Τη συμβολή των αρχαίων Ελλήνων στη σύγχρονη οικονομική σκέψη και πολιτική τεκμηριώνει η ακολουθούσα παράθεση της αρχαιοελληνικής οικονομικής εργογραφίας. Η παράθεση των έργων γίνεται κατά συγγραφέα και κατά σχολή, εφ’ όσον βέβαια τα σχετικά έργα είναι προϊόντα του πνεύματος κάποιας σχολής.
Στην έκθεση περιλαμβάνονται μονογραφίες ή γενικές μελέτες στις οποίες διατυπώνονται συστηματικά ή αποσπασματικά οικονομικές σκέψεις. Προσπάθεια καταβάλλεται, εφ’ όσον πρόκειται περί αποσπασματικών σκέψεων, να ενταχθούν οι σκέψεις αυτές στο οικείο έργο, πράγμα το οποίο δεν είναι πάντοτε ευχερές. Αυτονόητο είναι ότι αναφέρονται και απολεσθέντα έργα, από τον τίτλο των οποίων ή από τα ενδιαφέροντα του συγγραφέα εικάζεται ότι είχε οικονομικό περιεχόμενο.
Σε κάθε παρατιθέμενο έργο αναλύονται συνοπτικά οι περιεχόμενες σ’ αυτό οικονομικές ιδέες. Γενικότερου ενδιαφέροντος σκέψεις ενός ή περισσοτέρων συγγραφέων αναλύονται στο πλαίσιο του θεματικού αντικειμένου της ανά χείρας μελέτης.
ΟΙ ΠΡΟΣΩΚΡΑΤΙΚΟΙ
Ευρύς κύκλος προσώπων και δοξασιών εντάσσεται στην καλούμενη προσωκρατική φιλοσοφία, η δραστηριότητα της οποίας αρχίζει από τις αρχές του 6ου αιώνα και τερματίζεται περί τα μέσα του 5ου αιώνα. Στην κατηγορία αυτή ανήκει η ομάδα των τριών Μιλησίων (Θαλής, Αναξίμανδρος, Αναξιμένης), οι Πυθαγόρειοι (Πυθαγόρας και μαθητές), οι Ελεάτες (Ξενοφάνης, Παρμενίδης, Ζήνων, Μέλισσος), ο Ηράκλειτος, οι ατομικοί (Λεύκιππος και Δημόκριτος), ο Εμπεδοκλής και Αναξαγόρας καθώς και οι σοφιστές. Οι φιλόσοφοι των πιο πάνω σχολών, χειραφετημένοι από τις μυθολογικές ή θεολογικές ερμηνείες του κόσμου και υπερβαίνοντας την πρακτική παράδοση των αφορισμών των καλουμένων επτά σοφών, επιδίδονται σε μια αυτόνομη οικοδόμηση φιλοσοφικών ή επιστημονικών σκέψεων. Η πορεία αυτή αρχίζει στις πόλεις της Ιωνίας, όπου υπήρχε ανεπτυγμένη οικονομική και κοινωνική ζωή, ευρεία αγορά και συνθήκες πολιτικής ελευθερίας, για να καταλήξει στην ελεατική σχολή και στους σοφιστές.
Είναι γεγονός ότι κεντρικό θέμα της προσωκρατικής φιλοσοφίας ήταν η έρευνα της αρχής των όντων, της ουσίας των όντων και του γίγνεσθαι σε γενικότερη κοσμολογική βάση. Παρ’ όλα αυτά πολλοί φιλόσοφοι των σχολών αυτών διερευνούσαν και τις γνωστικές ικανότητες του ανθρώπου, την ανθρώπινη φύση, το νου, αλλά και την κοινωνική ζωή, το δημόσιο βίο και τις πολιτικές συνθήκες στην ανθρώπινη συμβίωση. Από πλευράς οικονομικής επιστήμης, η κύρια εισφορά των προσωκρατικών συνίσταται στην απαλλαγή του ανθρώπου από το μύθο, στην ανακάλυψη του ορθολογισμού και στην επισήμανση της αξίας της έρευνας, συνεπώς της νόησης, με την οποία έγινε από τη σχολή αυτή η γιγαντομαχία περί της ουσίας, όπως λέγει ο Πλάτων. Είναι χαρακτηριστικό ότι πολλοί από τους προσωκρατικούς έλαβαν μέρος στην πολιτική ζωή και ασχολήθηκαν πρακτικά με τα πολιτικά και οικονομικά προβλήματα της περιοχής τους, όπως ο Θαλής, ο Δημόκριτος, ο Εμπεδοκλής, ο Αναξαγόρας κ.λπ.
Δυστυχώς δεν διασώθηκαν πολλά κείμενα των προσωκρατικών. Η αναπαραγωγή των ιδεών τους γίνεται διά μέσου παραπομπών από άλλους συγγραφείς, όπως από τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, τους δοξογράφους ή από κείμενα όπως οι πάπυροι της Αιγύπτου. Για τα διασωθέντα αποσπάσματα κύρια συλλογή είναι το έργο των Η. Diels και W. Kranz: Die Fragmente der Vorsokratiker, Weidmann 1954, Dublin-Zurich, 1966.
Θαλή Εξαμίου Μιλησίου (624-546): Ο ορθολογισμός και η θεωρία
Ο Θαλής φαίνεται να μην άφησε έργο. (Κατ’ άλλους ίσως το «Περί ηλιοστασίου» και «Περί τροπής και ισημερίας»), Η «Ναυτική αστρολογία» λέγεται ότι είναι έργο του Σαμίου. Αντιθέτως κατά Λόβωνα τον Αργείον, τον οποίον αναφέρει ο Διογένης Λαέρτιος, «τά γεγραμμένα παρ’ αὐτοῦ εἰς ἔπη τείνειν διακόσια».
Ο πρώτος αρχηγός της ιωνικής φιλοσοφίας που εγκαταλείπει τις μυθικές αιτιολογίες των φαινομένων, ένας από τους επτά σοφούς, επιδιώκει να ανακαλύψει τη βάση των φαινομένων με το συλλογισμό και την παρατήρηση. Με βάση τη μέθοδο αυτή ενέργειας, αναφέρεται ότι ήταν ικανός να κάνει προβλέψεις, όχι μόνο για την αστρονομική κίνηση, αλλά και για την πολιτική και οικονομική ζωή, υπερβαίνοντας τον εμπειρισμό και καταλήγοντας στη θεωρητική γνώση. Όπως αναφέρεται από τον Ιερώνυμο τον Ρόδιο «ἐν τῷ δευτέρῳ ταῶν σποράδην ὑπομνημάτων», «βουλόμενος δεῖξαι ράδιον εἶναι πλουτεῖν, φοράς μελλούσης ἐλαιῶν ἔσεσθαι, προνοήσας ἐμισθώσατο τά ἐλαιουργεῖα καί πάμπλειστα συνεῖλε χρήματα». Το γεγονός αυτό αποτελεί σαφή μαρτυρία, όπως ειπώθηκε και σε άλλο μέρος του παρόντος, ότι η οικονομική σκέψη δεν ήταν άγνωστη στην εποχή του Θαλή, ιδιαίτερα προκειμένου περί αντλήσεως κερδών από επιχείρηση οικονομικών πράξεων. Στο Θεαίτητο ο Πλάτων τον παρουσιάζει ως το πρότυπο του θεωρητικού ανθρώπου, ο οποίος επιδιδόταν σ’ αυτήν χωρίς να αποβλέπει στην πρακτική ωφελιμότητα. Αναζητώντας την αιτιολόγηση των φαινομένων, και ξεπερνώντας τον εμπειρισμό με τη θεωρητική γνώση, ο Μιλήσιος φιλόσοφος θεωρείται εύλογα ως ο θεμελιωτής της ευρωπαϊκής επιστήμης.
Ιδιαίτερης σημασίας είναι το γεγονός ότι ο Θαλής μετείχε στην πολιτική ζωή της πόλης του και συνιστούσε την πολιτική ένωση των Ιωνικών πόλεων με σκοπό τη διαμόρφωση ομοσπονδίας με κοινό βουλευτήριο στην Τέω. Έργο του βουλευτηρίου αυτού θα ήταν να αποφασίζει για τις κοινές υποθέσεις των πόλεων, μια επιδίωξη που εμφανίζεται ως προδρομική σύλληψη θεσμών ως η Ευρωπαϊκή Κοινότητα.
Πυθαγόρου Μνησάρχου Σαμίου (582-500)
«Έργον παιδευτικόν, πολιτικόν, φυσικόν»: Από τον ορφισμό στην επιστήμη
Οι περισσότεροι από τους βιογράφους και δοξογράφους συμφωνούν στο ότι ο Πυθαγόρας, ο αυτοκληθείς πρώτος φιλόσοφος, από δε τον Ηρόδοτο «τῶν Ἑλλήνων οὐκ ἀσθενέστατος σοφιστής», δεν άφησε γραπτά κείμενα().
