Γιατί είναι παράνομη η πρόταση του Κτησιφώντα
[9] Περὶ μὲν οὖν τῆς ὅλης κατηγορίας μετρίως μοι ἐλπίζω προειρῆσθαι· περὶ δὲ αὐτῶν τῶν νόμων οἳ κεῖνται περὶ τῶν ὑπευθύνων, παρ᾽ οὓς τὸ ψήφισμα τυγχάνει γεγραφὼς Κτησιφῶν, διὰ βραχέων εἰπεῖν βούλομαι. Ἐν γὰρ τοῖς ἔμπροσθεν χρόνοις ἄρχοντές τινες τὰς μεγίστας ἀρχὰς καὶ τὰς προσόδους διοικοῦντες, καὶ δωροδοκοῦντες περὶ ἕκαστα τούτων, προσλαμβάνοντες τούς τε ἐκ τοῦ βουλευτηρίου ῥήτορας καὶ τοὺς ἐκ τοῦ δήμου, πόρρωθεν προκατελάμβανον τὰς εὐθύνας ἐπαίνοις καὶ κηρύγμασιν, ὥστ᾽ ἐν ταῖς εὐθύναις τῶν ἀρχῶν εἰς τὴν μεγίστην μὲν ἀπορίαν ἀφικνεῖσθαι τοὺς κατηγόρους, πολὺ δὲ ἔτι μᾶλλον τοὺς δικαστάς.
[10] Πολλοὶ γὰρ πάνυ τῶν ὑπευθύνων, ἐπ᾽ αὐτοφώρῳ κλέπται τῶν δημοσίων χρημάτων ὄντες ἐξελεγχόμενοι, διεφύγγανον ἐκ τῶν δικαστηρίων, εἰκότως· ᾐσχύνοντο γὰρ οἶμαι οἱ δικασταί, εἰ φανήσεται ὁ αὐτὸς ἀνὴρ ἐν τῇ αὐτῇ πόλει, τυχὸν δὲ καὶ ἐν τῷ αὐτῷ ἐνιαυτῷ, πρώην μέν ποτε ἀναγορευόμενος ἐν τοῖς ἀγῶσιν ὅτι στεφανοῦται ἀρετῆς ἕνεκα καὶ δικαιοσύνης ὑπὸ τοῦ δήμου χρυσῷ στεφάνῳ, ὁ δὲ αὐτὸς ἀνὴρ μικρὸν ἐπισχὼν ἔξεισιν ἐκ τοῦ δικαστηρίου κλοπῆς ἕνεκα τὰς εὐθύνας ὠφληκώς· ὥστε ἠναγκάζοντο τὴν ψῆφον φέρειν οἱ δικασταὶ οὐ περὶ τοῦ παρόντος ἀδικήματος, ἀλλ᾽ ὑπὲρ τῆς αἰσχύνης τοῦ δήμου.
[11] Κατιδὼν δέ τις ταῦτα νομοθέτης τίθησι νόμον καὶ μάλα καλῶς ἔχοντα, τὸν διαρρήδην ἀπαγορεύοντα τοὺς ὑπευθύνους μὴ στεφανοῦν. Καὶ ταῦτα οὕτως εὖ προκατειληφότος τοῦ νομοθέτου, εὕρηνται κρείττονες λόγοι τῶν νόμων, οὓς εἰ μή τις ὑμῖν ἐρεῖ, λήσετε ἐξαπατηθέντες. Τούτων γάρ τινες τῶν τοὺς ὑπευθύνους στεφανούντων παρὰ τοὺς νόμους οἱ μὲν φύσει μέτριοί εἰσιν, εἰ δή τις ἐστὶ μέτριος τῶν τὰ παράνομα γραφόντων, ἀλλ᾽ οὖν προβάλλονταί γε τι πρὸ τῆς αἰσχύνης. Προσεγγράφουσι γὰρ πρὸς τὰ ψηφίσματα στεφανοῦν τὸν ὑπεύθυνον, ἐπειδὰν λόγον καὶ εὐθύνας τῆς ἀρχῆς δῷ.
[12] Καὶ ἡ μὲν πόλις τὸ ἴσον ἀδίκημα ἀδικεῖται· προκαταλαμβάνονται γὰρ ἐπαίνοις καὶ στεφάνοις αἱ εὔθυναι· ὁ δὲ τὸ ψήφισμα γράφων ἐνδείκνυται τοῖς ἀκούουσιν ὅτι γέγραφε μὲν παράνομα, αἰσχύνεται δὲ ἐφ᾽ οἷς ἡμάρτηκε. Κτησιφῶν δέ, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι ὑπερπηδήσας τὸν νόμον τὸν περὶ τῶν ὑπευθύνων κείμενον, καὶ τὴν πρόφασιν ἣν ἐγὼ ἀρτίως προεῖπον ὑμῖν ἀνελών, πρὶν λόγον πρὶν εὐθύνας δοῦναι γέγραφε μεταξὺ Δημοσθένην ἄρχοντα στεφανοῦν.
