Περισσότερο γνωστές ως Μινυάδες οι τρεις κόρες του Μινύα παρά με τα ονόματά τους η καθεμιά από τις τρεις, εμπλέκονται σε μια ιστορία τιμωρίας* από τον Διόνυσο για την περιφρόνηση που έδειξαν στην τέλεση των λατρευτικών πρακτικών τους, όπως πολλά μέλη βασιλικών οικογενειών της Βοιωτίας (κι ας καταγόταν ο Διόνυσος από τη Θήβα).
Από την πλευρά του πατέρα τους έχουν μια σπουδαία καταγωγή. Ο Μινύας από τον Ορχομενό της Βοιωτίας ήταν ο επώνυμος ήρωας των Μινυών, όπως ονομάζονταν οι κάτοικοι του Ορχομενού την ομηρική εποχή, πλούσιος πολύ και ο πρώτος Έλληνας που κατείχε θησαυρό. Παππούς ή προπάππος τους ήταν ο Ποσειδώνας, μητέρα τους η Ευρυγάνεια, κόρη του Υπέρφαντα, ενώ οι αδελφοί τους ήταν ήρωες, κάποιοι επώνυμοι, όπως ο Ορχομενός, και οι αδελφές τους σύζυγοι και μητέρες ηρώων.
Τα ονόματά τους ήταν Αλκοθόη, Αρσίππη, Λευκίππη.
Εργατικές και πολύ προκομμένες, προτίμησαν σε κάποια γιορτή του Διόνυσου να μείνουν στο σπίτι τους κλώθοντας και υφαίνοντας, την ώρα που οι άλλες γυναίκες του Ορχομενού βάκχευαν** τρέχοντας στα βουνά· μάλιστα οι Μινυάδες κατηγόρησαν τις Βάκχες, γιατί επιδίδονταν σε μανικές τελετές παραμελώντας τα του οίκου τους. Ακόμη κι όταν ο Διόνυσος εμφανίστηκε μπροστά τους με τη μορφή κοπέλας, σύμφωνα με μια παραλλαγή του μύθου, παροτρύνοντάς τες να πάρουν μέρος στα μυστήρια του θεού, ακόμη και τότε δεν έδωσαν σημασία. Οργισμένος ο θεός εμφανίστηκε μπροστά τους με όλη του τη δύναμη και όλες του τις υποστάσεις***, σαν ταύρος, λιοντάρι, λεοπάρδαλη, και ταυτόχρονα από τα δοκάρια του αργαλειού έτρεχε νέκταρ και γάλα για εκείνον. Τρομαγμένες οι Μινυάδες, και με τη μανία που ενέβαλε σε αυτές ο Διόνυσος άρπαξαν τον μικρό Ίππασο, τον γιο της Λευκίππης, και τον ξέσκισαν (σπαραγμός), γιατί τον πέρασαν για ελαφάκι, όπως η μητέρα του Πενθέα που τον είχε περάσει για λιοντάρι. Σύμφωνα με την όχι και τόσο σαφή εικόνα που δίνει ο Αντωνίνος Λιβεράλις, οι τρεις κόρες, σε κατάσταση φόβου, έριξαν κλήρο που έπεσε στη Λευκίππη, και αυτή έταξε στον θεό τον γιο της. Όπως και να έγινε ο φόνος**** του Ίππασου, οι Μινυάδες εγκατέλειψαν το σπίτι του πατέρα τους και έτρεξαν στα βουνά μαζί με τις άλλες γυναίκες, έβαλαν στο κεφάλι τους στεφάνια από κισσούς και τρέφονταν με δάφνη, σμιλακιά και κισσό. Αυτό μέχρι τη στιγμή που ο Ερμής με το ραβδί του τις μεταμόρφωσε σε πουλιά που απέφευγαν το φως της ημέρας· σε νυχτερίδα η μία, σε κουκουβάγια η δεύτερη, σε μπούφο η τρίτη.
