Στην Ιστορία του Θουκυδίδη, η έννοια του «λέγοντας την αλήθεια» μπορεί να υπαινίσσεται πολλά διαφορετικά πράγματα. Πρώτον, το «λέγοντας την αλήθεια» μπορεί να έχει φιλοσοφικές ή, ακριβέστερα, οντολογικές προεκτάσεις (αν αυτό για το οποίο μιλάμε υπάρχει ή όχι). Δεύτερον, το «λέγοντας την αλήθεια» μπορεί να έχει ιδεολογική διάσταση: την αλήθεια ποιου ή ποιου την εκδοχή της αλήθειας (την εκδοχή του Θουκυδίδη, την εκδοχή του ομιλητή ή την εκδοχή του ακροατηρίου); Τρίτον, στην περιγραφή του Θουκυδίδη, η αλήθεια έχει μιαν άβολη σχέση με τον προφορικό λόγο· γι’ αυτό, ακριβώς η ιδέα τού «λέγοντας την αλήθεια» είναι προβληματική. Σ’ αυτή την τελευταία περίπτωση, ο Θουκυδίδης αντιπαραθέτει στο «λέγοντας την αλήθεια» το «γράφοντας την αλήθεια». Τέταρτον, αφού η Ιστορία του Θουκυδίδη είναι λογοτεχνική αφήγηση, αν και αφήγηση πραγματικών γεγονότων, που ασχολείται με την παρουσίαση και ανάλυση πραγματικών συμβάντων, ως αντίθετων προς φανταστικό περιεχόμενο, πρέπει να εξετάσουμε και τις τυπικές, ρητορικές συμβάσεις, που χρησιμοποιούνται στην παρουσίαση της αλήθειας (τη «μορφή» της αλήθειας). Το κεφάλαιο αυτό εξετάζει αυτές τις διαφορετικές διαστάσεις της αλήθειας στα συμφραζόμενα των λόγων της Ιστορίας του Θουκυδίδη.
Η μορφή της αλήθειας
Ενώ η αρμονική διάταξη (κόσμος) για την πόλη είναι οι ενάρετοι και γενναίοι άνδρες, για το σώμα είναι η ομορφιά, για την ψυχή η σοφία, για την πράξη η αρετή και για τον λόγο η αλήθεια.
Γοργίας, Ελένης εγκώμιον 1
Ο ρήτορας Γοργίας ίσως φανεί ακατάλληλη αφετηρία για μια πραγμάτευση του λόγου και της αληθείας στον Θουκυδίδη. Στο κάτω κάτω, ο Γοργίας ανήκε στην κατηγορία των πεζογράφων (λογογράφοι), τους οποίους ο Θουκυδίδης επικρίνει, επειδή θέτουν την ικανοποίηση του ακροατηρίου πάνω από την αλήθεια (1.21.1). Όμως η πραγματικότητα του Γοργία αποτελεί κατάλληλη αφετηρία, επειδή δείχνει τις δυσκολίες εναρμόνισης των λεκτικών επιχειρημάτων (λόγοι) -προφορικών και γραπτών- με την αλήθεια. Δυστυχώς, δεν διαθέτουμε αξιόπιστα τεκμήρια που να μπορούν να ρίξουν φως στη σχέση Θουκυδίδη και Γοργία. Δεν διαθέτουμε χρονολογία για τη σύνθεση και κυκλοφορία του Εγκωμίου του Γοργία και, με δεδομένη την αβεβαιότητα που περιβάλλει τη σύνθεση της Ιστορίας του Θουκυδίδη, είναι πολύ δύσκολο να οικοδομήσουμε ιστορικό διάλογο ανάμεσα στα δύο κείμενα. Όμως, αφού ο Γοργίας επισκέφτηκε την Αθήνα και μίλησε στη συνέλευση ως πρεσβευτής στα 427 π.Χ. και στη συνέχεια διακρίθηκε στην αθηναϊκή πνευματική ζωή, είναι πιθανό ο Θουκυδίδης να τον άκουσε ο ίδιος να μιλά και βέβαιο ότι θα είχε ακούσει απαγγελίες έργων του Γοργία ή θα είχε διαβάσει έργα του. Και ο Γοργίας ίσιος ήταν ενήμερος για το εν εξελίξει έργο του Θουκυδίδη και ήταν ασφαλώς ενήμερος για την εξαπλούμενη ιστοριογραφική παράδοση, στην οποία συγγραφείς όπως ο Ηρόδοτος καθόριζαν τα όρια ενός νέου είδους, με τις δικές του χαρακτηριστικές αξιώσεις κύρους και αλήθειας. Σε αυτά που ακολουθούν, θεωρώ δεδομένο πως ο Θουκυδίδης γνώριζε περί του Γοργία και των ιδεών του και πως ο Γοργίας είναι ανάμεσα στους ανώνυμους συγγραφείς λόγων (λογογράφοι), στους οποίους γίνεται αναφορά στο 1.21.1. Αν και υπαινίσσομαι ότι ο Γοργίας αντιδρά στη συγκαιρινή ιστοριογραφική συζήτηση, δεν θεωρώ δεδομένο ότι ήταν οικείος με το έργο του Θουκυδίδη.
Το Εγκώμιο του Γοργία μάς δίνει ένα ιδιότυπο δείγμα τού πώς ίσως εννοείτο θεωρητικά η σύνταξη λόγων, κατά την περίοδο που ο Θουκυδίδης έγραφε την Ιστορία του. Στο παραπάνω χωρίο μετέφρασα το ελληνικό ουσιαστικό κόσμος, ως «αρμονική διάταξη». Αλλά η σημασία του κόσμος μπορεί να κυμανθεί από τις ουδέτερες έννοιες «τάξη» ή «διάταξη», μέχρι τις «στολισμός», «στολίδι» και «κόσμημα», δίνοντάς μας εν τέλει το αγγλικό παράγωγο «cosmetic». Έτσι το ουσιαστικό κόσμος μπορεί να σημαίνει μια διάταξη που «ρετουσαρίστηκε» ή «εξωραΐστηκε». Η πρώτη χρήση του ουσιαστικού κοιτιιος στην ιστορία το Θουκυδίδη εμφανίζεται στο 1.5.2, όπου ο Θουκυδίδης ισχυρίζεται ότι, στον καιρό του, κάποιοι κάτοικοι της ελληνικής ενδοχώρας εξακολουθούν να βλέπου την ικανότητα στην πειρατεία σαν τίτλο τιμής (κόσμος).
Η διατύπωση του Γοργία είναι προκλητική, αφού οι εννοιολογικές αποχρώσεις του τεχνάσματος, που σχετίζονται με τη λέξη κόσμος, δεν συνάδουν προ την ιδιότητα της ἀληθείας, που εδώ θεωρείται ως η αρμονική διάταξη του λόγου. Όπως παρατηρείται ανωτέρω, λόγος μπορεί να σημαίνει προφορικό/γραπτό λόγο, επιχείρημα ή περιγραφή. Η γλώσσα της προκλητικής δήλωσης το Γοργία συγκρούεται με τη δήλωση του Θουκυδίδη στο 1.21.1, όπου σκιαγραφείται μια αντίθεση ανάμεσα στην αξιοπιστία της περιγραφής της πρώιμης ελληνικής ιστορίας στην αρχαιολογία (1.1-20), και στις παραπλανητικές περιγραφές ποιητών και πεζογράφων. Οι όροι αυτής της αντίθεσης συνδέουν το κόσμος μ το λάθος και εμφανίζουν τη λεκτική ψυχαγωγία να αντίκειται στην αλήθεια. Ο Θουκυδίδης ισχυρίζεται πως οι ποιητές έχουν κυρίως εξωραΐσει (κοσμοῦντες την περιγραφή συμβάντων (το ρήμα κοσμέω είναι συγγενές του ουσιαστικού κόσμος). Η σύνδεση ποίησης και κόσμον θυμίζει ένα προηγούμενο χωρίο, όπου < Θουκυδίδης δημιουργεί αμφιβολία για τα δεδομένα σχετικά με τον Τρωικό Πόλεμο, που περιέχονται στο ομηρικό έπος, και συμπεραίνει, με βάση ότι ο Όμηρος ήταν ποιητής, πως πιθανώς διάνθισε (κοσμῆσαι) την περιγραφή το (1.10.3). Κατά την εκτίμηση του Θουκυδίδη, περιγραφές που καταφεύγουν στο κόσμον είναι αναξιόπιστες. Αλλά η δήλωση του Γοργία προβλέπει ενστάσεις αυτού του είδους και προσφέρει μίαν άλλη ερμηνεία, περισσότερο σύμφωνη μ την πρόταση του Θουκυδίδη. Το να πούμε ότι ο κόσμος λόγου είναι η αλήθεια είναι ρητορικά αντίθετο προς το διαισθητικά αναμενόμενο. Προσπαθεί νι δελεάσει τα μάτια του αναγνώστη και τα αφτιά του ακροατή χρησιμοποιώντας ως τέχνασμα το απατηλό θέλγητρο της γλώσσας, αλλά εξουδετερώνει αμέσως αυτή την ιδέα, βάζοντας την ἀλήθειαν στη θέση του: η μόνη διάταξη που θα έπρεπε να έχει ένας λόγος, είναι η αλήθεια.
Πάντως, μια άλλη άποψη για το πώς να εφαρμόσουμε στον Θουκυδίδη τη προκλητική εναρκτήρια δήλωση του Γοργία για τον λόγον, προτείνεται από σχόλιο του λογοτεχνικού κριτικού και ιστορικού Διονύσιου Αλικαρνασσέα, στην πραγματεία του Περί τον Θουκυδίδου. Μιλώντας για τους λόγους στην Ιστορία, ο Διονύσιος ξεχωρίζει τον λόγο υπεράσπισης των Πλαταιέων, μετά την πτώση των Πλαταιών στα χέρια των Πελοποννησίων, στα 427 π.Χ. (3.53-9):
Αλλά περισσότερο από όλους τους λόγους, που περιέχονται στα επτά βιβλία, με κατέπληξε (τεθάυμακα) η υπεράσπιση των Πλαταιέων, όχι τόσο για καμιά άλλη αιτία, όσο επειδή δεν υπάρχει σε αυτή τίποτε αφύσικο ή επιτηδευμένο, αλλά είναι στολισμένη με αυθεντικό φυσικό χρώμα (ἀληθεῖ δε τινι καί φυσικῷ κεκοσμῆσθαι χρώματι).
Στην παρατήρηση του Διονύσιου ότι ο λόγος είναι στολισμένος με αυθεντικό φυσικό χρώμα, τα επίθετα αληθής και φυσικός έρχονται σε αντίφαση με το ρήμα κοσμέω («εξωραΐζω/διανθίζω»), Η γνώμη του εδώ δεν είναι ότι ο λόγος δείχνει αυθεντικός και φυσικός, επειδή ο Θουκυδίδης μεταφέρει τις λέξεις που πράγματι εκστομίστηκαν, αλλά μάλλον ότι χρησιμοποίησε τη ρητορική του δεινότητα για να διανθίσει τη γλώσσα τόσο έξυπνα, ώστε οι λέξεις/επιχειρήματα αποτελούν πειστική αναπαράσταση αυτού που ο αναγνώστης θα ανέμενε στην πραγματικότητα να πουν οι Πλαταιείς. Στη δήλωση του Διονύσιου, βλέπουμε πώς η αλήθεια θα μπορούσε να θεωρηθεί χρωματισμός ή μορφή εξωραϊσμού, που ρετουσάρει έναν λόγο επωφελώς: είναι επινόημα και αυτή. Η ιδέα του Διονύσιου μοιάζει με σύγχρονες αντιλήψεις λογοτεχνικού ρεαλισμού, όπου δεξιοτέχνες συγγραφείς μπορούν, μιμούμενοι φυσικό ύφος λόγου, να δώσουν την εντύπωση πραγματικότητας. Ότι οι λόγοι του Θουκυδίδη μπορούν να θεωρηθούν εκπληκτικά έργα τέχνης, υπονοείται με την επιλογή από τον Διονύσιο του ρήματος τεθαύμακα (έμεινα έκπληκτος). Παραδόξως, τον κατέπληξε η φυσικότητα του λόγου, σε αντιδιαστολή με οποιαδήποτε φανταχτερή, εμφανή καλλιτεχνία. Εξάλλου, άλλη μια αιτία για την οποία ο λόγος αυτός αρέσει στον Διονύσιο, είναι ότι έρχεται σε αντίθεση με το ύφος τόσων άλλων λόγιον στην Ιστορία, που τους περιγράφει «αφύσικους» (βεβασανίσθαι) και «επιτηδευμένους» (κατεπιτηδεῦσαι). Σύμφωνα με αυτόν τον αναγνώστη του Θουκυδίδη, που διάβαζε και έγραφε για τον Θουκυδίδη στα Ελληνικά επί Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας κατά την τελευταία δεκαετία του πρώτου αιώνα π.Χ., πάρα πολλοί λόγοι του Θουκυδίδη αποκαλύπτουν τον μόχθο πίσω από τη σύνθεσή τους. Αντίθετα, ο καλός κόσμος στους λόγους αποκρύπτει την παρουσία του και δημιουργεί την εντύπωση του τρόπου που πράγματι μιλούν οι άνθρωποι.
Ο Θουκυδίδης δεν εξετάζει πουθενά τις επιπτώσεις τού ύφους γραφής του στην ακρίβεια και αξιοπιστία του έργου του· είδαμε όμως πώς επικρίνει την αξιοπιστία εκδοχών του παρελθόντος στα έργα ποιητών, με βάση ότι οι ποιητές είναι επιρρεπείς στον εξωραϊσμό (1.21.1). Επιπλέον, στο ίδιο τμήμα, τοποθετεί τη δική του περιγραφή για την πρώιμη ελληνική ιστορία μακριά από περιγραφές πεζογράφων, που συνθέτουν τα έργα τους με στόχο το ελκυστικότερο αντί του ί αληθέστερου. Αυτή η κριτική άλλον εκδοχών του παρελθόντος συνθέτει έναν παράγοντα, που φέρνει αντιμέτωπες περιγραφές μεγάλης δεξιοτεχνίας και σαγήνης με αξιόπιστες περιγραφές που ενδιαφέρονται για την αλήθεια. Αν και πρέ- ί πει να λάβουμε σοβαρά υπόψη μας τη συγκριτική αντιπαράθεση του Θουκυδίδη, I ψ είδαμε πώς το Εγκώμιο του Γοργία αμφισβητεί την ιδέα ότι αλήθεια και κόσμος (τόσο «διάταξη» όσο και «εξωραϊσμός») είναι δύο ξεχωριστά πράγματα ή ότι μπορούν να χωριστούν. Αν μεταφράσουμε τη δήλωση του Γοργία σε μεταμοντέρνα κριτική, είναι περίπου σαν να λέμε ότι η αλήθεια, σε λεκτικές περιγραφές, θα πάσχει πάντοτε από αφηγηματοτεχνικές επινοήσεις της φανταστικής λογοτεχνίας: δεν μπορούμε να εκφράσουμε την αλήθεια, χωρίς να καταφύγουμε στις διάφορες δυνατότητες της γλώσσας (σύνταξη, γραμματική, ρητορική). Δικαιολογημένα επομένους ρωτάμε αν η αφηγηματική αλήθεια, που αναγκαστικά περιλαμβάνει αφηγηματοτεχνικές επινοήσεις τής φανταστικής λογοτεχνίας, παρουσιάζει πρόβλημα για τη δέσμευση του Θουκυδίδη να προσφέρει αξιόπιστη περιγραφή του παρελθόντος, και αν ο Θουκυδίδης προέβλεψε αυτό το πρόβλημα. Πάντως, πριν καταπιαστώ με το πρόβλημα αυτό, θέλω να τονίσω μιαν άλλη παράγραφο του Εγκωμίου του Γοργία, η οποία δημιουργεί πρόσθετα προβλήματα για την ιστορική μεθοδολογία του Θουκυδίδη.
