τα βάσανα είναι κομμάτι αυτού του κόσμου. Ο θρήσκος διατείνεται ότι ο κόσμος «οφείλει» να είναι διαφορετικός από αυτό που είναι- ο Διόνυσος λέει ότι ο κόσμος δεν μπορεί να είναι άλλος από αυτό που είναι. Αποτέλεσμα: ο θρήσκος αποστρέφεται αυτό τον κόσμο και αποζητά έναν άλλο- ο Διόνυσος αγαπά αυτό τον κόσμο και δεν αποζητά τίποτε άλλο. Ο θρήσκος προσεύχεται για κάτι καλύτερο, ανώτερο, πιο αληθινό, πιο ηθικό, πιο όμορφο- ο Διόνυσος χορεύει και τραγουδά μέσα στο όργιο αυτού που είναι.
Αυτό που μας διαφοροποιεί δεν είναι το ότι δεν επανευρίσκουμε Θεό ούτε στην ιστορία ούτε στη φύση ούτε πίσω από τη φύση – αλλά το ότι αντιλαμβανόμαστε αυτό που τιμήθηκε ως Θεός όχι ως «θεϊκό», αλλά ως αξιολύπητο, ως παράλογο, ως επιζήμιο- όχι μόνον ως πλάνη, αλλά ως έγκλημα εναντίον της ζωής. (Αντίχριστος)
Το τελευταίο που υπόσχομαι είναι να «βελτιώσω» την ανθρωπότητα. Δεν θα στήσω καινούργια είδωλα- ας μάθουν τα παλιά τι σημαίνει να έχουν πήλινα πόδια. Το αναποδογύρισμα των ειδώλων (είδωλα είναι η λέξη μου για τα «ιδεώδη») – αυτή είναι μάλλον η δουλειά μου. Η πραγματικότητα έχασε την αξία της, το νόημά της, την αληθοφάνειά της ακριβώς στον βαθμό που χαλκεύτηκε με ψέματα ένας ιδεώδης κόσμος… Ο «αληθινός κόσμος» και ο «φαινόμενος κόσμος» – μ’ άλλα λόγια: ο χαλκευμένος με ψέματα κόσμος και η πραγματικότητα… (Ίδε ο Άνθρωπος, «Πρόλογος»)
Η κατάφαση στη ζωή, ακόμα και όσον αφορά στα πιο αλλόκοτα και σκληρά προβλήματά της, η θέληση για ζωή, που γιορτάζει τη δική της ανεξαντλητότητα στη θυσία των ανώτερων τόπων της – αυτό ονόμασα εγώ διονυσιακό. (Το Λυκόφως των Ειδώλων, «Τι οφείλω στους αρχαίους»)
Ένα τέτοιο πνεύμα που έχει γίνει ελεύθερο στέκεται με χαρούμενη και γεμάτη εμπιστοσύνη μοιρολατρεία μέσα στο σύμπαν, με την πίστη πως μόνο το επιμέρους είναι απορριπτέο, πως μέσα στο όλον όλα σώζονται και επιβεβαιώνονται. Είναι ένα πνεύμα που δεν αρνείται πια… Αλλά μια τέτοια πίστη είναι η ύψιστη όλων των πίστεων που μπορούμε να διανοηθούμε: τη βάφτισα με το όνομα Διόνυσος. (Το Λυκόφως των Ειδώλων, «Ακροβολισμοί ενός παράκαιρου ανθρώπου»)
 
Ο θρήσκος έχει «πίστη» ότι αυτός ο κόσμος θα γνωρίσει τη λύτρωση, θα εξαγνιστεί, θα αλλάξει. Η πίστη του στηρίζεται σ’ αυτό που δεν είναι εις βάρος αυτού που είναι. Ο Διόνυσος, το αντίθετό του, έχει πίστη στη βεβαιότητα αυτού που είναι, στην αποδοχή αυτού που είναι επειδή αυτό το είναι δεν θα μπορούσε να είναι κάτι άλλο από αυτό που είναι. Ο θρήσκος θέλει κάτι άλλο. Ο Διόνυσος θέλει αυτό· ΑΥΤΟ και τίποτε άλλο.
Ο θεός εκφυλισμένος σε αντίφαση προς τη ζωή, αντί να είναι λάμπρυνσή της και αιώνιο Ναι της! Ο Θεός να εκφράζει την έχθρα προς τη ζωή, τη φύση, τη θέληση για ζωή! Ο Θεός να είναι η φόρμουλα για κάθε συκοφάντηση του «εντεύθεν», για κάθε ψέμα σχετικά με το «εκείθεν»! Ο Θεός ως θεοποίηση του μηδενός, ως θέληση για μηδέν που εκφράζεται με άγια λόγια! (Αντίχριστος)

Ρομαντική, ρεαλιστική ή συμβατή αγάπη: Το πώς αντιλαμβανόμαστε τη σχέση μας επηρεάζει τη διάρκειά της

Η ρομαντική οπτική της αγάπης έχει την τάση να μετατρέπει οτιδήποτε βαρετό και βαλτωμένο σε όμορφο και συναισθηματικό, ενώ η ρεαλιστική οπτική της αγάπης έχει την τάση να μετατρέπει οτιδήποτε όμορφο και συναισθηματικό σε βαρετό και φυσιολογικό.

Το σίγουρο είναι πως η ρομαντική οπτική είναι που δίνει τον περισσότερο πόνο, κατά το τέλος της «παντοτινής» αγάπης (της αγάπης με τον πρίγκιπα). Το φάρμακο που χρησιμοποιούν συχνά, οι αθεράπευτα ρομαντικοί άνθρωποι, μετά από τον χωρισμό, είναι η αναζήτηση ενός καινούριου παντοτινού έρωτα που θα μετατραπεί σε «παντοτινή αγάπη».

Δεν είμαι υπέρ της ρομαντικής ή της ρεαλιστικής οπτικής του έρωτα και της αγάπης. Είμαι υπέρ της εσωτερικής ανάγκης του κάθε ατόμου ξεχωριστά, που τον ωθεί, είτε να βλέπει την αγάπη και τον έρωτα από τη ρεαλιστική οπτική είτε να βλέπει τον έρωτα από τη ρομαντική οπτική.

Δεν είμαι υπέρ της παραμυθένιας και ανέφικτης, παντοτινής αγάπης, αλλά υπέρ της συμβατής αγάπης. Η συμβατή αγάπη μπορεί να είναι παντοτινή, γιατί στηρίζεται σε εξατομικευμένους όρους σύνδεσης συμπεριφορών. Η συμβατή αγάπη είναι η αγάπη που δέχεται τις αλλαγές, δέχεται αμφίδρομα τις αλλαγές των συντρόφων, μεταλλάσσεται, εξελίσσεται.

Πιστεύω στην αυθύπαρκτη συμβατότητα των χαρακτήρων δύο συντρόφων, χωρίς να χρειάζεται να κάνουν μεγάλες εσωτερικές αλλαγές ή υποχρεώσεις. «Εάν δεν ταιριάζαμε, δεν θα συμπεθεριάζαμε», λέει η σοφή λαϊκή ρήση που ερμηνεύει πολύ έξυπνα, μέσα σε μια πρόταση, τη συμβατή και ίσως παντοτινή αγάπη.

Η χειρότερη σχέση στην οποία μπορεί να εγκλωβιστεί ένας άνθρωπος είναι η τοξική σχέση με τον εαυτό του. Η σημαντικότερη σχέση της ζωής σου είναι η σχέση που έχεις με τον εαυτό σου, η σχέση με το εσωτερικό σου παιδί.

Το εσωτερικό παιδί υπάρχει, ζει και συμπεριφέρεται, όπως ένα πραγματικό παιδί. Αναζητά συνεχώς αγάπη, στοργή, φροντίδα και αποδοχή. Δεν γνωρίζει τις λέξεις «μη», «όχι», «πρέπει». Είναι διαισθητικό, σκληρό, άκαμπτο, πεισματάρικο, χαρούμενο, δραστήριο, αποφασιστικό, ονειροπόλο, δημιουργικό, γεμάτο εμπιστοσύνη, αγάπη, προσδοκίες, ελπίδα και αυθεντικότητα. Την ίδια συμπεριφορά έχεις κι εσύ.

Η σχέση του ενήλικα με το εσωτερικό του παιδί μπορεί να μετατραπεί σε εσωτερική σύγκρουση, διαμάχη, πόλεμο ή σε εσωτερική ισορροπία, γαλήνη, αρμονία, ευτυχία. Όσο μεγαλύτερη είναι αυτή η σύγκρουση, τόσο μεγαλύτερη και η τάση για εθισμούς, ακρότητες, παχυσαρκία. Όσο πιο αρμονική είναι η σχέση του ενήλικα με το εσωτερικό του παιδί, τόσο πιο ισορροπημένη θα είναι η στάση του απέναντι στη ζωή, στις σχέσεις, στις αποφάσεις, στο φαγητό του.

Επίκτητος: Πώς μπορούμε να ξεχωρίσουμε τι εξαρτάται από τη δύναμή μας και τι όχι

Στον κόσμο κάποια πράγματα εξαρτώνται από εμάς και άλλα όχι. Από εμάς εξαρτώνται η γνώμη που σχηματίζουμε, η παρόρμηση, η επιθυμία και η αποστροφή – εν ολίγοις, όλα όσα αποτελούν πράξεις δικές μας. Δεν εξαρτώνται από εμάς το σώμα και η περιουσία μας, η φήμη μας και τα αξιώματά μας – εν ολίγοις όσα δεν αποτελούν πράξεις δικές μας.

Επιπλέον, τα πράγματα που εξαρτώνται από εμάς είναι εκ φύσεως ελεύθερα, ανεμπόδιστα και αβίαστα, ενώ τα πράγματα που δεν εξαρτώνται από εμάς είναι ανίσχυρα, εξαρτημένα, υποκείμενα σε εμπόδια και ξένα.

Να έχεις λοιπόν κατά νου πως, αν νομίζεις ότι τα εκ φύσεως εξαρτημένα πράγματα είναι ελεύθερα και ότι τα πράγματα που δεν κατέχεις είναι δικά σου, θα νιώσεις απογοήτευση, πόνο και ταραχή, και θα τα βάλεις με θεούς και ανθρώπους.

