Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2019

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ - Ἐκκλησιάζουσαι (285-310)

ΧΟΡΟΣ
285 ὥρα προβαίνειν, ὦνδρες, ἡμῖν ἐστι· τοῦτο γὰρ χρὴ
μεμνημένας ἀεὶ λέγειν, ὡς μήποτ᾽ ἐξολίσθῃ
ἡμᾶς. ὁ κίνδυνος γὰρ οὐχὶ μικρός, ἢν ἁλῶμεν
ἐνδυόμεναι κατὰ σκότον τόλμημα τηλικοῦτον.

χωρῶμεν εἰς ἐκκλησίαν, ὦνδρες· ἠπείλησε γὰρ [στρ.]
290 ὁ θεσμοθέτης, ὃς ἂν
μὴ πρῲ πάνυ τοῦ κνέφους
ἥκῃ κεκονιμένος,
στέργων σκοροδάλμῃ
βλέπων ὑπότριμμα, μὴ
δώσειν τὸ τριώβολον.
ἀλλ᾽, ὦ Χαριτιμίδη
καὶ Σμίκυθε καὶ Δράκης,
ἕπου κατεπείγων,
σαυτῷ προσέχων ὅπως
295 μηδὲν παραχορδιεῖς
ὧν δεῖ σ᾽ ἀποδεῖξαι·
ὅπως δὲ τὸ σύμβολον
λαβόντες ἔπειτα πλη-
σίοι καθεδούμεθ᾽, ὡς
ἂν χειροτονῶμεν
ἅπανθ᾽ ὁπόσ᾽ ἂν δέῃ
τὰς ἡμετέρας φίλας.
καίτοι τί λέγω; φίλους
γὰρ χρῆν μ᾽ ὀνομάζειν.

300 ὅρα δ᾽ ὅπως ὠθήσομεν τούσδε τοὺς ἐξ ἄστεως [ἀντ.]
ἥκοντας, ὅσοι πρὸ τοῦ
μέν, ἡνίκ᾽ ἔδει λαβεῖν
ἐλθόντ᾽ ὀβολὸν μόνον,
καθῆντο λαλοῦντες
ἐν τοῖς στεφανώμασιν,
νυνὶ δ᾽ ἐνοχλοῦσ᾽ ἄγαν.
ἀλλ᾽ οὐχί, Μυρωνίδης
ὅτ᾽ ἦρχεν ὁ γεννάδας,
οὐδεὶς ἂν ἐτόλμα
305 τὰ τῆς πόλεως διοι-
κεῖν ἀργύριον φέρων·
ἀλλ᾽ ἧκεν ἕκαστος
ἐν ἀσκιδίῳ φέρων
πιεῖν ἅμα τ᾽ ἄρτον αὖ-
ον καὶ δύο κρομμύω
καὶ τρεῖς ἂν ἐλάας.
νυνὶ δὲ τριώβολον
ζητοῦσι λαβεῖν, ὅταν
πράττωσί τι κοινὸν ὥσ-
310 περ πηλοφοροῦντες.

***
ΚΟΡΥΦΑΙΑ
Καιρός να ξεκινάμε, ως άντρες — και τη λέξη αυτή
να την καρφώσετε στο νου και να τη συχνολέτε,
μη σας γλιστρήσει. Ο κίντυνος μεγάλος, αν μας πιάσουν
που τόσο απόκοτη δουλειά στα σκοτεινά σκαρώσαμε.
ΧΟΡΟΣ
290 Εμπρός. Για τη συνέλευση, παλίκαροι αντρειωμένοι. [στρ.]
Μας φοβερίζει ο Θεσμοθέτης:
που δεν ερθεί αξημέρωτα
κι αλευρωμένος σκόνη
να ζέχνει σκορδοστούμπι
με μούτρα ξινολάχανα,
τριώβολο δεν παίρνει.
Σβέλτα, Χαρίτο, σβέλτα
και Δράκο και Σμικύθη,
κουνάτε τα ξερά σας,
και μην καταπροδώσετε
αυτά που σας παράγγειλα.
Και μόλις θα φουχτώσουμε
στην είσοδο τη μάρκα μας,
να κάτσουμε πλάι πλάι
το χέρι να σηκώνουμε
σ᾽ ό,τι θα λεν οι «φίλες»!
Αχ, είπα «φίλες», συφορά!
αντίς να λέγω οι «φίλοι».

300 Εμπρός! μη μας προκάνουν οι χαζοί πρωτευουσιάνοι. [αντ.]
Νά τους κοπάδι κουβαλιόνται,
μα πριν, όντας πλερώνονταν
ένα οβολό μονάχα,
καθόνταν στην Αγορά
και σαλιαρίζαν. Κοίτα τους
πώς τώρα πηλαλάνε.
Αλλ᾽ όντας κυβερνούσε
ο μέγας Μυρωνίδης,
κανείς δεν πλερωνόταν,
αλλά το χρέος του έκαμνε.
Κι απ᾽ το χωριό κουβάλαγε
καθένας στο ταγάρι του
κρασάκι και ξερόψωμο
δυο κρέμμυδα προσφάι
και τρεις ελιές — μα σήμερα
τριώβολο ζητάνε.
Που δωρεάν υπηρετεί
310 για χαμαλίκι το ᾽χει.

Μορφές και Θέματα της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας: ΠΡΙΑΜΙΔΕΣ, ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ

Κόρη, σύζυγος, μητέρα
 
Η Ανδρομάχη ήταν κόρη του γενναίου / Αετίωνος, που κάτωθεν της δενδρωμένης Πλάκου / της Θήβης εβασίλευε και των Κιλίκων όλων (Ζ 395-397), «πολύδωρη» σύζυγος του Έκτορα της Τροίας, τρυφερή μητέρα του Αστυάνακτα:
 
Ο Έκτορας και οι σύντροφοι τη γλυκομάτα φέρνουν
από τη Θήβα την ιερή κι απ' την Πλακία, τις βρύσες
οπόχει τις αστείρευτες, την τρυφερή Ανδρομάχη,
πάν' απ' τα πέλαα τ' αρμυρά με τα γοργά
καράβια κι ολόχρυσα πολλά μαζί στριφτά βραχιόλια φέρνουν
και πορφυρά φορέματα με κεντητά λουλούδια,
και φέρνουν πλουμοσκάλιστα στολίδια κι απ' ασήμι
ποτήρι· αντάμ' αμέτρητα κι ελεφαντόδοντο άσπρο.
(Σαπφώ, απ. 44 Ρ)
 
Το ξεκλήρισμα της οικογένειά της από τον Αχιλλέα τον ένατο χρόνο του πολέμου τον περιγράφει η ίδια στον Έκτορα, σε μια προσπάθεια να κάνει τον άνδρα της να λυπηθεί την ερημιά της. Μέσα από την αφήγησή της αντλούμε τις εξής πληροφορίες που αφενός φανερώνουν το ήθος του Αχιλλέα, αφετέρου προοικονομούν τον θάνατο του Έκτορα αλλά και την τύχη της ίδιας μέσα από την αφήγηση για τη μητέρα της. Λέει λοιπόν: Ο Αχιλλέας 1) σκότωσε τον πατέρα της· 2) σκότωσε όλα της τα αδέλφια· 3) αφάνισε τα κοπάδια τους· 4) κατέλαβε την πόλη της Θήβας· 5) άρπαξε πολλά λάφυρα· 6) σεβάστηκε τον νεκρό πατέρα της και τον έθαψε με τα όπλα του και με τις πρέπουσες τιμές· 7) αιχμαλώτισε τη μητέρα της, την ελευθέρωσε όμως έναντι λύτρων, και εκείνη πέθανε τελικά στο σπίτι του άνδρα της. (Ζ 414-427*) Η αναφορά στα δεινά και την ερημιά της αιτιολογούν τα αισθήματα** που τρέφει για τον άνδρα της. Με τον «αγώνα λόγων***» που δίνει προσπαθεί να επηρεάσει συναισθηματικά τον Έκτορα, ώστε να εφαρμόσει μια πιο αμυντική τακτική και να μη μονομαχήσει με τον Αχιλλέα.
 
Η αφήγηση της Ανδρομάχης για το πώς ο Αχιλλέας φέρθηκε στον νεκρό πατέρα της συνειρμικά φέρνει στον νου τον τρόπο με τον οποίο ο μοιραίος για τη ζωή τη δική της και των μελών της οικογένειάς της Έλληνας πολεμιστής αντιμετώπισε το νεκρό σώμα του Έκτορα -το γύμνωσε από το όπλα, το τραυμάτισε ακόμη και νεκρό, το κακοποίησε σέρνοντάς το πίσω από το άρμα του και γύρω από τον τάφο του Πατρόκλου ή από τα τείχη της Τροίας.
 
Στην Ιλιάδα εμφανίζεται ψηλή, μελαχρινή, αυστηρή, τρυφερή μητέρα. Ιδιαίτερη συγκίνηση προκαλεί η συναντησή της με τον άνδρα της, παρουσία του παιδιού τους, καθώς ο αναγνώστης/ακροατής της ραψωδίας Ζ ξέρει ότι είναι η τελευταία φορά που το ζευγάρι και το παιδί συναντιούνται: ο Έκτορας θα πεθάνει σε λίγο, με την άλωση της Τροίας θα πεθάνει και ο τελευταίος γόνος της βασιλικής οικογένειας, ενώ στην Ανδρομάχη επιφυλάσσεται η τύχη που προλέγει ο Έκτορας στη συναντησή τους: θα γίνει σκλάβα και θα κάνει τις δουλειές που αρμόζουν σε μια σκλάβα προκαλώντας τη χλεύη ή τον οίκτο ή τον φθόνο (Ζ 450-461****).

Η τύχη της Ανδρομάχης μετά την άλωση της Τροίας

Η τύχη της Ανδρομάχης μετά την άλωση της Τροίας συνδέεται με του Έλενου. Και λέγονταν τα εξής:
 
1. Ακολούθησε τον Έλενο που μαζί με τη μητέρα του Εκάβη, την Κασσάνδρα και μερικούς άλλους Τρώες πήγε στη θρακική Χερσόνησο και εγκαταστάθηκε εκεί.
2. Έπεσαν και οι δυο στον κλήρο του Νεοπτόλεμου. Με τη μαντική του ικανότητα ο Έλενος, συμβούλευσε τον Νεοπτόλεμο να μη γυρίσει στην Ελλάδα από τη θάλασσα, αλλά από τη στεριά, με αποτέλεσμα ο γιος του Αχιλλέα να σωθεί από την καταστροφή που έπαθε ο ελληνικός στόλος στον Καφηρέα.
 
Από τον Νεοπτόλεμο απέκτησε ένα γιο, τον Μολοσσό -ή και άλλους δυο, τον Πέργαμο και τον Πίελο. Λεγόταν ότι μετά τη δολοφονία του Νεοπτόλεμου το βασίλειο έμεινε στην Ανδρομάχη και τον Έλενο. Και όταν ο Αινείας πέρασε από την Ήπειρο, κατευθυνόμενος στη Δύση, τους βρήκε να βασιλεύουν ειρηνικά.
 
Μετά τον θάνατό του, η Ανδρομάχη συνόδευσε τον γιο της Πέργαμο στη Μυσία όπου ίδρυσε την ομώνυμη πόλη.
 
Η μορφή της Ανδρομάχης ενέπνευσε δραματουργικά τον Ευριπίδη στις Τρωάδες (415 π.Χ.) και στην ομώνυμη τραγωδία (426 π.Χ.). Στην πρώτη, και καθώς στην αθηναϊκή κοινωνία η θέση και η αποστολή της γυναίκας ήταν σημαντικό ζήτημα, εμφανίζεται σαν το πρότυπο***** της γυναίκας της αθηναϊκής δημοκρατίας, σε αντίθεση με τη Φαίδρα στην τραγωδία Ιππόλυτος (428 π.Χ.) πάλι του ίδιου ποιητή.
 
Στην Ανδρομάχη, φαίνεται ότι ο Ευριπίδης αξιοποίησε την προφητική ρήση του Έκτορα για την τύχη της γυναίκας του μετά την άλωση της Τροίας. Η άκληρη κόρη του Μενέλαου και της Ελένης, η Ερμιόνη, περήφανη για τα πλούτη της αλλά και δυστυχισμένη για την ατεκνία της, κατηγόρησε την Ανδρομάχη ότι της πλάνεψε τον άνδρα και ότι με μαγικά βότανα την έκανε άτεκνη. Με τη βοήθεια του πατέρα της Μενέλαου, συνωμότησε εναντίον της Ανδρομάχης και του γιου της, τον οποίο η άτυχη μητέρα έκρυψε για λίγο στον ναό της Θέτιδας. Τον ανακάλυψε όμως η Ερμιόνη και ήταν έτοιμη να σκοτώσει μητέρα και παιδί, που τελικά σώθηκαν με τη μεσολάβηση του Πηλέα, παππού του Νεοπτόλεμου, όχι όμως και ο ίδιος ο Νεοπτόλεμος που έπεσε θύμα της συνωμοσίας του Ορέστη, και ο οποίος έσωσε την Ερμιόνη που ήθελε να αυτοκτονήσει -την πήρε και έφυγαν.
 
Και στις δύο τραγωδίες η Ανδρομάχη εμφανίζεται ως η μάνα που κινδυνεύει να χάσει το παιδί της ή το χάνει. Και δεν είναι, βέβαια, τυχαίο ότι στην Ανδρομάχη, σε μια τραγωδία που γράφεται κοντά στην αρχή του Πελοποννησιακού πολέμου, το παιδί της σώζεται, το ίδιο και η ίδια που δικαιώνεται· αντίθετα, στις Τρωάδες, τραγωδία γραμμένη στην καρδιά του πολέμου μεταξύ Ελλήνων, είναι η μάνα που χωρίς επιστροφή και ελπίδα χάνει το παιδί της και η ίδια σέρνεται στη σκλαβιά.
--------------------------
*Η Ανδρομάχη μιλά για το πατρικό της σπίτι
 
[…] έχασα πατέρα και μητέρα·
τον μέγαν Αετίωνα μου φόνευσεν ο θείος
Πηλείδης, όταν έριξε την πόλιν των Κιλίκων,
την Θήβην την υψίπυλον· αλλά τον εσεβάσθη
νεκρόν, δεν τον εγύμνωσε, και μ΄ όλην την λαμπρήν του
αρματωσιά τον έκαυσε κι εσήκωσέ του μνήμα,
κι ολόγυρά του εφύτευσαν πεύκα μεγάλα οι νύμφες
Ορεστιάδες, του Διός αιγιδοφόρου κόρες·
ήσαν επτά στο σπίτι μας γλυκείς αυτάδελφοί μου,
κι εις μιαν ημέραν όλοι ομού ροβόλησαν στον Άδη·
όλους τους εθανάτωσεν ο θείος Αχιλλέας
των μόσχων μέσα εις τες κοπές και των λευκών προβάτων.
Και την σεπτήν μητέρα μου, βασίλισσαν στην Θήβην,
δούλην εδώ την έφερε με τ' άλλα λάφυρά του.
Και αφού με δώρ' αμέτρητα κατόπι εξαγοράσθη,
την έσβησεν η Άρτεμις στο σπίτι του πατρός μου.
(Ιλ., Ζ 413-428)
 
**Τα αισθήματα της Ανδρομάχης για τον Έκτορα
 
Έκτωρ, συ είσαι δι΄ εμέ πατέρας και μητέρα,
συ αδελφός, συ ανθηρός της κλίνης σύντροφός μου.
(Όμ. Ιλ., Ζ 427-428)
 
***Ανδρομάχης αγών
 
κι απ' το χέρι του πιασμένη η Ανδρομάχη
εδάκρυσε και του ΄λεγεν: «Οϊμέ! Θα σ' αφανίσει
τούτη σου η τόλμη, ω τρομερέ· το βρέφος δεν λυπείσαι
τούτο κι εμέ την άμοιρην που χήρα σου θα γίνω
ογρήγορα, ότι ογρήγορα θα ορμήσουν όλοι αντάμα
να σε φονεύσουν οι Αχαιοί και άμα σε χάσω, κάτω
στον μαύρον Άδη ας κατεβώ, διότι αν αποθάνεις
και συ, καμιά παρηγοριά δι' εμέ δεν θ΄ απομείνει,
και πόνοι μόνον· […]
[…]
Αλλά λυπήσου μας, και αυτού μείνε στον πύργον, μήπως
ορφανό κάμεις το παιδί και χήραν την γυναίκα.
(Όμ. Ιλ., Ζ 404-413, 431-432)
 
****Ο Έκτορας μιλά για την τύχη της Ανδρομάχης
 
Αλλά των Τρώων η φθορά δεν με πληγώνει τόσο
και του πατρός μου ο θάνατος και της σεμνής μητρός μου
και των γλυκών μου αδελφών, οπού πολλοί και ανδρείοι
από τες λόγχες των εχθρών θα κυλισθούν στο χώμα
όσ΄ ο καημός σου, όταν κανείς των Αχαιών σε πάρει
εις την δουλείαν, ενώ συ θα οδύρεσαι, θα κλαίεις,
εις τ΄ Άργος ξένον ύφασμα θα υφαίνεις προσταγμένη·
απ΄ την Υπέρειαν πηγήν ή από την Μεσσηίδα
νερό θα φέρνεις στανικώς, από σκληρήν ανάγκην·
κι ενώ συ κλαίεις θενά ειπούν: «Ιδέτε την συμβίαν
του Έκτορος που πρώτευε των ιπποδάμων Τρώων
στον πόλεμον, που ολόγυρα στην Ίλιον πολεμούσαν».
(Ζ 450-461)
 
*****Η Ανδρομάχη πρότυπο για την Αθηναία γυναίκα
 
Ποιές αρετές ζητούν απ᾽ τη γυναίκα;
στου αντρός μου αυτές το σπίτι ακολουθούσα.
Οποιανής πρώτα πρώτ᾽ αρέσει το έξω,
βγάζει όνομα κακό, κι ας βρίσκει ή όχι
σ᾽ αυτό ψεγάδι ο κόσμος· τέτοιον πόθο
650τον έδιωξα και σπίτι έμενα πάντα·
σε γυναικών κουσκουσουριές κλεισμένη
η πόρτα μου· κανόνιζα μονάχη
πώς να βαδίζω· δάσκαλός μου ο νους μου.
Στον άντρα μου μπροστά σιωπή, ησυχία·
ήξερα σε τί πράματα σωστό ήταν
τον άντρα να νικώ, και πότε πάλι
σ᾽ αυτόν ν᾽ αφήνω θα ᾽πρεπε τη νίκη.
Αυτών των αρετών μου η φήμη πήγε
ως τους Αχαιούς κι αυτό ήταν ο χαμός μου·
(Ευρ., Τρ. στ. 645-656)

Η υστερία του μονόπλευρου

Ένα απ’ τα συχνότερα λάθη που κάνουμε όταν ερωτευόμαστε είναι ότι αυτομάτως μετατρεπόμαστε σε όντα κτητικά, έτοιμα να αντιμετωπίσουμε οποιαδήποτε πρόκληση βρεθεί μπροστά μας σαν εχθρό, ώστε στο τέλος να κερδίσουμε επάξια το θήραμά μας, δηλαδή το αντικείμενο του πόθου μας.

