Η δυνατότητά μας να γνωρίζουμε την πραγματικότητα προέρχεται από αυτήν την ίδια, στην οποία είμαστε σαν ένα από τα μέρη της και η γνώση μας έχει αρχίσει -με την πρώτη αντίληψή μας- πριν αναρωτηθούμε αν την έχουμε.
Όπως δεν είναι αναγκαίο να διανοηθούμε ποιο είναι γενικά το Σύμπαν για να μπορούμε να διαπιστώνουμε ποια από εκείνα που αντιλαμβανόμαστε υπάρχουν πραγματικά. Η ίδια η αντίληψη είναι ένας τρόπος εννόησης δημιουργημένη έμμεσα από τα ίδια τα πράγματα και γι’ αυτό είναι απ΄ όλους αυτονόητη και χρησιμεύει στις δραστηριότητές μας σαν βάσιμη, υπολογίσιμη και αξιόπιστη αλήθεια.
Τα πράγματα έχουν κοινά και σταθερά στοιχεία, δεν είναι τελείως άσχετα, διαφορετικά ή απροσδιόριστα το ένα από το άλλο και εμείς μπορούμε να τα αντιλαμβανόμαστε, με πρώτα αφηρημένα γνωστικά στοιχεία τα αισθήματα. Από τους συνδυασμούς των αισθημάτων προσέχουμε, ξεχωρίζουμε και διαμορφώνουμε τις έννοιες του λόγου. Η αντίληψη πρέπει να αρχίζει από κάποια αφαίρεση, που γίνεται μόνη της (απρόσεκτα), γιατί αν όχι, τότε δε θα υπήρχαν μη αντιληπτά μέρη της πραγματικότητας.
Θα ήταν όλα αμέσως αντιληπτά. Αν ο προσδιορισμός της αντίληψης γινόταν μόνο από τα εξωτερικά πράγματα, τότε αυτή θα έπρεπε να μας δείχνει πολύ περισσότερα, αν όχι το σύνολο τους. Εξαρτάται από τους δυνατούς τρόπους, με τους οποίους μπορεί να επηρεάζεται η ελλιπής πραγματικότητα του εαυτού μας. Δηλαδή δεν είμαστε τα πάντα και δεν επηρεαζόμαστε ταυτόχρονα με όλους τους δυνατούς τρόπους.
Χωρίς την ύπαρξή μας, βεβαίως θα ήταν αδύνατο να έχουμε κάποια αντίληψη ή εμπειρία και επομένως, αυτή δεν μπορεί ποτέ να είναι ανεξάρτητη από την ποιότητα και τις δυνατότητες της ύπαρξής μας. Η ποιότητα της αντίληψης δεν είναι ανεξάρτητη από τον εαυτό μας στο σύνολό του. Αυτό μπορούμε να το πούμε, χωρίς να χρειάζεται να αναφερθούμε ειδικότερα σε κάποια από τα μέρη του εαυτού μας ή για μερικές ιδιότητές του. Όπως λ.χ. στον εγκέφαλο, στο νευρικό σύστημα, στα αισθητήρια όργανα.
Ο επηρεασμός ή η αλλαγή στην ποιότητα, στις δυνατότητες και στις σχέσεις του εαυτού μας με τα εξωτερικά πράγματα επηρεάζει (άμεσα ή πιο έμμεσα) ποια πράγματα, που και πότε τα αντιλαμβανόμαστε, όπως και τη δυνατότητα της αντίληψης. Για τον ίδιο λόγο, ένας άλλος, ο οποίος δεν είναι με την ίδια ποιότητα, δυνατότητες και σχέσεις δεν αντιλαμβάνεται τα ίδια πράγματα ή στην ίδια στιγμή.
Η αντίληψη των εξωτερικών πραγμάτων είναι πάντοτε ένα αποτέλεσμα από τη σχέση ανάμεσα σ’ εκείνα και στον εαυτό μας. Αυτή η σχέση μας με τα πράγματα (η θέση, η στιγμή, η κατεύθυνση, η απόσταση, η γωνία, η βιολογική και η ψυχική κατάσταση κ.λπ.) αλλάζει με διάφορους τρόπους και δείχνει πάντοτε ένα μέρος από την πραγματικότητα, ποτέ το σύνολό της.
Η αντίληψη του συνόλου δε θα μπορούσε να διαφοροποιηθεί. Έτσι, η ίδια η αντίληψη (η πληροφορία μας, εάν προτιμάτε) είναι αποσπασματική γνώση της πραγματικότητας, όπως είναι οι έννοιες του λόγου και δεν δείχνει τα πράγματα, όπως ακριβώς είναι μόνα τους (και με όλους τους δυνατούς τρόπους). Το ότι η αντίληψη δεν είναι άμεσα τα πράγματα και δεν μας τα δείχνει ακριβώς όπως είναι (δηλαδή ανεξάρτητα από τον εαυτό μας), αυτό δεν σημαίνει ότι τα πράγματα δεν υπάρχουν. Αντιθέτως σημαίνει, ότι εκείνα δεν είναι τελείως διαφορετικά από εμάς και ακόμα, ότι τα πράγματα δεν είναι χωρίς σχέσεις, αλληλεπιδράσεις και κοινά στοιχεία.
Δεν είναι δυνατό ν’ αντιλαμβανόμαστε όλα τα πράγματα στην ίδια στιγμή (ή όλα τα μέρη τους) και η αντίληψη πρέπει ν’ αποτελείται από μερικά σταθερά γνωρίσματα, ανεξάρτητα από το αν αντιστοιχούν σε κάποια στοιχεία των πραγμάτων. Αυτά τα «ασύνθετα» γνωρίσματα στη σύσταση μιας πολυσήμαντης αντίληψης, τα οποία ονομάζουμε «αισθήματα», είναι και αυτά έννοιες, δηλαδή κοινά και σταθερά γνωρίσματα με αφηρημένη σημασία.
