ΧΟ. κῆρυξ Ἀχαιῶν χαῖρε τῶν ἀπὸ στρατοῦ.
ΚΗ. χαίρω, †τεθνᾶναι δ᾽ οὐκέτ᾽ ἀντερῶ θεοῖς.†
540 ΧΟ. ἔρως πατρῴας τῆσδε γῆς σ᾽ ἐγύμνασεν;
ΚΗ. ὥστ᾽ ἐνδακρύειν γ᾽ ὄμμασιν χαρᾶς ὕπο.
ΧΟ. τερπνῆς ἄρ᾽ ἦστε τῆσδ᾽ ἐπήβολοι νόσου,
ΚΗ. πῶς δή; διδαχθεὶς τοῦδε δεσπόσω λόγου.
ΧΟ. τῶν ἀντερώντων ἱμέρῳ πεπληγμένοι.
545 ΚΗ. ποθεῖν ποθοῦντα τήνδε γῆν στρατὸν λέγεις;
ΧΟ. ὡς πόλλ᾽ ἀμαυρᾶς ἐκ φρενός ‹μ᾽› ἀναστένειν.
ΚΗ. πόθεν τὸ δύσφρον; τοῦτ᾽ ἐπῆν στύγος στρατῷ;
ΧΟ. πάλαι τὸ σιγᾶν φάρμακον βλάβης ἔχω.
ΚΗ. καὶ πῶς; ἀπόντων κοιράνων ἔτρεις τινάς;
550 ΧΟ. ὡς νῦν τὸ σὸν δή, καὶ θανεῖν πολλὴ χάρις.
ΚΗ. εὖ γὰρ πέπρακται. ταῦτα δ᾽ ἐν πολλῷ χρόνῳ
τὰ μέν τις ἂν λέξειεν εὐπετῶς ἔχειν,
τὰ δ᾽ αὖτε κἀπίμομφα. τίς δὲ πλὴν θεῶν
ἅπαντ᾽ ἀπήμων τὸν δι᾽ αἰῶνος χρόνον;
555 μόχθους γὰρ εἰ λέγοιμι καὶ δυσαυλίας,
σπαρνὰς παρήξεις καὶ κακοστρώτους—τί δ᾽ οὐ
στένοντες, οὐ λαχόντες ἤματος μέρος;
τὰ δ᾽ αὖτε χέρσῳ· καὶ προσῆν πλέον στύγος·
εὐναὶ γὰρ ἦσαν δηΐων πρὸς τείχεσιν,
560 ἐξ οὐρανοῦ δὲ κἀπὸ γῆς λειμωνίας
† δρόσοι κατεψάκαζον, ἔμπεδον σίνος
ἐσθημάτων, τιθέντες ἔνθηρον τρίχα.
χειμῶνα δ᾽ εἰ λέγοι τις οἰωνοκτόνον,
οἷον παρεῖχ᾽ ἄφερτον Ἰδαία χιών,
565 ἢ θάλπος, εὖτε πόντος ἐν μεσημβριναῖς
κοίταις ἀκύμων νηνέμοις εὕδοι πεσών—
τί ταῦτα πενθεῖν δεῖ; παροίχεται πόνος·
παροίχεται δέ, τοῖσι μὲν τεθνηκόσιν
τὸ μήποτ᾽ αὖθις μηδ᾽ ἀναστῆναι μέλειν—
570 τί τοὺς ἀναλωθέντας ἐν ψήφῳ λέγειν,
τὸν ζῶντα δ᾽ ἀλγεῖν χρὴ τύχης παλιγκότου;
καὶ πολλὰ χαίρειν ξυμφοραῖς καταξιῶ.
ἡμῖν δὲ τοῖς λοιποῖσιν Ἀργείων στρατοῦ
νικᾷ τὸ κέρδος, πῆμα δ᾽ οὐκ ἀντιρρέπει·
575 ὡς κομπάσαι τῷδ᾽ εἰκὸς ἡλίου φάει
ὑπὲρ θαλάσσης καὶ χθονὸς ποτωμένοις·
«Τροίαν ἑλόντες δήποτ᾽ Ἀργείων στόλος
θεοῖς λάφυρα ταῦτα τοῖς καθ᾽ Ἑλλάδα
δόμοις ἐπασσάλευσαν ἀρχαῖον γάνος.»
580 τοιαῦτα χρὴ κλύοντας εὐλογεῖν πόλιν
καὶ τοὺς στρατηγούς· καὶ χάρις τιμήσεται
Διὸς τάδ᾽ ἐκπράξασα. πάντ᾽ ἔχεις λόγον.
ΧΟ. νικώμενος λόγοισιν οὐκ ἀναίνομαι·
ἀεὶ γὰρ ἥβη τοῖς γέρουσιν εὐμαθεῖν.
