Κυριακή 2 Νοεμβρίου 2025

Αρχαίοι Έλληνες Φιλόσοφοι

4.3. Παρμενίδης ο Ελεάτης

Ο Παρμενίδης ήταν λίγο νεότερος από τον Ηράκλειτο. Γεννήθηκε στην Ελέα της νότιας Ιταλίας γύρω στο 520 π.Χ. και η φιλοσοφική του δραστηριότητα καλύπτει το πρώτο μισό του 5ου αιώνα. Ο Πλάτων του αφιερώνει έναν σημαντικό διάλογο, όπου ο Παρμενίδης εμφανίζεται να επισκέπτεται σε προχωρημένη ηλικία την Αθήνα και να δίνει ένα φιλοσοφικό μάθημα στον νεαρό και άσημο ακόμη Σωκράτη. Η συνάντηση αυτή είναι μάλλον προϊόν της φαντασίας του Πλάτωνα, δείχνει όμως την καθοριστική επίδραση της σκέψης του Παρμενίδη στις νεότερες γενεές των φιλοσόφων.

Και ο Παρμενίδης προερχόταν από γνωστή οικογένεια, μία από αυτές που ίδρυσαν την πόλη της Ελέας το 540 π.Χ. Αυτός όμως, αντίθετα από τον Ηράκλειτο, μετείχε ενεργά στα κοινά, αφού λέγεται ότι συνέταξε τους νόμους της πατρίδας του. Θα πρέπει στα νιάτα του στην Ελέα να γνώρισε τον Ξενοφάνη, χωρίς να εντυπωσιαστεί από τον ανατρεπτικό διαφωτισμό του. Μόνο στην απόφασή του να εκφραστεί μέσα από ένα μακροσκελές ποίημα θα μπορούσε να διακρίνει κανείς κάποια επιρροή του Ξενοφάνη. Είναι σίγουρο ότι ο Παρμενίδης γνώριζε τη φιλοσοφία των Πυθαγορείων, αφού γεννήθηκε και έζησε σε μια περιοχή όπου κυριαρχούσε το πυθαγόρειο κίνημα. Ωστόσο, ακόμη κι αν μυήθηκε στη φιλοσοφία από κάποιους Πυθαγόρειους, δεν υιοθέτησε τον τρόπο ζωής τους ούτε τις αντιλήψεις τους.

Ο Παρμενίδης ενδιαφέρθηκε για τη διάδοση των φιλοσοφικών του ιδεών και συγκέντρωσε γύρω του μαθητές. Οι μεταγενέστεροι αναφέρονται συχνά στην «ελεατική σχολή», εννοώντας κυρίως τον Παρμενίδη, τον νεότερο συμπολίτη του Ζήνωνα και τον Μέλισσο από τη Σάμο. Η σχέση όμως του Παρμενίδη με τους μαθητές του είναι σχέση διανοητικής συγγένειας, δεν θυμίζει σε τίποτε την ιεραρχική οργάνωση της πυθαγόρειας αδελφότητας.

Η φιλοσοφία του Παρμενίδη εμπεριέχεται σε ένα αποκαλυπτικό ποίημα, γραμμένο σε δακτυλικό εξάμετρο, από το οποίο ευτυχώς διασώθηκαν τα πιο σημαντικά μέρη. Στο ποίημα ένας νέος (ο ίδιος ο Παρμενίδης) διηγείται τη μύησή του στη φιλοσοφία από μια θεά, η οποία αναλαμβάνει να τον κρατήσει μακριά από τις κοινές αντιλήψεις των ανθρώπων, «όπου αληθινή εμπιστοσύνη δεν υπάρχει», και να τον οδηγήσει στην «ατρόμητη καρδιά της ολοστρόγγυλης αλήθειας». Το ποίημα του Παρμενίδη χωρίζεται σε τρία μέρη. Στο εκτενές προοίμιο, σε καθαρά επική γλώσσα, περιγράφεται η ανάβαση του νέου προς τις πύλες της Ημέρας και της Νύκτας, όπου θα συναντήσει τη θεά. Το δεύτερο και κύριο μέρος του ποιήματος είναι ο λόγος της θεάς για τη φύση της αλήθειας. Και το τρίτο και πιο αινιγματικό, από το οποίο έχουν σωθεί λίγα αποσπάσματα, θα πρέπει να ήταν μάλλον μια ανάπλαση κοσμολογικών αντιλήψεων που θυμίζουν προγενέστερους φιλοσόφους.

Στα χρόνια του Παρμενίδη ο φιλόσοφος είναι ακόμη ελεύθερος να εκφραστεί μέσα από το είδος του λόγου που ο ίδιος θεωρεί πρόσφορο. Η φιλοσοφική πραγματεία σε πεζό λόγο, όπως τη γνωρίζουμε σήμερα, θα καθιερωθεί μόνο μετά τον Αριστοτέλη. Το γεγονός λοιπόν ότι ο Παρμενίδης επιλέγει τον ποιητικό λόγο, την ίδια στιγμή που ο Ηράκλειτος εκφράζεται με χρησμούς και οι Πυθαγόρειοι αποφεύγουν τη γραφή, έχει σημασία. Η γλώσσα του έπους δεν είναι απλώς υποβλητική, είναι η γλώσσα της παιδείας και της θρησκείας των Ελλήνων, η γλώσσα μέσα από την οποία οι Έλληνες έχουν εμπεδώσει την κοινή τους καταγωγή και τις κοινές τους αξίες. Ο Παρμενίδης εντάσσει τον εαυτό του στην παράδοση του Όμηρου και του Ησίοδου. Φιλοδοξεί μέσα από την καθιερωμένη οδό να μεταδώσει ένα νέο μήνυμα παιδείας: ο φιλοσοφικός λόγος μπορεί να αντικαταστήσει τον μύθο. Τη θέση της Μούσας του ποιητή παίρνει τώρα η θεά του Παρμενίδη. Ο λόγος της είναι υποβλητικός και δογματικός: είναι η ίδια η αποκάλυψη της μοναδικής Αλήθειας. Είναι όμως ταυτοχρόνως ένας λόγος συνεκτικός και αποδεικτικός, ένας λόγος που μπορεί να γίνει κατανοητός μόνο αν αφυπνιστεί η λογική ικανότητα και το κριτικό πνεύμα του αποδέκτη. Αυτή είναι άλλωστε και η συμβουλή της στον νεαρό Παρμενίδη: «Να κρίνεις με τον λόγο τον επίμαχο έλεγχο που εγώ πρότεινα» (απόσπ. 7).

Οι αρχαίοι δεν εκτιμούσαν ιδιαίτερα τα ποιητικά χαρίσματα του Παρμενίδη. Τον θεωρούσαν μεγάλο φιλόσοφο αλλά μέτριο ποιητή. Οι αφηρημένες έννοιες και οι αποδεικτικοί συλλογισμοί της παρμενίδειας φιλοσοφίας ασφυκτιούν μέσα στο περίβλημα της επικής ποίησης. Η φιλοσοφία έπρεπε να βρει τον δικό της τρόπο έκφρασης.

Πολυδάμας: ο πιο μεγαλόσωμος άνθρωπος που έζησε ποτέ

Ο Πολυδάμας ο Θεσσαλός γιος του Νικία. Ο Πολυδάμας ήταν αρχαίος αθλητής από τη Σκοτούσσα πόλη της Θεσσαλίας που είχε ιδρυθεί από τους Προέλληνες Πελασγούς στην περιοχή που βρίσκεται σήμερα ανάμεσα στις Φέρες και τα Φάρσαλα.

Διακρίθηκε και έγινε Ολυμπιονίκης στην 93η Ολυμπιάδα (408 π.Χ.). Φημιζόταν για τη δύναμη του, ενώ κατά τον Παυσανία, ήταν ο πιο μεγαλόσωμος άνθρωπος που έζησε ποτέ.. Η φήμη του δεν οφειλόταν μόνο στην νίκη του στο Παγκράτιο....

Ο Παυσανίας στα Ηλιακά του αναφέρει διάφορα κατορθώματα του και πως για αυτά ωθούνταν από τη φιλοδοξία να ανταγωνιστεί τους άθλους του Ηρακλή.

Στο Όλυμπο τότε υπήρχαν λιοντάρια. Εκεί τελείως ξαρμάτωτος ο Πολυδάμας σκότωσε ένα δυνατό τεράστιο άγριο λιοντάρι. Οδηγήθηκε σε αυτή την περιπέτεια θέλοντας να μιμηθεί τον Ηρακλή που σκότωσε το λιοντάρι της Νεμέας.

Επίσης μπήκε σε ένα κοπάδι βοδιών, άρπαξε τον αγριότερο και μεγαλύτερο ταύρο από τα πίσω πόδια, και τον κρατούσε από τις οπλές, οι οποίες του έμειναν στα χέρια όταν το ζώο διέφυγε. Μπορεί κανείς να φανταστεί αυτό το απίθανο σκηνικό; Από τη μία πλευρά το ισχυρό θηρίο προσπαθεί να ελευθερώσει το πόδι του από τα χέρια του αθλητή και από την άλλη, ο αθλητής με τα πόδια να είναι σαν φυτεμένα στο έδαφος κρατώντας ψηλά τον έξαλλο ταύρο, ατάραχος, μέχρι να μείνει με τις οπλές στα χέρια. Μπορείτε να αμφιβάλετε πως τέτοια δύναμη δεν έρχεται κατ' ευθείαν από τους θεούς;

Μια άλλη φορά έπιασε με το ένα του χέρι ένα άρμα που έτρεχε πολύ γρήγορα και το σταμάτησε.

Η φήμη του εξ αιτίας αυτών των κατορθωμάτων έφτασε πολύ μακριά. Όταν έγινε βασιλιάς των Περσών ο Δαρείος ο Β' (423-405 π.Χ.) έστειλε αγγελιοφόρους στον Πολυδάμαντα γιατί ήξερε για τα θαυμάσια έργα του, και τον έπεισε με υποσχέσεις δώρων, να έρθει για να τον δει στην πρωτεύουσά του τα Σούσα.

Εκεί ο Πολυδάμας προκάλεσε τρεις από τους Αθανάτους που ανήκαν σε μια εκλεκτή ομάδα του στρατού. Το όνομά τους το είχαν πάρει γιατί πάντα έμεναν σαν μια δύναμη 10.000 δυνατών ανδρών και αν κάποιος σκοτωνόταν ή πέθαινε κάποιος άλλος έπαιρνε τη θέση του και δεν ήταν ποτέ λιγότεροι ή περισσότεροι από αυτόν τον αριθμό.

Ο Πολυδάμας δεν δίστασε και πάλεψε μπροστά στο Δαρείο και με τους τρεις. Αυτοί ήρθαν να αγωνιστούν με τη μακριά πανοπλία τους και εξοπλισμένοι με το σπαθί τους ενώ ο Πολυδάμας είχε μόνο το ρόπαλο στο χέρι του. Τους σκότωσε και τους τρεις.

Για όλα αυτά τα κατορθώματα, έμαθε ο Παυσανίας, στην Ολυμπία όπου υπήρχε πάνω σε υψηλό βάθρο ανδριάντας του Πολυδάμαντα, έργο του μεγάλου γλύπτη Λυσσίπου. Το άγαλμα πιστεύεται πως στεκόταν στα βορειοδυτικά του επιβλητικού ναού του Διός και στην πραγματικότητα ανάμεσα στο ναό και τη στοά της Ηχούς. Σήμερα σώζονται δύο τμήματα του βάθρου, στις τρεις πλευρές των οποίων διακρίνονται, ανάγλυφες παραστάσεις από την πάλη του ήρωα στην αυλή του Δαρείου και από την τιθάσευση του λιονταριού στις παρυφές του Ολύμπου.

Κατά τον Παυσανία: Αυτός ο άνδρας ο Πολυδάμας ο γιος του Νικία από την Σκοτούσσα, ήταν το μεγαλύτερο και το ψηλότερο από όλα τα ανθρώπινα όντα -εκτός από τους ήρωες όπως ονομάζονται- και από οιαδήποτε φυλή θνητών που προϋπήρξε της ηρωικής εποχής, ήταν ο μεγαλύτερος και ο ψηλότερος.

Κατά τον Παυσανία πάλι:

Οι Πελλήνιοι κάτοικοι της πόλης Πελλήνη που στην αρχαιότητα ανήκε στην Αχαΐα, υποστήριζαν πως μετά το Περσικό τόλμημα ο Πολυδάμας επέστρεψε στην Ολυμπία για να λάβει μέρος στους αγώνες και ότι ο συμπατριώτης τους Πρόμαχος τον νίκησε στο Παγκράτιο. Ο Πρόμαχος ήταν ένας φημισμένος αθλητής που είχε κερδίσει στην Ολυμπία, στα Ίσθμια και στα Νέμεα. Αλλά οι Θεσσαλοί δεν το αποδέχτηκαν και απάντησαν με μια επιγραφή που συμπληρώνει το ανάγλυφο του βάθρου του αγάλματος του διάσημου αθλητή τους:

«Ω, Σκοτούσσα, εσύ που ανέθρεψες τον αήττητο Πολυδάμαντα».

Το τέλος του ήρωα ήταν πολύ τραγικό σαν και αυτό του Μίλωνα του Κροτωνιάτη.

Όπως πολλοί άλλοι αρχαίοι άνδρες, που ήταν υπερήφανοι για την σωματική τους ευρωστία, έτσι και ο Πολυδάμας επρόκειτο να καταστραφεί από τη δύναμή του. Πήγε σε μια σπηλιά κατά τη θερινή περίοδο με τους συντρόφους του, βρίσκοντας καταφύγιο από τη μεγάλη ζέστη. Από κάποια κακή πρόνοια η οροφή του σπηλαίου άρχισε να καταρρέει. Όταν συνειδητοποίησαν τι συνέβαινε οι σύντροφοι του έτρεξαν έξω. Όμως ο Πολυδάμας πιστεύοντας πως η τεράστια δύναμή του θα μπορούσε να αποτρέψει την κατάρρευση του σπηλαίου, με τα χέρια του προσπάθησε να στηρίξει την οροφή, ενώ τα βράχια συντριβόταν γύρω του. Η μεγάλη του δύναμη ήταν η καταστροφή του, γιατί συντρίφτηκε από τους τεράστιους βράχους και σε αυτό το σκοτεινό σπήλαιο ο περίφημος Πολυδάμας, που είχε στεφθεί τρεις φορές στους Αγώνες, συνάντησε το θάνατό του.

Όπως έγραψε ο Διόδωρος ο Σικελιώτης: Ο θάνατος του Πολυδάμαντα κατέστησε σαφές σε όλους τους ανθρώπους πόσο επισφαλές είναι να έχουν μεγάλη δύναμη, αλλά λίγη επίγνωση.

ΙΑΜΒΛΙΧΟΣ: Η ΤΙΜΩΡΙΑ ΤΗΣ ΑΔΙΚΙΑΣ

Ο θεός δεν είναι άδικος σε καμιά περίπτωση και με κανέναν τρόπο, αλλά είναι όσο το δυνατόν δικαιότερος και τίποτα δεν του μοιάζει περισσότερο από κάποιον από εμάς που γίνεται όσο το δυνατό πιο δίκαιος.

Αυτό είναι και το μέτρο όχι μόνο της αληθινής ικανότητας ενός ανθρώπου, αλλά και της μηδαμινότητας και της αναδρείας του, διότι η γνώση του είναι σοφία και η αρετή αληθινή και η άγνοιά του αμάθεια και κακία φανερή. Οι υπόλοιπες θεωρούμενες ικανότητες και σοφίες, όταν εκδηλώνονται στις πολιτικές εξουσίες είναι χυδαίες, ενώ όταν εκδηλώνονται στις τέχνες είναι βάναυσες.
 
Αυτόν λοιπόν που λέμε ότι αδικεί και ανοσιουργεί, καλύτερα να μην τον αφήσουμε να μεγαλώσει με την πανουργία του, διότι οι άνθρωποι αυτοί χαίρονται με την κατηγορία και νομίζουν ότι ακούν πως δεν είναι α-νόητοι ή αλλιώς άχθη της γης, αλλά άνδρες που πρέπει να ζουν μέσα στην πόλη ασφαλισμένοι.

Πρέπει λοιπόν να τους πούμε την αλήθεια, όσο περισσότερο αγνοούν αυτό που είναι, τόσο περισσότερο είναι αυτό που δεν γνωρίζουν, διότι αγνοούν την τιμωρία της αδικίας, πράγμα που θα έπρεπε να γνωρίζουν πάνω από όλα. Διότι η τιμωρία δεν είναι αυτό που νομίζουν - πληγές και θάνατοι, που κάποτε αποφεύγουν παρόλο που αδικούν - αλλά αυτό που είναι αδύνατον να αποφύγουν.

Διότι υπάρχουν ζωντανά παραδείγματα, - το θείο που ζει μέσα στην απόλυτη ευδαιμονία, και το "άθεο" που ζει μέσα στην αθλιότητα - αδυνατούν να αντιληφθούν - λόγω ηλιθιότητας και απόλυτης α-νοησίας - πως με τις άδικες πράξεις γίνονται όμοιοι με τους άθλιους και ανόμοιοι με τους θεούς.

Τιμωρούνται, λοιπόν, για να ζήσουν παρόμοια ζωή με αυτή που διάλεξαν.

Η Απέραντη Σιωπή Πέρα από τη Σκέψη: Εξερευνώντας το Ακατανόητο

Μέσα στη διαρκή δραστηριότητα του νου μας, σπάνια σταματάμε να σκεφτούμε τι υπάρχει πέρα από τα όρια της ίδιας της σκέψης. Κι όμως, ακριβώς σε αυτό το ανεξερεύνητο πεδίο—την απέραντη σιωπή πέρα από τη σκέψη—ίσως ανακαλύψουμε τις πιο βαθιές διαστάσεις της ύπαρξής μας. Αυτή η σιωπή δεν είναι απλώς η απουσία ήχου ή σκέψης, αλλά μια ζωντανή παρουσία, ένας χώρος άπειρης δυνατότητας και απεριόριστης επίγνωσης που υπερβαίνει τις συνήθεις νοητικές μας κατασκευές.

