Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Ἰφιγένεια ἡ ἐν Αὐλίδι (1-48)

1 ΑΓ. Ὦ πρέσβυ, δόμων τῶνδε πάροιθεν
στεῖχε. ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ. στείχω. τί δὲ καινουργεῖς,
Ἀγάμεμνον ἄναξ; ΑΓΑ. σπεύσεις; ΠΡ. σπεύδω.
μάλα τοι γῆρας τοὐμὸν ἄυπνον
5 καὶ ἐπ᾽ ὀφθαλμοῖς ὀξὺ πάρεστιν.
ΑΓΑ. τίς ποτ᾽ ἄρ᾽ ἀστὴρ ὅδε πορθμεύει;
ΠΡ. Σείριος ἐγγὺς τῆς ἑπταπόρου
Πλειάδος ᾄσσων ἔτι μεσσήρης.
ΑΓΑ. οὔκουν φθόγγος γ᾽ οὔτ᾽ ὀρνίθων
10 οὔτε θαλάσσης· σιγαὶ δ᾽ ἀνέμων
τόνδε κατ᾽ Εὔριπον ἔχουσιν.
ΠΡ. τί δὲ σὺ σκηνῆς ἐκτὸς ἀίσσεις,
Ἀγάμεμνον ἄναξ;
ἔτι δ᾽ ἡσυχία τῇδε κατ᾽ Αὖλιν
15 καὶ ἀκίνητοι φυλακαὶ τειχέων.
στείχωμεν ἔσω. ΑΓΑ. ζηλῶ σέ, γέρον,
ζηλῶ δ᾽ ἀνδρῶν ὃς ἀκίνδυνον
βίον ἐξεπέρασ᾽ ἀγνὼς ἀκλεής·
τοὺς δ᾽ ἐν τιμαῖς ἧσσον ζηλῶ.
20 ΠΡ. καὶ μὴν τὸ καλόν γ᾽ ἐνταῦθα βίου.
ΑΓΑ. τοῦτο δέ γ᾽ ἐστὶν τὸ καλὸν σφαλερόν,
καὶ τὸ πρότιμον
γλυκὺ μέν, λυπεῖ δὲ προσιστάμενον.
τοτὲ μὲν τὰ θεῶν οὐκ ὀρθωθέντ᾽
25 ἀνέτρεψε βίον, τοτὲ δ᾽ ἀνθρώπων
γνῶμαι πολλαὶ
καὶ δυσάρεστοι διέκναισαν.
ΠΡ. οὐκ ἄγαμαι ταῦτ᾽ ἀνδρὸς ἀριστέως.
οὐκ ἐπὶ πᾶσίν σ᾽ ἐφύτευσ᾽ ἀγαθοῖς,
30 Ἀγάμεμνον, Ἀτρεύς.
δεῖ δέ σε χαίρειν καὶ λυπεῖσθαι·
θνητὸς γὰρ ἔφυς. κἂν μὴ σὺ θέλῃς,
τὰ θεῶν οὕτω βουλόμεν᾽ ἔσται.
σὺ δὲ λαμπτῆρος φάος ἀμπετάσας
35 δέλτον τε γράφεις
τήνδ᾽ ἣν πρὸ χερῶν ἔτι βαστάζεις,
καὶ ταὐτὰ πάλιν γράμματα συγχεῖς
καὶ σφραγίζεις λύεις τ᾽ ὀπίσω
ῥίπτεις τε πέδῳ πεύκην, θαλερὸν
40 κατὰ δάκρυ χέων,
καὶ τῶν ἀπόρων οὐδενὸς ἐνδεῖς
μὴ οὐ μαίνεσθαι.
τί πονεῖς; τί νέον περὶ σοί, βασιλεῦ;
φέρε κοίνωσον μῦθον ἐς ἡμᾶς.
45 πρὸς ‹δ᾽› ἄνδρ᾽ ἀγαθὸν πιστόν τε φράσεις·
σῇ γάρ μ᾽ ἀλόχῳ ποτὲ Τυνδάρεως
πέμπει φερνὴν
48 συννυμφοκόμον τε δίκαιον.

***
1 ΑΓΑ. Έλα, γέρο, στην πόρτα μπροστά.
Ο ΓΕΡΟΣ
Νά με· αλλά, βασιλιά μου Αγαμέμνονα, τί
το καινούριο σχεδιάζεις; ΑΓΑ. Θα κάμεις πιο γρήγορα; ΓΕΡ. Νά,
κάνω γρήγορα· ο γέρος εγώ ξαγρυπνώ
και κρατώ στυλωμένα τα μάτια.
ΑΓΑ. Τ᾽ άστρο αυτό που αρμενίζει στα ουράνια ποιό να ᾽ναι λοιπόν;
ΓΕΡ. Είν᾽ ο Σείριος, εκεί στην εφτάστερη Πούλια κοντά,
και στη μέση του δρόμου του ακόμα.
ΑΓΑ. Ναι, πουλί δε λαλεί,
10 στο γιαλό δεν ακούς βογκητό·
και τον Εύριπο εδώ απανεμιά τον κατέχει.
ΓΕΡ. Αλλά εσύ, βασιλιά μου, γιατί
έξω εδώ απ᾽ τη σκηνή τριγυρνάς;
Ησυχία στην Αυλίδα βαθιά,
του στρατόπεδου ακόμα δεν άλλαξε η βάρδια.
Πάμε μέσα. ΑΓΑ. Ζηλεύω κι εσέ,
γέρο, κι όσους ακίνδυνη πάντα περνούν
τη ζωή τους, χωρίς να τους ξέρουν, χωρίς
να μιλούνε γι᾽ αυτούς· όσοι θέση κατέχουν τρανή
αξιοζήλευτοι τόσο δεν είναι.
20 ΓΕΡ. Η ομορφιά της ζωής είναι ωστόσο σ᾽ αυτά.
ΑΓΑ. Ομορφιά που σαλεύει·
και τ᾽ αξίωμα ευχάριστο, αλλά,
όταν γίνεται μπόδιο, σε θλίβει.
Τη ζωή του τρανού
μια αστοχιά σ᾽ ένα χρέος ιερό
τη γυρίζει ανωκάτω, άλλες πάλι φορές
του λαού τη χαλούν και τη λιώνουν κακόβουλες γνώμες.
ΓΕΡ. Τέτοια λόγια σε στόμ᾽ αρχηγού
δε μου αρέσουν. Ο Ατρέας δε σ᾽ έκαμε δα
30 για να γεύεσαι μόνο ευτυχίες, Αγαμέμνονα· αφού
θνητός είσαι, σου πέφτουν χαρές μα και λύπες.
Των θεών έτσι πάντα θα ορίζει η βουλή,
κι αν εσύ δεν το θέλεις.
Εσύ ανάβεις το λύχνο και γράφεις γραφή,
τούτη δω που, όπως βλέπω, στο χέρι σου ακόμα κρατάς,
μα τα γράμματα που έγραψες σβήνεις ξανά,
τα σφραγίζεις και πάλι τη βούλα χαλάς,
καταγής τα πετάς,
40 δάκρυα χύνεις πολλά,
και δε λείπει πια τίποτα που όποιος σε δει
να μην πει πως δε σ᾽ έπιασε τρέλα.
Ποιός σε δέρνει καημός; Τί κακό σ᾽ έχει βρει, βασιλιά;
Έλα πες το σ᾽ εμέ. Θα μιλήσεις
σε άντρα τίμιο, που σου είναι πιστός·
την κυρά σου ο Τυνδάρεος σαν προίκισε, τότες
είχε βάλει κι εμέ
48 συνοδό μπιστεμένο της νύφης.

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της, Η τέχνη του 4ου αιώνα π.Χ.: Η όψιμη κλασική περίοδος

7.7.4. Τα επιτύμβια και τα αναθηματικά ανάγλυφα από την Αττική

Το γεγονός ότι οι αρχαιολόγοι έχουν σήμερα τη δυνατότητα να παρακολουθήσουν την εξέλιξη της γλυπτικής κατά τη διάρκεια του 4ου αιώνα π.Χ. και να χρονολογήσουν με σχετική ασφάλεια τα γλυπτά αυτής της περιόδου οφείλεται κυρίως στην ανεύρεση πολυάριθμων επιτύμβιων και αναθηματικών αναγλύφων στην Αττική. Τα μνημεία αυτά καλύπτουν ολόκληρη την περίοδο και, παρόλο που η ποιότητά τους είναι αρκετά άνιση, μας επιτρέπουν να σχηματίσουμε μια ολοκληρωμένη εικόνα για τις τάσεις που επικράτησαν στη γλυπτική. Ειδικά για τα επιτύμβια ανάγλυφα γνωρίζουμε ότι η παραγωγή τους άρχισε, μετά από μια περίοδο απαγόρευσης, στα πρώτα χρόνια του Πελοποννησιακού Πολέμου, δηλαδή στη δεκαετία 430-420 π.Χ. (όπως είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο) και συνεχίστηκε ως το 317 π.Χ., οπότε ο Δημήτριος ο Φαληρέας, που έγινε κυβερνήτης της Αθήνας με τη θέληση του βασιλιά της Μακεδονίας Κασσάνδρου, απαγόρευσε την κατασκευή τους με νόμο, ο οποίος ίσχυσε και μετά την πτώση του για τρεις σχεδόν αιώνες, δηλαδή ολόκληρη την ελληνιστική περίοδο. Τα αττικά επιτύμβια ανάγλυφα έγιναν πρότυπο και για άλλες περιοχές της Ελλάδας, ιδιαίτερα τη Βοιωτία, τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία, όπου συναντούμε όμοια μνημεία κατά τη διάρκεια του 4ου αιώνα π.Χ. Τα ανάγλυφα αυτά έχουν αρχιτεκτονική πλαισίωση, παρουσιάζονται δηλαδή ως προσόψεις ναΐσκων με δύο παραστάδες, που στηρίζουν ένα αέτωμα. Σε κάποια από τα παλαιότερα παραδείγματα δεν υπάρχουν παραστάδες και η αετωματική επίστεψη είναι ελεύθερη. Με την πάροδο του χρόνου οι ναΐσκοι γίνονται βαθύτεροι και οι μορφές σχεδόν ολόγλυφες.
 
Ένα από τα πιο σημαντικά αττικά επιτύμβια μνημεία των αρχών του 4ου αιώνα με ανάγλυφη παράσταση είναι εκείνο του νεαρού Δεξίλεω, που ήταν στημένο στο μεγαλύτερο νεκροταφείο της αρχαίας Αθήνας, τον Κεραμεικό. Ο δεκαεννιάχρονος Δεξίλεως, γιος πλούσιας οικογένειας από τον δήμο του Θορικού στη νοτιοανατολική Αττική, είχε κληθεί να υπηρετήσει στο αθηναϊκό ιππικό και σκοτώθηκε το 394 π.Χ., κατά τον λεγόμενο Κορινθιακό Πόλεμο, σε μια μάχη κοντά στην Κόρινθο μαζί με άλλους τέσσερις ιππείς. Σύμφωνα με τον αθηναϊκό νόμο, οι νεκροί ενταφιάστηκαν στο δημόσιον σῆμα, δηλαδή στον χώρο ταφής για τους πεσόντες υπέρ πατρίδος. Οι γονείς του Δεξίλεω όμως, θέλοντας να προβάλουν και να τιμήσουν περισσότερο τον γιο τους, έστησαν ένα επιτύμβιο ανάγλυφο με την εικόνα του σε ένα κενοτάφιο στο νεκροταφείο του Κεραμεικού. Ο Δεξίλεως, ντυμένος με κοντό χιτώνα και χλαμύδα, εικονίζεται να ιππεύει το ανασηκωμένο στα πίσω πόδια άλογό του και να σκοτώνει με το δόρυ του έναν γυμνό αντίπαλο, που έχει καταρρεύσει στο έδαφος δίπλα στην ασπίδα του και προσπαθεί να αμυνθεί με το ξίφος του. Η παράσταση δεν αποτυπώνει μια πραγματική σκηνή μάχης (όπου ο Δεξίλεως είχε σκοτωθεί), αλλά εξιδανικεύει τον νεκρό, προβάλλοντάς τον ως νικητή. Η ενδυμασία του Δεξίλεω, που δεν είναι στρατιωτική, και η γύμνια του αντιπάλου του υπογραμμίζουν τον συμβολικό χαρακτήρα της σκηνής. Τεχνοτροπικά το ανάγλυφο είναι πιο εξελιγμένο από εκείνα του τέλους του 5ου αιώνα π.Χ., κυρίως ως προς τον σχεδιασμό των μορφών: οι προοπτικές βραχύνσεις στον αριστερό ώμο και τον βραχίονα του Δεξίλεω και στο λυγισμένο αριστερό σκέλος του αντιπάλου του δείχνουν τη δειλή ακόμη προσπάθεια του γλύπτη να αποδώσει τη διάσταση του βάθους.
 
Γύρω στο 380 π.Χ., δηλαδή περίπου 10 χρόνια μετά το επιτύμβιο του Δεξίλεω, χρονολογείται το ανάγλυφο της Μνησαρέτης, που βρίσκεται σήμερα στη Γλυπτοθήκη του Μονάχου. Εδώ εικονίζονται δύο αντικριστές γυναικείες μορφές: η καθιστή Μνησαρέτη, που είναι η νεκρή, βυθισμένη σε περισυλλογή, και η υπηρέτριά της, που την κοιτάζει περίλυπη σταυρώνοντας τα χέρια. Οι μορφές δεν απλώνονται στον διαθέσιμο χώρο, όπως στα παλαιότερα ανάγλυφα, αλλά τοποθε­τούνται ελαφρά διαγώνια ως προς το φόντο, ώστε να δημιουργείται η εντύπωση ότι προεκτείνονται στο βάθος. Τα ενδύματα καλύπτουν καλά τα σώματα των μορφών και σε λίγα μόνο σημεία αφήνουν να διαφανεί η ανατομία τους, ενώ οι πτυχές που σχηματίζουν είναι επίπεδες και πυκνές.
 
Χαρακτηριστικό για την επόμενη φάση της εξέλιξης, γύρω στα μέσα του 4ου αιώνα, είναι το επιτύμβιο ανάγλυφο του Θρασέα και της Ευανδρίας στο Βερολίνο. Εδώ η αίσθηση του βάθους ενισχύεται από την παρουσία μιας τρίτης μορφής πίσω από τις δύο κύριες. Οι δύο σύζυγοι εικονίζονται ο ένας απέναντι στον άλλο και δίνουν το δεξί χέρι σε έναν χαιρετισμό που ονομάζεται δεξίωσις. Η κίνηση αυτή δείχνει ότι έχουμε μπροστά μας μια σκηνή αποχαιρετισμού που, γνωρίζοντας τον προορισμό του μνημείου, καταλαβαίνουμε ότι είναι ο τελευταίος. Δεν είναι, ωστόσο, σαφές ποια από τις δύο μορφές αναχωρεί για τον κάτω κόσμο. Το απλανές βλέμμα και το ανέκφραστο πρόσωπο του Θρασέα είναι πιθανόν μια ένδειξη ότι αυτός είναι ο νεκρός. Η μικρή υπηρέτρια πίσω από το ζευγάρι, που ακουμπάει το κεφάλι στο δεξί της χέρι σε μια στάση που φανερώνει λύπη, τονίζει τον πένθιμο χαρακτήρα της σκηνής. Το πολύ έξεργο ανάγλυφο και η τοποθέτηση των μορφών ελαφρά διαγώνια μπροστά στις παραστάδες δημιουργούν την εντύπωση ότι είναι σχεδόν ολόγλυφες. Τα τεχνοτροπικά αυτά στοιχεία μάς οδηγούν στα χρόνια γύρω στο 350 π.Χ. Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται με τη βοήθεια ακριβώς χρονολογημένων έργων, όπως είναι το ανάγλυφο που επιστέφει μια ενεπίγραφη στήλη στην οποία είναι γραμμένο ένα τιμητικό ψήφισμα του έτους 346 π.Χ. για δύο ηγεμόνες της βόρειας ακτής του Ευξείνου Πόντου, τον Σπάρτοκο και τον Παιρισάδη. Τα ανάγλυφα αυτού του είδους αποτελούν ξεχωριστή κατηγορία και ονομάζονται ψηφισματικά· οι παραστάσεις τους σχετίζονται πάντοτε με το περιεχόμενο του ψηφίσματος που επιστέφουν. Εδώ εικονίζονται οι δύο τιμώμενοι καθιστοί μαζί με τον νεότερο αδελφό τους, τον Απολλώνιο, που είναι όρθιος. Η παράσταση αναπτύσσεται σε βάθος, καθώς οι μορφές είναι σχεδόν ολόγλυφες.
 
Λίγο μετά τα μέσα του 4ου αιώνα, γύρω στο 340 π.Χ., χρονολογείται το μεγάλο επιτύμβιο ανάγλυφο του Προκλή και του Προκλείδη από το νεκροταφείο του Κεραμεικού, σήμερα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Η μεγάλη συγκινησιακή φόρτιση της σκηνής του αποχαιρετισμού ανάμεσα στον καθιστό ηλικιωμένο άνδρα και τον νεότερο όρθιο, που φέρει στρατιωτική εξάρτυση με θώρακα και ξίφος, αποτυπώνεται στο πονεμένο βλέμμα του ηλικιωμένου. Είναι προφανές ότι η καθιστή μορφή (ο Προκλείδης, σύμφωνα με την επιγραφή) είναι ο πατέρας, που αποχαιρετά για τελευταία φορά τον γιο του (τον Προκλή, κατά την επιγραφή), ο οποίος σκοτώθηκε στον πόλεμο. Τα γυμνά πόδια του τελευταίου τον διαφοροποιούν από τις υπόλοιπες μορφές και δείχνουν ότι βρίσκεται πλέον σε έναν διαφορετικό κόσμο από εκείνο των θνητών. Στο βάθος της εικόνας μια όρθια γυναίκα, πιθανότατα η μητέρα του νεκρού (το όνομά της είναι Αρχίππη), κοιτάζει θλιμμένη προς το μέρος του.
 
Τα δύο στοιχεία που καθορίζουν το νόημα της παράστασης στο ανάγλυφο του Προκλή και του Προκλείδη, δηλαδή η προβολή του νεκρού και η θλίψη για τον χαμό του, αποτυπώνονται ακόμη εντονότερα και με αριστουργηματικό τρόπο σε ένα εξαιρετικής ποιότητας επιτύμβιο ανάγλυφο από την περιοχή του Ιλισού, που σώζεται χωρίς το αρχιτεκτονικό του πλαίσιο. Εδώ ο νεαρός νεκρός εικονίζεται γυμνός, σχεδόν όρθιος, ανακαθισμένος μόνο σε έναν πεσσό, που ίσως δηλώνει το επιτύμβιο μνημείο του· το μικρό κυρτό ρόπαλο (λαγωβόλον) που κρατάει και το κυνηγετικό σκυλί πίσω του φανερώνουν ότι είναι κυνηγός. Απέναντι στον νέο, ο πατέρας του, τυλιγμένος σε μακρύ ιμάτιο και με βακτηρία στο αριστερό χέρι, κοιτάζει περίλυπος προς το μέρος του, φέρνοντας το δεξί του χέρι στο γένι σε μια χειρονομία περίσκεψης και θλίψης. Στα πόδια του νεκρού ένας μικρός υπηρέτης (πιθανότατα δούλος), καθισμένος στις βαθμίδες του πεσσού, κλαίει απαρηγόρητα για τον χαμό του κυρίου του, με το κεφάλι ακουμπισμένο στα χέρια του. Το ανάγλυφο του Ιλισού χρονολογείται στα χρόνια 340-330 π.Χ. και είναι αναμφίβολα έργο ενός μεγάλου γλύπτη, τον οποίο δυστυχώς δεν μπορούμε να ταυτίσουμε.
 
Ένα από τα τελευταία μνημειακά αττικά επιτύμβια του 4ου αιώνα π.Χ., φιλοτεχνημένο γύρω στο 320 π.Χ., λίγο πριν από τον απαγορευτικό νόμο του Δημητρίου του Φαληρέα, είναι εκείνο του Αριστοναύτη στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Εδώ δεν έχουμε πλέον ένα ανάγλυφο, αλλά ένα κανονικό άγαλμα τοποθετημένο μέσα σε ναΐσκο. Ο νεκρός, ένας νέος άνδρας με κοντό γένι, εικονίζεται ως μαχόμενος πολεμιστής, με θώρακα, κράνος και ασπίδα στο αριστερό χέρι και τη χλαμύδα να ανεμίζει πίσω του. Στο δεξί χέρι, που έχει σπάσει, κρατούσε ξίφος. Είναι η στιγμή της μάχης σώμα με σώμα, όταν οι πολεμιστές έχουν αφήσει τα δόρατα και πολεμούν με τα ξίφη. Ότι ο Αριστοναύτης βρίσκεται στο πεδίο της μάχης φαίνεται από το ανώμαλο έδαφος στο οποίο πατάει. Ο θεατής έχει την εντύπωση ότι βλέπει έναν ζωντανό πολεμιστή, εντύπωση που ενισχυόταν στην Αρχαιότητα από το γεγονός ότι το γλυπτό ήταν χρωματισμένο. Μόνο τα γυμνά πόδια φανερώνουν ότι ο εικονιζόμενος δεν βρίσκεται πλέον στον κόσμο των ζωντανών. Η μορφή του Αριστοναύτη με τη ζωντάνια της και την ανάπτυξή της στον χώρο προαναγγέλλει τις τολμηρές δημιουργίες της γλυπτικής των ελληνιστικών χρόνων.
 
Κατά τη διάρκεια του 4ου αιώνα π.Χ., παράλληλα με την παραγωγή των επιτύμβιων αναγλύφων, αναπτύχθηκε στην Αττική (και στη συνέχεια και στην υπόλοιπη Ελλάδα) και εκείνη των αναθηματικών. Τα αναθηματικά ανάγλυφα είναι ορθογώνιοι μαρμάρινοι πίνακες που στήνονταν στα ιερά επάνω σε ψηλές πεσσόμορφες βάσεις και εικονίζουν θεότητες και ανθρώπους που προσεύχονται ή προσφέρουν θυσίες. Τα ανάγλυφα αυτά τα αφιέρωναν πιστοί μετά από μια ευχή που εισάκουσαν οι θεοί ή ένα τάμα που πραγματοποίησαν· για τον λόγο αυτό έχουν ιδιαίτερη σημασία για τη μελέτη όχι μόνο της τέχνης, αλλά και της θρησκείας.
 
Ένα ενδεικτικό παράδειγμα είναι το ανάγλυφο που αφιέρωσε στα χρόνια 380-370 π.Χ. κάποιος Αρχίνος στο ιερό του Αμφιαράου στον Ωρωπό. Ο Αμφιάραος ήταν ένας από τους επτά ήρωες που είχαν πολιορκήσει τη Θήβα και, σύμφωνα με τον μύθο, δεν είχε σκοτωθεί, αλλά τον είχε καταπιεί η γη. Στον Ωρωπό ο Αμφιάραος λατρευόταν ως ἥρως ἰατρός (όπως αλλού ο Ασκληπιός) και το αφιέρωμα του Αρχίνου εικονίζει ακριβώς τη θαυματουργή ίασή του. Η παράσταση περιλαμβάνει τρεις σκηνές: δεξιά ο Αρχίνος προσέρχεται στο ιερό με υψωμένο το δεξί του χέρι σε μια χειρονομία προσευχής. Στη συνέχεια εικονίζεται ο ίδιος να κοιμάται ξαπλωμένος σε κλίνη, ενώ ένα φίδι τού γλείφει τον δεξιό ώμο. Η σκηνή της εγκοίμησης τοποθετείται μέσα στο ιερό, όπως δηλώνει η παρουσία του αναθηματικού πίνακα επάνω στην ψηλή του βάση. Τέλος, στα αριστερά βλέπουμε τον ήρωα Αμφιάραο με τη μορφή ενός ηλικιωμένου άνδρα να περιποιείται τον δεξιό ώμο του Αρχίνου. Οι τρεις σκηνές μαζί αφηγούνται μια ιστορία: Ο Αρχίνος έρχεται στο ιερό για να προσευχηθεί στον Αμφιάραο και να τον παρακαλέσει να γιατρέψει το τραύμα στον δεξιό του ώμο. Το βράδυ πέφτει να κοιμηθεί μέσα στο ιερό και στη διάρκεια του ύπνου του το ιερό φίδι έρχεται να γλείψει την πληγή για να τη γιατρέψει. Μια όμοια ακριβώς θαυματουργή ίαση στο Ασκληπιείο της Αθήνας περιγράφει ο Αριστοφάνης στον Πλούτο. Όσο κοιμάται, ο Αρχίνος βλέπει στο όνειρό του τον Αμφιάραο να περιποιείται τον πληγωμένο του ώμο. Το ανάγλυφο πλαισιώνεται από δύο παραστάδες, που στηρίζουν ένα επιστύλιο επάνω στο οποίο δεν πατάει αέτωμα, αλλά γείσο με ακροκεράμους. Δεν εικονίζεται επομένως η πρόσοψη, αλλά η μακρά πλευρά ενός κτηρίου, πιθανότατα μιας στοάς που υπήρχε στα περισσότερα ιερά. Στο μέσο της επίστεψης, ανάμεσα στους ακροκεράμους, διακρίνονται δύο μάτια, τα οποία δηλώνουν ότι η θεότητα βλέπει τις ανάγκες των ανθρώπων.
 