Μερικές φορές κιόλας γινόμαστε τόσο ευάλωτοι και συνάμα διεκδικητικοί που δε βλέπουμε καν καθαρά, δεν αναλογιζόμαστε τις κινήσεις μας και τις συνέπειες που αυτές φέρουν κι απλά λειτουργούμε μηχανικά βάσει ενστίκτου. Σε περίπτωση που οι κόποι μας πιάσουν τόπο και τελικά το πρόσωπο που βαλθήκαμε να κατακτήσουμε ανταποκριθεί κι όλο αυτό καταλήξει σε κάτι αμοιβαίο, τότε χαλάλι όλα, αφού πετύχαμε τον στόχο μας κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Τι γίνεται, όμως, όταν ο ενοχλητικός φτερωτός θεός ρίξει τα βέλη του μόνο σε εσένα και στον άνθρωπο που εσύ επέλεξες αστοχήσει; Ή τι γίνεται όταν έχεις ερωτοχτυπηθεί με έναν άνθρωπο αλλά αντί να τον προσεγγίσεις και να του δείξεις το ενδιαφέρον σου, κάθεσαι απλά σε μια γωνία περιμένοντας ένα θαύμα να ‘ρθει μαγικά;

Είναι σχεδόν βέβαιο πως όλοι έχουμε περάσει από αυτό το βασανιστικό στάδιο, εκείνο του πλατωνικού έρωτα. Ίσως να μην υπάρχει κάτι πιο ψυχοφθόρο απ’ το μονόπλευρο κόλλημα μ’ έναν άνθρωπο που όπως όλα δείχνουν δεν ενδιαφέρεται ή δεν είχε κάποιο κίνητρο για να ενδιαφερθεί. Οποιαδήποτε κίνηση του εν λόγω ατόμου προς το μέρος σου, χρήζει ανάλυσης με χειρουργική μαεστρία, προκειμένου να αποκωδικοποιηθεί, είτε πρόκειται για ένα χαμόγελο είτε για ένα τυχαίο σπρώξιμο.

Όλα τα πιθανά σενάρια πέφτουν στο τραπέζι της υπερανάλυσης, με τους φίλους σου σχεδόν κατά κανόνα να σε γεμίζουν φρούδες ελπίδες ότι κατά βάθος σε γουστάρει το πρόσωπο, απλά δεν το παραδέχεται και δεν το δείχνει. Κλασική αυτή η παρηγορητική ενθάρρυνση, που, παρά την καλή της πρόθεση, συντηρεί μια κατάσταση κι απογοητεύει.

Και σαν να μην έφταναν όλα τα άλλα, η πρωταγωνιστική σκέψη που σου τρυπάει το μυαλό πρωί-βράδυ είναι αν το crush σου γλυκοκοιτάζει ή ακόμα χειρότερα βγαίνει με κάποιον άλλον. Στο σημείο αυτό η έννοια της παράνοιας παίρνει άλλες διαστάσεις. Μόνο στην ιδέα αυτή παγώνεις, δε θέλεις ούτε να το φαντάζεσαι -σκέψου, δηλαδή, τι έχει να γίνει αν το δεις και με τα μάτια σου! Μέχρι που, αργά ή γρήγορα, φτάνει η στιγμή που, όντως, σε μια έξοδό σου, πετυχαίνεις τον μονόπλευρο έρωτά σου να μιλάει με ένα άλλο πρόσωπο και καταρρέεις, όσο η φούσκα σου ότι εσείς οι δύο θα ‘στε μαζί σκάει με δύναμη πάνω σου.

Ούτε καν οι φίλοι σου κι οι συμβουλές τους δεν αρκούν για να σε παρηγορήσουν και να σε συγκρατήσουν. Αφού απ’ τη μία σε πιάνει νευρικό γέλιο, που προτίμησε οποιονδήποτε άλλο κι όχι εσένα, που είσαι ένα κουκλί ζωγραφιστό κι απ’ την άλλη κλαις με μαύρο δάκρυ, όσο βλέπεις τις ελπίδες σου να χορεύουν τον χορό του Ζαλόγγου. Αν αυτό δεν είναι παράνοια τότε τι είναι;

Ζηλεύουμε το ενδιαφέρον που δείχνει το crush μας σε άλλα άτομα και συμπεριφερόμαστε σαν να μας ανήκει αυτός ο άνθρωπος, χωρίς όμως να ‘χει υπάρξει, στην πραγματικότητα, ποτέ δικός μας∙ σκέτο μπέρδεμα. Εντάξει, απ’ τη μία είναι λογικό να ταράζεσαι όταν αυτός που θέλεις δείχνει αλλού το ενδιαφέρον του, αλλά απ’ την άλλη δε δικαιολογείται τέτοια ταραχή, λες κι είσαι σε σχέση και σε κερατώνουν.

Ο άνθρωπος αυτός δε σου ανήκει κι οι επιλογές του δεν εξαρτώνται από εσένα, οπότε αντί να τρελαίνεσαι, ή δείξε του επιτέλους το ενδιαφέρον σου, μπας και γίνει το θαύμα που επιζητούσες, ή δέξου το και πήγαινε παρακάτω.

Ό,τι αξίζει, μένει και σίγουρα η ψυχική σου υγεία αξίζει περισσότερο απ’ όλα. Σταμάτα, λοιπόν, να ‘χεις σχεσιακά προβλήματα χωρίς να έχεις καν πραγματική σχέση και κυνήγα το αληθινό, που ακόμα κι αν σε κάνει κάποιες στιγμές να τρελαίνεσαι, όλες τις άλλες θα σε ηρεμεί.

Μαθαίνουμε να μη λαχταράμε τη συνεχόμενη ηλιοφάνεια

Τι συμβαίνει λοιπόν με τη δυστυχία; Πρέπει να την υπομένουμε; Πρέπει να την ανεχόμαστε και να έχουμε στόχο να την ξεπεράσουμε; Πρέπει να την αποφεύγουμε σα συμφορά, ή μήπως να την πολεμάμε σαν εχθρό;

Η απάντηση είναι απλή και αδιαμφισβήτητη: δεν μπορούμε να αποφύγουμε τη δυστυχία, με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο δεν μπορούμε να αποφύγουμε το αντίθετό της.

Όσο ευχάριστη κι αν ήταν η μέρα μας, θα φτάσει ένα ακόμα δειλινό. Ο ήλιος πάντα δύει και η ζεστασιά του φεύγει. Καθώς η μέρα διαδέχεται τη νύχτα, έτσι και η νύχτα διαδέχεται τη μέρα, είτε μας αρέσει είτε όχι: μαθαίνουμε να ζούμε και με τα δύο, μαθαίνουμε να μη λαχταράμε τη συνεχόμενη ηλιοφάνεια ή να αποφεύγουμε το σκοτάδι.

Αυτό που μπορούμε, ωστόσο, να κάνουμε, είναι να έχουμε μία δεκτική συμπεριφορά απέναντι στα αρνητικά και να μάθουμε να εκτιμάμε τα πλεονεκτήματα που μας προσφέρει κάθε φάση της ζωής μας. Αυτό δε γίνεται μόνο με το να ενισχύουμε τα βράδια μας με λάμπες, με ζεστές κουβέρτες και με ασφαλή καταφύγια, αλλά και με το να αντιμετωπίζουμε την εξασθένιση του φωτός με ηρεμία και να μαθαίνουμε να εκτιμάμε το φως των αστεριών.

Το να μη χρειάζεται να ζούμε μέσα στον τρόμο είναι ένας από τους βασικούς στόχους του να μάθουμε να ζούμε μία καλή ζωή.

Αυτό θα μπορούσε να διατυπωθεί, όπως το έχω εκφράσει και πριν, ως η καλλιέργεια της αγάπης στον τρόπο με τον οποίο υπάρχει κανείς μέσα στον κόσμο – εφόσον η αγάπη ορίζεται ως μία σοβαρή και μελετημένη δέσμευση. Θα μπορούσαμε να έχουμε χειρότερους στόχους από την αφοσίωση στην εύρεση της ομορφιάς και της αλήθειας σε όλες μας τις εμπειρίες – στη μέρα ή στη νύχτα, στο φως ή στο σκοτάδι. Και, σ’ αυτό, χρειαζόμαστε μία δόση ρεαλισμού και ταπεινοφροσύνης.

Δεν υπάρχει λόγος να αναζητάμε τον ήλιο όταν λάμπουν τ’ αστέρια. Δεν υπάρχει λόγος να θέλουμε τον ήλιο, τ’ αστέρια ή το φεγγάρι όταν τα σύννεφα καλύπτουν τον ουρανό. Δεν υπάρχει λόγος να θρηνούμε τους γαλάζιους ουρανούς που χάνονται όταν έρχεται η βροχή. Η βροχή είναι καλή, ζωτική και απαραίτητη. Ενυδατώνει και γονιμοποιεί ξανά τα ποτάμια της ζωής. Η νύχτα μάς δίνει την ευκαιρία να νιώσουμε ασφαλείς και να κρυφτούμε, είναι ο χρόνος του ανεφοδιασμού και της ξεκούρασης. Δεν είναι απαραίτητες μόνο οι εποχές, αλλά και οι κύκλοι της νύχτας και της μέρας, και οι μεταβολές του κλίματος και του καιρού.

Πρέπει να μάθουμε να εκτιμάμε αυτά τα πράγματα και να τα αξιοποιούμε στο έπακρο. Πρέπει κάποιες φορές να μάθουμε να βρίσκουμε το δικό μας δρόμο στο φως του φεγγαριού, αλλά και να προστατευόμαστε από τον πολύ ήλιο. Και, αφού έχουμε δουλέψει και καταπιαστεί με τόσα πολλά πράγματα κάθε μέρα, να αφήσουμε τον εαυτό μας να κοιμηθεί και να μην αξιώνουμε συνεχή ερεθίσματα, για να μη γινόμαστε μεμψίμοιροι. Και, αφού έχουμε γευματίσει, να μην απαιτούμε και άλλα γλυκά και καλούδια, για να μη φάμε υπερβολικά και καταλήξουμε νωθροί και άχρηστοι.

Το ταξίδι της ζωής μάς οδηγεί σε διάφορους, συχνά δύσβατους δρόμους, και πρέπει να ανακαλύψουμε τους καλύτερους τρόπους για να απολαύσουμε την πανοραμική τους θέα, γιατί υπάρχουν πολλά περισσότερα να δούμε απ’ όσα επιτρέπουμε συνήθως στον εαυτό μας. Συχνά, είναι σε στιγμές μεγάλου πόνου και πίεσης που μας αποκαλύπτεται αυτή η άγνωστη ομορφιά.

Γεννήθηκα για να είμαι ελεύθερος

Χαμένος μέσα στη βουή της πόλης, ψάχνω εκείνο το μέρος μέσα μου να ξαποστάσω. Τρελαμένος, κινούμαι στους ρυθμούς που σε θέλουν ρομπότ για να τα προλαβαίνεις όλα χωρίς συναίσθημα και χωρίς αληθινό χαμόγελο.

Σταματάω για μια στιγμή και παρατηρώ τα χέρια μου, τα δάχτυλά μου, έτσι ασυναίσθητα και αναρωτιέμαι: “Αλήθεια τρέχει αίμα στις φλέβες μου;”. Έχω ξεχάσει να είμαι ζωντανός. Φρικάρω και μόνο στη συνειδητοποίηση.

Μεμιάς μαζεύω τα πράγματά μου και φεύγω σχεδόν τρέχοντας από το γραφείο. Θέλω να φύγω από όλους και από όλα και να πάω στο καταφύγιό μου. Θέλω να κατεβάσω ρολά στην ανούσια καθημερινότητα και να πιάσω επαφή με τα ουσιώδη και τα ζωτικά.

Μήπως έχω ξεχάσει να είμαι άνθρωπος; Δίπλα μου χίλιες δυστυχίες διαδραματίζονται κι εμένα μου είναι αδύνατο να βγω απ’ το μικρόκοσμό μου. Έχτισα το δικό μου κόσμο όπως και τόσοι άλλοι από τα ίδια όμως υλικά που μου τα πούλησαν φτηνά σε τιμή ευκαιρίας, νομίζοντας πως κάτι έκανα, μέχρι να συνειδητοποιήσω ότι έκανα μια από τα ίδια όπως τόσοι και τόσοι.

Μία από τα ίδια. Ανατριχιάζω σ’ αυτή την άνευρη επανάληψη που το μόνο που ζητά είναι να μη με κάνει να ξυπνήσω από το λήθαργο που έχω πέσει. Τυποποιημένη ζωή ίδια κι απαράλλαχτη όπως τυποποιημένα έχουν γίνει σχεδόν τα πάντα στη ζωή μας από τις σχέσεις, την τροφή μας, τον τρόπος διασκέδασης.

Νιώθω να πνίγομαι. Πώς κατάντησα έτσι; Ποιος με έβαλε σ’ αυτό το κουτάκι; Μόνος μου πήρα την απόφαση και μπήκα; Ποιος μου είπε να ανήκω κι εγώ κάπου; Ποιος σας είπε ότι θέλω να ανήκω σε αυτό το κουτί που εσείς ονομάσατε ζωή;

Μια καλοστημένη παγίδα για να τους πιάνει όλους, για να φυλακίζει την ελευθερία τους. Νισάφι πια., δε θέλω να σας ανήκω. Γεννήθηκα για να είμαι ελεύθερος. Τόσο δύσκολη είναι σήμερα η ελευθερία; Τόσο ουτοπική και άπιαστη; Μήπως εγώ είμαι ο απροσάρμοστος και ο “περίεργος” σ’ έναν κόσμο που θέλει τη βολή του και όχι την ελευθερία του;

Καλύτερα “περίεργος” θαρρώ, παρά βολεμένος σε μια κατάσταση που πλασάρεται ως ασφάλεια. Τουλάχιστον είμαι ελεύθερος να επιλέξω κι αυτό θέλει πολλά κότσια.

Λένε πολλά για την ψυχή

Λένε, πως οι ψυχές όταν φεύγουν, γίνονται αστέρια και μας κοιτούν από ψηλά. Λένε, πως η ψυχή δεν πεθαίνει ποτέ. Πως μένει πάντοτε, αιώνια, ζωντανή.

Λένε, πως οι δικοί μας άνθρωποι όταν φεύγουν γίνονται πηγή δύναμης μέσα μας. Μέσα από την δική μας σάρκα πως παίρνει ζωή η θύμησή τους. Λένε, πως οι αναμνήσεις μας μαζί τους περιέχουν στ’ αλήθεια την ποιότητα και την παρουσία τους και πως η ενέργεια αυτή δεν σβήνει ποτέ μέσα στο χρόνο.

Λένε… Λένε. Λένε πολλά για την ψυχή. Μα, η αλήθεια σαν ολόφωτη και σοφή δασκάλα σε συναντά αναπόφευκτα κάποιες φορές στη ζωή και σου προσφέρει, σαν γενναιόδωρη αγκαλιά, τη σοφία της.

Και η αλήθεια είναι πως η ψυχή είναι όλα αυτά μαζί, κι εκατομμύρια άλλα πράγματα, μα όσα πολλά κι αν είναι μόνο αν την πλησιάσεις με απλότητα θα την καταλάβεις πραγματικά. Η ψυχή είναι πουλί, γλάρος ολόλευκος που πετά, κι όσο εύκολα έρχεται εδώ τόσο εύκολα φεύγει.

Σαν το πουλί έρχεται με την γέννηση στη ζωή μας και σαν το πουλί φεύγει ξανά για να συνεχίσει το ταξίδι της, μ’ αυτό που εμείς οι άνθρωποι ονομάσαμε θάνατο. Αέρας.

Λένε πολλά για την ψυχή, αν κοιτάξεις όμως τον ουρανό με καθαρή ματιά, θα δεις γραμμένη την αλήθεια μέσα σε μια εικόνα. Στο γαλάζιο του χρώμα, το απέραντο, στα πουλιά που πετούν μ’ ελευθερία, στα σύννεφα που παίρνουν μορφές, στην συνεχόμενη ροή που κρύβεται κάπου εκεί, στ’ αστέρια που φανερώνονται το βράδυ και στην καρδιά σου που καθρεφτίζεται στο λαμπύρισμά τους.

Ταξιδιώτη, άκουσέ με, κοίτα μια μέρα τον ουρανό κι εκεί κάτω από το φως του μην διστάσεις – ρώτα τον για τις ψυχές. Αφουγκράσου την απάντησή του, κι εμπιστεύσου την αλήθειά της. «Εγώ τις έχω τις ψυχές», θα σου πει. «Εδώ μαζί μου. Όλες μαζί, παρέα μου, ταξιδεύουν»

Ο άνθρωπος στον οποίο μπορούμε να εξελιχθούμε, δεν γνωρίζει ούτε όρια ούτε περιορισμούς

Τις μέρες αυτές, οι λέξεις άπειρες δυνατότητες φεγγοβολούν στην εσωτερική μου οθόνη όλες σχεδόν τις ώρες. Αυτή η φράση με διαβεβαιώνει διαρκώς πως τίποτα δεν είναι αδύνατο, αρκεί να μπορέσω μόνο να το συλλάβω με τον νου μου και να είμαι πρόθυμος να επιστρατεύσω την επίγνωση αντί των όποιων δικαιολογιών.

Η επίγνωση μου επιτρέπει να συνειδητοποιώ την ύπαρξη δυνατοτήτων αντί δυσκολιών, να αισθάνομαι συνδεδεμένος με την Πηγή της ύπαρξής μου και να βλέπω την έκβαση των πραγμάτων ως θετική μάλλον παρά αρνητική. Νιώθω μια εξαίσια έκρηξη ενθουσιασμού, κάθε φορά που περνά από το μυαλό μου η σκέψη να μην καταφύγω πια σε όλες εκείνες τις πολυκαιρισμένες δικαιολογίες που μου παραδόθηκαν από την οικογένειά μου, από τα χρόνια που πέρασα στο σχολείο, από τη θρησκευτική μου παιδεία, από την κυβέρνησή μου και ούτω καθεξής.
 
Τα μηνύματα έμοιαζαν απίστευτα μεταξύ τους: «Αυτοί είναι οι περιορισμοί σου», «Αυτό μπορείς να το κάνεις κι αυτό όχι», «Αυτός είναι ο πραγματικός κόσμος, με τους ανταγωνισμούς και τον πόνο και τη βία και τον φόβο και το μίσος» και τα λοιπά. Αυτές οι ιδέες με έχουν επηρεάσει έντονα, όμως μπορώ να σας πω από το σημείο που βρίσκομαι τώρα πως έχω αποκτήσει μια νέα θεώρηση του κόσμου των άπειρων δυνατοτήτων, την οποία καλωσορίζω.

Όταν αποκτάτε, απλά, επίγνωση, παύετε να είστε θύμα των ατέλειωτων νοητικών ιών που φαινομενικά σας αποτρέπουν από το να πετύχετε την απόλυτη ολοκλήρωσή σας. Δεν θεωρείτε πλέον δύσκολο ν αλλάξετε τα πρότυπα σκέψης με τα οποία έχετε τόσα χρόνια εξοικειωθεί και τα οποία σας εμποδίζουν να ζήσετε στο ανώτερο δυνατό επίπεδο ευτυχίας και υγείας.

Απολαμβάνετε συνειδητά τη γνώση πως τα μιμίδια ή τα γονίδια ή οτιδήποτε άλλο ανήκει στον υλικό κόσμο δεν διαθέτει κανέναν απολύτως έλεγχο πάνω σας. Και το πρόσωπο στο οποίο μπορείτε να εξελιχθείτε δεν γνωρίζει όρια και περιορισμούς. Η πρώτη σας αντίδραση σε κάθε προβληματική κατάσταση της ζωής δεν εμπίπτει πλέον σε κάποια από τις 18 κατηγορίες δικαιολογιών· αντίθετα, αποκτάτε επίγνωση της επίγνωσής σας και λέτε στον εαυτό σας: «Για στάσου ένα λεπτό. Υπάρχει κάτι περισσότερο από αυτό που βλέπω και θα αντλήσω πρώτα-πρώτα από εκεί ό,τι χρειάζομαι».

