Ἱέρωνι Αἰτναίῳ ἅρματι
Το 478 π.Χ. ο Ιέρων, ο γιος τον Δεινομένη, διαδέχτηκε ως τύραννος των Συρακουσών τον αδελφό του Γέλωνα και, με επιτυχείς αγώνες, κατάφερε στα επόμενα χρόνια να εδραιώσει τη δύναμή του. Το 475 π.Χ. (επαν)ίδρυσε στη Σικελία την πόλη Αίτνα, που την παραχώρησε στον γιο του Δεινομένη. Η σημασία που απέδιδε στην ίδρυση της Αίτνας συνάγεται και μόνο από το γεγονός ότι πέντε χρόνια αργότερα πήρε μέρος στους Πυθικούς αγώνες όχι ως Συρακόσιος αλλά ως Αιτναίος. Τη χρονιά εκείνη (470 π.Χ.) ο Ιέρων νίκησε στην αρματοδρομία και ανέθεσε στον Πίνδαρο να συνθέσει την επινίκια ωδή (τον πρώτο Πυθιόνικο) για μια γιορτή προς τιμήν του Διός στην πόλη της Αίτνας.
Η εντυπωσιακή αυτή σύνθεση, που είναι γενικότερα αποκαλυπτική για το πώς αντιλαμβάνεται τον ποιητικό του ρόλο ο Πίνδαρος, ξεκινά με έναν ύμνο σχετικά με τη δύναμη της μουσικής, που καθηλώνει τα πάντα σε ανθρώπινο και θεϊκό επίπεδο. Από τη μουσική ταράζονται μονάχα εκείνοι που δεν τους αγαπάει ο Δίας. Κορυφαίος στη χορεία των αμούσων ο τερατώδης Τυφώνας με τα εκατό κεφάλια, ο πολέμιος της θεϊκής τάξης, που τώρα βρίσκεται καθηλωμένος κάτω από την Αίτνα, που την έριξε πάνω του ο Δίας. Από τον μυθικό Τυφώνα ο ποιητής μεταβαίνει στη θαυμαστή περιγραφή της έκρηξης του ηφαιστείου της Αίτνας και έπειτα στην ίδρυση της πόλης, στην ευοίωνη πυθική νίκη και στον ιδρυτή της Αίτνας, παραλληλίζοντας τον Ιέρωνα με την επισφαλή υγεία με τον (πάσχοντα) Φιλοκτήτη, η συμβολή του οποίου στην άλωση της Τροίας ήταν ωστόσο καθοριστική. Ακολουθεί αναφορά στον βασιλιά της Αίτνας, τον γιο του Ιέρωνα, και υπογραμμίζεται ιδιαίτερα η δωρική καταγωγή των αποίκων. Οι ευχές για το μέλλον συνυφαίνονται με αναφορές αφενός σε νικηφόρες τοπικές μάχες των Σικελιωτών και του Ιέρωνα με τους Καρχηδονίους και τους Ετρούσκους, αφετέρου σε "πανελλήνιες" νίκες (Σαλαμίνα, Πλαταιές). Η ωδή ολοκληρώνεται με παραινέσεις προς τον υμνούμενο να ακολουθεί τον δρόμο της δικαιοσύνης και της αλήθειας, να είναι πάντα γενναιόδωρος και να μην ξεχνά να νοιάζεται για την υστεροφημία του -παράδειγμα προς μίμηση ο Κροίσος, προς αποφυγή ο απάνθρωπος τύραννος Φάλαρης.
Πυθιόνικος Ι Ἱέρωνι Αἰτναίῳ ἅρματι
χρυσέα φόρμιγξ, Ἀπόλλωνος καὶ ἰοπλοκάμων
σύνδικον Μοισᾶν κτέανον· τᾶς ἀκούει
μὲν βάσις ἀγλαΐας ἀρχά,
πείθονται δ᾽ ἀοιδοὶ σάμασιν
ἁγησιχόρων ὁπόταν προοιμίων
ἀμβολὰς τεύχῃς ἐλελιζομένα.
5 καὶ τὸν αἰχματὰν κεραυνὸν σβεννύεις
ἀενάου πυρός. εὕδει δ᾽ ἀνὰ σκά-
πτῳ Διὸς αἰετός, ὠκεῖ-
αν πτέρυγ᾽ ἀμφοτέρωθεν χαλάξαις,
ἀρχὸς οἰωνῶν, κελαινῶπιν δ᾽ ἐπὶ οἱ νεφέλαν
ἀγκύλῳ κρατί, γλεφάρων ἁδὺ κλάι-
θρον, κατέχευας· ὁ δὲ κνώσσων
ὑγρὸν νῶτον αἰωρεῖ, τεαῖς
10 ῥιπαῖσι κατασχόμενος. καὶ γὰρ βια-
τὰς Ἄρης, τραχεῖαν ἄνευθε λιπών
ἐγχέων ἀκμάν, ἰαίνει καρδίαν
κώματι, κῆλα δὲ καὶ δαιμόνων θέλ-
γει φρένας ἀμφί τε Λατοί-
δα σοφίᾳ βαθυκόλπων τε Μοισᾶν.