Αλλά αν νομίζεις πως σου ανήκει μόνο ό,τι είναι δικό σου και πως δεν κατέχεις ό,τι δεν είναι δικό σου, πράγμα που ισχύει, κανείς δεν θα σε καταπιέσει ποτέ, κανείς δεν θα σε παρεμποδίσει, κανέναν δεν θα κατακρίνεις, κανέναν δεν θα κατηγορήσεις, ούτε μία πράξη σου δεν θα είναι παρά τη θέλησή σου, κανένας δεν θα σε βλάψει, εχθρό δεν θα έχεις κανέναν, γιατί τίποτα βλαβερό δεν θα σου συμβεί.

Λάβε υπόψη, λοιπόν, ότι πρέπει να κινητοποιηθείς πολύ αν θέλεις να επιτύχεις τόσο υψηλούς στόχους. Θα πρέπει να εγκαταλείψεις τελείως κάποια πράγματα και άλλα να τα αναβάλεις προσωρινά.

Αλλά αν θέλεις και τα δύο ταυτόχρονα – τα πράγματα που είναι όντως δικά σου καθώς και αξιώματα και πλούτη – πιθανώς να μην αποκτήσεις ποτέ τα τελευταία επειδή επιθυμείς και τα πρώτα, και σίγουρα δεν θα αποκτήσεις τα πρώτα, που είναι ο μόνος τρόπος να εξασφαλίσεις την ελευθερία και την ευτυχία.

Αμέσως, λοιπόν, κάνε το συνήθεια να λες σε κάθε ανεπιθύμητη σκέψη ή εντύπωση: «Δεν είσαι παρά μια φαντασία και ουδόλως το αληθινό πράγμα». Έπειτα, να την εξετάζεις και να τη δοκιμάζεις με αυτούς τους κανόνες που κατέχεις.

Ο πρώτος και σημαντικότερος είναι: Αφορά πράγματα που εξαρτώνται από εμάς ή πράγματα που δεν εξαρτώνται από εμάς; Και αν αφορά ένα πράγμα που δεν εξαρτάται από εμάς, έχε πρόχειρη την εξής απάντηση: «Δεν με αφορά».

Επίκτητος, Ο δρόμος για την ελευθερία

Όταν αγγίζεις μια ψυχή να είσαι προσεκτικός

Όταν αγγίζεις την ψυχή κάποιου, να είσαι προσεκτικός.
Για να την άφησε ξεγυμνωμένη στα χέρια σου, σημαίνει πως σε εμπιστεύτηκε.
Σημαίνει πως θέλησε να εμπιστευθεί και να δοθεί.
Σημαίνει πως θέλησε να γνωρίσεις την ψυχή του.

Αλλά αν δε σεβαστείς αυτή την ψυχή, η δίοδος που άνοιξε, θα κλείσει αυτόματα.
Μια για πάντα.
Ό,τι και να κάνεις μετά, όσες «δεύτερες» ευκαιρίες και να ζητήσεις, δε θα μπορέσει να σε ξαναεμπιστευθεί και να αφεθεί με εκείνον τον αγνό και αυθόρμητο τρόπο που αφέθηκε την πρώτη φορά.
Αν δεν την αγκαλιάσεις, αν δεν την προστατεύσεις από εσένα τον ίδιο, αν δεν τη σεβαστείς, θα τη χάσεις.
Κι αν γίνει αυτό, τότε αξίζεις να τη χάσεις, φίλε μου!

Γιατί οι γυμνές ψυχές θέλουν καθαρούς ανθρώπους και αληθινές στιγμές.
Θέλουν ανθρώπους να τολμούν, να βγαίνουν μπροστά και να παλεύουν, να παίρνουν αποφάσεις και να βάζουν πάνω από όλα, αυτό το άγγιγμα ψυχής. Γιατί το θεωρούν σπάνιο. Γιατί είναι σπάνιο.

Αν δεν μπορείς να σεβαστείς μια γυμνή ψυχή, μην την αγγίξεις…
Μην την πλησιάσεις καν.
Άστη στην ησυχία της.

Αλλά να ξέρεις, φίλε μου, οι γυμνές ψυχές δεν είναι αδύναμες. Αποτελούνται από όλα εκείνα τα θραύσματα που δημιούργησαν όσοι άγγιξαν χωρίς να προσέξουν και όμως συνεχίζουν.
Και όμως αντέχουν να ξεγυμνωθούν ξανά.

Να ξέρεις, φίλε μου, οι γυμνές ψυχές δε φοβούνται να μολυνθούν. Δε φοβούνται να πληγωθούν.
Ξεγυμνώνονται για την αλήθεια τους.
Ξεγυμνώνονται γιατί πιστεύουν στον άνθρωπο.
Ξεγυμνώνονται γιατί ακολουθούν τον δρόμο της αγάπης.
Αν δεις, λοιπόν, μια τέτοια ψυχή στον δρόμο σου, δυο επιλογές έχεις.

Είτε την αγκαλιάζεις προσεκτικά και ξεγυμνώνεσαι, είτε φεύγεις οριστικά.

Ο Τζων Στιούαρτ Μιλλ για την έκφραση της ατομικότητας

«Εκείνος που δεν έχει δικές του επιθυμίες και ορμές, δεν έχει χαρακτήρα, όπως δεν έχει χαρακτήρα και μια ατμομηχανή» -MICHAEL J. SANDEL

Μια γενιά μετά τον Μπένθαμ, ο Τζων Στιούαρτ Μιλλ (John Stuart Mill. 1806-1873) προσπάθησε να σώσει τον ωφελιμισμό, αναδιατυπώνοντάς τον έτσι ώστε να τον καταστήσει μια πιο ανθρώπινη, λιγότερο υπολογιστική θεωρία. Ο Μιλλ ήταν γιος του Τζέημς Μιλλ ενός φίλου και οπαδού του Μπένθαμ. Ο Τζέημς Μιλλ δίδαξε ο ίδιος τον γιο του κατ’ οίκον, και ο νεαρός Μιλλ έγινε ένα παιδί-θαύμα. Άρχισε να μαθαίνει αρχαία ελληνικά στην ηλικία των τριών και λατινικά στην ηλικία των οκτώ. Στα έντεκα, έγραψε μια ιστορία του ρωμαϊκού δικαίου. Όταν ήταν είκοσι, υπέστη νευρικό κλονισμό, που του προκάλεσε κατάθλιψη για αρκετά χρόνια. Λίγο μετά γνώρισε τη Χάριετ Τέηλορ (Harriet Taylor). Ήταν παντρεμένη την εποχή εκείνη, με δύο παιδιά, αλλά έγινε στενή φίλη με τον Μιλλ. Όταν πέθανε ο άντρας της μετά από είκοσι χρόνια, παντρεύτηκε τον Μιλλ. Ο Μιλλ αναγνώριζε την Τέηλορ ως τη μεγαλύτερη πνευματική του σύντροφο και συνεργάτιδα την εποχή που άρχισε να αναδιατυπώνει τη θεωρία του Μπένθαμ.

Το επιχείρημα υπέρ της ελευθερίας

Τα κείμενα του Μιλλ μπορούν να διαβαστούν ως μια επίπονη προσπάθεια εκ μέρους του να συμβιβάσει τα ατομικά δικαιώματα με την ωφελιμιστική φιλοσοφία που κληρονόμησε από τον πατέρα του και υιοθέτησε από τον Μπένθαμ. Το βιβλίο του On Liberty (1859) [Περί ελευθερίας] αποτελεί την κλασική υπεράσπιση της ατομικής ελευθερίας στον αγγλόφωνο κόσμο. Η κεντρική του αρχή είναι ότι οι άνθρωποι θα πρέπει να είναι ελεύθεροι να κάνουν ό,τι θέλουν, εφόσον δεν βλάπτουν τους άλλους. Η κυβέρνηση δεν δικαιούται να παρεμβαίνει στην ατομική ελευθερία για να προστατεύσει ένα πρόσωπο από τον εαυτό του, ή να επιβάλλει τις απόψεις της πλειοψηφίας για το πώς θα πρέπει να ζει κανείς. Κατά την άποψη του Μιλλ, οι μόνες πράξεις για τις οποίες ένα πρόσωπο είναι υπόλογο στην κοινωνία είναι εκείνες που επηρεάζουν άλλα άτομα. Εφόσον δεν βλάπτω κανέναν άλλο, η «ανεξαρτησία [μου] είναι δικαιωματικά απόλυτη. Όσον αφορά τον εαυτό του, το σώμα και τη διάνοιά του, το άτομο είναι κυρίαρχο».

Θα έλεγε κανείς ότι αυτή η ασυμβίβαστη υπεράσπιση των ατομικών δικαιωμάτων χρειάζεται ένα ισχυρότερο θεμέλιο από την ωφελιμότητα. Γιατί σκεφτείτε το εξής. Ας υποθέσουμε ότι μια μεγάλη πλειονότητα απεχθάνεται μια μικρή θρησκεία και θέλει να την απαγορεύσει. Δεν είναι δυνατό, ή και πιθανό, ότι η απαγόρευση της θρησκείας θα επιφέρει τη μεγαλύτερη ευτυχία του μεγαλύτερου αριθμού; Είναι αλήθεια ότι η μειονότητα που υφίσταται την απαγόρευση θα νιώσει δυστυχία και καταπίεση. Αλλά, αν η πλειονότητα είναι αρκετά μεγάλη και μισεί με αρκετό πάθος τους αιρετικούς, η συλλογική της ευτυχία θα μπορούσε εύκολα να υπερσκελίσει τη δυστυχία τους. Αν αυτό το σενάριο είναι πιθανό, τότε φαίνεται ότι η ωφελιμότητα αποτελεί ένα επισφαλές, αναξιόπιστο θεμέλιο για τη θρησκευτική ελευθερία. Η αρχή της ελευθερίας του Μιλλ θα χρειαζόταν μάλλον μια σθεναρότερη ηθική βάση από την αρχή της ωφελιμότητας του Μπένθαμ.

Ο Μιλλ διαφωνεί. Επιμένει ότι το επιχείρημα για την ατομική ελευθερία στηρίζεται εξολοκλήρου σε ωφελιμιστικά κριτήρια: «Καλό είναι να δηλώσω ότι παραιτούμαι κάθε πλεονεκτήματος, που θα μπορούσε να αντλήσει η επιχειρηματολογία μου από την αφηρημένη έννοια του ορθού ως πράγματος απαλλαγμένου ωφελιμότητας. Θεωρώ την ωφελιμότητα τελικό κριτήριο για όλα τα ηθικά ζητήματα· ωφελιμότητα, όμως, με την ευρύτερη έννοια, ωφελιμότητα η οποία βασίζεται στα σταθερά συμφέροντα του ανθρώπου ως εξελισσόμενου όντος».