Η Μαντάμ Μπλαβάτσκι, η οποία ήταν από τους πρωτοπόρους στην εισαγωγή των Ανατολικών θρησκειών στη Δύση, προέτρεπε τους ανθρώπους σε αυτό το είδος σκέψης. Όπως έλεγε η ίδια σχετικά: «Έχε υπομονή, Υποψήφιε, γιατί αυτός που δεν φοβάται την αποτυχία δεν ερωτοτροπεί με την επιτυχία. Στύλωσε το βλέμμα της Ψυχής σου στο αστέρι που αχτίδα του είσαι εσύ, στο φλεγόμενο άστρο που λάμπει μέσα στα κατασκότεινα βάθη του αιώνιου όντος».

Τα λόγια μας κυριολεκτικά αλλάζουν τον εγκέφαλο οπότε μίλα με προσοχή και αγάπη

Ενώ οι περισσότεροι από εμάς συχνά δεν σκεφτόμαστε τον τρόπο με τον οποίο μιλάμε, έχει σοβαρό αντίκτυπο όχι μόνο στους ανθρώπους γύρω μας αλλά και στον εαυτό μας. Φυσικά, ο κόσμος της έρευνας αυτού του είδους είναι περίπλοκος αλλά είναι αρκετά σαφές πως η υπερβολική αρνητικότητα μπορεί αν επηρεάσει τον ίδιο τον εγκέφαλο σου.

Στο βιβλίο τους «Wοrds Can Change Yοur Brain», ο Αndrew Νewberg, ένας νευροεπιστήμονας και ο Μαρκ Ρομπέρ Ουάλντμαν εξηγούν όσο πιο λεπτομερώς μπορούν πως τα πράγματα που λέμε μπορούν να επηρεάσουν το μυαλό μας. Γράφουν πως μόνο μία λέξη μπορεί να επηρεάσει την έκφραση γονιδίων που ρυθμίζουν το στρες και σε σωματικό σε συναισθηματικό επίπεδο, κάτι που ισχύει. Όσο πιο θετικοί είμαστε, τόσο λιγότερο αγχωμένοι γινόμαστε.

Έγραψαν τα παρακάτω:

«Διατηρώντας μια θετική και αισιόδοξη (λέξη) στο μυαλό σας, διεγείρετε την δραστηριότητα του μετωπιαίου λοβού. Αυτή η περιοχή περιλαμβάνει ειδικά γλωσσικά κέντρα που συνδέονται άμεσα με τον κινητικό φλοιό που είναι υπεύθυνος για την δραστηριοποίηση σας. Και όπως έδειξε η έρευνα μας, όσο περισσότερο εστιάζετε στα θετικά λόγια, τόσο πιο πολύ αρχίζετε να επηρεάζετε και άλλες περιοχές του εγκεφάλου. Οι λειτουργίες στον βρεγματικό λοβό αρχίζουν να αλλάζουν, πράγμα που αλλάζει την αντίληψη σας για τον εαυτό σας και για τους ανθρώπους με τους οποίους αλληλεπιδράτε. Μια θετική άποψη για τον εαυτό σας σας κάνει να βλέπετε το καλό στους άλλου ενώ μια αρνητική εικόνα του σας γεμίζει με υποψίες και αμφιβολίες. Με την πάροδο του χρόνου η δομή του θαλάμου σας θα αλλάξει ως αντίδραση στα συνειδητά λόγια, τις σκέψεις και τα συναισθήματα σας. Πιστεύουμε ότι οι θαλαμικές αλλαγές επηρεάζουν τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε την πραγματικότητα.»

Μια μελέτη του 2013 απέδειξε ακριβώς αυτά που αναφέρθηκαν παραπάνω. Η γλώσσα που χρησιμοποιούμε έχει την δύναμη να αναδιαμορφώσει κυριολεκτικά τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε τον κόσμο και μέσα από αυτό «αλλάζουμε τον εγκέφαλο μας». Η προοπτική που έχετε για την ζωή μπορεί να σας κάνει να την αγαπήσετε ή να μισήσετε τα πάντα. Νιώσατε ποτέ λες και έχετε ένα κόμπο στο στομάχι; Όλοι το έχουμε αισθανθεί σε κάποιο σημείο της ζωής μας και ενώ μας αρέσει ή όχι να το παραδεχόμαστε είναι η απόδειξη ότι τα λόγια είναι πολύ πιο ισχυρά από όσο τείνουμε να αποκαλύπτουμε.

Με το να σκέφτεστε αρνητικές έννοιες και σκέψεις τους δίνετε δύναμη να φέρουν περισσότερο φόβο και άγχος στην ζωή σας. Όσο πιο πολύ χρησιμοποιείτε θυμωμένα ή αρνητικά λόγια γενικά, τόσο περισσότερο προειδοποιητικά μηνύματα θα στέλνονται στο μυαλό σας. Αν αντιδράσετε υπερβολικά σε κάτι, στο τέλος θα φρικάρετε αλλά αν το αντιμετωπίσετε με λογική όλα θα κυλήσουν πολύ πιο ομαλά, έτσι;

Μέσω της επικοινωνίας, μπορούμε να δημιουργήσουμε καλύτερους δεσμούς με τους γύρω μας, να ευθυγραμμίσουμε το μυαλό μας και να δουλέψουμε καλύτερα. Αν μιλάτε με αρνητικό ή θετικό τρόπο συνεχώς, τελικά θα συμβούν κάποιες αλλαγές στον θάλαμο σας. Ο τρόπος με τον οποίο βλέπετε τον κόσμο θα αλλάξει. Οι λέξεις που χρησιμοποιείτε και αυτές που επιτρέπετε στους γύρω σας να χρησιμοποιούν μπορούν και θα αρχίσουν κυριολεκτικά να φιλτράρουν τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεστε τα πράγματα.

Σε μελέτη που πραγματοποίησε η Pοsitive Psychοlogy πήρε μια μεγάλη ομάδα ανθρώπων ηλικίας 35-54 ετών και τους ζήτησε να γράφουν κάθε βράδυ τρία πράγματα που περνούσαν από το μυαλό τους την ημέρα. Στην διάρκεια τριών μηνών, το έκαναν καθημερινά και διαπίστωσαν αύξηση της ευτυχίας. Ακόμα και όταν σταμάτησε το πείραμα, αυτοί οι άνθρωποι εξακολούθησαν να βλέπουν τα οφέλη στην διάθεση τους και σκέφτονταν θετικές ιδέες και συναισθήματα επειδή κατάφεραν κυριολεκτικά να «αλλάξουν τον εγκέφαλο τους».

Τα θετικά λόγια πραγματικά κινητοποιούν τα κινητικά κέντρα με μεγάλη ταχύτητα. Το να βλέπεις περισσότερο την αισιόδοξη πλευρά των πραγμάτων δεν είναι συνήθως κακή ιδέα.

Στο Sharp Brains γράφτηκε το παρακάτω σχετικά με το θέμα:

«Σύμφωνα με την Sonja Lyubomirsky, μία από τις κορυφαίες ερευνήτριες του κόσμου για την ευτυχία, αν θέλετε να αναπτύξετε μια μακρόχρονη ικανοποίηση, πρέπει να κάνετε τακτικά θετικές σκέψεις για τον εαυτό σας, να μοιράζεστε τα ευχάριστα γεγονότα με τους άλλους και να απολαμβάνετε κάθε θετική εμπειρία της ζωής σας. Αν χρησιμοποιήσετε την γλώσσα σας- τους εσωτερικούς διαλόγους και τις συνομιλίες σας με τους άλλους, τις λέξεις, την ομιλία σας- για να καθιερώσετε την αισιοδοξία και την θετικότητα, θα βρείτε πως κινείστε σε μια πορεία που πραγματικά θα βελτιώσει την ζωή σας.

Μπορεί η θετική σκέψη να πάει και πιο μακριά; Ναι, αν χρησιμοποιήσετε την υπερβολή. Κάποιοι μπορεί να είναι δύσπιστοι επειδή υπερβολική χρήση ακραίων θετικών λέξεων στην ομιλία ή στον γραπτό λόγο μπορεί να είναι σημάδι ότι είστε παραπλανητικοί. Αυτό συμβαίνει αρκετά συχνά στις επιχειρήσεις καις στις διαφημίσεις και μας επηρεάζει. Είναι μια φυσική λειτουργία του εγκεφάλου που είναι ειδικά σχεδιασμένη να αναζητά την ανεντιμότητα στο πρόσωπο κάποιου ή στον τόνο της φωνής του. Η λύση σε αυτό το πρόβλημα επικοινωνίας είναι να είστε θετικοί αλλά ειλικρινείς. Δεν χρειάζεται να υπερβάλλετε για τον εαυτό σας, γιατί αν πραγματικά πιστεύετε στο προϊόν ή στην υπηρεσία που προσφέρετε- αν τα λόγια σας είναι αυθεντικά, το άλλο άτομο θα μπορέσει να διαισθανθεί την γνησιότητα από τα μη-λεκτικά σημάδια που δίνετε.»

Πρέπει οπωσδήποτε να αφιερώνουμε λίγο περισσότερο χρόνο για να σκεφτούμε πριν μιλήσουμε. Η δύναμη των λέξεων δεν είναι κάτι που μπορούμε να αρνηθούμε.

Erich Fromm: Η θλίψη είναι αμαρτία και η χαρά αρετή

Αντίθετα με την υπόθεση του Φρόιντ σχετικά με το “ένστικτο του θανάτου”, συμφωνώ με την υπόθεση που κάνουν πολλοί βιολόγοι και φιλόσοφοι ότι είναι μια έμφυτη ιδιότητα κάθε ζωντανής ύλης να ζει, να διατηρεί την ύπαρξή της. Όπως το εξέφρασε ο Σπινόζα: “Οτιδήποτε αυθύπαρκτο πασχίζει να διατηρήσει τη δική του ύπαρξη” (Ηθική, ΙΙΙ, Προτ. VI). Αποκάλεσε αυτή την προσπάθεια την ουσία του εν λόγω πράγματος (Στο ίδιο, Προτ. VII).

Παρατηρούμε αυτή την τάση για ζωή σε κάθε ζωντανή ύλη γύρω μας· στο γρασίδι που διαπερνά την πέτρα για να βρει φως και να ζήσει· στο ζώο που θα πολεμήσει μέχρι τέλους για να ξεφύγει από τον θάνατο· στον άνθρωπο που θα κάνει σχεδόν τα πάντα για την αυτοσυντήρησή του.

Η τάση της αυτοσυντήρησης και η πάλη κατά του θανάτου αποτελούν την πιο στοιχειώδη μορφή του βιόφιλου προσανατολισμού και είναι κοινή σε κάθε ζωντανή ύλη. Στον βαθμό που είναι μια τάση συντήρησης της ζωής και πάλης κατά του θανάτου, αντιπροσωπεύει μόνο μία πτυχή της παρόρμησης προς τη ζωή. Η άλλη πτυχή είναι πιο θετική: η ζωντανή ύλη έχει την τάση να αφομοιώνει και να ενώνεται· την τάση να συγχωνεύεται με διαφορετικές και αντίθετες οντότητες και να αναπτύσσεται με δομημένο τρόπο. Η ενοποίηση και η αφομοιωτική ανάπτυξη αποτελούν χαρακτηριστικά όλων των διεργασιών της ζωής, όχι μόνο αναφορικά με τα κύτταρα αλλά και με τα συναισθήματα και τη σκέψη.

Η πιο στοιχειώδης έκφραση αυτής της τάσης είναι η συνένωση μεταξύ κυττάρων και οργανισμών, από τη μη σεξουαλική κυτταρική συνένωση μέχρι τη σεξουαλική ένωση στα ζώα και στον άνθρωπο. Στον άνθρωπο η σεξουαλική ένωση βασίζεται στην έλξη μεταξύ του αρσενικού και του θηλυκού πόλου. Το δίπολο αρσενικό-θηλυκό αποτελεί τον πυρήνα αυτής της ανάγκης συνένωσης, από την οποία εξαρτάται η ζωή του ανθρώπινου είδους. Φαίνεται ότι γι’ αυτόν τον λόγο η φύση έχει προσφέρει στον άνθρωπο την πιο έντονη ηδονή στη συνένωση των δύο πόλων. Κανονικά, το βιολογικό αποτέλεσμα αυτής της συνένωσης είναι η δημιουργία ενός νέου όντος. Ο κύκλος της ζωής αποτελείται από την ένωση, τη γέννηση και την ανάπτυξη· όπως ο κύκλος του θανάτου αποτελείται από τη διακοπή της ανάπτυξης, την αποσύνθεση, την παρακμή.

Εντούτοις, ακόμη και το σεξουαλικό ένστικτο, παρότι βιολογικά υπηρετεί τη ζωή, δεν είναι απαραίτητο ότι ψυχολογικά αποτελεί έκφραση βιοφιλίας. Φαίνεται να μην υπάρχει σχεδόν κανένα έντονο συναίσθημα που το σεξουαλικό ένστικτο να μην μπορεί να το έλξει και να αναμειχθεί μαζί του. Η ματαιοδοξία, η επιθυμία για πλούτη ή για περιπέτεια, ακόμη και η έλξη του θανάτου μπορούν κατά κάποιο τρόπο να θέσουν το σεξουαλικό ένστικτο υπό τις υπηρεσίες τους. Γιατί συμβαίνει αυτό αποτελεί θέμα προς διερεύνηση. Θα ήταν δελεαστικό να σκεφτεί κανείς ότι ήταν μια πονηριά της φύσης να κάνει το σεξουαλικό ένστικτο τόσο εύπλαστο, ώστε να μπορεί να κινητοποιηθεί από οποιοδήποτε είδος έντονης επιθυμίας, ακόμη και από εκείνες που βρίσκονται σε αντίθεση με τη ζωή. Αλλά, ανεξάρτητα από τον λόγο, το γεγονός της πρόσμειξης της σεξουαλικής επιθυμίας και της καταστροφικότητας είναι σχεδόν αδιαμφισβήτητο. (Ο Φρόιντ αναφέρθηκε σε αυτή την πρόσμειξη, ιδιαίτερα στη συζήτηση του συγκερασμού του ενστίκτου του θανάτου με το ένστικτο της ζωής, όπως εμφανίζεται στον σαδισμό και τον μαζοχισμό.)Ο σαδισμός, ο μαζοχισμός, η νεκροφαγία και η κοπροφαγία είναι διαστροφές όχι επειδή παρεκκλίνουν από τα αποδεκτά πρότυπα σεξουαλικής συμπεριφοράς, αλλά ακριβώς επειδή σημαίνουν τη μια στοιχειώδη διαστροφή: την πρόσμειξη ζωής και θανάτου.

Την πλήρη εκδίπλωση της βιοφιλίας τη συναντάμε στον δημιουργικό προσανατολισμό. Το άτομο που αγαπάει ολοκληρωτικά τη ζωή έλκεται από τη διαδικασία της ζωής και της ανάπτυξης σε όλες τις σφαίρες. Προτιμά να φτιάχνει αντί να συντηρεί. Έχει τη δυνατότητα να θαυμάζει και προτιμά να βλέπει κάτι καινούριο από την ασφάλεια του να βρίσκει επιβεβαίωση στο παλιό. Η προσέγγισή του στη ζωή είναι λειτουργική και όχι μηχανική. Βλέπει το σύνολο και όχι μόνο τα μέρη, τις δομές αντί για τα αθροίσματα. Επιθυμεί να διαπλάσει και να επηρεάσει μέσω της αγάπης, της λογικής και του παραδείγματός του· όχι δια της βίας, τεμαχίζοντας πράγματα ή μέσω του γραφειοκρατικού τρόπου διοίκησης των ανθρώπων σαν να ήταν πράγματα. Απολαμβάνει τη ζωή και όλες τις εκδηλώσεις της και όχι μόνο τις συγκινήσεις.

Η βιοφιλική ηθική έχει τη δική της αρχή περί Καλού και Κακού. Καλό είναι ό,τι υπηρετεί τη ζωή- Κακό είναι ό,τι υπηρετεί τον θάνατο. Το Καλό είναι σεβασμός για τη ζωή- ό,τι ενισχύει τη ζωή, την ανάπτυξη, την εξέλιξη. Κακό είναι ό,τι πνίγει τη ζωή, την περιορίζει, την κόβει κομμάτια. Η χαρά είναι αρετή και η θλίψη αμαρτία. Έτσι, από την οπτική της βιοφιλικής ηθικής η Βίβλος, αναφέρει ως βασικό αμάρτημα των Εβραίων: “γιατί δεν υπηρέτησες τον Κύριο τον Θεό σου με ευφροσύνη και χαρά στην καρδιά για όλα τα αναρίθμητα αγαθά που σου έδωκε” (Δευτερονόμιο 28:47).

Η συνείδηση του βιόφιλου ατόμου είναι τέτοια που αναγκάζει τον εαυτό του να αποφεύγει το κακό και να κάνει το καλό. Δεν πρόκειται για το υπερεγώ που περιγράφει ο Φρόιντ, το οποίο είναι ένας αυστηρός επιτηρητής που χρησιμοποιεί τον σαδισμό κατά του εαυτού του για χάρη της αρετής. Η βιόφιλη συνείδηση παρακινείται από την έλξη της για τη ζωή και τη χαρά. Η ηθική προσπάθεια συνίσταται στην ενίσχυση της πλευράς του εαυτού του που αγαπά τη ζωή. Γι’αυτόν τον λόγο ο βιόφιλος δεν εμμένει στη μεταμέλεια και στις τύψεις, τα οποία αποτελούν εντέλει μόνο διαφορετικές πτυχές αυτοαπέχθειας και θλίψης. Στρέφεται γρήγορα προς τη ζωή και προσπαθεί να κάνει καλό.

Η Ηθική του Σπινόζα αποτελεί σαφές παράδειγμα βιοφιλικής ηθικής. “Η ηδονή αφ’εαυτή δεν είναι κακή, αλλά καλή- αντιθέτως, ο πόνος αφ’εαυτός είναι κακός”. (Ηθική, ΙV, Προτ. XLI.) Και στο ίδιο πνεύμα: ” Ένας ελεύθερος άνθρωπος στοχάζεται τον θάνατο λιγότερο από οτιδήποτε άλλο- και η σοφία του αποτελεί διαλογισμό όχι του θανάτου αλλά της ζωής”.

 (Στο ίδιο, Προτ. LXVIII.) Η αγάπη για τη ζωή αποτελεί το υπόβαθρο διάφορων εκφάνσεων της ουμανιστικής φιλοσοφίας. Σε διαφορετικές νοητικές μορφές αυτές οι φιλοσοφίες διακατέχονται από το ίδιο πνεύμα με εκείνο του Σπινόζα· εκφράζουν την αρχή ότι ο λογικός άνθρωπος αγαπά τη ζωή, ότι η θλίψη είναι αμαρτία και η χαρά αρετή, ότι ο στόχος του ανθρώπου στη ζωή είναι να έλκεται από ό,τι είναι ζωντανό και να διαχωρίζει τον εαυτό του από ό,τι είναι νεκρό και μηχανικό.

Erich Fromm, Η Καρδιά του Ανθρώπου

Το πρώτο ψέμα που λέμε στον εαυτό μας είναι όταν λέμε “εγώ”.

