Καταγωγή, γάμος, προσωπικότητα
Γιος του Πρίαμου και της Εκάβης, μάλλον πρωτότοκος, ή, επειδή ο Απόλλωνας ήταν πάντα δίπλα του, γιος και του ίδιου του θεού. Παντρεύτηκε την Ανδρομάχη, κόρη του Ηετίωνα, βασιλιά της Θήβας στη Μυσία, με την οποία απέκτησε ένα γιο, τον Αστυάνακτα ή Σκαμάνδριο. Άλλες παραδόσεις αποδίδουν ακόμη ένα ή δύο παιδιά στο ζευγάρι, τον Λαοδάμαντα και τον Όξυμο.
Όντας ο Πρίαμος σε βαθιά γεράματα και παροπλισμένος από ευθύνες και καθήκοντα, στην ουσία ο Έκτορας κυβερνά την Τροία, συγκαλεί τις συνελεύσεις και διευθύνει τις συζητήσεις. Είναι αρχηγός του στρατού και σπουδαίος μαχητής. Σέβεται τους θεούς, τους γονείς του, τη σύζυγό του Ανδρομάχη, φέρεται τρυφερά στο παιδί* του και για την Ελένη δεν αρθρώνει κακό λόγο. Πριν τη μονομαχία του με τον Αχιλλέα, στη συναντηση που είχε με τη γυναίκα του, εκφράζει την ανησυχία του για την τύχη* της, σε περίπτωση που εκείνος πέθαινε και οι Έλληνες έπαιρναν την Τροία. Γενικά, εμφανίζεται ευσεβής και ζητά τον εξευμενισμό*** των θεών αναγνωρίζοντας τη δύναμή τους.
Για την εξωτερική του εμφάνιση, την προσωπικότητα και το ήθος του μαρτυρεί ο Φιλόστρατος, σοφιστής του 2ου/3ου αι. μ.Χ.:
Το άγαλμα του Έκτορα στο Ίλιο θυμίζει ημίθεο. […] Δείχνει μεγαλοφροσύνη, ορμητικότητα, ευθυμία, μεγαλόπρεπο σφρίγος και παριστάνεται στο άνθος της νεότητάς του και με κοντά μαλλιά. (Φιλόστρ., Ηρωικ. 2.10)
Ο Όμηρος περιέγραψε με πολύ ωραία τον τρόπο που [ο Έκτορας] οδηγούσε το άρμα του, τις μάχες του, τις σκέψεις του και το γεγονός ότι η Τροία στηριζόταν σε αυτόν και μόνο και όχι σε άλλον. Οι καυχησιολογίες του Έκτορα, όπως παρουσιάζονται μέσα από την ομηρική ποίηση, και οι απειλές του προς τους Αχαιούς για το κάψιμο των πλοίων, ο Πρωτεσίλαος λέει πως ανταποκρίνονται στην ορμητικότητα του ήρωα, διότι συνήθιζε να λέει πολλά τέτοια στις μάχες. Το βλέμμα του ήταν πολύ φωτεινό και η φωνή του δυνατή. Ήταν πιο μικρόσωμος από τον Τελαμώνιο, όμως καθόλου κατώτερος στη μάχη, όπου έδειχνε και κάτι από τη φλογερή ιδιοσυγκρασία του Αχιλλέα. […] Τα μαλλιά του τα είχε κομμένα κοντά, παρά το γεγονός ότι οι βασιλιάδες και τα βασιλόπουλα συνήθιζαν να τα έχουν μακριά. […] Τα αυτιά του ήταν κομμένα σαν των παλαιστών, όχι όμως επειδή είχε σχέση με την πάλη […] αλλά επειδή αντιμετώπιζε ταύρους και το να συμπλέκεται με αυτά τα ζώα το θεωρούσε πολεμική εξάσκηση. […] Του άρεζε να τους δαμάζει και να μην παραιτείται, έστω κι αν είχε πληγωθεί. (Φιλόστρ., Ηρωικ. 12.b)
Δράση στον πόλεμο, τακτική και ήθος
Παραστάτες θεοί του Έκτορα στον πόλεμο ήταν ο Άρης και, κυρίως, ο Απόλλωνας, ενώ ευνοϊκός μαζί του δείχνεται και ο Δίας, μέχρι τη μοιραία για τον Έκτορα ώρα. Ποσειδώνας, Αθηνά και Ήρα τον εχθρεύονται.
Ο Έκτορας σκότωσε τον πρώτο Αχαιό που πάτησε το πόδι του στο έδαφος της τρωικής χερσονήσου, τον Πρωτεσίλαο. Πολύ κοντά στην αρχή του πολέμου πρότεινε να λυθεί το θέμα με μια μονομαχία**** μεταξύ του αδερφού του Πάρη και του Μενέλαου, από την οποία όμως δεν προέκυψε αδιαμφισβήτητος νικητής λόγω θεϊκής παρέμβασης. Αργότερα (ραψωδία Η), πρότεινε να λυθεί ο πόλεμος με μονομαχία ανάμεσα στον ίδιο και σε όποιον πολεμιστή διάλεγαν οι Αχαιοί. Στην πρόκληση ανταποκρίθηκε ο Μενέλαος αλλά συγκρατήθηκε από τον αδελφό του Αγαμέμνονα. Ανάμεσα στους άλλους εννέα που προθυμοποιήθηκαν να μονομαχήσουν (Αγαμέμνων, Τυδείδης Διομήδης, οι Αίαντες, Ιδομενέας, Μυριόνης, Ευρύπυλος, Θόας, Οδυσσέας) επιλέχθηκε με κλήρο ο Αίαντας από τη Σαλαμίνα. Αλλά επειδή η μονομαχία***** δεν κατέληγε σε κάποιον νικητή και έδειχνε ισοπαλία, μετά από μεσολάβηση των κηρύκων Ιδαίου και Ταλθύβιου, ο Αίαντας και ο Έκτορας σταματούν να μάχονται. Οι δύο αντίπαλοι θαύμασαν το σθένος, την ικανότητα και την ανδρεία ο ένας του άλλου και αντάλλαξαν μεταξύ τους δώρα, κάτι που συνηθιζόταν στο τέλος μιας ισόπαλης μονομαχίας. Ο Έκτορας του επρόσφερεν αργυροκαρφωμένο / ξίφος με το θηκάρι του και κρεμαστήρι ωραίο (με αυτό το ξίφος ο Αίαντας αυτοκτόνησε αργότερα), ενώ ζώνην με κόκκινην βαφήν του χάρισεν ο Αίας (Η 303-305), την οποία χρησιμοποίησε αργότερα ο Αχιλλέας, όταν έσυρε νεκρό τον Έκτορα γύρω από τα τείχη της Τροίας και τον τάφο του Πατρόκλου.