Τα Όρια της Σκέψης

Οι σκέψεις μας δημιουργούν τον κόσμο που κατοικούμε. Διαμορφώνουν τις αντιλήψεις μας, ορίζουν τα προβλήματά μας και καθορίζουν τις λύσεις μας. Κι όμως, η σκέψη, όσο ισχυρή και χρήσιμη κι αν είναι, είναι εγγενώς περιορισμένη. Λειτουργεί μέσα στα όρια αυτών που έχουμε βιώσει, μάθει ή φανταστεί. Δεσμεύεται από τη γλώσσα, περιορίζεται από τη λογική και φιλτράρεται μέσα από τον φακό της προσωπικής και πολιτισμικής μας διαμόρφωσης.

Αυτό που έχουμε σκεφτεί, ονειρευτεί και πράξει αποτελεί μόνο ένα μικροσκοπικό νησί μέσα σε έναν αχανή ωκεανό δυνατοτήτων. Ο συνειδητός μας νους, με την αδιάκοπη ροή λέξεων και εικόνων, καταλαμβάνει μόνο μια μικρή γωνία της συνολικής μας ύπαρξης. Πέρα από αυτή τη στενή ζώνη επίγνωσης εκτείνεται μια απεραντοσύνη που παραμένει ως επί το πλείστον ανεξερεύνητη.

Η Πρόσκληση της Σιωπής

Η σιωπή—η αληθινή σιωπή—δεν είναι κάτι που δημιουργούμε ή επιτυγχάνουμε. Αντίθετα, είναι αυτό που παραμένει όταν ο θόρυβος της σκέψης μας καταλαγιάζει. Είναι πάντα παρούσα, όπως ο καμβάς κάτω από έναν πίνακα ή ο χώρος μέσα σε ένα δωμάτιο. Αρκεί να στρέψουμε την προσοχή μας προς αυτήν για να αρχίσουμε να αισθανόμαστε την παρουσία της.

Στην πρακτική του διαλογισμού και του στοχασμού σε διάφορες πνευματικές παραδόσεις, η σιωπή δεν θεωρείται κενότητα αλλά πληρότητα. Περιγράφεται ως έγκυος με δυνατότητες, ζωντανή με νοημοσύνη και διαποτισμένη με μια ποιότητα συνείδησης που υπερβαίνει το ατομικό εγώ. Οι Ερημίτες Πατέρες του πρώιμου Χριστιανισμού μιλούσαν για την «αποφατική» προσέγγιση του Θεού—τη γνώση μέσω της άγνοιας. Οι Δάσκαλοι του Ζεν δείχνουν προς το «μη-νου» ως την πύλη προς τη φώτιση. Οι Σούφι περιγράφουν την κατάσταση της «φανά», δηλαδή την εξάλειψη του ξεχωριστού εαυτού μέσα στον ωκεανό της θείας ύπαρξης.

Αυτές οι παραδόσεις αναγνωρίζουν ότι οι πιο σημαντικές διαστάσεις της πραγματικότητας δεν μπορούν να αποτυπωθούν με έννοιες ή λέξεις. Μπορούν μόνο να βιωθούν άμεσα, σε μια κατάσταση δεκτικής επίγνωσης που υπερβαίνει τον σκεπτόμενο νου.

Ο Παράδεισος Εντός και Εκτός

Αυτό που βρίσκεται πέρα από τη σκέψη θα μπορούσε να περιγραφεί ως Παράδεισος—όχι ως ένας τόπος που θα φτάσουμε μετά τον θάνατο, αλλά ως μια διάσταση ύπαρξης που διαπερνά την καθημερινή μας πραγματικότητα. Αυτός ο Παράδεισος δεν είναι κάτι ξεχωριστό από εμάς· είναι το θεμέλιο της ύπαρξής μας, η πηγή από την οποία αναδυόμαστε και στην οποία επιστρέφουμε.

Η ατελείωτη έκταση του Παραδείσου μιλά για την ανεξάντλητη φύση αυτής της πραγματικότητας. Όσο κι αν ταξιδεύουμε μέσα στη σιωπή, πάντα υπάρχουν βαθύτερα επίπεδα να εξερευνήσουμε, αχανείς εκτάσεις να ανακαλύψουμε. Όπως το φυσικό σύμπαν, με τα δισεκατομμύρια των γαλαξιών που εκτείνονται στο άπειρο, έτσι και το εσωτερικό σύμπαν της συνείδησης εκτείνεται πέρα από κάθε όριο.

Αναλαμπές του Πέραν

Αν και ο κόσμος πέρα από τη σκέψη δεν μπορεί να αποδοθεί πλήρως με λέξεις, κατά καιρούς λαμβάνουμε αναλαμπές του, οι οποίες μεταμορφώνουν την κατανόησή μας για τον εαυτό μας και τον κόσμο:

Σε στιγμές βαθιάς ησυχίας, όταν ο νους μας παύει προσωρινά να φλυαρεί και βιώνουμε μια ειρήνη που ξεπερνά κάθε κατανόηση.

Στο δέος ενός ηλιοβασιλέματος ή ενός έναστρου ουρανού, που στιγμιαία μας ανυψώνει πέρα από την αφήγησή μας για τη ζωή και μας φέρνει σε άμεση επαφή με την ομορφιά.

Στα βάθη του διαλογισμού ή της προσευχής, όταν τα όρια μεταξύ του εαυτού και του άλλου διαλύονται και αισθανόμαστε τη σύνδεσή μας με το όλον.

Στη αυθόρμητη χαρά που αναδύεται χωρίς προφανή λόγο, σαν να αναβλύζει από μια κρυμμένη πηγή μέσα μας.

Στην παρουσία του θανάτου, όταν το απόλυτο μυστήριο μας αντικρίζει και κάνει τα νοητικά μας πλαίσια να καταρρέουν.

Αυτές οι αναλαμπές μάς υπενθυμίζουν ότι η πραγματικότητα είναι κάτι πολύ ευρύτερο από ό,τι μπορούμε να σκεφτούμε ή να πούμε. Μας προσκαλούν να χαλαρώσουμε την προσκόλλησή μας στο γνωστό και να τολμήσουμε να εισέλθουμε στο άγνωστο.

Το Παράδοξο της Έκφρασης

Το να γράφουμε για τη σιωπή πέρα από τη σκέψη είναι, φυσικά, ένα παράδοξο. Οι λέξεις μπορούν μόνο να δείχνουν προς αυτό που βρίσκεται πέρα από αυτές, όπως τα δάχτυλα που δείχνουν το φεγγάρι. Ωστόσο, η προσπάθεια να εκφράσουμε το ανέκφραστο έχει αξία. Δημιουργεί μια ένταση στη συνείδηση, μια λαχτάρα να βιώσουμε άμεσα αυτό που μπορεί μόνο να υπονοηθεί έμμεσα.

Οι μύστες ανά τους αιώνες έχουν χρησιμοποιήσει αυτή την παράδοξη προσέγγιση. Χρησιμοποιούν τη γλώσσα για να μας οδηγήσουν στο κατώφλι της γλώσσας, εκεί όπου οι λέξεις καταρρέουν και η άμεση εμπειρία ξεκινά. Η ποίησή τους, τα κόαν και οι διδακτικές ιστορίες τους δεν έχουν σκοπό να μας δώσουν περισσότερες έννοιες, αλλά να βραχυκυκλώσουν τη νοητική μας σκέψη και να μας ανοίξουν στη πραγματικότητα που την υπερβαίνει.

Το Ταξίδι στην Σιωπή

Πώς μπορούμε να αρχίσουμε να εξερευνούμε αυτή τη βαθιά σιωπή πέρα από τη σκέψη; Το ταξίδι ξεκινά με μια απλή αναγνώριση: δεν είμαι οι σκέψεις μου. Αν και η σκέψη συμβαίνει μέσα στην συνείδηση, η συνείδηση αυτή καθεαυτή είναι μεγαλύτερη από τη σκέψη. Αυτή η αναγνώριση δημιουργεί έναν χώρο μεταξύ του σκέπτοντος και των σκέψεων, έναν χώρο από τον οποίο μπορούμε να παρατηρήσουμε τη δραστηριότητα του νου χωρίς να ταυτιζόμαστε πλήρως με αυτήν.

Από αυτόν τον χώρο της συνειδητής παρατήρησης, μπορούμε να αρχίσουμε να παρατηρούμε τα κενά μεταξύ των σκέψεων—εκείνες τις στιγμιαίες σιωπές που συνήθως περνούν απαρατήρητες. Καθώς στρέφουμε ήπια την προσοχή μας σε αυτά τα κενά, μπορεί να αρχίσουν να διευρύνονται φυσικά. Τα διαλείμματα σιωπής γίνονται πιο συχνά και πιο παρατεταμένα. Σταδιακά, αναπτύσσουμε μια γεύση για τη σιωπή, μια εκτίμηση για την αναζωογονητική της ποιότητα μέσα στον θόρυβο της νοητικής δραστηριότητας.

Διάφορες πνευματικές πρακτικές μπορούν να υποστηρίξουν αυτό το ταξίδι:

Διαλογισμός, ο οποίος εκπαιδεύει την προσοχή να παραμένει στην παρούσα στιγμή αντί να παρασύρεται από τις σκέψεις

Συνειδητή εμβάπτιση στη φύση, όπου οι αισθήσεις ανοίγουν στην ζωντανή παρουσία του φυσικού κόσμου

Ιερή μουσική ή ψαλμοί, που μπορούν να παρακάμψουν την εννοιολογική σκέψη και να ανοίξουν την καρδιά

Σωματικές πρακτικές όπως η γιόγκα ή το ταϊ-τσι, που ενώνουν το σώμα, την αναπνοή και την συνειδητότητα

Υπηρεσία προς τους άλλους, η οποία μετατοπίζει την προσοχή μακριά από την αυτοαντίληψη και προς την συμπόνια

Αυτές οι πρακτικές δεν δημιουργούν τη σιωπή πέρα από τη σκέψη—είναι ήδη παρούσα—αλλά βοηθούν να απομακρυνθούν τα εμπόδια που μας εμποδίζουν να την αναγνωρίσουμε και να παραμείνουμε σε αυτήν.

Ο Καρπός της Σιωπής

Καθώς μαθαίνουμε να ζούμε πιο συχνά στη σιωπή πέρα από τη σκέψη, αρχίζουν να συμβαίνουν λεπτές αλλά σημαντικές αλλαγές στον τρόπο που είμαστε στον κόσμο:

Η σύλληψη του φόβου και του άγχους χαλαρώνει καθώς ανακαλύπτουμε μια διάσταση του εαυτού μας που δεν επηρεάζεται από τις αφηγήσεις του νου περί έλλειψης και κινδύνου.

Η δημιουργικότητα ανθίζει καθώς αποκτούμε πρόσβαση σε πηγές έμπνευσης που βρίσκονται βαθύτερα από την πνευματική επίλυση προβλημάτων.

Οι σχέσεις βαθαίνουν καθώς μαθαίνουμε να ακούμε από μια θέση παρουσίας, αντί να προγραμματίζουμε την επόμενη απάντησή μας.

Η δυστυχία, αν και δεν εξαφανίζεται, κρατείται μέσα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο που επιτρέπει μεγαλύτερη αποδοχή και ανθεκτικότητα.

Η χαρά αναδύεται πιο αυθόρμητα καθώς γινόμαστε διαθέσιμοι στο θαύμα της ύπαρξης που διαρκώς ξεδιπλώνεται.

Αυτοί οι καρποί δεν προέρχονται από προσπάθεια ή επίτευγμα, αλλά από το να επιτρέψουμε στον εαυτό μας να διεκδικηθεί από τη σιωπή που είναι η αληθινή μας φύση.

Πέρα από το Γνωστό

Τα πιο σημαντικά πράγματα στη ζωή μας μπορεί πράγματι να είναι όσα δεν έχουμε ποτέ σκεφτεί—οι απέραντοι τόποι ύπαρξης που βρίσκονται πέρα από τους χάρτες της εννοιολογικής μας κατανόησης. Για να εξερευνήσουμε αυτούς τους τόπους απαιτείται ένα είδος θάρρους: η προθυμία να βουτήξουμε πέρα από τις γνώριμες ακτές του γνωστού, στον ωκεανό του μυστηρίου.

Ωστόσο, αυτό το ταξίδι δεν αφορά την απόκτηση κάτι νέου ή την επίτευξη ενός μακρινού προορισμού. Αφορά την αναγνώριση αυτού που ήταν πάντα παρόν—το απέραντο βάθος του Ουρανού που είναι η αληθινή μας πατρίδα και την απέραντη σιωπή που είναι το θεμέλιο της ύπαρξής μας.

Σε αυτή την αναγνώριση, μπορεί να ανακαλύψουμε ότι τα όρια μεταξύ του ιερού και του καθημερινού διαλύονται. Η υπερβατική διάσταση που αναζητούμε δεν είναι ξεχωριστή από την καθημερινή μας εμπειρία, αλλά είναι η ίδια της η ουσία. Η απέραντη σιωπή πέρα από τη σκέψη δεν είναι αλλού· είναι εδώ και τώρα, περιμένοντας να ανακαλυφθεί στην καρδιά κάθε στιγμής.

Έτσι, καλούμαστε να κάνουμε ένα διάλειμμα, να ακούσουμε βαθιά, να ανοιχτούμε σε όσα βρίσκονται πέρα από τη σκέψη μας—και σε αυτή την ανοιχτότητα, να ανακαλύψουμε την απεριόριστη έκταση της αληθινής μας φύσης.

Η Απεριόριστη Θεότητα: Πέρα από την Ανθρώπινη Σύλληψη

Στην αχανή έκταση της ανθρώπινης πνευματικής αναζήτησης, συχνά προσπαθούμε να περιορίσουμε το άπειρο μέσα στα πεπερασμένα δοχεία της κατανόησής μας. Σαν ταξιδιώτες που χαρτογραφούν έναν ατελείωτο ωκεανό με τίποτα περισσότερο από μια ατελή πυξίδα, χαράσσουμε εδάφη του θείου με εργαλεία τραγικά ανεπαρκή για το έργο.

Η θεία πραγματικότητα υπερβαίνει όλες τις ανθρώπινες κατηγορίες. Υπάρχει πέρα από τα όρια της γλώσσας, πέρα από τους περιορισμούς της σκέψης, πέρα ακόμη και από την πιο υπερβατική μυστικιστική εμπειρία. Αυτό που αποκαλούμε «Θεό» στις διάφορες παραδόσεις μας είναι απλώς μια αντανάκλαση—μερικές φορές καθαρή, συχνά παραμορφωμένη—κάτι πολύ βαθύτερου και θεμελιωδώς ακατάληπτου.

Το Παράδοξο της Θείας Συνάντησης

Το μονοπάτι του μύστη είναι γεμάτο από όμορφες αντιφάσεις. Αναζητούμε εκείνο που δεν μπορεί να αναζητηθεί· ονομάζουμε εκείνο που δεν μπορεί να ονομαστεί· βιώνουμε εκείνο που υπερβαίνει κάθε εμπειρία. Όπως λέει ο Σούφι ποιητής Ρουμί: «Η σιωπή είναι η γλώσσα του Θεού, όλα τα άλλα είναι φτωχή μετάφραση.» Κι όμως, συνεχίζουμε τις μεταφράσεις μας, γνωρίζοντας την ανεπάρκειά τους, επειδή η φύση μας μάς ωθεί προς το μυστήριο.

Όσοι έχουν προχωρήσει βαθιά στην εσωτερική πρακτική επιστρέφουν συχνά με παρόμοιες αναφορές: το θείο συναντάται πιο αυθεντικά στη διάλυση των εννοιολογικών μας πλαισίων. Το Νέφος της Αγνωσίας, εκείνο το ανώνυμο μεσαιωνικό μυστικιστικό κείμενο, μας διδάσκει να τοποθετούμε ένα «νέφος λήθης» κάτω από όλα τα δημιουργήματα και να προσεγγίζουμε τον Θεό μέσα από ένα «νέφος αγνωσίας»—όχι μέσω πνευματικών κατασκευών αλλά με τη γυμνή πρόθεση της αγάπης.

Η Ειδωλολατρία της Βεβαιότητας

Ίσως ο μεγαλύτερος πνευματικός κίνδυνος δεν βρίσκεται στην αδυναμία μας να κατανοήσουμε το θείο, αλλά στην αλαζονεία μας να νομίζουμε ότι το έχουμε ήδη κατανοήσει. Όταν συγχέουμε τις διανοητικές μας κατασκευές με την ίδια την πραγματικότητα που επιχειρούν να σηματοδοτήσουν, διαπράττουμε το θεμελιώδες λάθος που οι μύστες όλων των παραδόσεων έχουν προειδοποιήσει: την ειδωλολατρία του νου.

Η Ζεν παράδοση μιλά για το «να σκοτώσεις τον Βούδα στον δρόμο»—που σημαίνει ότι ακόμη και οι πιο βαθιές μας πνευματικές αποκαλύψεις πρέπει τελικά να ξεπεραστούν. Η Αντβαΐτα Βεδάντα μας υπενθυμίζει ότι η υπέρτατη πραγματικότητα (Μπράχμαν) είναι «νέτι, νέτι» (ούτε αυτό, ούτε εκείνο)—πέρα από κάθε ιδιότητα και περιγραφή.

Στη εβραϊκή μυστική παράδοση, το Εΐν Σοφ (το Άπειρο) νοείται ως εκείνο που προηγείται και υπερβαίνει κάθε εκδήλωση, απολύτως αδιανόητο για τον ανθρώπινο νου. Ομοίως, η αποφατική θεολογία στον Χριστιανισμό προσεγγίζει τον Θεό δια της άρνησης—περιγράφοντας τι δεν είναι ο Θεός, αντί να επιχειρεί να Τον ορίσει.

