Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2019

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ - Σφῆκες (936-972)

ΒΔ. αὐτὸς καθελοῦ· τοὺς μάρτυρας γὰρ εἰσκαλῶ.
Λάβητι μάρτυρας παρεῖναι τρύβλιον,
δοίδυκα, τυρόκνηστιν, ἐσχάραν, χύτραν,
καὶ τἄλλα τὰ σκεύη τὰ προσκεκλημένα.
940 ἀλλ᾽ ἔτι σύ γ᾽ οὐρεῖς καὶ καθίζεις οὐδέπω;
ΦΙ. τοῦτον δέ γ᾽ οἶμ᾽ ἐγὼ χεσεῖσθαι τήμερον.
ΒΔ. οὐκ αὖ σὺ παύσει χαλεπὸς ὢν καὶ δύσκολος,
καὶ ταῦτα τοῖς φεύγουσιν, ἀλλ᾽ ὀδὰξ ἔχει;
ἀνάβαιν᾽, ἀπολογοῦ. τί σεσιώπηκας; λέγε.
945 ΦΙ. ἀλλ᾽ οὐκ ἔχειν οὗτός γ᾽ ἔοικεν ὅ τι λέγῃ.
ΒΔ. οὔκ, ἀλλ᾽ ἐκεῖνό μοι δοκεῖ πεπονθέναι,
ὅπερ ποτὲ φεύγων ἔπαθε καὶ Θουκυδίδης·
ἀπόπληκτος ἐξαίφνης ἐγένετο τὰς γνάθους.
πάρεχ᾽ ἐκποδών· ἐγὼ γὰρ ἀπολογήσομαι.
950 χαλεπὸν μέν, ὦνδρες, ἐστὶ διαβεβλημένου
ὑπεραποκρίνεσθαι κυνός, λέξω δ᾽ ὅμως.
ἀγαθὸς γάρ ἐστι καὶ διώκει τοὺς λύκους.
ΦΙ. κλέπτης μὲν οὖν οὗτός γε καὶ ξυνωμότης.
ΒΔ. μὰ Δί᾽ ἀλλ᾽ ἄριστός ἐστι τῶν νυνὶ κυνῶν,
955 οἷός τε πολλοῖς προβατίοις ἐφεστάναι.
ΦΙ. τί οὖν ὄφελος, τὸν τυρὸν εἰ κατεσθίει;
ΒΔ. ὅ τι; σοῦ προμάχεται καὶ φυλάττει τὴν θύραν
καὶ τἄλλ᾽ ἄριστός ἐστιν· εἰ δ᾽ ὑφείλετο,
σύγγνωθι· κιθαρίζειν γὰρ οὐκ ἐπίσταται.
960 ΦΙ. ἐγὼ δ᾽ ἐβουλόμην ἂν οὐδὲ γράμματα,
ἵνα μὴ κακουργῶν ἐνέγραφ᾽ ἡμῖν τὸν λόγον.
ΒΔ. ἄκουσον, ὦ δαιμόνιε, μου τῶν μαρτύρων.
ἀνάβηθι, τυρόκνηστι, καὶ λέξον μέγα·
σὺ γὰρ ταμιεύουσ᾽ ἔτυχες. ἀπόκριναι σαφῶς,
965 εἰ μὴ κατέκνησας τοῖς στρατιώταις ἅλαβες.
φησὶ κατακνῆσαι. ΦΙ. νὴ Δί᾽, ἀλλὰ ψεύδεται.
ΒΔ. ὦ δαιμόνι᾽, ἐλέει τοὺς ταλαιπωρουμένους.
οὗτος γὰρ ὁ Λάβης καὶ τραχήλι᾽ ἐσθίει
καὶ τὰς ἀκάνθας, κοὐδέποτ᾽ ἐν ταὐτῷ μένει.
970 ὁ δ᾽ ἕτερος, οἷός ἐστιν, οἰκουρὸς μόνον·
αὐτοῦ μένων γὰρ ἅττ᾽ ἂν εἴσω τις φέρῃ,
τούτων μεταιτεῖ τὸ μέρος· εἰ δὲ μή, δάκνει.

***
ΒΔΕ. Τους μάρτυρες καλώ και πάρ᾽ το μόνος.
Όλα τα σκεύη που έχουν λάβει κλήση
ως μάρτυρες του Λάβη να προσέλθουν·
γουδόχερο, σκουτέλα, τυροτρίφτης,
χύτρα και σκάρα.
Έρχονται άνθρωποι που παρασταίνουν αυτά τα σκεύη· στο Φιλοκλέωνα.
Εσύ δεν ανεβαίνεις
940 στην έδρα, βλέπω· κατουράς ακόμα;
ΦΙΛ., ανεβαίνοντας στη έδρα και δείχνοντας το Λάβη.
Απάνω του όμως τούτος θα τα κάμει.
ΒΔΕ. Πάντα άγριος και στρυφνός, και με τα δόντια
τους υπόδικους πάντα θα σπαράζεις;
Στο Λάβη.
Απολογήσου εσύ· γιατί σωπαίνεις;
ΦΙΛ. Δεν έχει τί να πει· έτσι φαίνεται. ΒΔΕ. Όχι·
έπαθε ό,τ᾽ είχε πάθει ο Θουκυδίδης
κάποτε που τον είχανε μηνύσει·
άξαφνα του πιαστήκαν οι μασέλες.
Παραμερίζει το Λάβη που στεκόταν σα χαμένος
πάνω στο βήμα κι ανεβαίνει αυτός.
Στην μπάντα! Θα μιλήσω εγώ για σένα.
Συνήγορος να γίνεις ενός σκύλου
950 που τον συκοφαντήσαν δύσκολο είναι,
ωστόσο, δικαστές μου, θα μιλήσω.
Γιατί είν᾽ αντρείος και διώχνει και τους λύκους.
ΦΙΛ. Δε λες πως είναι κλέφτης, συνωμότης.
ΒΔΕ. Είν᾽ απ᾽ τα τωρινά σκυλιά το πιο άξιο
και κάνει για αρχηγός πολλών προβάτων.
ΦΙΛ. Μα τί ωφελεί, που το τυρί μας τρώει;
ΒΔΕ. Για σε παλεύει, σου φυλάει την πόρτα,
κι άριστος σε όλα· αν σούφρωσε και κάτι,
συμπάθα τον· δεν έμαθε…κιθάρα.
960 ΦΙΛ. Και γράμματα ήταν κάλλιο να μην ξέρει·
ψευτολογοδοσίες δε θα ᾽κανε έτσι.
ΒΔΕ. Άκουσε, ευλογημένε, τους μαρτύρους.
Στο βήμα, Τυροτρίφτη! Αποθηκάριος
εσύ ᾽σουν. Μίλα δυνατά· αποκρίσου
ορθά κοφτά· για τους στρατιώτες όσα
παράλαβες δεν τα ᾽ξυσες; — Ορίστε,
τα ᾽ξυσε, λέει. ΦΙΛ. Το λέει, μα ψέματα είναι.
ΒΔΕ. Σπλαχνίσου, ευλογημένε, όσους μοχθούνε.
Ο Λάβης ψαροκόκαλα όλο τρώει
και σπάραχνα, και μια στιγμή δε στέκει.
970 Ασάλευτος στο σπίτι πάντα ο άλλος,
ζητά μερίδιο απ᾽ όσα οι άλλοι απέξω
κουβαλούν, κι αν δε δώσουνε, δαγκώνει.

Μορφές και Θέματα της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας: ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ - ΛΥΚΟΣ

ΛΥΚΟΣ
(από ζώο σε πέτρα)
 
Ο μύθος του λύκου είναι η ιστορία της μεταμόρφωσης ενός ζώου σε πέτρα.
 
Πρόκειται για τον λύκο που επιτέθηκε σε ένα κοπάδι πρόβατα, έρημα από βοσκούς, και τα κατασπάραξε.
 
Οι θεοί τον μεταμόρφωσαν σε βράχο μεταξύ της Λοκρίδας και της χώρας των Φαιάκων.
 
