ΒΑΤΡΑΧΟΙ
βρεκεκεκεξ κοαξ κοαξ,
210 βρεκεκεκεξ κοαξ κοαξ.
Λιμναῖα κρηνῶν τέκνα,
ξύναυλον ὕμνων βοὰν
φθεγξώμεθ᾽, εὔγηρυν ἐμὰν
ἀοιδάν, κοαξ κοαξ,
215 ἣν ἀμφὶ Νυσήιον
Διὸς Διώνυσον ἐν
Λίμναισιν ἰαχήσαμεν,
ἡνίχ᾽ ὁ κραιπαλόκωμος
τοῖς ἱεροῖσι Χύτροισι
χωρεῖ κατ᾽ ἐμὸν τέμενος λαῶν ὄχλος.
220 βρεκεκεκεξ κοαξ κοαξ.
ΔΙ. ἐγὼ δέ γ᾽ ἀλγεῖν ἄρχομαι
τὸν ὄρρον, ὦ κοαξ κοαξ.
ΒΑ. βρεκεκεκεξ κοαξ κοαξ.
ΔΙ. ὑμῖν δ᾽ ἴσως οὐδὲν μέλει.
225 ΒΑ. βρεκεκεκεξ κοαξ κοαξ.
ΔΙ. ἀλλ᾽ ἐξόλοισθ᾽ αὐτῷ κοαξ·
οὐδὲν γάρ ἐστ᾽ ἀλλ᾽ ἢ κοαξ.
ΒΑ. εἰκότως γ᾽, ὦ πολλὰ πράττων.
ἐμὲ γὰρ ἔστερξαν εὔλυροί τε Μοῦσαι
230 καὶ κεροβάτας Πάν, ὁ καλαμόφθογγα παίζων·
προσεπιτέρπεται δ᾽ ὁ φορμικτὰς Ἀπόλλων,
ἕνεκα δόνακος, ὃν ὑπολύριον
ἔνυδρον ἐν λίμναις τρέφω.
235 βρεκεκεκεξ κοαξ κοαξ.
ΔΙ. ἐγὼ δὲ φλυκταίνας γ᾽ ἔχω,
χὠ πρωκτὸς ἰδίει πάλαι,
κᾆτ᾽ αὐτίκ᾽ ἐκκύψας ἐρεῖ—
ΒΑ. βρεκεκεκεξ κοαξ κοαξ.
240 ΔΙ. ἀλλ᾽, ὦ φιλῳδὸν γένος,
παύσασθε. ΒΑ. μᾶλλον μὲν οὖν
φθεγξόμεσθ᾽, εἰ δή ποτ᾽ εὐ
ηλίοις ἐν ἁμέραισιν
ἡλάμεσθα διὰ κυπείρου
καὶ φλέω, χαίροντες ᾠδῆς
245 πολυκολύμβοισι μέλεσιν
ἢ Διὸς φεύγοντες ὄμβρον
ἔνυδρον ἐν βυθῷ χορείαν
αἰόλαν ἐφθεγξάμεσθα
πομφολυγοπαφλάσμασιν.
250 ΔΙ. βρεκεκεκεξ κοαξ κοαξ.
τουτὶ παρ᾽ ὑμῶν λαμβάνω.
ΒΑ. δεινὰ τἄρα πεισόμεσθα.
ΔΙ. δεινότερα δ᾽ ἔγωγ᾽, ἐλαύνων
255 εἰ διαρραγήσομαι.
ΒΑ. βρεκεκεκεξ κοαξ κοαξ.
ΔΙ. οἰμώζετ᾽· οὐ γάρ μοι μέλει.
ΒΑ. ἀλλὰ μὴν κεκραξόμεσθά γ᾽
ὁπόσον ἡ φάρυξ ἂν ἡμῶν
260 χανδάνῃ δι᾽ ἡμέρας—
ΔΙ. βρεκεκεκεξ κοαξ κοαξ.
τούτῳ γὰρ οὐ νικήσετε.
ΒΑ. οὐδὲ μὴν ἡμᾶς σὺ πάντως.
ΔΙ. οὐδὲ μὴν ὑμεῖς γ᾽ ἐμέ.