ὅσσα δὲ μὴ πεφίληκε Ζεύς, ἀτύζονται βοάν
Πιερίδων ἀίοντα, γᾶν τε καὶ πόν-
τον κατ᾽ ἀμαιμάκετον,
15 ὅς τ᾽ ἐν αἰνᾷ Ταρτάρῳ κεῖται, θεῶν πολέμιος,
Τυφὼς ἑκατοντακάρανος· τόν ποτε
Κιλίκιον θρέψεν πολυώνυμον ἄντρον· νῦν γε μάν
ταί θ᾽ ὑπὲρ Κύμας ἁλιερκέες ὄχθαι
Σικελία τ᾽ αὐτοῦ πιέζει
στέρνα λαχνάεντα· κίων δ᾽ οὐρανία συνέχει,
20 νιφόεσσ᾽ Αἴτνα, πάνετες χιόνος ὀξείας τιθήνα·
τᾶς ἐρεύγονται μὲν ἀπλάτου πυρὸς ἁγνόταται
ἐκ μυχῶν παγαί· ποταμοὶ δ᾽ ἁμέραισιν
μὲν προχέοντι ῥόον καπνοῦ
αἴθων᾽· ἀλλ᾽ ἐν ὄρφναισιν πέτρας
φοίνισσα κυλινδομένα φλὸξ ἐς βαθεῖ-
αν φέρει πόντου πλάκα σὺν πατάγῳ.
25 κεῖνο δ᾽ Ἁφαίστοιο κρουνοὺς ἑρπετόν
δεινοτάτους ἀναπέμπει· τέρας μὲν
θαυμάσιον προσιδέσθαι,
θαῦμα δὲ καὶ παρεόντων ἀκοῦσαι,
οἷον Αἴτνας ἐν μελαμφύλλοις δέδεται κορυφαῖς
καὶ πέδῳ, στρωμνὰ δὲ χαράσσοισ᾽ ἅπαν νῶ-
τον ποτικεκλιμένον κεντεῖ.
εἴη, Ζεῦ, τὶν εἴη ἁνδάνειν,
30 ὃς τοῦτ᾽ ἐφέπεις ὄρος, εὐκάρποιο γαί-
ας μέτωπον, τοῦ μὲν ἐπωνυμίαν
κλεινὸς οἰκιστὴρ ἐκύδανεν πόλιν
γείτονα, Πυθιάδος δ᾽ ἐν δρόμῳ κά-
ρυξ ἀνέειπέ νιν ἀγγέλ-
λων Ἱέρωνος ὑπὲρ καλλινίκου
ἅρμασι. ναυσιφορήτοις δ᾽ ἀνδράσι πρώτα χάρις
ἐς πλόον ἀρχομένοις πομπαῖον ἐλθεῖν
οὖρον· ἐοικότα γάρ
35 καὶ τελευτᾷ φερτέρου νόστου τυχεῖν. ὁ δὲ λόγος
ταύταις ἐπὶ συντυχίαις δόξαν φέρει
λοιπὸν ἔσσεσθαι στεφάνοισί ν‹ιν› ἵππους τε κλυτάν
καὶ σὺν εὐφώνοις θαλίαις ὀνυμαστάν.
Λύκιε καὶ Δάλοι᾽ ἀνάσσων
Φοῖβε Παρνασσοῦ τε κράναν Κασταλίαν φιλέων,
40 ἐθελήσαις ταῦτα νόῳ τιθέμεν εὔανδρόν τε χώραν.
ἐκ θεῶν γὰρ μαχαναὶ πᾶσαι βροτέαις ἀρεταῖς,
καὶ σοφοὶ καὶ χερσὶ βιαταὶ περίγλωσ-
σοί τ᾽ ἔφυν. ἄνδρα δ᾽ ἐγὼ κεῖνον
αἰνῆσαι μενοινῶν ἔλπομαι
μὴ χαλκοπάραον ἄκονθ᾽ ὡσείτ᾽ ἀγῶ-
νος βαλεῖν ἔξω παλάμᾳ δονέων,
45 μακρὰ δὲ ῥίψαις ἀμεύσασθ᾽ ἀντίους.
εἰ γὰρ ὁ πᾶς χρόνος ὄλβον μὲν οὕτω
καὶ κτεάνων δόσιν εὐθύ-
νοι, καμάτων δ᾽ ἐπίλασιν παράσχοι·
ἦ κεν ἀμνάσειεν, οἵαις ἐν πολέμοισι μάχαις
τλάμονι ψυχᾷ παρέμειν᾽, ἁνίχ᾽ εὑρί-
σκοντο θεῶν παλάμαις τιμάν
οἵαν οὔτις Ἑλλάνων δρέπει
50 πλούτου στεφάνωμ᾽ ἀγέρωχον. νῦν γε μὰν
τὰν Φιλοκτήταο δίκαν ἐφέπων
ἐστρατεύθη· σὺν δ᾽ ἀνάγκᾳ νιν φίλον
καί τις ἐὼν μεγαλάνωρ ἔσανεν.
φαντὶ δὲ Λαμνόθεν ἕλκει
τειρόμενον μεταβάσοντας ἐλθεῖν
ἥροας ἀντιθέους Ποίαντος υἱὸν τοξόταν·
ὃς Πριάμοιο πόλιν πέρσεν, τελεύτα-
σέν τε πόνους Δαναοῖς,
55 ἀσθενεῖ μὲν χρωτὶ βαίνων, ἀλλὰ μοιρίδιον ἦν.
