Τρίτη 15 Νοεμβρίου 2016

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΣΟΦΟΚΛΗΣ - Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ (720-760)

Ernest Barthelemy Michel,ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΝ Β΄


720 ΑΝ. ὦ πλεῖστ᾽ ἐπαίνοις εὐλογούμενον πέδον,
νῦν σὸν τὰ λαμπρὰ ταῦτα δὴ φαίνειν ἔπη.
ΟΙ. τί δ᾽ ἔστιν, ὦ παῖ, καινόν; ΑΝ. ἆσσον ἔρχεται
Κρέων ὅδ᾽ ἡμῖν οὐκ ἄνευ πομπῶν, πάτερ.
ΟΙ. ὦ φίλτατοι γέροντες, ἐξ ὑμῶν ἐμοὶ
725 φαίνοιτ᾽ ἂν ἤδη τέρμα τῆς σωτηρίας.
ΧΟ. θάρσει, παρέσται. καὶ γὰρ εἰ γέρων κυρῶ,
τὸ τῆσδε χώρας οὐ γεγήρακε σθένος.
ΚΡΕΩΝ
ἄνδρες χθονὸς τῆσδ᾽ εὐγενεῖς οἰκήτορες,
ὁρῶ τιν᾽ ὑμᾶς ὀμμάτων εἰληφότας
730 φόβον νεώρη τῆς ἐμῆς ἐπεισόδου·
ὃν μήτ᾽ ὀκνεῖτε μήτ᾽ ἀφῆτ᾽ ἔπος κακόν.
ἥκω γὰρ οὐχ ὡς δρᾶν τι βουληθείς, ἐπεὶ
γέρων μέν εἰμι, πρὸς πόλιν δ᾽ ἐπίσταμαι
σθένουσαν ἥκων, εἴ τιν᾽ Ἑλλάδος, μέγα.
735 ἀλλ᾽ ἄνδρα τόνδε τηλικόσδ᾽ ἀπεστάλην
πείσων ἕπεσθαι πρὸς τὸ Καδμείων πέδον,
οὐκ ἐξ ἑνὸς στείλαντος, ἀλλ᾽ ἀστῶν ὑπὸ
πάντων κελευσθείς, οὕνεχ᾽ ἧκέ μοι γένει
τὰ τοῦδε πενθεῖν πήματ᾽ ἐς πλεῖστον πόλεως.
740 ἀλλ᾽, ὦ ταλαίπωρ᾽ Οἰδίπους, κλύων ἐμοῦ
ἱκοῦ πρὸς οἴκους· πᾶς σε Καδμείων λεὼς
καλεῖ δικαίως, ἐκ δὲ τῶν μάλιστ᾽ ἐγώ,
ὅσῳπερ, εἰ μὴ πλεῖστον ἀνθρώπων ἔφυν
κάκιστος, ἀλγῶ τοῖσι σοῖς κακοῖς, γέρον,
745 ὁρῶν σε τὸν δύστηνον ὄντα μὲν ξένον,
ἀεὶ δ᾽ ἀλήτην κἀπὶ προσπόλου μιᾶς
βιοστερῆ χωροῦντα, τὴν ἐγὼ τάλας
οὐκ ἄν ποτ᾽ ἐς τοσοῦτον αἰκίας πεσεῖν
ἔδοξ᾽, ὅσον πέπτωκεν ἥδε δύσμορος,
750 ἀεί σε κηδεύουσα καὶ τὸ σὸν κάρα
πτωχῷ διαίτῃ, τηλικοῦτος, οὐ γάμων
ἔμπειρος, ἀλλὰ τοὐπιόντος ἁρπάσαι.
ἆρ᾽ ἄθλιον τοὔνειδος, ὦ τάλας ἐγώ,
ὠνείδισ᾽ εἰς σὲ κἀμὲ καὶ τὸ πᾶν γένος;
755 ἀλλ᾽, οὐ γὰρ ἔστι τἀμφανῆ κρύπτειν, σύ νυν
πρὸς θεῶν πατρῴων, Οἰδίπους, πεισθεὶς ἐμοὶ
κρύψον θελήσας ἄστυ καὶ δόμους μολεῖν
τοὺς σοὺς πατρῴους, τήνδε τὴν πόλιν φίλως
εἰπών· ἐπαξία γάρ· ἡ δ᾽ οἴκοι πλέον
760 δίκῃ σέβοιτ᾽ ἄν, οὖσα σὴ πάλαι τροφός.
***

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ


720ΑΝ. Χώρα αξιέπαινη και πολυδοξασμένη,έφτασε η ώρα ν᾽ αποδείξεις τη λαμπρή σου φήμη.ΟΙ. Τί τρέχει πάλι, θυγατέρα;ΑΝ. Μας έρχεται, πατέρα, ο Κρέων με σπουδή,όχι ασυντρόφευτος.ΟΙ. Καλοί μου γέροντες, το βλέπω, κρέμεται τώρα725από σας η σωτηρία μου.ΧΟ. Και θα την έχεις. Γιατί αν εμένα με βαραίνουντα γεράματα, δεν γέρασε γι᾽ αυτό κι η δύναμη της πόλης μου.ΚΡΕΩΝΆντρες της χώρας, ευγενικοί μου κάτοικοι,βλέπω στα μάτια σας κάτι σαν φόβο730να φέρνει ο ερχομός μου.Μη με φοβάστε όμως και μην αφήσετε άσχημος λόγοςαπό το στόμα σας να βγει. Γιατί δεν ήλθα με την πρόθεσηνα κάνω το κακό. Γέρος ο ίδιος, έχω επίγνωση πως βρίσκομαισε πόλη με μεγάλη δύναμη, όση δεν έχειάλλη πόλη στην Ελλάδα.735Κι έρχομαι εδώ, στα χρόνια ώριμος, αποσταλμένοςνα πείσω αυτόν μαζί μου στη Θήβα να γυρίσει.Σας βεβαιώνω, δεν είναι ένας που με στέλνει,προσέρχομαι μ᾽ όλων των πολιτών την εντολή· το επιβάλλειεξάλλου κι η συγγένεια, να υποφέρω τα παθήματα του Οιδίποδαόσο κανείς άλλος στην πόλη.740Έλα λοιπόν, Οιδίποδα ταλαίπωρε, τα λόγια μου άκουσεκαι γύρισε μαζί μου στην πατρίδα.Όλος της Θήβας ο λαός σε προσκαλεί, και με το δίκιο του,εγώ απ᾽ όλους περισσότερο.Αν απ᾽ τη φύση μου δεν είμαι κάκιστος,πονώ με τον δικό σου πόνο, γέροντα, που δύστυχο745σε βλέπω· ξένος, στα ξένα ν᾽ αλητεύεις στερημένος,με μια κοπέλα μόνον οδηγό σου.Δεν το φαντάστηκα ο κακότυχος πως θα μπορούσεη άμοιρη να φορτωθεί τόση μιζέρια, όση σηκώνει τώρα.750Μοναδική φροντίδα της εσύ, το πώς θα ζήσεις, στη φτώχιαβουτηγμένη· και μολονότι νέα, του γάμου τις χαρέςδεν γεύεται, έρμαιο στον πρώτο που θα ᾽ρθει να την αρπάξει.Έριξα μήπως όνειδος βαρύ, ο δύσμοιρος,σ᾽ εσένα, σ᾽ εμένα, στη γενιά μας;755Αν όμως στο φως της μέρας τα φανερά δεν κρύβονται,έλα, Οιδίποδα, στους πατρικούς θεούς μας σε ξορκίζω,τα λόγια μου άκουσε και κρύψε τις ντροπές μας,γυρίζοντας στο πατρικό σου σπίτι, στην πόλη τη δική σου,κι αυτήν εδώ την πόλη αποχαιρέτησε, όπως το αξίζειάλλωστε. Ωστόσο στην πατρίδα ανήκει πάντα760ο πιο μεγάλος σεβασμός, είναι η τροφός μας.

ΕΜΠΕΔΟΚΛΗΣ

I. Ο μάγος
 
Ο Εμπεδοκλής γεννήθηκε στον Ακράγαντα, μια από τις ωραιότερες πόλεις της Μεγάλης Ελλάδας, το 490 π.Χ. Θα πρέπει να ήρθε σε επαφή τόσο με τους Πυθαγόρειους όσο και με τον ηρακλειτισμό, ρεύματα με ζωηρή απήχηση στη Σικελία· θα πρέπει επίσης να συνάντησε τον Παρμενίδη και τον Αισχύλο. Παράλληλα όμως με αυτά τα φιλοσοφικά ρεύματα που γνώ­ρισε ο Εμπεδοκλής, οφείλουμε ιδιαίτερη μνεία στα μυστικιστικά ρεύματα και ιδιαίτερα στη λατρεία του Διόνυσου. Τη λατρεία αυτή καλλιεργούσαν κυρίως ορισμένοι πλάνητες μυστικιστές, που εξόρκιζαν αρρώστους, μιλούσαν με χρησμούς και συνέτασσαν Καθαρμούς. Οι παραδόσεις αυτές παρείχαν ενδεχομένως στον Εμπεδοκλή τα στοιχεία για τη διάπλαση του προσώπου με το οποίο μας εμφανίζεται μέσα στα έργα του: προφήτης και θαυματουργός. Μάγος, αυτός, μεταξύ θνητών, απευθύνεται στους συμπολίτες του, στην αρχή των δικών του Καθαρμών, με τον εξής τρόπο:
 
...Αθάνατος εγώ κι όμοιος θεός πλανιέμαι,
κι όχι θνητός, ανάμεσα σε σας και τιμημένος
περιζωσμένος με ταινίες κι ολάνθιστα στεφάνια.
 
Ο μάγος αυτός, διακατεχόμενος από το θείο, μεταδίδει στους ανθρώπους το μήνυμα που αυτό του έχει εμφυσήσει· έχει τη δύναμη να θεραπεύει όσους υποφέρουν και να διδάσκει το δρόμο του πλούτου. Το ποίημά του Περί φύσεως ξεκινά με μια επίκληση που μας φέρνει βέβαια αμέσως στο νου την εισαγωγή του ποιήματος του Παρμενίδη:
 
Αλλά την τρέλα τους, θεοί, απ' τη γλώσσα μου αποδιώχτε
κι από άγια στόματα πηγή καθάρια αναβρύστε.
Και σένα, Μούσα ασπρόχερη και δοξαστή Παρθένα
παρακαλώ σε, όσο βολεί οι εφήμεροι ν’ ακούνε
απ’ της ευσέβειας τη γη καλόδηγο άρμα στείλε (απ. 3).
 
Ο μάγος αποκαλύπτει, λοιπόν, μιαν αλήθεια, προερχόμενη από τη θεότητα, της οποίας ο ίδιος δεν είναι παρά το υποχείριο (βλ. απ. 23). Δεν θα πρέπει, ωστόσο, να λησμονούμε πως αυτό είναι ένα από τα δυσκολότερα καθήκοντα, γιατί «το θεό να φτάσεις δε μπορείς με τα δικά μας μάτια κι ούτε να πιάσεις με τα χέρια σου, που ο πιο μεγάλος δρόμος της πειθούς τυχαίνει στα φρένα των ανθρώπων». Ο ίδιος άλλωστε ο Εμπεδοκλής παρουσιάζεται φυγάς θεόθεν και αλήτης (απ. 115), ανήκει λοιπόν κι αυτός στους καταδικασμένους να περιπλανώνται χρόνια ατέλειωτα. Αυτή ωστόσο η εξορία του φιλοσόφου συνίσταται σε συνεχείς διαδοχικές μετενσαρκώσεις: χάρη σ’ αυτές τις ποικίλες μεταναστεύσεις από ύπαρξη σε ύπαρξη καταφέρνει και γνωρίζει ολόκληρο τον κύκλο των όντων. Γιατί ο Εμ­πεδοκλής μας λέει ότι θυμάται τις προηγούμενες ζωές του: «Γιατί ήμουν εγώ κάποτες αγόρι και κορίτσι, πουλί και θάμνος και βουβό μέσα στο κύμα ψάρι»(απ. 117). Βυθίστηκε, με άλλα λόγια, βαθιά μέσα στο μείγμα απ’ όπου τα πάντα, κι ο άνθρωπος ακόμα, γεννιούνται (απ. 9). Περνώντας από τη μια ζωή στην άλλη, ο Εμπεδοκλής κατόρθωσε να αφομοιώσει το μυστικό της πολλαπλότητας των δυνάμεων που συγκροτούν ή αποδιαρθρώνουν τα στοιχεία.
 
Γι’ αυτό κι ο Εμπεδοκλής διακήρυσσε πως κατέχει μια δύναμη υπεράνθρωπη, σε σημείο που να μπορεί να προστάζει και το θάνατο ακόμα- ο ίδιος, άλλωστε, δεν λέει άραγε ότι:
 
Φάρμακα όσα έχουν βρεθεί για τα κακά θα μάθεις
και για τα γηρατειά, τι όλα θα πω σε σένα μόνο
και των ακούραστων ανέμων την ορμή θα πάψεις,
που πα στη γη φυσώντας τα χωράφια τα ρημάζουν
και πάλι σα θελήσεις τους ανέμους ξαναφέρνεις
κι από θολή βροχή καλοκαιρίσια φτιάχνεις ξέρα
για τους ανθρώπους κι από ξέρα δεντροθρόφες πάλι
πνοές θα πλάσεις, που αναβλύζουν από τον αιθέρα.
Και τη ζωή θα φέρεις απ' τον Άδη πεθαμένου (απ. 111);
 
Πολλά και θαυμαστά έργα αποδίδονται στη σοφία και τις ικανότητες του Εμπεδοκλή. Είχε ανακαλύψει πως μια επιδημία πανούκλας, που είχε ερημώσει τον Σελινούντα, οφειλόταν στις μολυσματικές αναθυμιάσεις κάποιων στάσιμων υδάτων, τα οποία βρίσκονταν δίπλα στην πόλη· ο Εμπεδοκλής χρηματοδότησε, με την ίδια του την περιουσία, τα αναγκαία έργα για την εκτροπή του ρου ενός γειτονικού ποταμού, ώστε τα τρεχούμενα νερά του να απολυμάνουν την περιοχή και να απομακρύνουν τις εστίες μόλυνσης. Γεμάτοι ευγνωμοσύνη οι κάτοικοι του Σελινούντα του επεφύλαξαν τιμές θεού. Λέγεται μάλιστα πως είχε μεταβάλει το κλίμα του Ακράγαντα, συμβουλεύοντας να φράξουν με γαϊδουροτόμαρα ένα στενό της περιοχής όπου εγκλωβίζονταν τα μελτέμια, που αποτελούσαν, λόγω της βιαιότητάς τους, μόνιμη απειλή για τις σοδειές.
 
Τα πιο εκπληκτικά όμως επιτεύγματα του Εμπεδοκλή σημειώθηκαν στην ιατρική. Αναφέρεται πως είχε καταφέρει να αναστήσει μια γυναίκα, που είχε ήδη τριάντα μέρες πάψει ν’ αναπνέει. Αυτή θα πρέπει να ήταν υστερική που είχε περιπέσει σ’ ένα είδος βαθύτατου λήθαργου. Ο Εμπεδοκλής, όμως, ανακάλυψε κάποιο σημείο θερμότητας στην επιφάνεια του σώμα­τός της και κατάφερε να την επαναφέρει στη ζωή.
 
