ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΝ ΤΡΙΤΟΝ
ΑΙΓΙΣΘΟΣ
ἥκω μὲν οὐκ ἄκλητος, ἀλλ᾽ ὑπάγγελος·
νέαν φάτιν δὲ πεύθομαι λέγειν τινὰς
840 ξένους μολόντας οὐδαμῶς ἐφίμερον,
μόρον γ᾽ Ὀρέστου. καὶ τόδ᾽ αὖ φέρειν δόμοις
γένοιτ᾽ ἂν ἄχθος αἱματοσταγές, φόνῳ
τῷ πρόσθεν ἑλκαίνουσι καὶ δεδηγμένοις.
πῶς ταῦτ᾽ ἀληθῆ καὶ βλέποντα δοξάσω;
845 ἢ πρὸς γυναικῶν δειματούμενοι λόγοι
πεδάρσιοι θρῴσκουσι, θνῄσκοντες μάτην;
τί τῶνδ᾽ ἂν εἴποις ὥστε δηλῶσαι φρενί;
ΧΟ. ἠκούσαμεν μέν, πυνθάνου δὲ τῶν ξένων
ἔσω παρελθών. οὐδὲν ἀγγέλων σθένος
850 ὡς αὐτόσ᾽ αὐτὸν ἄνδρα πεύθεσθαι πέρι.
ΑΙ. ἰδεῖν ἐλέγξαι τ᾽ εὖ θέλω τὸν ἄγγελον,
εἴτ᾽ αὐτὸς ἦν θνῄσκοντος ἐγγύθεν παρών,
εἴτ᾽ ἐξ ἀμαυρᾶς κληδόνος λέγει μαθών.
οὔτοι φρέν᾽ ἂν κλέψειεν ὠμματωμένην.
855 ΧΟ. Ζεῦ Ζεῦ, τί λέγω, πόθεν ἄρξωμαι
τάδ᾽ ἐπευχομένη κἀπιθεάζουσ᾽,
ὑπὸ δ᾽ εὐνοίας
πῶς ἴσον εἰποῦσ᾽ ἀνύσωμαι;
νῦν γὰρ μέλλουσι μιανθεῖσαι
860 πειραὶ κοπάνων ἀνδροδαΐκτων
ἢ πάνυ θήσειν Ἀγαμεμνονίων
οἴκων ὄλεθρον διὰ παντός,
ἢ πῦρ καὶ φῶς ἐπ᾽ ἐλευθερίᾳ
δαίων ἀρχαῖς τε πολισσονόμοις
865 ἕξει πατέρων μέγαν ὄλβον.
τοιάνδε πάλην μόνος ὢν ἔφεδρος
δισσοῖς μέλλει θεῖος Ὀρέστης
ἅψειν. εἴη δ᾽ ἐπὶ νίκῃ.
***
ΤΡΙΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ
ΑΙΓΙΣΤΟΣ
Μήνυμα μού ήρθε κι έτσι ακάλεστος δε φτάνω.
καινούριαν είδηση έμαθα πως κάποιοι ξένοι
840 ήρθαν απ᾽ έξω κι έφεραν, όπου καθόλου
δεν είναι να χαρεί κανείς — πως πάει ο Ορέστης·
και τούτο ακόμη να μας βρει, γι᾽ αυτά τα σπίτια
θα ήταν αιματοστάλαχτη πληγή στις πρώτες
π᾽ ακόμα δεν εκλείσανε και μας πονούνε.
Μα πώς να το σκεφτώ; και να ᾽ναι τάχ᾽ αλήθεια;
ή λόγια από γυναίκειους φόβους γεννημένα,
που έτσι ξεσπούν με μιας και σβήνουν έτσι πάλι;
Μα εσύ μην ξέρεις τίποτα να μας φωτίσεις;
ΚΟΡΥΦΑΙΑ
Τ᾽ ακούσαμε κι εμείς, μα κάλλιο να περάσεις
μέσα και να εξετάσεις μόνος σου τους ξένους·
γιατί όσα οι άλλοι να σουν πουν, αξία δεν έχουν,
850 όσο αν τα μάθεις απ᾽ αυτούς τα πάντα ο ίδιος.
ΑΙΓΙΣΤΟΣ
Θέλω και γω το μηνυτή να δω και μάθω
αν ήταν εκεί μπρος που πέθαινε κοντά του,
ή αν έτσι απ᾽ ακουστά λόγια τ᾽ αέρα λέει·
μα εμένα μάτια έχει ο νους και δε γελιούμαι.
ΧΟΡΟΣ
Τί να λέγω, ω Δία, ω Δία, και ν᾽ αρχίσω από πού
τους θεούς με ικεσίες να κράξω κι ευχές;
Το καλό που του θέλει η καρδιά μου, με ποιά
ταιριαστά νά ᾽βρω λόγια να φτάσω;
Γιατί σήμαν᾽ η ώρα που οι κόψες σπαθιών
860 αντροφόνων στα γαίματα θέλουν βαφεί
κι ή τα σπίτια του Ατρείδη από πρόσωπο γης
θ᾽ αφανίσουν για πάντα,
η φωτιά θέλει ανάψει και φως λευτεριάς
και στα χέρια του πίσω θα πάρει ξανά
και τη νόμιμη αρχή
και τ᾽ αμέτρητο βιος των σπιτιών του.
Τέτοιο αγώνα στερνό μόνος έχει με δυο
να παλαίψει ο γενναίος Ορέστης, και πια
ο θεός ας του δώσει τη νίκη.