οὕτω δ᾽ Ἱέρωνι θεὸς ὀρθωτὴρ πέλοι
τὸν προσέρποντα χρόνον, ὧν ἔραται και-
ρὸν διδούς.
Μοῖσα, καὶ πὰρ Δεινομένει κελαδῆσαι
πίθεό μοι ποινὰν τεθρίππων·
χάρμα δ᾽ οὐκ ἀλλότριον νικαφορία πατέρος.
60 ἄγ᾽ ἔπειτ᾽ Αἴτνας βασιλεῖ φίλιον ἐξεύρωμεν ὕμνον·
τῷ πόλιν κείναν θεοδμάτῳ σὺν ἐλευθερίᾳ
Ὑλλίδος στάθμας Ἱέρων ἐν νόμοις ἔ-
κτισσε· θέλοντι δὲ Παμφύλου
καὶ μὰν Ἡρακλειδᾶν ἔκγονοι
ὄχθαις ὕπο Ταϋγέτου ναίοντες αἰ-
εὶ μένειν τεθμοῖσιν ἐν Αἰγιμιοῦ
65 Δωριεῖς. ἔσχον δ᾽ Ἀμύκλας ὄλβιοι
Πινδόθεν ὀρνύμενοι, λευκοπώλων
Τυνδαριδᾶν βαθύδοξοι
γείτονες, ὧν κλέος ἄνθησεν αἰχμᾶς.
Ζεῦ τέλει᾽, αἰεὶ δὲ τοιαύταν Ἀμένα παρ᾽ ὕδωρ
αἶσαν ἀστοῖς καὶ βασιλεῦσιν διακρί-
νειν ἔτυμον λόγον ἀνθρώπων.
σύν τοι τίν κεν ἁγητὴρ ἀνήρ,
70 υἱῷ τ᾽ ἐπιτελλόμενος, δᾶμον γεραί-
ρων τράποι σύμφωνον ἐς ἡσυχίαν.
λίσσομαι νεῦσον, Κρονίων, ἥμερον
ὄφρα κατ᾽ οἶκον ὁ Φοίνιξ ὁ Τυρσα-
νῶν τ᾽ ἀλαλατὸς ἔχῃ, ναυ-
σίστονον ὕβριν ἰδὼν τὰν πρὸ Κύμας,
οἷα Συρακοσίων ἀρχῷ δαμασθέντες πάθον,
ὠκυπόρων ἀπὸ ναῶν ὅ σφιν ἐν πόν-
τῳ βάλεθ᾽ ἁλικίαν,
75 Ἑλλάδ᾽ ἐξέλκων βαρείας δουλίας. ἀρέομαι
πὰρ μὲν Σαλαμῖνος Ἀθαναίων χάριν
μισθόν, ἐν Σπάρτᾳ δ᾽ ‹ἀπὸ› τᾶν πρὸ Κιθαιρῶ-
νος μαχᾶν,
ταῖσι Μήδειοι κάμον ἀγκυλότοξοι,
παρὰ δὲ τὰν εὔυδρον ἀκτὰν
Ἱμέρα παίδεσσιν ὕμνον Δεινομένεος τελέσαις,
80 τὸν ἐδέξαντ᾽ ἀμφ᾽ ἀρετᾷ, πολεμίων ἀνδρῶν καμόντων.
καιρὸν εἰ φθέγξαιο, πολλῶν πείρατα συντανύσαις
ἐν βραχεῖ, μείων ἕπεται μῶμος ἀνθρώ-
πων· ἀπὸ γὰρ κόρος ἀμβλύνει
αἰανὴς ταχείας ἐλπίδας,
ἀστῶν δ᾽ ἀκοὰ κρύφιον θυμὸν βαρύ-
νει μάλιστ᾽ ἐσλοῖσιν ἐπ᾽ ἀλλοτρίοις.
85 ἀλλ᾽ ὅμως, κρέσσον γὰρ οἰκτιρμοῦ φθόνος,
μὴ παρίει καλά. νώμα δικαίῳ
πηδαλίῳ στρατόν· ἀψευ-
δεῖ δὲ πρὸς ἄκμονι χάλκευε γλῶσσαν.
εἴ τι καὶ φλαῦρον παραιθύσσει, μέγα τοι φέρεται
πὰρ σέθεν. πολλῶν ταμίας ἐσσί· πολλοὶ
μάρτυρες ἀμφοτέροις πιστοί.
εὐανθεῖ δ᾽ ἐν ὀργᾷ παρμένων,
90 εἴπερ τι φιλεῖς ἀκοὰν ἁδεῖαν αἰ-
εὶ κλύειν, μὴ κάμνε λίαν δαπάναις·
ἐξίει δ᾽ ὥσπερ κυβερνάτας ἀνήρ
ἱστίον ἀνεμόεν {πετάσαις}. μὴ δολωθῇς,
ὦ φίλε, κέρδεσιν ἐντραπέ-
λοις· ὀπιθόμβροτον αὔχημα δόξας
οἶον ἀποιχομένων ἀνδρῶν δίαιταν μανύει
καὶ λογίοις καὶ ἀοιδοῖς. οὐ φθίνει Κροί-
σου φιλόφρων ἀρετά.