Αποτέλεσμα εικόνας για ερεβοκτονοσ Μια δεύτερη μάσκαΑν αρχίσουμε να μελετάμε τον εαυτό μας, πρώτα απ’ όλα συναντάμε μια λέξη που χρησιμοποιούμε περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη, και αυτή είναι η λέξη “εγώ”. Λέμε “εγώ κάνω”, “εγώ κάθομαι”, “εγώ αισθάνομαι”, “εγώ συμπαθώ”, “εγώ αντιπαθώ”, κ.λπ. Αυτή είναι η μεγαλύτερη ψευδαίσθησή μας, γιατί το κυριότερο λάθος που κάνουμε γα τον εαυτό μας είναι ότι νομίζουμε πως είναι ένας· μιλάμε πάντοτε για τον εαυτό μας ως “εγώ” και υποθέτουμε ότι αναφερόμαστε συνέχεια στο ίδιο πράγμα, ενώ στην πραγματικότητα είμαστε χωρισμένοι σε εκατοντάδες εκατοντάδων διαφορετικά “εγώ”. Τη μια στιγμή όταν λέω “εγώ”. Μιλάει ένα μέρος μου και την άλλη στιγμή όταν λέω “εγώ” , μιλάει ένα εντελώς διαφορετικό “εγώ”. Δεν ξέρουμε ότι δεν έχουμε ένα “εγώ”, αλλά πολλά διαφορετικά “εγώ”, που συνδέονται με τα συναισθήματα και τις επιθυμίες μας και ότι δεν έχουμε κυρίαρχο Εγώ. Αυτά τα εγώ αλλάζουν συνέχεια· το ένα πνίγει το άλλο, το ένα αντικαθιστά το άλλο και όλη αυτή η πάλη αποτελεί την εσωτερική μας ζωή.

Το πρώτο ψέμα που λέμε στον εαυτό μας είναι όταν λέμε “εγώ”. Είναι ψέμα διότι λέγοντας “εγώ” προϋποθέτουμε ορισμένα πράγματα. Προϋποθέτουμε κάποια ενότητα, κάποια δύναμη. Και αν πω “εγώ” σήμερα και “εγώ” αύριο, πρέπει κανονικά να είναι το ίδιο “εγώ”, ενώ στην πραγματικότητα δεν υπάρχει σχέση μεταξύ τους. Βρισκόμαστε στην τωρινή κατάσταση εξαιτίας ορισμένων εμποδίων ή ορισμένων γεγονότων μέσα μας και το πιο σημαντικό γεγονός που δεν καταλαβαίνουμε είναι ότι δεν έχουμε το δικαίωμα να λέμε “εγώ”, γιατί θα είναι ψέμα. Όταν αρχίσετε να παρατηρείτε τον εαυτό σας θα δείτε ότι αυτή είναι η πραγματικότητα· υπάρχουν “εγώ” μέσα σας που δεν γνωρίζονται μεταξύ τους και δεν έρχονται ποτέ σε επαφή. Για παράδειγμα, αρχίστε να μελετάτε τα γούστα σας και θα δείτε ότι μπορεί να σας αρέσει το ένα πράγμα τη μια στιγμή και κάποιο άλλο την επόμενη στιγμή και ότι τα δύο αυτά είναι τόσο αντίθετα μεταξύ τους, ώστε θα αντιληφθείτε αμέσως ότι αυτά τα “εγώ” δεν συναντιούνται ποτέ. Αν παρατηρήσετε τις αποφάσεις σας θα δείτε ότι ένα “εγώ” αποφασίζει και κάποιο άλλο πρέπει να εκτελέσει την απόφαση· κι αυτό το άλλο είτε είναι απρόθυμο να την εκτελέσει είτε ποτέ δεν άκουσε σχετικά.

Οι ομάδες αυτές των “εγώ” εκδηλώνονται ως ρόλοι που ο άνθρωπος παίζει στη ζωή του. Όλοι έχουν ένα ορισμένο αριθμό ρόλων· ένας αντιστοιχεί σε μια κατηγορία συνθηκών, ένας άλλος σε κάποια άλλη, κ.ο.κ. Ο άνθρωπος ο ίδιος σπάνια προσέχει τις διαφορές αυτές. Για παράδειγμα, έχει ένα ρόλο για την δουλειά του, έναν άλλο για το σπίτι, ακόμη έναν άλλο ανάμεσα στους φίλους του, έναν άλλον αν ενδιαφέρεται για σπορ, κ.ο.κ. Τους ρόλους αυτούς τους παρατηρούμε καλύτερα σε άλλους ανθρώπους παρά στον εαυτό μας. Οι άνθρωποι πολλές φορές είναι τόσο διαφορετικοί σε διάφορες περιστάσεις, ώστε οι ρόλοι αυτοί γίνονται ολοφάνεροι και ξεκάθαροι· αλλά καμιά φορά είναι καλύτερα κρυμμένοι ή και παίζονται μόνο εσωτερικά χωρίς εξωτερικές εκδηλώσεις. Όλοι οι άνθρωποι, είτε το γνωρίζουν είτε όχι, είτε το επιθυμούν είτε όχι, έχουν ορισμένους ρόλους που υποδύονται. Το παίξιμο αυτό γίνεται ασυνείδητα. Αν μπορούσε να γίνει συνειδητά, θα ήταν εντελώς διαφορετικό, αλλά δεν προσέχει κανείς ποτέ πώς περνάει από τον ένα ρόλο στον άλλον. Ή αν το προσέξει πείθει τον εαυτό του ότι το κάνει σκόπιμα, ότι είναι συνειδητή πράξη. Στη πραγματικότητα η αλλαγή πάντοτε ελέγχεται από τις περιστάσεις, δεν μπορεί να ελέγχεται από τον ίδιο τον άνθρωπο, διότι αυτός ο ίδιος δεν υπάρχει ακόμη. Καμιά φορά υπάρχουν συγκεκριμένες αντιφάσεις ανάμεσα στον ένα και στον άλλο ρόλο. Στον ένα ρόλο λέει κανείς κάτι, έχει ορισμένες συγκεκριμένες απόψεις και πεποιθήσεις. Περνάει μετά σ’ έναν άλλο ρόλο και έχει τελείως διαφορετικές πεποιθήσεις και λέει τελείως διαφορετικά πράγματα, χωρίς να το προσέχει ή διαφορετικά νομίζει ότι το κάνει σκόπιμα.

Nietzsche: Tο ερώτημα που τίθεται για όλα και το καθετί: «Το θέλεις αυτό άλλη μια φορά και αναρίθμητες φορές ακόμη;»

Το μεγαλύτερο βάρος. Κι αν μια μέρα ή μια νύχτα γλιστρούσε ένας δαίμονας μέσα στην πιο μοναχική μοναξιά σου και σου έλεγε: «Αυτή τη ζωή, όπως την έζησες και όπως τη ζεις μέχρι τώρα θα τη ξαναζήσεις άλλη μια φορά και αναρίθμητες ακόμη φορές˙ και δεν θα υπάρχει τίποτα καινούργιο σε αυτή, αλλά κάθε πόνος και κάθε χαρά και κάθε σκέψη και κάθε στεναγμός και καθετί ανείπωτα μικρό ή μεγάλο της ζωής σου θα ξανάρθει σε σένα, όλα με την ίδια σειρά και διαδοχή – ακόμα και αυτή η αράχνη και αυτό το σεληνόφως ανάμεσα στα δένδρα, κι αυτή η στιγμή και εγώ ο ίδιος.

Η αιώνια κλεψύδρα της ύπαρξης γυρίζει ακατάπαυστα πάνω κάτω και μαζί της και εσύ, κόκκε σκόνης!» Δε θα έπεφτες κατάχαμα, δεν θα έτριζες τα δόντια σου και δε θα καταριόσουν το δαίμονα που θα μιλούσε έτσι; Ή μήπως, θα ζούσες μία φοβερή στιγμή όπου θα του απαντούσες: «Είσαι θεός και δεν άκουσα τίποτα πιο θεϊκό!». Αν σε κυρίευε αυτή η σκέψη, θα σε μεταμόρφωνε εσένα, έτσι που είσαι και ίσως να σε έκανε σκόνη: το ερώτημα που τίθεται για όλα και το καθετί: «Το θέλεις αυτό άλλη μια φορά και αναρίθμητες φορές ακόμη;» θα ήταν το μεγαλύτερο βάρος που θα βάραινε τις πράξεις σου! Ή, αντίθετα, πόσο καλός θα έπρεπε να γίνεις απέναντι στον εαυτό σου και απέναντι στη ζωή ώστε να μην ποθείς τίποτε περισσότερο από αυτή την έσχατη αιώνια επιβεβαίωση και επισφράγιση;
(Η χαρούμενη επιστήμη,1882)

Μάθημα: Ρωτήστε τον εαυτό σας: «Αυτό που κάνω αξίζει να το κάνω συνέχεια; Ή μήπως το κάνω μόνο για προσωρινούς λόγους; Είναι άραγε ένα μπάλωμα ή έτσι θα έπρεπε να είναι πραγματικά η ζωή μου;» Το νοητικό πείραμα δεν είναι ένας ισχυρισμός για το τι ισχύει στ’ αλήθεια. Είναι μάλλον ένας τρόπος να ενταθεί η αίσθηση της σημασίας και του βάρους που έχει η παρούσα στιγμή, προκειμένου να αντιδρούμε στη φυσιολογική μας τάση να σκεφτόμαστε: έχω πολύ χρόνο μπροστά μου, μια μέρα θα σοβαρευτώ.

NIETZSCHE: Μια δεύτερη μάσκα

278
Περιπλανώμενε ταξιδιώτη, ποιος είσαι; Σε βλέπω να προχωράς στο δρόμο σου, δίχως περιφρόνηση, δίχως αγάπη, με ανεξιχνίαστα μάτια, υγρός και θλιμμένος σαν σκαντάγιο που γύρισε στο φως ανικανοποίητο από κάθε βάθος – τι έψαχνε εκεί κάτω; – με στήθος που δεν αναστενάζει, με χείλη που κρύβουν την αηδία τους, με χέρι που τώρα πιάνει αργά αργά, ποιος είσαι; τι έχεις κάνει;
Ξεκουράσου εδώ, αυτό το μέρος είναι φιλόξενο για όλους –αναπαύσου!  Και όποιος κι αν είσαι, τι σου αρέσει τώρα;
Τι σε βοηθά να ξεκουραστείς; Ονόμασε το τώρα, ό,τι έχω σου το προσφέρω!    < Ξεκούραση; Ξεκούραση;
Ω εσύ περίεργε, τι λες εκεί!  Άλλα δώσε μου ,σε παρακαλώ _ _ >
Τι; Τι;  Πες το ! —   <Μια ακόμη μάσκα! Μια δεύτερη μάσκα !> …

279
Οι άνθρωποι της βαθιάς θλίψης προδίδουν τον εαυτό τους όταν είναι ευτυχισμένοι  – έχουν έναν τρόπο να πιάνουν την ευτυχία, σαν να ήθελαν να την συνθλίψουν και να την πνίξουν, από φθόνο – αχ, ξέρουν πολύ καλά ότι θα πετάξει μακριά τους!

ΦΡΙΝΤΡΙΧ ΝΙΤΣΕ, ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΛΟ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΚΟ
 

Απολιθώματα Σκοτεινής Ύλης μπορεί να περιέχουν οι βράχοι στην κρυσταλλική τους δομή

Αν στο εσωτερικό των αρχαίων συνέβησαν βράχων αλληλεπιδράσεις της σκοτεινής ύλης, θα μπορούσαν να έχουν μείνει ανιχνεύσιμα ίχνη στην κρυσταλλική δομή των βράχων.

Οι πέτρες κάτω από τα πόδια μας μπορεί να περιέχουν υπολείμματα – με τη μορφή ιχνών εύρους νανομέτρων – των αλληλεπιδράσεων της σκοτεινής ύλης, στο παρελθόν. Από προηγούμενες έρευνες για αυτά τα αποκαλούμενα απολιθώματα σκοτεινής ύλης δεν έχουν προκύψει αποτελέσματα, όμως μια ομάδα ερευνητών από τη Σουηδία και την Πολωνία θεωρούν ότι οι πρόσφατες πρόοδοι στις τεχνικές ανάλυσης υλικών εγγυώνται μια νέα κίνηση για να τα «ξεθάψουμε». Η ομάδα προβλέπει ότι ορισμένα ορυκτά από υλικό τρυπανιών βάθους θα μπορούσαν να εμφανίζουν σημάδια σκοτεινής ύλης με μια ευαισθησία που υπερβαίνει αυτή των υπαρχόντων σήμερα μεθόδων έρευνας.

Ο προσδιορισμός ίχνους απολιθώματος αρχικά αναπτύχθηκε για να μελετηθεί η πυρηνική σχάση σε αρχαίους βράχους. Όταν ένα προϊόν σχάσης υψηλής ενέργειας διατρέχει την κρυσταλλική δομή, αφήνει ένα άμορφο ίχνος που είναι εύρους λίγων νανομέτρων και μήκους λίγων μικρομέτρων. Τα σωμάτια της σκοτεινής ύλης θα μπορούσαν να παράγουν παρόμοια – αλλά μικρότερα – ίχνη μέσω συγκρούσεων με πυρήνες, όμως έρευνα που δημοσιεύθηκε το 1995 χρησιμοποιώντας μικροσκόπιο ατομικής δύναμης (AFM) δεν βρήκε τέτοια σημάδια.

Για αυτή την επικαιροποιημένη μελέτη, οι ερευνητές προτείνουν τη χρήση σύγχρονων τεχνικών, όπως δέσμη μικροσκοπίου ιόντων ηλίου και μικρής γωνίας σκέδασης ακτίνων-Χ, για να χαρτογραφήσουν άμεσα το εσωτερικό του όγκου ενός γραμμαρίου βράχου με ανάλυση νανομέτρου. Ένα τέτοιο επίτευγμα ήταν προηγουμένως αδύνατο. Οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι έλαβαν δείγματα από χαμηλής ραδιενέργειας ορυκτά σε γεωτρήσεις βάθους 10 km, τα οποία θα έπρεπε να περιέχουν λιγότερα ίχνη από άλλα σωματίδια όπως οι κοσμικές ακτίνες.

Τα μέλη της ομάδας εκτιμούν ότι ένα κυβικό εκατοστό αρχαίου βράχου θα μπορούσε να έχει εκατοντάδες μέχρι χιλιάδες ίχνη σκοτεινής ύλης, που όπως λένε, θα είναι αναγνωρίσιμα από τη μοναδική κατανομή των μηκών των ιχνών τους. Οι υπολογισμοί τους επίσης υποστηρίζουν ότι η ευαισθησία ενός μεγέθους γραμμαρίου «παλαιο-ανιχνευτή» – του οποίου το βραχώδες υλικό «ψάχθηκε» για σκοτεινή ύλης για σχεδόν ένα δισεκατομμύρια χρόνια – θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερη από αυτή σημερινών ανιχνευτών μεγέθους τόνου που «τρέχουν» μόνο για λίγα χρόνια.

Η επιστήμη έκανε την τεχνολογία ή η τεχνολογία την επιστήμη;

Μια ιστοριογραφική εισαγωγή

Όταν άρχισε να συγκροτείται ο κλάδος της Ιστορίας των Επιστημών, στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, ένα από τα ζητήματα που απασχολούσαν τους ιστορικούς ήταν η σχέση επιστημών και τεχνολογίας.

Η παραδοσιακή εικόνα, η οποία παραμένει έως σήμερα στη δημόσια σφαίρα, είναι ότι η τεχνολογία εκπορεύεται από τις επιστήμες. Προηγούνται, δηλαδή, η θεωρητική πλαισίωση και η προσπάθεια εξαγωγής της αλήθειας από τη μελέτη του κόσμου και έπεται η όποια τεχνική και πρακτική εφαρμογή. Υπήρχε, επομένως, η αντίληψη ότι η ιστορία των τεχνικών και τεχνολογιών απομάκρυνε τον ιστορικό από το αντικείμενό του. Για αρκετούς ιστορικούς των επιστημών, το σημαντικό ήταν οι ιδέες και πώς προέκυψαν και όχι οι τεχνολογικές εφαρμογές των ιδεών.

Πώς προέκυψε αυτή η πεποίθηση με την οποία είναι σύμφωνοι και αρκετοί επιστήμονες έως τις μέρες μας;

Ένας από τους λόγους είναι καθαρά συντεχνιακός. Αρχικά, ο κλάδος συγκροτήθηκε κατά βάση από επιστήμονες των σκληρών επιστημών, όπως της Φυσικής, της Χημείας και της Βιολογίας. Στόχος ιστορικών, όπως ο Ζορζ Σάρτον, ο Αλεξάντρ Κοϊρέ, ο Χέρμπερτ Μπάτερφιλντ, ήταν η ιδεαλιστική εξιστόρηση των ηρώων του παρελθόντος, όπως του Νεύτωνα, του Γαλιλαίου του Δαρβίνου κ.ο.κ. Κατά συνέπεια, οι τεχνικές πρακτικές και τεχνολογικές εφαρμογές αξιολογήθηκαν ως υποδεέστερες, υποκείμενες στην επιστημονική θεωρία και πέρασαν σε δεύτερη μοίρα.

Οι ιστορικοί των επιστημών αυτής της ιστοριογραφικής προσέγγισης θεωρούσαν ότι η επιστήμη ήταν το αποτέλεσμα θεωρητικών διεργασιών, στοχασμού, σύγκρισης με προηγούμενες ιδέες, διαφορετικής ταξινόμησης και κανονικοποίησης του κόσμου κ.ο.κ. Ως αποτέλεσμα, η ιστορία δεν ήταν παρά η ιστορία εκείνων των επιστημόνων που «κατάφεραν» να επινοήσουν τη νεότερη επιστήμη, όπως ο Γαλιλαίος, ο Νεύτων, ο Αϊνστάιν κ.λπ. Στις αφηγήσεις τους δεν υπήρχε χώρος για οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα.

Ένας δεύτερος λόγος εξαιτίας του οποίου προέκυψε αυτή η αντίληψη για τη σχέση επιστήμης και τεχνολογίας ήταν η αντίδραση των ιστορικών της Δύσης στην αναδυόμενη τάση των μαρξιστών ιστορικών που αντιμετώπιζε τις επιστήμες ως το αποτέλεσμα οικονομικής και τεχνολογικής ανάπτυξης. Σταθμός σε αυτή την ιστορική κατεύθυνση είναι το άρθρο του Σοβιετικού ιστορικού των επιστημών Μπόρις Γκέσεν (Boris Hessen) με τον τίτλο «Οι κοινωνικές και οικονομικές ρίζες των αρχών του Νεύτωνα».

Για τον Γκέσεν, αυτό που έκανε ο Νεύτων ήταν ότι συμπύκνωσε σε θεωρητική γλώσσα την πρακτική γνώση που είχαν παράγει οι τεχνίτες και μηχανικοί της εποχής του. Οι διανοητές της εποχής, δηλαδή, οικειοποιήθηκαν τις καθημερινές πρακτικές και δεξιότητες των τεχνιτών, μαστόρων και εργατών και τις τοποθέτησαν σε ένα αυστηρό θεωρητικό πλαίσιο. Η πραγματική κινητήρια δύναμη με την οποία αναδύθηκε η νεότερη επιστήμη, για τους μαρξιστές ιστορικούς, δεν ήταν άλλη από την ωφελιμότητα που θα είχε. Αυτό σημαίνει ότι η κατανόηση της συγκρότησης της νεότερης επιστήμης, κατά τον 17ο και τον 18ο αιώνα, προϋποθέτει την κατανόηση του αναδυόμενου καπιταλισμού.

Ο Γκέσεν παρουσίασε το άρθρο του το 1931 στο 2ο Παγκόσμιο Συνέδριο Ιστορίας των Επιστημών στο Λονδίνο. Σε εκείνο το εμβληματικό συνέδριο συμμετείχαν μερικοί από τους κορυφαίους ιστορικούς και φιλοσόφους της Σοβιετικής Ένωσης, μεταξύ των οποίων ο Νικολάι Μπουχάριν, οι οποίοι έφεραν στους Δυτικούς συναδέλφους τους μια διαφορετική και εξαιρετικά πλούσια προοπτική στην Ιστορία και τη Φιλοσοφία των Επιστημών.