Παρά ταύτα ο Ηράκλειτος ο Δασικός υποστήριζε ότι ο Σάμιος σοφός συνέγραψε έργο «παιδευτικόν, πολιτικόν, φυσικόν», το οποίο μάλιστα ο Πλάτων ενδιαφέρθηκε να το προμηθευθεί, αποστέλλοντας τον Δίωνα στην Ιταλία. Κατά τη διατύπωση μάλιστα του Ηρακλείτου, ο Πυθαγόρας με τις συγγραφές του «ἐποιήσατο σοφίην, πολυμαθείην, κακοτεχνίην».
Ορθότερη φαίνεται ωστόσο η άποψη ότι ο Πυθαγόρας δεν έγραψε έργο, όπως λέγει ο Διογένης Λαέρτιος: «ἔνιοι Πυθαγόραν μηδέ ἕν καταλιπεῖν σύγγραμμα», πράγμα που συμφωνεί με τον κανόνα της μυστικότητας, ο οποίος διείπε τη σχολή του.
Η επίδραση των δοξασιών του Πυθαγόρα στον ορθό προσανατολισμό από τον ορφισμό στον ορθολογισμό υπήρξε μεγάλη, την πολύπλευρη δε προσωπικότητά του εξήραν όχι μόνο ο Ηράκλειτος, αλλά και ο Εμπεδοκλής που τον αποκαλεί άνθρωπο σπάνιας γνώσης, αλλά και ο Ηρόδοτος και ο Πλάτων και ο Ισοκράτης, ο οποίος γράφει γι ’ αυτόν: «ὅς ἀφικόμενος εἰς Αἴγυπτον τήν τα’ ἄλλην φιλοσοφίαν πρῶτος εἰς τούς Ἕλληνας ἐκόμισε». Οι απόψεις του Πυθαγόρα, και των δύο σχολών του, είναι αξιόλογες για τη διαμόρφωση της οικονομικής σκέψης, δεδομένου ότι αποτελούσαν μετάβαση από τη θεοκρατική στην ορθολογική ανθρώπινη συμπεριφορά, όπως βεβαιώνεται και από τον Ιάμβλιχο (300 μ.Χ.) και τον Πορφύριο (270 μ.Χ.), καθώς και από τον Αρχύτα και τον Διογένη Λαέρτιο. Στον Κρότωνα οι οπαδοί της σχολής αυτής «ὠκονόμουν ἄριστα τά πολιτικά, ὥστε σχεδόν ἀριστοκρατίαν εἶναι τήν πολιτείαν», δηλαδή πολιτεία στην οποία προείχε η αξιοκρατία.
Αντικείμενο της πυθαγορικής φιλοσοφίας, που ουσιαστικά συγχωνεύει τις ηθικές και πολιτικές αξίες είναι η «πόλις», που πρέπει να θεωρηθεί ως η υποψήφια προς μεταμόρφωση. Η πολιτική κάθαρση πρέπει να γίνει αντικείμενο μύησης και να προαχθεί με το σχεδίασμά, την ελεύθερη επιλογή και την κοινωνική δράση. Η αδελφοσύνη που χαρακτηρίζει την πυθαγορική ομάδα έχει ως σκοπό να προωθήσει τις ιδιότητες που προάγουν τη διαπροσωπική σχέση και την αρμονία, έτσι ώστε η διαδικασία να οδηγεί από τη διαφορά στην ομοιότητα και από τα άτομα στο σύμπαν. Ιδεώδες της πυθαγορικής κοινότητας είναι το ορθολογικό αυτό όραμα. Η ομοιοποιητική αυτή διαδικασία πραγματοποιείται με την εκπαίδευση και την επέκταση της γνώσης. Η αρμονία διά της παιδείας, που οδηγεί το άτομο στην κάθαρση, ιδιαίτερα με τα μαθηματικά του, αποτελεί φιλοσοφική επιδίωξη που αρχίζει από τον Πυθαγόρα και επεκτείνεται στην πλατωνική πολιτεία.
Με βάση τις σκέψεις αυτές, αποκαλύπτεται ευχερέστερα ότι η πυθαγορική κοινότητα αποτελεί κοινωνικο-πολιτική οργάνωση, σκοπός της οποίας είναι η εκπαίδευση των πολιτών προς μια νέα κοινωνία, στην οποία αντί του μύθου θα επικρατεί η επιστήμη και η ενότητα, η δικαιοσύνη, η ελευθερία και η ελεύθερη κυκλοφορία των ιδεών. Η μυστικότητα, που από πολλούς θεωρήθηκε κύριο γνώρισμα της διδασκαλίας του Σαμίου σοφού, δεν ήταν παρά αμυντική μορφή προστασίας της κοινότητας από το περιβάλλον, τόσο στη Σάμο όσο και στην Ιταλία. Ουσιαστικά η πυθαγορική κοινότητα ήταν κλειστή σε σχέση με την κοινωνία του περιβάλλοντος που ήταν ανοιχτή, για να αναφερθούμε στον Κ. Popper, που χαρακτήριζε ως κλειστό το πρότυπο των πλατωνικών ιδεών και ως εκ τούτου και της πυθαγόρειας κοινότητας.
Η εσωτερική διαφοροποίηση των μελών της κοινότητας ήταν, κατά τον Πορφύριο και Ιάμβλιχο, οι μαθηματικοί και οι ακουσματικοί. Οι πρώτοι ήσαν οι εσωτερικοί, που ασχολούνταν με επιστημονικά θέματα, και οι εξωτερικοί, που ασχολούνταν με τα καθημερινά προβλήματα και ήσαν οι πολιτικοί. Κατά τον Ιάμβλιχο πέραν των πολιτικών υπήρχαν οι νομοθέτες και οι οικονομολόγοι και εκείνοι που ασχολούνταν με τις υποθέσεις του κοινού οίκου.
Έχει επικρατήσει η άποψη ότι ο Πυθαγόρας είχε ταχθεί υπέρ της κοινοκτημοσύνης. Δεν φαίνεται να είναι βάσιμη απολύτως η άποψη. Ο όρος «κοινά τά των φίλων» εσήμαινε ίσως τον ύψιστο βαθμό μύησης, στα δόγματα της οποίας μόνον οι καθαροί φίλοι θα εδικαιούντο να μετάσχουν. Εξ ου και η «συμφρόνηση των διχοφρονούντων» του Φιλολάου. Οπωσδήποτε, και αν υποτεθεί ότι η κοινοκτημοσύνη δεν αφορούσε τη συνιδιοκτησία, η μεγίστη έκταση εφαρμογής μιας τέτοιας αρχής θα αφορούσε την πυθαγόρεια εταιρία, όχι την ίδια την κοινωνία προς την οποία απευθύνεται η σχολή, όπως προκύπτει και από τον Τίμαιο «καί αὐτοῦ τάς οὐσίας οἱ μαθηταί κατετίθεντο εἰς ἕν».
Ένα δεύτερο σημαντικό στοιχείο της πυθαγόρειας διδασκαλίας ήταν η συγκρότηση της κοινωνίας από τρεις τάξεις: από τους πολίτες με τις απασχολήσεις στη βιοσυντήρηση (αγοραπωλησίες), από τους αγωνιζόμενους και από τους θεωρητικούς, τους παρατηρητές της ζωής, οι οποίοι λύουν τον εαυτό τους από τα δεσμά της «ανάγκης και της γέννησης».
Περαιτέρω από οικονομική άποψη σημασία έχει η επιδίωξη της γνώσης, είτε με αυτογνωσία ή ενόραση (intuition) είτε με τη γενικότερη αναζήτηση και έρευνα, πράγμα το οποίο θεμελιώνει έκτοτε το ρόλο της έρευνας και της αυτοέρευνας, όπως διατυπώνει την άποψη ο Αρχύτας ο Ταραντίνος.
Ας σημειωθεί ακόμη ότι η πυθαγόρεια κοινωνία στηριζόταν στην αξιοκρατία, ο Πυθαγόρας υπήρξε ο πρόδρομος της θεωρίας της «κυκλοφορίας των εκλεκτών» του Pareto, είχε αναγνωρίσει την ισοτιμία των γυναικών και ακολουθούσε ως παράγοντα προόδου την καινοτομία: «τάς λεωφόρους μή βαδίζειν», πράγμα το οποίο θεωρείται σήμερα, ιδιαίτερα από τον Schumpeter, ως αποφασιστικής σημασίας για την οικονομική ανάπτυξη.