Άλλη παραλλαγή του μύθου δεν παραδίδει εμφάνιση του Διόνυσου στις κόρες του Μινύα αλλά ότι άρχισαν να φυτρώνουν τα ιερά φυτά του Διόνυσου γύρω από τα σκαμνιά τους, κισσός και κλήματα, και να τρέχει γάλα και κρασί από τη στέγη. Φώτα και κραυγές άγριων θηρίων, ήχοι από αυλούς και τύμπανα κατέκλυσαν το σπίτι τους. Φοβισμένες από τα φαινόμενα αυτά και με τη μανία να τις έχει καταλάβει, σκότωσαν τον Ίππασο που τον έβλεπαν σαν ελαφάκι και τον ξέσκισαν. Στεφανωμένες με τα σύμβολα του θεού έτρεξαν στα βουνά.
---------------------------
*Οι τιμωρίες του Διόνυσου
Οι τιμωρίες που επιβάλλει ο Διόνυσος είναι σκληρές και επιπλέον φαίνονται παράξενες: τις πιο πολλές φορές ο θεός μοιάζει να επιβάλλει ως τιμωρία την εκτέλεση των ίδιων των τελετουργών του. Οι τρεις Καδμείες, οι τρεις Μινυάδες, οι γυναίκες του Άργους διαπράττουν μια παιδοκτονία με σπαραγμό, που θα μπορούσε να ήταν μια διονυσιακή θυσία. Και είναι, τω όντι, στο επίπεδο των λατρευτικών επιθέτων του θεού, «διαμελιστής ανθρώπων» (ανθρωπορραίστης), καταναλωτής ωμής σάρκας (ωμάδιος και ωμηστής), «φονιάς των νεογνών» (βρεφοκτόνος). Είναι επίσης θυσία μερικές φορές στα κείμενα. στις Βάκχες του Ευριπίδη το «έγκλημα» της Αγάβης αποκαλείται «θυσία». Η έννοια της διονυσιακής θυσίας υπάρχει αλλά στο επίπεδο των λέξεων, των λέξεων της λογοτεχνίας και εκείνων της λατρείας. Η τιμωρία συνίσταται στο να γίνεται επιστροφή στην πρακτική.
**Η Βακχεία
Ω Θήβα, τη Σεμέλη εσύ
που ανάστησες! Από κισσό
βάλε στεφάνι· με χλωρό,
καλόκαρπο αρκουδόβατο
γιομώσου, ρίχ' το πληθερό,
και βάκχευε με τα κλαδιά
του ελάτου, της βελανιδιάς·
και τα τομάρια του αλαφιού
τα παρδαλά που θα ντυθείς,
με φούντες ζώσε τα σγουρές,
αρνομαλλίσιες και λευκές·
και σείσε τους ψηλάρμενους
τους θύρσους ευλαβητικά·
όπου και νά 'ναι η πάσα γη
χορούς θα στήσει στο βουνό
-βάκχος λογιέσαι αν βακχευτείς-
που λημεριάζει το πυκνό
γυναικομάνι, απ' αργαλειούς
και χτένια που ξεσήκωσε
με το κεντρί του ο Διόνυσος.
Ώ των Κουρητών κατοικία,
της Κρήτης θεοτικά βουνά,
σεις που το Δία γεννήσατε!
Μες στις σπηλιές σας τούτο εδώ
το τσέρκι με το τανυστό
τουμπανοπέτσι μια φορά
μου βρήκαν οι Κορύβαντες,
που 'χουν τα κράνη τρίκορφα·
και μπλέξανε το βρόντο του,
μες στη βακχεία τους τη σφοδρή,
με τη γλυκόλαλη πνοή
απ' τους αυλούς τους φρυγικούς,
και μες στα χέρια το 'βαλαν
της Ρέας της μάνας να βαρεί
με των βακχών τα ευάν ευοί·
κ' οι μανιασμένοι οι Σάτυροι
της θεάς μητέρας το άρπαξαν
και το 'σμιξαν με τους χορούς
τους ταχτικούς στα Δίχρονα
που κάνει ο Διόνυσος χαρά.
