Οι έννοιες και η ουσία
Η λογική ή αναλυτική, όπως την έλεγε ο ίδιος ο Αριστοτέλης (384-322 π.Χ.), ο πολυμερέστερος και μεθοδικότερος νους του αρχαίου κόσμου, είναι δημιούργημα δικό του. Γι’ αυτόν η λογική δεν ήταν κλάδος της φιλοσοφίας, αλλά προπαιδευτική γνώση των κανόνων της σκέψης, «όργανον» της φιλοσοφίας. Με τη συλλογιστική του, δηλαδή τη γενική θεωρία για το συλλογισμό, ο Αριστοτέλης επισήμανε τα συστατικά στοιχεία της σκέψης και τις λειτουργικές σχέσεις τους κατά τις διεργασίες που επιτελεί ο ανθρώπινος νους στην προσπάθειά του να κατανοήσει την πραγματικότητα.
Στη θεωρία του για τη γνώση ο Αριστοτέλης δεν ήταν ούτε μόνο εμπειρικός ούτε μόνο λογοκρατικός. Πίστευε δηλαδή ότι οι εντυπώσεις μας διαμορφώνονται πάντα από τις ιδιότητες των πραγμάτων και ότι τα λάθη μας οφείλονται ή σε ελαττωματικές συνδέσεις ή σε ελαττωματικά παρακόλουθα.
Σχετικά, τη δυσκολία για την εξακρίβωση του λάθους ο Αριστοτέλης την είχε εντοπίσει και στην πολυπλοκότητα των πραγμάτων και στην πολυσημία των λέξεων που τα ορίζουν. Έτσι ο Αριστοτέλης δίδασκε ότι οι λογικές κατηγορίες αντιστοιχούν κανονικά στα πράγματα και ότι οι έννοιες δηλώνουν την ουσία των πραγμάτων. Γι’ αυτό θεωρούσε ως πραγματική τη γνώση που βασίζεται στις έννοιες και με προϋποθέσεις που βέβαια βρίσκονται στις αισθήσεις.
Στη συνέχεια ο Αριστοτέλης χώρισε τη γνώση σε άμεση, που την αποκτούμε ενορατικά, και σε έμμεση, που την αποκτούμε με την παρατήρηση, την εμπειρία και την αφαίρεση. Ο Αριστοτέλης δε δεχόταν προϋπάρχουσες στον κόσμο ιδέες, όπως ο Πλάτων, αλλά μόνο τη γενική ιδιότητα του ανθρώπινου πνεύματος να δημιουργεί έννοιες και με αυτές να αναγνωρίζει την πραγματικότητα.
Σχετικά ο Αριστοτέλης εξηγούσε τη γνώση των πρώτων εννοιών ως συνδυασμό εμπειρίας και αφαίρεσης και διαβάθμιζε τη γνώση από το «συγκεχυμένον» αρχικά προς το «γνώριμον» σ’ εμάς και το «γνώριμον» γενικά.
Ο Αριστοτέλης ταξινόμησε τις έννοιες σε 10 «Κατηγορίες», με κριτήριο τη συγκεκριμένη πραγματικότητα και παράδειγμα έναν άνθρωπο γνωστό, τον πλατωνικό Κορίσκο:
Ουσία (άνθρωπος).
Ποσότητα (τρεις πήχες).
Ποιότητα (λευκός, μορφωμένος).
Σχέση (μεγαλύτερος).
Τόπος (στην αγορά).
Χρόνος (χθες).
Θέση (κάθεται).
Κατάσταση (ντυμένος).
Ενέργεια (κόβει).
Πάθημα (κόπηκε).