Πριν από τον θάνατο του Πάτροκλου ο Έκτορας εφάρμοζε το άγραφο δίκαιο σχετικά με την περισυλλογή των νεκρών και την ταφή τους, καθώς και για την απόδοση των νεκρών πολεμιστών στους δικούς τους ανθρώπους (Η 375-78, 408-11). Όταν κάλεσε κάποιον Αχαιό πολεμιστή να μονομαχήσει μαζί του για να λυθεί με μονομαχία ο πόλεμος, ζήτησε, σε περίπτωση που νικηθεί, ο αντίπαλός του να τον γδύσει κι ας κουβαλήσει την αρμάτα μου στα βαθουλά καράβια· / μα το νεκρό κορμί στο σπίτι μου να δώσει, για να βάλουν / οι Τρώες μαζί με τις γυναίκες τους φωτιά και να με κάψουν (Η 78-80) -τραγικότατη η φράση αν αναλογισθεί κανείς τη μεταχείριση του σώματός του από τον Αχιλλέα. Αντίστοιχα, υποσχέθηκε ότι αν νικούσε, θα αφιέρωνε την πανοπλία του αντιπάλου του στον ναό του Απόλλωνα -ένδειξη τιμής και αναγνώρισης προς τον αντίπαλο- και θα παρέδιδε το σώμα του για να το θάψουν οι μακρόμαλλοι στο χώμα μέσα Αργίτες, / και μνήμα στον πλατύν Ελλήσποντο χυτό να του σηκώσουν (Η 83-85), συμφωνία που οι Αργίτες αποδέχτηκαν σιωπηλά. Την ίδια συμφωνία αρνήθηκε, με εξαιρετικά άγριο τρόπο, ο Αχιλλέας στον Έκτορα αργότερα και ζωντανό τον προϊδέασε με λεπτομέρειες για την τύχη του νεκρού του σώματος.
Ως την αρχή του δέκατου έτους του πολέμου, ο Έκτορας ακολουθούσε αμυντική τακτική –αν και γι’ αυτό κατηγορεί τους γέροντες που με τη δειλία της ηλικίας τους κρατούσαν τον στρατό και δεν τον άφηναν να μεταφέρει τον πόλεμο κοντά στα πλοία των Αχαιών (Ο 722-723). Μεγάλη γενναιότητα έδειξε όταν ο Αχιλλέας αποσύρθηκε από τον πόλεμο εξαιτίας της σύγκρουσής του με τον Αγαμέμνονα για τις δύο αιχμάλωτες τρωαδίτισσες, τη Χρυσηίδα και τη Βρισηίδα, κυρίως στη μάχη****** κοντά στα πλοία των Αχαιών. Χρειάστηκε μάλιστα να παρέμβουν θεοί για να τον εμποδίσουν να σκοτώσει ήρωες, όπως τον Νέστορα ή τον Διομήδη. Η παρέμβαση του Απόλλωνα τον έσωσε από τα βέλη του Τεύκρου, ενώ με παρέμβαση του Δία οι θεούς του αφήσουν τη νίκη. Η δικαίωση και η δόξα του Αχιλλέα μέσα στο στρατόπεδο των Αχαιών περνά μέσα από τη δόξα του Έκτορα.
Η μονομαχία με τον Πάτροκλο
Οι νίκες του Έκτορα ώθησαν τον Πάτροκλο να ασκήσει πίεση στον Αχιλλέα για να τον πείσει να ξαναμπεί στη μάχη ή, τουλάχιστον, για να του επιτρέψει να οδηγήσει εκείνος τους Μυρμιδόνες. Φορώντας την πανοπλία του Αχιλλέα και με θυελλώδη ορμή απέκρουσε μαζί με τους Μυρμιδόνες τους Τρώες, που είχαν φθάσει στα πλοία των Αχαιών και ήταν έτοιμοι να τα πυρπολήσουν.
Ο Έκτορας αντιμάχησε με τον Πάτροκλο για το σώμα του ηνιόχου του, του Κεβριόνη, κρατώντας τον νεκρό από το κεφάλι, τη στιγμή που ο Πάτροκλος τον κρατούσε από το πόδι (Π 762-763), ενώ νωρίτερα είχε παροτρύνει τους άνδρες του να κατακρεουργήσουν το σώμα του Έκτορα, να το σκυλεύσουν και να φονεύσουν τους υπερασπιστές του (Π 559-561). Οι Τρώες αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στα τείχη τους. Κατά τη διάρκεια της τρίτης εφόδου που επιχείρησε ο Πάτροκλος για την άλωση της Τροίας χτυπήθηκε από τον Απόλλωνα και καταλήφθηκε από σκοτοδίνη. Στην κατάσταση αυτή πρώτος τον έπληξε ο Εύφορβος από πίσω και δεύτερος με θανατηφόρο κτύπημα ο Έκτορας. Με χαρακτηριστική απάθεια ο Έκτορας ακινητοποίησε το πτώμα του ύπτιου Πάτροκλου με τη φτέρνα του, σπρώχνοντάς τον προς τα πίσω, καθώς τραβούσε το δόρυ από την πληγή. Ωστόσο, ο Πάτροκλος είχε ήδη πεθάνει και ο Έκτορας δεν αξιώθηκε να αφαιρέσει μαζί με το δόρυ και την ψυχή του Μυρμιδόνα (Π 856-7, 862-3). Το ίδιο θα πάθει και ο Αχιλλέας με τον Έκτορα (Χ 361-2, 367· πρβ. Ε 620-1, Ζ 64-5).
Στη μάχη γύρω από το σώμα του Πάτροκλου ο Έκτορας προφταίνει και του παίρνει τα όπλα και τα ζώνεται, δοκίμασε μάλιστα να τον σύρει προς το μέρος των Τρώων και στη λύσσα του λογιάζει το κεφάλι [του Πάτροκλου] / να μπήξει στα παλούκια, κόβοντας τον απαλό λαιμό του (Σ 176-7)· με κοφτερό χαλκό απ' τους ώμους του την κεφαλή να κόψει / και να πετάξει το κουφάρι του θροφή στης Τροίας τους σκύλους (Ρ 126-7). Θεωρεί τόσο σημαντική την κατοχή του σώματος του Πάτροκλου που υπόσχεται τα μισά απ' τα κούρσα του σε όποιον τον σύρει προς τα τείχη (Ρ 229-32). Όμως αποκρούεται από τον Μενέλαο και τον Αίαντα (Ρ 125-131, 254-5· πρβ. Σ 176-7).