Ο Ωκεανός και το Ποτήρι

Όπως ο ωκεανός δεν μπορεί να χωρέσει σε ένα ποτήρι, έτσι και η θεία πραγματικότητα δεν μπορεί να περιχαρακωθεί μέσα στην ανθρώπινη κατανόηση. Κι όμως, παραδόξως, κάθε σταγόνα του ωκεανού περιέχει την ουσία ολόκληρου του ωκεανού. Έτσι και το θείο διαπερνά τα πάντα, ενώ ταυτόχρονα δεν περιορίζεται από τίποτα.

Το ταξίδι του μύστη δεν είναι να γεμίσει το ποτήρι με ωκεάνιο νερό, αλλά να συνειδητοποιήσει ότι το ίδιο το ποτήρι αποτελείται από την ίδια ουσία με τον ωκεανό. Τα όρια που αντιλαμβανόμαστε ανάμεσα σε εμάς και το θείο μπορεί να είναι αναγκαίες ψευδαισθήσεις για την ενσώματη ύπαρξή μας, αλλά διαλύονται στο φως της βαθύτερης επίγνωσης.

Πέρα από Ιερούς Τόπους

Οι άνθρωποι από παλιά έχουν ορίσει ορισμένους τόπους ως ιερούς—ναούς, εκκλησίες, τζαμιά, άλση, βουνά. Παρόλο που αυτοί οι χώροι μπορούν να λειτουργήσουν ως ισχυρές πύλες για τη θεία συνάντηση, ο ώριμος μύστης αναγνωρίζει ότι η ιερότητα δεν περιορίζεται σε συγκεκριμένες τοποθεσίες.

Όπως έγραψε ο Πέρσης ποιητής Χαφίζ:

«Έχω μάθει τόσα πολλά από τον Θεό
που δεν μπορώ πια να αποκαλώ τον εαυτό μου
Χριστιανό, Ινδουιστή, Μουσουλμάνο, Βουδιστή ή Εβραίο...
Η Αλήθεια μού αποκάλυψε τόσο πολλά
που δεν μπορώ πια να πω πως είμαι άνδρας, γυναίκα,
άγγελος ή καν αγνή ψυχή.
»

Το θείο δεν κατοικεί περισσότερο στην Ιερουσαλήμ παρά σε ένα ξεχασμένο σοκάκι, ούτε πιο πλήρως σε έναν καθεδρικό ναό παρά σε ένα κελί φυλακής. Το ιερό δεν είναι ένας τόπος στον οποίο πηγαίνουμε, αλλά μια πραγματικότητα στην οποία ξυπνάμε—παρούσα παντού, μα μυστηριωδώς κρυμμένη μπροστά στα μάτια μας.

Το Σιωπηλό Κέντρο

Στην καρδιά της αυθεντικής μυστικιστικής εμπειρίας όλων των παραδόσεων βρίσκεται μια βαθιά σιωπή—όχι η απουσία ήχου, αλλά η παρουσία κάποιου πράγματος που υπερβαίνει τις ίδιες τις κατηγορίες της παρουσίας και της απουσίας.

Οι διαλογιστικές πρακτικές των διαφόρων παραδόσεων—από τον χριστιανικό ησυχασμό μέχρι το βουδιστικό ζαζέν, από τον ινδουιστικό μάντρα διαλογισμό μέχρι το σουφικό ντζίκρ—επιδιώκουν, με διαφορετικούς τρόπους, να σιγήσουν τον θόρυβο της διανοητικής σκέψης και να δημιουργήσουν χώρο για την αναγνώριση αυτής της πρωταρχικής σιωπής.

Μέσα σε αυτή τη σιωπή, τα όρια μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου, μεταξύ του εαυτού και του θείου, γίνονται διαπερατά. Ο μύστης ανακαλύπτει, συχνά με έκπληξη, ότι εκείνο που αναζητούσε, τον αναζητούσε επίσης—ότι ο παρατηρητής και το παρατηρούμενο είναι όψεις μιας και μόνης αδιαίρετης πραγματικότητας.

Το Αέναο Μυστήριο

Το μυστικιστικό μονοπάτι δεν είναι ένα ταξίδι από την άγνοια στη γνώση, αλλά από τη γνώση στο θαύμα, από τη βεβαιότητα στο μυστήριο. Όσο πιο βαθιά διεισδύει κανείς στη θεία πραγματικότητα, τόσο περισσότερο αναγνωρίζει την ακατάληπτη φύση της.

Το θείο δεν είναι ένα αίνιγμα προς επίλυση αλλά ένα μυστήριο προς βίωση. Σε αντίθεση με ένα αίνιγμα που γίνεται λιγότερο ενδιαφέρον όταν λύνεται, ένα μυστήριο γίνεται πιο συναρπαστικό, πιο επιτακτικό, όσο πιο βαθιά το προσεγγίζουμε.

Καθώς ωριμάζουμε πνευματικά, ίσως βρούμε τον εαυτό μας να κρατά τις πεποιθήσεις του πιο ελαφριά, να αγκαλιάζει το παράδοξο πιο πρόθυμα και να παραδίδεται στην άγνοια πιο ολοκληρωτικά. Το πνευματικό ταξίδι συχνά δεν συνεπάγεται τη συσσώρευση απαντήσεων αλλά την εμβάθυνση των ερωτημάτων.

Πέρα από την Έννοια και την Εικόνα

Η ανθρώπινη τάση να δημιουργούμε εικόνες και έννοιες για το θείο είναι ίσως αναπόφευκτη, αλλά ο μύστης τις αναγνωρίζει ως οδοδείκτες και όχι ως προορισμούς. Όπως στην βουδιστική παραβολή του δαχτύλου που δείχνει το φεγγάρι, έτσι και οι έννοιες μας για τον Θεό δείχνουν προς κάτι που δεν μπορούν να περιέξουν.

Ακόμη και η λέξη «Θεός» είναι προβληματική—φορτισμένη με συνειρμούς, προβολές και ιστορικά βάρη. Κάποιες παραδόσεις μιλούν για το Έδαφος της Ύπαρξης, την Πηγή, την Απόλυτη Πραγματικότητα, το Ένα Χωρίς Δεύτερο—κι όμως, κάθε όρος παραμένει μια προσωρινή προσπάθεια να ονομαστεί το ανώνυμο.

Ο μύστης μαθαίνει να χρησιμοποιεί αυτές τις έννοιες ως εργαλεία χωρίς να προσκολλάται σε αυτές, όπως ένας ξυλουργός χρησιμοποιεί ένα σφυρί χωρίς να το συγχέει με το σπίτι που βοηθά να χτιστεί.

Το Μονοπάτι της Ενσωματωμένης Σοφίας

Παρά τους περιορισμούς της ανθρώπινης κατανόησης, το μυστικιστικό μονοπάτι δεν είναι ένα αφηρημένο διανοητικό παίγνιο αλλά μια ενσωματωμένη σοφία. Το θείο δεν συναντάται με την υπέρβαση της ανθρώπινης φύσης μας αλλά με την πλήρη κατοίκησή της.

Το ίδιο το σώμα, μακριά από το να είναι εμπόδιο στην πνευματική πραγμάτωση, μπορεί να γίνει όχημα γι’ αυτήν. Ο αισθητός κόσμος, αντί να μας αποσπά από τη θεία πραγματικότητα, μπορεί να την αποκαλύψει—αν μάθουμε να βλέπουμε με αυτό που πολλές παραδόσεις αποκαλούν «το μάτι της καρδιάς».

Ο μύστης δεν απορρίπτει τον κόσμο αλλά βλέπει μέσα από αυτόν αυτό που εκδηλώνει. Όπως διδάσκει η σουφική παράδοση: «Ο Θεός κοιμάται στην πέτρα, ονειρεύεται στο φυτό, κινείται στο ζώο και ξυπνά στον άνθρωπο».

Το Ατελεύτητο Ταξίδι

Το μυστικιστικό ταξίδι δεν έχει τελικό προορισμό σε αυτή τη ζωή—είναι μια αέναη ελικοειδής πορεία υλοποίησης. Κάθε ενόραση αποκαλύπτει νέα βάθη προς εξερεύνηση· κάθε απαντημένη προσευχή ανοίγει σε νέες προσευχές· κάθε στιγμή διαύγειας διαλύεται σε πιο εκλεπτυσμένα ερωτήματα.

Αυτό που αποκαλούμε φώτιση ή σωτηρία ή απελευθέρωση δεν είναι μια στατική επίτευξη αλλά μια δυναμική διαδικασία συνεχούς αφύπνισης. Η θεία πραγματικότητα είναι ανεξάντλητη, και η ικανότητά μας να τη δεχτούμε συνεχώς διευρύνεται.

Καθώς κινούμαστε μέσα σε αυτό το ταξίδι, μπορεί να διαπιστώσουμε ότι η γλώσσα μας για το θείο γίνεται ταυτόχρονα πιο ακριβής και πιο ποιητική, πιο γειωμένη και πιο υπερβατική. Ίσως μιλάμε λιγότερο για πεποιθήσεις και περισσότερο για εμπειρία, λιγότερο για βεβαιότητα και περισσότερο για θαυμασμό.

Το Παράδοξο της Παρουσίας

Ίσως η βαθύτερη μυστικιστική ενόραση είναι ότι, παρά την απόλυτη αδυναμία έκφρασης του θείου, αυτό είναι ταυτόχρονα μυστηριωδώς άμεσο και οικείο. Αυτό που δεν μπορεί να περιέξει το σύμπαν, με κάποιο τρόπο κατοικεί στην ανθρώπινη καρδιά. Αυτό που υπερβαίνει κάθε γνώση μπορεί να αγαπηθεί με μια αμεσότητα που υπερβαίνει τη σκέψη.

Μέσα σε αυτό το παράδοξο βρίσκεται η καρδιά της μυστικιστικής σοφίας: το θείο είναι ταυτόχρονα απόλυτα υπερβατικό και ριζικά έμφυτο, εντελώς πέρα από εμάς και πιο οικείο από την ίδια μας την ανάσα, κρυμμένο σε απρόσιτο φως και παρόν στις πιο καθημερινές στιγμές της ζωής μας.

Ο μύστης τελικά αναγνωρίζει ότι το ταξίδι προς τον Θεό είναι επίσης ένα ταξίδι μέσα στον Θεό—ότι αναζητούμε μέσα σε εκείνο που μας περιέχει από πάντα, ότι είμαστε κύματα που επιθυμούν να γνωρίσουν τον ωκεανό του οποίου ήδη αποτελούμε μέρος.

Σε αυτή την αναγνώριση, ο ψεύτικος θεός των ανθρώπινων εννοιών διαλύεται και αποκαλύπτεται κάτι πολύ πιο θαυμαστό—όχι ένα ον ανάμεσα στα όντα, όσο μεγάλο κι αν είναι, αλλά η Ύπαρξη η ίδια· όχι ένα αντικείμενο γνώσης, αλλά το έδαφος κάθε γνώσης· όχι ένας μακρινός θεός, αλλά το ίδιο το ύφασμα της πραγματικότητας μέσα στο οποίο «ζούμε, κινούμαστε και υπάρχουμε».

Η Αληθινή Γνώση είναι Εμπειρία: Ένα Ταξίδι Πέρα από το Πέπλο των Εννοιών

Στους σιωπηλούς χώρους ανάμεσα στις σκέψεις, υπάρχει μια γνώση που υπερβαίνει τα όρια της γλώσσας. Αυτή η γνώση—αυτή η αληθινή γνώση—δεν προκύπτει από βιβλία ή δοξασίες, αλλά από την άμεση επαφή με την πραγματικότητα, ανεπηρέαστη από τη νοητική σύλληψη. Είναι σοφία γεννημένη από την εμπειρία, μια αντίληψη χωρίς τους περιορισμούς που επιβάλλει η κατηγοριοποιημένη σκέψη μας.

Οι μύστες όλων των παραδόσεων έχουν δείξει προς αυτήν την απερίγραπτη κατανόηση. Μιλούν γι’ αυτήν με παράδοξα και ποίηση, γνωρίζοντας καλά ότι τα λόγια τους μπορούν μόνο να υποδείξουν αυτό που δεν μπορεί να συλληφθεί από τη γλώσσα. Οι Σούφι την αποκαλούν μαρίφα (ma'rifah), οι Ζεν Βουδιστές τη λένε σατόρι (satori), οι Βεδαντιστές τη λένε τζνάνα (jnana)—όλα καταδεικνύουν μια άμεση αντίληψη της πραγματικότητας που υπερβαίνει τη διανοητική κατανόηση.

Το Πέπλο των Εννοιών

Η καθημερινή μας συνείδηση κινείται μέσα από έναν κόσμο που έχει διαιρεθεί σε ονόματα και μορφές. Δεν αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο όπως είναι, αλλά τον εννοιολογικό χάρτη του. Όπως είπε ο Κορζύμπσκι, «Ο χάρτης δεν είναι η επικράτεια». Οι έννοιές μας, όσο περίτεχνες κι αν είναι, παραμένουν απλές σκιές της ζωντανής πραγματικότητας που επιχειρούν να αναπαραστήσουν.

Ο νους, αυτό το υπέροχο εργαλείο για την επιβίωση και την τεχνολογική πρόοδο, γίνεται εμπόδιο όταν συγχέουμε τα μοντέλα του με την ίδια την πραγματικότητα. Το μενού δεν είναι το φαγητό· το δάχτυλο που δείχνει το φεγγάρι δεν είναι το φεγγάρι. Η αληθινή γνώση ξεκινά ακριβώς εκεί που τελειώνει η εννοιολογική κατανόηση.

Η Ιερή Συνάντηση

Όταν αφήνουμε το πέπλο των εννοιών, έστω και στιγμιαία, συναντάμε την πραγματικότητα στην γυμνή της λαμπρότητα. Αυτή η συνάντηση δεν μπορεί να σχεδιαστεί ή να κατασκευαστεί—συμβαίνει στα κενά ανάμεσα στις στρατηγικές και τις προσδοκίες μας. Είναι το ξαφνικό άνοιγμα όταν ο θόρυβος του νου καταλαγιάζει και στεκόμαστε σιωπηλοί μάρτυρες αυτού που είναι.

Αυτές οι στιγμές έρχονται απρόσκλητες: στην ήσυχη έκπληξη μπροστά σε μια οροσειρά, στη βαθιά σιωπή μετά το τέλος της μουσικής, στην άρρητη ένωση ανάμεσα σε εραστές, στον άχρονο χώρο της βαθιάς διαλογιστικής κατάστασης. Δεν μπορούν να αιχμαλωτιστούν, να κατανοηθούν ή να μετατραπούν σε δόγματα, διότι υπάρχουν έξω από τον κόσμο της απόκτησης και της διατύπωσης.

Η Απαραβίαστη Φύση της Άμεσης Εμπειρίας

Αυτή η βιωματική γνώση παραμένει απαραβίαστη ακριβώς επειδή δεν μπορεί να μειωθεί σε έννοιες. Δεν μπορεί να κωδικοποιηθεί σε δόγματα, να συστηματοποιηθεί σε ιδεολογίες ή να χρησιμοποιηθεί για έλεγχο. Όσοι έχουν γευτεί αυτή την άμεση αντίληψη καταλαβαίνουν ότι δεν μπορεί να χειραγωγηθεί ή να διαστρεβλωθεί από όσους έχουν ιδιοτελείς προθέσεις.

Η μυστικιστική κατανόηση αυτοπροστατεύεται μέσα από τη φύση της. Είναι αυτομυστική, όχι επειδή κρύβεται σκόπιμα, αλλά επειδή αποκαλύπτεται μόνο στο μάτι που έχει μάθει να βλέπει χωρίς το φίλτρο της προκατάληψης. Αυτή είναι η προστασία της από τη διαφθορά και την κατάχρηση.

Το Παράδοξο της Επικοινωνίας

Ο μύστης αντιμετωπίζει ένα θεμελιώδες παράδοξο: πώς να επικοινωνήσει αυτό που βρίσκεται πέρα από την επικοινωνία; Πώς να μιλήσει για αυτό που υπερβαίνει την ομιλία; Στην ιστορία, όσοι έχουν δει αυτή την άμεση γνώση έχουν χρησιμοποιήσει διάφορες στρατηγικές για να δείξουν στους άλλους τον δικό τους βιωματικό δρόμο:

Χρησιμοποιούν παράδοξα για να παρακάμψουν τη νοητική σκέψη, όπως το Ζεν κόαν που ρωτά: «Ποιος είναι ο ήχος του ενός χεριού που χειροκροτεί;»

Χρησιμοποιούν μεταφορές και ποίηση, γνωρίζοντας ότι η καλλιτεχνική φαντασία μπορεί μερικές φορές να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στην έννοια και την άμεση αντίληψη.

Δημιουργούν πρακτικές και μεθόδους που, ενώ δεν περιέχουν την ίδια την κατανόηση, μπορούν να προετοιμάσουν το έδαφος για την εμφάνισή της.

Διατηρούν τη σιωπή, αναγνωρίζοντας ότι μερικές φορές η πιο εύγλωττη διδασκαλία είναι η απουσία διδασκαλίας.

Πέρα από τον Γνωστό Δρόμο

Το ταξίδι προς τη βιωματική γνώση δεν ακολουθεί προκαθορισμένη πορεία. Δεν είναι μια γραμμική πρόοδος από την άγνοια στη φώτιση, αλλά ένας σπειροειδής χορός ανάμεσα στη μνήμη και τη λησμονιά, στη θέαση και την απώλεια, στην αφή και την απελευθέρωση.