Λέγεται ακόμα πως χάρη στην παντοδυναμία της μουσικής ήταν σε θέση να κατευνάζει τα πάθη, πράγμα που απέδειξε όταν κάποτε, φιλοξενούμενος, ήρθε αντιμέτωπος μ’ έναν νεαρό που είχε ορμήξει μαινόμενος στο σπίτι του οικοδεσπότη του, κατηγορώντας τον τελευταίο επειδή είχε καταδικάσει τον πατέρα του σε θάνατο. Του χάρισε τη χαμένη του γαλήνη τραγουδώντας τους στίχους εκείνους της Οδύσσειας όπου γίνεται λόγος για το νηπενθές, το ναρκωτικό που ηρεμεί τον πόνο και την οργή και θεραπεύει όλες τις δυστυχίες.
 
Ο Εμπεδοκλής συμμετείχε ενεργότατα στην πολιτική ζωή της πόλης του. Ο πατέρας του, μάλιστα, είχε πρωτοστατήσει στην εγκαθίδρυση ενός δημοκρατικού πολιτεύματος· με το θάνατό του, όμως, η αριστοκρατική μερίδα ανέλαβε τις δυνάμεις της κι ο Εμπεδοκλής, συντασσόμενος με το λαό, αγωνίστηκε για τη διατήρηση της δημοκρατίας. Του προτάθηκε κά- ποια στιγμή ο τίτλος του βασιλιά αλλά αυτός τον αρνήθηκε. Πολλά ανέκδοτα μας τον παρουσιάζουν να κατακεραυνώνει όσους επιζητούσαν την απόκτηση κοινωνικών προνομίων. Μια παράδοση, μάλιστα, αναφέρει πως εξανάγκασε σε διάλυση τη Βουλή των Χιλίων, που συνεκροτείτο από πολίτες προερχόμενους μόνο από τις πλουσιότερες οικογένειες, βάσει ενός αυστηρότατου τιμοκρατικού συστήματος επιλογής. Ο Εμπεδοκλής προίκισε πολλές κοπέλες της πόλης και από νωρίς ήδη απέκτησε, χάρη στα έργα του, ιδιαίτερα μεγάλη δημοτικότητα, γεγονός που προκάλεσε, όπως είναι φυσικό, ζήλιες κι έχθρες.
 
Ο Εμπεδοκλής εγκατέλειψε την πατρίδα του για να ταξιδέψει, πηγαίνοντας αρχικά στους Θούριους και κατόπιν στην Ελλάδα. Λέγεται πως, όταν βρισκόταν στην Ολυμπία, έδωσε τους Καθαρμούς του στον ραψωδό Κλεομένη για να τους τραγουδήσει. Είναι πιθανόν, αν και όχι απόλυτα βέβαιο, πως επισκέφθηκε και την Αθήνα. Γύρω στο 440 π.Χ. αποφάσισε να επιστρέφει στον Ακράγαντα, εν τω μεταξύ όμως, κατά τη διάρκεια της δεκαετούς απουσίας του, οι αντίπαλοί του είχαν επανακτήσει την επιρροή τους, με αποτέλεσμα να του απαγορευτεί η είσοδος στη πόλη. Έτσι, πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του εξόριστος, με μόνη συνοδεία τον μαθητή του Παυσανία, συνθέτοντας ένα έργο περί φύσεως.
 
Πώς να επήλθε, άραγε, ο θάνατος ενός όντος με τέτοια εκπληκτική φύση; Δεν διαθέτουμε καμιά ασφαλή ιστορική μαρτυρία, τις ελλείψεις όμως της ιστορίας ήρθε να αναπληρώσει ο μύθος, σε σημείο πουν’ αποτελεί πια αναπόσπαστο στοιχείο της όλης ατμόσφαιρας που περιβάλλει το πρόσωπο του Εμπεδοκλή. Ορισμένοι ισχυρίζονται πως πνίγηκε κολυμπώντας, ενώ άλλοι πως πέθανε από τις επιπλοκές που προκάλεσε ο τραυματισμός του λόγω της πτώσης του από ένα άρμα. Περισσότερο, όμως, μεγαλείο του χαρίζει ο θρύλος που τον θέλει να εξαφανίζεται μέσα στο ηφαίστειο της Αίτνας. Τα κυριότερα στοιχεία του μύθου, αφήνοντας κατά μέρος τις πολυάριθμες παραλλαγές, είναι τα εξής: Ο Εμπεδοκλής είχε ετοιμάσει μια θυσία κι είχε προσκαλέσει τους φίλους τους στο γιορτινό γεύμα που θα ακολουθούσε. Μόλις τέλειωσε το γλέντι, οι καλεσμένοι πήγαν να ξαπλώσουν κάτω από κάποια κοντινά δέντρα ενώ ο Εμπεδοκλής παρέμεινε στη θέση όπου καθόταν σε όλη τη διάρκεια της συνεστίασης. Όταν πια, το χάραμα, σηκώθηκαν, ο Εμπεδοκλής είχε εξαφανιστεί. Κάποιος υπηρέτης τους διηγήθηκε πως άκουσε, μέσα στη νύχτα, μια δυνατή φωνή να φωνάζει τον Εμπεδοκλή, ενώ, την ίδια στιγμή, φάνηκε κάποιο φως μέσα στον ουρανό. Τότε ο Παυσανίας συνέστησε στην ομήγυρη πως θα ’ταν μάταιη κάθε αναζήτηση, αφού ο Εμπεδοκλής ήταν πια θεός κι είχε εγκαταλείψει τη γη για ν’ αναληφθεί στα ουράνια. Πάνω σ’ αυτόν το μύθο χαράχτηκε ένας δεύτερος, που δεν έχει πάψει ακόμα να γεμίζει δέος τους ρομαντικούς. Λέγεται, έτσι, ότι ο Εμπεδοκλής ρίχτηκε μέσα στον κρατήρα της Αίτνας για να τον αποκαθάρει η φωτιά, να βυθιστεί στους κόλπους της Γαίας και να επανέλθει στον αέναο κύκλο των όντων, την αρχή, δηλαδή, της μετεμψύχωσης. Λέγεται, ακόμα, πως αργότερα το ηφαίστειο, σε μια έκρηξή του, ξέβρασε ένα χάλκινο πέδιλο του φιλοσόφου.
 
Έτσι, η ζωή του θαυματουργού-φιλοσόφου τελειώνει μέσα στο μυστήριο και τον θρύλο, μ’ έναν θάνατο εκπληκτικό, που θα εξάψει τη φαντασία του Χέλντερλιν και του Νίτσε.
 
Διαθέτουμε, τέλος, τους τίτλους δύο έργων του Εμπεδοκλή, τίτλους που ενδεχομένως οφείλουμε σε μεταγενέστερους του φιλοσόφου σχολιαστές: Περί Φύσεως και Καθαρμοί. Από αυτά τα δύο έμμετρα κείμενα δεν μας απομένουν σήμερα παρά μόνον κάποια αποσπάσματα.
 
II.                 Ο Σφαίρος
 
Το Είναι για τον Παρμενίδη σημαίνει, όπως είδαμε, διάρκεια κι ο δρόμος της αλήθειας είναι μόνον αυτός που μας οδηγεί σ’ ένα Είναι που δεν γνωρίζει το γίγνεσθαι. Στο ποίημά του ο Παρμενίδης παρομοίαζε το Είναι με μια τέλεια σφαίρα, ακίνητη μέσα στα δεσμά της ανάγκης, συνεχή κι απόλυτα συνεκτική καθεαυτή. Θα μπορούσε να πει κανείς πως, με τον Ηράκλειτο, ο παρμενίδειος Σφαίρος μπαίνει σε κίνηση, κίνηση, όμως, που δεν απολήγει στην αυτοϋπέρβαση, καθώς στην καρδιά της ίδιας της κίνησης κατοικεί ο Λόγος, που, εδώ κι αμέτρητα χρόνια, μας χαρίζει το, συχνά ακατάληπτο για μας, νόημα των πραγμάτων και των όντων. Ο πόλεμος των αντιθέτων βρυχάται μέσα στην καρδιά του Είναι, που παραμένει, ωστόσο, αρμονικό, στα όρια που του θέτουν ακατάλυτοι δεσμοί, σαν τον Ήλιο που ποτέ δεν θα ξεπεράσει τα όριά του. Με τον Ηράκλειτο ο παρμενίδειος Σφαίρος προικίστηκε με τη δύναμη να κινείται γύρω από τον εαυτό του, δίχως όμως να μπορεί ποτέ να ξεφύγει απ’ αυτόν, εφόσον το γίγνεσθαι για το οποίο μας μιλά ο Ηράκλειτος δεν είναι ένα γίγνεσθαι του Είναι αλλά ένα γίγνεσθαι εντός του Είναι.
 
Ο Εμπεδοκλής αναγορεύει τον Σφαίρο σε αυτή την αρχέγονη οντολογική σφαίρα. Πνεύμα ιερό και άρρηκτο, όπου τίποτα ακόμα δεν έχει διαφοροποιηθεί. Όντας άσπιλο φως, αγνοεί τις σκιές, που το Μίσος κάνει να ξεπηδήσουν μέσα από τις διαιρέσεις που επιβάλλει:
 
Έτσι ακουμπά μέσ’ στον πυκνό της αρμονίας τον κόρφο
κυκλόμορφος, καμαρωτός, στη μοναξιά του ο Σφαίρος.
Γιατί δυο απ’ τη ράχη του φτερά δεν ξεπετιούνται
ούτε και πόδια, γόνατα γοργά και γενετήσια μέλη
μα Σφαίρος ήταν και παντούθ’ ίσιος με τον εαυτό του (απ. 27-29).
 
Τίποτα δεν του είναι εξωτερικό- είναι η απόλυτη θεότητα, απροσπέλαστη από τους ανθρώπους. Ο Σφαίρος υπάρχει πριν από κάθε Μίσος, κάθε διαίρεση, κάθε ρήξη· δεν δρα ούτε πάσχει- αγνοεί τη σύγκρουση και την πολλαπλότητα: υπάρχει.
 
Αναφερόμενος ακριβώς σ’ αυτόν τον πρωταρχικό Σφαίρο, κάνει λόγο ο Εμπεδοκλής και για τον χαμένο παράδεισο, τον πρωτόγονο χρυσό αιώνα, όπου βασίλευε η αθωότητα. Από κει οι άνθρωποι ξέπεσαν στη γη, όπου έγιναν έρμαιο της πάλης των αντιθέτων: μόνοι οι ευσεβείς θα επιστρέφουν κάποτε δίπλα στους θεούς για να γευτούν και πάλι την γαλήνη και την αρμονία· έτσι, λοιπόν, θα γνωρίσουν ξανά την εποχή εκείνη που «υπάκουα όλα κι ήμερα τα ζώα προς τους ανθρώπους ήταν, αγρίμια και πουλιά, κι έλαμπε η καλοσύνη (φιλοφροσύνη)» (απ. 130).
 
Έτσι, ο θεϊκός Σφαίρος αποτελεί το πρωταρχικό θεμέλιο κάθε απαρχής· δεν είναι μια ενότητα μεταξύ άλλων ούτε μια ενότητα του πολλαπλού, αλλά είναι Εν, όπως η σφαίρα, της οποίας η περιφέρεια αποτελείται από σημεία ίσης απόστασης από ένα σταθερό κέντρο, περί του οποίου διατάσσεται τείνουσα προς αυτό μια μάζα, η οποία ποτέ δεν εξέρχεται εαυτής, αλλά παραμένει καθεαυτή οριστικά περατωμένη.
 
III.  Η Αγάπη και το Μίσος
 
Ο Εμπεδοκλής έμεινε κυρίως γνωστός ως ο φιλόσοφος που αντιλαμβανόταν τη ζωή του κόσμου σαν μια συμπαντική τραγωδία που εξελίσσεται μέσω της ανηλεούς σύγκρουσης των δύο εκείνων μεγάλων δυνάμεων που διέπουν κάθε φαινόμενο και κάθε συμβάν του κόσμου: της Αγάπης (Φιλότης) και του Μίσους (Νεῖκος).
 
Επιμείναμε προηγουμένως στην ιδέα των Πυθαγορείων να ορίζουν τον αριθμό ως τη συνέπεια του τεμαχισμού της πρωταρχικής κι αρχέγονης Ενότητας - Όλου και όχι ως παράθεση στοιχειωδών ενοτήτων. Οι Πυθαγόρειοι, ωστόσο, παρέμεναν σιωπηλοί σχετικά με το ζήτημα του λόγου ή της δύναμης που οδήγησε τελικά το Ένα να διαμελιστεί σαν τον Διόνυσο - Ζαγρέα, όπως άλλωστε δεν έλεγαν τίποτε και για το τι επέβαλε την συγκρότηση των αριθμών - παραστάσεων. Οι ορφικές παραδόσεις, όμως, σχετικά με τις οποίες ακόμα αγνοούμε αν είναι αυτές που επηρέασαν τους Πυθαγόρειους ή αντίθετα οι Πυθαγόρειοι τις παραδόσεις αυτές, διέθεταν ολόκληρη εσχατολογία, ενισχυόμενη από θεωρίες της μετεμψύχωσης και της μετενσωμάτωσης μέσα στην καρδιά της συμπαντικής αυτής τραγωδίας.
 
Ο Εμπεδοκλής οφείλει πολλά σ’ αυτήν την ορφικοπυθαγόρεια παράδοση, που θέλει τον τροχό των υπάρξεων και των αναγεννήσεων κινητήρια δύναμη της κοσμικής Δίκης. Επιμένει, πράγματι, ιδιαίτερα στην ιδέα πως ο άνθρωπος δεν είναι παρά ένας περιπλανώμενος φυγάς πάνω στη Γη αυτή, ο οποίος εξιλεώνεται για τα σφάλματα που διέπραξε στις πρότερες ζωές του- ο ίδιος άλλωστε ο Εμπεδοκλής μας παρουσιάζεται ένας απ’ αυ­τούς τους καταδικασμένους που τον διώκει το Νείκος:
 
Ένας κι εγώ μέσα σ’ αυτούς κι απ’ το θεό διωγμένος πλανιέμαι μένοντας πιστός στο μανιασμένο μίσος (απ. 115).
 
Απελπισία τον καταλαμβάνει όταν, αναγκασμένος να ενδύεται σαν όλους τους ανθρώπους έναν «σάρκινο μανδύα», ξένο πάνω του(απ. 126), συλλογιέται το μέρος όπου του μέλλει να ζήσει:
 
Κι έκλαψα εγώ κι εθρήνησα τον τόπο αυτό σαν είδα, ασυνήθιστο κι άχαρο (απ. 118).
 
