Σάββατο 2 Απριλίου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ἰλιάς (19.145-19.237)

145 Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς·
«Ἀτρεΐδη κύδιστε, ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγάμεμνον,
δῶρα μὲν αἴ κ᾽ ἐθέλῃσθα παρασχέμεν, ὡς ἐπιεικές,
ἤ τ᾽ ἐχέμεν παρὰ σοί· νῦν δὲ μνησώμεθα χάρμης
αἶψα μάλ᾽· οὐ γὰρ χρὴ κλοτοπεύειν ἐνθάδ᾽ ἐόντας
150 οὐδὲ διατρίβειν· ἔτι γὰρ μέγα ἔργον ἄρεκτον·
ὥς κέ τις αὖτ᾽ Ἀχιλῆα μετὰ πρώτοισιν ἴδηται
ἔγχεϊ χαλκείῳ Τρώων ὀλέκοντα φάλαγγας.
ὧδέ τις ὑμείων μεμνημένος ἀνδρὶ μαχέσθω.»
Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
155 «μὴ δὴ οὕτως, ἀγαθός περ ἐών, θεοείκελ᾽ Ἀχιλλεῦ,
νήστιας ὄτρυνε προτὶ Ἴλιον υἷας Ἀχαιῶν
Τρωσὶ μαχησομένους, ἐπεὶ οὐκ ὀλίγον χρόνον ἔσται
φύλοπις, εὖτ᾽ ἂν πρῶτον ὁμιλήσωσι φάλαγγες
ἀνδρῶν, ἐν δὲ θεὸς πνεύσῃ μένος ἀμφοτέροισιν.
160 ἀλλὰ πάσασθαι ἄνωχθι θοῇς ἐπὶ νηυσὶν Ἀχαιοὺς
σίτου καὶ οἴνοιο· τὸ γὰρ μένος ἐστὶ καὶ ἀλκή.
οὐ γὰρ ἀνὴρ πρόπαν ἦμαρ ἐς ἠέλιον καταδύντα
ἄκμηνος σίτοιο δυνήσεται ἄντα μάχεσθαι·
εἴ περ γὰρ θυμῷ γε μενοινάᾳ πολεμίζειν,
165 ἀλλά τε λάθρῃ γυῖα βαρύνεται, ἠδὲ κιχάνει
δίψα τε καὶ λιμός, βλάβεται δέ τε γούνατ᾽ ἰόντι.
ὃς δέ κ᾽ ἀνὴρ οἴνοιο κορεσσάμενος καὶ ἐδωδῆς
ἀνδράσι δυσμενέεσσι πανημέριος πολεμίζῃ,
θαρσαλέον νύ οἱ ἦτορ ἐνὶ φρεσίν, οὐδέ τι γυῖα
170 πρὶν κάμνει, πρὶν πάντας ἐρωῆσαι πολέμοιο.
ἀλλ᾽ ἄγε λαὸν μὲν σκέδασον καὶ δεῖπνον ἄνωχθι
ὅπλεσθαι· τὰ δὲ δῶρα ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγαμέμνων
οἰσέτω ἐς μέσσην ἀγορήν, ἵνα πάντες Ἀχαιοὶ
ὀφθαλμοῖσιν ἴδωσι, σὺ δὲ φρεσὶ σῇσιν ἰανθῇς.
175 ὀμνυέτω δέ τοι ὅρκον ἐν Ἀργείοισιν ἀναστάς,
μή ποτε τῆς εὐνῆς ἐπιβήμεναι ἠδὲ μιγῆναι·
ἣ θέμις ἐστίν, ἄναξ, ἤ τ᾽ ἀνδρῶν ἤ τε γυναικῶν·
καὶ δὲ σοὶ αὐτῷ θυμὸς ἐνὶ φρεσὶν ἵλαος ἔστω.
αὐτὰρ ἔπειτά σε δαιτὶ ἐνὶ κλισίῃς ἀρεσάσθω
180 πιείρῃ, ἵνα μή τι δίκης ἐπιδευὲς ἔχῃσθα.
Ἀτρεΐδη, σὺ δ᾽ ἔπειτα δικαιότερος καὶ ἐπ᾽ ἄλλῳ
ἔσσεαι. οὐ μὲν γάρ τι νεμεσσητὸν βασιλῆα
ἄνδρ᾽ ἀπαρέσσασθαι, ὅτε τις πρότερος χαλεπήνῃ.»
Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπεν ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγαμέμνων·
185 «χαίρω σεῦ, Λαερτιάδη, τὸν μῦθον ἀκούσας·
ἐν μοίρῃ γὰρ πάντα διίκεο καὶ κατέλεξας.
ταῦτα δ᾽ ἐγὼν ἐθέλω ὀμόσαι, κέλεται δέ με θυμός,
οὐδ᾽ ἐπιορκήσω πρὸς δαίμονος. αὐτὰρ Ἀχιλλεὺς
μιμνέτω αὐτόθι τεῖος ἐπειγόμενός περ Ἄρηος·
190 μίμνετε δ᾽ ἄλλοι πάντες ἀολλέες, ὄφρα κε δῶρα
ἐκ κλισίης ἔλθῃσι καὶ ὅρκια πιστὰ τάμωμεν.
σοὶ δ᾽ αὐτῷ τόδ᾽ ἐγὼν ἐπιτέλλομαι ἠδὲ κελεύω·
κρινάμενος κούρητας ἀριστῆας Παναχαιῶν
δῶρα ἐμῆς παρὰ νηὸς ἐνεικέμεν, ὅσσ᾽ Ἀχιλῆϊ
195 χθιζὸν ὑπέστημεν δώσειν, ἀγέμεν τε γυναῖκας.
Ταλθύβιος δέ μοι ὦκα κατὰ στρατὸν εὐρὺν Ἀχαιῶν
κάπρον ἑτοιμασάτω, ταμέειν Διί τ᾽ Ἠελίῳ τε.»
Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς·
«Ἀτρεΐδη κύδιστε, ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγάμεμνον,
200 ἄλλοτέ περ καὶ μᾶλλον ὀφέλλετε ταῦτα πένεσθαι,
ὁππότε τις μεταπαυσωλὴ πολέμοιο γένηται
καὶ μένος οὐ τόσον ᾖσιν ἐνὶ στήθεσσιν ἐμοῖσι.
νῦν δ᾽ οἱ μὲν κέαται δεδαϊγμένοι, οὓς ἐδάμασσεν
Ἕκτωρ Πριαμίδης, ὅτε οἱ Ζεὺς κῦδος ἔδωκεν,
205 ὑμεῖς δ᾽ ἐς βρωτὺν ὀτρύνετον· ἦ τ᾽ ἂν ἔγωγε
νῦν μὲν ἀνώγοιμι πτολεμίζειν υἷας Ἀχαιῶν
νήστιας ἀκμήνους, ἅμα δ᾽ ἠελίῳ καταδύντι
τεύξεσθαι μέγα δόρπον, ἐπὴν τεισαίμεθα λώβην.
πρὶν δ᾽ οὔ πως ἂν ἔμοιγε φίλον κατὰ λαιμὸν ἰείη
210 οὐ πόσις οὐδὲ βρῶσις, ἑταίρου τεθνηῶτος,
ὅς μοι ἐνὶ κλισίῃ δεδαϊγμένος ὀξέϊ χαλκῷ
κεῖται ἀνὰ πρόθυρον τετραμμένος, ἀμφὶ δ᾽ ἑταῖροι
μύρονται· τό μοι οὔ τι μετὰ φρεσὶ ταῦτα μέμηλεν,
ἀλλὰ φόνος τε καὶ αἷμα καὶ ἀργαλέος στόνος ἀνδρῶν.»
215 Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«ὦ Ἀχιλεῦ, Πηλῆος υἱέ, μέγα φέρτατ᾽ Ἀχαιῶν,
κρείσσων εἰς ἐμέθεν καὶ φέρτερος οὐκ ὀλίγον περ
ἔγχει, ἐγὼ δέ κε σεῖο νοήματί γε προβαλοίμην
πολλόν, ἐπεὶ πρότερος γενόμην καὶ πλείονα οἶδα.
220 τῶ τοι ἐπιτλήτω κραδίη μύθοισιν ἐμοῖσιν.
αἶψά τε φυλόπιδος πέλεται κόρος ἀνθρώποισιν,
ἧς τε πλείστην μὲν καλάμην χθονὶ χαλκὸς ἔχευεν,
ἄμητος δ᾽ ὀλίγιστος, ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα
Ζεύς, ὅς τ᾽ ἀνθρώπων ταμίης πολέμοιο τέτυκται.
225 γαστέρι δ᾽ οὔ πως ἔστι νέκυν πενθῆσαι Ἀχαιούς·
λίην γὰρ πολλοὶ καὶ ἐπήτριμοι ἤματα πάντα
πίπτουσιν· πότε κέν τις ἀναπνεύσειε πόνοιο;
ἀλλὰ χρὴ τὸν μὲν καταθάπτειν ὅς κε θάνῃσι,
νηλέα θυμὸν ἔχοντας, ἐπ᾽ ἤματι δακρύσαντας·
230 ὅσσοι δ᾽ ἂν πολέμοιο περὶ στυγεροῖο λίπωνται,
μεμνῆσθαι πόσιος καὶ ἐδητύος, ὄφρ᾽ ἔτι μᾶλλον
ἀνδράσι δυσμενέεσσι μαχώμεθα νωλεμὲς αἰεί,
ἑσσάμενοι χροῒ χαλκὸν ἀτειρέα. μηδέ τις ἄλλην
λαῶν ὀτρυντὺν ποτιδέγμενος ἰσχαναάσθω·
235 ἥδε γὰρ ὀτρυντὺς κακὸν ἔσσεται ὅς κε λίπηται
νηυσὶν ἐπ᾽ Ἀργείων· ἀλλ᾽ ἀθρόοι ὁρμηθέντες
Τρωσὶν ἐφ᾽ ἱπποδάμοισιν ἐγείρομεν ὀξὺν Ἄρηα.»

***
145 Και ο πτεροπόδης Αχιλλεύς σ᾽ εκείνον αποκρίθη:
«Τα δώρα είναι στο χέρι σου να δώσεις, ως αρμόζει,
ή να κρατήσεις· τώρα εμείς στην μάχην ας χυθούμε·
δεν πρέπει εδώ να τρίβομε με λόγια τον καιρό μας·
150 το μέγα έργον άπρακτον ακόμη μένει οπίσω·
και όπως και πάλι πρόμαχον θα ιδείτε τον Πηλείδην
να κόβει με τη λόγχη του τες φάλαγγες των Τρώων,
μ᾽ αυτό στον νουν ανδράγαθα καθείς ας πολεμήσει».
Σ᾽ εκείνον ο πολύβουλος απάντησε Οδυσσέας:
155 «Όσο και αν είσαι ασύγκριτος, θεόμορφε Αχιλλέα,
μη προς την Ίλιον νηστικούς στον πόλεμον κινήσεις
τους Αχαιούς, ότι καιρόν δεν θα βαστάξει ολίγον
η μάχη, ευθύς που οι φάλαγγες πιασθούν των ανδρειωμένων,
και στα δυο μέρη ένας θεός φυσήσει την ανδρείαν·
160 αλλά να φάγουν και να πιουν στες πρύμνες πρόσταξέ τους·
δύναμις είναι το φαγί και το κρασί του ανθρώπου.
Άνδρας δεν δύναται κανείς ολήμερα ως το δείλι
του εχθρού αντίκρυ αφάγωτος ν᾽ αγωνισθεί στην μάχην·
όσην και αν έχει προθυμιά να μάχεται η ψυχή του,
165 σιγά-σιγά τα μέλη του βαραίνουν και τον πιάνουν
πείνα και δίψα και δειλά τα γόνατά του τρέμουν·
αλλ᾽ όποιος πρώτ᾽ από φαγί κι από κρασί χορτάσει
και ολημερίς αν πολεμά με τους εχθρούς αντίκρυ
το θάρρος έχει στην ψυχήν, τα μέλη δεν του κόβει
170 ο κόπος κι είναι ο ύστερος τον πόλεμον ν᾽ αφήσει.
Σκόρπισε τώρα τον λαόν και ειπέ τους να ετοιμάσουν
το γεύμα· ωστόσ᾽ ο βασιλεύς Ατρείδης ας σου φέρει
τα δώρα εδώ στην σύνοδον να τα θωρήσουν όλοι
οι Αχαιοί και να χαρείς εσύ μες στην ψυχήν σου.
175 Και όρκον αυτός να σου ορκισθεί, στην μέσην των Αργείων,
που δεν ανέβηκε ποτέ μαζί της εις την κλίνην
όπως το θέλει των ανδρών και γυναικών ο νόμος.
Και συ ο ίδιος πράυνε στα βάθη την ψυχήν σου.
Εις την σκηνήν του με λαμπρό τραπέζι ας σε ημερώσει
180 το δίκαιόν σου ανέλλιπα να λάβεις όπως πρέπει·
και δικαιότερος στο εξής και μ᾽ άλλους θα ᾽σαι, Ατρείδη.
Ότι ποσώς κατάκρισιν δεν έχει βασιλέας
εάν κάποιον παραδίκησε να τον καταπραΰνει».
Και προς αυτόν απάντησεν ο μέγας Αγαμέμνων:
185 «Εχάρηκα όπως άκουσα τον λόγον σου, Οδυσσέα,
τα είπες όλα ορθότατα και όπως τα θέλ᾽ η τάξις·
αυτά θα ομώσω πρόθυμος, ως και η ψυχή μού θέλει.
Ουδέ θα γίνω επίορκος εμπρός των αθανάτων.
Και απ᾽ την ορμήν ας κρατηθεί της μάχης ο Πηλείδης
190 και όλοι εδώ μείνετε μαζί, όσο τα δώρα να ᾽λθουν
απ᾽ την σκηνήν και κάμομε των όρκων την θυσίαν.
Και εις σε τον ίδιον τούτο εγώ να κάμεις παραγγέλλω.
Διάλεξε των Παναχαιών τα πρώτα παλικάρια,
τα δώρα όσα ετάξαμεν εχθές στον Αχιλλέα
195 απ᾽ την σκηνήν μου φέρετε, και αντάμα τες γυναίκες.
Κι έτοιμον ο Ταλθύβιος απ᾽ το στρατόπεδόν μας
χοίρον ας έχει να σφαγεί στον Ήλιον και στον Δία».
Και ο πτεροπόδης Αχιλλεύς σ᾽ εκείνον απαντούσε:
«Ω Αγαμέμνων αρχηγέ, τρισένδοξε Ατρεΐδη,
200 αυτά να συγυρίζετε θ᾽ αρμόζει σ᾽ άλλην ώραν
όταν συμβεί ξανάσαμα να γίνει του πολέμου
και να μη καίει τόση ορμή τ᾽ ανδράγαθά μας στήθη.
Σφαγμένοι από τον Έκτορα, που εδόξασεν ο Δίας,
κείτοντ᾽ εκείνοι καταγής, και σεις να ευφρανθούμε
205 στο φαγοπότι θέλετε· καλύτερα να ηθέλαν
και ολονήστικ᾽ οι Αχαιοί στον πόλεμον να ορμήσουν
και άμα βυθίσ᾽ ο ήλιος, να ετοιμασθεί μεγάλο
συμπόσιον, αφού τ᾽ όνειδος εκδικηθούμεν όλο·
όσο για με δεν γίνεται φαγί να μου περάσει,
210 μήτε πιοτό κατέμπροσθεν του σκοτωμένου φίλου,
που στην σκηνήν μου κείτεται με πόδια τεντωμένα
νεκρός εκεί στα πρόθυρα και γύρω οι φίλοι κλαίουν.
Ώστε τον νουν μου δεν κινούν εκείνα, αλλά μ᾽ ανάφτει
φόνος και αίμα και βαρύς των σκοτωμένων βόγγος».
215 Σ᾽ αυτόν τότε ο πολύβουλος αντείπεν Οδυσσέας:
«Των Αχαιών υπέρτατε, Πηλείδη Αχιλλέα,
εμέ στην λόγχην ξεπερνάς τωόντι και όχι ολίγο,
αλλ᾽ είμ᾽ εγώ στην νόησιν πολύ καλύτερός σου,
ως έχω χρόνια πλιότερα και πλιότερα έχω μάθει·
220 ώστε συ στέρξε την καρδιά στα λόγια μου να κλίνεις·
του ανθρώπου γρήγορ᾽ έρχεται ο κόρος του πολέμου,
περισσές όπου οι καλαμιές κομμένες πέφτουν χάμου
και ολίγος είναι ο θερισμός, οπόταν του πολέμου
ο οικονόμος που ᾽ναι ο Ζευς, την πλάστιγγά του κλίνει·
225 με την γαστέρ᾽ οι Αχαιοί να κλάψουν τους νεκρούς των
δεν γίνεται· ότι αμέτρητοι στην μάχην κάθε ημέραν
πέφτουν· και πότε θα ᾽χαμε ξανάσαμα της λύπης;
Αλλ᾽ όσους πήρε ο θάνατος θα θάπτομεν και δάκρυα
θα χύνομεν αδείλιαστα ολόκληρην ημέραν.
230 Αλλ᾽ όσοι από τον πόλεμον τον μισητόν εμείναν
αυτοί θα φάγουν και θα πιουν, όπως εμψυχημένοι
προς τους εχθρούς αδιάκοπα κρατήσομε την μάχην
με τα καλά μας άρματα· μηδέ κανείς θα στέκει
δεύτερην άλλη προσταγή στον πόλεμον ν᾽ ακούσει·
235 ολέθρια παρακίνησις θα είναι εις όποιον μείνει
οπίσω εις τα καράβια μας· αλλ᾽ όλοι ας πεταχθούμε
ν᾽ ανάψομε τον πόλεμον των ιπποδάμων Τρώων».