95 τὸν δὲ ταύρῳ χαλκέῳ καυτῆρα νηλέα νόον
ἐχθρὰ Φάλαριν κατέχει παντᾷ φάτις,
οὐδέ νιν φόρμιγγες ὑπωρόφιαι κοινανίαν
μαλθακὰν παίδων ὀάροισι δέκονται.
τὸ δὲ παθεῖν εὖ πρῶτον ἀέθλων·
εὖ δ᾽ ἀκούειν δευτέρα μοῖρ᾽· ἀμφοτέροισι δ᾽ ἀνήρ
100 ὃς ἂν ἐγκύρσῃ καὶ ἕλῃ, στέφανον ὕψιστον δέδεκται.
***
[Ια] Ω φόρμιγα χρυσή, του Απόλλωνα
και των Μουσών με τις μενεξελιές πλεξούδες
κτήμα κοινό και ταιριαστό,
σε σένα των χορωδών το βήμα υπακούει,
σαν η λαμπρή γιορτή αρχίζει·
τα σήματά σου οι αοιδοί ακολουθούνε,
όταν τα προοίμια,1 με των χορδών σου τον παλμό, ανακρούεις,
που του χορού δηλώνουν την αρχή.
Εσύ και την ανέσπερη φωτιά στου κεραυνού τη λόγχη σβήνεις.5
Πάνω στο σκήπτρο του Διός
κοιμάται ο αετός,2 των πουλιών ο αρχηγός,
αφήνοντας χαλαρές δεξιά ζερβά να πέφτουν
τις γοργές του φτερούγες·
[Ιβ] γλυκά τα βλέφαρά του κλείνει,
γιατί νεφέλη μελανή στο αγκυλωτό κεφάλι γύρω έχεις απλώσει
και κοιμισμένος τη λυγερή του ράχη ανασηκώνει
από τις συγχορδίες σου μαγεμένος.10
Αλλά και ο βίαιος Άρης
του κονταριού του την τραχιά αιχμή στην άκρη αφήνει
και νιώθει την καρδιά του να γλυκαίνει από τον ύπνο·
οι μαγικοί σου ήχοι και το μυαλό των αθανάτων συνεπαίρνουν
χάρη στου τέκνου της Λητώς3 την τέχνη
και των βαθύκολπων Μουσών.
[Ιγ] Και όσα, πάνω στη γη και το ακατάλυτο το πέλαγο,
ο Δίας δεν αγαπά ταράζονται,
των Πιερίδων4 τ᾽ άσματα σαν ακούσουν,5
κι εκείνος που κείτεται στον Τάρταρο τον τρομερό,15
των θεών ο εχθρός, ο εκατοντακέφαλος Τυφώνας·6
αυτόν, που κάποτε τον έθρεψε της Κιλικίας η ξακουστή σπηλιά,
τώρα οι κυματόδαρτες ακτές πέρ᾽ απ᾽ την Κύμη7
και η Σικελία τα δασύτριχα του πιέζουνε στέρνα,
κι ο ουράνιος στύλος τον κρατάει ακίνητον εκεί,
της Αίτνας το χιονόσκεπο βουνό,
που τρέφει ολοχρονίς το τσουχτερό το χιόνι.20
[ΙIα] Μέσ᾽ από τα έγκατά της ξεπηδούν
πηγές αγνότατες φωτιάς αζύγωτης·
τη μέρα ποτάμια χύνονται ροές καυτές καπνού,
και μες τη νύχτα καταπόρφυρη η φλόγα κυλάει
κι ώς του βαθιού πελάου την απλωσιά κατρακυλάει
με πάταγο τα βράχια.
Και τους τρομαχτικούς κρουνούς του Ηφαίστου25
εκείνο το θεριό ψηλά τινάζει·
θέαμα αλλόκοτο να το αντικρίσεις,
φριχτό και μόνο απ᾽ όσους έτυχαν εκεί ν᾽ ακούσεις:8
[ΙΙβ] πώς είναι το θεριό δεμένο ανάμεσα στις βαθύσκιωτες
κορφές της Αίτνας και στον κάμπο,
και όλη του τη ράχη την κεντάει οργώνοντάς την
το στρώμα, όπου είναι πλαγιασμένη.
Άμποτε, Δία, ω άμποτε να ᾽μαστε αρεστοί σε σένα
που προστατεύεις τούτο το βουνό, μέτωπο χώρας καρπερής·30
τ᾽ όνομά σου το ᾽χει πάρει κι η πόλη του η γειτονική,
που ο ξακουστός τη δόξασε ιδρυτής της,
γιατί ο κήρυκας τ᾽ όνομά της στον πυθικό τον στίβο διαλάλησε,
αγγέλλοντας τη λαμπρή νίκη του Ιέρωνα στην αρματοδρομία.
[ΙΙγ] Όσοι με πλοία γυρνούν τα πέλαγα ζητούν για πρώτη χάρη,
σαν ξεκινούν, άνεμος ούριος να τους προπέμψει·
έτσι θαρρούν πως θα ᾽χουνε και πιο ωραίο γυρισμό στο τέλος.35
Κι η νίκη η σημερινή μοιάζει να δίνει υπόσχεση
πως και στο μέλλον η πόλη τούτη θα δοξαστεί για τ᾽ άλογά της
που θα στεφανωθούν, κι ονομαστή θα γίνει
για τα γλυκόφωνα τραγούδια στις γιορτές της.