Τί γλύκα πόχει στα βουνά με θιάσους να συντρέχεις,
να πέφτεις πα στη γης,
και το δερμάτι του αλαφιού ιερό ντύμα να το έχεις,
και να ποθείς να πιεις
αίμα τραγιού που σκότωσαν, τη σάρκα να γυρεύεις
να τη γευτείς ωμή,
στα Φρυγικά, στα Λυδικά τα όρη ν' αναδεύεις
και να γρικάς τα ευοί
Χορό να σέρνει ο Βροντερός,
να τρέχει γάλα ποταμός,
στη γη να τρέχει του κρασιού
το νέκταρ και του μελισσιού!
Σαν τον καπνό του λιβανιού
ψηλά σηκώνει ο βακχευτής
πεύκινη φλόγα φουντωτή
πάνω στου θύρσου την κορφή·
και στην πιλάλα, στο χορό,
τις βουνοπλάνητες κεντά,
τινάζοντας τα χουγιαχτά,
και κατ' ανέμου τρυφερά
πλεξούδια ρίχνοντας χυτά.
Και μέσα στην αλαλαχή
κάνει η φωνή του ν' αντηχεί:
"Βάκχες, εμπρός! Βάκχες, εμπρός!
Μέσα στου χρυσορέματου
του Τμώλου εσείς την μπολικιά.
δοξάζετε το Διόνυσο
με τύμπανα βαρύβροντα
και κάντε στο θεό χαρά
με φρυγικά αναφωνητά,
όταν το καλοκέλαδο
ιερό καλάμι τα ιερά
λαλήματα θα τραγουδά,
τις βάκχες να τις προβοδά
για τα βουνά, για τα βουνά!"
Κ' η βάκχη τότε αναγαλλιά,
και σαν πουλάρι που σκιρτά
πλάι στη φοράδα μάνα του,
παίζει τα πόδια της γοργά.
(Ευρ., Βάκχες 105-169)
***Μορφές του Διόνυσου
ΧΟΡΟΣ
Μα ευθύς ο Δίας, του Κρόνου ο γιος,
μες στο μηρό του τ' άνοιξε
φωλιά καινούριας αγκαστριάς
και μέσα εκεί τον έραψε
με τις βελόνες τις χρυσές,
της Ήρας έτσι να κρυφτεί.
Κι όταν οι Μοίρες έφεραν
την ώρα, εκείνος γέννησε
τον ταυροκέρατο θεό
και φίδια τον στεφάνωσε,
π' όμοια η μαινάδα τα φορά
περιπλεχτά μες στα σγουρά.
(Ευρ., Βάκχες 94-104)
…
ΧΟΡΟΣ (ΚΟΡΥΦΑΙΑ)
Ρίχτε στη γη, μαινάδες, ρίχτε χάμω
τα κορμιά σας που τρέμουν, τι χιμάει
ο αφέντης μας, του Δία ο γιος, δω μέσα
και το παλάτι το φέρνει άνω κάτω
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Ασιάτισσες, τόσο πολύ σας τάραξεν ο φόβος
που πέσατε ψαθί στη γης; Το Βάκχο έχετε νιώσει,
θαρρώ, που ταρακούνησε το σπίτι του Πενθέα.
Μα θάρρος! Σηκωθείτε ορθές και διώξτε την τρομάρα !