Οι αρχαίες παραδόσεις σοφίας δεν προσφέρουν χάρτη αλλά πυξίδα—όχι περιγραφή της επικράτειας αλλά εργαλεία πλοήγησης. Μας θυμίζουν ότι το ταξίδι του καθενός πρέπει να είναι δικό του, ότι η αληθινή γνώση δεν μπορεί να δανειστεί ή να κληρονομηθεί, αλλά πρέπει να συνειδητοποιηθεί ξανά και ξανά σε κάθε στιγμή.

Το Ζωντανό Μυστήριο

Στον σύγχρονο κόσμο μας της υπερφόρτωσης πληροφοριών και των συστημάτων ειδημόνων, έχουμε σχεδόν ξεχάσει ότι η βαθύτερη γνώση προέρχεται όχι από τη συσσώρευση αλλά από την παρουσία. Έχουμε μπερδέψει τη γνώση με τη σοφία, την πληροφορία με την κατανόηση, την πολυπλοκότητα με το βάθος.

Η αληθινή γνώση ως άμεση εμπειρία μάς καλεί να επιστρέψουμε στο ζωντανό μυστήριο της ύπαρξης. Μας υπενθυμίζει ότι η πραγματικότητα δεν είναι πρόβλημα προς επίλυση αλλά μυστήριο για να ζήσεις. Με τα λόγια των Ουπανισάδων: «Αυτό που δεν μπορεί να ειπωθεί, αυτό που δεν μπορεί να συλληφθεί από τον νου, αυτό που δεν μπορεί να δει το μάτι—μάθε ότι μόνο αυτό είναι το Μπράχμαν, όχι αυτό που λατρεύουν εδώ».

Το Ιερό Τώρα

Αυτή η βιωματική γνώση υπάρχει μόνο στην παρούσα στιγμή. Δεν μπορεί να αποθηκευτεί στη μνήμη ούτε να προβληθεί στο μέλλον. Ζει στο αιώνιο τώρα, τον μοναδικό χρόνο και τόπο όπου η άμεση εμπειρία είναι εφικτή.

Όταν εγκαταλείπουμε τα εννοιολογικά μας πλαίσια, έστω και στιγμιαία, και επιτρέπουμε στον εαυτό μας να είναι απόλυτα παρών με αυτό που είναι, αγγίζουμε αυτή τη γνώση. Γινόμαστε διαθέσιμοι στην πραγματικότητα που ήταν πάντα εδώ, κάτω από τις σκέψεις μας γι' αυτήν. Αυτή η αναγνώριση δεν είναι ένα επίτευγμα ή μια απόκτηση, αλλά μια αναγνώριση αυτού που ήδη υπάρχει.

Μέσα σε αυτή την αναγνώριση βρίσκεται μια ελευθερία που κανένας εξωτερικός παράγοντας δεν μπορεί να χορηγήσει ή να αφαιρέσει—η ελευθερία να βιώσουμε την πραγματικότητα άμεσα, πέρα από τη διαμεσολαβητική επίδραση της διαμορφωμένης σκέψης. Αυτή είναι η απελευθέρωση στην οποία δείχνουν όλοι οι αυθεντικοί πνευματικοί δρόμοι, αν και την ονομάζουν διαφορετικά.

Ο αναζητητής γίνεται το ζητούμενο, ο γνώστης γίνεται το γνωστό, και σε αυτή τη διάλυση της δυαδικότητας, η αληθινή γνώση ως εμπειρία αποκαλύπτεται ως το ίδιο το έδαφος της ύπαρξης.

Το Άπειρο Βάθος της Ύπαρξης: Συναντώντας το Θείο Μέσα από τη Σιωπή

Στους σιωπηλούς χώρους μεταξύ των σκέψεων, στην παύση μεταξύ των αναπνοών, υπάρχει μια βαθιά πραγματικότητα που υπερβαίνει τη συνηθισμένη αντίληψη. Αυτή η πραγματικότητα—αυτό το άπειρο βάθος της ύπαρξης—παραμένει σε μεγάλο βαθμό απαρατήρητη στη βιασύνη της ζωής μας, κι όμως αποτελεί το ίδιο το θεμέλιο όλων όσων υπάρχουν. Όταν ηρεμούμε τον ανήσυχο νου μας και παραδινόμαστε στη σιωπή, αρχίζουμε να αισθανόμαστε αυτήν τη βαθιά, μυστηριώδη παρουσία που έχουν περιγράψει οι μύστες μέσα στους αιώνες.

Το Πέπλο της Αντίληψης

Η συμβατική μας κατανόηση της πραγματικότητας διαμορφώνεται από τους περιορισμούς της ανθρώπινης αντίληψης. Βιώνουμε τον κόσμο μέσα από το στενό εύρος των αισθήσεών μας και τα εννοιολογικά πλαίσια που κατασκευάζει ο νους μας. Όμως αυτά τα πλαίσια—όσο απαραίτητα κι αν είναι για την καθημερινή μας ζωή—τελικά λειτουργούν ως πέπλα που αποκρύπτουν την πιο βαθιά φύση της ύπαρξης.

Το μυστικό μονοπάτι ξεκινά από τη συνειδητοποίηση αυτών των πέπλων. Η συνεχής φλυαρία των σκέψεων, οι συνήθεις αντιληπτικές μας συνήθειες, οι εννοιολογικές κατηγορίες που επιβάλλουμε στην πραγματικότητα—όλα αυτά δημιουργούν ένα φράγμα μεταξύ της συνειδητής μας επίγνωσης και του απείρου βάθους που βρίσκεται πέρα από αυτό. Όταν αρχίζουμε να αντιλαμβανόμαστε αυτά τα επίπεδα διαμεσολάβησης, κάνουμε το πρώτο βήμα προς το τρύπημα του πέπλου.

Η Πρόσκληση της Σιωπής

Η σιωπή δεν είναι απλώς η απουσία ήχου, αλλά μια πρόσκληση να βιώσουμε την πραγματικότητα στην ακατέργαστη μορφή της. Μέσα στη βαθιά σιωπή, τα όρια μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου αρχίζουν να διαλύονται. Ο νους που κατηγοριοποιεί και ονομάζει σταδιακά χαλαρώνει την κυριαρχία του, και κάτι πιο θεμελιώδες αναδύεται στην επίγνωσή μας.

Αυτή η σιωπή δεν μπορεί να κατακτηθεί ή να ελεγχθεί· μόνο να εισέλθουμε σε αυτήν με ευλάβεια και ταπεινότητα. Όπως το διατύπωσε ένας πνευματικός δάσκαλος: "Ησύχασε, και γνώρισε." Αυτή η αρχαία οδηγία περιέχει μια βαθιά αλήθεια—ότι η σιωπή δεν είναι απλώς μια προϋπόθεση για να γνωρίσουμε το θείο, αλλά αποτελεί η ίδια έναν τρόπο γνώσης. Μέσα στη σιωπή, δεν σκεφτόμαστε απλώς το άπειρο βάθος της ύπαρξης· αρχίζουμε να το βιώνουμε άμεσα.

Το Σκοτεινό Βάθος του Ουρανού

Αυτό που μας περιμένει μέσα στη σιωπή έχει περιγραφεί ως "το σκοτεινό βάθος του ουρανού"—ένα σκοτάδι όχι της απουσίας, αλλά της ακατανόητης πληρότητας. Είναι σκοτεινό επειδή υπερβαίνει τις κατηγορίες της συμβατικής κατανόησης, επειδή δεν μπορεί να συλληφθεί από έννοιες ή εικόνες. Κι όμως, αυτό το σκοτάδι είναι ζωντανό, πάλλεται με μια παρουσία που μας αγκαλιάζει όταν ανοιγόμαστε σε αυτήν.

Οι μύστες μέσα στις παραδόσεις αναγκάστηκαν να στραφούν στη γλώσσα του σκότους για να περιγράψουν αυτήν τη συνάντηση. Ο Άγιος Ιωάννης του Σταυρού μίλησε για "τη σκοτεινή νύχτα της ψυχής", ενώ ο ανώνυμος συγγραφέας του "Νέφους της Αγνωσίας" συμβούλευε να πλησιάζουμε τον Θεό μέσα από ένα "νέφος λησμονιάς" όλων των δημιουργημάτων. Στην εβραϊκή μυστική παράδοση, το Έιν Σοφ—η άπειρη, άγνωστη ουσία του θείου—συχνά συμβολίζεται με σκοτάδι. Αυτές οι παραδόσεις αναγνωρίζουν ότι η θεία πραγματικότητα υπερβαίνει την ικανότητα του λογικού νου και μπορεί να προσεγγιστεί μόνο μέσω ενός είδους γνώσης που υπερβαίνει τη γνώση.

Η Ζώσα Παρουσία

Αυτό που ξεχωρίζει αυτό το μυστικό σκοτάδι από το απλό κενό είναι η ποιότητα της ζωτικότητάς του. Όταν εισερχόμαστε αληθινά στη σιωπή, δεν συναντούμε μια αφηρημένη αρχή ή μια στατική κενότητα, αλλά μια ζωντανή παρουσία που ανταποκρίνεται στο άνοιγμά μας. Αυτή η παρουσία δεν επιβάλλεται αλλά αποκαλύπτεται στον βαθμό που είμαστε δεκτικοί.

Αυτή η ζωντανή παρουσία είναι που κάνει τους μύστες να μιλούν για τον Θεό όχι ως μια φιλοσοφική έννοια αλλά ως μια πραγματικότητα προς συνάντηση. "Γι' αυτό ο Θεός είναι Ζωντανός!"—όχι ως μια ιδέα που πρέπει να πιστέψουμε, αλλά ως μια εμπειρία που πρέπει να βιώσουμε. Το θείο είναι ζωντανό, επειδή εκδηλώνεται ως το ίδιο το θεμέλιο της ύπαρξης, η πηγή από την οποία απορρέει όλη η ζωή και στην οποία όλη η ζωή επιστρέφει.

Η Αγκαλιά της Ύπαρξης

Σε στιγμές γνήσιας σιωπής, μπορεί να βιώσουμε αυτό που μοιάζει με μια αγκαλιά—μια αίσθηση ότι κρατιόμαστε από κάτι μεγαλύτερο από εμάς. Αυτό δεν είναι φαντασία ή προβολή, αλλά μια άμεση διαίσθηση της θεμελιώδους συνδεσιμότητας μας με το ίδιο το Είναι. Αναγνωρίζουμε ότι δεν είμαστε ξεχωριστές οντότητες που πλοηγούνται σε ένα ξένο σύμπαν, αλλά εκφράσεις της ίδιας της πραγματικότητας που μας περικλείει.

Αυτή η αναγνώριση μεταμορφώνει τη σχέση μας με την ύπαρξη. Δεν είμαστε πλέον απλοί παρατηρητές ή συμμετέχοντες στον κόσμο· είμαστε ο ίδιος ο κόσμος που αποκτά συνείδηση μέσα από εμάς. Η συνείδησή μας δεν είναι κάτι διαχωρισμένο από το σύμπαν, αλλά το ίδιο το σύμπαν που γίνεται συνειδητό μέσα μας και μέσω μας.

Πέρα από τις Έννοιες και τις Λέξεις

Η μυστικιστική συνάντηση με το άπειρο βάθος της ύπαρξης υπερβαίνει τελικά κάθε προσπάθεια να αποτυπωθεί με τη γλώσσα. Οι λέξεις μπορούν να δείξουν προς αυτήν την πραγματικότητα, να δημιουργήσουν συνθήκες ευνοϊκές για την εμπειρία της, αλλά δεν μπορούν να την περιέξουν. Η ίδια η πραγματικότητα παραμένει ανέκφραστη, προσβάσιμη μόνο μέσω της άμεσης εμπειρίας.

Γι’ αυτό οι μυστικιστικές παραδόσεις σε διάφορους πολιτισμούς δίνουν έμφαση στην πρακτική περισσότερο παρά στο δόγμα. Ο διαλογισμός, η στοχαστική προσευχή, η ρυθμική ψαλμωδία, η ιερή κίνηση—δεν είναι απλώς προετοιμασίες για την πνευματική εμπειρία, αλλά ενσαρκωμένοι τρόποι εισόδου στο άπειρο βάθος. Δημιουργούν ανοίγματα μέσα από τα οποία η «σκοτεινή άβυσσος του ουρανού» μπορεί να ζωντανέψει μέσα στην ανθρώπινη συνείδηση.

Το Αιώνιο Τώρα

Όταν αγγίζουμε αυτό το άπειρο βάθος, ερχόμαστε επίσης σε επαφή με μια διαφορετική σχέση με τον χρόνο. Η αδιάκοπη ροή από το παρελθόν προς το μέλλον δίνει τη θέση της σε ένα διευρυμένο παρόν—αυτό που κάποιες παραδόσεις αποκαλούν «το αιώνιο τώρα». Σε αυτό το τώρα, που δεν είναι ένα σημείο σε μια χρονική γραμμή αλλά το ίδιο το δοχείο του χρόνου, βιώνουμε έναν παράξενο συνδυασμό ακινησίας και δυναμισμού.

Τίποτα δεν είναι στατικό σε αυτό το αιώνιο τώρα· αντιθέτως, τα πάντα αναδύονται και επιστρέφουν συνεχώς στην πηγή. Η δημιουργία δεν είναι ένα γεγονός του παρελθόντος, αλλά μια συνεχιζόμενη διαδικασία που ξεδιπλώνεται σε κάθε στιγμή. Όταν εισερχόμαστε βαθιά στο παρόν, συμμετέχουμε συνειδητά σε αυτήν τη συνεχή δημιουργία.

Η Επιστροφή στον Κόσμο

Η μυστικιστική συνάντηση με το άπειρο βάθος της ύπαρξης δεν μας αφαιρεί από τον κόσμο της καθημερινής ζωής· αντιθέτως, μεταμορφώνει τον τρόπο με τον οποίο βιώνουμε αυτόν τον κόσμο. Αφού αγγίξουμε το έδαφος του είναι, επιστρέφουμε στις συνηθισμένες δραστηριότητές μας με μια ανανεωμένη εκτίμηση για την εξαιρετική φύση του συνηθισμένου.

Ένα φλιτζάνι τσάι δεν είναι πλέον απλώς ένα ευχάριστο ρόφημα, αλλά μια εκδήλωση του απείρου που εκφράζεται σε πεπερασμένη μορφή. Μια τυχαία συνάντηση με έναν άγνωστο αποκαλύπτεται ως μια συνάντηση μεταξύ δύο εκφράσεων της ίδιας υποκείμενης πραγματικότητας. Ο κόσμος δεν γίνεται μαγικός μέσω της προσθήκης υπερφυσικών στοιχείων, αλλά μέσω της αναγνώρισης της διάστασης του βάθους μέσα στο φυσικό.

Η Διαρκής Πρόσκληση

Το άπειρο βάθος της ύπαρξης εκδίδει μια αέναη πρόσκληση. Περιμένει την προσοχή μας, όχι ως κάτι μακρινό ή ξεχωριστό, αλλά ως το ίδιο το έδαφος του είναι μας. Όταν σταματάμε, όταν απομακρυνόμαστε από τη ροή των σκέψεων και των αισθήσεων, όταν επιτρέπουμε στον εαυτό μας να βυθιστεί στη σιωπή, αρχίζουμε να αισθανόμαστε αυτό το έδαφος.

«Πέρα και πάνω από τη σκέψη σου υπάρχει το Άπειρο Βάθος της Ύπαρξης... Αν σταματήσεις και ησυχάσεις, θα νιώσεις τη Σκοτεινή Άβυσσο του Ουρανού να ζωντανεύει και να σε αγκαλιάζει...» Αυτή δεν είναι μια πρόταση προς αξιολόγηση, αλλά μια πρόσκληση προς αποδοχή. Σε κάθε στιγμή, το άπειρο βάθος περιμένει την αναγνώρισή μας, έτοιμο να αποκαλυφθεί ως η ζωντανή πηγή όλων όσων υπάρχουν.

Σε αυτήν την αναγνώριση βρίσκεται όχι μόνο η σοφία αλλά και μια βαθιά αίσθηση του ανήκειν. Κατανοούμε ότι δεν είμαστε ξένοι σε ένα αδιάφορο σύμπαν, αλλά εκφράσεις μιας πραγματικότητας που μας κρατά στην αγκαλιά της. Αυτή η κατανόηση—αυτή η άμεση γνώση—μεταμορφώνει όχι μόνο τον τρόπο που βλέπουμε τον κόσμο, αλλά και τον τρόπο που ζούμε μέσα σε αυτόν, αφυπνίζοντάς μας στη ιερή διάσταση της ύπαρξης που ήταν πάντοτε παρούσα, περιμένοντας μόνο την προσοχή μας.

Ποια είναι η αιτία που προσκυνάς τους ανθρώπους που σε καταδικάζουν

Οι άνθρωποι έρχονται σ’ εμένα και πρέπει να τους πω να κάνουν το ένα και το άλλο, επειδή δεν καταλαβαίνουν ότι είναι ήδη απελευθερωμένοι. Πρέπει να τους πω να κάνουν διάφορα πράγματα, για να τους κουράσω εξαντλητικά, μόνο και μόνο για να εξαντληθούν από την πολύ προσπάθεια, τόσο ώστε να έρθουν και να μου πουν: “Δεν θέλω να κάνω τίποτα.” Μόνο τότε μπορώ να πω ότι δεν υπάρχει ανάγκη να κάνεις τίποτα. Όταν πρωτοήρθες όμως, χρειαζόσουν πολλά, χρειαζόταν να κάνεις πολλά πράγματα. Κι αν πω ότι δεν υπάρχει τίποτα να κάνεις, θα πας σε κάποιον άλλο, που θα σου πει ότι πρέπει να κάνεις κάτι.