Ο Μιλλ θεωρεί ότι πρέπει να μεγιστοποιούμε την ωφελιμότητα όχι κατά περίπτωση αλλά μακροπρόθεσμα. Και σε βάθος χρόνου, όπως υποστηρίζει, ο σεβασμός της ατομικής ελευθερίας θα οδηγήσει στη μεγαλύτερη ανθρώπινη ευτυχία. Το να επιτρέψουμε στην πλειοψηφία να κλείσει το στόμα όσων διαφωνούν ή να λογοκρίνει τους ελεύθερους στοχαστές μπορεί να μεγιστοποιήσει την ωφέλεια σήμερα, αλλά θα κάνει χειρότερη -λιγότερο ευτυχισμένη- την κοινωνία μακροπρόθεσμα.

Γιατί θα πρέπει να δεχθούμε ότι η προάσπιση της ατομικής ελευθερίας και του δικαιώματος στη διαφωνία θα προαγάγει μακροπρόθεσμα την ευημερία της κοινωνίας; Ο Μιλλ προτείνει διάφορους λόγους: η αποκλίνουσα άποψη μπορεί να αποδειχθεί αληθής, ή εν μέρει αληθής, και να διορθώσει έτσι την κυρίαρχη γνώμη. Ακόμη κι αν δεν συμβεί κάτι τέτοιο, η έκθεση της κυρίαρχης γνώμης σε έναν έντονο ανταγωνισμό ιδεών θα την εμποδίσει να σκληρύνει και να γίνει δόγμα και προκατάληψη. Τέλος, μια κοινωνία που αναγκάζει τα μέλη της να ασπαστούν τα έθιμα και τις συμβάσεις της είναι πιθανόν ότι θα εγκλωβιστεί σε έναν ασφυκτικό κομφορμισμό, στερώντας την ίδια από την ενέργεια και τη ζωτικότητα που επιτρέπουν την κοινωνική ανόρθωση.

Οι εικασίες του Μιλλ για τις σωτήριες κοινωνικές συνέπειες της ελευθερίας είναι αρκετά εύλογες. Αλλά δεν προσφέρουν μια πειστική ηθική βάση για τα ατομικά δικαιώματα. για δύο τουλάχιστον λόγους: Πρώτον, ο σεβασμός των ατομικών δικαιωμάτων χάριν της προαγωγής της κοινωνικής προόδου αφήνει τα δικαιώματα έρμαια της συγκυρίας. Ας υποθέσουμε ότι βρίσκουμε μια κοινωνία που πετυχαίνει ένα είδος μακροπρόθεσμης ευτυχίας με δεσποτικά μέσα. Δεν θα έπρεπε τότε ο ωφελιμιστής να συμπεράνει ότι, σε μια τέτοια κοινωνία, τα ατομικά δικαιώματα δεν είναι ηθικά αναγκαία;

Δεύτερον, η θεμελίωση των ατομικών δικαιωμάτων σε ωφελιμιστικά κίνητρα δεν συλλαμβάνει τον τρόπο με τον οποίο η παραβίαση των δικαιωμάτων ενός ατόμου το αδικεί, ανεξάρτητα από τη συνέπεια της για τη γενική ευημερία. Αν μια πλειοψηφία διώκει τους πιστούς μιας μη δημοφιλούς πίστης, αυτό δεν αδικεί τους ίδιους, ως άτομα, ανεξάρτητα από τις όποιες κακές συνέπειες μπορεί να έχει μακροπρόθεσμα μια τέτοια αδιαλλαξία για την κοινωνία συνολικά;

Ο Μιλλ έχει μια απάντηση γι’ αυτές τις κριτικές, αλλά η απάντησή του τον οδηγεί πέρα από τα όρια της ωφελιμιστικής ηθικής. Το να αναγκάσουμε ένα πρόσωπο να ζει σύμφωνα με τα έθιμα ή τις κοινωνικές συμβάσεις ή την κυρίαρχη γνώμη είναι κακό, όπως εξηγεί ο Μιλλ, επειδή εμποδίζει το άτομο να επιτύχει τον ανώτερο σκοπό της ανθρώπινης ζωής, την πλήρη και ελεύθερη ανάπτυξη των ανθρώπινων ικανοτήτων του. Ο κομφορμισμός, σύμφωνα με την ανάλυση του Μιλλ, είναι ο εχθρός του καλύτερου τρόπου ζωής.

Οι ανθρώπινες δυνάμεις της αντίληψης, της κρίσης, της διάκρισης του ορθού, της νοητικής ενεργητικότητας, ακόμα και της ηθικής προτίμησης ασκούνται μόνο, όταν κάνουμε επιλογή. Εκείνος που κάνει τα πάντα, επειδή αυτό είναι το έθιμο, δεν κάνει καμιά επιλογή. Δεν εξασκείται να διακρίνει ή να επιθυμεί το καλύτερο. Οι διανοητικές δυνάμεις όπως και οι μυϊκές δυνάμεις, βελτιώνονται μόνο όταν χρησιμοποιούνται… Αυτός που επιτρέπει στον κόσμο, ή στο τμήμα του κόσμου, στο οποίο ανήκει, να επιλέγει για λογαριασμό του το πρόγραμμα ζωής που θα εφαρμόσει, δεν χρειάζεται καμιά διανοητική δύναμη εκτός από εκείνη την πιθηκοειδή δύναμη της μίμησης. Αυτός που επιλέγει ο ίδιος το πρόγραμμά του, χρησιμοποιεί όλες τις διανοητικές του δυνάμεις.

Ο Μιλλ παραδέχεται ότι η συμμόρφωση με τις συμβάσεις μπορεί να οδηγήσει ένα πρόσωπο σε ένα ικανοποιητικό μονοπάτι ζωής και να το κρατήσει μακριά από κακοτοπιές. «Αλλά ποια θα είναι τότε η αξία του ως ανθρώπινου όντος;» ρωτάει. «Έχει πράγματι πολύ μεγάλη σημασία, όχι μόνο τι κάνουν οι άνθρωποι, αλλά και τι είδους άνθρωποι το κάνουν».

Εντέλει, λοιπόν, σημασία δεν έχουν μόνο οι πράξεις και οι συνέπειες. Σημασία έχει και ο χαρακτήρας. Για τον Μιλλ. η ατομικότητα είναι σημαντική όχι τόσο για την ευχαρίστηση που προκαλεί όσο και για τον χαρακτήρα που εκφράζει. «Εκείνος που δεν έχει δικές του επιθυμίες και ορμές, δεν έχει χαρακτήρα, όπως δεν έχει χαρακτήρα και μια ατμομηχανή».

Η εύγλωττη εξύμνηση της ατομικότητας είναι η πιο χαρακτηριστική συμβολή του δοκιμίου Περί ελευθερίας. Αλλά συνιστά και ένα είδος αίρεσης. Καθώς επικαλείται ηθικά ιδεώδη πέρα από την ωφέλεια -ιδανικά του χαρακτήρα και της ανθρώπινης ευδοκίμησης- δεν αποτελεί, στην πραγματικότητα, μια επεξεργασία της αρχής του Μπένθαμ αλλά μια απάρνησή της, παρά τους ισχυρισμούς του Μιλλ περί του αντιθέτου.

Αν καβαλικεύουν ένα άλογο δύο, ο ένας πρέπει να είναι πίσω

Οι ερωτικές σχέσεις είναι γεμάτες από πηγαινέλα και αλλαγές της τύχης. Μπορεί στην αρχή του ειδυλλίου ένα από τα μέλη του ζευγαριού να είναι πιο ερωτευμένο απ’ ό, τι το άλλο και, έναν χρόνο μετά, να είναι περισσότερο το άλλο. Με τον καιρό, η ερωτική ισορροπία μπορεί να αλλάξει και πάλι και να επιστρέψει στην αρχική κατάσταση, κι έτσι να γίνεται διαδοχικά.

Εν πάση περιπτώσει, δεν έχει σημασία ποιος βάζει περισσότερα στη σχέση, εφόσον η ασυμμετρία δεν είναι πολύ μεγάλη.

Υπάρχουν άνθρωποι που είναι ευτυχισμένοι δίνοντας στον άλλο και που τους είναι δύσκολο να παίρνουν, και άνθρωποι στους οποίους συμβαίνει το εντελώς αντίθετο. Ίσως σε αυτό να αναφερόταν ο Σαίξπηρ με την τόσο παραστατική εικόνα του αλόγου και των ιππέων.

Το ερώτημα είναι: υπάρχει άλλος τρόπος για να μοιράζονται οι δυνάμεις σε μια ερωτική σχέση;

Ίσως την πιο φωτεινή απάντηση – κι επίσης παραστατική – την έδωσε ο Αλμπέρ Καμύ με τα λόγια τούτα:

Μην περπατάς μπροστά μου, μπορεί να μη σε ακολουθήσω. Μην περπατάς πίσω μου, μπορεί να μη σε οδηγήσω. Να περπατάς πλάι μου και να είσαι φίλος μου.

Κικέρων: H δυστυχία μας δεν πρόκειται να πάρει τέλος αν δεν θεραπευθεί πρώτα η ψυχή μας

Πάντως, αυτό βάλ’ το καλά στο μυαλό σου: η δυστυχία μας δεν πρόκειται να πάρει τέλος αν δεν θεραπευθεί πρώτα η ψυχή μας, κι αυτό μόνο με τη φιλοσοφία μπορούμε να το πετύχουμε. Αφού κάναμε λοιπόν την αρχή, ας αφεθούμε στα χέρια της για να μας θεραπεύσει. Θα γίνουμε σίγουρα καλά, αρκεί να το θέλουμε.

Εγώ μάλιστα θα επεκταθώ περισσότερο: δεν θα ασχοληθώ απλώς με το θέμα της θλίψης, αν κι αυτό θα είναι το πρωτεύον ζητούμενο μας, αλλά με το σύνολο των διαταραχών, όπως τις λέω εγώ – ή «ασθενειών», όπως προτιμούν να τις ονομάζουν οι Έλληνες.

Και, πρώτα απ’ όλα, αν δεν έχεις αντίρρηση, θα συνοψίσω τα επιχειρήματά μου, κατά το σύστημα των Στωικών. Ύστερα θα αφήσω τη συζήτηση να κυλήσει ελεύθερα, όπως κάνω πάντα.