Το βασανιστικό ερώτημα: Ποιος είμαι;

Κάθεσαι και κοιτιέσαι στον καθρέπτη (ή κοιτάζεις έναν παγετώνα). «Ποιος είμαι;» σκέφτεσαι. Η απάντηση δεν έρχεται από την άλλη μεριά. Και εκεί γεννιέται η αγωνία. «Πρέπει να βρω ποιος είμαι. Αλλιώς δε θα μπορώ να ηρεμήσω».

Η αυτογνωσία θεωρώ πως είναι η σημαντικότερη ενασχόληση στην οποία αξίζει να αφιερώσεις την ενέργειά σου.

Αλλά εσύ τι μπορείς να κάνεις;

Μια φορά κι έναν καιρό…

Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Παλιότερα όλα ήταν πιο απλά. Για χιλιάδες χρόνια οι άνθρωποι δεν είχαν και πολλές επιλογές. Ήταν εύκολο να γνωρίζεις ποιος είσαι. Ήσουν ο σιδεράς, ο βοσκός, η μαμή, η υπηρέτρια, ο πρίγκιπας, η κόμμησα, ο σκλάβος. Υπήρχαν ξεκάθαροι ρόλοι μέσα στην κοινωνία και συνήθως δεν τους επέλεγες. Απλά γεννιόσουν μέσα σε ένα ρόλο και τον διεκπεραίωνες μέχρι να πεθάνεις.

Δεν υπήρχε χώρος (και πιθανώς χρόνος) για υπαρξιακές αναζητήσεις. Από υπαρξιακής άποψης ήταν μια πιο απλή εποχή.

Κυρίως για τρεις λόγους:

1. Είχες μόνο έναν ρόλο.
2. Τον είχες για όλη σου τη ζωή.
3. Δεν τον επέλεγες εσύ (το σημαντικότερο).

Επιστροφή στο παρόν

Το σημερινό τοπίο είναι πολύ διαφορετικό σε όλα τα μέτωπα.

Το Αμερικάνικό όνειρο έχει συνεπάρει τον δυτικό κόσμο και σταδιακά και σταθερά και όλο τον υπόλοιπο. Ζούμε πλέον στον κόσμο που θεωρητικά μπορείς να γίνεις όποιος θελήσεις.

Αρκεί να το προσπαθήσεις πάρα πολύ (σε κάποιες περιπτώσεις) και να είσαι και πολύ τυχερός. Δυστυχώς η απαραίτητη έμφαση στην απαιτούμενη προσπάθεια, αλλά και στην τύχη, συνήθως ανεύθυνα παραλείπεται από τους «γκουρού» που διαλαλούν ότι μπορείς να πετύχεις τα πάντα, έτσι απλά…

Όλες οι επιλογές, λοιπόν, θεωρητικά είναι διαθέσιμες.

Πολλαπλές επιλογές

Και είναι ερευνητικά γνωστό ότι η ύπαρξη πολλών επιλογών μας κάνει πιο δυστυχισμένους. Το βάρος της απόφασης τώρα, πέφτει σε εμάς. Και είναι ένα βάρος συχνά πολύ μεγάλο για να το σηκώσουμε. Ο Νίτσε πίστευε πως οι άνθρωποι δεν έχουν τα ψυχολογικά εφόδια να διαχειριστούν τις υπαρξιακές τους ανησυχίες. Και εγώ συμφωνώ απόλυτα.

Έχουμε πλέον πάρα πολλές επιλογές και είναι αδύνατον να τις κατανοήσουμε επαρκώς ώστε να δράσουμε με σοφία. Η ψυχική μας υγεία δεν τις αντέχει…

Έχω ένα φίλο στην Αμερική και σε μια συζήτησή με τις κόρες του, μου έλεγαν ότι μια αλυσίδα πολυκαταστημάτων έτρεχε το σύνθημα «Find Your Own Gender». Δηλαδή βρες το φύλο σου. Τα έφηβα κορίτσια και αγόρια πρέπει ξαφνικά να αποφασίσουν και τι φύλο είναι. Όταν έχεις μόλις βγει από το να είσαι παιδί, το να βρεις τι φύλο είσαι, δεν είναι κάτι το οποίο είσαι ψυχολογικά έτοιμος να αποφασίσεις. Τα κορίτσια ήταν πελαγωμένα.

Όχι επειδή δεν ήξεραν τι φύλο ήταν, αλλά επειδή ξαφνικά κάτι που θεωρούσαν δεδομένο ετίθετο σε αμφισβήτηση.

Ο καημένος εφηβικός εγκέφαλός τους ήταν σε πλήρη σύγχυση. Μπορεί να ακούγεται προχωρημένο σαν στάση, αλλά οι κίνδυνοι που εμπεριέχει είναι τεράστιοι. Δεν υπάρχει πλέον καμία σταθερά. Από που να πιαστείς;

Η κρίση της μέσης ηλικίας προκύπτει όταν συνειδητοποιείς ότι δεν είσαι υποχρεωμένος να συνεχίσεις να στηρίζεις τις επιλογές που έκανες νεότερος. Όταν πέτυχες όλα όσα υποτίθεται ότι έπρεπε να πετύχεις και συνεχίζεις να μην είσαι ευτυχισμένος.

Συνειδητοποιείς πως είσαι πιο ελεύθερος από όσο νόμιζες και δεν ξέρεις τι να την κάνεις την τόση ελευθερία. Κάτι που παλαιότερα απλώς δεν ίσχυε.

Δεν είσαι ένα πράγμα

Ίσως η απαίτηση για μια μοναδική απάντηση στην ερώτηση «ποιος είμαι» να μην αρμόζει στην σημερινή κοινωνία. Ενώ παλιότερα είχαμε ένα ρόλο, σήμερα έχουμε πολλαπλούς. Κάποιος μπορεί να είναι στέλεχος εταιρείας, γονιός, λάτρης της φύσης, να του αρέσει η συγγραφή, να του αρέσει να δημιουργεί πράγματα με τα χέρια του και να ταξιδεύει.

Στην πράξη, σαν άνθρωπος θα μπορούσε να αντλήσει αίσθηση ταυτότητας και από τα έξι αυτά χαρακτηριστικά του. Όταν όμως θέλει να δώσει μία απάντηση στο ερώτημα «ποιος είμαι» τότε αναπόφευκτα δημιουργείται σύγχυση. Οι άνθρωποι έχουμε ανάγκη να έχουμε ξεκάθαρες απαντήσεις για τα πράγματα. Έτσι λειτουργεί ο εγκέφαλός μας. Να τα βάζουμε σε κουτάκια. Κατά προτίμηση σε ένα κουτάκι, όμως. Όχι σε έξι.

Η πληθώρα των ενασχολήσεών μας, αλλά και των διαθέσιμων επιλογών, μάς έχει οδηγήσει σε κατακερματισμό της προσωπικότητάς μας.

Δυσκολευόμαστε να βρούμε ένα σημείο αναφοράς για να ορίσουμε το ποιοι είμαστε.

Ένα κομμάτι της ψυχολογίας αμφισβητεί ακόμα και την ύπαρξη του χαρακτήρα, επιχειρηματολογώντας ότι η έννοια του χαρακτήρα έχει το νόημα να μπορεί να προβλέψει τη συμπεριφορά ενός ατόμου.

Κι όμως παρατηρούμε ότι οι άνθρωποι ενεργούν διαφορετικά σε διαφορετικές συνθήκες.

Κάποιες φορές είμαστε πιο ντροπαλοί ενώ άλλες φορές πιο κοινωνικοί. Κάποιες φορές πιο ενεργητικοί ενώ άλλες πιο νωχελικοί. Δεν μπορούμε να ορίσουμε μονοσήμαντα τον χαρακτήρα ενός ανθρώπου, λένε οι ψυχολόγοι που υποστηρίζουν αυτή την άποψη. Μου αρέσει κι εμένα αυτή η προσέγγιση.
Αυτό που είσαι αλλάζει

Ένα επιπλέον ιδίωμα της σύγχρονης εποχής είναι η ραγδαία ανάπτυξη της τεχνολογίας, η οποία αναστατώνει το status quo δημιουργώντας διαρκώς νέους και συχνά εφήμερους ρόλους για τους ανθρώπους (πχ blogger, influencer, start-up επιχειρηματίας, κλπ).

Ενώ παλιότερα ήταν αναμενόμενο να κάνεις ένα επάγγελμα σε όλη σου τη ζωή ή και για περισσότερες από μια ζωές (βλέπε οικογενειακές επιχειρήσεις) τώρα γίνεται ολοένα πιο πιθανό να αλλάξεις πορεία (και ίσως περισσότερες από μια φορές) μέσα σε μια ζωή.

Π.χ., εγώ ξεκίνησα μαθηματικός, έγινα χρηματιστής και τώρα είμαι συγγραφέας, εισηγητής σεμιναρίων, ομιλητής, blogger, θεραπευτής και γενικώς ασχολούμαι με την ψυχολογία. Άντε να βρεις ταυτότητα τώρα…

Οι ολοένα αυξανόμενοι ρυθμοί αλλαγής των καταστάσεων έχουν μετατρέψει την κρίση της μέσης ηλικίας στην κρίση του ενός τετάρτου της ηλικίας (quarter life crisis) όπως οι νέοι της εποχής μας επώδυνα ανακαλύπτουν.

Η μόνη αλήθεια είναι η αλλαγή

«Τα πάντα ρει» όπως είπε ο Ηράκλειτος αλλά εμείς ψυχολογικά έχουμε πολλή ανάγκη από σταθερότητα και ασφάλεια στη ζωή μας. Έτσι, απεγνωσμένα ζητάμε το «για πάντα» σε ένα κόσμο όπου το «για πάντα» είναι αδύνατον να υπάρξει.

Δεν είσαι κι εσύ ποτέ ο ίδιος!

Όλα τα κύτταρά σου θα έχουν αντικατασταθεί αρκετές φορές μέχρι τα γεράματά. Νέες αναμνήσεις θα προκύπτουν και θα σχηματίζεις διαρκώς μια πολύ διαφορετική εικόνα του παλιού σου εαυτού. Τίποτα δε μένει ίδιο.

Κι όμως εμείς ψάχνουμε να βρούμε ποιος είμαι εγώ που παραμένω σταθερός πίσω από όλα αυτά.

Αν το σκεφτείς λίγο πιο φιλοσοφικά θα συνειδητοποιήσεις πως στην πράξη (γιατί στη θεωρία ο καθένας μπορεί να λέει ό,τι θέλει) δεν υπάρχει ο σταθερός εαυτός σου τον οποίο προσπαθείς να ορίσεις με την ερώτηση «ποιος είμαι».

Δεν υπάρχει ο πραγματικός σου εαυτός. Τον εαυτό σου τον δημιουργείς. Δεν τον ανακαλύπτεις.

Αυτό μπορεί να ακούγεται αρχικά τρομακτικό. Αν το επεξεργαστείς λίγο παραπάνω όμως, ίσως και να είναι βαθιά ανακουφιστικό. Γιατί μπορείς να παραιτηθείς από την απαίτηση να βρεις τον πραγματικό εαυτό σου και να επικεντρωθείς στην ενασχόληση του να δημιουργήσεις τον εαυτό σου.
Αν δυσκολεύεσαι, δεν είσαι μόνος...

Αν δεν ξέρεις ποιος είσαι να γνωρίζεις πως είναι απόλυτα φυσιολογικό να νιώθεις μπερδεμένος και ανήμπορος πολλές στιγμές της ζωής σου και να έχεις παραλύσει από την αίσθηση ελευθερίας και των πολλών επιλογών. Δεν πάει κάτι στραβά με σένα. Είσαι απλά άνθρωπος. Αυτό υποστήριζαν οι υπαρξιστές φιλόσοφοι, όπως ο Νίτσε, ο Καμύ, ο Σαρτρ.

Η ευτυχία δεν είναι φυσιολογική κατάσταση για τον άνθρωπο. Είμαστε φτιαγμένοι για να επιβιώνουμε, όχι για να κάνουμε ζωάρα. Θέλει πολύ κόπο για να αποκτήσεις ευτυχία και ίσως να μην είναι καν εφικτό. Δεν υπάρχει ζωή όπου δε θα μετανιώσεις κάποια στιγμή για τις επιλογές σου. Ποτέ δε θα μπορείς να είσαι απολύτως σίγουρος γι αυτές. Αυτό είναι το μόνο σίγουρο.

Όπως έλεγε ο υπαρξιστής φιλόσοφος Soren Kierkegaard, «ο μόνος τρόπος να κατανοήσεις τη ζωή είναι κοιτάζοντας προς τα πίσω, αλλά πρέπει να τη ζήσεις προς τα μπροστά».

Συμπέρασμα:

Το Νόημα της Ζωής είναι το υπαρξιακό ταξίδι του ήρωα που αρχίζει με το ερώτημα «Ποιος είμαι;» και βιώνει ένα ταξίδι μέχρι το νόημα της ζωής.

Αν και εσύ δυσκολεύεσαι να ορίσεις το ποιος είσαι, μπορείς να βρεις παρηγοριά στο γεγονός ότι όλοι ζορίζονται. Το να μη νιώθεις ευτυχισμένος είναι φυσιολογικό. Είναι θεμελιώδες χαρακτηριστικό του να είσαι άνθρωπος. Δεν υπάρχει ζωή χωρίς άγχος.