Η μονομαχία με τον Αχιλλέα
Ο θάνατος του Πατρόκλου ήταν καταλυτικός για τον Αχιλλέα και για την τύχη του Έκτορα και την έκβαση του πολέμου. Με τα καινούρια όπλα που του έφτιαξε ο Ήφαιστος ξαναβγήκε στη μάχη και σκότωσε τόσους που ο ποταμός Σκάμανδρος του παραπονέθηκε για τα πολλά πτώματα που σωρεύονταν στα νερά και την κοίτη του και εμπόδιζαν τα νερά να βρουν τη συνηθισμένη διέξοδό τους στη θάλασσα. Στη μάχη ρίχτηκαν και οι θεοί, με αποτέλεσμα οι Τρώες να υποχωρήσουν. Ο Έκτορας αποφασίζει να βγει έξω και να αντιμετωπίσει τον Αχιλλέα, παρά την πίεση που δέχτηκε από τους γονείς και τη σύζυγό του για το αντίθετο (Όμ. Ιλ., Ζ 404-432, Χ 38-39, 82).
Αρνητικά και ηττοπαθή συναισθήματα τού προκάλεσαν δισταγμό, το έβαλε στα πόδια και ο Αχιλλέας τον ακολούθησε -τρεις φορές έκαναν τον γύρο των τειχών. Η θεά Αθηνά πήρε τότε την μορφή του Διηφόβου και τον ενθάρρυνε να πολεμήσει, λέγοντάς του ότι θα αντιμετώπιζαν μαζί τον Αχιλλέα. Απώτερος σκοπός της θεάς ήταν να προκαλέσει τη μονομαχία και τον θάνατο του Έκτορα. Ο Έκτορας πείστηκε στα λόγια του (της), κατέπνιξε τον φόβο του και συνάντησε τον Αχιλλέα έξω από τα τείχη της Τροίας. Ζήτησε μάλιστα να τηρήσουν το άγραφο δίκαιο του πολέμου και να συμφωνήσουν ότι ο νικητής της μονομαχίας δεν θα ατίμαζε το σώμα του ηττημένου. Ο Αχιλλέας, γεμάτος και αυτός με αρνητικά συναισθήματα για το χαμό του Πατρόκλου, αρνήθηκε με τρόπο υβριστικό. Ο Αχιλλέας έριξε πρώτος το ακόντιο του, αλλά ο Έκτορας το απέφυγε και απάντησε αμέσως μετά επίσης με ρίψη ακοντίου που βρήκε στην ασπίδα του Αχιλλέα, όμως δεν τη διαπέρασε. Η Αθηνά στο μεταξύ έδωσε πίσω το ακόντιο στον Αχιλλέα, ενώ ο Έκτορας που γύρισε κοιτώντας στα τείχη και ψάχνοντας το Διήφοβο για να του δώσει νέο ακόντιο συνειδητοποίησε ότι η παρουσία του νωρίτερα ήταν τέχνασμα θεϊκό. Το ζύγισμα των ψυχών των δύο ηρώων από τον Δία, η ψυχοστασία, έδειξε ότι είχε έρθει η ώρα του Έκτορα -ο δίσκος ο δικός του έφτασε μέχρι κάτω τον Άδη, ο Απόλλωνας τον εγκατέλειψε.
Έχοντας πια επίγνωση του τέλους του, ο Έκτορας δεν το έβαλε κάτω. Είπε πως θα πολεμήσει μέχρι θανάτου και ότι οι επόμενες γενιές θα μάθαιναν πόσο ανδρειωμένος ήταν. Φορώντας την πανοπλία του Αχιλλέα, την οποία είχε πάρει από τον νεκρό Πάτροκλο, όρμησε στον αντίπαλό του. Εκείνος πάλι, γνωρίζοντας καλά τα αδύναμα σημεία της, έριξε το ακόντιο σε ένα ανοιχτό σημείο του τραχήλου του Έκτορα, όμως ποιητικῇ ἀδείᾳ δεν του κόβονται οι φωνητικές χορδές, ώστε ο Αχιλλέας να τον ακούσει να προφητεύει το τέλος του από τον Πάρη μπροστά στις Σκαιές Πύλες αλλά και την ικεσία του να παραδώσει το σώμα του στους δικούς του. Έπεσε νεκρός, αφού πρώτα άκουσε την υβριστική άρνηση του Αχιλλέα να πράξει το δίκαιο. Ο Αχιλλέας τράβηξε το δόρυ από το νεκρό σώμα του (Χ 367, πρβ. Π 503-4, 862-3, Ε 620-1, Ζ 64-5), όπως και τα όπλα αίμα γιομάτα. Ο μανιασμένος τιμωρός είχε κατά νου να αποκεφαλίσει τον φονιά του Πατρόκλου και να του προσφέρει το κεφάλι του (Σ 335), όμως ο ποιητής, έχοντας υπόψη την ικεσία του Πριάμου (ραψωδία Ω), δεν θα μπορούσε να το επιτρέψει.
Τραγικές στιγμές πέρασαν οι γονείς και η γυναίκα του Έκτορα, Ανδρομάχη, η οποία είχε μόλις ανέβει στα τείχη και αντίκρισε το φρικτό θέαμα: τον Αχιλλέα να σέρνει τον νεκρό Έκτορα γύρω από τα τείχη της Τροίας με το άρμα του, πανηγυρίζοντας υβριστικά τη νίκη του. Μεγάλο μέρος της συγκίνησης και της αποτελεσματικότητας της σκηνής αντλείται από την αντίθεση του αναίσθητου πτώματος του Έκτορα και τη μικρόψυχη κακοβουλία όσων έτρεχαν μακριά του όσο ήταν στη ζωή· μόνο τώρα που είναι νεκρός τον αντιμετωπίζουν. Και μάλιστα μαχαίρωναν το σώμα του νεκρού και τον χτυπούσαν, καθώς μιλούσαν μεταξύ τους, προσπαθώντας να συνειδητοποιήσουν το μέγεθος της επιτυχίας, με μιαν άκαμπτη αδιαφορία ή και μίσος που αντιδιαστέλλεται με την ομορφιά του νεκρού σε στίχους******* εκπληκτικής δύναμης. Αντίστοιχα, το κέντημα της Ανδρομάχης με τα σύμβολα της ζωής και της ελπίδας που οι θεοί της αρνιούνται αντιδιαστέλλεται με ό,τι πραγματικά είχε συμβεί στον άνδρα της.