Η πυθαγόρεια ρήση αφορά βέβαια και τη ρηξικέλευθη πορεία προς την κατεύθυνση της εφεύρεσης, αλλά και την εφαρμογή της εφεύρεσης, που αποκαλείται καινοτομία και είναι έργο των επιχειρηματιών. Με το ίδιο πνεύμα ο Rostow διακρίνει σήμερα μεταξύ της ροπής προς ανάπτυξη καθαρής επιστήμης και της ροπής προς εφαρμογή της επιστήμης στην παραγωγή για την αγορά.
Τέλος, βασική επίδραση στην επιστήμη και στην οικονομική σκέψη άσκησε η περί αριθμών θεωρία του Σαμίου φιλοσόφου.
Πρέπει να σημειωθεί ότι οι Πυθαγόρειοι, δοξάζοντες ότι η εσωτερική ουσία των όντων είναι οι αριθμοί, έδωσαν την αφορμή να σχηματισθεί η ιδέα ότι με τη μελέτη των αριθμών είναι δυνατόν να ανακαλύψομε τη σύσταση του κόσμου, αλλά και τις σχέσεις των όντων μεταξύ τους. Από την άποψη αυτή είναι σαφές ότι οι αριθμοί βοήθησαν στη διαμόρφωση της αφηρημένης σκέψης, για δε την οικονομική επιστήμη η συμβολή τους υπήρξε αποφασιστική ιδιαίτερα με τη μαθηματική σχολή της Λωζάννης.
Όσον αφορά την έννοια της δικαιοσύνης και της ισότητας, που αποτελούν ουσιώδη στοιχεία της πυθαγόρειας φιλοσοφίας, παρατηρούνται τα εξής:
Οι έννοιες της αναλογίας και της δικαιοσύνης του Πυθαγόρα επηρέασαν τις απόψεις του Πλάτωνα περί δικαιοσύνης.
Ο Ε. L. Minar (Jr) υποστηρίζει ότι το αιώνιο γεγονός της αναπόφευκτης ανισότητας υπόκειται σε κάθε πράγμα και είναι η βάση για τους κοινωνικούς θεσμούς. Η κοινωνία απαρτίζεται από άτομα διαφέροντα κατά την αρετή και κατά άλλες ιδιότητες, μερικά από τα οποία είναι φυσικοί άρχοντες, άλλοι φυσικοί αρχόμενοι… Το τέλεια αρμονικό και αληθινά καλώς διατεταγμένο κράτος επιτυγχάνεται με τη συνεργασία και των δύο τάξεων (άρχοντες-αρχόμενοι), καθεμιάς μέσα στη δική της σφαίρα… Στην αριστοκρατική κοινωνία επικρατεί η ισότητα. Είναι η καλούμενη γεωμετρική ισότητα. Οι Πυθαγόρειοι προφανώς πίστευαν ότι και η διορθωτική και η διανεμητική δικαιοσύνη συνίστατο στο να λαμβάνει κάθε άνθρωπος ό, τι του οφείλεται. Ο Αριστοτέλης εδώ απορρίπτει την πυθαγορική άποψη ότι η αρχή της αμοιβαιότητας εφαρμόζεται χωρίς διακρίσεις στο χώρο της διορθωτικής δικαιοσύνης.
Αρχύτα Μνησαγόρου Ταραντίνου (4ος αιώνας)
«Αρμονικός», «Διατριβαί», «Υπομνήματα»: Έρευνα και ενόραση
Από την παλαιά πυθαγορική σχολή ιδιαίτερη μνεία επιβάλλεται να γίνει περί του Αρχύτα, του οποίου οι απόψεις για την έρευνα είναι εκπληκτικά σύγχρονες. Από την έρευνα στο περιβάλλον ή από την αυτοανακάλυψη, δηλαδή την ενόραση (intuition), θα προέλθει η ακριβής γνώση.
Για την οικονομική σκέψη ιδιαίτερη σημασία έχει η περί γνώσης, αναζήτησης της αλήθειας και έρευνας θεωρία των Πυθαγορείων, την οποία εκφράζει σαφέστερα ο Αρχύτας ο Ταραντίνος (περίπου σύγχρονος του Πλάτωνα), που επέδειξε δραστηριότητα όχι μόνο ως φιλόσοφος, αλλά και ως πολιτικός και ως στρατηγός. Κατά τον Αρχύτα:
«Δεῖ γάρ ἤ μαθόντα παρ ’ ἄλλῳ ἤ αὐτόν ἐφευρόντα ὧν ἀνεπιστάμων ἦσθα, ἐπιστάμονα γενέσθαι. Τό μέν ὧν μαθέν παρ’ ἄλλῳ καί ἀλλοτρία, τό δέ ἐφευρέν δι’ αὐτοῦτον καί ἰδία ἐξευρεῖν δέ μή ζατοῦντα ἄπορον καί σπάνιον, ζατοῦντα δ’ εὔπορον καί ράδιον, μή ἐπιστάμενον δέ ζητεῖν ἀδύνατον».
Ο μαθηματικός και φίλος του Πλάτωνα Αρχύτας εκφράζει την πυθαγορική έννοια της αναλογικής δικαιοσύνης σαφέστερα:
«Ο ορθός λογαριασμός, όταν αποκαλυφθεί, ελέγχει τη διαμάχη μεταξύ των πολιτών και αυξάνει την ομόνοια γιατί όπου έχει επιτευχθεί δεν μπορεί να υπάρχει υπέρβαση κέρδους και η ισότητα βασιλεύει. Μας φέρνει σε όρους επί επιχειρηματικών συμβάσεων και δι’ αυτού οι πτωχοί παίρνουν από τους ανθρώπους που έχουν τα μέσα και ο πλούτος δίνει στον ενδεή, μια και οι δυο εμπιστεύονται ότι δι’ αυτού (δίκαιου λ/σμού) θα τύχουν έντιμης μεταχείρισης.,.».
Για τον Αρχύτα ο Διογένης Λαέρτιος λέγει ότι ο Αριστοτέλης έγραψε ένα βιβλίο.
Φιλολάου Κροτωνιάτου Πυθαγορικού (τέλος 5ου αιώνα).
«Περί Φύσεως», A, Β, Γ: Ιδέες στατιστικής και οικονομετρίας
Κατά το μαθητή του Πυθαγόρα Φιλόλαο, στο σύγγραμμά του «Περί φύσεως» Α, Β, Γ, από το οποίο σώζονται ελάχιστα αποσπάσματα, το κατ ’ εξοχήν όργανο της γνώσης είναι ο αριθμός «καί πάντα τά μέν τά γιγνωσκόμενα ἀριθμόν έχοντι οὐ γάρ οἷόν τε οὐδέν οὔτε νοηθῆμεν οὔτε γνωσθῆμεν ἄνευ τούτου». Εξυμνεί δε τη γνωστική δύναμη των αριθμών: «Γνωμικά γάρ ἅ φύσις τῶ ἀριθμῶ καί ἡγεμονικά καί διδασκαλικά ταῳ ἀπορουμένω παντός καί ἀγνοουμένω παντί… νῦν δέ οὗτος καττάν ψυχάν ἁρμόδων αἰσθήσει πάντα γνωστά καί ποτάγορα ἀλάλοις κατά γνώμονος φύσιν ἀπεργάζεται, σωμάτων καί σχίζων τούς λόγους χωρίς ἑκάστους τῶν πραγμάτων τῶν τε ἀπείρων καί ταῶν περαινόντων». Στην ουσία ο αριθμός καθιστά τα πράγματα δεκτικά γνώσης και συσχέτισης. Η προδρομική αυτή διαπίστωση αποτέλεσε τη βάση της σύγχρονης στατιστικής και οικονομομετρίας.
Κατά τον J. Barnes «όλες οι αλήθειες των επιστημών είναι σε τελευταία ανάλυση αλήθειες της αριθμητικής και όλες οι επιστημονικές οντότητες είναι τελικά αριθμητικές».
Ξενοφάνους Δεξίου Κολοφωνίου (570-478)
«Περί φύσεως»: Η έρευνα ως προϋπόθεση της προόδου. «Σίλλοι».
