ΠΑΣΙΑΣ
εἶτ᾽ ἄνδρα τῶν αὑτοῦ τι χρὴ προϊέναι;
1215 οὐδέποτέ γ᾽, ἀλλὰ κρεῖττον εὐθὺς ἦν τότε
ἀπερυθριᾶσαι μᾶλλον ἢ σχεῖν πράγματα,
ὅτε τῶν ἐμαυτοῦ γ᾽ ἕνεκα νυνὶ χρημάτων
ἕλκω σε κλητεύσοντα, καὶ γενήσομαι
ἐχθρὸς ἔτι πρὸς τούτοισιν ἀνδρὶ δημότῃ.
1220 ἀτὰρ οὐδέποτέ γε τὴν πατρίδα καταισχυνῶ
ζῶν, ἀλλὰ καλοῦμαι Στρεψιάδην— ΣΤ. τίς οὑτοσί;
ΠΑ. —εἰς τὴν ἕνην τε καὶ νέαν. ΣΤ. μαρτύρομαι,
ὅτι εἰς δύ᾽ εἶπεν ἡμέρας. τοῦ χρήματος;
ΠΑ. τῶν δώδεκα μνῶν, ἃς ἔλαβες ὠνούμενος
1225 τὸν ψαρὸν ἵππον. ΣΤ. ἵππον; οὐκ ἀκούετε;
ὃν πάντες ὑμεῖς ἴστε μισοῦνθ᾽ ἱππικήν.
ΠΑ. καὶ νὴ Δί᾽ ἀποδώσειν γ᾽ ἐπώμνυς τοὺς θεούς.
ΣΤ. μὰ ‹τὸν› Δί᾽ οὐ γάρ πω τότ᾽ ἐξηπίστατο
Φειδιππίδης μοι τὸν ἀκατάβλητον λόγον.
1230 ΠΑ. νῦν δὲ διὰ τοῦτ᾽ ἔξαρνος εἶναι διανοεῖ;
ΣΤ. τί γὰρ ἄλλ᾽ ἂν ἀπολαύσαιμι τοῦ μαθήματος;
ΠΑ. καὶ ταῦτ᾽ ἐθελήσεις ἀπομόσαι μοι τοὺς θεούς,
ἵν᾽ ἂν κελεύσω ᾽γώ σε; ΣΤ. ‹τοὺς› ποίους θεούς;
ΠΑ. τὸν Δία, τὸν Ἑρμῆν, τὸν Ποσειδῶ. ΣΤ. νὴ Δία,
1235 κἂν προσκαταθείην γ᾽ ὥστ᾽ ὀμόσαι τριώβολον.
ΠΑ. ἀπόλοιο τοίνυν ἕνεκ᾽ ἀναιδείας ἔτι.
ΣΤ. ἁλσὶν διασμηχθεὶς ὄναιτ᾽ ἂν οὑτοσί.
ΠΑ. οἴμ᾽ ὡς καταγελᾷς. ΣΤ. ἓξ χοᾶς χωρήσεται.
ΠΑ. οὔ τοι μὰ τὸν Δία τὸν μέγαν καὶ τοὺς θεοὺς
1240 ἐμοῦ καταπροίξει. ΣΤ. θαυμασίως ἥσθην θεοῖς,
καὶ Ζεὺς γέλοιος ὀμνύμενος τοῖς εἰδόσιν.
ΠΑ. ἦ μὴν σὺ τούτων τῷ χρόνῳ δώσεις δίκην.
ἀλλ᾽ εἴτ᾽ ἀποδώσεις ‹μοι› τὰ χρήματ᾽ εἴτε μή,
ἀπόπεμψον ἀποκρινάμενος. ΣΤ. ἔχε νυν ἥσυχος.
1245 ἐγὼ γὰρ αὐτίκ᾽ ἀποκρινοῦμαί σοι σαφῶς.
ΠΑ. τί σοι δοκεῖ δράσειν; ἀποδώσειν σοι δοκεῖ;
ΣΤ. ποῦ ᾽σθ᾽ οὗτος ἁπαιτῶν με τἀργύριον; λέγε,
τουτὶ τί ἐστι; ΠΑ. τοῦθ᾽ ὅ τι ἐστί; κάρδοπος.