Τα πρόβατα εκείνα, μαζί με βόδια, τα προόριζε ο Πηλέας για τον Ίρο σαν ποινή για τον φόνο του γιου του Ευρυτίωνα, βασιλιά της Φθίας, τον οποίο διέπραξε ακούσια πάνω στο κυνήγι αγριογούρουνου και από τον οποίο είχε εξαγνιστεί νωρίτερα για τον φόνο του αδελφού του Φώκου.

Το αβάσταχτο κενό της ψευδαίσθησης

Μπορούμε να ζήσουμε με ασφάλεια, ηρεμία, σκοπό, ισορροπία, σε έναν κόσμο που αλλάζει ραγδαία, φαίνεται να χάνεται και να τρέφεται ακόμα με ψευδαισθήσεις;

Οι απαντήσεις είναι πάντα απλές, φτάνει να τολμούμε τις ερωτήσεις. Φτάνει να αναζητούμε πραγματικά. Γιατί οι περισσότεροι κάνουμε τις ερωτήσεις μόνο νοητικά, μόνο θεωρητικά, συμπληρώνοντας αυτόματα τις γνώριμες απαντήσεις που έχουμε συνηθίσει να δίνουμε. Ένα πρόγραμμα που επαναλαμβάνεται μέσα μας, κάθε κλάσμα του δευτερολέπτου, εντελώς χωρίς τη δική μας συνειδητή βούληση.

Οι άνθρωποι φοβούνται το κενό, όπως φοβούνται και το θάνατο και τη ζωή. Δεν αντέχουν να μην ξέρουν, να μην παρασύρονται από αυτά που οι αισθήσεις τους παρουσιάζουν. Αγνοούν πως οι αισθήσεις υπηρετούν το πρόγραμμα, πως δεν τους ανήκει πια τίποτα. Τίποτα δεν είναι πραγματικά δικό τους.

Είναι αδύνατον να αντιληφθεί οποιοσδήποτε το παιχνίδι που παίζεται κάτω από τη μύτη του, από τον ίδιο του το νου, αυτόματα, αυτόβουλα. Αναγκαστικά όμως, πρέπει να υποθέσει πως γνωρίζει τα παιχνίδια που παίζονται στην κοινωνία, από άλλους, από «το σύστημα» γιατί διαφορετικά μένει ακάλυπτος, παραμένει ανασφαλής…ή έτσι πιστεύει.

Οπότε, συμπληρώνει τα εσωτερικά κενά με θεωρίες συνομωσιολογίας που δεν καταλαβαίνει και πολύ, όμως υιοθετεί. Ξεκινά και διεξάγει άπειρους πολέμους, επαναστάσεις, αλλαγές, όλα βασισμένα στις «καλύτερες προθέσεις» για έναν «καλύτερο κόσμο», που θεωρεί πως επιχειρεί.

Ακόμα κι αν σταματήσει για λίγο για να αναρωτηθεί, γιατί δεν δουλεύουν οι αλλαγές, γιατί δεν έχουν αποτέλεσμα οι επαναστάσεις, γιατί δεν επικρατεί το «καλό», το «ωφέλιμο», το «σωστό», συμπληρώνει άμεσα, ακαριαία το εσωτερικό κενό, με γνώριμα, αποδεκτά συμπεράσματα:

Οι άλλοι δεν θέλουν/δεν προσπαθούν αρκετά.

Το σύστημα δεν το επιτρέπει.

Οι δυνατοί/οι ελίτ/οι κακοί μας πολεμούν.

Θέλει πολύ χρόνο να επικρατήσει κάτι καλό.

Εγώ θα είμαι ο μάρτυρας που φυτεύει το σπόρο.

Κάποια μέρα θα γίνει.

Χρειάζονται περισσότεροι για να γίνει η ανατροπή.

Και μετά επιστρέφει στη γωνίτσα του, θεωρώντας αλαζονικά πως αυτός διαφέρει από «τους υπόλοιπους» που δεν έχουν πάρει μυρωδιά τι πραγματικά συμβαίνει. Διαφορετικά, δημιουργεί μια ομάδα, στην οποία κλείνεται, εκφράζεται, ανήκει, για να αισθάνεται ασφάλεια με τους ομοίους του. Οποιαδήποτε ερώτηση, αμφισβήτηση, διαφωνία έρθει «απ’ έξω» είτε την αγνοεί, δείχνοντας «ανωτερότητα», ενώ ουσιαστικά δεν μπορεί να την απαντήσει, είτε απαντάει με λόγια άλλων και παραπομπές, που θεωρεί δικά του.

Όμως, η φθορά και το γκρέμισμα συνεχίζονται, άσχετα αν κάποιοι (πολλοί) θέλουν να ζουν τα δικά τους παραμύθια. Αθέατο, αδυσώπητο, κατακλυσμιαίο, όμως σε τέτοια «αργή κίνηση» λόγω της πυκνότητας της ενέργειας, που δεν γίνεται αντιληπτό.

Οι υπεκφυγές εξακολουθούν να είναι όσες και οι άνθρωποι. Πού να τις εντοπίσεις; Ειδικά αν θέλεις να τις αγνοείς.

Σε κάθε κατακλυσμιαίο γκρέμισμα, ακμάζουν ταυτόχρονα, άπειρες θεωρίες αναστύλωσης, διατήρησης του «ορθού», προσπάθειες δημιουργίας, που παγιδεύουν τους φοβικούς και παρασύρουν τους ευκολόπιστους. Είναι πάγια λειτουργία ανά τους αιώνες που έχουμε μάθει και εύκολα βασιζόμαστε σε αυτήν για να μας «λυτρώσει» από την άγνοιά μας. Έτσι καταφέρουν, εικονικά, να ξεχωρίζουν οι «καλοί» από τους «κακούς» σπρώχνοντας επικίνδυνα τις πολικότητες σε σύγκρουση.

Τίποτα από όλα αυτά δεν φαίνεται. Δεν μπορεί κάποιος να σου τα φανερώσει. Πρέπει να μπορείς να τα δεις μόνος σου, εσύ με τον Εαυτό σου. Είναι βιωματική διαδικασία, που ο νους, η προσωπικότητα, η κοινωνία, το «σύστημα» δεν θα σε αφήσει να κάνεις. Πρέπει να το παλέψεις… όχι όπως έμαθες να παλεύεις. Γιατί, το σύστημα είσαι εσύ, εγώ, ο διπλανός σου. Κανείς, και τίποτ' άλλο!

Πρέπει να το θέλεις πάνω από όλα, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο και πρέπει να είσαι κάθε στιγμή αφοσιωμένος σε αυτό, να ξεμάθεις για να μάθεις, να απαλλαγείς από τα έτοιμα προγράμματα που διατηρείς, να εγκαταλείψεις τη γνώση που πιστεύεις πως έχεις. Κάθε φορά!

Διαφορετικά, ο δρόμος είναι ήδη στρωμένος. Θα ξυπνάς κάθε πρωί, νομίζοντας πως έχεις τη μέρα σου (και τη ζωή σου) στρωμένη μπροστά σου, κυνηγώντας τις άπειρες ψευδαισθήσεις σου και θα πέφτεις για ύπνο το βράδυ με άπειρα ερωτήματα που θα βιάζεσαι να απαντάς με τις υπάρχουσες ελκυστικές θεωρίες:

Πρόσεχε τη διατροφή σου

Να κάνεις το καλό όπου μπορείς

Κάνε οικονομία

Γυμνάσου

Επέλεξε εναλλακτικούς τρόπους ζωής

Καλλιέργησε την τροφή σου

Άλλαξε τη δουλειά σου

Φτιάξε κοινότητα με τους ομοίους σου.

Βρες τον/την  ιδανικό σύντροφο.

Απομάκρυνε όσους δεν σε εμπνέουν, κ.λπ. κ.λπ.

 Όμως, παρόλα αυτά, θα συνεχίζεις να πονάς, να ψάχνεις, να θυμώνεις (αν και το κρύβεις γιατί έχεις διαβάσει για το νόμο της έλξης)), να αισθάνεσαι ενοχή (την οποία θα προσπαθείς να ξεφορτωθείς, χωρίς να το εντοπίζεις όμως), να συναντάς τοίχους και αδιέξοδα, να αρρωσταίνεις, να συρρικνώνεσαι, να απομονώνεσαι… Και φυσικά να υποστηρίζεις ακόμα πιο σθεναρά τις απόψεις σου.