Κριτική της θεωρίας των ιδεών: ύλη και μορφή. Θεωρία της γνώσης
Στο πρόβλημα της ουσίας ο Αριστοτέλης ξεκίνησε από την κριτική της πλατωνικής θεωρίας των ιδεών. Ο Αριστοτέλης παρατήρησε ότι η πρωτοβουλία του Πλάτωνα να εξηγήσει την αισθητή πραγματικότητα ως έκτυπο μιας νοητής πραγματικότητας είχε το μειονέκτημα ότι χώριζε την πραγματικότητα σε δυο επίπεδα και ότι, αντί να λύνει το πρόβλημα της ουσίας καθαυτό, το μετέθετε σε ένα άλλο επίπεδο, που θα έπρεπε επίσης να εξηγηθεί από ένα τρίτο κ.ο.κ. ως το άπειρο.
Έτσι ο Αριστοτέλης, βλέποντας τη ματαιοπονία σε μια τέτοια προσπάθεια, προτίμησε να επιστρέφει στην αισθητή πραγματικότητα και να αναζητήσει την ουσία των όντων μέσα στα συγκεκριμένα αντικείμενα.
Με προϋπόθεση τη γνώση της φυσικής φιλοσοφίας των προσωκρατικών και τα πορίσματά του από προσωπικές φυσιογνωστικές και βιολογικές έρευνες, ο Αριστοτέλης ανέλυσε τη γένεση των όντων και έφτασε στο συμπέρασμα ότι κάθε ον έχει ως συστατικά στοιχεία την ύλη και τη μορφή. Η μορφή, κατά τον Αριστοτέλη, είναι η αγέννητη ουσία του όντος και το μόνο, πραγματικά, αντικείμενο της επιστήμης. Δεν ταυτίζεται όμως με την πλατωνική ιδέα: ενώ ο Πλάτων δέχεται ότι υπάρχουν ιδέες που αντιστοιχούν και σε αφηρημένες έννοιες (ηθικές αξίες, μαθηματικά σύμβολα), ο Αριστοτέλης αρνείται ότι υπάρχει μορφή (δηλαδή υπόσταση) σε έννοιες χωρίς άμεση σχέση με την αισθητή πραγματικότητα. Και ενώ ο Πλάτων δέχεται την ιδέα ως υπερβατική αρχή, δηλαδή ως αρχή σαφώς χωρισμένη από τα αισθητά όντα, των οποίων είναι αιτία ύπαρξης, ο Αριστοτέλης υποστηρίζει ότι η μορφή δεν μπορεί να νοηθεί ως κάτι αποκομμένο από την ύλη αλλά ως κάτι που ενυπάρχει σε αυτήν: Αν π.χ. ο Σωκράτης υπάρχει ως ον, αυτό οφείλεται στο ότι στο υλικό στοιχείο της ύπαρξής του πραγματώνεται και ενυπάρχει η ανθρώπινη μορφή.
Έτσι ο Αριστοτέλης κατανόησε την ύπαρξη κάθε όντος ακριβώς ως σύνδεσμο ύλης και μορφής και εξήγησε την πραγματικότητα ως ενότητα σύνθετη. Βασισμένος στη γενικά αποδεκτή διδασκαλία της προηγούμενης φιλοσοφίας για τη γένεση και το θάνατο ως σύνθεση και διάλυση των όντων στα συστατικά τους, που καθαυτά θεωρούνται αιώνια και αμετάβλητα, ο Αριστοτέλης θεώρησε επίσης την ύλη και τη μορφή ως συστατικά των όντων αιώνια και αμετάβλητα. Ο Αριστοτέλης αναγνώρισε με αυτό τον τρόπο ότι σε κάθε γένεση, δηλαδή σε ό,τι παίρνει μορφή είτε από τη φύση είτε από χέρι ανθρώπου, υπόκειται πάντα ως βάση κάποιο υλικό, που χωρίς αυτό η γένεση είναι αδιανόητη. Το υλικό – η ύλη χωρίς μορφή – βρίσκεται σε «δυνάμει» κατάσταση. Αντίθετα, έχουμε κατάσταση «ενεργεία» όταν στην ύλη πραγματώνεται η μορφή.
Έτσι ο Αριστοτέλης κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτό που γίνεται κάθε φορά με τη γένεση ενός όντος, φυσικού ή τεχνητού, δεν είναι ούτε η ύλη ούτε η μορφή, αλλά μόνο ο συγκεκριμένος σύνδεσμος ύλης και μορφής.