Πέραν των διαφόρων ποιημάτων σε διάφορες μετρικές μορφές, ο Κολοφώνιος φιλόσοφος φαίνεται ότι συνέγραψε το διδακτικό έπος «Περί φύσεως», από το οποίο σώζονται ελάχιστοι στίχοι, σε εξάμετρα, αναφερόμενοι στη φύση. Κατά την πρώτη φάση της φιλοσοφικής του ενασχόλησης επεδόθη (όπως άλλωστε και ο Πρωταγόρας) στην καλούμενη καταστρεπτική θεολογία, όπου, σύμφωνα με τις μαρτυρίες του Σέξτου Εμπειρικού, χωρίς να δεσμεύεται μέσα σε δογματικές αρχές, εστράφη κατά του ανθρωπομορφισμού των θεών και της ηρωικής μυθολογίας του Ομήρου, κατά της αποδιδόμενης στους θεούς ανηθικότητας και για το λόγο αυτόν θεωρήθηκε ως ο πρώτος οπαδός του αρχαίου διαφωτισμού:
«πάντα θεοῖς ἀνέθηκαν ( Όμηρος θ΄ Ησίοδος τε)
ὅσα παρ’ ἀνθρώποισιν ὀνείδια καί ψόγος ἐστίν,
κλέπτειν, μοιχεύειν καί ἀλλήλους ἀπατεύειν».
Από οικονομική άποψη η συμβολή του έγκειται κυρίως στη διδασκαλία περί της μεθόδου έρευνας και του ρόλου της εμπειρικής παρατήρησης. Η σύλληψη της πραγματικότητας επιτυγχάνεται με τον έλεγχο ορισμένων δοξασιών, που τίθενται εκ των προτέρων ως εικασίες και ελέγχονται με τη συστηματική παρατήρηση της πραγματικότητας, από την οποία η αρχική θέση θα εμπεδωθεί ή θα ανατραπεί με εικασίες ή αναιρέσεις. Στις εικασίες αντιπαρατίθενται οι αναιρέσεις, αυτό που θα ονομαζόταν absurdum. Ο Karl Popper υποστήριζε ότι ο Ξενοφάνης χαράσσει τον ορθό τρόπο επιστημονικής έρευνας.
Ιδιάζουσα σημασία στο έργο του Ξενοφάνη έχει η περί προόδου αντίληψή του. Η έρευνα, για την οποία έγινε λόγος πιο πάνω, είναι προϋπόθεση της προόδου, καρπός των προσπαθειών των πραγματικών επιστημόνων και σοφών και όχι των διαφόρων αθλητών, που εμπορευματοποιούν τη μυϊκή τους δύναμη χωρίς να προσφέρουν τίποτε στη ζωή της πολιτείας.
Στο απόσπασμα 18 εξαίρεται η σημασία της πολύχρονης έρευνας ως μεθόδου για την ανεύρεση του καλύτερου για τον άνθρωπο κάθε φορά:
«Οι θεοί βεβαίως δεν φανερώνουν τα πάντα εξ αρχής στους θνητούς αλλά (οι άνθρωποι) ανακαλύπτουν ό, τι είναι καλύτερο γι’ αυτούς με τη μακροχρόνια ζήτηση».
Η διατύπωση αυτή του Ξενοφάνη θέτει το ζήτημα της από μέρους των αρχαίων Ελλήνων αντίληψής των περί προόδου. Υποστηρίζεται από πολλούς ότι η έννοια της προόδου απουσίαζε από την αρχαιοελληνική λογική και οπωσδήποτε ότι δεν απασχολούσε τη λογική αυτή η πορεία των πραγμάτων στο μέλλον. Η πιο πάνω όμως παρατήρηση του Ξενοφάνη διαψεύδει τον ισχυρισμό αυτό των Austin, Vidal-Naquet (op. cit. σελ. 18).
Κατά τον ίδιο τρόπο χαρακτηριστική είναι η παρατήρηση του Θουκυδίδη, ο οποίος αναφερόμενος στο Θεμιστοκλή (I, 138) λέγει: «καί τῶν μελλόντων ἐπί πλεῖστον γενησομένων ἄριστος εἰκαστής». Σχετικά με την αντίληψη των αρχαίων περί προόδου: Θουκυδίδης, I, 5-6, 2, III 94, 3-5, I, 10, 21, Δημοσθένης, Γ΄ Φιλιππικός 47-50). (Περισσότερα στο 2ο τόμο, στο κεφάλαιο: «Απόψεις των Ελλήνων για την ανάπτυξη»).
Ο Ξενοφάνης εξ άλλου όπως ο Ηράκλειτος επιτίθεται κατά της τριφηλότητος των συμπολιτών του και των πολυτελών δαπανών, αποδίδοντας τον τρόπο αυτό ζωής στους Λυδούς:
«Ἀβροφροσύνας δέ μαθόντες ἀνωφελέας παρά Λυδῶν
ὄφρα τυραννίης ἦσαν ἄνευ στυγερής,
ἤιεσαν ἐς ἀγοράν παναλουργέα φαρ’ ἔχοντες
οὐ μείους ὥσπερ χίλιοι εἰς ἐπίπαν
αὐχαλέοι χαίτησιν ἀγαλλόμενοι εὐτρεπέσι
ἀσκητοίσ’ ὀδμή χρίμασι δευόμενοι» (απόσπασμα από «Σίλλους»).
Ηρακλείτου Βλόσωνος Εφεσίου [(504-475) ή 544]
«Περί πολιτείας»: Η ελευθερία της βούλησης και ο φιλελευθερισμός
Συνήθως αναφέρεται ως έργο του Ηρακλείτου το «Περί φύσεως». Ο Διόδοτος ο Γραμματικός υποστηρίζει ωστόσο ότι κύριο περιεχόμενο του βιβλίου του Ηρακλείτου δεν ήταν η φύση, αλλά θέματα της πολιτείας.
Το περί φύσεως «παραδείγματος ἔδει κεῖσθαι». «Οὐ φησί περί φύσεως εἶναι τό σύγγραμμα, ἀλλά περί πολιτείας». Από το βιβλίο αυτό σώζονται συνολικά 129 αποσπάσματα. Το αφοριστικό ύφος του Ηρακλείτου εξαίρετοι ιδιαίτερα από τον Nietzsche, μολονότι ο Εφέσιος φιλόσοφος χαρακτηρίζεται αινιγματώδης («αινεκτής»).
Για τη συμβολή στην υποδομή της οικονομικής σκέψης του Ηρακλείτου ουσιώδες στοιχείο είναι ο διαχωρισμός των ανθρώπων σ’ αυτούς που ζουν στον ιδιωτικό τους κόσμο, έχοντας μόνο μερική άποψη της πραγματικότητας, και σ’ αυτούς που έχουν την ικανότητα να συλλάβουν την πραγματικότητα. Οι άνθρωποι δεν είναι ικανοί να συλλάβουν με τις αισθήσεις αυτή την πραγματικότητα. Αν η ψυχή, μέσα στην οποία υπάρχει ένας μεταβαλλόμενος μικρόκοσμος με συγκρούσεις, πάθη, επιθυμίες, αισθήματα κ.λπ. δεν αντιλαμβάνεται τη γλώσσα της επικοινωνίας, αυτή η γλώσσα είναι ο κοινός λόγος (ξυνός λόγος), ο καθολικός λόγος, ο οποίος ενώνει άνθρωπο και κόσμο, είναι η ενότητα των όντων. Ο κοινός λόγος είναι το ενοποιητικό στοιχείο στην πολιτεία, η έκφραση του οποίου είναι ο νόμος (το ξυνόν εσθλόν) που εξασφαλίζει κοινή συμμετοχή και δίκαιη μερίδα στον κοινό πλούτο. Γι ’ αυτό και ο λαός πρέπει να μάχεται για το νόμο:
«Μάχεσθαι χρή τόν δῆμον ὑπέρ τοῦ νόμου ὅκωσπερ τείχεος» (απ. 44).
Στον Ηράκλειτο, κατά τον οποίο προέχει το ανθρώπινο ήθος, η ατομική ευθύνη και αυτοβουλία (ἦθος ἀνθρώπω δαίμων, αποσπ. 119), γίνεται έκδηλη η ατομιστική αρχή. Έτσι η ευδοκίμηση του ανθρώπου, άρα και η οικονομική του επιτυχία, πραγματοποιείται με τη συμμόρφωσή του στον κοινό λόγο, τη φυσική ίσως λογική, που ενοποιεί την πολιτεία και τους πολίτες. Ο εθισμός των πολλών στον καθολικό ορθολογισμό, στην έλλογη συνεργασία όλων και στο ξεπέρασμα των αντιθέσεων ανάμεσα στην ατομική συμπεριφορά και στην κοινή λογική (concidentia opposi torum), στο είναι και στο δέον, είναι ουσιαστικά και υποδομή της οικονομικής σκέψης. Αυτή η λογική εναρμόνιση του ατομικού και του κοινού είναι η βάση του φιλελευθερισμού στον οικονομικό τομέα και συνιστά την αργότερα συμβολικά προβληθείσα «αόρατο χείρα» του Adam Smith. «Ξυνόν ἐστι πᾶσι τό φρονέειν» (113). Έτσι άλλωστε συμπίπτει η αφανής και φανερή αρμονία, όπου «ἁρμονία ἀφανής, φανερῆς κρείττων» (54). Ο «δέον λόγος» θα εξασφαλίζει την σύμπτωση και αλληλοσυμπλήρωση των οικονομικών ενεργειών, εφ ’ όσον ακολουθείται ο κοινός: «δεῖ ἕπεσθαι τῶ ξυνῶ».