Τίποτα δεν χρειάζεται να γίνει. Έτσι όπως ακριβώς είσαι, είσαι ήδη θεϊκός. Κι όταν κάποιος λέει, “τίποτα δεν χρειάζεται να γίνει, συμβαίνει ήδη, είσαι βράχμα, είσαι θεϊκός,” δεν θα του δώσεις προσοχή. Για σένα λέει ανοησίες, επειδή δεν δέχεσαι τον εαυτό σου, απορρίπτεις τον εαυτό σου, πρέπει να φτάνεις πάντοτε σε ένα σκοπό.

Γιατί συνέβη αυτό στο νου του ανθρώπου;

Συνέβη εξαιτίας τής παι­δικής του ηλικίας. Και σχεδόν όλοι περνάνε περίπου την ίδια παιδική ηλικία, μόνο οι λεπτομέρειες διαφέρουν. Η παιδική ηλικία έχει ένα βα­σικό στοιχείο κι εκείνο το στοιχείο δημιουργεί ολόκληρο το πρόβλημα. Το στοιχείο είναι ότι κανένα παιδί δεν γίνεται αποδεκτό όπως είναι. Το παιδί γεννιέται - κι εσύ ήσουν παιδί - κι αμέσως η κοινωνία, οι γονείς, η μητέρα, ο πατέρας, οι αδελφοί, οι άνθρωποι γύρω σου, αρχίζουν να σε αλλάζουν, να σε εξωραΐζουν, να σε κάνουν πιο ηθικό. Όπως είσαι, έχεις λάθος, κάτι πρέπει να γίνει. Μόνο τότε μπορούν να σε δεχτούν.

Και σιγά-σιγά το παιδί αρχίζει να αισθάνεται ότι δεν το δέχονται. Αν κάνει κάτι καλό, τότε το δέχονται. Αν κάνει κάποιο λάθος, τότε το απορρίπτουν. Αν σε ακολουθεί και σε υπακούει, το δέχεσαι. Αν είναι ανυπάκουο, κανένας δεν το αγαπά, όλοι το μισούν και όλοι θυμώνουν μαζί του. Μαθαίνει ότι το θέμα είναι τι κάνεις, όχι τι είσαι. Κάνε το σωστό και όλοι θα σε αγαπούν, κάνε κάτι λάθος και όλοι θα σε απορρίψουν, θα σε μισήσουν, θα θυμώσουν και θα είναι εναντίον σου. Το θέμα είσαι εσύ. Κάνε κάτι σωστό και ο κόσμος θα σε καλωσορίσει, κάνε κάτι λάθος και όλες οι πόρτες κλείνουν. Κι όταν ακόμα και οι πόρτες της μητέρας και τού πατέρα είναι κλειστές, αν ακόμα κι εκείνοι που το αγαπούν δεν μπορούν να δουν το είναι τού παιδιού, τι να πει κανείς για τον ξένο κόσμο;

Το παιδί μαθαίνει ότι για να υπάρξεις σ’ αυτόν τον κόσμο, είναι βασικό να συμπεριφέρεσαι καλά, πρέπει πάντα να κάνεις το σωστό, ποτέ να μην κάνεις κάποιο λάθος. Αυτό δημιουργεί μια βαθιά απόρριψη για τον εαυτό του, επειδή εκείνα τα σφάλματα έρχονται συνέχεια στην επιφάνεια. Μπορείς να πεις απλώς ότι είναι σφάλματα, δεν σταματούν, συνεχίζουν να έρχονται.
 
Ύστερα, το παιδί αρχίζει να νιώθει ένοχο με τον εαυτό του, απορρίπτει τον εαυτό του. Λέει: “Δεν είμαι καλός. Είμαι κακό παιδί.” Και το Πρόβλημα είναι ότι τα πράγματα που αποκαλούμε σφάλματα είναι φυσιο­λογικά, έτσι το παιδί δεν μπορεί να τα ξεφορτωθεί, οπότε είναι φυσικό ότι επαναλαμβάνονται.

Κάθε αγόρι, κάθε κορίτσι, αρχίζει να παίζει με τα γεννητικά του όργανα. Αυτό είναι κάτι που τού δίνει ευχαρίστηση, τού δίνει ένα αίσθημα ευφημίας, ολόκληρο το σώμα βρίσκεται σε ευδαιμονία. Αλλά τη στιγμή που το παιδί αγγίζει τα γεννητικά του όργανα, όλοι το σταματούν αμέσως, όλοι αισθάνονται ντροπή. Ο πατέρας, η μητέρα, θα το σταματήσουν, μπορεί ακόμα και να τού δέσουν τα χέρια, για να μην μπορεί να τα αγγίξει. Τώρα αρχίζει να αντιμετωπίζει ένα μεγάλο αίνιγμα. Τι να κάνει; Όταν αγγίζει, η κίνηση το ευχαριστεί, χαίρεται την αίσθηση, νιώθει πως είναι κάτι όμορ­φο, αν όμως ακολουθήσει αυτή την αίσθηση, όλοι τον απορρίπτουν. Είναι ένα κακό παιδί και το τιμωρούν. Και εκείνοι είναι ισχυροί, τι να κάνει λοιπόν;

Το παιδί σκέφτεται: “Μπορεί να κάνω μόνο εγώ αυτό το σφάλμα. Κανένας άλλος δεν κάνει ένα τόσο κακό πράγμα.” Και δεν μπορεί να ξέρει για τους άλλους, γι’ αυτό αισθάνεται ένοχο: “Όλος ο κόσμος είναι καλός, μόνο εγώ είμαι ένοχος.” Αυτό είναι ένα βαθύ πρόβλημα.

Το παιδί δεν θέλει να φάει. Εκείνο ξέρει περισσότερα πράγματα για την πείνα του, από ό,τι ξέρεις εσύ. Εσύ όμως ακολουθείς μια ιατρική ρουτίνα. Ο γιατρός λέει ότι κάθε τρεις ώρες το παιδί πρέπει να τρώει. Είναι γραμμένο στα βιβλία και τα έχεις διαβάσει και είσαι ένας φωτισμένος γονιός. Έτσι, μετά από τρεις ώρες, με το ξυπνητήρι, πρέπει να τού δώσεις φαγητό. Πρό­σεξε τα παιδιά που τους δίνεται φαγητό με το ζόρι. Το αρνούνται, δεν ανοίγουν το στόμα τους, το γάλα χύνεται. Αρνούνται τα πάντα. Δεν θα καταπιούν, γιατί ξέρουν πότε πεινάνε. Δεν ζουν σε μια ρουτίνα, με το ρολόι, δεν ξέρουν τι λέει η ιατρική σου επιστήμη. Δεν πεινάνε, αυτό είναι όλο, κι εσύ δίνεις φαγητό με το ζόρι. Και όταν πεινάνε και κλαίνε, δεν θα τους δώσεις φαγητό, γιατί δεν είναι η κατάλληλη ώρα. Ποιος θα αποφασί­σει; Το παιδί ή εσύ;

Αν αποφασίσεις εσύ, τότε θα δημιουργήσεις ενοχή στο παιδί, επειδή θα νομίζει ότι κάτι πάει λάθος: “Όταν πρέπει να πεινάω, δεν πεινάω. Όταν δεν πρέπει να πεινάω, πεινάω.” Ο άγιος Αυγουστίνος είπε: “Ο Θεός να με συγχωρέσει, γιατί ποτέ δεν κάνω αυτό που είναι καλό, αλλά πάντα κάνω ό,τι είναι λάθος.” Αυτή όμως είναι η προσευχή κάθε παιδιού. Εσύ αποφασίζεις και τότε δημιουργείται ενοχή. Το παιδί δεν αισθάνεται να πάει στην τουαλέτα κι εσύ το πιέζεις. Η πειθαρχία τής τουαλέτας δημιουργεί τέτοια ενοχή. Δεν μπορείς ούτε να διανοηθείς τι κάνεις.

Αν το παιδί δεν αισθάνεται να πάει, πώς να πάει; Προσπάθησε μόνος σου. Αν δεν το αισθάνεσαι, τι μπορείς να κάνεις; Και όταν το παιδί δεν το αισθάνεται, εσύ το εξαναγκάζεις, το πείθεις, το καλοπιάνεις, το δωροδοκείς. Δοκιμάζεις κάθε δυνατή μέθοδο. Δημιουργείς ενοχή, ότι κάτι δεν πάει καλά μαζί του ότι κάτι είναι κακό.

Το παιδί αισθάνεται ενοχή και δεν μπορεί να κάνει τίποτα γι’ αυτό. Δεν ξέρει τι να κάνει, γιατί δεν μπορεί να πιέσει το σώμα του. Το παιδί δεν αισθάνεται να πάει για ύπνο, βρίσκεται σε απόλυτη ζωντάνια και θέλει να τρέχει γύρω από το σπίτι ή στον κήπο κι εσύ λες: “Πήγαινε να κοιμηθείς!” Μπορείς να κλείσεις τα μάτια σου, όταν όμως ο πατέρας και η μητέρα έχουν φύγει, το παιδί απλώς βρίσκεται σε μια άβυσσο. Τι μπορεί να κάνει; Πώς να υπακούσει τη διαταγή; Πώς να είναι ένα καλό αγόρι ή ένα καλό κορίτσι;

Δημιουργείται αμαρτία και σιγά-σιγά το μικρό παιδί δηλητηριάζεται. Συνειδητοποιεί ότι: “Δεν είμαι καλός. Ό,τι και να κάνω είναι λάθος. Όλα είναι λάθος.” Αν παίζει, κάνει σφάλμα επειδή κάνει θόρυβο και σε ενοχλεί. Αν κάθεται ήσυχα σε μια γωνιά, κάτι δεν πάει καλά: “Μήπως είσαι άρρωστος;” Έχει πάντα λάθος, απλώς και μόνο επειδή εκείνο είναι ανήμπορο, ενώ εσύ είσαι δυνατός. Βρίσκεται σε συνεχή σύγχυση, δεν μπορεί να ξεχωρίσει τι να κάνει και τι να μην κάνει. Και σιγά-σιγά αρνείται, αυτό που είναι κακό και δέχεται ό,τι νομίζεται καλό. Φτιάχνει μια μάσκα και βαθιά στο υποσυνείδητο κουβαλά όλες τις πληγές ολόκληρη τη ζωή του.

Γι΄ αυτό, αν πω, “έτσι όπως είσαι, είσαι Θεός,” δεν μπορείς να το πιστέψεις. Αφού δεν είσαι καν καλός, πώς μπορείς να είσαι Θεός; Θεός σημαίνει κι υπέρτατο καλό. Δεν είσαι καλός ούτε με τα συνηθισμένα δεδομένα. Πώς μπορείς να είσαι Θεός; Δεν θα με ακούσεις, θα πας σε κάποιο δάσκαλο που θα σε καταδικάσει, που θα πει ότι είσαι ένοχος, ότι είσαι ένας μεγά­λος αμαρτωλός. Τότε θα ησυχάσεις, θα έχει δίκιο γιατί έτσι αισθάνεσαι καλά.

Αυτή είναι η αιτία που προσκυνάς τους ανθρώπους που σε καταδικάζουν, που σε κοιτάζουν σαν να ήσουν σκουλήκι, άσχημος, βρωμερός. Αν δεις κάποιον άγιο να ακολουθείται από πολλούς, έναν αποκαλούμενο άγιο, ο λόγος είναι πάντα ο ίδιος. Θα καταδικάζει τους πάντες. Θα λέει: είστε αμαρτωλοί κι αν δεν με ακούτε, θα πάτε στην κόλαση.” Αισθάνεσαι ότι έχει απόλυτο δίκιο, γιατί αυτό είναι και το δικό σου αίσθημα, συμφωνεί μαζί σου. Έτσι, κάθε φορά που σε καταδικάζει αισθάνεσαι καλά.

Τι ανοησία! Και δεν αισθάνεσαι καλά όταν κάποιος λέει, “Είσαι καλός και αποδέχομαι, ό,τι κι αν είσαι, όπως είσαι. Η θεϊκότητα διάλεξε αυτόν τον τρόπο να υπάρξει, η θεϊκότητα διάλεξε αυτό τον τρόπο να είναι μέσα σου, αυτός είναι ο τρόπος που το θεϊκό υπάρχει μέσα σου. Και το δέχομαι, δεν απορρίπτω κανένα μέρος. Δέχομαι τη σεξουαλικότητα σου, το θυμό σου, δέχομαι το μίσος σου, τη ζήλια σου. Σε δέχομαι στην ολότητά σου, επει­δή μέσα από αυτή την αποδοχή, όταν είσαι ολοκληρωμένος, θα συμβεί η ενότητα. Και εκείνη η ενότητα πηγαίνει αμέσως πέρα από κάθε ζήλια, πέρα από κάθε θυμό, πέρα από κάθε σεξουαλικότητα, πέρα από κάθε απλη­στία. Κανένας δεν μπορεί να μεταμορφώσει την απληστία. Πρέπει κανείς να γίνει ένα και τότε συμβαίνει η μεταμόρφωση.”

Ο Δαρβίνος, η Καταγωγή του Ανθρώπου και η Επιλογή διά του Φύλου

Η ανθρωπότητα είναι ο καλεσμένος που απουσιάζει από τη γιορτή της Προέλευσης των Ειδών. Η διάσημη φράση, «θα ριχτεί φως στην προέλευση του ανθρώπου και στην ιστορία του», είναι ένας υπολογισμένος ευφημισμός που θα μπορούσε να ταιριάζει -στα χρονικά της επιστήμης- μόνο με την αντίστοιχη διάσημη φράση των Watson και Crick, «Δεν έχει ξεφύγει από την προσοχή μας ότι το ειδικό συνταίριασμα που προτείνουμε, παραπέμπει ευθέως σε έναν πιθανό μηχανισμό αντιγραφής του γενετικού υλικού». Μέχρι τη στιγμή που ο Δαρβίνος κατάφερε τελικά να ρίξει αυτό το φως το 1871, κάποιοι άλλοι είχαν βρεθεί εκεί πριν από αυτόν. Και το μεγαλύτερο μέρος του The Descent of Man (Η Καταγωγή του Ανθρώπου) δεν μιλάει για τους ανθρώπους, αλλά για μια «άλλη» θεωρία του Δαρβίνου, την επιλογή διά του φύλου («sexual selection»).

Η φαινομενική σύνδεση ανάμεσα στην επιλογή διά του φύλου και στην καταγωγή του ανθρώπου οφείλεται στο ότι ο Δαρβίνος πίστευε ότι η πρώτη αποτελούσε το κλειδί για την κατανόηση της δεύτερης ειδικά σε σχέση με την κατανόηση των ανθρώπινων φυλών, ένα θέμα που απασχόλησε τους βικτοριανούς περισσότερο από ότι απασχολεί εμάς.

Ο ίδιος ο Δαρβίνος είπε, σε ένα γράμμα του στον Wallace το 1867:

Ο λόγος που ενδιαφέρομαι τόσο πολύ επί του παρόντος για την επιλογή διά τoυ φύλου είναι ότι έχω σχεδόν αποφασίσει να εκδώσω μια μικρή πραγματεία σχετικά με την προέλευση τηs Ανθρωπότητας, και ακόμη πιστεύω ακράδαντα (αν και δεν κατάφερα να σε πείσω, και αυτό για εμένα είναι το μεγαλύτερο δυνατό πλήγμα) ότι η επιλογή διά του φύλου υπήρξε ο βασικός παράγοντας για τη δημιουργία των ανθρώπινων φυλών.

Ο Δαρβίνος ενθουσιαζόταν με την επιλογή διά του φύλου. Ο φυσιογνώστης μέσα του θαύμαζε την υπερβολική επίδειξη των νεαρών αρσενικών σκαθαριών και των φασιανών, ενώ ο θεωρητικός και δάσκαλος ήξερε ότι η επιβίωση είναι ένα μέσο προς τον τελικό σκοπό της αναπαραγωγής. Ο Wallace δεν μπορούσε να χωνέψει ότι μια παραξενιά αισθητικής φύσεως θα αποτελούσε την ικανοποιητική εξήγηση για την εξέλιξη των λαμπερών χρωμάτων και των άλλων προκλητικών γνωρισμάτων, για τα οποία ο Δαρβίνος επικαλούνταν την επιλογή των θηλυκών (ή των αρσενικών σε λίγες περιπτώσεις). Ακόμη και όταν πειθόταν ότι ορισμένα αρσενικά γνωρίσματα έχουν εξελιχθεί σαν διαφημιστικά κόλπα με στόχο τα θηλυκά άτομα, ο Wallace επέμενε ότι οι ιδιότητες που διαφήμιζαν πρέπει να είχαν πρακτική χρησιμότητα. Τα θηλυκά επιλέγουν αρσενικά όχι επειδή είναι όμορφα, αλλά επειδή είναι καλοί προμηθευτές, ή κάτι ισάξιο με αυτό.

Η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στη δαρβινική επιλογή διά του φύλου και σε εκείνη του Wallace είναι ένα ουσιαστικό στοιχείο που πρέπει να έχουμε υπόψη μας όταν διαβάζουμε το σημαντικό κεντρικό κομμάτι της Καταγωγής του Ανθρώπου. Ένα άλλο θέμα είναι ότι ο Δαρβίνος διαχώριζε ξεκάθαρα τη φυλετική από τη φυσική επιλογή, κάτι που σήμερα δεν είναι πάντοτε κατανοητό.

Η επιλογή διά του φύλου αφορά μόνο στον ανταγωνισμό ανάμεσα στα άτομα του ίδιου φύλου για το αντίθετο φύλο. Συνήθως παράγει προσαρμογές στα αρσενικά, ώστε να ανταγωνίζονται άλλα αρσενικά με επιτυχία: είτε για να παλεύουν με τους αντίζηλους, είτε για να προσελκύουν τα θηλυκά.