Μελετώντας το πρόβλημα της ουσίας, ο Αριστοτέλης δεν αρκέστηκε στις γενικότερες μορφολογικές θεωρήσεις του, αλλά ασχολήθηκε και ιδιαίτερα με την «ποίηση» ως γενική μορφοπλαστική ικανότητα του ανθρώπου, φανερή στα έργα του από τις πιο ταπεινές κατασκευές ως τα μνημειώδη έργα τέχνης. Έτσι ο Αριστοτέλης παρατήρησε ότι με την «ποίηση» ο άνθρωπος δημιουργεί σε δυο επίπεδα, στο τεχνολογικό και στο καλλιτεχνικό: στο τεχνολογικό επίπεδο ο άνθρωπος κατασκευάζει αντικείμενα που δε γίνονται από τη φύση και που τείνουν να τη συμπληρώσουν (σκεύη, όργανα κτλ.)· στο καλλιτεχνικό επίπεδο ο άνθρωπος δημιουργεί πράγματα που απομιμούνται αντικείμενα, φαινόμενα και γεγονότα που υπάρχουν στη φύση και που τείνουν να την εξηγήσουν (έργα τέχνης).
Η φύση και ο άνθρωπος. Το τελεολογικό κριτήριο. Η θεμελίωση της βιολογίας. Επισήμανση βιολογικών αρχών. Υπεροχή του ανθρώπου
Στη μελέτη του φυσικού κόσμου ο Αριστοτέλης, όπως ήταν επόμενο, οδηγήθηκε από τη βασική οντολογική θέση του ότι η ουσία των πραγμάτων είναι σύνθετη από ύλη και μορφή. Στη φυσική φιλοσοφία του ο Αριστοτέλης συμπλήρωσε αυτή τη θέση του με το τελεολογικό κριτήριό του, ότι δηλαδή η φύση, πάντα σκόπιμα και πάντα πάνω σε μόνιμα καθορισμένη κλίμακα ειδών από τα ατελέστερα προς τα τελειότερα, δημιουργεί όντα που έχουν μέσα τους το καθένα χωριστά το σκοπό της αυτοπράγματωσής τους («εντελέχεια»). Η αυτοπραγμάτωση όμως αυτή είναι ουσιαστικά η σύνδεση της μορφής με την ύλη. Η σύνδεση αυτή δημιουργεί την τελειοποίηση ενός όντος. Αφού όμως η τελειοποίηση γίνεται εφικτή χάρη στην επενέργεια της μορφής, μορφή και σκοπός ταυτίζονται.
Στη φυσική φιλοσοφία ο Αριστοτέλης είχε αντικείμενο της μελέτης του τα φυσικά πράγματα και ό,τι συμβαίνει με αυτά, δηλαδή γένεση, μεταβολή, κίνηση κτλ. Έτσι ενδιαφέρθηκε πρώτα να αποσαφηνίσει βασικές έννοιες της φυσικής, όπως το άπειρο, η μάζα και το κενό, το συνεχές, ο χώρος και ο χρόνος, η κίνηση και η μεταβολή.
Με τις επιδόσεις του σε ειδικά προβλήματα φυσιογνωσίας της εποχής του ο Αριστοτέλης πέτυχε να θεμελιώσει θεματολογικά και μεθοδολογικά τη βιολογία και πολλούς άλλους συγγενικούς κλάδους της επιστήμης, όπως η φυτολογία, η ζωολογία, η οικολογία, η εντομολογία, η εμβρυολογία, η ψυχολογία των ζώων κτλ.