[13] Λέξουσι δέ, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, καὶ ἕτερόν τινα λόγον ὑπεναντίον τῷ ἀρτίως εἰρημένῳ, ὡς ἄρα, ὅσα τις αἱρετὸς ὢν πράττει κατὰ ψήφισμα, οὐκ ἔστι ταῦτα ἀρχή, ἀλλ᾽ ἐπιμέλειά τις καὶ διακονία· ἀρχὰς δὲ φήσουσιν ἐκείνας εἶναι ἃς οἱ θεσμοθέται ἀποκληροῦσιν ἐν τῷ Θησείῳ, κἀκείνας ἃς ὁ δῆμος εἴωθε χειροτονεῖν ἐν ἀρχαιρεσίαις, στρατηγοὺς καὶ ἱππάρχους καὶ τὰς μετὰ τούτων ἀρχάς, τὰ δ᾽ ἄλλα πάντα πραγματείας προστεταγμένας κατὰ ψήφισμα.
[14] Ἐγὼ δὲ πρὸς τοὺς λόγους τοὺς τούτων νόμον ὑμέτερον παρέξομαι ὃν ὑμεῖς ἐνομοθετήσατε λύσειν ἡγούμενοι τὰς τοιαύτας προφάσεις, ἐν ᾧ διαρρήδην γέγραπται, «τὰς χειροτονητάς» φησιν «ἀρχάς», ἁπάσας ἑνὶ περιλαβὼν ὀνόματι ὁ νομοθέτης, καὶ προσειπὼν ἁπάσας ἀρχὰς εἶναι ἃς ὁ δῆμος χειροτονεῖ, «καὶ τοὺς ἐπιστάτας» φησὶ «τῶν δημοσίων ἔργων.» Ἔστι δὲ ὁ Δημοσθένης τειχοποιὸς, ἐπιστάτης τοῦ μεγίστου τῶν ἔργων· «καὶ πάντας ὅσοι διαχειρίζουσί τι τῶν τῆς πόλεως πλέον ἢ τριάκονθ᾽ ἡμέρας, καὶ ὅσοι λαμβάνουσιν ἡγεμονίας δικαστηρίων·» οἱ δὲ τῶν ἔργων ἐπιστάται πάντες ἡγεμονίᾳ χρῶνται δικαστηρίου· τί τούτους κελεύει ποιεῖν;
[15] οὐ διακονεῖν, ἀλλ᾽ «ἄρχειν δοκιμασθέντας ἐν τῷ δικαστηρίῳ», ἐπειδὴ καὶ αἱ κληρωταὶ ἀρχαὶ οὐκ ἀδοκίμαστοι, ἀλλὰ δοκιμασθεῖσαι ἄρχουσι, «καὶ λόγον καὶ εὐθύνας ἐγγράφειν πρὸς τοὺς λογιστάς», καθάπερ καὶ τὰς ἄλλας ἀρχὰς κελεύει. Ὅτι δὲ ἀληθῆ λέγω, τοὺς νόμους αὐτοὺς ὑμῖν ἀναγνώσεται.
ΝΟΜΟΙ
[16] Ὅταν τοίνυν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ἃς ὁ νομοθέτης ἀρχὰς ὀνομάζει, οὗτοι προσαγορεύωσι πραγματείας καὶ ἐπιμελείας, ὑμέτερον ἔργον ἐστὶν ἀπομνημονεύειν καὶ ἀντιτάττειν τὸν νόμον πρὸς τὴν τούτων ἀναίδειαν, καὶ ὑποβάλλειν αὐτοῖς ὅτι οὐ προσδέχεσθε κακοῦργον σοφιστὴν οἰόμενον ῥήμασι τοὺς νόμους ἀναιρήσειν, ἀλλ᾽ ὅσῳ ἄν τις ἄμεινον λέγῃ παράνομα γεγραφώς, τοσούτῳ μείζονος ὀργῆς τεύξεται. Χρὴ γάρ, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, τὸ αὐτὸ φθέγγεσθαι τὸν ῥήτορα καὶ τὸν νόμον· ὅταν δὲ ἑτέραν μὲν φωνὴν ἀφιῇ ὁ νόμος, ἑτέραν δὲ ὁ ῥήτωρ, τῷ τοῦ νόμου δικαίῳ χρὴ διδόναι τὴν ψῆφον, οὐ τῇ τοῦ λέγοντος ἀναισχυντίᾳ.