Τα ιερά των αρχαίων Ελλήνων δεν είχαν πάντοτε αρχιτεκτονική διαμόρφωση και συχνά βρίσκονταν στην ελεύθερη φύση, σε σημεία όπου οι άνθρωποι πίστευαν ότι εμφανίζονταν θεότητες, όπως ήταν τα άλση και οι σπηλιές. Οι θεότητες που λατρεύονταν σε τέτοια μέρη ήταν συνήθως ο τραγοπόδαρος Παν, που καταγόταν από την ορεινή Αρκαδία, οι Νύμφες, θεές των νερών, και ο συνοδός τους ο Ερμής. Μια σπηλιά που ήταν ιερό του Πανός, των Νυμφών και του Ερμή ανασκάφηκε το 1958 στη νότια πλαγιά της Πεντέλης. Μέσα στη σπηλιά βρέθηκαν δύο πολύ καλής ποι­ότητας αναθηματικά ανάγλυφα, που εικονίζουν τις θεότητες μαζί με τους προσκυνητές που τα αφιέρωσαν. Το πρώτο χρονολογείται γύρω στα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ. και είναι ανάθημα τριών ανδρών, του Τηλεφάνη, του Νικηράτου και του Δημοφίλου, που εικονίζονται προσευχόμενοι, με υψωμένο το δεξί χέρι, στη δεξιά πλευρά. Απέναντι στους αναθέτες βλέπουμε τους θεούς: πρώτα τον ορεσίβιο Πάνα, που εικονίζεται ως κυνηγός με έναν λαγό κρεμασμένο στον ώμο του, έχει όμως και το μουσικό του όργανο, τη σύριγγα, στο δεξί χέρι· έπειτα τον Ερμή, που φοράει, όπως συνήθως, χλαμύδα· τέλος, τις τρεις Νύμφες, τη μια δίπλα στην άλλη. Οι τρεις άνδρες θα πρέπει να ήταν συγγενείς ή φίλοι που έκαναν μια κοινή ευχή στους θεούς της σπηλιάς. Αρκετά αργότερα, στην τελευταία εικοσαετία του 4ου αιώνα π.Χ., χρονολογείται το δεύτερο ανάγλυφο, αφιέρωμα κάποιου Αγαθημέρου. Το ανάγλυφο αυτό δεν έχει, όπως το πρώτο, τη συνηθισμένη αρχιτεκτονική πλαισίωση, αλλά δείχνει τις μορφές μέσα σε ένα βραχώδες τοπίο, που δηλώνει προφανώς την ιερή σπηλιά. Ο αναθέτης εικονίζεται στο δεξιό άκρο με έναν κάνθαρο στο προτεταμένο δεξί του χέρι, στον οποίο ένας μικρός γυμνός οινοχόος χύνει κρασί. Μπροστά στα πόδια του αναθέτη διακρίνεται ένας πρόχειρος βωμός, που είναι ένα απλό έξαρμα του βράχου. Ο Αγαθήμερος προσφέρει επομένως μια σπονδή στους θεούς, για να τους χαιρετήσει και να τους δείξει τον σεβασμό του. Σε αντίθεση με το πρώτο ανάγλυφο, οι θεότητες δεν εικονίζονται στη σειρά ούτε υποδέχονται τον αναθέτη, η παρουσία του οποίου δεν φαίνεται να τους απασχολεί. Ο Παν κάθεται σε έναν βράχο, κρατώντας στα χέρια τη σύριγγα που μόλις σταμάτησε να παίζει· ο Ερμής, όρθιος και με το κηρύκειο στο αριστερό, κοιτάζει προς το μέρος του· οι Νύμφες πάλι, οι δύο όρθιες και η μία καθιστή, φαίνεται να συνομιλούν. Η εντύπωση που έχει ο θεατής είναι ότι οι θεοί έχουν μόλις αντιληφθεί την είσοδο του Αγαθημέρου στη σπηλιά και την προσφορά της σπονδής, και διακόπτουν τις ασχολίες τους για τον χαιρετήσουν. Και αυτό το ανάγλυφο πρέπει να σχετίζεται με την εκπλήρωση κάποιας ευχής που είχε κάνει ο αναθέτης.

Το τραγικό στην ποίηση του Εμπεδοκλή

Πρώτα δυο λόγια για τους όρους Ποίηση και Τραγικό που χρησιμοποιώ. Ο Αριστοτέλης λέει ότι δεν πρέπει να δίνουμε προσοχή στους σοφιζομενους που χρησιμοποιούν τους μύθους, αλλά να συμβουλευόμαστε αυτούς που χρησι­μοποιούν αποδείξεις, λογικά επιχειρήματα: περί μεν των μυθικώς σοφιζομένων ουκ άξιον μετά σπουδής σκοπείν πα­ρά δε των δι' αποδείξεως λεγόντων δει πυνθάνεσθαι, δια­βάζουμε στα Μεταφυσικά, Β 4, 1000a 18.Νομίζω ότι η απαίτηση αυτή επικράτησε ολοκληρωτικά και σχεδόν εξοντωτικά στον δυτικό πολιτισμό στον τρόπο μελέτης και γραφής της φιλοσοφίας, με λίγες εξαιρέσεις βέ­βαια, όπως ο Νίτσε.
 
Το μυθικός εννοεί ποιητικός, αφού ο μύθος είναι βασικό στοιχείο της ποίησης. Το τι είναι ποίηση και πεζογραφία, σε τι πλησιάζει και σε τι διαφοροποιείται από τη φιλοσοφία, είναι θέματα ατέρμονων συζητήσεων, όπου η συμφωνία θα ξεπερνούσε το θαύμα. Γι’ αυτό περιορίζομαι στα «κοινός λεγόμενα», ότι η ποίηση δίνει συνήθως μεγαλύτερη βαρύτη­τα στη φαντασία, στο συναίσθημα, στην «καρδιά», στο «έν­θεο», το «ενθουσιώδες» στοιχείο της ανθρώπινης φύσης και στην πειθώ, μέσω βέβαια της φαντασίας και του συναισθή­ματος. Αλλά και στην κοινή αυτή αντίληψη έχουμε ένα σχε­δόν προκρούστειο κρεβάτι, γιατί δεν βλέπει κανείς γιατί ο μύθος, η ποίηση, όταν κανείς ξέρει να την χειρίζεται, δεν μπορεί να εκφράσει τα ίδια ακριβός πράγματα με τον λό­γο, και μάλιστα πολύ καλύτερα, όπως το έδειξε ο Πλάτων με τον μύθο του σπηλαίου ή του φτερωτού άρματος;
 
Στην φιλοσοφία υπάρχουν περιοχές, όπου το μυθικός, δηλαδή ποιητικός εκφράζεσθαι είναι ο μόνος δυνατός τρό­πος. Ή αλλιώς: Αυτά που φαίνονται να είναι λογικά επιχει­ρήματα, δεν είναι παρά ποιητικές συλλήψεις. Και τέτοιες είναι οι περιοχές της Μεταφυσικής, της Οντολογίας, της Αι­σθητικής (φιλοσοφίας της τέχνης). Είπαν -σωστά κατά τη γνώμη μου- ότι οι μεταφυσικές είναι τα «μυθιστορήματα» των φιλοσόφων. Την μελέτη μου για την ψυχή, από τον Ό­μηρο ως τον Πλάτωνα, την τιτλοφορώ «Η μυθιστορία της ψυχής». Ποιητικές συλλήψεις θεωρό ακόμα και το Εν και το Ον, για τις οποίες συλλήψεις ο λόγος δεν παίζει και σπουδαίο ρόλο. Ή τις δέχεσαι ή τις απορρίπτεις. Ο ίδιος ο Αριστοτέλης, που απορρίπτει την χρήση των μύθων στην φι­λοσοφία, καταφεύγει στον «μύθο» και την φαντασία, όταν μιλά για το ακίνητον κινούν, που εγώ τουλάχιστον την θεω­ρό καθαρά ποιητική σύλληψη.
 
Εξ άλλου ο λόγος δεν ενισχύει και μάλλον απορρίπτει έν­νοιες όπως η ελπίδα και η παρηγοριά (παραμυθία), που στον Πλάτωνα π.χ. είναι βασικά φιλοσοφικά στοιχεία. Η συμπόνια για τον άνθρωπο, οι ανθρωπιστικές απόψεις, οι σοσιαλιστικές, το κράτος δικαίου, κτλ. δεν έχουν βέβαια τη ρίζα τους στον λόγο, αλλά στην «καρδιά», που είναι βέβαια πολύ κοντότερα στην ποίηση παρά στη λογική. Ο λόγος δεν είναι πηγή, αλλά όργανο επεξεργασίας των «ποιητικών» συλλήψεων της καρδιάς.
 
Γενικά, ό,τι δεν μπορεί να αποδείξει η λογική μέθοδος, ανήκει δικαιωματικά στην μυθική έκφραση.
 
Ακόμα και σε περιοχές όπου φαίνεται να δεσπόζει ο λό­γος, όπως στην επιστημολογία, ο ρόλος της φαντασίας δεν είναι ευκαταφρόνητος. Κι εδώ η παρομοίωση και η μετα­φορά -στοιχεία ποιητικά- παίζουν μεγάλο ρόλο.
 
Συνολικά έχω τη γνώμη ότι η αντίληψη για τον κόσμο και για τη θέση μας μέσα σ’ αυτόν εκφράζεται πολύ καλύτερα με μέσα ποιητικά και λιγότερο με μέσα λογικά: Ή αυτά που φαίνονται συλλήψεις του νου και λογική επιχειρηματο­λογία δεν είναι παρά σχόλια στην ποιητική σύλληψη του κόσμου. Και με πιο «μετριοπάθεια»: Στοχασμός και ποίηση αλληλοφωτίζονται και αλληλοβοηθιούνται. Μόνα τους είναι λειψά. Η επικράτηση το ενός στοιχείου, των επιχειρημάτων που απευθύνονται μόνο στον νου, ο τρόπος δηλαδή που γράφεται συνήθως η φιλοσοφία και η μελέτη της, κατάντη­σαν την φιλοσοφία μια κατάξερη πεδιάδα, που την διασχί­ζουν πέντε ειδικοί.
 
Ο Εμπεδοκλής δεν είναι κάποιος που έβαλε απλώς σε στίχους κάποια διανοήματα, αλλά είναι πραγματικός ποιη­τής, στον ίδιο βαθμό που είναι φιλόσοφος. Δεν πρόκειται για λειτουργίες χωριστές που έτυχε να συμπέσουν στο ίδιο πρόσωπο. Τις βασικές συλλήψεις του για τον κόσμο και την ψυχή τις θεωρώ καθαρά ποιητικές
 
Τον όρο «τραγικό» τον χρησιμοποιώ με κάποιες επιφυ­λάξεις, γιατί δεν βρήκα πολλούς φιλολόγους να συμφωνούν ως προς την έννοια του τραγικού. Κρατώ το ότι τραγικές θεωρούνται συνήθως καταστάσεις στις οποίες η ανθρώπινη πορεία και δράση εξαρτάται από κάτι έξω από την θέληση και την επιλογή του, κάτι προδιαγεγραμμένο, μια «μοίρα», από την εποχή που έτυχε κάποιος να γεννηθεί και η οποία ήταν εποχή Φιλίας ή Έριδας.
 
Με απασχόλησε κυρίως το πού βρήκε ο Εμπεδοκλής την Έριδα και τη Φιλία, με ποιους συνομιλεί.
 
Στην αρχή της Ιλιάδας ο Όμηρος αποκαλεί ουλομένην, ο­λέθρια, καταστροφική, καταραμένη πες, την Μήνιν, λίγο πιο κάτω (στ. 8) την αποκαλεί έριδα, γιατί προκάλεσε την ολέ­θρια διάσπαση των ελληνικών στρατευμάτων. Τον πόλεμο τον χαρακτηρίζει δυσηχή (Β 686), όπως και τον θάνατο (Π 442, Σ 464, Χ 189). Εξάλλου ο Όμηρος βλέπει με απόγνωση την Άτη, το τύφλωμα του νου, που οδηγεί στον πόλεμο, να μη πατάει στη γη, αλλά στα κεφάλια των ανθρώπων. Το ε­πίθετο ουλομένη εκφράζει φυσικά την απέχθειά του για έ­ριδα και την προτίμησή του για την φιλία, που στην Ιλιάδα βρίσκει την καλύτερη έκφρασή της στην σχέση μεταξύ του Αχιλλέα και του Πάτροκλου.
 
Από την πλευρά του ο Ησίοδος αναφέρει την Φιλότητα και την Έριδα ανάμεσα στις πρώτες θεές που γέννησε η ο­λέθρια Νύχτα (Θεογονία 225-5). Η προτίμησή του νομίζω στρέφεται προς την Φιλότητα, εφόσον με την επίδραση της Έριδας δεν μπορεί να υπάρξει δικαιοσύνη, το κύριο μέλημα του Ησίοδου. Η Αιδώς και η Δίκη, μη αντέχοντας την γενικευμένη αθλιότητα των ανθρώπων, εγκαταλείπουν τη γη και πετάνε στον Όλυμπο.
 
Ο Ηράκλειτος μπαίνει στη συζήτηση και διατυπώνει αντί­θετη εκ διαμέτρου άποψη. Θεωρεί άσοφο και ψέγει τον Ό­μηρο, γιατί καταδίκαζε τον πόλεμο. Ο ίδιος θεωρεί ότι ο πόλεμος είναι «πατέρας των πάντων». Αν οι άνθρωποι τον θεωρούν κακό για τις συμφορές που συσσωρεύει, είναι για­τί δεν ξέρουν ότι για τον θεό -εννοείται και για τους βαθύ­τερα σκεπτόμενους- όλα είναι ωραία και καλά, αντίθετα με τους κοινούς θνητούς που άλλα τα θεωρούν δίκαια και άλ­λα άδικα.
 
Ο Εμπεδοκλής μπαίνει στη διαχρονική αυτή συζήτηση και τάσσεται τρόπον τινά με το μέρος του Όμηρου. Όπως ο με­γάλος ποιητής, αποκαλεί την Έριδα ουλομένην. Αν ο Ηρά­κλειτος βλέπει τα συμβαίνοντα στον κόσμο με βλέμμα από­μακρο και αν γι’ αυτό θεωρεί αμελητέα τα κακά που συσ­σωρεύει ο πόλεμος, μπροστά στα όσα δημιουργεί, ο Εμπε­δοκλής τάσσεται με το μέρος του Όμηρου, και βλέπει τον πόλεμο όχι σαν μια παγκόσμια αρχή, αλλά από τη σκοπιά το πάσχοντος ανθρώπου. Είναι δηλαδή ανθρωπιστής, στη γραμμή που χάραξε αποφασιστικά ο Όμηρος. Τα όσα ω­ραία -ακόμα και παράδοξα- μας διασώθηκαν, εντάσσονται στη γραμμή αυτή.
 
Ο κόσμος του Εμπεδοκλή αποτελείται από τέσσερα βασι­κά στοιχεία που τα αποκαλεί ριζώματα, το πυρ, τη γη, το ύδωρ και τον αέρα. Δίπλα σ’ αυτά και σαν κινητήριες δυ­νάμεις υπάρχουν η Φιλία και η Έριδα:
 
τέσσαρα γαρ πάντων ριζώματα πρώτον άκουε·
Ζευς αργής Ήρη τε φερέσβιος ηδ’ Αιδωνεύς
Νήστις θ’, η δακρύοις τέγγει κρούνωμα βρότειον. (απ. 6)
 
(και πρώτα άκουσε τα τέσσερα ριζώματα των πάντων, ο αστραποβόλος Δίας [πυρ], η ζωοδότρα Ήρα [γη], ο Αϊδωνεύς [αήρ]
και η Νήστις [ύδωρ], που με τα δάκρυά της ποτίζει τους θνητούς κρουνούς.)
Σαφέστερη και μη ποιητική είναι η απαρίθμηση στο απ. 17 (στ. 18-20), όπου εμφανίζονται και οι δύο κινητήριες δυ­νάμεις, η Φιλία και η Έριδα:
 
πυρ και ύδωρ και γαία και ηέρος άπλετον ύψος,
Νείκος τ’ ουλόμενον δίχα των, ατάλαντον απάντηι,
και Φιλότης εν τοίσιν, ίση μήκός τε πλάτος τε.
 
Δεν υπάρχει μία μόνο κοσμογονία, μια κι έξω, αλλά μια ατέρμονη διαδοχή κόσμων. Σε μια περίοδο επικρατεί από­λυτα η Φιλία, οπότε όλα τα ριζώματα τείνουν προς την έ­νωση, ώστε ν’ αποτελέσουν μια αδιαχώριστη ενότητα. Μετά εμφανίζεται η Έριδα, που σιγά-σιγά ξεχωρίζει και διασπά τα ριζώματα. Ακολούθως η Φιλία τα ξαναφέρνει προοδευ­τικά σε ενότητα. Για μεγάλα δηλαδή χρονικά διαστήματα επικρατούν εναλλάξ οι κινητήριες δυνάμεις Φιλία και Έρις:
 
και ταύτ’ αλλάσσοντα διαμπερές ουδαμά λήγει,
άλλοτε μεν Φιλότητι συνερχόμεν’ εις εν άπαντα,
άλλοτε δ’ αυ δίχ’ έκαστα φορεύμενα Νείκεος έχθει (απ. 17, 6-8)
 
(κι αυτή η συνεχής εναλλαγή ποτέ δεν σταματάει: άλλοτε συγκλίνουν τα πάντα σε ένα, με τη δράση της Φι­λίας,
άλλοτε πάλι διαχωρίζονται με την έχθρα της Διαμάχης.)
 
Τα ριζώματα δεν έχουν ούτε γέννηση ούτε οριστική απώ­λεια, γιατί από αυτό που δεν υπάρχει δεν μπορεί να γεννη­θεί κάτι, ούτε είναι δυνατό κάτι που υπάρχει να εξαφανι­στεί εντελώς (απ. 12). Εφόσον τα όντα προέρχονται από συναρμογή ριζωμάτων, δεν πρέπει να μιλάμε για γένεση (φύσις) ούτε για θάνατο, αλλά για περιοδικό σμίξιμο (μίξις) και ξεχώρισμα (διάλλαξις) αυτών που έσμιξαν (απ. 8). Αμ­βλύνεται έτσι κατά κάποιο τρόπο ο φόβος του θανάτου.
 
Σε ένα κόσμο έτσι συνοπτικά ιδωμένο και με ένα βλέμμα κάπως ηρακλείτειο, θα έλεγε κανείς ότι το δράμα και το τραγικό δεν έχουν θέση. Μια φυσική, θα σκεφτόμασταν, και αναπότρεπτη εναλλαγή. Γιατί να αγωνιούμε; Διαπιστώνου­με το γεγονός και πάμε παρακάτω. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο, αν τοποθετηθούμε από τη σκοπιά, αν μπούμε στη θέση των όντων που τους έλαχε να γεννηθούν σε περίοδο μεσούσης ή προχωρημένης δεσποτείας της Έριδας, δηλαδή από τη σκοπιά των ανθρώπων της εποχής του Εμπεδοκλή, αλλά και της δικής μας. Στο απόσπασμα 17, στ. 19, το Νείκος (άλλη ονομασία της Έριδας) αποκαλείται ουλόμενον. Η Δήρις, η διχόνοια, αποκαλείται αιματόεσσα (απ. 122, 2). Στο απ. 6 η Νήστις [ύδωρ], «που με τα δάκρυά της ποτίζει τους θνη­τούς κρουνούς», δείχνει την συμπόνια του ποιητή για το «πολύκλαυστο» γένος των ανθρώπων, για τις δυστυχίες δη­λαδή που το πλήττουν, φυσικά κατά την περίοδο επικράτη­σης της Έριδας.
 
Ο χώρος όπου ζουν οι άνθρωποι, είναι χώρος ατερπής, ε­πίθετο που ο Όμηρος χρησιμοποιεί για τον Άδη (λ 94), εξαιτίας βέβαια της επικράτησης της Έριδας:
 
... ατερπέα χώρον,
ένθα Φόνος τε Κύτος τε και άλλων έθνεα Κηρών
αυχμηραί τε Νόσοι και Σήψιες έργα τε ρευστά
Άτης αν λειμώνα κατά σκότος ηλάσκουσιν. (απ. 121)
(... στον δυσοίωνο τόπο
όπου ο Φόνος, η Οργή και άλλα πλήθη θεών του Ολέθρου βαριές Αρρώστιες, Σαπίλες και έργα ασταθή τριγυρνούν στο σκοτάδι μες στο λιβάδι της Συμφοράς.)
 
Χαρακτηριστικότατο είναι το απόσπασμα 124, όπου ο ί­διος ο Εμπεδοκλής (κατ’ άλλους ο θεϊκός καθοδηγητής του, που είναι το ίδιο) απευθύνεται άμεσα στους ανθρώπους:
 
Ω πόποι, ω δειλόν θνητών γένος, ω δυσάνολβον,
τοίων έκ τ’ ερίδων έκ τε στοναχών εγένεσθε.
     
(αλίμονο, άθλιο γένος των θνητών, τρισδυστυχισμένο, μέσα από ποιες έριδες και ποιους στεναγμούς δημιουργηθήκατε!)
 
Επάνω στους ανθρώπους πέφτουν πολλά κακά, που αμ­βλύνουν τον στοχασμό (απ. 2)
 
Αν η Έριδα καταδικάζεται έντονα, αντίθετα εξαίρεται η Φιλία, που αποκαλείται επίσης Φιλότης, Γηθοσύνη, Αφροδί­τη (απ. 17, 24. 22, 5. 71, 4. 128, 3), Αρμονία (απ. 122, 2 αρ- μονίη θεμερώπις).
 
ήτις (sc. Φιλότης) και θνητοίσι νομίζεται έμφυτος άρθροις,
τηι τε φίλα φρονέουσι και άρθμια έργα τελούσι,
Γηθοσύνην καλέοντες επώνυμον ηδ’ Αφροδίτην. (απ. 17, 22-25)
 
(αυτήν και οι θνητοί την θεωρούν φυτρωμένη στα μέλη τους
και μ’ αυτήν νιώθουν φιλία και τελούν έργα ειρηνικά αποκαλώντας την Ευφροσύνη και Αφροδίτη.)
 
Σε στίχους του απ. 35 βρίσκουμε έναν σπουδαίο ύμνο στη Φιλία:
 
όσσον δ’ αιέν υπεκπροθέοι, τόσον αιέν επήιει
ηπιόφρων Φιλότητος αμεμφέος άμβροτος ορμή (απ. 35, 12-13)
 
(κατά το μέτρο που απέρχεται [η Έρις], τόσο συνεχώς επέρχεται
καλοπροαίρετη η αθάνατη ορμή της άμεμπτης Φιλίας.)
 