Αν όμως, όπως συχνά αναφέρω, ακούς τις φωνές γύρω σου που σου λένε να σκέφτεσαι θετικά και να επιλέγεις την ευτυχία, τότε είναι πολύ εύκολο να νιώσεις προβληματικός τις φορές που φυσιολογικά δεν το καταφέρνεις.

Δείξε συμπόνοια στον εαυτό σου. Κατανόησέ την αναπόφευκτη δυσκολία του να είσαι άνθρωπος.

Αυτό είναι το σημαντικότερο βήμα για να καταλάβεις το ποιος στ’ αλήθεια είσαι.

Ξεκουραστείτε, το χρειάζεστε

Σε μια πρόσφατη συνέντευξη, ο αρθρογράφος και συγγραφέας Ta Nehisi Coates υποστήριξε ότι οι στοχαστές και οι συγγραφείς θα πρέπει να “κλείσουν το Twitter”.

Δεν πρόκειται για κριτική απέναντι στην ποιότητα των κοινωνικών δικτύων, ούτε για το γεγονός ότι κάποιες φορές συμβάλλουν στην διάδοση ψευδών ειδήσεων. Η συνέντευξή του είχε ως στόχο την αφύπνιση!

Για τον Coates, για να υπάρξουν καλές ιδέες και υψηλής ποιότητας προϊόντα χρειάζεται κάτι που στις σύγχρονες κοινωνίες σπανίζει: Η ησυχία.

Ο ίδιος εργάζεται σε μια καλή εταιρία. Σημαντικές προσωπικότητες όπως η συγγραφέας JK Rowling, ο βιολόγος Walter Isaacson και ο ψυχίατρος Carl Jung χρησιμοποιούσαν πρακτικές με σκοπό να διαχειρίζονται σωστά τις πληροφορίες που δεχόντουσαν και να επωφελούνται από την απόλυτη ησυχία. Οι Ray Dalio, Bill George, ο κυβερνήτης της Καλιφόρνια Jerry Brown και το μέλος του Κογκρέσου του Οχάιο, Tim Ryan αναφέρουν ότι οι περίοδοι ησυχίας αποτέλεσαν αναπόσπαστο μέρος της επιτυχίας τους.

Πρόσφατες έρευνες δείχνουν ότι οι στιγμές ησυχίας αποκαθιστούν το νευρικό σύστημα, διατηρούν σταθερά τα επίπεδα ενέργειας και βοηθούν τον εγκέφαλο να προσαρμόζεται και να ανταποκρίνεται σε πιο περίπλοκα περιβάλλοντα, στα οποία οι περισσότεροι από εμάς ζούνε και εργάζονται. Η επιστήμονας Imke Kirste, από την ιατρική σχολή Duke, ανακάλυψε πρόσφατα ότι η ησυχία σχετίζεται με την ανάπτυξη νέων κυττάρων στον ιππόκαμπο, σημαντικό μέρος του εγκέφαλου που εμπλέκεται με την μάθηση και την μνήμη.

Ο γιατρός Luciano Bernardi παρατήρησε ότι δύο λεπτά ησυχίας με την συνοδεία μουσικής βοηθούν στην σταθεροποίηση του καρδιακού και αναπνευστικού συστήματος, καθιστώντας την μουσική ως ένα μέσο χαλάρωσης. Επιπροσθέτως, ερευνά του περιοδικού Journal of Environmental Psychology (2013) ανάμεσα σε 43.000 εργαζόμενους, κατέληξε στο συμπέρασμα πως τα μειονεκτήματα της φασαρίας και της απόσπασης προσοχής που σχετίζονται με τους χώρους γραφείου αποδυναμώνουν τα αναμενόμενα, όχι όμως αποδειχθέντα, οφέλη όπως είναι η αύξηση του ηθικού και η ενίσχυση της παραγωγικότητας από απρογραμμάτιστες αλληλεπιδράσεις.

Η ησυχία όμως, δεν αφορά μόνο την αποφυγή από θορύβους που αποσπούν την προσοχή όπως στο γραφείο ή το twitter. Η πραγματική αξία της σιωπής προωθεί την σαφή και δημιουργική σκέψη, κατευνάζοντας παράλληλα την εσωτερική και εξωτερική φασαρία.

Αυτού του είδους η ησυχία επαναπαύει τα ψυχικά αντανακλαστικά τα οποία συνήθως προστατεύουν μια φήμη και προβάλλουν μια άποψη. Πρόκειται, δηλαδή, για ένα διάλειμμα από μια από τις βασικότερες ευθύνες της καθημερινότητας: το να σκέφτεσαι τι να πεις.

Καλλιεργώντας την σιωπή, όπως αναφέρει ο Hal Gregersen σε ένα πρόσφατο άρθρο του, αυξάνονται οι πιθανότητες να ανακαλύψουμε νέες ιδέες και πληροφορίες. Όταν είμαστε συνεχώς σε εγρήγορση σκεπτόμενοι τι θα πούμε, τι θα γράψουμε και τι θα «τουιτάρουμε», ο χρόνος και ο χώρος για να σκεφτούμε κάτι καινούργιο ή απλά να το δούμε από διαφορετική οπτική γωνία είναι μηδαμινός. Είναι πραγματικά δύσκολο να επικεντρώσεις την προσοχή σου και την ακοή σου, γεγονός που μας απομακρύνει από νέες ιδέες.

Ακόμη και οι πολυάσχολοι άνθρωποι μπορούν να δημιουργήσουν μικρές περιόδους ηρεμίας ίσως με έναν από τους εξής τρόπους:

1) Παρεμβάλλοντας στα meeting ένα πεντάλεπτο διάλειμμα. Αν είναι εύκολο να κλείσετε την πόρτα του γραφείου ή να βρείτε ένα ήσυχο “καταφύγιο” σε ένα πάρκο είναι πολύ πιθανό να κάνετε επανεκκίνηση στον εαυτό σας. Πρόκειται για μια στιγμή ηρεμίας που λειτουργεί ως διαλογισμός.

2) Περίπατος στην φύση. Δεν χρειάζεται να κάνετε ένα μεγάλο ταξίδι για να αποκοπείτε για 2-3 ώρες από το τηλέφωνο σας. Πολλοί από εμάς θεωρούν τέτοιες στιγμές ηρεμίας ως ευκαιρία για να αναθεωρήσουν και να βελτιώσουν την σκέψη τους. Ο Henry David Thoreau πήγε για έναν λόγο στο δάσος.

3) Παραλείψτε τα social media. Απενεργοποιήστε το email σας για λίγες ώρες ή για μια ολόκληρη μέρα και προσπαθήστε να παραμελήσετε τις ειδήσεις. Αν και ίσως συνεχίσει να υπάρχει φασαρία όπως μέσα στην οικογένεια, οι θόρυβοι της πόλης και οι συζητήσεις, συνεχίζουν να υπάρχουν οφέλη. Πιο συγκεκριμένα, πρόκειται για την ξεκούραση τμημάτων του εγκέφαλου που σχετίζονται με τις εργασιακές υποχρεώσεις, την παρακολούθηση των social media και τα τρέχοντα γεγονότα.

4) Δοκιμάστε μια θεραπεία βασισμένη στο διαλογισμό: Ακόμη και μια σύντομη θεραπεία είναι αναμφίβολα ο πιο απλός τρόπος κατεύθυνσης προς βαθύτερη προσοχή και αφύπνιση της διαίσθησης. Ο δημοσιογράφος Andrew Sullivan περιέγραψε την εμπειρία του διαλογισμού ως “η απόλυτη αποτοξίνωση”. “Η αναπνοή μου ακολούθησε πιο αργούς ρυθμούς. Ο εγκέφαλος μου αποκαταστάθηκε…Έμοιαζε να απομακρύνεται από τo ασαφές και το μακρινό και να πλησιάζει το απτό και το άμεσο”.

Ο κόσμος γίνεται συνεχώς πιο θορυβώδης. Η ησυχία, όμως, εξακολουθεί να είναι προσβάσιμη. Χρειάζεται απλώς αφοσίωση και δημιουργικότητα για να την καλλιεργήσουμε.

Το άλλο πρόσωπο του αυτοσεβασμού

«Αυτός που δεν σέβεται τον εαυτό του, δεν σέβεται ούτε τους άλλους».

Σε κάθε πολιτισμό θα βρείτε μία παροιμία που εκφράζει αυτή την αρχή. Μάλιστα, η πρώτη συμβουλή που δίνεται σήμερα σε κάποιον που θέλει να ενισχύσει τον αυτοσεβασμό του είναι: «Μην νοιάζεσαι για την γνώμη που έχουν οι άλλοι για σένα», αλλά αυτή είναι μία προτροπή που δεν μπορεί να βρει εφαρμογή στην αληθινή ζωή.

Ο αυτοσεβασμός έχει ως προαπαιτούμενο την αυτοπεποίθηση και οπωσδήποτε δεν πρέπει κανείς να επιτρέπει στους άλλους να του την μειώνουν και να καθοδηγούν τον τρόπο συμπεριφοράς του. Όμως, αυτό που είμαστε, ο εαυτός μας τον οποίο προσπαθούμε να εμπιστευτούμε και να σεβαστούμε, αναγκαστικά αλληλεπιδρά με τους εαυτούς των άλλων.

Κάπως έτσι το σκέπτεται ο Πλάτων, ο οποίος θα μας έλεγε μάλλον την παροιμία ανάποδα:

«Αυτός που δεν σέβεται τους άλλους, δεν σέβεται ούτε τον εαυτό του. Και αν σεβόμαστε τους άλλους, δεν γίνεται να περιφρονούμε τη γνώμη και τα συναισθήματά τους.»

Για τον Πλάτωνα, η άποψη που έχουν οι άλλοι για εμάς, όχι μόνο μετράει, αλλά επηρεάζει καθοριστικά τη γνώμη που θα σχηματίσουμε για τον εαυτό μας.

Μας λέει, λοιπόν, ο Πλάτων τι κάνει και τι δεν κάνει αυτός που «δεν ατιμάζει την ψυχή του», ή όπως θα λέγαμε σήμερα, τα έχει καλά με τον εαυτό του.

Τι σχέση έχει ο αυτοσεβασμός με την αγάπη για την αλήθεια, τη συμμετοχή του ανθρώπου σε έργα που βελτιώνουν την κοινωνία, την απόδοση δικαιοσύνης και την φιλομάθεια;

Μπορεί ο αυτοσεβασμός να μην είναι τόσο εσωτερική υπόθεση όσο νομίζουμε.

Η αλήθεια πάει μπροστά

Η αλήθεια είναι το υψηλότερο αγαθό, πιο ψηλά από κάθε θεό και κάθε άνθρωπο.

Αυτός που θέλει να ζήσει ευτυχισμένος, θα πρέπει να συνδεθεί μαζί της το νωρίτερο δυνατόν, ώστε να ζήσει πολλά χρόνια ως φιλαλήθης άνθρωπος. Διότι αυτός είναι αξιόπιστος και τον εκτιμούν οι γύρω του.

Αντιθέτως, κανείς δεν εκτιμά τον άμυαλο, που άθελά του διαστρεβλώνει την αλήθεια, ούτε εκείνον που λέει σκόπιμα ψέματα. Η μοίρα αυτών των ανθρώπων είναι να απομείνουν μόνοι, αφού όσο περνούν τα χρόνια κανείς δεν θα τους εμπιστεύεται.

Μην επιτρέπεις το κακό

Αξιοσέβαστος είναι κι εκείνος που δεν αδικεί του άλλους, αλλά διπλάσιο σεβασμό αξίζει εκείνος που αποτρέπει την αδικία που επιχειρεί να κάνει κάποιος άλλος.

Ο πρώτος είναι δίκαιος μόνο για έναν, τον εαυτό του. Ο δεύτερος που εκθέτει τις αδικίες των άλλων είναι ο τέλειος πολίτης, υπόδειγμα αρετής και αξίζει όσο χίλιοι.

Αρετή για όλους

Με τον ίδιο τρόπο θα πρέπει να φροντίζει για όλες τις αρετές να γίνονται κοινό κτήμα της πολιτείας και όχι να τις κρατά για τον εαυτό του. Με τον τρόπο αυτό οι πολίτες θα συναγωνίζονται μεταξύ τους στην αρετή και η πόλη θα ωφελείται από τα εποικοδομητικά τους αποτελέσματα στον βίο. Ο καθένας θα προσπαθεί να γίνει καλύτερος χωρίς να εμποδίζει με συκοφαντίες τους άλλους.

Εκείνος που θέλει να το κάνει αυτό, αλλά δεν έχει την ικανότητα, είναι δεύτερος σε αξία. Αλλά κι εκείνος που κατέχει αξιόλογες αρετές αλλά από φθόνο δεν τις μοιράζεται, δεν θα πρέπει να υποτιμάται. Ασφαλώς θα κατακρίνουμε τη στάση του, αλλά για τις αρετές του πρέπει να επαινείται. Και καλό θα είναι να προσπαθούμε να τις αποκτήσουμε κι εμείς.

Δικαιοσύνη για όλους

Ο άνθρωπος που σέβεται τον εαυτό του συνδυάζει την αυστηρότητα με την καλοσύνη. Είναι δηλαδή δίκαιος, αλλά και επιεικής.

Οι επικίνδυνες πράξεις οι οποίες προκαλούν ζημιά που δύσκολα επανορθώνεται πρέπει να τιμωρούνται αυστηρά.

Εκείνα που εύκολα διορθώνονται, πρέπει μεν να τιμωρούνται, αλλά να μην ξεχνάμε πως αυτός που έχει την ψυχή του γεμάτη κακά είναι αξιολύπητος. Σε αυτή την περίπτωση καλό είναι να συγκρατούμε την οργή μας.

Αν όμως η ζημιά από το έγκλημα δεν διορθώνεται και ο εγκληματίας δεν έχει διάθεση να διορθωθεί, εκεί να αφήνουμε τον θυμό μας να ξεσπά.

Είμαστε σπουδαίοι, αλλά μπορούμε να γίνουμε καλύτεροι

Αυτοσεβασμό έχεις όταν δεν αγαπάς τον εαυτό σου περισσότερο απ’ όσο αξίζει.

Η υπερβολική φιλαυτία μας τυφλώνει και μας κάνει να βλέπουμε άσχημα τα καλά και τα δίκαια, ενώ τα αισχρά μας φαίνονται ωραία. Δίνουμε πάντα δίκιο στον εαυτό μας περιφρονώντας την αλήθεια.

Ο σπουδαίος κι αξιοσέβαστος άνθρωπος, όμως, εκτιμά πάνω κι απ’ τον εαυτό του τις δίκαιες πράξεις όποιος και αν τις κάνει. Εκείνος που δικαιώνει συνεχώς τον εαυτό του είναι απλώς ένας ανόητος, που νομίζει πως η αμάθειά του είναι σοφία.

Όταν το πάθουμε αυτό, νομίζουμε πως γνωρίζουμε τα πάντα ενώ δεν γνωρίζουμε τίποτα. Κι έτσι, αφού δεν αφήνουμε τους άλλους να κάνουν αυτά τα οποία εμείς δεν γνωρίζουμε, προσπαθούμε να τα κάνουμε μόνοι μας και τα κάνουμε μαντάρα. Ο σκοπός δεν είναι λοιπόν να υψώνουμε χωρίς λόγο τον εαυτό μας, αλλά να προσπαθούμε να γινόμαστε καλύτεροι χωρίς να νιώθουμε ντροπή γι’ αυτό.
(Πλάτωνος «Νόμοι» βιβλίο Ε΄)

Ο μαθητής του Πλάτωνα, ο Αριστοτέλης έγραψε πως εκείνος που μπορεί να ζήσει ολομόναχος, έξω από κάποιο κοινωνικό σύστημα, είναι ή θεός ή θηρίο.