Στην παράγραφο 11 του Εγκωμίου, ο Γοργίας συνδέει τους περιορισμούς της ανθρώπινης γνώσης για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, με τη δύναμη του λόγον. Λέει ότι ο λόγος (λόγος / επιχείρημα / περιγραφή) είναι ικανός να πείσει ακροατήρια, ακριβώς εξαιτίας τής εκ μέρους τους άγνοιας του παρελθόντος, ατελούς κατανόησης του παρόντος και άγνοιας του μέλλοντος. Σύμφωνα με τον Γοργία, χάρη στην απουσία γνώσης, τα ακροατήρια στρέφονται στους λογογράφους για συμβουλή και το γεγονός ότι το ακροατήριο στερείται γνώσης, οδηγεί στη χρησιμοποίηση ψευδών επιχειρημάτων / περιγραφών:
Πόσοι άνθρωποι έπεισαν και πείθουν πόσους, επί πόσων θεμάτων, κατασκευάζοντας ψευδή λόγο (ψευδῆ λόγον πλάσαντες)! Γιατί αν όλοι, για κάθε ζήτημα, διέθεταν μνήμην του παρελθόντος και [κατανόηση] του παρόντος και πρόγνωση (πρόνοιαν) του μέλλοντος, ο λόγος δεν θα ήταν εξίσου [δυνατός]· αλλά όπως έχουν τα πράγματα, ούτε η μνήμη (μνησθῆναι) παρελθόντος συμβάντος, ούτε η διερεύνηση (σκέψασθαι) παρόντος, ούτε η πρόβλεψη (μαντεύσασθαι) μέλλοντος είναι εύκολες· έτσι στα περισσότερα θέματα, οι περισσότεροι καθιστούν τη γνώμη τους σύμβουλο της ψυχής τους (σύμβουλον). Αλλά η γνώμη, επειδή είναι ολισθηρή (σφαλερό) και αναξιόπιστη (ἀβέβαιος) φέρνει ολισθηρή και αναξιόπιστη επιτυχία σε αυτούς που τη χρησιμοποιούν.
Το χωρίο προσφέρει συναρπαστικό, αν και συμπτωματικό, σχολιασμό για τον ιστορικό ρόλο των λόγων στην Ιστορία του Θουκυδίδη. Ο Γοργίας δηλώνει ότι οι περισσότεροι καθιστούν τη γνώμη (δόξα) σύμβουλον της ψυχής τους και στο περιβάλλον κείμενο, δηλώνει πως η γνώμη σχηματίζεται μέσω της πει Πού: των λόγων. Η δήλωση αυτή έχει πολιτικές αποχρώσεις, αφού το σύμβουλοί -που χρησιμοποιεί ο Γοργίας- ήταν η καθιερωμένη λέξη, για όποιον με πολιτική ιδιότητα στην Αθήνα πρόσφερε συμβουλή, και χρησιμοποιείται κάποτε ως συνώνυμο του «πολιτικός» (ῥήτωρ). Πολλοί λόγοι του Θουκυδίδη ανήκουν σε αυτή την κατηγορία: πολιτικοί χρησιμοποιούν τον λόγο για να «συμβουλεύσουν» ακροατήρια, αθηναϊκά, πελοποννήσια ή συρακούσια, και η συμβουλή που προσφέρουν αναφέρεται στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Ο Θουκυδίδης συχνά πλάθει τους λόγους έτσι, ώστε να εκθέσει τα λάθη, αν όχι την κατάφωρη ψευδολογία, των ομιλητών και κατ’ αυτήν την έννοια συμφωνεί με τον Γοργία.
Υπάρχουν, ενδεχομένως, ομοιότητες ανάμεσα στην κριτική του Γοργία γιο την πειστικότητα του ψευδούς λόγου, και την κριτική του Θουκυδίδη κατά των συγχρόνων του που άκριτα αποδέχονται εσφαλμένες πληροφορίες, τόσο για το παρελθόν όσο και για το παρόν, χωρίς να κοπιάσουν για την αλήθεια (1.20.1-3). Μια φανερή διαφορά είναι ότι, ενώ ο Θουκυδίδης επικρίνει αυτή την τάση - τη θεωρεί σφάλμα προς αποφυγήν, και πιθανή πηγή σφάλματος όταν βασίζεται στις περιγραφές ανθρώπων - ο Γοργίας φαίνεται να υποστηρίζει πως η δύναμη τον λόγου να εξαπατά είναι αναπόφευκτη, με δεδομένους τους περιορισμούς της ανθρώπινης γνώσης. Όμως, θα έπρεπε να προβληματίσει τον αναγνώστη ότι και ο Θουκυδίδης προσφέρει λόγον, περιγραφή, που παρόμοια έχει τη δυνατότητα να παραπλανήσει όσους τη διαβάζουν, παρά το γεγονός ότι η πρόθεση εξαπάτησης ομολογουμένως απουσιάζει στην περίπτωση του Θουκυδίδη. Ο Θουκυδίδης έγραψε ξεκάθαρα για να πείσει τους αναγνώστες του, και είναι αξιοσημείωτο ότι σπάνια αποδέχεται το γεγονός ότι προσφέρει έναν λόγον (περιγραφή, επιχείρημα). Αντίθετα, χρησιμοποιεί τον όρο αυτό για να αναφερθεί στον προφορικό λόγο και, στις λίγες περιπτώσεις που χρησιμοποιείται για γραπτά έργα, αναφέρεται σε άλλες πηγές. Για παράδειγμα, στο 1.10.2, ο Θουκυδίδης μιλάει για το μέγεθος της ελληνικής εκστρατείας στην Τροία έτσι: «οι ποιητές μίλησαν γι’ αυτήν και η ιστορία (λόγος) λέει» (οἵ τε ποηταί εἰρήκασι καί ὁ λόγος κατέχει).
Ο αρχαιότερος σύγχρονος του Θουκυδίδη, ο Ηρόδοτος, αναφέρεται ρητά στο σύνολο του έργου του ως λόγον και ακόμη αναφέρεται σε διάφορες υποδιαιρέσεις του έργου ως λόγονς. Φαίνεται πως ο Θουκυδίδης πήρε συνειδητά την απόφαση να μην ακολουθήσει την τακτική του Ηρόδοτου, εν μέρει για να διαχωρίσει το έργο του από τις Ιστορίες του Ηρόδοτου, αλλά και για να κάνει διάκριση ανάμεσα στους λόγους που παρουσιάζονται στο έργο του, και τους ονομάζει λόγους, και στη δική του αφήγηση. Μπορεί να υποστηριχθεί ότι ο Θουκυδίδης, αποφεύγοντας επιμελώς να αναφερθεί στο έργο του ως λόγον, αποστασιοποιεί τον εαυτό του από την παραπλανητικότατα του λόγου, όπως για παράδειγμα σκιαγραφείται στην πραγματεία του Γοργία, και υπερβαίνει τους διαγωνισμούς πειθούς, στους οποίους εμπλέκονται οι πρωταγωνιστές της αφήγησής του. Στην πραγματικότητα, η μόνη περίπτωση όπου ο Θουκυδίδης αναφέρεται στην αφήγησή του ως λόγον, είναι σε χωρίο πασιφανώς ηροδότειο.
Στο 1.89, ο Θουκυδίδης απομακρύνεται από την αφήγηση των πολιτικών συζητήσεων, πριν από το ξέσπασμα του Πελοποννησιακού Πολέμου, και στρέφεται στο ευρύτερο θέμα της ανάδειξης της Αθήνας ως δύναμης επικεφαλής της Δήλιας Συμμαχίας. Αυτό το τμήμα του 1ου Βιβλίου (89-118) αναφέρεται κατά παράδοση ως η Πεντηκονταετία και καλύπτει την περίοδο από τα 479 ως τα 432 π.Χ. περίπου - περίοδο όχι ακριβώς πενήντα ετών, ανάμεσα στους πολέμους με τους Πέρσες και το προοίμιο του Πελοποννησιακού Πολέμου. Στο 1.97.2, ο Θουκυδίδης αναφέρεται στο τμήμα αυτό της αφήγησης ως ἐκβολήν (παρέκβαση) του λόγον του (περιγραφή). Παρ’ όλο που υπάρχουν και άλλες παρεκβάσεις οτο κείμενο του Θουκυδίδη, αυτό είναι το μόνο χωρίο όπου χρησιμοποιεί ρητά όρο για την παρέκβαση. Για λόγους σύγκρισης, ας αντιπαραβληθεί η διατύπωση στο 6.54.1, όπου ο Θουκυδίδης παρουσιάζει την εκδοχή του για τη δολοφονία του Ίππαρχου από τον Αρμόδιο και τον Αριστογείτονα. Ο Θουκυδίδης αρχίζει αυτή την παράγραφο, λέγοντας ότι θα αφηγηθεί το επεισόδιο με περισσότερες λεπτομέρειες και ότι θα αποκαλύψει πως ούτε άλλοι [συγγραφείς] (αυτό υπονοείται) ούτε οι ίδιοι οι Αθηναίοι δίνουν ακριβή περιγραφή της τυραννίας του Ιππία. Αν και η συγγραφική δήλωση του Θουκυδίδη, ἥν ἐγώ ἐπί πλέον διηγησάμενος («την οποία αφηγούμενος μακροσκελέστερα»), αναγγέλλει παρέκβαση, δεν υπάρχει ρητός όρος αντίστοιχος του εκβολή στο 1.97.2.
Ο Θουκυδίδης διατυπώνει πολυάριθμα μεταφηγηματικά σχόλια, που εφιστούν την προσοχή στην παρουσία του ως συγγραφέα, πίσω από το έργο που διαβάζει ο αναγνώστης. Τα εμφανέστερα και συχνότερα παραδείγματα συγγραφικοί παρεμβάσεων είναι τα ρήματα γραφής και ομιλίας που τονίζουν την αφήγηση: «ο πόλεμος αυτός που κατέγραψε (ξυνέγραψεν) ο Θουκυδίδης», ή «όπως είπα / έγραψα» (ὡς εἴρηταί μοι). Αλλά ακόμη και εδώ, τα συγγραφικά σχόλια του Θουκυδίδη είναι ελάσσονος τόνου. Κατά την περιγραφή του Λόουελ Έντμοντς, το αγαπημένο ρήμα του Θουκυδίδη για να περιγράφει «την πράξη του συγγράφειν» είναι το ρήμα ξυγγράφω, το οποίο εννοεί ότι αυτή δεν είναι αυτόνομη σύνθεσή του, αλλά ότι «περιγράφει πλήρως» ή «τοποθετεί σε πλήρη, γραπτή μορφή» υλικό, κατά κάποια έννοια ήδη υπάρχον (δες ανωτέρω σ. 42). Αυτή η φόρμουλα επιτρέπει στον Θουκυδίδη να υποβαθμίσει τις διεργασίες αναπαράστασης και ερμηνείας, που περιλαμβάνει η αφήγηση. Πέρα από αυτή την κατηγορία δηλώσεων, ο Θουκυδίδης αποφεύγει να σχολιάσει σαφώς τη λογική της αφήγησης του. Τείνει περισσότερο να σχολιάζει την έρευνα και τις πνευματικές αξίες πίσω από το έργο του, κατ’ αντιδιαστολή προς τη δομή του έργου καθαυτό. Δεν υπάρχει στον Θουκυδίδη ισοδύναμο προς τα χωρία των Ιστοριών του Ηρόδοτου, όπου ο τελευταίος μάς επιτρέπει στιγμιαίες βασανιστικές ματιές στην πίσω από τη δομή του λόγον του λογική.
Όμως, στο 1.97.2, ο Θουκυδίδης απομακρύνεται από την τακτική αυτή, εφιστώντας την προσοχή στην παρέκβαση και αναφερόμενος στην αφήγησή του ως λόγον. Είναι πιθανό ότι αποκαλεί το έργο του λόγον στο σημείο αυτό έχοντας κατά νου τους ανταγωνιστές -προγενέστερους και σύγχρονους- που είχαν προσφέρει και πρόσφεραν σε πεζό περιγραφές της πρόσφατης ελληνικής ιστορίας.
Αιτιολογεί αυτή την παράγραφο, με βάση το ότι αυτή η περίοδος ελληνικής ιστορίας αγνοήθηκε από τους προγενέστερους. Ο Ελλάνικος είναι ο μόνος ιστορικός, σε ολόκληρη την Ιστορία, τον οποίο ο Θουκυδίδης αναφέρει ονομαστικά, ομολογώντας ότι ο προαναφερθείς έθιξε την περίοδο αυτή στην ιστορία του για την Αθήνα. Πάντως, ο Θουκυδίδης συνεχίζοντας επικρίνει τον Ελλάνικο, επειδή έκανε σύντομη και ανακριβή καταγραφή. Αν και η ερμηνεία αυτή μόνο εικασία μπορεί να είναι, θεωρώ πως ο Θουκυδίδης, σκεπτόμενος τον Ηρόδοτο και άλλους συγγραφείς και συγκρίνοντας το έργο του με το δικό τους, απηχεί τον τρόπο με τον οποίο ο Ηρόδοτος μιλάει για το έργο του. Την ανάγνωση αυτή ενισχύει το γεγονός ότι ο Θουκυδίδης λέει πως η περιγραφή της Πεντηκονταετίας αποτελεί λεπτομερή εξήγηση (ἀπόδειξις) για την απαρχή της αθηναϊκής αυτοκρατορίας. Η χρήση του ουσιαστικού ἀπόδειξις σε σχέση με ιστορική περιγραφή θυμίζει Ηρόδοτο, που αρχίζει τις Ιστορίες του σαν έκθεση των αποτελεσμάτων της έρευνάς του.
Σχετικά με τις Ιστορίες του Ηρόδοτου, η Ντέμπορα Μπέντεκερ (Deborah Boedeker) διατύπωσε την άποψη πως ο Ηρόδοτος χρησιμοποιεί τον όρο λόγος για να καθορίσει τα όρια πατρότητας και ιδιαίτεροί) τύπου λογοτεχνίας και να διαχωρίσει την περιγραφή του από εκείνη συγγραφέων οι οποίοι ακολουθούσαν αρκετά διαφορετικούς τύπους γραφής. Ζητά να προσέξουμε ένα χωρίο στο 2.123.3, όπου ο Ηρόδοτος εμφανίζεται να συνδέει την κυκλοφορία το)ν λόγων με μιαν αντίληψη που μοιάζει με τη δική μας περί πνευματικής ιδιοκτησίας: οι συγγραφείς ίσως διεκδικήσουν λόγους που δεν είναι δικοί τους και μπορεί να παρουσιάσουν σε ένα είδος λόγους που δεν εκπληρούν τα κριτήρια αφηγησιμότητας σε άλλα είδη. Το γεγονός ότι ο Θουκυδίδης αποφεύγει επιτυχώς να στρέψει την προσοχή στους ανταγωνιστές (με εξαίρεση τα μεθοδολογικά κεφάλαια στο 1.21-2) ίσως εξηγεί ότι τείνει να μην παρουσιάζει το έργο του σε μια αγορά πνεύματος ως λόγον ανάμεσα σε άλλους ανταγωνιστικούς λόγους. Αντίθετα δημοσιεύει την Ιστορία του σαν έργο η αξία του οποίου έχει ήδη αποδεδειχθεί κτήμα.