Γιατί φοβάσαι, τρέμεις, αυτόν τον κόσμο που φαίνεται να χάνεται και εσύ έχεις ταχθεί να αναστυλώσεις, να διατηρήσεις... ή να υπερβείς! Πώς όμως να παραιτηθείς απ' όλα όσα έμαθες, πιστεύεις και υποστηρίζεις; Πώς να υπάρξεις χωρίς την πανίσχυρη προσωπικότητα που φαίνεται να είναι το Παν και ονοματίζει τα πάντα, καταχωρώντας τα σε κουτάκια, που ούτε καν γνωρίζεις πως υπάρχουν ή πού;

Γιατί, η πραγματική δύναμη δεν επιβάλλεται, η αληθινή γνώση δεν πείθει, η εσωτερική ηρεμία δεν χρειάζεται οπαδούς, η ζωή δεν είναι παζάρια!

Είναι όλα αυτά «καταστροφολογία»; Και ναι και όχι. Ο εκπαιδευμένος σου νους σίγουρα θα τα απορρίψει, θα πάει παρακάτω, σε κάτι πιο «ελπιδοφόρο» που έχεις ακόμα ανάγκη να πιστεύεις και να διατηρείς. Αλλά έτσι πρέπει να γίνει… γιατί η ελευθερία θέλει «αρετή και τόλμη» και δεν μπορεί να είναι για όλους. Σίγουρα δεν προσφέρεται η Γνώση «δωρεάν», με κρυφά ανταλλάγματα ή με δάνεια, όπως εκπαιδευτήκαμε να λαμβάνουμε τα πάντα στον "πολιτισμένο" κόσμο μας.

Τι προσφέρει ο Άλλος Δρόμος;

Το γκρέμισμα. Το τέλος των ψευδαισθήσεων.

Την αληθινή Γνώση που δεν υπάρχει σε πακεταρισμένα κουτάκια με όμορφες κορδέλες.

Την αμφισβήτηση του εικονικού κόσμου σου.

Το τσούξιμο των ματιών σου.

Το ξεβόλεμα.

Την ειλικρίνεια με το πραγματικό της νόημα.

Τη δημιουργική, αυθεντική σκέψη.

Τη μοναχικότητα.

Το άγνωστο.

Κάπου εδώ αποφασίζεις.... προσπερνάς ή ξαναδιαβάζεις. Έπειτα, αποφασίζεις ξανά. Τίποτα δεν είναι δεδομένο, τίποτα ξεκάθαρο. Όμως εσύ θα δράσεις, σύμφωνα πάντα με τη Βούλησή Σου. Και αυτό είναι δίκαιο! Γιατί, έχεις παραπλανηθεί: η Γνώση αποκαλύπτεται ΜΕΤΑ το γκρέμισμα, η Αλήθεια φανερώνεται μετά το τέλος των ψευδαισθήσεων. Δεν παίρνεις τίποτα μαζί σου. Ξαναγεννιέσαι εκ νέου. Αναγκαστικά! Ή συνεχίζεις όλα όσα ήδη γνωρίζεις....εκεί υπάρχουν πολλοί να σου κάνουν παρέα...

Τα μάτια των ταράνδων αλλάζουν χρώμα κάθε εποχή

Όλα τα ζώα, συμπεριλαμβανομένων των ανθρώπων, μπορούν να προσαρμόσουν τα μάτια τους στο μεταβαλλόμενο επίπεδο φωτός.

Σε σκοτεινές συνθήκες, οι μύες στις ίριδες συστέλλονται, για να διασταλούν οι κόρες και να αφήσουν περισσότερο φως στα μάτια. Όταν το περιβάλλον είναι φωτεινό, οι ίριδες διευρύνονται και οι κόρες συρρικνώνονται.

Το ίδιο συμβαίνει και με τους ταράνδους. Αλλά όταν ο αρκτικός χειμώνας φέρνει σκοτάδι επί μήνες, κάτι συμβαίνει με τα μάτια τους, τα οποία αναγκάζονται να αλλάξουν χρώμα.

Ο αρκτικός τάρανδος είναι το μόνο θηλαστικό των οποίων τα μάτια έχουν διαφορετικό χρώμα ανάλογα με την εποχή. Το καλοκαίρι, όταν ο ήλιος είναι λαμπερός, τα μάτια είναι εκθαμβωτικά χρυσά, αλλά καθώς ο ήλιος χάνεται τον χειμώνα, γίνονται σιγά σιγά μπλε σκούρα.

Το τμήμα του ματιού που αλλάζει χρώμα είναι το tapetum lucidum, ένα στρώμα ιστών, το οποίο βρίσκεται πίσω από τον αμφιβληστροειδή. Αυτό το στρώμα είναι ανακλαστικό, αυξάνοντας την ποσότητα φωτός που διατίθεται στους φωτοϋποδοχείς.

Το tapetum lucidum συμβάλλει στην ανώτερη νυχτερινή όραση σε πολλά ζώα, όπως οι γάτες, τα σκυλιά και τα νυχτερινά αρπακτικά ζώα και πουλιά, ενώ είναι αυτό που λάμπει στο σκοτάδι όταν εμφανίζεται «φλόγα» στα μάτια μιας γάτας ή ενός σκύλου.

Κατά τους σκοτεινούς χειμερινούς μήνες, οι κόρες ενός ταράνδου αναγκάζονται να παραμείνουν διεσταλμένοι για μήνες, και αυτή η συνεχής πίεση στους μυς της ίριδας αλλάζει τη δομή των ματιών.

Οι ερευνητές βρήκαν ότι τα μπλε χειμωνιάτικα μάτια των ταράνδων είναι τουλάχιστον χίλιες φορές πιο ευαίσθητα στο φως από τα χρυσά καλοκαιρινά. Η ευαισθησία των πράσινων ματιών βρίσκεται κάπου ενδιάμεσα.

Η αυξημένη ευαισθησία επιτρέπει στους ταράνδους να βλέπουν στο σκοτάδι, κάτι που είναι απαραίτητο για την επιβίωσή τους κατά τους μακρινούς μήνες του χειμώνα.

Η ΤΕΧΝΗ

Ποιο το όφελος της τέχνης; Το ερώτημα αυτό ακουγόταν συχνά στη Βρετανία τη δεκαετία του 1860 · και σύμφωνα με πολλούς σχολιαστές επικρατούσε η απάντηση: «Μηδαμινό». Η τέχνη, εξάλλου, δεν είχε συνεισφέρει τίποτε στη δημιουργία των μεγάλων βιομηχανικών πόλεων, στην ανάπτυξη των σιδηροδρόμων, στη διάνοιξη των καναλιών, στην επέκταση της αυτοκρατορίας και στο ότι η Βρετανία είχε λάβει θέση εξέχουσα μεταξύ των εθνών. Για την ακρίβεια, μάλιστα, η τέχνη φαινόταν ικανή να υποσκάπτει τις ιδιότητες που καθιστούσαν εφικτά όλα εκείνα τα επιτεύγματα· η παρατεταμένη επαφή μαζί της ενείχε κινδύνους όπως η θηλυπρέπεια, η ομφαλοσκοπία, η ηττοπάθεια, και η ποδάγρα. Το 1865 ο Τζον Μπράιτ, αντιπρόσωπος της περιφέρειας του Μπέρμιγχαμ στο κοινοβούλιο περιέγραψε σε μια αγόρευσή του τους καλλιεργημένους ως κλίκα υποκριτών που, αν ξεχώριζαν σε κάτι, ήταν ότι «μιλούν σπαστά δύο νεκρές γλώσσες, λατινικά κι ελληνικά». Εξίσου δηκτική όμως για τα οφέλη της βαθιάς μέθεξης με τη λογοτεχνία, την ιστορία και τη ζωγραφική ήταν και η άποψη ενός ακαδημαϊκού της Οξφόρδης, του Φρέντερικ Χάρρισον: «Η καλλιέργεια είναι επιθυμητή ιδιότης εις τους κριτικούς νέων βιβλίων και προσήκει εις τους επαΐοντες των belles lettres» παραδεχόταν· αλλά «στην καθημερινότητα ή στην πολιτική σημαίνει απλώς έφεσιν εις την μικρολογίαν, ροπή προς την εγωιστική μακαριότητα και ενδοιασμό την ώρα της δράσης. Ο καλλιεργημένος είναι από τα υποδεέστερα πλάσματα επί της Γης. Ουδείς εφάμιλλος αυτού στον αφελή σχολαστικισμό και εις την έλλειψιν κοινής λογικής. Ουδέν του φαίνεται ιδιαιτέρως ανεδαφικό, βρίσκει δε όφελος εις κάθε επιδίωξιν».