Ο Ηράκλειτος, ζώντας μέσα στην «κοινωνία της αφθονίας» της Εφέσου, την οποία ακόμη και ο Ξενοφάνης επικρίνει για τη μαλθακότητά της, που υπήρξε αποτέλεσμα της οικονομικής προόδου, αλλά και της διδασκαλίας από τους Λυδούς, «ἁβροσύνας ἀνωφελέας» (Diels 13, 3), ενδιαφέρεται περισσότερο όχι για την «προκατεστημένην αρμονίαν», δηλαδή για τη φυσική νομοτέλεια όπως την αποκαλεί ο Leibniz, αλλά για την εναρμόνιση της γενικής θέλησης των ανθρώπων μέσα στην κοινωνία. Έτσι εγκαταλείποντας τη φύση, ασχολείται με το ανθρώπινο ήθος, δηλαδή με το είναι του ανθρώπου καθώς θέλει ο Αξελός, και από το ατομικό ήθος στην ενοποιητική διάσταση του κοινού λόγου, δηλαδή αναζητεί την υπέρβαση της ιδίας φρόνησης προς τον κοινό λόγο. Πρόκειται, όπως ορθά ειπώθηκε, «για ένα σχέδιο αγωγής του ανθρώπου-πολίτη, κοσμοπολίτη, που να τον χαρακτηρίζει η λογικά ελεγχόμενη προσωπική του στάση στη ροή των κοινωνικών γεγονότων». «Ἦθος ἀνθρώπω δαίμων» (Diels, IB, 119). Το ήθος, υποσημαίνει την ανθρώπινη ευθύνη και τον αποκλεισμό του θείου στις ανθρώπινες πράξεις, όπως και της ειμαρμένης «μηδέν τῶν γιγνομένων γίνεσθαι καθ’ εἱμαρμένην» (Αναξαγόρας, Diels II A 66).
Αυτή την ανεξάρτητη ανθρώπινη συμπεριφορά ο Ηράκλειτος προσπάθησε να την συνδέσει με το Λόγο, την κοινή λογική, που αποτελεί μέσο συνεννόησης και εκλογίκευσης με κατεύθυνση το κοινό συμφέρον. Οι πολίτες «ιδίαν έχοντες φρόνησιν» πρέπει να ακολουθήσουν τον «ξυνόν λόγον». Μπορεί να είναι δύσκολη η τιθάσευση των ατομικών αντιδράσεων, «θυμῶ μάχεσθαι χαλεπόν» (IB 85), αλλά τελικά η λογική μπορεί να πρυτανεύσει. Όπως έλεγε ο Αριστοτέλης «τό ἐπιθυμητικόν καί ὅλως ὀρεκτικόν μετέχει πως, ἤ κατήκοον ἐστιν αὐτοῦ καί πειθαρχικόν» (Ηθ. Νικομ. Α, 13 (1102β, 28-31). Στην ουσία ο Λόγος είναι ο Νόμος (ὅκωσπερ νόμω πόλις, ἡ κοινή βούληση).
Το νόμο εκφράζουν οι πολλοί, που συνήθως δεν συμμορφώνονται προς τον κοινό λόγο. Γι’ αυτό ο Ηράκλειτος επικρίνει τη στάση τους, χαρακτηρισθείς «οχλολοίδορος» (Διογ. Λαέρτιος IX, 46).
Η ουσία της διδασκαλίας του Ηρακλείτου συνίσταται στην προβολή της ελευθερίας της βούλησης και στην υποταγή της, όχι σε φυσική ή εξωτερική εξουσία, αλλά στην εκούσια συμμόρφωσή της στο «λόγο».
Είναι γνωστή η διαλεκτική σκέψη του Ηρακλείτου. Αυτή δεν αφορά μόνο τη διαλεκτική ως επιδίωξη άρσης των αντιθέσεων μέσα στην πολιτεία, αλλά και τη διαλεκτική ως κίνηση εναρμόνισης των αντιμαχομένων στοιχείων, την οποία χρησιμοποίησαν οι Marx και Engels στη θεμελίωση της ιστορικοϋλιστικής θεωρίας τους. Είναι η «παλίντροπος αρμονία» (51), την οποία ο Leibniz αποκαλεί «προκατεστημένη αρμονία». Ο κόσμος είναι ενότητα των υφισταμένων διαφορών. Επιφανειακή και πραγματική ενότητα. «Διά τῆς ἐναντιοδρομίας ἡρμόσθαι, τά ὄντα γίγνεσθαι τά πάντα κατά ἐναντιότητα καί ρεῖν τά πάντα ποταμοῦ δίκη». Στο πλαίσιο της δυναμικής αυτής εναρμόνισης, όπως συμβαίνει στο τόξο και στη λύρα, στη φυσική και πολιτική τάξη των αντιθέτων, πραγματοποιείται και στον οικονομικό τομέα η αριστοποίηση του οικονομικού αποτελέσματος: «τό ἀντίξοον συμφέρον ἐκ τῶν διαφερόντων καλλίστην ἁρμονίαν καί πάντα κατ’ ἔριν γίνεσθαι». «Διαφερόμενον γάρ ἀεί ξυμφέρεται». Για τον Ηράκλειτο (8, 10, 53, 80), οι αντιθέσεις, η διαμάχη, ο ανταγωνισμός είναι η πρωταρχική κοινωνική διαδικασία, από την οποία προκύπτει ισορροπία. Γι ’ αυτό και αποκλήθηκε ο πρώτος εκπρόσωπος της κοινωνικής δυναμικής. Η κλασσική οικονομική θεωρία ανακάλυψε, πολλές εκατοντάδες χρόνια αργότερα, τη θεωρία αυτή της ισορρόπησης των συμφερόντων, με το περίφημο έργο του Bastiat “Les harmonies economiques”. Ουσιαστικά έτσι οδηγούμαστε στην ομοιομορφοποίηση φύσης, κοινωνίας και πολιτείας από άποψη κανόνων συμπεριφοράς, όπως θα έλεγε ο Σέξτος ο Εμπειρικός, που αξιοποίησε η κλασσική οικονομική θεωρία, από τον Smith ως τον Marx. Κατά τον Ηράκλειτο τα πάντα γίνονται από την αντιμαχία και την ανάγκη, αρχή που ισχύει βασικά στην οικονομική δραστηριότητα.
[Για τη θεωρία της εντροπίας και ανακύκλωσης του Ηρακλείτου βλέπε: Αθ. Κανελλόπουλος, Οικολογία και οικονομική του περιβάλλοντος (στους αρχαίους Έλληνες), Καραμπερόπουλος, Αθήνα, 1985, σελ. 87-91. Επίσης: Ν. Gecorgescu-Roegen, The entropy law and economic progress, Cambridge, Mass., Harvard University Press, 1971].
Σε σχέση προς τις ηθικές απόψεις του Ηρακλείτου στον οικονομικό τομέα είναι ανάγκη να εξαρθεί ιδιαίτερα η εμμονή του στο μέτρο και στη δικαιοσύνη, αλλά και η αποδοκιμασία της αφροσύνης των μαζών και ιδιαίτερα της οικονομικής elite, να επιδιώκουν αλόγιστα τον υλικό πλούτο και τις υλικές απολαύσεις («Οἱ δέ πολλοί κεκόρυνται ὅκωσπερ κτήνεα». Ο Αναξίμανδρος και ο Ηράκλειτος έδωσαν έκφραση σε μια θεωρία κοσμολογικής δικαιοσύνης αναφερόμενοι στην επέμβαση των «αντιθέτων» και στις συνέπειες αυτής της επέμβασης. Κατά τον Joseph Spengler αυτή η θεωρία θα μπορούσε να είχε μεταφρασθεί σε όρους φυσικής ισορροπίας ή, κατ’ αναλογία, κοινωνικής ισορροπίας. Μερικές παρατηρήσεις του Ηρακλείτου για τη διαμάχη και τις συγκρούσεις θα μπορούσαν να διατυπωθούν με χεγκελιανούς όρους. Ιδιαίτερη αντίθεση υπήρχε προς τις πολυτελείς δαπάνες, για τις οποίες μίλησε αργότερα και ο Επίκουρος και ο Marcuse. Ο ίδιος τονίζει: «Μή ἐκλίποι ὑμᾶς πλοῦτος, Ἐφέσιοι, ἵν’ ἐξελέγχοισθε πονηρευόμενοι». Εναντίον της υπέρμετρης ευμάρειας, που γίνεται πρόκληση: «Ὕβριν χρῆ σβεννύναι ἤ πυρκαϊήν».