Είδαμε πώς ο Γοργίας συνδέει τη δύναμη του λόγον να εξαπατά με τους περιορισμούς της ανθρώπινης μνήμης (Ελένης ἐγκώμιον 11). Διατύπωσα την άποψη ότι ο Θουκυδίδης αποσυνδέει το έργο του από τις κατηγορίες περί έκθεσή του στον κίνδυνο να υποπέσει σε λάθος, που μπορούν να διατυπωθούν κατά τω λόγων, και ότι αυτό το πραγματοποιεί αποφεύγοντας να αποκαλέσει τον λόγον του «λόγον», όπως δηλαδή υποτίθεται ότι θα τον είχαν εκλάβει οι περισσότεροι σύγχρονοί του. Ουσιαστικά, θέτει εκτός κυκλοφορίας την περιγραφή του: το έργο αυτό δεν είναι «απλός» λόγος. Πάντως, απομένει να δούμε πώς ο Θουκυδίδης αντιμετώπισε το πρόβλημα της αναπαράστασης ενεργειών και συμβάντων με ακρίβεια στην αφήγησή του. Πώς συμβίβασε ο Θουκυδίδης, σύμφωνα με την ορολογία του Εγκωμίου του Γοργία, την αλήθεια με την τέχνη της αφήγησης; Με λίγες εξαιρέσεις, ο Θουκυδίδης περιορίζει στο κεφάλαιο 1.22.1-4 την εξέταση των μεθοδολογικών προβλημάτων που συνάντησε στο έργο του. Θα στραφώ τώρα στην εξέταση αυτού του κεφαλαίου.
Αλήθεια και μεθοδολογία
Στη σύγχρονη έρευνα, το συγκεκριμένο κεφάλαιο (1.22.1-4) οδηγεί τη συζήτηση περί ειλικρίνειας της Ιστορίας του Θουκυδίδη. Δεδομένου ότι η ερμηνεία αυτοί του τμήματος προκάλεσε τόσες τριβές, προσφέρω μια σχεδόν κατά λέξη μετά φράση του χωρίου, σαν προοίμιο της πραγμάτευσής μου.
Και όσο γι’ αυτά που καθένας είπε συζητώντας, είτε όταν επρόκειτο να κηρύξουν πόλεμο είτε όταν βρίσκονταν ήδη σε πόλεμο, ήταν δύσκολο να μεταφέρω κατά λέξη από μνήμης τις ακριβείς λεπτομέρειες όσων αναφέρθηκαν. Αυτό ίσχυε τόσο για μένα, όπου τις άκουσα ο ίδιος, όσο και γι’ αυτούς που μου τις μετέφεραν από διάφορες πηγές· αλλά αποδόθηκαν με τον τρόπο που μου φάνηκε πιθανό ότι κάθε ομιλητής θα είχε πράγματι πει τα αναγκαία σε σχέση με τις εκάστοτε περιστάσεις, ενώ παρέμεινα όσο γινόταν πιο πιστός στις γενικές ιδέες πίσω από όσα πράγματι λέχθηκαν. Αλλά όσον αφορά τα συμβάντα του πολέμου, δεν το θεώρησα σωστό να βασίσω την περιγραφή μου σε όσα έμαθα από όποιον έτυχε πρόχειρος, ούτε σύμφωνα με δικές μου ιδέες, αλλά κυνηγώντας την ακριβέστερη δυνατή πληροφορία για κάθε συμβάν, τόσο για συμβάντα στα οποία ήμουν παρών όσο και για εκείνα που άκουσα από άλλους. Ανακαλύφθηκαν δε με μόχθο, γιατί οι παρόντες σε κάθε πράξη δεν έλεγαν τα ίδια για τα ίδια συμβάντα, αλλά μιλούσαν ή ανάλογα με τις προκαταλήψεις τους, υπέρ της μιας ή της άλλης πλευράς, ή ανάλογα με τη μνήμη τους.
Η περιγραφή της μεθόδου με την οποία ανασυνθέτει τα επιχειρήματα του ομιλητή από τον Θουκυδίδη είναι σκόπιμα ασαφής. Τόσο στην ανασύνθεση λόγο)ν όσο και πράξεων, ο Θουκυδίδης τηρεί ρεαλιστικά κριτήρια ακρίβειας. Δηλώνοντας πως ήταν δύσκολο «να μεταφέρω τις ακριβείς λεπτομέρειες όσων αναφέρθηκαν, κατά λέξη» (διαμνημονεῦσαι), αναγνωρίζει ένα ιδανικό κριτήριο για την καταγραφή πληροφοριών, μόνο και μόνο για να το απορρίψει στα συμφραζόμενα αυτής της Ιστορίας. Αντίθετα, υιοθετεί το πρακτικότερο κριτήριο: να παραμείνει πιστός στις ιδέες πίσω από όσα οι ομιλητές πράγματι/ἀληθῶς είπαν. Το κριτήριο της ειλικρίνειας καθορίζεται πολύ προσεκτικά στο τμήμα αυτό· ο Θουκυδίδης προσπαθεί να αποδώσει όχι όσα πράγματι λέχθηκαν, αλλά «τις ιδέες πίσω» από όσα πράγματι λέχθηκαν ή «το γενικό νόημα» όσων πράγματι λέχθηκαν. Αυτή η επιφυλακτικότητα γύρω από την ἀλήθειαν είναι ορθή, δεδομένου ότι ο Θουκυδίδης αναφέρει τις αδυναμίες της ανθρώπινης μνήμης δύο φορές στο χωρίο αυτό (διαμνημονεῦσαι - 1.22.1· μνήμη - 1.22.3). Η ετυμολογική ερμηνεία του ελληνικού ουσιαστικού αλήθεια είναι: «αυτό που δεν (πρέπει να) ξεχνιέται» (από το ουσιαστικό λήθη). Έτσι η αλήθεια συνδέεται με την ικανότητα να θυμόμαστε και αποδεικνύεται αδύνατον να επιτευχθεί απολύτως, εξαιτίας των περιορισμοί της ανθρώπινης μνήμης.
Η φόρμουλα που χρησιμοποιεί ο Θουκυδίδης τού αφήνει περιθώριο γι' ακριβή αναπαράσταση της ουσίας των επιχειρημάτων του ομιλητή, ενώ ταυτόχρονα του επιτρέπει να χρησιμοποιεί τους λόγους σαν όχημα ιστορικής ερμηνείας, χωρίς να προδίδει τη δέσμευσή του για τις «ιδέες πίσω από όσα πράγμα λέχθηκαν». Η ιστορική ερμηνεία ίσως περιλαμβάνει: τον χαρακτηρισμό ενός εκάστου ομιλητή, την αλληλεξάρτηση λόγου και πράξεων, τις προσδοκίες διαφορετικών ακροατηρίων, την κριτική της ρητορικής παιδείας και την εισαγωγή ενδοκειμενικών και διακειμενικών υπαινιγμών. Είναι σημαντικό ότι ο Θουκυδίδης αντισταθμίζει την απώλεια των πραγματικών λέξεων των ομιλητών, τονίζοντας τις ιδέες πίσω από τις λέξεις. Στην πραγματικότητα, υπάρχουν πολυάριθμα παραδείγματα στην Ιστορία, όπου ο Θουκυδίδης απεικονίζει την παιδεία λόγου (ιδιαίτερα στην Αθήνα), με τρόπο που υποδηλώνει τη χρήση του λόγο προς συγκάλυψη όσων πραγματικά συνέβαιναν και προς παραπλάνηση των ακροατηρίων. Ακόμη και αν είχε σταθεί δυνατόν να καταγραφούν με ακρίβεια τα λόγια των ομιλητών, αισθάνεται κανείς ότι ο Θουκυδίδης θα εξακολουθούν να ενδιαφέρεται περισσότερο για την ερμηνεία των πίσω από τα λόγια ιδεών.
Όπως τονίστηκε σε πρόσφατες συζητήσεις γι’ αυτό το χωρίο, είναι σημαντικό να μην επιβάλουμε, τεχνητά, στον Θουκυδίδη να προσαρμοστεί στην πρακτική των σύγχρονων ιστορικών, για την οποία κριτήριο ακρίβειας λεκτικής περιγραφής είναι η κατά λέξη ακρίβεια, κατά το πρότυπο αντιγράφου. Οι σύγχρονες τεχνολογίες εγγραφής απέχουν πολύ από τις μεθόδους εγγραφής δεδομένα) που διέθετε ο Θουκυδίδης για τη σύνθεση της Ιστορίας του. Αν και γνωρίζουμε λίγα για την πρακτική του γραπτού λόγου στην Αθήνα, κατά τα τελευταία πενήντα χρόνια του 5ου αι. π.Χ., έχουμε κάποια βασική γνώση της τεχνολογίας το γραπτού λόγου. Γνωρίζουμε ότι θα ήταν επίπονο για τον Θουκυδίδη να επιλέξει μεταξύ σημειώσεων, που πιθανώς θα είχαν γραφτεί σε κυλίνδρους παπύρου. Στην πραγματικότητα, στο 1.22.1-4, ο Θουκυδίδης δεν κάνει καμιά αναφορά στον γραπτό λόγο ως βοήθημα της μνήμης, αντίθετα αναφέρεται σε προφορικές μαρτυρίες. Σε σχέση με την περιορισμένη τεχνολογία που διέθεταν συγγραφείς όπως ο Θουκυδίδης, η Τζόσλυν Σμολ (Jocelyn Small) διατύπωσε την άποψη ότι τα κριτήριά μας για την ακρίβεια είναι αναχρονιστικά και ότι στη θέση τους θα έπρεπε να αντιλαμβανόμαστε την «ακρίβεια σαν ουσία». Πάντως είναι λάθος να υπαινιχθούμε ότι τα μόνα εμπόδια στην ιστορικότητα της περιγραφής του Θουκυδίδη ήταν τεχνολογικά, κατά τον ίδιο τρόπο που είναι αφελές να σκεφτούμε ότι η σύγχρονη τεχνολογία καθιστά πραγματοποιήσιμο το ιδανικό μιας αληθούς ιστορικής περιγραφής.
Σκεφθείτε την κλίμακα τεχνολογιών εγγραφής, που είναι διαθέσιμες στους σύγχρονους ερευνητές, αρχίζοντας από τις συμβατικές μεταγραφές μαγνητοταινιών. Αν και ένα γραπτό αντίγραφο, βασισμένο σε ηχογράφηση, ίσως αποτελεί υψηλότερο επίπεδο αντιπροσωπευτικής πιστότητας από λόγο ανασυνθεμένο αποκλειστικά με βάση τη μνήμη, το επιχείρημα ότι αποτελεί «αληθινή» εικόνα του λόγου είναι λανθασμένο. Πρέπει να φανταστούμε μια κλίμακα μιμητικής πιστότητας, που δεν εκπληρώνει ποτέ εντελώς τις προϋποθέσεις του πρωτότυπου λόγου. Εξαιτίας χρονικών περιορισμών, η πλειοψηφία των γραπτών αντιγράφων προφορικού λόγου δεν επιχειρούν να καταγράψουν παύσεις, να μεταδώσουν τον τόνο, τον κυμάτισμά ή την έμφαση της φωνής, ούτε μεταφέρουν τη μη λεκτική γλώσσα του ομιλητή. Επιπλέον, αυτοί που αναπαράγουν αντίγραφα πρέπει να συμπεραίνουν τη στίξη από την εκφώνηση του λόγου και μπορούν να αλλάξουν ριζικά το ύφος, ακόμη και το νόημα το\ι πρωτότυπου λόγου: η στίξη συνεπάγεται ερμηνεία. Εξάλλου, οι αντιγραφείς, οι οποίοι συνήθως παράγουν αντίγραφα, προκειμένου μια γραπτή εκδοχή λόγου να κυκλοφορήσει ή να διατηρηθεί, έχουν και την τάση να διορθώνουν τις λέξεις (για παράδειγμα, λανθασμένη προφορά ή γραμματικές αβλεψίες). Σε πολλαπλά επίπεδα, λοιπόν, η αντιγραφή είναι διορθωμένη εκδοχή λόγου, ακόμη και όταν μεταφέρονται οι «λέξεις» που άρθρωσε ο ομιλητής.
Μπορούμε να διεξαγάγουμε ένα παρόμοιο πείραμα σκέψης με ηχογράφηση ενός λόγου. Η μαγνητοφώνηση της φωνής του ομιλητή επιλύει κάποια από τα προβλήματα του γραπτού αντιγράφου. Στην περίπτωση της ηχογράφησης, ακούμε πράγματι τον ομιλητή με τα ίδια του τα λόγια, τις παύσεις, τον κυματισμό και τον τόνο της φωνής· και υπάρχουν μικρότερα περιθώρια παρέμβασης του ηχογραφούντος στη μετάδοση του λόγου. Όμως, δεν βλέπουμε τον ομιλητή να προφέρει αυτές τις λέξεις· κατ’ αυτήν την έννοια και η ηχογράφηση είναι ατελής αναπαράσταση πρωτότυπης πράξης λόγου. Και αυτά στο ιδανικό σενάριο. Στην πραγματικότητα, πολλές ηχογραφήσεις, με εξαίρεση τις «ζωντανές» ηχογραφήσεις, είναι επίσης χτενισμένες και διορθωμένες. Ακόμη ψηλότερα στην κλίμακα ακριβούς αναπαράστασης είναι η μαγνητοσκόπηση, που απευθύνεται τόσο στην αίσθηση της όρασης όσο και της ακοής μας, και έχει τη δυνατότητα να μεταδίδει και τμήμα του περιβάλλοντος στο οποίο εκφωνήθηκε ο λόγος. Με την εισαγωγή οπτικού στοιχείου, η αναπαράσταση λόγου αποκτά διαφορετική διάσταση. Οι γνωστικοί ψυχολόγοι τεκμηρίωσαν τη συντριπτική επιρροή της όρασης σε σχέση με τις άλλες αισθήσεις μας· η μαγνητοσκόπηση τείνει να αποκαλύπτει παράλληλες αφηγήσεις: λεκτικές και μη λεκτικές. Τώρα μπορούμε να δούμε πώς οι μη λεκτικές κινήσεις του ομιλητή μεταδίδουν νόημα. Όμως, αν και αχούμε και βλέπουμε τον ομιλητή, ο τρόπος με τον οποίο τον ακούμε και τον βλέπουμε ρυθμίζεται από κάμερα, την οποία χειρίζεται άτομο με δυνατότητα να κατευθύνει τις αισθητήριες αντιδράσεις μας μέσω γωνίας λήψης, φωτισμού και διορθώσεων. Αυτό ισχύει και για το «τιμιότερο» ντοκιμαντέρ, που αγγίζει τα επίπεδα της ιστορικότητας· ακόμη και έτσι, δεν υπάρχει ουδέτερη, μη παρεμβατική οπτική γωνία. Μακράν του να παρακάμπτει την εξωτερική διαμόρφωση που περιλαμβάνει η λεκτική αφήγηση, η ταινία, ως μέσο, εξαρτάται από την αφήγηση και χαρακτηρίζεται, όπως και αυτή, από γλώσσα, σύνταξη και είδος.