585 δόμοις δὲ ταῦτα καὶ Κλυταιμήστρᾳ μέλειν
εἰκὸς μάλιστα, σὺν δὲ πλουτίζειν ἐμέ.
***
ΧΟΡΟΣ
Του αχαϊκού στρατού, χαίρε, κήρυκα, χαίρε.
ΚΗΡΥΚΑΣ
Χαίρω· και τώρα αν θέλουν οι θεοί ας πεθάνω.
ΧΟΡΟΣ
540 Της πατρικής μας γης σε δάμασεν ο πόθος;
ΚΗΡΥΚΑΣ
Τόσος, που απ᾽ τη χαρά μου πλημμυρούν τα μάτια.
ΧΟΡΟΣ
Την ίδια θα ᾽χατε και σεις γλυκιάν αρρώστια.
ΚΗΡΥΚΑΣ
Τί πάει ο λόγος σου να πει; δωσ᾽ μου να νιώσω.
ΧΟΡΟΣ
Πως έδερνε και σας και μας ο ίδιος ο πόθος.
ΚΗΡΥΚΑΣ
Η χώρα που ποθούσαμε λες μας ποθούσε;
ΧΟΡΟΣ
Ναι και στενάζαμε συχνά απ᾽ τα φυλλοκάρδια.
ΚΗΡΥΚΑΣ
Και πόθε αυτός ο μαύρος πόνος της καρδιάς σου;
ΧΟΡΟΣ
Τόσον καιρό τη σιωπή βρήκα γιατρειά μου.
ΚΗΡΥΚΑΣ
Μήπως σαν λείπαμε φοβόσουνα κανένα;
ΧΟΡΟΣ
550 Τόσο, που ως λες και συ, χαρά μου ο χάρος θα ᾽ταν.
ΚΗΡΥΚΑΣ
Γιατ᾽ όλα βγήκαν σε καλό· μα μες στο διάβα
του χρόνου άλλα μας έρχονται δεξιά και πάλι
άλλα ζερβά· γιατ᾽ έξω απ᾽ τους θεούς, ποιός άλλος
θα χαρεί δίχως βάσανα όλη τη ζωή του;
Αν έλεα του κακού μας ταξιδιού τους μόχτους,
τ᾽ ανάριο ξεμπαρκάρισμα, το στρίμωγμά μας
στις στενές πάνω και κακόστρωτες κουβέρτες,
ποιά μέρα αστέναχτη ήτανε να μη μας λάχουν;
Στη στεριά πάλι το κακό ήταν πιο μεγάλο·
560 να ᾽χεις γιατάκι κάτ᾽ απ᾽ των εχτρών τα κάστρα
κι οι πάχνες απ᾽ τον ουρανό κι απ᾽ τα λιβάδια
της γης, αιώνιο βάσανο, μας περεχούσαν
κι άγρια την τρίχα επάνω μας κάναν των ρούχων.
κι αν πεις για το χειμώνα των πουλιών το χάρο,
που αβάσταγο κατέβαζε η χιονιά της Ίδας,
ή για τη ζέστη όταν ο πόντος δίχως κύμα
κι αγέρι στις μεσημερνές κοιμόνταν κοίτες —
μα τί να κλαίω γι᾽ αυτά; έχει περάσει ο πόνος
κι έχει περάσει τόσο για τους πεθαμένους,
που πια σκοπό δεν το ᾽χουνε ν᾽ αναστηθούνε.
570 Τί να τους λογαριάζομε τους πεθαμένους,
και τί να φέρνει ο ζωντανός τις λύπες πίσω;
Τις συμφορές τις στέλνω στο καλό να πάνε,
γιατί σε μας, πὄχομε μείνει απ᾽ το στρατό μας,
πλήθιο το κέρδος τις ζημίες αντισηκώνει,
που αξίζει αλήθεια μπρος σ᾽ αυτό το φως του ήλιου
να καυχηθούμε πάνω από στεριά και κύμα:
«Την πήρε των Αργείων ο στρατός την Τροία
κι αυτά για της Ελλάδος τους θεούς τα λάφυρα
στους ναούς των κρεμάσανε, λαμπρά στολίδια».
580 Κι όποιος ακούει αυτά, θα πρέπει να παινεύει
την πόλη και τους στρατηγούς και χάρη να ᾽χει
του Δία που τα ᾽φερε δεξιά. — Είπα ό,τι είχα.
ΧΟΡΟΣ
Με νίκησαν τα λόγια σου και δεν τ᾽ αρνιούμαι·
γιατ᾽ όσο γέρος, την αλήθεια κανείς πάντα
λαχταρά να μαθαίνει. Μα τα νέα που φέρνεις
πρώτα στο σπίτι και στην Κλυταιμνήστρα ανήκουν
μ᾽ όλο το δίκιο — μα κι εμέ ευτυχή με κάνουν.