ΧΟΡΟΣ
Ω φως υπέρτατο για μας στη χαρωπή βακχεία,
αναγαλλιάζω να σε δω μέσα στην ερημιά μου.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Σας πήρε η βαροκάρδιση σα μ' έσερναν κει μέσα,
στα μαύρα να με ρίξουνε κατώγια του Πενθέα;
ΧΟΡΟΣ
Πώς όχι; Αν πάθαινες κακό, που θά 'βρισκα εγώ σκέπη;
Μα από τα χέρια πώς εσύ του άσεβου αντρός λυτρώθης;
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Μονάχος λευτερώθηκα, κ' εύκολα, δίχως κόπο.
ΧΟΡΟΣ
Μα με σκοινιά τα χέρια σου δεμένα δε σου τά 'χε;
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Εδώ τον καταντρόπιασα· θαρρούσε πώς με δένει,
μα μήδε τόσο με άγγιξε, μόν' έβοσκε στην πλάνη.
Βρήκε έναν ταύρο στα παχνιά που πήγε να με κλείσει,
εκείνον πόδια γόνατα με τα σκοινιά τον δένει,
φυσώντας απ' τη μάνητα, σταλάζοντας τον ίδρο,
τα χείλια του δαγκώνοντας· κ' εγώ ήμουν εκεί δίπλα
και τον κοιτούσα, ατάραχα καθώντας.
(Ευρ., Βάκχες 600-624)
…
ΧΟΡΟΣ
Φανερώσου σαν ταύρος, ώ Βάκχε,
ή καθώς πολυκέφαλο φίδι,
ή λιοντάρι περίφλογο!
Έλα με όψη γελούμενη, ώ Βάκχε,
και στο δίχτυ του θανάτου πιάσε
το σκληρό των βακχών κυνηγάρη,
στο κοπάδι τους μέσα όταν πέσει!
(Ευρ., Βάκχες 1018-1023)
…
ΧΟΡΟΣ
Άιντε χορό να σύρουμε
του Βάκχου, ας σύρουμε φωνή
για του Πενθέα τη συφορά
που από το φίδι έχει γενιά!
Πού τα γυναίκεια φόρεσε
κι άρπαξε θύρσον όμορφο,
αρμάτωμα θανατερό,
και πήρε ταύρο για οδηγό.
Βάκχες της Θήβας, τον τρανό
τον ύμνο τον καλλίνικο,
κλάμα και θρήνο εκάματε.
Αγώνας όμορφος, μαθές,
φονικό χέρι να βουτάς
μες στο αίμα του ίδιου σου παιδιού!
(Ευρ., Βάκχες 1153-1165)
****Ήρεμος και βίαιος μαιναδισμός. Φόνοι και σπαραγμοί
Ο μαιναδισμός έχει δύο εκφάνσεις, μία ήρεμη και την άλλη βίαιη. Η βιαιότητα εκδηλώνεται σαν τιμωρία του Διόνυσου προς όσους απιστούν απέναντί του. Οι δύο μορφές του μαιναδισμού, η ήρεμη επαφή με τη φύση αλλά και οι υπερφυσικές δυνάμεις που αποκτούν όσοι βακχεύουν, και το παράλληλο του φόνου/θυσίας του νεαρού Ίππασου από τη μητέρα του και τις αδελφές της με τον φόνο/θυσία του Πενθέα από τη μητέρα του και τις αδελφές της (τρεις και αυτές συνολικά) περιγράφονται από τον Ευριπίδη στη τελευταία τραγωδία της ζωής του, τις Βάκχες:
ΜΑΝΤΑΤΟΦΟΡΟΣ
Το κοπάδι τα βόδια σαλαγούσα
ψηλά για τις βοσκές, τότε που ο ήλιος
πρωτοβαρεί τη γης και τη ζεσταίνει.
Τρεις βλέπω ξάφνου συντροφιές γυναίκες,
της μιας αρχηγός ήταν η Αυτονόη,
της άλλης η μητέρα σου η Αγαύη,
και της τρίτης η Ινώ. Αποκαμωμένες
κοιμόνταν όλες· τούτες ξαπλωμένες
σε κλάρες ολοφούντωτες ελάτου,
κι άλλες με το κεφάλι απά σε φύλλα
βελανιδιάς σεμνόπρεπα γυρμένο,
κι όχι, καθώς τις λέγεις, μεθυσμένες
απ' το κρασί κι από του αυλού το λάλο
να κυνηγούν τον έρωτα στα δάση.