Τα αισθήματα, όπως λ.χ. ένα χρώμα ή το αίσθημα της θερμοκρασίας είναι έννοιες υπό την αισθητικότητα (με εξωτερική επίδραση), διότι είναι κοινά και σταθερά γνωρίσματα. Γνωρίσματα από κάποια αφαίρεση, η οποία γίνεται μόνη της και μας δείχνουν χωρίς διαφορές (και λεπτομέρειες) ακόμα και όταν τα πράγματα δεν είναι διαρκώς τα ίδια.
Η “παρανόηση” αρχίζει άμεσα από την αντίληψη, όπως και η εννόηση, από την οποία αφαιρούνται αναγκαία κάποια γνωρίσματα των πραγμάτων και τα ίδια τα αισθήματα συνταυτίζονται με ανύπαρκτα πράγματα ή ουσίες. Έτσι εξηγείται, γιατί η αντίληψη δε μας δείχνει ακριβώς όπως είναι τα πράγματα. Εάν η αφαιρετική δυνατότητα ονομάζεται διάνοια ή είναι μια διανοητική δραστηριότητα, τότε το ίδιο πρέπει να πούμε και για τη δυνατότητα της αντίληψης.
Η αισθητικότητα και η νοητικότητα δεν είναι δύο αντίθετες ιδιότητες και η μία δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς την άλλη. Η διαφορά τους είναι, ότι η πρώτη πραγματοποιείται έμμεσα, από έξω, ενώ η άλλη άμεσα, από το έσω. Στην ίδια την αντίληψη μπορούμε να προσθέτουμε ή να αφαιρούμε γνωρίσματα (όπως κάνουμε στις γλωσσικά εξωτερικευμένες έννοιες) και τότε λέμε, ότι στρέφουμε την προσοχή μας ή ότι συγκεντρωνόμαστε.
Μία αντίληψη, την οποία συνταυτίζουμε με μία ή περισσότερες άλλες, όταν δεν διαπιστώνουμε ή δεν προσέχουμε τις διαφορές τους, μπορεί να θεωρηθεί σαν έννοια. Η ανασύνθεση μίας αντίληψης μέσα στην αυτοσυγκέντρωση δεν έχει τη σαφήνεια και τη λεπτομέρεια, που διαπιστώνουμε σ’ εκείνη. Δηλαδή, μερικά από τα γνωρίσματά της δεν υπάρχουν στην εσωτερική ανασύνθεσή της και επομένως μπορούμε να τη θεωρήσουμε σαν έννοια, αντί για ασαφή και ανακριβή αντίληψη.
Σκεπτικισμός
“Σκεπτικισμός είναι η ικανότητα να βρίσκει κανείς, με οποιοδήποτε τρόπο, αντιθέσεις ανάμεσα στα φαινόμενα και στις κρίσεις μας με τον σκεπτικισμό, εξαιτίας της ισοσθένειας που χαρακτηρίζει τα αντίθετα μεταξύ τους πράγματα και επιχειρήματα, φτάνουμε πρώτα στην εποχή και μετά στη αταραξία”. Έτσι περιγράφει τον σκεπτικισμό ο Σέξτος Εμπειρικός στις αρχές του 3ου αιώνα μ.κ.ε, όταν δηλαδή έχει από καιρό τελειώσει η περίοδος της ελληνιστικής φιλοσοφίας και οι Σκεπτικοί έχουν εκθέσει και αναπτύξει τις απόψεις τους για τουλάχιστον 5 αιώνες.
Μπορεί λοιπόν το απόσπασμα αυτό να συνοψίζει σε γενικές γραμμές τα βασικά χαρακτηριστικά των σκεπτικών, αλλά θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο σκεπτικισμός, όπως ακριβώς και στην περίπτωση της επικούρειας και στωικής φιλοσοφίας, αλλάζει από την μία γενιά Σκεπτικών στην άλλη σε σημαντικό βαθμό.
Πιο συγκεκριμένα, ο σκεπτικισμός στην αρχαιότητα παρουσιάζει κυρίως δύο κατευθύνσεις, οι εκπρόσωποι των οποίων θεωρούν ότι ανήκουν σε διαφορετικές παραδόσεις. Οι δύο κατευθύνσεις του αρχαίου σκεπτικισμού είναι ο ακαδημεικός και ο πυρρώνειος σκεπτικισμός.
Οι γνωσιολογικές προσεγγίσεις των Σκεπτικών τοποθετούνται στους αντίποδες των χαρακτηριζομένων ως δογματικών προσεγγίσεων, σύμφωνα με τις οποίες η γνώση ως θεωρητική κατάκτηση του εξωτερικού κόσμου ανήκει στην περιοχή των ανθρώπινων δυνατοτήτων και βρίσκεται σε διηνεκή εξέλιξη. Οι αισιόδοξες αυτές εκτιμήσεις είναι διάχυτες στον αρχαίο ελληνικό στοχασμό.
Οι Σκεπτικοί διατυπώνουν αμφιβολίες, άλλοτε μετριοπαθείς και άλλοτε ακραίες, για την αντικειμενική ισχύ των γνώσεων. Ως βασικό κριτήριό τους έχουν το ότι η γνώση είναι ένα αυστηρά υποκειμενικό γεγονός τελούμενο υπό τους όρους της ανθρώπινης προσληπτικότητας και κατά συνέπεια οι αισθήσεις και η νόηση είναι ενδεχόμενο να οδηγήσουν στην απάτη.