Ο Πλούταρχος αναφέρει την έναντι της πολυτελούς δαπάνης στάση του Ηρακλείτου, που αντιμετώπισε ως εξής τη ροπή των Εφεσίων προς τις πολυτελείς δαπάνες:
«ἀναβάς ἐπί τό βῆμα καί λαβών ψυχρόν κύλικα καί τῶν ἀλφίτων ἐπιπάσας καί τῶ γληχίνω κινήσας ἑκωτήν ἀπῆλθεν, ἐνδειξάμενος αὐτοῖς (τοῖς Ἐφεσίοις) ὅτι τό τοῖς τυχοῦσι ἀρκεῖσθαι καί μή δεῖσθαι των πολυτελῶν».
Στον Ηράκλειτο ακόμη οφείλεται η διάκριση ανάμεσα στην υλική και πνευματική επένδυση (περιλαμβανομένης και της τεχνικής) που σήμερα αντιμετωπίζεται ως η σπουδαιότερη και αποδοτικότερη επένδυση.
Τέλος, είναι άξιο σημείωσης ότι ο Ηράκλειτος είχε παρατηρήσει την ανταλλακτική σχέση χρυσού και χρήματος:
«πυρός ἀνταμείβεται πάντα καί πῦρ ἁπάντων, ὥσπερ
χρυσοῦ χρήματα καί χρημάτων χρυσός» (αποσπ. 90).
Η σπάνις του χρυσού είναι παράγων της ανταλλακτικής του αξίας:
«χρυσόν γάρ οἱ διζήμενοι γῆν πολλήν ὀρύσσουσι καί εὑρίσκουσιν
ὀλίγον» (22).
Δημοκρίτου Ηγησιστράτου Αβδηρίτου (460-370)
Γενικά: Η ελευθερία της ατομικής πρωτοβουλίας
Πολλοί φιλόλογοι όπως ο Καλλίμαχος, ο Ηγησιάναξ (πίναξ των Δημοκρίτου γλωσσών και συγγραμμάτων) επελήφθησαν κατά το παρελθόν της κατατάξεως των αποσπασμάτων των βιβλίων του Δημοκρίτου, καθώς και του διαχωρισμού των γνησίων και μη γνησίων έργων (Ψευδοδημοκρίτεια). Την ταξινόμηση και εκκαθάριση φαίνεται να επεχείρησε κατά τον πιο έγκυρο τρόπο ο Πυθαγόρειος Θράσυλλος, τον 1ο μ.Χ. αιώνα επί Τιβερίου. Ο Θράσυλλος διαίρεσε τα έργα του μεγάλου Αβδηρίτου σε 13 τετραλογίες (52 έργα). Με βάση το διαχωρισμό αυτό επιχειρείται πιο κάτω η πιθανολόγηση του περιεχομένου των ασχολούμενων και με οικονομικά θέματα έργων.
Είναι ανάγκη να σημειωθεί εκ προοιμίου ότι ο Δημόκριτος, που αποκλήθηκε και Γελεσίνος, «διά τό γελᾶν πρός τό κενόσπουδον ταῶν ἀνθρώπων», υπήρξε ο φιλόσοφος της συμμετρίας και της ισορροπίας στο δημόσιο βίο, φιλελεύθερος και οπαδός του αποκεντρωτικού συστήματος αποφάσεων, διατύπωσε βασικές απόψεις για την οργάνωση της οικονομίας και την κατανομή των πόρων και την ιδέα της δραστηριότητας, απέδωσε δε ιδιαίτερη σημασία στην εκπαίδευση, της οποίας υπήρξε επί μακρόν λειτουργός. Οι απόψεις αυτές συνιστούν κατ’ αρχήν και τη συμβολή του στην οικονομική σκέψη.
1. Του ιδίου
«Περί γεωργίας ή γεωμετρικός» (από τα «τεχνικά»): Παράγοντες κόστους στη γεωργία
Για το έργο κάνει λόγο ο Διογένης Λαέρτιος, ο Varro, ο Columella. Η εργασία φαίνεται να ήταν περισσότερο γεωπονικής φύσης, παρά το γεγονός ότι ο Columella δέχεται όχι μόνο την τεχνική τελειότητα του Δημοκρίτου στα γεωργικά θέματα, αλλά “et enim in universa rerum natura sagacitatem” (Praef. 32).
Είναι άξιο παρατήρησης ότι και στο βιβλίο αυτό γίνεται λόγος για κόστος που προκαλείται από άσκοπες δαπάνες. Πρόκειται για δαπάνες ανέγερσης τοίχων, που ανεβάζουν το κόστος χωρίς τελική προστασία.
2. Του ιδίου
«Περί ευθυμίης»: Ο φιλελεύθερος ατομισμός
Στο Περί ευθυμίης αναπτύσσεται, όπως προκύπτει από αποσπάσματα, η ατομικιστική του αντίληψη για την κοινωνία και το φιλελευθερισμό. Υποστηρίζεται ωστόσο ότι οι πολίτες πρέπει να συμβάλλουν θετικά στην κοινωνία τους, που απαιτεί ένα νομικό σύστημα για τη διασφάλισή της.
Η θέση του Δημοκρίτου έναντι του οικονομικού πράττειν είναι φυσική συνέπεια της θέσης του για τη γένεση και λειτουργία της κοινωνίας. Η κοινωνία, κατ ’ αυτόν είναι προϊόν σύμβασης (το κοινωνικό συμβόλαιο του Rousseau) και συνδυασμός ανάγκης και λόγου. Τη συνοχή της κοινωνίας επιτυγχάνει η ομόνοια και η φιλία, ελατήριο των οποίων είναι το συμφέρον και η ομοφροσύνη (Diels-Kranz, αποσπ. 107, 186).
Ως συμφέρον νοεί ο Αβδηρίτης σοφός το κοινωνικό όφελος, που απορρέει από την επιδίωξη του ατομικού συμφέροντος. Η σκέψη αυτή είναι ουσιαστικά προτύπωση της βάσης του φιλελευθερισμού, όπως αναπτύσσεται στον Adam Smith. Προωθώντας το ατομικό συμφέρον προάγεις το κοινό. Αυτήν την αιτιολογία έχει και η ρήση του «αἰσχρόν τά ὀθνεῖα πολυπραγμονεύοντα, ἀγνοεῖν τά οἰκήϊα».
Κατά τον Wim Klever, καθηγητή του Πανεπιστημίου του Rotterdam, στην ομιλία του στο συμπόσιο των Δελφών (22-26 Σεπτ. 1994) με τον τίτλο: «Η ταυτότητα οικονομικής και πολιτικής επιστήμης κατά τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη», ο Δημόκριτος, ως φυσικός, βλέπει την οικονομία, ριζωμένη στους φυσικούς και ψυχολογικούς νόμους, να δεσπόζει στην ανθρώπινη ύπαρξη. Τα περί οικονομίας αποσπάσματα του δεν πρέπει να θεωρηθούν «υποκειμενιστικά», όπως επιχειρείται από τον Gordon και τον Spiegel. Τα φυσικά είδη έχουν όρια, τα οποία δεν μπορεί να υπερπηδηθούν χωρίς σοβαρές επιπτώσεις. Η ικανοποίηση είναι ένα πράγμα. Η άμετρη φιλαργυρία και ο άμετρος πλούτος πάνω από ένα ανθρώπινο όριο είναι άλλο πράγμα. Μολονότι, τονίζει ο Klever, είναι δύσκολο να προσδιορίσομε το όριο, το «πέρας», τούτο δεν είναι άγνωστο ούτε στον ιδιώτη ούτε στην κοινωνία. «Το όριο μεταξύ του επωφελούς και του μειονεκτήματος είναι ευχαρίστηση και απογοήτευση. Αν το μέτρο, «το μέτριον» είναι υπερβατικό, κάθε τι καταπίπτει (233). Το μέτρο εξαρτάται από δύο παράγοντες, το πράγμα που επηρεάζεται και το πράγμα που επηρεάζει. Κατά συνέπεια το οικονομικό αγαθό είναι απείρως μεταβλητό «για τον ένα αυτό για τον άλλον εκείνο» (69). Το μεγαλύτερο μέρος του μέτρου είναι προσηλωμένο στην πολιτική κοινωνία.