«Ο ποιητής τονίζει το μεγαλείο του Έκτορα περιγράφοντας τη μικρότητα του όχλου», λέει ο Wilamowitz. «Το μαχαίρωμα του πτώματος μπορεί να προέρχεται τελικά από την επιθυμία να εξασφαλιστεί ότι ο νεκρός άνδρας είναι όντως νεκρός και ότι το φάντασμά του δεν μπορεί να βλάψει τους εχθρούς του μετά θάνατον», επισημαίνει ο Richardson. Και ο Griffin: «Η πικρία για την κακοποίηση […] εντείνεται από τη δύναμη του εχθρού να την πραγματοποιήσει μέσα στην ίδια του την πατρίδα, μπροστά στα μάτια του λαού του.»
Η κακοποίηση του νεκρού Έκτορα
O Αχιλλέας απέκδυσε τον Έκτορα από την πανοπλία, τον έδεσε από τα πόδια στο άρμα του με λουριά που έχει περάσει από τους αστραγάλους και τον έσυρε πίσω από το άρμα του ως το αχαϊκό στρατόπεδο, ζητώντας μάλιστα από τους συντρόφους του να γυρίσουν στα πλοία με το σώμα του Έκτορα ψέλνοντας της νίκης το τραγούδι (Χ 391). Εκεί πέταξε το σώμα του εχθρού του στα χώματα και όποτε θύμωνε το ξαναέδενε στο άρμα και το τραβούσε γύρω από το μνήμα του Πατρόκλου.
Οι προσβολές******** εδώ είναι απανωτές: 1) Ο Έκτορας είναι μες στη σκόνη και μπρούμυτα, ενώ ένας νεκρός θα έπρεπε να τοποθετηθεί ανάσκελα για να ταφεί· 2) η πράξη αυτή γίνεται στην πατρίδα του, μπροστά στα μάτια των δικών του ανθρώπων που αδυνατούν να αντιδράσουν. Και φυσικά, συγκινητικά υποβλητική παρουσιάζεται η αντίθεση μεταξύ της προηγούμενης ομορφιάς και της τωρινής παραμόρφωσης, το προηγούμενο μεγαλείο και τον τωρινό εξευτελισμό του ήρωα, κάτι που γινόταν και με άλλους πολεμιστές.
Ωστόσο, αν και δώδεκα μέρες άταφος ο Έκτορας, ωστόσο το σώμα του έμεινε προστατευμένο από τη σκληρή μεταχείριση χάρη στον Απόλλωνα: […] Με τ' ολόχρυσο σκουτάρι του τρογύρα / τον σκέπαζε όλο, ως τον βωλόσουρνε μην ξεγδαρθεί στο χώμα (Ω 20-1)· το ίδιο και η Αφροδίτη που έδιωχνε τα σκυλιά να μη ζυγώσουν και τον κατασπαράξουν. Τον άλειψε μάλιστα με αθάνατο ροδόνερο και τον σκεπάζει με παχύ γαλάζιο σύννεφο να μην ξεράνει ο ήλιος το δέρμα του.
Η ανάκτηση του σώματος του Έκτορα
Όταν ο Έκτορας σκοτώθηκε, η θεά Ίρις, σταλμένη από τον Δία, παρακίνησε τον Πρίαμο να πάει στο στρατόπεδο των Αχαιών για να ζητήσει το πτώμα του νεκρού γιου του. Αψήφησε τους φόβους της Εκάβης και τους δικούς του και πήγε νύχτα στο στρατόπεδο των Αχαιών, στη σκηνή του Αχιλλέα, για να δώσει λύτρα********* και να πάρει το σώμα του γενναίου παιδιού τους. Τον συνόδευε ο Ερμής μεταμφιεσμένος σε θνητό.
Η ειρηνική αριστεία του Πριάμου, ανάμνηση της παλιάς πολεμικής του αριστείας, ξάφνιασε τον Αχιλλέα, καθώς ο γέροντας έδειξε ευγένεια και αρχοντιά, ψυχική δύναμη, αναγνωρίζοντας ότι ήταν ένας σπουδαίος αντίπαλος για τον γιο του. Ο Αχιλλέας παρέδωσε πλυμένο και καθαρό το σώμα του Έκτορα.
Ο θρήνος για τον Έκτορα. Επικήδειες τιμές
Συστατικό στοιχείο του τελετουργικού της ταφής είναι ο θρήνος. Τον νεκρό Έκτορα θρήνησαν η γυναίκα********** του, η μητέρα********** του και η Ελένη************, καθεμιά τονίζοντας διαφορετικές πτυχές της προσωπικότητάς του, το πώς οι ίδιες τον έβλεπαν αλλά και τις συνέπειες που θα είχε γι' αυτές ο θάνατός του. Τον θρήνο τους ακολούθησε ο θρήνος των υπόλοιπων γυναικών του παλατιού.
Το τελετουργικό της ταφής του Έκτορα έγινε σύμφωνα με τα νενομισμένα: με το κάψιμο του σώματος του Έκτορα, το σβήσιμο της πυράς, τη συγκέντρωση των οστών, το τύλιγμά τους σε πορφυρό και μαλακό ύφασμα, την τοποθέτησή τους σε κατάχρυση θήκη, ύστερα σε λάκκο που καλύφθηκε με πέτρες και από πάνω με χώμα. Στη συνέχεια παρατέθηκε νεκρόδειπνο, δεν τελέστηκαν όμως νεκρικοί αγώνες, όχι μόνο γιατί δεν ταίριαζαν με την κατάσταση πολιορκίας και με τη σύντομη ανακωχή, αλλά και γιατί ο ποιητής με τις επιλογές του έδωσε όλη την έμφαση στην ίδια την ταφή, προσφέροντας ιδιαίτερα εσωτερικές σκηνές και ένα ήρεμο και απλό κλείσιμο. Ωστόσο η ποικιλία στη γλώσσα και στις τελετουργικές λεπτομέρειες είναι εντυπωσιακή (Ψ 257, Ω 791-801· πρβ. Η 433-6, ω 71-92).