***
[9] Ελπίζω λοιπόν ότι τα όσα έχω πει είναι μέσα στα μέτρα στήριξης της κατηγορίας στο σύνολό της. Σε ό,τι αφορά όμως στην ισχύουσα νομοθεσία για την απόδοση ευθυνών, που έχει παραβιάσει ο Κτησιφών με το ψήφισμά του, επιθυμώ να πω λίγα λόγια. Σε παλαιότερες λοιπόν εποχές κάποιοι ανώτατοι άρχοντες που διαχειρίζονταν τα δημόσια έσοδα, ενώ χρηματίζονταν σε καθεμιά από αυτές τις υπηρεσίες, καθώς προσλάμβαναν τους ρήτορες της Βουλής και της Εκκλησίας του Δήμου, κατόρθωναν να εξασφαλίσουν με επαίνους και με τιμητικά ψηφίσματα ευνοϊκές προϋποθέσεις για τη λογοδοσία τους πολύ πριν λήξει ο χρόνος της αρχής που διαχειρίζονταν. Το αποτέλεσμα ήταν την ημέρα της λογοδοσίας των αρχόντων οι κατήγοροι, και πολύ περισσότερο ακόμη οι δικαστές, να περιέρχονται σε πολύ δύσκολη θέση.
[10] Για παράδειγμα, πάρα πολλοί από τους υπόχρεους σε λογοδοσία, αν και συλλαμβάνονταν επ᾽ αυτοφώρω να καταχρώνται τα χρήματα του δημοσίου, διέφευγαν από την καταδίκη των δικαστηρίων· και δικαιολογημένα. Γιατί οι δικαστές ντρέπονταν, υποθέτω, ο ίδιος άνθρωπος, στην ίδια πόλη, ίσως και στον ίδιο χρόνο, να φανεί ότι τη μιαν ημέρα ανακοινώνεται δημόσια στο θέατρο ότι στεφανώνεται από τον λαό με χρυσό στεφάνι για την αρετή και τη δικαιοσύνη του, και λίγο αργότερα ο ίδιος αυτός να βγαίνει από το δικαστήριο καταδικασμένος για κατάχρηση δημόσιου χρήματος. Γι᾽ αυτό αναγκάζονταν οι δικαστές να αποφασίζουν όχι για το αδίκημα που εκδίκαζαν εκείνη τη στιγμή, αλλά για να σώσουν την αξιοπρέπεια του λαού.
[11] Αυτό όμως το τραγελαφικό έπεσε στην αντίληψη κάποιου νομοθέτη, που θέσπισε νόμο, και μάλιστα πολύ σωστό, που απαγορεύει αυστηρά να στεφανώνονται οι υπόχρεοι σε λογοδοσία. Ωστόσο, παρά τη σοφή πρόνοια του νομοθέτη, έχουν επινοηθεί δικαιολογίες για καταστρατήγηση του νόμου, που, αν δεν σας τις αποκαλύψει κάποιος, θα εξαπατηθείτε χωρίς να το καταλάβετε. Γιατί μεταξύ αυτών που προτείνουν παρά τους νόμους να στεφανώνονται άρχοντες υπόχρεοι σε λογοδοσία, υπάρχουν κάποιοι που είναι από τη φύση τους μετριοπαθείς, αν βέβαια μπορεί να είναι μετριοπαθής κάποιος που προτείνει παράνομα ψηφίσματα. Αλλά αυτοί κάνουν τουλάχιστον μια προσπάθεια να σκεπάσουν κάπως τη ντροπή τους· προσθέτουν δηλαδή στα ψηφίσματά τους να στεφανώνεται ο υπόχρεος σε λογοδοσία «αφού προηγουμένως λογοδοτήσει και ελεγχθεί για τη διαχείριση του αξιώματός του.»
[12] Αλλά και με τον τρόπο αυτόν η ζημιά που υφίσταται η πόλη είναι η ίδια, αφού κατά τη λογοδοσία υπάρχει ήδη προκατάληψη με τους επαίνους και τα στεφάνια, ενώ ο εισηγούμενος το ψήφισμα δεν κρύβει από τους ακροατές του ότι έχει κάνει παράνομες προτάσεις, αλλ᾽ ότι ντρέπεται για τα σφάλματά του. Ο Κτησιφών όμως, Αθηναίοι, καταπατώντας την ισχύουσα νομοθεσία για τους υπόχρεους σε λογοδοσία και χωρίς να προσθέσει στο ψήφισμά του την προϋπόθεση που μόλις προ ολίγου ανέφερα, έχει προτείνει να στεφανωθεί ο Δημοσθένης πριν λογοδοτήσει, πριν ελεγχθεί, ενώ διατηρούσε ακόμη το δημόσιο αξίωμά του.