Ο γενναίος άνθρωπος είναι και θαρραλέος- δεν θα πω τολμηρός, γιατί αυτή η λέξη χρησιμοποιείται λανθασμένα με κακή έννοια, μολονότι παράγεται από την τόλμη, η οποία βέβαια είναι αξιέπαινη. Όμως, όποιος είναι θαρραλέος, είναι βέβαιο ότι δεν αφήνει τον φόβο να τον κυριεύσει, διότι το θάρρος απέχει πολύ από τη δειλία.

Ωστόσο, ο άνθρωπος που κινδυνεύει από τη θλίψη κινδυνεύει και από τον φόβο. Διότι, όταν κάτι μας θλίβει με την παρουσία του, η ιδέα ότι μας απειλεί και ότι από στιγμή σε στιγμή θα εμφανιστεί κοντά μας γεννά στην ψυχή μας τον φόβο. Άρα η θλίψη δεν συμβιβάζεται με τη γενναιότητα. Ο άνθρωπος που απειλείται από τη θλίψη απειλείται επίσης και από τον φόβο, όπως και από την αθυμία και τη μελαγχολία. Όσοι προσβάλλονται από παρόμοιες διαταραχές, νιώθουν επίσης ένα αίσθημα υποταγής και είναι έτοιμοι να ομολογήσουν, αν χρειαστεί, πως έχουν ηττηθεί. Όμως, όποιος παραδέχεται κάτι τέτοιο, ομολογεί ταυτόχρονα πως είναι άτολμος και δειλός.

Ο σοφός άνθρωπος δεν έχει καμία από αυτές τις ιδιότητες. Άρα είναι απρόσβλητος από τη θλίψη. Κανείς δεν είναι σοφός αν δεν είναι γενναίος. Άρα ο σοφός άνθρωπος δεν απειλείται από τη θλίψη.

Συν τοις άλλοις, ο σοφός οφείλει να είναι μεγαλόψυχος, και ο μεγαλόψυχος είναι αήττητος· όποιος είναι αήττητος περιφρονεί τις ανθρώπινες μικρότητες και τις αντιμετωπίζει αφ’ υψηλού. Όμως, κανείς δεν μπορεί να περιφρονήσει τα αίτια της θλίψης του. Οπότε ο γενναίος άνθρωπος δεν πάσχει ποτέ από θλίψη. Ωστόσο, όλοι οι σοφοί είναι γενναίοι. Άρα ο σοφός δεν απειλείται από τη θλίψη. Κι όπως όταν έχει κάποιο πρόβλημα το μάτι μας δεν είναι σε θέση να λειτουργήσει σωστά και να εκπληρώσει την αποστολή του -το ίδιο ισχύει και για τα υπόλοιπα όργανα και για ολόκληρο το σώμα μας-, έτσι και η ψυχή μας, όταν είναι ταραγμένη, δεν μπορεί να επιτελέσει σωστά το έργο της.

Όμως, το έργο της ψυχής είναι η ορθή χρήση της λογικής, και η ψυχή του σοφού είναι πάντοτε σε θέση να χρησιμοποιήσει τη λογική με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Επομένως, δεν πάσχει ποτέ από διαταραχές. Η θλίψη είναι ψυχική διαταραχή. Άρα ο σοφός άνθρωπος θα είναι πάντοτε απαλλαγμένος από τη θλίψη.

Είναι επίσης πιθανόν ο μετρημένος άνθρωπος – οι Έλληνες τον αποκαλούν σώφρονα και την αρετή του σωφροσύνην τη λέξη αυτή εγώ άλλοτε τη μεταφράζω ως εγκράτεια», άλλοτε ως «μετριοπάθεια», άλλοτε, πάλι, ως «σεμνότητα». Αναρωτιέμαι αν θα ήταν σωστό να την αποδώσουμε και ως «χρηστότητα», διότι ο ελληνικός όρος περιορίζει τη σημασία της.

Οι Έλληνες αποκαλούν τους «χρηστούς» ανθρώπους χρησίμους., πράγμα που σημαίνει απλώς ότι έχουν κάποια χρησιμότητα. Η δική μας λέξη έχει πολύ πλατύτερη έννοια. Δηλώνει ταυτόχρονα εγκράτεια και έλλειψη κακίας· γι’ αυτό το τελευταίο οι Έλληνες δεν έχουν λέξη, εκτός ίσως από την αβλάβειαν. Η έλλειψη κακίας είναι η ιδιότητα της αθώας ψυχής που δεν μπορεί να βλάψει κανέναν άρα η «χρηστότητα» εμπεριέχει όλες τις άλλες αρετές. Αν δεν είχε τόσο πλατύ νόημα και περιοριζόταν στη στενή σημασία με την οποία συνήθως χρησιμοποιείται, η λέξη αυτή δεν θα είχε αποδοθεί ως εγκωμιαστικό επίθετο στον Πείσωνα.

Και επειδή ο χρηστός άνθρωπος συνήθως δεν εγκαταλείπει τη θέση του από φόβο, διότι αυτό είναι δείγμα δειλίας, ούτε είναι τόσο φιλάργυρος ώστε να κρατάει για τον εαυτό του κάτι που του έδωσαν ως δάνειο, διότι αυτό είναι δείγμα αδικίας, ούτε διεκπεραιώνει ασυλλόγιστα μια υπόθεσή του, διότι αυτό είναι δείγμα αφροσύνης, η «χρηστότητα» περιλαμβάνει και τις τρεις αρετές ταυτόχρονα: γενναιότητα, δικαιοσύνη, φρόνηση· αν κι αυτό συμβαίνει συχνά με τις αρετές: πάντα υπάρχει κάποιο κοινό χαρακτηριστικό που συνδέει τη μία με την άλλη.

Άρα θεωρώ και τη ‘’χρηστότητα’’ ως τέταρτη, κατά σειρά, αρετή. Αυτή έχει ως στόχο της να εξουσιάζει και να καταστέλλει τις σφοδρές επιθυμίες της ψυχής και, στήνοντας συνεχή πόλεμο με την φιληδονία, να εξασφαλίζει ηρεμία και σταθερότητα σε όλες τις περιστάσεις, Η ‘’χρηστότητα’’, αν δεν κάνω λάθος, προέρχεται από το ρήμα χρή, το οποίο σημαίνει «πρέπει, είναι ανάγκη» -τώρα το παράκανα με τις ετυμολογίες· δεν πειράζει όμως, ας προσπαθήσω, κι αν η προσπάθειά μου δεν με οδηγήσει πουθενά, πες πως πρόκειται γι’ αστείο, ενώ η «αχρηστία» δηλώνει κάτι που δεν έχει καμία απολύτως χρησιμότητα- γι’ αυτό τον άσωτο άνθρωπο τον αποκαλούμε και «άχρηστο».

Όποιος λοιπόν είναι «χρηστός», ή, αν προτιμάς, μετρημένος και εγκρατής, είναι επόμενο να έχει σταθερό χαρακτήρα. Ο άνθρωπος που έχει σταθερό χαρακτήρα είναι γαλήνιος και η ψυχή του δεν υποφέρει από διαταραχές, άρα ούτε και από θλίψη. Όλα αυτά είναι δείγματα σοφίας. Άρα η θλίψη δεν αγγίζει τον σοφό.

Όψεις του προσωπείου: Προσωπείο θρησκευτικό, προσωπείο τελετουργικό

[Στην Αφρική] η μάσκα είναι δέος. Η Μάσκα είναι θάνατος. Η Μάσκα είναι το υπαρξιακό και το μεταφυσικό. “Αυτό είναι το σπίτι της Μάσκας”, θα πει ο φύλαρχος χωριού της Ακτής του Ελεφαντοστού. “Εκεί φυλάμε τη Μάσκα του χωριού και σαν θέλουμε να τη συμβουλευτούμε, θυσιάζουμε ένα λευκό πετεινό και την καλούμε, όχι, η Μάσκα δεν είναι άνθρωπος, η Μάσκα είναι ο αντιπρόσωπος του Θεού. Μα χρόνια τώρα και καιρούς όλο στη Μάσκα τα λέμε και στο πες και πες, γίνηκε η Μάσκα ο Θεός”.

Αυτά στην Αφρική. Στον ελληνικό χώρο γνωρίζουμε ότι ο Διόνυσος είναι συνυφασμένος με το προσωπείο. Οι πιστοί του, σε οργανωμένες ομάδες, τους θιάσους, ντύνονταν με προβιές ζώων και άλειφαν το πρόσωπό τους με τρυγία, το κατακάθι του κρασιού, ώστε να μην αναγνωρίζονται. Μέσω της μεταμφίεσης και του προσωπείου, που τους εξασφάλιζε την ανωνυμία, μετατοπίζονταν σε έναν άλλο κόσμο επιθετικό και άσεμνο. Μιλούμε δηλαδή για προσωπεία κωμικά και για γιορτές συνυφασμένες με τη χαρά, το κρασί, το γλέντι, τον έρωτα. Όλα αυτά με μια πρώτη ανάγνωση. Γιατί ο Διόνυσος, θεός δημοφιλέστατος και παλαιότατος, δεν είναι μόνο ο θεός της ζωής αλλά και θεός του θανάτου, με μιαν ιδιότυπη αθανασία –ενιαύσιος θάνατος και ανάσταση– υπακούοντας στην κυκλική αντίληψη του χρόνου. Και αν οι ίδιοι οι θεοί αποστρέφουν το πρόσωπό τους από τον θάνατο, ή συμμετέχουν σε αυτόν με μια τους πλευρά (χθόνιος Ζευς, Δήμητρα, Κόρη) ή μένουν μόνιμα εκεί (Πλούτων), ο Διόνυσος κυκλοφορεί συνδέοντας τον επιχθόνιο με τον υποχθόνιο χώρο, διαβαίνει τα σύνορα που σταματούν τους άλλους θεούς και στον Όλυμπο είναι μάλλον φιλοξενούμενος και ανεβαίνει περιστασιακά. Ο Διόνυσος είναι το έτερον των Ολυμπίων με ιδιόρρυθμη θέση στον Όλυμπο. Xθόνιος είναι και ο χαρακτήρας των διονυσιακών γιορτών, ο οποίος κρύβεται πίσω από το πανηγύρι της χαράς.