Η πιθανότητα να γίνει κάποιος θεός είναι μάλλον αμελητέα, αλλά ένας άνθρωπος που δεν σέβεται τον εαυτό του εύκολα μπορεί να γίνει θηρίο. Κι αν ο Πλάτων έχει δίκιο, εκείνος που δεν σέβεται τους άλλους, δεν σέβεται ούτε τον εαυτό του.

Ενοχές: Όταν τα “θέλω” υποδουλώνονται στα “πρέπει”

Πόσες φορές έχεις καταστεί έρμαιο των σκέψεων και της ηθικής σου που δεν κατάφεραν να αγγίξουν τον «ιδανικό εαυτό», όπως εσύ τον έχεις θεσμοθετήσει; Πόσες φορές έχεις νιώσει τις ψυχοσωματικές επιδράσεις (ανησυχία, λύπη, στομαχόπονος, κρίση πανικού, κ.ά) μίας αποτυχίας στην εναρμόνιση της συνείδησης με τις τελικές ενέργειες σου;

Κάποιοι χρησιμοποιούν χαρακτηρισμούς όπως «μαύρο πρόβατο» ή «αποδιοπομπαίος τράγος» – κεντρικό τμήμα άλλοτε της εξιλαστήριας τελετής Γιομ Κιπούρ- για να περιγράψουν την παραπάνω κατάσταση.

Τον άνθρωπο, δηλαδή, που σε συγκινησιακό και αισθητικό επίπεδο θεωρείται μη αποδεκτός από την κοινωνία ή την οικογένεια και ταλανίζεται από ενοχές που συνιστούν παρα-προϊόν των πράξεών του το οποίο συγκρούεται με τον ηθικό κώδικα που έχει επιβληθεί από τους ίδιους ή από εξωτερική πηγή.

Έτσι, αναπτύσσει το συναίσθημα της ενοχής από το υπερεγώ στο μητριαρχικό επίπεδο και τον Εαυτό, καθιστώντας το «είναι» τους ανίκανο να αναπτυχθεί και να συνθέσει μία συνεκτική ατομική ταυτότητα με αποτέλεσμα να προβάλλεται διαρκώς πάνω στο συλλογικό και τις υποχρεώσεις του, παραβλέποντας την ατομική του ακεραιότητα.

Ανασφάλεια, αποξένωση, φόβος της απόρριψης και χαμηλή αυτοεκτίμηση συνθέτουν τον καμβά των ενοχικών σκέψεων, θυμίζοντας το περίφημο γκρίζο πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέυ..

Φρόιντ, Λακάν, Μελανί Κλάιν, Βίννικοτ, Λούις Ενγκελ, Τομ Φέργιουσον και δεκάδες άλλες σπουδαίες προσωπικότητες της επιστήμης της Ψυχικής Υγείας, ξόδεψαν αμέτρητα μελάνια σε μία προσπάθεια να προσδιορίσουν τις γενεσιουργές αιτίες εκδήλωσης του ενοχικού συνδρόμου, με τις εμπειρίες της παιδικής ηλικίας, το βιωμένο τραυματικό παρελθόν καθώς και τα μοντέλα διαπροσωπικών σχέσεων που συνέβαλαν στη δημιουργία νευρωσικών λειτουργιών της προσωπικότητας, να πρωτοστατούν.

Δεν θα αναλύσω περαιτέρω την πηγή του συναισθήματος της ενοχής καθώς θεωρώ μείζονος σημασίας τη διττή φύση που αυτή εμπεριέχει.

Οι περισσότεροι άνθρωποι πέφτουν συχνά στην πλάνη της συσχέτισης ενοχής και ενδιαφέροντος. Παγιδεύονται δηλαδή στην αυταπάτη ότι ένας άνθρωπος που δεν νιώθει ενοχές είναι «κακός» γιατί δεν νοιάζεται. Το τραγελαφικό με αυτό τον τρόπο σκέψης είναι πως για να εναρμονίσεις το «καλό» με το «είναι» σου, πρέπει να νιώσεις ενοχές και να ακολουθείς απαρέγκλιτα όσα το περιβάλλον σου επιθυμεί.

Ασφαλώς, αυτό το σκεπτικό συνθλίβει τις ατομικές ανάγκες και βαθύτερες επιθυμίες και καθιστά το άτομο ανήμπορο να χτίσει το δικό του ηθικό κώδικα να λειτουργήσει βάσει αυτού, έχοντας μία ήρεμη και ευτυχισμένη ζωή.

Η ενοχή μετατρέπεται σε κραυγή απόγνωσης και το άτομο νιώθει ανίκανο να κατορθώσει κάτι, ανήμπορο να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, αισθανόμενο ανεπαρκές και «λίγο» ανάμεσα στο «πολύ» των ανθρώπινων φωνών γύρω του που αλαλάζουν στα αυτιά του και σαπίζουν κάθε ίχνος της υγιούς αυτοεκτίμησής του.

Έτσι η ψυχή του ατόμου θυσιάζεται στη νοσηρότητα της ενοχής εξαιτίας του φόβου της απώλειας της αγάπης, θαυμασμού ή εκτίμησης των ανθρώπων που είναι σημαντικοί στη ζωή του. Ωστόσο, η ενοχή όταν διατηρείται στα πλαίσια της ισορροπημένης αλληλεπίδρασής μας με τους άλλους ανθρώπους, συνιστά αναγκαίο συναίσθημα.

Στην περίπτωση αυτή αποτελεί ένα πολύ σημαντικό και χρήσιμο συναγερμό που ηχεί δυνατά κάθε φορά που διαπράττουμε ενέργειες που βιάζουν την ηθική μας.

Είναι οι εσωτερικοί μας κανόνες που μας βοηθούν να ελέγξουμε τις άσχημες πτυχές του χαρακτήρα μας, όπως το θυμό, την επιθετικότητα, τον εγωισμό, την απληστία και να τηρούμε τους βασικούς κανόνες «καλής» συμπεριφοράς.

Έτσι, μας δίνεται η δυνατότητα να συνειδητοποιήσουμε και να επανορθώσουμε για το όποιο παράπτωμα, βλάβη ή ατύχημα μπορεί να προξενήσαμε.

Τα λάθη άλλωστε είναι μέρος της ανθρώπινης φύσης και όσο έχουμε τη δύναμη ψυχής να νιώσουμε υγιείς ενοχές και να τα αναγνωρίσουμε, τότε μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως μία ασπίδας σοφίας για το μέλλον!

Ας μην θυσιάζουμε, λοιπόν, στο βραχυπρόθεσμο βωμό των ενοχικών συμπτωμάτων, μακροπρόθεσμες αξίες όπως η Ευτυχία! Αυτοαποδοχή, συμπόνια για τον εαυτό και αγάπη για το ιδιαίτερο «είναι» μας είναι το μυστικό μείγμα για να σχηματίσουμε τη χημική ένωση των εσώτερων επιθυμιών μας.

Αγαπώ τον εαυτό μου, σέβομαι τις ανάγκες του, αντιμετωπίζω τα καταπιεσμένα συναισθήματα μου, απελευθερώνομαι από το φόβο απόρριψης και χτίζω μία ζωή απαλλαγμένη από νοσηρές ενοχές, γεμάτη φως και σεβασμό σε όσα το σώμα και η ψυχή μου έχουν ανάγκη!

Λοκ, Χιουμ και Εμπειρισμός

ΣΤΗΝ Αγγλία, ο Τζον Λοκ (1632-1704) ανατέ­θηκε κριτικά στην πίστη του Ντεκάρτ στο λόγο. Υποστήριξε πως αντί για τον αφηρημένο λόγο και τη σκέψη, έπρεπε να δώ­σουμε μεγαλύτερη βαρύτητα στην εμπειρία, στην ικανότητά μας να γνωρίζουμε τον κόσμο και να μαθαίνουμε μέσω των αισθήσεών μας.

Με τον Λοκ εγκαινιάζεται η μακρά παράδοση του βρε­τανικού εμπειρισμού, απορρίπτοντας την επίμονη καχυποψία απέναντι στις αισθήσεις, η οποία κυριαρχούσε στη Δύση πριν α­κόμη από τον Πλάτωνα.

Ο Λοκ υποστήριξε ότι «όλη η γνώση προέρχεται από τις αισθήσεις», σύντομα δε τον ακολούθησαν ο Ιρλανδός επίσκοπος Τζορτζ Μπέρκλεϊ [George Berkley] και ο Σκοτσέζος φιλόσοφος Ντέιβιντ Χιουμ [David Hume].

Ανατιθέμενος στον Ντεκάρτ, τον Σπινόζα και τον Λάιμπνιτς, αυτούς τους «ορθολογιστές» που υπέθεταν ότι το μυαλό αποτελεί μια μάλλον πλούσια και πολύπλοκη δομή, ο Λοκ ισχυρίστηκε ότι δεν ήταν παρά «άγραφος χάρτης» ο οποίος γραφόταν από την ε­μπειρία στη διάρκεια της ζωής του ανθρώπου.

Οι ορθολογιστές υ­ποστήριζαν την ύπαρξη ενός σημαντικού αριθμού εγγενών ή «έμ­φυτων» ιδεών, λ.χ. τις ιδέες της ουσίας και του Θεού. Ο Λοκ, α­ντίθετα, υποστήριξε ότι το μυαλό μοιάζει περισσότερο με άδειο ντουλάπι το οποίο φωτίζεται μόνο από το φως που μπαίνει απ’ έξω.

Ο Άγγλος φιλόσοφος, ωστόσο, έκανε έναν συμβιβασμό όσον αφορά τον εμπειρισμό του σε δύο τουλάχιστον σημαντικά σημεία.

Πρώτον, υποχώρησε απέναντι στους μεταφυσικούς που κατέκρινε, αποδεχόμενος την ιδέα της αναγκαιότητας να μιλάμε για τα πράγματα καθεαυτά, πέραν της εμπειρίας που έχουμε γι’ αυτά. Θα υπέθετε κανείς ότι ο Λοκ, σύμφωνα με τη μέθοδό του, έπρε­πε να καταλήξει στο συμπέρασμα πως ό,τι είμαστε σε θέση να γνωρίσουμε είναι μόνο τα αισθητά χαρακτηριστικά ή «ιδιότητες» των πραγμάτων. Τούτο όμως θα δημιουργούσε ένα πρόβλημα: θα ήταν σαν να μην γνωρίζουμε καθόλου τα ίδια τα πράγματα, παρά μόνον συμπλέγματα χαρακτηριστικών. Ο Λοκ καταλήγει να συ­νάγει την ύπαρξη του πράγματος καθαυτό, στο βαθμό που είναι αδύνατο να υπάρχουν ιδιότητες οι οποίες δεν ανήκουν σε κάτι. Η θέση αυτή πλησιάζει επικίνδυνα στην έμφυτη ιδέα, μια παραδοχή, με άλλα λόγια, που δεν βασίζεται στην εμπειρία.

Ο Λοκ προχώρησε και σ’ έναν δεύτερο συμβιβασμό όταν διέκρινε δύο διαφορετικά είδη χαρακτηριστικών ή ιδιοτήτων: αυτές που αντιλαμβανόμαστε ως εγγενείς στο ίδιο το αντικείμενο, όπως το σχήμα ή τη μάζα του, κι εκείνες που αντιλαμβανόμαστε εμείς, από τα αποτελέσματα δηλαδή που έχουν τα πράγματα σ’ εμάς. Παράδειγμα των δεύτερων ιδιοτήτων είναι το χρώμα. Αυτές οι «δευτερογενείς» ιδιότητες (σε αντίθεση με τις πρωτογενείς ιδιό­τητες του σχήματος και της μάζας) εντοπίζονται «μέσα μας» αντί «εκεί έξω» στον κόσμο.

Εάν ωστόσο λάβει κανείς σοβαρά υπόψη του την επιχειρηματολογία του Λοκ, μπορεί να καταλήξει στο συ­μπέρασμα πως οτιδήποτε πέφτει στην αντίληψή μας, ουσιαστικά βρίσκεται στο μυαλό μας, μέσα μας. Δεν υπάρχει ούτε ανάγκη ού­τε δικαιολογία για να μιλάμε για τον κόσμο «εκεί έξω».Αυτό ακριβώς το συμπέρασμα έβγαλε από την επιμονή του Λοκ σε μια καθαρά εμπειρική μέθοδο και ο επίσκοπος Τζορτζ Μπέρκλεϊ (1632-1704).

Ο Μπέρκλεϊ δεν είχε κανένα σχεδόν πρόβλημα να υποθέσει πως δεν υπάρχει άλλος πραγματικός κό­σμος πέρα από τον κόσμο που βρίσκεται στο μυαλό μας. Ο κό­σμος δεν αποτελούσε παρά σύνθεση των ιδεών μας - θέση που έγινε αργότερα γνωστή ως ιδεαλισμός. Ως θρησκευτικός πα­ράγων, ο Μπέρκλεϊ είδε στην άποψη αυτή έναν τρόπο να τοποθε­τήσει τον Θεό στο επίκεντρο της φιλοσοφίας του. «Το να υπάρ­χεις συνίσταται στο να είσαι αντιληπτός», υποστήριξε, οτιδήποτε υπάρχει όμως γίνεται αντιληπτό όχι μόνο από τους ανθρώπους αλλά και από τον Θεό. Μπορούμε να διαπιστώσουμε εύκολα πόσο πολύ έμοιαζε η θέση του Μπέρκλεϊ ως προς το πνεύμα, αν όχι και τη μέθοδο, με τη «μοναδολογία» του Λάιμπνιτς.

Ο Ντέιβιντ Χιουμ (1711-1776) έκανε πασιφανείς όλες τις περίεργες συνέπειες του εμπειρισμού.

Η φιλοσοφία του Χιουμ συνίστατο σ’ έναν εξονυχιστικό σκεπτικισμό που όμοιος του δεν είχε υπάρξει από την αρχαιότητα. Ο Χιουμ ήταν ένας από τους λαμπρότερους οπαδούς του Διαφωτισμού, συγχρόνως όμως αναγνώριζε πως ο λόγος -τόσο με την έννοια της επιστημονικής μεθόδου όσο και με την ευρύτερη έννοια του ορθολογισμού- είχε υπερβεί τα όριά του. Θεωρούσε ότι ήταν πολλά που δεν μπορού­σε να επιτελέσει, βεβαιότητες στις οποίες δεν μπορούσε να οδη­γήσει, αποδείξεις που δεν ήταν σε θέση να δώσει.

Παραδόξως, ο σκεπτικισμός του Χιουμ αποτέλεσε το αντιπροσωπευτικότερο πα­ράδειγμα καθαρής αυτοεξεταστικής διαφωτιστικής σκέψης. Το συμπέρασμά του ήταν πως ακόμη και η αρτιότερη σκέψη δεν ήταν σε θέση να κάνει εκείνο που νόμιζαν ότι μπορούσε οι στοχαστές του Διαφωτισμού.Ο σκεπτικισμός του βασιζόταν σε μια σειρά δογμάτων τα ο­ποία είχαν εμφανιστεί στα πλαίσια της διαμάχης σχετικά με τη γνώση, διαμάχης που είχε υποχωρήσει μετά τον Μπέικον και τον Ντεκάρτ.

Ο Χιουμ ήταν δηλωμένος εμπειριστής. Όλη η γνώση, ε­παναλάμβανε, οφείλει να στηρίζεται στην εμπειρία. Δεχόταν επί­σης τη διάκριση μεταξύ της εμπειρίας και του κόσμου στον οποίο αυτή αναφέρεται. Στην περίπτωση αυτή όμως, μπορεί άραγε να θεμελιωθεί με εμπειρικό τρόπο η πίστη μας στον «εξωτερικό» κό­σμο; Όχι, ούτε όμως και με τη μέθοδο της επαγωγής μπορεί να γί­νει κάτι τέτοιο χωρίς να θεωρηθεί δεδομένο εκ των προτέρων το ίδιο το ζητούμενο.Ο Χιουμ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι βασικότερες παρα­δοχές, οι παραδοχές πάνω στις οποίες θεμελιώνεται η γνώση, εί­ναι αδύνατο να αποδειχτούν με το λόγο.