Ενώ αυτά τα προβλήματα αναπαράστασης ίσως φανούν σύνθετα ή και κοινότοπα σε σύγκριση με το θεμελιώδες πρόβλημα της μεταφοράς κειμένου προφορικών λόγων σε σελίδα, τονίζουν ότι όλες οι εγγραφές, σε όλες τις τεχνολογίες, προσεγγίζουν αλλά ποτέ δεν επιτυγχάνουν αληθή εικόνα λόγου. Και το πείραμα σκέψης περιορίζεται στην εγγραφή της εικόνας ενός μόνο λόγου. Όταν μιλάμε για μιαν ιστορική περιγραφή, υποθέτουμε ότι αυτή η περιγραφή θα πάρει τη μορφή αφήγησης. Με άλλα λόγια, δεν θα παρουσιάζει απλώς σειρά από ασύνδετα τεμάχια πληροφόρησης (ή περιγραφές πληροφορίας), αλλά θα δώσει στην πληροφορία διάταξη κατανοητής ακολουθίας, για να προσδιορίσει τα συμβάντα, τα αίτια και τις συνέπειές τους, να μεταφέρει κρίσεις για τη σημασία της πληροφορίας, και για να τα κάνει όλα αυτά θα χρησιμοποιήσει μεθόδους σχετικές με το φανταστικό. Κατ’ αυτήν την έννοια, το φανταστικό είναι έμφυτο στην ιστορική αφήγηση ως αφήγηση, στον βαθμό που, στα συμφραζόμενα αυτά, είναι σαφές ότι ο όρος φανταστικό [fiction] χρησιμοποιείται με την πρωταρχική του έννοια, που σημαίνει: «δημιουργία μορφής στη γλώσσα».
Η πρόθεση του Θουκυδίδη να προσφέρει στους αναγνώστες του ειλικρινή περιγραφή του πολέμου δεν υποσκάπτεται από στοιχεία επινόησης (ή «αυτοσχεδιασμού») στους λόγους. Μάλλον, οι λόγοι υπόκεινται στις ίδιες συνθήκες με την υπόλοιπη αφήγηση: ο Θουκυδίδης επιλέγει τις κατάλληλες μορφές γλώσσας (περιλαμβανομένων γραμματικής, συντακτικού και ρητορικής), για να παρουσιάσει την ακριβέστερη περιγραφή όσων συνέβησαν, σύμφωνα με την ικανότητα και την έλλογη γνώμη του. Ο Θουκυδίδης, στο προγραμματικό αυτό τμήμα, δεσμεύεται μετ’ επιτάσεως να είναι ακριβής, αλλά ο τελικός εγγυητής της ακρίβειας του όλου έργου είναι η κρίση του. Μπορούμε στην πραγματικότητα να υποστηρίξουμε ότι ο Θουκυδίδης καλεί τον αναγνώστη να φανταστεί το κείμενό του σαν αντίγραφο, αλλά σε επίπεδο ολόκληρου του έργου, όχι σε επίπεδο χωριστούν παραγράφων ή λόγων. Ξεγράφω, το ρήμα που χρησιμοποιεί ο Θουκυδίδης, στην πρώτη γραμμή της Ιστορίας αναφερόμενος στην αφήγησή του, σημαίνει «κατορθώνω τη γραφή τού» ή «περιγράφω», υποδηλώνοντας συχνά τεκμηρίωση, καταγραφή. Επομένως, όταν χρησιμοποιεί αυτό το ρήμα με αντικείμενό του τον πόλεμων, υπονοεί ότι υπάρχει ισοδυναμία μεταξύ του πολέμου και της αφήγησης του πολέμου, σαν να περιέγραψε ή κατέγραψε κάτι που ήδη υπήρχε. Στο 1.21.2, ο Θουκυδίδης υπονοεί ότι «αυτός» ο πόλεμος καθαυτόν (ό πόλεμος ούτος) θα αποκαλύψει, σε όσους μελετούν τα γεγονότα καθαυτά, ότι ήταν μεγαλύτερος από τους προηγούμενους πολέμους. Η δεικτική αντωνυμία «ούτος» μάς ενθαρρύνει να ταυτίσουμε τον πόλεμο με το κείμενο που έχουμε στα χέρια μας.
Αλήθεια και ιδεολογία
Μια από τις φράσεις που απαντά στα μεθοδολογικά κεφάλαια του Θουκυδίδη και προκάλεσε δυσφορία και σύγχυση, είναι η δήλωση ότι ανασυνέθεσε τους λόγους με βάση το πώς πίστευε ότι ενδεχομένως κάθε ομιλητής είπε «τα αναγκαία» (τα δέοντα). Ο Θουκυδίδης υπονοεί ότι στηρίζεται σε σκελετό γεγονότων: αναφορά, γραμμένη είτε από τον ίδιο είτε από πληροφοριοδότες, όσων πράγματι είπε ο ομιλητής, συμπληρωμένη στη συνέχεια με κατάλληλες δηλώσεις, σχετιζόμενες με τα συμφραζόμενα, τα ακροατήρια και τις περιστάσεις στις οποίες εκφωνήθηκαν οι λόγοι. Αυτό αποτελεί ένα γενικό κριτήριο· «τα αναγκαία», σε συγκεκριμένο λόγο, ίσως περιλάμβαναν παράθεση πραγματικών δεδομένων (για παράδειγμα, σχετικών με τα οικονομικά αποθέματα, την τοπογραφία ή τον αριθμό των ανδρών). Μπορούσαν ακόμη να εκτείνονται στο είδος επιχειρηματολογίας (συμβουλευτικής, επιδεικτικής, δικανικής), τις αποδεκτές αξίες και τον τόνο του λόγου (ενθαρρυντικός, επικριτικός, απειλητικός). Πολλοί λόγοι στην Ιστορία προλογίζονται με ρήματα που προδίδουν τον συναισθηματικό και ψυχολογικό τόνο του λόγου που ακολουθεί. Ορισμένοι μελετητές υποστηρίζουν πως, σε αυτή την περίπτωση, τά δέοντα είναι κυρίως ρητορικό κριτήριο και αναφέρεται στα συμβατικά ρητορικά επιχειρήματα που θα χρησιμοποιούσε ο ομιλητής, στην προσπάθειά του να πείσει το ακροατήριο.
Πάντως το πρίσμα, υπό το οποίο καθορίστηκαν τα δέοντα, είναι ασαφές: σημαίνουν «τα αναγκαία» σύμφωνα με την εκτίμηση των ομιλητών ή «τα αναγκαία» σύμφωνα με την εκτίμηση του Θουκυδίδη για τους ομιλητές και την προσωπική τους κατάσταση; Άλλη μια διάσταση των αποκλίσεων μεταξύ λόγων, ακόμη και όταν έχουν το ίδιο θέμα, είναι η διεργασία χαρακτηρισμού η οποία έχει ιδιαίτερη επίδραση. Αυτή είναι ίσως η δύναμη του επιθέτου έκαστοι, στο 1.22.1 («τα επιχειρήματα γράφτηκαν σύμφωνα με την εντύπωση που σχημάτισα για το πώς κάθε [ἕκαστοι] ομιλητής είναι πιθανότερο να είπε τα αναγκαία»).
Αν δώσουμε έμφαση στις ρητορικές εννοιολογικές αποχρώσεις της φράσης τα δέοντα, τότε μπορεί να υποστηριχθεί ότι τα εσωτερικά ακροατήρια της Ιστορίας υπαγόρευσαν «τα αναγκαία». Έτσι η Πώλα Ντέμπναρ γράφει πως «η εκτίμηση των ιστορικών ακροατηρίων από τον Θουκυδίδη ήταν αποφασιστικής σημασίας παράγων στον καθορισμό του “ορθότερου” να ειπωθεί από τους ομιλητές (1.22.1)». Αν και η δήλωση αυτή δεν είναι ακριβώς εσφαλμένη, στρέφει το ενδιαφέρον της μόνο σε μια διάσταση της περίπλοκης διαδικασίας που ακολουθούσε ο Θουκυδίδης όταν συνέθετε τους λόγους της Ιστορίας. Μπορούμε να συγκρίνουμε αυτή τη γραμμή ερμηνείας με τη θεωρία «ομιλητικής πράξης» του Τζ. Λ. Ώστιν (J.L. Austin), σύμφωνα με την οποία οι λόγοι θεωρούνται κοινωνική συμπεριφορά που επιχειρεί να επιδράσει στα ακροατήρια- κατά συνέπεια, η επιτυχία ή αποτυχία ενός λόγου καθορίζεται από την αντίδραση που προκαλεί στο ακροατήριο. Η θεωρία της ομιλητικής πράξης εφαρμόστηκε ευδοκίμως στα κείμενα αθηναϊκών λόγων, που σώζονται από τον 4ο αι. π.Χ. - των πολιτικών λόγων του Δημοσθένη, για παράδειγμα - για να διερευνηθεί ο βαθμός στον οποίο τα ακροατήρια των λόγων διαμόρφωσαν το περιεχόμενό τους. Πάντως, στην περίπτωση της Ιστορίας του Θουκυδίδη, οι λόγοι δεν εκφωνήθηκαν ποτέ με αυτή τη μορφή, προς οποιοδήποτε ιστορικό ακροατήριο. Είναι οι κατά Θουκυδίδη εκδοχές ιστορικών λόγων και, κατά συνέπεια, όση προσοχή δίνουμε στους αναγνώστες του Θουκυδίδη τόση πρέπει να δίνουμε και στα υποτιθέμενα ιστορικά ακροατήρια του κειμένου. Στο κάτω κάτω, το σημαντικότερο ακροατήριο, κατά την άποψη του Θουκυδίδη, ήταν το ακροατήριο του έργου του, που περιλάμβανε τόσο τους συγχρόνους του όσο και τους μεταγενέστερους.
Αν δούμε τους λόγους στο πλαίσιο της περιβάλλουσας αφήγησης, όπως ασφαλώς πρέπει, είμαστε υποχρεωμένοι να χρησιμοποιήσουμε την κρίση του Θουκυδίδη για το τι ήταν αναγκαίο να πει στα συγκαιρινά ακροατήρια και για τα συγκαιρινά ακροατήρια, σαν ιστορικός σχολιαστής ή κριτικός. Στα συμφραζόμενα της Ιστορίας, αυτό εμπεριέχει αντιτιθέμενες λανθασμένες υποθέσεις για το παρελθόν και επισημάνσεις για τον τρόπο που, σύμφωνα με τη δική του ανάλυση, η λαϊκίστικη, δημαγωγική ρητορική (αυτό που ο Μπέρναρντ Γουϊλλιαμς αποκαλεί «σχετική με το ακροατήριο» αλήθεια) έπαιξε σημαντικό ρόλο στην τελική αθηναϊκή ήττα. Μετά τον τελευταίο λόγο της Ιστορίας, που αποδίδεται στον Περικλή, ο Θουκυδίδης σκιαγραφεί χτυπητή αντίθεση ανάμεσα στην εικόνα του Περικλή, η πολιτική ακεραιότητα του οποίου σήμαινε πως δεν είχε ανάγκη να πει τίποτε με σκοπό να ευχαριστήσει τον δήμο (προς ἡδονήν τι - 2.65.8), και αυτήν της επόμενης γενιάς αθηναίων πολιτικών, οι οποίοι, από πολιτική φιλοδοξία, κατέφυγαν στο να είναι ευχάριστοι στον δήμο (ἐτράποντο καθ’ ἡδονάς τῷ δήμῳ - 2.65.11). Με άλλα λόγια, δεχόμενοι τα εσωτερικά ακροατήρια, ως οδηγό για το τι θεωρούσε ο Θουκυδίδης ορθό να πουν οι ομιλητές έχουμε το μισό μόνο του ιστορικού του πλάνου- το άλλο μισό είναι κριτική ακριβώς εναντίον της ρητορικής παιδείας, εντός της οποίας ακριβώς δρουν οι ομιλητές. Επομένως, οι λόγοι απευθύνονται τόσο σε εσωτερικά όσο και σε εξωτερικά ακροατήρια.
Περιπτωσιολογική μελέτη I: Ο τελευταίος λόγος του Περικλή
(2.59.3 - 2.64.6)
Προτίθεμαι να χρησιμοποιήσω τον τελευταίο λόγο του Περικλή στην Ιστορία σαν περιπτωσιολογική μελέτη, για να αποτυπώσω τη, στο 1.22.1-2, διάχυτη αμφιβολία ανάμεσα σε όσα ο Θουκυδίδης θεωρούσε αναγκαίο να ακούσουν και να μάθουν τα ιστορικά ακροατήρια, άρα και σε όσα ήθελε να μάθουν οι αναγνώστες του και, αντίστροφα, σε όσα θα συνέφερε τον ομιλητή να πει, αντιδρώντας στην πίεση των περιστάσεων και τη διάθεση του ακροατηρίου του. Θα έπρεπε να αρχίσω αναγνωρίζοντας ότι μπορεί να υποστηριχθεί πως ο λόγος αυτός είναι το πιο ακραίο στην Ιστορία παράδειγμα συνδυασμού δύο διαφορετικών ακρωτηρίων: του ακροατηρίου του έργου του Θουκυδίδη και του ακροατηρίου του λόγου του Περικλή. Πάντως, στον βαθμό που κάθε λόγος στην Ιστορία αναπτύσσει την επιχειρηματολογία του Θουκυδίδη, η διαφορά αυτή είναι διαφορά βαθμού και όχι διαδικασίας. Η συμπεριφορά του Περικλή στον λόγο αυτό είναι αντισυμβατική, αφού υποστηρίζει τις πνευματικές προκαταλήψεις του Θουκυδίδη κατά του δήμον, ενώ κατορθώνει να εκφωνήσει λόγο εν μέρει επιτυχή (επιτυγχάνει τον άμεσο στρατηγικό στόχο του, αλλά δεν κατευνάζει την οργή των Αθηναίων για τις περιστάσεις). Ο λόγος περιλαμβάνει και δύο υπομνηστικούς λεκτικούς απόηχους της δήλωσης του Θουκυδίδη για τους λόγους στο 1.22.1, πράγμα που τον καθιστά ιδιαίτερα κατάλληλο δείγμα, για σύγκριση της δεδηλωμένης μεθοδολογίας του Θουκυδίδη με την πρακτική του. Θα εκφράσω την άποψη ότι ο λόγος αυτός μπορεί να βοηθήσει στη διευκρίνιση του νοήματος της νεφελώδους διατύπωσης του Θουκυδίδη στο προηγούμενο χωρίο.