ΣΤ. ἔπειτ᾽ ἀπαιτεῖς τἀργύριον τοιοῦτος ὤν;
1250 οὐκ ἂν ἀποδοίην οὐδ᾽ ἂν ὀβολὸν οὐδενί,
ὅστις καλέσειε κάρδοπον τὴν καρδόπην.
ΠΑ. οὐκ ἆρ᾽ ἀποδώσεις; ΣΤ. οὔχ, ὅσον γ᾽ ἔμ᾽ εἰδέναι.
οὔκουν ἁνύσας τι θᾶττον ἀπολιταργιεῖς
ἀπὸ τῆς θύρας; ΠΑ. ἄπειμι, καὶ τοῦτ᾽ ἴσθ᾽, ὅτι
1255 θήσω πρυτανεῖ᾽, ἢ μηκέτι ζῴην ἐγώ.
ΣΤ. προσαποβαλεῖς ἄρ᾽ αὐτὰ πρὸς ταῖς δώδεκα.
καίτοι σε τοῦτό γ᾽ οὐχὶ βούλομαι παθεῖν,
ὁτιὴ ᾽κάλεσας εὐηθικῶς τὴν κάρδοπον.
***
Πατέρας και γιος μπαίνουν στο σπίτι τους. Έρχεται, συνοδεμένος από ένα μάρτυρα, ο δανειστής του Στρεψιάδη Πασίας και πηγαίνει προς το σπίτι του οφειλέτη του. ΠΑΣΙΑΣ
Σωστό είν᾽ αυτό, να χάνεις τα λεφτά σου;
Ποτέ. Κάλλιο ήταν τότε να τον διώξω
χωρίς ντροπή, παρά μπελάδες να έχω
και μάρτυρα κι εσένα να σε σέρνω
για υπόθεση δική μου· κοντά στ᾽ άλλα
γίνομαι εχθρός και μ᾽ ένα χωριανό μου.
1220 Μα την πατρίδα εγώ δε θα ντροπιάσω
ποτέ όσο ζω· θα κάμω του Στρεψιάδη
μήνυση εγώ,…
Ο Στρεψιάδης ακούοντας τ᾽ όνομά του, που ο Πασίας το είπε δυνατά, βγαίνει στην πόρτα του.
ΣΤΡ. Ποιός είν᾽ αυτός; ΠΑΣ. σαν έρθει
η μέρα που είναι και στερνή και πρώτη.
ΣΤΡ., στους θεατές.
Δυο μέρες είπε· μάρτυρες σας βάζω.
Και για ποιό πράμα μήνυση θα κάμεις;
ΠΑΣ. Για τις δώδεκα μνες, αυτές που πήρες
για ν᾽ αγοράσεις τον ψαρή. ΣΤΡ. Τ᾽ ακούτε;
Για άλογα λέει, ενώ όλοι ξέρετε ότι
άλογα και ιππασίες δεν τα χωνεύω.
ΠΑΣ. Και μάλιστα ορκιζόσουν στους θεούς,
ναι μά το Δία, πως θα τις δώσεις πίσω.
ΣΤΡ. Μα ο Φειδιππίδης τότε, μά το Δία,
δε μου είχε μάθει ακόμα αυτόν το λόγο
που δεν πέφτει ποτέ. ΠΑΣ. Κι αυτό είναι λόγος
1230 για ν᾽ αρνηθείς το χρέος σου τώρα; ΣΤΡ. Τί άλλο
διάφορο θα ᾽χω εγώ απ᾽ τη μάθησή του;
ΠΑΣ. Κι αν σε οδηγήσω σε ιερό, ως και μ᾽ όρκο
στους θεούς θα τ᾽ αρνηθείς ότι μου οφείλεις;
ΣΤΡ. Ποιούς θεούς; ΠΑΣ. Στο Δία, Ερμή και Ποσειδώνα.
ΣΤΡ. Και τριώβολο από πάνω, μά το Δία,
θα βάλω για να πάρω τέτοιον όρκο.
ΠΑΣ. Ου να χαθείς, με την αδιαντροπιά σου!
ΣΤΡ., χτυπώντας του την κοιλιά, ειρωνικά.
Ετούτη εδώ, αν τριφτεί καλά με αλάτι,
γίνεται ασκί σπουδαίο… ΠΑΣ. Με κοροϊδεύεις
κιόλας; ΣΤΡ. που ως έξι θα χωράει κανάτια.