Ομοίως, στην περιοχή της ηθικής, ο σκεπτικισμός του κατέληγε στο ότι «δεν συνιστά πα­ραβίαση του λόγου το να προτιμήσω την καταστροφή του μισού κόσμου για να απαλλαγώ από μια σουβλιά στο μικρό μου δαχτυ­λάκι».

Ο λόγος δεν μπορεί να μας παρακινήσει να είμαστε ηθικοί. Τα συναισθήματά μας όμως μπορούν, και το κάνουν. Κάθε άν­θρωπος γεννιέται με μια φυσική ικανότητα για συμπάθεια και μια φυσική ροπή προς το χρήσιμο, με τις οποίες κατασκευάζο­ νται, ανάμεσα σε άλλα, σι ιδέες μας για τη δικαιοσύνη και την κοινωνία.

Ο Χιουμ έτεινε στο νατουραλισμό, την άποψη πως ό,τι δεν μπορεί να κάνει ο λόγος το κάνει ούτως ή άλλως η φύση. Αν ο λόγος δεν είναι σε θέση να μας εγγυηθεί τη γνώση, η φύση μάς έχει εφοδιάσει με το κατάλληλο αισθητήριο ώστε να βρίσκουμε το δρόμο μας στον κόσμο. Αν ο λόγος δεν μπορεί να εγγυηθεί την ηθικότητα, η ανθρώπινη φύση μάς παρέχει τα κατάλληλα συναι­σθήματα ώστε να συμπεριφερόμαστε ορθά ο ένας στον άλλο. Αν όμως ο λόγος δεν μπορεί να θεμελιώσει την πίστη στον Θεό και τις θρησκευτικές προκαταλήψεις που τη συνοδεύουν, τότε τόσο το χειρότερο για τη θρησκεία.

Ο Χιουμ ήταν ένας αμετανόητος ά­θεος. Αν οι βαθυστόχαστοι τόμοι του σχολαστικισμού δεν είχαν κατορθώσει να παράσχουν ικανοποιητικά επιχειρήματα ή ορθές αποδείξεις για τις θρησκευτικές πίστεις, τότε «ρίχτε τους στην πυ­ρά», αποφαινόταν ο Χιουμ εξοργίζοντας τους θεολόγους. Ευτυ­χώς δεν πρότεινε την ίδια σκληρή αντιμετώπιση γι’ άλλες αναπό­δεικτες πεποιθήσεις, όπως για την πίστη στην ύπαρξη ενός «εξω­τερικού» κόσμου, την πίστη στην αναγκαιότητα της ηθικής, κ.ά. Μπορεί ο λόγος να είχε τα όριά του, τα συναισθήματά μας όμως κι ο φυσικός κοινός νους, που καλλιεργούνταν μέσω των κοινωνι­κών παραδόσεων, είχαν επίσης ισχύ και αξία. Ο Χιουμ μάς υπεν­θυμίζει (για μία ακόμη φορά) εκείνο που τόσο παραμελήθηκε κα­τά την αναζήτηση της λογικής βεβαιότητας, η οποία όρισε σε με­γάλο βαθμό τη σύγχρονη φιλοσοφία

Η ευαισθησία είναι προσόν σε έναν κόσμο αναίσθητο

Πάντα θα είσαι το «λίγο» ή το «πολύ» για έναν άνθρωπο, για μια κατάσταση, για την ίδια τη ζωή εν τέλει. Το να επιλέγεις να κοιτάς πώς να κρατήσεις άμυνες για να μην πληγώνεσαι, πέρα απ’ ότι σε οδηγεί κατευθείαν στη μιζέρια και την αναισθησία, δε θα σου δώσει ποτέ και τη δυνατότητα να ξεπεράσεις τις αντοχές σου. Αυτό θα έχει σαν αποτέλεσμα να μη μάθεις ποτέ ποια είναι τα όριά σου, να μην ανακαλύψεις τον πραγματικό χαρακτήρα σου.

Εσύ που αποφάσισες πως δε θα κρύψεις τις ευαισθησίες σου για κανένα λόγο και προτίμησες να είσαι απλά το αυθεντικό κι όχι το αντίγραφο, σίγουρα θα αντιμετωπίσεις διάφορες δυσκολίες.

Θα ακούς συχνά απ’ τους υπόλοιπους πως θα πρέπει να αλλάξεις, να σκληρύνεις. Να κοιτάς κυρίως τον εαυτό σου, να ταΐζεις τον εγωϊσμό σου ακόμα κι αν χρειαστεί να πληγώσεις κάποιους. Θα σε ενθαρρύνουν να γίνεις σαν αυτούς. Το έπαθλο θα είναι ότι θα γίνεις καλύτερος. Θα γίνεις άτρωτος και τέλειος.

Μα εσύ καταλαβαίνεις το αυτονόητο που αρνούνται να το παραδεχτούν. Δεν υπάρχει τελειότητα μα ακόμα και να υπήρχε τότε θα ήταν πολύ βαρετή.

Είναι φυσιολογικό μερικές φορές να σε παίρνει από κάτω που δεν ανταποκρίνονται όπως εσύ θα ήθελες στο ενδιαφέρον που δείχνεις. Στεναχωριέσαι που ερωτεύεσαι και δίνεις όλο σου το είναι πολύ εύκολα. Που φτάνεις στα άκρα χωρίς να υπολογίσεις τις συνέπειες. Που ξαγρυπνάς καθώς ακούς τους φίλους σου να λένε τα προβλήματά τους χωρίς να σε ρωτήσουν για το πώς είσαι εσύ. Που προσπαθείς να βρεις λύση για όλους και για όλα.

Και το κυριότερο είναι ότι αναρωτιέσαι κάποιες στιγμές γιατί να νοιάζεσαι τόσο πολύ βάζοντας όλους τους συνανθρώπους σου λίγο πιο πάνω απ’ τον ίδιο σου τον εαυτό. Ξέρεις όμως βαθιά μέσα σου πως αυτό είναι κάτι παροδικό. Κι αυτό θα σε βοηθήσει να σταματήσεις να κάνεις δεύτερες σκέψεις για το αν κάνεις το σωστό. Στην περίπτωσή σου, διάλεξες να μη φοβάσαι, να μην κρύβεσαι στα δύσκολα. Αυτό είναι που τελικά μετράει.

Μα γιατί άραγε σου λένε ότι το να είσαι ένας άνθρωπος με ευαισθησίες είναι κακό πράγμα; Γιατί να προσπαθούν να σε πείσουν ότι το να νοιάζεσαι πολύ είναι αρνητικό; Μήπως γιατί δεν το αντέχουν; Μήπως επειδή κρύβεις μέσα σου περισσότερη δύναμη από αυτούς; Μήπως επειδή οι ευαισθησίες, η ευγένεια, η αυτογνωσία, η ανιδιοτελής αγάπη και το θάρρος είναι ό,τι καλύτερο στη ζωή; Μήπως γιατί σε ζηλεύουν αφόρητα που καταφέρνεις να κάνεις το μυαλό να σωπαίνει όταν μιλάει η καρδιά;

Σ΄ αυτόν τον κόσμο που πάντα θα προσπαθούν να σε αλλάξουν, δε χρειάζεται να λυπάσαι και να απολογείσαι γι’ αυτό που είσαι. Να κάνεις αυτό που σου λέει το μέσα σου. Δείξε τις ευαισθησίες σου, έκφρασε τα συναισθήματά σου χωρίς τρεχαλητά και κρυφτούλια.

Δεν υπάρχει κανένα λάθος στους ανθρώπους που διαλέγουν οδηγός τους να είναι το συναίσθημα, που επενδύουν στις διαπροσωπικές τους σχέσεις. Ρισκάρουν και γνωρίζουν καλά πως αν πληγωθούν θα προσπαθήσουν ξανά για μια καινούργια αρχή έστω και λαβωμένοι. Άλλωστε οι πληγές κάποια στιγμή θα επουλωθούν.

Στην εποχή μας όπου δυστυχώς, κατά κόρον, επικρατούν οι μισοτελειωμένες καταστάσεις, οι λέξεις-ακροβάτες, οι συμβουλές-πυροτεχνήματα κι οι διαπροσωπικές σχέσεις έχουν κάνει αρχηγό τους το εγώ ώστε να κυριαρχούν οι ψεύτικες φιλίες κι οι ξεπέτες της μιας βραδιάς, εσύ που διάλεξες να πηγαίνεις με το σταυρό στο χέρι είσαι πολύ καλύτερος άνθρωπος.

Είναι υπέροχο που λατρεύεις το παραμύθι του μικρού πρίγκιπα, τη στιγμή που όλο και περισσότεροι άνθρωποι ταυτίζονται με τον κακό λύκο. Είναι ώρα να σταματήσεις να κατηγορείς τον εαυτό σου που έχει μια μεγάλη ψυχή που τους χωράει όλους. Ήρθε ο καιρός να μη δίνεις σημασία για το τι θα σκεφτούν οι άλλοι και τι θα πουν για σένα.

Γιατί χρειαζόμαστε περισσότερο φως, λαμπερά χρώματα, ανθρωπιά. Και κυρίως, χρειαζόμαστε όμορφες ψυχές σαν τη δική σου.

Κανένας γάμος και κανένα παιδί δε σώζει μια τελειωμένη σχέση

Τελικά εσείς που σκέφτεστε μια ζωή τι θα πει ο κόσμος, μάθαμε τί είπε; Πληγώνει χρόνια τώρα τ’ αυτιά μας αυτή η φράση. Κι ακόμα περισσότερο την καρδιά μας. Γιατί σημαίνει ότι δε ζούμε όπως θέλουμε, αλλά όπως θέλουμε οι άλλοι να βλέπουν. Είναι το παραμύθι «και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα».

Και με αυτούς που δεν είχαν happy end ρε παιδιά τι γίνεται; Γιατί είναι πραγματικότητα ότι όλες οι σχέσεις κι όλοι οι γάμοι δεν είναι βιώσιμοι κι ευτυχισμένοι.

Ίσως τελικά οι δράκοι κι οι κακές μάγισσες να είναι οι πιο αληθινοί χαρακτήρες στα παραμύθια. Κι όχι οι πρίγκιπες κι οι πριγκίπισσες, γιατί πλέον δεν κυκλοφορούν και πολλοί από δαύτους εκεί έξω. Υπάρχουν λοιπόν κι εκείνοι οι έpωτες που εξελίχθηκαν σε εργοστάσια παραγωγής τοξικών αποβλήτων. Αυτοί που καθημερινά δηλητηριάζουν τη χαρά του ενός ή και των δύο.

Ασυμφωνία χαρακτήρων, απιστία, ψυχολογική και σωματική βία. Έχει σημασία το γιατί απέτυχαν; Σχέσεις από καιρό τελειωμένες, υπάρχουν μόνο στα χαρτιά και στα μάτια του κόσμου. Το χειρότερο όμως είναι ότι μέσα στο σπίτι, εκεί που δε βλέπει κανείς, διαιωνίζονται σε βάρος ενός ή και περισσότερων. Η γνωστή καραμέλα «μένουμε μαζί για χάρη των παιδιών μας» ή «δε διαλύεται έτσι εύκολα ένας γάμος» είναι η πιο αισχρή δικαιολογία. Οι προβληματικές σχέσεις δημιουργούν κατεστραμμένους γάμους και ψυχολογικά κατεστραμμένα παιδιά. Όπως εξίσου δεν υφίσταται χαρούμενος γάμος και χαρούμενο παιδί χωρίς χαρούμενο ζευγάρι.

Χρόνιες δυσαρμονικές σχέσεις ισοπεδώνουν γάμο και παιδιά. Μάλιστα για χάρη αυτών είναι που αξίζει να χωρίζουν οι άνθρωποι. Γιατί όταν παντρεύτηκαν υποσχέθηκαν αμοιβαία αγάπη κι αφοσίωση. Γιατί τη στιγμή που έκαναν παιδιά υποσχέθηκαν το ίδιο και σε αυτά. Κι όταν αυτή η συνθήκη πάψει να υπάρχει τότε ποιο είναι πιο επώδυνο; Ο χωρισμός ή η παραμονή σε μία αποτυχημένη σχέση; Ποτέ ο ένας δεν μπορεί να στηρίξει σχέση που φτιάχτηκε για δύο. Συνάμα, όταν φορτώνει κανείς το βάρος της ευτυχίας του στον σύντροφο ή τα παιδιά του, τους γεμίζει ενοχές.

Συνάμα, σκεφτείτε πόσο στρεβλά πρότυπα δημιουργεί στα παιδιά για τις σχέσεις και τα φύλα ένα αποτυχημένο γονικό πρότυπο. Κανένα παιδί που έβλεπε τη σχέση των γονιών του να διαλύεται καθημερινά μπροστά στα μάτια του δε θα μπορέσει να πιστέψει στο γάμο και την ουσία του. Δύσκολα θα επιδιώξει ως ενήλικας τη συμβίωση καθώς τη βίωσε σαν συμβιβασμό και καταπίεση. Κι ακόμα χειρότερα, βιώματα ψυχολογικής και σωματικής βίας δημιουργούν θύματα και θύτες τέτοιων αρρωστημένων συμπεριφορών.

Γιατί ευτυχώς για κάποιους και δυστυχώς για κάποιους άλλους, το βίωμα είναι το μέτρο για ό,τι σκεφτόμαστε και κάνουμε. Η οικογένεια είναι αυτή που μας προσδιορίζει θετικά ή αρνητικά ως άτομα. Μπορεί να δημιουργήσει ανθρώπους άρτιους ή ψυχολογικά ανάπηρους. Είναι το σημαντικότερο σημείο αναφοράς στη ζωή για να υποβιβάζεται και να ευτελίζεται από ανθρώπους που ξέχασαν να αγαπούν και να σέβονται. Γιατί αυτή είναι η βάση της συνύπαρξης κι οτιδήποτε πέρα από αυτό είναι συμβιβασμός κι υποκρισία. Η στρουθοκαμηλίστικη επιμονή σε σχέσεις που είτε είναι πλέον φορτικές κι οδυνηρές είτε εντελώς αδιάφορες, μόνο δυστυχία φέρνει. Κι όπως η χαρά, έτσι κι η μιζέρια είναι μεταδοτική.

Παντρεύομαι και κάνω παιδιά συνεπάγεται διπλή ευθύνη. Πρώτον απέναντι στο σύντροφό μου και δεύτερον απέναντι στους ανθρώπους που θα φέρω στον κόσμο. Ευθύνη να τους εξελίσσω, αλλά να εξελίσσομαι και να γίνομαι καλύτερος κι εγώ χάρη σε αυτούς. Συνεπώς τι καλό μπορεί να υπάρξει σε σχέσεις, γάμους κι οικογένειες που έχουν αποποιηθεί αυτής τους της ευθύνης κι υπάρχουν μόνο στο όνομα; Λιτά και κυνικά: τίποτα.