Κι ως άκουσε η μητέρα σου τα βόδια
να μουκανιώνται, ανάμεσα στις βάκχες
στάθηκε ολόρθη και φωνή τους βάνει
να σηκωθούν στο πόδι από τον ύπνο.
Και διώχνοντας εκείνες απ' τα μάτια
τη γλύκα του ύπνου, πετάχτηκαν πάνω
εκεί να δεις σεμνότητα από νέες,
μεστωμένες κι ανύπαντρα κοράσια!
Και πρώτα ρίξαν τα μαλλιά στους ώμους,
τα παρδαλά τους λαφοτόμαρα -όσες
τους είχανε λυθεί- τα ξαναδέσαν
και τα ζώσαν με φίδια που γλείφονταν.
Κι άλλες, στον κόρφο τους κρατώντας άγρια
λυκόπουλα ή ζαρκάδια, λευκό γάλα
τους δίναν, όσες νιόγεννες βρέθηκαν
με φουσκωμένα τα βυζιά τους κι είχαν
στα σπίτια τους μωρά παρατημένα·
κι από κισσό φορέσανε στεφάνια
κι από δρυ κι αρκουδόβατο ανθισμένο.
Κάποια απ' αυτές το θύρσο της φουχτώνει,
χτυπά ένα βράχο και νερό αναβρύζει
δροσόπαγο· και μια άλλη το δικό της
στη γη τον μπήγει, κι ο θεός ξεχύνει
βρύση κρασί· κι όσες ποθούσαν το άσπρο
πιοτό, σκαλίζανε το χώμα λίγο
με τ' ακροδάχτυλά τους, κ' ευθύς είχαν
ποτάμια γάλα· κ' έπεφτε απ' τους θύρσους
τους κισσόδετους στάλες γλυκό μέλι.
Ώστε, κι εσύ αν βρισκόσουν εκεί πέρα
και τα 'βλεπες αυτά, θα τον τιμούσες,
με προσευκές το θεό που τώρα βρίζεις.
Συναχτήκαμε τότες οι βουκόλοι
κι οι τσοπάνοι και πήραμε να λέμε
τα τρομερά και θαμαστά που κάναν·
κι ένας πολύξερος λογάς, της χώρας
τριγυριστής, πετάει το λόγο σε όλους:
"Ε σεις που τα σεβάσμια βουνοκάμπια
τα 'χετε για λημέρια σας, τι λέτε
ν' αρπάζαμε τη μάνα του Πενθέα
την Αγαύη δω μέσα απ' τις βακχείες,
το βασιλιά να φχαριστήσουμε έτσι;"
Ο λόγος του μας άρεσε· στα θάμνα
κρυφτήκαμε και στήσαμε καρτέρι.
Κι αυτές, σαν ήρθε η ώρα τους, κίνησαν
τη βακχεία, ανεμίζοντας τους θύρσους
και κράζοντας τον Ίακχο μ' ένα στόμα,
το γιο του Δία το Βροντερό· κι αντάμα
με κείνες το βουνό κι όλα τ' αγρίμια
βακχεύονταν και σάλευαν τα πάντα.
Έτυχε μπρος μου να διαβεί η Αγαύη·
πετάγουμαι απ' τα θάμνα που κρυβόμουν
να την αρπάξω, μα χουγιάζει εκείνη:
"Σκύλες μου γοργοπόδαρες, μας πήραν
οι άντρες του κυνηγού, μόν' ελάτε
κοντά μου, ακολουθάτε μου, τους θύρσους
κρατώντας αντί γι' άρματα στα χέρια!"