Όλα τα υπόλοιπα, που αφορούν στο αναπαραγωγικό σύστημα, δεν περιλαμβάνονται στην επιλογή διά του φύλου. Το πέος, ως όργανο εισχώρησης, είναι εκδήλωση της φυσικής επιλογής, και όχι της φυλετικής. Το αρσενικό χρειάζεται ένα πέος για να αναπαράγεται, είτε υπάρχουν ανταγωνιστικά αρσενικά τριγύρω είτε όχι. Όμως οι αρσενικοί κερκοπίθηκοι (Cercopithecus aethiops) διαθέτουν ένα φανταχτερό κόκκινο πέος που προβάλλει από ένα γαλάζιο όσχεο: αυτά επιδεικνύονται από κοινού σε άλλα αρσενικά κατά τη διάρκεια των επιδείξεων κυριαρχίας. Είναι τα χρώματά τους και όχι τα ίδια τα όργανα, για τα οποία ο Δαρβίνος θα επικαλούνταν την επιλογή διά του φύλου.

Για να αποφασίσουμε αν κάτι αποτελεί επιλεγμένη διά του φύλου προσαρμογή ή όχι, ας κάνουμε το ακόλουθο νοητικά πείραμα. Φανταστείτε ότι όλοι οι ανταγωνιστές του ίδιου φύλου θα μπορούσαν με κάποιο τρόπο να εξαφανισθούν διά μαγείας. Εάν, τώρα, η πίεση για την προσαρμογή εκλείψει, αυτό θα σημαίνει ότι ήταν επιλεγμένη διά του φύλου. Στην περίπτωση των κερκοπιθήκων είναι λογικό να υποθέσουμε, όπως θα έκανε στα σίγουρα ο Δαρβίνος, ότι αν ο ανταγωνισμός των αρσενικών αντιζήλων εξαφανιζόταν με ένα μαγικό ραβδί, το πέος και το όσχεο θα παρέμεναν, όμως το κόκκινο και το μπλε χρώμα τους, αντίστοιχα, θα ξεθώριαζε.

Τα φανταχτερά χρώματα είναι προϊόν της επιλογής διά του φύλου, τα χρηστικά όργανα της παραγωγής σπέρματος και της εισχώρησης είναι εκδηλώσεις της φυσικής επιλογής.

Ο διακεκριμένος Αμερικανός φιλόσοφος Daniel Dennett έχει αποδώσει στον Δαρβίνο τη μεγαλύτερη ιδέα που έχει συλλάβει ποτέ ανθρώπινος νους. Πρόκειται, βεβαίως, για τη φυσική επιλογή και εγώ θα προσέθετα την επιλογή διά του φύλου ως μέρος της ίδιας ιδέας. Όμως ο Δαρβίνος δεν ήταν μόνο μεγάλος στοχαστής, ήταν ένας φυσιογνώστης με εγκυκλοπαιδική γνώση και (πράγμα που δε συνεπάγεται απαραίτητα) με την ικανότητα να την κρατάει στο μυαλό του και να την αναπτύσσει προς εποικοδομητικές κατευθύνσεις. Ήταν ένας μεγάλος εγκυκλοπαιδιστής, που αντιπαρέβαλλε τεράστιες ποσότητες πληροφοριών και παρατηρήσεων που είχαν συλλέξει φυσιογνώστες από όλο τον κόσμο, καθένας από τους οποίους ήταν σχολαστικά αναγνωρισμένος για την «αφοσίωση» που είχε επιδείξει στο θέμα και μερικές φορές παραδεκτός ως «αξιόπιστος παρατηρητής». Βρίσκω μια εθιστική γοητεία σε αυτό το βικτοριανό ύφος της πρόζας του, πέρα από το αίσθημα που νιώθει κανείς έχοντας μυηθεί στη σκέψη ενός από τα μεγαλύτερα πνεύματα όλων των εποχών.

Πάνσοφος καθώς ήταν (ο Michael Ghiselin έχει πει ότι σκεφτόταν τουλάχιστον έναν αιώνα μπροστά από την εποχή του), ο Δαρβίνος ήταν εντούτοις και βικτοριανός, και το βιβλίο του θα πρέπει να διαβάζεται στο κλίμα της εποχής του, ακριβώς όπως είναι. Εκείνο που θα ακουστεί ενοχλητικό στο σύγχρονο αφτί είναι η αναμφίβολα βικτοριανή αντίληψη ότι τα ζώα γενικά, και οι άνθρωποι συγκεκριμένα, είναι κατανεμημένα σε μια κλίμακα αυξανόμενης ανωτερότητας.

Όπως όλοι οι βικτοριανοί, ο Δαρβίνος αναφερόταν σε συγκεκριμένα είδη ως «κατώτερα στη φυσική κλίμακα». Ακόμη και μερικοί σύγχρονοι βιολόγοι το κάνουν αυτό, αν και δε θα έπρεπε, διότι όλα τα έμβια όντα είναι ξαδέρφια που εξελίσσονται για ίσο ακριβώς χρονικό διάστημα από τότε που υπήρξε ο κοινός τους πρόγονος. Εκείνο που δεν κάνουν ποτέ οι μορφωμένοι σύγχρονοι, και που έκαναν πάντα οι αντίστοιχοί τους βικτοριανοί, είναι το να θεωρούν τις ανθρώπινες φυλές ιεραρχημένες με τον ίδιο τρόπο. Απαιτεί ειδική προσπάθεια από εμάς να διαβάσουμε δίχως αποστροφή κάτι σαν αυτό που ακολουθεί:

Με μια πρώτη ματιά η υπόθεση ότι το έντονο σκούρο χρώμα του νέγρου έχει επιτευχθεί μέσω τns επιλογής διά του φύλου φαίνεται τερατώδης [είναι π.χ., ελκυστικό προs το αντίθετο φύλο]... Η ομοιότητα του Pithecia satanas -με το έντονο μαύρο δέρμα του, τους άσπρους βολβούς των ματιών του, και τη χωρίστρα των μαλλιών στην κορυφή του κεφαλιού του- με έναν νέγρο σε μινιατούρα, είναι σχεδόν αστεία.

Είναι σημάδι ιστορικού παιδισμού το να διαβάζουμε τα κείμενα ενός αιώνα με τα πολιτικά χρωματισμένα γυαλιά ενός άλλου αιώνα. Ο ίδιος ο τίτλος, Καταγωγή του Ανθρώπου, θα προκαλέσει την οργή σε εκείνους που περιορίζονται αφελώς στα ήθη της εποχής μας. Μπορεί να υποστηριχθεί ότι η ανάγνωση ιστορικών εγγράφων που παραβιάζουν τα ταμπού ενός άλλου αιώνα δίνει πολύτιμα μαθήματα για την προσωρινότητα αυτών των ηθών. Ποιος ξέρει πώς θα μας κρίνουν οι απόγονοί μας;

Ας επανέλθουμε τώρα στην καταγωγή του ίδιου του ανθρώπου. Η εικασία του Δαρβίνου ότι το είδος μας γεννήθηκε στην Αφρική -ευρύτατα επιβεβαιωμένη σήμερα από τα πολυάριθμα απολιθώματα, κανένα από τα οποία δεν ήταν τότε στη διάθεσή του-, ήταν μπροστά από την εποχή της.

Είμαστε αφρικανικοί πίθηκοι, πιο στενοί συγγενείς με τους χιμπατζήδες και τους γορίλες από ό,τι είναι οι τελευταίοι με τους ουραγκοτάγκους και τους γίββωνες, χωρίς να αναφέρουμε τις μαϊμούδες.

Τα «quadrumana» («τετράχειρα») του Δαρβίνου είχαν οριστεί με τρόπο που να αποκλείει τους ανθρώπους: ήταν όλοι οι πίθηκοι και οι μαϊμούδες που διαθέτουν αντιτακτό δάκτυλο, τόσο στα μπροστινά όσο και στα πίσω πόδια. Τα πρώτα κεφάλαια του βιβλίου του αφορούν στην ελάττωση του κενού ανάμεσα σε εμάς και στα τετράχειρα, ένα κενό που το ακροατήριο του Δαρβίνου θα το θεωρούσε ως χάσμα ανάμεσα στο τελευταίο σκαλί μιας σκάλας και στο επόμενο που βρίσκεται κάτω από αυτό. Σήμερα δε θα βλέπαμε (ή δεν θα έπρεπε να βλέπουμε) καμία σκάλα. Αντίθετα, θα πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας το δενδρόγραμμα που αποτελεί τη μοναδική εικονογράφηση στην Προέλευση των Ειδών.

Η ανθρωπότητα είναι απλώς ένα μικρό παρακλάδι, μεταξύ πολλών άλλων κάπου στο μέσο της πυκνής συστάδας των αφρικανικών πιθήκων.

Δύο θεμελιώδεις τεχνικές που δεν ήταν διαθέσιμες στον Δαρβίνο είναι η ραδιοχρονολόγηση των πετρωμάτων και τα μοριακά δεδομένα, συμπεριλαμβανομένου του «μοριακού ρολογιού». Εκεί που ο Δαρβίνος, στην προσπάθειά του να δείξει την ομοιότητα ανάμεσα σε εμάς και στα τετράχειρα, θα μπορούσε να καταφύγει στη συγκριτική ανατομία, συμπληρώνοντάς την με θελκτικά ανέκδοτα φυσιολογικής και συναισθηματικής ομοιότητας (επιχειρήματα που αναπτύσσονται στο Expression of the Emotions), εμείς έχουμε το προνόμιο να γνωρίζουμε την ακριβή, γράμμα-προς-γράμμα, αλληλουχία τεράστιων κειμένων DNA.

Σημειώνεται ότι πάνω από το 98 τοις εκατό του ανθρώπινου γονιδιώματος, όταν μετριέται με αυτόν τον τρόπο, είναι πανομοιότυπο με εκείνο των χιμπατζήδων. Ο Δαρβίνος θα ήταν γοητευμένος. Τέτοια ομοιότητα, και τέτοια ακρίβεια στη μέτρησή της, θα τον είχαν γοητεύσει πέρα και από τα πιο τολμηρά όνειρά του.

Ωστόσο, πρέπει να είμαστε προσεκτικοί και να μην ενθουσιαστούμε από όλη αυτήν την ευφορία. Αυτό το 98 τοις εκατό δε σημαίνει ότι είμαστε κατά 98 τοις εκατό χιμπατζήδες. Και έχει πραγματικά σημασία ποια μονάδα επιλέγετε για να κάνετε τη σύγκρισή σας. Εάν μετρήσετε τον αριθμό των ολόκληρων γονιδίων που είναι πανομοιότυπα, η τιμή μεταξύ ανθρώπων και χιμπατζήδων θα είναι κοντά στο μηδέν. Αυτό δεν είναι παράδοξο.

Σκεφτείτε το γονιδίωμα του ανθρώπου και το γονιδίωμα του χιμπατζή σαν δύο εκδόσεις του ίδιου βιβλίου, ας πούμε την πρώτη και τη δεύτερη έκδοση της Καταγωγής του Ανθρώπου. Αν μετρήσετε τον αριθμό των γραμμάτων που είναι ίδια με τα αντικρινά τους στην άλλη έκδοση, πιθανώς θα βρείτε ομοιότητα πάνω από 90 τοις εκατό. Αν όμως μετρήσετε τον αριθμό των κεφαλαίων που είναι πανομοιότυπα, μπορεί να είναι μηδέν. Αυτό συμβαίνει διότι αρκεί ένα μόνο γράμμα να είναι διαφορετικό, οπουδήποτε σε ένα κεφάλαιο, ώστε να θεωρηθεί ολόκληρο το κεφάλαιο είναι διαφορετικό ανάμεσα στις δύο εκδόσεις.

Όταν μετράς την επί τοις εκατό ομοιότητα δύο κειμένων, είτε είναι δύο εκδόσεις ενός βιβλίου είτε δύο εκδόσεις ενός αφρικανικού πιθήκου, η μονάδα που επιλέγεις για να συγκρίνεις (γράμμα ή κεφάλαιο - ζεύγος βάσεων DNA ή γονίδιο) δημιουργεί τεράστια διαφορά στο τελικό ποσοστό ομοιότητας.

Το θέμα είναι ότι θα πρέπει να χρησιμοποιούμε τέτοια ποσοστά όχι για την απόλυτη τιμή τους, αλλά για συγκρίσεις μεταξύ οργανισμών.

Η τιμή 98 τοις εκατό για τους ανθρώπους και τους χιμπατζήδες αρχίζει να έχει νόημα όταν τη συγκρίνουμε με το 96 τοις εκατό ομοιότητας μεταξύ ανθρώπων και ουραγκοτάγκων (το ίδιο 96 τοις εκατό είναι ανάμεσα στους χιμπατζήδες και στους ουραγκοτάγκους, και το ίδιο ανάμεσα στους γορίλες και στους ουραγκοτάγκους, διότι όλοι οι αφρικανικοί πίθηκοι συνδέονται με τους ασιατικούς ουραγκοτάγκους μέσω ενός κοινού αφρικανικού προγόνου). Για τον ίδιο λόγο, όλοι οι μεγάλοι πίθηκοι μοιράζονται το 95 τοις εκατό των γονιδιωμάτων τους με τους γίββωνες και τα σιαμάνγκ. Και όλοι οι πίθηκοι μοιράζονται το 92 τοις εκατό των γονιδιωμάτων τους με όλες τις μαϊμούδες του Παλαιού Κόσμου.

Η υπόθεση του μοριακού ρολογιού μάς επιτρέπει να χρησιμοποιήσουμε τέτοιου είδους τιμές ποσοστών για να χρονολογήσουμε καθεμία από αυτές τις διακλαδώσεις στο οικογενειακό μας δέντρο. Προϋποθέτει ότι, σε επίπεδο μοριακής γενετικής, η εξελικτική αλλαγή λαμβάνει χώρα με ένα κατά προσέγγιση σταθερό ρυθμό για κάθε γονίδιο.

Σύμφωνα με όσα περιγράφηκαν ως τώρα, το μοριακό ρολόι δίνει σχετικούς χρόνους, αλλά όχι απόλυτους. Μπορούμε να «διαβάσουμε» τη χρονομέτρηση των εξελικτικών διακλαδώσεων, αλλά μόνο σε αυθαίρετες μονάδες. Ευτυχώς, χάρη σε μια άλλη πρόοδο που θα είχε μαγέψει τον Δαρβίνο, έχουμε στη διάθεσή μας διάφορα απόλυτα ρολόγια για τη χρονολόγηση των απολιθωμάτων. Αυτά περιλαμβάνουν τους γνωστούς ρυθμούς διάσπασης των πυρήνων των ραδιοϊσοτόπων, που βρίσκονται μέσα σε ηφαιστειακά πετρώματα, τα οποία περιβάλλουν τα ιζηματογενή στρώματα όπου βρίσκονται τα απολιθώματα.

Παίρνοντας μια ομάδα ζώων με πλούσιο αρχείο απολιθωμάτων και χρονολογώντας τις διακλαδώσεις στο οικογενειακό τους δέντρο με δύο τρόπους -με το μοριακό γενετικό ρολόι και με το ρολόι των ραδιοϊσοτόπων-, οι αυθαίρετες μονάδες του γενετικού ρολογιού είναι δυνατόν να επαληθευτούν και ταυτόχρονα να βαθμονομηθούν σε (πραγματικά) εκατομμύρια έτη. Έτσι μπορούμε να εκτιμήσουμε ότι ο αποχωρισμός από τον κοινό πρόγονο ανάμεσα στους ανθρώπους και στους χιμπατζήδες συνέβη περίπου πριν από 5 έως 8 εκατομμύρια έτη, ο αποχωρισμός ανάμεσα στους αφρικανικούς πιθήκους και στους ουραγκοτάγκους περίπου πριν από 14 εκατομμύρια έτη και ο αποχωρισμός των πιθήκων και των μαϊμούδων του Παλαιού Κόσμου πριν από 25 εκατομμύρια έτη περίπου.

Τα απολιθώματα, τα οποία ανακαλύφθηκαν όλα μετά την έκδοση της Καταγωγής, μας παρέχουν μια σποραδική εικόνα για ορισμένα πιθανά ενδιάμεσα είδη, τα οποία μας συνδέουν με τον κοινό πρόγονο που μοιραζόμαστε με τους χιμπατζήδες. Δυστυχώς, δεν υπάρχουν απολιθώματα που να συνδέουν τους σύγχρονους χιμπατζήδες με εκείνον τον κοινό πρόγονο, αλλά, στην πλευρά του δικού μας κλάδου, έρχονται συνέχεια στην επιφάνεια αναφορές από ευρήματα νέων απολιθωμάτων, με ρυθμό που τον βρίσκω εντυπωσιακό και που σίγουρα θα εντυπωσίαζε και τον Δαρβίνο. Πηγαίνοντας προς τα πίσω, σταδιακά, κατά ένα εκατομμύριο έτη σε κάθε βήμα, βρίσκουμε: τον Homo erectus, τον Homo habilis, τον Australopithecus afarensis, τον Australopithecus anamensis, τον Ardipithecus, τον Orrorin και μια πρόσφατη ανακάλυψη, που μπορεί να χρονολογηθεί μέχρι και 7 εκατομμύρια έτη πριν από εμάς, τον Sahelanthropus. Αυτό το τελευταίο εύρημα είναι από το Τσαντ, μακριά στα δυτικά της κοιλάδας της μεγάλης τεκτονικής τάφρου (Rift Valley), η οποία μέχρι τώρα θεωρούνταν ότι αποτελούσε τον γεωγραφικό φραγμό που διαχώριζε τη δική μας εξελικτική γραμμή από εκείνη των χιμπατζήδων. Οι ορθόδοξες απόψεις μας κλονίζονται από καιρού εις καιρόν - δεν είναι καθόλου κακό.

Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί όταν υποθέτουμε ότι αυτή η χρονική σειρά απολιθωμάτων αναπαριστά τη σειρά προγόνων/απογόνων. Είναι πάντοτε πιο ασφαλές να υποθέτουμε ότι τα απολιθώματα είναι συγγενείς παρά πρόγονοί μας, όμως δεν είναι ντροπή να εικάσουμε ότι οι προγενέστεροι συγγενείς μας μπορούν να μας πληροφορήσουν, έστω και κατ’ ελάχιστο, για τους πραγματικούς προγόνους μας, που βρίσκονταν ανάμεσα στους σύγχρονούς τους.