Σε περιόδους επικράτησης της Φιλίας:
 
ήσαν δε κτίλα πάντα και ανθρώποισι προσηνή,
θήρες τ’ οιωνοί τε, φιλοφροσύνη τε δεδήει. (απ. 130)
 
(όλα [τα ζώα] ήταν ήρεμα και ευνοϊκά στους ανθρώπους, και τα αγρίμια και τα πουλιά, και φιλική διάθεση έλα­μπε.)
 
Ο Εμπεδοκλής νοσταλγεί έντονα -ως πραγματική- κά­ποια εποχή επικράτησης της Φιλίας, και προφανώς εύχεται και ελπίζει να επανέλθει κάποτε η εποχή αυτή. Αξίζει να διαβάσουμε το σχετικό απόσπασμα:
 
ουδέ τις ην κείνοισιν Άρης θεός ουδέ Κυδοιμός
ουδέ Ζευς βασιλεύς ουδέ Κρόνος ουδέ Ποσειδών,
αλλά Κύπρις βασίλεια.
την οί γ’ ευσεβέεσσιν αγάλμασιν ιλάσκοντο
γραπτοίς τε ζώιοισι μύροισί τε δαιδαλεόδμοις
σμύρνης τ’ ακρίτου θυσίαις λιβάνου τε θοώδους,
ξανθών τε σπονδάς μελίτων ρίπτοντες ες ούδας. (απ. 128, 1-7)
 
(Για εκείνους δεν υπήρχε κάποιος θεός Άρης ούτε Κυδοιμός
ούτε Δίας βασιλιάς ούτε Κρόνος ούτε Ποσειδών,
παρά μόνο η βασίλισσα Κύπρις [Αφροδίτη].
 
Αυτήν εξιλέωναν με ευσεβή αγάλματα
με ζωγραφισμένα ζώα, με πολύοσμα μυρωδικά,
με προσφορές από καθάρια σμύρνα και μυριστικό λιβάνι,
και με σπονδές ξανθού μελιού που έριχναν στη γη.)
 
Η αποφασιστική καταδίκη της Έριδας και του Πολέμου, και η θερμή εξύμνηση της Φιλίας καθιστούν τον Εμπεδοκλή τον βασικότερο αντίπαλο της ηρακλείτειας περί πολέμου άποψης και τον κατ’ εξοχήν αντιπολεμικό συγγραφέα της αρχαίας Ελλάδας, στη γραμμή βέβαια του ανθρωπισμού που χάραξε ο Όμηρος. Το γεγονός αυτό θα έπρεπε να τονί­ζεται πρώτο στις ιστορίες της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφί­ας και στις λίγες ειδικές μελέτες.
 
Το τραγικό στο έργο του Εμπεδοκλή θα το εννοήσουμε κάπως διαφορετικά από ότι στις γνωστές μας τραγωδίες. Το γεγονός να έχει γεννηθεί κανείς σε εποχή επικράτησης της Έριδας, σε έναν ατερπέα χώρο, αν υφίσταται τις συνέ­πειες της πανταχού επικρατούσας έριδας, ακόμα και αν δεν επιδίδεται ο ίδιος στα έργα της, ενέχει τραγικότητα και αποτελεί από μόνο του ένα θέμα άξιο για τραγωδία. Και θεωρώ εύλογο να το είχε αποτυπώσει αυτό ο Εμπεδοκλής σε κάποια από τις χαμένες τραγωδίες του.
     
Επιδράσεις
 
Χωρίς να έχω μελετήσει το θέμα διαχρονικά, θα κάνω πρόχειρα μια-δυο υποδείξεις.
 
Μπορεί κανείς να συγκρίνει την Φιλία μεταξύ των αν­θρώπων, την Φίλότητα, την Αφροδίτη, που είναι όλες θηλυ­κές θεές, με τον κατ’ εξοχήν αρσενικό φιλοπόλεμο και φο­νικότατο θεό της Παλαιάς Διαθήκης, που εξωθεί τους εκλε­κτούς του σε επιθετικούς πολέμους και σε εκτεταμένες γε­νοκτονίες για την κατάκτηση της γης «της επαγγελίας».
 
Μπορούμε να υποθέσουμε με κάποια βεβαιότητα πως ο Χριστός εμπνέεται από την Φιλία του Εμπεδοκλή, και να τον δούμε σαν «Συμφιλιωτή» με μέσο την Αγάπη, που συ­νενώνει, και σαν αντίπαλο της Έριδας, του μίσους, της μη συγχώρεσης, του Κακού (που προσωποποιείται ως Σατα­νάς), που διαιρεί τους ανθρώπους.
 
Έχει επισημανθεί η σχέση με τον Εμπεδοκλή του Hoelderlin, που μεταξύ των άλλων στο ποίημά του Άρτος και Οίνος γράφει: «Δικαίως λένε ότι [ο Δημιουργός] συμφιλίωσε τη Μέρα με τη Νύχτα». Ο δικός μας ποιητής Σολωμός, που θλίβεται για την Έριδα, την διχόνοια μεταξύ των Ελλήνων, φαίνεται να εμπνέεται απ’ ευθείας από την Έριδα, που στην Ιλιάδα διαίρεσε τους Αχαιούς. Τον Εμπεδοκλή μάλλον δεν τον γνώριζε.
 
Προσωπικά, τόσο στη φιλοσοφία όσο και στη λογοτεχνία μου, προσπαθώ να συνδεθώ και ει δυνατόν να συνεχίσω τους τρόπους και την προβληματική που άνοιξαν οι δημι­ουργοί του αρχαίου     Ελληνικού πνεύματος.
 
Συζητώ πολλές όψεις της Φιλίας και της Έριδας και τις συσχετίζω με την σύγχρονη εποχή. Τον ήρωα τον παρουσιάζω ως «στρατευμένο στην υπόθεση της ζωής και της φιλίας.» Γράφω ακόμα: «Αν στ’ όνομα μιας δήθεν θετικής φιλοσοφίας εμφάνιζε ακμαία την Αγάπη κι απέκρυβε πως η Φιλία πάσχει, αν πρόσφερε ανέξοδα ελπίδες, θα είχε κάνει έργο επιπόλαιο.» Σε ένα στρατιωτικό ιερέα ο ήρωας λέει: «ενώ ο Χριστός τάχθηκε με το μέρος της Φιλίας, εσύ περιφρονείς τη θέλησή Του κι ευλογείς τα όπλα!»
 
Δείγμα των απόψεών μου είναι τα παρακάτω χωρία:
 
«Τον Χριστό τον θεωρεί προπάντων συμφιλιωτή. Αλλά εμείς στη θέση της Φιλίας που ενώνει, βάλαμε τις φιλίες που χωρίζουν. Ο Συμφιλιωτής δεν είναι πια κοντά μας. Το σκοτεινό πείσμα του ανθρώπου ανάγκασε το θείο ν’ απο­συρθεί. Έτσι μια νύχτα ατελείωτη έχει πέσει.»
 
Και:
 
«Σε μια παρέα φοιτητών μιλούσαμε για τα μεγάλα ορά­ματα που έθρεψαν την ανθρωπότητα: την επικράτηση της λογικής και της φιλίας, τη βασιλεία της δικαιοσύνης. Σήμε­ρα όλ’ αυτά ήταν ερείπια καταποντισμένα. Κανένας δεν σκεφτόταν πια να τ’ ανασύρει απ’ τον βυθό. Η πείρα αιώ­νων είχε δείξει πως πριν ν’ ανασυρθούν στην επιφάνεια, κόβονται τα σκοινιά, κι όλα καταποντίζοντας ξανά στα βά­θη.»
 
Επιτρέψτε με λοιπόν να κλείσω με ένα ποίημα για τον Εμπεδοκλή. Σ’ αυτό φαντάζομαι τον ειρηνόφιλο και ανθρωπιστή ποιητή να πα­ρακολουθεί την εξέλιξη του κόσμου και να κρίνει την εποχή μας.
 
Όπως σκεφτόμουν το μαχαίρι που χωρίζει τον είδα εκεί στο στρίψιμο του δρόμου Μπροστά του το δισάκι της Φιλίας στη ράχη τού καταραμένου Μίσους Τράβαε σκυφτός από το βάρος «Εμπεδοκλή, του κράζω, στάσου!
 
Στάσου και πες μου πότε,
πότε θα στρέψουν τα τιμόνια οι καιροί,
πότε θα ’ρθει το καλοκαίρι της Φιλίας;»
”Σώπα, με λέει, σώπα!
Δεν βλέπεις τους νεκρόφιλους στην εξουσία;
 
Μάταια προσευχόμασταν τόσους αιώνες Χαλιέται αυτός ο κόσμος και δεν σώζεται Αυτός ο σιδερένιος δρόμος δεν έχει γυρισμό.

Η Ελληνική Αρχαιότητα: Ι. ΑΡΧΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ - 2. Νομοθέτες και τύραννοι

2.7. Το άριστο πολίτευμα

Μετά την εμπειρία της τυραννίας, στον ελληνικό κόσμο άνοιξε μια μεγάλη συζήτηση γύρω από το άριστο πολίτευμα. Οι περισσότεροι Έλληνες συμφωνούσαν ότι δεν επιθυμούσαν να τους διοικεί ένας άνθρωπος, είτε αυτός ονομαζόταν τύραννος είτε βασιλιάς. Προτιμούσαν την ἰσονομίαν, την ἰσοκρατίαν και την ἰσηγορίαν. Με τους όρους αυτούς εννοούσαν την ισότητα των πολιτών έναντι του νόμου, τη δυνατότητά τους να μετέχουν στη λήψη των πολιτικών αποφάσεων και την ελευθερία να εκφράζονται δημοσίως, ιδίως σε θέματα πολιτικής. Εκτός από ισηγορία θα έπρεπε βεβαίως να υπάρχει και παρρησία, δηλαδή το θάρρος για τη διατύπωση μιας γνώμης. Δεν ήταν όμως όλοι οι Έλληνες σύμφωνοι εάν τα δικαιώματα αυτά θα έπρεπε να τα έχει το σύνολο των ελεύθερων κατοίκων μιας πόλης ή μόνο μια μερίδα τους.
 
Για τους ξένους, περαστικούς ή μέτοικους, δεν γινόταν λόγος. Κανείς επίσης δεν έθεσε θέμα συμμετοχής των γυναικών στην πολιτική ζωή των πόλεων (ούτε άλλωστε σε άλλες κοινωνίες έως τον 20ό αιώνα). Επικρατούσε η πεποίθηση ότι οι γυναίκες (δηλαδή οι γυναίκες των πολιτών) έχουν φτιαχτεί για τον προστατευμένο και κλειστό χώρο του σπιτιού, όχι για δημόσιες αντιπαραθέσεις στην υπαίθρια αγορά. Όπως γινόταν άλλωστε δεκτό, οι άρρενες εκπροσωπούσαν τα συμφέροντα όλης της οικογένειας, όχι μόνο τα ατομικά τους. Το κυριότερο πρόβλημα ήταν βεβαίως ότι οι γυναίκες δεν στρατεύονταν, και οι σημαντικότερες πολιτικές αποφάσεις σχετίζονταν με τον πόλεμο. Το μόνο ουσιαστικό ζήτημα που μπορούσε να τεθεί ήταν εάν θα είχαν πλήρη πολιτικά δικαιώματα όλοι οι πολίτες ή μόνο οι εύποροι, δηλαδή πρακτικά οι αγρότες που στρατεύονταν ως οπλίτες με τον δικό τους οπλισμό (οἱ τὰ ὅπλα παρεχόμενοι). Σε ακραίες περιπτώσεις, εύποροι θεωρούνταν όσοι ανήκαν στα ανώτερα στρώματα ή, ενδεχομένως, μόνο οι ιππείς.
 
Τα πολιτεύματα που έδιναν πολιτικά δικαιώματα σε ολόκληρο τον δήμο, ακόμη και στους άπορους, όπως ήταν οι θήτες στην Αθήνα (οι οποίοι στρατεύονταν με ελαφρύ οπλισμό ως ψιλοί ή ως ναύτες για να κωπηλατούν τα πολεμικά πλοία) ονομάζονταν δημοκρατίες. Τα πολιτεύματα που έδιναν πολιτικά δικαιώματα μόνο στους εύπορους ονομάζονταν ολιγαρχίες, επειδή οι εύποροι ήταν πάντα λίγοι. Δημοκρατία ήταν κατεξοχήν το πολίτευμα των πολλών, όχι γιατί απαγορευόταν η συμμετοχή των λίγων σε αυτό, αλλά γιατί η πολιτική δύναμή τους περιοριζόταν αποφασιστικά από την αριθμητική υπεροχή του πλήθους. Για να επηρεάσουν τα πολιτικά πράγματα της πόλης, οι εύποροι ευγενείς έπρεπε να πάρουν με το μέρος τους σημαντική μερίδα του δήμου.
 
Μια ωραία συζήτηση γύρω από το άριστο πολίτευμα καταγράφει ο Ηρόδοτος. Μολονότι τη φαντάζεται να διεξάγεται στην Περσία ανάμεσα σε συνωμότες που είχαν ανατρέψει τον βασιλιά, σε όλες τις λεπτομέρειές της είναι καθαρά ελληνική. Προκύπτει έτσι ότι αρετή της δημοκρατίας ήταν η κλήρωση των αρχόντων, η λογοδοσία τους και η δημόσια διαβούλευση για τη λήψη όλων των αποφάσεων. Το μεγάλο συγκριτικό πλεονέκτημά της ήταν ο σημαντικός περιορισμός της αυθαιρεσίας των αρχόντων. Το μειονέκτημά της ήταν η αμάθεια και η αλαζονεία του πλήθους: διαθέτοντας εξουσία αλλά όχι σύνεση, οι μάζες μπορούσαν εύκολα να εξαχρειωθούν. Αρετή της ολιγαρχίας ήταν η δυνατότητα να εκχωρηθεί η εξουσία στους ἀρίστους, δηλαδή στους «καλύτερους» πολίτες, αυτούς που λόγω της οικογενειακής τους παράδοσης και της υψηλής τους μόρφωσης διέθεταν τα κατάλληλα εφόδια. Το μειονέκτημά της ήταν οι έχθρες που δημιουργούνταν μεταξύ των ολίγων και η επιθυμία καθενός να ηγηθεί και να επιβάλει τη γνώμη του.
 
Οι Πέρσες συνωμότες επέλεξαν τη μοναρχία. Αυτή θεώρησαν ως το καλύτερο πολίτευμα. Ο άριστος μονάρχης μπορούσε και το πλήθος να φροντίζει και τα μυστικά της πόλης να διαφυλάττει. Το πρόβλημα ήταν βέβαια ότι ο μονάρχης ήταν ανεξέλεγκτος. Ακόμη και ένας άριστος άνθρωπος μπορούσε γρήγορα να μεταβληθεί σε υπερόπτη και φθονερό. Οι τύραννοι ανέτρεπαν τα πατροπαράδοτα έθιμα, βίαζαν γυναίκες και σκότωναν ανθρώπους χωρίς δίκη. Αλλά οι Πέρσες, σύμφωνα με τη φανταστική διήγηση του Ηροδότου, ήταν διατεθειμένοι να πάρουν αυτό το ρίσκο.
 
Τον 4ο αιώνα ο Πλάτων οδηγήθηκε στο συμπέρασμα πως, αν οι άρχοντες δεν φιλοσοφήσουν, δηλαδή δεν αποκτήσουν πραγματική γνώση, ή αν οι φιλόσοφοι δεν ασκήσουν, από κάποια απρόβλεπτη εύνοια της τύχης, την εξουσία, δεν πρόκειται να υπάρξει βελτίωση στα πολιτικά πράγματα. Άλλοι πίστευαν ακόμη στη δύναμη της αθηναϊκής δημοκρατίας όχι μόνο να ανασυντάξει την πόλη τους, αλλά και να ηγηθεί σε ολόκληρο τον ελληνισμό - αρκεί να απέφευγε τις ακρότητες και να περιόριζε τις αυθαιρεσίες του δήμου.

ΤΑ ΕΛΕΥΣΙΝΙΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ

ΤΑ ΕΛΕΥΣΙΝΙΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ

ΤΑ ΕΛΕΥΣΙΝΙΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ

Tα Ελευσίνια Μυστήρια αποτελούσαν μία λατρεία που σχετιζόταν με τη θεά Δήμητρα και την κόρη της Περσεφόνη. Επειδή, σύμφωνα με το μύθο, η θεά ξαναβρήκε στην Ελευσίνα την κόρη της ύστερα από την αρπαγή της από τον Πλούτωνα, οι λατρευτικές τελετές διαδραματίζονταν εκεί. Παρόλο που τελούνταν και παλαιότερα, απέκτησαν ξεχωριστή θέση στη θρησκευτική ζωή της Aθήνας κατά την Κλασική περίοδο...

Mολονότι για τα Mυστήρια υπάρχουν πολλές αναφορές στους αρχαίους συγγραφείς, στις επιγραφές, στις προσωπογραφίες των ιερέων αλλά και στις αναπαραστάσεις της τέχνης, η ακριβής ανασύσταση της τελετής και του φιλοσοφικού της υπόβαθρου είναι πολύ δύσκολη. Η βασική αιτία γι' αυτό είναι η τήρηση μυστικότητας γύρω από τα όσα διαδραματίζονταν, αφού οι μυημένοι δεσμεύονταν να μην τα κοινολογήσουν.

Έμμεσες πληροφορίες για τα Μυστήρια αντλούνται από τον Πλούταρχο, ο οποίος στη βιογραφία του Αλκιβιάδη αναφέρεται στην ανάρμοστη και ασεβή πράξη του ιδίου και των φίλων του να μιμηθούν σε ιδιωτικά σπίτια την τελετή των Ελευσίνιων Μυστηρίων και να τη διακωμωδήσουν. Τα αρχαιολογικά δεδομένα προσφέρουν πληροφορίες για τον τόπο και το οικοδόμημα τέλεσης των Μυστηρίων, το Τελεστήριο της Ελευσίνας.
 
Η γιορτή των Μυστηρίων τελούνταν κάθε χρόνο κατά το μήνα Βοηδρομιώνα (τέλος Σεπτεμβρίου). Η διοργάνωσή της ανατίθετο σε δύο ονομαστές οικογένειες, τους Ευμολπίδες και τους Κήρυκες. Από τους πρώτους προερχόταν ο Ιεροφάντης, ο οποίος προΐστατο στις απόκρυφες τελετές. Από τους δεύτερους ο Δαδούχος, που είχε σημαντικό ρόλο στη διαδικασία της μύησης, και ο Ιεροκήρυξ, ο οποίος κήρυσσε την έναρξη των Mυστηρίων. Mε τον Iεροφάντη συνεργαζόταν η ιέρεια της Δήμητρας που διέμενε μόνιμα στο ιερό της Ελευσίνας.

Δικαίωμα συμμετοχής είχαν όχι μόνο οι πολίτες αλλά και οι γυναίκες, οι δούλοι και οι ξένοι. Η συμμετοχή στη γιορτή δεν προϋπέθετε τη μύηση, μία διαδικασία προσωπικής επιλογής, που γινόταν είτε στην Ελευσίνα είτε στο Ελευσίνιο στην Αγορά των Αθηνών. Η μύηση αποσκοπούσε στη συμφιλίωση με το θάνατο και την προσδοκία της μεταθανάτιας ζωής και γι' αυτό το λόγο είχε μεγάλη απήχηση την εποχή εκείνη. Τα Ελευσίνια προσέλκυαν ανθρώπους από ολόκληρο τον Ελληνικό κόσμο και τη Ρωμαϊκή περίοδο από όλη την αυτοκρατορία, καθώς ο εορτασμός τους διατηρήθηκε μέχρι την εποχή του Θεοδοσίου.

Η θεά Δήμητρα με την κόρη της Περσεφόνη
 
ΤΟ ΤΕΛΕΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΕΛΕΥΣΙΝΑΣ

Μετά την καταστροφή του από τους Πέρσες, το 480 π.Χ., το Τελεστήριο της Ελευσίνας ανοικοδομήθηκε σχετικά σύντομα. Ήταν ένα παραλληλόγραμμο κτίσμα με 3 επτάστυλες κιονοστοιχίες στο εσωτερικό του και 7 βαθμίδες για τους θεατές στις τρεις πλευρές του. Ο Ικτίνος σχεδίασε μία επέκταση της αίθουσας, ώστε να γίνει τετράγωνη, και μία μεγάλη πρόσταση.

Στο εσωτερικό είχε προβλέψει πέντε τετράστυλες κιονοστοιχίες. Όμως τα μεταξόνια διαστήματα των εσωτερικών κιόνων ήταν πολύ μεγάλα και δημιούργησαν δυσκολίες στη στέγαση. Το έργο δεν πραγματοποιήθηκε παρά μια γενιά αργότερα με αλλαγές στο σχεδιασμό. Στην τελική του μορφή το Τελεστήριο είχε στα κλασικά χρόνια επτά εξάστυλες εσωτερικές κιονοστοιχίες και σειρά επτά περιμετρικών κερκίδων.  
               
Η τεράστια πρόσταση των 12+2 κιόνων, μήκους 60 μέτρων, προστέθηκε από το Φίλωνα περί το 340 π.Χ. Μια άλλη μεγάλη υπόστυλη αίθουσα ήταν τοΩδείο του Περικλή, στη νότια κλιτύ της Ακρόπολης. Οικοδομήθηκε μάλλον μεταξύ του 447 και 442 π.X., είχε 9 σειρές 10 κιόνων η καθεμία και ξύλιναεδώλια κατά μήκος των τοίχων. Καλυπτόταν από πυραμιδοειδή στέγη, η οποία διέθετε πιθανόν υπερυψωμένο φεγγίτη στο κέντρο για φωτισμό και αερισμό.

  ΤΟ ΤΕΛΕΣΤΗΡΙΟ - ΣΧΕΔΙΑΣΤΙΚΗ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ
 
Η παλαιότερη παράδοση των κυκλικών κτισμάτων βρήκε στην Αθήνα δύο κυρίως εκφράσεις στις αρχές και στο τέλος της Κλασικής περιόδου. Ένα πολύ απλό κυκλικό κτήριο, διαμέτρου περίπου 18 μέτρων, χτίστηκε στην Αγορά περί το 470 π.Χ.Ταυτίζεται με τη Θόλο που στέγαζε το πρυτανείο. Είχε είσοδο από ανατολικά και στο εσωτερικό 6 κίονες χωρίς αυλακώσεις, τοποθετημένους σε δύο ελλειψοειδείς συστάδες των τριών κιόνων, τη μία προς τη μεριά της εισόδου και την άλλη απέναντί της. Μία πολύ μικρότερης κλίμακας θόλο αποτελούσε και το χορηγικό μνημείο του Λυσικράτη.

Είχε διάμετρο μόνο 2,1 μέτρα, ενώ το ύψος του ήταν 16,2 μέτρα. Αποτέλεσε ένα ανεπτυγμένο δείγμα του κορινθιακού ρυθμού με έξι κίονες σε κυκλική διάταξη, τοποθετημένους πάνω σε τετράγωνη βάση. Τα κενά μεταξύ τους έκλειναν κυρτοί μονόλιθοι δόμοι με ανάγλυφους τρίποδες στο άνω μέρος. Το επιστύλιο έφερε περιμετρικά γλυπτή ζωφόρο. Μονολιθική ήταν και η ελαφρά κυρτή στέγη, η οποία κατέληγε σε τριπλή δέσμη φύλλων ακάνθου. Πάνω τους είχε στηθεί ο χάλκινος τρίποδας, το έπαθλο του Λυσικράτη στο θεατρικό αγώνα του 334 π.Χ.

Η παλιότερη θεατρικού τύπου κατασκευή ήταν το θέατρο του Διονύσου πιθανόν εμπνευσμένη από την Πνύκα, της οποίας η ημικυκλική διάταξη σε ανωφέρεια εφαρμόστηκε στην κατασκευή του. Οι αρχιτεκτονικές μεταβολές στην εξέλιξη του ελληνικού θεάτρου υπαγορεύτηκαν κυρίως από τις μεταβολές στη δομή των θεατρικών δρώμενων. Στο θέατρο του Διονύσου δεν είναι εύκολο να παρακολουθήσουμε τις μετατροπές από τα μέσα μέχρι το τέλος του 5ου αιώνα π.Χ.