ΠΑΣ. Μα θα μου τα πλερώσεις όλα τούτα,
ναι μά τους θεούς, μά το μεγάλο Δία.
1240 ΣΤΡ. Αυτό το «μά τους θεούς» πολύ μ᾽ αρέσει·
και, για όσους ξέρουν, είν᾽ ο Δίας γελοίος,
όταν σ᾽ αυτόν ορκίζονται. ΠΑΣ. Θά ᾽ρθει ώρα
που θα τιμωρηθείς γι᾽ αυτά. Μα τώρα,
μια απόκριση, να φεύγω· θα μου δώσεις
τα χρήματά μου ή όχι; ΣΤΡ. Ψυχραιμία!
Σε λίγο καθαρά θα σου απαντήσω.
Μπαίνει στο σπίτι του. Ο Πασίας απευθύνεται στο μάρτυρά του.
ΠΑΣ. Τί λες να κάμει; Λες να μου τα δώσει;
ΣΤΡ., γυρίζοντας με ένα χαμηλό στρογγυλό τραπεζάκι.
Πού είν᾽ αυτός που τα λεφτά γυρεύει;
Πες· τί είναι τούτο; ΠΑΣ. Τί είναι; Είναι σοφράς.
ΣΤΡ. Και μου ζητάς λεφτά, βρε, τέτοιος που είσαι;
1250 Ούτε έναν οβολό δε δίνω σε έναν
που αντί να πει η σοφρά λέει ο σοφράς.
ΠΑΣ. Δεν πληρώνεις λοιπόν; ΣΤΡ. Μου φαίνεται, όχι.
Έλα, άδειαζέ μας τη γωνιά, και σβέλτα·
φεύγα απ᾽ την πόρτα. ΠΑΣ. Φεύγω, μα να ξέρεις·
παράβολο αν δεν πάω να καταθέσω,
να μη χαρώ… ΣΤΡ. Θα πάει κι αυτό χαμένο
κοντά στις άλλες δώδεκα. Κι ωστόσο
δε θα ᾽θελα να πάθεις τέτοιο πράμα,
που είπες χαζά «ο σοφράς» αντί «η σοφρά».
εἶτ᾽ ἄνδρα τῶν αὑτοῦ τι χρὴ προϊέναι;
1215 οὐδέποτέ γ᾽, ἀλλὰ κρεῖττον εὐθὺς ἦν τότε
ἀπερυθριᾶσαι μᾶλλον ἢ σχεῖν πράγματα,
ὅτε τῶν ἐμαυτοῦ γ᾽ ἕνεκα νυνὶ χρημάτων
ἕλκω σε κλητεύσοντα, καὶ γενήσομαι
ἐχθρὸς ἔτι πρὸς τούτοισιν ἀνδρὶ δημότῃ.
1220 ἀτὰρ οὐδέποτέ γε τὴν πατρίδα καταισχυνῶ
ζῶν, ἀλλὰ καλοῦμαι Στρεψιάδην— ΣΤ. τίς οὑτοσί;
ΠΑ. —εἰς τὴν ἕνην τε καὶ νέαν. ΣΤ. μαρτύρομαι,
ὅτι εἰς δύ᾽ εἶπεν ἡμέρας. τοῦ χρήματος;
ΠΑ. τῶν δώδεκα μνῶν, ἃς ἔλαβες ὠνούμενος
1225 τὸν ψαρὸν ἵππον. ΣΤ. ἵππον; οὐκ ἀκούετε;
ὃν πάντες ὑμεῖς ἴστε μισοῦνθ᾽ ἱππικήν.
ΠΑ. καὶ νὴ Δί᾽ ἀποδώσειν γ᾽ ἐπώμνυς τοὺς θεούς.
ΣΤ. μὰ ‹τὸν› Δί᾽ οὐ γάρ πω τότ᾽ ἐξηπίστατο
Φειδιππίδης μοι τὸν ἀκατάβλητον λόγον.