ΚΗ. χαίρω, †τεθνᾶναι δ᾽ οὐκέτ᾽ ἀντερῶ θεοῖς.†
540 ΧΟ. ἔρως πατρῴας τῆσδε γῆς σ᾽ ἐγύμνασεν;
ΚΗ. ὥστ᾽ ἐνδακρύειν γ᾽ ὄμμασιν χαρᾶς ὕπο.
ΧΟ. τερπνῆς ἄρ᾽ ἦστε τῆσδ᾽ ἐπήβολοι νόσου,
ΚΗ. πῶς δή; διδαχθεὶς τοῦδε δεσπόσω λόγου.
ΧΟ. τῶν ἀντερώντων ἱμέρῳ πεπληγμένοι.
545 ΚΗ. ποθεῖν ποθοῦντα τήνδε γῆν στρατὸν λέγεις;
ΧΟ. ὡς πόλλ᾽ ἀμαυρᾶς ἐκ φρενός ‹μ᾽› ἀναστένειν.
ΚΗ. πόθεν τὸ δύσφρον; τοῦτ᾽ ἐπῆν στύγος στρατῷ;
ΧΟ. πάλαι τὸ σιγᾶν φάρμακον βλάβης ἔχω.
ΚΗ. καὶ πῶς; ἀπόντων κοιράνων ἔτρεις τινάς;
550 ΧΟ. ὡς νῦν τὸ σὸν δή, καὶ θανεῖν πολλὴ χάρις.
ΚΗ. εὖ γὰρ πέπρακται. ταῦτα δ᾽ ἐν πολλῷ χρόνῳ
τὰ μέν τις ἂν λέξειεν εὐπετῶς ἔχειν,
τὰ δ᾽ αὖτε κἀπίμομφα. τίς δὲ πλὴν θεῶν
ἅπαντ᾽ ἀπήμων τὸν δι᾽ αἰῶνος χρόνον;
555 μόχθους γὰρ εἰ λέγοιμι καὶ δυσαυλίας,
σπαρνὰς παρήξεις καὶ κακοστρώτους—τί δ᾽ οὐ
στένοντες, οὐ λαχόντες ἤματος μέρος;
τὰ δ᾽ αὖτε χέρσῳ· καὶ προσῆν πλέον στύγος·
εὐναὶ γὰρ ἦσαν δηΐων πρὸς τείχεσιν,
560 ἐξ οὐρανοῦ δὲ κἀπὸ γῆς λειμωνίας
† δρόσοι κατεψάκαζον, ἔμπεδον σίνος
ἐσθημάτων, τιθέντες ἔνθηρον τρίχα.
χειμῶνα δ᾽ εἰ λέγοι τις οἰωνοκτόνον,
οἷον παρεῖχ᾽ ἄφερτον Ἰδαία χιών,
565 ἢ θάλπος, εὖτε πόντος ἐν μεσημβριναῖς
κοίταις ἀκύμων νηνέμοις εὕδοι πεσών—
τί ταῦτα πενθεῖν δεῖ; παροίχεται πόνος·
παροίχεται δέ, τοῖσι μὲν τεθνηκόσιν
τὸ μήποτ᾽ αὖθις μηδ᾽ ἀναστῆναι μέλειν—
570 τί τοὺς ἀναλωθέντας ἐν ψήφῳ λέγειν,
τὸν ζῶντα δ᾽ ἀλγεῖν χρὴ τύχης παλιγκότου;
καὶ πολλὰ χαίρειν ξυμφοραῖς καταξιῶ.
ἡμῖν δὲ τοῖς λοιποῖσιν Ἀργείων στρατοῦ
νικᾷ τὸ κέρδος, πῆμα δ᾽ οὐκ ἀντιρρέπει·
575 ὡς κομπάσαι τῷδ᾽ εἰκὸς ἡλίου φάει
ὑπὲρ θαλάσσης καὶ χθονὸς ποτωμένοις·
«Τροίαν ἑλόντες δήποτ᾽ Ἀργείων στόλος
θεοῖς λάφυρα ταῦτα τοῖς καθ᾽ Ἑλλάδα
δόμοις ἐπασσάλευσαν ἀρχαῖον γάνος.»
580 τοιαῦτα χρὴ κλύοντας εὐλογεῖν πόλιν
καὶ τοὺς στρατηγούς· καὶ χάρις τιμήσεται
Διὸς τάδ᾽ ἐκπράξασα. πάντ᾽ ἔχεις λόγον.
ΧΟ. νικώμενος λόγοισιν οὐκ ἀναίνομαι·
ἀεὶ γὰρ ἥβη τοῖς γέρουσιν εὐμαθεῖν.
