ΔΙ. σὲ τὸν πρόθυμον ὄνθ᾽ ἃ μὴ χρεὼν ὁρᾶν
σπεύδοντά τ᾽ ἀσπούδαστα, Πενθέα λέγω,
ἔξιθι πάροιθε δωμάτων, ὄφθητί μοι,
915 σκευὴν γυναικὸς μαινάδος βάκχης ἔχων,
μητρός τε τῆς σῆς καὶ λόχου κατάσκοπος·
πρέπεις δὲ Κάδμου θυγατέρων μορφὴν μιᾶι.
ΠΕ. καὶ μὴν ὁρᾶν μοι δύο μὲν ἡλίους δοκῶ,
δισσὰς δὲ Θήβας καὶ πόλισμ᾽ ἑπτάστομον·
920 καὶ ταῦρος ἡμῖν πρόσθεν ἡγεῖσθαι δοκεῖς
καὶ σῶι κέρατα κρατὶ προσπεφυκέναι.
ἀλλ᾽ ἦ ποτ᾽ ἦσθα θήρ; τεταύρωσαι γὰρ οὖν.
ΔΙ. ὁ θεὸς ὁμαρτεῖ, πρόσθεν ὢν οὐκ εὐμενής,
ἔνσπονδος ἡμῖν· νῦν δ᾽ ὁρᾶις ἃ χρή σ᾽ ὁρᾶν.
925 ΠΕ. τί φαίνομαι δῆτ᾽; οὐχὶ τὴν Ἰνοῦς στάσιν
ἢ τὴν Ἀγαυῆς ἑστάναι, μητρός γ᾽ ἐμῆς;
ΔΙ. αὐτὰς ἐκείνας εἰσορᾶν δοκῶ σ᾽ ὁρῶν.
ἀλλ᾽ ἐξ ἕδρας σοι πλόκαμος ἐξέστηχ᾽ ὅδε,
οὐχ ὡς ἐγώ νιν ὑπὸ μίτραι καθήρμοσα.
930 ΠΕ. ἔνδον προσείων αὐτὸν ἀνασείων τ᾽ ἐγὼ
καὶ βακχιάζων ἐξ ἕδρας μεθώρμισα.
ΔΙ. ἀλλ᾽ αὐτὸν ἡμεῖς, οἷς σε θεραπεύειν μέλει,
πάλιν καταστελοῦμεν· ἀλλ᾽ ὄρθου κάρα.
ΠΕ. ἰδού, σὺ κόσμει· σοὶ γὰρ ἀνακείμεσθα δή.
935 ΔΙ. ζῶναί τέ σοι χαλῶσι κοὐχ ἑξῆς πέπλων
στολίδες ὑπὸ σφυροῖσι τείνουσιν σέθεν.
ΠΕ. κἀμοὶ δοκοῦσι παρά γε δεξιὸν πόδα·
τἀνθένδε δ᾽ ὀρθῶς παρὰ τένοντ᾽ ἔχει πέπλος.
ΔΙ. ἦ πού με τῶν σῶν πρῶτον ἡγήσηι φίλων,
940 ὅταν παρὰ λόγον σώφρονας βάκχας ἴδηις.
ΠΕ. πότερα δὲ θύρσον δεξιᾶι λαβὼν χερὶ
ἢ τῆιδε βάκχηι μᾶλλον εἰκασθήσομαι;
ΔΙ. ἐν δεξιᾶι χρὴ χἄμα δεξιῶι ποδὶ
αἴρειν νιν· αἰνῶ δ᾽ ὅτι μεθέστηκας φρενῶν.
***
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Εσύ που φλέγεσαι να δεις όσα δεν πρέπει,
εσύ που βιάζεις τα απαραβίαστα,
εσύ Πενθέα,
έλα έξω από τα δώματα,
φανερώσου εμπρός μου
915 ντυμένος γυναίκα, μαινάδα, βάκχη,
κατάσκοπος της μητέρας σου και του θιάσου.
Πώς μοιάζεις με κόρη του Κάδμου!
ΠΕΝΘΕΑΣ
Παράξενο!
Θαρρώ πως βλέπω δύο ήλιους,
διπλή τη Θήβα και τα επτάπυλα τείχη της.
920 Εσύ φαντάζεις ταύρος και με οδηγείς.
Στο κεφάλι σου έχουν φυτρώσει κέρατα.