Έτσι ο Αριστοτέλης πρώτος εισηγήθηκε μεθόδους ταξινόμησης των ειδών, εξέτασε τα αίτια της διαφοροποίησης του γένους, τις κληρονομικές και τις επίκτητες ιδιότητες, την πολυγονία και την ολιγογονία, την πολυτοκία και τη διάρκεια της κύησης στα διάφορα ζώα, την εξάπλωση ορισμένων ειδών και την επίδραση του φυσικού περιβάλλοντος για το «ήθος» των ζώων, τις ψυχικές εκδηλώσεις τους, τις συνήθειές τους, τις καιρικές επιδράσεις και τις ασθένειές τους.
Για τις βιολογικές έρευνές του ο Αριστοτέλης ανακάλυψε και εφάρμοσε τρία κριτήρια: την κλίμακα ζωής (θρεπτική, αισθητική, διανοητική), την εγγενή θερμότητα (όσο πιο θερμόαιμο, τόσο πιο εξελιγμένο ζώο) και την πολυπλοκότητα της δομής (όσο πιο σύνθετα όργανα, τόσο τελειότερος οργανισμός). Συνοπτικά μπορούμε να πούμε ότι ο Αριστοτέλης επισήμανε τις εξής βιολογικές αρχές που η σύγχρονη επιστήμη ανακάλυψε και διατύπωσε εκ νέου, χωρίς συγκεκριμένη γνώση του Αριστοτέλη:
1) Η φύση είναι απλή· επιλύει κάθε πρόβλημά της με τον απλούστερο δυνατό τρόπο και δε δημιουργεί τίποτα μάταια και περιττά.
2) Η φύση δημιουργεί αντίβαρο σε κάθε υπερβολική δύναμη και έτσι εξομαλύνει ανισότητες και αντιθέσεις.
3) Η φύση περιορίζει τα σπέρματα, όπου παρατηρείται πλουσιότερη ανάπτυξη.
4) Ο ιδιαίτερος χαρακτήρας του είδους μέσα στο άτομο είναι η τελευταία βαθμίδα στη διαδικασία γένεσης του εμβρύου.
5) Τα όργανα είναι εξειδικευμένα.
6) Τα όργανα, παράλληλα με την κύρια λειτουργία τους, επιτελούν και δευτερεύουσες λειτουργίες.
7) Ορισμένα όργανα είναι διαμορφωμένα έτσι, ώστε να προάγουν τη διαιώνιση του είδους.
8) Τα όργανα όπου είναι κατά ζεύγη, έχουν συμμετρική διάταξη.
Χωρίς να παραθεωρήσει τα κοινά γνωρίσματα ανάμεσα στον άνθρωπο και τα άλλα ζώα, ο Αριστοτέλης αναγνώρισε στον άνθρωπο μια θέση μοναδική μέσα στον κόσμο. Την υπεροχή του ανθρώπου ο Αριστοτέλης την επισήμανε βασικά στην όρθια στάση και στο όρθιο βάδισμά του, στην κατασκευή του χεριού, στον έναρθρο λόγο και στη συνειδητή σκέψη. Ως απότοκα από τους φυσικούς παράγοντες της υπεροχής του ανθρώπου στο σύνολό τους, ο Αριστοτέλης παρατήρησε μια σειρά ιδιότητες και πάθη, που χαρακτηρίζουν μόνο τον άνθρωπο. Έτσι, κατά τον Αριστοτέλη, μόνο ο άνθρωπος έχει την έννοια του χρόνου, την ικανότητα να μετρά το χρόνο και οτιδήποτε άλλο, να θυμάται τον εαυτό του και να σκέφτεται για πράγματα που τον απασχολούν, να επιλέγει ανάμεσα σε πολλές δυνατότητες το δικό του τρόπο για να πράξει, να γελά και να χτυπά η καρδιά του από ψυχοπνευματικές αιτίες.
Τέλος, ο Αριστοτέλης, χωρίς να αμφισβητήσει τη διαπίστωση των παλαιότερων Σοφιστών ότι πολλά ζώα υπερτερούν σε δύναμη, σε αντοχή και σε αισθητήρια, παρατήρησε ότι με το πνεύμα του ο άνθρωπος διαθέτει ανεξάντλητη εφευρετικότητα, που του ανοίγει δρόμους για να πραγματώσει κάθε σκοπό του.