Η προέκταση είναι προφανής. Η αλήθεια δεν ανήκει στον ορίζοντα των ανθρώπινων δυνατοτήτων, διότι απουσιάζει το κύριο εχέγγυό της που είναι η αντικειμενικότητα ή η αμεσότητα της προδηλότητας των μέσων με τα οποία προσεγγίζεται.
Οι αρχαιότεροι των Σκεπτικών, ο Πύρρων και ο Τίμων δεν είναι γνωσιολογικά νόμιμο να αναφερόμαστε σε «είναι» των όντων αλλά στο «φαίνεσθαί» τους, υποστηρίζουν ότι όχι δηλαδή στο οντολογικό υπόστρωμά τους αλλά στον τρόπο με τον οποίο υποπίπτουν στην ανθρώπινη αντιληπτικότητα ως παρουσίες. Αυτός ο περιορισμός είναι δεσμευτικός. Εφόσον δεν έχουμε τις προϋποθέσεις να κατακτήσουμε γνωστικά με εδραία βεβαιότητα τα αντικείμενα του εξωτερικού κόσμου, γι’ αυτό είμαστε υποχρεωμένοι να μην εκφέρουμε κρίσεις για το περιεχόμενό τους.
Στους μεταγενέστερους Σκεπτικούς ανήκουν ο Αινησίδημος, ο Αγρίππας και ο Σέξτος ο Εμπειρικός, οι οποίοι μάλιστα αποπειρώνται να στηρίξουν συστηματικά τις απόψεις τους. Υποστηρίζουν και αυτοί ότι καμιά γνώση δεν έχει κύρος, διότι οι υποκειμενικοί και οι αντικειμενικοί παράγοντες που συμμετέχουν στη διαδικασία της διαφοροποιούνται τόσο καθεαυτοί όσο και μεταξύ τους.
Από τη μια πλευρά, το κάθε γνωστικό υποκείμενο στηρίζεται στις ιδιαιτερότητές του, ενώ επίσης δεν διαθέτει μια γνωστική ενότητα, αλλά προσεγγίζει τα αντικείμενά του με μια ποικιλία γνωστικών μέσων, όπως είναι ο νους και οι αισθήσεις. Παράλληλα, δεν πρέπει να παραθεωρείται ότι το ίδιο το υποκείμενο δεν είναι σταθερό, αλλά λόγω ειδικών περιστάσεων αλλάζει καταστατική θέση, ερμηνείες και αξιολογήσεις και άρα ερευνητικά κριτήρια.
Από την άλλη πλευρά, ο άνθρωπος δεν έχει μια κατευθείαν και μονοσήμαντη επικοινωνία με τα αντικείμενα, αλλά τα κατανοεί στη σχέση τους με το περιβάλλον τους, το οποίο υπόκειται σε μεταβολές. Η σχετικιστική ή δυναμική λειτουργική παρουσία τους αποτελεί εμπόδιο στο να εξασφαλίζεται και η αυθεντική σε βάθος γνώση τους.
Στα γνωσιολογικά επίσης εμπόδια τοποθετούνται η διαφορά συγκρότησης των αντικειμένων από χωρο–χρονική σε χωρο-χρονική συνθήκη, καθώς και η συχνότητα της εμφάνισής τους.
Τέλος, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας κοινωνικούς και ιστορικούς παράγοντες, το χαρακτηριστικό των οποίων είναι η εξέλιξη. Κάθε κοινωνία έχει τα οικεία της κριτήρια, τα οποία μάλιστα διαφοροποιούνται από εποχή σε εποχή, υπόκειται δηλαδή και η ίδια σ’ έναν εσωτερικό σχετικισμό.
Ο όρος “σκεπτικισμός” χρησιμοποιείται ευρύτερα, σε κάθε περίπτωση που είναι δύσκολο να παρθεί μια απόφαση και να βρεθεί η λύση στο πρόβλημα που έχει τεθεί και συζητιέται. Σε αντίθεση με τον “δογματισμό” χαρακτηρίζει ακόμα, την τάση αμφισβήτησης της αξιοπιστίας και την απαίτηση να δοθούν περισσότερες αποδείξεις και εξηγήσεις προκειμένου να χαρακτηριστεί η γνώση.
Ο σκεπτικισμός είναι μία σημαντική και αξιοπρόσεκτη τάση στην Φιλοσοφία, που ασχολείται κυρίως με την γνώση και την πηγή της αντίστοιχα. Αμφισβητεί την πιστότητα και την ορθότητα της γνώσης, πιστεύει ότι ο άνθρωπος είναι μερικώς ανίκανος στο να αποκτήσει έγκυρη και σωστή γνώση, γιατί γίνεται ασυνείδητα θύμα των αισθήσεών του. Δηλαδή ο άνθρωπος, κατά τον Σκεπτικισμό, σχηματίζει μια ψευδή αντίληψη για τον κόσμο που τον περιβάλλει και δημιουργεί γνώσεις που δεν μπορούν να έχουν γερά θεμέλεια.
Σκεπτικιστικές αμφιβολίες είχαν εκφραστεί ήδη από την εποχή των προσωκρατικών σοφιστών αλλά κι από τον ίδιο το Σωκράτη. Ωστόσο ο σκεπτικισμός, ως συστηματική φιλοσοφική στάση εκφράστηκε κυρίως από τους “πυρρώνειους” (οπαδοί του Πύρρωνα από την Ηλεία) και είχε πρακτικό χαρακτήρα. “Στην Χορεία Των Στωικών”
Αγνωστικισμός
Ο “αγνωστικισμός” είναι ένας νεότερος όρος που η επινόησή του αποδίδεται στον ένθερμο υποστηρικτή της θεωρίας της εξέλιξης του Κάρολου Δαρβίνου, στον Άγγλο φυσιοδίφη Τόμας Χάξλεϋ (Thomas Henry Huxley 1825-1895). Ο τελευταίος χρησιμοποίησε αυτό τον όρο για να συνοψίσει τις απόψεις απέναντι στα μεταφυσικά και θρησκευτικά ζητήματα, που εκείνη την εποχή δέχονταν ακόμα ένα πλήγμα από την επιστημονική θεωρία της φυσικής επιλογής.