Οι δυνάμεις που οδηγούν τις ψυχές στον κόσμο των ανθρώπων απευθύ­νονται στις τελευταίες μ’ αυτόν τον τρόπο:
 
Κάτω από τούτο φτάσαμε το στεγασμένο σπήλιο (απ. 120)... εκεί ’ναι ο Φόνος κι η Έχθρητα και Συφορών σμάρια άλλα. Σήψες κι Αρρώστιες άνομβρες και τα τρεχούμενα έργα στης Βλάβης το λιβάδι (ἄτης λειμών) μες στο σκότος τριγυρνούνε (απ. 121).
 
Ωστόσο, όμως, ορισμένα προνομιούχα όντα, όπως ο Πυθαγόρας κι ο ίδιος ο Εμπεδοκλής, έχουν την ικανότητα να θυμούνται τις προηγούμενες υπάρξεις τους και να αντλούν απ’ αυτές τις αναμνήσεις μια θαυμαστή γνώση. Θα πρέπει λοιπόν να επισημάνουμε πως η γνώση δεν πηγάζει από τις αισθήσεις ούτε ακριβώς από τη νόηση καθεαυτή, αλλά από την ανάμνησιν των διαφόρων μεταπτώσεων που γνώρισαν τα στοιχεία κατά την ανάμειξη (μίξις*) και τις διαιρέσεις (διάλλαξις) τους. Η γνώση, με άλλα λόγια, αποτελεί κατ’ εξοχήν μια μύηση, μια έκσταση, ένα μυστικό και έναν καθαρμό που εγγίζει τα βάθη ενός χρόνου ριζωμένου πέραν διαιρέσεων και πολλαπλότητας.
 
Έτσι, λοιπόν, έλξη και διαίρεση συναντώνται στην καρδιά του δράματος που διέπει τον κόσμο: στοιχεία, όντα και πράγματα μια ενώνονται από την Φιλότητα και μια χωρίζονται από το Νείκος· εξού και το κομβικό, για το έργο του Εμπεδοκλή, χωρίο αυτό:
 
Η Αγάπη και το Μίσος, όπως παλιότερα ήτανε, έτσι για πάντα
θα’ ν’ θαρρώ, ο πάντας χρόνος από το ζεύγος δε θα αδειάσει αυτό.
Διπλά θα πω: τη μια μεγάλωσε για να ’ναι το ένα μόνον
απ’ τα πολλά, την άλλη τα πολλά χωρίσαν από το ένα
κι η γέννα των θνητών διπλή, διπλή κι αφάνισή τους
Τι όλους η σύσμειξη τη μια γεννάει την άλλη καταστρέφει
κι η άλλη καθώς χωρίζουνε σαν αυξηθεί πάει φεύγει.
Κι αυτά ποτέ δεν σταματούν ν’ αλλάζουν μεταξύ τους
κι είτε συγκλίνουν όλα τους με την Αγάπη σ’ ένα
είτε με Μίσος δίχα τους τραβιούνται το καθένα.
Κι όπως απ’ τα περσσότερα φυτρώνει μόνο το ένα
και πάλι περισσότερ’ απ’ το ένα ξεπηδούνε.
Έτσι όλα ετούτα γίνονται κι η ζωή τους δεν στεριώνει.
Κι όσο ποτέ δεν σταματούν ν’ αλλάζουν μεταξύ τους
κι έτσι είναι πάντα ακίνητα σε κύκλο, που γυρίζει (απ. 16-17).
 
Το γίγνεσθαι, άρα κι η ροή του κόσμου, εκφράζουν ακριβώς την αέναη διαίρεση και επανασυμφιλίωση του Ενός ενώ τα άτομα δεν είναι παρά το παίγνιο του συμπαντικού αυτού δράματος.
 
Παρ’ ότι το σύνολο αυτής της κοσμοθεωρίας φαίνεται αρκετά σαφές, όταν εισέλθουμε στις λεπτομέρειές της ανακύπτουν πολλές δυσκολίες. Από πού προέρχεται το Νείκος; Δεν γεννάται, πάντως, ως συνέπεια κάποιου γεγονότος, εφόσον η ιδέα της δημιουργίας δεν βρίσκει έδαφος μέσα στη φιλοσοφία του Εμπεδοκλή· από την άλλη πλευρά πάλι, το Νείκος, όπως κι η Φιλότης, είναι και θα είναι στον πάντα χρόνο, εφόσον ο τελευταίος ποτέ δεν θα μείνει κενός του ζεύγους αυτού (απ. 16). Φαίνεται, ωστόσο, δυνατόν να κάνουμε σχετικά με αυτή την κοσμική κίνηση τις ακόλουθες ειδικότερες παρατηρήσεις.
 
Μέσα στην κυκλική κίνηση του Σφαίρου, το Νείκος βρίσκεται αρχικά στα άκρα όρια του πρώτου, καθώς το τελευταίο είναι από την φύση του κεντρόφυγο:
 
Κι ενόσω όλα μαζεύονταν, το Μίσος είχε διωχτεί στα έσχατα όρια (απ. 36).
 
Η Αγάπη βρίσκεται, αντίθετα, στο κέντρο της δίνης και τα πάντα συγκλίνουν προς αυτήν ώστε να συγκροτηθεί το Εν:
 
Και μες στης συστροφής τη μέσην έφτασε η Αγάπη
όπου όλα εδώ μαζεύονται, για να ’ναι μόνον ένα
όχι με μιας, μα με τη θέλησή τους άλλα αλλούθε (απ. 35).
 
Η ισορροπία όμως αυτή, που τοποθετεί τη Φιλότητα στο κέντρο και το Νείκος στα έσχατα εξωτερικά όρια, δεν είναι παρά προσωρινή· με το πλή­ρωμα του χρόνου φθάνει κι η σειρά του Νείκους:
 
Κι αφού μέσα στα μέλη του μεγάλωσεν η Αμάχη
κι αψήλωσε μες σε τιμές με του καιρού το διάβα,
που μ’ όρκο δένεται πλατύ αντάμ’ απ’ τα δυο τους... (απ. 30)
...Τότ’ όλα τους με τη σειρά σειούνταν του θεού τα μέλη (απ. 31).
 
Ο Εμπεδοκλής δεν μας δίνει καμιά εξήγηση για ποιο λόγο ξεσπά το Νεί­κος, φαίνεται μάλιστα να αρκείται στην επίκληση αυτού του πλατέος όρκου που διέπει τη δομή των πραγμάτων και το γίγνεσθαι των όντων.
 
Αυτή η πάλη Φιλότητος και Νείκους, που αποτελεί την ουσία της συμπαντικής ζωής, συναντάται και μέσα στον άνθρωπο, τον ζωντανό αυτό μικρόκοσμο που είναι τόσο στενά συνδεδεμένος με ό, τι τον περιβάλλει. Η σύγκρουση των δύο δυνάμεων φαίνεται ξεκάθαρα στο σύνολο των μελών των θνητών:
 
Κι άλλοτε , απ’ την Αγάπη, του σώματος τα μέλη
όλα ενώνονται σε Ένα, στη κορυφή του βίου που ακμάζει.
Αλλ’ όμως άλλοτε απ’ την κακιά Διχόνοια (Έρις) σκόρπια,
γυρνάν χαμένα μόνα τους, ως τις έσχατες της ζωής τις όχθες,
κι αυτό συμβαίνει στα φυτά, στα νεροθρόφα ψάρια
και στ’ αγρίμια των βουνών κι ακόμα στα πουλιά
που γλιστράνε πάνω στα φτερά τους (απ. 20).
 
Αλλά και μέσα στην ίδια την καρδιά των θνητών βρίσκουμε τη Φιλότητα, καθώς διακατέχονται απ’ αυτήν κι επιδιώκουν να ενώνονται:
 
Τούτη με νου κοίτα, κι όχι με μάτια θαμπωμένα,
που και στα μέλη των θνητών λογιέται φυτρωμένη
και που φιλία μ’ αυτήνε νιώθουν κι έργα ομόγνωμα τελούνε
με τ’ όνομα Ηδονή καλώντας κι Αφροδίτη·
κι αυτήν ανάμεσά τους, πώς τυλίγεται δεν είδε θνητός κανένας (απ. 17).
 
Έτσι, λοιπόν, εφόσον βασιλεύουν οι συνδυασμοί κι οι αποσυνδέσεις των στοιχείων, δεν υπάρχει στον κόσμο έδαφος για δημιουργία· ό, τι τυχόν αντιλαμβανόμαστε ως τέτοια δεν είναι παρά απλή αλλαγή μορφής:
 
Μα άλλα θα πω σε σένα: γέννηση απ’ τα θνητά κανένα
δεν έχει ούτε τ’ ολέθριου θανάτου κάποιο τέλος
μα μόνο σμίξιμο (μίξις) κι ανταλλαγή (διάλλαξις) των όσων σμίξαν
είναι· γέννηση (φύσις) όμως να τη λεν οι ανθρώποι συνηθίζουν (απ. 8).
 
Γέννηση και θάνατος λοιπόν δεν είναι παρά μεταμορφώσεις στο εσωτερικό του κύκλου των υπάρξεων:
 
Κι αυτά σα σμίξουν άνθρωπο στο φως μεσ’ στους αιθέρες φέρνουν,
ή των θεριών των άγριων το γένος ή των θάμνων ή των πουλιών
και λένε τότε πως γεννιούνται, και σαν χωρίσουν θάνατο κακότυχο
πως βρήκαν, μα το σωστό δε λεν, κι εγώ μιλώ κατά που συνηθίζουν (απ. 9).
 
Καθώς ελίσσεται ο κύκλος, κυριαρχεί κάθε φορά κι ένα απ’ τα τέσσερα στοιχεία - νερό, αέρας, γη και φωτιά - και φυσικά, πάντα, η Φιλότης και το Νείκος:
 
Γιατί υπάρχουν μόνο αυτά, τρέχοντας όμως το ένα μέσα στ’ άλλο
γίνονται οι άνθρωποι και τα είδη των άλλων ζώων:
Άλλοτε ενωμένα απ’ τη δύναμη της Αγάπης σ’ ένα όλο συνταγμένο
κι άλλοτε καθένα χωριστά από του Μίσους την εχθρική δύναμη (απ. 26).
 
IV. Οι τέσσερις ρίζες (ριζώματα πάντων)
 
Ο Εμπεδοκλής χαρακτηρίζει ως «ρίζες» των πραγμάτων (απ. 6) τα τέσσερα θεμελιώδη στοιχεία, των οποίων η διάκριση, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη (31 A 37), για πρώτη φορά επιχειρείται κατά τον τρόπο αυτό: ο όρος ρίζωμα, μάλιστα, είναι δανεισμένος από την ορολογία των Πυθαγορείων. Οι προηγούμενοι στοχαστές αναζητούσαν το πρωταρχικό στοιχείο από το οποίο προέρχονταν, καθώς πίστευαν, όλα τα υπόλοιπα. Ο Θαλής είχε προτιμήσει το νερό, ο Αναξιμένης τον αέρα ενώ ο Ηράκλειτος τη φωτιά. Ο Εμπεδοκλής, αντίθετα, δεν δίνει την πρωτοκαθεδρία σε κανένα από τα τρία αυτά στοιχεία και προσθέτει, μάλιστα, σ’ αυτά κι ένα τέταρτο, τη γη, όπου γεννώνται τα ζώντα κι όπου επιστρέφουν με το θά­νατό τους (31 A 72). Τα στοιχεία αυτά είναι σταθερά, ομοιογενή και αναλλοίωτα, παρά το πλήθος και την ποικιλία των συνδυασμών όπου συμμετέχουν. Κάθε σώμα διαθέτει αναγκαστικά ορισμένα απ’ αυτά και σε ορισμένες μάλιστα αναλογίες. Το ανθρώπινο σώμα συντίθεται κι από τα τέσσερα στοιχεία:
 
Οι σάρκες γεννώνται από την, σε ίση αναλογία, μείξη και των τεσσάρων στοιχείων, τα νεύρα από φωτιά και γη αναμεμειγμένα με δι­πλάσιά τους ποσότητα νερού, ενώ τα νύχια δεν είναι παρά απολήξεις νεύρων που έχουν ψυχθεί στην επαφή τους με τον αέρα. Τα οστά σχηματίζονται από την ανάμειξη δύο μερών νερού και γης και τεσσάρων φωτιάς, μέρη που στο σύνολό τους περιέχονται στο εσωτερικό της γης. Ο ιδρώτας πάλι και τα δάκρυα προέρχονται από υγρό αίμα, που έχει γίνει πολύ πιο ρευστό επειδή τα συστατικά του έχουν εξαιρετικά εκλεπτυνθεί (31 A 78).
 
Η θεωρία αυτή γνώρισε μεγάλη επιτυχία καθώς την συναντούμε στον Τίμαιο του Πλάτωνα, συνδυαζόμενη μάλιστα με τις, περί πολυέδρων, θεωρίες των Πυθαγορείων επανεμφανίζεται στον Αριστοτέλη συμπληρωμένη με τις αντιθέσεις ξηρού και υγρού, θερμού και ψυχρού· ξαναβρίσκεται - κυρίως - στην καρδιά της διδασκαλίας των ιατρικών σχολών που διείδαν σε αυτήν ένα θεμέλιο των θεωριών τους περί διαθέσεων και χαρακτήρων, πολύ πιο ικανοποιητικό από οτιδήποτε θα μπορούσαν να αντλήσουν από τη φιλοσοφία των Ιώνων ή των Ατομικών.
 
Ό, τι βρίσκεται επί γης προέρχεται από τη γη και τη μείξη των πρωταρχικών στοιχείων. «Πριν ακόμα ο ήλιος ξεδιπλωθεί κι ακόμα πριν μέρα και νύχτα γίνουν κάτι διαφορετικό το ένα από το άλλο», γεννήθηκαν τα δέντρα:
 
Αναπτύσσονται χάρη στη θερμότητα της γης σαν να ’ναι κομμάτι
της, όπως ακριβώς το έμβρυο είναι τμήμα του μητρικού σώματος.
Οι καρποί είναι οι εκκρίσεις του νερού και της φωτιάς των φυτών·
τα δέντρα που κλείνουν μέσα τους λιγότερη υγρασία χάνουν τα φύλλα
τους με τη θερμότητα του καλοκαιριού, ενώ όσα έχουν περισσότε-
­ρη υγρασία τα διατηρούν, όπως η δάφνη, η ελιά κι ο φοίνικας. Οι
διαφορές στους χυμούς τους οφείλονται στο ότι η γη που τρέφει τα
φυτά τους προσδίδει διαφορετικές ομοιομέρειες· στην περίπτωση
του αμπελιού δεν είναι η διαφορά στο φυτό αλλά η διαφορά στο έδα-
­φος που κάνει το καλό κρασί (31 A 70).
 
Έτσι λοιπόν, ζωή και ύπαρξη δεν είναι παρά ένας πελώριος κύκλος που στο γύρισμά του τα στοιχεία και τα όντα γεννούν νέες ατομικότητες.
 