Ο τελευταίος λόγος του Περικλή χρησιμεύει σαν σημείο καμπής στην απεικόνιση της αθηναϊκής παιδείας λόγου από τον Θουκυδίδη. Ο Περικλής είναι ο μόνος αναφερόμενος ονομαστικά αθηναίος πολιτικός, τον οποίο ο Θουκυδίδης «βγάζει στον αέρα», στα δύο πρώτα βιβλία της Ιστορίας και αποτυπώνει τον έλεγχό του, επί της συνέλευσης με όρους καθοδηγητικού κλίματος, εντός του οποίου ο πολιτικός μπορεί υπεύθυνα να πει στο ακροατήριό του τι είναι το καλύτερο γι’ αυτό. Είναι μέρος της ιδεολογικής σκιαγράφησης του θουκυδίδειου Περικλή το ότι δεν τον απασχολεί τι θέλει να ακούσει το ακροατήριο. Στην τελευταία ομιλία, ο Θουκυδίδης δίνει έμφαση σε αυτό που θα ονομάζαμε «αντιπολιτευτική ρητορική» του Περικλή. Ο Θουκυδίδης χρησιμοποιεί σειρά σύνθετων ρημάτων, με πρώτο συνθετικό πρόθεση (απο-· παρά-· ανα-· αντι-), που δηλώνουν εκτροπή, διάλυση, αποτροπή και αντίθεση· και επιτυγχάνονται όλα δια του λόγου. Στο 2.59.3, προλογίζει τον λόγο του Περικλή με τον ισχυρισμό ότι «αυτός [ο Περικλής] ήθελε να τους εμφυσήσει αυτοπεποίθηση και, εκτρέποντας (ἀπαγαγών) τα συναισθήματα οργής τους, να τους φέρει σε πιο ήρεμη και λιγότερο αγχώδη κατάσταση». Η σημασία του ρήματος αυτού τονίζεται από το γεγονός ότι επαναλαμβάνεται μετά τον λόγο στο 2.65.1, όπου ο Θουκυδίδης συνοψίζει την πρόθεση της περίκλειας ρητορικής δύναμης: «προσπάθησε να διαλύσει (παραλύειν) την οργή των Αθηναίων προς αυτόν και να οδηγήσει τον νου τους μακριά (ἀπάγειν) από τα παρόντα βάσανα». Συνεχίζοντας στο ίδιο πνεύμα, ο Θουκυδίδης καταγράφει το επιτυχές αποτέλεσμα του λόγου, σε σχέση με το γεγονός ότι ο Περικλής απέτρεψε τους Αθηναίους να βγουν να συγκρουστούν σε μάχη με τις σπαρτιατικές δυνάμεις (ἀνεπείθοντο - 2.65.2). Τελικά, στην ανασκόπηση της σταδιοδρομίας του Περικλή, ο Θουκυδίδης χρησιμοποιεί το ρήμα ἀντιλέγειν: «λόγω της μεγάλης εκτίμησης που του είχαν, αυτός [ο Περικλής] μπορούσε να τους αντιλέγει (ἀντιπεῖν) και να τους εξοργίζει» (2.65.8).
Το ρήμα ἄγειν (οδηγώ) κυριαρχεί σε σωζόμενες συζητήσεις γύρω από την αρχαία ελληνική ρητορική (ἐπάγειν, παράγειν, ἀπάγειν, προσάγειν). Ο επαγωγός (από το ρήμα ἐπάγειν) λόγος είναι δελεαστικός - παρασύρει τον ακροατή και κατά συνέπεια τον παραπλανά· Στο 2.64.1, ο Περικλής προειδοποιεί το ακροατήριο να μην αφήσει να το οδηγήσουν σε λάθος δρόμο (παράγειν) οι πολίτες που υποστηρίζουν εγκατάλειψη της ηγεμονίας. Όπως φάνηκε από τη χρήση του ρήματος ἀπάγειν, και ο Περικλής χρησιμοποιεί ρητορική του ίδιου τύπου: «παρασύρει» το ακροατήριο- με τη διαφορά ότι ο Θουκυδίδης απεικονίζει τον Περικλή να παρασύρει το αθηναϊκό ακροατήριο μακριά από σφάλματα κρίσεως, που απειλούν, υποτίθεται, το συμφέρον του.
Κατά τον Θουκυδίδη, καθοδηγητική αρχή στη σύνθεση των λόγων ήταν οι παρούσες συνθήκες ή θέματα (τά παρόντα), που δεδομένος ομιλητής θα έπρεπε να θίξει: «ό,τι απαιτούσε η κάθε κατάσταση». Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Θουκυδίδης παρουσιάζει τον Περικλή να σχεδιάζει λόγο ειδικά προορισμένο να αντεπεξέλθει σε συγκεκριμένη στιγμή, που το ακροατήριό του πνίγεται από τις παρούσες δυσκολίες: «είδε ότι ήταν εξαγριωμένοι με τις παρούσες περιστάσεις (πρός τά παρόντα δεινά)» (2.59.3· δες σ. 99 ανωτέρω). Η άποψη αυτή επαναλαμβάνεται αμέσως μετά τον λόγο, όπου ο Θουκυδίδης παρατηρεί ότι ο Περικλής προσπάθησε να τους οδηγήσει μακριά από τα παρόντα δεινά (2.65.1). Είδαμε επίσης πώς το ακαθόριστο κριτήριο, «τα αναγκαία» (τά δέοντα), ήταν άλλη μια καθοδηγητική αρχή για τον Θουκυδίδη στη σύνθεση των λόγων. Ο Περικλής πραγματικά επαναλαμβάνει τη φράση αυτή στο κείμενο του λόγου. Προκαλεί την αθηναϊκή συνέλευση, δηλώνοντας πως είχε κατά νου ό,τι συνέφερε περισσότερο την πόλη, ότι γνωρίζει τι είναι καλύτερο και είναι ικανός να τους το εξηγήσει (2.60.5):
Και όμως οργίζεστε εναντίον εμού, ο οποίος θεωρώ ότι δεν είμαι κατώτερος κανένας στη διάγνωση του τι απαιτεί η κατάσταση (τά δέοντα) και στην ερμηνεία του [προς εσάς]· αγαπώ την πόλη και είμαι απρόσβλητος στη διαφθορά.
Οι φράσεις «τά παρόντα» και «τά δέοντα» συνδέουν στενά τον λόγο του Περικλή με την αντίληψη του Θουκυδίδη για τις απαιτήσεις των πολιτικών λόγων. Και μάλιστα, είναι σαν να έβαλε ο Θουκυδίδης στο στόμα του Περικλή έναν υποδειγματικό λόγο για να παρουσιάσει το δικό του ιδανικό πολιτικής ρητορικής. Στα λόγια που ο Θουκυδίδης έγραψε γι’ αυτόν, ο Περικλής συμφωνεί με τις βαθύτερες γνώσεις του αφηγητή περί το)ν σφαλμάτων του συστήματος πολιτικής ρητορικής, όπως εφαρμοζόταν στην Αθήνα του καιρού του. Πέρα από τις ομοιότητες ανάμεσα σε όσα λέει ο ίδιος ο Θουκυδίδης για τους λόγους στο 1.22, και στα επιχειρήματα που εκφράζονται από τον Περικλή στον δικό του λόγο, υπάρχει και μια ενδιαφέρουσα ομοιότητα ανάμεσα στα 2.64.1 και 8.1.1. Στο πρώτο χωρίο, ο Περικλής επικρίνει τον δήμο, επειδή, απογοητευμένος από τον πόλεμο, ξεσπά πάνω του, παρ' όλο που ο δήμος τάχθηκε στο πλευρό του, ψηφίζοντας υπέρ του πολέμου. Στην πραγματικότητα, ο Περικλής αναπτύσσει τρεις φορές την άποψη αυτή στον λόγο του, μετατοπίζοντας κάθε φορά την έμφαση. Πέρα από το χωρίο στο οποίο αναφέρομαι στην αρχή του λόγου, ο Περικλής προσπαθεί να υποβαθμίσει την οργή με την οποία αντιμετωπίζεται, υπαινισσόμενος ότι ο δήμος είναι οργισμένος και με τον εαυτό του (2.60.4). Τους υπενθυμίζει επίσης την ευθύνη που ανέλαβαν ψηφίζοντας υπέρ του πολέμου, επισημαίνοντας ότι, αν η γνώμη τους για τον χαρακτήρα του ήταν θετική όταν ψήφιζαν υπέρ του πολέμου, δεν θα έπρεπε να τον κατηγορούν στις παρούσες συνθήκες ότι διέπραξε έγκλημα (2.60.7). Το επιχείρημα του Περικλή προδιαγράφει την παρατήρηση του Θουκυδίδη στο 8.1.1 - ή απηχείται σ’ αυτήν - ότι ο αθηναϊκός δήμος αντέδρασε στα τραγικά νέα της ήττας στη σικελική εκστρατεία, στα 413 π.Χ., ξεσπώντας κατά των πολιτικών και κάθε άλλου συμβούλου, περιλαμβανομένων των χρησμοκαπήλων, που τον είχαν ενθαρρύνει να αναλάβει την εκστρατεία, «σαν να μην είχε ψηφίσει ο ίδιος [υπέρ αυτής]». Η άποψη του Περικλή, ότι | ο δήμος έχει την τάση να απαλλάσσει εαυτόν πάσης ευθύνης, ακόμη και για πολιτική την οποία έχει υπερψηφίσει, απηχείται επίσης από τον ταλαίπωρο αθηναίο πολιτικό Νικία (7.48.4).
Ορισμένοι αναγνώστες του Θουκυδίδη ενοχλήθηκαν από τον λόγο του Περικλή και θεωρούν απίθανο να εκφώνησε έναν τόσο αντίπαλων αισθημάτων λόγο στην αθηναϊκή συνέλευση. Ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς παραθέτει την πρώτη παράγραφο του λόγου του Περικλή (2.60.1), διατυπώνοντας την ένσταση ότι αυτά δεν είναι λόγια που ταιριάζουν (προσήκοντα) στον Περικλή, τη στιγμή που προτίθεται να υπερασπιστεί την πολιτική του ενώπιον της αθηναϊκής συνέλευσης:
Αυτές τις λέξεις θα ταίριαζε να τις χρησιμοποιήσει ο Θουκυδίδης σε ιστορική δήλωση για τον Περικλή, αλλά δεν είναι κατάλληλες να τις βάλει στο στόμα του, τη στιγμή που υπερασπίζεται τον εαυτό του ενώπιων εξοργισμένου πλήθους, ειδικά στην αρχή του λόγου του, πριν πει κάτι για να κατευνάσει τον θυμό τους. Ο καλύτερος τρόπος ομιλίας για τον σκοπό αυτό δεν θα ήταν ο επιτιμητικός αυτός τρόπος, αλλά μάλλον κάποιος συμβιβαστικότερος· οι πολιτικοί ρήτορες θα έπρεπε να κατευνάζουν, όχι να εξάπτουν τον θυμό του πλήθους.
Ο Διονύσιος αναλύει τον λόγο αυτό υπό το πρίσμα ανθρώπου εκπαιδευμένου σε πρότυπα πολιτικής ρητορικής, σωζόμενα από τον 5ο και 4ο αι. π.Χ. Προτείνει να εξεταστεί τι θα είχε πει ένας ικανός ρήτορας σ’ αυτές τις περιστάσεις. Ενώ το θουκυδίδειο κριτήριο των δεόντων (τών αναγκαίων) είναι σκόπιμα ευρύ, (τά) προσήκοντα - η μετοχή που χρησιμοποιεί ο Διονύσιος - σημαίνει «το ταιριαστό / το ορθό» και παραπέμπει σαφέστερα σε ρητορικές συμβάσεις και κώδικες: τι θα έλεγε ένας ρήτορας σε δεδομένο περιβάλλον.
Είναι σημαντικό ότι η ιστορικότητα δεν αποτελεί θέμα για τον Διονύσιο. Αντίθετα με τους σημερινούς αναγνώστες του Θουκυδίδη, δεν σπαταλά χρόνο παλεύοντας να μάθει αν αυτά ήταν ή δεν ήταν τα λόγια που είπε πράγματι ο Περικλής ενώπιον της αθηναϊκής συνέλευσης. Δέχεται, μάλλον, ότι ο λόγος αυτός είναι δημιούργημα του Θουκυδίδη. Στην περίπτωση του λόγου του Περικλή, ο Διονύσιος κατηγορεί τον Θουκυδίδη ότι έγραψε για τον Περικλή λόγο που εκφράζει τη δική του γνώμη για τον Περικλή και τη δική του ανάλυση για την ιστορική κατάσταση στην Αθήνα το καλοκαίρι του 430 π.Χ., και όχι το είδος λόγου που έπρεπε να είχε εκφωνήσει ο Περικλής υπό τις δεδομένες συνθήκες.
Επιπλέον, ο Διονύσιος δηλώνει ότι ο Θουκυδίδης δεν έκανε διάκριση ανάμεσα στις αποφάσεις που ανήκουν στο αφηγηματικό τμήμα της Ιστορίας του και στην ύλη που αφιερώνεται στις δημηγορίες. Για παράδειγμα, σύμφωνα με αυτή την αντίληψή του για τον ρόλο του ιστορικού, επιτρέπεται στον Θουκυδίδη να καταχωρίσει τη γνώμη ότι ο Περικλής ήταν ο ευφυέστερος Αθηναίος του καιρού του, αλλά δεν είναι σωστό να βάζει τον Περικλή να το λέει αυτό για τον εαυτό του στον λόγο του. Προφανώς, δεν θα έπρεπε να δεχτούμε τον Διονύσιο ως μοναδικό κριτή της αυθεντικότητας των λόγον στον Θουκυδίδη- θα ήταν απλώς σαν να αντικαθιστούμε την προκατάληψη που διακρίνει ο Διονύσιος στον Θουκυδίδη με τη δική του προκατάληψη, για τον τρόπο με τον οποίο οι ιστορικοί θα έπρεπε να συνθέτουν λόγους.
Ο Διονύσιος αρχίζει με την προϋπόθεση ότι ο Θουκυδίδης θα έπρεπε να έχει συνθέσει τον λόγο έτσι, ώστε να απεικονίζει τον Περικλή κατά τον κολακευτικότερο τρόπο για τα ακροατήρια του μέλλοντος. Αυτό όμως, κατά τον Διονύσιο, φαίνεται ότι συνεπάγεται να παρουσιάζει πως ο Περικλής «κάνει καλή εμφάνιση» στο ακροατήριο της συνέλευσης και να το συμβουλεύει τι να ακούει με προσοχή. Ο Διονύσιος αναμένει ένα πρότυπο συμβατικής πολιτικής ρητορικής. Όμως αυτό σημαίνει παρανόηση του θουκυδίδειου κριτικού ύφους συγγραφής ιστορίας. Εδώ υπάρχουν δύο συγκρουόμενα «πρότυπα» πολιτικής ρητορικής. Το πρότυπο του Διονύσιου είναι ακροατηριοκεντρικό, συμβιβαστικό και ρεαλιστικό: ο Θουκυδίδης θα έπρεπε να έχει παρουσιάσει τον Περικλή σαν καλό δημοκρατικό ηγέτη. Αντίστροφα, το πρότυπο πολιτικής ρητορικής του Θουκυδίδη επιτρέπει στους πολιτικούς ελευθερία λόγου (δες το επίρρημα ἐλευθέρως στο 2.6S.8)· εξιδανικεύει τον ιστορικό Περικλή, εμφανίζοντάς τον να διαφωνεί με τους συγχρόνους του. Είναι σημαντικό ότι ο Θουκυδίδης δεν συγκαλύπτει τη λαϊκή οργή κατά του Περικλή· στο τέλος του λόγου αποκαλύπτει ότι, παρ’ όλο που ο Περικλής κατόρθωσε να κάνει τον αθηναϊκό δήμο να αλλάξει γνώμη σχετικά με την έξοδο και αντιμετώπιση των Σπαρτιατών στην ύπαιθρο της Αττικής (2.65.2), η οργή εναντίον του συνεχίστηκε και κόπασε μόνο όταν τον τιμώρησαν με πρόστιμο (2.65.3-4). Στα ιστορικά του συμφραζόμενα, αυτός δεν είναι πλήρως επιτυχημένος υπερασπιστικός λόγος.