Τα παιδιά δεν είναι ο από μηχανής θεός που θα σώσει μια σχέση, μην ξεγελιέστε. Το να αρνείσαι να δεις την πραγματικότητα δε σημαίνει ότι δεν είναι εκεί. Αν το πρωί που ξυπνάς και το βράδυ που κοιμάσαι δε νιώθεις τυχερός και γεμάτος για αυτόν που μοιράζεσαι το κρεβάτι σου, τότε το πρόβλημα ξαπλώνει ακριβώς δίπλα σου. Αυτός που θεωρεί εαυτόν τακτοποιημένο και βολεμένο σε μια τέτοια ξένη ζωή, καλά κάνει και δεν ευτυχεί. Γιατί την ευτυχία τη διεκδικείς, δε σου παρέχεται.

Η υπερβολική καλοσύνη σχεδόν ποτέ δεν αποφέρει τα ζητούμενα αποτελέσματα

Τα «καλά παιδιά», οι ευγενικές αυτές ψυχές που δεν θέλουν να δυσαρεστήσουν ποτέ κανέναν και είναι πάντα πρόθυμοι και εξυπηρετικοί, παραχωρούν τα προνόμιά τους στους άλλους, δεν λένε όχι και δεν ζητάνε ποτέ τίποτα. Όλοι τους ξέρουμε, όλοι τους αναγνωρίζουμε, όλοι τους συμπαθούμε και όλοι κατά καιρούς πιάνουμε τον εαυτό μας να τους εκμεταλλευόμαστε!

Για μια μεγάλη μερίδα ανθρώπων η καλοσύνη αποτελεί μονόδρομο. Είναι ο μόνος τρόπος για να υπάρχουν και να σχετίζονται. Η αλήθεια όμως είναι ότι για τους περισσότερους η καλοσύνη αντί να διευκολύνει την ψυχολογική υγεία και τις (υγιείς) διαπροσωπικές τους σχέσεις, στέκεται εμπόδιο στο δρόμο για την προσωπική ευχαρίστηση και των ανάπτυξη υγιών σχέσεων.

Το να «είμαι καλός» συχνά σημαίνει να αποσιωπώ τα πραγματικά μου συναισθήματα. Σημαίνει να παραιτούμαι από την ειλικρίνεια στις σχέσεις μου επειδή με καταβάλλει ο φόβος της κριτικής ή της απόρριψης. Ένας «καλός άνθρωπος» μιλάει και φέρεται με τρόπους που πιστεύει ότι θα του προσφέρουν επιδοκιμασία ή τουλάχιστον δεν θα τον φέρουν αντιμέτωπο με το θυμό, την κριτική ή την απόρριψη των άλλων.

Κάποιες φορές έρχονται γνωρίζοντας τη δυσκολία τους να εκφράσουν τις πραγματικές επιθυμίες και ανάγκες τους και το θλιμμένο τους βλέμμα συνοδεύεται από κουβέντες όπως «ίσως πρέπει να πάψω να είμαι τόσο καλός με τους άλλους», «έχω κουραστεί», «δεν αντέχω άλλο να δίνω, έχω στερέψει». Συνήθως όμως έρχονται με αφορμή κάποιο άλλο σύμπτωμα χωρίς να έχουν συνείδηση του πραγματικού προβλήματος.

Κάτι που οι περισσότεροι άνθρωποι δεν γνωρίζουν είναι ότι τα «καλά παιδιά» κινδυνεύουν πολύ περισσότερο από τον υπόλοιπο πληθυσμό να εμφανίσουν μια ποικιλία ψυχολογικών διαταραχών όπως πχ κατάθλιψη, άγχος, ψυχοσωματικά προβλήματα ακόμα και εξαρτήσεις.

Ανάμεσα στους ειδικούς αποτελεί κοινό μυστικό ότι τα εν λόγω ψυχολογικά προβλήματα, -αλλά ακόμα και η εμφάνιση κάποιων «οργανικών» ασθενειών – έχουν συχνά τις ρίζες τους σε καταπιεσμένα συναισθήματα, επιθυμίες και ανάγκες.

Αν κάποιος κάτσει και το σκεφτεί άλλωστε, τέτοιου είδους συμπτώματα μπορεί να αποτελούν τον μοναδικό τρόπο για κάποια άτομα να επιτρέψουν στον εαυτό τους να «μην μπορούν» χωρίς να αναγκαστούν να πουν όχι!

Γιατί όμως κάποιοι άνθρωποι επιλέγουν να καταπιέζουν τον εαυτό τους ασχέτως του προσωπικού κόστους που καλούνται να πληρώσουν;

Η βαθύτερη αιτία, που συνήθως μας οδηγεί σε αυτό τον τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς είναι το συναίσθημα της ενοχής.

Το συναίσθημα της ενοχής είναι ένα σύνθετο συναίσθημα που συνήθως αναπτύσσεται στην τρυφερή παιδική ηλικία, όταν τα άτομα μπορούν πολύ εύκολα να θεωρήσουν τον εαυτό τους υπεύθυνο για όλους και για όλα γύρω τους και πιο συγκεκριμένα για την ευτυχία ή τη δυστυχία της μαμάς και του μπαμπά και που καταλήγουν να κάνουν τα πάντα προκειμένου να τους ευχαριστήσουν.

Όπως όμως τα περισσότερα μοτίβα που αναπτύσσουμε στην τρυφερή αυτή ηλικία μας ακολουθούν και στην υπόλοιπη ενήλικη ζωή μας, έτσι και το αίσθημα ευθύνης για τη ζωή και τα συναισθήματα των άλλων συνεχίζει να μας κατατρέχει επ’ αόριστο, να μας γεμίζει ενοχές και να μας κάνει να δίνουμε τα πάντα προκειμένου να διευκολύνουμε τους άλλους.

Αν νιώθετε ότι είστε υπερβολικά καλός με τους άλλους ή αν σχετίζεστε με ένα άτομο υπερβολικά καλό, αξίζει τον κόπο να θυμάστε ότι δυστυχώς η υπερβολική καλοσύνη σχεδόν ποτέ δεν αποφέρει τα ζητούμενα αποτελέσματα:

Δεν κάνει τις σχέσεις πιο εύκολες, δεν εγγυάται την άνευ άλλων όρων αποδοχή από τους άλλους και δεν βελτιώνει την ποιότητα της ζωής μας. Αντίθετα, μας καταπιέζει, μας τυραννάει και μας γεμίζει θυμό και νευρώσεις.

ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΠΟΛΑΥΣΗ ΣΤΟ ΚΛΑΜΑ

Η αδυναμία της [ανθρώπινης] κατάστασής μας σημαίνει πως δεν είμαστε σε θέση να κάνουμε συνήθη χρήση κανενός πράγματος στη φυσική και απέριττη καθαρότητά του. Τα στοιχεία που απολαμβάνουμε είναι διαβρωμένα, το ίδιο με τα μέταλλα· ακόμα και το χρυσό πρέπει να το νοθεύσουμε με κάποια άλλη ουσία για να τον κάνουμε κατάλληλο να μας εξυπηρετήσει.

Ούτε η απλή αρετή, που ο Αρίστων και ο Πύρρων, καθώς και οι Στωικοί επίσης έθεσαν σκοπό της ζωής, μπορεί να ικανοποιήσει αυτόν το στόχο δίχως κάποια πρόσμειξη, το ίδιο και ο ηδονισμός [που πρέσβευαν] οι Κυρηναϊκοί φιλόσοφοι και ο Αρίστιππος.

Από τις χαρές και τα αγαθά που έχουμε, δεν υπάρχει ούτε ένα απαλλαγμένο από κάποια πρόσμειξη κακού και δυσαρέσκειας.

Κατευθείαν απ’ την πηγή των απολαύσεων
κάτι πικρό αναβρύζει, που μας αγγουσεύει ως και καταμεσίς
στα λουλούδια. (ΛΟΥΚΡΗΤΙΟΣ)

Η υπέρτατη των απολαύσεών μας μοιάζει κάπως με στεναγμό και οιμωγή. Δεν θα λέγατε πως πεθαίνει από οδύνη; Όταν μάλιστα πλάθουμε την εικόνα της στον ύψιστο βαθμό της, τη φτιασιδώνουμε με αρρωστιάρικα επίθετα και οδυνηρές ιδιότητες: λάγγεμα, ατονία, αδυναμία, λιποθυμία, μέγιστη απόδειξη πως είναι ιδιότητες ομόαιμες και ομοούσιες.

Η βαθιά χαρά έχει περισσότερη αυστηρότητα παρά ευθυμία, η άκρα και πλήρης ικανοποίηση περισσότερη νηφαλιότητα παρά ξεφάντωμα.

Ακόμα κι η ευτυχία μάς συντρίβει, αν δεν μετριάζεται. Η ευφροσύνη μάς συνθλίβει. (ΣΕΝΕΚΑΣ)

Το ίδιο εννοεί και ένας αρχαίος στίχος, όταν λέει: “Οι θεοί μάς πουλούν όλα τα καλά που μας δίνουν”, δηλαδή δεν μας δίνουν κανένα καθαρό και τέλειο και που να μην το πληρώνουμε με κάποιο κακό. (ΞΕΝΟΦΩΝ)

Ο μόχθος και η ευχαρίστηση, πολύ ανόμοια από τη φύση τους συνάπτονται με κάποιο ανεξήγητο φυσικό αρμολόγημα.

Ο Σωκράτης λέει πως κάποιος θεός δοκίμασε να σμίξει και να ανακατώσει τον πόνο και την απόλαυση, αλλά μην μπορώντας να τα καταφέρει, αποφάσισε να τα ζευγαρώσει από την ουρά τουλάχιστον. (ΠΛΑΤΩΝ, ΦΑΙΔΩΝ)

Ο Μητρόδωρος έλεγε πως η λύπη νοθευόταν από κάποια ευχαρίστηση. Δεν ξέρω αν ήθελε να πει κάτι άλλο, αλλά από τη μεριά μου φαντάζομαι πράγματι πως υπάρχει ένα στοιχείο πρόθεσης, συγκατάθεσης και αυταρέσκειας στο να τρέφεται κανείς από μελαγχολία (και αφήνω στην άκρη τη φιλοδοξία, που και αυτή μπορεί να ανακατευτεί με τη μελαγχολία). Υπάρχει κάποια χροιά φινέτσας και λεπτότητας που μας χαμογελάει και μας κολακεύει ακόμα και όταν είμαστε αγκαλιά της μελαγχολίας. Μήπως δεν υπάρχουν κάποιοι χαρακτήρες που την έχουν για μοναδική τροφή τους;

Υπάρχει απόλαυση στο κλάμα. (ΟΒΙΔΙΟΣ)

Η φύση μάς αποκαλύπτει αυτή τη νόθευση: οι ζωγράφοι υποστηρίζουν πως οι κινήσεις που δημιουργούν ρυτίδες στο πρόσωπο όταν δείχνουμε πως κλαίμε, φτιάχνουν τις ίδιες ρυτίδες όταν δείχνουμε πως γελάμε. Πράγματι: προσέξτε πώς προχωρεί η ζωγραφιά πριν οι πινελιές σκιαγραφήσουν εντέλει τη μια ή την άλλη συγκίνηση: δεν θα πάψετε να αμφιβάλλετε προς ποια από τις δύο τείνει. Και όταν ξεκαρδιζόμαστε, το γέλιο μας ανακατεύεται με τα δάκρυα.

Δεν υπάρχει κακό δίχως αντιστάθμισμα. (ΣΕΝΕΚΑΣ, Επιστολές. Πρόκειται για το ελληνικό “ οὐδέν κακόν ἀμιγές καλοῦ”).

Όταν με ευσυνειδησία εξομολογούμαι στον εαυτό μου, βρίσκω πως η καλύτερη καλοσύνη που έχω μέσα μου, έχει κάποια κηλίδα κακού. Και φοβάμαι πως ο Πλάτων, ακόμα και στην πλέον ανθούσα αρετή του (και το λέω εγώ που είμαι ο ειλικρινέστερος και πιστότερος θαυμαστής της Αρετής, καθώς και όλων των παρόμοιας υφής αρετών), αν την αφουγκραζόταν από κοντά (και την αφουγκραζόταν από κοντά) θα είχε πιάσει κάποιον παράταιρο ήχο ανθρώπινης νόθευσης, ήχο σκοτεινό όμως, που μόνος αυτός θα έπιανε. Ο άνθρωπος, σε όλα και παντού, δεν είναι παρά μπαλώματα και παρδαλοχρωμία.

Ακόμα και οι νόμοι της δικαιοσύνης δεν μπορούν να σταθούν δίχως κάποια πρόσμιξη αδικίας· και ο Πλάτων λέει πως επιχειρούν να κόψουν το κεφάλι της Ύδρας εκείνοι που έχουν την αξίωση να αφαιρέσουν από τους νόμους όλα τα στραβά και όλα τα μειονεκτήματα (νομοθετοῦντές τε οἶα ἄρτι διήλθομεν καί ἐπανορθοῦντες, ἀεί οἰόμενοί τι πέρας εὑρήσειν περί τά ἐν τοῖς συμβολαίοις κακουργήματα καί περί ἅ νυνδή ἐγώ ἔλεγον, ἀγνοοῦντες ὅτι τῶ ὂντι ὥσπερ Ὕδραν τέμνουσιν. ΠΛΑΤΩΝ, Πολιτεία, 426e)

Υπάρχει όριο στη διαιρετότητα;

Η Πραγματικότητα Δεν Είναι Αυτό Που Φαίνεται

Ο Ρίτσαρντ Φάινμαν, ο μεγαλύτερος φυσικός του δευτέρου μισού του εικοστού αιώνα, έγραψε στην αρχή των υπέροχων εισαγωγικών μαθημάτων του φυσικής:

Εάν, σε κάποιον κατακλυσμό, καταστρεφόταν όλη η επιστημονική γνώση, και μόνο μία πρόταση δια σωζόταν για τις επόμενες γενιές, ποια πρόταση θα περιείχε τις περισσότερες πληροφορίες με τις λιγότερες δυνατές λέξεις; Πιστεύω ότι είναι η ατομική υπόθεση, ή το ατομικό γεγονός, ή όπως αλλιώς θέλετε να το πείτε, ότι, δηλαδή, όλα τα πράγματα είναι φτιαγμένα από άτομα — μικρά σωματίδια τα οποία βρίσκονται σε διαρκή κίνηση, που έλκονται μεταξύ τους όταν βρίσκονται σε μικρή απόσταση αλλά απωθούνται όταν πιέζονται το ένα πάνω στο άλλο. Σε αυτή τη μία πρόταση θα βρείτε μια τεράστια ποσότητα πληροφορίας για τον κόσμο, εάν απλά χρησιμοποιήσετε λίγη φαντασία και σκέψη.

Χωρίς καμία γνώση σύγχρονης φυσικής, ο Δημόκριτος είχε ήδη καταλήξει στην ιδέα ότι τα πάντα αποτελούνται από αδιαίρετα σωματίδια. Πως τα κατάφερε;

Διατύπωσε επιχειρήματα βασισμένα στην παρατήρηση. Για παράδειγμα, φαντάστηκε, ορθά, ότι η φθορά ενός τροχού, ή το στέγνωμα των ρούχων σε ένα σχοινί, θα μπορούσε να οφείλεται στην αργή αποδέσμευση σωματιδίων ξύλου η νερού. Διέθετε όμως και επιχειρήματα φιλοσοφικής φύσεως. Ας εστιάσουμε σε αυτά, γιατί η ισχύς τους φτάνει μέχρι και την κβαντική βαρύτητα.

