Μετὰ δὲ τοῦτο παντελῶς εἰρήνης ἡμῖν γενομένης, ἡσυχίαν ἦγεν ἡ πόλις, τοῖς μὲν βαρβάροις συγγιγνώσκουσα, ὅτι παθόντες ὑπ᾽ αὐτῆς κακῶς [ἱκανῶς] οὐκ ἐνδεῶς ἠμύναντο, τοῖς δὲ Ἕλλησιν ἀγανακτοῦσα, μεμνημένη ὡς εὖ παθόντες ὑπ᾽ αὐτῆς οἵαν
[244c] χάριν ἀπέδοσαν, κοινωσάμενοι τοῖς βαρβάροις, τάς τε ναῦς περιελόμενοι αἵ ποτ᾽ ἐκείνους ἔσωσαν, καὶ τείχη καθελόντες ἀνθ᾽ ὧν ἡμεῖς τἀκείνων ἐκωλύσαμεν πεσεῖν· διανοουμένη δὲ ἡ πόλις μὴ ἂν ἔτι ἀμῦναι μήτε Ἕλλησι πρὸς ἀλλήλων δουλουμένοις μήτε ὑπὸ βαρβάρων, οὕτως ᾤκει. ἡμῶν οὖν ἐν τοιαύτῃ διανοίᾳ ὄντων ἡγησάμενοι Λακεδαιμόνιοι τοὺς μὲν τῆς ἐλευθερίας ἐπικούρους πεπτωκέναι ἡμᾶς, σφέτερον δὲ ἤδη
[244d] ἔργον εἶναι καταδουλοῦσθαι τοὺς ἄλλους, ταῦτ᾽ ἔπραττον.
Καὶ μηκύνειν μὲν τί δεῖ; οὐ γὰρ πάλαι οὐδὲ παλαιῶν ἀνθρώπων γεγονότα λέγοιμ᾽ ἂν τὰ μετὰ ταῦτα· αὐτοὶ γὰρ ἴσμεν ὡς ἐκπεπληγμένοι ἀφίκοντο εἰς χρείαν τῆς πόλεως τῶν τε Ἑλλήνων οἱ πρῶτοι, Ἀργεῖοι καὶ Βοιωτοὶ καὶ Κορίνθιοι, καὶ τό γε θειότατον πάντων, τὸ καὶ βασιλέα εἰς τοῦτο ἀπορίας ἀφικέσθαι, ὥστε περιστῆναι αὐτῷ μηδαμόθεν ἄλλοθεν τὴν σωτηρίαν γενέσθαι ἀλλ᾽ ἢ ἐκ ταύτης τῆς πόλεως, ἣν προθύμως
[244e] ἀπώλλυ. καὶ δὴ καὶ εἴ τις βούλοιτο τῆς πόλεως κατηγορῆσαι δικαίως, τοῦτ᾽ ἂν μόνον λέγων ὀρθῶς ἂν κατηγοροῖ, ὡς ἀεὶ λίαν φιλοικτίρμων ἐστὶ καὶ τοῦ ἥττονος θεραπίς. καὶ δὴ καὶ ἐν τῷ τότε χρόνῳ οὐχ οἵα τε ἐγένετο καρτερῆσαι οὐδὲ διαφυλάξαι ἃ ἐδέδοκτο αὐτῇ, τὸ μηδενὶ δουλουμένῳ βοηθεῖν
[245a] τῶν σφᾶς ἀδικησάντων, ἀλλὰ ἐκάμφθη καὶ ἐβοήθησεν, καὶ τοὺς μὲν Ἕλληνας αὐτὴ βοηθήσασα ἀπελύσατο δουλείας, ὥστ᾽ ἐλευθέρους εἶναι μέχρι οὗ πάλιν αὐτοὶ αὑτοὺς κατεδουλώσαντο, βασιλεῖ δὲ αὐτὴ μὲν οὐκ ἐτόλμησεν βοηθῆσαι, αἰσχυνομένη τὰ τρόπαια τά τε Μαραθῶνι καὶ Σαλαμῖνι καὶ Πλαταιαῖς, φυγάδας δὲ καὶ ἐθελοντὰς ἐάσασα μόνον βοηθῆσαι ὁμολογουμένως ἔσωσεν. τειχισαμένη δὲ καὶ ναυπηγησαμένη,
[245b] ἐκδεξαμένη τὸν πόλεμον, ἐπειδὴ ἠναγκάσθη πολεμεῖν, ὑπὲρ Παρίων ἐπολέμει Λακεδαιμονίοις.