Τα Λήναια, για παράδειγμα, είναι γιορτή που σχετίζεται με τον κάτω κόσμο –ληνός είναι το πατητήρι αλλά και το φέρετρο. Τα Ανθεστήρια είναι εορτή των νεκρών και των χθόνιων δυνάμεων, κατά την οποία αίρονται οι απαγορεύσεις που βαραίνουν τα προϊόντα κάθε συγκομιδής. Οι ζωντανοί μπορούν να καταναλώσουν, αφού προηγουμένως δώσουν τους πρώτους καρπούς στο υπερπέραν που είναι ο χορηγός των αγαθών. Την ημέρα των Πιθοιγίων, πρώτη μέρα των Ανθεστηρίων, ανοίγουν τα αγγεία τα μπηγμένα στη γη και ταυτόχρονα ανοίγεται ο χθόνιος κόσμος, δώρα του οποίου είναι οι καρποί του αμπελώνα και της αρόσιμης γης. Τη δεύτερη μέρα των Ανθεστηρίων, την ημέρα των Χόων, άνοιγε ο κόσμος των νεκρών και πραγματοποιούνταν η συλλογική έξοδός τους. Την ίδια εκείνη ημέρα, άνοιγε και ο παλαιότερος ναός του Διόνυσου στην Αττική (αρχιτεκτονική αναπαράσταση πύλης του κάτω κόσμου), κοντά στο ιερό της Γης, στην τοποθεσία Λίμναι. Στα Υδροφόρια (η μέρα της Πανσελήνου στα Ανθεστήρια) ρίχνονταν άφθονα υγρά για να πιαστούν από αυτά οι νεκροί και να ανεβούν επάνω κρατώντας το νερό σαν σχοινί. Την τελευταία μέρα των Χύτρων τάιζαν τους νεκρούς με ποικιλίες από όλους τους σπόρους, τις οποίες τοποθετούσαν σε εδαφικά ρήγματα (χύτρος = τρύπα στη γη), στα  οποία ρίχνονται οι υγρές προσφορές για τους νεκρούς και από τα οποία αναβλύζουν οι πηγές. Την πανσπερμία αυτή θα ανταποδώσουν οι νεκροί στο πολλαπλάσιο, οι οποίοι ανεβοκατεβαίνουν από τις ίδιες οδούς με τα νερά.

Μέσα στα πλαίσια της διονυσιακής λατρείας η Αθήνα απαρνιέται τον εαυτό της, παραδίδεται στον παραληρούντα και «απολιτικό» Διόνυσο, όμως κάτω από το μάτι της λογικής και εν μέση αγορά, και ταυτόχρονα σε όλα αυτά που τη χωρίζει η ολύμπια ορθοδοξία, στον θάνατο, στη σεξουαλικότητα, στην ασυδοσία. Ο θόρυβος από τους διονυσιακούς θιάσους θυμίζει την τερατώδη κραυγή που εκπέμπουν οι νεκροί και κάνει τον Οδυσσέα να παγώσει.

Το χθόνιο της φύσης του φανερώνεται με τη μετωπική θέση και το προσωπείο –η ερμαϊκή-διονυσιακή στήλη φαίνεται να βυθίζεται στη γη ή να ξεπετιέται από τη γη. Στο Αχίλλειο της Θεσσαλίας ένα πήλινο προσωπείο (6η χιλιετία) κρεμόταν σε έναν ορθοστάτη εν είδει στύλου, όπως παριστάνεται ο Διόνυσος στην αγγειογραφία.

Αλλά με το προσωπείο είναι συνδεδεμένη και μια άλλη θεά, κατεξοχήν αυστηρή και σκληρή με τους παραβάτες των νόμων της, μια παρθένα θεά των ορέων και της φύσης, που ωστόσο θεωρείται και πολιτική θεά, προστάτιδα και οδηγός των αποίκων, σαν μια αγέλη ζώων. Πρόκειται για την Άρτεμη.

Γνωρίζουμε ότι προς τιμήν της τελούνταν μυστήρια στην Αθήνα που προετοίμαζαν τα κορίτσια για τον γάμο, τη μητρότητα και τη φροντίδα του οίκου, δηλαδή για ρόλους κοινωνικά αποδεκτούς. Η αρκτεία στη Βραυρώνα της Ανατολικής Αττικής ήταν μία από αυτές. Στη διάρκεια της τελετουργίας αυτής οι νεαρές κοπέλες φορούσαν κίτρινα φουστάνια και υποδύονταν ή μιμούνταν τις αρκούδες, γι’ αυτό και αποκαλούνταν άρκτοι (αρκούδες), αν και ο Ησύχιος εξηγεί τη λέξη ως ιέρεια της Άρτεμης. Ίσως λοιπόν η μεταμφιεσμένη ιέρεια να εκπαίδευε τα κορίτσια να μιμούνται την αρκούδα. Τι ακριβώς όμως από την αρκούδα; Ο Αριστοτέλης υπογράμμισε το μητρικό ένστικτο της αρκούδας, και αυτός θα μπορούσε να είναι ο λόγος για τον οποίο μιμούνταν αρκούδες (σε αγγεία από τη Βραυρώνα εμφανίζονται φιγούρες με προσωπείο αρκούδας). Ωστόσο, σχολιαστές αποδίδουν τις απαρχές του τελετουργικού σε έναν μύθο. Μια κοπέλα προκάλεσε μια ιερή αρκούδα. Εκείνη έγδαρε το κορίτσι αλλά στη συνέχεια τη σκότωσαν ο αδελφός ή οι αδελφοί της. Συνέπεια του θανάτου της αρκούδας ήταν να ενσκήψει λιμός. Οι άνθρωποι ζήτησαν τη συμβουλή του Απόλλωνα, ο οποίος προφήτευσε ότι θα απαλλάσσονταν από τον λιμό αν ένας πατέρας θυσίαζε την κόρη του. Στις περισσότερες παραλλαγές η κόρη σώζεται, καθώς τη θέση της παίρνει ένα ζώο, όπως στην περίπτωση της Ιφιγένειας, για την οποία λέγεται ότι αντικαταστάθηκε από μια αρκούδα και όχι από ένα ελάφι (Σχολ. Αριστοφ., Λυσ. 645). Μελετητές υποστηρίζουν ότι είναι πιθανό τα κορίτσια να ταυτίζονταν τελετουργικά –που σημαίνει προς στιγμήν– με το σφάγιο της θυσίας (Cole, 2007), με όλα τα χαρακτηριστικά του, και με την αγριότητα και τη μη υποταγή του, στοιχείο που χαρακτηρίζει και μία ανύπαντρη κοπέλα. Προς την κατεύθυνση αυτή δείχνουν οι προσφορές στη θεά των κοριτσίστικων ρούχων και των παιχνιδιών τους, καθώς και η λατρεία της θεάς στη Βραυρώνα ως Κουροτρόφου, αλλού ως Λοχίας, δηλαδή ως προστάτιδα των γυναικών κατά τη γέννα. Επομένως, η τελετουργία σηματοδοτεί κατά πάσα πιθανότητα τη μετάβαση από την εφηβεία στην ενηλικίωση, και η παρθένος θεά Άρτεμη εμφανίζεται προστάτιδα τόσο των άγριων ζώων όσο και των κοριτσιών και των μελλότοκων.

Αλλά η αρκτεία πρέπει να θεωρηθεί τελετουργία που γινόταν και σε άλλα ιερά της Άρτεμης στην Αττική αλλά και σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, όπως η Θεσσαλία και η Πελοπόννησος. Τα κορίτσια λοιπόν, με τη συμμετοχή τους σε χορευτικές ομάδες έμπαιναν κάτω από την προστασία της Άρτεμης, και αυτές οι γιορτές ήταν μια καλή ευκαιρία για τους νεαρούς να κάνουν γνωριμίες με κοπέλες (Πλούτ. Γυν. αρετ. 254a). Στις Καρυές της Λακωνίας, τόπος αφιερωμένος στην Άρτεμη και τις Νύμφες, υπήρχε άγαλμα της Καρυάτιδος Αρτέμιδος στην ύπαιθρο, όπου κάθε χρόνο οι παρθένες των Λακεδαιμονίων έστηναν πανηγύρι και χόρευαν ένα είδος τοπικού χορού (Παυσ. Γ, 10, 7). Ο «χορός της Αρτέμιδος» γίνεται αφορμή αρπαγών, όπως μιας χορεύτριας από τον Ερμή (Ιλ., Π 183), των Λευκιππίδων από τους Διόσκουρους, της Ελένης από τον Θησέα. Κάποτε οι άνδρες μεταμφιέζονται σε κορίτσια, προκειμένου να ενταχθούν στον κύκλο των κοριτσιών όπου ανήκει η κοπέλα που τους ενδιαφέρει, όπως έκανε ο Λεύκιππος για να πλησιάσει τη Δάφνη. Οι μύθοι παραδίδουν ενώσεις όχι ακριβώς με την ίδια τη θεά αλλά με κοπέλες από τη συνοδεία της που κάποιες φορές τιμωρούνται από τη θεά για την απώλεια της παρθενίας τους, όπως η Καλλιστώ. Παραδίδουν όμως και τον έρωτα του Διόνυσου για τη μία από τις τρεις κόρες του βασιλιά της Σπάρτης Δίωνα, την Καρύα, την αντίδραση των αδελφών της σε αυτόν τον έρωτα, την εξέλιξη για τις τρεις αδελφές με τρόπο που θα μπορούσε να εμπνεύσει μια τραγωδία ηπιότερων τόνων από τις Βάκχες του Ευριπίδη, καθώς και το γεγονός ότι η Άρτεμη δίδαξε τον μύθο στους Σπαρτιάτες, εξού και το αφιερωμένο στην Καρυάτιδα Άρτεμη ιερό αλλά και μία από τις αιτίες για τις παρεμβολές βακχικών στοιχείων σε τελετουργικές πρακτικές για την Άρτεμη.

Όμως ένα τελετουργικό έχει αρχή, μέση και τέλος, οδηγεί δηλαδή στη μετάβαση σε μια νέα κατάσταση μέσα από τον τελετουργικό θάνατο της προηγούμενης. Οι κοπέλες, με την πρόσκαιρη απομόνωσή τους στα ιερά της Άρτεμης, προετοιμάζονται για τον σοβαρό κοινωνικό ρόλο που καλούνται να επιτελέσουν. Η σοβαρότητα του εγχειρήματος διακόπτεται από πιο ανάλαφρα επεισόδια, όπως η απάτη μέσω της μεταμφίεσης, και πάντα σε ένα τοπίο υγρό, που θρέφει, όπως και το διονυσιακό τοπίο, άλλη μία από τις αιτίες για τις παρεμβολές βακχικών στοιχείων σε τελετουργικές πρακτικές για την Άρτεμη.