Όπως προδίδει η ετυμολογία της λέξης αγνωστικισμός, πρόκειται για μία φιλοσοφική θεώρηση και κατεύθυνση που αποκλείει τη δυνατότητα να γνωρίσουμε σωστά τον κόσμο και την αλήθεια, υποβαθμίζοντας τη γνώση σε απλή πληροφορία που λαμβάνουν οι άνθρωποι από τα αισθητήρια όργανά τους με σκοπό να σκεφτούν και να δράσουν όπως εκείνοι νομίζουν και βολεύονται. Ο αγνωστικισμός δεν χαρακτηρίζει (μόνο) τις φιλοσοφικές απόψεις και τα επιχειρήματα που καλλιεργούν την αμφιβολία ή αξιώνουν αποδείξεις, αφού αυτές τις απόψεις πρέπει να τις εντάξουμε κάτω από τον όρο “σκεπτικισμός”.
Πηγαίνει ένα βήμα πίσω και καταλήγει στις απόψεις που αποκλείουν τη γνώση και ενισχύουν την άποψη ότι είμαστε θύματα αυταπάτης και ανίκανοι από τη φύση να κατανοήσουμε τους φυσικούς νόμους. Έτσι, αφήνει το πεδίο ανοιχτό για να συζητηθούν και για να αντιμετωπιστούν το ίδιο σοβαρά οι πιο απίθανες και παράλογες απόψεις… Τη φιλοσοφική θεώρηση του Αγνωστικισμού ενίσχυσαν οι απόψεις νεότερων στοχαστών και επιστημόνων, ιδιαίτερα με αφορμή την αναστάτωση που προκάλεσαν στις αρχές του 20ου αιώνα στη φυσική, οι νέες επιστημονικές θεωρίες της κβαντομηχανικής.
Από τους αρχαίους φιλόσοφους, ο Πύρρων ο Ηλείος (360-270 π.κ.ε.), ο ιδρυτής της Σκεπτικής Φιλοσοφικής Σχολής, θεωρείται βασικός εκφραστής αυτής της φιλοσοφικής κατεύθυνσης προς τον Αγνωστικισμό. Σύμφωνα με τον Πύρρωνα, ούτε οι αισθήσεις ούτε ο νους δίνουν ασφαλή γνώση. Οι αισθήσεις πληροφορούν διαφορετικά τον κάθε άνθρωπο και οι απόψεις (γνώμες, δόξες) που σχηματίζουμε με τη σκέψη μας μπορούν να είναι αντίθετες και αντικρουόμενες, χωρίς να αναιρούν η μια την άλλη.
Έτσι, όπως ο Σωκράτης υποστήριζε τη δυνατότητα να βασιστεί η Ηθική στη λογική γνώση, που ήταν επίσης εφικτή, ο Πύρρων αμφισβητούσε την αξιοπιστία όλων των απόψεων που σχημάτιζαν οι άνθρωποι περί του καλού και του κακού, αφού οι απόψεις τους εκφράζουν τις προσωπικές επιθυμίες τους και τι αρέσει στον καθένα και όχι τους νόμους του κόσμου.
Το ίδιο πράγμα μπορεί να είναι ευχάριστο ή δυσάρεστο, καλό ή κακό και να είναι διαφορετικό μεταξύ των ανθρώπων και μεταξύ των λαών. Η μόνη ηθική είναι να σταματήσουμε να κάνουμε γενικές κρίσεις για το καλό και το κακό και αντί να προσπαθούμε μάταια και διχαστικά, να επιδιώκουμε την αταραξία και την ψυχική ηρεμία. “Σωκρατική θεώρηση για τον άνθρωπο”.
Η διάσημη ρήση που αποδίδεται στον Σωκράτη “εν οίδα ότι ουδέν οίδα” και η φιλοσοφική διδασκαλία του που εισαγάγει λογικά την αμφιβολία στη σκέψη με σκοπό τη γνώση και τη βεβαιότητα, ήδη αποτελούν μία αφετηρία για τον αγνωστικισμό. Αλλά, ο Σωκράτης (470~399 π.κ.ε.) θεωρούσε δυνατή την απόκτηση της γνώσης. Με τη διδασκαλία του, όπως περιγράφεται από τον Πλάτωνα, περισσότερο ενδιαφερόταν να βοηθήσει τον άνθρωπο να σκέφτεται και να μην πέφτει θύμα πλάνης, με ότι αυτό συνεπάγεται.
Ο Σωκράτης παρατηρούσε τους κανόνες με τους οποίους η ανθρώπινη σκέψη επιτυγχάνει λογικά τη γνώση και είχε εφεύρει το διάλογο (επικουνωνία) σαν απαραίτητο εργαλείο της λογικής σκέψης. Ο Σωκράτης είδε πιο μακριά και συνέδεσε την ικανότητα της γνώσης και τη λογική του ανθρώπου με την προοπτική του ελέγχου της συμπεριφοράς και αντιλήφθηκε την ανάγκη να βασιστεί η Ηθική επάνω στη Λογική, ανεξάρτητα από τις προσωπικές απόψεις, που μπορούσαν να είναι διαφορετικές.