[13] Για να αντικρούσουν, Αθηναίοι, όσα έχω πει πριν από λίγο, θα επικαλεστούν και ένα άλλο επιχείρημα· θα ισχυριστούν δηλαδή ότι τάχα όσα κάνει κάποιος εκλεγμένος σύμφωνα με ψήφισμα, αυτά δε συνιστούν δημόσιο λειτούργημα αλλά μιαν επιστασία και προσφορά υπηρεσίας. Θα υποστηρίξουν ότι δημόσιες αρχές είναι εκείνες που βγάζουν με κλήρο οι θεσμοθέτες στο Θησείο και εκείνες που ο λαός είθισται να εκλέγει με χειροτονία σε αρχαιρεσίες των αρχόντων, όπως για παράδειγμα κατά την εκλογή των στρατηγών, των ιππάρχων και των άλλων αρχών· όλα τα άλλα είναι επιστασίες που έχουν ανατεθεί κάθε φορά με ψήφισμα.
[14] Στα επιχειρήματά τους θα απαντήσω εγώ με δικό σας νόμο, που εσείς νομοθετήσατε, επειδή νομίζατε ότι θα βάζατε τέρμα σε παρόμοιες δικαιολογίες. Στον νόμο αυτό ρητά έχει αναγραφεί «οι αρχές που δίνονται με χειροτονία». Με μια φράση συμπεριέλαβε ο νομοθέτης όλα τα δημόσια λειτουργήματα και προσθέτει ότι Αρχές είναι όλες εκείνες που ο λαός εκλέγει με χειροτονία· ακόμη, λέει, και «οι επιστάτες των δημοσίων έργων» και ο Δημοσθένης είναι επιμελητής της κατασκευής των τειχών, επιστάτης του πιο σημαντικού από τα δημόσια έργα. Και συνεχίζει ο νόμος: «και όλοι όσοι διαχειρίζονται κάποια δημόσια υπηρεσία περισσότερο από τριάντα ημέρες και όσοι αναλαμβάνουν την προεδρία των δικαστηρίων». Οι επιστάτες όμως των δημοσίων έργων έχουν όλοι και την προεδρία των δικαστηρίων.
[15] Τι ορίζει ο νόμος να κάνουν αυτοί; Όχι να είναι απλοί υπάλληλοι, αλλά «να ασκούν εξουσία, αφού πρώτα δοκιμαστούν στο δικαστήριο», διότι, ακόμη και οι Αρχές που εκλέγονται με κλήρο, δεν εγκαθίστανται χωρίς να δοκιμαστούν, αλλά εφόσον υποστούν τη νόμιμη δοκιμασία, και «να λογοδοτούν εγγράφως στους λογιστές για τις πράξεις και την οικονομική διαχείριση», όπως ακριβώς ορίζει ο νόμος και για τις άλλες γενικά Αρχές. Και για την αλήθεια των όσων λέω, θα σας διαβάσει ο γραμματέας τους ίδιους τους νόμους.
ΝΟΜΟΙ
[16] Όταν λοιπόν, Αθηναίοι, όσα ο νομοθέτης ονομάζει Αρχές αυτοί τα χαρακτηρίζουν υπηρεσίες και επιστασίες, δικό σας έργο είναι να θυμηθείτε τον νόμο και να τον αντιτάσσετε στην αναίδειά τους. Δικό σας έργο επίσης είναι να τους δώσετε να καταλάβουν ότι δεν ανέχεστε έναν πανούργο σοφιστή να πιστεύει πως μπορεί με τη ρητορική του ικανότητα να πετύχει την ανατροπή των νόμων, αλλά ότι, όσο καλύτερα αγορεύει όποιος έχει προτείνει παράνομα ψηφίσματα, τόσο μεγαλύτερη οργή θα αντιμετωπίσει εκ μέρους σας. Ο ρήτορας και ο νόμος πρέπει να λένε τα ίδια, Αθηναίοι· όταν όμως συμβεί άλλα να λέει ο νόμος και άλλα ο ρήτορας, τότε πρέπει η ψήφος να δίνεται στο δίκαιο του νόμου, όχι στην αδιαντροπιά του ρήτορα.