Θεωρείται δεδομένο ότι η λατρεία της Άρτεμης Ορθίας στη Σπάρτη «ήταν για την πρώιμη ιστορία της δραματικής ποίησης των Ελλήνων τόσο σημαντική όσο και η λατρεία του Διόνυσου στην Αθήνα» (Simon, 1996, 166). Τα χορικά άσματα του Αλκμάνα προς τιμή της Άρτεμης, στα οποία υπαινίσσεται μια γιορτή διονυσιακού χαρακτήρα, «ήταν οι πρόδρομοι των χορικών της αττικής τραγωδίας, στα οποία διατηρήθηκε η δωρική διάλεκτος σε ανάμνηση της σπαρτιατικής τους καταγωγής. Στη λατρεία της Ορθίας εμφανίζονται επίσης χοροί μασκοφόρων, προφανώς σε ανάμνηση ενός ερωτικού παιχνιδιού, όταν, με μια κωμική διάθεση της Άρτεμης και των Νυμφών της, άλειψαν το πρόσωπό τους με λάσπη, για να αποφύγουν τις ερωτικές διαθέσεις του ποταμίσιου θεού. Πήλινα ομοιώματα αυτών των προσωπείων που φορούσαν στους χορούς βρέθηκαν στο ιερό της. «Πρόκειται για μάσκες δύσμορφων, ξεδοντιασμένων ηλικιωμένων γυναικών, αλλά επίσης και νεαρών ανδρών, και μάλιστα σατύρων, όλες αρχαϊκής εποχής, μερικές από τον 7ο αι. π.Χ.» (Simon, 1996, 167).

Αυτό το συγκεκριμένο προσωπείο παραπέμπει στον μύθο της Μήδειας και των Πελιάδων. Η Μήδεια, όταν εμφανίστηκε στις Πελιάδες, για να μην αναγνωριστεί, άλειψε το δέρμα της με αλοιφή, ώστε να φαίνεται ρυτιδωμένη (μήπως θα μπορούσαμε να της φορέσουμε το προσωπείο της;). Έβαψε τα μαλλιά της άσπρα και ντύθηκε ιέρεια της Άρτεμης. Και πάντως μπορούμε τώρα να καταλάβουμε καλύτερα τον ορισμό του Ησύχιου: «προσωπείον η νυν καλουμένη των γυναικών προσωπίς» ή αυτό που λέει ο Λουκιανός, ότι η μάσκα παρέχει όψη κακή, άσχημη (Νιγρ. 11, Τίμων 28). Επιπλέον, οι φαλλοφόροι και οι ιθύφαλλοι, ή τα κορίτσια της Αρτέμιδος που φορούσαν ιθυφαλλική ενδυμασία φορούσαν προσωπεία μεθυσμένων ή άλειφαν το πρόσωπό τους με καπνιά ή πίτουρα για να μην αναγνωρίζονται.

Στους θεούς που συνέχονται με το προσωπείο θα πρέπει να προσθέσουμε και τη Δήμητρα. Διότι, όταν η θεά θέλησε να ξεφύγει από την ερωτική καταδίωξη του Ποσειδώνα, μεταμορφώθηκε σε φοράδα. Τότε ο θεός πήρε τη μορφή αλόγου και ενώθηκε μαζί της. Οι Πελασγοί της Αρκαδίας τιμούσαν τη Δήμητρα στο όνομα μια θεάς με αλογίσιο πρόσωπο. Κοινά στοιχεία με τους άλλους δυο προσωπιδοφόρους θεούς είναι τα εξής: α) Το ερωτικό παιχνίδι που εξαναγκάζει τη θεά Δήμητρα να αλλάξει πρόσωπο (το ίδιο και η Άρτεμη. όσο για τον Διόνυσο, είναι γνωστή η σχέση του με τον έρωτα). β) Το γέλιο που αποτελεί βασικό στοιχείο στον κορμό τους μύθου της (Ομηρικός ύμνος στη Δήμητρα, στ. 202 κ.ε.). όταν το ξαναβρίσκει μετά την αρπαγή της κόρης της από τον Πλούτωνα χάρη στους αστεϊσμούς με σεξουαλικά υπονοούμενα μιας γερόντισσας, της Ιάμβης, μεταμφιεσμένη και η ίδια σε γερόντισσα, θα αφήσει τη γη να καρπίσει και πάλι (το γέλιο χαρακτηρίζει τις διονυσιακές γιορτές, αλλά και το παιγνίδι της Άρτεμης με τον Αλφειό). γ) Η μεταμφίεσή της σε γερόντισσα, σε κάτι δηλαδή το άκαρπο, και η ανάληψη ξανά της μορφής και της αθάνατης νιότης της (θυμίζουμε τα πήλινα προσωπεία στον ναό της Ορθίας Αρτέμιδος και τη μεταμφίεση των ιερειών της σε γερόντισσες. δ) Η βωμολοχία στις γιορτές της (χαρακτηριστική στις διονυσιακές γιορτές αλλά και της Άρτεμης με τις ιθυφαλλικές μεταμφιέσεις) και η σύνδεσή τους με τον θάνατο (ο Διόνυσος είναι θεός του θανάτου και η Άρτεμη θεά που επιζητά  τον θάνατο όσων δεν τηρούν τους κανόνες του κυνηγιού, ή συγγενικών τους προσώπων). Στο σύνολό τους αυτά τα χαρακτηριστικά προδίδουν γιορτές συνυφασμένες με τον θάνατο (χειμώνα) και την αναγέννηση της φύσης (άνοιξη).

Αλλά οι κατ’ εξοχήν θεοί του προσωπείου και χορευτικών δρωμένων, πρόδρομοι του θεάτρου, είναι ο Διόνυσος και η Άρτεμη. Ο Αριστοτέλης είναι σαφής ως προς το ότι η αρχή του θεάτρου βρίσκεται σε κωμικά δρώμενα:
γενομένης δ΄ οὖν ἀπ΄ ἀρχῆς αὐτοσχεδιαστικῆς καὶ αὐτὴ καὶ ἡ κωμῳδία͵ καὶ ἡ μὲν ἀπὸ τῶν ἐξαρχόντων τὸν διθύραμβον͵ ἡ δὲ ἀπὸ τῶν τὰ φαλλικὰ ἃ ἔτι καὶ νῦν ἐν πολλαῖς τῶν πόλεων διαμένει νομιζόμενα κατὰ μικρὸν ηὐξήθη προαγόντων ὅσον ἐγίγνετο φανερὸν αὐτῆς· καὶ πολλὰς μεταβολὰς μεταβαλοῦσα ἡ τραγῳδία ἐπαύσατο͵ ἐπεὶ ἔσχε τὴν αὑτῆς φύσιν. καὶ τό τε τῶν ὑποκριτῶν πλῆθος ἐξ ἑνὸς εἰς δύο πρῶτος Αἰσχύλος ἤγαγε καὶ τὰ τοῦ χοροῦ ἠλάττωσε καὶ τὸν λόγον πρωταγωνιστεῖν παρεσκεύασεν· τρεῖς δὲ καὶ σκηνογραφίαν Σοφοκλῆς. ἔτι δὲ τὸ μέγεθος· ἐκ μικρῶν μύθων καὶ λέξεως γελοίας διὰ τὸ ἐκ σατυρικοῦ μεταβαλεῖν ὀψὲ ἀπεσεμνύνθη͵ τό τε μέτρον ἐκ τετραμέτρου ἰαμβεῖον ἐγένετο. τὸ μὲν γὰρ πρῶτον τετραμέτρῳ ἐχρῶντο διὰ τὸ σατυρικὴν καὶ ὀρχηστικωτέραν εἶναι τὴν ποίησιν͵ λέξεως δὲ γενομένης αὐτὴ ἡ φύσις τὸ οἰκεῖον μέτρον εὗρε· μάλιστα γὰρ λεκτικὸν τῶν μέτρων τὸ ἰαμβεῖόν ἐστιν· 
[Αφού λοιπόν [η τραγωδία] υπήρξε αρχικά αυτοσχεδιαστική, και αυτή και η κωμωδία, η πρώτη από αυτούς που ξεκινούσαν πρώτοι να τραγουδούν τον διθύραμβο [ο οποίος είχε αρκετά κωμικά και σατυροειδή στοιχεία], η δεύτερη από τους εξάρχοντες τα φαλλικά [τραγούδια βωμολοχικά και πειρακτικά, τα οποία τραγουδούσαν ομάδες μεθυσμένων, οι οποίοι περιέφεραν φαλλό τεράστιο, σύμβολο της γονιμότητας, σταδιακά απέκτησε μεγαλύτερο μέγεθος. Επιπλέον, ενώ οι απαρχές της εντοπίζονται σε μύθους μικρούς και στον κωμικό λόγο, μια και προέκυψε από το σατυρικό, αργά απέκτησε βάθος σοβαρό. Και το μέτρο άλλαξε από τετράμετρο σε ιαμβικό·  διότι καταρχάς χρησιμοποιούσαν τετράμετρο, επειδή η ποίηση ήταν σατυρική με περισσότερη όρχηση, και αφού αναπτύχθηκε ο διάλογος, αυτή η φύση βρήκε το κατάλληλο μέτρο·  γιατί ο ίαμβος  από όλα τα μέτρα είναι ο καταλληλότερος για διάλογο.] (Αριστ. Ποιητ. 1449a)
Συστατικό στοιχείο της γιορτής ήταν το προσωπείο, ζωόμορφο ή αποκρουστικό και γελοίο, που πολλές φορές λατρευόταν και ανεξάρτητα. Ταύροι, άρκτοι, πώλοι, μέλισσες ήταν λατρευτικές ομάδες που ονομάζονταν από το προσωπείο τους. Συνήθης επίσης ήταν η ορχήστρα των ζώων, μουσικοί δηλαδή με μάσκες ζώων, συνήθως γαϊδάρου, χοίρου, αγελάδας ή πουλιού. Οι χοροί από βατράχους, πουλιά και σφήκες της κλασικής κωμωδίας αντιστοιχούν με τους θηριομορφικούς χορούς των αττικών μελανόμορφων αγγείων του 6ου αι. π.Χ., ενώ Κένταυροι και Πάνες και άλλα τερατόμορφα πλάσματα ήταν πιθανόν πιστοί με μάσκες και συγκεκριμένη ενδυμασία, όπως ήταν οι Σιληνοί και οι Σάτυροι.