Αντιθέτως, ο Πρωταγόρας από τα Άβδηρα της Θράκης (490 ~ 411π.κ.ε.) πέρα από τη διαπίστωση των ελλιπών στοιχείων για να αποφανθεί σχετικά με ορισμένα ζητήματα, δίδασκε και την αδυναμία του ανθρώπου να γνωρίσει ουσιαστικά τον κόσμο, αφού συμφωνούσε με τη βασική παρατήρηση του Ηράκλειτου για την αέναη μεταβολή όλων των πραγμάτων. Από αυτή την παρατήρηση έβγαζε το συμπέρασμα, ότι δεν μπορούμε να πούμε για τα πράγματα τι είναι ή δεν είναι, αλλά μόνο πως μας φαίνονται.
Ο κόσμος είναι αυτός που φαίνεται από τις αισθήσεις μας, διαφορετικός για τον καθένα και η αλήθεια σχετική, όπως και εκείνος είναι ρευστός. Αυτή τη φιλοσοφική θεώρηση του Πρωταγόρα συνοψίζει το γνωστό απόφθεγμά του “Πάντων χρημάτων μέτρον εστίν άνθρωπος, των μεν όντων ως έστιν, των δε ουκ όντων, ως ουκ έστιν”. Δηλαδή: ” Όλων των πραγμάτων κριτήριο είναι ο άνθρωπος ο ίδιος, για τα όσα μεν υπάρχουν, ότι υπάρχουν, για όσα δεν υπάρχουν, ότι δεν υπάρχουν”.
Όταν του ζήτησαν να τοποθετηθεί σχετικά με την ύπαρξη των θεών, έδωσε την παρακάτω απάντηση όπως αποδίδεται σε σύγχρονα ελληνικά: “Για τους θεούς δεν μπορώ να γνωρίζω τίποτα: ούτε ότι υπάρχουν, ούτε ότι δεν υπάρχουν, ούτε τι λογής μορφή έχουν. Γιατί είναι πολλά όσα μας εμποδίζουν να γνωρίζουμε. Από τη μία το άδηλο του ζητήματος και από την άλλη η συντομία της ανθρώπινης ζωής” (Απόσπ. 4 ). Για αυτή τη δήλωση ο Πρωταγόρας καταδικάστηκε για αθεϊα και τα βιβλία του ρίχτηκαν στη φωτιά. Αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αθήνα και το πλοίο που τον μετέφερε στη Σικελία ναυάγησε και ο ίδιος πνίγηκε. Ο Πρωταγόρας ήταν διάσημος σοφιστής και παιδαγωγός και άσκησε μεγάλη επίδραση στην εποχή του και σε πολλούς από τους μεταγενέστερούς του, αναζήτησε τα άρθρα: Πρωταγόρας: Πάνσοφος Αηδόνα των Μουσών και Σοφιστές: Αρχαίοι Έλληνες Διαφωτιστές.
Στην Ινδική μυθολογία και στις αρχαίες θρησκευτικές διδασκαλίες του Ινδοϊσμού, αποτελεί κεντρική ιδέα υψίστης σημασίας για τον προορισμό του ανθρώπου, να καταλάβει ή να αναγνωρίσει πως ο κόσμος των αισθήσεων είναι απατηλές εικόνες και μεταμορφώσεις μιας και της ίδιας πραγματικότητας, την οποία τελικά μπορούμε να γνωρίσουμε με ορισμένους ιδιαίτερους τρόπους ζωής και όχι με τη σκέψη ούτε από τις αισθήσεις. Κοντά σε αυτή την κεντρική ιδέα της πλούσιας Ινδικής μυθολογίας, πολλούς αιώνες αργότερα πλησίασε με λογικά επιχειρήματα και με καθαρές φιλοσοφικές σκέψεις, ο επίσκοπος Τζωρτζ Μπέρκλεϋ (Georg Berkeley 1685-1753).
Η αδυνατότητα να επιλυθούν τα κοσμολογικά προβλήματα, να επαληθευτούν οι θεωρίες στην εμπειρία και οι δυσκολίες να βρεθούν οι απαντήσεις μέσα από τις εξειδικευμένες επιστήμες, συντηρούσαν το γνωσιολογικό πρόβλημα, σχετικά με το οποίο οι φιλόσοφοι ήταν εξίσου διχασμένοι και τροφοδοτούν ακόμα τις αγνωστικιστικές θέσεις.
Στην καθημερινή ζωή όλοι οι άνθρωποι έχουν τη δυνατότητα να γνωρίζουν και πράττουν επηρεασμένοι από τη γνώση, ενώ συγχρόνως αγνοούν, γιατί κανένας δεν είναι παντογνώστης. Όταν η προσοχή και η αναζήτηση της αλήθειας συγκεντρώνεται στα βασικά κοσμολογικά ζητήματα, τότε η αμφιβολία, η δυσπιστία, η διαφωνία και το λάθος είναι συνηθισμένα και οι πιο ψύχραιμοι γίνονται επιθετικοί.
Οι φιλόσοφοι αιτιολογούσαν την αρνητική θέση τους για τη δυνατότητα της βέβαιης γνώσης με τις γνωστές θεωρίες και διαπιστώσεις τους όπως λ.χ. ο Ντέιβιντ Χιούμ (David Hume 1711-1776), ο οποίος αμφισβήτησε την αρχή της αιτιότητας, βασισμένος σε μία εμπειρική προσέγγιση του κόσμου με τρόπο υπερβολικό, αφού υποβάθμισε το ρόλο των ομοιοτήτων και των κοινών γνωρισμάτων στο πλήθος των διαφορετικών πραγμάτων και δεν εξήγησε την ύπαρξή τους.