Αντί να συγκρίνουμε τον λόγο του Περικλή με σωζόμενα παραδείγματα υπερασπιστικών λόγων, εκφωνημένων από αθηναίους πολιτικούς, που χρησιμοποιούν επωφελώς συμβατικά επιχειρήματα για να κατευνάσουν το ακροατήριό τους, είναι ορθότερο να συγκρίνουμε τον λόγο αυτό με την Απολογία του Πλάτωνα - τον υπερασπιστικό λόγο (ἀπολογία) που έγραψε για τον Σωκράτη. Έχει γίνει αποδεκτό ότι ο λόγος αυτός αποτελεί επινόημα του Πλάτωνα και ότι δεν είναι ο λόγος που πράγματι εκφώνησε ο Σωκράτης ενώπιον των αθηναίων δικαστών που έκριναν την υπόθεσή του· αν πράγματι εκφώνησε επίσημο λόγο. Αν και έχει ύφος λόγου εκφωνούμενου στα δικαστήρια, δημιουργεί περισσότερο ατμόσφαιρα αυτονεκρολογίας: αυτή είναι η από τον Πλάτωνα παρουσίαση του Σωκράτη, ως ατόμου που γνώριζε τι ήταν το καλύτερο για τους Αθηναίους και δεν ήταν έτοιμο να έρθει σε συμβιβασμό για τα φιλοσοφικά ιδανικά του ενώπιον της λαϊκής κριτικής και αντίθεσης. Εξάλλου, μέρος της σκιαγράφησης της πνευματικής ακεραιότητας του Σωκράτη είναι ότι περιφρονεί τη λαϊκή δημοκρατική ιδεολογία. Η πλατωνική εκδοχή του υπερασπιστικού λόγου έχει την πρόθεση να μη συναντήσει την επιδοκιμασία του αθηναϊκού ακροατηρίου, ενώπιον του οποίου προφανώς εκφωνήθηκε. Ο Σωκράτης εκτελέστηκε στα 399 π.Χ.· ο Θουκυδίδης ίσως τότε βρισκόταν ακόμη στη ζωή και ίσως ακόμη να γνώριζε παραλλαγή του υπερασπιστικού λόγου που αποδίδεται στον Σωκράτη. Αν και δεν έχουμε ασφαλή χρονολογία για την Απολογία του Πλάτωνα ή, εν πάση περιπτώσει, για οποιονδήποτε πλατωνικό διάλογο, είναι βέβαιο ότι ο Θουκυδίδης δεν είχε πρόσβαση στην πλατωνική εκδοχή του υπερασπιστικού λόγου του Σωκράτη. Πάντως, για την εγκυρότητα της σύγκρισης δεν είναι αναγκαίο, για οποιονδήποτε από τους δύο συγγραφείς, να είχε υπόψη του τον άλλο- χωρίς υπερβολή, είναι δυνατόν, τόσο ο Πλάτωνας όσο και ο Θουκυδίδης, να επιχειρούσαν παρόμοια άσκηση σε διαφορετικά ήδη πεζού λόγου, ξεκινώντας από την κοινή τους επικριτική προοπτική για την αθηναϊκή δημοκρατία και τη σοφία των Αθηναίων εν γένει. Υπάρχουν άφθονα τεκμήρια στην Ιστορία, που δείχνουν ότι ο Θουκυδίδης ενδιαφερόταν για τον τρόπο που πρόσωπα της ελίτ - ιδιαίτερα όσοι είχαν πνευματικά ενδιαφέροντα - υπερασπίζονταν τον εαυτό τους ενώπιον της δημοκρατίας.
Στην πραγματικότητα, σε άλλα σημεία στην Ιστορία, ο Θουκυδίδης εκφωνεί δύο συγκεκριμένες νεκρολογίες, για να τιμήσει τη μνήμη ταλαντούχων διανοουμένων που συγκρούστηκαν με τον δήμο. Στο 1.138.3-6, εξετάζει τη μοίρα του αθηναίου πολιτικού Θεμιστοκλή και κάνει πολύ θετική μνεία του, τονίζοντας ιδιαίτερα την ευφυΐα και τη διορατικότητά του. Ο Θουκυδίδης παρατηρεί, σε πολύ ρεαλιστικό τόνο, ότι ο Θεμιστοκλής είχε εξοριστεί με την κατηγορία της προδοσίας (1.138.6), και η νεκρολογία του ορθώνεται αντίθετη στη γενική γνώμη για τον Θεμιστοκλή. Παρόμοια, στο 8.68.1-2, ο Θουκυδίδης σκόπιμα αποκαθιστά το όνομα του ρήτορα Αντιφώντα, που είχε καταδικαστεί σε θάνατο για συμμετοχή στην ολιγαρχική επανάσταση του 411 π.Χ. Σημειώνει ότι η πλειοψηφία αντιμετώπιζε τον Αντιφώντα με υποψία και πως αυτός απέφευγε να μιλάει ενώπιον του δήμου, αλλά στη συνέχεια εξυμνεί τις πνευματικές αρετές και τη ρητορική του δεινότητα. Φτάνει ακόμη να πει ότι ο υπερασπιστικός λόγος του Αντιφώντα ήταν ο καλύτερος που είχε εκφωνηθεί ποτέ. Και στις τρεις περιπτώσεις -Θεμιστοκλή, Περικλή και Αντιφώντα- ο Θουκυδίδης θέτει τις πνευματικές αρετές υπεράνω των δημοκρατικών διαπιστευτηρίων. Στην πραγματικότητα, αντίθετα με την πλειοψηφία των Αθηναίων της εποχής του, ο Θουκυδίδης δεν θεωρεί την αντιδημοκρατική συμπεριφορά καθαυτήν ελάττωμα.
Σαν ένδειξη της περιφρόνησής του για τη συμβατική ρητορική στρατηγική, ο Περικλής αναφέρεται ανοιχτά στο γεγονός ότι τμήμα του αθηναϊκού δήμον τον μισεί λόγω του λοιμού, που πολλοί Αθηναίοι συνέδεαν με την κοσμοπλημμύρα, άμεσο αποτέλεσμα της πολιτικής του ενθάρρυνσης να εγκαταλείπουν την ύπαιθρο και να μετακομίσουν εντός των τειχών: «Γνωρίζω ότι εξακολουθώ να μισούμαι από ορισμένο τμήμα του πληθυσμού, εξαιτίας αυτού [ενν. του λοιμού]» (2.64.1). Σαν να μην έφτανε η ανοιχτή αναγνώριση της αντιδημοτικότητας του Περικλή, ο Θουκυδίδης τον παρουσιάζει να οικοδομεί μιαν υπονοούμενη ομοιότητα ανάμεσα στο μίσος, που ορισμένοι Αθηναίοι αισθάνονται γι’ αυτόν, και στο μίσος που αισθάνονται για την Αθήνα οι σύμμαχοί της. Σε απόπειρα να τους πείσει και πάλι ότι έπρεπε να επιμείνουν στη διατήρηση της ηγεμονίας, ο Περικλής λέει στο ακροατήριο ότι το να μισούνται είναι βραχύβια συνέπεια για όλους όσους έχουν αποφασίσει να κυβερνούν (ἄρχειν) άλλους (2.64.5). Προσθέτει ύστερα ότι το μίσος δεν διαρκεί πολύ, αλλά όσοι μισούνται αφήνουν πίσω φήμη λαμπρότητας που διαρκεί αιώνια. Η δήλωση αυτή αντηχεί διαφορετικά, ανάλογα με το αν εστιάζουμε την προσοχή μας στον αθηναϊκό δήμο ως ακροατήριο (εσωτερικό ακροατήριο) ή στους αναγνώστες του Θουκυδίδη (εξωτερικό ακροατήριο). Το σχόλιο περί του μίσους που επισύρει η ηγεμονία εξυπηρετεί ορισμένη λειτουργία για το αρχικό ακροατήριο και στα ιστορικά συμφραζόμενα του λόγου του Περικλή: οι Αθηναίοι ήταν ανήσυχοι για το ταυτόχρονο βάρος διεξαγωγής πολέμου με τους Πελοποννήσιους και διατήρησης της ηγεμονίας, ιδιαίτερα υπό την απειλή αποστασίας συμμάχων. Πάντως, διαβάζοντας την προκλητική κρίση του Θουκυδίδη ότι, αν και δημοκρατία, η Αθήνα βρισκόταν υπό την εξουσία (ἀρχή)τον Περικλή, ως «πρώτου πολίτη» (2.65.9-10), τα σχόλια του Περικλή αποκτούν άλλη διάσταση. Σε πολιτικά συμφραζόμενα, το ουσιαστικό αρχή μπορεί να σημαίνει πολιτικό αξίωμα, εξουσία και ηγεμονία. Μπορούμε να δούμε μιαν ομοιότητα ανάμεσα στην αρχή του Περικλή επί της Αθήνας και την ηγεμονική εξουσία της Αθήνας επί άλλων (αρχή). Και αν αυτό το υπονοούμενο ελλοχεύει πίσω από τα λόγια που ο Θουκυδίδης αποδίδει στον Περικλή, τότε το σχόλιό του περί βραχύβιου μίσους αλλά λαμπρής φήμης που διαρκεί αιώνια, μπορεί να θεωρηθεί ιδιοτελής δήλωση περιαυτολογίας εκ μέρους του Περικλή. Πάντως, η «δόξα ἀείμνηστος» (2.64.6), την οποία διεκδικεί για τον εαυτό του και τους Αθηναίους ο Περικλής, εξαρτάται από τον Θουκυδίδη και ο Θουκυδίδης δεν τους έχει παραχωρήσει την ακηλίδωτη κληρονομιά που λαχταρούσαν. Εξίσου συχνά, στην Ιστορία, μας υπενθυμίζονται οι διεκδικήσεις αιωνιότητας του Θουκυδίδη για το έργο του (1.22.4).
Ένα άλλο προκλητικό στοιχείο στον λόγο του Περικλή είναι η μεταφορική χρήση της ιατρικής ορολογίας. Ο Θουκυδίδης τοποθετεί την αφήγηση του λοιμού (2.47-55) ανάμεσα στους δύο τελευταίους από τους τρεις λόγους που αποδίδει στον Περικλή: τον Επιτάφιο (2.34-46) και τον τελευταίο λόγο του (2.59-65). Έτσι, στο κείμενο, η αφήγηση του λοιμού επισκιάζει την αφήγηση του λόγου του Περικλή από τον Θουκυδίδη. Σ’ αυτόν τον τελευταίο λόγο, ο Περικλής υπαινίσσεται ότι οι Αθηναίοι όχι μόνο επιτρέπουν στον λοιμό να επηρεάσει την κρίση και την προοπτική τους, αλλά και ότι ο λοιμός κυριολεκτικά αποδυνάμωσε τις νοητικές τους ικανότητες. Με άλλα λόγια, μεταχειρίζεται το ακροατήριο σαν να ήταν άρρωστο. Έτσι, στο 2.61.2, ο Περικλής πληροφορεί το ακροατήριο ότι, επειδή η κρίση τους είναι ασθενής (ἐν τῷ ἀσθενεῖ τῆς γνώμης), νομίζουν πως η συμβουλή του είναι εσφαλμένη, υπαινισσόμενος ότι η συμβουλή του είναι καλή, αλλά η κρίση τους άρρωστη. Λίγο μετά, τους προτρέπει, «κάνοντας πέρα τον προσωπικό πόνο (ἀπαλγήσαντας δέ τά ἴδια), να πάρουν μέρος στον αγώνα για τη σωτηρία της κοινότητας» (2.61.4). Επιπλέον, όπως παρατήρησε ο Στήβεν Χάλλιγουελ (Stephen Halliwell), ο Περικλής χρησιμοποιεί και το ουσιαστικό μεταβολή, που χρησιμοποιήθηκε προηγουμένως από τον Θουκυδίδη στην περιγραφή του λοιμού, για να αναφερθεί τόσο στη μεταβολή της υγείας (2.48.3) όσο και στις μεταστροφές της κοινωνικής και υλικής τύχης (2.53.1) που επέφερε ο λοιμός.64 Εκτός από την αναφορά στον λοιμό ως μεταβολήν στο 2.61.2, ο Περικλής χρησιμοποιεί το συγγενές ρήμα μεταβάλλω και όταν κατηγορεί τους Αθηναίους για αντιστροφή της θέσης τους, σε αντίθεση με τη δική του σταθερότητα κρίσης. Σχετικό το σχόλιο του Χάλλιγουελ:
Είναι σαν να θέλει ο Περικλής να μεταφράσει τον λοιμό από κοινωνικοϋλική σε ψυχολογική «μεταμόρφωση». Ο λοιμός, διαβεβαιώνει, επηρέασε την ισορροπία της αθηναϊκής ορθής πολιτικής λογικής: μείωσε τη δύναμη «κρίσης», γνώμην (61.2), που είναι θεμελιώδης στη συλλογική λειτουργία της δημοκρατίας και στην οποία ο Θουκυδίδης επιθυμεί να μη μας αφήσει αμφιβολία ότι ο Περικλής ήταν -και ήταν παραδεκτό ότι ήταν- κυρίαρχος.
Η μεταφορική χρήση ιατρικής ορολογίας είναι σχετικά συνήθης στην πολιτική ρητορική. Το πιο εύστοχο παράδειγμα εμφανίζεται στο 6ο Βιβλίο, όπου ο αθηναίος πολιτικός Νικίας, απευθυνόμενος στην αθηναϊκή συνέλευση, προτρέπει τον πρύτανιν (τον αξιωματούχο, προϊστάμενο της βουλής, που θα επέβλεπε το πρόγραμμα της συνέλευσης) να γίνει ιατρός της [κακής] κρίσης της πόλης. Όμως, στα παρόντα συμφραζόμενα, η χρήση ιατρικής ορολογίας από τον Περικλή είναι πολύ τολμηρότερη: ενώπιον αθηναϊκού ακροατηρίου, η πλειοψηφία του οποίου θα είχε άμεσα πληγεί από τον λοιμό, είτε χάνοντας συγγενείς ή ψιλούς είτε χτυπημένη η ίδια από τον λοιμό, τολμά να διατυπώσει την άποψη ότι η κρίση τον νοσεί. Σε τμήματα του τελευταίου' λόγου του, ο Περικλής του Θουκυδίδη μεταφέρει σχήματα λόγου από τον Επιτάφιο, όπως τον κατ’ επανάληψη τονισμό της αιώνιας φήμης της Αθήνας (2.64.3 και 2.64.5-6). Μοιάζει με επανάληψη μαθήματος, που είχε ήδη διδάξει στον δήμο.