Φοβηθεὶς δὲ βασιλεὺς τὴν πόλιν, ἐπειδὴ ἑώρα Λακεδαιμονίους τῷ κατὰ θάλατταν πολέμῳ ἀπαγορεύοντας, ἀποστῆναι βουλόμενος ἐξῄτει τοὺς Ἕλληνας τοὺς ἐν τῇ ἠπείρῳ, οὕσπερ πρότερον Λακεδαιμόνιοι αὐτῷ ἐξέδοσαν, εἰ μέλλοι συμμαχήσειν ἡμῖν τε καὶ τοῖς ἄλλοις συμμάχοις, ἡγούμενος οὐκ ἐθελήσειν, ἵν᾽ αὐτῷ πρόφασις εἴη
[245c] τῆς ἀποστάσεως. καὶ τῶν μὲν ἄλλων συμμάχων ἐψεύσθη· ἠθέλησαν γὰρ αὐτῷ ἐκδιδόναι καὶ συνέθεντο καὶ ὤμοσαν Κορίνθιοι καὶ Ἀργεῖοι καὶ Βοιωτοὶ καὶ οἱ ἄλλοι σύμμαχοι, εἰ μέλλοι χρήματα παρέξειν, ἐκδώσειν τοὺς ἐν τῇ ἠπείρῳ Ἕλληνας· μόνοι δὲ ἡμεῖς οὐκ ἐτολμήσαμεν οὔτε ἐκδοῦναι οὔτε ὀμόσαι. οὕτω δή τοι τό γε τῆς πόλεως γενναῖον καὶ ἐλεύθερον βέβαιόν τε καὶ ὑγιές ἐστιν καὶ φύσει
[245d] μισοβάρβαρον, διὰ τὸ εἰλικρινῶς εἶναι Ἕλληνας καὶ ἀμιγεῖς βαρβάρων. οὐ γὰρ Πέλοπες οὐδὲ Κάδμοι οὐδὲ Αἴγυπτοί τε καὶ Δαναοὶ οὐδὲ ἄλλοι πολλοὶ φύσει μὲν βάρβαροι ὄντες, νόμῳ δὲ Ἕλληνες, συνοικοῦσιν ἡμῖν, ἀλλ᾽ αὐτοὶ Ἕλληνες, οὐ μειξοβάρβαροι οἰκοῦμεν, ὅθεν καθαρὸν τὸ μῖσος ἐντέτηκε τῇ πόλει τῆς ἀλλοτρίας φύσεως. ὅμως δ᾽ οὖν ἐμονώθημεν πάλιν
[245e] διὰ τὸ μὴ ἐθέλειν αἰσχρὸν καὶ ἀνόσιον ἔργον ἐργάσασθαι Ἕλληνας βαρβάροις ἐκδόντες. ἐλθόντες οὖν εἰς ταὐτὰ ἐξ ὧν καὶ τὸ πρότερον κατεπολεμήθημεν, σὺν θεῷ ἄμεινον ἢ τότε ἐθέμεθα τὸν πόλεμον· καὶ γὰρ ναῦς καὶ τείχη ἔχοντες καὶ τὰς ἡμετέρας αὐτῶν ἀποικίας ἀπηλλάγημεν τοῦ πολέμου οὕτως, ‹ὥστ᾽› ἀγαπητῶς ἀπηλλάττοντο καὶ οἱ πολέμιοι. ἀνδρῶν μέντοι ἀγαθῶν καὶ ἐν τούτῳ τῷ πολέμῳ ἐστερήθημεν, τῶν τε ἐν Κορίνθῳ χρησαμένων δυσχωρίᾳ καὶ ἐν Λεχαίῳ
[246a] προδοσίᾳ· ἀγαθοὶ δὲ καὶ οἱ βασιλέα ἐλευθερώσαντες καὶ ἐκβαλόντες ἐκ τῆς θαλάττης Λακεδαιμονίους· ὧν ἐγὼ μὲν ὑμᾶς ἀναμιμνῄσκω, ὑμᾶς δὲ πρέπει συνεπαινεῖν τε καὶ κοσμεῖν τοιούτους ἄνδρας.