Άνακτα Φοίβε, Λύκιε9 και Δήλιε,
εσύ που αγαπάς του Παρνασσού την Κασταλία κρήνη,
άμποτε αυτά μέσα στον νου σου καλόγνωμα να βάλεις40
και χάρισε στη χώρα αυτή άντρες γενναίους.
[ΙΙΙα] Γιατί των θνητών όλα τα χαρίσματα απ᾽ τους θεούς πηγάζουν,
και γίνονται σοφοί, και χεροδύναμοι, και τεχνουργοί του λόγου.
Κι όταν τον άντρα εκείνον να παινέψω θέλω,
ελπίζω το χαλκοπρόσωπο κοντάρι να μην το στείλω πέρα απ᾽ τον στίβο,
αλλά, στην παλάμη κραδαίνοντάς το, να το ρίξω μακριά,45
τους αντιπάλους ξεπερνώντας.
Κι άμποτε ο χρόνος πάντοτε όπως τώρα ευδαιμονία να του χαρίζει
και πλούτη, και των βασάνων λησμονιά να φέρνει.
[ΙΙΙβ] Μακάρι, αλήθεια, να του θυμίζει ο χρόνος σε ποιες
μες στους πολέμους μάχες
τη θέση του κράτησε δείχνοντας καρτερική ψυχή,
και κέρδισαν, αυτός και οι δικοί του, με του θεού το χέρι
τιμές που άλλος Έλληνας κανένας δεν τις δρέπει,
του πλούτου τους αγέρωχο στεφάνι.50
Και τώρα, του Φιλοκτήτη τα ίχνη ακολουθώντας, κίνησε για πόλεμο·
απ᾽ την ανάγκη στενεμένος ακόμα κι ο τρανός
φίλον τον λέει καλοπιάνοντάς τον.
Και λένε πως πήγανε στη Λήμνο ήρωες ισόθεοι να φέρουν τον τοξότη,
[IIIγ] του Ποίαντα τον γιο,10 που τον βασάνιζε η πληγή του.
Κι αυτός του Πριάμου την πόλη κούρσεψε και στα δεινά των Δαναών
έβαλε τέλος· μπορεί μ᾽ ασθενικό να βάδιζε κορμί,55
μα από τη Μοίρα ήτανε γραμμένο.
Έτσι και τον Ιέρωνα ας κρατά ο θεός ορθόν στα χρόνια που θα ρθούνε,
και όσα η ψυχή του πεθυμά να του χαρίζει με το σωστό το μέτρο.
Μούσα, δέξου και τον Δεινομένη να υμνήσω,
αμείβοντας τη νίκη των τεθρίππων.
Στον γιο χαρά δεν είναι ξένη του πατέρα του η νίκη.
Ελάτε τώρα, ας συνθέσουμε έναν ύμνο αγαπητό στον βασιλιά της Αίτνας. 60
[IVα] Γι᾽ αυτόν ο Ιέρων έχτισε την πόλη εκείνη -τη λευτεριά της πύργωσαν
θεοί-
αλφαδιασμένη με τους νόμους της φυλής του Ύλλου·11
μα και του Πάμφυλου οι απόγονοι καθώς και των Ηρακλειδών
που ζούνε στα ριζά του Ταϋγέτου
θέλουνε να κρατούνε τους θεσμούς του Αιγιμιού
μένοντας πάντα Δωριείς.65
Από την Πίνδο ξεκινώντας, πήραν οι μακάριοι τις Αμύκλες,12
οι τρισένδοξοι γείτονες των Τυνδαριδών με τα λευκά τ᾽ άλογα,
κι άνθησε του κονταριού τους η φήμη.
[IVβ] Ω Δία που τέλος σε όλα δίνεις, μακάρι πλάι στου
Αμένα13 τα νερά να βγαίνει αληθινός
ο λόγος των ανθρώπων
που τέτοια μοίρα πάντοτε ορίζει σε βασιλιάδες και πολίτες.
Με σε βοηθό ο άρχοντας δίνει στον γιο του συμβουλές·70
μακάρι τον λαό να τιμήσει και να τον οδηγήσει σε ομοφροσύνη και
γαλήνη.
Κατάνευσε, παρακαλώ σε,γιε του Κρόνου,
ήμεροι οι Φοίνικες14 στη χώρα τους να μένουν,
κι οι Τυρρηνοί15 χωρίς αλαλαγμούς πολέμου,
βλέποντας μπρος στην Κύμη πώς η έπαρσή τους στον στόλο θρήνο
έφερε·
[IVγ] απ᾽ των Συρακουσίων τον αρχηγό το ξέρουνε τι πάθαν,
σαν τους εδάμασε και πέταξε απ᾽ τα γοργά καράβια στη θάλασσα
τη νιότη, την Ελλάδα από βαριά σκλαβιά λυτρώνοντας.75
Τη Σαλαμίνα υμνώντας θα κερδίσω την εύνοια της Αθήνας γι᾽ αμοιβή μου·
της Σπάρτης την εύνοια, αν υμνήσω τη μάχη κοντά στον Κιθαιρώνα,16
εκεί που οι Μήδοι οι καμπυλότοξοι λυγίσαν·
και για του Δεινομένη τα παιδιά17 ύμνο θα πλέξω,
που τον εκέρδισαν με την παλικαριά τους,80
πλάι στου Ιμέρα18 τα γάργαρα νερά
τον εχθρικό στρατό τσακίζοντας.