Ο Δημόκριτος επεσήμανε ότι η ύλη δε θα μπορούσε να είναι ένα συνεχές όλον, διότι ο ισχυρισμός ότι θα πρέπει να είναι έτσι φαντάζει αντιφατικός. Γνωρίζουμε για το σκεπτικό του Δημόκριτου γιατί μας το αναφέρει ο Αριστοτέλης. Φανταστείτε, λέει ο Δημόκριτος, ότι η ύλη είναι απείρως διαιρετή, ότι δηλαδή μπορεί να διαιρεθεί άπειρες φορές. Φανταστείτε λοιπόν ότι διαιρείτε ένα υλικό σώμα επ’ άπειρον. Τι θα απέμενε στο τέλος;

Θα μπορούσαν να απομείνουν μικρά σωματίδια με συγκεκριμένες διαστάσεις; Όχι, γιατί εάν συνέβαινε αυτό, τα συγκεκριμένα σωματίδια δε θα διαιρούνταν επ άπειρον. Συνεπώς, θα απέμεναν μόνο σημεία χωρίς διαστάσεις. Ας προσπαθήσουμε όμως τώρα να ξαναφτιάξουμε το αρχικό υλικό σώμα ξεκινώντας από αυτά τα σημεία: συνενώνοντας δύο σημεία χωρίς διαστάσεις δεν μπορούμε να λάβουμε ένα σώμα με διαστάσεις, ούτε συνενώνοντας τρία, ακόμη και τέσσερα σημεία. Για την ακρίβεια, όσα σημεία κι αν συνενώσουμε, ποτέ δε θα λάβουμε αντικείμενο με διαστάσεις, αφού τα σημεία δεν έχουν διαστάσεις. Συνεπώς, είναι αδύνατον η ύλη να αποτελείται από σημεία χωρίς διαστάσεις, γιατί ανεξάρτητα από το πόσα τέτοια σημεία θα συνενώσουμε, ποτέ δε θα λάβουμε ένα σώμα με πραγματικές διαστάσεις. Το μοναδικό ενδεχόμενο, συμπεραίνει ο Δημόκριτος, είναι κάθε υλικό σώμα να αποτελείται από ένα πεπερασμένο πλήθος διακριτών κομματιών τα οποία είναι αδιαίρετα και έχουν πεπερασμένο μέγεθος: τα άτομα.

Αυτός ο περίπλοκος τρόπος επιχειρηματολογίας προϋπήρχε του Δημόκριτου. Τον συναντούμε στην περιοχή της Καμπάνιας στη νότια Ιταλία, σε μια πόλη που ονομάζεται Βέλια, η οποία τον 5ο αιώνα πχ ήταν μια ακμάζουσα ελληνική αποικία με την ονομασία Ελέα. Εκεί ζούσε ο Παρμενίδης, ο φιλόσοφος – που είχε πάρει κατά γράμμα —σε υπερβολικό ίσως βαθμό— τον ορθολογισμό της Μιλήτου και την ιδέα που είχε γεννηθεί εκεί, ότι η λογική μπορεί να μας αποκαλύψει πώς ενδέχεται τα πράγματα να διαφέρουν απ’ αυτό που φαίνονται

Ο Παρμενίδης είχε εξερευνήσει μια οδό προς την αλήθεια χρησιμοποιώντας αποκλειστικά την καθαρή λογική, μονοπάτι που τον οδήγησε στη δήλωση ότι όλα τα φαινόμενα είναι απατηλά, ανοίγοντας έτσι μια κατεύθυνση στη σκέψη που προοδευτικά θα οδηγούσε προς τη μεταφυσική και θα απομακρυνόταν από αυτό που θα γινόταν γνωστό ως «φυσική επιστήμη». Ο μαθητής του, ο Ζήνωνας, επίσης από την Ελέα, είχε χρησιμοποιήσει πολύπλοκα επιχειρήματα για να υποστηρίξει αυτό τον θεμελιώδη ορθολογισμό, ο οποίος αρνείται συνολικά την αξιοπιστία των φαινομένων. Ανάμεσα σε εκείνα τα επιχειρήματα περιλαμβανόταν μια σειρά από παράδοξα που έγιναν γνωστά ως «παράδοξα του Ζήνωνα». Σκοπός τους, να δείξουν ότι όλα τα φαινόμενα είναι απατηλά, υποστηρίζοντας ότι η τετριμμένη έννοια της κίνησης είναι εντέλει παράλογη.

Το διασημότερο από τα παράδοξα του Ζήνωνα έχει τη μορφή σύντομου μύθου:

η χελώνα προκαλεί τον Αχιλλέα σε έναν αγώνα ταχύτητας, ξεκινώντας με ένα πλεονέκτημα δέκα μέτρων. Θα καταφέρει ο Αχιλλέας να προφτάσει τη χελώνα; Ο Ζήνων υποστηρίζει πως, σύμφωνα με την αυστηρή λογική, δε θα το καταφέρει ποτέ. Για να την προφτάσει, ο Αχιλλέας πρέπει να διανύσει δέκα μέτρα, και για να το πετύχει Οα περάσει ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Κατά τη διάρκεια του, η χελώνα θα έχει προχωρήσει μερικά εκατοστά. Ο Αχιλλέας, για να καλύψει αυτά τα επιπλέον εκατοστά, θα χρειαστεί λίγο ακόμα χρόνο αλλά, στο μεταξύ, η χελώνα θα έχει προχωρήσει παραπέρα, και ούτω καθεξής, επ’ άπειρον. Για να φτάσει λοιπόν ο Αχιλλέας τη χελώνα απαιτείται ένα άπειρο πλήθος τέτοιων χρονικών διαστημάτων και ένα άπειρο πλήθος, υποστηρίζει ο Ζήνωνας, αντιστοιχεί σε ένα άπειρο χρονικό διάστημα. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την αυστηρή λογική, ο Αχιλλέας θα χρειαστεί άπειρο χρόνο για να φτάσει τη χελώνα, ή αλλιώς, δε θα τον δούμε ποτέ να τα καταφέρνει. Από τη στιγμή, όμως, που βλέπουμε τον γρήγορο Αχιλλέα να φτάνει και να προσπερνά όσες χελώνες θέλει, έπεται πως όσα βλέπουμε είναι παράλογα, και κατά συνέπεια, απατηλά.

Ας είμαστε ειλικρινείς: τούτο το επιχείρημα δύσκολα μας πείθει. Πού όμως βρίσκεται το λάθος; Ίσως ο Ζήνωνας να κάνει λάθος γιατί δεν είναι αλήθεια πως όταν συσσωρεύουμε ένα άπειρο πλήθος πραγμάτων καταλήγουμε σε ένα άπειρο πράγμα. Σκεφτείτε ότι παίρνουμε μια χορδή, ότι την κόβουμε στη μέση, μετά την ανακόβουμε, και ούτω καθεξής, επ άπειρον. Στο τέλος, θα έχουμε ένα άπειρο πλήθος από μικρά κομμάτια της χορδής. Ωστόσο, αν αθροίσουμε τα μήκη όλων αυτών των κομματιών, το αποτέλεσμα θα είναι πεπερασμένο, αφού το συνολικό μήκος δεν μπορεί να ξεπεράσει το μήκος της αρχικής χορδής. Άρα, από ένα άπειρο πλήθος χορδών προκύπτει μια πεπερασμένη χορδή. Ένα άπειρο πλήθος διαρκώς μικρότερων χρονικών διαστημάτων ισοδυναμεί ένα πεπερασμένο συνολικό χρονικό διάστημα, και έτσι ο ήρωας του μύθου μας, ακόμα κι αν χρειαστεί να διανύσει ένα άπειρο πλήθος διαρκώς μικρότερων αποστάσεων, θα τις καλύψει μέσα σε ένα πεπερασμένο χρονικό διάστημα και τελικά θα προφτάσει τη χελώνα.

Το παράδοξο φαίνεται να λύνεται. Η λύση, δηλαδή βρίσκεται στην ιδέα του συνεχούς — στο ότι, δηλαδή μπορεί να υπάρχουν αυθαίρετα μικρά χρονικάδιαστήματα, ένα άπειρο πλήθος των οποίων ισοδυναμεί με ένα πεπερασμένο συνολικό χρονικό διάστημα .Ο Αριστοτέλης είναι ο πρώτος που αντιλαμβάνεται διαισθητικά ένα τέτοιο ενδεχόμενο, το οποίο αργότερα αναπτύσσεται από αρχαίους και σύγχρονους από αρχαίους και σύγχρονους μαθηματικούς.

Είναι όμως αυτή η λύση και στον πραγματικό κόσμο; Υπάρχουν πράγματι αυθαίρετα μικρές χορδές Μπορούμε πραγματικά να κόψουμε μια χορδή όσες φορές θέλουμε-, Υπάρχουν απείρως μικρά χρονικά διαστήματα; Αυτό ακριβώς το πρόβλημα θα κληθεί να αντιμετωπίσει η κβαντική βαρύτητα.

Σύμφωνα με την παράδοση, ο Ζήνωνας είχε συναντήσει τον Λεύκιππο και είχε γίνει δάσκαλός του. Ο Λεύκιππος συνεπώς πρέπει να γνώριζε τα αινίγματα του Ζήνωνα. Αλλά είχε επινοήσει έναν διαφορετικό τρόπο επίλυσής τους. Ίσως, υποστηρίζει ο Λεύκιππος, τίποτα δεν είναι αυθαίρετα μικρό: ίσως υπάρχει ένα κατώτατο όριο στη διαιρετότητα.

Το σύμπαν δεν είναι συνεχές αλλά κοκκώδες. Με απείρως μικρά σημεία, θα ήταν αδύνατον να δημιουργήσουμε αντικείμενα με διαστάσεις, όπως είδαμε και στο προαναφερθέν επιχείρημα του Δημόκριτου, που μας εκθέτει ο Αριστοτέλης. Συνεπώς, το μήκος της χορδής προκύπτει από ένα πεπερασμένο πλήθος πεπερασμένων αντικειμένων με πεπερασμένο μέγεθος. Η χορδή δεν μπορεί να κοπεί όσες φορές θέλουμε: η ύλη δεν είναι συνεχής αλλά αποτελείται από μεμονωμένα «άτομα» πεπερασμένου μεγέθους.

Είτε το παραπάνω επιχείρημα είναι αληθές είτε όχι το συμπέρασμα του —όπως γνωρίζουμε σήμερα κρύβει πολλή αλήθεια. Η ύλη έχει πράγματι μια ατομική δομή. Εάν χωρίσω στα δύο μια σταγόνα νερού, θα πάρω δύο σταγόνες νερού. Μπορώ να διαιρέσω πάλι κάθε μία από αυτές τις δύο σταγόνες, και ούτε καθ' εξής. Αλλά δεν μπορώ να συνεχίσω επ'  άπειρον. Κάποια στιγμή, θα καταλήξω σε ένα μόνο μόριο εκεί θα σταματήσω. Δεν υπάρχουν σταγόνες νερού μικρότερες από ένα μόνο μόριο νερού.

Πως το γνωρίζουμε αυτό σήμερα; Οι ενδείξεις συγκεντρώνονται εδώ και αιώνες, οι περισσότερες προερχόμενες από τη χημεία. Οι χημικές ενώσεις είναι συνδυασμοί στοιχείων που ενώνονται μεταξύ τους με διαφορετικές (ακέραιες) αναλογίες. Σύμφωνα με τα διδάγματα των χημικών, οι ουσίες συνίστανται από μόρια αποτελούμενα από καθορισμένους συνδυασμούς ατόμων. Το νερό για παράδειγμα—Η20 συνίσταται από δύο μέρη υδρογόνου και ένα μέρος οξυγόνου.

Αλλά αυτά είναι απλώς ενδείξεις. Ακόμα και στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, πολλοί επιστήμονες και φιλόσοφοι δε θεωρούσαν αξιόπιστη την ατομική υπόθεση. Ανάμεσά τους και ο φημισμένος φυσικός και φιλόσοφος Ερνστ Μαχ, του οποίου οι ιδέες για , ον χώρο θα ασκούσαν μεγάλη επίδραση στον Αϊνστάιν. Στο τέλος μια ομιλίας του Λούντβιχ Μπόλτσμαν στην Αυτοκρατορική Ακαδημία Επιστημών στη Βιέννη, ο Μαχ σηκώθηκε και φώναξε μπροστά σε όλους: «Δεν πιστεύω ότι υπάρχουν άτομα!». Αυτό έγινε το 1897. Πολλοί, σαν τον Μαχ, θεωρούσαν τον χημικό συμβολισμό απλώς μια συμβατική μέθοδο σύνοψης των νομών των χημικών αντιδράσεων — όχι ένδειξη ότι πράγματι υπάρχουν μόρια νερού αποτελούμενα από δύο άτομα υδρογόνου και ένα άτομο οξυγόνου. Δεν μπορείς να δεις τα άτομα, υποστήριζαν. Τα άτομα δε θα τα δούμε ποτέ, έλεγαν. Και έπειτα, ρωτούσαν, πόσο μεγάλο θα ήταν ένα άτομο; Ο Δημόκριτος δε θα μπορούσε ποτέ να μετρήσει το μέγεθος των ατόμων του…

Όμως κάποιος άλλος μπόρεσε. Η οριστική απόδειξη της «ατομικής υπόθεσης» έπρεπε να περιμένει μέχρι το 1905. Δόθηκε από έναν επαναστάτη είκοσι πέντε ετών, που είχε σπουδάσει φυσική αλλά δεν είχε καταφέρει να βρει δουλειά ως επιστήμονας και έβγαζε το ψωμί του ως υπάλληλος σε γραφείο ευρεσιτεχνιών στη Βέρνη. Στο υπόλοιπο βιβλίο θα μιλήσω εκτενώς για αυτό τον νεαρό, καθώς και για τα τρία άρθρα που έστειλε στο εγκυρότερο περιοδικό φυσικής της εποχής του, το Annalen der Physik Το πρώτο από αυτά τα άρθρα περιλάμβανε την οριστική απόδειξη ότι τα άτομα υπάρχουν, καθώς και τον υπολογισμό των διαστάσεών τους, δίνοντας έτσι λύση στο πρόβλημα που είχε τεθεί από τον Λεύκιππο και τον Δημόκριτο είκοσι τρεις αιώνες νωρίτερα.

Το όνομα αυτού του εικοσιπεντάχρονου νεαρού ήταν —όπως θα έχετε ήδη καταλάβει —Άλμπερτ Αϊνστάιν.

Πως τα κατάφερε; Η ιδέα είναι απρόσμενα απλή. O οποιοσδήποτε θα μπορούσε να την είχε σκεφτεί, ήδη από την εποχή του Δημόκριτου αλλά και πιο μετά, εάν φυσικά διέθετε την οξύνοια του Αϊνστάιν και ικανό επίπεδο στα μαθηματικά για να εκτελέσει έναν όχι και τόσο εύκολο υπολογισμό. Η ιδέα έχει λοιπόν ως εξής ‘’εάν παρατηρήσουμε από πολύ κοντά και με μεγάλη προσοχή πολύ μικρά σωματίδια, όπως κόκκους σκόνης ή γύρης που αιωρούνται στον ακίνητο αέρα ή επιπλέουν στην επιφάνεια του νερού, θα τα δούμε να τρεμοπαίζουν, να χορεύουν. Εκτελούν μια τρομώδη κίνηση και, διαγράφοντας διαρκώς ζικ ζακ, μετατοπίζονται αργά και απομακρύνονται σταδιακά από το σημείο εκκίνησής τους. Αυτή η κίνηση των σωματιδίων σε ένα ρευστό ονομάζεται κίνηση Μπράουν, ονομασία που έλαβε από τον Ρόμπερτ Μπράουν, τον βιολόγο που την περιέγραψε λεπτομερειακός τον δέκατο ένατο αιώνα.