Από άποψη δομική, θα λέγαμε ότι το έπος κλείνει όπως είχε αρχίσει: μία από τις πρώτες σκηνές του έπους ήταν η σκηνή του λοιμού στο αχαϊκό στρατόπεδο και της πυράς για την καύση των νεκρών και μία από τις τελευταίες η πυρά για την καύση του Έκτορα και η ταφή του.
-----------------------------
*Αστυάνακτας - Έκτορας - Ανδρομάχη
[…] βαστούσε [η Ανδρομάχη] το μικρό μονάκριβο παιδί της,
τον Εκτορίδην, όμοιον με εύμορφον αστέρα·
Σκαμάνδριον ο πατέρας του, Αστυάνακτα τα πλήθη
τον λέγαν, ότι έσωζεν ο Έκτωρ την Τρωάδα.
Εκείνος χαμογέλασε κοιτώντας το παιδί του
ήσυχα·[…]
[ …]
Και ο μέγας Έκτωρ άπλωσε τα χέρια στο παιδί του·
Έσκουξ' εκείνο κι έγειρε στο στήθος της βυζάστρας·
φοβήθη τον πατέρα του καθώς είδε ν' αστράφτουν
τ' άρματα και απ' την κόρυθα της περικεφαλαίας
την χαίτην που τρομακτικώς επάνω του εσειόνταν·
εγέλασε ο πατέρας του και η σεβαστή μητέρα·
και ο μέγας Έκτωρ έβγαλε την περικεφαλαία
και καταγής την έθεσεν οπού λαμποκοπούσε.
Εφίλησε κι εχόρευσε στα χέρια το παιδί του
κι έπειτα ευχήθη στους θεούς κι είπε: «Ω πατέρα Δία,
κι όλ' οι επουράνιοι θεοί, δώσετε εις το παιδί μου
τούτο, ως εδώκατε εις εμέ, στο γένος του να λάμπει,
στ' άρματα μέγας, δυνατός στην Ίλιον βασιλέας,
και ως έρχεται απ' τον πόλεμον μ' άρματα αιματωμένα
εχθρού που εφόνευσε, να ειπούν: καλύτερος εδείχθη
και του πατρός του, και χαράν θα αισθάνεται η μητέρα».
Ως είπε αυτά, στην αγκαλιά της ποθητής συμβίας
το βρέφος έβαλε και αυτή στο μυροβόλο στήθος
το πήρε γελοκλαίοντας· […]
(Όμ. Ιλ., Ζ 400-405, 466-484)
**Ο Έκτορας μιλά για την τύχη της Ανδρομάχης
Αλλά των Τρώων η φθορά δεν με πληγώνει τόσο
και του πατρός μου ο θάνατος και της σεμνής μητρός μου
και των γλυκών μου αδελφών, οπού πολλοί και ανδρείοι
από τες λόγχες των εχθρών θα κυλισθούν στο χώμα
όσ΄ ο καημός σου, όταν κανείς των Αχαιών σε πάρει
εις την δουλείαν, ενώ συ θα οδύρεσαι, θα κλαίεις,
εις τ΄ Άργος ξένον ύφασμα θα υφαίνεις προσταγμένη·
απ΄ την Υπέρειαν πηγήν ή από την Μεσσηίδα
νερό θα φέρνεις στανικώς, από σκληρήν ανάγκην·
κι ενώ συ κλαίεις θενά ειπούν: «Ιδέτε την συμβίαν
του Έκτορος που πρώτευε των ιπποδάμων Τρώων
στον πόλεμον, που ολόγυρα στην Ίλιον πολεμούσαν».
(Ζ 450-461)
***Η ευσέβεια του Έκτορα
Ο Έκτορας απευθύνεται στη μητέρα του Εκάβη:
Αλλά συ τες γερόντισες πάρε σιμά σου και άμε
εις τον ναόν της Αθηνάς με αρώματα μαζί σου·
και απ΄ όσους πέπλους διαλεκτούς στο δώμα σου φυλάγεις
τον μέγαν, τον λαμπρότερον, τον ακριβότερόν σου˙
στης καλοπλέξουδης θεάς τα γόνατα να θέσεις,
και δώδεκα να υποσχεθείς χρονιάρικες μοσχάρες
θυσίαν, ίσως η θεά να ελεηθεί θελήσει
την πόλιν, τες γυναίκες μας και τα μικρά παιδιά μας,
και απ΄ την αγίαν Ίλιον μακρύνει τον Τυδείδην,
τον άγριον πολεμιστήν, δεινόν φυγής εργάτην.
Και στον ναόν της Αθηνάς συ πήγαινε, ω μητέρα,
(Όμ. Ιλ., Ζ 269-279)
****Μονομαχία Πάρη - Μενέλαου
Πρώτος ο Πάρις έριξε το μακρινό κοντάρι
και του Ατρείδη εκτύπησε την κυκλωτήν ασπίδα·
δεν έσπασε την δυνατήν ασπίδα η χάλκιν' άκρη
κι ελύγισε· και δεύτερος ο Ατρείδης επετάχθη
και πρώτα ευχήθη μέσα του: «Κάμε, ω πατέρα Δία,
να εκδικηθώ τον άνθρωπο που αδίκησέ με πρώτα,
τον θείον Πάριν να σβησθεί στην λόγχην μου αποκάτω,
για να τρομάζει στο εξής καθένας ν' αδικήσει
τον άνθρωπον που σπίτι του φιλόξενα τον δέχθη».
Είπε και το μακρόσκιον ετίναξε κοντάρι
και του Αλεξάνδρου εκτύπησε την κυκλωτήν ασπίδα.
Έσπασε η λόγχ΄ η δυνατή την φωτεινήν ασπίδα,
και στον ωραίον θώρακα εμπήχθη πέρα πέρα·
και τον χιτώνα του 'σχισε στο μέρος της λαπάρας.
Έσκυψε και τον θάνατον εξέφυγεν ο Πάρις·
το ξίφος τ' ασημόκομπον εσήκωσεν ο Ατρείδης
κι εκτύπησε το μέτωπο της περικεφαλαίας·
το ξίφος τρίμματ' έγινε και του 'πεσε απ' το χέρι·
κι εστράφη προς τον ουρανόν κι εγόγγυσ' ο Ατρείδης
«Δία πατέρα, ποιος θεός ολέθριος είναι ως είσαι;
Θαρρούσα πως τον Πάριδα θ' αντικακώσω τώρα,
και ιδού το ξίφος μου ΄σπασε στα χέρια και την λόγχην
έριξ' απ' την παλάμην μου χωρίς να τον φονεύσω».