Ακόμη δεν υπήρχε σκηνή, αλλά ο χορός κινούνταν στον κυκλικό χώρο που γι' αυτό ακριβώς ονομάστηκε ορχήστρα. Αρχικά ένας απλός τοίχος και κατόπιν η πίσω πλευρά μιας στοάς χρησίμεψαν για να στηρίζονται τα σκηνικά. Οι ηθοποιοί έμπαιναν από δύο πλαϊνά ανοίγματα που ονομάζονταν πάροδοι.

 Σχεδιαστική αναπαράσταση του εσωτερικού του Τελεστηρίου με το ανάκτορο και το θρόνο του Ιεροφάντη
         
Το κοίλο, ο χώρος δηλαδή που κάθονταν οι θεατές, αποτελούνταν από αλλεπάλληλες σειρές κερκίδων σε τρία οριζόντια διαζώματα. Τον 4ο αιώνα π.Χ.για τις ανάγκες προβολής των υποκριτών της νέας κωμωδίας αναπτύχθηκε στη σκηνή διώροφο κτίσμα με λογείο και προστέθηκαν βοηθητικά κτήρια, ταπαρασκήνια. Στο Θορικό, κοντά στο Λαύριο, το κοίλο του θεάτρου ήταν εξ ολοκλήρου λαξευμένο στο φυσικό βράχο.

Σειρά ημικυκλικών κερκίδων χρησιμοποιήθηκε και σε μικρότερης κλίμακας σκεπαστά κτήρια, όπως το Βουλευτήριο της Αγοράς, που ανεγέρθηκε λίγο πριν από το 400 π.Χ. Οι κερκίδες στην περίπτωσή του ήταν ξύλινοι πάγκοι. Τέσσερις κίονες κοντά στα άκρα του κτηρίου στήριζαν τη στέγη διακόπτοντας όσο το δυνατόν λιγότερο την εσωτερική οπτική του ενότητα.
 
Στα πρώτα χρόνια μετά τα Μηδικά οικοδομήθηκαν η στοά των Ερμών και η στοά του Πεισιάνακτος (Ποικίλη στοά). Η τελευταία ήταν διακοσμημένη με πίνακες του Πολυγνώτου, του Μίκωνα και του Πάναινου. Στους πρόποδες του λόφου του Aγοραίου Κολωνού βρισκόταν η στοά του Διός Ελευθερίου, άγαλμα του οποίου δέσποζε μπροστά της. Στα νότια της Aγοράς η λεγόμενη Νότια στοά με τις Τράπεζες χτίστηκε στα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ., την ίδια περίπου εποχή με τη στοά του Διονύσου Ελευθερέως.

Η λειτουργικότητα αυτής της στοάς έχει ερμηνευθεί ποικιλοτρόπως, αλλά πάντα σε στενή σχέση με το θέατρο του Διονύσου.
 
ΠΕΡΙ  ΕΛΕΥΣΙΝΙΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ    

ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΔΙΑΡΚΟΥΣΑΝ ΕΝΝΕΑ ΗΜΕΡΕΣ , ΟΣΟ ΚΑΙ Η ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗ ΤΗΣ ΔΗΜΗΤΡΑΣ

Ένα από τα μεγαλύτερα και ευρέως γνωστά μυστήρια της ελληνικής θρησκείας είναι αυτά που οι έλληνες καθιέρωσαν προς τιμήν της Θεάς της μαύρης γης και της γονιμότητας της, Δήμητρας. Τα μυστήρια πήραν το όνομα τους από την περιοχή της Ελευσίνας και περιείχαν δυο βασικά στοιχεία. Από το ένα μέρος ήταν το αγροτικό στοιχείο, το οποίο αποτελεί και την βασικότερη δικαιοδοσία της Θεάς, ως Θεάς της γεωργίας και δότειρας όλων των αγαθών που βγαίνουν για τους ανθρώπους από τα σπλάχνα της μητέρας Γης.

Από το άλλο μέρος, βρισκόταν το εσχατολογικό στοιχείο, με την ίδια την Δήμητρα να εγγυάται στους μύστες μια ευτυχισμένη μεταθανάτιο ζωή. Το δεύτερο αυτό στοιχείο θεωρείται νεώτερο και από μια δεδομένη χρονική περίοδο είχε καταλάβει σημαντική θέση στις πνευματικές αναζητήσεις των Ελλήνων.

                                                                   ΘΕΑ ΔΗΜΗΤΡΑ ΜΕΛΑΝΟΜΟΡΦΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΑΠΟ ΑΓΓΕΙΟ 520 - 510 Π.Χ.

Τα Ελευσίνια Μυστήρια περιστρέφονταν γύρω από μια θεότητα, η οποία πολύ νωρίς, πρώτη ίσως από όλους τους άλλους θεούς, προσείλκυσε την προσοχή του ανθρώπου. Μολονότι οι περισσότεροι από τους αρχαίους λαούς φαντάζονταν τους θεούς τους να κατοικούν στον ουρανό, η θεότητα της γης είναι πολύ παλαιότερη.

Αποκαλούμενη στην αρχή Γαία, με το πέρασμα των αιώνων, απέκτησε το όνομα Δήμητρα, το οποίο πιθανότατα σημαίνει «Γη μήτηρ». Έχοντας ως αφετηρία τις εύφορες πεδιάδες της νότιας Θεσσαλίας, εξαπλώθηκε σε όλη την Ελλάδα.

Τα Θεσμοφόρια, τα Σκίρα, τα Αλώα είναι μερικές από τις μεγάλες γιορτές που διοργανώνονταν στον ελλαδικό χώρο προς τιμήν της θεάς της γονιμότητας. Όμως η λαμπρότερη γιορτή προς τιμήν της Δήμητρας γινόταν στην Ελευσίνα, στο περίφημο ιερό, όπου τελούνταν τα πιο σημαντικά μυστήρια της αρχαιότητας, στα οποία η Δήμητρα λατρευόταν ως πανίσχυρη, χθόνια και γονιμική θεά.

Οι μυστικές αυτές τελετές φαίνεται ότι ήταν μέρος της λατρείας των Πελασγών, των οποίων η θρησκεία περιστρεφόταν γύρω από τη γη, τις χθόνιες θεότητές της, το μυστήριο της ζωής και του θανάτου και της μετά θάνατον ζωής.

Η Δήμητρα. Ρωμαϊκό αντίγραφο από ένα Ελληνικό πρωτότυπο του 4ο αιώνα π.Χ.

Μετά την κάθοδο των ελληνικών φύλων, των Αχαιών και των Ιώνων, οι οποίοι λάτρευαν τους ουράνιους θεούς, οι Πελασγοί ζήτησαν να προστατέψουν τις θρησκευτικές παραδόσεις και τη λατρεία τους από τη βεβήλωση των αλλόθρησκων κατακτητών και γι' αυτό χρησιμοποίησαν το σκότος της νύχτας. Τη μη ελληνικότητα των μυστηρίων μαρτυρούν και λέξεις μη ελληνικές, όπως παιξ, κογξ, βαυβώ (η μητρική κοιλιά), ευοί σαβοί (προσφωνήσεις προς τον Διόνυσο).

Τα μυστήρια λοιπόν της Ελευσίνας είναι η θρησκεία των κατακτηθέντων Πελασγών, οι τελετές της οποίας, εξαιτίας του φόβου των επιδρομέων γίνονταν σε μυστικές συναθροίσεις. Αν και αρχικά η θρησκεία των προελληνικών φύλων υπέστη τους διωγμούς των κατακτητών, με το πέρασμα του χρόνου οι θρησκευτικές τελετές και δοξασίες κατακτητών και κατακτημένων αφομοιώθηκαν.

Πριν από την κάθοδο των ελληνικών φύλων, τα Ελευσίνια Μυστήρια υπάγονταν στη δικαιοδοσία των προελληνικών βασιλικών οίκων της περιοχής. Γύρω στον 7ο αιώνα π.Χ. εξερράγησαν μακροχρόνιοι πόλεμοι μεταξύ Αθηναίων και Ελευσινίων, κατά τη διάρκεια των οποίων έπεσαν ο στρατηγός των Ελευσινίων, Ιμάραδος και ο βασιλιάς των Αθηναίων, Ερεχθεύς. Τελικά οι Ελευσίνιοι ηττήθηκαν, η βασιλεία τους καταλύθηκε και η Ελευσίνα έγινε ένας από τους δήμους της Αττικής.

Οι Αθηναίοι ανέλαβαν τη διοίκηση και την εποπτεία των μυστηρίων, όμως η Ελευσίνα παρέμεινε η κύρια κοιτίδα τους, ενώ τα ιερατικά αξιώματα και η ευθύνη για τη διοργάνωση των τελετών έμεινε στα χέρια των βασιλικών γενών των Ελευσινίων, των Ευμολπιδών, στους οποίους ανήκε πάντα ο ανώτατος λειτουργός, ο ιεροφάντης και των Κηρύκων, από τους οποίους προερχόταν ο δαδούχος. 
 
Ο ΣΧΕΤΙΚΟΣ ΜΕ ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΜΥΘΟΣ

Όπως γινόταν σε όλες τις εορτές της Ελληνικής θρησκείας, ο μύθος έπαιζε πολύ σημαντικό ρόλο, περισσότερο ως το μέσο για την διαμόρφωση των εκάστοτε ιεροτελεστιών. Τα μυστήρια της Ελευσίνας βασίζονταν στον μύθο της αναζήτησης της Περσεφόνης από την μητέρα της Δήμητρα μετά την αρπαγή της από τον άρχοντα του κάτω κόσμου Πλούτωνα. Ο μύθος διηγείται πως ο Ζευς έδωσε την συγκατάθεση του στον αδελφό του Πλούτωνα να νυμφευθεί την κόρη της Δήμητρας κάνοντας την βασίλισσα των νεκρών.

Στην συνέχεια αναφέρεται στην αρπαγή της Περσεφόνης από τον Πλούτωνα, την ώρα που η Κόρη έπαιζε με τις φίλες της Ωκεανίδες, μαζεύοντας λουλούδια στους κάμπους της Ελευσίνας.. Ο Πλούτων έκανε να φυτρώσει από την Γη θαυμάσιο άνθος που τράβηξε την προσοχή της Κόρης .Στην προσπάθεια της όμως να το κόψει, η Γη άνοιξε και ο άρχοντας των νεκρών φάνηκε με το άρμα του, σκορπώντας τον τρόμο στις νεαρές Θεές, αρπάζοντας κατόπιν την Περσεφόνη και μεταφέροντας την στο Βασίλειο του κάτω από την Γη. Οι φωνές της Κόρης κατά την αρπαγή της οδήγησαν στην αναζήτηση της από την μητέρα της Δήμητρα.

 
 Η Αρπαγή της Περσεφόνης πίνακας του Joseph Heintz the Elder (1595)

Γεμάτη πόνο για τον χαμό του παιδιού της, η Θεά περιπλανήθηκε εννέα ημέρες αναζητώντας παντού την κόρη της. Πολύτιμη στάθηκε η βοήθεια της Θεάς Εκάτης και του Ηλίου, την δέκατη ημέρα, ο οποίος την πληροφόρησε για το τι είχε συμβεί. Η λύπη και η οργή της Θεάς μετά από αυτό έγιναν ακόμη μεγαλύτερες. Η Θεά μεταμορφώθηκε σε φτωχή και ηλικιωμένη ζητιάνα και αποσύρθηκε στην Ελευσίνα, όπου και έτυχε καλής υποδοχής από τον βασιλιά του τόπου Κελεό και την σύζυγο του Μετάνειρα.

Κατά την διάρκεια της παραμονής της στο ανάκτορο του Κελεού, η Θεά ανέλαβε την ανατροφή του μικρού του γιου Δημοφώντα, με σκοπό να τον κάνει αθάνατο. Για να το επιτύχει η Θεά, έτρεφε το παιδί με αμβροσία, δυναμώνοντας το με την αθάνατη πνοή της, ενώ τις νύχτες το τοποθετούσε κρυφά σε φλόγες για να κάνει το σώμα του άφθαρτο.

Δυστυχώς, η περιέργεια της Μετάνειρας, που άρχισε να φωνάζει τρομαγμένη μόλις αντίκρισε την τροφό να τυλίγει το σώμα του παιδιού της στις φλόγες, οδήγησε στο να ματαιώσει η Θεά τα σχέδια που είχε για τον μικρό Δημοφώντα. Ακολούθως η Δήμητρα αποκαλύπτει την πραγματική της υπόσταση στην οικογένεια του Κελεού, τονίζοντας στην Μετάνειρα ότι, πλέον δεν θα μπορέσει να χαρίσει την αθανασία στον μικρό της γιο, αλλά αντί για αυτό, προβλέπει πως τον περιμένουν μεγάλες δόξες και τιμές.

Δίνει επίσης εντολή στον Κελεό να χτίστη προς τιμήν της περίλαμπρο ναό και βωμό στον τόπο της Ελευσίνας.. Η εντολή πραγματοποιήθηκε με μεγάλη προθυμία από τον λαό της Ελευσίνας. Η Θεά επέλεξε τον ναό την για διαμονή της. Βαθιά λυπημένη για την κόρη της, έφερε μια φοβερή και σκληρή χρονιά για τους ανθρώπους, κάνοντας την Γη άγονη και μαστίζοντας τον πληθυσμό από την πείνα. Η στάση αυτή της Δήμητρας οδήγησε τον Δια σε μια προσπάθεια συμβιβασμού των πραγμάτων.

Οι Θεοί, ένας ένας, ζητούσαν από την Δήμητρα να κοπάσει την οργή της, προσφέροντας της πλούσια δώρα, ωστόσο η ίδια παρέμενε ανένδοτη. Τελικά η λύση δόθηκε με την αποστολή του Ερμή στον Άδη, με σκοπό να πείσει τον Πλούτωνα να επιστρέψει την Περσεφόνη στην μητέρα της .Ο Πλούτωνας δέχτηκε, αλλά φοβούμενος μήπως η Περσεφόνη τον εγκαταλείψει, όταν επιστρέψει στην συντροφιά των υπόλοιπων Ολύμπιων Θεών, της προσέφερε μερικούς σπόρους ροδιάς, που θα την εμπόδιζαν από το να τον ξεχάσει .

Το αποτέλεσμα ήταν να μένει το 1/3 του έτους με τον νόμιμο σύζυγο της (συμβολικά η περίοδος αυτή σημαίνει τον μαρασμό της φύσης κατά τους ψυχρούς χειμερινούς μήνες) και τα 2/3 με την μητέρα της και τους υπόλοιπους Ολύμπιους Θεούς (περίοδος που σημαίνει την αναγέννηση της φύσης, με την ανάπτυξη του νεαρού άνθους από τον σπόρο που κοιμάται τον χειμώνα μέσα στο χώμα).

Η Δήμητρα πενθά την Περσεφόνη πίνακας από την Evelyn de Morgan

Στον Ομηρικό Ύμνο προς την Δήμητρα, τα πρώτα λόγια της Θεάς όταν ξανασυνάντησε την κόρη της είναι τα εξής: “Παιδί μου, δεν έφαγες τίποτε, ε; …μίλα… Τώρα πια που γύρισες, θα μείνεις μαζί μου και με τον πατέρα σου, τον άρχοντα των σύννεφων και όλοι οι Αθάνατοι θα σε τιμούν. Μα αν έφαγες, θα ξαναγυρίσεις στα έγκατα της Γης, τέσσερις μήνες κάθε χρόνο θα μένεις εκεί και τους άλλους οκτώ μαζί με εμένα και τους άλλους Θεούς.

Όταν η Γη θα σκεπάζετε από τα μυρωμένα λουλούδια της άνοιξης, θα βγαίνεις πάλι από τα βαθιά ερέβη, θαύμα μεγάλο για τους Αθάνατους Θεούς και τους θνητούς ανθρώπους… ”Ακολουθεί η αποστολή της Ρέας στην Δήμητρα, η οποία ζήτησε από την Θεά να δεχθεί τον συμβιβασμό. Η Δήμητρα δέχθηκε και ως αποτέλεσμα της παύσεως της οργής της η Γη γέμισε λουλούδια και καρπούς..

Πριν η Θεά αναχωρήσει για τον φωτεινό Όλυμπο, δίδαξε στους άρχοντες της Ελευσίνας Τριπτόλεμο, Διοκλή, Εύμολπο και Κελεό , τα Ελευσίνια μυστήρια, σε ανάμνηση της αναζήτησης και της ανάκτησης της κόρης της Περσεφόνης. Η Θεά δίδαξε επίσης στον Τριπτόλεμο την καλλιέργεια του σίτου, αναθέτοντας του την αποστολή να την διαδώσει σε όλους τους ανθρώπους της Γης.

ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΝΟΗΜΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

Υπάρχουν διάφορες θεωρίες περί προελεύσεως των Ελευσίνιων μυστήριων. Σύμφωνα με μια από αυτές, τα μυστήρια έχουν τις ρίζες τους στον χθόνιο χαρακτήρα της Πελασγικής λατρείας. Η λατρεία των Πελασγών θεωρείτε ότι, περιστρεφόταν γύρω από την Γη, τις χθόνιες θεότητες της, αλλά και το μυστήριο της ζωής και του θανάτου. Η μετακίνηση προς νότο των Αχαιών και των Ιώνων οδήγησε σε μια ένωση της λατρείας ουράνιων και χθόνιων Θεοτήτων, ενώ με το πέρασμα του χρόνου, η λατρεία των τελευταίων απέκτησε μυστηριακό χαρακτήρα.

Βάση θεωρείων που αναπτύχθηκαν από διάφορους μελετητές, οι οποίοι διεξήγαγαν μακροχρόνιες έρευνες επάνω σε αυτές τις τελετουργίες και στις αρχές της γέννησης τους, τα Ελευσίνια μυστήρια θεωρείται ότι, αντλούν την καταγωγή τους από την Αίγυπτο. Ένας από τους πιο γνωστούς μελετητές που υποστήριξε αυτή την άποψη είναι ο Paul Foucart.

Η Δήμητρα με πυργοειδές στέμμα, άροτρο - άξονα, και ένα κέρας της Αμάλθειας (κέρας της αφθονίας), γεμάτο με φρούτα

O Foucart, θεωρούσε ότι, η ίδια η λατρεία της Δήμητρας είχε την καταγωγή της στην Αίγυπτο, ενώ της ίδιας άποψης φαίνετε πως ήταν ο Ηρόδοτος, ο Διόδωρος ο Σικελιώτης και ο Πλούταρχος. Άλλοι μελετητές όμως, όπως ο Brillant, φαίνονται πιο επιφυλακτικοί, λέγοντας πως η υπόθεση της αιγυπτιακής προέλευσης των μυστηρίων δεν είναι απαραιτήτως και απορριπτέα ,ωστόσο όμως στερείται επαρκών αποδείξεων, ενώ από την άλλη πλευρά μπορούμε να βρούμε εντός των ορίων του ελληνικού εδάφους όλα τα απαραίτητα στοιχεία βάση των οποίων γίνεται δυνατόν να εξηγήσουμε την καταγωγή των μυστηρίων.

Τα Ελευσίνια μυστήρια θεωρείται ότι, διεξάγονταν στον τόπο της Ελευσίνας πολύ πριν την ανάληψη τους από τους Αθηναίους. Γύρω στον 7ο αιώνα παχχ λέγεται ότι, ξέσπασε μακροχρόνιος πόλεμος ανάμεσα στην Αθήνα και την Ελευσίνα. Ο πόλεμος οδήγησε στην ήττα των Ελευσίνιων, με αποτέλεσμα οι Αθηναίοι να αναλάβουν την διοίκηση και την εποπτεία τους. Με την ανάληψη τους από τους Αθηναίους, τα μυστήρια απόκτησαν μεγάλη φήμη και αίγλη.

Μεγάλη ήταν σε αυτό η συμβολή των Πεισιστρατιδών, ωστόσο τα Ελευσίνια μυστήρια θεωρείται πως έφτασαν στο απόγειο της ακμής τους την εποχή του Περικλή. Ειδικό ψήφισμα των Αθηναίων την περίοδο αυτή όριζε την καταβολή χρηματικών ποσών υπέρ του τελεστηρίου της Ελευσίνας από τους Αθηναίους γαιοκτήμονες ,τους συμμάχους και τους κληρούχους, ενώ παράλληλα όλοι οι Έλληνες καλούνταν σε προσφορές και δωρεές με αντάλλαγμα το δικαίωμα της ελεύθερης συμμετοχής στα μυστήρια.

Ουσιαστικά, τα μυστήρια έγιναν από τότε ανοιχτά προς όλους τους Έλληνες, συμπεριλαμβανομένου και των δούλων και σε μεταγενέστερη περίοδο έγιναν ανοιχτά και στους Ρωμαίους. Οι βάρβαροι αποκλείονταν από τα μυστήρια, αρχικά όσοι από αυτούς δεν γνώριζαν την ελληνική γλώσσα, ενώ αργότερα, μετά τις καταστροφές που προκάλεσαν οι Πέρσες στα Αθηναϊκά ιερά, επήλθε και ο πλήρης αποκλεισμός τους.

Οι διαπράξαντες κάποιο σοβαρό παράπτωμα και όσοι είχαν προβεί σε ιερόσυλες πράξεις αποκλείονταν από τα μυστήρια, όποιο και να ήταν το αξίωμα τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Νέρωνας, στον οποίο δεν επετράπη η συμμετοχή. (οι υπόλοιποι Ρωμαίοι ελάμβαναν μέρος στις τελετές, αυτό είναι χαρακτηριστικό κατά πόσο οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν τούς Ρωμαίους ελληνικό φύλλο ….γιατί από φόβο σίγουρα δεν το έκαναν, εδώ δεν φοβήθηκαν να αρνηθούν στον αυτοκράτορα Νέρωνα )

Μια σημαντική αλλαγή που επήλθε από την εποχή που οι Αθηναίοι ανέλαβαν τα μυστήρια ήταν ότι, αυτά απέκτησαν διττό χαρακτήρα. Τα μυστήρια διακρίνονταν πλέον στα μικρά, που τελούνταν τον μήνα -Ανθεστηρίων , στην Άγρα, ένα προάστιο της πόλεως των Αθηνών και στα μεγάλα Ελευσίνια, που τελούνταν στην Ελευσίνα από την 15η έως την 23η Βοηδρομιώνος.

 Η Θεά Δήμητρα

Παρ’ολες τις αλλαγές που προέκυψαν από την προσάρτηση της Ελευσίνας στην Αθηναϊκή πόλη-κράτος , ο τόπος διεξαγωγής των μυστηρίων εξακολουθούσε να είναι η Ελευσίνα, και η διοργάνωση των τελετών παρέμεινε στα χέρια των Ελευσίνιων. Από το βασιλικό Ελευσινιακό γένος των Ευμολπίδων, θεωρείτε ότι, καταγόταν ο ιεροφάντης, ο ανώτατος λειτουργός των μυστηρίων, ενώ από το γένος των Κυρίκων κατάγονταν ο δαδούχος, ο ιεροκήρυκας και ο επί βωμού ιερέας.

Στον ιεροφάντη οι Αθηναίοι απέδιδαν τιμές ανάλογες με εκείνες των πολιτικών αρχόντων. Ο ιεροφάντης, το αξίωμα του οποίου ήταν κληρονομικό, είχε μια σειρά από αρμοδιότητες με κυριότερη την επίδειξη των ιερών αντικειμένων στους μύστες. Μαζί με αυτό ήταν επιφορτισμένος με την ευθύνη της εποπτείας επάνω στην οργάνωση των μυστηρίων με στόχο την όσο το δυνατόν καλύτερη και αρτιότερη διεξαγωγή τους.

Επιπλέον, ο ιεροφάντης θεωρείτο και ως ο ερμηνευτής των άγραφων θειων νόμων. Το θηλυκό αντίστοιχο του ιεροφάντη ήταν η ιεροφάντης. Υπήρχαν δυο ιεροφάντισσες, μια για την Δήμητρα και μια για την Κόρη, οι οποίες προέρχονταν επίσης από το γένος των Ευμολπίδων. Ο δαδούχος, είναι το αμέσως επόμενο ιερατικό αξίωμα. Θεωρείται πως ο τίτλος αυτός προέρχεται από τις δάδες που κρατούσε κατά την διάρκεια των ιεροτελεστιών, με στόχο την ρύθμιση του φωτισμού και της συσκότισης του τελεστηρίου.