Όταν αυτοί οι λασπολόγοι πρακτικιστές αναζητούσαν έναν ιδανικό εκφραστή των πολλών ελαττωμάτων της τέχνης, ήταν σχεδόν αδύνατον να βρουν στο λογοτεχνικό στερέωμα της Βρετανίας στόχο πιο ελκυστικό από τον ποιητή και κριτικό Μάθιου Άρνολντ. Δίδασκε ποίηση στην Οξφόρδη και είχε υπογράψει αρκετά τομίδια με μελαγχολικούς στίχους που εκτιμούνταν από ένα στενό κύκλο διανοουμένων. Και σαν να μην αρκούσε η συνήθειά του να περιφέρεται στο Λονδίνο κρατώντας ένα μπαστούνι με ασημένια μύτη, ο Άρνολντ μιλούσε με φωνή λεπτή και σιγανή, άφηνε φαβορίτες ιδιόμορφα μακρόστενες, χτένιζε τα μαλλιά του με χωρίστρα στη μέση και, άκουσον άκουσον, είχε το θράσος να πετάει διαρκώς σπόντες, σε διάφορα άρθρα του στις εφημερίδες ή σε ομιλίες ενώπιον ακροατηρίου, ότι η τέχνη μπορούσε να είναι από τις σημαντικότερες ασχολίες στη ζωή -και μάλιστα σε μια εποχή κατά την οποία, γεγονός πρωτόγνωρο στη Ιστορία, μπορούσες να διανύσεις σ’ ένα πρωί την απόσταση από το Λονδίνο ως το Μπέρμιγχαμ, και στην οποία η χώρα έφερε επάξια τον τίτλο «εργαστήριο του κόσμου».

Η Daily Telegraph, σθεναρός υπέρμαχος της βιομηχανίας και της μοναρχίας, εξαπέλυε μύδρους εναντίον του. Τον κατηγορούσε ως «κομψευόμενο μεμψίμοιρο» και ως «πρωθιερέα του πείθειν μετά τακτ», χλευάζοντάς τον ότι ήθελε να εκμαυλίσει τους δουλευτήδες και προσγειωμένους πολίτες, ώστε «να παραγκωνίσουν τα καταστήματα και τα καθήκοντά τους προκειμένου να άδουν άσματα, να απαγγέλλουν ποιήματα και να αναγιγνώσκουν δοκίμια».

Ο Άρνολντ δεχόταν αγόγγυστα τις λοιδορίες, ώσπου το 1869 τον εξώθησαν να γράψει ένα ολόκληρο βιβλίο όπου εξηγούσε μεθοδικά σε τι πίστευε ότι ωφελούσε η τέχνη και για ποιους ακριβώς λόγους θεωρούσε ότι είχε να παίξει σημαντικό ρόλο στη ζωή – ακόμη και της γενεάς εκείνης που είχε την τιμή να ανακαλύψει την πτυσσόμενη ομπρέλα και την ατμομηχανή.

Το έργο του culture and Anarchy *[Πνευματική καλλιέργεια και αναρχία] ξεκινούσε παραθέτοντας μερικές από τις κατηγορίες που είχαν εναποτεθεί στο κατώφλι της τέχνης. Στα μάτια πολλών, έλεγε, η τέχνη δεν ήταν παρά «ένα αρωματικό βάλσαμο για τις ανθρώπινες δυστυχίες, μια θρησκεία που εμφυσά στους πιστούς της πνεύμα εξεζητημένης αδράνειας, ωθώντας τους να αρνηθούν τη συμμετοχή τους στο ξερίζωμα των κακών. Συχνά συνοψίζεται ως μη έχουσα πρακτικό αντίκρισμα ή -προς επίρρωσιν μιας οικείας λέξεως ορισμένων επικριτών- ως φληνάφημα».

Μόνο που η τέχνη στις ανώτερες στιγμές της, υποστήριζε ο Άρνολντ, δεν ήταν έργο «λαπάδων»· ήταν ένα μέσο που μπορούσε να προσφέρει λύσεις στις βαθύτερες εντάσεις και αγωνίες της ζωής. Όσο αιθεροβάμονες και αν θεωρούσαν τους καλλιτέχνες «οι λεοντιδείς της Daily Telegraph», η τέχνη ήταν απολύτως ικανή να προσφέρει ερμηνείες και απαντήσεις στα μεγάλα ζητήματα της ύπαρξης.

Αναλογιστείτε το έργο οποιουδήποτε σπουδαίου καλλιτέχνη, πρότεινε ο Άρνολντ και θα δείτε ότι χαρακτηρίζεται (άμεσα ή έμμεσα) από «την επιθυμία να εξαλείψει τα ανθρώπινα σφάλματα, να καθάρει την ανθρώπινη σύγχυση και να απαλείψει την ανθρώπινη δυστυχία». Σε κάθε σπουδαίο θεράποντα της τέχνης, έλεγε, είναι βαθιά ενσταλαγμένη «η βλέψις ν’ αφήσει τον κόσμο καλλίτερον από ό,τι τον ηύρε». Ορισμένοι μπορεί να μην ενσωματώνουν την επιδίωξη αυτή σε κάποιο αναφανδόν πολιτικό μήνυμα, ίσως να μην αντιλαμβάνονται καν ότι την καλλιεργούν, ωστόσο το έργο τους περιέχει πάντοτε σχεδόν μια διαμαρτυρία για την κατάσταση των πραγμάτων και επομένως την προσπάθειά τους να αναμορφώσουν τις αντιλήψεις μας· συνιστά μια απόπειρα να μας εκπαιδεύσουν, ώστε να διακρίνουμε την ομορφιά και να κατανοούμε τον πόνο, ή ακόμη να αναζωπυρώσουν τις ευαισθησίες ας, να διαπλάσουν την ικανότητά μας να συναισθανόμαστε την κατάσταση των άλλων και να μας κάνουν, μέσω της θλίψης ή του γέλιου να βρούμε μια νέα ισορροπία στις αντιλήψεις μας περί ήθους. Ο Άρνολντ ολοκλήρωνε τα επιχειρήματά του με ένα απόφθεγμα στο οποίο βασίζεται και όλο το κεφάλαιο που διαβάζετε τώρα. Η τέχνη, έλεγε, είναι «η κριτική της ζωής».

Σε ποιες σκέψεις μας ωθεί η φράση αυτή;

Κατ’ αρχάς στην προφανή, ότι η ζωή αποτελεί φαινόμενο που χρήζει κριτικής· και κατ’ επέκταση ότι εμείς οι άνθρωποι, ως έκπτωτα πλάσματα, κινδυνεύουμε διαρκώς να λατρέψουμε κίβδηλους θεούς, αδυνατούμε να κατανοήσουμε τον εαυτό μας, παρερμηνεύουμε τη συμπεριφορά των άλλων, γινόμαστε ολοένα και λιγότερο παραγωγικοί με τα άγχη ή τις επιθυμίες μας και ξεχνάμε ακόμη και ποιοι είμαστε με τη ματαιοδοξία και με τα λάθη μας.

Κατά δεύτερον, μας ωθεί στη σκέψη ότι τα έργα τέχνης που μας γοητεύουν -μυθιστορήματα, ποιήματα, θεατρικά έργα, πίνακες ή ταινίες- είναι ικανά, με χιούμορ ή με σοβαρότητα, να λειτουργούν ως πλάγια μέσα για να κατανοήσουμε την κατάστασή μας. Μπορεί μάλιστα να μας καθοδηγούν στην εξεύρεση μιας γνησιότερης, αδέκαστης, ευφυέστερης κατανόησης του κόσμου.