οὐδέποτε· κεκράξομαι γὰρ
265 κἄν με δῇ δι᾽ ἡμέρας,
ἕως ἂν ὑμῶν ἐπικρατήσω τῷ κοαξ,
βρεκεκεκεξ κοαξ κοαξ.
***
Καθώς το πλοίο προχωρεί, ακούονται φωνές των αθέατων βατράχων.
ΟΙ ΒΑΤΡΑΧΟΙ
Βρεκεκεκέξ κοάξ κοάξ,
210 βρεκεκεκέξ κοάξ κοάξ.
Βάλτων και γάργαρων νερών
παιδιά, βοερούς κι αρμονικούς
ύμνους ας πούμε, το γλυκό
τραγούδι μας, κοάξ κοάξ,
που για της Νύσας το θεό,
το Διόνυσο του Δία το γιο,
στις Λίμνες τραγουδήσαμε,
όταν στων Χύτρων τη γιορτή
μες στο μεθύσι του γλεντιού
έρχεται στο λημέρι μας πυκνό το ανθρωπολόι.
220 Βρεκεκεκέξ κοάξ κοάξ.
ΔΙΟ. Κι εμένα ο πάτος μου άρχισε
να μου πονά, ω κοάξ κοάξ.
ΒΑΤ. Βρεκεκεκέξ κοάξ κοάξ.
ΔΙΟ. Μα εσείς δε γνοιάζεστε γι᾽ αυτό.
ΒΑΤ. Βρεκεκεκέξ κοάξ κοάξ.
ΔΙΟ. Σκασμός μ᾽ αυτό σας το κοάξ·
δεν είσαστε άλλο από κοάξ.
ΒΑΤ. Τί; Σαν εσέ, που τη μύτη σου χώνεις παντού;
Μας αγαπούν οι λυράρισσες Μούσες εμάς
230 κι ο τραγοπόδης ο Πάνας, που παίζει σουραύλι·
ευχαριστιέται μ᾽ εμάς κι ο λυράρης ο Φοίβος, γιατί
μες στα νερά των λιμνών
θρέφουμ᾽ εμείς το καλάμι που παίρνει
για καβαλάρη της λύρας του.
Βρεκεκεκέξ κοάξ κοάξ.
ΔΙΟ. Φουσκάλιασαν τα χέρια μου,
κι ο πισινός μου, που ίδρωσε,
έξω θα σκύψει και θα πει…
ΒΑΤ. Βρεκεκεκέξ κοάξ κοάξ.
240 ΔΙΟ. Κόφτε το πια, τραγουδίστρα φυλή.
ΒΑΤ. Όχι! Αν στις ωραίες λιακάδες,
μες στην κύπερη, στα βούρλα,
πήδους δώσαμε, λαλώντας
και με κέφι κολυμπώντας,
αν μακριά απ᾽ του Δία τις μπόρες,
στο βυθό του βάλτου, χίλια
πεταχτά χορού τραγούδια
με πλαφ πλαφ και μπουρμπουλήθρες
τραγουδήσαμε, θ᾽ ακούσεις
τώρα πιο τρανό αχολόι.
250 ΔΙΟ. Βρεκεκεκέξ κοάξ κοάξ.
Το λέτ᾽ εσείς, το λέω κι εγώ.
ΒΑΤ. Τί μας κάνεις! Φοβερό.
ΔΙΟ. Φοβερότατο, ενώ λάμνω,
να πλαντάξω τώρα εγώ.
ΒΑΤ. Βρεκεκεκέξ κοάξ κοάξ.
ΔΙΟ. Βρε δε με κόφτει· σκούζετε.
ΒΑΤ. Μ᾽ όλη εμείς τη δύναμή μας
και μ᾽ ολάνοιχτο το στόμα
260 θα φωνάζουμε ολημέρα…
ΔΙΟ. Βρεκεκεκέξ κοάξ κοάξ.
Δε θα νικήσετε σ᾽ αυτό.
ΒΑΤ. Ούτ᾽ εμάς εσύ, να ξέρεις.
ΔΙΟ. Ούτ᾽ εμένα εσείς ποτέ.
Ολημέρα, αν είναι ανάγκη,
θα φωνάζω και θα σκούζω
ώσπου νά ᾽βγω νικητής σας στο κοάξ·
βρεκεκεκέξ κοάξ κοάξ.
Οι βάτραχοι σωπαίνουν.