V.  Η κοσμογονία
 
Η Φιλότης και το Νείκος διαδραματίζουν σοβαρότατο ρόλο μέσα στην κοσμογονία του Εμπεδοκλή. Αυτή η τελευταία, μάλιστα, θα μπορούσε να διαιρεθεί σε τέσσερις φάσεις:
 
1)   Όταν το σύμπαν βρίσκεται σε κατάσταση τελειότητας, τα τέσσερα στοιχεία είναι συγκεντρωμένα, σε ίση ποσότητα το καθένα, σχηματίζοντας ένα αδιαχώριστο μείγμα απ’ το οποίο η Φιλότης έχει εκδιώξει το Νεί­κος· τα πάντα είναι αρμονικά συγκεντρωμένα στο εσωτερικό του Σφαίρου:
 
Εκεί, ούτε του ήλιου τα γοργά τα μέλη ξεχωρίζουν
ούτε ο γιαλός ούτε η ορμή της γης η δασωμένη.
Έτσι ακουμπά μες στον πυκνό της Αρμονίας τον κόρφο
κυκλόμορφος καμαρωτός στη μοναξιά του ο Σφαίρος (απ. 27).
 
2)   Σε δεύτερη φάση το Νείκος διεισδύει σιγά σιγά στον Σφαίρο ενώ τα μέλη του τελευταίου αρχίζουν να σειόνται (απ. 31). Από τον διαχωρισμό του μείγματος γεννιούνται ο Ήλιος, οι αστέρες, οι πλανήτες, η Γη και όλα τα όντα του κόσμου. Η Γη καταλαμβάνει το κέντρο του σύμπαντος και γεννά τα ζώντα όντα, που καταλαμβάνουν σιγά σιγά την επιφάνειά της. Οι οργανισμοί, όμως, δεν γεννήθηκαν με τη μορφή που τους γνωρίζουμε σήμερα: είναι αλήθεια πως σε ορισμένες του σελίδες, όπου μερικοί, μάλιστα, θέλουν να βλέπουν το προμήνυμα του εξελικτισμού, ο Εμπεδοκλής μας λέει πως αρχικά εμφανίστηκαν μεμονωμένα όργανα, που έμοιαζαν να ψάχνουν κάποιο σώμα, στο οποίο θα μπορούσαν να συγκολληθούν. Έτσι, μας εκθέτει ολόκληρη γενετική τερατολογία, κατά την οποία πά­νω στη Γη «γεννήθηκαν κεφάλια πολλά χωρίς λαιμό και χέρια γυρνούσαν εδώ κι εκεί, χωρισμένα από το σώμα, δίχως ώμους, και μάτια τριγυρνούσαν χωρίς να ’χουνε μέτωπο» (απ. 57). Έτσι, σιγά σιγά εμφανίστηκαν τα τέρατα:
 
Και διπλοπρόσωπα πολλά και διπλομέτωπα φυτρώναν
αντρόμορφα βοϊδογέννητα, κι από την άλλη ξεπηδούσαν
 ανθρωπογόνα βοϊδοκέφαλα, σμικτά πότε μ’ αντρώνε
πότε με γυναικών σκιερά και γενετήσια μέλη (απ. 60-61).
 
Τα τέρατα, που δεν μπορούν ν’ αντέξουν τις δυσκολίες της ζωής, εξαφανίζονται αφήνοντας έτσι ελεύθερο το πεδίο σε όσα μπορούν να επιβιώσουν κατά τον τρόπο αυτό τα τελευταία, χάρη σ’ ένα είδος φυσικής επιλογής, κατορθώνουν και πολλαπλασιάζονται.
 
3)   Όταν πια το Νείκος έχει θριαμβεύσει επί της Φιλότητας, καθένα από τα στοιχεία βρίσκεται συγκεντρωμένο ξέχωρα, καθώς τα όμοια πήγαν να συναντήσουν τα όμοιά τους. Έτσι, λοιπόν, δεν έχουμε πλέον μία αλλά τέσσερις ομόκεντρες σφαίρες: στο κέντρο βρίσκεται αυτή της Γης, στην συνέχεια αυτή του νερού, κατόπιν αυτή του αέρα και τέλος αυτή της φωτιάς.
 
4)   Η Φιλότης αναλαμβάνει το ρόλο της, αναμειγνύει τις τέσσερις σφαίρες, εκδιώκει το Νείκος στις εσχατιές του κόσμου και επανεγκαθιδρύει το ομοιογενές μείγμα, τον Σφαίρο.
 
Τότε πια ο κύκλος μπορεί να ξαναρχίσει και πάλι από την αρχή. Η ύπαρξη σύνθετων όντων δεν είναι νοητή παρά κατά την δεύτερη και την τέταρτη φάση, εφόσον δεν υφίσταται έδαφος για διαχωρισμό κατά την πρώτη και για ένωση κατά την τρίτη. Τίποτα άρα απ’ όσα εμφανίζονται στον κόσμο δεν είναι αποτέλεσμα κάποιας διατάσσουσας τελικότητας· αντίθετα, είναι απόρροια μιας γιγαντιαίας, αιώνιας και δίχως ανάπαυλα σύγκρουσης. Η εμπεδόκλεια κοσμοθεωρία, λοιπόν, δεν αποφεύγει την απαισιοδοξία, μια απαισιοδοξία που μπορεί να ξαναβρεί κανείς στον Λουκρήτιο, παρά τις επικούρειες καταβολές του.
 
VI.   Φυσιολογία
 
Η φυσιολογία του Εμπεδοκλή αποτελεί εξαιρετικά σημαντικό τμήμα του δόγματός του, καθώς βρίσκουμε σ’ αυτήν όχι μόνο μια απόπειρα περιγραφής της φυσιολογίας των οργανισμών, και ιδιαίτερα των αισθητήριων οργάνων, αλλά - και κυρίως - τα πρώτα στοιχεία μιας γνωσιοθεωρίας και την κορύφωση του δραματικού αυτού οράματος του κόσμου, όπου κυριαρχεί η πάλη Φιλότητος και Νείκους.
 
Δίχως να έχουμε την πρόθεση να εισέλθουμε εδώ σε λεπτομέρειες, αρκούμαστε να σημειώσουμε πως ο Εμπεδοκλής απέδιδε ιδιαίτερη σημασία στο φαινόμενο της αναπνοής, το οποίο και περιγράφει με σχολαστικότητα. Βλέπει στη δερματική αναπνοή το αποτέλεσμα ενός μερικού κενού, προκαλούμενου από τις κινήσεις του αίματος που, καθώς αποσύρεται προς τα εσωτερικά όργανα, δημιουργεί ανάγκη αέρα. Αυτή ακριβώς η εναλλαγή στις μετακινήσεις του αίματος προκαλεί και την εναλλαγή εισπνοών και εκπνοών, είτε από την τραχεία είτε από τους πόρους του δέρματος. Η αναπνοή, άρα, αποτελεί τη στοιχειωδέστερη βιολογική λειτουργία που, με τη ρυθμικότητά της, διατηρεί τον οργανισμό στη ζωή, επιτρέπει την αλληλοδιείσδυση του εντός και του εκτός και, άρα, τη σύνδεση αυτού που είμαστε με αυτό που μας περιβάλλει. Ξαναβρίσκουμε, λοιπόν, κι εδώ τη θεματική της μείξης και της πάλης, ιδιαίτερα στην παράσταση του αίματος και του αέρα να εκδιώκουν το ένα το άλλο.
 
Η περιγραφή της λειτουργίας των αισθητήριων οργάνων συνδέεται με μια κομβική αρχή της εμπεδόκλειας κοσμοθεωρίας: τό γάρ ὅμοιον του ὁμοίου ἐφίεσθαι. Είδαμε, προηγουμένως, πως κατά τον Ηράκλειτο η φύση αγαπά τα αντίθετα και τα συναρθρώνει μέσα σε αντίρροπες τάσεις, σαν αυτές που είναι εγγενείς στο τόξο ή στη λύρα· κατ’ αυτόν, άρα, η φύση αδιαφορεί για τα όμοια (απ. 10). Αντίθετα όμως, στον Εμπεδοκλή, βρίσκουμε μια, κληροδοτημένη πιθανότατα από τους Ελεάτες, θεωρία της συμπάθειας, σύμφωνα με την οποία το όμοιο επιζητεί το όμοιό του γιατί έλκεται από αυτό. Η απόφανση αυτή, όμως, δεν θα πρέπει να συγχέεται με τη θεωρία κατά την οποία η Φιλότης συνενώνει όλα τα πράγματα: αυτό που κάνει ακριβώς η Φιλότης είναι να ενώνει ανόμοιο με ανόμοιο, γι’ αυτό και μας λέγεται πως «σμίγει» (απ. 19). Πώς συμβιβάζεται λοιπόν η ιδέα ότι «το όμοιο επιζητεί το όμοιο» μ’ αυτήν, σύμφωνα με την οποία η Φιλότης σμίγει τα αντίθετα;
 
Είδαμε πως ενώ, μέσα στον πρωταρχικό Σφαίρο, η συνοχή των τεσσάρων στοιχείων διατηρείται χάρη στη Φιλότητα, από τη στιγμή που κυριαρχεί το Νείκος διαιρεί κι εμποδίζει την έλξη των ανομοίων. Όλες όμως οι ατομικότητες συντίθενται από τα τέσσερα στοιχειακά ριζώματα και διαφέρουν μόνον κατά τον αριθμό ή την αναλογία των ριζωμάτων που κυριαρχούν στη σύστασή τους. Αν οι ατομικότητες ρέπουν η μια στην άλλη και αλληλοεπιθυμούνται, αυτό οφείλεται στην ομοιότητα των συστατικών τους ριζωμάτων. Η επιθυμία του ομοίου είναι, θα μπορούσαμε ίσως να πούμε, ένα κατάλοιπο ενότητας που καθιστά δυνατή μια στοιχειώδη αντίσταση κατά του Νείκους, που τείνει να αποχωρίζει τα πάντα. Γιατί, πράγματι, μέσα ακριβώς στην καρδιά των ατομικών διαφορών γεννιέται αυτή η επιθυμία που ωθεί τα όντα να επιζητούν το ένα το άλλο, παρά τις οιεσδήποτε διαφορές, οι οποίες τείνουν να τα κρατούν για πάντα χωρισμένα. Η έλξη του ομοίου είναι ο δεσμός που υπερνικά τα παντοειδή ρήγματα.
 
Μπορούμε, ωστόσο, να κάνουμε λόγο για κάποια πονηρία του Νείκους, που, τελικά, χρησιμοποιεί αυτή την έλξη μεταξύ ομοίων. Πράγματι, στην τρίτη φάση της κοσμογονίας, στην οποία αναφερθήκαμε παραπάνω, καταφέρνει, χρησιμοποιώντας την έλξη του ομοίου για το όμοιο, να διασπάσει την ίδια την ατομικότητα και να μεταμορφώσει τον κόσμο σε τέσσερις στοιχειώδεις σφαίρες, ξένες μεταξύ τους. Επιτυγχάνοντας, όμως, αυ­τό, δεν βρίσκει τίποτα πλέον να διασπάσει κι έτσι, θα ’λεγε κανείς, ηττάται από την ίδια του τη νίκη. Καθίσταται έτσι αναγκαία μια εκ νέου μεσολάβηση της Φιλότητος, ώστε να ξαναρχίσει η μείξη των ριζωμάτων.
 
Η ιδέα της έλξης μεταξύ ομοίων διέπει ολόκληρη την εμπεδόκλεια θεωρία της αντίληψης. Κατά τον Εμπεδοκλή, «η αντίληψη προκύπτει από ιδιαίτερες για τους πόρους κάθε αίσθησης εκπομπές» (31 A 86). Οι εκπομπές των σωμάτων έχουν τη μορφή ελάχιστων σωματιδίων, που αποσπώνται από αυτά και διεισδύουν στα αισθητήρια όργανα μέσω των πόρων, των οποίων μάλιστα η διάμετρος ποικίλλει ανάλογα με το όργανο στο οποίο ανήκουν, ώστε να είναι αδύνατον κάποιο όργανο να αντιλαμβάνεται μια εκπομπή που προορίζεται για κάποιο άλλο. Η αίσθηση είναι, με άλλα λόγια, σαν μια αναπνοή όπου λαμβάνει χώρα μια αλληλοδιείσδυση προσλαμβάνοντος και προσλαμβανομένου· η λειτουργία αυτή επιτρέπει κατ’ αυτό τον τρόπο στον άνθρωπο να επικοινωνεί ή μάλλον να κοινωνεί του περιβάλλοντος του:
 
Το γλυκό αγγίζει το γλυκό και το πικρό
στο πικρό πάνω ορμάει,
το ξινό στο ξινό ανεβαίνει και το ζεστό
ζεστό καβαλικεύει (απ. 90).
 
Ο άνθρωπος λαμβάνει μηνύματα από το σύμπαν γιατί, ακριβώς, κι ο ίδιος είναι ένας μικρόκοσμος συντεθειμένος από τα τέσσερα ριζώματα:
 
Τι με τη γη τη γης και το νερό με το νερό θωρούμε
με τον αιθέρα τον θεϊκό αιθέρα και με τη φωτιά φωτιά αφανίστρα
και τη στοργή με τη στοργή, το μίσος με τ’ άθλιο μίσος (απ. 109).
 
Ο άνθρωπος βλέπει, όταν η φωτιά που φέρει μέσα του ενώνεται με αυτή του σύμπαντος· ακούει, όταν χάρη σ’ ένα φαινόμενο, παραπλήσιο της ηχούς,ο δονούμενος λόγω της φωνής αέρας αντηχεί στο εσωτερικό του αυτιού. Αντιλαμβάνεται, όταν ακριβώς τα σωματίδια, που φέρουν αυτές οι απόρροιες των σωμάτων, συναντούν όμοιά τους σωματίδια στο εσωτερικό του σώματος. Έτσι λοιπόν, χάρη στην αντίληψη που επιτρέπει στο όμοιο να συναντά το όμοιο, ο άνθρωπος σχετίζεται με το σύμπαν.
 
Και η νόηση όμως, όπως θα δούμε αμέσως, εμφανίζεται ιδιαίτερα συναφής με την αντίληψη. Το αίμα, συνιστώμενο από νερό, αέρα, γη και φωτιά, είναι το όργανο της νόησης. Όχι μόνο αισθανόμαστε αλλά και σκαφτόμαστε τα στοιχεία του κόσμου που μας περιβάλλει χάρη σ’ ένα στοιχείο που ρέει στο σώμα μας: χάρη στο αίμα, που γεννά τη σκέψη, ο άνθρωπος, αληθινά ομοούσιος του κόσμου, συμμετέχει στο σύμπαν. Όπως μας διδάσκει κι ο Θεόφραστος, μεταφέροντάς μας σχετικά τις ιδέες του Εμπεδοκλή: «Η σκέψη γεννιέται από το όμοιο, η άγνοια από το ανόμοιο, ώστε η σκέψη να είναι το ίδιο, ή σχεδόν το ίδιο, με την αίσθηση. Αφού μας απαριθμήσει τους τρόπους με τους οποίους γνωρίζουμε κάθε πράγμα χάρη στον εαυτό του, μας λέει:
 
Γιατί όλα τους αρμονικά πλαστήκαν από τούτα (τα στοιχεία)
και μ’ αυτά σκέφτονται και χαίρονται μα και λυπούνται (απ. 107).
 