Είναι κάτι που (θεωρητικά και πάλι) είχε τεράστια σημασία για τα δρώμενα που λάμβαναν χώρα την νύχτα με την συμμετοχή των μυστών και μακριά από τα βλέμματα των αμύητων. Ο ιεροκήρυκας κήρυττε την επίσημη έναρξη των μυστήριων, κατά την έναρξη δε της τελετής, επέβαλε ιερά σιγή. Ο επί βωμού ιερέας είχε ως αρμοδιότητα την πραγματοποίηση της θυσίας των ζώων στον βωμό που βρισκόταν στον ιερό περίβολο του τελεστηρίου της Θέας.

Το νόημα, ή αλλιώς η ουσία των Ελευσίνιων μυστηρίων παραμένει για τον σύγχρονο άνθρωπο αλλά και στην αρχαιότητα για κάθε αμύητο, κάτι το άγνωστο. Ενώ από την μια πλευρά υπάρχουν επαρκής ιστορικές μαρτυρίες που αφορούν όλα όσα τα μυστήρια περιελάμβαναν μέχρι την στιγμή που η πομπή προς τιμή της Θεάς έφτανε στον ιερό χώρο του τελεστηρίου, τα στοιχεία που από την άλλη διαθέτουμε για τα όσα γίνονταν μέσα στο τελεστήριο (κάτι που αποτελούσε και το κύριο μέρος των μυστηρίων) είναι πάρα πολύ ελάχιστα. Το αίτιο για αυτήν την μυστικότητα μπορεί να θεωρηθεί ότι, ”πατάει” σε δυο βάσεις, μια θρησκευτικού και μια πολιτικού χαρακτήρα.

 Η Θεά Δήμητρα

Όσο αφορά την θρησκευτική πλευρά του ζητήματος, μια αναδρομή στον ομηρικό ύμνο είναι αρκετή. Στο τέλος λοιπόν του ύμνου προς τη Δήμητρα διαβάζουμε: “Η Δήμητρα μύησε όλους εις τα σεβαστά μυστήρια της, τα οποία δεν επιτρέπεται ούτε να τα παραμελούμε, ούτε να τα διερευνούμε, ούτε να τα κοινολογούμε”.

Πράγματι, αυτή η αρχή τηρήθηκε με μεγάλη αυστηρότητα από τους αρχαίους συγγραφείς. Ο Παυσανίας για παράδειγμα, εμφανίζεται ιδιαίτερα επιφυλακτικός, λέγοντας πως ένα Όνειρο τον εμπόδισε από το να περιγράψει τα όσα είδε στο εσωτερικό του εν άστει Ελευσίνιου και για αυτό τον λόγο περιορίστηκε σε εξωτερικές περιγραφές γενικού χαρακτήρα. Όσο αφορά τώρα την πολιτική-νομική πλευρά του ζητήματος, θα πρέπει να σημειωθεί πως υπήρχε για τα μυστήρια η επιβολή δια του νόμου της ιερής τους μυστικότητας.

Όποιος δηλαδή τύγχανε γνωστής των όσων γίνονταν την νύχτα στο εσωτερικό του τελεστηρίου και προέβαινε στην κοινοποίηση τους, τιμωρείται με την ποινή του θανάτου. Πιο συγκεκριμένα, ο Διαγόρας ο Μήλειος, επικηρύχθηκε από τους Αθηναίους για δυο τάλαντα για την σύλληψη του και για ένα τάλαντο για τον θάνατο του, με την κατηγορία του ότι, διακωμώδησε τα ιερά μυστήρια .

Ο Αλκιβιάδης, κατηγορούμενος για διακωμώδηση των μυστηρίων, καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο. Ο τραγικός ποιητής Αισχύλος κατηγορήθηκε ότι, σε κάποιες τραγωδίες του προέβη σε αποκάλυψη μέρους των ιερών απόρρητων. Κινδύνεψε να καταδικαστεί, αλλά τελικά απαλλάχτηκε. Ο δε ρήτορας Ανδοκίδης, μόλις διέφυγε την ποινή του θανάτου. Ένας άλλος νόμος , που θεσπίστηκε με την παρέμβαση του ρήτορα Λυκούργου τον 4ο αιώνα παχχ, ήταν και αυτός της επιβολής προστίμου της τάξεως των έξι χιλιάδων δραχμών.

Ο νόμος επέβαλε την ποινή αυτή σε όσους συμμετείχαν στην πομπή των μυστηρίων και χρησιμοποιούσαν πολυτελή μεταφορικά μέσα για να φτάσουν από την Αθήνα ως την Ελευσίνα, μιας και αυτό θεωρήθηκε από κάποιους ως πρόκληση για το δημοκρατικό πολίτευμα της πόλεως. Ο πρώτος που παρέβη τον νόμο ήταν η σύζυγος του ρήτορα, με αποτέλεσμα ο πρώτος που κατέβαλε το πρόστιμο να είναι ο ίδιος ο Λυκούργος.

Θεσμοθετημένη επίσης από την πολιτεία ήταν η ιερή εκεχειρία, βάση της οποίας έπρεπε να σταματήσει κάθε εχθροπραξία κατά την διάρκεια των μυστηρίων. Η εκεχειρία αυτή αναγγελλόταν από ειδικούς κήρυκες, τους σπονδοφόρους .Επιπλέον , υπήρχε ειδικός νόμος, ο οποίος απαγόρευε την διενέργεια κάθε κατάσχεσης η ακόμη και την προσωποκράτηση των οφειλετών, τους οποίους εδίωκαν ποινικά οι πιστωτές τους.

Η Δήμητρα με στέμμα από φρούτα με ένα κέρας της Αμάλθειας στο ένα της χέρι (κέρας της αφθονίας), γεμάτο με φρούτα και στο άλλο κρατά στάχια 
 
Το μεγαλύτερο μέρος από τις λίγες μαρτυρίες που έχουν φτάσει ως τις μέρες μας για το μυστικό κομμάτι των τελετών αντλούν την καταγωγή τους από χριστιανούς συγγραφείς. Εξαιτίας όμως του μένους των χριστιανών συγγραφέων απέναντι σε οτιδήποτε το παγανιστικό, η αποδοχή των γραφομένων τους, θα πρέπει να γίνετε με πολύ μεγάλη επιφύλαξη.

Από τις ελάχιστες μαρτυρίες που μπορούν να θεωρηθούν αξιόπιστες, αλλά και από τις παραστάσεις των μυστηρίων σε έργα τέχνης, οι περισσότεροι σύγχρονοι ερευνητές έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα του ότι τα όσα γίνονταν στο εσωτερικό του τελεστηρίου ήταν δρώμενα που παρίσταναν τον μύθο της Δήμητρας και της Κόρης.

Ένα πιθανό σενάριο είναι και το εξής: Ο ιεροφάντης που υποδυόταν τον Θεό Πλούτωνα, άρπαζε την ιέρεια της Θεάς, που υποδυόταν την Κόρη. Εν συνέχεια, η Κόρη, οδηγείτο ακούσια στον Άδη, όπου και τελείται ο ιερός τους γάμος .

Στην συνέχεια οι μύστες παρακολουθούσαν τις περιπλανήσεις της Δήμητρας προς αναζήτηση της Κόρης, τα τεκταινόμενα στο ανάκτορο του Κελεού, την άνοδο της Κόρης από τον Άδη, συνοδεία του Ερμού, τον οποίο πιθανόν να υποδυόταν ο ιεροκύρυξ, τη συνάντηση Δήμητρας και Περσεφόνης υπό το δυνατό φως από τις δάδες που θα κρατούσαν αναμμένες ο δαδούχος και οι μύστες και τέλος την αναχώρηση του Τριπτόλεμου με εντολή της Θεάς να διδάξει στους ανθρώπους τον τρόπο καλλιέργειας της γης, που η ίδια η Θεά του έμαθε.

ΤΟ ΙΕΡΟ ΤΗΣ ΔΗΜΗΤΡΑΣ ΚΑΙ ΚΟΡΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΣΙΝΑ

Ο χώρος της μύησης στην Ελευσίνα, το τελεστήριο, είχε τετράγωνο σχήμα (54χ54) με ολόγυρα κλιμακωτά καθίσματα χωρητικότητας 3000 θέσεων, ενώ δεν είχε καθόλου παράθυρα. Ο εσωτερικός του χώρος ήταν διάσπαρτος από έξι επάλληλες σειρές επτά κιόνων η κάθε μια (6χ7=42 κίονες). Το πρώτο τελεστήριο οικοδομήθηκε κατά την εποχή του Πεισίστρατου στην θέση ενός κτίσματος που είχε την μορφή ναού και που άνηκε στην εποχή του Σόλωνος.

Στο κέντρο υπήρχε ένα ορθογώνιο κτίσμα, το άδυτο (η ανάκτορο),όπου φυλάγονταν η ιερά κύστη με τα ιερά αντικείμενα των μυστηρίων. Στην κορυφή του κτηρίου η στέγη έφερε άνοιγμα, γνωστό και ως οπαίο. Από το οπαίο γίνονταν ορατή στους έξω παρευρισκόμενους η λάμψη από τις δάδες που κρατούσε ο δαδούχος και οι μύστες την ώρα της νυχτερινής μύησης, σύμφωνα με την πληροφορία του Δίωνος.

ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΗ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΜΙΚΡΩΝ ΠΡΟΠΥΛΑΙΩΝ ΣΕ ΧΑΡΑΚΤΙΚΟ ΤΟΥ 1878
Το Τελεστήριο της εποχής του Περικλή το έκτισε ο αρχιτέκτονας του Παρθενώνος, Ικτίνος και είναι τα λείψανα που περισσότερο σήμερα βλέπουμε στον χώρο (Ι.Τραυλός). Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι αρχιτέκτων του Τελεστηρίου των κλασικών χρόνων ήταν ο Κόροιβος που θεμελίωσε την πρώτη σειρά των κιόνων. Τόν διαδέχχτηκε ο Μεταγένης του δήμου Ξυπετής που κατασκεύασε το «διάζωμα» και την ανώτερη σειρά των κιόνων. Το έργο περάτωσε ο Ξενοκλής ο Χολαργεύς τοποθετώντας στην στέγη το «οπαίον».

ΤΟ ΙΕΡΟ ΤΗΣ ΔΗΜΗΤΡΑΣ ΚΑΙ ΚΟΡΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΣΙΝΑ

Αντίθετα ο Στράβων και ο Βιτρούβιος αναφέρουν ότι τα σχέδια του Τελεστηρίου τα εκπόνησε ο Ικτίνος κάτι που οι ανασκαφές μάλλον επιβεβαιώνουν. Το συνέχισε ο Κόροιβος πυκνώνοντας των αριθμό με τους κίονες στήριξης.

Στα βόρεια του τελεστηρίου βρισκόταν το Πλουτώνιο, το ιερό του Πλούτωνος, κτισμένο δίπλα σε μια φυσική σπηλιά. Ήταν ένας μυστικός χώρος που συμβολικά θεωρείτο ότι, αποτελούσε ένα πέρασμα, το οποίο συνέδεε τον κόσμο των νεκρών με αυτόν των ζωντανών.

ΤΟ ΠΡΟΠΥΛΟΝ ΚΑΙ ΣΤΟ ΒΑΘΟΣ ΤΟ ΠΛΟΥΤΩΝΙΟ

Στον περίβολο της Θεάς υπήρχε και το ιερό πηγάδι, γνωστό με την ονομασία Καλλίχωρον Φρέαρ, επάνω στο οποίο, λέγετε ότι, είχε καθίσει η Δήμητρα μεταμορφωμένη σε ηλικιωμένη ζητιάνα κατά την διάρκεια της αναζήτησης της Κόρης. Σε εκείνο το σημείο θεωρείτο ότι, είχε πραγματοποιηθεί και η συνάντηση της Θεάς με τις κόρες του Κελεού, οι οποίες οδήγησαν την Δήμητρα στο πατρικό τους ανάκτορο.

ΤΑ ΜΙΚΡΑ ΕΛΕΥΣΙΝΙΑ (ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΑΓΡΑΣ)

Ορισμένοι μελετητές υποστηρίζουν ότι, τα μικρά μυστήρια ιδρύθηκαν με στόχο την μύηση του Ηρακλή, ο οποίος εξέφρασε την επιθυμία να συμμετάσχει στις τελετουργίες προς τιμή της Θεάς.

Ο βασικός σκοπός των μικρών Ελευσίνιων ήταν η προετοιμασία των μυστών για τα μεγάλα μυστήρια. Τα μικρά Ελευσίνια τελούνταν κατά τον μήνα Ανθεστηρίων (Φεβρουάριο) και ήταν προς τιμήν της Περσεφώνης στην Άγρα, ή Αγραί ήταν στις όχθες του Ιλισού, προάστιο της πόλεως των Αθηνών. Σύμφωνα με την μυθική αιτιολόγηση της, η γιορτή θεσπίστηκε προκειμένου να μυηθεί ο Ηρακλής πού δεν είχε δικαίωμα ως μη αθηναίος. Από αυτό φαίνεται ότι αρχικά τα Μυστήρια απευθυνόταν αποκλειστικά στους πολίτες της πόλεως- κράτους των Αθηνών.

Δυστυχώς, σήμερα διαθέτουμε πολύ ελάχιστες μαρτυρίες για τα όσα γίνονταν σε αυτά τα μυστήρια. Πιθανολογείται , ότι περιελάμβαναν και αυτά, όπως και τα μεγάλα Ελευσίνια, την παράσταση λειτουργικού δράματος ,το οποίο αναφερόταν στον μύθο της γέννησης, του θανάτου και της δεύτερης γέννησης του Θεού Διόνυσου και πιθανόν (η σύνδεση με τα μεγάλα μυστήρια να γινόταν με) την παράσταση της ενώσεως του Διόνυσου με την Κόρη.

 
Από τα λίγα στοιχεία που διαθέτουμε, γνωρίζουμε ότι, οι υποψήφιοι μύστες διδάσκονταν πρώτα από τον ιεροφάντη και κατόπιν από τους μυσταγωγούς, οι οποίοι κατάγονταν από τις οικογένειες των Ευμολπίδων και των Κυρίκων. Είναι γνωστό επίσης ότι, γίνονταν σε αυτά καθαρτήριες τελετές με πλύσιμο των μυστών στον Ιλισό. 

Ο Νεοπλτωνιστής Thomas Taylor, στο βιβλίο του "Ελευσίνια και Βακχικά Mυστήρια", αναφέρει πως "τα Κατώτερα Μυστήρια δημιουργήθηκαν για να σημάνουν με αποκρυφιστικό τρόπο την κατάσταση της μη εξαγνισμένης ψυχής που έχει ενδυθεί το γήινο σώμα της και έχει περιβληθεί την υλική φύση."

Ενώ αρχικά απαγορευόταν η συμμετοχή στους μη Αθηναίους, αργότερα αναφέρεται από τον Ηροδοτο πως όλοι οι Έλληνες μπορούσαν να λάβουν μέρος στη μύηση, ενώ αλλού αναφέρεται ότι απαγορευόταν στους εγκληματίες, τους βαρβάρους, τους μάγους και τους άθεους.

Οι Μύσται, όπως λέγονταν, γίνονταν δεκτοί στα Μεγάλα Μυστήρια τουλάχιστον ένα χρόνο μετά την αρχική τους μύηση. Οι τελετές του πρώτου σταδίου μύησης περιλάμβαναν τη θυσία ενός χοίρου στο λιμένα του Κανθάρου, θυσία κοινή με τα Θεσμοφόρια, πάλι προς τιμήν της Δήμητρας, και τον εξαγνισμό από έναν ιερέα με το όνομα Υδρανός. Οι μύστες έπρεπε επίσης να πάρουν όρκο εχεμύθειας από τομυσταγωγό. Δέχονταν κάποια διδασκαλία, που τους επέτρεπε αργότερα να αντιληφθούν τα μυστήρια στα Μεγάλα Ελευσίνια.

ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΕΛΕΥΣΙΝΙΑ

Τα μεγάλα Ελευσίνια μυστήρια διαρκούσαν εννέα ημέρες, από την 14η μέχρι την 22η Βοηδρομιώνος (Σεπτεμβρίου) και συμβόλιζαν την περιπλάνηση της Θεάς Δήμητρας. Οι συμμετέχοντες αποκαλούνταν επόπται ή έφυροι. Την προηγουμένη της γιορτής, οι έφηβοι της πόλης υποδέχονταν τα Ιερά Αντικείμενα, τα οποία δε φανερώνονταν σε κανέναν παρά μόνο από τους Ιεροφάντες στους Μύστες, από την Ελευσίνα στο Ελευσίνιον, ιερό στη βάση της Ακρόπολης.

Από την Ελευσίνα,- Μαρμάρινο αναθηματικό ανάγλυφο των Ελευσινιακών θεοτήτων, το ονομαζόμενο Mεγάλο Eλευσινιακό Ανάγλυφο- Γύρω στα 440-430 π.X.

Tα μυστήρια περιελάμβαναν τις εξής εκδηλώσεις και τελετουργίες:

1. Ομάδα εφήβων, ύστερα από κατάλληλη προετοιμασία, που διαρκούσε ορισμένο διάστημα, πήγαιναν από την Αθήνα στην Ελευσίνα με στόχο να σχηματίσουν την πομπή των ιερών, τα οποία φυλάσσονταν με άκρα μυστικότητα στο εν Ελευσίνα τελεστήριο της Θεάς. Τα ιερά αντικείμενα (την εμφάνιση και το νόημα των οποίων γνώριζαν μόνο οι ιερείς της Θεάς και οι μυημένοι στα μυστήρια της), μεταφέρονταν πανηγυρικά στην Αθήνα.

Εν συνέχεια, από την Αθήνα θα έπρεπε να τα επαναφέρουν στην Ελευσίνα. Πολλοί ερευνητές αλλά και όσοι έχουν γενικά ασχοληθεί με τα μυστήρια, έχουν προσπαθήσει να εξηγήσουν τι μπορεί να ήταν τα ιερά αντικείμενα της Θεάς.

Το μόνο όμως που πραγματικά γνωρίζουμε για αυτά τα αντικείμενα είναι ότι, το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου ήταν καλά φυλαγμένα στο άδυτο του ναού της Δήμητρας, όπου μόνο ο ιεροφάντης είχε το δικαίωμα εισόδου ,ότι επίσης, κατά την μεταφορά τους από και προς την Ελευσίνα ήταν κλεισμένα σε ειδικά κιβώτια από ξύλο οξιάς, δεμένα με πορφυρές μάλλινες ταινίες, ενώ κατά την διάρκεια των μυστηρίων, τα αντικείμενα αυτά επιδεικνύονταν μόνο στους μύστες, σε ορισμένη χρονική στιγμή και με απόλυτη μυστικότητα.

Όλα αυτά δεν μας αφήνουν άλλο περιθώριο παρά μόνο για να διατυπώσουμε διάφορες υποθέσεις σχετικές με τα ιερά αντικείμενα. Η επικρατέστερη άποψη επάνω στα ιερά αντικείμενα της Θεάς είναι ότι, επρόκειτο για παλαιά (ίσως αρχαϊκά) αγάλματα ή και σύμβολα Θεοτήτων, το ποιο πιθανό της Δήμητρας και της Κόρης.

Όπως ήδη αναφέραμε, κατά την μεταφορά τους από την πομπή των ιερέων και των εφήβων, που σήμανε και την πρώτη ημέρα των μυστηρίων (14η Βοηδρομιώνος), τα αντικείμενα αυτά ήταν με ασφάλεια κλεισμένα μέσα σε κιβώτια. Η μεταφορά αυτών των κιβωτίων, γνωστά και ως ελευσινιακές κύστες, ήταν καθήκον των ιεροφαντών της Δήμητρας και της Κόρης, οι οποίες έφερναν τα κιβώτια στην Αθήνα ανεβασμένες σε άρμα που έσερναν βόδια.

Δυστυχώς, δεν υπάρχει καμία πληροφορία για την ακριβής πορεία που ακολουθούσε η πομπή των ιερών για να φτάσει από την Ελευσίνα στην Αθήνα. Από την στιγμή που η πομπή έφτανε σε απόσταση δυο χιλιομέτρων από το Δίπυλο των Αθηνών, σταματούσε. Ένα άτομο που συμμετείχε στην πομπή και ήταν αφιερωμένο στην υπηρεσία των δυο Θεαίνων, γνωστός και ως Φαιδρύντης, έμπαινε από το Δίπυλο στην Αθήνα με σκοπό να συναντήσει την ιέρεια της Αθηνάς και να της αναγγείλει την άφιξη των ιερών και την είσοδο τους στην πόλη της Παλλάδος.

Την ημέρα εκείνη ολόκληρη η πόλη συγκεντρώνονταν για να υποδεχτεί και να τιμήσει τα ιερά. Όλοι οι αξιωματούχοι και οι πολίτες των Αθηνών με τις γυναίκες τους και τα παιδία τους πήγαιναν προς συνάντηση των ιερών της Θεάς και τα συνόδευαν μέχρι τον τόπο διαμονής τους, που ήταν το Ελευσίνιο των Αθηνών, στους πρόποδες της Ακρόπολης.

Aναθηματικό ανάγλυφο από πεντελικό μάρμαρο. Bρέθηκε στην Ελευσίνα. Πρόκειται για το μεγαλύτερο και σημαντικότερο από τα γνωστά αναθηματικά ανάγλυφα, αφιερωμένο στο ιερό της Δήμητρας και της Kόρης στην Ελευσίνα. Στην ανάγλυφη παράσταση εικονίζονται οι ελευσινιακές θεότητες σε σκηνή μυστηριακής τελετής. Αριστερά η Δήμητρα ντυμένη με πέπλο και κρατώντας στο αριστερό χέρι σκήπτρο, παραδίδει τα ιερά στάχυα στον ήρωα Tριπτόλεμο, γιο του βασιλιά της Eλευσίνας Kελεού, για να διδάξει στους ανθρώπους την καλλιέργεια του σιταριού.

Δεξιά η Περσεφόνη, ντυμένη με χιτώνα και ιμάτιο και κρατώντας δάδα, ευλογεί με το δεξί χέρι τον Tριπτόλεμο. H μεγαλειώδης παράσταση και κυρίως το μεγάλο μέγεθος του έργου δημιουργούν την υπόνοια ότι ίσως πρόκειται για λατρευτικό και όχι απλώς αναθηματικό ανάλγυφο. Στην αρχαιότητα φαίνεται πως ήταν φημισμένο, γι’ αυτό και αντιγράφηκε στη ρωμαϊκή εποχή. Ένα τέτοιο αντίγραφο βρίσκεται στο Μητροπολιτικό Mουσείο της Nέας Yόρκης. Ύψος 2,20μ., πλάτος 1,52μ.

2. Την 15η Βοηδρομιώνος ακολουθούσε ο αγυρμός (συγκέντρωση) και η πρόρρηση (επίσημη ανακοίνωση όλων εκείνων για τους οποίους απαγορευόταν η μύηση στα μυστήρια της Θεάς). Αναφέραμε ήδη το ποιοι ήταν αυτοί που δεν μπορούσαν να συμμετάσχουν στα μυστήρια. Αυτό που συμπληρωματικά θα αναφέρουμε εδώ είναι ότι, όσοι δεν μπορούσαν να μυηθούν δεν αποκλείονταν ως ηθικοί ένοχοι, αλλά ως ακάθαρτοι-μιαροί, σε μια κατάσταση δηλαδή, που θεωρείτο ότι, δεν ήταν αρεστή στην Θεά.

Ο αγυρμός λάμβανε χώρα στη Ποικίλη Στοά της Αθηναϊκής αγοράς. Εκεί συγκεντρώνονταν το πλήθος των πολιτών, οι υποψήφιοι μύστες οι άρχοντες της πόλεως των Αθηνών και οι ιερείς της Θεάς. Οι ιερείς της Δήμητρας ανακοίνωναν την έναρξη των μεγάλων μυστηρίων, ενώ ακολουθούσε η πρόρηση.