Σε αναφορά με τον άνθρωπο ως σύνολο, όχι μεμονωμένα, είδε ο Αριστοτέλης και το πρόβλημα της ψυχής. Ο Αριστοτέλης μελέτησε την ψυχή όχι μόνο από γενική φιλοσοφική άποψη αλλά και από βιολογική, γνωσιολογική και ηθική, προσέχοντας περισσότερο, πρώτος αυτός στην αρχαία κοινωνία, τα ψυχοφυσικά και βιολογικά φαινόμενα παράλληλα με τα νοητικά. Από αυτό φαίνεται πόσο ο Αριστοτέλης διεύρυνε στον καιρό του την έννοια της ψυχής.
Ο Αριστοτέλης όρισε την ψυχή με αυτά τα λόγια: «Η ψυχή είναι ο πρώτος αυτοσκοπός ενός σώματος φυσικού, που έχει μέσα του ζωή» (Η ψυχή έστιν εντελέχεια η πρώτη σώματος φυσικού δυνάμει ζωήν έχοντος). Κατά τον Αριστοτέλη, η ψυχή είναι για το σώμα ό,τι η μορφή για την ύλη. Η ψυχή είναι μορφή όχι οποιουδήποτε σώματος αλλά του ζωντανού σώματος, δηλαδή αυτού που εκπληρώνει τις λειτουργίες της ζωής. Αν λοιπόν η λειτουργικότητα υπάρχει μόνο στο ζωντανό σώμα και όχι σε ένα πτώμα, αυτό οφείλεται στο ότι, ακριβώς, το ζωντανό σώμα έχει ψυχή.
Σύμφωνα πάντα με τα βιολογικά και τα τελεολογικά κριτήριά του, ο Αριστοτέλης διέκρινε τρεις τύπους ψυχής: τη θρεπτική (του φυτού), την αισθητική (του ζώου) και τη διανοητική (του ανθρώπου).
Η πράξη και η πολιτική. Το πρόβλημα της ψυχής. Υπεροχή της πράξης απέναντι στη γνώση. Η ευτυχία. Ηθική και πολιτική
Ανθρωπολογικά θεμελίωσε ο Αριστοτέλης και την ηθική του, δηλαδή τη διδασκαλία του για το καλό και την ευτυχία, την αρετή και την πράξη. Έτσι και σ’ αυτή την περιοχή της φιλοσοφίας ο Αριστοτέλης απομακρύνθηκε όχι μόνο από τη θρησκεία, που είχε θεμελιώσει την ηθική θεοκρατικά, αλλά και από το Σωκράτη και τον Πλάτωνα, που, πιστεύοντας σε απόλυτο καλό και κακό, είχαν επιζητήσει να θεμελιώσουν την ηθική μεταφυσικά.
Τον άνθρωπο θεώρησε ο Αριστοτέλης «αρχήν και γεννητήν των πράξεων ώσπερ και των τέκνων». Και, προχωρώντας ακόμη μακρύτερα από τον Πλάτωνα, ο Αριστοτέλης τόνισε ότι σκοπός της ηθικής δεν είναι τόσο η γνώση του καλού και της αρετής σαν προϋπόθεση για την ηθικά καταξιωμένη πράξη, όσο η ίδια η πράξη, γιατί από την πράξη εξαρτάται η ευτυχία άμεσα, ενώ από τη γνώση εξαρτάται έμμεσα.
Έτσι ο Αριστοτέλης δίδαξε ότι ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να ευτυχήσει με δικά του μέσα, επειδή έχει τη δυνατότητα να ελέγχει τις πράξεις του, επομένως να κατακτήσει την αρετή, που οδηγεί στην ευτυχία.