Και όρμησ' ευθύς, τον άρπαξεν απ' το δασύ του κράνος,
τον έστριψε, τον έσερνε στων Αχαιών τα πλήθη·
τον έπνιγε στον τρυφερόν λαιμό του ανεβασμένο
το πολυκέντητο λουρί της περικεφαλαίας·
κι είχε τον σύρει και λαμπρήν την δόξαν θ' αποκτούσε,
αλλ' έγκαιρα το ενόησεν η Αφροδίτ' η θεία
κι έκοψε αμέσως το λουρί, σκληρό βοδιού τομάρι·
άδειο το κράνος πήγαινε με τ' ανδρειωμένο χέρι
του Ατρείδη, ώσπου το πέταξε στων Αχαιών τα πλήθη·
κι οι σύντροφοι το εδέχθηκαν· κι όρμησε αυτός οπίσω
λυσσώντας με το χάλκινο κοντάρι να τον σχίσει.
(Ιλ., Γ 346-379)
*****Έκτορος και Αίαντος μονομαχία
το μακρόσκιον ετίναξε κοντάρι.
Και την φρικτήν του Αίαντος εκτύπησεν ασπίδα
και τον χαλκόν που όγδοος επτά σκεπάζει δίπλες·
τες έξι δίπλες έσχισε κι εστάθη στην εβδόμην
της λόγχης ο σκληρός χαλκός· και δεύτερος ο Αίας
ο θείος το μακρόσκιον ετίναξε κοντάρι,
κι εκτύπησε την στρογγυλήν του Έκτορος ασπίδα.
Τρύπησ' η λόγχ΄ η δυνατή την φωτεινήν ασπίδα,
και στον ωραίον θώρακα εμπήχθη πέρα πέρα,
και στο λαγγόνι του αντικρύ του σχίζει τον χιτώνα.
Έσκυψε και τον θάνατον απόφυγεν εκείνος.
Και απ' τες ασπίδες έσυραν τες λόγχες των και οι δύο˙
με ορμήν επέσαν και όμοιαζαν λεόντων ωμοφάγων,
ή αγριοχοίρων φοβερών που δύσκολα νικούνται·
και ο Έκτωρ πρώτος έκρουσε στην μέσην την ασπίδα,
και η λόγχη δεν την έσπασε, ώστ' εκυρτώθ' η άκρη·
τότε πηδώντας έμπηξε την λόγχην στην ασπίδα
του Έκτορος και απ' την ορμήν τον έκοψεν ο Αίας,
και τον λαιμόν του λάβωσεν η λόγχη κι έσταξ' αίμα.
Και όμως ο Έκτωρ μ' όλ' αυτά την μάχην δεν αφήνει.
Τραβιέται οπίσω κι απ' την γην με το τρανό του χέρι
πέτραν σηκώνει ολόμαυρην, μεγάλην και τραχείαν·
του Αίαντος την φοβερήν επτάδιπλην ασπίδα
μ' αυτήν κτυπά στον ομφαλόν κι εβρόντησε ο χαλκός της.
Βράχον πολύ τρανότερον εσήκωσεν ο Αίας·
σφενδονιστά τον έριξε μ' αμέτρητην ανδρείαν
κι έσπασεν η μυλόπετρα στα βάθη την ασπίδα·
ετρέκλισε και ανάσκελα ξαπλώθηκε από κάτω
εις την ασπίδα· κι έξαφνα τον όρθωσεν ο Φοίβος.
Και με τα ξίφη αντίστηθα να κτυπηθούν θα ορμούσαν,
αν του Διός οι μηνυταί και των θνητών ανθρώπων,
οι κήρυκες που έστελναν και Αχαιοί και Τρώες
ο Ιδαίος και Ταλθύβιος, άνδρες σοφοί και οι δύο
δεν πρόφθαναν στο μέσον των τα σκήπτρα των ν' απλώσουν·
(Όμ. Ιλ., Η 244-277)
******Ο Έκτορας στα πλοία των Αχαιών
Με αυτό στον νουν έσπρωχνε ο Ζευς επάνω στα καράβια
τον Πριαμίδην Έκτορα που εμάνιζε και μόνος
ελύσσ΄ αυτός όσο λυσσά ο λογχοσείστης Άρης,
ή σ΄ όρος μεγαλόδενδρον φλόγα κακή θεριεύει·
αφροκοπά το στόμα του, κάτω από τ΄ άγρια φρύδια
τα μάτια του λαμποκοπούν, και, όπως πολεμούσε,
τρομακτικό στους μήλιγγες το κράνος εσειόνταν˙
είχε βοηθόν τον ίδιον Κρονίδη απ΄ τον αιθέρα,
οπού από τόσους ήρωες εδόξαζε κι ετίμα
εκείνον ότι λιγοστές είχε να ζήσ΄ ημέρες.
Ότ΄ ήδη εσήκων΄ η Αθηνά την σκοτεινήν ημέραν
επάνω του απ΄ την δύναμιν να πέσει του Αχιλλέως.
Και όπ΄ έβλεπε πυκνότερες τες καλοαρματωμένες
τάξες ανδρών δοκίμαζεν εδώ κι εκεί να σπάσει·
αλλά δεν το κατόρθωνεν μ΄ όσην και αν είχε λύσσαν
ότι βαστούσαν πυργωτοί σαν πήκτρα μορφωμένοι,
σαν βράχος που σ΄ ακρογιαλιά την κορυφήν του υψώνει,
άσειστος μένει στες ορμές των σφυρικτών ανέμων
και στα μεγάλα κύματα που επάνω του ξερνούνται.
Ομοίως άσειστ΄ οι Αχαιοί εδέχοντο τους Τρώας.
Και όλος ζωσμένος αστραπές έπεσε μες στο πλήθος
μ΄ όσην ορμήν τα κύματα μες στο καράβι πέφτουν
σφοδρά θρεμμένα άνεμον, που εγέννησαν τα νέφη˙
σκεπάζετ΄ όλο απ΄ τους αφρούς, ανέμου λύσσα τρίζει
εις τα πανιά και των ναυτών τρέμ΄ η καρδιά από φόβον,
τι ο θάνατος μια σπιθαμή μακριά τους είναι ακόμη·
όμοια σπαρτάριζε η καρδιά στων Αχαιών τα στήθη.