***
Όταν ύστερ᾽ απ᾽ αυτά αποκαταστάθηκε τελείως η εσωτερική ειρήνη ανάμεσά μας, η πόλη μας εζούσε σε ησυχία και συχωρούσε τους βαρβάρους για τα φοβερά δεινά και τις μεγάλες καταστροφές που μας είχαν κάμει από αντεκδίκηση για τα μεγάλα κακά και τις τρομερές συφορές που είχαν πάθει από εμάς, αγαναχτούσε όμως εναντίον των άλλων Ελλήνων, γιατί εθυμόταν τα καλά που τους είχε κάμει
[244c] και την αχαριστία τους που μ᾽ αυτή τής ανταποδώσανε το χρέος της ευγνωμοσύνης που της όφειλαν για όσα είχε κάμει για χάρη τους και πως αντί για ευγνωμοσύνη έκλεισαν συμμαχία με τους βαρβάρους και με τη συμμαχία αυτή και το στόλο της τής άρπαξαν, το στόλο που τους έσωσε άλλοτε από τους ίδιους αυτούς τους βαρβάρους, και τα τείχη της εγκρέμισαν γι᾽ ανταπόδοση γιατί εμείς εθυσιάσαμε άλλοτε τα δικά μας τείχη για να μην γκρεμιστούνε τα δικά τους τείχη από τους βαρβάρους. Αποφασισμένη λοιπόν γι᾽ αυτούς τους λόγους η πολιτεία μας να μην πολεμήσει ποτέ πια στο μέλλον για χάρη των Ελλήνων, είτε για να μην υποδουλωθούν από άλλους Έλληνες, είτε για να μην πέσουν κάτω απ᾽ το ζυγό των βαρβάρων, ζούσε σε ησυχία μ᾽ αυτή την ψυχολογία κι αυτή την πολιτική. Αλλ᾽ επειδή μ᾽ αυτό το πνεύμα τηρούσαμε την πολιτική αυτή, οι Λακεδαιμόνιοι επίστεψαν πως είχαμε αποκάμει πια και πέσει σε παρακμή, εμείς οι πρόμαχοι της ελληνικής ελευθερίας, και πως συνεπώς έργο τους
[244d] ήταν να υποδουλώσουν όλους τους άλλους Έλληνες, και με το πνεύμα αυτό άρχισαν να θέτουν σ᾽ ενέργεια την πολιτική αυτή.
Αλλά προς τί να μακρηγορώ; Τα γεγονότα που ακολούθησαν κατόπι και που θα μπορούσα να μνημονεύσω στο λόγο μου δεν ανάγονται σε καμιάν άλλη μακρινή απ᾽ τη δική μας εποχή κι ούτε άλλοι άνθρωποι από μας τους ίδιους τα ᾽ζησαν. Εμείς οι ίδιοι είδαμε με τα ίδια τα μάτια μας με ποιόν τρόμο και με ποιά αγωνία οι πρώτοι απ᾽ όλους τους άλλους Έλληνες, οι Αργείοι, οι Βοιωτοί και οι Κορίνθιοι, έσπευσαν στην πόλη μας κι εζήτησαν τη βοήθειά μας για να τους σώσουμε από τους Λακεδαιμονίους. Και το θειότατο απ᾽ όλα είναι, πως κι αυτός ο βασιλιάς της Περσίας είχε τόσο ξεπέσει κι είχε φτάσει σε τέτοια δύσκολη και στενόχωρη θέση, ώστε να καταντήσει στο σημείο που να μην μπορεί να βρει τη σωτηρία του από πουθενά αλλού παρά μονάχα από ετούτην εδώ την πόλη που άλλοτε ήθελε με τόση μανία
[244e] να τηνε ξεθεμελιώσει. Και ακριβώς αν ήθελε κανείς να κατηγορήσει δίκαια την πόλη μας για κάτι, δε θα μπορούσε στα σωστά και δικαιολογημένα για τίποτ᾽ άλλο να την κατηγορήσει παρά μονάχα γιατ᾽ είναι πάντα φιλεύσπλαχνη και πονετικιά στον πόνο και στη δυστυχιά των άλλων και δίνει πάντα χέρι στους αδύνατους και στους δυστυχισμένους. Κι έτσι και στη στιγμή αυτή δεν εβάσταξε η καρδιά της να φανεί ως το τέλος σκληρή κι άπονη και να επιμείνει αλύγιστη στην απόφαση που είχε πάρει πρωτύτερα, να μη βοηθήσει κανένα πια
[245a] απ᾽ όσους την είχαν αδικήσει, κι αν ακόμα εκινδύνευαν να υποδουλωθούν, αλλ᾽ ελύγισε κι έδωσε βοήθεια. Κι όσο για τους Έλληνες η πολιτεία μας τους εβόηθησε και τους έσωσε απ᾽ τη σκλαβιά, ώστε έζησαν ελεύθεροι ώσπου οι ίδιοι υποδουλώθηκαν ξανά μονάχοι τους με τα ίδια τα έργα τους, όσο όμως για το βασιλιά της Περσίας δεν ετόλμησε να τονε βοηθήσει, γιατί εντράπηκε τα τρόπαια και του Μαραθώνα και της Σαλαμίνας και των Πλαταιών, άφησε όμως ελεύθερους τους εξορίστους κι όσους ήθελαν να πάνε ως εθελοντές στο στρατό του να τονε βοηθήσουν κι έτσι στα σωστά τον έσωσε όπως ομολογεί όλος ο κόσμος. Έπειτα, αφού ξανάχτισε η πολιτεία μας τα τείχη της κι έφτιαξε νέο στόλο,
[245b] εδέχτηκε τον πόλεμο, γιατί αναγκάστηκε να πολεμήσει, κι επολέμησε εναντίον των Λακεδαιμονίων για χάρη των Παρίων.