Ήσουν μήπως άγριο ζώο;
Τώρα, πάντως, ταύρος έχεις γίνει.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Ο θεός, εχθρικός άλλοτε,
πορεύεται τώρα μαζί μας σύμμαχος.
Τώρα βλέπεις όσα πρέπει να βλέπεις.
ΠΕΝΘΕΑΣ
925 Πώς δείχνω, λοιπόν;
Δεν έχω το παράστημα της Ινώς
ή της Αγαύης, της μητέρας μου;
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Όταν σε βλέπω, νομίζω πως βλέπω εκείνες.
Όμως η μπούκλα σου αυτή έφυγε από τη θέση της.
Δεν κάθεται όπως την έπιασα εγώ με την κορδέλα.
ΠΕΝΘΕΑΣ
930 Μέσα που ήμουν, τίναζα το κεφάλι μου μπρος πίσω βακχεύοντας
και μετακινήθηκε από τη θέση της.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Όμως εγώ, που είναι μέλημά μου να σε φροντίζω,
θα τη σιάξω και πάλι.
Όρθωσε το κεφάλι.
ΠΕΝΘΕΑΣ
Ιδού! Φτιάξε με. Τώρα πια έχω αφεθεί στα χέρια σου.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
935 Και η ζώνη σου έχει χαλαρώσει.
Οι πτυχές του χιτώνα σου δεν κατεβαίνουν χυτές κάτω από τα σφυρά.
ΠΕΝΘΕΑΣ
Έτσι μου φαίνεται κι εμένα, όμως μόνο στο δεξιό πόδι.
Από αυτή την πλευρά ο χιτώνας φτάνει ως την φτέρνα
όπως πρέπει.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Ανάμεσα στους φίλους σου —θυμήσου!— πρώτο θα μ᾽ έχεις,
940 όταν απροσδόκητα δεις τις βάκχες σώφρονες.
ΠΕΝΘΕΑΣ
Και πώς θα μοιάσω πιο πολύ με βάκχη,
αν κρατάω το θύρσο με το δεξιό χέρι ή με αυτό;
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Με το δεξιό είναι το σωστό·
και να τον υψώνεις συγχρόνως με το δεξιό πόδι.
Χαίρομαι που δεν σκέφτεσαι πλέον όπως πριν.
σπεύδοντά τ᾽ ἀσπούδαστα, Πενθέα λέγω,
ἔξιθι πάροιθε δωμάτων, ὄφθητί μοι,
915 σκευὴν γυναικὸς μαινάδος βάκχης ἔχων,
μητρός τε τῆς σῆς καὶ λόχου κατάσκοπος·
πρέπεις δὲ Κάδμου θυγατέρων μορφὴν μιᾶι.
ΠΕ. καὶ μὴν ὁρᾶν μοι δύο μὲν ἡλίους δοκῶ,
δισσὰς δὲ Θήβας καὶ πόλισμ᾽ ἑπτάστομον·
920 καὶ ταῦρος ἡμῖν πρόσθεν ἡγεῖσθαι δοκεῖς
καὶ σῶι κέρατα κρατὶ προσπεφυκέναι.
ἀλλ᾽ ἦ ποτ᾽ ἦσθα θήρ; τεταύρωσαι γὰρ οὖν.
ΔΙ. ὁ θεὸς ὁμαρτεῖ, πρόσθεν ὢν οὐκ εὐμενής,
ἔνσπονδος ἡμῖν· νῦν δ᾽ ὁρᾶις ἃ χρή σ᾽ ὁρᾶν.
925 ΠΕ. τί φαίνομαι δῆτ᾽; οὐχὶ τὴν Ἰνοῦς στάσιν
ἢ τὴν Ἀγαυῆς ἑστάναι, μητρός γ᾽ ἐμῆς;
ΔΙ. αὐτὰς ἐκείνας εἰσορᾶν δοκῶ σ᾽ ὁρῶν.
ἀλλ᾽ ἐξ ἕδρας σοι πλόκαμος ἐξέστηχ᾽ ὅδε,
οὐχ ὡς ἐγώ νιν ὑπὸ μίτραι καθήρμοσα.
930 ΠΕ. ἔνδον προσείων αὐτὸν ἀνασείων τ᾽ ἐγὼ
καὶ βακχιάζων ἐξ ἕδρας μεθώρμισα.