Στο μεγαλύτερο μέρος τους, οι βασικές σκέψεις και τα επιχειρήματα για τη δυσκολία του ανθρώπου να γνωρίσει το κόσμο έχουν εκφραστεί στην αρχαία Ελληνική φιλοσοφία. Πολλούς αιώνες μετά, σημαντική συμβολή για την επιστημονική έρευνα της λογικής και της σκέψης υπήρξε το φιλοσοφικό έργο του Τζων Λοκ (John Locke 1632 -1704).
Το δοκίμιο για την ανθρώπινη νόηση του Λοκ είναι ένας αληθινός θησαυρός για κάθε άνθρωπο που θα ήθελε να γίνει προσεκτικός στις σκέψεις του και απαραίτητος σταθμός για κάθε στοχαστή που διατυπώνει σκέψεις και απόψεις σχετικά με τα φιλοσοφικά ζητήματα. Και φυσικά, όταν σκεφθούμε ότι αυτό το μεγάλο δοκίμιο είναι γραμμένο σαν ένα σύγχρονο επιστημονικό σύγγραμμα -με την παρατήρηση των ιδεών που αντιλαμβάνεται όλος ο κόσμος, – με την ακρίβεια των νοημάτων, – με συγκρατημένο λεξιλόγιο, – με την εύστοχη σειρά των σκέψεων, – χωρίς να χρησιμοποιήσει αμφισβητήσιμες σκέψεις για την ανάπτυξη του θέματός του, – συμπεριλαμβάνει το σύνολο των δεξιοτήτων και λειτουργιών του ανθρώπινου πνεύματος, – και με την προοπτική να συμπεριλάβει τα ψυχικά φαινόμενα, – και όλα αυτά στον 17ο αιώνα με ένα πνευματικό χάσμα προς το παρελθόν τότε δεν θα φανεί υπερβολική η εκτίμηση, ότι το δοκίμιο για την ανθρώπινη νόηση του Τζων Λοκ είναι ένα από τα λίγα κορυφαία πνευματικά έργα για την ανθρώπινη έρευνα, από την εποχή του Αριστοτέλη μέχρι τον 17ο αιώνα.
Όμως τελικά, η άμεση χρησιμότητα της γνώσης για μία κοινή για όλους και σταθερή πραγματικότητα (η ανάγκη να πατήσουμε σε σταθερά πράγματα για να επιβιώσουμε, να σκεφτούμε με προοπτική και με συνέπεια, να προδιαγράψουμε το μέλλον, να βασιστούμε στη βέβαιη γνώση και να συνεργαστούμε κ.λπ.) σε τελική ανάλυση, η ανάγκη αυτής της γνώσης για την αξιοποίηση και τον προσανατολισμό της ζωής παρασύρει όλους τους ανθρώπους να πιστέψουν, να συμφωνήσουν και να εκφράσουν απόψεις σχετικά με τα ζητήματα, για τα οποία έχουν διαβεβαιώσει ότι οι απαντήσεις είναι αδύνατες.
Αυτή τη φυσική ανάγκη και το αδιέξοδο του Αγνωστικισμού, οι άνθρωποι το αντιλαμβάνονται από την ασυνέπεια μεταξύ σκέψης και πράξης, αφού στην πραγματικότητα χρειάζεται να συμπεριφερθούμε με λιγότερες αμφιβολίες, με πρόνοια, με περισσότερη και γρηγορότερη συνέπεια και με σταθερές αξίες. “Όχι μόνο υπάρχει αλήθεια και σταθερή γνώση, αλλά και είναι αξιοθαύμαστη στιγμή της ζωής να πράττουμε σύμφωνα με την αλήθεια, ενώ γνωρίζουμε ότι έτσι θα χάσουμε μια ευκαιρία ή θα πληγώσουμε τον εαυτό μας”.
Ξεχωριστή προσοχή χρειάζεται η πρωτότυπη θεωρία του Καντ (Immanuel Kant 1724-1804), η οποία αν και περιγράφει λεπτομερώς και εξαντλητικά τον τρόπο δημιουργίας της γνώσης μας, από μία αβάσιμη άποψη – ότι η εμπειρία δεν προσφέρει έννοιες, με τις οποίες μπορούν να γίνουν οι πιο γενικές διαπιστώσεις- προσέφερε στον αγνωστικισμό σημαντικά και δυσύλληπτα θεωρητικά στηρίγματα. Η γενική δυσπιστία, ο λεγόμενος σκεπτικισμός και η ειδικότερη άρνηση έχουν τη θετική χρησιμότητα ενός δοκιμαστικού μέσου ν’ αναδεικνύει την αβασιμότητα, την ασάφεια, τα λάθη και την ανεπάρκεια στη γνώση μας.
Με τα προβλήματα που δημιουργεί μας κάνει πιο προσεκτικούς, γελοιοποιεί τις παράλογες και εξωπραγματικές θεωρίες, τη φαντασιοκοπία και προτρέπει να στοχαστούμε, για να περιορίσουμε στο ελάχιστο τις γνωστικές ατέλειες.
Η δυνατότητά μας να γνωρίζουμε την πραγματικότητα προέρχεται από αυτήν την ίδια, στην οποία είμαστε σαν ένα από τα μέρη της και η διαμάχη για την αρχή της γνώσης δε χρησιμεύει, για να γνωρίσουμε αν την έχουμε. Γιατί, απ’ όπου και να προερχόταν, όπως και να την εξηγήσουμε, δε θα μπορούσαμε να είμαστε βέβαιοι για την ορθότητά της γνώσης παρά μόνο από την αντιστοιχία της με την εμπειρική (μέσα κι έξω) πραγματικότητα και από τη διαπίστωση των συνεπειών της στην τελευταία.