Την ευτυχία ο Αριστοτέλης την επισήμανε στην ενέργεια της ψυχής τη σύμφωνη με την αρετή, που βέβαια είναι βασισμένη στη φρόνηση, και εξήγησε ότι η ζωή του ανθρώπου με την ηθικά καταξιωμένη δραστηριότητά του είναι γεμάτη ηδονή, γιατί οι πράξεις της αρετής έχουν μέσα τους ηδονή. Σχετικά ο Αριστοτέλης, που πίστευε ότι η ηδονή είναι φυσική ανάγκη για όλους ανεξαίρετα τους ζωντανούς οργανισμούς και ότι γι’ αυτό το λόγο δεν μπορεί να παραθεωρηθεί ως συστατικό της ευτυχίας, διέκρινε ηδονή αισθησιακή και πνευματική και εξήγησε ότι η πρώτη είναι κοινή σε όλα τα ζώα, ενώ η δεύτερη αποτελεί προνόμιο του ανθρώπου, βιώνεται μέσα στην πνευματική δραστηριότητά του και είναι άβλαβη, σταθερή και πιο έντονη από την αισθησιακή.
Επισημαίνοντας ο Αριστοτέλης ότι η ευτυχία βρίσκεται μέσα στη δραστηριότητα τη σύμφωνη με την αρετή, δεν παράβλεψε βέβαια το γεγονός ότι όλες οι πράξεις, άσχετα από τα αποτελέσματά τους, έχουν σκοπό την ευτυχία. Επίσης δεν παραγνώρισε ότι η ζωή, επομένως και η ευτυχία του ανθρώπου, εξαρτάται και από την τύχη, δηλαδή από ορισμένα εξωτερικά αγαθά· τόνισε όμως ότι από όλα τα συντελεστικά της ευτυχίας, που καθαυτά είναι αστάθμητα, μόνο η υπεύθυνη πράξη του ανθρώπου, η σύμφωνη με την αρετή, έχει ασφάλεια και διάρκεια στην επιδίωξη της ευτυχίας.
Στην ηθική φιλοσοφία του ο Αριστοτέλης, όπως και όλοι οι κλασικοί φιλόσοφοι του αρχαίου κόσμου, δεν περιορίστηκε στο ατομικό επίπεδο, αλλά προχώρησε και στο κοινωνικό. Έτσι αναζήτησε την ηθική τελείωση του ανθρώπου μέσα στον οργανωμένο ομαδικό βίο και μελέτησε όλες τις μορφές επικοινωνίας, αποδίδοντας κορυφαία σημασία στη φιλία που, με ιδιαίτερο ζήλο και προσωπική θέρμη, την ερεύνησε σαν ηθικό φαινόμενο σε κάθε πτυχή της ατομικής και της κοινωνικής ζωής, από τις πιο συμπτωματικές συναντήσεις των επιβατών ενός πλοίου ως τους πιο μόνιμους δεσμούς των μελών μιας οικογένειας, ακόμα και ως τη «φιλαυτία», όπως ονόμασε ο ίδιος την αρμονική σχέση του ατόμου με τον ίδιο τον εαυτό του.
Με την πολιτική φιλοσοφία του ο Αριστοτέλης συμπλήρωσε την ηθική του, κυρίως στην κοινωνική διάστασή της. Ο Αριστοτέλης όρισε την πολιτική ως τέχνη του οργανωμένου ομαδικού βίου των ανθρώπων και είναι αυτός που χαρακτήρισε τον άνθρωπο «φύσει πολιτικόν ζώον».
Έτσι δίδαξε ότι ο άνθρωπος μόνο μέσα σε μια πολιτική κοινωνία μπορεί να επιτύχει την ηθική τελείωσή του και ότι οι σκοποί του ατόμου και του συνόλου ταυτίζονται στην οργανωμένη κοινωνία και πραγματώνονται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο μέσα σ’ αυτήν.
Ως αυτό το σημείο ο Αριστοτέλης δε φαίνεται να έχει απομακρυνθεί πολύ από την πολιτική φιλοσοφία του Πλάτωνα. Από τη συνέχεια όμως γίνεται φανερό ότι ο Αριστοτέλης σκεφτόταν με κριτήρια διαφορετικά.