Γι’ αυτό και σκεφτόμαστε κυρίως με το αίμα μας, γιατί μέσα σ’ αυτό είναι περισσότερο αναμεμειγμένα τα συστατικά στοιχεία των μερών του σώματός μας» (31 A 86).
 
VII. Θεολογία και σοφία
 
Μετά τα όσα προηγήθηκαν, δεν φαίνεται πλέον παράδοξο το γεγονός πως ο Εμπεδοκλής απέδιδε μεγάλη σημασία στη μετεμψύχωση. Το εσχατολογικό αυτό όραμα ανέτρεχε πίσω στην ορφικοπυθαγόρεια παράδοση, αλλά και αυτές οι ίδιες οι εμπεδόκλειες θεωρίες της μείξης και του κύκλου των όντων αποτέλεσαν, από μόνες τους, πρόσφορο έδαφος για την εδραίωση τέτοιων απόψεων. Ορισμένοι σχολιαστές επιχείρησαν να υποστηρίξουν πως στο σύστημα του Εμπεδοκλή δεν υπάρχει χώρος για μια ψυχή ή για κάποιους θεούς που δεν θα ήταν και οι ίδιοι το αποτέλεσμα σύνθεσης των στοιχειωδών ριζωμάτων, σύνθεσης που κι αυτή, όπως και καθετί που υπάρχει θα έτεινε προς την αποσύνθεση και την εξαφάνιση. Ο ίδιος, ωστόσο, ο Εμπεδοκλής κάνει λόγο, με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο, για ψυχές που κατοικούν στο ανθρώπινο σώμα και είναι ακριβώς έκπτωτες θεότητες, που κατέπεσαν στον κόσμο των σωμάτων και οφείλουν, αν θέλουν να ελπίζουν σε κάποια απολύτρωση, να μετοικούν από τη μια μορφή ζωής στην άλλη (βλ. απ. 115). Το να χυθεί αίμα αποτελεί το μέγιστο αμάρτημα, διότι έτσι κινδυνεύει να διακοπεί ο κύκλος των μετενσαρκώσεων. Γι’ αυτό οι θυσίες κρίνονται απαράδεκτες και απαγορεύεται να τρώει κανείς κρέας (βλ. απ. 137).
 
Άρα ο κύκλος των στοιχείων και των κοσμολογικών ριζωμάτων εγγράφεται κι ο ίδιος σ’ έναν άλλο κύκλο, αυτόν του Πλατέος Όρκου, όπου ξετυλίγεται σιγά σιγά το δράμα μιας ύπαρξης που θυμάται και ποθεί αυτό πού ’χασε και που αν είχε θα λυτρωνόταν.
 
VIII. Το πεπρωμένο του Εμπεδοκλή
 
Η εκπληκτική προσωπικότητα του Εμπεδοκλή, στις μυθικές της διαστάσεις, στοίχειωσε τη φαντασία τόσο του Χέλντερλιν όσο και του Νίτσε, που θέλησαν να τη χρησιμοποιήσουν σαν κεντρικό θέμα τραγωδιών, τις οποίες δεν κατάφεραν ωστόσο ποτέ να ολοκληρώσουν. Για τον Χέλντερλιν, ο Εμπεδοκλής είναι ο ρομαντικός ήρωας που σπαράσσεται από τον πόθο του απείρου, ενώ για τον Νίτσε είναι ο «άνθρωπος της ύστατης αγωνίας», που αποτελεί, ο ίδιος, το μεταίχμιο του αιώνα του μύθου και του διονυσιασμού, από τη μια, και του ορθολογισμού από την άλλη. Ο Σοπενχάουερ, με τη σειρά του, μας ομολογεί τις οφειλές του στον Εμπεδοκλή. Αυτός, όμως, που επιβάλλεται οπωσδήποτε να αναφέρουμε είναι ο Φρόυντ, ο οποίος θέλει να βλέπει στο πρόσωπο του Έλληνα φιλοσόφου τον πρόδρομο, κατά κάποιο τρόπο, των δικών του θεωριών, σύμφωνα με τις οποίες ο κόσμος είναι το θέατρο της αντιπαράθεσης ’Έρωτος και Θανάτου, των ενστίκτων της ζωής και των ενστίκτων του θανάτου.
 
Το τραγικό, όμως, όραμα που μας κληροδότησε ο Εμπεδοκλής θα έπρεπε να μας εγγίζει και για άλλους λόγους. Κύριοι όντας και κάτοχοι της φύσης, μπορούμε άραγε να καυχηθούμε σήμερα πως κατορθώσαμε να μετατρέψουμε τον κόσμο μας σε κάτι άλλο από το θέατρο όπου Αγάπη και Μίσος συγκρούονται με λύσσα; Αυτές οι ίδιες οι συγκρούσεις εγγράφονται ή όχι τελικά εντός κάποιου Πλατέος Όρκου; Είναι άραγε τα πάντα μια απλή συνδυαστική θεμελιωδών στοιχείων ή μήπως θα πρέπει να καταφύγουμε σε μια ερμηνευτική, ώστε οι ερευνώμενοι συνδυασμοί να προσλαμβάνουν πραγματικά κάποιο νόημα που δεν προέρχεται από αυτούς;

Μην χαραμίζεις τις στιγμές

Αποτέλεσμα εικόνας για ΓυναίκαΠως γίνεται να αποδέχεσαι την θλίψη, την στεναχώρια, τα βάσανα τον πόνο την απαξίωση την απομόνωση σαν φυσιολογικά επακόλουθα της ζωής;

Απεναντίας ότι θετικό, όμορφο, δυνατό και ιδεώδες συμβαίνει στην ζωή σου ή αποζητά το μυαλό σου το θεωρείς δύσκολο και ανέφικτο; Ποιος σου έδωσε το δικαίωμα να αποζητάς την δυστυχία και να χλευάζεις την ευτυχία;

Αφορμή παίρνω από ένα σχόλιο μιας φίλης πως άλλο είναι η θεωρία και άλλο η πράξη. Καμιά θεωρία δεν βγήκε αληθινή δίχως την επαλήθευση της πράξης φίλοι μου και καμία πράξη δεν μπόρεσε να σταθεί χωρίς να βασίζεται σε κάποια θεωρία. Οι θεωρίες όλες βρίσκονται στο μυαλό μας και απλά η ζωή έχει την υποχρέωση να τις κάνει πράξεις.

Είναι πολύ μικρή η ζωή για να χάνεις τις στιγμές και να αναλώνεις το μυαλό σου με δημιουργήματα και φαντασιώσεις. Άλλο πράγμα είναι οι φαντασιώσεις και άλλο τα όνειρα. Κανείς επιτυχημένος άνθρωπος στην ιστορία δεν δημιούργησε κάτι χωρίς πρώτα να το ονειρευτεί και να το πιστέψει.

Χασομέρι είναι φίλε μου η ανάλυση των πάντων. Το ένστικτο και η καρδιά είναι το μόνο αλάνθαστο κριτήριο για μια ευτυχισμένη ζωή. Πίσω από μια μικρή στιγμή από κάθε τι απλό κρύβεται κάτι μεγάλο. Μάθε το μυαλό σου να ονειρεύεται και να τολμάει. Άφησε το να πετάξει ανεξέλεγκτο με οδηγό το ένστικτο και πιλότο την καρδιά σου. Δεν υπάρχει περίπτωση να σε απογοητεύσει ποτέ. Μην χαραμίζεις και μην πετάς στιγμές που δεν πρόκειται ποτέ να τις ξαναζήσεις.

Μια βαθιά ανάσα, λίγο θάρρος και πολύ τρέλα και πάμε να γλεντήσουμε την ζωή. Ακόμα και τα δύσκολα θα μπορέσεις να τα αντιμετωπίσεις με περισσότερη ευκολία. Μέχρι να μάθεις πως θα μπορέσεις να μην έρθουν ποτέ στην ζωή σου.

Ξεκίνα λοιπόν για τις πιο ονειρεμένες πτήσεις σου και απόλαυσε το ταξίδι….

Κι εμείς τι πάθαμε που μεγαλώσαμε έτσι; – Γίναμε έτσι…

Είναι εύκολο να γίνεις γονιός, αλλά είναι δύσκολο να είσαι γονιός. Σ’ αυτή τη φράση ο Βίλχελμ Μπους εσωκλείει σύντομα και περιεκτικά τη δυσκολία – κι ό,τι αυτή προϋποθέτει ή συνεπάγεται- του να είναι κανείς όχι τέλειος, αλλά ένας αρκούντως καλός γονιός. Εξάλλου τέλειοι γονείς δεν υπάρχουν, όπως δεν υπάρχουν και τέλεια παιδιά, κι αυτό είναι κάτι, που χρειάζεται να κρατάμε καλά στο νου μας.

Όταν κάποιος γίνεται γονιός, τότε είναι η στιγμή που έρχεται στην επιφάνεια το δικό του εσωτερικό παιδί, των δικών του παιδικών χρόνων, έρχεται ξανά σε επαφή με το παρελθόν του, με τα τραύματά του. Και μπορεί είτε να υποκύψει σ’ αυτά και να τα αναπαράγει, διαιωνίζοντας με τη σειρά του αυτό το φαύλο κύκλο γενεών, είτε μπορεί να έρθει αντιμέτωπος με τις πληγές του, σπάζοντας τον κύκλο. Όποια κι αν είναι η επιλογή του, οι συνέπειες είναι αναπόφευκτες και αντίστοιχες της απόφασής του. Ο πρώτος δρόμος είναι σίγουρα ο πιο εύκολος, αλλά εξίσου σίγουρα είναι και ο πιο επικίνδυνος και επώδυνος για το παιδί μπροστά του.

Οι γονείς βλέπουν το παιδί τους ως προέκταση του εαυτού τους, αδυνατούν να το δουν ως ξεχωριστή προσωπικότητα, ως πλάσμα με διαφορετική ταυτότητα, τη δική του ταυτότητα. Περιμένουν απ’ αυτό να γίνει ό,τι δεν έγιναν, να κάνει ό,τι δεν έκαναν, να ζήσουν τη ζωή που δεν έζησαν μέσα απ’ τη ζωή του παιδιού τους, να “φτιάξουν” το τέλειο, το ιδανικό, το ατσαλάκωτο παιδί. Αντ’ αυτού όμως, το μόνο που καταφέρνουν να “φτιάξουν” είναι ένα φοβισμένο παιδί.

«Όταν ο γονιός δεν έχει αρκετή αυτοπεποίθηση, όταν δεν είναι σίγουρος για τη θέση του, μπορεί να αντιδρά άσχημα στις εκδηλώσεις αντίστασης του παιδιού του. Αντί να δει την αντίσταση ως μία εκδήλωση της ταυτότητας του παιδιού, αισθάνεται ότι κατευθύνεται εναντίον του» (Ιζαμπέλ Φιλιοζά). Και τότε οι γονείς κάνουν ένα από τα μεγαλύτερα τους λάθη. Αντί να προσπαθήσουν να κατανοήσουν τη συμπεριφορά του παιδιού τους, προσπαθούν να μεγαλώσουν ένα υπάκουο και πειθαρχημένο παιδί χρησιμοποιώντας ως όπλο τους και έχοντας ως σύμμαχο τους το φόβο. Και ο φόβος είναι παιδική κακοποίηση.

Παιδική κακοποίηση δεν είναι μόνο ό,τι αγγίζει τη σφαίρα του ακραίου. Παιδική κακοποίηση είναι οι τιμωρίες, οι επικρίσεις, οι υποτιμήσεις, οι ετικέτες, οι συγκρίσεις, οι απαιτήσεις, οι απειλές, η αδιαφορία, η απόρριψη, η απαξίωση, η ειρωνεία, τα λόγια που πονάνε, η αγάπη υπό όρους («Σ’ αγαπώ/ Είσαι καλός/ή, αν κάνεις αυτό που λέω/θέλω εγώ»).

«Το παιδί δεν μπορεί να ακούει προσβολές, γιατί μόνο έτσι μεγαλώνοντας θα αποκτήσει αξιοπρέπεια» (F. Engels). Δε μιλάμε πλέον για μια σχέση ισότιμη, αναφορικά με την αξιοπρέπεια και την αξία του παιδιού ως ανθρώπου. Μιλάμε για μια σχέση ελέγχου, για ένα μόνιμο παιχνίδι εξουσίας, με τους γονείς να κατηγορούν το παιδί ξεχνώντας ότι αυτοί το ξεκίνησαν.

Κάθε φορά που ο γονιός επιδιώκει να επιβληθεί στο παιδί του, κατ’ ουσίαν επιχειρεί να επιβληθεί στα τραύματα του για να μην πονάει. Πίσω απ’ τη βία κρύβεται μια δική του ιστορία, είναι οι παλιές πληγές, που ξαναματώνουν, προβάλλει την οργή της παιδικής του ηλικίας στο παιδί του.

Το παιδί εξαρτάται από τους γονείς του, καθρεφτίζεται στο βλέμμα τους, βλέπει τον εαυτό του μέσα απ’ τα δικά τους μάτια. Το παιδί δεν έχει ανάγκη από τέλειους γονείς, έχει ανάγκη από γονείς που το αγαπούν και κυρίως το αποδέχονται άνευ όρων και όχι άνευ ορίων. Δε φτάνει μόνο η αγάπη, χρειάζεται και η αποδοχή. Ένα παιδί, που δεν το αποδέχθηκαν, τρέχει για μια ζωή προκειμένου να φτάσει κάπου. Έχει ανάγκη από γονείς που αποδέχονται ότι το παιδί τους δεν είναι τέλειο, ότι δεν είναι ίσως αυτό που ονειρεύτηκαν, ότι δεν είναι αυτό που θα ήθελαν να είναι. Αλήθεια, οι ίδιοι είναι αυτό που θα ήθελαν να είναι; Αποδέχτηκαν ποτέ τον εαυτό τους; Τον αγάπησαν; Το παιδί έχει ανάγκη από γονείς, που αναγνωρίζουν τα λάθη τους, τα παραδέχονται και προσπαθούν να τα διορθώσουν.