Είδαμε πώς ο Διονύσιος διατύπωσε την ένσταση ότι κανένας πολιτικός, με σώας τας φρένας, δεν θα υιοθετούσε ένα τόσο επικριτικό και εχθρικό ύφος, υπερασπιζόμενος εαυτόν ενώπιον της αθηναϊκής δημοκρατίας. Έτσι περνά σε δεύτερη μοίρα το γεγονός ότι οι αθηναίοι πολιτικοί είχαν το περιθώριο να επικρίνουν το ακροατήριο και να επαινέσουν τον εαυτό τους. Η διαφορά είναι ότι ο Περικλής του Θουκυδίδη ωθεί στα άκρα αυτό το πρότυπο επικριτικής ρητορικής. Η κριτική του Διονύσιου για τον λόγο του Περικλή δεν λαμβάνει υπόψη της τον κατάλογο των υπό εξέταση θεμάτων του Θουκυδίδη ή αυτό που θα ονομάζαμε «επικριτικό πλάνο του Θουκυδίδη», πίσω από τον λόγο. Εξάλλου, αν και βεβαιώνει ότι θα αξιολογήσει τον λόγο του Περικλή με ιστορικούς όρους, με βάση το τι θα άρμοζε στον Περικλή να πει, φαίνεται ότι ο ιστορικός Διονύσιος δεν μπορεί να μη σκεφτεί σαν τον ρήτορα Διονύσιο, που γράφει με σκοπό την προσαρμοστικότητα των λόγων του Θουκυδίδη και ρωτά αν ο μαθητής της ρητορικής θα μπορούσε να τους χρησιμοποιήσει ως πρότυπα. Για παράδειγμα, στο κεφάλαιο 55, ο Διονύσιος διατυπώνει τη γνώμη ότι τα περισσότερα αφηγηματικά τμήματα της Ιστορίας του Θουκυδίδη (κατ’ αντιδιαστολή προς τους λόγους) μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να υπηρετήσουν πολλές ρητορικές επιδιώξεις. Επομένως η κρίση του διέπεται από το κριτήριο της «ορθής χρήσης» («ορθής», δηλαδή, σύμφωνα με τα κριτήρια των σχολών ρητορικής της εποχής του Διονύσιου) και από κανόνες λογοτεχνικού ύφους· έτσι καταντά εξαιρετικά στεγνή (ibid., κεφάλαιο 34). Ο Διονύσιος δεν εκτιμά τις ιδιομορφίες ή την τολμηρή και καινοτόμο χρήση της γλώσσας του Θουκυδίδη. Για τον Διονύσιο, ἀλήθεια, στα συμφραζόμενα των λόγων, σημαίνει «ρεαλισμός» - μίμηση αυτών που οι άνθρωποι λένε στην πραγματικότητα. Θυμηθείτε την επιδοκιμασία του για τον λόγο των Πλαταιέων στο 3.53-9 (παρατίθεται ανωτέρω, σ. 108), όπου επαινεί το γεγονός ότι ο λόγος στολίζεται με «ρεαλιστικά και φυσικά χρώματα». Αλλά αυτό παραμένει μίμηση ή εντύπωση καλλιτέχνη για τον φυσικό λόγο. Ο εντελώς φυσικός λόγος τείνει να μη συνιστά καλή λογοτεχνία.
Γράφοντας την αλήθεια
Κατά την ανάλυση του τελευταίου λόγου του Περικλή, διατύπωσα την άποψη ότι η ένταση ανάμεσα σε μιαν ακροατηριοκεντρική παραλλαγή της αλήθειας και στη θουκυδίδεια παραλλαγή της, που διηθείται μέσα από τον ειλικρινή λόγο του Περικλή, είναι σημαντική όψη της κριτικής του Θουκυδίδη κατά του αθηναϊκού τρόπου λήψης αποφάσεων στο πλαίσιο του πολέμου. Ισχυρισμός της Ιστορίας είναι ότι η αληθινή φύση του Πελοποννησιακού Πολέμου δεν ήταν φανερή για τους περισσότερους συμμετέχοντες· αυτό αναφέρεται σε μεγάλες παρανοήσεις των Αθηναίων στο επίπεδο της πολιτικής, όπως ο κακός υπολογισμός των οικονομικών τους αποθεμάτων (ανάλυση της Λ. Κάλλετ), αλλά και σε συγκεκριμένες περιπτώσεις εσφαλμένης κρίσης, όπως η ανεπαρκής έρευνα για τους δράστες της καθύβρισης των Μυστηρίων και του ακρωτηριασμού των ερμών (6.53.1-2). Η αφήγηση του Θουκυδίδη για τον πόλεμο συμπληρώνει και διορθώνει εκδοχές που διαδόθηκαν για τα γεγονότα εκείνη την εποχή, είναι μάλιστα ιδιαίτερα πειστική, επειδή είναι και σύγχρονη με τις εκδοχές αυτές και ακόλουθη αυτών (έχει γραφτεί εκ των υστέρων και με σκοπό να είναι μακροβιότερη). Με μια περίπλοκη διαδικασία αντικατάστασης, η συγκαιρινή με τον Θουκυδίδη ιστορία, που φέρεται ότι γράφτηκε σε «πραγματικό χρόνο», «καταγράφει» (ξυγγράφω) αλλά και ξαναγράφει όσα λέχθηκαν και έγιναν κατά τον πόλεμο. Ο Θουκυδίδης υπαινίσσεται ότι η δραστηριότητα της συγγραφής αφήνει περιθώρια αναστοχασμού και κριτικής απόστασης, καθιστώντας δυνατή, με σαφέστερους όρους, την αναδρομή σε όσα έγιναν και λέχθηκαν.
Περιπτωσιολογική μελέτη IΙ: Επιστολή Νικία (7.8.16)
Όπως ομολογεί ο ίδιος ο Θουκυδίδης, δεν μπορούσε να ανασυνθέσει τους λόγους όπως ακριβώς εκφωνήθηκαν, λόγω ατελούς ανάμνησης των συγκεκριμένων λέξεων, τόσο από αυτόν όσο και από τους πληροφοριοδότες του. Αυτό τον οδηγεί στον συνδυασμό του δικού του σχολιασμού με την ουσία όσων οι ομιλητές είπαν. Στο 7.8-16, ο Θουκυδίδης μάς δείχνει, μέσω της επιστολής του Νικία, με τι θα έμοιαζε η ακριβής αναφορά της επιχειρηματολογίας κάποιου· είναι αξιοσημείωτο ότι η ιδέα της ακριβούς μεταφοράς βασίζεται στον γραπτό λόγο. Η λογική που ο Θουκυδίδης αποδίδει στον Νικία, στο 7.8.2, θεωρεί τον γραπτό λόγο ως το μόνο μέσο που επιτρέπει σε κάποιον να μεταδώσει τις ιδέες του με ακρίβεια σε απόν ακροατήριο. Εξάλλου, η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Θουκυδίδης, στο 7.8-16, απηχεί τη δήλωσή του, στο 1.22.1-2, για τη δυσκολία ανασύνθεσης ομιλιών και επομένως λειτουργεί σαν ειρωνικό σχόλιο για το σχετικό κύρος του προφορικού λόγου και του γραπτού λόγου στην Ιστορία του Θουκυδίδη[1]. Ακόμη, η επιστολή του Νικία πλάθεται με την επιπλέον ειρωνεία ότι αυτό το υποτιθέμενο «αντίγραφο» όσων έγραψε ο Νικίας, είναι προφανούς αντικείμενο παρόμοιας διεργασίας αφηγηματικού αυτοσχεδιασμού, όπως και οι λόγοι (τόσο οι σε ευθύ όσο και οι σε πλάγιο λόγο). Αξίζει να σημειωθεί πως ο Θουκυδίδης παρουσιάζει το κείμενο της επιστολής με μορφή λόγου, που διαβάζεται μεγαλόφωνα από γραμματέα της αθηναϊκής συνέλευσης[2]: «Ο γραμματέας της πόλης ανέβηκε στο βήμα και διάβασε στους Αθηναίους την επιστολή, που αποκάλυπτε τα ακόλουθα πράγματα» (7.10)· ο γραμματέας λοιπόν αρθρώνει τις σκέψεις και τις συμβουλές του Νικία. Όπως σχολιάζει ο Γουέστλεϊκ (Westlake), «[ο Θουκυδίδης] πιθανώς είχε δει αντίγραφό της (ενν. της επιστολής του Νικία)· αλλά επέλεξε να παρουσιάσει στους αναγνώστες του τη δική του παραλλαγή, σχεδιασμένη να επιτελέσει την ίδια αποστολή με τις δημηγορίες του) είναι καθοδηγητική και αποκαλυπτική όσο και οποιαδήποτε δημηγορία»[3].
Ο Θουκυδίδης εστιάζει την αφήγησή του μέσω Νικία, με επινόηση που η Μέιμπελ Λανγκ (Mabel Lang) αποκάλεσε «μετοχικό κίνητρο», δημιουργώντας την εντύπωση ότι γνώριζε τι περνούσε από το μυαλό του Νικία: «ο Νικίας καταλαβαίνοντας... και βλέποντας...» (7.8.1)[4]. Σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, πίσω από την απόφαση του Νικία να δώσει γραπτή μορφή στην αναφορά του. υπάρχει ο φόβος μήπως οι αγγελιοφόροι δεν ανακοινώσουν την πραγματικότητα (τά ὄντα) της κατάστασης τους στη Σικελία και μήπως τα επιχειρήματα του (γνώμη) καταστούν ασαφή αν αναφερθούν προφορικά (ἐν τῷ ἀγγέλλῳ ἀφανισθεῖσαν). Αυτή η διπλή ερμηνεία αντιστοιχεί στη διάκριση του Θουκυδίδη ανάμεσα στα επιχειρήματα που διατυπώθηκαν στον πόλεμο, και στις πράξεις που έλαβαν χώρα στον πόλεμο (1.22.1-4). Πάντως, με την επινόηση της επιστολής, ο Νικίας του Θουκυδίδη στοχεύει υψηλότερο επίπεδο αναπαραστατικής πιστότητας από το επίπεδο που διεκδικεί ο Θουκυδίδης για την καθαυτήν ιστορική περιγραφή του. Η χρήση της φράσης τά ὄντα, υποδηλώνει τι πραγματικά υπάρχει/τι ισχύει. Η Τζουν Άλλισον σχολίασε στο χωρίο αυτό τη χρήση της φράσης τά ὄντα, και υποστήριξε πως υποδηλώνει μάλλον «τη φυσική πραγματικότητα (την ιστορική ακρίβεια ή αντικειμενική αλήθεια) της κατάστασης στη Σικελία», παρά την ἀλήθειαν - ιδιότητα που αναφέρεται και σε σχέση με την επιστολή - η οποία, κατά την Άλλισον, ανήκει σε πράξεις έκφρασης και άρθρωσης, και συνδέεται με ρήματα σκέψης και ομιλίας[5].
Ο Νικίας του Θουκυδίδη δεν ανησυχεί για την ικανότητα των αγγελιοφόρων να διαβιβάσουν την αναφορά του λέξη προς λέξη, αλλά ενδιαφέρεται έντονα να μεταφερθούν τα επιχειρήματά του (γνώμη) χωρίς παρεμβάσεις. Αυτό θυμίζει τον ισχυρισμό του Θουκυδίδη ότι ανασυνέθεσε τις «γενικές ιδέες πίσω από» - (ξύμπασα γνώμη) αυτά που πράγματι είπαν οι ομιλητές. Όμως και πάλι τα κριτήρια του Νικία είναι απαιτητικότερα· ο Θουκυδίδης προσδιορίζει την γνώμην με το επίθετο ξύμπασα· αυτή η επιμελημένη ασάφεια παρακάμπτει το καθήκον συστηματικής αναπαράστασης των επιχειρημάτων των ομιλητών. Όμως, η επιστολή του Νικία δεν λειτουργεί ως αύταρκες κείμενο, αφού ο Νικίας λέει στους αγγελιοφόρους τι να πουν, πέρα από τη γραπτή αναφορά που τους έδωσε να διαβιβάσουν (7.8.3)· στο 7.10, οι αγγελιοφόροι ανακοινώνουν δεόντως στη συνέλευση «όλα όσα τους είπε προφορικά». Δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε τη σχέση ανάμεσα στο προφορικό μήνυμα και τη γραπτή επιστολή, και ο Θουκυδίδης δεν μας διαφωτίζει. Το γράμμα μοιάζει σχεδόν να παίζει υποστηρικτικό ρόλο.
Στρεφόμενοι στην ερμηνεία από τον Θουκυδίδη της λογικής του Νικία, βρίσκονται πάλι τόσο λεκτικοί όσο και θεματικοί αντίλαλοι της μεθοδολογικής δήλωσης τού 1.22· οι αγγελιοφόροι θα μπορούσαν να διαστρεβλώσουν την αναφορά του Νικία για τους εξής λόγους:
πρώτον, ίσως ήταν ακατάλληλοι ομιλητές - (κατά τήν τοῦ λέγειν ἀδυνασίαν)
δεύτερον, η μνήμη τους ίσως να μην ήταν ικανή να ανταποκριθεί στην αποστολή ανάκλησης των λόγων του - (μνήμης[6] ἐλλιπεῖς γιγνόμενοι)
τρίτον, ίσως επηρεάζονταν από την επιθυμία να ευχαριστήσουν το πλήθος - (τῷ ὄχλῳ πρός χάριν τι λέγοντες):
Η φράση μνήμης ἐλλιπεῖς, θυμίζει τη γλώσσα ανάμνησης και μνήμης στο 1.22.1 - 4 (διαμνημονεῦαι ... μνήμης)[7]. Ενώ η ιδέα ότι οι αγγελιοφόροι ίσως μιλούσαν με σκοπό να ικανοποιήσουν (πρός χάριν) το ακροατήριο θυμίζει την κριτική του Θουκυδίδη κατά των λογογράφων, στο 1.21.1, με βάση το ότι ενδιαφέρονται περισσότερο να ψυχαγωγήσουν το ακροατήριο παρά να προσπαθήσουν να παρουσιάσουν την αλήθεια- υπάρχει ίσως και κάποιος «απόηχος» του 2.65.10-11. όπου ο Θουκυδίδης γράφει, προληπτικώς, ότι η γενιά των μετά τον Περικλή πολιτικών «παρέδωσε τις πολιτικές υποθέσεις στην ευχαρίστηση του δήμου», αναφερόμενος κυρίως στον τρόπο διεξαγωγής της σικελικής εκστρατείας. Η αναφορά της ικανοποίησης μάς θυμίζει και τις θεωρίες του Θουκυδίδη σχετικά με τις προτεραιότητες των ακροατηρίων στο 1.22.4, όπου γνωστοποιεί ότι ίσως η Ιστορία του φανεί να μειονεκτεί κάπως σε απόλαυση (ἀτερπέστερον).
Ο Θουκυδίδης δεν έχει αξιώσεις ἀληθείας για την περιγραφή του· αντίθετα ορίζει τη χρησιμότητα τού έργου του με βάση τη σαφή βαθύτερη γνώση (τό σαφές) του παρελθόντος (1.22.4). Η επιστολή του Νικία έχει στόχο την αλήθεια - την προώθηση μιας αναφοράς που θα μεταδώσει τα πάντα (θυμηθείτε την ετυμολογική ερμηνεία του ἀλήθεια: «αυτό που δεν [πρέπει να] ξεχνιέται», σ. 115 ανωτέρω). Μαθαίνουμε ότι ο Νικίας κατέφυγε σε επιστολή, ώστε οι Αθηναίοι να αποφασίσουν για τη σικελική εκστρατεία βασιζόμενοι στην αλήθεια (βουλεύσασθαι περί τῆς ἀληθείας - 7.8.2). Το κριτήριο της ἀληθείας επαναλαμβάνεται στο τέλος της επιστολής, όπου ο Νικίας δηλώνει ότι θεώρησε «ασφαλέστερο» το να αποκαλύψει την αλήθεια στους Αθηναίους (τό ἀληθές δηλῶσαι - 7.15.1).