Από την Ελευσίνα,- Μαρμάρινο αναθηματικό ανάγλυφο των Ελευσινιακών θεοτήτων

3. Την 16η Βοηδρομιώνος λάμβανε χώρα η τελετή “Αλαδε μυσται” δηλαδή “Οι μύστες στην θάλασσα”. Οι υποψήφιοι συγκεντρώνονταν και σχηματίζοντας πομπή έφταναν στην θάλασσα του Φαλήρου. Κάθε υποψήφιος έφερε μαζί του και ένα μικρό χοιρίδιο. Οι μελλοντικοί μύστες όταν έφταναν στην θάλασσα, πραγματοποιούσαν μια τελετουργία που θεωρείται πως είχε ως στόχο της τον καθαρμό των μυστών ώστε κατάλληλα προετοιμασμένοι και αρεστοί στην Θεά, να μπορούν να συμμετάσχουν στα μυστήρια της.

Η τελετουργία περιελάμβανε την εμβάπτιση των υποψήφιων στο θαλασσινό νερό καθώς και των ζώων που έφεραν μαζί τους και εν συνέχεια την σφαγή των μικρών γουρουνιών. Γενικά θεωρείτο ότι, τόσο το θαλασσινό νερό, όσο και το αίμα των ζωών που θυσιάζονταν, ότι είχαν καθαρτήριες ιδιότητες, την ικανότητα δηλαδή να εξαγνίζουν τον υποψήφιο μύστη από κάθε μίασμα. Σύμφωνα με ορισμένους συγγραφείς, η ημέρα αυτή εκτός από ημέρα καθαρμού ήταν και ημέρα νηστειών, κατά την οποία οι μύστες μετά την επιστροφή τους στην Αθήνα παρέμεναν στα σπίτια τους νηστεύοντας.

4. Η 17η Βοηδρομιώνος ήταν ημέρα θυσιών .Κατά αυτήν τελούνταν μεγάλη θυσία προς τιμή της Θεάς στο εν άστει Ελευσίνιο κάτω από την Ακρόπολη. Η προσφορά προς την Θεά περιελάμβανε επιπλέον ένα ψάρι (μπαρμπούνι) και λίγο κριθάρι από την περιοχή της Ελευσίνας, ενώ οι ιερουργοί της Θεάς απαγορευόταν να γευτούν και τα δυο... Οι προσφορές γίνονταν στο όνομα της Αχθειας (Λυπημένης) Δήμητρας.

5. Την 18η Βοηδρομιώνος τελείται μεγάλη θυσία προς τιμή του Θεού Ασκληπιού στο εν άστει Ελευσίνιο των Αθηνών. Την ημέρα αυτή οι Αθηναίοι υποδέχονταν τις εξέχουσες ξένες προσωπικότητες που έρχονταν στην Αθήνα για να μυηθούν στα μυστήρια. Η εορτή προς τιμή του Θεού έφερε την ονομασία Επιδαύρεια. Η σύνδεση των Επιδαυρείων με τα Ελευσίνια μυστήρια βασίζετε σε μύθο κατά τον οποίο, ο Ασκληπιός, ο Θεός της ιατρικής, έφτασε στην Αθήνα μετά την έναρξη των μυστηρίων. Για να μπορέσει και αυτός να μυηθεί, θεσπίστηκε δεύτερη θυσία ανάλογη με εκείνη της προηγούμενης ημέρας.

6. Την 19η Βοηδρομιώνος γινόταν η μεγάλη πομπή από το εν άστει Ελευσίνιο της Ακρόπολης προς το τελεστήριο της Θεάς στην Ελευσίνα. Κατά την πομπή αυτή, τα ιερά αντικείμενα της Θεάς επέστρεφαν στον τόπο όπου φυλάσσονταν το μεγαλύτερο μέρος του έτους. Η πομπή έφερε την ονομασία του Ίακχου, Θεότητας που οδηγούσε τους μύστες στον δρόμο τους προς την Ελευσίνα. Το άγαλμα του Ίακχου ηγείτο της πομπής, ήταν ανεβασμένο σε άρμα και συνοδεύονταν από ιερέα.

Αμέσως μετά από το άρμα του Ίακχου, ακολουθούσε το άρμα στο οποίο επέβαιναν οι ιέρειες της Δήμητρας και μετέφεραν τα κιβώτια με τα ιερά αντικείμενα. Κατόπιν ακολουθούσαν οι ιερείς της Θεάς, οι οποίοι κατάγονταν από το γένος των Ευμολπιδών και των Κηρύκων. Μετά από αυτούς έρχονταν οι μύστες και τέλος το πλήθος των ευσεβών πολιτών που συμμετείχαν στην πομπή προς τιμή της Θεάς.

Ο Foucart θεωρεί ότι, η πομπή ήταν διαμορφωμένη ως εξής: “Στις πρώτες γραμμές της πομπής, θα ήταν οι αξιωματούχοι, εκείνοι στους οποίους είχαν ανατεθεί τα πολιτικά και θρησκευτικά λειτουργήματα, στην συνεχεία οι Αρεοπαγίτες, τα μέλη των Πεντακοσίων, τέλος δε το πλήθος των πολιτών μαζί με τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους, κατά φυλές και δήμους, με επικεφαλής τους δημάρχους. Ειδική θέση στην πομπή θα είχε προβλεφθεί για τους απεσταλμένους των άλλων πόλεων.

Σκοπός των αποστολών αυτών, θα ήταν βέβαια η εκδήλωση ευλάβειας προς τις Θεές, αλλά και φιλίας προς τον Αθηναϊκό λαό. Οι μέτοικοι, των οποίων άλλωστε ο αριθμός ήταν μεγάλος, δεν είχαν θέση στις γραμμές των πολιτών”. Η πομπή προς την Ελευσίνα δεν ήταν βέβαια συνεχής. Όταν η πομπή έφτανε μπροστά από ναούς η ναΐσκους αλλά και ηρώα, στα οποία τιμούσαν ήρωες σχετικούς με την Δήμητρα, σταματούσε, πρόσφερε θυσίες και σπονδές, έψαλε ύμνους και χόρευε.

Σύμφωνα δε με άλλους μελετητές, η πομπή κινείτο με χορευτικό βηματισμό και όλοι οι συμμετέχοντες αναφωνούσαν τις λέξεις “ Ιακχ ω Ιακχε”. Όταν έφτανε η πομπή στην γέφυρα του Ελευσινιακού Κηφισού, λάμβαναν χώρα οι γνωστοί γεφυρισμοί. Πρόκριτο περί πειραγμάτων και αστείων φράσεων από τους κατοίκους της Ελευσίνας προς τους συμμετέχοντες στην πομπή. Οι γεφυρισμοί έχουν ερμηνευτεί με διάφορους τρόπους από τους σύγχρονους μελετητές.

Άλλοι υποστηρίζουν ότι, επρόκειτο περί ευκαιρίας για εξωτερίκευση των δημοκρατικών ένστικτων του πλήθους, ενώ άλλοι θεωρούν τους γεφυρισμούς ως πράξη με καθαρά θρησκευτική σημασία, ανατρέχοντας στον Ομηρικό ύμνο προς την Θεά, όπου αναφέρονται τα αστεία της Ιάμβης προς την Δήμητρα στο παλάτι του Κελεού, τα οποία έκαναν την Θεά να ξεχάσει για λίγο την λύπη της για τον χαμό της Κόρης της.

Όταν η πομπή έφτανε στην Ελευσίνα αργά το βράδυ έμπαινε στον ιερό χώρο της Θεάς. Εκεί, δίπλα στο Καλλίχωρον (Καλλίχορον) Φρέαρ, γινόταν μια τελευταία ιεροτελεστία, κατά την οποία έψαλαν ύμνους κινώντας αναμμένους πυρσούς. Στην συνέχεια, τα ιερά αντικείμενα τοποθετούνταν στην θέση φύλαξης τους, στο άδυτο του τελεστηρίου, ενώ το άγαλμα του Ίακχου, φιλοξενείτε είτε στον ναό, είτε στο σπίτι κάποιου ευλαβούς ιδιώτη.

Μαρμάρινο αναθηματικό ανάγλυφο με παράσταση Δήμητρας και κόρης 5ος αι. π.Χ.

7. Την 20η Βοηδρομιώνος λάμβανε χώρα το μυστικό μέρος των μυστηρίων. Για το μέρος αυτό έχουν διατυπωθεί πολλές και διαφορετικές υποθέσεις και αυτό λόγο της έλλειψης στοιχείων από τις αρχαίες πηγές για τα όσα πραγματοποιούνταν στο εσωτερικό του τελεστηρίου. Κατά τον Foucart οι τελετές στην Ελευσίνα γίνονταν με την ακόλουθη σειρά: Μετά από μια βραδιά ανάπαυσης ακολουθούσαν θυσίες στον βωμό της Θεάς και ίσως επισκέψεις των τοποθεσιών από τις οποίες σύμφωνα με τον μύθο είχε περάσει η Δήμητρα.

Όταν φαίνονταν τα αστέρια στον νυχτερινό ουρανό οι μύστες και οι ιερουργοί της Δήμητρας και της Κόρης κλείνονταν στο τελεστήριο. Εκεί οι μύστες παρακολουθούσαν λειτουργικό δράμα αφιερωμένο στις περιπλανήσεις της Θεάς μέχρι την εύρεση της Κόρης. Ακολουθούσε η μύηση πρώτου βαθμού στο τελεστήριο.

Μετά από ένα 24ωρο, την νύχτα της 21ης Βοηδρομιώνος, οι μύστες παρακολουθούσαν λειτουργικό δράμα, που παρίστανε την ένωση του Διός και της Δήμητρας. Ακολουθούσε ο ύψιστος βαθμός μύησης με την ονομασία Εποπτεία. Την τελευταία ημέρα (22η Βοηδρομιώνος) γινόταν η τελετή των πλυμοχόων. Κατά την τελετή αυτή ανύψωναν δυο δοχεία (πλημοχόες αγγείο με ανακαμπτόμενα κυρτά τοιχώματα, υψηλό πόδι και πώμα. Χρησιμοποιούνταν για τη μεταφορά αρωμάτων, τόσο για προσωπική όσο και για λατρευτική χρήση) ένα προς την ανατολή και ένα προς την δύση και έχυναν το περιεχόμενο τους προφέροντας μυστικές φράσεις.

Πριν εισέλθουν στο τελεστήριο οι υποψήφιοι μύστες έπρεπε να εκτελέσουν διάφορες πράξεις, οι κυριότερες από τις οποίες έχουν φτάσει μέχρι τις μέρες μας από μια φράση που διέσωσε ο Κλήμης από την Αλεξάνδρεια: “Νήστεψα, ήπια τον Κυκεώνα, έλαβα από την Κύστη και αφού γεύτηκα, τοποθέτησα πάλι στο καλάθι, πήρα εκ νέου από το καλάθι και τοποθέτησα στην κύστη”. Ο Κυκεώνας ήταν ένα είδος ποτού, που σύμφωνα με τον Ομηρικό ύμνο, πρώτη η ίδια η Θεά είχε υπαγορεύσει την συνταγή του στους ανθρώπους.

Λέγεται ότι, ήταν ένα είδος παχύρρευστου ποτού, που αποτελείτο από νερό, αλεύρι και δυόσμο. Το καλάθι και η κύστη ήταν κιβώτια από ξύλο οξιάς με διαφορετικό σχήμα. Το καλάθι ήταν κάπως επιμήκεις, ενώ η κύστη ήταν ορθογώνια και είχε καπάκι είτε επίπεδο είτε κυρτό Μερικοί έχουν υποθέσει ότι, τα κιβώτια αυτά είχαν, εκτός από τα ιερά αντικείμενα, διάφορα γλυκίσματα, παρασκευασμένα από τους ιερουργούς της Θεάς. Κατά τον Foucart, τόσο ο Κυκεώνας, όσο και τα γλυκίσματα ήταν για τους μύστες ιερά.

Την παρασκευή του Κυκεώνα, όπως ήδη αναφέραμε, την είχε υπαγορεύσει η ίδια η Θεά, ενώ τα γλυκίσματα παρασκευάζονταν από σιτάρι και κριθάρι, δώρα και τα δυο της Θεάς, που τα ετοίμαζαν οι λειτουργοί της και τα μοίραζαν στον ναό της εν ονόματι της Δήμητρας.

Μετά από αυτή την τελετή, ο ιερέας ή η ιέρεια της Δήμητρας στεφάνωναν τις κεφάλες των μυστών με ταινίες. Κατόπιν, οι μύστες εισέρχονταν στο τελεστήριο μαζί με τους ιερουργούς των δυο Θεαίνων. Τότε πιθανολογείτε ότι, δινόταν το πρώτο λειτουργικό δράμα που ως θέμα του θα είχε την αρπαγή της Κόρης από τον Πλούτωνα, τον πόνο της Δήμητρας και την αναζήτηση της Κόρης από την μητέρα Θεά και ακολούθως, την επιστροφή της Κόρης από τον κάτω κόσμο και την συνάντηση Δήμητρας και Περσεφόνης υπό το δυνατό φως από τις δάδες που κρατούσαν οι μύστες και ο δαδούχος.


Σύμφωνα με κάποιες πενιχρές μαρτυρίες από τον Πλούταρχο, οι μύστες έβλεπαν στην αρχή πορείες χωρίς συγκεκριμένη κατεύθυνση, κουραστικές επιστροφές στο ίδιο σημείο, ατελείωτες έρευνες μέσα στο σκοτάδι. Πριν να τελειώσει αυτό ο τρόμος έφτανε στο κατακόρυφο. Ξαφνικά θαυμάσιο και δυνατό φως διέσχιζε το σκοτάδι και η σκηνή μεταφερόταν σε μέρος λαμπερό όπου αντηχούσαν φωνές και χοροί, ιεροί λόγοι και θεϊκές εμφανίσεις που ενέπνεαν θρησκευτικό δέος και σεβασμό.

Άλλοι συγγραφείς κάνουν λόγο για εμφανίσεις από τις οποίες άλλες ήταν τρομακτικές και άλλες φιλικές και οι οποίες εμφανίζονταν καθώς οι μύστες προχωρούσαν στο τελεστήριο. Δεν υπάρχουν ωστόσο σωζόμενες μαρτυρίες για το τι ακριβώς ήταν αυτές οι εμφανίσεις. Ήταν αγάλματα, ζωγραφισμένα πανιά … οι αιθέριες μορφές που επιτυγχάνονταν με κατάλληλη χρήση του φωτός;

Η μετάβαση των μυστών από το σκοτάδι στο φως, από τον φόβο στην γαλήνη, μας κάνει να σκεφτούμε ότι, στην ουσία έβλεπαν περιοχές από τον κόσμο των νεκρών, αλλά και τον δρόμο που θα έπρεπε να ακολουθήσουν για να φτάσουν μπροστά στον Πλούτωνα και την Περσεφόνη. Μετά από την θέαση της σκοτεινής πλευράς του Βασιλείου του Άδη, έρχονταν στους μύστες εικόνες από την φωτεινή πλευρά του άλλου κόσμου, τα Ιλίσια Πεδία, τα οποία είναι ο τόπος διαμονής των δίκαιων ψυχών και τα οποία υπόσχονταν η Δήμητρα και η Περσεφόνη, στους μυημένους στα μυστήρια τους.

Ακολουθούσε η πιο επίσημη πράξη της μύησης ,κατά την οποία ο αρχιερέας της Δήμητρας άνοιγε την θύρα του ανάκτορου, ενός επιμήκους ορθογώνιου κτίσματος στο κέντρο του τελεστηρίου, το οποίο είχε μια πόρτα στην μια από τις δυο μακρές πλευρές, δίπλα από την οποία βρισκόταν ο αρχιερατικός θρόνος. Ο αρχιερέας (ιεροφάντης) της Θεάς, ήταν ο μόνος που είχε δικαίωμα εισόδου σε αυτό το σημείο που ήταν και το άδυτο του τελεστηρίου, στο οποίο φυλάσσονταν με ασφάλεια τα ιερά αντικείμενα.

Όταν έβγαινε από το ανάκτορο έφερε στα χέρια του τα ιερά των δυο Θεαίνων και μέσα στο άπλετο φως από τις δάδες τα επεδείκνυε στους μύστες. Οι μύστες έπρεπε στην συνέχεια να πάρουν τα αντικείμενα, να εκτελέσουν με αυτά κάποια έργα, να τα τοποθετήσουν σε καλάθι και μετά πάλι στην ιερή κύστη. Κατά τον Foucart ανάμεσα στα αντικείμενα αυτά περιλαμβανόταν και ένα αρχαίο άγαλμα της Δήμητρας, το οποίο ο ιεροφάντης το επεδείκνυε στους μύστες στολισμένο με πλούσια ενδύματα και πολύτιμα κοσμήματα.

Σύμφωνα με τον ίδιο συγγραφέα, το άγαλμα εικόνιζε την Θεά να κρατάει σύμβολα που ήταν άγνωστα στους αμύητους. Στην συνέχεια, ο ιεροφάντης προχωρούσε στην επεξήγηση των συμβόλων αυτών στους μύστες αλλά και σε μια σειρά από οδηγίες και φράσεις που οι μύστες έπρεπε να προφέρουν για την αποφυγή των κινδύνων που θα συναντούσαν στην μεταθανάτια ζωή.

Αναθηματική πλάκα που απεικονίζει στοιχεία των Ελευσινίων Μυστηρίων

8. Η 21η Βοηδρομιώνος ήταν και η ιερότερη νύχτα των μυστηρίων. Κατά αυτή, λάμβανε χώρα ο ύψιστος βαθμός μύησης , γνωστός και ως Εποπτεία. Για να μπορέσει κανείς να λάβει μέρος στην Εποπτεία, ήταν απαραίτητη προετοιμασία διάρκειας ενός έτους.

Σύμφωνα με τον Ιππόλυτο (χριστιανό συγγραφέα του 2ου αιώνα μχ) το κεντρικό μέρος της εποπτείας ήταν ένα στάχυ, το οποίο το είχε θερίσει ο ιεροφάντης της Θεάς και το οποίο φυλασσόταν μέσα στο άδυτο του τελεστηρίου μαζί με τα ιερά αντικείμενα. Το στάχυ αυτό επιδεικνυόταν από τον ιεροφάντη στους μύστες ως σύμβολο της ανεξάντλητης δημιουργικής δύναμης της μητέρας Γης.

Τα δρώμενα που λάμβαναν χώρα κατά την Εποπτεία, θεωρείται πως ήταν μια παράσταση της ιερογαμίας του Διός με την Δήμητρα. Η ένωση αυτή πιθανόν να παριστάνονταν από την ιέρεια της Δήμητρας και τον ιεροφάντη. Μετά το τέλος του λειτουργικού δράματος της ιερογαμίας, ο ιεροφάντης έρχονταν μπροστά στους μύστες και αναφωνούσε “Ιερον ετεκε ποτνια κουρον, Βριμω Βριμων” (Γέννησε η σεβαστή Θεά νέο, η δυνατή τον δυνατό). Οι μύστες αναφωνούσαν στον ουρανό και την μητέρα Γη με τα “Υε-Κυε” (Βρέξε-Καρποφόρησε). Σύμφωνα με τον Foucart, το παιδί αυτό που γεννήθηκε από την Θεά ήταν κατά πάσα πιθανότητα ο Πλούτος.

Οι τελετουργίες της μύησης την νύχτα της εποπτείας έκλειναν με την φράση “Κονξ-ομ,παξ”.(Λεξικόν Ησυχίου, λήμμα Κ-3184: κογξ• ομοίως παξ• επιφώνημα τετελεσμένοις και της δικαστικής ψήφου ήχος, ως ο της κλεψύδρας παρά δε Αττικοίς βλοψ.)

9. Η 22η Βοηδρομιώνος ήταν και η τελευταία ημέρα των μυστήριων. Κατά την ημέρα αυτή γίνονταν και οι σπονδές στους νεκρούς, γνωστές και ως πλημμοχόες. Όπως ήδη αναφέραμε, οι μύστες ύψωναν δυο πήλινα αγγεία γεμάτα με άγνωστο σε εμάς υγρό, το ένα προς την ανατολή και το άλλο προς την δύση και αφού έχυναν το περιεχόμενο τους πρόφεραν μια σειρά από μυστικές φράσεις. Μετά το τέλος αυτής της τελετής γίνονταν εκδηλώσεις με χορούς και τραγούδια και εν συνέχεια η πομπή με το άγαλμα του Ίακχου επέστρεφε στην Αθηνά.

Η πομπή με τα Ιερά στην πορεία της προς την Αθήνα μέσω της Ιεράς Οδού όπως και κατά την επιστροφή της από τον ίδιο δρόμο έπρεπε να διασχίσει το ρεύμα των Ρειτών όπου σχηματίζονταν δύο μικρές λίμνες. Καθεμιά από αυτές ήταν αφιερωμένη σε μια από τις θεές της Ελευσίνας και από νερά τους είχαν δικαίωμα να αλιεύουν μόνο ιερείς .Σήμερα διασώζεται μία από αυτές γνωστή ωε λίμνη του Κουμουνδούρου, όνομα γαιοκτήμονα της περιοχής στα νεώτερα χρόνια .

Πρόκειται για δύο λιμνοθάλασσες, οι οποίες ήταν αφιερωμένες στις θεές της Ελευσίνας, η "προς το άστυ" στην Κόρη και η βορειότερη στη Δήμητρα (κατά τον Ησύχιο). Σήμερα διατηρείται η "προς το άστυ" (η σημερινή λίμνη Κουμουνδούρου), ενώ τα νερά της δεύτερης λίμνης διοχετεύονταν στη θάλασσα με όρυγμα. Παρά ταύτα, ένα μέρος των νερών σχηματίζει και σήμερα βάλτο μεταξύ των εγκαταστάσεων του διυλιστηρίου και του μικρού υψώματος που χωρίζει τις δύο λίμνες.

Στις λίμνες είχαν δικαίωμα να ψαρεύουν μόνο οι ιερείς της θεάς. Ο Παυσανίας χαρακτηρίζει το νερό που πηγάζει θαλασσινό και αναφέρει ότι "θα μπορούσε κανείς να πιστέψει, πως από τον Εύριπο της Χαλκίδας ρέουν κάτω απ' το έδαφος και χύνονται σε μια θάλασσα χαμηλότερη" (αυτή της Ελευσίνας μέσω των Ρειτών). Στην πραγματικότητα ήταν ρέματα που σχηματίζονταν από πολλές πήγες σε δύο γειτονικές θέσεις των δυτικών υπωρειών του Αιγάλεω και χύνονταν στον κόλπο της Ελευσίνας.

Ψηφισματικό ανάγλυφο που αναφέρεται στην γεφύρωση της λίμνης των Ρειτών 422 πΧ.

Το αλμυρό νερό οφείλεται στη γειτνίαση με τη θάλασσα. Επειδή οι πηγές και στις δύο θέσεις βρίσκονται σε ταπεινώσεις του εδάφους (ενώ χωρίζονται μεταξύ τους από πετρώδες λοφίσκο), ήδη στην αρχαιότητα φαίνεται πως σχηματίστηκαν σ' αυτά λίμνες με φράγματα τεχνητά προς τη μεριά της θάλασσας, οι οποίες εκροές απ' τα φράγματα σχημάτιζαν "τα ρεύματα ποταμών", που είδε ο Παυσανίας.

Στις ΙΕ του μηνός Βοηδρομιώνος (25 Αυγούστου), οι παλαιοί μύστες έμεναν στην Αθήνα, ενώ εκείνοι που έπρεπε να μυηθούν πήγαιναν στην Ελευσίνα, θυσίαζαν, έπιναν τον κυκεώνα (κατά μίμηση της Δήμητρας) και προϋπαντούσαν μαζί με τους Ελευσίνιους στην περιοχή των Ρειτών τους παλαιούς μύστες και προσκυνητές. Μετά από σύντομη διαδρομή (με κατεύθυνση προς Αθήνα), την 19η του μηνός επέστρεφαν όλοι μαζί πλέον, ακολουθώντας την Ιερά Οδό με κατεύθυνση προς Ελευσίνα, αυτή τη φορά, για να αναπέμψουν ύμνους σ' όλα τα ιερά που βρίσκονταν κατά μήκος της Ιεράς Οδού.