Πιο συγκεκριμένα, ο Γκέσεν έδειξε ότι, αν θέλουμε να διερευνήσουμε πώς παράγεται ένα έργο, ακόμη και οι εμβληματικές “Μαθηματικές αρχές της Φυσικής Φιλοσοφίας” του Νεύτωνα, πρέπει να λάβουμε υπόψη τις ιστορικές συνθήκες μέσα στις οποίες δημιουργήθηκε.

Η παραπάνω διαμάχη έχει μείνει στην Ιστορία ως διαμάχη μεταξύ εσωτερικιστικής και εξωτερικιστικής προσέγγισης της επιστήμης. Από τη δεκαετία του 1960 και έπειτα, αρκετοί ιστορικοί, όπως ο Ντόναλντ Κάρντγουελ, ο Μπρούνο Λατούρ, ο Λάρι Στιούαρτ, ο Σάιμον Σάφερ κ.ά., απέφυγαν να τοποθετηθούν είτε προς τη μία είτε προς την άλλη ιστορική προσέγγιση και επέλεξαν να μελετήσουν αυτή τη σχέση μέσα από την ανάπτυξη της εφαρμοσμένης επιστήμης.

Η στροφή στη μελέτη της σχέσης επιστήμης και τεχνολογίας είχε ως αποτέλεσμα να μη βλέπουμε ως πρωταγωνιστές αποκλειστικά τους επιστήμονες αλλά και τους μηχανικούς, τους τεχνίτες, τις μηχανές, τα εργοστάσια, τις νέες τεχνικές, την ίδια την παραγωγική διαδικασία, τις συνθήκες εργασίας, τη σχέση των τεχνοεπιστημονικών παράγωγων με τον καπιταλισμό κ.ο.κ. Με άλλα λόγια, αρκετοί ιστορικοί των επιστημών επέλεξαν να δουν τη σχέση επιστήμης και τεχνολογίας ως μια αμφίδρομη σχέση αλληλεπίδρασης. Λείαναν τις αιχμές μεταξύ των δύο αρχικών πόλων και προσπάθησαν να «γεμίσουν» τα κενά με ενδιάμεσες συνθετικές αφηγήσεις. Ναι μεν αποδέχονταν ότι δεν γίνεται ένα έργο να δημιουργηθεί αποκομμένο από την ιστορική του πραγματικότητα, ωστόσο δεν κατέληγαν σε ένα σκληρό μαρξιστικό και ντετερμινιστικό σχήμα ότι οι ιστορικές συνθήκες θα γεννήσουν αναπόφευκτα και με συγκεκριμένη μορφή/περιεχόμενο ένα έργο.

Τα τελευταία πενήντα χρόνια οι ιστορικοί των επιστημών επισημαίνουν τη σύνθετη σχέση επιστήμης και τεχνολογίας. Αντιλαμβάνονται την επιστήμη ως μια πρακτική δραστηριότητα και όχι ως μια θεωρητική αφαίρεση. Αυτό συνεπάγεται ότι οι ιστορικοί θα στρέψουν τη ματιά τους σε εκείνα τα χαρακτηριστικά των επιστημών που σχετίζονται περισσότερο με τις τεχνικές και τεχνολογικές πρακτικές καθώς και με το ευρύτερο πολιτισμικό πλαίσιο.

Αυτό σημαίνει, ταυτόχρονα, ότι οι ιστορικοί δεν χρησιμοποιούν ερμηνευτικά σχήματα αποκλειστικά από την Ιστορία, αλλά οικειοποιούνται και μεθόδους από άλλες επιστήμες, όπως η Κοινωνιολογία, η Ανθρωπολογία, η Ιστορία της Εργασίας, οι Σπουδές Πολιτισμού (Cultural Studies), οι Σπουδές Φύλου (Gender Studies) κ.ο.κ. Επομένως, η αλλαγή στον τρόπο θέασης της σχέσης επιστήμης και τεχνολογίας συνοδεύεται και από μια αλλαγή στον τρόπο έρευνας αυτών των δύο εννοιών.

Προφανώς, δεν είναι τυχαίο ότι και στις σκληρές επιστήμες, τις οποίες μελετάει η ιστορία των επιστημών, τα όρια μεταξύ επιστημονικών και τεχνολογικών πεδίων είναι λιγότερο αυστηρά στις μέρες μας. Ακόμη και ο τρόπος που γίνεται η έρευνα σε ένα εργαστήριο ή αστεροσκοπείο απαιτεί τη συνεργασία διαφορετικών ειδικοτήτων και το αποτέλεσμα της έρευνας είναι το αποτέλεσμα της σχέσης ανθρώπων και μηχανών.

Από τη στιγμή που η ίδια η τεχνολογία υπαγορεύει σε μεγάλο βαθμό τα όρια της επιστημονικής έρευνας, πόσο εύκολα μπορεί να διατυπώσει κανείς ένα επιστημονικό/ερευνητικό ερώτημα χωρίς αυτό να είναι και τεχνολογικά υποκαθοριζόμενο;

Το ιστορικό πλαίσιο.

Έως τις αρχές του 18ου αιώνα, όταν και αναδύθηκε μια τεχνολογία βασισμένη σε επιστημονικές αρχές, η νέα επιστήμη είχε διανύσει λίγο παραπάνω από 100 χρόνια ιστορίας. Αν δούμε τις εξελίξεις της εποχής, θα διαπιστώσουμε ότι πρώτον δεν ήταν καθόλου βέβαιο ότι η νέα επιστήμη θα επιβίωνε και δεύτερον ότι οι νέες τεχνολογικές εξελίξεις δεν ήταν το αναπόφευκτο αποτέλεσμά της.

Ας τα πάρουμε με τη σειρά. Γιατί η νέα επιστήμη άντεξε; Ο ιστορικός των επιστημών Φλόρις Κοέν μας δίνει τρεις λόγους.

Ο πρώτος λόγος ήταν ότι τα Μαθηματικά ενσωματώθηκαν στη μελέτη της φύσης ως μια ρεαλιστική προσπάθεια απεικόνισης και περιγραφής της πραγματικότητας.

Ο δεύτερος λόγος ήταν ότι δεν υπήρχαν σαφή διακριτά όρια μεταξύ επιστημονικών πεδίων. Οι διανοητές διασταύρωσαν διαφορετικά πεδία με τρόπους που δεν είχαν δοκιμαστεί προηγουμένως και προέκυψαν ενδιαφέροντα και χρήσιμα αποτελέσματα. Για παράδειγμα, η Μηχανική έως τον 17ο αιώνα δεν αποτελούσε μέρος της Φυσικής Φιλοσοφίας και ήταν ένας τεχνικός κλάδος. Από τον 17ο αιώνα και έπειτα αποτέλεσε ραχοκοκαλιά στη μελέτη της φύσης.

Ο τρίτος λόγος ήταν η ανάγκη για ωφέλιμη επιστήμη σύμφωνα με το ιδεολογικό όραμα του Μπέικον. Ο Μπέικον έδειχνε έναν δρόμο που θα οδηγούσε την κοινωνία σε πρόοδο.

Το κατά πόσο τα πράγματα οδήγησαν εκεί που οραματιζόταν ο Μπέικον αποτελεί μια εντελώς διαφορετική συζήτηση που έχουμε κάνει σε άλλα άρθρα. Για την ώρα, ας σταθούμε στο γεγονός ότι η ιδεολογία της ωφελιμότητας αποτέλεσε τον βασικό κινητήριο μοχλό της επιστημονικής και τεχνολογικής προόδου.

Ωστόσο, σε αυτό το σημείο οφείλουμε να αναρωτηθούμε το εξής: Η νέα επιστήμη ή Φυσική Φιλοσοφία των αρχών του 18ου αιώνα ήταν εκείνη που οδήγησε σε συγκεκριμένες τεχνικές και τεχνολογικές επινοήσεις; Οι τρεις λόγοι που δίνει ο Κοέν σίγουρα δεν μας οδηγούν σε μια θετική απάντηση. Αντιθέτως, μας δείχνουν πώς οι τεχνικοί κλάδοι της εποχής, όπως τα Μαθηματικά ή η Μηχανική, ενσωματώθηκαν στη μελέτη της φύσης με στόχο να της αλλάξουν τη μορφή σε μια κατεύθυνση που υπαγορευόταν από το όραμα του Μπέικον και όχι από μια «άχρηστη» ή άδολη διερεύνηση της αλήθειας.

Επίσης, ένα δεύτερο ερώτημα είναι: Πώς αναδύθηκε μια νέα τεχνολογία βασισμένη σε επιστημονικές αρχές;

Η νέα τεχνολογία αποτέλεσε απλώς εφαρμογή των επιστημονικών μεθόδων και αρχών; Και εδώ η απάντηση είναι αρνητική. Αυτό που προσπαθεί να μας πει ο Κοέν είναι ότι η νέα επιστήμη δεν αποτελούσε το απαραίτητο αίτιο για την εμφάνιση της νέας τεχνολογίας, αλλά ότι τα μεθοδολογικά και ιδεολογικά χαρακτηριστικά της ήταν απαραίτητα όταν η νέα τεχνολογία αναδύθηκε.

Κατά τη διάρκεια του 17ου αιώνα, ο Φράνσις Μπέικον υποστήριζε ότι η νέα Φυσική Φιλοσοφία (η φυσική επιστήμη της εποχής) θα μπορούσε να αποτελέσει πηγή ωφέλιμων ανακαλύψεων και εφευρέσεων. Οι περισσότεροι μηχανικοί, μαθηματικοί και πειραματιστές στο δεύτερο μισό του 17ου αιώνα διακήρυσσαν, ακολουθώντας το πρόσταγμα του Μπέικον, την ανάγκη για μια ωφέλιμη επιστήμη. Νέοι θεσμοί, όπως η Βασιλική Εταιρεία του Λονδίνου και η Ακαδημία Επιστημών του Παρισιού, συγκροτήθηκαν με αποκλειστικό στόχο την προώθηση και την ανάπτυξη μια χρήσιμης επιστήμης. Οι υποστηρικτές του οράματος του Μπέικον θεωρούσαν ότι η νέα γνώση δεν θα έπρεπε να παράγεται για λόγους πνευματικής ευχαρίστησης και αναψυχής, αλλά να είναι απολύτως χρηστική και να παρακινεί όλους να ασχοληθούν και να παράγουν.

Όπως γίνεται πάντα, έτσι και στο πρώτο μισό του 18ου αιώνα η ίδια η πραγματικότητα κατάφερε να υπερβεί την «καθαρή» διανοητική σκέψη. Εκείνη την περίοδο υπήρχαν αρκετά προβλήματα στους μαθηματικούς κλάδους και αρκετά από αυτά ήταν τόσο πολύπλοκα, ώστε οι κορυφαίοι μαθηματικοί δεν κατέληγαν σε οριστικές απαντήσεις.

Τότε, λοιπόν, εμφανίστηκε ένα νέος είδος τεχνιτών, οι οποίοι έφεραν λύσεις περίπου με τον τρόπο που λύθηκε και ο Γόρδιος Δεσμός. Τεχνίτες, όπως ο Τόμας Νιούκαμεν (Thomas Newcomen, 1664-1729), ο Τζον Χάρισον (John Harrison, 1693-1776), ο Τζον Σμίτον (John Smeaton, 1724-1792), ο Τζέιμς Βατ (James Watt, 1736-1819) και πολλοί άλλοι, κατάφεραν να υπερβούν τις θεωρητικές δυσκολίες και τη σύγχυση που υπήρχε στις μαθηματικές και τεχνικές επιστήμες. Οι άνθρωποι αυτοί έλυσαν προβλήματα της νέας επιστήμης μέσα στις μηχανές. Το γεγονός αυτό, αν και απαραίτητο, δεν ήταν επαρκές για να οδηγήσει στη Βιομηχανική Επανάσταση. Η εκβιομηχάνιση δεν απαιτούσε απλώς μια καλή επιστήμη.

Η βελτίωση της ατμομηχανής του Νιούκαμεν από τον Βατ, για παράδειγμα, αποτελούσε μια επινόηση που όφειλε πολλά στην επιστήμη. Υπήρχαν, ωστόσο, μηχανές που δεν προέκυψαν λόγω της νέας επιστημονικής γνώσης. Ένα τέτοιο παράδειγμα ήταν οι μηχανές που κατέστησαν δυνατή τη μαζική παραγωγή βαμβακιού και άλλων υφασμάτων. Εφευρέτες και τεχνίτες, όπως ο Τζέιμς Χάργκρεϊβς (James Hargreaves, 1720-1778), ο Ρίτσαρντ Άρκραϊτ (Richard Arkwright, 1732-1792) και ο Σάμιουελ Κρόμπτον (Samuel Crompton, 1753-1827), συνέβαλαν στη δημιουργία των πρώτων κλωστικών μηχανών, οι οποίες αποτέλεσαν κινητήριο δύναμη της Βιομηχανικής Επανάστασης. Στη συνέχεια, όταν προέκυψαν οι απαιτήσεις για μαζική λεύκανση και βαφή των ρούχων, η Χημεία βοήθησε προς αυτή την κατεύθυνση. Η επιστήμη, δηλαδή, ήρθε εκ των υστέρων σε αυτή την περίπτωση.

Επίσης, όλη η τεχνική επινοητικότητα που είχε προκύψει κατά τον 17ο και τον 18ο αιώνα, θα πήγαινε ανεκμετάλλευτη αν δεν μετατρεπόταν σε πραγματική οικονομική και εμπορική καινοτομία. Οι άνθρωποι που ασχολήθηκαν με τις νέες μηχανές επένδυσαν σημαντικά ποσά και στόχος τους ήταν ο πολλαπλασιασμός των κερδών μέσω των προϊόντων που παρήγαγαν οι μηχανές.

Ειδικά στην Αγγλία, το οικονομικό πλαίσιο ενθάρρυνε τέτοιου είδους επενδύσεις. Δεν υπήρχαν υπερβολικά περιοριστικοί νόμοι για πατέντες. Το κοινό ήταν περισσότερο ενημερωμένο σχετικά με την επιστήμη και τη βιομηχανία. Ο τρόπος δανεισμού μεγάλων κεφαλαίων ήταν εξαιρετικά οργανωμένος. Υπήρχε αξιόπιστη προστασία κατά των αυθαίρετων απαλλοτριώσεων. Τέλος, υπήρχε μια ενιαία εθνική αγορά που δεν επιβαρυνόταν από απαγορευτικούς εσωτερικούς ή εξωτερικούς δασμούς, ενώ διεκδικούσε να αποκτήσει και διεθνή χαρακτήρα λόγω των αποικιών στις ΗΠΑ και στην Ινδία.

Η ανάδυση της τεχνολογίας, επομένως, κάθε άλλο παρά αποτελούσε το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της νέας επιστήμης. Η νέα τεχνολογία ενσωμάτωνε την ιδεολογία του Μπέικον, νέες επιχειρηματικές πρακτικές, την ανάδυση της αστικής τάξης και την επιχειρηματική καινοτομία που αυτή έφερνε μαζί της, καθώς και μια συγκεκριμένη, τη βρετανική εν προκειμένω, οικονομική πραγματικότητα. Κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα έχει μια ιστορικότητα και όλα όσα παράγονται μέσα από τις ανθρώπινες δραστηριότητες συγκροτούν με τη σειρά τους νέες ιστορικές συνθήκες που θα μπορούσαν, ενδεχομένως, να είναι και διαφορετικές.

Ελληνιστική Γραμματεία: Τα πολιτισμικά συμφραζόμενα, Ελλάδα και Ανατολή, Η εβραϊκή παράδοση

Με επίκεντρο την Παλαιστίνη, οι Εβραίοι, από τον 6ο αι. π.Χ. και μετά βρέθηκαν να μετακινούνται και να κατοικούν σε διάφορες περιοχές της οικουμένης. Κατά την ελληνιστική εποχή η εβραϊκή διασπορά βρίσκεται στη Βαβυλώνα, την Περσία, τη Συρία, τη Μ. Ασία και την Αίγυπτο, και μετά τον 2ο αι. π.Χ. στη Ρώμη∙ μάλιστα η Αλεξάνδρεια είχε μια από τις πολυπληθέστερες εβραϊκές κοινότητες του αρχαίου κόσμου, διέθετε συναγωγή και ανέμιξε με μεγάλη επιτυχία το ελληνικό με το ιουδαϊκό στοιχείο. Ωστόσο, οι σχέσεις μεταξύ Ελλήνων και Εβραίων κάθε άλλο παρά αρμονικές ήταν, καθώς από τη μια πλευρά οι Εβραίοι μετέφεραν πάντοτε μαζί τους τη θρησκεία και τα έθιμά τους, ενώ από την άλλη πλευρά η εξουσία βρισκόταν στα χέρια Ελλήνων (ή ελληνιζόντων) ηγεμόνων. Η πιο γνωστή κρίση εκδηλώθηκε κατά τον 2ο αι. π.Χ., όταν οι επονομαζόμενοι Μακκαβαίοι επαναστάτησαν εναντίον του Αντίοχου του Επιφανούς στην Ιουδαία, με σκοπό να διαχωρίσουν οριστικά τον «ελληνισμό» από την εβραϊκή ορθοδοξία.
 
Η συνάντηση ελληνικής και εβραϊκής λογοτεχνίας έδωσε, ωστόσο, πλούσιους καρπούς. Περίφημη είναι η μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης στην ελληνιστική Κοινή στην Αλεξάνδρεια από τα μέσα του 3ου αι. και εξής, ένα κείμενο που είναι ευρύτερα γνωστό ως Εβδομήκοντα. Η μετάφραση αυτή έγινε από Εβραίους της Αλεξάνδρειας, που κατείχαν περισσότερο την ελληνιστική Κοινή παρά την εβραϊκή, με αποτέλεσμα αυτή να είναι πολύ περισσότερο ελεύθερη δημιουργία παρά πιστή απόδοση του πρωτοτύπου. Μια μεγάλη ιστορία βρίσκεται πίσω από το έργο της μετάφρασης, που φέρεται να χρηματοδότησε ο Πτολεμαίος Β΄ ο Φιλάδελφος, και η οποία έγινε στη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας: την ιστορία αυτή (μαζί με ανέκδοτα όπως το ότι οι μεταφραστές ήταν 72 και η δουλειά τους ολοκληρώθηκε σε 72 μέρες!) αφηγείται η λεγόμενη Επιστολή του Αριστέα, γραμμένη κατά τον 2ο αι. π.Χ.
 
Δύο μεγάλες μορφές της ελληνοεβραϊκής γραμματείας, που άκμασε στα μέσα του 1ου αι. μ.Χ., είναι ο Φίλων ο Αλεξανδρεύς (ή Ιουδαίος) και ο Φλάβιος Ιώσηπος. Ο πρώτος ήταν φιλόσοφος και προσπάθησε να συγκεράσει την ελληνική με την εβραϊκή φιλοσοφία, ενώ ο δεύτερος ασχολήθηκε με την εβραϊκή ιστορία, με έμφαση στη σύγκρουση των Εβραίων με τη Ρώμη.
 
Δεν πρέπει επίσης να λησμονήσουμε τη μοναδική τραγωδία με εβραϊκό θέμα, την Εξαγωγή του Εζεκιήλ, μια τραγωδία με θέμα την Έξοδο των Εβραίων από την Αίγυπτο, γραμμένη στα ελληνικά κατά τον 2ο αι. π.Χ.

Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2019

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ - Ἐκκλησιάζουσαι (241-284)

ΓΥ. Α’ εὖ γ᾽, ὦ γλυκυτάτη Πραξαγόρα, καὶ δεξιῶς.
πόθεν, ὦ τάλαινα, ταῦτ᾽ ἔμαθες οὕτω καλῶς;
ΠΡ. ἐν ταῖς φυγαῖς μετὰ τἀνδρὸς ᾤκησ᾽ ἐν πυκνί,
ἐκεῖ τ᾽ ἀκούουσ᾽ ἐξέμαθον τῶν ῥητόρων.
245 ΓΥ. Α’ οὐκ ἐτὸς ἄρ᾽, ὦ μέλ᾽, ἦσθα δεινὴ καὶ σοφή·
καί σε στρατηγὸν αἱ γυναῖκες αὐτόθεν
αἱρούμεθ᾽, ἢν ταῦθ᾽ ἁπινοεῖς κατεργάσῃ.
ἀτὰρ ἢν Κέφαλός σοι λοιδορῆται προσφθαρείς,
πῶς ἀντερεῖς πρὸς αὐτὸν ἐν τἠκκλησίᾳ;
250 ΠΡ. φήσω παραφρονεῖν αὐτόν. ΓΥ. Α’ ἀλλὰ τοῦτό γε
ἴσασι πάντες. ΠΡ. ἀλλὰ καὶ μελαγχολᾶν.
ΓΥ. Α’ καὶ τοῦτ᾽ ἴσασιν. ΠΡ. ἀλλὰ καὶ τὰ τρύβλια
κακῶς κεραμεύειν, τὴν δὲ πόλιν εὖ καὶ καλῶς.
ΓΥ. Α’ τί δ᾽ ἢν Νεοκλείδης ὁ γλάμων σε λοιδορῇ;
255 ΠΡ. τοῦτῳ μὲν ‹ἂν› εἴποιμ᾽ ἐς κυνὸς πυγὴν ὁρᾶν.
ΓΥ. Α’ τί δ᾽, ἢν ὑποκρούωσίν σε; ΠΡ. προσκινήσομαι,
ἅτ᾽ οὐκ ἄπειρος οὖσα πολλῶν κρουμάτων.
ΓΥ. Α’ ἐκεῖνο μόνον ἄσκεπτον, ἤν σ᾽ οἱ τοξόται
ἕλκωσιν, ὅ τι δράσεις ποτ᾽. ΠΡ. ἐξαγκωνιῶ
260 ὡδί· μέση γὰρ οὐδέποτε ληφθήσομαι.
ΓΥ. Α’ ἡμεῖς δέ γ᾽, ἢν αἴρωσ᾽, ἐᾶν κελεύσομεν.
ΓΥ. Β’ ταυτὶ μὲν ἡμῖν ἐντεθύμηται καλῶς.
ἐκεῖνο δ᾽ οὐ πεφροντίκαμεν, ὅτῳ τρόπῳ
τὰς χεῖρας αἴρειν μνημονεύσομεν τότε·
265 εἰθισμέναι γάρ ἐσμεν αἴρειν τὰ σκέλη.
ΠΡ. χαλεπὸν τὸ πρᾶγμ᾽· ὅμως δὲ χειροτονητέον
ἐξωμισάσαις τὸν ἕτερον βραχίονα.
ἄγε νυν, ἀναστέλλεσθ᾽ ἄνω τὰ χιτώνια·
ὑποδεῖσθε δ᾽ ὡς τάχιστα τὰς Λακωνικάς,
270 ὥσπερ τὸν ἄνδρ᾽ ἐθεᾶσθ᾽, ὅτ᾽ εἰς ἐκκλησίαν
μέλλοι βαδίζειν ἢ θύραζ᾽ ἑκάστοτε.
ἔπειτ᾽ ἐπειδὰν ταῦτα πάντ᾽ ἔχῃ καλῶς,
περιδεῖσθε τοὺς πώγωνας. ἡνίκ᾽ ἂν δέ γε
τούτους ἀκριβῶς ἦτε περιηρμοσμέναι,
275 καὶ θαἰμάτια τἀνδρεῖα γ᾽ ἃ παρεκλέψατε
ἐπαναβάλησθε, κᾆτα ταῖς βακτηρίαις
ἐπερειδόμεναι βαδίζετ᾽ ᾄδουσαι μέλος
πρεσβυτικόν τι, τὸν τρόπον μιμούμεναι
τὸν τῶν ἀγροίκων. ΓΥ. Α’ εὖ λέγεις· ἡμεῖς δέ γε
280 προΐωμεν αὐτῶν. καὶ γὰρ ἑτέρας οἴομαι
ἐκ τῶν ἀγρῶν ἐς τὴν πύκν᾽ ἥξειν ἄντικρυς
γυναῖκας. ΠΡ. ἀλλὰ σπεύσαθ᾽, ὡς εἴωθ᾽ ἐκεῖ
τοῖς μὴ παροῦσιν ὀρθρίοις ἐς τὴν πύκνα
ὑπαποτρέχειν ἔχουσι μηδὲ πάτταλον.

***
Α’ ΓΥΝ. Να σε φιλήσω, Πραξαγόρα αγάπη μου.
Περίφημα. Αλλά πού μου τα ξεσκόλισες;
ΠΡΑ. Όταν μας κυνηγούσαν οι Τριάκοντα,
κουρνιάσαμε στην Πνύκα με τον άντρα μου
κι έμαθα κει τα κόλπα των ρητόρων.
Α’ ΓΥΝ. Τότε δεν είναι αξήγητο πως είσαι
σοφή και γλώσσα ακόνι. Και γι᾽ αυτό
σ᾽ εκλέγουμε οι γυναίκες στρατηγό,
να εχτελέσεις το πρόγραμμά σου ακέριο.
Αν όμως ξαφνικά μες στη συνέλευση
σου ριχτεί με βρισιές ο κανατάς
ο Κέφαλος, μπορείς να τον καρφώσεις;
250 ΠΡΑ. Θα του φωνάξω: Είσαι τρελός! Α’ ΓΥΝ. Αυτό
το ξέρουν όλοι. ΠΡΑ. Και για δέσιμο είσαι!
Α’ ΓΥΝ. Κι αυτό το ξέρουν όλοι. ΠΡΑ. (ειρωνικά) Τα κανάτια σου
κακοφκιαγμένα, μα την πολιτεία
πολύ καλά κι ωραία τηνε προκόβεις.
Α’ ΓΥΝ. Κι αν σου ριχτεί κι ο κλεφταράς Νεοκλείδης;
ΠΡΑ. Να πάει σε σκύλου πάτο να τρυπώσει.
Α’ ΓΥΝ. Κι αν κανείς σε ξαπλώσει, τί θα κάνεις;
ΠΡΑ. Θα κουνιέμαι κι είμαι παλιά κουνίστρα.
Α’ ΓΥΝ. Μα νά τί δεν προβλέψαμε, αν σ᾽ αρπάξουν
οι τοξότες, να σε πετάξουν όξω,
τί θα κάνεις; ΠΡΑ. Θ᾽ αντισταθώ έτσι δα,
(δείχνει)
με τους αγκώνες. Απ᾽ αυτούς κανέναν
260 δε θ᾽ αφήσω απ᾽ τη μέση να με πιάσει.
Α’ ΓΥΝ. Μα κι εμείς θα φωνάζουμε: «ασ᾽ τον, ασ᾽ τον»!
Β’ ΓΥΝ. Όλα ως εδώ καλά τα προνοήσαμε.
Ξεχάσαμ᾽ ένα: στην ψηφοφορία
τα χέρια πρέπει να σηκώσουμε όλες,
μαθημένες τα πόδια να σηκώνουμε.
ΠΡΑ. Δύσκολο κάπως. Στη χειροτονία
θα βγάλουμε από κάτω απ᾽ το μαντύα
το μπράτσο το δεξί μας. Μπρος λοιπόν
τα χιτώνια ψηλότερ᾽ αναζώστε
φορέστε τα σπαρτιάτικα κουντούρια,
όπως βλέπετε οι άντρες σας να κάνουν,
270 κάθε φορά που βγαίνουν για να πάνε
στου δήμου τη συνέλευση κι αλλού.
Κι άμα τα κάνετε όλ᾽ αυτά, όπως πρέπει,
γυροδέστε τα γένια στο σαγόνι
κι άμα και τούτα στεριωθούν καλά,
τους μαντύες τυλιχτείτε των αντρώ σας
κι ακουμπισμένες στα ραβδιά σας, χάιντε
προχωράτε με τάξη, τραγουδώντας
και κανένα σκοπό παλαιικό
σα να ᾽σαστε χωριάτες σε πορεία.
Α’ ΓΥΝ. Καλά μας ορμηνεύεις. Πρέπει εμείς
280 να πάμε να προλάβουμε τις άλλες
τις καμπίσες. Τις βλέπω και τραβάνε
για την Πνύκα γραμμή. ΠΡΑ. Λοιπόν βιαστείτε,
γιατ᾽ όποιος δεν προλάβει να βρεθεί
στη σύναξη πριν φέξει, τονε διώχνουν
και δεν παίρνει οβολό μηδέ καρφί.

Μορφές και Θέματα της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας: ΠΡΙΑΜΙΔΕΣ, ΕΚΤΟΡΑΣ

Καταγωγή, γάμος, προσωπικότητα
 
Γιος του Πρίαμου και της Εκάβης, μάλλον πρωτότοκος, ή, επειδή ο Απόλλωνας ήταν πάντα δίπλα του, γιος και του ίδιου του θεού. Παντρεύτηκε την Ανδρομάχη, κόρη του Ηετίωνα, βασιλιά της Θήβας στη Μυσία, με την οποία απέκτησε ένα γιο, τον Αστυάνακτα ή Σκαμάνδριο. Άλλες παραδόσεις αποδίδουν ακόμη ένα ή δύο παιδιά στο ζευγάρι, τον Λαοδάμαντα και τον Όξυμο.
 
Όντας ο Πρίαμος σε βαθιά γεράματα και παροπλισμένος από ευθύνες και καθήκοντα, στην ουσία ο Έκτορας κυβερνά την Τροία, συγκαλεί τις συνελεύσεις και διευθύνει τις συζητήσεις. Είναι αρχηγός του στρατού και σπουδαίος μαχητής. Σέβεται τους θεούς, τους γονείς του, τη σύζυγό του Ανδρομάχη, φέρεται τρυφερά στο παιδί* του και για την Ελένη δεν αρθρώνει κακό λόγο. Πριν τη μονομαχία του με τον Αχιλλέα, στη συναντηση που είχε με τη γυναίκα του, εκφράζει την ανησυχία του για την τύχη* της, σε περίπτωση που εκείνος πέθαινε και οι Έλληνες έπαιρναν την Τροία. Γενικά, εμφανίζεται ευσεβής και ζητά τον εξευμενισμό*** των θεών αναγνωρίζοντας τη δύναμή τους.
 
Για την εξωτερική του εμφάνιση, την προσωπικότητα και το ήθος του μαρτυρεί ο Φιλόστρατος, σοφιστής του 2ου/3ου αι. μ.Χ.:
 
Το άγαλμα του Έκτορα στο Ίλιο θυμίζει ημίθεο. […] Δείχνει μεγαλοφροσύνη, ορμητικότητα, ευθυμία, μεγαλόπρεπο σφρίγος και παριστάνεται στο άνθος της νεότητάς του και με κοντά μαλλιά. (Φιλόστρ., Ηρωικ. 2.10)
 
Ο Όμηρος περιέγραψε με πολύ ωραία τον τρόπο που [ο Έκτορας] οδηγούσε το άρμα του, τις μάχες του, τις σκέψεις του και το γεγονός ότι η Τροία στηριζόταν σε αυτόν και μόνο και όχι σε άλλον. Οι καυχησιολογίες του Έκτορα, όπως παρουσιάζονται μέσα από την ομηρική ποίηση, και οι απειλές του προς τους Αχαιούς για το κάψιμο των πλοίων, ο Πρωτεσίλαος λέει πως ανταποκρίνονται στην ορμητικότητα του ήρωα, διότι συνήθιζε να λέει πολλά τέτοια στις μάχες. Το βλέμμα του ήταν πολύ φωτεινό και η φωνή του δυνατή. Ήταν πιο μικρόσωμος από τον Τελαμώνιο, όμως καθόλου κατώτερος στη μάχη, όπου έδειχνε και κάτι από τη φλογερή ιδιοσυγκρασία του Αχιλλέα. […] Τα μαλλιά του τα είχε κομμένα κοντά, παρά το γεγονός ότι οι βασιλιάδες και τα βασιλόπουλα συνήθιζαν να τα έχουν μακριά. […] Τα αυτιά του ήταν κομμένα σαν των παλαιστών, όχι όμως επειδή είχε σχέση με την πάλη […] αλλά επειδή αντιμετώπιζε ταύρους και το να συμπλέκεται με αυτά τα ζώα το θεωρούσε πολεμική εξάσκηση. […] Του άρεζε να τους δαμάζει και να μην παραιτείται, έστω κι αν είχε πληγωθεί. (Φιλόστρ., Ηρωικ. 12.b)
 
Δράση στον πόλεμο, τακτική και ήθος
 
Παραστάτες θεοί του Έκτορα στον πόλεμο ήταν ο Άρης και, κυρίως, ο Απόλλωνας, ενώ ευνοϊκός μαζί του δείχνεται και ο Δίας, μέχρι τη μοιραία για τον Έκτορα ώρα. Ποσειδώνας, Αθηνά και Ήρα τον εχθρεύονται.
 
Ο Έκτορας σκότωσε τον πρώτο Αχαιό που πάτησε το πόδι του στο έδαφος της τρωικής χερσονήσου, τον Πρωτεσίλαο. Πολύ κοντά στην αρχή του πολέμου πρότεινε να λυθεί το θέμα με μια μονομαχία**** μεταξύ του αδερφού του Πάρη και του Μενέλαου, από την οποία όμως δεν προέκυψε αδιαμφισβήτητος νικητής λόγω θεϊκής παρέμβασης. Αργότερα (ραψωδία Η), πρότεινε να λυθεί ο πόλεμος με μονομαχία ανάμεσα στον ίδιο και σε όποιον πολεμιστή διάλεγαν οι Αχαιοί. Στην πρόκληση ανταποκρίθηκε ο Μενέλαος αλλά συγκρατήθηκε από τον αδελφό του Αγαμέμνονα. Ανάμεσα στους άλλους εννέα που προθυμοποιήθηκαν να μονομαχήσουν (Αγαμέμνων, Τυδείδης Διομήδης, οι Αίαντες, Ιδομενέας, Μυριόνης, Ευρύπυλος, Θόας, Οδυσσέας) επιλέχθηκε με κλήρο ο Αίαντας από τη Σαλαμίνα. Αλλά επειδή η μονομαχία***** δεν κατέληγε σε κάποιον νικητή και έδειχνε ισοπαλία, μετά από μεσολάβηση των κηρύκων Ιδαίου και Ταλθύβιου, ο Αίαντας και ο Έκτορας σταματούν να μάχονται. Οι δύο αντίπαλοι θαύμασαν το σθένος, την ικανότητα και την ανδρεία ο ένας του άλλου και αντάλλαξαν μεταξύ τους δώρα, κάτι που συνηθιζόταν στο τέλος μιας ισόπαλης μονομαχίας. Ο Έκτορας του επρόσφερεν αργυροκαρφωμένο / ξίφος με το θηκάρι του και κρεμαστήρι ωραίο (με αυτό το ξίφος ο Αίαντας αυτοκτόνησε αργότερα), ενώ ζώνην με κόκκινην βαφήν του χάρισεν ο Αίας (Η 303-305), την οποία χρησιμοποίησε αργότερα ο Αχιλλέας, όταν έσυρε νεκρό τον Έκτορα γύρω από τα τείχη της Τροίας και τον τάφο του Πατρόκλου.
 
Πριν από τον θάνατο του Πάτροκλου ο Έκτορας εφάρμοζε το άγραφο δίκαιο σχετικά με την περισυλλογή των νεκρών και την ταφή τους, καθώς και για την απόδοση των νεκρών πολεμιστών στους δικούς τους ανθρώπους (Η 375-78, 408-11). Όταν κάλεσε κάποιον Αχαιό πολεμιστή να μονομαχήσει μαζί του για να λυθεί με μονομαχία ο πόλεμος, ζήτησε, σε περίπτωση που νικηθεί, ο αντίπαλός του να τον γδύσει κι ας κουβαλήσει την αρμάτα μου στα βαθουλά καράβια· / μα το νεκρό κορμί στο σπίτι μου να δώσει, για να βάλουν / οι Τρώες μαζί με τις γυναίκες τους φωτιά και να με κάψουν (Η 78-80) -τραγικότατη η φράση αν αναλογισθεί κανείς τη μεταχείριση του σώματός του από τον Αχιλλέα. Αντίστοιχα, υποσχέθηκε ότι αν νικούσε, θα αφιέρωνε την πανοπλία του αντιπάλου του στον ναό του Απόλλωνα -ένδειξη τιμής και αναγνώρισης προς τον αντίπαλο- και θα παρέδιδε το σώμα του για να το θάψουν οι μακρόμαλλοι στο χώμα μέσα Αργίτες, / και μνήμα στον πλατύν Ελλήσποντο χυτό να του σηκώσουν (Η 83-85), συμφωνία που οι Αργίτες αποδέχτηκαν σιωπηλά. Την ίδια συμφωνία αρνήθηκε, με εξαιρετικά άγριο τρόπο, ο Αχιλλέας στον Έκτορα αργότερα και ζωντανό τον προϊδέασε με λεπτομέρειες για την τύχη του νεκρού του σώματος.
 
Ως την αρχή του δέκατου έτους του πολέμου, ο Έκτορας ακολουθούσε αμυντική τακτική –αν και γι’ αυτό κατηγορεί τους γέροντες που με τη δειλία της ηλικίας τους κρατούσαν τον στρατό και δεν τον άφηναν να μεταφέρει τον πόλεμο κοντά στα πλοία των Αχαιών (Ο 722-723). Μεγάλη γενναιότητα έδειξε όταν ο Αχιλλέας αποσύρθηκε από τον πόλεμο εξαιτίας της σύγκρουσής του με τον Αγαμέμνονα για τις δύο αιχμάλωτες τρωαδίτισσες, τη Χρυσηίδα και τη Βρισηίδα, κυρίως στη μάχη****** κοντά στα πλοία των Αχαιών. Χρειάστηκε μάλιστα να παρέμβουν θεοί για να τον εμποδίσουν να σκοτώσει ήρωες, όπως τον Νέστορα ή τον Διομήδη. Η παρέμβαση του Απόλλωνα τον έσωσε από τα βέλη του Τεύκρου, ενώ με παρέμβαση του Δία οι θεούς του αφήσουν τη νίκη. Η δικαίωση και η δόξα του Αχιλλέα μέσα στο στρατόπεδο των Αχαιών περνά μέσα από τη δόξα του Έκτορα.
 