«Κι εμείς τι πάθαμε που μεγαλώσαμε έτσι;». Μεγαλώσαμε μέσα σ’ έναν ψεύτικο εαυτό. Μάθαμε να φοβόμαστε, να κρυβόμαστε πίσω από μάσκες, να μην έχουμε πρόσωπο, αλλά προσωπείο, να φοράμε το κουστούμι μας και να παίζουμε το ρόλο μας. Μάθαμε να μην εκφράζουμε τις ανάγκες και τα «θέλω» μας, να μην τα αναγνωρίζουμε, να θέλουμε τα «θέλω» των άλλων, να τα περνάμε για δικά μας, να τους ανήκουμε, να εξαρτιόμαστε. Μάθαμε να μην αγαπάμε τον εαυτό μας, άρα και τους άλλους, να μην τον αποδεχόμαστε, να τον σαμποτάρουμε, να ζητούμε το δυσλειτουργικό για να λειτουργήσουμε ή για να νομίζουμε ότι έτσι λειτουργούμε. Μάθαμε να βολευόμαστε, να μη ρισκάρουμε, να μην κυνηγάμε τα όνειρά μας, να μην ονειρευόμαστε, να μας τρομάζει η αλλαγή, δηλαδή η ίδια η ζωή, μάθαμε να μη ζούμε. Άλλα περισσότερο, άλλα λιγότερο. Άλλοι περισσότερο, άλλοι λιγότερο. Κι αν πάλι όλα αυτά δεν τα αναγνωρίζουμε είναι γιατί κυρίως μάθαμε να τα βάζουμε όλα «κάτω απ’ το χαλί»… Κι αφού δεν τα βλέπω, ή μάλλον δε θέλω να τα δω, τότε δεν υπάρχουν! Αυτό πάθαμε. Γίναμε έτσι…

Μας οφείλουμε λοιπόν να βγούμε στο φως, να δούμε τις σκιές μας, να τις αναγνωρίσουμε, να τις γνωρίσουμε κι αυτή τη φορά να μάθουμε να τις διαχειριζόμαστε. «Να πούμε “ναι” στον εαυτό μας, να αντιμετωπίσουμε τον εαυτό μας σαν αυτό να είναι το σοβαρότερο απ’ όλα τα καθήκοντά μας.» (C. Jung). Να βγάλουμε τη μάσκα! Να σπάσουμε τον κύκλο!

Κρύβουμε την αληθινή μας δυναμική.

Αποτέλεσμα εικόνας για Κρύβουμε την αληθινή μας δυναμική.Κρύβουμε όλα εκείνα για τα οποία είμαστε ικανοί.
Και ζούμε επιδεικνύοντας την πιο υποβαθμισμένη μας πλευρά… εκείνη που είναι κοινωνικά αποδεκτή… εκείνη που μας έμαθαν να καλλιεργούμε… εκείνη που υιοθετήσαμε για να μην έχουμε προβλήματα…
Και όλα αυτά, μόνο με την επίδραση που άσκησαν πάνω μας οι ιστοριούλες με τους ήρωες;
Όχι μόνο. Θυμόμαστε και μέρος του μηνύματος που μας μετέδωσαν οι γονείς μας:
«Μην μπλέκεις σε μπελάδες…»
Ή, ακόμη χειρότερα:
«Αν συνεχίσεις έτσι, δε θα σε θέλει κανείς…»
Τι σημαίνει συνεχίζω έτσι;
Προφανώς, «συνεχίζω έτσι», σημαίνει ότι είμαι αυτός που είμαι.
Και, τότε; Τι πρέπει να κάνω για να γίνω άλλος;
Η απάντηση είναι προβλέψιμη: ν’ αφήσεις να βγει ο ήρωας.
Δεν λέω ότι πρέπει κανείς να γίνει σούπερ-ήρωας με την έννοια να είναι καταπληκτικός και να εντυπωσιάζει, να σκαρφαλώνει κτίρια, να πηδάει στις στέγες των σπιτιών και να πετάει στον αέρα.
Όχι.
Δεν χρειάζεται.
Μιλάω για τον μοναδικό ηρωισμό που υπερασπίζομαι:
«Το κουράγιο να είναι κανείς αυτός που είναι».
Το θάρρος να μη δημιουργεί μια μυστική ταυτότητα μικρόψυχου, αν δεν είναι μικρόψυχος.
Να μη ζει σαν ηλίθιος, αν δεν είναι ηλίθιος.
Κι αν δεν είναι πολύ γρήγορος, δεν πειράζει. Πρέπει να δέχεται τη βραδύτητα με περηφάνια. Να λέει: «Είμαι λίγο αργός. Ε, και;» Αυτό είναι υπέροχο.
Δεν τρέχει τίποτα αν είναι κανείς «λίγο χαζούλης…».
Αν όμως δεν είναι… τότε δεν πρέπει να κάνει τον χαζό!
Αν εγώ είμαι λίγο κουτός… αν δεν μου κόβει και πολύ… αν μπορώ ν’ ανακαλύπτω μέσα μου άλλα χαρίσματα εκτός από την εξυπνάδα… πολύ ωραία! Γιατί να σπαταλάω ενέργεια προσπαθώντας να το κρύψω;
Γιατί να μη βρω το θάρρος να πω ποιος είμαι, με τα όποια χαρίσματά μου, κι ας μην είναι τα πλέον ευπρόσδεκτα κοινωνικά κι αυτά που αναγνωρίζονται και εκτιμώνται περισσότερο, κι ας μην είναι αυτά που μου κάνουν « την καλύτερη διαφήμιση».
Αυτό που λιγότερο χρειάζεσαι είναι να σε κάνουν τα προσόντα σου υπερόπτη.
Προσόν, μπορεί να είναι και το να μην ξεχωρίζεις.
Το μεγαλύτερο προσόν ενός ήρωα είναι να μπορεί να αντιμετωπίζει τις καταστάσεις χωρίς να εξαναγκάζεται να δείχνει στους άλλους ότι είναι όπως εκείνοι λένε ότι πρέπει να είναι.

Ο λαβύρινθος της κατάθλιψης

Φανταστείτε να προσπαθείτε να διαφύγετε από ένα λαβύρινθο γεμάτο καθρέφτες, που έχει δημιουργηθεί στο μυαλό σας, χωρίς όμως να μπορείτε. Να ξεκινάτε την ίδια διαδρομή απ' την αρχή κι αυτό να συμβαίνει κάθε μέρα. Φανταστείτε ακόμα, ότι γνωρίζατε εξ’ αρχής την πόρτα για την έξοδο, αλλά δεν μπορείτε να τη φτάσετε. Δεν το επιτρέπετε εσείς οι ίδιοι στον εαυτό σας.

Ένα παρόμοιο συναίσθημα νιώθει κι ένας άνθρωπος που βιώνει κατάθλιψη. Λες και βρίσκεται σε χώρους με έντονα χρώματα και ζωή, και μόλις πλησιάζει, αλλάζουν και χάνονται. Είναι πιθανό να του παρουσιάστηκε ξαφνικά, σαν αγγελιοφόρος που ήρθε για να φέρει απ' το πουθενά τα κακά μαντάτα. Μπορεί να βάδιζε χρόνια δίπλα του, αθόρυβη σαν σκιά και να βρήκε την ευκαιρία να τον κυκλώσει. Του εμφανίστηκε σε διάφορες μορφές και με πολλά απότοκα. Εναλλαγές διάθεσης, ενοχές, αισθήματα απελπισίας.

Ένα απ'τα πιο ύπουλα «δώρα» της, είναι μια μόνιμη θλίψη που παρασιτεί στο «σπιτονοικοκύρη» της και τον οδηγεί σε μια μόνιμη απάθεια. Για όλες τις υποθέσεις που τον αφορούν, καθώς και για τους ανθρώπους, που τον πλαισιώνουν. Του παρουσιάστηκε ως προσφερόμενη βοήθεια σε πιθανά προβλήματα που είχε, καυγάδες ή ακόμα και μετά από συνεχείς απογοήτευσεις ή μια απώλεια. Τον έκανε να πιστέψει πώς θα του έδινε μια ήσυχη γωνιά να ξεκουραστεί, μακριά από ένα κόσμο με τόσο έντονα χρώματα, που τον κούρασαν. Και ξαφνικά, βρέθηκε στην αρχή ενός λαβύρινθου, χωρίς τέλος.

Αλλάζει. Αρχίζει και το καταλαβαίνει, αφού σιγά-σιγά μεταβάλλεται σε κάποιον, που ναι μεν του θυμίζει τον εαυτό του εξωτερικά, είναι όμως ένας ξένος. Ένας άνθρωπος που παλαιότερα ήταν ενεργός και ζούσε, τώρα αυτοματοποιημένα απλώς κινείται και υπάρχει. Αλλοιώθηκε η σκέψη του μπροστά σε έναν παραμορφωτικό καθρέφτη, που έχει τη δύναμη να τον κάνει να πιστεύει πως κοιτάζει τον αληθινό εαυτό του. Το μεγαλύτερο όμως, όπλο της κατάθλιψης είναι, πως τον πείθει ότι είναι μόνος. Θεωρεί πως κανείς δεν μπορεί να αντιληφθεί τι του συμβαίνει και πόσο φοβάται.

Η λύση και η έξοδος λοιπόν, απ΄ τον λαβύρινθο είναι δίπλα του. Σημάδια και μονοπάτια υπάρχουν. Σε κάθε «γωνιά» βρίσκονται άνθρωποι δικοί του. Εκείνοι που τον ξέρουν και του θυμίζουν ποιος είναι. Η αρετή της υπομονής είναι το σημαντικότερο εργαλείο για να τον προσεγγίσουμε. Χρειάζεται ακροατές. Δεν χρειάζεται επικριτές. Ανθρώπους με το σύνδρομο του παντογνώστη σωτήρα, που νομίζουν πως τον βοηθούν, αλλά τον σπρώχνουν πιο μακριά.

Δε χρειάζεται απλή συγκατάβαση, αφού ξέρει, όπως κι εμείς, ότι δεν είμαστε ίδιοι και δεν μπορούμε να καταλάβουμε πλήρως το πρόβλημά του. Δε χρειάζεται πίεση. Ανθρώπους που προσπαθούν να τον «αναγκάσουν» να νιώσει καλά, να γελάει και τελικά να υποκρίνεται. Αυτό που χρειάζεται είναι ο χώρος για να μπορέσει να αφεθεί και να ζήσει το ξέσπασμά του. Την κατάλληλη στιγμή που εκείνο θα έρθει και θα τον σώσει. Χρειάζεται κι εμάς, ως αόρατους συνοδοιπόρους, που θα τον αφήνουμε να βρει το δρόμο του και που ταυτοχρόνως θα μας νιώθει δίπλα του.

Μετά από ένα μικρό ή μεγάλο διάστημα την έξοδο απ' τη σιωπή του, θα καταφέρει να τη βρει. Θα ξεκινήσει και πάλι να είναι εκείνος ο άνθρωπος, που παρατηρούσε τόσο καιρό, από μακριά, τον εαυτό του να προσπαθεί να βρει εκείνη τη διέξοδο. Γιατί στο βάθος, πάντα ήξερε, πως ασχέτως απ' όλη τη βοήθεια που έλαβε ή θα λάβει, θα είναι τελικά εκείνος που θα καταφέρει να ανοίξει την πόρτα. Στο τέλος λοιπόν, θα καλωσορίσει πρώτος, πίσω, τον εαυτό του.

Ψυχοσωματικά συμπτώματα

diataraxesΟι ψυχοσωματικές ασθένειες δεν είναι λιγότερο αληθινές από τις κοινές ασθένειες. Τα συμπτώματά τους έχουν ‘σάρκα και οστά’ και μπορεί να κλιμακωθούν και να έχουν δυσάρεστη κατάληξη. Δεν είναι λοιπόν ‘φαντάσματα’, αλλά υπαρκτές σωματικές διαταραχές.

Η ειδοποιός διαφορά εντοπίζεται κυρίως στο αίτιο που υποκινεί το ψυχοσωματικό σύμπτωμα σε αντίθεση με την κοινή ασθένεια. Σίγουρα δεν είναι πάντα εύκολο να ξεχωρίσουμε αν μια δερματίτιδα, ένας κολικός στομάχου, ένα αυχενικό σύνδρομο και άλλες ενοχλήσεις είναι αποκλειστικά και μόνο αποτέλεσμα ανέκφραστων ψυχικών συγκρούσεων και δυσκολιών. Το πιθανότερο είναι τα αίτια πίσω από ένα σωματικό σύμπτωμα να είναι πολυπαραγοντικά.

Οι περισσότεροι από εμάς, κάποιες στιγμές στη ζωή μας, ανατρέξαμε σε γιατρούς για ένα απλό ενόχλημα, κι ενώ κάναμε ένα σωρό εξετάσεις και αποκλείσαμε όλες τις εκδοχές, τελικά ακούσαμε το γιατρό μας να μας λέει ότι "είναι ψυχολογικό". Η άμεση απάντηση του ασθενούς είναι «...μα τι λέτε γιατρέ μου, τρελός είμαι;» Είναι γεγονός ότι, τουλάχιστον στην Ελλάδα, δεν έχουμε αντιληφθεί ακόμα πόσο σημαντικό ρόλο παίζει ο ψυχολογικός παράγοντας στη ζωή μας. Οι άνθρωποι, ακόμα και σήμερα, φοβούνται να εκφράσουν φόβους ή αδυναμίες τους σε ειδικούς, ενώ ξέρουν ότι αυτό είναι ένα σημαντικό κομμάτι της γιατρειάς τους.

Τα σωματικά συμπτώματα, λοιπόν, που δεν προκαλούνται από οργανικά ή παθολογικά αίτια ονομάζονται ψυχοσωματικά. Είναι πολύ σημαντικό πριν προβούμε στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για ψυχοσωματικό σύμπτωμα, θα πρέπει να είμαστε, με την καθοδήγηση του γιατρού, απολύτως σίγουροι ότι δεν υπάρχει καμία οργανική αιτία.

Τα συμπτώματα αυτά, αποτελούν την σωματοποιημένη εξωτερίκευση συναισθημάτων ή ψυχολογικών συγκρούσεων του ατόμου.

Μια περίπτωση τέτοιων συγκρούσεων, σχετίζεται με όσα θέλει να κάνει κάποιος, αλλά δεν μπορεί ή δεν πρέπει για διάφορους λόγους. Νιώθει καταπίεση, άγχος και στην προσπάθειά του να καταπολεμήσει την θέλησή του την καταπνίγει, την «ξεχνάει», ή πείθει τον εαυτό του πως την έχει ξεπεράσει. Τότε έρχεται το σύμπτωμα και χτυπάει συναγερμό. Μπορεί να συναίσθημα να μην το ακούμε, αλλά το σώμα το ακούμε. Έτσι, λοιπόν το σύμπτωμα, μας υπενθυμίζει ότι υπάρχει κάποια «εκκρεμότητα» που την έχουμε ξεχάσει, κάνει φανερό το συναίσθημά μας. Έτσι, δεν μπορούμε να το «ξεχάσουμε» πάλι. Είναι εκεί, το βλέπουμε, εξωτερικεύεται στο σώμα μας.

Ένα πολύ απλό παράδειγμα: έχουμε θυμώσει με τον καλύτερο φίλο μας για την επιπόλαια συμπεριφορά του στην σχέση μας, συμπεριφορά που μας υποβαθμίζει και καταπιέζει. Νιώθουμε ανήμποροι να του κάνουμε παρατήρηση και κάθε φορά που συναντιόμαστε βιώνουμε άγχος, δυσαρέσκεια. Έχουμε πειστεί πως δεν μπορούμε να το αντιμετωπίσουμε συζητώντας μαζί του. Αφού δεν μπορώ να του μιλήσω, ας το ξεχάσω, ίσως είναι και στην φαντασία μου, θα περάσει, σκεφτόμαστε και όντως το ξεχνάμε. Όμως, κάθε φορά που βρισκόμαστε με το φίλο μας μας πονάει πολύ το κεφάλι, το στομάχι κλπ. Αναρωτιόμαστε για την έντονη σωματική ενόχληση και πηγαίνουμε στον γιατρό. Το μυαλό μας μπορεί να ξέχασε τα αρνητικά συναισθήματα που βιώναμε, το σώμα μας όχι. Χτυπάει καμπανάκια για να μας το θυμίζει, για να προστατεύσουμε τον εαυτό μας.