Πάντως, η επιστολή συνδυάζει και την ιδιότητα τοῦ σαφοῦς, αφού ο Νικίας εξηγεί τον τόνο του γράμματος λέγοντας: «θα μπορούσα να συμπεριλάβω άλλα πράγματα στην αναφορά, τα οποία θα ακούγονταν πιο ευχάριστα, αλλά δεν θα ήταν χρήσιμα, στον βαθμό που είναι απαραίτητο για σας να αποφασίσετε με βάση τη σαφή γνώση (σαφῶς εἰδότας) του πώς έχουν τα πράγματα εδώ» (7.14.4). Ο ισχυρισμός ότι μια ειλικρινής, αδιάνθιστη περιγραφή είναι «χρησιμότερη» για το ακροατήριο, θυμίζει και τους ισχυρισμούς του Θουκυδίδη για την Ιστορία του (πρβλ. 1.22.4). Περαιτέρω αντιστοιχία ανάμεσα στη δεδηλωμένη στο 1ο Βιβλίο μεθοδολογία του Θουκυδίδη και την επιστολή του Νικία, φαίνεται καθαρά στη δήλωσή του (μορφή recusatio) ότι θα μπορούσε να έχει συμπεριλάβει άλλα πράγματα, πιο ευχάριστα για τα αφτιά του ακροατηρίου της συνέλευσης· το σχόλιο αυτό θυμίζει τόσο τον φόβο του μ ήπιος οι αγγελίας όροι αλλοιώσουν το μήνυμα, για να ικανοποιήσουν το ακροατήριο (7.8.2, ανωτέρω), όσο και τη γενικότερη εικόνα ακροατηριοκεντρικής ρητορικής παιδείας στην Αθήνα.
Το θέμα της σαφήνειας ενισχύεται από τη χρήση του ρήματος «αποκαλύπτω» (δηλόω), που χρησιμοποιείται στην παρουσίαση της επιστολής και, από τον Νικία, στο κείμενο της επιστολής. Το κείμενο της επιστολής αρχίζει με τη δήλωση ότι «αποκάλυπτε τα ακόλουθα πράγματα» (7.10)· ο Νικίας λέει ότι θεώρησε ασφαλέστερο να αποκαλύψει «την αλήθεια» (7.15.1) και τελικά ο Θουκυδίδης κλείνει κυκλικά την επιστολή: «η επιστολή λοιπόν του Νικία αποκάλυπτε αυτά τα πράγματα» (7.16.1). Η τριπλή επανάληψη του ίδιου ρήματος δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη. Ο Θουκυδίδης τονίζει πως ο Νικίας προσπάθησε να στείλει αναφορά, υπόδειγμα σαφήνειας και ειλικρινούς πληροφόρησης. Αυτός ο χαρακτήρας της επιστολής του Νικία θυμίζει τις ξεκάθαρες συμβουλές του Περικλή στους Αθηναίους, κατά τα πρώιμα στάδια του πολέμου (1ο και 2ο Βιβλίο). Όπως και ο Περικλής στους λόγους του, ο Νικίας προσπαθεί να δώσει στους Αθηναίους πλήρη αναφορά σχετικά με τα αποθέματά τους, αλλά η προηγούμενη απόπειρά του να μεταχειριστεί τον εφοδιασμό με στόχους πειθούς, υπήρξε ρητορική αποτυχία (6.20-4· δες ιδιαίτερα 6.24.1-3). Καλούμαστε επίσης να συγκρίνουμε τη συμπεριφορά Νικία και Περικλή, μέσω της απόπειρας του πρώτου να απεικονίσει τον εαυτό του ως διορατικό σύμβουλο. Ο λόγος του Νικία επιστρατεύει λεξιλόγιο διανοούμενου, περιλαμβάνοντας τα ρήματα «έμαθα» (πυνθάνομαι - 7.12.2) και «εννοώ» (ἐπιστάμενος - 7.14.4)· την εικόνα εντείνει η υπαινικτική χρήση του ουσιαστικού γνώμη («γνώμη κατόπιν σκέψεως»). Είδαμε παραπάνω ότι κίνητρο του Νικία για την αποστολή του μηνύματος, ήταν να εξασφαλίσει ότι η γνώμη του θα έφτανε στους Αθηναίους. Το ίδιο ουσιαστικό επαναλαμβάνεται στη σύνοψη του Νικία, στα 7.15.1 και 7.15.2. Η γνώμη είναι χαρακτηριστικό του Περικλή στο 1ο και 2ο Βιβλίο και αποτελεί σημαντικό τμήμα του λεξιλογίου του, στους λόγους που συνθέτει γι’ αυτόν ο Θουκυδίδης[8]. Γενικότερα, η Λίζα Κάλλετ ανέλυσε την απεικόνιση του Νικία στο 6ο και 7ο Βιβλίο, με βάση τη σχέση ανάμεσα στις λέξεις περιουσία χρημάτων και γνώμη, και υποστηρίζει ότι ο Θουκυδίδης εμφανίζει τον Νικία ως ηγέτη με οξεία αντίληψη των οικονομικών του πολέμου, αλλά στερούμενο ευφυούς κρίσης και ικανότητας να χρησιμοποιήσει τις βαθύτερες περί οικονομίας γνώσεις του[9]. Αυτό ισοδυναμεί με προσπάθεια του Νικία να παραστήσει τον Περικλή: προσπαθεί να του αναγνωρίσουν ότι έχει τον έλεγχο και ασκεί συνετή πολιτική, σε μια κατάσταση όπου έχει χάσει τον έλεγχο και οι Αθηναίοι έχουν αναλάβει μιαν άφρονα, επεκτατική υπερπόντια εκστρατεία.
Υπάρχει τραγική ειρωνεία στην επιστολή του Νικία. Η επιστολή προτρέπει το αθηναϊκό ακροατήριο να πάρει τη σωστή απόφαση όσον αφορά στην εκστρατεία στη Σικελία (βουλεύεσθαι - 7.11.2· δες επίσης 8.2 και 14.4). Εντούτοις, αναγκασμένος να επιμορφώσει τους Αθηναίους ώστε να λάβουν ορθές αποφάσεις και ζητώντας ενισχύσεις, ο Νικίας μετατρέπει σε πραγματικότητα μια δήλωση που έκανε στον λόγο του, στην αθηναϊκή συνέλευση, για τον εφοδιασμό της εκστρατείας: «Θα ήταν ντροπή αν αναγκαζόμαστε να αποσυρθούμε ή να ξαναζητήσουμε αργότερα ενισχύσεις, εξαιτίας αρχικά απερίσκεπτων αποφάσεων» (ἀσκέπτως βουλευσαμένους - 6.21.2). Στον ίδιο λόγο ο Νικίας είχε προβλέψει και τη δύσκολη θέση που αντιμετωπίζει στο 7.8· βρίσκεται μακριά από την πατρίδα και είναι αναγκασμένος να βασιστεί σε αγγελιοφόρους, που έχουν να κάνουν μακρύ ταξίδι επιστροφής στην Αθήνα (δες 7.9): «απομακρυνόμαστε από την πατρίδα και πηγαίνουμε σε μια τελείως διαφορετική χώρα, από την οποία, κατά τους τέσσερεις χειμερινούς μήνες, ακόμη και αγγελιοφόρος δυσκολεύεται να φτάσει στην Αθήνα» (6.21.2-22.1). Στις συζητήσεις στη συνέλευση, στην αρ 6ου Βιβλίου, ο Νικίας αποξενώνεται από την πλειοψηφία των Αθηναίων αντίθεσή του στην εκστρατεία· παραδόξως καταλήγει να είναι μεταξύ των ηγετών της εκστρατείας και αισθάνεται όχι μόνο ψυχολογικά αλλά και γεωγραφικά αποξενωμένος.
Υπάρχει χάσμα πληροφόρησης: οι Αθηναίοι στην πατρίδα αγνοούν την κατάσταση στη Σικελία, αντίθετα, ο αναγνώστης έχει πλήρη αντίληψη, που ενισχύεται από την επιστολή του Νικία· η επιστολή δεν βοηθά μόνο στη διεξοδική ανάλυση του χαρακτήρα του Νικία αλλά και στην αποσαφήνιση της δομής της αφήγησης του Θουκυδίδη, καθότι συνοψίζει την εξέλιξη της εκστρατείας στη Σικελία στα μέσα περίπου της διάρκειάς της. Ο αναγνώστης είναι οικείος με πολλές από τις λεπτομέρειες, που το αθηναϊκό ακροατήριο ακούει για πρώτη φορά. Ως εδώ έστρεψα την προσοχή μου στον ενδοκειμενικό χαρακτηρισμό του Νικία, με τον οποίο ο Θουκυδίδης εισάγει στην επιστολή λεκτικά θέματα που προκαλούν σύγκριση με τον Περικλή και μας παρακινούν να δούμε την επιστολή του Νικία υπό το φως των προηγούμενων λόγων του. Οι μελετητές, όμως διέκριναν και διακειμενικούς απόηχους στην επιστολή Νικία, κυρίως από τον Όμηρο[10]. Παρακινημένος από σχολιαστή, ο οποίος συνδέει το σχόλιο του Νικία σχετικά με τα αθηναϊκά πλοία, που το ξύλο τους σάπιζε στη Σικελία (7.12.2) με το Β135 της Ιλιάδας, ο Zadorojinyi διέκρινε έμμεση αναφορά στον κακοσχεδιασμένο λόγο του Αγαμέμνονα προς τους Αχαιούς, στην Ιλιάδα (Β110-41)[11] είναι ανάγκη να δεχτούμε την περίπλοκη λεκτική επιχειρηματολογία του Zadorojinyi για να συμφωνήσουμε με την ευρύτερη θέση του, για τον τρόπο που ΐ| ανεπαρκής ρητορική του Νικία και το θέμα της πρόωρης υποχώρησης φέρνουν στον νου τον ομηρικό Αγαμέμνονα.
Ο Νικίας προσπαθεί να ξεπεράσει τα προβλήματα της προφορικής επικοινωνίας, τα μειονεκτήματα της ανθρώπινης μνήμης και τις πιέσεις που τα πολυάνθρωπα αθηναϊκά ακροατήρια μπορούσαν να ασκήσουν στους ομιλητές. Η απόπειρα είναι σχεδιασμένη με όρους που θυμίζουν στον αναγνώστη το ιστοριογραφικό πλάνο του Θουκυδίδη και την εξέταση των δυσκολιών που σχετίζονται με τη σαφή απόδοση - κατά την περιγραφή τους - λόγων και συμβάντων, στο 1.22.1-4. Διατύπωσα την άποψη ότι η επιστολή του Νικία προσφέρει έναν γοητευτικό σχολιασμό πάνω στο μεθοδολογικό κεφάλαιο του 1ου Βιβλίου· ταυτόχρονα, χρησιμεύει σαν παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο ο Θουκυδίδης ανασυνέθετε «λόγους», και διατυπώνει καθαρά τα ιστοριογραφικά θέματα της αλήθειας και του τι συνιστά σαφήνεια περιγραφής. Οι προτάσεις του Νικία προς την αθηναϊκή συνέλευση υποσκάπτονται από πολλαπλές ειρωνείες, αλλά το γενικό αποτέλεσμα δεν είναι εντελούς αρνητικό. II αποτυχία ενώπιον των πολυάνθρωπων αθηναϊκών ακροατηρίων δεν είναι απαραίτητα λάθος, κατά την εκτίμηση του Θουκυδίδη. Η δήλωση του Νικία, στο 7.14.2, ότι ο χαρακτήρας των Αθηναίων «είναι δύσκολο να κυβερνηθεί», συναντά ευρεία επιβεβαίωση στην Ιστορία, στο 6ο Βιβλίο ιδιαίτερα· ίσως μάλιστα την ασπαζόταν και ο Θουκυδίδης[12]. Ο Σάιμον Χόρνμπλοουερ παρατήρησε ότι, ως πρώην στρατηγός, ο Θουκυδίδης ασφαλώς θα είχε στείλει αναφορές στην Αθήνα από το πεδίο της μάχης και, υποτίθεται, θα ήταν οικείος με αναφορές άλλων στρατηγών. Ο Χόρνμπλοουερ προχωρεί ακόμη περισσότερο, διαβεβαιώνοντας ότι οι στρατιωτικές αυτές αναφορές, από τις οποίες δεν διασώθηκε καμιά, είχαν γενικότερα επιρροή στον Θουκυδίδη[13]. Αν και η επιστολή είναι μόνο εν μέρει επιτυχής και ενισχύει τον χαρακτηρισμό του Νικία ως τραγικού, επιπόλαιου ηγέτη, ο Νικίας ξέρει ότι η κρίση του τείνει να χαθεί κατά τη διαβίβαση και αντιδρά λαμβάνοντας μέτρα. Αυτή είναι στην Ιστορία, η μεγαλύτερη προσέγγιση σε ένα χαρακτήρα που να αντανακλά την απόπειρα του Θουκυδίδη να εδραιώσει γραπτώς τη δική του άποψη για τον πόλεμο· η επιστολή του Νικία είναι μέσο ανάδειξης της θουκυδίδειας κειμενικής «επιστολής».
-----------------------
Δες Crane 1998, 49, για μια σύγκριση ανάμεσα σ’ αυτό που ονομάζει «ιδεολογικό ρεαλισμό» του Θουκυδίδη και τον λογοτεχνικό ρεαλισμό του Μαρκ Τουαίν: «Αντιλαμβανόταν |ενν. ο Τουαίν] το ησιόδειο τέχνασμα μείξης αλήθειας και ψεύδους (πρβλ. Ησιόδου θεογονία, 26-8) έτσι, ώστε μπορούσε να θολώνει το ρεαλιστικό και το φανταστικό, αναγκάζοντας καθένα τους να ενισχύει το άλλο. Ο διαδικαστικός ρεαλισμός του ήταν θεμελιώδης για την επιτυχία του στη δημιουργία εξιδανι- κευμένων χαρακτήρων ή καταστάσεων, απίστευτων και ταυτόχρονα πειστικών, και ως εκ τούτου πανίσχυρων». Ο Crane ορίζει τον διαδικαστικό ρεαλισμό ως «ξεκαθάρισμα των γεγονότων» (ibid., 38). Δες ανωτέρω, Ιο Κεφάλαιο, σ. 29 σημ. 34.
Boedeker 2000, 104.
Δες Hornblower 1994β, 19 σημ. 13 και 1991, 58 (για το 1.20.3). Η Allison (1997α, 231-2 και 236) εκφράζει αυτή την άποψη λεπτομερέστερα, βασιζόμενη στην εξέταση του Nagy (1990, 58-9) και άλλων μελετητών. Στις σ. 206-37, η Allison προσφέρει πλήρη και κατατοπιστική εξέταση της χρήσης της λέξης αλήθεια στον Θουκυδίδη, όπου υποστήριζα πως το αλήθεια ορθώς χρησιμοποιείται για λεκτικές περιγραφές, όχι για «αυτό που υπάρχει».
Edmunds 1993, 835-6. Δες επίσης Dover 1973, 3, ο οποίος δίνει κατάλογο χωρίων όπου χρησιμοποιήθηκε το ρήμα αυτό.