Η μονομαχία με τον Πάτροκλο
 
Οι νίκες του Έκτορα ώθησαν τον Πάτροκλο να ασκήσει πίεση στον Αχιλλέα για να τον πείσει να ξαναμπεί στη μάχη ή, τουλάχιστον, για να του επιτρέψει να οδηγήσει εκείνος τους Μυρμιδόνες. Φορώντας την πανοπλία του Αχιλλέα και με θυελλώδη ορμή απέκρουσε μαζί με τους Μυρμιδόνες τους Τρώες, που είχαν φθάσει στα πλοία των Αχαιών και ήταν έτοιμοι να τα πυρπολήσουν.
Ο Έκτορας αντιμάχησε με τον Πάτροκλο για το σώμα του ηνιόχου του, του Κεβριόνη, κρατώντας τον νεκρό από το κεφάλι, τη στιγμή που ο Πάτροκλος τον κρατούσε από το πόδι (Π 762-763), ενώ νωρίτερα είχε παροτρύνει τους άνδρες του να κατακρεουργήσουν το σώμα του Έκτορα, να το σκυλεύσουν και να φονεύσουν τους υπερασπιστές του (Π 559-561). Οι Τρώες αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στα τείχη τους. Κατά τη διάρκεια της τρίτης εφόδου που επιχείρησε ο Πάτροκλος για την άλωση της Τροίας χτυπήθηκε από τον Απόλλωνα και καταλήφθηκε από σκοτοδίνη. Στην κατάσταση αυτή πρώτος τον έπληξε ο Εύφορβος από πίσω και δεύτερος με θανατηφόρο κτύπημα ο Έκτορας. Με χαρακτηριστική απάθεια ο Έκτορας ακινητοποίησε το πτώμα του ύπτιου Πάτροκλου με τη φτέρνα του, σπρώχνοντάς τον προς τα πίσω, καθώς τραβούσε το δόρυ από την πληγή. Ωστόσο, ο Πάτροκλος είχε ήδη πεθάνει και ο Έκτορας δεν αξιώθηκε να αφαιρέσει μαζί με το δόρυ και την ψυχή του Μυρμιδόνα (Π 856-7, 862-3). Το ίδιο θα πάθει και ο Αχιλλέας με τον Έκτορα (Χ 361-2, 367· πρβ. Ε 620-1, Ζ 64-5).
 
Στη μάχη γύρω από το σώμα του Πάτροκλου ο Έκτορας προφταίνει και του παίρνει τα όπλα και τα ζώνεται, δοκίμασε μάλιστα να τον σύρει προς το μέρος των Τρώων και στη λύσσα του λογιάζει το κεφάλι [του Πάτροκλου] / να μπήξει στα παλούκια, κόβοντας τον απαλό λαιμό του (Σ 176-7)· με κοφτερό χαλκό απ' τους ώμους του την κεφαλή να κόψει / και να πετάξει το κουφάρι του θροφή στης Τροίας τους σκύλους (Ρ 126-7). Θεωρεί τόσο σημαντική την κατοχή του σώματος του Πάτροκλου που υπόσχεται τα μισά απ' τα κούρσα του σε όποιον τον σύρει προς τα τείχη (Ρ 229-32). Όμως αποκρούεται από τον Μενέλαο και τον Αίαντα (Ρ 125-131, 254-5· πρβ. Σ 176-7).
 
Η μονομαχία με τον Αχιλλέα
 
Ο θάνατος του Πατρόκλου ήταν καταλυτικός για τον Αχιλλέα και για την τύχη του Έκτορα και την έκβαση του πολέμου. Με τα καινούρια όπλα που του έφτιαξε ο Ήφαιστος ξαναβγήκε στη μάχη και σκότωσε τόσους που ο ποταμός Σκάμανδρος του παραπονέθηκε για τα πολλά πτώματα που σωρεύονταν στα νερά και την κοίτη του και εμπόδιζαν τα νερά να βρουν τη συνηθισμένη διέξοδό τους στη θάλασσα. Στη μάχη ρίχτηκαν και οι θεοί, με αποτέλεσμα οι Τρώες να υποχωρήσουν. Ο Έκτορας αποφασίζει να βγει έξω και να αντιμετωπίσει τον Αχιλλέα, παρά την πίεση που δέχτηκε από τους γονείς και τη σύζυγό του για το αντίθετο (Όμ. Ιλ., Ζ 404-432, Χ 38-39, 82).
 
Αρνητικά και ηττοπαθή συναισθήματα τού προκάλεσαν δισταγμό, το έβαλε στα πόδια και ο Αχιλλέας τον ακολούθησε -τρεις φορές έκαναν τον γύρο των τειχών. Η θεά Αθηνά πήρε τότε την μορφή του Διηφόβου και τον ενθάρρυνε να πολεμήσει, λέγοντάς του ότι θα αντιμετώπιζαν μαζί τον Αχιλλέα. Απώτερος σκοπός της θεάς ήταν να προκαλέσει τη μονομαχία και τον θάνατο του Έκτορα. Ο Έκτορας πείστηκε στα λόγια του (της), κατέπνιξε τον φόβο του και συνάντησε τον Αχιλλέα έξω από τα τείχη της Τροίας. Ζήτησε μάλιστα να τηρήσουν το άγραφο δίκαιο του πολέμου και να συμφωνήσουν ότι ο νικητής της μονομαχίας δεν θα ατίμαζε το σώμα του ηττημένου. Ο Αχιλλέας, γεμάτος και αυτός με αρνητικά συναισθήματα για το χαμό του Πατρόκλου, αρνήθηκε με τρόπο υβριστικό. Ο Αχιλλέας έριξε πρώτος το ακόντιο του, αλλά ο Έκτορας το απέφυγε και απάντησε αμέσως μετά επίσης με ρίψη ακοντίου που βρήκε στην ασπίδα του Αχιλλέα, όμως δεν τη διαπέρασε. Η Αθηνά στο μεταξύ έδωσε πίσω το ακόντιο στον Αχιλλέα, ενώ ο Έκτορας που γύρισε κοιτώντας στα τείχη και ψάχνοντας το Διήφοβο για να του δώσει νέο ακόντιο συνειδητοποίησε ότι η παρουσία του νωρίτερα ήταν τέχνασμα θεϊκό. Το ζύγισμα των ψυχών των δύο ηρώων από τον Δία, η ψυχοστασία, έδειξε ότι είχε έρθει η ώρα του Έκτορα -ο δίσκος ο δικός του έφτασε μέχρι κάτω τον Άδη, ο Απόλλωνας τον εγκατέλειψε.
 
Έχοντας πια επίγνωση του τέλους του, ο Έκτορας δεν το έβαλε κάτω. Είπε πως θα πολεμήσει μέχρι θανάτου και ότι οι επόμενες γενιές θα μάθαιναν πόσο ανδρειωμένος ήταν. Φορώντας την πανοπλία του Αχιλλέα, την οποία είχε πάρει από τον νεκρό Πάτροκλο, όρμησε στον αντίπαλό του. Εκείνος πάλι, γνωρίζοντας καλά τα αδύναμα σημεία της, έριξε το ακόντιο σε ένα ανοιχτό σημείο του τραχήλου του Έκτορα, όμως ποιητικῇ ἀδείᾳ δεν του κόβονται οι φωνητικές χορδές, ώστε ο Αχιλλέας να τον ακούσει να προφητεύει το τέλος του από τον Πάρη μπροστά στις Σκαιές Πύλες αλλά και την ικεσία του να παραδώσει το σώμα του στους δικούς του. Έπεσε νεκρός, αφού πρώτα άκουσε την υβριστική άρνηση του Αχιλλέα να πράξει το δίκαιο. Ο Αχιλλέας τράβηξε το δόρυ από το νεκρό σώμα του (Χ 367, πρβ. Π 503-4, 862-3, Ε 620-1, Ζ 64-5), όπως και τα όπλα αίμα γιομάτα. Ο μανιασμένος τιμωρός είχε κατά νου να αποκεφαλίσει τον φονιά του Πατρόκλου και να του προσφέρει το κεφάλι του (Σ 335), όμως ο ποιητής, έχοντας υπόψη την ικεσία του Πριάμου (ραψωδία Ω), δεν θα μπορούσε να το επιτρέψει.
 
Τραγικές στιγμές πέρασαν οι γονείς και η γυναίκα του Έκτορα, Ανδρομάχη, η οποία είχε μόλις ανέβει στα τείχη και αντίκρισε το φρικτό θέαμα: τον Αχιλλέα να σέρνει τον νεκρό Έκτορα γύρω από τα τείχη της Τροίας με το άρμα του, πανηγυρίζοντας υβριστικά τη νίκη του. Μεγάλο μέρος της συγκίνησης και της αποτελεσματικότητας της σκηνής αντλείται από την αντίθεση του αναίσθητου πτώματος του Έκτορα και τη μικρόψυχη κακοβουλία όσων έτρεχαν μακριά του όσο ήταν στη ζωή· μόνο τώρα που είναι νεκρός τον αντιμετωπίζουν. Και μάλιστα μαχαίρωναν το σώμα του νεκρού και τον χτυπούσαν, καθώς μιλούσαν μεταξύ τους, προσπαθώντας να συνειδητοποιήσουν το μέγεθος της επιτυχίας, με μιαν άκαμπτη αδιαφορία ή και μίσος που αντιδιαστέλλεται με την ομορφιά του νεκρού σε στίχους******* εκπληκτικής δύναμης. Αντίστοιχα, το κέντημα της Ανδρομάχης με τα σύμβολα της ζωής και της ελπίδας που οι θεοί της αρνιούνται αντιδιαστέλλεται με ό,τι πραγματικά είχε συμβεί στον άνδρα της.
 
«Ο ποιητής τονίζει το μεγαλείο του Έκτορα περιγράφοντας τη μικρότητα του όχλου», λέει ο Wilamowitz. «Το μαχαίρωμα του πτώματος μπορεί να προέρχεται τελικά από την επιθυμία να εξασφαλιστεί ότι ο νεκρός άνδρας είναι όντως νεκρός και ότι το φάντασμά του δεν μπορεί να βλάψει τους εχθρούς του μετά θάνατον», επισημαίνει ο Richardson. Και ο Griffin: «Η πικρία για την κακοποίηση […] εντείνεται από τη δύναμη του εχθρού να την πραγματοποιήσει μέσα στην ίδια του την πατρίδα, μπροστά στα μάτια του λαού του.»
 
Η κακοποίηση του νεκρού Έκτορα
 
O Αχιλλέας απέκδυσε τον Έκτορα από την πανοπλία, τον έδεσε από τα πόδια στο άρμα του με λουριά που έχει περάσει από τους αστραγάλους και τον έσυρε πίσω από το άρμα του ως το αχαϊκό στρατόπεδο, ζητώντας μάλιστα από τους συντρόφους του να γυρίσουν στα πλοία με το σώμα του Έκτορα ψέλνοντας της νίκης το τραγούδι (Χ 391). Εκεί πέταξε το σώμα του εχθρού του στα χώματα και όποτε θύμωνε το ξαναέδενε στο άρμα και το τραβούσε γύρω από το μνήμα του Πατρόκλου.
 
Οι προσβολές******** εδώ είναι απανωτές: 1) Ο Έκτορας είναι μες στη σκόνη και μπρούμυτα, ενώ ένας νεκρός θα έπρεπε να τοποθετηθεί ανάσκελα για να ταφεί· 2) η πράξη αυτή γίνεται στην πατρίδα του, μπροστά στα μάτια των δικών του ανθρώπων που αδυνατούν να αντιδράσουν. Και φυσικά, συγκινητικά υποβλητική παρουσιάζεται η αντίθεση μεταξύ της προηγούμενης ομορφιάς και της τωρινής παραμόρφωσης, το προηγούμενο μεγαλείο και τον τωρινό εξευτελισμό του ήρωα, κάτι που γινόταν και με άλλους πολεμιστές.
 
Ωστόσο, αν και δώδεκα μέρες άταφος ο Έκτορας, ωστόσο το σώμα του έμεινε προστατευμένο από τη σκληρή μεταχείριση χάρη στον Απόλλωνα: […] Με τ' ολόχρυσο σκουτάρι του τρογύρα / τον σκέπαζε όλο, ως τον βωλόσουρνε μην ξεγδαρθεί στο χώμα (Ω 20-1)· το ίδιο και η Αφροδίτη που έδιωχνε τα σκυλιά να μη ζυγώσουν και τον κατασπαράξουν. Τον άλειψε μάλιστα με αθάνατο ροδόνερο και τον σκεπάζει με παχύ γαλάζιο σύννεφο να μην ξεράνει ο ήλιος το δέρμα του.
 
Η ανάκτηση του σώματος του Έκτορα
 
Όταν ο Έκτορας σκοτώθηκε, η θεά Ίρις, σταλμένη από τον Δία, παρακίνησε τον Πρίαμο να πάει στο στρατόπεδο των Αχαιών για να ζητήσει το πτώμα του νεκρού γιου του. Αψήφησε τους φόβους της Εκάβης και τους δικούς του και πήγε νύχτα στο στρατόπεδο των Αχαιών, στη σκηνή του Αχιλλέα, για να δώσει λύτρα********* και να πάρει το σώμα του γενναίου παιδιού τους. Τον συνόδευε ο Ερμής μεταμφιεσμένος σε θνητό.
 
Η ειρηνική αριστεία του Πριάμου, ανάμνηση της παλιάς πολεμικής του αριστείας, ξάφνιασε τον Αχιλλέα, καθώς ο γέροντας έδειξε ευγένεια και αρχοντιά, ψυχική δύναμη, αναγνωρίζοντας ότι ήταν ένας σπουδαίος αντίπαλος για τον γιο του. Ο Αχιλλέας παρέδωσε πλυμένο και καθαρό το σώμα του Έκτορα.
 
Ο θρήνος για τον Έκτορα. Επικήδειες τιμές
 
Συστατικό στοιχείο του τελετουργικού της ταφής είναι ο θρήνος. Τον νεκρό Έκτορα θρήνησαν η γυναίκα********** του, η μητέρα********** του και η Ελένη************, καθεμιά τονίζοντας διαφορετικές πτυχές της προσωπικότητάς του, το πώς οι ίδιες τον έβλεπαν αλλά και τις συνέπειες που θα είχε γι' αυτές ο θάνατός του. Τον θρήνο τους ακολούθησε ο θρήνος των υπόλοιπων γυναικών του παλατιού.
 
Το τελετουργικό της ταφής του Έκτορα έγινε σύμφωνα με τα νενομισμένα: με το κάψιμο του σώματος του Έκτορα, το σβήσιμο της πυράς, τη συγκέντρωση των οστών, το τύλιγμά τους σε πορφυρό και μαλακό ύφασμα, την τοποθέτησή τους σε κατάχρυση θήκη, ύστερα σε λάκκο που καλύφθηκε με πέτρες και από πάνω με χώμα. Στη συνέχεια παρατέθηκε νεκρόδειπνο, δεν τελέστηκαν όμως νεκρικοί αγώνες, όχι μόνο γιατί δεν ταίριαζαν με την κατάσταση πολιορκίας και με τη σύντομη ανακωχή, αλλά και γιατί ο ποιητής με τις επιλογές του έδωσε όλη την έμφαση στην ίδια την ταφή, προσφέροντας ιδιαίτερα εσωτερικές σκηνές και ένα ήρεμο και απλό κλείσιμο. Ωστόσο η ποικιλία στη γλώσσα και στις τελετουργικές λεπτομέρειες είναι εντυπωσιακή (Ψ 257, Ω 791-801· πρβ. Η 433-6, ω 71-92).
 
Από άποψη δομική, θα λέγαμε ότι το έπος κλείνει όπως είχε αρχίσει: μία από τις πρώτες σκηνές του έπους ήταν η σκηνή του λοιμού στο αχαϊκό στρατόπεδο και της πυράς για την καύση των νεκρών και μία από τις τελευταίες η πυρά για την καύση του Έκτορα και η ταφή του.
-----------------------------
*Αστυάνακτας - Έκτορας - Ανδρομάχη
 
[…] βαστούσε [η Ανδρομάχη] το μικρό μονάκριβο παιδί της,
τον Εκτορίδην, όμοιον με εύμορφον αστέρα·
Σκαμάνδριον ο πατέρας του, Αστυάνακτα τα πλήθη
τον λέγαν, ότι έσωζεν ο Έκτωρ την Τρωάδα.
Εκείνος χαμογέλασε κοιτώντας το παιδί του
ήσυχα·[…]
[ …]
Και ο μέγας Έκτωρ άπλωσε τα χέρια στο παιδί του·
Έσκουξ' εκείνο κι έγειρε στο στήθος της βυζάστρας·
φοβήθη τον πατέρα του καθώς είδε ν' αστράφτουν
τ' άρματα και απ' την κόρυθα της περικεφαλαίας
την χαίτην που τρομακτικώς επάνω του εσειόνταν·
εγέλασε ο πατέρας του και η σεβαστή μητέρα·
και ο μέγας Έκτωρ έβγαλε την περικεφαλαία
και καταγής την έθεσεν οπού λαμποκοπούσε.
Εφίλησε κι εχόρευσε στα χέρια το παιδί του
κι έπειτα ευχήθη στους θεούς κι είπε: «Ω πατέρα Δία,
κι όλ' οι επουράνιοι θεοί, δώσετε εις το παιδί μου
τούτο, ως εδώκατε εις εμέ, στο γένος του να λάμπει,
στ' άρματα μέγας, δυνατός στην Ίλιον βασιλέας,
και ως έρχεται απ' τον πόλεμον μ' άρματα αιματωμένα
εχθρού που εφόνευσε, να ειπούν: καλύτερος εδείχθη
και του πατρός του, και χαράν θα αισθάνεται η μητέρα».
Ως είπε αυτά, στην αγκαλιά της ποθητής συμβίας
το βρέφος έβαλε και αυτή στο μυροβόλο στήθος
το πήρε γελοκλαίοντας· […]
(Όμ. Ιλ., Ζ 400-405, 466-484)
 
**Ο Έκτορας μιλά για την τύχη της Ανδρομάχης
 
Αλλά των Τρώων η φθορά δεν με πληγώνει τόσο
και του πατρός μου ο θάνατος και της σεμνής μητρός μου
και των γλυκών μου αδελφών, οπού πολλοί και ανδρείοι
από τες λόγχες των εχθρών θα κυλισθούν στο χώμα
όσ΄ ο καημός σου, όταν κανείς των Αχαιών σε πάρει
εις την δουλείαν, ενώ συ θα οδύρεσαι, θα κλαίεις,
εις τ΄ Άργος ξένον ύφασμα θα υφαίνεις προσταγμένη·
απ΄ την Υπέρειαν πηγήν ή από την Μεσσηίδα
νερό θα φέρνεις στανικώς, από σκληρήν ανάγκην·
κι ενώ συ κλαίεις θενά ειπούν: «Ιδέτε την συμβίαν
του Έκτορος που πρώτευε των ιπποδάμων Τρώων
στον πόλεμον, που ολόγυρα στην Ίλιον πολεμούσαν».
(Ζ 450-461)
 
***Η ευσέβεια του Έκτορα
 
Ο Έκτορας απευθύνεται στη μητέρα του Εκάβη:
 
Αλλά συ τες γερόντισες πάρε σιμά σου και άμε
εις τον ναόν της Αθηνάς με αρώματα μαζί σου·
και απ΄ όσους πέπλους διαλεκτούς στο δώμα σου φυλάγεις
τον μέγαν, τον λαμπρότερον, τον ακριβότερόν σου˙
στης καλοπλέξουδης θεάς τα γόνατα να θέσεις,
και δώδεκα να υποσχεθείς χρονιάρικες μοσχάρες
θυσίαν, ίσως η θεά να ελεηθεί θελήσει
την πόλιν, τες γυναίκες μας και τα μικρά παιδιά μας,
και απ΄ την αγίαν Ίλιον μακρύνει τον Τυδείδην,
τον άγριον πολεμιστήν, δεινόν φυγής εργάτην.
Και στον ναόν της Αθηνάς συ πήγαινε, ω μητέρα,
(Όμ. Ιλ., Ζ 269-279)
 