Επίσης , το ψυχοσωματικό σύμπτωμα μπορεί, να εξυπηρετεί ένα σκοπό, να διευκολύνει. Για παράδειγμα, μια γυναίκα εμφανίζει πολύ συχνά συμπτώματα πονοκεφάλου, για να αποφύγει τη σεξουαλική επαφή με τον άντρα της ή ένας υποψήφιος φοιτητής μπορεί να πεθαίνει συχνές κρίσεις πανικού, γιατί δυσκολεύεται (εκείνος ή η οικογένεια) να φύγει από το πατρικό σπίτι.

Οι ψυχολογικές συγκρούσεις πραγματώνονται συνήθως στο ασυνείδητο του ατόμου με αποτέλεσμα να μην μπορούμε να τις ελέγξουμε, να τις χειριστούμε. Γι' αυτό άλλωστε είναι δύσκολο να αντιμετωπίσουμε τις ψυχοσωματικές ενοχλήσεις μας. Ας σκεφτούμε πως η εκδήλωσή τους είναι μια 'φωνή βοήθειας' που κραυγάζει η ψυχή μας. Μόνο έτσι, θα την ακούγαμε.

Πιθανά Ψυχοσωματικά Συμπτώματα
Πόνος σε κάποιο σημείο του σώματος (θώρακα, στομάχι, κεφάλι κλπ ), υψηλή χοληστερίνη, δερματοπάθειες (ακμή, έκζεμα, ψωρίαση κλπ), αϋπνία, εφίδρωση, ξηροστομία, σιελόρροια, ταχυκαρδία, τσιμπήματα στο στήθος, "φτερουγίσματα" στην καρδιά, ταχύπνοια, υπεραερισμός, δυσκαταποσία (δυσκολία στην κατάποση), σφίξιμο των δοντιών (ιδίως τη νύκτα), αίσθημα σφιξίματος στο στομάχι, σπαστική κολίτιδα, σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου (αέρια στο έντερο, συχνά δυσκοιλιότητα ή διάρροια και επιτακτική ανάγκη προς αφόδευση), αναγωγές του γαστρικού περιεχομένου, καούρα, σφίξιμο στο στομάχι, σεξουαλικά προβλήματα (στον άνδρα δυσκολία στύσης, στη γυναίκα δυσπαρευνία δηλαδή πόνος κατά την συνουσία και ανοργασμικότητα), οσφυαλγία, το σύνδρομο χρόνιας κοπώσεως, συχνουρία, πονοκέφαλος, ζαλάδες, αιμωδίες (μυρμηγκιάσματα), μειωμένη αισθητικότητα και ιδίως αίσθηση της αφής, υπερθερμία, προβλήματα μνήμης (αιτία είναι η διάσπαση προσοχής από το άγχος που δημιουργεί προβλήματα στην αποθήκευση και στην ανάκληση των αποθηκευμένων στην μνήμη πληροφοριών), σχετικά μειωμένη ικανότητα επούλωσης των τραυμάτων, ανορεξία, αυξημένη όρεξη, βουλιμία, νυκτερινή ενούρηση σε παιδιά και εφήβους, μυοσκελετικές παθήσεις κ.λ.π.

Να φοβάσαι την αντοχή του υπομονετικού ανθρώπου

Υπομονή. Περίεργη λέξη. Γοητευτική. Έχουν οι άνθρωποι από δαύτη μπόλικη. Όχι όλοι. Όχι ανεξάντλητη. Έχουν, όμως, τόση όση τους επιτρέπει να πορεύονται και να ελπίζουν σε κάτι καλύτερο.

Η υπομονή είναι αρετή κι ευθύνη για όποιον την κατέχει. Άλλος πολλή κι άλλος λίγη. Ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις πόση έχει κάποιος. Άγνωστα τα όρια, εντυπωσιακά τα αποτελέσματά της.
Ήρωες οι υπομονετικοί άνθρωποι. Ήρωες για όσα αντέχουν και σηκώνουν και σιωπούν. Ήρωες πραγματικοί που με καρτερικότητα δίνουν χρόνο και χώρο κι αέρα σε όλους τους άλλους.

Θαυμαστοί οι υπομονετικοί. Θαυμαστοί για τα έργα και τις πράξεις και τα λόγια και τα ανείπωτα. Λες κι έχουν καταπιεί τη σοφία του κόσμου και περιμένουν να γελάσουν τελευταίοι σε ένα φινάλε που εκείνοι ορίζουν.

Μάγκες οι υπομονετικοί άνθρωποι. Μάγκες που δεν σπαταλούν τις λέξεις για να σου δείξουν την αξία τους, που δεν χτυπούν την πόρτα δυνατά για να τρομάξεις απ’ τον ήχο. Κάθονται και σε κοιτούν, σε επεξεργάζονται, σε αφήνουν να πράξεις αυτοβούλως και να σηκώσεις εσύ την ευθύνη των κινήσεών σου.

Δίνουν ευκαιρίες. Δεύτερες, τρίτες, τέταρτες. Δίνουν όσες σηκώνει η πλάτη τους. Όσες χρειάζεσαι μέχρι να νιώσουν πως καταχράζεσαι την ανοχή τους. Θα σε αφήσουν να σπάσεις, να ουρλιάξεις, να ακουστείς και κυρίως, να ακούσεις. Θα περιμένουν. Θα καταπιέσουν τον παρορμητισμό τους, φορές θα ποδοπατήσουν το «εγώ» τους. Θα αφήσουν την κατάσταση να ωριμάσει, να μεστώσει, να ζυμωθεί. Θα στραγγίξουν όλα τα περιθώρια για αλλαγή και ύστερα, θα δράσουν.
Να προσέχεις την αντοχή του υπομονετικού ανθρώπου.

Να την προσέχεις και να τη φοβάσαι. Ποτέ δεν ξέρεις πότε θα σκάσει στα χέρια σου.

Ο υπομονετικός άνθρωπος δεν είναι βλάκας. Δεν υστερεί σε εξυπνάδα, πονηριά κι ευθύτητα. Ζυγίζει τα λόγια του κι όταν τα πει θα έχουν μεγαλύτερο βάρος απ’ τα δικά σου γιατί θα τα έχει σκεφτεί καλά. Θα έχουν δουλευτεί μέσα του κι όταν φτάσεις να τα ακούσεις, μπορεί να είναι πια πολύ αργά. Δε θα ‘χει άλλη υπομονή.

Είσαι η ύπαρξη, δεν είσαι μόνο μια προσωρινή μορφή

Αποτέλεσμα εικόνας για κύμαΦαντάσου το εξής: κάπου στον ειρηνικό ωκεανό γεννιέται ένα μικρό κύμα. Το κύμα μεγαλώνει σιγά-σιγά και ταξιδεύει προς άγνωστη κατεύθυνση. Νιώθει καλά γιατί είναι νέο και μεγαλώνει συνεχώς, αλλά κάποια στιγμή αρχίζει να συγκρίνεται με άλλα κύματα.

Δίπλα του υπάρχουν κύματα που είναι μικρά και λέει "τα καημένα, τι μικρά που είναι", ενώ υπάρχουν και άλλα πιο μεγάλα και λέει "τα ζηλεύω αυτά τα μεγάλα κύματα, θα ήθελα να ήμουν σαν αυτά". Εκεί εμφανίζονται τα συμπλέγματα της ανωτερότητας και της κατωτερότητας. Αρχίζουν τα προβλήματα και οι διαφοροποιήσεις. "Εγώ είμαι έτσι, ο άλλος είναι αλλιώς".

Κάποια στιγμή βλέπει κάτι στον ορίζοντα και ρωτάει ένα άλλο κύμα δίπλα του: "Τι είναι αυτό;". Και του απαντάει το άλλο κύμα: "Αυτή είναι η ακτή -ο θάνατος και κατευθυνόμαστε κατά πάνω της". Το κύμα συνειδητοποιεί ότι κάποια στιγμή θα πεθάνει και πανικοβάλλεται.

Τότε όμως εμφανίζεται και ένα κύμα που του λέει: "Υπάρχει κάτι που λέγεται νερό. Το νερό είναι αθάνατο και δεν πεθαίνει όπως πεθαίνουμε εμείς τα κύματα. Διαπερνάει τα πάντα και είναι μέσα σε όλα τα κύματα. Είναι ένα με όλα τα κύματα".

"Και τι με ενδιαφέρει εμένα αυτό το νερό;", ρωτάει το πρώτο κύμα. "Εσύ είσαι το νερό", του απαντάει το άλλο κύμα "οίτα τον εαυτό σουνώρισε τι είσαι. Στο πάνω μέρος σου είσαι νερό, στο μέσο σου είσαι νερό, στο κάτω μέρος σου είσαι νερό και στα πλαϊνά σου είσαι νερό. Και αν κοιτάξεις γύρω σου, το μόνο που θα δεις είναι νερό. Αυτό που ονομάζουμε κύμα είναι απλώς ένα όνομα, μα μορφή και α κίνηση του νερού."

Μόλις το κύμα συνειδητοποιεί αυτή την αλήθεια βλέπει ότι είναι ένα με τον ωκεανό και δεν φοβάται πια το θάνατο. Το ίδιο ισχύει και για εμάς. Είμαστε μια αδιαίρετη ύπαρξη που αυτή τη στιγμή φαίνεται σαν να περιορίζεται από ένα σώμα και έναν νου. Αλλά η ύπαρξη είναι αιώνια. Δεν γεννήθηκε με το σώμα και δεν θα πεθάνει όταν πεθάνει το σώμα. Δεν γερνάει και δεν αρρωσταίνει. Η ύπαρξη είναι η ίδια στον πρόεδρο της Αμερικής και σε έναν άστεγο. είσαι η ύπαρξη.

Tα μυστικά της Γλώσσας

Αποτέλεσμα εικόνας για Tα μυστικά της ΓλώσσαςΕίναι ανέφικτο μέσα σε ένα άρθρο, έστω και να προσεγγίσουμε, πόσο μάλλον να αναλύσουμε, να ερευνήσουμε και να διαπραγματευτούμε ένα τόσο μεγάλο, ιερό μυστικό, απαγορευμένο και τόσο δύσκολο θέμα. Ένα θέμα που Τιτάνες του πνεύματος, από την αρχαιότητα έως και σήμερα, δαπάνησαν έργο και χρόνο ζωής και τόνους σελίδων, για να το προσεγγίσουν. Παρ΄ όλα αυτά θα επιχειρήσουμε, όσο μας επιτρέπεται, μια όσο τον δυνατόν πιο επιγραμματική, περιληπτική, σύντομη και συνάμα προσεκτική προσέγγιση του θέματος.

Από τα πανάρχαια χρόνια ο άνθρωπος ένοιωσε την ανάγκη να ανταποκριθεί στα ερεθίσματα, ενδογενή αλλά κυρίως εξωγενή, στα δεδομένα και στα γεγονότα του περιβάλλοντός του, που τον βομβάρδιζαν καθημερινά. Εξελίσσοντας σιγά-σιγά το γνωστικό του επίπεδο , μέσα από μια ίσως ανώτερη ανθρώπινη αντιληπτική μάθηση, και προσαρμόζοντας την συμπεριφορά του, οδηγούμενος είτε από ασυνείδητες ενστικτώδεις τάσεις, είτε από το «αγελαίο ένστικτο», είτε ίσως από μια μυστική ανώτερη ώθηση, στην ομαδοποίηση των «αυτοχθόνων», με αποτέλεσμα τις πρώτες κοινωνίες. Τα φυσικά φαινόμενα, για αυτές τις πρώτες κοινωνίες, φάνταζαν μεγαλόπρεπα, ασυνήθιστα, άγνωστα. Ο κόσμος ήταν ένα θαύμα αφάνταστο, ασύλληπτο, ακατανόητο. Η περιέργεια, ο φόβος, η επιβίωση, η προστασία από τη Φύση, οδήγησαν στην θεοποίηση των φυσικών στοιχείων, δυνάμεων και νόμων. Ο άνθρωπος άρχισε να μεγαλοποιεί και να παραμορφώνει ότι του ήταν άγνωστο και ακατανόητο. Μπροστά σε αυτήν την αδυναμία της σύλληψης, ο νους άρχισε να εκφράζει με κινήσεις, κραυγές, παραστάσεις και σύμβολα, τον κόσμο, με σκοπό με σκοπό από τη μια την κατανόησή του, και από την άλλη την απαρχή της επικοινωνίας.

Γλώσσα Επικοινωνίας
Η ανάγκη για κατανόηση, εξωτερίκευση και επικοινωνία των ανθρώπων, των ομαδοποιημένων πλέον, έστω και σε υποτυπώδη μορφή πρώτων κοινωνιών, συνυφασμένη σε ένα πλέγμα μίμησης φυσικών εικόνων, δέους, μεγαλείου και έξαρσης, δημιούργησε μια συμβολική γλώσσα επικοινωνίας, μέσα στα πρωταρχικά κοινωνικά πλαίσια. Μία συμβολική γλώσσα που στην αρχή εκφράστηκε με κραυγές, κινήσεις, αντιδράσεις και σύμβολα μίμησης, αργότερα με την μορφή της επικοινωνίας, της κάλυψης αναγκών, του μύθου και της αφήγησης, με αποτέλεσμα τον προφορικό λόγο, καθώς και της οπτικοποίησης-εικονοποίησης των φθόγγων, λημμάτων ή και εννοιών, με αποτέλεσμα την γραφή και τον γραπτό λόγο, με συνέπεια την δημιουργία αυτού του ίδιου του πολιτισμού.

Οι ήχοι, οι εικόνες της φύσης, και τα δεδομένα των αισθήσεων αποτέλεσαν τα πρώτα ερεθίσματα ενεργοποίησης των αντιληπτικών μηχανισμών του ατόμου, το οποίο αναγκάστηκε να προσαρμόσει τις αντιδράσεις του, ώστε να δημιουργήσει δειλά-δειλά τα πρώτα σύμβολα επικοινωνίας, με την μορφή εικόνων, παραστάσεων, ιδεοσυμβόλων, ήχων, εκδήλωσης συναισθηματικών καταστάσεων και γενικά συμπεριφοράς.