Πρώτη στάση γινόταν στο Δαφνί, στο ιερό του Δαφνείου Απόλλωνα, έπειτα στο ιερό της Αφροδίτης και τέλος στους Ρειτούς, τις λίμνες που ήταν αφιερωμένες στις θεές. Όταν έφθαναν στους Ρειτούς, τα μέλη του γένους των Κροκωνιδών έδεναν με μάλλινη κίτρινη κλωστή το αριστερό πόδι και το δεξί χέρι του κάθε μύστη, γιατί πίστευαν ότι μ' αυτόν τον τρόπο εξαφανίζεται κάθε μίασμα .

ΙΕΡΑ ΟΔΟΣ

Η Ιερά Οδός συναντάει την κοίτη του Ελευσινιακού Κηφισού (σημερινού Σαρανταπόταμου), στα ανατολικά κράσπεδα της σημερινής Ελευσίνας. Εδώ ο αυτοκράτορας Αδριανός, κατασκεύασε τη μεγάλη λίθινη γέφυρα με διαστάσεις 50 μέτρα μήκος και 5,30 μέτρα πλάτος. Το πλάτος του ποταμού είναι 30 μέτρα περίπου και γεφυρώνεται από τέσσερα τόξα με διάμετρο των μεσαίων 6,90 μέτρα και των ακραίων 4,30 μέτρα. Το τμήμα της κοίτης κάτω απ’ την γέφυρα, είναι στρωμένο με μεγάλους ορθογώνιους πωρόλιθους, πάνω στους οποίους εδράζονται τα βάθρα των τόξων της γέφυρας.

Οι τοίχοι της, τα βάθρα και τα τόξα της, είναι κατασκευασμένα με σκληρούς πωρόλιθους του Πειραιά, που η επεξεργασία τους είναι τόσο επιμελημένη, ώστε νομίσθηκε κατ’ αρχήν ότι ήταν έργο ελληνιστικών χρόνων. Η χρησιμοποίηση όμως ασβέστη, το σχήμα των συνδέσμων και οι λατινικοί αριθμοί, χρονολογούν τη γέφυρα στους ρωμαϊκούς χρόνους και μάλιστα στους χρόνους του Αδριανού.

Προς τις ενδείξεις αυτές συμφωνούν και οι μαρτυρίες των αρχαίων συγγραφέων, που μας πληροφορούν, ότι ο Αδριανός όταν ήλθε στην Αθήνα και μυήθηκε στα Ελευσίνια Μυστήρια, κατασκεύασε και γέφυρα στον Ελευσινιακό Κηφισό. Επειδή είναι γνωστό, ότι ο Αδριανός μυήθηκε στα Μυστήρια μεταξύ των ετών 124-125 μ.Χ., τότε πρέπει να τοποθετηθεί και η κατασκευή της γέφυρας.

Ο Παυσανίας επισκέφθηκε την Ελευσίνα 25 χρόνια μετά την πολύμηνη παραμονή του Αδριανού στην Αθηνά και ίσως έμαθε, πως αφορμή στην κατασκευή της γέφυρας, έδωσε μια πλημμύρα του Κηφισού το φθινόπωρο του 125 μ.Χ. Η πληροφορία αυτή, έκανε τον Παυσανία να χαρακτηρίσει το Ελευσινιακό ποτάμι, ως «βιαιότερον» του ομώνυμου Αθηναϊκού.

ΤΟ ΙΕΡΟΝ ΤΗΣ ΑΦΡΟΔΙΤΗΣ ΕΠΙ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΟΔΟΥ

Οι Ελευσίνιοι φαίνεται, πως συχνά υπέφεραν απ’ τα νερά του ποταμού, αν κρίνουμε από ένα χωρίον, του Προς Καλλικλέα λόγου του Δημοσθένη: «σκoπίτ’ ω άνδρες δικασταί, πόσους υπό των υδάτων εν τοις αγροίς βεβλάφθαι συμβέβηκεν, τα μέν Ελευσίνι τα δ’ εν τοις άλλοις τόποις». Αλλά και σήμερα, εξακολουθεί να βασανίζει την γύρω περιοχή, με πρόσφατη τη θεομηνία της 27ης Ιανουαρίου 1996, με ολοκληρωτικές καταστροφές σε βιομηχανίες, κτηνοτροφικές μονάδες, καλλιέργειες, κατοικίες αλλά και ανθρώπινα θύματα (ένα ανδρόγυνο, εγκλωβίστηκε απ’ τα πλημμυρικά νερά στα ανάντη του ποταμού).

Σημειωτέον, ότι η υδρολογική λεκάνη του σημερινού Σαρανταπόταμου, εκτείνεται απ’ τις ανατολικές έως νοτιοανατολικές παρυφές του όρους Πατέρα, τις νότιες του Κιθαιρώνα και της Πάστρας, έως τις δυτικές του όρους Πάρνηθα, οριοθετώντας μια έκταση της τάξης των 253 km².

ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΣΤΟΥΣ ΑΘΗΝΑΙΟΥΣ

Η μεγάλη αίγλη των Ελευσινίων Μυστηρίων συμπίπτει με την ανάληψη της επιμέλειάς τους από τους Αθηναίους. Οι μυστηριακές θρησκευτικές τελετουργίες προς τιμήν της Δήμητρας και της Κόρης έλαβαν λαμπρή μορφή την περίοδο της τυραννίας των Πεισιστρατιδών, οι οποίοι φιλοδοξούσαν έτσι να εξωραΐσουν και να νομιμοποιήσουν την εξουσία τους, αλλά στο απόγειο της ακμής τους έφθασαν κατά τη χρυσή εποχή της αθηναϊκής δημοκρατίας, τον 5ο αιώνα π.Χ. 

Οι Αθηναίοι περιέβαλαν τότε τα μυστήρια με εξαιρετική λαμπρότητα, αφενός για πολιτικούς λόγους και συγκεκριμένα για την ηθική τόνωση της ηγεμονίας τους και αφετέρου για οικονομικούς σκοπούς, σχετικούς με την εισροή χρήματος στην πόλη από τις πολυπληθείς αφίξεις των ξένων που έφθαναν για να παρακολουθήσουν τις τελετές. Ψήφισμα των Αθηναίων της περιόδου του Περικλή καθορίζει υπέρ του ιερού της Ελευσίνας ποσοστά από τους Αθηναίους γαιοκτήμονες, τους συμμάχους και τους κληρούχους και καλεί όλους τους Έλληνες σε καταβολή δωρεών, με αντάλλαγμα την ελεύθερη πρόσοδο στα Μυστήρια.

ΤΜΗΜΑ ΤΟΥ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΑΘΗΝΑΙΩΝ

Από τότε, σε αντίθεση με άλλες μυστηριακές θρησκευτικές τελετές, οι οποίες περιορίζονταν στα μέλη μιας οικογένειας, ενός γένους ή μιας φατρίας, τα Ελευσίνια Μυστήρια ήταν ανοιχτά σε όλους τους Έλληνες, ακόμη και σε δούλους, εάν μιλούσαν την ελληνική γλώσσα και στη συνέχεια στους Ρωμαίους, ενώ από την εποχή των Περσικών Πολέμων, όταν οι Πέρσες εσύλησαν και κατέκαψαν όλα τα ιερά των Αθηνών, αποκλείονταν οι βάρβαροι. Αποκλείονταν επίσης οι διαπράξαντες εγκλήματα και διάφορες ιερόσυλες πράξεις, όσο υψηλό αξίωμα και αν είχαν, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τον αυτοκράτορα Νέρωνα, στον οποίο δεν επετράπη η συμμετοχή.

Από την εποχή της προσάρτησης της Ελευσίνας στην Αθήνα, τα Ελευσίνια Μυστήρια ήταν διττά. Υπήρχαν τα Μικρά Μυστήρια, τα οποία τελούνταν στην Αθήνα, στο προάστιο Άγρα, κατά τον μήνα Ανθεστηριώνα (Φεβρουάριο), και τα Μεγάλα, τα κυρίως Ελευσίνια Μυστήρια, που τελούνταν στην Ελευσίνα, από τη δέκατη πέμπτη ως την εικοστή τρίτη μέρα του μήνα Βοηδρομιώνα (από το τέλος Σεπτεμβρίου ως τις αρχές Οκτωβρίου), την εποχή δηλαδή της σποράς και κάθε τέταρτο έτος περιελάμβαναν μια εξαιρετικά λαμπρή εορτή που λεγόταν πεντετηρίς.

ΑΛΥΤΟ ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΩΝ ΤΕΛΕΤΩΝ

Το περιεχόμενο των τελετών παραμένει πάντως ως τις μέρες μας άλυτο μυστήριο, καθώς από τους συμμετέχοντες τηρούνταν απόλυτη μυστικότητα και η πολιτεία επέβαλλε σ' αυτούς που την παραβίαζαν την ποινή του θανάτου. Συγκεκριμένα, ο Διαγόρας ο Μήλιος, ο οποίος διακωμώδησε τα Μυστήρια επικηρύχθηκε από τους Αθηναίους για δύο τάλαντα για τη σύλληψή του και για ένα τάλαντο για τον θάνατό του.

Ο Αλκιβιάδης, κατηγορούμενος για παρωδία των Μυστηρίων, καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο, ο τραγικός ποιητής Αισχύλος, κατηγορούμενος ότι σε τραγωδίες αποκάλυψε κάποια από τα απόρρητα, κινδύνευσε μεν αλλά απαλλάχθηκε, ο ρήτορας Ανδοκίδης μόλις διέφυγε την ποινή του θανάτου και ο Πλάτωνας μιλούσε για τα Μυστήρια με μεγάλη επιφύλαξη.

Οι πενιχρές μαρτυρίες για το περιεχόμενο των Τελετών προέρχονται κυρίως από Χριστιανούς συγγραφείς, οπότε δεν θα πρέπει να θεωρηθούν απόλυτα έγκυρες και αξιόπιστες, δεδομένης της προκατάληψης και της εχθρότητας, με την οποία αντιμετώπιζαν οι Χριστιανοί τις ειδωλολατρικές τελετές των εθνικών.

Τοπίο πλάι στον Ιλισό .«Μητρώον εν Άγραις » 19ος αιώνας χαλκογραφία. Ένας ιωνικός ναός διακρίνονται οι κίονες.

Από τις ελάχιστες πάντως μαρτυρίες που μπορούν να θεωρηθούν αξιόπιστες και από παραστάσεις έργων τέχνης, το σύνολο των νεώτερων ερευνητών έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα τεκταινόμενα στα Ελευσίνια Μυστήρια ήταν δρώμενα, τα οποία αναπαριστούσαν με δραματικό τρόπο τον μύθο της Δήμητρας και της Κόρης. Μια πιθανή αναπαράσταση της τελετής μπορεί να περιγραφεί ως εξής:

Ο ιεροφάντης, υποδυόμενος τον Πλούτωνα, άρπαζε την ιέρεια της Δήμητρας, που υποδυόταν την Κόρη και παρά τη θέλησή της, την οδηγούσε στον Άδη, όπου τελούνταν ο ιερός γάμος τους. Ακολουθούσαν οι περιπλανήσεις της τραγικής μητέρας, η δεξίωση του Κελεού, η άνοδος της Κόρης από τον Άδη, με τη συνοδεία του Ερμή, τον οποίο υποδυόταν ο ιερός κήρυξ των μυστηρίων, η συνάντηση μητέρας και κόρης μέσα σε άπλετο φως από τις δάδες που θα κράδαιναν οι μύστες και τέλος η αποδημία του Τριπτόλεμου, στον οποίο η Δήμητρα ανέθεσε την ιερή αποστολή να διδάξει στους ανθρώπους τον τρόπο καλλιέργειας της γης.

ΕΝΑΛΛΑΓΗ ΦΩΤΟΣ ΚΑΙ ΣΚΟΤΟΥΣ

Το ερώτημα που έχει απασχολήσει τους περισσότερους μελετητές των Μυστηρίων είναι πού ακριβώς τελούνταν αυτές οι δραματικές παραστάσεις. Ο Φουκάρ, στηριζόμενος σε διάφορες μαρτυρίες αρχαίων συγγραφέων, κυρίως του Αριστοφάνη, πιστεύει ότι κατά τη διάρκεια της τελετής υπήρχε έντονη εναλλαγή σκότους και φωτός. Φαντάζεται το δάπεδο διαιρεμένο σε πολλά τμήματα, καθοριζόμενα από τους κίονες, με το καθένα από αυτά να αναπαριστά ένα τμήμα του Άδη. 

Έτσι, στον κάτω όροφο, οι μύστες έβλεπαν τον σκοτεινό και ζοφερό Άδη, με τα βάσανα και τις δοκιμασίες των ανθρώπων που δεν είχαν μυηθεί στα Μυστήρια, ενώ ξαφνικά φωτιζόταν και εμφανιζόταν στα μάτια τους ο επάνω όροφος με τα κατάφωτα Ηλύσια Πεδία και τους χορούς των μυημένων στα Μυστήρια της Θεάς. Για τη δημιουργία ισχυρότατων εντυπώσεων και δραματικών συναισθημάτων στους μύστες, ο Φουκάρ δέχεται και τη χρήση μηχανημάτων, για την ύπαρξη όμως των οποίων δεν συνηγορεί καμιά αρχαία μαρτυρία.

Στο δρόμο προς στο ναό της Δήμητρας πίνακας του Alma Tadema Lawrence (1879)

 
Σε αντίθεση με τον Φουκάρ, ο Νόακ δεν δέχεται την ύπαρξη δύο ορόφων και πιστεύει ότι το Τελεστήριο ήταν ενιαίο. Αποκλείει επίσης την ενεργό συμμετοχή των μυστών στα δρώμενα, αλλά δέχεται την κατάσταση των παθών, τις διεγέρσεις του τρόμου και της φρίκης, εντυπώσεις συγκλονιστικές και βασανιστικές για τους συμμετέχοντες στις τελετές. Κατά τον Νόακ, τα δρώμενα δεν ήταν δράμα, με την κανονική έννοια του όρου, αλλά μόνο στοιχεία δράματος, στερούμενα ουσιαστικά διαλόγων και τελούμενα ως παντομίμες. 

Συγκεκριμένα, τα παιχνίδια της Κόρης με τις φίλες της, πριν από την αρπαγή, είχαν τη μορφή κύκλιου χορού, εκτελούμενου από τις ιέρειες της θεάς, στην Ελευσίνα. Η αρπαγή συνοδευόταν από την απότομη συσκότιση της αίθουσας, συμβολική του κόσμου των νεκρών, ενώ στη συνέχεια, με την επάνοδο του φωτός, η θλιμμένη μητέρα, την οποία υποδυόταν η ιέρεια της θεάς θα διερχόταν, θρηνώντας γοερά, και τις τέσσερις πλευρές της αίθουσας και σταθμεύοντας σε καθεμία από αυτές, ώστε να γίνεται από όλους ορατή.

ΤΟ ΣΤΑΧΥ ΤΟΥ ΑΔΥΤΟΥ

Τη μύηση και την τελετή ακολουθούσε η εποπτεία, η οποία αποτελούσε την τρίτη και την υψηλότερη βαθμίδα των Μυστηρίων και τελούνταν τη νύχτα της 22ας Βοηδρομιώνος. Κατά τον Ιππόλυτο, χριστιανό συγγραφέα του 2ου αιώνα μ.Χ., κεντρικό σύμβολο της εποπτείας ήταν ένα στάχυ, το οποίο φυλασσόταν στο άδυτο του Τελεστηρίου και αφού θεριζόταν τελετουργικά από ένα σιωπηλό θεριστή, τον ιεροφάντη, επιδεικνυόταν με μεγάλη επισημότητα στους πιστούς, σύμβολο της ανεξάντλητης δημιουργικής δύναμης της μητέρας γης.

Σύμφωνα με άλλους ερευνητές, στο Τελεστήριο φυλάσσονταν ομοιώματα γεννητικών οργάνων, μολονότι πράξεις οργιαστικού χαρακτήρα δεν συνάδουν με την εγκράτεια, τη νηστεία και την αυστηρή καθαρότητα που έπρεπε να τηρούν οι μύστες κατά την περίοδο των Μυστηρίων.


Την επόμενη μέρα της εποπτείας και τελευταία ημέρα των Μυστηρίων, γίνονταν μέσα στο ιερό τέμενος χοές προς τιμήν των νεκρών, κατά τις οποίες κάθε μύστης ελάμβανε δύο αγγεία γεμάτα από ένα άγνωστο υγρό και το έχυνε, ψιθυρίζοντας κάποια συμβολικά λόγια, μια τελετή που σχετίζεται με παλαιότερες γεωργικές λατρείες. Από τη χρήση των αγγείων αυτών, η τελευταία ημέρα των Μυστηρίων ονομαζόταν πλημοχόη. Ακολουθούσαν εκδηλώσεις με τραγούδια και χορούς και στη συνέχεια το ξόανο του Ίακχου επέστρεφε στην Αθήνα, πάλι με τη συνοδεία πομπής.

Όπως οι περισσότεροι από τους γενάρχες πιστευόταν ότι ήταν υιοί θεών, έτσι λεγόταν ότι ο Εύμολπος, αρχηγός του γένους των Ευμολπιδών, ήταν γιος του Ποσειδώνα. Κατά την παράδοση, ο Εύμολπος είναι ο ιδρυτής των Ελευσινίων Μυστηρίων και κατείχε το αξίωμα του ανώτατου αρχιερέα, το οποίο κληροδοτούνταν από γενιά σε γενιά του οίκου. Το γένος των Ευμολπιδών ήταν από τα επιφανέστερα στην Ελευσίνα και συγκαταλεγόταν στις πιο ευγενείς οικογένειες των Αθηνών, ασκώντας μεγάλη επιρροή στα κοινά.

Οι Ευμολπίδες είχαν κληρονομικά δικαιώματα, κατοχυρωμένα από την πολιτεία για τη διοίκηση και την επιμέλεια των Μυστηρίων, ενώ κατείχαν και δικαστική εξουσία, αποτελώντας δικαστικό σώμα, το οποίο έκρινε δίκες θρησκευτικής φύσης, κυρίως ασέβειας προς τα Μυστήρια.

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

Από τον οίκο των Ευμολπιδών προερχόταν ο ιεροφάντης, η υπέρτατη αρχή των Μυστηρίων, στον οποίο η Αθηναϊκή πολιτεία παρείχε τιμές, ανάλογες με εκείνες των πολιτικών αρχόντων. Το αξίωμά του ήταν ισόβιο και κληρονομικό στο γένος των Ευμολπιδών. Το κυριότερο καθήκον του ιεροφάντη ήταν η τεράστιας συμβολικής σημασίας επίδειξη των ιερών αντικειμένων αλλά είχε και άλλες αρμοδιότητες, όπως την ερμηνεία, για λογαριασμό της πολιτείας, των αγράφων θείων νόμων και την αυστηρή εποπτεία των τελετών, ώστε να διασφαλισθεί η άψογη διεξαγωγή των Μυστηρίων.

Αντίστοιχος με τον βαθμό του ιεροφάντη ήταν αυτός της ιεροφάντιδος. Οι ιεροφάντιδες ήταν δύο, η μία της Δήμητρας και η άλλη της Κόρης και προέρχονταν και αυτές από το γένος των Ευμολπιδών. Η δεύτερη μεγάλη οικογένεια που σχετίζεται με τα Ελευσίνια Μυστήρια ήταν οι Κήρυκες, το γένος των οποίων αναγόταν στον Ερμή και την Άγραυλο, κόρη του βασιλιά των Αθηνών, Κέκροπος. Από την οικογένεια των Κηρύκων προέρχονταν τα τρία σημαντικότερα, μετά τον ιεροφάντη, ιερατικά αξιώματα: του δαδούχου, του ιεροκήρυκα και του επί βωμού ιερέα.

Ο δαδούχος, ονομάστηκε έτσι από τις δάδες που κρατούσε για να ρυθμίζει τον φωτισμό και τη συσκότιση του Τελεστηρίου, κατά τη διάρκεια των τελετών, ο ιεροκήρυξ κήρυττε την επίσημη προκήρυξη των μυστηρίων και κατά την έναρξη της τελετής επέβαλλε ιερά σιγή, ενώ ο επί βωμού ιερεύς είχε επιφορτιστεί με το καθήκον της θυσίας των ζώων στον περίβολο του ιερού.

Χωρίς την Δήμητρα και τον Βάκχο, η Αφροδίτη θα πάγωνε πίνακας του Hendrik Goltzius
Με την εξάπλωση και την επικράτηση του Χριστιανισμού, τα Ελευσίνια Μυστήρια, τα οποία επί αιώνες κατείχαν σημαντικότατη θέση στον αρχαίο κόσμο, άρχισαν να χάνουν το κύρος και την αίγλη τους. Το θανάσιμο πλήγμα εναντίον τους κατέφερε ο ηγεμόνας των Γότθων, Αλάριχος, ο οποίος, συνοδευόμενος, κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του στην Ελλάδα, από ιερείς και μοναχούς που είχαν ασπαστεί το δόγμα του Αρειανισμού, πυρπόλησε το Ιερό Τελεστήριο.

Η πυρπόληση και καταστροφή των ιερών συνοδεύτηκε από τον φόνο όλου του ιερατείου, συμπεριλαμβανομένου και του τελευταίου ιεροφάντη, ο οποίος όμως δεν ήταν Αθηναίος, καταγόμενος από το γένος των Ευμολπιδών, αλλά κάποιος ιερέας από τις Θεσπιές που είχε ασπαστεί τη λατρεία του Μίθρα.

Έτσι επαληθεύθηκε και η προφητεία του γηραιού Νεστόριου, του τελευταίου γνήσιου και νόμιμου ιεροφάντη, ο οποίος είχε προβλέψει την καταστροφή των ειδωλολατρικών ιερών, αφού οι Εθνικοί είχαν εκτραπεί από την πίστη και την ευσέβεια προς τους αρχαίους θεούς και έσβησε η ιερή δάδα στο Τελεστήριο της θεάς, συμβολίζοντας με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο το τέλος του αρχαίου κόσμου.

Τα Ελευσίνια Μυστήρια επιβίωσαν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Το 170, οι Σαρμάτες κατέστρεψαν το Ναό της Δήμητρας, ο οποίος όμως ανοικοδομήθηκε από το Μάρκο Αυρήλιο, που μυήθηκε κι ο ίδιος στα Μυστήρια. Μετά από αυτό, ο Μάρκος Αυρήλιος, ήταν το μοναδικό πρόσωπο, που ενώ δεν είχε το δικαίωμα, εισήλθε στο άδυτο του ναού της Θεάς. Ο τελευταίος ρωμαίος αυτοκράτορας που μυήθηκε στα μυστήρια ήταν ο γνωστός και ως εστεμμένος φιλόσοφος, Ιουλιανός.

Ο αυτοκράτορας Ιουλιανός προσπάθησε με κάθε τρόπο να στηρίξει τα ελληνικά μυστήρια, αλλά δυστυχώς, ο σύντομος χρόνος της βασιλείας του δεν επέτρεψε να γίνει κάτι τέτοιο. Ο Αυτοκράτορας Ουαλεντινιανός Α’ προσπάθησε να τα καταργήσει, αλλά συνάντησε πολλές αντιδράσεις, οπότε συνεχίστηκαν μέχρι την εποχή του Θεοδοσίου Α’. Ο Αυτοκράτορας με διάταγμα το 392 διέταξε το κλείσιμο όλων των αρχαίων ιερών, σε μια προσπάθεια να καταστείλει την αντίσταση των οπαδών της παλαιάς θρησκείας στην επιβολή του Χριστιανισμού ως κρατική θρησκεία.