Οι παραστάσεις ζωόμορφων προσωπιδοφόρων επιτρέπουν την υπόθεση ότι οι ζωόμορφες φιγούρες σε μυκηναϊκό δαχτυλίδι από την Τίρυνθα που κρατούν πρόχους γεμάτες ίσως από την παραγωγή του νέου τρύγου μπορεί να είναι μέλη θιάσου, μύστες ή ιερείς. Την ίδια υπόθεση θα μπορούσαμε ίσως να κάνουμε για τα πολύ γνωστά πτηνόμορφα μυκηναϊκά ειδώλια, ειδικά αν λάβει κανείς υπόψη ότι η παρουσία ενός πουλιού ήταν σημείο της επιφάνειας της θεότητας.

Για να ξαναγυρίσουμε όμως στο κυρίως θέμα. Οι ομάδες των μεταμφιεσμένων απηχούν πραγματικούς θιάσους, όπως καταφαίνεται από τον χορό και τη μουσική. Με βεβαιότητα μαρτυρούνται στην πραγματική ζωή Μαινάδες, Θυιάδες, Σάτυροι στον κύκλο του Διόνυσου, και ανδρικοί σύνδεσμοι Κουρήτων στην Έφεσο. Οι Κένταυροι παραπέμπουν σε μεταμφιέσεις ηθοποιών, όπως και οι Γοργόνες είναι καταρχήν προσωπεία. Πίσω από τους Κάβειρους, τους Ιδαίους Δακτύλους, τους Τελχίνες και τους Κύκλωπες βρίσκονται συντεχνίες σιδηρουργών. Χάριτες, Μούσες, Νηρηίδες, Ωκεανίδες είναι χοροί κοριτσιών. Μιλούμε για τον Πάνα και την Ειλείθυια στον πληθυντικό αριθμό (προφανώς οι γυναίκες της γειτονιάς που βοηθούν μια γυναίκα να ξεγεννήσει). Ο Πλάτωνας επισήμανε ότι οι θίασοι μιμούνταν τα πρότυπά τους, τους θεϊκούς Σατύρους, τις Νύμφες, τους Σατύρους, μέχρι την τελική ταύτιση (Νόμοι 815c). Εκείνο πάντως που έχει σημασία είναι ότι με μέσο το προσωπείο η απολλώνια εξατομίκευση διαχεόταν στο διονυσιακό όλον, γινόταν το νιτσεϊκό Εν και Παν, που σημαίνει ότι το άτομο διαχεόταν στην ομάδα και η ατομική ευθύνη στην ανωνυμία του συνόλου. Το προσωπείο μέσα στα πλαίσια της γιορτής ήρε τις αξίες του άστεως, πάντα όμως μέσα στα πλαίσια του άστεως και με την εποπτεία των αρχόντων του. Το πρόσκαιρο της ανατροπής επιβεβαίωνε τον κανόνα των αρχών και αξιών του πολιτικού συστήματος. Επομένως, ο Διόνυσος αποδεικνυόταν εγγυητής του.

Και βέβαια, το προσωπείο επιφύλασσε γι’ αυτόν που το φορούσε έναν ξεχωριστό ρόλο. Ιερείς ή ιέρειες φορούσαν προσωπεία στη διάρκεια των τελετουργιών. Για παράδειγμα, ένας ιερέας φορούσε το προσωπείο της Δήμητρας στην Αρκαδία, ένα γενειοφόρο προσωπείο τοποθετημένο ψηλά αναπαριστούσε τον Διόνυσο, ενώ δεν αποκλείεται κάποιος να το φορούσε κιόλας, για να παρουσιάζεται αμεσότερα ο μαινόμενος θεός. Στα Ανθεστήρια στην Αθήνα η Βασίλιννα, σύζυγος του βασιλιά, προσφερόταν στον θεό ως σύζυγος –ίσως ο βασιλιάς να φορούσε τη μάσκα του θεού και να γινόταν η τελετουργική αναπαράσταση ενός ιερού γάμου, όπως ακριβώς στην Κνωσό, όπου ο βασιλιά φορούσε τη μάσκα ενός ταύρου και η βασίλισσα τα κέρατα μιας αγελάδας αναπαριστώντας την ένωση της Πασιφάης με τον ταύρο, της απαστράπτουσας Σελήνης (Πασιφάη, πασιφανής, φαίνομαι, φως) και του Ήλιου (ταύρου) που γονιμοποιεί τη Γη με τη ζέστη και τη βροχή του.
Προσωπεία φαίνεται ότι χρησιμοποιούνταν και σε τελετουργικά που τελούνταν στο Καβείριο της Θήβας, μόλις λίγα χιλιόμετρα από την πόλη των Θηβών, ήταν μάλιστα δύο ειδών: οι πρώτες νεγροειδείς, ενώ οι δεύτερες κεφάλι ταύρου. Και οι δύο αποκαλύπτουν στοιχεία για την καταγωγή των θεών που λατρεύονταν εκεί και για την ουσία της λατρείας και του τελετουργικού.

Τα προσωπεία αυτά τα βλέπουμε σε δύο μελανόμορφους σκύφους, που ανήκουν στο δεύτερο μισό του 5ου αι. και ανήκουν σε μια σειρά αγγείων που έχουν τη δική τους τεχνοτροπία, τα λεγόμενα «καβειριακά», κάτι που δείχνει ότι συνεχίζουν μια θρησκευτική παράδοση. Στην επιφάνεια του ενός απεικονίζονται ένας άνδρας, μια γυναίκα και ένας νέος, που μοιάζουν με πυγμαίους ή με νεγροειδείς μορφές, να οδηγούν ταύρο μπροστά σε ερμαϊκή στήλη. Αποκλείεται όμως να φορούν μάσκα νεγροειδή παραπέμποντας και στη φοινικική «καταγωγή» της λατρείας; Ή μήπως πρόκειται για θεατρικά προσωπεία, προορισμένα για παραστάσεις εμπνευσμένες από συγκεκριμένους μύθους; Ο M. Daumas (2003, 140) αποκλείει την περίπτωση αυτή, γιατί η ορχήστρα του θεάτρου που βρέθηκε στο ιερό κρύβεται εν μέρει από ένα υψηλό podium, επομένως μάλλον δεν προοριζόταν για θεατρικές παραστάσεις. Ο ίδιος μελετητής (ό.π.) αποκλείει και την περίπτωση να απεικονίζεται πραγματική θυσία ταύρου, δεδομένου ότι από τις ανασκαφές προέκυψε ότι σπάνια θυσιάζονταν ταύροι στο Καβείριο της Θήβας. Ποια συμπεράσματα λοιπόν μπορούμε να συναγάγουμε από αυτό το αγγείο και τον περιβάλλοντα χώρο του; α) Ότι ο Ερμής ανήκει στις θεότητες που λατρεύονταν στο Καβείριο·  β) ότι η λατρεία ήταν διονυσιακού χαρακτήρα· γ) ότι η λατρεία ήταν φοινικικής «καταγωγής» ή επιρροών, αν μάλιστα συνδέσει κανείς το αγγείο με ένα κείμενο του Ηροδότου:
Ὣς δὲ δὴ καὶ ἐς τοῦ Ἡφαίστου τὸ ἱρὸν ἦλθε καὶ πολλὰ τῷ ἀγάλματι κατεγέλασε. Ἔστι γὰρ τοῦ Ἡφαίστου τὤγαλμα τοῖσι Φοινικηίοισι Παταΐκοισι ἐμφερέστατον͵ τοὺς οἱ Φοίνικες ἐν τῇσι πρῳρῃσι τῶν τριηρέων περιάγουσι· ὃς δὲ τούτους μὴ ὄπωπε͵ ἐγὼ δέ οἱ σημανέω· πυγμαίου ἀνδρὸς μίμησίς ἐστι. Ἐσῆλθε δὲ καὶ ἐς τῶν Καβείρων τὸ ἱρόν͵ ἐς τὸ οὐ θεμιτόν ἐστι ἐσιέναι ἄλλον γε ἢ τὸν ἱρέα· ταῦτα δὲ τὰ ἀγάλματα καὶ ἐνέπρησε πολλὰ κατασκώψας. Ἔστι δὲ καὶ ταῦτα ὅμοια τοῖσι τοῦ Ἡφαίστου· τούτου δέ σφεας παῖδας λέγουσι εἶναι. 
[Ο Καμβύσης, όσο ήταν στη Μέμφιδα] πήγε και στο ιερό του Ηφαίστου και γέλασε πολύ με το άγαλμα. Γιατί το άγαλμα του Ήφαιστου μοιάζει πολύ με τους φοινικικούς Παταΐκους, που οι Φοίνικες βάζουν ακρόπρωρα στα καράβια τους. Για όποιον δεν έχει δει ποτέ τέτοιο πράγμα, σημειώνω το εξής: μοιάζει με πυγμαίο. Ο Καμβύσης μπήκε και στο άδυτο των Καβείρων, στο οποίο δεν επιτρέπεται παρά μόνο στον ιερέα να εισέρχεται· περιγέλασε τα αγάλματα αυτά και τα έβαλε φωτιά. Μοιάζουν και αυτά στον Ήφαιστο·   λένε πως είναι παιδιά του. (Ηρόδοτος, Γ, 37)
δ) ότι τα τελετουργικά στα οποία χρησιμοποιούνταν τέτοιου είδους αγγεία ήταν τελετές μύησης των νέων σε απόκρυφες τελετές· αν μάλιστα λάβει κανείς υπόψη ότι οι σκύφοι που βρέθηκαν στο Καβείριο ήταν αφιερώματα οικογενειών, ότι σε πολλά από αυτά παριστάνεται ο Κάβιρος έχοντας απέναντί του ένα νέο που τον υπηρετεί ως οινοχόος, ότι κανένα από αυτά τα αγγεία δεν βρέθηκε ολόκληρο, που σημαίνει ότι μετά την κοινή οινοποσία τα έσπαγαν, αν λοιπόν λάβουμε υπόψη μας όλα αυτά, μπορούμε να συμφωνήσουμε με τον M. Daumas (ό.π.) που υποστηρίζει ότι στον σκύφο για τον οποία συζητούμε αναπαριστάται ευχαριστήρια πομπή δύο γονιών προς τον Ερμή που τους έδωσε ένα γιο, ο οποίος, όπως και οι ίδιοι, μυήθηκε στα μυστήρια.