1230 ΠΑ. νῦν δὲ διὰ τοῦτ᾽ ἔξαρνος εἶναι διανοεῖ;
ΣΤ. τί γὰρ ἄλλ᾽ ἂν ἀπολαύσαιμι τοῦ μαθήματος;
ΠΑ. καὶ ταῦτ᾽ ἐθελήσεις ἀπομόσαι μοι τοὺς θεούς,
ἵν᾽ ἂν κελεύσω ᾽γώ σε; ΣΤ. ‹τοὺς› ποίους θεούς;
ΠΑ. τὸν Δία, τὸν Ἑρμῆν, τὸν Ποσειδῶ. ΣΤ. νὴ Δία,
1235 κἂν προσκαταθείην γ᾽ ὥστ᾽ ὀμόσαι τριώβολον.
ΠΑ. ἀπόλοιο τοίνυν ἕνεκ᾽ ἀναιδείας ἔτι.
ΣΤ. ἁλσὶν διασμηχθεὶς ὄναιτ᾽ ἂν οὑτοσί.
ΠΑ. οἴμ᾽ ὡς καταγελᾷς. ΣΤ. ἓξ χοᾶς χωρήσεται.
ΠΑ. οὔ τοι μὰ τὸν Δία τὸν μέγαν καὶ τοὺς θεοὺς
1240 ἐμοῦ καταπροίξει. ΣΤ. θαυμασίως ἥσθην θεοῖς,
καὶ Ζεὺς γέλοιος ὀμνύμενος τοῖς εἰδόσιν.
ΠΑ. ἦ μὴν σὺ τούτων τῷ χρόνῳ δώσεις δίκην.
ἀλλ᾽ εἴτ᾽ ἀποδώσεις ‹μοι› τὰ χρήματ᾽ εἴτε μή,
ἀπόπεμψον ἀποκρινάμενος. ΣΤ. ἔχε νυν ἥσυχος.
1245 ἐγὼ γὰρ αὐτίκ᾽ ἀποκρινοῦμαί σοι σαφῶς.
ΠΑ. τί σοι δοκεῖ δράσειν; ἀποδώσειν σοι δοκεῖ;
ΣΤ. ποῦ ᾽σθ᾽ οὗτος ἁπαιτῶν με τἀργύριον; λέγε,
τουτὶ τί ἐστι; ΠΑ. τοῦθ᾽ ὅ τι ἐστί; κάρδοπος.
ΣΤ. ἔπειτ᾽ ἀπαιτεῖς τἀργύριον τοιοῦτος ὤν;
1250 οὐκ ἂν ἀποδοίην οὐδ᾽ ἂν ὀβολὸν οὐδενί,
ὅστις καλέσειε κάρδοπον τὴν καρδόπην.
ΠΑ. οὐκ ἆρ᾽ ἀποδώσεις; ΣΤ. οὔχ, ὅσον γ᾽ ἔμ᾽ εἰδέναι.
οὔκουν ἁνύσας τι θᾶττον ἀπολιταργιεῖς
ἀπὸ τῆς θύρας; ΠΑ. ἄπειμι, καὶ τοῦτ᾽ ἴσθ᾽, ὅτι
1255 θήσω πρυτανεῖ᾽, ἢ μηκέτι ζῴην ἐγώ.
ΣΤ. προσαποβαλεῖς ἄρ᾽ αὐτὰ πρὸς ταῖς δώδεκα.
καίτοι σε τοῦτό γ᾽ οὐχὶ βούλομαι παθεῖν,
ὁτιὴ ᾽κάλεσας εὐηθικῶς τὴν κάρδοπον.
***
Πατέρας και γιος μπαίνουν στο σπίτι τους. Έρχεται, συνοδεμένος από ένα μάρτυρα, ο δανειστής του Στρεψιάδη Πασίας και πηγαίνει προς το σπίτι του οφειλέτη του. ΠΑΣΙΑΣ
Σωστό είν᾽ αυτό, να χάνεις τα λεφτά σου;
Ποτέ. Κάλλιο ήταν τότε να τον διώξω
χωρίς ντροπή, παρά μπελάδες να έχω
και μάρτυρα κι εσένα να σε σέρνω
για υπόθεση δική μου· κοντά στ᾽ άλλα
γίνομαι εχθρός και μ᾽ ένα χωριανό μου.
1220 Μα την πατρίδα εγώ δε θα ντροπιάσω
ποτέ όσο ζω· θα κάμω του Στρεψιάδη
μήνυση εγώ,…
Ο Στρεψιάδης ακούοντας τ᾽ όνομά του, που ο Πασίας το είπε δυνατά, βγαίνει στην πόρτα του.