Αλλ᾽ επειδή ο μεγάλος βασιλιάς της Περσίας εφοβήθηκε την εποχή εκείνη την πολιτεία μας, γιατί έβλεπε πως οι Λακεδαιμόνιοι είχαν αποκάμει πια να πολεμάνε στη θάλασσα, θέλησε να διαλύσει για το λόγο αυτό τη συμμαχία του μ᾽ εμάς και αξίωσε να του παραδώσουμε τις ελληνικές πόλεις της Μ. Ασίας, που του είχαν παραχωρήσει πρωτύτερα οι Λακεδαιμόνιοι. Την αξίωση αυτή έθεσε ως όρο της συμμαχίας του με την πόλη μας και με τους άλλους συμμάχους μας, γιατί επίστευε, πως δε θα δεχόμαστε τον όρο αυτό κι έτσι θα ᾽βρισκε πρόφαση
[245c] για να διαλύσει τη συμμαχία μας. Κι όσο για τους άλλους Έλληνες γελάστηκε στους στοχασμούς του, γιατί και οι Κορίνθιοι και οι Αργείοι και οι Βοιωτοί κι όλοι οι άλλοι σύμμαχοί μας δεχτήκανε τους όρους του κι εκλείσανε συμφωνία μαζί του κι ορκιστήκανε να του παραδώσουν τους Έλληνες της Μ. Ασίας, εάν έμελλε να τους δώσει χρήματα. Μονάχα εμείς απ᾽ όλους τους άλλους Έλληνες και στη στιγμή αυτή δην ετολμήσαμε ούτε να παραδώσουμε τους Έλληνες της Μ. Ασίας στους βαρβάρους, ούτε να πάρουμε όρκο πως θα τηρήσουμε μια τέτοια αισχρή συμφωνία. Τόσο λοιπόν ηρωική κι ελευθερόψυχη και τόσο γερή στο φρόνημα και ρωμαλέα στην ψυχή είναι η πολιτεία μας και τόσο στην ουσία της
[245d] μισοβάρβαρη, γιατ᾽ είμαστε πραγματικά και ειλικρινά γνήσιοι Έλληνες και δεν έρρευσε ποτέ στις φλέβες μας βαρβαρικό αίμα. Κι όλα αυτά γιατί στ᾽ αληθινά δε συγκατοικούνε και δε ζούνε μαζί μ᾽ εμάς στη χώρα μας ούτε Πέλοπες ούτε Κάδμοι ούτε Αίγυπτοι ούτε Δαναοί κι ούτε άλλοι πολλοί λογής λογής βάρβαροι στη φύση κι Έλληνες μονάχα με το νόμο, αλλά γνήσιοι Έλληνες κι όχι βαρβαρόσποροι, κατοικούμε αιώνες απάνω στη γη αυτή κι έχουμε γι᾽ αυτό το λόγο φυσικά έμφυτο κι αιώνιο βαθιά μέσα μας ριζωμένο το μίσος εναντίον των βαρβάρων. Αλλά και πάλι εβρεθήκαμε και σε τούτη την περίσταση πολιτικά απομονωμένοι,
[245e] γιατί δεν εστέρξαμε να διαπράξουμε αισχρό και ανόσιο έργο παραδίνοντας Έλληνες στους βαρβάρους. Έτσι όμως εφτάσαμε σε μια πολιτική κατάσταση όμοια σαν κι εκείνη που υπήρξε η αίτια να νικηθούμε άλλοτε, αλλά με τη βοήθεια των θεών κατορθώσαμε τούτη τη φορά να τελειώσουμε τον πόλεμο με καλύτερους όρους παρά την εποχή εκείνη, γιατί εγλιτώσαμε από τον πόλεμο έχοντας στο τέλος και το στόλο μας και τα τείχη μας και τις αποικίες μας· το ίδιο άλλωστε και οι εχθροί μας με χαρά και προθυμία εδέχτηκαν να πάψει ο πόλεμος αναμεταξύ μας. Ωστόσο εχάσαμε και στον πόλεμο αυτό γενναίους και ηρωικούς άντρες, κι εκείνους που εβρήκανε το θάνατο στη μάχη της Κορίνθου από τις φυσικές αναποδιές και κακοτοπιές της γης όπου έγινε η μάχη και τους άλλους που έπεσαν στο Λέχαιο
[246a] θύματα προδοσίας· ηρωικά επίσης επολέμησαν κι όσοι ελευτερώσανε το βασιλιά της Περσίας και ξεκαθαρίσανε όλες τις θάλασσες από τους Λακεδαιμονίους. Τους άντρες τούτους ξαναφέρνω εγώ τώρα στη μνήμη σας και χρέος έχετε να εγκωμιάζετε μαζί μ᾽ έμενα και να τιμάτε τέτοιους ήρωες.