[Vα] Αν πεις τον λόγο τον σωστό κι αν τα πολλά μπορέσεις
νήματα να τα πυκνοϋφάνεις,
θα ᾽ναι πιο μικρός ο ψόγος των ανθρώπων·
γιατί η βαρετή η χόρταση τις βιαστικές στομώνει ελπίδες·
και τίποτα δεν είναι πιο βαρύ στα μύχια της καρδιάς των πολιτών
παρά ν᾽ ακούν για τις χαρές των άλλων.
Αλλά -καλύτερα να σε φθονούν παρά να σε οικτίρουν-85
μην παραλείψεις τα έργα τα καλά. Κυβέρνα με πηδάλιο δίκαιο
τον λαό και χάλκευε τη γλώσσα σου στ᾽ αμόνι της αλήθειας.
[Vβ] Αν κάτι, έστω και μικρό, λοξά σου ξεσπιθίσει, μεγάλο θα φανεί,
γιατί έρχεται από σένα.
Για πράγματα πολλά φροντίζεις, και μάρτυρες πολλοί
για κάθε πράξη, καλή ή κακή, θα γίνουν πιστευτοί.
Κράτα γενναιόδωρη τη διάθεσή σου κι, αν θέλεις
λόγο γλυκό πάντα ν᾽ ακούς, ας μην κουράζεσαι απλόχερα να δαπανάς.90
Σαν καπετάνιος άπλωνε στο αγέρι το πανί και, ω φίλε,
μην γελαστείς απ᾽ το εύκολο το κέρδος.
Μονάχα η φήμη η λαμπρή που οι θνητοί αφήνουνε μετά τον θάνατό τους
[Vγ] μηνάει για τη ζωή τους σε ποιητές και σε λογίους.
Του Κροίσου δεν πεθαίνει το ευγενικό μεγαλείο.
Κι αυτόν που με άσπλαχνη ψυχή καρβούνιαζε τα θύματά του
μέσα στον χάλκινο ταύρο, τον Φάλαρη,19 από παντού εχθρική τον
περιζώνει95
φήμη. Ποτέ οι φόρμιγγες που συνοδεύουν γλυκά των παιδιών τα τραγούδια
μέσα στα σπίτια δεν θα τον δεχτούν.
Το πρώτο έπαθλο η ευτυχία είναι· το καλό όνομα
τη δεύτερη έχει θέση: όποιος πετύχει και τα δυο100
και τα κρατήσει, το υπέρτατο στεφάνι έχει κερδίσει.
----------------
Η εντυπωσιακή αυτή σύνθεση, που είναι γενικότερα αποκαλυπτική για το πώς αντιλαμβάνεται τον ποιητικό του ρόλο ο Πίνδαρος, ξεκινά με έναν ύμνο σχετικά με τη δύναμη της μουσικής, που καθηλώνει τα πάντα σε ανθρώπινο και θεϊκό επίπεδο. Από τη μουσική ταράζονται μονάχα εκείνοι που δεν τους αγαπάει ο Δίας. Κορυφαίος στη χορεία των αμούσων ο τερατώδης Τυφώνας με τα εκατό κεφάλια, ο πολέμιος της θεϊκής τάξης, που τώρα βρίσκεται καθηλωμένος κάτω από την Αίτνα, που την έριξε πάνω του ο Δίας. Από τον μυθικό Τυφώνα ο ποιητής μεταβαίνει στη θαυμαστή περιγραφή της έκρηξης του ηφαιστείου της Αίτνας και έπειτα στην ίδρυση της πόλης, στην ευοίωνη πυθική νίκη και στον ιδρυτή της Αίτνας, παραλληλίζοντας τον Ιέρωνα με την επισφαλή υγεία με τον (πάσχοντα) Φιλοκτήτη, η συμβολή του οποίου στην άλωση της Τροίας ήταν ωστόσο καθοριστική. Ακολουθεί αναφορά στον βασιλιά της Αίτνας, τον γιο του Ιέρωνα, και υπογραμμίζεται ιδιαίτερα η δωρική καταγωγή των αποίκων. Οι ευχές για το μέλλον συνυφαίνονται με αναφορές αφενός σε νικηφόρες τοπικές μάχες των Σικελιωτών και του Ιέρωνα με τους Καρχηδονίους και τους Ετρούσκους, αφετέρου σε "πανελλήνιες" νίκες (Σαλαμίνα, Πλαταιές). Η ωδή ολοκληρώνεται με παραινέσεις προς τον υμνούμενο να ακολουθεί τον δρόμο της δικαιοσύνης και της αλήθειας, να είναι πάντα γενναιόδωρος και να μην ξεχνά να νοιάζεται για την υστεροφημία του -παράδειγμα προς μίμηση ο Κροίσος, προς αποφυγή ο απάνθρωπος τύραννος Φάλαρης.