Βάση του διαγραφομένου στη δημοκρίτεια φιλοσοφία φιλελεύθερου κοινωνικοοικονομικού συστήματος είναι η ατομική ιδιοκτησία. Στο απόσπασμα 279 περιγράφει την ατομική ιδιοκτησία ως περισσότερο συντελεστική στην επιμελή εργασία και στη φειδώ, από την κοινοκτημοσύνη, παρά το γεγονός ότι το σύστημα αυτό είναι δυνατόν να οδηγήσει σε αντιθέσεις, που εγκυμονεί κοινωνικούς κινδύνους («φθόνος στάσιος ἀρχήν ἀπεργάζεται» (απ. 245)), γι ’ αυτό είναι αναγκαία η πολιτική άμβλυνσης των αντιθέσεων αυτών. Η άμβλυνση των αντιθέσεων πραγματοποιείται με τον κριτικό έλεγχο, με το διάλογο. Ουσιώδης προϋπόθεση του διαλόγου και κατά συνέπεια της επίτευξης της ευημερίας, της ευδαιμονίας (ευεστώ), είναι η αίσθηση του μέτρου, η προσαρμογή της ζήτησης στους υφιστάμενους πόρους και στη δυνατότητα ικανοποίησης των αναγκών, η αυτάρκεια αλλά και προ παντός η ελευθερία της ατομικής πρωτοβουλίας. Η κοινωνική πρόοδος επιτυγχάνεται με το διάλογο στη βάση αυτή και όχι με το «μή ἐθέλειν ἀκούειν» (81) των τυραννικών καθεστώτων. Προς την ίδια κατεύθυνση απαιτείται βελτίωση της σχέσης των κοινωνικών τάξεων, αλληλεγγύη: «Τό οἰκτείρειν ἔνεστι και μή ἐρήμους εἶναι καί τό ἑταίρους γίγνεσθαι καί τούς πολίτας ὁμονόους εἶναι». Η ελευθερία της ατομικής πρωτοβουλίας μάλιστα δεν είναι μόνο το μέσο για την επίτευξη των οικονομικών (και πολιτικών) σκοπών, αλλά παράλληλα και αγαθό, το οποίο εκτιμάται στην ιεραρχική κλίμακα των αγαθών ως το πρώτο:
«ἡ ἐν δημοκρατίᾳ πενίη τῆς παρά τοῖς δυνάστησι καλεσμένης εὐδαιμονίης τοσοῦτον ἐστί αἱρετώτερη, ὁκόσον ἐλευθερίη δουλείης» (251).
Η τελευταία αυτή παρατήρηση του Δημοκρίτου δίνει τη σύγχρονη αντίληψη περί κόστους, που δεν είναι μόνο η θυσία υλικών αγαθών, αλλά και αγαθών μη αποτιμητών σε χρήμα, όπως η δημοκρατία, η ελευθερία, ο χρόνος, η υγεία, το περιβάλλον κ.λπ.
Σύγχρονες απόψεις επίσης περί αναγκών, δαπανών και πλούτου αναπτύσσει ο Αβδηρίτης φιλόσοφος στο «περί ευθυμίης». Η έκταση της πενίας ή του πλούτου είναι συνάρτηση της αίσθησης των αναγκών. «Πενίη καί πλοῦτος ὀνόματα ἐνδείης καί κόρου οὔτε οὖν πλούσιος ὁ ἐνδέων οὔτε ὁ πένης ὁ μή ἐνδέων» (Diels, 283). Και «Ἦν μή πολλῶν ἐπιθυμέης, τά ὀλίγα τοι πολλά δόξει· σμικρά γάρ ὄρεξις πενίην ἰσοσθενέα πλούτω, ποιέει» (284). Επίσης «Εὐτυχής ὁ ἐπί μετρίοισι χρήμασι εὐθυμεόμενος, δυστυχής δέ ὁ ἐπί πολλοίσι δυσθυμεόμενος» (286). Κατά τον Δημόκριτο «είναι τυχερός όποιος είναι ευτυχής με μετριοπαθή μέσα» και υποστηρίζει ότι η φιλία, η γενναιοφροσύνη και η αμοιβαία βοήθεια οδηγούν στην αρμονία, στην ευημερία και στη δικαιοσύνη. Δεν ορίζει την έννοια της δικαιοσύνης, απλώς τονίζει ότι αυτή συνίσταται σ’ «αυτό που πρέπει να γίνει». Ενώ παρατηρεί ότι ο συμβιβασμός προς τις απαιτήσεις της δικαιοσύνης παρήγε ικανοποιητική κατάσταση του νου, υπεδείκνυε ότι ο νόμος ήταν ουσιώδης για την πρόληψη της αδικίας και τη βελτίωση του ανθρώπου (Freeman, Ancilla, αποσπ. 174, 215, 245, 248, 252, 256-58, 261-62, 282, 287). Επίσης, ενώ δίνει έμφαση στην αμοιβή ανάλογα με την αξία, λέγοντας ότι «αυτός έχει τη μεγαλύτερη μερίδα δικαιοσύνης, αυτός που αποδίδει τις μεγαλύτερες τιμές σ’ αυτούς που το αξίζουν περισσότερο, δεν ορίζει τη δικαιοσύνη σε σχέση προς τη διανομή ή την ανταλλαγή. Την άποψη αυτή διατυπώνει μετά ταύτα ο Ξενοφών: «Τά μέν γάρ ἐμά ἔφη, ἱκανά ἐστιν ἐμοί παρέχειν τά ἐμοί ἀρκοῦντα, εἰς δέ τό σόν σχῆμα, ὁ σύ περιβέβλησαι καί τήν σήν δόξαν, οὐδ ’ εἰ τρίς ὅσα νῦν κέκτησαι προσγένοιτό σοι, οὐδ ’ ὡ ἄ ἱανά μοι δοκεῖ εἶναι σοι». Τις ίδιες απόψεις εξέφραζαν οι πατέρες της Εκκλησίας: «Πένης μέν γάρ ἐστί ὁ πολλῶν ἐνδεής. Πολλῶν δ ’ ἡμᾶς ἐνδεεῖς ποιεῖ τό ταῆς ἐπιθυμίας ἀκόρεστον» Και «οὐκ ἐστιν πένης ὁ μηδέν ἔχων, ἀλλ’ ὁ μηδενός δεόμενος».
Η διαπίστωση ωστόσο αυτή, που συνάδει με την όλη θεωρία του περί του «μέτρου», δεν υποδηλώνει σύσταση αποθάρρυνσης της ζήτησης του πλούτου. Βεβαίως κατά τη σύγχρονη θεωρία η περιορισμένη αίσθηση αναγκών και η προτίμηση της σχόλης αντί της εργασίας οδηγεί στην καλούμενη ανάστροφο καμπύλη προσφοράς υπηρεσιών και ανάληψης κινδύνων. Μια αύξηση π.χ. της αμοιβής της εργασίας έχει μεγαλύτερες πιθανότητες να οδηγήσει σε αύξηση της κατανάλωσης ή σε περιορισμό του χρόνου εργασίας, παρά σε αύξηση της προσφοράς εργασίας.
Κατά το Δημόκριτο όμως η ζήτηση χρημάτων είναι αναγκαία και προάγει την οικονομία. Η υπέρβαση του κόρου δημιουργεί «μείζονας ἐνδείας». «Χρημάτων χρῆσις ξύν νόω μέν χρήσιμον εἰς τό ἐλευθέριον εἶναι καί δημοφιλέα, ξύν ἀνοίη δέ χορηγίη ξυνή». Προτιμά μια ισόρροπη κτήση πλούτου σε σχέση προς τις ανάγκες. «Ἡ γάρ εὐογκίη ἀσφαλέστερον τῆς μεγαλογκίης» και αυτό για την αποφυγή καταχρήσεων και υπερβολών και του μέτρου που δημιουργούν ηθικά προβλήματα. Στους αρχαίους κατά κανόνα, από ηθική άποψη, η όλη οικονομική συμπεριφορά συνίσταται στην αύξηση της ζήτησης πλούτου αλλά παράλληλα σ’ ένα εύλογο αυτοπεριορισμό του ακορέστου των αναγκών. Η στάση αυτή εξασφαλίζει την ευθυμία, δηλ. την ευημερία ή «ευεστώ». «Τήν δ’ εὐδαιμονίαν καί εὐθυμίαν καί εύεστώ καί ἁρμονίαν καί ἀταραξίαν καλεῖ».
3. Του ιδίου
«Γνῶμαι»; Κατανομή πόρων και ανταγωνισμός
Στο «Γνῶμαι» εκτίθενται οι απόψεις του για τον πλούτο και την ευδαιμονία, την καλούμενη αταραξία, ή «ευεστώ», δηλαδή την κατάσταση, κατά την οποία «γαληνῶς καί εὐσταθῶς ἡ ψυχή διάγει, ὑπό μηδενός ταραττομένη φόβου ἤ δεισιδαιμονίας ἤ άλλου τινός πάθους».