ΕΠΙΚΤΗΤΟΣ: Για την αγάπη και την λογική

Ένας αξιωματούχος επισκέφτηκε τον Επίκτητο. Αρχικά μιλήσανε για διάφορα θέματα. Κατόπιν o Επίκτητος τον ρώτησε αν είχε γυναίκα και παιδιά. O άλλος απάντησε πως ναι. Τότε ο Επίκτητος τον ρώτησε:
— Πώς σου φαίνεται η οικογενειακή ζωή;
— Δυστυχία…
— Γιατί; Γι’ αυτό παντρεύονται και κάνουν παιδιά οι άνθρωποι; Για να δυστυχήσουν κι όχι για να ευτυχήσουν;
— Όχι. Αλλά η έγνοια για τα παιδάκια μου μ’ έχει διαλύσει. Πρόσφατα η κορούλα μου αρρώστησε και λέγανε πως κινδύνευε να πεθάνει. Μα εγώ δεν άντεχα να σταθώ κοντά της όσο ήταν άρρωστη, αλλά έφυγα απ’ το σπίτι κι έμενα αλλού μέχρι να ‘ρθει κάποιος να μου μηνύσει πως έγινε καλά.
— Και τι πιστεύεις; Σου φαίνεται ότι φέρθηκες σωστά;
— Μου φαίνεται ότι φέρθηκα φυσιολογικά.
— Αν εσύ με πείσεις ότι φέρθηκες φυσιολογικά, τότε κι εγώ θα σε πείσω πως καθετί που γίνεται σύμφωνα με τη φύση γίνεται σωστά.
— Έτσι αισθανόμαστε όλοι οι πατεράδες ή έστω οι περισσότεροι.
— Εγώ δεν αμφισβητώ το αν αυτό συμβαίνει. Η διαφωνία μας είναι για το αν αυτό είναι σωστό. Γιατί τότε θα έτρεπε να μου πεις ότι και τα σπυριά γίνονται για το καλό του σώματος, μιας και τα σπυριά συμβαίνουν. Και γενικότερα ότι το λάθος είναι σύμφωνο με τη φύση, μιας και όλοι σχεδόν ή τέλος πάντων οι περισσότεροι, κάνουμε λάθη. Δείξε μου λοιπόν πως η συμπεριφορά σου είναι φυσιολογική.
— Δεν μπορώ να το δείξω. Καλύτερα εσύ να μου το δείξεις, γιατί δεν είναι φυσιολογική και γιατί δεν είναι σωστή.
— Ωραία. Αν ψάχναμε να βρούμε αν κάτι είναι μαύρο ή άσπρο, ποιο κριτήριο θα επικαλούμασταν για να ξεχωρίσουμε;
— Την όραση.
— Κι αν ψάχναμε να βρούμε αν κάτι είναι κρύο ή ζεστό, σκληρό ή μαλακό;
—Την αφή.
— Ωραία, τώρα που η διαφωνία μας έχει να κάνει με το τι είναι φυσιολογικό και με το τι γίνεται σωστά ή όχι σωστά, ποιο κριτήριο θες να επικαλεστούμε;
— Δεν ξέρω.
— Συμφωνείς όμως ότι αν τύχει και δεν γνωρίζουμε ποιο είναι το κριτήριο των χρωμάτων, των οσμών ή των γεύσεων δεν χάνουμε και πάρα πολλά, ενώ αν δεν γνωρίζουμε ποιο είναι το κριτήριο του καλού και του κακού, φυσιολογικού και του μη φυσιολογικού, τότε η ζημιά είναι πολύ μεγάλη;
— Μεγαλύτερη δεν υπάρχει.
— Ωραία. Αυτά που κάποιοι τα θεωρούν πρέποντα και αρμόζοντα είναι όντως τέτοια; Οι Εβραίοι, οι Σύριοι, οι Αιγύπτιοι και οι Ρωμαίοι έχουν αντιλήψεις για το τι είναι πρέπον να τρώμε, σωστά; Είναι όλες τους σωστές;
— Πώς είναι δυνατόν να είναι όλες σωστές;
— Πράγματι, μου φαίνεται ότι αναγκαστικά, εάν οι αντιλήψεις των Αιγυπτίων είναι σωστές, τότε οι αντιλήψεις των υπολοίπων δεν θα είναι σωστές. Κι αν είναι σωστές οι αντιλήψεις των Εβραίων, τότε των άλλων δεν είναι, σωστά;
— Προφανώς.
— Εκεί που υπάρχει άγνοια, εκεί υπάρχει ασχετοσύνη και απαιδευσιά για τα πράγματα τα αναγκαία, σωστά;
— Συμφωνώ.
— Εσύ τώρα, αφού το αντιλήφθηκες αυτό, δεν θα ασχοληθείς με τίποτε άλλο ούτε θα μελετήσεις τίποτε άλλο παρά μονάχα πώς θα βρεις το κριτήριο του τι είναι σύμφωνο με τη φύση. Κι αφού το βρεις, θα χρησιμοποιήσεις το κριτήριο αυτό για να ξεχωρίσεις τι είναι φυσιολογικό στις συγκεκριμένες περιπτώσεις. Για την ώρα όμως μπορώ να σου προσφέρω μια βοήθεια σ’ αυτό που ζητάς. Θεωρείς ότι η αγάπη είναι κάτι φυσικό και ωραίο;
— Προφανώς.
— Εντάξει . H αγάπη είναι κάτι φυσικό και ωραίο. H λογική δεν είναι;
— Προφανώς και είναι.
— H αγάπη συγκρούεται με τη λογική;
— Δε νομίζω.
— Αν συγκρουόταν, όμως, τότε από τη στιγμή που δυο πράγματα συγκρούονται μεταξύ τους και το ένα είναι φυσικό, και το άλλο αφύσικο. Σωστά;
— Σωστά.
— Επομένως, αν βρούμε κάτι που αποτελεί δήλωση αγάπης και την ίδια στιγμή είναι κάτι το λογικό, τότε θα πούμε με αποφασιστικότητα γι’ αυτό ότι και σωστό είναι και ωραίο. Συμφωνείς;
— Συμφωνώ.
— Ωραία. Δεν νομίζω ότι θα αμφισβητήσεις πως το να εγκαταλείψεις το παιδί σου άρρωστο και να πας να μείνεις αλλού είναι λογικό. Μένει να εξετάσουμε αν αποτελεί εκδήλωση της αγάπης σου.
— Ας το εξετάσουμε.
— Λες ότι επειδή αγαπάς το παιδί σου, σωστά έκανες κι έφυγες και το παράτησες, ναι; H μάνα, όμως, δεν το αγαπά το παιδί;
— Το αγαπάει.
— Έπρεπε να το εγκαταλείψει κι αυτή ή όχι;
— Δεν έπρεπε.
— Η παραμάνα; Το αγαπάει;
— Το αγαπάει.
— Μήπως έπρεπε κι αυτή να το εγκαταλείψει;
— Όχι, όχι.
— Ο δάσκαλος του παιδιού: Δεν το αγαπάει;
— Το αγαπάει.
— Έπρεπε μήπως να εγκαταλειφθεί το παιδί έρημο κι αβοήθητο απ’ την πολλή αγάπη των γονιών του και των ανθρώπων των δικών του; Έπρεπε μήπως v’ αφεθεί να πεθάνει στα χέρια εκείνων που ούτε το αγαπούν ούτε το νοιάζονται;
— Όχι, προφανώς όχι…
— Ναι, αλλά δεν είναι άδικο και εγωιστικό αυτά που θεωρείς ότι είναι θεμιτό να τα κάνεις εσύ εξαιτίας της πολλής αγάπης σου, να μην τα επιτρέπεις και σ’ όποιον άλλο αισθάνεται την ίδια αγάπη με σένα;
— Δεκτό.
— Εντάξει, για πες τώρα. Αν εσύ ήσουν άρρωστος, θα ήθελες μήπως όλοι οι κοντινοί σου άνθρωποι, μα και τα παιδιά σου κι η γυναίκα σου, να σ’ αγαπάνε τόσο πολύ που να σ’ αφήσουν μόνο κι αβοήθητο;
— Όχι, καθόλου…
— Θα προσευχόσουν να σ’ αγαπάνε τόσο πολύ οι δικοί σου, ώστε εξαιτίας της υπερβολικής αγάπης τους εσύ να μένεις πάντα μόνος στις αρρώστιες; ‘H μήπως θα προσευχόσουν έτσι να σ’ αγαπούν οι εχθροί σου, αν γινόταν, ώστε αυτοί τουλάχιστον να σ’ αφήνουν στην ησυχία σου; Αν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε προκύπτει ότι η συμπεριφορά σου διόλου δεν ήταν από αγάπη.
— Ναι, αλλά τι σημαίνει αυτό;
— Τι ήταν εκείνο σ’ έσπρωξε να εγκαταλείψεις το παιδί; Διότι κάτι ήταν. Ήταν το ίδιο πράγμα που έσπρωξε κι έναν άνθρωπο στη Ρώμη, ο οποίος όταν έτρεχε τo άλογο που υποστήριζε στις ιπποδρομίες είχε καλυμμένο με τα χέρια του το πρόσωπό του. Κι όταν αργότερα το άλογο κέρδισε ανέλπιστα τον αγώνα, αυτός λιποθύμησε κι έπρεπε να του βάλουν βρεγμένες πετσέτες στο πρόσωπο για να τον συνεφέρουν. Τι πράγμα λοιπόν ήταν αυτό;
Δεν είναι της ώρας μια εξήγηση επιστημονική. Αρκεί εδώ να πειστούμε γι’ αυτό που λένε οι φιλόσοφοι, ότι δηλαδή το πράγμα αυτό δεν πρέπει να το αναζητήσουμε έξω από εμάς, αλλά πάντοτε ένα είναι αυτό που μας κάνει να κάνουμε κάτι ή να μην το κάνουμε, να πούμε κάτι ή να μην το πούμε, να περηφανευτούμε για κάτι ή να ντραπούμε γι’ αυτό, να επιδιώξουμε κάτι ή να το αποφύγουμε. Αυτό το ένα πράγμα είναι που και τώρα κάνει εσένα να έρθεις εδώ να κάτσεις να μ’ ακούσεις, κι εμένα να σου μιλάω. Ποιο είναι αυτό; Οι αντιλήψεις μας για το τι είναι σωστό τι όχι. Συμφωνείς;
— Συμφωνώ.
— Κι αν μας είχε φανεί καλύτερο να κάνουμε κάτι άλλο, θα κάναμε το άλλο, σωστά; Επομένως, η αιτία του πένθους του Αχιλλέα δεν είναι ο θάνατος του Πάτροκλου (γιατί άλλοι άνθρωποι δεν ένιωσαν το ίδιο αίσθημα όταν πέθανε o σύντροφός τους), αλλά η αντίληψή που σχημάτισες για το τι είναι σωστό. Κι αν πάλι έμενες, αιτία θα ήταν η αντίληψή σου. Και τώρα πηγαίνεις στη Ρώμη, γιατί αυτό νομίζεις καλύτερο. Κι αν αλλάξεις γνώμη, δεν θα πας στη Ρώμη. Και ούτε η εξορία ούτε η ταλαιπωρία ούτε τίποτα τέτοιο δεν είναι η αιτία που κάνουμε ή δεν κάνουμε κάτι, αλλά οι αντιλήψεις και οι ιδέες μας για τον θάνατο, την εξορία κ.λπ. Σε πείθω ή όχι;
— Με πείθεις.
— Σε κάθε περίπτωση, το αποτέλεσμα θα προκύψει ανάλογα με την αιτία του. Επομένως, από σήμερα και στο εξής, όταν συμπεριφερόμαστε με τρόπο που δεν είναι σωστός, δε θα κατηγορούμε τίποτα άλλο παρά τη δική μας αντίληψη, την αντίληψη εκείνη που μας έκανε να φερθούμε με τον τρόπο που φερθήκαμε. Και θα προσπαθούμε να ξεριζώσουμε και να αφαιρέσουμε την αντίληψη αυτή περισσότερο κι απ’ τα σπυριά και τ’ αποστήματα του κορμιού μας. Την ίδια αιτία θα θεωρήσουμε ότι έχουν και οι συμπεριφορές που είναι πράγματι σωστές.
Και στο εξής δεν θα κατηγορούμε ούτε τον υπηρέτη μας ούτε τον γείτονα ούτε τη γυναίκα μας ούτε τα παιδιά μας ως τον υπεύθυνο για τα όποια δεινά μας. Γιατί θα γνωρίζουμε ότι τις δικές μας πράξεις τις προκαλούν οι δικές μας αντιλήψεις. Και τις αντιλήψεις μας, το τι θα πιστέψουμε ή όχι, το εξουσιάζουμε εμείς και τίποτε έξω από εμάς.
— Σωστά.
— Από σήμερα και στο εξής, τίποτε άλλο δεν θα εξετάσουμε, για το αν είναι καλό ή όχι, για το αν είναι αυτό που πρέπει ή όχι, ούτε το χωράφι μας ούτε το προσωπικό μας ούτε τα άλογα ή τα σκυλιά μας, αλλά μονάχα τις αντιλήψεις μας.
— Μακάρι.
— Το αντιλαμβάνεσαι λοιπόν κι ο ίδιος ότι, αν θέλεις να μελετήσεις πραγματικά τις αντιλήψεις σου, θα πρέπει να γίνεις το ζώο εκείνο που οι πάντες κοροϊδεύουν: άνθρωπος που σπουδάζει. Και το καταλαβαίνεις και μόνος σου ότι αυτό δεν είναι υπόθεση της μιας ώρας ή της μιας μέρας.