Πυθιόνικος Ι Ἱέρωνι Αἰτναίῳ ἅρματι
χρυσέα φόρμιγξ, Ἀπόλλωνος καὶ ἰοπλοκάμων
σύνδικον Μοισᾶν κτέανον· τᾶς ἀκούει
μὲν βάσις ἀγλαΐας ἀρχά,
πείθονται δ᾽ ἀοιδοὶ σάμασιν
ἁγησιχόρων ὁπόταν προοιμίων
ἀμβολὰς τεύχῃς ἐλελιζομένα.
5 καὶ τὸν αἰχματὰν κεραυνὸν σβεννύεις
ἀενάου πυρός. εὕδει δ᾽ ἀνὰ σκά-
πτῳ Διὸς αἰετός, ὠκεῖ-
αν πτέρυγ᾽ ἀμφοτέρωθεν χαλάξαις,
ἀρχὸς οἰωνῶν, κελαινῶπιν δ᾽ ἐπὶ οἱ νεφέλαν
ἀγκύλῳ κρατί, γλεφάρων ἁδὺ κλάι-
θρον, κατέχευας· ὁ δὲ κνώσσων
ὑγρὸν νῶτον αἰωρεῖ, τεαῖς
10 ῥιπαῖσι κατασχόμενος. καὶ γὰρ βια-
τὰς Ἄρης, τραχεῖαν ἄνευθε λιπών
ἐγχέων ἀκμάν, ἰαίνει καρδίαν
κώματι, κῆλα δὲ καὶ δαιμόνων θέλ-
γει φρένας ἀμφί τε Λατοί-
δα σοφίᾳ βαθυκόλπων τε Μοισᾶν.
ὅσσα δὲ μὴ πεφίληκε Ζεύς, ἀτύζονται βοάν
Πιερίδων ἀίοντα, γᾶν τε καὶ πόν-
τον κατ᾽ ἀμαιμάκετον,
15 ὅς τ᾽ ἐν αἰνᾷ Ταρτάρῳ κεῖται, θεῶν πολέμιος,
Τυφὼς ἑκατοντακάρανος· τόν ποτε
Κιλίκιον θρέψεν πολυώνυμον ἄντρον· νῦν γε μάν
ταί θ᾽ ὑπὲρ Κύμας ἁλιερκέες ὄχθαι
Σικελία τ᾽ αὐτοῦ πιέζει
στέρνα λαχνάεντα· κίων δ᾽ οὐρανία συνέχει,
20 νιφόεσσ᾽ Αἴτνα, πάνετες χιόνος ὀξείας τιθήνα·
τᾶς ἐρεύγονται μὲν ἀπλάτου πυρὸς ἁγνόταται
ἐκ μυχῶν παγαί· ποταμοὶ δ᾽ ἁμέραισιν
μὲν προχέοντι ῥόον καπνοῦ
αἴθων᾽· ἀλλ᾽ ἐν ὄρφναισιν πέτρας
φοίνισσα κυλινδομένα φλὸξ ἐς βαθεῖ-
αν φέρει πόντου πλάκα σὺν πατάγῳ.
25 κεῖνο δ᾽ Ἁφαίστοιο κρουνοὺς ἑρπετόν
δεινοτάτους ἀναπέμπει· τέρας μὲν
θαυμάσιον προσιδέσθαι,
θαῦμα δὲ καὶ παρεόντων ἀκοῦσαι,
οἷον Αἴτνας ἐν μελαμφύλλοις δέδεται κορυφαῖς
καὶ πέδῳ, στρωμνὰ δὲ χαράσσοισ᾽ ἅπαν νῶ-
τον ποτικεκλιμένον κεντεῖ.
εἴη, Ζεῦ, τὶν εἴη ἁνδάνειν,
30 ὃς τοῦτ᾽ ἐφέπεις ὄρος, εὐκάρποιο γαί-
ας μέτωπον, τοῦ μὲν ἐπωνυμίαν
κλεινὸς οἰκιστὴρ ἐκύδανεν πόλιν
γείτονα, Πυθιάδος δ᾽ ἐν δρόμῳ κά-
ρυξ ἀνέειπέ νιν ἀγγέλ-
λων Ἱέρωνος ὑπὲρ καλλινίκου
ἅρμασι. ναυσιφορήτοις δ᾽ ἀνδράσι πρώτα χάρις
ἐς πλόον ἀρχομένοις πομπαῖον ἐλθεῖν
οὖρον· ἐοικότα γάρ
35 καὶ τελευτᾷ φερτέρου νόστου τυχεῖν. ὁ δὲ λόγος
ταύταις ἐπὶ συντυχίαις δόξαν φέρει
λοιπὸν ἔσσεσθαι στεφάνοισί ν‹ιν› ἵππους τε κλυτάν
καὶ σὺν εὐφώνοις θαλίαις ὀνυμαστάν.
Λύκιε καὶ Δάλοι᾽ ἀνάσσων
Φοῖβε Παρνασσοῦ τε κράναν Κασταλίαν φιλέων,
40 ἐθελήσαις ταῦτα νόῳ τιθέμεν εὔανδρόν τε χώραν.