Το λεπτό σημείο είναι το ακόλουθο: Ο αέρας αποτελείται από ένα τεράστιο πλήθος μορίων. Κατά μέσο όρο, όσα χτυπούν τον κόκκο από τα αριστερά τόσα τον χτυπούν και από τα δεξιά. Εάν τα μόρια του αέρα ήταν απείρως μικρά και απειράριθμα, οι επιδράσεις των συγκρούσεων από αριστερά και από δεξιά θα εξισορροπούνταν και θα εξουδετερώνονταν κάθε στιγμή, και έτσι ο κόκκος δε θα κινούνταν. Όμως το πεπερασμένο μέγεθος των μορίων -το γεγονός ότι υπάρχει ένα πεπερασμένο και όχι ένα άπειρο πλήθος τους— επιφέρει διακυμάνσεις (αυτή είναι η λέξη κλειδί): δηλαδή, οι συγκρούσεις δεν αλληλοεξουδετερώνονται ποτέ ακριβώς, αλλά μόνο κατά μέσο ορό. Ας φανταστούμε προς στιγμήν ότι το πλήθος των μορίων είναι μικρό και το μέγεθος τους μεγάλο: θα βλέπαμε ξεκάθαρα τον κόκκο να δέχεται περιστασιακά κάποια πλήγματα. Ένα από τα δεξιά, ένα από τα αριστερά… Μεταξύ δύο διαδοχικών συγκρούσεων θα κινούνταν ευθύγραμμα για μια σχετικά μεγάλη απόσταση, όπως η μπάλα που κλοτσάνε τα παιδιά στις αλάνες. Από την άλλη μεριά, όσο πιο μικρά τα μόρια, τόσο μικρότερο το χρονικό διάστημα ανάμεσα στις συγκρούσεις και τόσο εντονότερη η εξισορρόπηση και η απόσβεση των πληγμάτων από τις διαφορετικές κατευθύνσεις. Και τόσο μικρότερα τα ευθύγραμμα διαστήματα που θα διάνυε ο κόκκος.

Είναι πράγματι δυνατόν, κάνοντας χρήση μαθηματικών, να εργαστούμε αντίστροφα: από την παρατηρούμενη κίνηση του κόκκου προς τις διαστάσεις των μορίων. Ο Αϊνστάιν το πετυχαίνει, όπως είπαμε, στην ηλικία των είκοσι πέντε ετών. Από παρατηρήσεις κόκκων που τρεμοπαίζουν σε ρευστά, από μετρήσεις της μετατόπισής τους, υπολογίζει τις διαστάσεις των ατόμων του Δημοκρίτου, των στοιχειωδών κόκκων από τους οποίους αποτελείται η ύλη. Έρχεται να καταδείξει, 2.300 χρονιά μετά, την ακρίβεια και τη διορατικότητα του Δημόκριτου: η ύλη είναι κοκκώδης.

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της

8. Η τέχνη της Ελληνιστικής εποχής


Η Ελληνιστική εποχή είναι η περίοδος κατά την οποία κυριαρχούν στην ελληνική και τη διεθνή πολιτική σκηνή τα κράτη που προέκυψαν από τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Στα κράτη αυτά πρέπει να προστεθεί ήδη από το πρώτο μισό του 3ου αιώνα π.Χ. η Ρώμη, η οποία, αφού υπέταξε την Ιταλία και νίκησε μετά από μακροχρόνιους πολέμους τη μεγάλη της αντίπαλο, την Καρχηδόνα, επεξέτεινε την επιρροή της και στη συνέχεια τη στρατιωτική και την πολιτική κυριαρχία της σε ολόκληρη τη Μεσόγειο και πέρα από αυτήν. Από τον 1ο αιώνα π.Χ. ως το τέλος της Αρχαιότητας η Ρώμη υπήρξε η μόνη μεγάλη δύναμη στην Ευρώπη, τη δυτική Ασία και τη βόρεια Αφρική. Οι σημαντικές αυτές πολιτικές ανακατατάξεις είναι ο λόγος για τον οποίο δεχόμαστε ότι η ελληνιστική εποχή αρχίζει με τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου (323 π.Χ.) και τελειώνει με τη ναυμαχία του Ακτίου (31 π.Χ.), στην οποία ο Οκταβιανός νίκησε οριστικά τον Αντώνιο και την Κλεοπάτρα και κατέλυσε το τελευταίο από τα βασίλεια που είχαν προκύψει από το μοίρασμα του τεράστιου κράτους του Αλεξάνδρου μεταξύ των διαδόχων του, το βασίλειο των Πτολεμαίων στην Αίγυπτο.

Η δημιουργία μεγάλων σε έκταση και πλούσιων βασιλείων με Ελληνική διοίκηση στις χώρες που είχε κατακτήσει ο Αλέξανδρος συνέβαλε στη γρήγορη εξάπλωση του ελληνικού πολιτισμού σε νέες περιοχές, πέρα από την αρχική του κοιτίδα και τη σφαίρα επιρροής του, ιδιαίτερα στην Ανατολή φτάνοντας ως την Ινδία. Την ίδια περίοδο στην Ελλάδα οι παλιές πόλεις-κράτη, ακόμη και οι μεγαλύτερες, χάνουν σιγά σιγά τη δυνατότητα να ασκούν αυτόνομη εξωτερική πολιτική και αναγκάζονται είτε να υποταχθούν σε ισχυρούς ηγεμόνες των νέων βασιλείων και να συμπράξουν μαζί τους, είτε να ενισχύσουν τους μεταξύ τους δεσμούς, δημιουργώντας τοπικές συνομοσπονδίες. Εξαίρεση αποτελεί η Ρόδος, που κατόρθωσε να γίνει μεγάλη ναυτική και εμπορική δύναμη στην ανατολική Μεσόγειο.

Παρά την οικονομική και πολιτική εξάρτησή τους από ξένες δυνάμεις, οι Ελληνικές πόλεις δεν έπεσαν στην αφάνεια ούτε έχασαν την ανεξαρτησία τους και τους θεσμούς τους· ορισμένες μάλιστα, όπως η Αθήνα, αντιστάθμισαν τη χαμένη τους δύναμη κερδίζοντας πνευματική και καλλιτεχνική ακτινοβολία. Είναι αλήθεια όμως ότι η κατασκευή πολυτελών κτισμάτων και η παραγωγή λαμπρών έργων τέχνης μεταφέρθηκε στα νέα μεγάλα και πλούσια αστικά κέντρα που δημιούργησαν ο Αλέξανδρος και οι διάδοχοι του, όπως η Αλεξάνδρεια, η Αντιόχεια και το Πέργαμον. Άλλωστε, και στα μεγάλα πανελλήνια ιερά και στις Ελληνικές πόλεις της κυρίως Ελλάδας και της Μικράς Ασίας τα νέα μνημεία που κατασκευάζονται είναι σε πολλές περιπτώσεις δωρεές και αφιερώματα πλούσιων ηγεμόνων. Στην τέχνη η χρήση νέων και πολυτελών υλικών συναγωνίζεται συχνά τη δεξιοτεχνία των δημιουργών. Παράλληλα, η Ελληνική τέχνη εμπλουτίζεται με στοιχεία δανεισμένα από την τέχνη και τον πολιτισμό των κατακτημένων χωρών.

Η εμφάνιση των Ρωμαίων στην Ελληνική πολιτική σκηνή δεν είχε άμεσες συνέπειες για την εξέλιξη της τέχνης και του πολιτισμού. Οι Ρωμαίοι μπορεί να επέβαλαν με τα όπλα την εξουσία τους στον ελληνικό κόσμο, ενστερνίστηκαν όμως σε μεγάλο βαθμό την πολιτιστική και την καλλιτεχνική του παράδοση. Τη γνώμη ότι οι Έλληνες υπερείχαν στον πολιτισμό και στην τέχνη τη διατύπωσε σύντομα και περιεκτικά ο ποιητής Οράτιος στα χρόνια του αυτοκράτορα Αυγούστου (Epistulae 2.1.156): «Η κατακτημένη Ελλάδα υπέταξε τον αγροίκο νικητή της και εισήγαγε τις τέχνες στο απολίτιστο Λάτιο.» Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η ρωμαϊκή κατάκτηση της Ελλάδας δεν αποτελεί τομή στην πολιτιστική και την καλλιτεχνική εξέλιξη του αρχαίου κόσμου. Από την άλλη μεριά αρκετοί Έλληνες, ιδιαίτερα της ανώτερης τάξης, έβλεπαν ευνοϊκά την επέκταση της ρωμαϊκής κυριαρχίας.

Συνέπεια των νέων πολιτικών και κοινωνικών δεδομένων που επικράτησαν στην ελληνιστική εποχή είναι ότι η τέχνη δεν ακολουθεί πλέον μια ενιαία γραμμή εξέλιξης, αλλά διαμορφώνεται διαφορετικά από περιοχή σε περιοχή του γεωγραφικά πολύ ευρύτερου πλέον ελληνικού κόσμου. Για τον λόγο αυτό από τη σύντομη εξέταση της Ελληνιστικής τέχνης που ακολουθεί θα προκύψει η εικόνα μιας ανομοιογενούς καλλιτεχνικής παραγωγής με λίγα σχετικά κοινά χαρακτηριστικά. Αντί για μια ενιαία πορεία εξέλιξης, η επισκόπησή μας θα αναδείξει μια μεγάλη ποικιλία θεμάτων και τεχνοτροπιών. Επόμενο είναι η παρουσίαση να στηριχθεί σε παραδείγματα από διαφορετικές περιοχές, που δεν έχουν μεταξύ τους πολλές ομοιότητες. Υπάρχουν, ωστόσο, παρά τις διαφορές, δύο στοιχεία που μπορεί να διακρίνει κανείς σε όλα σχεδόν τα μνημειακά έργα και τα αρχιτεκτονικά σύνολα της ελληνιστικής εποχής: η θεατρικότητα και η προσπάθεια να αναδειχθεί η ανθρώπινη παρέμβαση στο φυσικό περιβάλλον. Στην αρχιτεκτονική η διάθεση για θεατρικότητα και εντυπωσιασμό οδήγησε στην κατασκευή πλούσια διακοσμημένων και επιβλητικών προσόψεων που δεν έχουν πάντοτε οργανική σύνδεση με τα κτήρια· στη γλυπτική ώθησε τους καλλιτέχνες να δημιουργήσουν έντονα κινημένες και πλη­θωρικές μορφές και συνθέσεις που μοιάζουν να κινούνται ελεύθερα στον χώρο. Οι καλλιτεχνικές αυτές επιλογές οδήγησαν τους αρχαιολόγους να παραλληλίσουν την Ελληνιστική τέχνη, ιδιαίτερα εκείνη του πρώτου μισού του 2ου αιώνα π.Χ., με το ευρωπαϊκό μπαρόκ του 17ου και των αρχών του 18ου αιώνα, και δικαιολογούν τον χαρακτηρισμό αυτής της τέχνης ως Ελληνιστικό μπαρόκ.

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΑΙΣΧΙΝΗΣ, ΚΑΤΑ ΤΙΜΑΡΧΟΥ

ΑΙΣΧΙΝ 1.192–195

Η σημασία της καταδικαστικής απόφασης – Η ηθική ποιότητα των υπερασπιστών του Τίμαιου

Στο τελευταίο τμήμα του λόγου αυτού ο Αισχίνης απευθύνθηκε στους συμπολίτες του και, μέσω ρητορικών ερωτήσεων ή της ανακεφαλαίωσης των κύριων επιχειρημάτων του, προσπάθησε να τους κατευθύνει σε καταδικαστική για τον Τίμαρχο απόφαση. Πριν από την επιλογική παράγραφο τονίζει:

[192] Εὖ δ’ ἐπίστασθε, καί μοι σφόδρα τὸ μέλλον ῥηθήσε-
σθαι διαμνημονεύετε, εἰ μὲν δώσει τῶν ἐπιτηδευμάτων
Τίμαρχος δίκην, ἀρχὴν εὐκοσμίας ἐν τῇ πόλει κατασκευά-
σετε· εἰ δ’ ἀποφεύξεται, κρείττων ἦν ὁ ἀγὼν μὴ γεγενη-
μένος. πρὶν μὲν γὰρ εἰς κρίσιν Τίμαρχον καταστῆναι,
φόβον τισὶ παρεῖχεν ὁ νόμος καὶ τὸ τῶν δικαστηρίων
ὄνομα· εἰ δ’ ὁ πρωτεύων βδελυρίᾳ καὶ γνωριμώτατος
εἰσελθὼν περιγενήσεται, πολλοὺς ἁμαρτάνειν ἐπαρεῖ, καὶ
τελευτῶν οὐχ ὁ λόγος, ἀλλ’ ὁ καιρὸς ὑμᾶς ἐξοργιεῖ. [193] μὴ οὖν
εἰς ἁθρόους, ἀλλ’ εἰς ἕνα ἀποσκήψατε, καὶ τὴν παρασκευὴν
καὶ τοὺς συνηγόρους αὐτῶν παρατηρεῖτε· ὧν οὐδενὸς ἐγὼ
ὀνομαστὶ μνησθήσομαι, ἵνα μὴ ταύτην ἀρχὴν τοῦ λόγου
ποιήσωνται, ὡς οὐκ ἂν παρῆλθον, εἰ μή τις αὐτῶν ὀνομαστὶ
ἐμνήσθη. ἀλλ’ ἐκεῖνο ποιήσω· ἀφελὼν τὰ ὀνόματα, διεξιὼν
δὲ τὰ ἐπιτηδεύματα, καὶ τὰ σώματα αὐτῶν γνώριμα κατα-
στήσω. ἔσται δ’ αὐτὸς ἑαυτῷ ἕκαστος αἴτιος, ἐὰν δεῦρο
ἀναβῇ καὶ ἀναισχυντῇ. [194] τούτῳ γὰρ παρίασιν ἐκ τριῶν εἰδῶν
συνήγοροι, οἱ μὲν ταῖς καθ’ ἡμέραν δαπάναις ἀνηλωκότες
τὰς πατρῴας οὐσίας, οἱ δὲ ταῖς ἡλικίαις καὶ τοῖς ἑαυτῶν
σώμασιν οὐ καλῶς κεχρημένοι, καὶ δεδιότες οὐ περὶ
Τιμάρχου, ἀλλὰ περὶ ἑαυτῶν καὶ τῶν ἐπιτηδευμάτων μή
ποτε εἰς κρίσιν καταστῶσιν· ἕτεροι δ’ ἐκ τῶν ἀκολάστων
καὶ τῶν τοῖς τοιούτοις κεχρημένων ἀφθόνως, ἵνα ταῖς
βοηθείαις αὐτῶν πιστεύοντες ῥᾷόν τινες ἐξαμαρτάνωσιν.
[195] ὧν πρὶν τῆς συνηγορίας ἀκοῦσαι τοὺς βίους ἀναμιμνῄσκε-
σθε, καὶ τοὺς μὲν εἰς τὰ σώματα ἡμαρτηκότας μὴ ὑμῖν
ἐνοχλεῖν, ἀλλὰ παύσασθαι δημηγοροῦντας κελεύετε· οὐδὲ
γὰρ ὁ νόμος τοὺς ἰδιωτεύοντας, ἀλλὰ τοὺς πολιτευομένους
ἐξετάζει· τοὺς δὲ τὰ πατρῷα κατεδηδοκότας ἐργάζεσθαι
καὶ ἑτέρωθεν κτᾶσθαι τὸν βίον κελεύετε· τοὺς δὲ τῶν νέων,
ὅσοι ῥᾳδίως ἁλίσκονται, θηρευτὰς ὄντας εἰς τοὺς ξένους
καὶ τοὺς μετοίκους τρέπεσθαι κελεύετε, ἵνα μήτ’ ἐκεῖνοι
τῆς προαιρέσεως ἀποστερῶνται μήθ’ ὑμεῖς βλάπτησθε.