Όσο για τη δεύτερο είδος προσωπείου, του ταύρου, αυτό εικονίζεται και πάλι σε θραύσμα σκύφου (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών, αρ. 548), στον οποίο παριστάνεται ένας γυμνός άνδρας να φορά προσωπείο ταύρου, προφανώς συμμετέχοντας σε τελετουργικά δρώμενα. Δεξιά και αριστερά του στέκονται δύο άλλες γυμνές ανδρικές φιγούρες σε ιθυφαλλική κατάσταση, ο ένας από τους οποίους κρατά στα χέρια του δαυλό, υποδηλώνοντας ότι οι τελετές γίνονταν νύχτα ή ότι η πάλη γινόταν σε εσωτερικό χώρο, όπως λ.χ. στον Λαβύρινθο της Κρήτης.

Μπορεί αυτή η απεικόνιση να συσχετιστεί με τα πάνω από 550 ειδώλια ταύρων, που ανευρέθησαν στο ιερό των Θηβών, τριάντα έξι από τα οποία φέρουν επιγραφή προς τους Καβείρους, ενώ κάποιες φορές αναφέρεται και το όνομα του αναθέτη; Ή ακόμη και με το γεγονός ότι «ειδώλια ταύρων ανευρέθησαν στα ιερά σχεδόν όλων των μεσογειακών πολιτισμών»; Και ποιον ακριβώς ρόλο παίζει ο ταύρος στα θρησκευτικά τελετουργικά και τη λατρεία;

Είναι γνωστό ότι οι μεσογειακοί πολιτισμοί (Αίγυπτος, Μεσοποταμία, Ελλάδα, Ρώμη) θεωρούσαν ότι οι προπάτορες θεοί ενσαρκώνονταν σε ταύρο ή συνοδεύονταν από ταύρους –στην Ανατολή μάλιστα έφερε τον κόσμο ανάμεσα στα κέρατά του. Και αυτό γιατί ο ταύρος ήταν ένα από τα στοιχεία που πολύ νωρίς οι άνθρωποι συνέδεσαν με τον ουρανό, ο οποίος, με την κίνηση των άστρων και των εποχών, κυβερνούσε τον κύκλο της φύσης και, κατ’ επέκταση, τις αγροτικές ασχολίες. Οι γόνοι αυτών των προπατόρων θεών ήταν θεοί της γονιμότητας που έλεγχαν τη βροχή και τα νερά των ποταμών ή τον ήλιο. Στον ελλαδικό χώρο ο ταύρος συνδέθηκε με θεότητες που η αρχική τους υπόσταση ήταν χθόνια, όπως ο Δίας, η Αθηνά, ο Διόνυσος, ο Ποσειδώνας, ή με ήρωες όπως ο Ηρακλής και ο Θησέας –και οι δυο κατεβαίνουν στον κάτω κόσμο όσο ήταν ακόμη ζωντανοί, ενώ ο Ηρακλής μετά τον θάνατό του λατρεύτηκε στην Καλυδώνα ως θεός χθόνιος.

Τι προκύπτει από αυτό και από τον συνδυασμό των πληροφοριών; α) Το παλαιότατον της λατρείας και ορισμένα στοιχεία για την ταυτότητα των θεών που λατρεύονταν στην Θήβα και αλλού με το όνομα Κάβειροι· β) ότι οι νέοι, παίρνοντας μέρος σε διαβατήριες τελετές ενηλικίωσης, είναι πιθανό ότι χρησιμοποιούσαν προσωπεία ταύρου, επιδιώκοντας τη μέθεξη με τις ιδιότητες του ταύρου, τη δύναμη και τη γονιμότητα, στην οποία το υγρό στοιχείο παίζει ιδιαίτερο ρόλο μέσα από την επίδειξη και την απόδειξη του ανδρισμού του και της φυσικής του δύναμης.* Μπορεί όμως η νίκη του να σηματοδοτεί την επιβολή των δικών του αξιών έναντι της τυραννίας και της αναρχίας που προκαλεί η ασύδοτη κυριαρχία του ζώου ή ενός τυράννου ** ή ακόμη τη νίκη του πολιτισμένου κόσμου έναντι του φυσικού ανθρώπου, του «ψημένου» έναντι του «ωμού». Η πάλη μπορεί να γινόταν με ταύρο ή με κάποιον που ήταν μεταμφιεσμένος σε ταύρο. Προς αυτή την ερμηνεία συντείνει και το γεγονός ότι στο Καβείριο των Θηβών λατρεύονταν δύο Κάβειροι, ένας μεγαλύτερος κι ένας νεότερος, κάτι που υποβάλλεται και από το γεγονός ότι η Δήμητρα φανέρωσε μυστικά στον Κάβειρο Προμηθέα και στον γιο του Αιτναίο. Οι προσφορές παιχνιδιών στον νεότερο, κυρίως σβούρες, δείχνει ότι τα μυστήρια θα πρέπει να είχαν σχέση και με τελετές μύησης για το πέρασμα από την παιδική στην εφηβική ηλικία και ύστερα στην ενηλικίωση που περιλάμβαναν δοκιμασίες και προφανώς την προσφορά των ομοιωμάτων ταύρων που ανευρέθησαν στο ιερό.*** Προς αυτή την ερμηνεία κατατείνουν και οι σπασμένοι σκύφοι του ιερού, στους οποίους ήδη αναφερθήκαμε και στους οποίους ο παις παίζει ρόλο στη σκηνή που εικονογραφείται, συνήθως προσφέροντας κρασί στον ενήλικο Κάβειρο, και υποδηλώνοντας τον ρόλο του στη λατρεία.****
--------------------------------------
*Η κατανίκηση ενός θηρίου με υπερφυσικές δυνάμεις ή δαιμόνων είναι κάτι συνηθισμένο για έναν ήρωα ή για ένα βασιλιά σε όλες τις μυθολογίες. Η κατανίκηση προϋποθέτει ταξίδι σε μακρινές περιοχές, ακόμη και καθόδους στον Άδη. Στην ελληνική μυθολογία χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις του Ηρακλή και του Θησέα, του Κάδμου αλλά και του Απόλλωνα. Ο βασιλιάς ή ο ήρωας κυριαρχεί στην περιοχή του τέρατος ή στην εποχή που το ζώο κυβερνά. Τις περισσότερες φορές αντίπαλός τους είναι ένας ταύρος ή κάποιος μεταμφιεσμένος σε ταύρο, οπότε η κατανίκησή του σηματοδοτεί τη, θεωρητική έστω, κυριαρχία του νικητή στις εποχές, μια και ο ταύρος από παλιά είχε νοηματοδοτηθεί ως στοιχείο του ουρανού.

**Ο Πλούταρχος, στον Βίο του Θησέως, προσφέρει μιαν ευημεριστική ερμηνεία της πάλης του Θησέα με τον Μινώταυρο, θεωρώντας ότι ο Μινώταυρος ήταν ένας κακός κρητικός στρατηγός και ότι με τη νίκη του ο Θησέας επέβαλε τις αξίες της δημοκρατικής Αθήνας –ο μύθος του Θησέας είναι μέρος ενός ευρύτερου μυθολογικού πλαισίου, στο οποίο η δημοκρατική Αθήνα ξαναδούλευε τους αρχαίους μύθους για τους δικούς της ιδεολογικούς σκοπούς.

***Στη διαδικασία ενηλικίωσης, ένας ενήλικος, ο εραστής, αναλαμβάνει την εκπαίδευση του νέου, που αποκαλείται ερωμένος. Η εκπαίδευση κλείνει συνήθως με την παραχώρηση τριών δώρων στον ερωμένο: ενός κύπελλου, μιας στρατιωτικής στολής και ενός ζώου, συνήθως ταύρου, για θυσία. Με το πρώτο ο νέος μπορεί πια να συμμετέχει στα συμπόσια, πράξη ιδιαίτερα πολιτική, με τη δεύτερη να παίρνει μέρος στους πολέμους, ενώ η θυσία του ζώου, που μπορεί να γίνει και σε επίπεδο συμβολικό με την προσφορά ενός ομοιώματος, σηματοδοτεί την είσοδό του στη θρησκευτική ζωή της κοινότητας. Αυτή η σχέση περιγράφεται εξαιρετικά στο Συμπόσιο του Πλάτωνα, κυρίως στον λόγο του Παυσανία, 180c-185b. Για τις απαρχές αυτής της σχέσης βλ. Στράβων, Γεωγραφία, Χ, 4, 21= 483. Για το θέμα βλ. Sergent (1985).

****Ήδη επισημάναμε την παρουσία του ταύρου στον μεσογειακό χώρο. Θα αναφερθούμε εδώ σε ορισμένες μόνος παραστάσεις με προσωπείο ταύρου, για να φανεί το εύρος του χώρου και του χρόνου:
α) Ειδώλιο από την Κύπρο (Αμαθούντα, περιοχή Λεμεσού, κυπροαρχαϊκή περίοδος ΙΙ) παριστάνει έναν άνδρα να κρατά με τα δυο του χέρια μια μάσκα ταύρου και να ετοιμάζεται να τη φορέσει.
β) Χάλκινο ειδώλιο θεότητας, προφανώς του Άπι, με κεφαλή ταύρου από την Αίγυπτο, 323-30 π.Χ. (Βρετανικό Μουσείο, ΕΑ 59839).
γ) Μάσκα ταύρου πάνω σε πήλινο αγγείο από τη Numancia (Ισπανία) του 1ου αι. π.Χ.
δ) Μάσκα ταύρου από τη Συρία της ρωμαϊκής περιόδου, 2ος αι. π.Χ.
ε) Χάλκινο αγαλματίδιο ρωμαίου αυτοκράτορα με κεφαλή ταύρου, 30 π.Χ.-100 μ.Χ. (Ägyptisches Museum und Papyrus sammlung, 22396).
Φυσικά, μπορούμε να εικάσουμε ότι ο Μινώταυρος είναι άνθρωπος με προσωπείο ταύρου. Παράσταση Μινώταυρου βρίσκουμε και σε σφραγιδόλιθο από τη Μεσοποταμία, 2300-2150 π.Χ. (Βρετανικό Μουσείο, 89111), ενώ δεν λείπουν και παραστάσεις θεών με αυτιά ταύρου (Μεσοποταμία, αρχές 2ης χιλιετίας, Λούβρο, ΑΟ 4588 και ΑΟ 16944) ή κέρατα, όπως του Άμμωνα-Δία, ή του Αλέξανδρου, απόδειξη της θεοποίησής του.