Και ως λέοντας κακόβουλος αν πέσει σ΄ αγελάδες
που άπειρες βόσκουν εις πλατύ ποτιστικό λιβάδι,
και τύχη ανήξερος βοσκός που δεν γνωρίζει ακόμη
να μάχεται με φονικό θεριό για τ΄ αγελάδια,
βαδίζει με τες ύστερες, βαδίζει με τες πρώτες
και ωστόσο αυτό στες μεσινές ορμά και τρώγει μίαν,
κι οι άλλες φεύγουν σκορπιστές˙ παρόμοια τους Αργείους
του Έκτορος και του Διός εκυνηγούσε ο τρόμος.
Τον Μυκηναίον φόνευσε τον Περιφήτην μόνον˙
[ …]
δόξαν τότ΄ έδωκε λαμπρήν του Έκτορος εκείνος
ότι ως εστράφη εκτύπησε στον γύρον της ασπίδος
οπού ως τες φτέρνες έφθανε προφυλακή στα βέλη˙
εμπλέχθη και ανασκέλησε˙ και ως έπεσε στο χώμα
τρομαχτικά στους μήλιγγες εκρότησε το κράνος.
Τον είδ΄ ο Έκτωρ κι έδραμε και του ΄μπηξε την λόγχην
στο στήθος και τον φόνευσε στα μάτια των συντρόφων,
κι εκείνοι, αν και περίλυποι, τον φίλον δεν βοηθήσαν,
ότι τον θείον Έκτορα ετρόμαζε η ψυχή τους.
Στα πλοία αντίκρυ εβρέθηκαν, κι εμπήκαν εις τον κύκλον
των ακρινών κατάγιαλα, κατόπι τους και οι Τρώες,
Και από τα πρώτα να συρθούν τους έφερεν η ανάγκη,
και στες σκηνές τους στάθηκαν αυτού συναθροισμένοι,
δεν εσκορπίσαν στον στρατόν, απ΄ εντροπήν και φόβον,
ως με ακατάπαυστην βοήν αντιπαρακινούντο,
και μάλιστα των Αχαιών το στήριγμα, ο Νηλείδης,
στ΄ όνομα των γονέων τους παρακαλούσεν όλους:
[…]
Και με βοήν τρομακτικήν φωνάζει [ο Αίας] τους Αργείους
να σώσουν τα καράβια τους και τες σκηνές· αλλ΄ ούτε
ο Έκτωρ πλέον έμενε στες φάλαγγες των Τρώων˙
αλλ΄ ως αετός ακράτητος που χύνετ΄, όπου βόσκουν
πτηνά μεγάλα και πολλά στου ποταμού την άκρην,
γερανών πλήθος, ή χηνών, ή κύκνων μακρολαίμων,
ίσια σ΄ ένα μαυρόπλωρο καράβι εχύθη ομοίως
ο Έκτωρ τότε και όπισθεν τον άμπωθε με χέρι
απέραντον ο βροντητής και όλα μαζί τα πλήθη.
Και πάλιν έγινεν αψιά προς τα καράβια μάχη.
[…] ο Έκτωρ
έπιασε καλοθάλασσο καράβι από την πρύμνην,
οπού τον Πρωτεσίλαον ανέβασε στην Τροία
αλλά δεν τον ξανάφερεν οπίσω εις την πατρίδα.
[ …]
Και ο Έκτωρ δεν απάφηνε την πρύμνην που ΄χε πιάσει,
και τ΄ ακροστόλι σφίγγοντας εφώναξε των Τρώων:
«Φέρτε φωτιά, και όλοι βοήν σηκώσετε πολέμου.
Όλα πλερών΄ η μέρ΄ αυτή που μας χαρίζ΄ ο Δίας,
τα πλοία να πατήσομε που αντίθετα μας ήλθαν
εδώ και πάμπολλα κακά μας έκαμαν ως τώρα.
Και οι γέροι πταίουν, που οι δειλοί, στες πρύμνες να βροντήσω
τον πόλεμον δεν μ΄ άφηναν και τον λαόν κρατούσαν.
Και αν τότε μας εζάλισε το πνεύμα ο βροντοφόρος,
ο ίδιος τώρα μας κινεί και σπρώχνει την ψυχήν μας».
Είπε, και αυτοί σφοδρότερα στους Αχαιούς ορμήσαν
και ο Αίας πλια δεν έμενε, πνιγμένος απ΄ τα βέλη·
(Όμ. Ιλ., Ο 603-727)
*******Ο Έκτορας νεκρός
[…] κι οι άλλοι ολόγυρα μαζώχτηκαν Αργίτες
και θώρουν του Έχτορα θαμάζοντας το ανάριμμα, το διώμα,
κι ούτ' ένας το κορμί του εζύγωσε χωρίς να το λαβώσει
[…]
Για δες που αγγίζουμε τον Έχτορα και δεν αγριεύει τώρα,
σαν τότε που μας άναβε άσπλαχνα τη φλόγα στ' άρμενά μας!»
Έτσι ο καθείς μιλώντας του 'δινε μια χτυπιά αποδίπλα.
(Όμ. Ιλ., Χ 369-71, 373-6)
********Η κακοποίηση του νεκρού Έκτορα
[…] δουλειές αταίριαστες του Εχτόρου κάνει τότε:
των δυο ποδιών του πίσω ετρύπησε τα νεύρα, από τις φτέρνες
ως τ' αστραγάλια, και τους πέρασε λουριά βοδιού από μέσα[1],
και τα 'δεσε στο αμάξι, αφήνοντας να σούρνει η κεφαλή του.
[…]
Κι ως σούρνονταν [τα άλογα], η σκόνη εφούντωνε· τα μαύρα μαλλιά του
σκορπίζαν γύρα· το κεφάλι του στον κουρνιαχτό εβουλούσε,
που τόσες χάρες πριν το στόλιζαν, και τώρα ο Δίας αφήκε
οχτροί να το ντροπιάσουν άπρεπα στο γονικό του χώμα.
Έτσι στη σκόνη το κεφάλι του σουρνόταν όλο.
(Χ 395-406)[2]
Τότε μεμιάς στο αμάξι του έζευε τα γρήγορα άλογά του
τον Έχτορα ξοπίσω δένοντας, στη γη να βωλοσούρνει.