ΕΠΙΚΤΗΤΟΣ, Η Ελευθερία

Σκοπός σου είναι να πληγώσεις κάποιον, να τον τιμωρήσεις και το όπλο σου είναι η σιωπή

Έχω δει πολλούς θυμωμένους ανθρώπους να μην δέρνουν, να μην απειλούν, να μην βρίζουν, να μην κατηγορούν.
Κάνουν όμως μούτρα, βυθίζονται στη μιζέρια τους, βλέπουν τηλεόραση με τις ώρες, βγαίνουν για περίπατο και δε μιλούν σε κανέναν.
Οι μεγάλοι περίπατοι δεν τους βοηθούν σε τίποτα. Τους κάνουν μελαγχολικούς και κατηφείς.
Αν κάποιος τους ρωτήσει τι συμβαίνει, αυτοί συνήθως λένε «Τίποτα» ή «Άμα δεν καταλαβαίνεις από μόνος σου, τι να σου πω» ή «Θέλω να μείνω για λίγο μόνος μου.»
Αυτοί δεν κάνουν διάλειμμα.
Διάλειμμα σημαίνει να ηρεμήσεις, για να μπορέσεις να μιλήσεις μετά.
Αυτό είναι διαφορετικό.
Είναι άμεση χρήση θυμού.
Σκοπός είναι να πληγώσεις κάποιον, να τον τιμωρήσεις και το όπλο είναι η σιωπή.
Η σιωπή λέει στους άλλους ότι δεν αξίζει ούτε καν να τους μιλήσεις.
Τα περισσότερα είδη θυμού είναι θυμός που βράζει.
Αυτός εδώ δεν είναι έτσι.
Αυτός ο θυμός είναι παγωμένος.
Μπορεί πολύ εύκολα να μετατραπεί σε αποστροφή και μίσος.
Το βασικότερο πρόβλημα στην περίπτωση αυτή είναι ότι τίποτα δε λύνεται με τη σιωπή.
Να λες στους άλλους τι σε ενοχλεί.
Να είσαι ευθύς, συγκεκριμένος και ευγενικός.
Τέλος η αδιαφορία και τα κηρύγματα.
Απλά πες την αλήθεια. «Αγάπη μου, είμαι θυμωμένος επειδή είπες ότι θα γυρίσεις σπίτι στις δέκα και τώρα είναι μεσάνυχτα.»
Αυτό ήταν όλο. Δε χρειάζεται να παραμένεις σιωπηλός και ταυτόχρονα θυμωμένος με τις ώρες.
Να είσαι συγκεκριμένος.
Μην είσαι αόριστος.
Να είσαι ευγενικός.
Ευγενικός σημαίνει να έχεις καλούς τρόπους με τους άλλους.
Οι ευγενικοί άνθρωποι είναι διακριτικοί και προσέχουν τους τρόπους τους, δηλαδή είναι το αντίθετο από τους αγενείς και τους χοντροκομμένους.
Μπορείς να είσαι ευγενικός ακόμα κι όταν είσαι θυμωμένος…