ΔΙ. ἀλλ᾽ αὐτὸν ἡμεῖς, οἷς σε θεραπεύειν μέλει,
πάλιν καταστελοῦμεν· ἀλλ᾽ ὄρθου κάρα.
ΠΕ. ἰδού, σὺ κόσμει· σοὶ γὰρ ἀνακείμεσθα δή.
935 ΔΙ. ζῶναί τέ σοι χαλῶσι κοὐχ ἑξῆς πέπλων
στολίδες ὑπὸ σφυροῖσι τείνουσιν σέθεν.
ΠΕ. κἀμοὶ δοκοῦσι παρά γε δεξιὸν πόδα·
τἀνθένδε δ᾽ ὀρθῶς παρὰ τένοντ᾽ ἔχει πέπλος.
ΔΙ. ἦ πού με τῶν σῶν πρῶτον ἡγήσηι φίλων,
940 ὅταν παρὰ λόγον σώφρονας βάκχας ἴδηις.
ΠΕ. πότερα δὲ θύρσον δεξιᾶι λαβὼν χερὶ
ἢ τῆιδε βάκχηι μᾶλλον εἰκασθήσομαι;
ΔΙ. ἐν δεξιᾶι χρὴ χἄμα δεξιῶι ποδὶ
αἴρειν νιν· αἰνῶ δ᾽ ὅτι μεθέστηκας φρενῶν.
***
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Εσύ που φλέγεσαι να δεις όσα δεν πρέπει,
εσύ που βιάζεις τα απαραβίαστα,
εσύ Πενθέα,
έλα έξω από τα δώματα,
φανερώσου εμπρός μου
915 ντυμένος γυναίκα, μαινάδα, βάκχη,
κατάσκοπος της μητέρας σου και του θιάσου.
Πώς μοιάζεις με κόρη του Κάδμου!
ΠΕΝΘΕΑΣ
Παράξενο!
Θαρρώ πως βλέπω δύο ήλιους,
διπλή τη Θήβα και τα επτάπυλα τείχη της.
920 Εσύ φαντάζεις ταύρος και με οδηγείς.
Στο κεφάλι σου έχουν φυτρώσει κέρατα.
Ήσουν μήπως άγριο ζώο;
Τώρα, πάντως, ταύρος έχεις γίνει.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Ο θεός, εχθρικός άλλοτε,
πορεύεται τώρα μαζί μας σύμμαχος.
Τώρα βλέπεις όσα πρέπει να βλέπεις.
ΠΕΝΘΕΑΣ
925 Πώς δείχνω, λοιπόν;
Δεν έχω το παράστημα της Ινώς
ή της Αγαύης, της μητέρας μου;
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Όταν σε βλέπω, νομίζω πως βλέπω εκείνες.
Όμως η μπούκλα σου αυτή έφυγε από τη θέση της.
Δεν κάθεται όπως την έπιασα εγώ με την κορδέλα.
ΠΕΝΘΕΑΣ
930 Μέσα που ήμουν, τίναζα το κεφάλι μου μπρος πίσω βακχεύοντας
και μετακινήθηκε από τη θέση της.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Όμως εγώ, που είναι μέλημά μου να σε φροντίζω,
θα τη σιάξω και πάλι.
Όρθωσε το κεφάλι.
ΠΕΝΘΕΑΣ
Ιδού! Φτιάξε με. Τώρα πια έχω αφεθεί στα χέρια σου.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
935 Και η ζώνη σου έχει χαλαρώσει.
Οι πτυχές του χιτώνα σου δεν κατεβαίνουν χυτές κάτω από τα σφυρά.
ΠΕΝΘΕΑΣ
Έτσι μου φαίνεται κι εμένα, όμως μόνο στο δεξιό πόδι.
Από αυτή την πλευρά ο χιτώνας φτάνει ως την φτέρνα
όπως πρέπει.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Ανάμεσα στους φίλους σου —θυμήσου!— πρώτο θα μ᾽ έχεις,
940 όταν απροσδόκητα δεις τις βάκχες σώφρονες.
ΠΕΝΘΕΑΣ
Και πώς θα μοιάσω πιο πολύ με βάκχη,
αν κρατάω το θύρσο με το δεξιό χέρι ή με αυτό;
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Με το δεξιό είναι το σωστό·
και να τον υψώνεις συγχρόνως με το δεξιό πόδι.
Χαίρομαι που δεν σκέφτεσαι πλέον όπως πριν.