Έτσι, ο Αριστοτέλης χώρισε τους πολίτες πρώτα με κριτήριο την οικονομική δραστηριότητα σε γεωργούς, τεχνίτες και εμπόρους και ύστερα με κριτήριο την κοινωνική σύνθεση σε πλούσιους, φτωχούς και μεσαίους. Με βάση αυτή τη διαίρεση ο Αριστοτέλης δίδαξε ότι οι σχέσεις που διαμορφώνονται κάθε φορά ανάμεσα σ’ αυτές τις κοινωνικές τάξεις δίνουν στο πολίτευμα την ιδιαίτερη μορφή του και ότι οι σκοποί του συνόλου επιδιώκονται με το πολίτευμα και με την αγωγή.
Κύριες μορφές πολιτεύματος. Η «Μέση πολιτεία»
Το γεγονός ότι το πολίτευμα παρουσιάζει ποικίλες μορφές μέσα στην ιστορία της ανθρώπινης κοινωνίας ο Αριστοτέλης το απέδωσε στον τρόπο που μοιράζεται η δύναμη ανάμεσα στα συστατικά στοιχεία του κράτους και κυρίως στη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στους συνήθως λίγους πλούσιους και πολλούς φτωχούς πολίτες.
Ο Αριστοτέλης είδε ότι το πολίτευμα μπορεί να παρουσιάζεται σε τρεις κύριες μορφές και τρεις εκτροπές από αυτές: οι τρεις κύριες μορφές είναι η βασιλεία, η αριστοκρατία και η δημοκρατία και οι αντίστοιχες εκτροπές από αυτές είναι της βασιλείας η τυραννίδα, της αριστοκρατίας η ολιγαρχία και της δημοκρατίας η οχλοκρατία.
Σχετικά ο Αριστοτέλης εξήγησε ότι στην πρώτη μορφή πολιτεύματος η εξουσία είναι στα χέρια ενός, στη δεύτερη είναι στα χέρια λίγων και στην τρίτη στα χέρια πολλών. Τελικά όμως ο Αριστοτέλης, όπως και ο Πλάτων πριν από αυτόν, τείνει να πιστέψει ότι το πολίτευμα, όπως δείχνουν τα (δια τα πράγματα, μπορεί να παρουσιάζεται μόνο με δυο μορφές: στην πρώτη από αυτές το μέτρο το δίνει το κοινό καλό και στη δεύτερη το συμφέρον του άρχοντα.
Προσωπικά ο Αριστοτέλης στράφηκε με ιδιαίτερη συμπάθεια στη «Μέση πολιτεία», όπως ονόμασε ο ίδιος μια βασική μορφή αστικής δημοκρατίας. Πιστεύοντας ότι αυτή η μορφή πολιτεύματος είναι η «άριστη», ο Αριστοτέλης επισήμανε ότι σ’ αυτήν οι φτωχοί και οι πλούσιοι είναι ίσοι έναντι του νόμου, ότι η μεσαία τάξη εξασφαλίζει την απαιτούμενη ισορροπία ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς, μάλιστα με τον καλύτερο τρόπο αν είναι ισχυρότερη από τις δυο άλλες τάξεις ή τουλάχιστο από την καθεμιά τους, ότι, αν απειληθεί σύγκρουση ανάμεσα στις ακραίες τάξεις, η μεσαία κρατά το κέντρο του βάρους στη μέση και ότι, όπου επικρατεί η μεσαία τάξη, δεν αναπτύσσεται το κοινωνικό και ταξικό μίσος, γιατί από άποψη ιδιοκτησίας οι μεγάλες διαφορές περιορίζονται και έτσι οι κίνδυνοι ανατροπής είναι ελάχιστοι.
Σαν κατακλείδα ας σημειωθεί το γεγονός ότι ο Αριστοτέλης διατύπωσε και εισηγήθηκε πρώτος δυο βασικές αρχές, που ισχύουν σήμερα στην πολιτική σε παγκόσμια κλίμακα: τη διάκριση των εξουσιών και την αρχή της πλειοψηφίας.