585 δόμοις δὲ ταῦτα καὶ Κλυταιμήστρᾳ μέλειν
εἰκὸς μάλιστα, σὺν δὲ πλουτίζειν ἐμέ.
***
ΧΟΡΟΣ
Του αχαϊκού στρατού, χαίρε, κήρυκα, χαίρε.
ΚΗΡΥΚΑΣ
Χαίρω· και τώρα αν θέλουν οι θεοί ας πεθάνω.
ΧΟΡΟΣ
540 Της πατρικής μας γης σε δάμασεν ο πόθος;
ΚΗΡΥΚΑΣ
Τόσος, που απ᾽ τη χαρά μου πλημμυρούν τα μάτια.
ΧΟΡΟΣ
Την ίδια θα ᾽χατε και σεις γλυκιάν αρρώστια.
ΚΗΡΥΚΑΣ
Τί πάει ο λόγος σου να πει; δωσ᾽ μου να νιώσω.
ΧΟΡΟΣ
Πως έδερνε και σας και μας ο ίδιος ο πόθος.
ΚΗΡΥΚΑΣ
Η χώρα που ποθούσαμε λες μας ποθούσε;
ΧΟΡΟΣ
Ναι και στενάζαμε συχνά απ᾽ τα φυλλοκάρδια.
ΚΗΡΥΚΑΣ
Και πόθε αυτός ο μαύρος πόνος της καρδιάς σου;
ΧΟΡΟΣ
Τόσον καιρό τη σιωπή βρήκα γιατρειά μου.
ΚΗΡΥΚΑΣ
Μήπως σαν λείπαμε φοβόσουνα κανένα;
ΧΟΡΟΣ
550 Τόσο, που ως λες και συ, χαρά μου ο χάρος θα ᾽ταν.
ΚΗΡΥΚΑΣ
Γιατ᾽ όλα βγήκαν σε καλό· μα μες στο διάβα
του χρόνου άλλα μας έρχονται δεξιά και πάλι
άλλα ζερβά· γιατ᾽ έξω απ᾽ τους θεούς, ποιός άλλος
θα χαρεί δίχως βάσανα όλη τη ζωή του;
Αν έλεα του κακού μας ταξιδιού τους μόχτους,
τ᾽ ανάριο ξεμπαρκάρισμα, το στρίμωγμά μας
στις στενές πάνω και κακόστρωτες κουβέρτες,
ποιά μέρα αστέναχτη ήτανε να μη μας λάχουν;
Στη στεριά πάλι το κακό ήταν πιο μεγάλο·
560 να ᾽χεις γιατάκι κάτ᾽ απ᾽ των εχτρών τα κάστρα
κι οι πάχνες απ᾽ τον ουρανό κι απ᾽ τα λιβάδια
της γης, αιώνιο βάσανο, μας περεχούσαν
κι άγρια την τρίχα επάνω μας κάναν των ρούχων.
κι αν πεις για το χειμώνα των πουλιών το χάρο,
που αβάσταγο κατέβαζε η χιονιά της Ίδας,
ή για τη ζέστη όταν ο πόντος δίχως κύμα
κι αγέρι στις μεσημερνές κοιμόνταν κοίτες —
μα τί να κλαίω γι᾽ αυτά; έχει περάσει ο πόνος
κι έχει περάσει τόσο για τους πεθαμένους,
που πια σκοπό δεν το ᾽χουνε ν᾽ αναστηθούνε.
570 Τί να τους λογαριάζομε τους πεθαμένους,
και τί να φέρνει ο ζωντανός τις λύπες πίσω;
Τις συμφορές τις στέλνω στο καλό να πάνε,
γιατί σε μας, πὄχομε μείνει απ᾽ το στρατό μας,
πλήθιο το κέρδος τις ζημίες αντισηκώνει,
που αξίζει αλήθεια μπρος σ᾽ αυτό το φως του ήλιου
να καυχηθούμε πάνω από στεριά και κύμα:
«Την πήρε των Αργείων ο στρατός την Τροία
κι αυτά για της Ελλάδος τους θεούς τα λάφυρα
στους ναούς των κρεμάσανε, λαμπρά στολίδια».
580 Κι όποιος ακούει αυτά, θα πρέπει να παινεύει
την πόλη και τους στρατηγούς και χάρη να ᾽χει
του Δία που τα ᾽φερε δεξιά. — Είπα ό,τι είχα.
ΧΟΡΟΣ
Με νίκησαν τα λόγια σου και δεν τ᾽ αρνιούμαι·
γιατ᾽ όσο γέρος, την αλήθεια κανείς πάντα
λαχταρά να μαθαίνει. Μα τα νέα που φέρνεις
πρώτα στο σπίτι και στην Κλυταιμνήστρα ανήκουν
μ᾽ όλο το δίκιο — μα κι εμέ ευτυχή με κάνουν.