[9] Περὶ μὲν οὖν τῆς ὅλης κατηγορίας μετρίως μοι ἐλπίζω προειρῆσθαι· περὶ δὲ αὐτῶν τῶν νόμων οἳ κεῖνται περὶ τῶν ὑπευθύνων, παρ᾽ οὓς τὸ ψήφισμα τυγχάνει γεγραφὼς Κτησιφῶν, διὰ βραχέων εἰπεῖν βούλομαι. Ἐν γὰρ τοῖς ἔμπροσθεν χρόνοις ἄρχοντές τινες τὰς μεγίστας ἀρχὰς καὶ τὰς προσόδους διοικοῦντες, καὶ δωροδοκοῦντες περὶ ἕκαστα τούτων, προσλαμβάνοντες τούς τε ἐκ τοῦ βουλευτηρίου ῥήτορας καὶ τοὺς ἐκ τοῦ δήμου, πόρρωθεν προκατελάμβανον τὰς εὐθύνας ἐπαίνοις καὶ κηρύγμασιν, ὥστ᾽ ἐν ταῖς εὐθύναις τῶν ἀρχῶν εἰς τὴν μεγίστην μὲν ἀπορίαν ἀφικνεῖσθαι τοὺς κατηγόρους, πολὺ δὲ ἔτι μᾶλλον τοὺς δικαστάς.
[10] Πολλοὶ γὰρ πάνυ τῶν ὑπευθύνων, ἐπ᾽ αὐτοφώρῳ κλέπται τῶν δημοσίων χρημάτων ὄντες ἐξελεγχόμενοι, διεφύγγανον ἐκ τῶν δικαστηρίων, εἰκότως· ᾐσχύνοντο γὰρ οἶμαι οἱ δικασταί, εἰ φανήσεται ὁ αὐτὸς ἀνὴρ ἐν τῇ αὐτῇ πόλει, τυχὸν δὲ καὶ ἐν τῷ αὐτῷ ἐνιαυτῷ, πρώην μέν ποτε ἀναγορευόμενος ἐν τοῖς ἀγῶσιν ὅτι στεφανοῦται ἀρετῆς ἕνεκα καὶ δικαιοσύνης ὑπὸ τοῦ δήμου χρυσῷ στεφάνῳ, ὁ δὲ αὐτὸς ἀνὴρ μικρὸν ἐπισχὼν ἔξεισιν ἐκ τοῦ δικαστηρίου κλοπῆς ἕνεκα τὰς εὐθύνας ὠφληκώς· ὥστε ἠναγκάζοντο τὴν ψῆφον φέρειν οἱ δικασταὶ οὐ περὶ τοῦ παρόντος ἀδικήματος, ἀλλ᾽ ὑπὲρ τῆς αἰσχύνης τοῦ δήμου.
[11] Κατιδὼν δέ τις ταῦτα νομοθέτης τίθησι νόμον καὶ μάλα καλῶς ἔχοντα, τὸν διαρρήδην ἀπαγορεύοντα τοὺς ὑπευθύνους μὴ στεφανοῦν. Καὶ ταῦτα οὕτως εὖ προκατειληφότος τοῦ νομοθέτου, εὕρηνται κρείττονες λόγοι τῶν νόμων, οὓς εἰ μή τις ὑμῖν ἐρεῖ, λήσετε ἐξαπατηθέντες. Τούτων γάρ τινες τῶν τοὺς ὑπευθύνους στεφανούντων παρὰ τοὺς νόμους οἱ μὲν φύσει μέτριοί εἰσιν, εἰ δή τις ἐστὶ μέτριος τῶν τὰ παράνομα γραφόντων, ἀλλ᾽ οὖν προβάλλονταί γε τι πρὸ τῆς αἰσχύνης. Προσεγγράφουσι γὰρ πρὸς τὰ ψηφίσματα στεφανοῦν τὸν ὑπεύθυνον, ἐπειδὰν λόγον καὶ εὐθύνας τῆς ἀρχῆς δῷ.
[12] Καὶ ἡ μὲν πόλις τὸ ἴσον ἀδίκημα ἀδικεῖται· προκαταλαμβάνονται γὰρ ἐπαίνοις καὶ στεφάνοις αἱ εὔθυναι· ὁ δὲ τὸ ψήφισμα γράφων ἐνδείκνυται τοῖς ἀκούουσιν ὅτι γέγραφε μὲν παράνομα, αἰσχύνεται δὲ ἐφ᾽ οἷς ἡμάρτηκε. Κτησιφῶν δέ, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι ὑπερπηδήσας τὸν νόμον τὸν περὶ τῶν ὑπευθύνων κείμενον, καὶ τὴν πρόφασιν ἣν ἐγὼ ἀρτίως προεῖπον ὑμῖν ἀνελών, πρὶν λόγον πρὶν εὐθύνας δοῦναι γέγραφε μεταξὺ Δημοσθένην ἄρχοντα στεφανοῦν.