ΣΤΡ. Ποιός είν᾽ αυτός; ΠΑΣ. σαν έρθει
η μέρα που είναι και στερνή και πρώτη.
ΣΤΡ., στους θεατές.
Δυο μέρες είπε· μάρτυρες σας βάζω.
Και για ποιό πράμα μήνυση θα κάμεις;
ΠΑΣ. Για τις δώδεκα μνες, αυτές που πήρες
για ν᾽ αγοράσεις τον ψαρή. ΣΤΡ. Τ᾽ ακούτε;
Για άλογα λέει, ενώ όλοι ξέρετε ότι
άλογα και ιππασίες δεν τα χωνεύω.
ΠΑΣ. Και μάλιστα ορκιζόσουν στους θεούς,
ναι μά το Δία, πως θα τις δώσεις πίσω.
ΣΤΡ. Μα ο Φειδιππίδης τότε, μά το Δία,
δε μου είχε μάθει ακόμα αυτόν το λόγο
που δεν πέφτει ποτέ. ΠΑΣ. Κι αυτό είναι λόγος
1230 για ν᾽ αρνηθείς το χρέος σου τώρα; ΣΤΡ. Τί άλλο
διάφορο θα ᾽χω εγώ απ᾽ τη μάθησή του;
ΠΑΣ. Κι αν σε οδηγήσω σε ιερό, ως και μ᾽ όρκο
στους θεούς θα τ᾽ αρνηθείς ότι μου οφείλεις;
ΣΤΡ. Ποιούς θεούς; ΠΑΣ. Στο Δία, Ερμή και Ποσειδώνα.
ΣΤΡ. Και τριώβολο από πάνω, μά το Δία,
θα βάλω για να πάρω τέτοιον όρκο.
ΠΑΣ. Ου να χαθείς, με την αδιαντροπιά σου!
ΣΤΡ., χτυπώντας του την κοιλιά, ειρωνικά.
Ετούτη εδώ, αν τριφτεί καλά με αλάτι,
γίνεται ασκί σπουδαίο… ΠΑΣ. Με κοροϊδεύεις
κιόλας; ΣΤΡ. που ως έξι θα χωράει κανάτια.
ΠΑΣ. Μα θα μου τα πλερώσεις όλα τούτα,
ναι μά τους θεούς, μά το μεγάλο Δία.
1240 ΣΤΡ. Αυτό το «μά τους θεούς» πολύ μ᾽ αρέσει·
και, για όσους ξέρουν, είν᾽ ο Δίας γελοίος,
όταν σ᾽ αυτόν ορκίζονται. ΠΑΣ. Θά ᾽ρθει ώρα
που θα τιμωρηθείς γι᾽ αυτά. Μα τώρα,
μια απόκριση, να φεύγω· θα μου δώσεις
τα χρήματά μου ή όχι; ΣΤΡ. Ψυχραιμία!
Σε λίγο καθαρά θα σου απαντήσω.
Μπαίνει στο σπίτι του. Ο Πασίας απευθύνεται στο μάρτυρά του.
ΠΑΣ. Τί λες να κάμει; Λες να μου τα δώσει;
ΣΤΡ., γυρίζοντας με ένα χαμηλό στρογγυλό τραπεζάκι.
Πού είν᾽ αυτός που τα λεφτά γυρεύει;
Πες· τί είναι τούτο; ΠΑΣ. Τί είναι; Είναι σοφράς.
ΣΤΡ. Και μου ζητάς λεφτά, βρε, τέτοιος που είσαι;
1250 Ούτε έναν οβολό δε δίνω σε έναν
που αντί να πει η σοφρά λέει ο σοφράς.
ΠΑΣ. Δεν πληρώνεις λοιπόν; ΣΤΡ. Μου φαίνεται, όχι.
Έλα, άδειαζέ μας τη γωνιά, και σβέλτα·
φεύγα απ᾽ την πόρτα. ΠΑΣ. Φεύγω, μα να ξέρεις·
παράβολο αν δεν πάω να καταθέσω,
να μη χαρώ… ΣΤΡ. Θα πάει κι αυτό χαμένο
κοντά στις άλλες δώδεκα. Κι ωστόσο
δε θα ᾽θελα να πάθεις τέτοιο πράμα,
που είπες χαζά «ο σοφράς» αντί «η σοφρά».