Και τρεις φορές το γύρο ως του 'κανε στου Πάτροκλου το μνήμα,
γύριζε πίσω στο καλύβι του· κι αυτόν τον παρατούσε
στον κουρνιαχτό απλωτό τ' απίστομα.
(Ω 14-8· πρβ. Ψ 13)
Σημειώσεις
1. Η πράξη αυτή θυμίζει τον τρόπο με τον οποίο ο Λάιος ακινητοποίησε τον μικρό Οιδίποδα, όταν ήταν να τον πετάξει στο βουνό (Σοφ., Οιδ. Τ. 717-8).
2. Και το λοφίο του Δόλοπα είχε πέσει στη σκόνη, λίγο πριν ο ίδιος σκοτωθεί από τον Μενέλαο (Ρ 538), το αίμα λέρωσε την όμορφη κόμη του Εύφορβου (Ρ 51 κ.ε.). Στερεότυπο είναι το μοτίβο της ανθρώπινης κόμης ή των λοφίων από χαίτη αλόγου που λερώνονται από τη σκόνη.
*********Τα λύτρα του Πρίαμο για τον σκοτωμένο Έκτορα
[…] από τ' αρμάρια του εσήκωσε τα ωραία
σκεπάσματα και δώδεκα πέπλους λαμπρούς επήρε.
Και χλαίνες δώδεκα μονές, και τάπητες ομοίως
και τόσα επανωφόρια, τόσους κοντά χιτώνες
και δέκ' ακόμη τάλαντα χρυσάφι ζυγισμένο,
τέσσερους λέβητες και ομού δυο τρίποδες που ελάμπαν
κι ένα ποτήρι υπέρλαμπρο, βαρύτιμο που οι Θράκες
του είχαν δωρήσει τον καιρόν που επήγε απεσταλμένος·
και μηδ' εκείνο εκράτησεν ο γέρος, τόσην είχε
λαχτάραν το αγαπητό παιδί να ξαγοράσει.
(Όμ., Ιλ. Ω 228-237)
**********Ο θρήνος της Ανδρομάχης
«Άνδρα μου, νέος πέθανες, κι εμέν΄ αφήνεις χήραν
στο σπίτι με το τρυφερό παιδί που εμείς οι δύο
οι άμοιροι εγεννήσαμεν· και δεν θα μεγαλώσει
οϊμένα, ότι γρήγορα τούτη θα πέσ΄ η πόλις
τώρα που εσύ εχάθηκες, ο στύλος της, η ασπίδα,
που τα παιδιά της έσωζες και τες σεμνές μητέρες,
που γρήγορα στα πλοία τους θενά μας ρίξουν όλες
και συ μαζί μου, τέκνον μου, θα είσαι να δουλεύεις
με κόπον σ΄ έργα ουτιδανά καταδυναστεμένος
κάτω από κύριον σκληρόν, αν πρώτα δεν σε ρίξει
από του πύργου την κορφήν να κακοθανατίσεις
κανείς οπού του φόνευσεν ο Έκτωρ τον πατέρα,
τον αδελφόν ή το παιδί, διότι από το χέρι
εκείνου πλήθος Αχαιών εδάγκασαν το χώμα.
Ότι ο πατέρας σου απαλός στον πόλεμον δεν ήταν·
για τούτο σήμερα ο λαός ολόκληρος τον κλαίει,
και λύπη θα ΄σαι αμίλητη, ω Έκτωρ, στους γονείς σου,
μόν΄ άλλος είναι ο πόνος μου˙ στην κλίνην σου, ω γλυκέ μου,
δεν πέθανες, το χέρι σου στο χέρι μου ν΄ απλώσεις,
και κάποιον λόγον φρόνιμον να βάλεις στην καρδιά μου
ημέρα νύκτα μες στον νου να το ΄χω και να κλαίω».
(Όμ. Ιλ., Ω 726-746)
***********Ο θρήνος της Εκάβης
«Έκτωρ, ω το ακριβότερο απ΄ όλα τα παιδιά μου,
και όταν μου εζούσες, οι θεοί, γλυκέ μου, σ΄ αγαπούσαν
και τώρα μες στον θάνατον ακόμη σε λυπούνται.
Τ΄ άλλα παιδιά μου, όσα ΄πιανεν ο γρήγορος Πηλείδης
απόπερ΄ απ΄ την θάλασσαν στα ξένα τα επουλούσε
στην Λήμνον την σκοταδερή, στην Σάμον και στην Ίμβρον·
και συ αφού σ΄ ενέκρωσεν η λόγχη του και γύρω
του φίλου οπού του εφόνευσες τον τάφον σ΄ έχει σύρει,
και όμως με αυτό δεν έκαμε τον φίλον ν΄ αναζήσει,
εμπρός μου τώρα δροσερός και ανέγγιχτος στο σπίτι
κείτεσαι, ωσάν τον άνθρωπον που την ψυχήν του επήρε
ο Φοίβος ο αργυρότοξος με τ΄ άλυπά του βέλη».
(Όμ. Ιλ., Ω 749-760)
************Ο θρήνος της Ελένης
«Ω Έκτωρ μου, ο ακριβότερος των αδελφών του ανδρός μου,
κι είν΄ άνδρας μου ο θεόμορφος Αλέξανδρος που εμένα
εδώ στην Τροίαν έφερε˙ να΄χα πεθάνει πρώτα.
Χρόνοι επεράσαν είκοσιν αφ΄ ότου εκείθεν ήλθα
και άφησα την πατρίδα μου· και απ΄ τα δικά σου χείλη
λόγον ποτέ δεν άκουσα κακόν να με πικράνει.
Και αν κάποιος απ΄ τους αδελφούς ή από τες αδελφές σου
ή από τες συννυφάδες μου με απόπαιρνεν ή ακόμη
η πεθερά μου - ο πενθερός με αγάπα ωσάν πατέρας -
συ μόνος τον ημέρωνες με λόγια μελωμένα
με την αγαθοσύνην σου· για τούτο σένα κλαίω
και αντάμα εμέ την άμοιρην και σχίζεται η καρδιά μου.
Ότι κανείς δεν μόμεινεν εις όλην την Τρωάδα
να είναι φίλος της καρδιάς και μ΄ αποστρέφοντ΄ όλοι».
(Όμ. Ιλ., Ω 763-776)