Ποιες είναι οι κύριες αλλαγές που συνέβησαν μετά τον διαχωρισμό μας από τους χιμπατζήδες; Κάποιες, όπως η απώλεια του τριχώματος στο σώμα, είναι ενδιαφέρουσες, αλλά τα απολιθώματα δεν μπορούν να μας πουν τίποτε άμεσο σε σχέση μ’ αυτές.

Οι δύο κύριες αλλαγές, για τις οποίες μπορούμε να βοηθηθούμε από τα απολιθώματα, και όπου συνεπώς έχουμε μεγάλο πλεονέκτημα σε σχέση με τον Δαρβίνο, είναι ότι σηκωθήκαμε στα δύο πίσω πόδια μας, και ότι ο εγκέφαλός μας έγινε, εντυπωσιακά, μεγαλύτερος.

Άραγε, προηγήθηκε κάποια από αυτές τις αλλαγές, ή μήπως έγιναν ταυτόχρονα; Έχουν υποστηριχθεί και οι τρεις απόψεις, ενώ κάθε πιθανή αμφισβήτηση έχει αναπτυχθεί εδώ και δεκαετίες. Ο Δαρβίνος πίστευε ότι οι δύο μεγάλες αλλαγές έγιναν μαζί και προσπαθεί να το αποδείξει με πιστευτό τρόπο. Αυτή όμως είναι μια από τις σπάνιες στιγμές που μια αβέβαιη εικασία του Δαρβίνου αποδείχθηκε λανθασμένη.

Τα απολιθώματα δίνουν μια ικανοποιητικά οριστική και ξεκάθαρη απάντηση. Πρώτη ήρθε η δίποδη βάδιση· η εξέλιξή της ολοκληρώθηκε λίγο πριν αρχίσει να διογκώνεται ο εγκέφαλος.

Πριν από τρία εκατομμύρια χρόνια, ο Australopithecus ήταν δίποδος και είχε πόδια σαν τα δικά μας, ωστόσο εξακολουθούσε να βρίσκει καταφύγιο πάνω στα δέντρα. Αλλά ο εγκέφαλός του, αναλογικά με το σωματικό του μέγεθος, είχε το ίδιο μέγεθος με του χιμπατζή, και πιθανώς το ίδιο με τον κοινό πρόγονο των χιμπατζήδων.

Κανείς δεν γνωρίζει αν η δίποδη βάδιση δημιούργησε νέες επιλεκτικές πιέσεις που ενθάρρυναν την ανάπτυξη του εγκεφάλου, αλλά τα αρχικά επιχειρήματα του Δαρβίνου για την ταυτόχρονη εξέλιξη είναι δυνατόν να αναπροσαρμοστούν, ώστε να καταστήσουν κάτι τέτοιο αληθοφανές.

Η ανάπτυξη του εγκεφάλου ίσως είχε κάποια σχέση με τη γλώσσα, όμως σε αυτό το σημείο κανείς δεν γνωρίζει τίποτε και οι διαφωνίες αφθονούν. Υπάρχουν στοιχεία ότι ορισμένα τμήματα του ανθρώπινου εγκεφάλου είναι αποκλειστικά προ-συνδεδεμένα για να διαχειρίζονται γενικά τη γλώσσα, μολονότι κάθε συγκεκριμένη γλώσσα που χρησιμοποιείται μαθαίνεται, βεβαίως, τοπικά.

Μια άλλη ιδέα του εικοστού αιώνα, η οποία είναι πιθανότατα σημαντική για την ανθρώπινη εξέλιξη και η οποία πάλι θα είχε συναρπάσει τον Δαρβίνο, είναι η νεοτενία: ο εξελικτικός παιδισμός. Το αξολότλ, ένα αμφίβιο που ζει σε μια λίμνη του Μεξικού, μοιάζει ακριβώς με την προνύμφη της σαλαμάνδρας, αλλά μπορεί να αναπαραχθεί, και έχει διαγράψει το ενήλικο στάδιο της σαλαμάνδρας από τη φυσική του ιστορία. Πρόκειται για έναν σεξουαλικά ώριμο γυρίνο. Η νεοτενία αυτού του είδους έχει προταθεί ως ένας τρόπος με τον οποίο μια γενεαλογική γραμμή μπορεί (με μια απλή, ξαφνική κίνηση) να εγκαινιάσει μια εντελώς νέα κατεύθυνση στην εξέλιξη. Οι πίθηκοι δεν έχουν κάποιο διακριτό στάδιο προνύμφης, όπως αυτό του γυρίνου ή της κάμπιας, αλλά μια πιο βαθμιαία εκδοχή της νεοτενίας διακρίνεται κατά κάποιον τρόπο στην ανθρώπινη εξέλιξη. Οι ανήλικοι χιμπατζήδες μοιάζουν πολύ περισσότερο με ανθρώπους απ’ ό,τι οι ενήλικες.

Η ανθρώπινη εξέλιξη μπορεί να θεωρηθεί ως παιδισμός. Είμαστε πίθηκοι που έγιναν σεξουαλικά ώριμοι, ενώ μορφολογικά είμαστε ανήλικοι. Μήπως, αν εμείς οι άνθρωποι μπορούσαμε να ζήσουμε 200 χρόνια, καταφέρναμε τελικά να «ενηλικιωθούμε», να πέσουμε στα τέσσερα και να αναπτύξουμε τεράστια προγναθικά σαγόνια, σαν αυτά των χιμπατζήδων;

Η πιθανότητα δεν έχει χαθεί σύμφωνα με τους συγγραφείς της ειρωνικής φανταστικής λογοτεχνίας, ειδικά για τον Aldous Huxley στο After Many a Summer. Προφανώς έμαθε για τη νεοτενία από τον μεγαλύτερο αδελφό του, Julian, ο οποίος ήταν ένας από τους πρωτοπόρους της ιδέας και έκανε μια εκπληκτική μελέτη με τα αξολότλ, εγχέοντας ορμόνες για να τα κάνει να μεταμορφωθούν σε σαλαμάνδρες που κανείς ποτέ δεν είχε δει μέχρι τότε.

Επιτρέψτε μου να ολοκληρώσω, συνδέοντας τα δύο μισά του βιβλίου του Δαρβίνου. Έγραψε με ενθουσιασμό για την επιλογή διά του φύλου στην Καταγωγή του Ανθρώπου διότι τη θεωρούσε σημαντική για την εξέλιξη του ανθρώπου, και ειδικά επειδή πίστευε ότι αποτελούσε το κλειδί για την κατανόηση των διαφορών ανάμεσα στις ανθρώπινες φυλές.

Η φυλή, στη βικτοριανή εποχή, δεν ήταν το πολιτικό και συναισθηματικό ναρκοπέδιο που είναι σήμερα, σε σημείο που να μπορεί κανείς να γίνει προσβλητικός μόνο και μόνο αναφέροντας τη λέξη. Θα προχωρήσω προσεκτικά, αλλά δεν μπορώ να αγνοήσω το θέμα, διότι είναι αξιοπρόσεκτο στο βιβλίο του Δαρβίνου και ιδιαίτερα συναφές με την ενοποίηση των δύο μερών του.

Ο Δαρβίνος, όπως όλοι οι Βικτοριανοί, γνώριζε πολύ καλά τις διαφορές ανάμεσα στους ανθρώπους. Επίσης, γνώριζε -και τόνισε περισσότερο από οποιονδήποτε σύγχρονό του- τη θεμελιώδη ενότητα του είδους μας.

Στην Καταγωγή σκέφτηκε προσεκτικά και απέρριψε κατηγορηματικά την -κάπως ευνοημένη στην εποχή του- ιδέα ότι οι διαφορετικές ανθρώπινες φυλές θα πρέπει να θεωρούνται ως διαφορετικά είδη.

Σήμερα γνωρίζουμε ότι, σε γενετικό επίπεδο, το είδος μας παρουσιάζει υψηλό επίπεδο ομοιογένειας. Έχει διατυπωθεί ότι υπάρχει περισσότερη γενετική ποικιλομορφία μεταξύ των χιμπατζήδων μιας μικρής περιοχής στην Αφρική παρά σε ολόκληρο τον ανθρώπινο πληθυσμό (αυτό σημαίνει ότι στα προηγούμενα εκατό χιλιάδες χρόνια, περίπου, περάσαμε από μια πραγματική στενωπό).

Επιπλέον, το μεγαλύτερο μέρος της ανθρώπινης γενετικής ποικιλομορφίας βρίσκεται εντός των φυλών και όχι μεταξύ φυλών.

Αυτό σημαίνει ότι, εάν έπρεπε να εξαφανίσετε όλες τις ανθρώπινες φυλές εκτός από μία, η συντριπτική πλειονότητα της ανθρώπινης γενετικής διασποράς θα διατηρούνταν. Η διασπορά μεταξύ φυλών είναι ένα ελάχιστο επιπρόσθετο μέρος, κολλημένο πάνω στη μεγαλύτερη ποσότητα διασποράς εντός όλων των φυλών. Αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που πολλοί γενετιστές συνηγορούν υπέρ της πλήρους εγκατάλειψης της έννοιας της φυλής.

Την ίδια στιγμή -το παράδοξο είναι παρόμοιο με εκείνο που αναγνώρισε ο ίδιος ο Δαρβίνος- τα εξωτερικά καταφανή γνωρίσματα που χαρακτηρίζουν τους τοπικούς πληθυσμούς σε όλο τον κόσμο φαίνονται πολύ διαφορετικά. Εάν ερχόταν ένας (εξωγήινος) ειδικός στην ταξινόμηση (ο οποίος δεν θα γνώριζε ότι όλες οι ανθρώπινες φυλές αναπαράγονται ευχαρίστως μεταξύ τους και που, επίσης, δεν θα γνώριζε ότι το μεγαλύτερο μέρος της υποκείμενης γενετικής διασποράς στο είδος μας διαμοιράζεται σε όλες τις φυλές), θα μπορούσε να παρασυρθεί από τις τοπικές διαφορές μας στο χρώμα του δέρματος, στα χαρακτηριστικά του προσώπου, στα μαλλιά, στο μέγεθος και στις αναλογίες του σώματος και να μας χωρίσει σε περισσότερα του ενός είδη.

Ποια είναι η λύση σ’ αυτό το παράδοξο; Και γιατί τόσο έντονες εξωτερικές διαφορές εξελίχθηκαν σε διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές, ενώ το μεγαλύτερο μέρος της λιγότερο εμφανούς ποικιλομορφίας διασκορπίζεται σε όλες τις γεωγραφικές περιοχές; Θα ήταν δυνατόν ο Δαρβίνος να έχει δίκιο πέρα για πέρα; Είναι η επιλογή διά του φύλου η απάντηση στο παράδοξο; Αυτό πιστεύει ο διακεκριμένος βιολόγος Jared Diamond, και τείνω να συμφωνήσω κι εγώ.

Έχουν ήδη προταθεί χρηστικές απαντήσεις στο ερώτημα της εξέλιξης των φυλετικών διαφορών, και ίσως υπάρχει κάποια αλήθεια σε αυτές. Το σκούρο δέρμα μπορεί να προστατεύει ενάντια στον καρκίνο του δέρματος στις τροπικές περιοχές, το ανοιχτόχρωμο δέρμα επιτρέπει την είσοδο των ευεργετικών ακτινών σε γεωγραφικά πλάτη χωρίς ηλιοφάνεια, όπου υπάρχει ο κίνδυνος για έλλειψη βιταμίνης D.

Το μικρό ανάστημα ωφελεί πιθανότατα τους κυνηγούς στα πυκνά δάση, όπως είναι οι πυγμαίοι της κεντρικής Αφρικής, και σε διάφορους κυνηγούς τροφοσυλλέκτες που εξελίχθηκαν ανεξάρτητα σε περιοχές των δασών του Αμαζόνιου και της Νοτιοανατολικής Ασίας. Η ικανότητα πέψης του γάλακτος από τον ενήλικα φαίνεται να έχει εξελιχθεί σε λαούς, οι οποίοι, για λόγους κουλτούρας, παρατείνουν τη χρήση αυτής της κατά κύριο λόγο νεογνικής τροφής. Είμαι όμως εντυπωσιασμένος από την ποικιλότητα των χαρακτηριστικών που είναι εξωτερικά και εμφανή, ενώ οι βαθύτερες διαφορές είναι τόσο μικρές.

Αυτό που η επιλογή διά του φύλου εξηγεί καλύτερα από τη φυσική επιλογή, είναι η ποικιλία που φαίνεται αυθαίρετη ή ακόμη και καθοδηγούμενη από μια ιδιοτροπία αισθητικής φύσεως. Ιδιαίτερα όταν η ποικιλομορφία αυτή είναι γεωγραφική, και όταν μερικά από τα χαρακτηριστικά που εξετάζονται -για παράδειγμα τα γένια και η κατανομή του τριχώματος στο σώμα και των υποδερμικών αποθεμάτων λίπους- διαφέρουν ανάμεσα στα δύο φύλα. Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν έχουν πρόβλημα να αποδεχθούν ένα ανάλογο της επιλογής διά του φύλου για τάσεις που έχουν εδραιωθεί πολιτισμικά όπως τα καλύμματα στο κεφάλι, η ζωγραφική σώματος, τα περικαλύμματα πέους, οι τελετουργικοί ακρωτηριασμοί ή τα διακοσμητικά ενδύματα.

Με δεδομένο ότι οι πολιτισμικές διαφορές όπως αυτές της γλώσσας, της θρησκείας, των ηθών και των εθίμων σίγουρα προβάλλουν αντίσταση στις διασταυρώσεις και στη ροή των γονιδίων, νομίζω ότι είναι εντελώς αληθοφανές ότι οι γενετικές διαφορές ανάμεσα σε ανθρώπους διαφορετικών περιοχών, τουλάχιστον όταν είναι εξωτερικές, -δηλαδή όταν αφορούν σε εμφανή εξωτερικά χαρακτηριστικά-, έχουν εξελιχθεί μέσω της επιλογής διά του φύλου. Το είδος μας πραγματικά δείχνει να έχει ασυνήθιστα καταφανείς, ακόμη και εξεζητημένες, εξωτερικές διαφορές ανάμεσα στους τοπικούς πληθυσμούς, και συνάμα ασυνήθιστα χαμηλά επίπεδα συνολικής γενετικής ποικιλομορφίας. Αυτή η διπλή συγκυρία φέρει, κατά τη γνώμη μου, τη σφραγίδα της επιλογής διά του φύλου.

Από αυτήν την άποψη, οι ανθρώπινες φυλές μοιάζουν πολύ με τις ράτσες των σκύλων, άλλο ένα αγαπημένο θέμα του Δαρβίνου. Εξωτερικά, οι οικόσιτες ράτσες σκύλου ποικίλλουν εκπληκτικά, ακόμη περισσότερο κι από τις ανθρώπινες φυλές, ενώ οι υποκείμενες γενετικές διαφορές είναι ελάχιστες, και όλες εξελίχθηκαν ξεκάθαρα από τους λύκους, λίγες χιλιάδες χρόνια πριν. Η αναπαραγωγική απομόνωση διατηρείται σήμερα από αφοσιωμένους εκτροφείς σκύλων ράτσας, ενώ τα ίδια τα σχήματα και τα χρώματα των σκύλων κατευθύνονται μέσω της ταχείας εξέλιξής τους μάλλον από τα καπρίτσια του ανθρώπινου ματιού, παρά από την ιδιοτροπία των θηλυκών σκύλων. Όμως, τα βασικά χαρακτηριστικά αυτής της κατάστασης, όπως αντιλήφθηκε ο Δαρβίνος, είναι παρόμοια με εκείνα της επιλογής διά του φύλου.

Σε αυτό, όπως και σε τόσα πολλά ακόμη, υποπτεύομαι ότι ο Δαρβίνος είχε δίκιο. Η επιλογή διά του φύλου είναι πραγματικά ένας καλός υποψήφιος για την ερμηνεία μεγάλου μέρους της μοναδικής εξέλιξης του είδους μας. Μπορεί επίσης να είναι υπεύθυνη για ορισμένα μοναδικά χαρακτηριστικά του είδους μας που κατανέμονται ομοιόμορφα σε όλες τις φυλές, όπως είναι για παράδειγμα ο τεράστιος εγκέφαλός μας. Ο Geoffrey Miller, στο The Mating Mind, έχει αναπτύξει δυναμικά αυτό ακριβώς το θέμα, και αυτό θα άρεσε και στον Δαρβίνο διότι ο Miller χρησιμοποιεί την άποψη του Wallace για την επιλογή διά του φύλου. Αρχίζει να διαφαίνεται ότι, παρά τις αρχικές αμφιβολίες, ο Δαρβίνος είχε δίκιο να συμπεριλάβει σε έναν τόμο, την Επιλογή σε Σχέση με το Φύλο και την Καταγωγή του Ανθρώπου.

Οι Κηφήνες ποτέ δεν πεθαίνουν

Υπάρχει μία τάξη ανθρώπων, οι οποίοι έχουν το ταλέντο να εισχωρούν και να διαπρέπουν στην αυλή του εκάστοτε ηγέτη, πλουτίζοντας εις βάρος όλων των υπολοίπων. Δεν κυβερνούν πάντα οι ίδιοι, αλλά οπωσδήποτε γυρίζουν τον τροχό της πολιτικής ζωής. Ποια είναι η τακτική τους και πώς καταφέρνουν να επιβιώνουν όταν τα πάντα γκρεμίζονται και αλλάζουν; Πώς πλουτίζουν χωρίς να παράγουν τίποτα;

«Το πρώτο πράγμα που κάνουν αυτοί οι κηφήνες, είναι να ταχθούν στο πλευρό των αδικημένων και των δυστυχούντων. Όποιο και αν είναι το καθεστώς, αυτοί θα κάνουν αντιπολίτευση, μόλις ο κόσμος αρχίσει να διαμαρτύρεται.