[13] Λέξουσι δέ, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, καὶ ἕτερόν τινα λόγον ὑπεναντίον τῷ ἀρτίως εἰρημένῳ, ὡς ἄρα, ὅσα τις αἱρετὸς ὢν πράττει κατὰ ψήφισμα, οὐκ ἔστι ταῦτα ἀρχή, ἀλλ᾽ ἐπιμέλειά τις καὶ διακονία· ἀρχὰς δὲ φήσουσιν ἐκείνας εἶναι ἃς οἱ θεσμοθέται ἀποκληροῦσιν ἐν τῷ Θησείῳ, κἀκείνας ἃς ὁ δῆμος εἴωθε χειροτονεῖν ἐν ἀρχαιρεσίαις, στρατηγοὺς καὶ ἱππάρχους καὶ τὰς μετὰ τούτων ἀρχάς, τὰ δ᾽ ἄλλα πάντα πραγματείας προστεταγμένας κατὰ ψήφισμα.
[14] Ἐγὼ δὲ πρὸς τοὺς λόγους τοὺς τούτων νόμον ὑμέτερον παρέξομαι ὃν ὑμεῖς ἐνομοθετήσατε λύσειν ἡγούμενοι τὰς τοιαύτας προφάσεις, ἐν ᾧ διαρρήδην γέγραπται, «τὰς χειροτονητάς» φησιν «ἀρχάς», ἁπάσας ἑνὶ περιλαβὼν ὀνόματι ὁ νομοθέτης, καὶ προσειπὼν ἁπάσας ἀρχὰς εἶναι ἃς ὁ δῆμος χειροτονεῖ, «καὶ τοὺς ἐπιστάτας» φησὶ «τῶν δημοσίων ἔργων.» Ἔστι δὲ ὁ Δημοσθένης τειχοποιὸς, ἐπιστάτης τοῦ μεγίστου τῶν ἔργων· «καὶ πάντας ὅσοι διαχειρίζουσί τι τῶν τῆς πόλεως πλέον ἢ τριάκονθ᾽ ἡμέρας, καὶ ὅσοι λαμβάνουσιν ἡγεμονίας δικαστηρίων·» οἱ δὲ τῶν ἔργων ἐπιστάται πάντες ἡγεμονίᾳ χρῶνται δικαστηρίου· τί τούτους κελεύει ποιεῖν;
[15] οὐ διακονεῖν, ἀλλ᾽ «ἄρχειν δοκιμασθέντας ἐν τῷ δικαστηρίῳ», ἐπειδὴ καὶ αἱ κληρωταὶ ἀρχαὶ οὐκ ἀδοκίμαστοι, ἀλλὰ δοκιμασθεῖσαι ἄρχουσι, «καὶ λόγον καὶ εὐθύνας ἐγγράφειν πρὸς τοὺς λογιστάς», καθάπερ καὶ τὰς ἄλλας ἀρχὰς κελεύει. Ὅτι δὲ ἀληθῆ λέγω, τοὺς νόμους αὐτοὺς ὑμῖν ἀναγνώσεται.
ΝΟΜΟΙ
[16] Ὅταν τοίνυν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ἃς ὁ νομοθέτης ἀρχὰς ὀνομάζει, οὗτοι προσαγορεύωσι πραγματείας καὶ ἐπιμελείας, ὑμέτερον ἔργον ἐστὶν ἀπομνημονεύειν καὶ ἀντιτάττειν τὸν νόμον πρὸς τὴν τούτων ἀναίδειαν, καὶ ὑποβάλλειν αὐτοῖς ὅτι οὐ προσδέχεσθε κακοῦργον σοφιστὴν οἰόμενον ῥήμασι τοὺς νόμους ἀναιρήσειν, ἀλλ᾽ ὅσῳ ἄν τις ἄμεινον λέγῃ παράνομα γεγραφώς, τοσούτῳ μείζονος ὀργῆς τεύξεται. Χρὴ γάρ, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, τὸ αὐτὸ φθέγγεσθαι τὸν ῥήτορα καὶ τὸν νόμον· ὅταν δὲ ἑτέραν μὲν φωνὴν ἀφιῇ ὁ νόμος, ἑτέραν δὲ ὁ ῥήτωρ, τῷ τοῦ νόμου δικαίῳ χρὴ διδόναι τὴν ψῆφον, οὐ τῇ τοῦ λέγοντος ἀναισχυντίᾳ.