Εμείς, αν δε μας ξέσκισαν οι βάκχες,
είναι που γίναμε καπνός· και κείνες,
χωρίς μαχαίρι να κρατούν, χίμησαν
στα γελάδια που βόσκαν το χορτάρι.
Να 'βλεπες τότε με τα χέρια η μια τους
να παλεύει καλόμαστη δαμάλα
που μουγκαλιόταν, και πιο πέρα οι άλλες
γελάδια να τα κάνουνε κομμάτια.
Παγίδια τότε να 'βλεπες και πόδια
διπλόνυχα να ρίχνουνται άνω κάτω,
κι απ' των ελάτων τα κλαδιά πιασμένα
να σταλάζουνε, στο αίμα τυλιμένα.
Και γαυριασμένοι ταύροι, που πριν ώρας
είχαν θυμό στα κέρατα, στο χώμα
γονάτιζαν, καθώς μυριάδες χέρια
κοριτσιών τους τραβούσανε. Κι οι σάρκες
λιανίζουνταν γοργότερα παρ' όσο
τα ρηγικά σου βλέφαρα σφαλίζεις.
Ξεχύθηκαν κατόπι, καθώς σμάρι
πετούμενα που η φόρα τους τα παίρνει,
στα ριζοβούνια κάτω, πλάι στο ρέμα
του Ασωπού, κει που βγαίνει το σιτάρι
το πλούσιο των Θηβαίων και πάτησαν
σαν εχτροί τα χωριά που 'ναι χτισμένα
στου Κιθαιρώνα τις ποδιές -Υσιές
κι Ερυθρές-και διαγούμισαν τα πάντα.
Άρπαζαν τα παιδιά μέσ' απ' τα σπίτια,
κι ό,τι παίρναν στους ώμους δεν το δέναν,
κι αυτό δεν έπεφτε στη γης, κι ας ήταν
χαλκός ή σίδερο· και φλόγες είχαν
απάνω στα μαλλιά, μα δεν τις καίγαν.
Όσοι απ' τις βάκχες έπαθαν στο κουρσός
άρπαξαν αγριεμένοι τ' άρματά τους,
κι ήταν φριχτό να βλέπεις τότε, ω ρήγα!
Οι λόγχες των άντρων δεν τις ματώναν,
μα αυτές, ρίχνοντας θύρσους, τους λάβωναν,
κι απάνω στη φευγάλα τους βαρούσαν
στις πλάτες, ναι! τους άντρες οι γυναίκες·
κάποιος θεός τους έδινε ένα χέρι!
Κατόπι, όθε κινήσανε γύρισαν,
στις βρύσες που ο θεός τους είχε ανοίξει.
Νίφτηκαν από το αίμα, και τις στάλες
στα μαγουλά τους γλείφανε τα φίδια.
(Ευρ., Βάκχες 664-768)
…
ΑΓΓΕΛΟΣ
Αφού τα γυροχώρια της Θηβαίας
γης τ' αφήκαμε πίσω και το ρέμα
του Ασωπού το διαβήκαμε, τη ρίζα
του Κιθαιρώνα πιάσαμε, ο Πενθέας
κι εγώ που τον αφέντη μου ακλουθούσα
κι ο ξένος, ο οδηγός μας στο γιορτάσι.
Και πρώτα εμείς σε κλαδερό λακκούδι
καθίσαμε, λαγάζοντας, βαστώντας
τη μιλιά μας, να βλέπουμε μα δίχως
να μας βλέπουν. Παρέκει ένα λαγκάδι
με γκρέμνα δώθε κείθε, μουσκεμένο
στα νερά και βαθίσκιωτο στα πεύκα·
εκεί 'ταν καθισμένες οι μαινάδες
και σε δουλειές τερπνές ήταν δοσμένες.