Μπορούσα να μην κόψω το κοάξ σας;
βρεκεκεκεξ κοαξ κοαξ,
210 βρεκεκεκεξ κοαξ κοαξ.
Λιμναῖα κρηνῶν τέκνα,
ξύναυλον ὕμνων βοὰν
φθεγξώμεθ᾽, εὔγηρυν ἐμὰν
ἀοιδάν, κοαξ κοαξ,
215 ἣν ἀμφὶ Νυσήιον
Διὸς Διώνυσον ἐν
Λίμναισιν ἰαχήσαμεν,
ἡνίχ᾽ ὁ κραιπαλόκωμος
τοῖς ἱεροῖσι Χύτροισι
χωρεῖ κατ᾽ ἐμὸν τέμενος λαῶν ὄχλος.
220 βρεκεκεκεξ κοαξ κοαξ.
ΔΙ. ἐγὼ δέ γ᾽ ἀλγεῖν ἄρχομαι
τὸν ὄρρον, ὦ κοαξ κοαξ.
ΒΑ. βρεκεκεκεξ κοαξ κοαξ.
ΔΙ. ὑμῖν δ᾽ ἴσως οὐδὲν μέλει.
225 ΒΑ. βρεκεκεκεξ κοαξ κοαξ.
ΔΙ. ἀλλ᾽ ἐξόλοισθ᾽ αὐτῷ κοαξ·
οὐδὲν γάρ ἐστ᾽ ἀλλ᾽ ἢ κοαξ.
ΒΑ. εἰκότως γ᾽, ὦ πολλὰ πράττων.
ἐμὲ γὰρ ἔστερξαν εὔλυροί τε Μοῦσαι
230 καὶ κεροβάτας Πάν, ὁ καλαμόφθογγα παίζων·
προσεπιτέρπεται δ᾽ ὁ φορμικτὰς Ἀπόλλων,
ἕνεκα δόνακος, ὃν ὑπολύριον
ἔνυδρον ἐν λίμναις τρέφω.
235 βρεκεκεκεξ κοαξ κοαξ.
ΔΙ. ἐγὼ δὲ φλυκταίνας γ᾽ ἔχω,
χὠ πρωκτὸς ἰδίει πάλαι,
κᾆτ᾽ αὐτίκ᾽ ἐκκύψας ἐρεῖ—
ΒΑ. βρεκεκεκεξ κοαξ κοαξ.
240 ΔΙ. ἀλλ᾽, ὦ φιλῳδὸν γένος,
παύσασθε. ΒΑ. μᾶλλον μὲν οὖν
φθεγξόμεσθ᾽, εἰ δή ποτ᾽ εὐ
ηλίοις ἐν ἁμέραισιν
ἡλάμεσθα διὰ κυπείρου
καὶ φλέω, χαίροντες ᾠδῆς
245 πολυκολύμβοισι μέλεσιν
ἢ Διὸς φεύγοντες ὄμβρον
ἔνυδρον ἐν βυθῷ χορείαν
αἰόλαν ἐφθεγξάμεσθα
πομφολυγοπαφλάσμασιν.
250 ΔΙ. βρεκεκεκεξ κοαξ κοαξ.
τουτὶ παρ᾽ ὑμῶν λαμβάνω.
ΒΑ. δεινὰ τἄρα πεισόμεσθα.
ΔΙ. δεινότερα δ᾽ ἔγωγ᾽, ἐλαύνων
255 εἰ διαρραγήσομαι.
ΒΑ. βρεκεκεκεξ κοαξ κοαξ.
ΔΙ. οἰμώζετ᾽· οὐ γάρ μοι μέλει.
ΒΑ. ἀλλὰ μὴν κεκραξόμεσθά γ᾽
ὁπόσον ἡ φάρυξ ἂν ἡμῶν
260 χανδάνῃ δι᾽ ἡμέρας—
ΔΙ. βρεκεκεκεξ κοαξ κοαξ.
τούτῳ γὰρ οὐ νικήσετε.
ΒΑ. οὐδὲ μὴν ἡμᾶς σὺ πάντως.
ΔΙ. οὐδὲ μὴν ὑμεῖς γ᾽ ἐμέ.
οὐδέποτε· κεκράξομαι γὰρ
265 κἄν με δῇ δι᾽ ἡμέρας,
ἕως ἂν ὑμῶν ἐπικρατήσω τῷ κοαξ,
βρεκεκεκεξ κοαξ κοαξ.