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ: Ἠθικὰ Νικομάχεια (1152a-1152b)

[X] Οὐδ᾽ ἅμα φρόνιμον καὶ ἀκρατῆ ἐνδέχεται εἶναι τὸν αὐτόν· ἅμα γὰρ φρόνιμος καὶ σπουδαῖος τὸ ἦθος δέδεικται ὤν. ἔτι οὐ τῷ εἰδέναι μόνον φρόνιμος ἀλλὰ καὶ τῷ πρακτικός· ὁ δ᾽ ἀκρατὴς οὐ πρακτικός — τὸν δὲ δεινὸν οὐδὲν κωλύει ἀκρατῆ εἶναι· διὸ καὶ δοκοῦσιν ἐνίοτε φρόνιμοι μὲν εἶναί τινες ἀκρατεῖς δέ, διὰ τὸ τὴν δεινότητα διαφέρειν τῆς φρονήσεως τὸν εἰρημένον τρόπον ἐν τοῖς πρώτοις λόγοις, καὶ κατὰ μὲν τὸν λόγον ἐγγὺς εἶναι, διαφέρειν δὲ κατὰ τὴν προαίρεσιν— οὐδὲ δὴ ὡς ὁ εἰδὼς καὶ θεωρῶν, ἀλλ᾽ ὡς ὁ καθεύδων ἢ οἰνωμένος. καὶ ἑκὼν μέν (τρόπον γάρ τινα εἰδὼς καὶ ὃ ποιεῖ καὶ οὗ ἕνεκα), πονηρὸς δ᾽ οὔ· ἡ γὰρ προαίρεσις ἐπιεικής· ὥσθ᾽ ἡμιπόνηρος. καὶ οὐκ ἄδικος· οὐ γὰρ ἐπίβουλος· ὃ μὲν γὰρ αὐτῶν οὐκ ἐμμενετικὸς οἷς ἂν βουλεύσηται, ὃ δὲ μελαγχολικὸς οὐδὲ βουλευτικὸς ὅλως. καὶ ἔοικε δὴ ὁ ἀκρατὴς πόλει ἣ ψηφίζεται μὲν ἅπαντα τὰ δέοντα καὶ νόμους ἔχει σπουδαίους, χρῆται δὲ οὐδέν, ὥσπερ Ἀναξανδρίδης ἔσκωψεν

ἡ πόλις ἐβούλεθ᾽, ᾗ νόμων οὐδὲν μέλει·

 ὁ δὲ πονηρὸς χρωμένῃ μὲν τοῖς νόμοις, πονηροῖς δὲ χρωμένῃ. ἔστι δ᾽ ἀκρασία καὶ ἐγκράτεια περὶ τὸ ὑπερβάλλον τῆς τῶν πολλῶν ἕξεως· ὃ μὲν γὰρ ἐμμένει μᾶλλον ὃ δ᾽ ἧττον τῆς τῶν πλείστων δυνάμεως. εὐιατοτέρα δὲ τῶν ἀκρασιῶν, ἣν οἱ μελαγχολικοὶ ἀκρατεύονται, τῶν βουλευομένων μὲν μὴ ἐμμενόντων δέ, καὶ οἱ δι᾽ ἐθισμοῦ ἀκρατεῖς τῶν φυσικῶν· ῥᾷον γὰρ ἔθος μετακινῆσαι φύσεως· διὰ γὰρ τοῦτο καὶ τὸ ἔθος χαλεπόν, ὅτι τῇ φύσει ἔοικεν, ὥσπερ καὶ Εὔηνος λέγει

φημὶ πολυχρόνιον μελέτην ἔμεναι, φίλε, καὶ δή
ταύτην ἀνθρώποισι τελευτῶσαν φύσιν εἶναι.

τί μὲν οὖν ἐστὶν ἐγκράτεια καὶ τί ἀκρασία καὶ τί καρτερία καὶ τί μαλακία, καὶ πῶς ἔχουσιν αἱ ἕξεις αὗται πρὸς ἀλλήλας, εἴρηται.

[1152b] [XI] Περὶ δὲ ἡδονῆς καὶ λύπης θεωρῆσαι τοῦ τὴν πολιτικὴν φιλοσοφοῦντος· οὗτος γὰρ τοῦ τέλους ἀρχιτέκτων, πρὸς ὃ βλέποντες ἕκαστον τὸ μὲν κακὸν τὸ δ᾽ ἀγαθὸν ἁπλῶς λέγομεν. ἔτι δὲ καὶ τῶν ἀναγκαίων ἐπισκέψασθαι περὶ αὐτῶν· τήν τε γὰρ ἀρετὴν καὶ τὴν κακίαν τὴν ἠθικὴν περὶ λύπας καὶ ἡδονὰς ἔθεμεν, καὶ τὴν εὐδαιμονίαν οἱ πλεῖστοι μεθ᾽ ἡδονῆς εἶναί φασιν· διὸ καὶ τὸν μακάριον ὠνομάκασιν ἀπὸ τοῦ χαίρειν. τοῖς μὲν οὖν δοκεῖ οὐδεμία ἡδονὴ εἶναι ἀγαθόν, οὔτε καθ᾽ αὑτὸ οὔτε κατὰ συμβεβηκός· οὐ γὰρ εἶναι ταὐτὸ τὸ ἀγαθὸν καὶ ἡδονήν· τοῖς δ᾽ ἔνιαι μὲν εἶναι, αἱ δὲ πολλαὶ φαῦλαι. ἔτι δὲ τούτων τρίτον, εἰ καὶ πᾶσαι ἀγαθόν, ὅμως μὴ ἐνδέχεσθαι εἶναι τὸ ἄριστον ἡδονήν. ὅλως μὲν οὖν οὐκ ἀγαθόν, ὅτι πᾶσα ἡδονὴ γένεσίς ἐστιν εἰς φύσιν αἰσθητή, οὐδεμία δὲ γένεσις συγγενὴς τοῖς τέλεσιν, οἷον οὐδεμία οἰκοδόμησις οἰκίᾳ. ἔτι ὁ σώφρων φεύγει τὰς ἡδονάς. ἔτι ὁ φρόνιμος τὸ ἄλυπον διώκει, οὐ τὸ ἡδύ. ἔτι ἐμπόδιον τῷ φρονεῖν αἱ ἡδοναί, καὶ ὅσῳ μᾶλλον χαίρει, μᾶλλον, οἷον τῇ τῶν ἀφροδισίων· οὐδένα γὰρ ἂν δύνασθαι νοῆσαί τι ἐν αὐτῇ. ἔτι τέχνη οὐδεμία ἡδονῆς· καίτοι πᾶν ἀγαθὸν τέχνης ἔργον. ἔτι παιδία καὶ θηρία διώκει τὰς ἡδονάς. τοῦ δὲ μὴ πάσας σπουδαίας, ὅτι εἰσὶ καὶ αἰσχραὶ καὶ ὀνειδιζόμεναι, καὶ ὅτι βλαβεραί· νοσώδη γὰρ ἔνια τῶν ἡδέων. ὅτι δ᾽ οὐ τἄριστον ἡδονή, ὅτι οὐ τέλος ἀλλὰ γένεσις. τὰ μὲν οὖν λεγόμενα σχεδὸν ταῦτ᾽ ἐστίν.