Τούτες τους θύρσους, που ο κισσός τους είχε
φύγει, ξανά τους τύλιγαν εκείνες,
σαν τις φοραδοπούλες που γλίτωσαν
από τον πλουμιστά ζυγό, τραγούδια
βακχικά η μιά στην άλλη αντιφωνούσαν.
Μα το γυναικομάζωμα ο Πενθέας
ο δόλιος μη θωρώντας, λέγει τότε:
"Ω ξένε, εδώ που στέκουμε, δε σώνω
να δω τις ψεύτικες μαινάδες· όμως,
εκεί στη ράχη, αν σκαρφαλώσω πάνω
σε ψηλόφουντον έλατο, τις πράξες
τις αισχρές των μαινάδων θα ξεκρίνω".
Ετότε πια του ξένου είδα το θάμα·
αρπάζοντας ακρόκλωνο του ελάτου
εφτάψηλο, το σούρνει ίσαμε κάτω
κι ως χάμω εκεί στη μαύρη γης το φέρνει·
λυγούσε αυτό σαν τόξο ή σαν τη ρόδα
που ο διαβήτης το γύρο της χαράζει·
έτσι κι ο ξένος το βουνίσιο κλώνο,
με τα δυο του συγκλίνοντας τα χέρια,
τον λυγούσε στη γη, υπεράνθρωπο έργο.
Και βάνοντας κει πάνω τον Πενθέα,
απ' τα χέρια του αφήνει το κλωνάρι
να ξαναπάει ψηλά, απαλά, με τρόπο
που να μην τον τινάξει η δύναμή του·
και στον αγέρα ο κλώνος ορθός στάθη
και στην κορφή του ο αφέντης μου καβάλα·
μα πιότερο τον είδαν οι μαινάδες
παρά που αυτός τις είδε. Κι ότι που 'χε
φανερωθεί κει πάνω κλαρωμένος,
ο ξένος έγινε άφαντος, εκείνος·
και μια φωνή χουγιάζει απ' τον αιθέρα,
που σίγουρα του Διόνυσου θε να 'ταν:
"Γυναίκες, φέρνω αυτόν που εσάς και μένα
και τη δικιά μου αναγελάει λατρεία·
εσείς παιδέψετε τον!" Καθώς το 'πε,
ιερής φωτιάς εσήκωσε κολόνα
από τη γη να πάει ψηλά στα ουράνια.
Σίγησε ο αιθέρας, και βουβά τα φύλλα
το δασωμένο κράτησε λαγκάδι,
φωνή αγριμιού δεν άκουες· οι μαινάδες,
που τον αχό το αυτί τους δεν τον πήρε
καθαρά, πετάχτηκαν ορθές πάνω
κι ένα γύρο τα μάτια τους τα φέραν.
Τότε ξαναπροστάζει εκείνος· κι όταν
του Κάδμου οι θυγατέρες τη γνώρισαν
την προσταγή τη λαγαρή του Βάκχου,
χιμίσανε γοργές σαν περιστέρια,
η μητέρα του αφέντη μου η Αγαύη,
οι αδερφές της οι ομόσπαρτες κι οι βάκχες
όλες· κι απ' του θεού ξεφρενιασμένες
την εμπνοή, πηδούσαν τους ξεριάδες
της λαγκαδιάς και τους γκρεμούς. Κι ως είδαν
στο έλατο καθισμένο τον αφέντη,
πρώτα με ορμή τον πήραν με τις πέτρες,
πατώντας πα σε βράχο όπως σε πύργο,
και μ' ελάτου κλαριά τον κονταρίζαν.
Κι άλλες θύρσους πετούσαν στον Πενθέα,
σε στόχο ελεεινό· μα δεν τον βρίσκαν.
Απ' το θυμό τους πιο ψηλά καθόταν
ο δύστυχος, τρελός απ' την αγκούσα.