Οι πιο ζωηροί θα ηγηθούν της διαμαρτυρίας, ενώ ο πιο χαρισματικός από αυτούς θα γίνει ο αρχηγός τους. Και το πρώτο πράγμα που θα κάνει θα είναι μοιράζει αφειδώς υποσχέσεις. Υπόσχεται δημοκρατία στους καταπιεσμένους, που διψούν για ελευθερία. Σηκώνει το λάβαρο της επανάστασης, γκρεμίζει επαύλεις και παλάτια και ο λαός τον λατρεύει! Του δίνει εξουσία και πανηγυρίζει.

Ζήτω η Ελευθερία!

Οι νέοι θεσμοί θα είναι αναμφίβολα πιο δημοκρατικοί, οι πολίτες θα αποκτήσουν περισσότερα δικαιώματα, θα ελέγχουν την εξουσία, θα απολαμβάνουν ισονομία. Αλλά οι κηφήνες είναι ακόμα εδώ!

Τώρα όμως, θα πρέπει να βρουν τρόπο να διασφαλίσουν τον πολυτελή τους βίο, χωρίς να προκαλέσουν τον φθόνο των πολλών. Από ποιο λουλούδι θα μαζέψουν τώρα τη γύρη τους, χωρίς να δυσαρεστήσουν τον κυρίαρχο λαό;

Η πηγή του είναι όσοι, κατά τη διάρκεια του προηγούμενου καθεστώτος, κατόρθωσαν να αποκτήσουν περιουσία. Δηλαδή, οι επιτυχημένοι επιχειρηματίες, τα δυνατά μυαλά, οι πιο τολμηροί και εκείνοι που κληρονόμησαν μεγάλη πατρική περιουσία. Κι επειδή οι κηφήνες είναι πιο έξυπνοι απ'όσο νομίζετε, θα μοιράσουν μία μικρή ποσότητα από αυτό το μελάκι στους οπαδούς τους.

Ο λαός, που είχε καταταλαιπωρηθεί από το προηγούμενο καταπιεστικό καθεστώς, τώρα αξιοποιεί στο έπακρο τις νέες συνθήκες. Τουτέστιν, πέφτει με τα μούτρα στο μέλι. Εύκολα θα συνηθίσει σε μία εύκολη ζωή, χωρίς υποχρεώσεις και γεμάτη δώρα και χάδια. Και όσο πιο σπάταλη γίνεται η εξουσία, τόσο πιο λαίμαργος γίνεται ο λαός.

Ό ηγέτης απολαμβάνει τη δόξα, οι κηφήνες τρωγοπίνουν χωρίς να εργάζονται και ο λαός κάνει ό, τι του καπνίσει ανενόχλητος, χωρίς να αναρωτιέται από πού στην ευχή προέρχονται τα αγαθά που απολαμβάνει. Ώσπου το λουλουδάκι δεν έχει άλλη γύρη να δώσει, μαραίνεται και πεθαίνει. Ο ηγέτης δεν έχει πια καραμέλες να σκορπίσει στον λαό και οι κηφήνες δεν έχουν πια λουλούδια να τρυγήσουν.

Ο ηγέτης τότε τα βρίσκει μπαστούνια: ή θα ομολογήσει πως το μέλι σώθηκε, άρα ότι εξαπάτησε τον λαό ή θα επιχειρήσει να μειώσει τις παροχές για να εξοικονομήσει χρήματα για τις ανάγκες της πολιτείας. Έτσι κι αλλιώς, ο λαός θα εξοργιστεί μαζί του θεωρώντας τον εχθρό της δημοκρατίας, εφόσον έχει ταυτίσει τη δημοκρατία με την αφθονία, τα προνόμια και την ανέμελη ζωή.

Ζήτω η Επανάσταση!

Κανείς δεν είναι διατεθειμένος να παραχωρήσει τα «κεκτημένα» του: να πληρώνεται χωρίς να προσφέρει την αντίστοιχη εργασία, να παρανομεί χωρίς να διώκεται, να αδικεί χωρίς να θεωρείται ανήθικος, να επιδεικνύει τον πατριωτισμό του χωρίς να προσφέρει καμία υπηρεσία στην πατρίδα. Η υπερευαίσθητη ψυχή του «δημοκράτη» αγανακτεί και με την υποψία πως θα τεθούν περιορισμοί. Και όπως ένα ανόητο παιδί, θα υποστηρίξει εκείνον που θα του υποσχεθεί πως δεν θα αφήσει κανέναν να του πάρει τα παιχνίδια του.

Αυτή η παρακμή οδηγεί αναγκαστικά σε αδιέξοδο, καθώς η τάξη από την οποία τρυγούσαν ως τώρα οι κηφήνες, το άλλοτε ανθισμένο λουλουδάκι, βρίσκεται στα πρόθυρα της καταστροφής και επαναστατεί. Και φυσικά, οι κηφήνες εύκολα πείθουν τον λαό να πολεμήσει, όχι μόνο εναντίον των επαναστατημένων θυμάτων, αλλά και εναντίον του ηγέτη που έως τώρα όλοι μαζί λιβάνιζαν! Θα επιλέξουν έναν νέο αρχηγό, με τον ίδιο τρόπο που είχαν επιλέξει τον προηγούμενο: Τον κηφήνα με το μεγαλύτερο χάρισμα!

Πώς, όμως, αυτός θα συντηρήσει τα γούστα των κηφήνων και των οπαδών τους; Μα φυσικά, θα υποσχεθεί πως θα διαγράψει τα χρέη τους και θα αναδιανείμει τον πλούτο. Ποιον πλούτο; Ό, τι έχει απομείνει στο καημένο «λουλουδάκι». Έτσι, και οι τελευταίοι εναπομείναντες αυτής της τάξης θα εγκαταλείψουν τη χώρα και τότε κανείς πια δεν θα παράγει πλούτο.

Η οικονομική κατάσταση θα πιάσει πάτο και τότε ο ηγέτης κάπως θα πρέπει να διασφαλίσει τη θέση του. Θα επινοήσει εθνικούς κινδύνους, για την αντιμετώπιση των οποίων θα χρειαστούν χρήματα. Οι φόροι γίνονται τόσο εξοντωτικοί, που κανείς δεν έχει πλέον χρόνο και διάθεση να ασχοληθεί με την πολιτική και να στραφεί εναντίον του ηγέτη. Η δημοκρατία έχει πεθάνει και κανείς δεν πρόλαβε να κλάψει!

Ζήτω που καήκαμε!

Στο στάδιο αυτό, θα εξολοθρευτούν και οι τελευταίοι αξιόλογοι πολίτες, που θα έχουν το θάρρος να σηκώσουν το ανάστημά τους εναντίον της τυραννίας. Ο τύραννος απομένει να κυβερνά φαύλους, εξαθλιωμένους υπηκόους. Οι ρόλοι έχουν αντιστραφεί: Το κράτος, ο «πατερούλης» που χαρτζιλίκωνε τους άπληστους πολίτες μίας διεφθαρμένης δημοκρατίας, μεταμορφώθηκε σε άσωτο γιο που αποσπά με τη βία και κατασπαταλά την περιουσία του λαού, που τώρα είναι ο πατέρας.

Και όταν και αυτή η περιουσία ξοδευτεί, τότε οι κηφήνες θα αναλάβουν και πάλι να αναδείξουν τη νέα τάξη που θα δημιουργήσει μία νέα περιουσία. Σε αυτούς θα επενδύσουν και την τελευταία δεκάρα που έχει απομείνει και μαζί τους θα επιλέξουν έναν ζωηρό κηφήνα για νέο αρχηγό, ικανό να διαχειριστεί τους πολλούς εξαγριωμένους που έχουν μείνει έξω από την νέα τάξη.
Και για κάποιο διάστημα θα τα καταφέρει, μέχρι που και αυτοί θα επαναστατήσουν και τότε οι κηφήνες θα σταθούν στο πλευρό τους... και πάλι απ'την αρχή!»

Τι σας θυμίζει αυτή η περιγραφή; Αυτό που ζείτε; Αυτό που συνέβη; Αυτό που φοβάστε πως θα συμβεί;

Και όμως, αυτή η περιγραφή έχει γίνει πριν από 2500 χρόνια περίπου και είναι γραμμένη στο Η΄ βιβλίο της Πολιτείας του Πλάτωνα. Φαντάζομαι πως την εμπνεύστηκε παρατηρώντας την κοινωνική ζωή των μελισσών και συγκρίνοντάς την με τον ανορθολογισμό της πολιτικής ζωής της εποχής του, όταν οι δημαγωγοί ήταν λαοφιλείς και οι κόλακες κινούσαν τα νήματα, ικανοποιώντας την ματαιοδοξία των αρχόντων και ταΐζοντας το συναίσθημα της μάζας.

Στις κυψέλες των μελισσών, ο κηφήνας εξοντώνεται αμέσως μόλις επιτελέσει το έργο του. Η βασίλισσα δεν τον ανέχεται στο πλευρό της και οι άλλες μέλισσες δεν σκοπεύουν να εργάζονται για να ταΐζουν τους χαραμοφάηδες. Εμείς πάλι, δεν έχουμε φτάσει ακόμα σε αυτό το διανοητικό επίπεδο!

Είστε σίγουρος ότι γνωρίζετε τι σας κάνει ευτυχισμένο;

Ερωτήματα περί ζωής: Ευτυχία

• Θα ήταν ο κόσμος δικαιότερος αν οι ευτυχισμένοι υποχρεώνονταν να πληρώσουν φόρο επί της ευτυχίας τους;

• Υπάρχει κάποιος άνθρωπος με τον οποίο θα θέλατε ν’ ανταλλάξετε ζωές, υπό τον όρο ότι θ’ αποκτήσετε όλα τα θετικά και αρνητικά αυτού του ανθρώπου; Αν όχι, πώς εξηγείτε στον εαυτό σας το ότι δεν σκάτε από ευτυχία;

• Ας υποθέσουμε πως είστε ευτυχισμένος. Επιδεικνύετε την ευτυχία σας ή συμπεριφέρεστε με διακριτικότητα έναντι των λιγότερο ευτυχισμένων;

• Θα αποδεχόσασταν το νόημα της ζωής αν στην πραγματικότητα συνίστατο κυρίως από πράξεις οι οποίες θα σας έκαναν δυστυχισμένο;

• Πόσοι απ’ όσους πιστεύουν πως είναι ευτυχισμένοι είναι όντως;

• Σε τίνος το πετσί θα μπαίνατε αν επρόκειτο να βγείτε από το δικό σας;

• Αν χαρακτηρίζατε τη ζωή σαν ένα δώρο, πόσο από καρδιάς θα ευχαριστούσατε μετά το άνοιγμα του περιτυλίγματος;

• Χρειάζεστε κάποιο λόγο για να είστε δυστυχισμένοι;

• Είστε κατά τι λιγότερο δυστυχισμένοι μόλις βρίσκετε έναν λόγο;

• Σας αρέσει να περνάτε μια βραδιά παρέα με ανθρώπους για τους οποίους είστε πεπεισμένοι ότι έχουν βρει το νόημα της ζωής;

• Ψάχνετε ακόμα το νόημα στη ζωή ή μήπως βρήκατε ήδη την ανοησία;

• Έχει καμιά διαφορά αν συμπληρώσει κάποιος άλλος το δελτίο του λότο σας;

• Συμπεραίνετε από το γεγονός πως τα ζώα δεν αυτοκτονούν ότι είναι πιο ευτυχισμένα από τους ανθρώπους;

• Αν υποθέσουμε ότι μπορούσατε να περπατήσετε πάνω στο νερό, ποιο δρόμο θα ακολουθούσατε;

• Πότε κοντοσταθήκατε τελευταία φορά για να μυρίσετε ένα λουλούδι;

Κερασφόροι θεοί, και συμβολισμός

Στην αρχαιότητα τα κέρατα ήταν αντικείμενο σεβασμού, και θεωρούνταν ιερά σύμβολα, καθώς αντιπροσώπευαν την Θεϊκή δύναμη. Δεν είναι τυχαίο πως πολλές αρχαίες Ελληνικές θεότητες ήταν κερασφόρες, όπως λ.χ ο Πάνας, και οι Σάτυροι. Στην εικόνα που σας παραθέτω, βλέπουμε τον Δία ως κερασφόρο. Roman cast terracotta of ram-horned Jupiter Ammon, 1st century AD (Museo Barracco, Rome).

Ο Δίας τράφηκε με το γάλα της κατσίκας, Αμάλθειας. Η οποία σύμφωνα με το μύθο, ήταν η τροφός του Δία τα χρόνια που αυτός μεγάλωνε κρυμμένος σε ένα σπήλαιο στην Κρήτη για να προστατευτεί από τον πατέρα του Κρόνο. Κάποια ημέρα καθώς η Αμάλθεια έπαιζε με το μικρό Δία, αυτός κατά λάθος της έσπασε το κέρατο. Για να μη στεναχωριέται η Αμάλθεια και ως ένδειξη ευγνωμοσύνης, ο Δίας έκανε το σπασμένο κέρατο να είναι πάντα γεμάτο με ό,τι λαχταρούσε ο κάτοχός του. Αυτό έμεινε γνωστό στην ιστορία σαν το «κέρατο της Αμάλθειας», ένα αιώνιο σύμβολο αφθονίας.

Δεν είναι τυχαίο, πως μόνο όταν ο Αλέξανδρος αναγνωρίστηκε ως υιός του Διός στο μαντείο της όασης Σίουα, άρχισε να παριστάνεται κερασφόρος (οι παλαιότεροι θυμούνται τον Αλέξανδρο κερασφόρο στο παλαιό 100 δραχμο) κλπ.



Το μαντείο του Άμμωνα βρισκόταν σε όαση, σε αμμώδη και άνυδρη έρημο της Λιβύης. Για το τι ακριβώς συνέβη στο μαντείο έχουμε πολλές παραλλαγές και στην αρχαιότητα ίσως να υπήρχαν ακόμη περισσότερες, αφού το θέμα και μεταφυσικό ήταν, και τη θεοποίηση του Αλεξάνδρου αφορούσε.

Σύμφωνα με την άποψη του Πλουτάρχου, ο ιερέας του μαντείου για λόγους φιλοφρόνησης φέρεται πως προσφώνησε τον Αλέξανδρο στα ελληνικά, αλλά επειδή δεν τα μιλούσε καλά, αντί να πει «ὦ, παιδίον» είπε «ὦ, παιδίος». Αμέσως διαδόθηκε η φήμη ότι ο ιερέας προσφώνησε τον Αλέξανδρο «ὦ, παῑ Διός», αναγνωρίζοντας τον ως υιό του Άμμωνος Διός.

Στην παραλλαγή του Διόδωρου και του Κούρτιου, ο ιερέας φέρεται να είπε «χαίρε, παιδί μου και αυτή η προσφώνηση είναι από τον θεό» και ο Αλέξανδρος να απάντησε: «Το δέχομαι, πατέρα, και στο εξής θα αποκαλούμαι γιος σου». Ο Αρριανός, που δεν εγκρίνει την επιλογή του Αλεξάνδρου να ανακηρυχθεί θεός, λέει λακωνικά ότι ο Αλέξανδρος «άκουσε αυτά, που επιθυμούσε».

Aξίζει επίσης μνείας, πως ο μύστης Michelangelo έφτιαξε το γνωστό άγαλμα του Μωησέως, κερασφόρου.


Το άγαλμα λαξεύτηκε το 1513 για τον τάφο του πάπα Ιουλίου Β' και είναι τοποθετημένο στο μαυσωλείο του Σαν Πιέτρο ιν Βίνκολι στη Ρώμη.

Για τον συμβολισμό των κεράτων έχω κάνει σχετικές αναφορές και παλαιότερα, στα άρθρα αποσυμβολισμού της αρχαίας Ελληνικής μυθολογίας.

Γενικότερα όλοι οι αρχαίοι πολιτισμοί, θεωρούσαν το κέρας ως ένα θεϊκό σύμβολο δύναμης. Και στην Παλαιά Διαθήκη συναντούμε το «κέρας», ως σύμβολο δύναμης. Με την επικράτηση του Χριστιανισμού, τα κέρατα θεωρήθηκαν ως έμβλημα του Διαβόλου.

Συν το χρόνω, τα κέρατα εμφανίζονται επίσης ως σύμβολο της συζυγικής απιστίας. Σύμφωνα με μία εκδοχή, λόγω του συμβολισμού των κεράτων ως δύναμης και εξουσίας, κατά τον μεσαίωνα όταν οι άρχοντες παρείχαν αξιώματα και δύναμη ως παρηγόρια στους συζύγους των γυναικών με τις οποίες παρανόμως ή και με ανοχή συνδέονταν ερωτικά, οι απατημένοι σύζυγοι γίνονταν ισχυροί, αποκτούσαν δηλαδή κέρατα...παρηγοριάς. Κατ' αυτόν τον τρόπο, τα κέρατα καθιερώθηκαν ως σύμβολο των απατημένων.....!

Σύμφωνα με την εκδοχή του Μιχαήλ Ψελλού (1018-1078 μ.χ) ο λόγος για τον οποίο επικράτησε το κέρατο ως σύμβολο απιστίας, είναι ότι όλα τα μη-κερασφόρα ζώα, (λιοντάρια, λεοπαρδάλεις, αρκούδες κλπ), καθώς και τα πτηνά, από τον αετό, μέχρι το περιστέρι, είναι … οργίλα και … ζηλότυπα, σε αντίθεση με τα κερασφόρα, τα οποία, ούτε οργίζονται, ούτε μνησικακούν ενάντια στα παρεκτρεπόμενα θηλυκά ….