****Μονομαχία Πάρη - Μενέλαου
 
Πρώτος ο Πάρις έριξε το μακρινό κοντάρι
και του Ατρείδη εκτύπησε την κυκλωτήν ασπίδα·
δεν έσπασε την δυνατήν ασπίδα η χάλκιν' άκρη
κι ελύγισε· και δεύτερος ο Ατρείδης επετάχθη
και πρώτα ευχήθη μέσα του: «Κάμε, ω πατέρα Δία,
να εκδικηθώ τον άνθρωπο που αδίκησέ με πρώτα,
τον θείον Πάριν να σβησθεί στην λόγχην μου αποκάτω,
για να τρομάζει στο εξής καθένας ν' αδικήσει
τον άνθρωπον που σπίτι του φιλόξενα τον δέχθη».
Είπε και το μακρόσκιον ετίναξε κοντάρι
και του Αλεξάνδρου εκτύπησε την κυκλωτήν ασπίδα.
Έσπασε η λόγχ΄ η δυνατή την φωτεινήν ασπίδα,
και στον ωραίον θώρακα εμπήχθη πέρα πέρα·
και τον χιτώνα του 'σχισε στο μέρος της λαπάρας.
Έσκυψε και τον θάνατον εξέφυγεν ο Πάρις·
το ξίφος τ' ασημόκομπον εσήκωσεν ο Ατρείδης
κι εκτύπησε το μέτωπο της περικεφαλαίας·
το ξίφος τρίμματ' έγινε και του 'πεσε απ' το χέρι·
κι εστράφη προς τον ουρανόν κι εγόγγυσ' ο Ατρείδης
«Δία πατέρα, ποιος θεός ολέθριος είναι ως είσαι;
Θαρρούσα πως τον Πάριδα θ' αντικακώσω τώρα,
και ιδού το ξίφος μου ΄σπασε στα χέρια και την λόγχην
έριξ' απ' την παλάμην μου χωρίς να τον φονεύσω».
Και όρμησ' ευθύς, τον άρπαξεν απ' το δασύ του κράνος,
τον έστριψε, τον έσερνε στων Αχαιών τα πλήθη·
τον έπνιγε στον τρυφερόν λαιμό του ανεβασμένο
το πολυκέντητο λουρί της περικεφαλαίας·
κι είχε τον σύρει και λαμπρήν την δόξαν θ' αποκτούσε,
αλλ' έγκαιρα το ενόησεν η Αφροδίτ' η θεία
κι έκοψε αμέσως το λουρί, σκληρό βοδιού τομάρι·
άδειο το κράνος πήγαινε με τ' ανδρειωμένο χέρι
του Ατρείδη, ώσπου το πέταξε στων Αχαιών τα πλήθη·
κι οι σύντροφοι το εδέχθηκαν· κι όρμησε αυτός οπίσω
λυσσώντας με το χάλκινο κοντάρι να τον σχίσει.
(Ιλ., Γ 346-379)
 
*****Έκτορος και Αίαντος μονομαχία
 
το μακρόσκιον ετίναξε κοντάρι.
Και την φρικτήν του Αίαντος εκτύπησεν ασπίδα
και τον χαλκόν που όγδοος επτά σκεπάζει δίπλες·
τες έξι δίπλες έσχισε κι εστάθη στην εβδόμην
της λόγχης ο σκληρός χαλκός· και δεύτερος ο Αίας
ο θείος το μακρόσκιον ετίναξε κοντάρι,
κι εκτύπησε την στρογγυλήν του Έκτορος ασπίδα.
Τρύπησ' η λόγχ΄ η δυνατή την φωτεινήν ασπίδα,
και στον ωραίον θώρακα εμπήχθη πέρα πέρα,
και στο λαγγόνι του αντικρύ του σχίζει τον χιτώνα.
Έσκυψε και τον θάνατον απόφυγεν εκείνος.
Και απ' τες ασπίδες έσυραν τες λόγχες των και οι δύο˙
με ορμήν επέσαν και όμοιαζαν λεόντων ωμοφάγων,
ή αγριοχοίρων φοβερών που δύσκολα νικούνται·
και ο Έκτωρ πρώτος έκρουσε στην μέσην την ασπίδα,
και η λόγχη δεν την έσπασε, ώστ' εκυρτώθ' η άκρη·
τότε πηδώντας έμπηξε την λόγχην στην ασπίδα
του Έκτορος και απ' την ορμήν τον έκοψεν ο Αίας,
και τον λαιμόν του λάβωσεν η λόγχη κι έσταξ' αίμα.
Και όμως ο Έκτωρ μ' όλ' αυτά την μάχην δεν αφήνει.
Τραβιέται οπίσω κι απ' την γην με το τρανό του χέρι
πέτραν σηκώνει ολόμαυρην, μεγάλην και τραχείαν·
του Αίαντος την φοβερήν επτάδιπλην ασπίδα
μ' αυτήν κτυπά στον ομφαλόν κι εβρόντησε ο χαλκός της.
Βράχον πολύ τρανότερον εσήκωσεν ο Αίας·
σφενδονιστά τον έριξε μ' αμέτρητην ανδρείαν
κι έσπασεν η μυλόπετρα στα βάθη την ασπίδα·
ετρέκλισε και ανάσκελα ξαπλώθηκε από κάτω
εις την ασπίδα· κι έξαφνα τον όρθωσεν ο Φοίβος.
Και με τα ξίφη αντίστηθα να κτυπηθούν θα ορμούσαν,
αν του Διός οι μηνυταί και των θνητών ανθρώπων,
οι κήρυκες που έστελναν και Αχαιοί και Τρώες
ο Ιδαίος και Ταλθύβιος, άνδρες σοφοί και οι δύο
δεν πρόφθαναν στο μέσον των τα σκήπτρα των ν' απλώσουν·
(Όμ. Ιλ., Η 244-277)
 
******Ο Έκτορας στα πλοία των Αχαιών
 
Με αυτό στον νουν έσπρωχνε ο Ζευς επάνω στα καράβια
τον Πριαμίδην Έκτορα που εμάνιζε και μόνος
ελύσσ΄ αυτός όσο λυσσά ο λογχοσείστης Άρης,
ή σ΄ όρος μεγαλόδενδρον φλόγα κακή θεριεύει·
αφροκοπά το στόμα του, κάτω από τ΄ άγρια φρύδια
τα μάτια του λαμποκοπούν, και, όπως πολεμούσε,
τρομακτικό στους μήλιγγες το κράνος εσειόνταν˙
είχε βοηθόν τον ίδιον Κρονίδη απ΄ τον αιθέρα,
οπού από τόσους ήρωες εδόξαζε κι ετίμα
εκείνον ότι λιγοστές είχε να ζήσ΄ ημέρες.
Ότ΄ ήδη εσήκων΄ η Αθηνά την σκοτεινήν ημέραν
επάνω του απ΄ την δύναμιν να πέσει του Αχιλλέως.
Και όπ΄ έβλεπε πυκνότερες τες καλοαρματωμένες
τάξες ανδρών δοκίμαζεν εδώ κι εκεί να σπάσει·
αλλά δεν το κατόρθωνεν μ΄ όσην και αν είχε λύσσαν
ότι βαστούσαν πυργωτοί σαν πήκτρα μορφωμένοι,
σαν βράχος που σ΄ ακρογιαλιά την κορυφήν του υψώνει,
άσειστος μένει στες ορμές των σφυρικτών ανέμων
και στα μεγάλα κύματα που επάνω του ξερνούνται.
Ομοίως άσειστ΄ οι Αχαιοί εδέχοντο τους Τρώας.
Και όλος ζωσμένος αστραπές έπεσε μες στο πλήθος
μ΄ όσην ορμήν τα κύματα μες στο καράβι πέφτουν
σφοδρά θρεμμένα άνεμον, που εγέννησαν τα νέφη˙
σκεπάζετ΄ όλο απ΄ τους αφρούς, ανέμου λύσσα τρίζει
εις τα πανιά και των ναυτών τρέμ΄ η καρδιά από φόβον,
τι ο θάνατος μια σπιθαμή μακριά τους είναι ακόμη·
όμοια σπαρτάριζε η καρδιά στων Αχαιών τα στήθη.
Και ως λέοντας κακόβουλος αν πέσει σ΄ αγελάδες
που άπειρες βόσκουν εις πλατύ ποτιστικό λιβάδι,
και τύχη ανήξερος βοσκός που δεν γνωρίζει ακόμη
να μάχεται με φονικό θεριό για τ΄ αγελάδια,
βαδίζει με τες ύστερες, βαδίζει με τες πρώτες
και ωστόσο αυτό στες μεσινές ορμά και τρώγει μίαν,
κι οι άλλες φεύγουν σκορπιστές˙ παρόμοια τους Αργείους
του Έκτορος και του Διός εκυνηγούσε ο τρόμος.
Τον Μυκηναίον φόνευσε τον Περιφήτην μόνον˙
[ …]
δόξαν τότ΄ έδωκε λαμπρήν του Έκτορος εκείνος
ότι ως εστράφη εκτύπησε στον γύρον της ασπίδος
οπού ως τες φτέρνες έφθανε προφυλακή στα βέλη˙
εμπλέχθη και ανασκέλησε˙ και ως έπεσε στο χώμα
τρομαχτικά στους μήλιγγες εκρότησε το κράνος.
Τον είδ΄ ο Έκτωρ κι έδραμε και του ΄μπηξε την λόγχην
στο στήθος και τον φόνευσε στα μάτια των συντρόφων,
κι εκείνοι, αν και περίλυποι, τον φίλον δεν βοηθήσαν,
ότι τον θείον Έκτορα ετρόμαζε η ψυχή τους.
Στα πλοία αντίκρυ εβρέθηκαν, κι εμπήκαν εις τον κύκλον
των ακρινών κατάγιαλα, κατόπι τους και οι Τρώες,
Και από τα πρώτα να συρθούν τους έφερεν η ανάγκη,
και στες σκηνές τους στάθηκαν αυτού συναθροισμένοι,
δεν εσκορπίσαν στον στρατόν, απ΄ εντροπήν και φόβον,
ως με ακατάπαυστην βοήν αντιπαρακινούντο,
και μάλιστα των Αχαιών το στήριγμα, ο Νηλείδης,
στ΄ όνομα των γονέων τους παρακαλούσεν όλους:
[…]
Και με βοήν τρομακτικήν φωνάζει [ο Αίας] τους Αργείους
να σώσουν τα καράβια τους και τες σκηνές· αλλ΄ ούτε
ο Έκτωρ πλέον έμενε στες φάλαγγες των Τρώων˙
αλλ΄ ως αετός ακράτητος που χύνετ΄, όπου βόσκουν
πτηνά μεγάλα και πολλά στου ποταμού την άκρην,
γερανών πλήθος, ή χηνών, ή κύκνων μακρολαίμων,
ίσια σ΄ ένα μαυρόπλωρο καράβι εχύθη ομοίως
ο Έκτωρ τότε και όπισθεν τον άμπωθε με χέρι
απέραντον ο βροντητής και όλα μαζί τα πλήθη.
Και πάλιν έγινεν αψιά προς τα καράβια μάχη.
[…] ο Έκτωρ
έπιασε καλοθάλασσο καράβι από την πρύμνην,
οπού τον Πρωτεσίλαον ανέβασε στην Τροία
αλλά δεν τον ξανάφερεν οπίσω εις την πατρίδα.
[ …]
Και ο Έκτωρ δεν απάφηνε την πρύμνην που ΄χε πιάσει,
και τ΄ ακροστόλι σφίγγοντας εφώναξε των Τρώων:
«Φέρτε φωτιά, και όλοι βοήν σηκώσετε πολέμου.
Όλα πλερών΄ η μέρ΄ αυτή που μας χαρίζ΄ ο Δίας,
τα πλοία να πατήσομε που αντίθετα μας ήλθαν
εδώ και πάμπολλα κακά μας έκαμαν ως τώρα.
Και οι γέροι πταίουν, που οι δειλοί, στες πρύμνες να βροντήσω
τον πόλεμον δεν μ΄ άφηναν και τον λαόν κρατούσαν.
Και αν τότε μας εζάλισε το πνεύμα ο βροντοφόρος,
ο ίδιος τώρα μας κινεί και σπρώχνει την ψυχήν μας».
Είπε, και αυτοί σφοδρότερα στους Αχαιούς ορμήσαν
και ο Αίας πλια δεν έμενε, πνιγμένος απ΄ τα βέλη·
(Όμ. Ιλ., Ο 603-727)
 
*******Ο Έκτορας νεκρός
 
[…] κι οι άλλοι ολόγυρα μαζώχτηκαν Αργίτες
και θώρουν του Έχτορα θαμάζοντας το ανάριμμα, το διώμα,
κι ούτ' ένας το κορμί του εζύγωσε χωρίς να το λαβώσει
[…]
Για δες που αγγίζουμε τον Έχτορα και δεν αγριεύει τώρα,
σαν τότε που μας άναβε άσπλαχνα τη φλόγα στ' άρμενά μας!»
Έτσι ο καθείς μιλώντας του 'δινε μια χτυπιά αποδίπλα.
(Όμ. Ιλ., Χ 369-71, 373-6)
 
********Η κακοποίηση του νεκρού Έκτορα
 
[…] δουλειές αταίριαστες του Εχτόρου κάνει τότε:
των δυο ποδιών του πίσω ετρύπησε τα νεύρα, από τις φτέρνες
ως τ' αστραγάλια, και τους πέρασε λουριά βοδιού από μέσα[1],
και τα 'δεσε στο αμάξι, αφήνοντας να σούρνει η κεφαλή του.
[…]
Κι ως σούρνονταν [τα άλογα], η σκόνη εφούντωνε· τα μαύρα μαλλιά του
σκορπίζαν γύρα· το κεφάλι του στον κουρνιαχτό εβουλούσε,
που τόσες χάρες πριν το στόλιζαν, και τώρα ο Δίας αφήκε
οχτροί να το ντροπιάσουν άπρεπα στο γονικό του χώμα.
Έτσι στη σκόνη το κεφάλι του σουρνόταν όλο.
(Χ 395-406)[2]
 
Τότε μεμιάς στο αμάξι του έζευε τα γρήγορα άλογά του
τον Έχτορα ξοπίσω δένοντας, στη γη να βωλοσούρνει.
Και τρεις φορές το γύρο ως του 'κανε στου Πάτροκλου το μνήμα,
γύριζε πίσω στο καλύβι του· κι αυτόν τον παρατούσε
στον κουρνιαχτό απλωτό τ' απίστομα.
(Ω 14-8· πρβ. Ψ 13)
 
Σημειώσεις
1. Η πράξη αυτή θυμίζει τον τρόπο με τον οποίο ο Λάιος ακινητοποίησε τον μικρό Οιδίποδα, όταν ήταν να τον πετάξει στο βουνό (Σοφ., Οιδ. Τ. 717-8).
2. Και το λοφίο του Δόλοπα είχε πέσει στη σκόνη, λίγο πριν ο ίδιος σκοτωθεί από τον Μενέλαο (Ρ 538), το αίμα λέρωσε την όμορφη κόμη του Εύφορβου (Ρ 51 κ.ε.). Στερεότυπο είναι το μοτίβο της ανθρώπινης κόμης ή των λοφίων από χαίτη αλόγου που λερώνονται από τη σκόνη.
 
*********Τα λύτρα του Πρίαμο για τον σκοτωμένο Έκτορα
 
[…] από τ' αρμάρια του εσήκωσε τα ωραία
σκεπάσματα και δώδεκα πέπλους λαμπρούς επήρε.
Και χλαίνες δώδεκα μονές, και τάπητες ομοίως
και τόσα επανωφόρια, τόσους κοντά χιτώνες
και δέκ' ακόμη τάλαντα χρυσάφι ζυγισμένο,
τέσσερους λέβητες και ομού δυο τρίποδες που ελάμπαν
κι ένα ποτήρι υπέρλαμπρο, βαρύτιμο που οι Θράκες
του είχαν δωρήσει τον καιρόν που επήγε απεσταλμένος·
και μηδ' εκείνο εκράτησεν ο γέρος, τόσην είχε
λαχτάραν το αγαπητό παιδί να ξαγοράσει.
(Όμ., Ιλ. Ω 228-237)
 
**********Ο θρήνος της Ανδρομάχης
 
«Άνδρα μου, νέος πέθανες, κι εμέν΄ αφήνεις χήραν
στο σπίτι με το τρυφερό παιδί που εμείς οι δύο
οι άμοιροι εγεννήσαμεν· και δεν θα μεγαλώσει
οϊμένα, ότι γρήγορα τούτη θα πέσ΄ η πόλις
τώρα που εσύ εχάθηκες, ο στύλος της, η ασπίδα,
που τα παιδιά της έσωζες και τες σεμνές μητέρες,
που γρήγορα στα πλοία τους θενά μας ρίξουν όλες
και συ μαζί μου, τέκνον μου, θα είσαι να δουλεύεις
με κόπον σ΄ έργα ουτιδανά καταδυναστεμένος
κάτω από κύριον σκληρόν, αν πρώτα δεν σε ρίξει
από του πύργου την κορφήν να κακοθανατίσεις
κανείς οπού του φόνευσεν ο Έκτωρ τον πατέρα,
τον αδελφόν ή το παιδί, διότι από το χέρι
εκείνου πλήθος Αχαιών εδάγκασαν το χώμα.
Ότι ο πατέρας σου απαλός στον πόλεμον δεν ήταν·
για τούτο σήμερα ο λαός ολόκληρος τον κλαίει,
και λύπη θα ΄σαι αμίλητη, ω Έκτωρ, στους γονείς σου,
μόν΄ άλλος είναι ο πόνος μου˙ στην κλίνην σου, ω γλυκέ μου,
δεν πέθανες, το χέρι σου στο χέρι μου ν΄ απλώσεις,
και κάποιον λόγον φρόνιμον να βάλεις στην καρδιά μου
ημέρα νύκτα μες στον νου να το ΄χω και να κλαίω».
(Όμ. Ιλ., Ω 726-746)
 
***********Ο θρήνος της Εκάβης
 
«Έκτωρ, ω το ακριβότερο απ΄ όλα τα παιδιά μου,
και όταν μου εζούσες, οι θεοί, γλυκέ μου, σ΄ αγαπούσαν
και τώρα μες στον θάνατον ακόμη σε λυπούνται.
Τ΄ άλλα παιδιά μου, όσα ΄πιανεν ο γρήγορος Πηλείδης
απόπερ΄ απ΄ την θάλασσαν στα ξένα τα επουλούσε
στην Λήμνον την σκοταδερή, στην Σάμον και στην Ίμβρον·
και συ αφού σ΄ ενέκρωσεν η λόγχη του και γύρω
του φίλου οπού του εφόνευσες τον τάφον σ΄ έχει σύρει,
και όμως με αυτό δεν έκαμε τον φίλον ν΄ αναζήσει,
εμπρός μου τώρα δροσερός και ανέγγιχτος στο σπίτι
κείτεσαι, ωσάν τον άνθρωπον που την ψυχήν του επήρε
ο Φοίβος ο αργυρότοξος με τ΄ άλυπά του βέλη».
(Όμ. Ιλ., Ω 749-760)
 
************Ο θρήνος της Ελένης
 
«Ω Έκτωρ μου, ο ακριβότερος των αδελφών του ανδρός μου,
κι είν΄ άνδρας μου ο θεόμορφος Αλέξανδρος που εμένα
εδώ στην Τροίαν έφερε˙ να΄χα πεθάνει πρώτα.
Χρόνοι επεράσαν είκοσιν αφ΄ ότου εκείθεν ήλθα
και άφησα την πατρίδα μου· και απ΄ τα δικά σου χείλη
λόγον ποτέ δεν άκουσα κακόν να με πικράνει.
Και αν κάποιος απ΄ τους αδελφούς ή από τες αδελφές σου
ή από τες συννυφάδες μου με απόπαιρνεν ή ακόμη
η πεθερά μου - ο πενθερός με αγάπα ωσάν πατέρας -
συ μόνος τον ημέρωνες με λόγια μελωμένα
με την αγαθοσύνην σου· για τούτο σένα κλαίω
και αντάμα εμέ την άμοιρην και σχίζεται η καρδιά μου.
Ότι κανείς δεν μόμεινεν εις όλην την Τρωάδα
να είναι φίλος της καρδιάς και μ΄ αποστρέφοντ΄ όλοι».
(Όμ. Ιλ., Ω 763-776)