***
[10] Ούτε μπορεί ο ίδιος άνθρωπος να είναι φρόνιμος και την ίδια στιγμή να είναι ακρατής· γιατί όπως δείξαμε ο φρόνιμος άνθρωπος είναι την ίδια στιγμή και ηθικά καλός άνθρωπος. Έπειτα, για να είναι κανείς φρόνιμος δεν είναι αρκετό να γνωρίζει μόνο τί είναι το σωστό· πρέπει, επιπλέον, να είναι σε θέση και να το πράττει — και ο ακρατής άνθρωπος δεν είναι σε θέση να το πράττει (τίποτε, από την άλλη, δεν εμποδίζει τον δεινό άνθρωπο να είναι ακρατής· αυτός είναι και ο λόγος που μερικές φορές κάποιοι άνθρωποι θεωρούνται φρόνιμοι, μαζί όμως και ακρατείς, ακριβώς για τον λόγο ότι η δεινότητα διαφέρει από τη φρόνηση με τον τρόπο που είπαμε στην πρώτη μας παρουσίαση του θέματος: από την άποψη της συλλογιστικής ικανότητας η δεινότητα βρίσκεται πολύ κοντά στη φρόνηση, διαφέρει όμως από αυτήν από την άποψη της προαίρεσης), και όχι, πάλι, όπως ο άνθρωπος που έχει γνώση και τη χρησιμοποιεί, αλλά όπως ο κοιμισμένος ή ο μεθυσμένος. Ενεργεί, επίσης, με τη θέλησή του (γνωρίζει, πράγματι, κατά κάποιο τρόπο και τί κάνει και για ποιόν σκοπό), κακός όμως δεν είναι· γιατί η προαίρεσή του είναι καλή· αυτό θα πει ότι είναι μόνο κατά το ήμισυ κακός. Δεν είναι, επίσης, άδικος· ο λόγος είναι ότι δεν είναι δόλιος και επίβουλος: από τους δύο τύπους ακρατούς ανθρώπου ο ένας δεν μένει σταθερός στις αποφάσεις που παίρνει ύστερα από σκέψη, ενώ ο ευέξαπτος τύπος ούτε καν σκέφτεται. Στην πραγματικότητα ο ακρατής άνθρωπος μοιάζει με την πόλη που εκδίδει όλα τα σωστά ψηφίσματα και έχει εξαίρετους νόμους, που δεν εφαρμόζει όμως τίποτε από όλα αυτά — όπως το είπε σκωπτικά ο Αναξανδρίδης,

Η πόλη το ᾽θελε, που για τους νόμους δεν της καίγεται καρφί,

ενώ ο κακός άνθρωπος μοιάζει με την πόλη που εφαρμόζει τους νόμους, όμως κακούς νόμους.

Η εγκράτεια και η ακράτεια αποτελούν υπερβολή σε σύγκριση με την έξη της πλειονότητας των ανθρώπων: ο εγκρατής παρουσιάζει μεγαλύτερη, ο ακρατής μικρότερη σταθερότητα και αντοχή από αυτήν που μπορούν να παρουσιάζουν οι περισσότεροι άνθρωποι.

Από τις μορφές της ακράτειας η ακράτεια των ευέξαπτων ανθρώπων θεραπεύεται πιο εύκολα από την ακράτεια εκείνων που σκέφτονται και παίρνουν αποφάσεις, δεν μένουν όμως σταθεροί σ᾽ αυτές· το ίδιο οι ακρατείς από συνήθεια παρά αυτοί που είναι ακρατείς εκ φύσεως· είναι, πράγματι, πιο εύκολο να αλλάξεις τις συνήθειες κάποιου παρά τη φύση του· φυσικά, και τη συνήθεια δεν είναι εύκολο να την αλλάξεις, ακριβώς γιατί είναι κάτι σαν δεύτερη φύση, όπως το λέει και ο Εύηνος:

 Η αδιάκοπη άσκηση είναι, σου λέω, φίλε μου, που κάνει τη συνήθεια,
κι αυτή στο τέλος καταντά η φύση μας να είναι.

Είπαμε λοιπόν τί είναι η εγκράτεια και τί η ακράτεια, τί είναι η καρτερία και τί η μαλθακότητα, καθώς και σε ποιά σχέση βρίσκονται αυτές οι έξεις μεταξύ τους.

[1152b] [11] Η εξέταση και η σπουδή της ηδονής και της λύπης είναι έργο του φιλοσόφου που ασχολείται με την πολιτική επιστήμη· αυτός είναι, πράγματι, ο «αρχιτέκτονας» του τέλους, του τελικού σκοπού, προς τον οποίο στρέφουμε το βλέμμα μας προκειμένου να ονομάσουμε αυτό το πράγμα κακό και εκείνο καλό με τρόπο καθαρό και απόλυτο. Επιπλέον, είναι και ένα από τα θέματα που είναι απαραίτητο να εξετάσουμε: δεν είναι μόνο ότι οι ίδιοι εμείς καθορίσαμε ότι η ηθική αρετή και κακία σχετίζεται με τις λύπες και τις ηδονές· είναι και ότι ο περισσότερος κόσμος βεβαιώνει ότι η ευδαιμονία πάει μαζί μαζί με την ηδονή· αυτός είναι και ο λόγος που για να δηλώσουν τον ευτυχισμένο χρησιμοποίησαν τη λέξη μακάριος, μια λέξη που βγαίνει από το ρήμα χαίρω.

Κάποιοι, λοιπόν, θεωρούν ότι καμιά ηδονή δεν είναι κάτι καλό, είτε καθεαυτό είτε κατά σύμπτωση· γιατί, όπως λένε, το αγαθό και η ηδονή δεν είναι το ίδιο πράγμα. Άλλοι όμως λένε ότι μερικές ηδονές είναι κάτι καλό, οι περισσότερες όμως είναι κάτι κακό. Υπάρχει όμως και μια τρίτη άποψη, αυτή που λέει ότι, και αν ακόμη όλες οι ηδονές είναι κάτι καλό, όμως το ύψιστο αγαθό δεν μπορεί να είναι η ηδονή.

Ιδού τα επιχειρήματα για το ότι η ηδονή δεν είναι με κανέναν τρόπο κάτι το καλό:

Κάθε ηδονή είναι μια αντιληπτή με τις αισθήσεις γένεση που καταλήγει στην επάνοδο του ατόμου στη φυσική του κατάσταση, καμιά όμως γένεση δεν ανήκει ποτέ στο ίδιο γένος με αυτό που προκύπτει τελικά από αυτή τη διαδικασία· καμιά, επιπαραδείγματι, οικοδομική διαδικασία δεν είναι ίδιο πράγμα με το σπίτι που χτίστηκε. Επίσης: Ο σώφρων άνθρωπος αποφεύγει τις ηδονές. Επίσης: Ο φρόνιμος άνθρωπος επιδιώκει την απουσία της λύπης, όχι την ηδονή. Επίσης: Οι ηδονές είναι εμπόδιο για τη φρόνηση, και όσο πιο μεγάλη είναι η ευχαρίστηση που προκαλούν, τόσο πιο μεγάλο εμπόδιο για τη φρόνηση είναι, όπως, επιπαραδείγματι, στην περίπτωση της αφροδισιακής ηδονής· γιατί κανένας δεν θα μπορούσε να σκεφτεί οτιδήποτε όσο είναι παραδομένος σ᾽ αυτήν. Επίσης: Δεν υπάρχει καμιά τέχνη που να έχει για αντικείμενό της την ηδονή· όμως κάθε αγαθό πράγμα είναι έργο κάποιας τέχνης. Επίσης: Τα παιδιά και τα ζώα κυνηγούν τις ηδονές.

Ιδού και τα επιχειρήματα για το ότι όλες οι ηδονές δεν είναι κάτι το καλό και το ωραίο:

Υπάρχουν και ηδονές άσχημες και επονείδιστες, όπως και ηδονές βλαβερές, αφού κάποια ευχάριστα πράγματα βλάπτουν την υγεία.

Το επιχείρημα για το ότι η ηδονή δεν είναι το ύψιστο αγαθό είναι ότι η ηδονή δεν είναι ένα τέλος, αλλά μια γένεση.

Αυτά περίπου είναι όσα λέγονται για το θέμα.