***
[9] Ελπίζω λοιπόν ότι τα όσα έχω πει είναι μέσα στα μέτρα στήριξης της κατηγορίας στο σύνολό της. Σε ό,τι αφορά όμως στην ισχύουσα νομοθεσία για την απόδοση ευθυνών, που έχει παραβιάσει ο Κτησιφών με το ψήφισμά του, επιθυμώ να πω λίγα λόγια. Σε παλαιότερες λοιπόν εποχές κάποιοι ανώτατοι άρχοντες που διαχειρίζονταν τα δημόσια έσοδα, ενώ χρηματίζονταν σε καθεμιά από αυτές τις υπηρεσίες, καθώς προσλάμβαναν τους ρήτορες της Βουλής και της Εκκλησίας του Δήμου, κατόρθωναν να εξασφαλίσουν με επαίνους και με τιμητικά ψηφίσματα ευνοϊκές προϋποθέσεις για τη λογοδοσία τους πολύ πριν λήξει ο χρόνος της αρχής που διαχειρίζονταν. Το αποτέλεσμα ήταν την ημέρα της λογοδοσίας των αρχόντων οι κατήγοροι, και πολύ περισσότερο ακόμη οι δικαστές, να περιέρχονται σε πολύ δύσκολη θέση.
[10] Για παράδειγμα, πάρα πολλοί από τους υπόχρεους σε λογοδοσία, αν και συλλαμβάνονταν επ᾽ αυτοφώρω να καταχρώνται τα χρήματα του δημοσίου, διέφευγαν από την καταδίκη των δικαστηρίων· και δικαιολογημένα. Γιατί οι δικαστές ντρέπονταν, υποθέτω, ο ίδιος άνθρωπος, στην ίδια πόλη, ίσως και στον ίδιο χρόνο, να φανεί ότι τη μιαν ημέρα ανακοινώνεται δημόσια στο θέατρο ότι στεφανώνεται από τον λαό με χρυσό στεφάνι για την αρετή και τη δικαιοσύνη του, και λίγο αργότερα ο ίδιος αυτός να βγαίνει από το δικαστήριο καταδικασμένος για κατάχρηση δημόσιου χρήματος. Γι᾽ αυτό αναγκάζονταν οι δικαστές να αποφασίζουν όχι για το αδίκημα που εκδίκαζαν εκείνη τη στιγμή, αλλά για να σώσουν την αξιοπρέπεια του λαού.
[11] Αυτό όμως το τραγελαφικό έπεσε στην αντίληψη κάποιου νομοθέτη, που θέσπισε νόμο, και μάλιστα πολύ σωστό, που απαγορεύει αυστηρά να στεφανώνονται οι υπόχρεοι σε λογοδοσία. Ωστόσο, παρά τη σοφή πρόνοια του νομοθέτη, έχουν επινοηθεί δικαιολογίες για καταστρατήγηση του νόμου, που, αν δεν σας τις αποκαλύψει κάποιος, θα εξαπατηθείτε χωρίς να το καταλάβετε. Γιατί μεταξύ αυτών που προτείνουν παρά τους νόμους να στεφανώνονται άρχοντες υπόχρεοι σε λογοδοσία, υπάρχουν κάποιοι που είναι από τη φύση τους μετριοπαθείς, αν βέβαια μπορεί να είναι μετριοπαθής κάποιος που προτείνει παράνομα ψηφίσματα. Αλλά αυτοί κάνουν τουλάχιστον μια προσπάθεια να σκεπάσουν κάπως τη ντροπή τους· προσθέτουν δηλαδή στα ψηφίσματά τους να στεφανώνεται ο υπόχρεος σε λογοδοσία «αφού προηγουμένως λογοδοτήσει και ελεγχθεί για τη διαχείριση του αξιώματός του.»
[12] Αλλά και με τον τρόπο αυτόν η ζημιά που υφίσταται η πόλη είναι η ίδια, αφού κατά τη λογοδοσία υπάρχει ήδη προκατάληψη με τους επαίνους και τα στεφάνια, ενώ ο εισηγούμενος το ψήφισμα δεν κρύβει από τους ακροατές του ότι έχει κάνει παράνομες προτάσεις, αλλ᾽ ότι ντρέπεται για τα σφάλματά του. Ο Κτησιφών όμως, Αθηναίοι, καταπατώντας την ισχύουσα νομοθεσία για τους υπόχρεους σε λογοδοσία και χωρίς να προσθέσει στο ψήφισμά του την προϋπόθεση που μόλις προ ολίγου ανέφερα, έχει προτείνει να στεφανωθεί ο Δημοσθένης πριν λογοδοτήσει, πριν ελεγχθεί, ενώ διατηρούσε ακόμη το δημόσιο αξίωμά του.