Τέλος, βελανιδιά τετρακλαδιάσαν
και με τους ξύλινους λοστούς ξεχώναν
τις ρίζες του έλατου· χαμένος όμως
πήγε κι αυτός ο κόπος. Τότε η Αγαύη
τους λέγει: "Εμπρός, μαινάδες, κάντε κύκλο
κι απ' τα κλαριά πιαστείτε, αυτό το αγρίμι
το σβέλτο να τσακώσουμε, μη βγάλει
τους μυστικούς χορούς του θεού στα φόρα".
Με μύρια χέρια εκείνες τότε αρπάξαν
το ελάτι κι απ' το χώμα το ανασπάσαν·
κι από τα ύψη που καθόταν, χάμω
γκρεμίζεται ο Πενθέας με πολύ σκούσμα,
τι ένιωσε δα τη συφορά κοντά του.
Πρώτη η μάνα του βάνει αρχή στο φόνο
και πέφτει απάνω του· και κείνος λύνει
απ' τα μαλλιά του το ανάδεμα, μήπως
η δύστυχη η Αγαύη τον γνωρίσει
και δεν τόνε σκοτώσει, και της λέγει,
πιάνοντάς της το μάγουλο: "Μητέρα,
εγώ 'μαι το παιδί σου, εγώ, ο Πενθέας,
που γέννησες στου Εχίονα το παλάτι·
λυπήσου με, μητέρα, για δικό μου
αμάρτημα το γιο σου μη σκοτώσεις!"
Εκείνη βγάνει αφρούς, στριφοκυλάει
τ' αλλοπαρμένα μάτια της, τη γνώση
ξαστοχά, γιατί ο Βάκχος την ορίζει,
και πού ν' ακούσει τότε τον Πενθέα!
Απ' του ζερβού χεριού του τον αρπάζει
τον πήχη, και πατώντας τα πλευρά του,
του αρμοχωρίζει τον ώμο, του δόλιου,
όχι απ' τη δύναμή της· μες στα χέρια
της έβανε ο θεός τη γεροσύνη.
Απ' την άλλη, η Ινώ χερομαχούσε
να του ξεσκίζει τις σάρκες, κι αντάμα
η Αυτονόη και το λεφούσι οι βάκχες·
κι ήταν μια ανάκατη βοή: να βογκεί
ο μαύρος με όση ανάσα αποκρατούσε,
και κείνες ν' αλαλάζουν! Μια βαστούσε
το καλαμόχερό του, μια το πόδι,
με το σαντάλι ακόμα· κι απόμεναν
ξέσαρκα, σπαραγμένα τα πλευρά του·
κι όλες μαζί, με ματωμένα χέρια,
κάναν τόπι τις σάρκες του Πενθέα.
Ξεσκίδια τώρα κείτεται· άλλα κάτω
από βράχους τραχιούς κι άλλα στου λόγκου
τα χαμόδεντρα μέσα σκορπισμένα,
όλα δυσκολογύρευτα· και το άθλιο
κεφάλι του, στα χέρια της το πήρε
η μάνα του, σε θύρσου το 'μπήξε άκρη
σα λιονταριού βουνίσιου, και το φέρνει
μέσ' απ' τον Κιθαιρώνα, παρατώντας
τις αδερφές της σε χορούς μαινάδων.
Για το φριχτό γαυριάζοντας κυνήγι,
ζυγώνει εδώ στο κάστρο, και το Βάκχο
ανακαλεί και συνεργό τον κράζει,
συγκυνηγό και καλλίνικο· ναι, δάκρυα
της χάρισεν αυτός αντί για νίκη.
Εγώ τώρα πηγαίνω, κι από τούτη
τη συφορά αλαργεύω, προτού φτάσει
η Αγαύη στο παλάτι. Η σωφροσύνη
και το σέβας των θεών το πιο όμορφό 'ναι·
αυτό για τους θνητούς το λογαριάζω
για το σοφότερο αγαθό που μπορεί να 'χουν.
(Ευρ., Βάκχες 1043-1152)