Στα δύο αυτά έργα προβάλλεται κατ’ εξοχήν ο ρόλος της ατομικής ιδιοκτησίας, και του ανταγωνισμού που θεωρείται το ισχυρότερο κίνητρο για την παραγωγική δραστηριότητα. «Το εισόδημα από την κοινή ιδιοκτησία» δίνει κατ ’ αυτόν λιγώτερη χαρά και η δαπάνη λιγώτερο πόνο. Οι ιδιωτικοί πόροι χρησιμοποιούνται με μεγαλύτερη επιμέλεια και φειδώ. Μιλώντας για τον εθισμό των παιδιών στην οικονομική πρακτική τονίζει: «ἅμα μέν γάρ φειδότεροι γίγνονται ἐς τά χρήματα, καί προθυμότεροι κτᾶσθαι καί ἀγωνίζονται ἀλλήλοισι».
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον δείχνει ο Αβδηρίτης για την οργάνωση της κατανομής των πόρων και της εργασίας για την αποτελεσματικότερη λειτουργία της οικονομίας: «χρημάτων χρῆσις ξύν νόω μέν χρήσιμον εἰς τό ἐλευθέριον εἶναι καί δημοφιλέα, ξύν ἀνοίη δέ χορηγίη ξυνή» (Στοβαίος). Ο Barry Gordon τονίζει ότι αυτό «είναι το μείζον θέμα του μηνύματος των αρχαίων Ελλήνων στα οικονομικά».
Τις απόψεις αυτές επανέλαβαν αργότερα ο Αριστοτέλης, η μεσαιωνική οικονομική θεωρία και φυσικά οι Adam Smith και Ricardo.
Στο πλαίσιο των οικονομικών θεωριών του Δημοκρίτου πρέπει να περιληφθεί η υποκειμενική θεωρία περί αξίας και οι απόψεις του για την οριακή χρησιμότητα. «Το πιο ευχάριστο αγαθό γίνεται πιο δυσάρεστο, αν δεν ισχύσει μετριοπάθεια και αυτοσυγκράτηση στη χρησιμοποίησή του».
Η βαθύτερη συμβολή του Δημοκρίτου στην προαγωγή της οικονομικής επιστήμης συνίσταται στην προαγωγή των λογικών στοιχείων που δικαιώνουν το οικονομικώς πράττειν. Το διπολικό ζεύγος της δημοκρίτειας φιλοσοφίας «είναι-γίγνεσθαι» σημαίνει στην ουσία ότι η ηθική του Δημοκρίτου δεν είναι ηθική της απραξίας (αποσπ. Β, 119), αλλ’ η δραστηριότητα συνδυαζόμενη με τη φρόνηση και την οξυδέρκεια. Ορθώς παρατηρεί η Α. Κελεσίδου ότι το γίγνεσθαι δομεί την ιδέα της δραστήριας παρουσίας στην ατομική και κοινωνική ζωή. Το γίγνεσθαι είναι η διαρκής κίνηση, που δίνει δεοντολογικό χαρακτήρα στην ανθρώπινη δράση, η οποία σταθεροποιείται με τη θέληση στα επιτεύγματα του είναι (240). «Πλείονες ἐξ ἀσκήσεως ἀγαθοί ἤ ἀπό φύσεως» (242). «Συνέσει τε καί ἐπιστήμη, ὀρθοπραγέων τίς ἀνδρεῖος καί εὐθύγνωμος γίνεται, εὐξύνετος ὀξυδερκείη καταθύνει καί νοῦς» (Β, 2, Β, 175). Το γίγνεσθαι μεταβάλλει το χαρακτήρα του ανθρώπου, όπως η «τοῦ ἤθεος εὐτροπίη» (Β 57). Δεν είναι η τύχη, αλλ’ η φρόνηση, ο λογισμός, η πράξη εκείνη που δίδει λύσεις: «ἄνθρωποι τύχης εἴδωλον ἐπλάσσαντο, πρόφασιν ἰδίης ἀβουλίης, βαιά γάρ φρονήσει τύχη μάχεται, τά δέ πλεῖστα ἐν βίω εὐξύνετος ὀξυδερκείη κατιθύνει καί νοῦς». Από την άποψη αυτή έχει γι’ αυτόν μεγάλη πρακτική σημασία η πολιτική (συνεπώς η έλλογη κατεύθυνση των ανθρωπίνων πράξεων στην ικανοποίηση αναγκών): «τήν πολιτικήν τέχνην μεγίστην οὖσαν ἐκδιδάσκεσθαι καί τούς πόνους διώκειν, ἀφ’ ὧν τά μεγάλα καί λαμπρά γίνονται τοῖς ἀνθρώποις» (157).
Στο πλαίσιο της ενεργού αυτής πολιτικής στάσης, η ανθρώπινη αυτοβουλία, η ελευθερία της βούλησης γίνεται το κίνητρο και ο άνθρωπος προωθεί την εξέλιξή του. «Ψυχή οἰκητήριον δαίμονος». Αυτήν την έννοια έχει η «αθαμβία», δηλαδή η ενεργός αντιμετώπιση των πραγμάτων με τη διδασκαλία του λόγου ως πειθούς και τη συνήθεια, που διαμορφώνει το ήθος. Προς το σκοπό αυτό η ανθρώπινη δραστηριότητα πρέπει να στρέφεται και στον ιδιωτικό και στο δημόσιο τομέα. «Εἰ ἀμελέοι τις τῶν δημοσίων, κακῶς ἀκούειν γίγνεται» (253).
Το όριο των επιδιώξεων, το μέτρο, συνίσταται στο ότι προς την κατεύθυνση αυτή δεν πρέπει να υπερβαίνομε το πρέπον και το πρέπον αυτό είναι να μη προβαίνει η συνείδηση σε υπέρβαση των δυνατοτήτων της. Έτσι επιτυγχάνεται η ισορροπία. Άξιο σημείωσης είναι ακόμη ότι για την επίτευξη αυτή του μέτρου, το οποίο τελικά οδηγεί στην ευεστώ, στην ευθυμία, στην ευτυχία, είναι απαραίτητη η αίσθηση της φειδούς και της ανεπάρκειας αγαθών, και η πραγματοποίηση της δαπάνης στον εύλογο χρόνο καθώς και η επέμβαση για τις αποφάσεις αυτές του «αγαθού», εν προκειμένω του ικανού.
Είναι αξιόλογο ίσως ότι ο φιλόσοφος των Αβδήρων πέρασε τη φιλοσοφία από το «μακρό κόσμο» στο «μικρό κόσμο» και έτσι στον άνθρωπο και στη δυναμική ηθική ανθρωπολογία, δηλαδή στο δυναμικό ρόλο του ανθρώπου στη σχέση του με τα πράγματα με τη διδαχή ή τη συνήθεια ή τον ορθό χειρισμό τους για την πολιτική, ηθική και οικονομική βελτίωση της ζωής του. Για την άσκηση ορθής πολιτικής, συνεπώς και οικονομικής, γράφει:
«Πόλις εὖ ἀγομένη μεγίστη ὄρθωσίς ἐστι,
καί ἐν τούτω πάντα ἔνι,
καί τούτου σωιζομένου πάντα σωίζεται
καί τούτου διαφθειρομένου πάντα διαφθείρεται».
Διαπίστωσε ακόμη και τη μεταμόρφωση του κόσμου (τον ρυσμό) από την τεχνική. Για το ρόλο αυτόν της τεχνικής, τον οποίο ανήγαγαν εις πρώτο κινούν τον κόσμο παράγοντα ο Marx και ο Engels, ο Δημόκριτος γράφει (Β 172, Β 173): «ἀφ’ ὧν ἡμῖν τά ἀγαθά γίγνεται, ἀπό τῶν αὐτῶν τούτων καί τά κακά ἐπανευρισκοίμεθ’ ἄν, τῶν δέ κακῶν ἐκτός εἴημεν… ἀνθρώποισι κακά ἐξ ἀγαθῶν φύεται, ἐπήν τίς τ’ ἀγαθά μή πιστῆται ποδηγετείν, μηδέ ὀχεῖν εὐπόρως».
4. Του ιδίου
«Μικρός διάκοσμος»: Ιδέες για τα στάδια ανάπτυξης
Γράφηκε περί το 430 π.Χ.
Πρόκειται για την πορεία του ανθρώπου από την προανθρώπινη στην ανθρώπινη περίοδο και τον πολιτισμό. (Οι απόψεις εκτίθενται στο κεφάλαιο «Περί σταδίων ανάπτυξης» του 2ου τόμου).
G. VJastos, “Ethics and Physics in Democritus”, στο D. Furley – R.E. Allen (ed.), Studies in Presocratic Philosophy, Vol. I