[13] Για να αντικρούσουν, Αθηναίοι, όσα έχω πει πριν από λίγο, θα επικαλεστούν και ένα άλλο επιχείρημα· θα ισχυριστούν δηλαδή ότι τάχα όσα κάνει κάποιος εκλεγμένος σύμφωνα με ψήφισμα, αυτά δε συνιστούν δημόσιο λειτούργημα αλλά μιαν επιστασία και προσφορά υπηρεσίας. Θα υποστηρίξουν ότι δημόσιες αρχές είναι εκείνες που βγάζουν με κλήρο οι θεσμοθέτες στο Θησείο και εκείνες που ο λαός είθισται να εκλέγει με χειροτονία σε αρχαιρεσίες των αρχόντων, όπως για παράδειγμα κατά την εκλογή των στρατηγών, των ιππάρχων και των άλλων αρχών· όλα τα άλλα είναι επιστασίες που έχουν ανατεθεί κάθε φορά με ψήφισμα.
[14] Στα επιχειρήματά τους θα απαντήσω εγώ με δικό σας νόμο, που εσείς νομοθετήσατε, επειδή νομίζατε ότι θα βάζατε τέρμα σε παρόμοιες δικαιολογίες. Στον νόμο αυτό ρητά έχει αναγραφεί «οι αρχές που δίνονται με χειροτονία». Με μια φράση συμπεριέλαβε ο νομοθέτης όλα τα δημόσια λειτουργήματα και προσθέτει ότι Αρχές είναι όλες εκείνες που ο λαός εκλέγει με χειροτονία· ακόμη, λέει, και «οι επιστάτες των δημοσίων έργων» και ο Δημοσθένης είναι επιμελητής της κατασκευής των τειχών, επιστάτης του πιο σημαντικού από τα δημόσια έργα. Και συνεχίζει ο νόμος: «και όλοι όσοι διαχειρίζονται κάποια δημόσια υπηρεσία περισσότερο από τριάντα ημέρες και όσοι αναλαμβάνουν την προεδρία των δικαστηρίων». Οι επιστάτες όμως των δημοσίων έργων έχουν όλοι και την προεδρία των δικαστηρίων.
[15] Τι ορίζει ο νόμος να κάνουν αυτοί; Όχι να είναι απλοί υπάλληλοι, αλλά «να ασκούν εξουσία, αφού πρώτα δοκιμαστούν στο δικαστήριο», διότι, ακόμη και οι Αρχές που εκλέγονται με κλήρο, δεν εγκαθίστανται χωρίς να δοκιμαστούν, αλλά εφόσον υποστούν τη νόμιμη δοκιμασία, και «να λογοδοτούν εγγράφως στους λογιστές για τις πράξεις και την οικονομική διαχείριση», όπως ακριβώς ορίζει ο νόμος και για τις άλλες γενικά Αρχές. Και για την αλήθεια των όσων λέω, θα σας διαβάσει ο γραμματέας τους ίδιους τους νόμους.
ΝΟΜΟΙ
[16] Όταν λοιπόν, Αθηναίοι, όσα ο νομοθέτης ονομάζει Αρχές αυτοί τα χαρακτηρίζουν υπηρεσίες και επιστασίες, δικό σας έργο είναι να θυμηθείτε τον νόμο και να τον αντιτάσσετε στην αναίδειά τους. Δικό σας έργο επίσης είναι να τους δώσετε να καταλάβουν ότι δεν ανέχεστε έναν πανούργο σοφιστή να πιστεύει πως μπορεί με τη ρητορική του ικανότητα να πετύχει την ανατροπή των νόμων, αλλά ότι, όσο καλύτερα αγορεύει όποιος έχει προτείνει παράνομα ψηφίσματα, τόσο μεγαλύτερη οργή θα αντιμετωπίσει εκ μέρους σας. Ο ρήτορας και ο νόμος πρέπει να λένε τα ίδια, Αθηναίοι· όταν όμως συμβεί άλλα να λέει ο νόμος και άλλα ο ρήτορας, τότε πρέπει η ψήφος να δίνεται στο δίκαιο του νόμου, όχι στην αδιαντροπιά του ρήτορα.