Έτσι δημιουργήθηκε πλέον επιτακτική ανάγκη στις πρώτες κοινωνίες, είτε από ασυνείδητες ενστικτώδεις τάσεις, όπως το «αγελαίο ένστικτο», είτε από μία ίσως παλαιότερη διασωσμένη, μυστική, ανώτερη μπορεί εξωανθρώπινη, ώθηση, μέσω των μυστικών Ιερατείων, «Μουσείων Λόγου», Διδασκαλείων και Μυστηρίων, της παραγωγής, της χρήσης και μετάδοσης της πληροφορίας, με τη μορφή ιδεοσυμβόλων, εικονοσημάτων και ηχοσημάτων στην αρχή, και στη συνέχεια πιο σύνθετων μορφών πληροφοριών, με συνέπεια την γέννηση και διαμόρφωση των πρώτων γλωσσών επικοινωνίας.

Φαίνεται ότι το υλικό για τα πρώτα κωδικοποιημένα Ιδεοσύμβολα, Εικονοσήματα, ή Ηχοσήματα, αποτέλεσαν οι πρωταρχικές παρατηρημένες επαναλαμβανόμενες φωνές της φύσης, όπως οι φωνές των ζώων, το κελάηδισμα των πουλιών, οι ήχοι των ανέμων, των κυμάτων, των καταιγίδων, της ροής του νερού, τα ανθρώπινα επι-Φωνήματα έκφρασης συναισθηματικών κυρίως καταστάσεων όπως χαράς, θαυμασμού, λύπης, πόνου , φόβου, έκπληξης κλπ. Θα μπορούσαμε να πούμε λοιπόν, ότι οι κλιματολογικές συνθήκες, η πανίδα και χλωρίδα της φύσης, οι ενδογενείς εσωτερικοί, ή εξωγενείς περιβαλλοντολογικοί ερεθισμοί και συναισθηματικές καταστάσεις δημιούργησαν συν τω χρόνω, την μεταφορά επαρκούς πληροφορίας και γνώσης για κάλυψη των στοιχειωδών στην αρχή αναγκών, επιβίωσης, ασφάλειας, προστασίας, αυτοπραγμάτωσης, ηδονής-ευχαρίστησης, θυμού-οργής κλπ. Δημιούργησαν έτσι ένα επαρκή κώδικα κατανόησης και επικοινωνίας μεταξύ των μελών μιας ομοειδούς ή συγκεκριμένης ομάδας με αποτέλεσμα τη γέννηση μιας μητρικής αρχικής γλώσσας επικοινωνίας από την οποία αργότερα προέκυψαν όλες οι άλλες.

Τα πρωταρχικά Φωνήματα-Φωνήεντα α, ε, ο, ι, μετέπειτα διαμορφώθηκαν ανάλογα με την προφορά τους στα:
«α», πλήρη και ανεμπόδιστη, από τα όργανα άρθρωσης, εγκέφαλο, στόμα, χείλη, γλώσσα, μύτη, εκροή του εισπνεόμενου αέρα. Συναντάται σαν ο κύριος ήχος στην φύση, στην πρωταρχική κραυγή του νεογέννητου, στις κραυγές των ζώων, στο παφλασμό των κυμάτων, στον ήχο του αέρα, στον ήχο του κεραυνού κλπ.
«ε-ψιλον», λεπτή εκροή του αέρα.
«ε-δασύ», παχύτερη εκροή του αέρα, (έχει πλέον εκλείψει για άγνωστους πλην σαφείς λόγους από την προφορά).
«ο-μικρόν», μικρή, βραχεία εκπνοή με στρογγύλευση χειλιών.
«ω-μέγα», μεγάλη, μακρά εκπνοή με στρογγύλευση χειλιών, (προφέρεται σαν διπλό ο-μικρόν).
«ι-ώτα», ο λεπτότερος και υψηλότερος ήχος που μπορεί να γίνει αντιληπτός από ανθρώπινα αυτιά.
«υ-ψιλόν», λεπτός, ψηλός ήχος, για παράδειγμα του αέρα που περνά μέσα από μια σχισμή.
«υ-δασύ», που εξελίχθηκε σε «η-τα», παχύς διαπεραστικός ήχος, για παράδειγμα ο ήχος του αέρα στην καταιγίδα.

Με τη παρατήρηση των ποιο σύνθετων ήχων της φύσης, όπως οι κραυγές και οι ήχοι των ζώων, των πουλιών και των εντόμων, οι ήχοι των κυμάτων, της καταιγίδας, του κεραυνού, της ροής των ποταμών, των καταρρακτών, των βουητών του αέρα στο βουνό ή στο δάσος, προκάλεσε την ανάγκη για προσθήκη ήχων εκφερόμενων ταυτόχρονα με τα φωνήματα δηλαδή συν-φωνήματα ή συν-φωνα, ώστε δημιούργησαν σιγά-σιγά ένα πλήθος Σημάτων και Συμβόλων, που σαν ηχοσήματα και εικονοσήματα δημιούργησαν τα πρωταρχικά εικονογράμματα που παρίσταναν ήχους, εικόνες, παραστάσεις και καταστάσεις της φύσης, που με την κατάλληλη τοποθέτηση τους και χρήση τους σε κάποια λογική σειρά, αποτέλεσαν στη αρχή το πρώτο προφορικό, σαν ηχοσήματα, και μετέπειτα τον πρώτο γραπτό, σαν εικονοσήματα και εικονογράμματα, κώδικα διανθρώπινης επικοινωνίας, δημιουργώντας στην αρχή τον Λόγο και στη συνέχεια τη Γραφή.

Τι είναι λοιπόν η γλώσσα επικοινωνίας; Πολύ γενικά θα λέγαμε ότι δεν είναι παρά η επινόηση και χρήση ενός συνόλου συμβόλων, εικόνων, παραστάσεων, ήχων, ερεθισμών, χαρακτήρων και ειδικών σημάτων, που χρησιμοποιούνται με βάση αυστηρώς προκαθορισμένους κανόνες για τον σχηματισμό ενός κωδικοποιημένου συστήματος ομάδων συμβόλων, κωδικογραμμάτων, εικονοσημάτων, ηχοσημάτων και κωδικών έναρθρων ή παριστάμενων εκφράσεων-λέξεων, εννοιών, μορφασμών, χειρονομιών και γενικά σημάτων και σχημάτων, κατανοητών από την ομοειδή γλωσσικά ομάδα, τον συνάνθρωπο και γενικά την τοπική κοινωνία, μετά από και διαδικασία εκμάθησης και χρήσης τους.

Η Ελληνική γλώσσα παρουσιάζει τρία επίπεδα κατανόησης. Το «Ομιλόν», το «Σημαίνον» και το «Κρύπτον».

Το «Ομιλόν» είναι το πρώτο και αρχικό επίπεδο κατανόησης ενός ιδεοσυμβόλου, εικονοσήματος, ηχοσήματος, λήμματος, γράμματος, λέξης ή έννοιας, που δηλώνει για το τι ακριβώς ομιλεί το συγκεκριμένο σύμβολο, εικονοσήμα, ηχοσήμα, λήμμα, γράμμα, και η συγκεκριμένη λέξη ή έννοια και που σχεδόν όλοι όσοι το ακούσουν ή το δουν μπορούν να το κατανοήσουν άμεσα. Είναι δηλαδή το επίπεδο καθομιλουμένης καθημερινής χρήσης όλων όσων χρησιμοποιούν και χειρίζονται την Ελληνική γλώσσα. Παράδειγμα η έννοια «Ελευθερία» γίνεται κατανοητή, από το σύνολο όσων χρησιμοποιούν την Ελληνική γλώσσα, ως την ανεμπόδιστη έκφραση ή εκδήλωση συναισθημάτων, λόγου, ιδεών, κινήσεων, πράξεων και συμπεριφοράς στα όρια των κοινωνικώς αποδεκτών προτύπων, όρων, ορίων και συμβάσεων, το αντίθετο του περιορισμού. Η λέξη «αυτοκίνητο» γίνεται κατανοητή ως το βασικό μέσον μεταφοράς των ανθρώπων, η λέξη «υπάλληλος» ως ο έμμισθος εργαζόμενος σε μια επιχείρηση κλπ.

Το «Σημαίνον» είναι το δεύτερο επίπεδο κατανόησης ενός ιδεοσυμβόλου, εικονοσήματος, ηχοσήματος, λήμματος, γράμματος, λέξης ή έννοιας, που υποδηλώνει το τι ακριβώς σημαίνει το συγκεκριμένο σύμβολο, εικονοσήμα, ηχοσήμα, λήμμα, γράμμα, και η συγκεκριμένη λέξη ή έννοια. Δίνει την σύνθεση και την ετυμολογία της συγκεκριμένης έννοιας, καθώς συνδέει το Σήμα με το σημαινόμενο, ή δίνει με τον τονισμό των γραμμάτων, πάνω δεξιά ή κάτω αριστερά, μία άκρως μαθηματική αναλογία, πράξη ή σχέση, και που λίγοι, και μάλιστα οι πιο μορφωμένοι ή οι πιο υποψιασμένοι ή μυημένοι, μπορούν να κατανοήσουν. Είναι δηλαδή το επίπεδο ειδικής και συγκεκριμένης χρήσης όλων όσων έχουν διδαχθεί ή ερευνούν, χρησιμοποιούν και χειρίζονται την Ελληνική γλώσσα σε δεύτερο επίπεδο. Παράδειγμα η ίδια η έννοια «Ελευθερία» γίνεται κατανοητή, στο δεύτερο επίπεδό της από τους πιο εξειδικευμένους που χρησιμοποιούν την Ελληνική γλώσσα, αρχικά ως την ορθή έλευση των πραγμάτων που έρχονται, μια και η έννοια αυτή σχηματίζεται από τα συνθετικά «Ελ» που σημαίνει την έλευση, εξ’ ου και Ελευσίνα, «Ευ» που σημαίνει το σωστό, το ορθόν, και «Αιθήρ (θερία)» που σημαίνει την πεμπτουσία των πραγμάτων κατά τον Αριστοτέλη, το 5ο στοιχείο της εκδήλωσης των πραγμάτων. Ο Αριστοτέλης έλεγε ότι Θεοί ζουν στον Αιθέρα. «Ελευθερία» λοιπόν κατά την Ελληνική σημαίνει την ανεμπόδιστη και σωστή ροή των πραγμάτων, ενεργειών, πράξεων, ιδεών κινήσεων, λόγων, συναισθημάτων, ή συμπεριφοράς που ρέουν ή έρχονται προς την δική μας αντιληπτικότητα. Το αντίθετό της κατά συνέπεια είναι πλέον η εντός συγκεκριμένων ορίων «περι-ορισμένη» ροή ή κίνηση των ανωτέρω πραγμάτων. Η λέξη «αυτοκίνητο» γίνεται κατανοητή ως το μέσος μεταφοράς που κινείται μόνο του καθώς η λέξη αποτελείται από τα συνθετικά «αυτό» και «κίνηση». Η λέξη «υπάλληλος» κατανοείται εδώ ως ο κάτω από την εποπτεία άλλου, εργαζόμενος σε μία επιχείρηση, καθώς η λέξη απαρτίζεται από την πρόθεση «Υπό» που υπο-δηλώνει και συγκεκριμενοποιεί την προ-θεση (πριν τη θέση) κατάσταση και την αντωνυμία «Άλληλος» που δηλώνει την κύρια θέση κλπ.

Το «Κρύπτον» είναι το τρίτο και πιο μυστικό επίπεδο κατανόησης ενός ιδεοσυμβόλου, εικονοσήματος, ηχοσήματος, λήμματος, γράμματος, λέξης ή έννοιας, που υπο-δηλώνει το τι ακριβώς υπο-κρύπτει στο υπό-βαθρό του και πως δονείται, κραδαίνεται, πάλλεται, συν-τονίζει και συντονίζεται και τι αντι-δράσεις, συμπεριφορές, φαινόμενα ή ενέργειες προκαλεί το συγκεκριμένο σύμβολο, εικονοσήμα, ηχοσήμα, λήμμα, γράμμα, και η συγκεκριμένη λέξη ή έννοια. Κατάσταση που πάρα πολύ λίγοι και μάλιστα οι πιο μυημένοι, μπορούν να κατανοήσουν. Είναι δηλαδή το επίπεδο μυστικής, κωδικής και απόλυτα ελεγχόμενης χρήσης, μόνο των πολύ ολίγων μυημένων ή Αρχιερέων, που έχουν διδαχθεί πώς να χρησιμοποιούν και να χειρίζονται τους μυστικούς κώδικες της Ελληνικής γλώσσας σε βαθύτερα επίπεδα.

Για παράδειγμα η λέξη ή η έννοια «Αλήθεια», στο πρώτο της επίπεδο, το «Ομιλόν» δηλώνει αυτό που ο κάθε άνθρωπος κατανοεί ως Αληθές. Τι είναι όμως Αληθές; Στο δεύτερο επίπεδο της έννοιας δηλαδή στο «Σημαίνον», φαίνεται να εμπεριέχεται στην έννοια το «στερητικό άλφα» που σημαίνει στέρηση της ακολουθούμενης από αυτό έννοιας, που στη προκειμένη περίπτωση φαίνεται να είναι η έννοια «Λήθη» ή «Λάθος», ανάλογα με την διάλεκτο Δωρική ή Αττική. Δηλαδή «Αλήθεια» δεν είναι παρά η στέρηση Λήθη. Δηλαδή για να οδηγηθούμε στην Αλήθεια απαιτείται η ενθύμηση, η «Μνημοσύνη» (μητέρα των Μουσών) και κατά συνέπεια η εμπειρία, ο πολιτισμός, η μύηση, η μουσική, το μυστήριο (έννοιες που προέρχονται από την έννοια «Μούσα»), με σκοπό την στέρηση Λαθών και αστοχίας ώστε να επιτευχθεί ο τελικός σκοπός Αυτοπραγμάτωσης και εξέλιξης του Ανθρωπίνου Όντος. Τη στιγμή που η έννοια «Λάθος» σημαίνει το ψευδές δηλαδή την παραποίηση της πραγματικότητας, και κατά συνέπεια διαγραφή, η έννοια «Αλήθεια», στο δεύτερο επίπεδο κατανόησης σημαίνει κάθε τι που είναι πραγματικό και στο οποίο μπορεί κανείς να οδηγηθεί με σωστή χρήση της εμπειρίας στο Παρών, στο τώρα, ζώντας σωστά την στιγμή, αν διδαχθεί από τις ενθυμίσεις, τις εμπειρίες, τις παραδώσεις το παρελθόν, χωρίς λάθη και αστοχίες, μέσα από τη σωστή διαβίωση στο Παρόν, μια και οι στιγμές του παρόντος σε δευτερόλεπτα από την ώρα που τις ζούμε γίνονται παρελθόν. Δηλαδή στο «ευ ζην» ή όχι του τώρα, δημιουργούμε εμείς οι ίδιοι το παρελθόν μας, ανάλογα με την στάση και συμπεριφορά μας και με διαμόρφωση και αξιοποίηση της συσσωρευμένης ατομικής και συλλογικής εμπειρίας στο «ευ ζην» του τώρα, με τελικό πραγματικά Αληθή Στόχο και Σκοπό ένα πραγματικά Αληθές Μέλλον. Αλήθεια δηλαδή είναι η ίδια η διαχρονική πραγματικότητα ανά τους αιώνες, το «Ευ Ζην» της ανθρώπινης εξέλιξης.