Το πρόβλημα να γνωρίσουμε αν υπάρχει θεός, τι είναι η ζωή και αν η ζωή τελειώνει θα ήταν οριστικά άλυτο και άσκοπο να το θέτουμε, αν ο θεός και η αρχή της ζωής ήταν έξω από την πραγματικότητα, μέρος της οποίας είμαστε, αντιλαμβανόμαστε και γνωρίζουμε ή αν η πραγματικότητα ήταν κάτι απροσδιόριστο: Θέση, η οποία ήταν δεδομένη αλήθεια για τον Καντ, όπως ήταν για πολλούς φιλόσοφους και είναι μέχρι το δικό μας αιώνα και πέρα των φιλοσόφων.
Εξάλλου, έχουμε απαντήσει σχετικά με αυτό το ζήτημα ότι η αισθητικότητα είναι στην ουσία η περιορισμένη -σε εξωτερικές επιδράσεις- διανοητικότητα και όχι το αντίθετό της, είναι άμεσες και ταυτόχρονες διαπιστώσεις σταθερών ή κοινών στοιχείων στα πράγματα που μας επηρεάζουν πιο έμμεσα, με πρώτα αφηρημένα γνωστικά στοιχεία τα αισθήματα. Η αφαίρεση γνωρισμάτων και η περιληπτική άποψη των πραγμάτων ξεκινάνε από τα ίδια τα αισθητηριακά δεδομένα και αυτό δείχνει, ότι οι αισθήσεις είναι νοητικές ενέργειες με “πρώτη ύλη” από έξω της διάνοιας.
Τα πρώτα δεδομένα των αισθήσεών μας ήδη είναι αποσπασμένα γνωρίσματα και “σύντομες” απόψεις των πραγμάτων. Από την άλλη, η διανοητικότητα είναι μία σύνθετη δυνατότητα που δημιουργείται και εξελίσσεται σαν εσωτερική από τα εξωτερικά πράγματα, όταν εκείνα συνδυαστούν με ορισμένους τρόπους και αποτελέσουν ένα οργανικό σύνολο. Γι’ αυτό, η διάνοια επηρεάζεται διαρκώς από τα υλικά πράγματα και μπορεί να “αντανακλάει” μερικά από τα στοιχεία τους, αφού τα υλικά πράγματα αφήνουν κατά κάποιο πολύπλοκο τρόπο τα αποτυπώματά τους με επίδραση στο οργανικό σύνολο της ύλης που απόκτησε διανοητική αυτενέργεια.
Κάθε γνώση και δυνατότητα αντίληψης, η οποία δεν προήλθε από τη δική μας εμπειρία, προήλθε από την εμπειρία των άλλων έμβιων υπάρξεων, και από εκείνες τις οποίες εμείς προήλθαμε -άμεσα και πιο έμμεσα, με τη φυσική διαδικασία της γέννησης, όπου αποκτάμε την υλική και την ψυχολογική ύπαρξή μας μαζί. Έπειτα, επειδή υπάρχουν κοινά και σταθερά στοιχεία σε μία ενιαία πραγματικότητα, η ίδια η εμπειρία επιτρέπει τη διατήρησή της και ν’ ανακαλύπτουμε κοινά στοιχεία και εμπειρίες σε πράγματα άλλου χώρου και χρόνου και τα πιο έμμεσα αποτελέσματά τους.
Μπορούμε να μιλάμε για κάποια εμπειρία την οποία δεν έχουμε και αυτή η δυνατότητά μας προέρχεται από την εμπειρία, με το διάμεσο ορισμένων εννοιών, οι οποίες μπορεί να προήλθαν από έναν ελάχιστο αριθμό αντιλήψεων, αλλά να αναλογούν και να βρίσκονται σε πολύ μεγαλύτερο. Διάνοια χωρίς εμπειρία δεν υπάρχει, αλλά ούτε καμία εμπειρία χωρίς τη διάνοια. Επομένως, ο ορθολογισμός (ή νοησιαρχία και ρασιοναλισμός) και ο εμπειρισμός (ή αισθησιαρχία) είναι σχετικά δύο μονόπλευρες θεωρήσεις, και καμία άμεση αυθόρμητη νοητική σύλληψη δε θα μπορούσε να γίνει χωρίς καμία προηγούμενη σκέψη και χωρίς τις πληροφορίες των αισθήσεων, που η νόηση επεξεργάζεται ακόμα και χωρίς τη δική μας σκόπιμη προσπάθεια.
Το πρόβλημα για την αρχή της γνώσης και η θέση, που υποστήριξαν οι φιλόσοφοι, δεν ήταν πάντοτε καθοριστική για τη θέση τους στα βασικά κοσμολογικά ζητήματα (ή αντιστρόφως) ούτε πάντοτε μονομερής. Έτσι υπήρξαν εμπειριστές και ορθολογιστές φιλόσοφοι στη μία και στην άλλη κατεύθυνση. Επίσης να μη ξεχνάμε, η διαίρεση σε σχολές και σε ρεύματα δεν είναι μια εύκολη υπόθεση, αφού οι φιλοσοφικές θεωρίες αρχίζουν και τελειώνουν με προσωπικές επιλογές των θεμάτων, δεν περιλαμβάνουν μόνο τις συνεπείς σκέψεις, δεν διατυπώνονται με κοινά πρότυπα και δεν χαρακτηρίζονται από τη σαφήνεια τους.