Προσφορές προς την Δήμητρα, θεά της συγκομιδής πίνακας του Jacob Jordaens
Τα τελευταία απομεινάρια των Μυστηρίων εξαλείφθηκαν το 396, όταν ο βασιλιάς των Γότθων Αλάριχος, κατέστρεψε το ιερό της Ελευσίνας. Πυρπόλησε το τελεστήριο της Ελευσίνας. Η ολοκληρωτική καταστροφή του ιερού συνοδεύτηκε από την σφαγή ολόκληρου του ιερατείου, συμπεριλαμβανόμενου και του ιεροφάντη, ο οποίος κατά την μαρτυρία του Ευνόπιου, δεν ήταν γνήσιος γόνος της οικογένειας των Ευμολπιδών, αλλά κάποιος ιερέας από τις Θεσπιές με ηγετικό ρόλο στα μυστήρια του Μίθρα.

Το τέλος των Ελευσινίων αναφέρεται από τον ιστορικό Ευνάπιο, ο οποίος είχε μυηθεί κι ο ίδιος στα Μυστήρια κι είχε γίνει ιεροφάντης. Τελευταίος νόμιμος ιεροφάντης των Μυστηρίων φαίνεται από τις πηγές να είναι ο Ευμολπίδης Νεστόριος, ο οποίος «ανήγγειλε την αρχή της μεγάλης πνευματικής νύχτας για την ανθρωπότητα».

ΕΛΕΥΣΙΝΙΑ ΣΕ ΑΛΛΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ

Τα Ελευσίνια εορτάζονταν και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας. Από την Αθήνα εισήχθη η εορτή τους στην Έφεσο, η Κρήτη είχε τη δική της γιορτή των Ελευσινίων, ενώ στη Λακωνία εορτάζονταν μόνο από τους κατοίκους μιας πόλης, οι οποίοι μετέφεραν το ξύλινο άγαλμα της Περσεφόνης στο Ελευσίνιο, πάνω στον Ταΰγετο.

ΤΑ ΕΛΕΥΣΙΝΙΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ Ο ΟΜΗΡΙΚΟΣ ΥΜΝΟΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΘΕΑ ΔΗΜΗΤΡΑ    

Τα Ελευσίνια Μυστήρια υπόσχονταν στους μυημένους ελπίδες για μια καλύτερη μοίρα στον Κάτω Κόσμο
 
Ο Παυσανίας στα Αττικά αναφέρει σχετικά ότι γύρω στον 7ο αιώνα π.Χ. διεξήχθησαν μακροχρόνιες μάχες μεταξύ Αθηναίων και Ελευσίνιων, κατά τη διάρκεια των οποίων σκοτώθηκαν ο στρατηγός των Ελευσίνιων, Ιμάραδος και ο βασιλιάς των Αθηναίων, Ερεχθεύς.

Το ότι και οι δύο αντιμαχόμενοι βασιλείς έπεσαν στο πεδίο της μάχης υποδηλώνει την μεγάλη διάρκεια καθώς και την αγριότητα αυτών των μαχών. Οι Ελευσίνιοι τελικά ηττήθηκαν και η βασιλεία τους καταλύθηκε ενώ η πόλη τους προσαρτήστηκε στους νικητές και έγινε Αθηναϊκός δήμος.

Τα μυστήρια όμως υπήρχαν ήδη από εκείνη την εποχή και έτσι οι Αθηναίοι ανέλαβαν τη διοίκηση και την εποπτεία τους χωρίς όμως να αλλάξουν τον τόπο και τον τρόπο τέλεσης τους ενώ τα ιερατικά αξιώματα και η ευθύνη της διοργάνωσης των τελετών έμεινε στα χέρια των βασιλικών γενών της Ελευσίνας. Αυτό δείχνει τον σεβασμό των Αθηναίων προς τα μυστήρια αλλά και την μοναδική ιεροτελεστία που λάμβανε χώρα σε αυτά (μια άλλη άποψη που δε θα πρέπει να παραληφθεί είναι ο συνδυασμός των παραπάνω με το οικονομικό όφελος).

Αφροδίτη, Δήμητρα και Ήρα πίνακας του Raphael
Από αυτή την ίδια εποχή πραγματοποιείται η λατρεία της Δήμητρας, ως θεάς της φύσης, της βλάστησης και ειδικά των σιτηρών, η οποία συνεχίζεται χωρίς διακοπή ως τα Ρωμαϊκά χρόνια. Η μεγάλη φήμη που αποκτά η Ελευσίνα λόγω των μυστηρίων καθώς και η μεγάλη προσέλευση των πιστών απαιτεί ανέγερση νέων ναών και το Ιερό της αποκτά Πανελλήνιο χαρακτήρα ενώ η πόλη αργότερα περιβάλλεται από ισχυρό τείχος.

Η επιμέλεια των Μυστηρίων από τους Αθηναίους έδωσε στα ελευσίνια μυστήρια μεγάλη αίγλη φτάνοντας στο απόγειο της ακμής τους κατά τη χρυσή εποχή της Αθηναϊκής δημοκρατίας, τον 5ο αιώνα π.Χ.. Οι Αθηναίοι φρόντισαν να «διαφημίσουν» τα μυστήρια μέσο επιφανών ξένων που μυήθηκαν σε αυτά όπως ο Ηρακλής ο Ασκληπιός και οι Διόσκουροι, κατορθώνοντας να προσελκύσουν μεγάλο πλήθος Ελλήνων από τη μαύρη θάλασσα και την Αίγυπτο μέχρι την Ιταλία και τη Μεσοποταμία.

Συμπληρωματικά και μετά το δεύτερο έτος κάθε Ολυμπιάδας οι Ελευσίνιοι ιερείς διεξήγαγαν μια εξαιρετικής λαμπρότητας εορτή που λεγόταν πενταετηρίδα και κάθε πρώτο και τρίτο έτος μετά την Ολυμπιάδα την τριετηρίδα που ήταν πανελλήνιες πανηγύρεις-συγκεντρώσεις με διεξαγωγή γυμνικών αγώνων που ως έπαθλο οι νικητές είχαν την ετήσια ποσότητα κριθαριού από το Ράδιο πεδίο. Αργότερα στην κλασική και ρωμαϊκή εποχή ιδρύονται σπουδαία και λαμπρά οικοδομήματα που τελικά ισοπεδώνονται με την επιβολή του Χριστιανισμού και την επιδρομή των μισθοφόρων Οστρογότθων.

Ο ΜΥΘΟΣ

Ο Ομηρικός ύμνος προς τη Θεά Δήμητρα είναι χωρίς αμφισβήτηση ένας από τους ωραιότερους και πιο δραματικούς ύμνους που εξιστορεί, το δράμα των δύο θεαίνων της Δήμητρας και της κόρης της Περσεφόνης.

Σε αυτόν το μύθο η φαντασία αποκτά λειτουργική υπόσταση που για τους μυημένους αναμειγνύεται με την εμπειρία ή την έως τότε γνώση των πραγμάτων, δηλαδή της πρώιμης εκείνης επιστήμης, καθώς τους προσφέρει μια εσωτερική μεταμόρφωση. Κυρίως τους μεταμορφώνει σε άτομα που μετά τη μύηση φέρεται ότι έχουν θέσει σοβαρές βάσεις για τη περαιτέρω ζωή τους καθώς και τους προετοιμάζει για το μέγα θέμα της μετά του θανάτου πορείας.

Η Δήμητρα και δύο νύμφες πίνακας του Peter Paul Rubens
Η νεαρή Περσεφόνη κόρη της Θεάς Δήμητρας καθώς κάποια ημέρα έπαιζε με τις Ωκεανίδες νύμφες στον ανθισμένο αγρό του Νύσιου πεδίου, θαμπώθηκε από τη θέα και τη πανέμορφη μυρωδιά ενός ανθισμένου ναρκίσσου. Αυτός ο νάρκισσος ήταν τον ωραιότερο και το πιο ευωδιαστό άνθος ανάμεσα στα υπέροχα ρόδα τούς κρόκους τους υάκινθους και τις ίριδες που υπήρχαν στη περιοχή και χωρίς δεύτερη σκέψη άπλωσε το χέρι της για να τον κάνει δικό της.

Ξαφνικά κρότος ακούγεται δυνατός και σείεται όλη η γη καθώς ρήγμα βαθύ εμφανίζεται, ρήγμα που σχίζει τη γη στα δυο, μέχρι τα βάθη της τα υγρά και μουχλιασμένα τάρταρα και πάνω στο χρυσό του άρμα που έσερναν τα αθάνατα του άλογα, εμφανίζεται μαυροντυμένος ο κοκκινομάλλης Άδης, ο φοβερός θεός του κάτω κόσμου ο οποίος με γρήγορες κινήσεις αρπάζει την Περσεφόνη και την μεταφέρει στο σκοτεινό Βασίλειο των νεκρών.

Η ομορφιά της κόρης θάμπωσε τον σκοτεινό θεό που είχε ήδη αποφασίσει για να την κάνει βασίλισσά του. Μεγάλη κραυγή έβγαλε από μέσα της τότε η Κόρη καλώντας το πατέρα της τον γιο του Κρόνου Δια, αλλά προς μεγάλη ατυχία της αυτός είχε αλλού στραμμένη τη προσοχή του. Κανείς θνητός δεν είδε, παρά μόνο η θεά Εκάτη άκουσε τη κραυγή και ο παντεπόπτης Ήλιος είδε το όλο συμβάν.

Ένας μικρός απόηχος όμως αντήχησε στα βουνά και απ τα βάθη των ωκεανών εξοστρακίστηκε κι έφτασε μέχρι τον Όλυμπο εκεί που βρίσκονταν η μητέρα της η Δήμητρα αναταράζοντας τα σωθικά της. Αμέσως η θεά εμφανώς τρομαγμένη, γεμάτη μητρική ανησυχία ορμάει σα γεράκι απ’ τα παλάτια των θεών και άρχισε να την αναζητά σε γη και θάλασσα. Μαυροντυμένη, κρατώντας αναμμένες δάδες αναζητούσε τη Κόρη της Εννέα ολόκληρα μερόνυχτα μάταια όμως.

Έψαχνε στη γη και τον ουρανό διέσχιζε τα λαγκάδια και τις ρεματιές, δίπλα στις όχθες των ποταμών και των θαλασσών χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Σε όλη τη περιπλάνηση νηστική και ανήσυχη δεν έτρωγε πλέον αμβροσία, ούτε με νέκταρ ξεδιψούσε, δε λουζόταν, δεν μιλούσε σε κανέναν και μεταμορφωμένη σε μαυροντυμένη γριά αναζητούσε τη Περσεφόνη αφήνοντας το πένθος της έκδηλο σε κάθε της βήμα.

Τη δέκατη ημέρα, συνοδευόμενη από την θεά Εκάτη που της στάθηκε αρωγός και λόγο του σεβασμού και της συμπάθειας που έτρεφε για αυτήν ο Ήλιος, έμαθε από αυτόν αυτό που εκείνη δεν είχε δει, ότι ο Άδης δηλαδή ο αδελφός της, γιος της ίδιας μάνας, άρπαξε τη κόρη της με τη συγκατάθεση του Δία.

Η απαγωγή της Περσεφόνης πίνακας του Albrecht Dürer (1516)
Αμέσως η Δήμητρα καταβεβλημένη και στενοχωρημένη βουτηγμένη ολόκληρη στο πείσμα από τη προδοσία, εγκατέλειψε τους οίκους των θεών στον Όλυμπο και περιπλανώμενη ανάμεσα στους θνητούς έφθασε στη μικρή πόλη της Ελευσίνας. Με θλιμμένη τη ψυχή της έκατσε να ξαποστάσει σε μια μεγάλη πέτρα κάτω από τη σκιά μίας ελιάς δίπλα από το πηγάδι. Αυτό το πηγάδι κατά τον Παυσανία ονομαζόταν παρθένιο φρέαρ και ήταν τόπος συνάθροισης για τις παρθένες της πόλης.

Το φρεάτιο αυτό τελικά έδινε στους κατοπινούς μύστες αλλά και συνεχίζει να δίνει μέχρι σήμερα μια μεγάλη αίσθηση της ιστορικότητας αφού ήταν το σημείο εστίασης για την έναρξη των τελετουργικών χορών στους εορτασμούς. Ας δούμε πως εξιστορεί ο Όμηρος με τους στίχους του όλη τη σκηνή, φανερώνοντας μας την τραγική κατάσταση την οποία βρισκόταν η θεά :

«Εννήμαρ μέν έπειτα κατά χθόνα πότνια Δηώ 
στρωφάτ΄, αιθομένας δαιδας μετά χερσίν έχουσα, 
ουδέποτ΄άμβροσίης καί νέκταρος ήδυπότοιο 
πάσσατ΄άκηχεμένη,ουδέ χρόα βάλλετο λουτροίς.» 
 
…ενώ καθώς φθάνει στην Ελευσίνα :
«Έζετο δ΄εγγύς όδοίο φίλον τετιημένη ήτορ, 
Παρθενίω φρέατι,ένθα ύδρε΄υοντο πολίται, 
Έν σκιή,αυτάρ ύπερθε πεφύκει θάμνος ελαίης, 
… 
ένθα καθεζόμενη προκατέσχετο χερσί καλύπτρην, 
δηρόν δ΄άφθογγος τετιημένη ήστ΄επί δίρφου, 
ουδέ τιν΄ούτ΄έπει προσπτύσσετο ούτε τι έργω, 
άλλ’ άγέλαστος, άπαστος εδητύος ηδέ ποτήτος 
ήστο, πόθω μινύθουσα βαθυζώνοιο θυγατρός.» 

Σε αυτή τη φοβερή κατάσταση τη γεμάτη απέραντη θλίψη και πένθος βρήκαν την θεά οι τέσσερις παρθένες, η Καλλιδίκη, η Κλεισιδίκη, η Δημώ και η Καλλιθόη η μεγαλύτερη από τις κόρες του βασιλιά της Ελευσίνας Κελεού, την ώρα που πήγαιναν στο πηγάδι για να γεμίσουν με νερό τις χάλκινες υδρίες τους.

Η Αρπαγή της Περσεφόνης, Bασιλικοί τάφοι Βεργίνας, περί το 350 π.Χ.

Η Δήμητρα αν και μεταμορφωμένη σε γριά και εμφανώς ταλαιπωρημένη εξέπεμψε αμέσως συμπάθεια και σεβασμό στις κόρες, οι οποίες άρχισαν να τη ρωτούν για το ποία ήταν και ποίος ο λόγος που την έφερε στη πόλη τους έξω από το παλάτι του πατέρα τους Κελεού. Η θεά, αποκρύπτοντας την ταυτότητά της, αποκρίθηκε πως ονομαζόταν Δώς και καταγόταν από την Κρήτη. Είχε αιχμαλωτιστεί από ληστές, και είχε δραπετεύσει από τον Θορικό.

Κοιτώντας στα μάτια τις κόρες του βασιλιά τις παρεκάλεσε να υπηρετήσει σε ένα σπίτι της Ελευσίνας, σύμφωνα με τις δυνάμεις της και όπως αρμόζει σε μια γυναίκα της ηλικίας της να μεγαλώσει κάποιο παιδί, αν κάποιος φυσικά της το εμπιστευόταν. Εκείνες αμέσως την κάλεσαν στην βασιλική οικία τους και πρώτη από όλες η πιο όμορφη η Καλλιδίκη ανάλαβε πρωτοβουλία ώστε να την γνωρίσουν στη μητέρα τους τη Μετάνειρα με σκοπό τη ανατροφή του μικρού αδελφού τους.

Καθώς έφτασαν στο βασιλικό τους δώμα η μάνα τους και μητέρα του μικρού Δημοφώντα είδε με συμπάθεια τη μεταμορφωμένη θεά και δεν έφερε αντίρρηση στην ανάθεση της ανατροφής του υιού της. Τα λόγια της Δήμητρας προς τη Μετάνειρα ήταν λιτά και μετρημένα καθώς η στενοχώρια της για το χαμό της Κόρης επηρέαζε τα έξω και τα μέσα της. Η θλίψη είχε σμιλέψει βαθιά το πρόσωπο της.

Μια εκ των γυναικών που υπηρετούσαν τη βασίλισσα και ονομάζονταν Ιάμβη κατόρθωσε τελικά λέγοντας της αστεία και κάνοντας κωμικές χειρονομίες να φέρει πάλι πίσω ένα ελαφρύ χαμόγελο στα χείλη της θεάς. Εν τούτοις δεν δέχθηκε το ποτήρι με το κόκκινο κρασί που της πρόσφερε η Μετάνειρα και ζήτησε να της δοθεί ο “κυκεών” ένα περίεργο ποτό από κριθάλευρο νερό και μίνθη (μέντα), που έθεσε τέρμα στη πολυήμερη αποχή της από την τροφή.

Η Αρπαγή της Περσεφόνης από τον Πλούτωνα πίνακας του Peter Paul Rubens
 
Η Δήμητρα νιώθοντας υποχρέωση προς τη βασιλική οικογένεια αποπειράθηκε να καταστήσει τον Δημοφώντα αθάνατο, τρέφοντάς τον με αμβροσία και βάζοντάς τον κρυφά τη νύχτα σε φωτιά, προκειμένου να καταστρέψει τις θνητές σάρκες του. Ο μικρός Δημοφώντας αναπτύσσονταν ταχύτατα και αυτό έβαλε σε σκέψεις τη Μετάνειρα που παραμονεύοντας ένα βράδυ, είδε τη θεά να κρατά τον γιο της πάνω απ τη φωτιά και νομίζοντας ότι προσπαθεί να τον κάψει, μπήκε στο δωμάτιο φωνάζοντας προς τη γριά.

Το έργο όμως της αθανασίας του Δημοφώντα όπως και στη περίπτωση ενός άλλου ήρωα του Αχιλλέα δε πρόλαβε να ολοκληρωθεί. Ίσως η αποτυχία στις δύο αυτές αλλά και σ άλλες περιπτώσεις, υποδηλώνει ότι η αθανασία επιτυγχάνετε μόνο από τη ψυχή και όχι από το σώμα. Να μια ουσιώδης πρώτη διδαχή που έμελλε να περάσει μυστικά μέσα από τα μυστήρια. Η μαυροντυμένη δυστυχής γριά μεταμορφώθηκε και πάλι στη πανίσχυρο θεά περιβαλλόμενη απ’ τη θεία λάμψη προδίδοντας τη θεία δύναμη της δια της οποίας γονιμοποιούσε τη γη και έδινε τον σίτο εις τους ανθρώπους, λέγοντας κατά τον Όμηρο τα εξής :

«Είμί δέ Δήμητηρ τιμάοχος, ήτε μέγιστον 
άθανάτοις θνήτοισί τ΄όναρ καί χάρμα τέτυκται. 
Άλλ΄ άγε μοι νηόν τε μέγαν καί βωμόν ύπ΄αύτώ 
Τευχόντων πάς δήμος ύπαί πόλιν αίπύ τε τείχος, 
Καλλίχορου καθύπερθεν, επί προύχοντι κολονώ.
Όργια δ΄αυτή έγών ύποθήσομαι, ώς άνέπειτα 
Εύαγέως έρδοντες έμόν νόον ίλάσκοισθε.» 

Η θεά αποκαλυμμένη απαιτεί από τον Κελεό να της κτίσει ένα ναό πάνω από το καλλίχορο φρέαρ. Εκεί αποσύρετε και δεν αφήνει κανένα φυτό να φυτρώσει πάνω στη γη. Οι θνητοί σταματάνε να προσφέρουν πλέον θυσίες στους θεούς. Η γη έπαψε να βλαστάνει και κινδύνεψε να αφανισθεί το ανθρώπινο γένος από προσώπου γης. Ο Δίας φανερά δυσαρεστημένος από τη τραγική εξέλιξη στέλνει τους Ολύμπιους θεούς να παρακαλέσουν την Δήμητρα να μεταβάλει τη γνώμη της και να επιστρέψει στον Όλυμπο. Εκείνη αρνείται και ο Δίας τότε στέλνει τον Ερμή στον Άδη να φέρει πίσω τη κόρη στη Δήμητρα.

O Ερμής, ύστερα από διαταγή του Δία, έφτασε στο βασίλειο των νεκρών, ζητώντας από τον Πλούτωνα να επιτρέψει την επιστροφή της Περσεφόνης στη μητέρα της. Ο Άδης προσποιούμενος ότι λαμβάνει υπ όψη του τις διαταγές του Δία αφήνει τη Περσεφόνη να επιστρέψει στη μητέρα της, αφού πρώτα της δίνει να δοκιμάσει κόκκους ροδιάς ξέροντας ότι αυτό θα τη κρατήσει κοντά του για το ένα τρίτο του έτους. Έπειτα ο βασιλιάς του κάτω κόσμου δίνει το άρμα του στον Ερμή να ανεβάσει τη Περσεφόνη στα υπέργεια παλάτια του Κελεού.

Το άγαλμα της Δήμητρας πίνακας του Peter Paul Rubens
Η Δήμητρα ντυμένη μαινάδα δέχεται τη κόρη στο ναό της, αν και η χαρά της δεν κράτησε πολύ, γιατί όταν η θεά πληροφορήθηκε ότι η κόρη της είχε αναγκασθεί να φάει ρόδι πριν επιστρέψει στην Ελευσίνα, κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να την κρατήσει για πάντα κοντά της. Με την επέμβαση της Ρέας συμφώνησαν οι θεοί να μένει η Περσεφόνη το ένα τρίτο του έτους στο σύζυγό της Πλούτωνα και τα άλλα δύο τρίτα μεταξύ των Ολυμπίων θεών και της μητέρας της. Η θεά δέχθηκε την πρόταση και αφήνει πάλι τα φυτά και τα δένδρα να ανθίσουν ως ένδειξη ικανοποίησης για την επιστροφή της Περσεφόνης.

Στη γιορτή αυτή συμμετέχει και η Εκάτη που εξ αρχής είχε βοηθήσει τη Δήμητρα στην ανεύρεση της Περσεφόνης. Εξευμενισμένη η Δήμητρα προτού επιστρέψει στην οικία των θεών, νιώθοντας βαθιά ευγνώμων στους Ελευσίνιους για τη φιλοξενία τους, δίδαξε στα μέλη των τεσσάρων βασιλικών οικογενειών, τον Τριπτόλεμο, τον Εύμολπο τον Διοκλή, και τον Κελεό, τα μυστήρια της λατρείας της τα σεμνά όργια που βασίζονταν στο ιερό δράμα και τα οποία αξίωσε να τελούν κάθε χρόνο προς τιμή και ανάμνηση Αυτής μέσα στο ναό τον οποίο ανέγειραν γι αυτό το σκοπό.

Η θεά αξίωσε επίσης απόλυτη μυστικότητα, υποσχόμενη σαν αντάλλαγμα αιώνια ευημερία στην πόλη, λέγοντας τους ότι τα μυστήρια αυτά θα ήταν τα ύψιστα σε σχέση με την πνευματική και ηθική ανάπτυξη του ανθρώπου καθώς επίσης ότι θα τον προετοίμαζαν για τη μετά θάνατον μακαριότητα.

Το πρώτο σημείο πού έσπειραν τα δημητριακά ήταν έξω από την Ελευσίνα και προς τα Μέγαρα το ονομαζόμενο Ράριο πεδίο. Ο ήρωας Ράρος ήταν παππούς η πατέρας του Τριπτόλεμου. Εκεί στο κτήμα του Ράρου υπήρξε και το πρώτο ιερό αλώνι με βωμό αφιερωμένο στον Τριπτόλεμο, όπου κατασκεύαζαν τους πλακούντες οι οποίοι στη συνέχεια θα αφιερώνονταν στους θεούς των μυστηρίων.

Μετά το Ράριο σπάρθηκε το Θριάσιο πεδίο και ο Τριπτόλεμος ανέλαβε να μεταφέρει τη γνώση στους ανθρώπους σχετικά με τη καλλιέργεια της γης, τη σπορά και το θερισμό του σίτου καθώς και τη παρασκευή του άρτου. Ως δάσκαλος εξ ουρανών συνέβαλλε τα μέγιστα στην κατανόηση των ανθρώπων για την αξία της ήμερης τροφής, που τόσο είχε να κάνει με τον πολιτισμό και την υλική ευημερία του.


(Κάντε κλικ στις φωτογραφίες για μεγέθυνση)