***
Καθώς το πλοίο προχωρεί, ακούονται φωνές των αθέατων βατράχων.
ΟΙ ΒΑΤΡΑΧΟΙ
Βρεκεκεκέξ κοάξ κοάξ,
210 βρεκεκεκέξ κοάξ κοάξ.
Βάλτων και γάργαρων νερών
παιδιά, βοερούς κι αρμονικούς
ύμνους ας πούμε, το γλυκό
τραγούδι μας, κοάξ κοάξ,
που για της Νύσας το θεό,
το Διόνυσο του Δία το γιο,
στις Λίμνες τραγουδήσαμε,
όταν στων Χύτρων τη γιορτή
μες στο μεθύσι του γλεντιού
έρχεται στο λημέρι μας πυκνό το ανθρωπολόι.
220 Βρεκεκεκέξ κοάξ κοάξ.
ΔΙΟ. Κι εμένα ο πάτος μου άρχισε
να μου πονά, ω κοάξ κοάξ.
ΒΑΤ. Βρεκεκεκέξ κοάξ κοάξ.
ΔΙΟ. Μα εσείς δε γνοιάζεστε γι᾽ αυτό.
ΒΑΤ. Βρεκεκεκέξ κοάξ κοάξ.
ΔΙΟ. Σκασμός μ᾽ αυτό σας το κοάξ·
δεν είσαστε άλλο από κοάξ.
ΒΑΤ. Τί; Σαν εσέ, που τη μύτη σου χώνεις παντού;
Μας αγαπούν οι λυράρισσες Μούσες εμάς
230 κι ο τραγοπόδης ο Πάνας, που παίζει σουραύλι·
ευχαριστιέται μ᾽ εμάς κι ο λυράρης ο Φοίβος, γιατί
μες στα νερά των λιμνών
θρέφουμ᾽ εμείς το καλάμι που παίρνει
για καβαλάρη της λύρας του.
Βρεκεκεκέξ κοάξ κοάξ.
ΔΙΟ. Φουσκάλιασαν τα χέρια μου,
κι ο πισινός μου, που ίδρωσε,
έξω θα σκύψει και θα πει…
ΒΑΤ. Βρεκεκεκέξ κοάξ κοάξ.
240 ΔΙΟ. Κόφτε το πια, τραγουδίστρα φυλή.
ΒΑΤ. Όχι! Αν στις ωραίες λιακάδες,
μες στην κύπερη, στα βούρλα,
πήδους δώσαμε, λαλώντας
και με κέφι κολυμπώντας,
αν μακριά απ᾽ του Δία τις μπόρες,
στο βυθό του βάλτου, χίλια
πεταχτά χορού τραγούδια
με πλαφ πλαφ και μπουρμπουλήθρες
τραγουδήσαμε, θ᾽ ακούσεις
τώρα πιο τρανό αχολόι.
250 ΔΙΟ. Βρεκεκεκέξ κοάξ κοάξ.
Το λέτ᾽ εσείς, το λέω κι εγώ.
ΒΑΤ. Τί μας κάνεις! Φοβερό.
ΔΙΟ. Φοβερότατο, ενώ λάμνω,
να πλαντάξω τώρα εγώ.
ΒΑΤ. Βρεκεκεκέξ κοάξ κοάξ.
ΔΙΟ. Βρε δε με κόφτει· σκούζετε.
ΒΑΤ. Μ᾽ όλη εμείς τη δύναμή μας
και μ᾽ ολάνοιχτο το στόμα
260 θα φωνάζουμε ολημέρα…
ΔΙΟ. Βρεκεκεκέξ κοάξ κοάξ.
Δε θα νικήσετε σ᾽ αυτό.
ΒΑΤ. Ούτ᾽ εμάς εσύ, να ξέρεις.
ΔΙΟ. Ούτ᾽ εμένα εσείς ποτέ.
Ολημέρα, αν είναι ανάγκη,
θα φωνάζω και θα σκούζω
ώσπου νά ᾽βγω νικητής σας στο κοάξ·
βρεκεκεκέξ κοάξ κοάξ.
Οι βάτραχοι σωπαίνουν.
Μπορούσα να μην κόψω το κοάξ σας;