Σε γενικές γραμμές, βρίσκουμε ακραίους εμπειριστές, όπως είναι ο Πύρρωνας, ο Πρωταγόρας, ο Λοκ, ο Μπέρκλεϋ, ο Ντιντερό, ο Χόλμπαχ (1723-1789), ο Χιουμ, ορθολογιστές, όπως ο Παρμενίδης, ο Πλάτων, ο Ντεκάρτ, ο Σπινόζα, ο Σέλλινγκ, ο Χέγκελ, και πιο περιορισμένους ή συνδυαστικούς, όπως ο Αριστοτέλης, ο Φράνσις Μπέικον (Bacon 1561-1626), ο Χομπς (Hobbes 1588-1679), ο Λάιμπνιτς.
Ο ιδεαλισμός του Καντ, ο ονομαζόμενος -από τον ίδιο- υπερβατικός, παρά την ίση απόστασή του στις δύο μονόπλευρες θεωρήσεις για την αρχή της γνώσης, δεν αποκάλυψε την άμεση και εσωτερική σύνδεση ανάμεσα στην αίσθηση και στη διάνοια. Διατήρησε το διχασμό τους, δεν εξήγησε εκ των πραγμάτων τη δυνατότητα της διάνοιας να διασυνδέει και να διαπιστώνει σχέσεις ή κοινά στοιχεία και μετά από τέτοια απόσπασή της από την πραγματικότητα έφθασε ν’ απλουστεύσει την ποιότητά της και να περιορίσει τις δυνατότητές της σε κάτι, το οποίο θεωρούσε μόνο εξωτερικά προς αυτήν.
Τονίζεται, αυτός είναι ένας γρήγορος και ενδεικτικός διαχωρισμός μερικών φιλοσοφικών θεωριών σύμφωνα με τον προσανατολισμό της σκέψης για την παρατήρηση και την περιγραφή των πραγμάτων όπως αυτά φαίνονται (εμπειρισμός) ή για την παρατήρηση της ίδιας της σκέψης και της εξαγωγής συμπερασμάτων που δεν περιορίζονται στα συγκεκριμένα πράγματα όπως αυτά παρατηρήθηκαν (ορθολογισμός). Υπάρχει και μια τρίτη διαδεδομένη άποψη σε όλους τους ανθρώπους, για τη δυνατότητα να γνωρίσουμε διαισθητικά, με αυτοσυγκέντρωση ή με αιφνίδιο τρόπο, κάτω από ανεπανάληπτες ψυχολογικές καταστάσεις.
Σύμφωνα, όμως, με τη θεωρία που υποστηρίζουμε, ακόμα και τα πρώτα αισθήματα, τα οποία μπορούμε να ανιχνεύσουμε στις απλούστερες μορφές ζωής, είναι τρόποι με τους οποίους γνωρίζει η νόηση και θεωρούμε ότι η ψυχή δεν είναι κάτι διαφορετικό από τη διανοητική δραστηριότητα. Στον άνθρωπο ιδιαίτερα, η ψυχή είναι διαμορφωμένη με την επεξεργασία που έχει κάνει η σκέψη στο πλήθος των παρατηρήσεων και των πληροφοριών και η γνώση δεν βρίσκεται πάντα μέσα στην επίγνωσή μας ή μέσα στις λέξεις της γλώσσας. Κυνισμός
Συνήθως, χρησιμοποιούμε την απλή λέξη “μνήμη” για να θυμόμαστε σύντομα, ότι υπάρχουν πληροφορίες, σκέψεις, παρατηρήσεις, γνώσεις μέσα στο κεφάλι μας που πολλές φορές δεν τα βρίσκουμε καθόλου και που πολλές άλλες φορές τα βρίσκουμε μετά από δική μας διανοητική προσπάθεια ή μετά από τυχαίες παρατηρήσεις, ακόμα και στον ύπνο μας, κάπως πιο απρόσμενα.
Σύμφωνα, λοιπόν, με αυτή τη θεώρηση για τη σχέση της ψυχής με το πνεύμα και τη νόηση σαν ένα και το ίδιο πράγμα με ουσία την πληροφορία, δεν θα δεχτούμε ότι υπάρχει η δυνατότητα γνώσης από κάποια διαφορετική πηγή, ή από μια άγνωστη εγκεφαλική λειτουργία ή από την άυλη μεσολάβηση ενός θεού και γενικά από οποιαδήποτε άλλη πηγή που δεν βρίσκεται μέσα στη διαμορφωμένη εμπειρία μας και χωρίς τις δικές μας σκέψεις.
«Δογματισμός και σκεπτικισμός είναι και οι δυο, από μια άποψη, απόλυτες φιλοσοφίες» έλεγε ο Μπέρτραντ Ράσσελ στα «αντιδημοφιλή δοκίμιά» του. «Ο οπαδός του πρώτου είναι βέβαιος ότι γνωρίζει και ο οπαδός του δεύτερου ότι δεν γνωρίζει. Εκείνο ακριβώς που πρέπει να εξαλείψει η φιλοσοφία είναι η βεβαιότητα, η βεβαιότητα είτε της γνώσης είτε της άγνοιας».
“Με τα φιλοσοφικά τερτίπια, όχι τόσο του σκεπτικισμού όσο του αγνωστικισμού, ο άνθρωπος κατάφερε να φρενάρει τη δυνατότητά του να γνωρίσει τον κόσμο και με πρόσχημα την αδυναμία του αυτή, φτωχαίνει ο ίδιος, πλουτίζοντας αυτούς που υποτίθεται ότι πολεμά”. Ηράκλειτος ο Μέγας
Μην ξεχνάμε πως Αγνωστικ-ισμός, Σκεπτικ-ισμός, Θε-ϊσμός αμφότερα είναι -ισμοί δηλ. παγιωμένες-παγωμένες καταστάσεις του Νου δηλ. ΝΕΚΡΕΣ. Τι γνώση και τι αποτέλεσμα ή αιτία, μπορεί να εξαχθεί από την νέκρα …παρά μονάχα ο θάνατος.