ἐκ θεῶν γὰρ μαχαναὶ πᾶσαι βροτέαις ἀρεταῖς,
καὶ σοφοὶ καὶ χερσὶ βιαταὶ περίγλωσ-
σοί τ᾽ ἔφυν. ἄνδρα δ᾽ ἐγὼ κεῖνον
αἰνῆσαι μενοινῶν ἔλπομαι
μὴ χαλκοπάραον ἄκονθ᾽ ὡσείτ᾽ ἀγῶ-
νος βαλεῖν ἔξω παλάμᾳ δονέων,
45 μακρὰ δὲ ῥίψαις ἀμεύσασθ᾽ ἀντίους.
εἰ γὰρ ὁ πᾶς χρόνος ὄλβον μὲν οὕτω
καὶ κτεάνων δόσιν εὐθύ-
νοι, καμάτων δ᾽ ἐπίλασιν παράσχοι·
ἦ κεν ἀμνάσειεν, οἵαις ἐν πολέμοισι μάχαις
τλάμονι ψυχᾷ παρέμειν᾽, ἁνίχ᾽ εὑρί-
σκοντο θεῶν παλάμαις τιμάν
οἵαν οὔτις Ἑλλάνων δρέπει
50 πλούτου στεφάνωμ᾽ ἀγέρωχον. νῦν γε μὰν
τὰν Φιλοκτήταο δίκαν ἐφέπων
ἐστρατεύθη· σὺν δ᾽ ἀνάγκᾳ νιν φίλον
καί τις ἐὼν μεγαλάνωρ ἔσανεν.
φαντὶ δὲ Λαμνόθεν ἕλκει
τειρόμενον μεταβάσοντας ἐλθεῖν
ἥροας ἀντιθέους Ποίαντος υἱὸν τοξόταν·
ὃς Πριάμοιο πόλιν πέρσεν, τελεύτα-
σέν τε πόνους Δαναοῖς,
55 ἀσθενεῖ μὲν χρωτὶ βαίνων, ἀλλὰ μοιρίδιον ἦν.
οὕτω δ᾽ Ἱέρωνι θεὸς ὀρθωτὴρ πέλοι
τὸν προσέρποντα χρόνον, ὧν ἔραται και-
ρὸν διδούς.
Μοῖσα, καὶ πὰρ Δεινομένει κελαδῆσαι
πίθεό μοι ποινὰν τεθρίππων·
χάρμα δ᾽ οὐκ ἀλλότριον νικαφορία πατέρος.
60 ἄγ᾽ ἔπειτ᾽ Αἴτνας βασιλεῖ φίλιον ἐξεύρωμεν ὕμνον·
τῷ πόλιν κείναν θεοδμάτῳ σὺν ἐλευθερίᾳ
Ὑλλίδος στάθμας Ἱέρων ἐν νόμοις ἔ-
κτισσε· θέλοντι δὲ Παμφύλου
καὶ μὰν Ἡρακλειδᾶν ἔκγονοι
ὄχθαις ὕπο Ταϋγέτου ναίοντες αἰ-
εὶ μένειν τεθμοῖσιν ἐν Αἰγιμιοῦ
65 Δωριεῖς. ἔσχον δ᾽ Ἀμύκλας ὄλβιοι
Πινδόθεν ὀρνύμενοι, λευκοπώλων
Τυνδαριδᾶν βαθύδοξοι
γείτονες, ὧν κλέος ἄνθησεν αἰχμᾶς.
Ζεῦ τέλει᾽, αἰεὶ δὲ τοιαύταν Ἀμένα παρ᾽ ὕδωρ
αἶσαν ἀστοῖς καὶ βασιλεῦσιν διακρί-
νειν ἔτυμον λόγον ἀνθρώπων.
σύν τοι τίν κεν ἁγητὴρ ἀνήρ,
70 υἱῷ τ᾽ ἐπιτελλόμενος, δᾶμον γεραί-
ρων τράποι σύμφωνον ἐς ἡσυχίαν.
λίσσομαι νεῦσον, Κρονίων, ἥμερον
ὄφρα κατ᾽ οἶκον ὁ Φοίνιξ ὁ Τυρσα-
νῶν τ᾽ ἀλαλατὸς ἔχῃ, ναυ-
σίστονον ὕβριν ἰδὼν τὰν πρὸ Κύμας,
οἷα Συρακοσίων ἀρχῷ δαμασθέντες πάθον,
ὠκυπόρων ἀπὸ ναῶν ὅ σφιν ἐν πόν-
τῳ βάλεθ᾽ ἁλικίαν,
75 Ἑλλάδ᾽ ἐξέλκων βαρείας δουλίας. ἀρέομαι
πὰρ μὲν Σαλαμῖνος Ἀθαναίων χάριν
μισθόν, ἐν Σπάρτᾳ δ᾽ ‹ἀπὸ› τᾶν πρὸ Κιθαιρῶ-
νος μαχᾶν,
ταῖσι Μήδειοι κάμον ἀγκυλότοξοι,
παρὰ δὲ τὰν εὔυδρον ἀκτὰν
Ἱμέρα παίδεσσιν ὕμνον Δεινομένεος τελέσαις,
80 τὸν ἐδέξαντ᾽ ἀμφ᾽ ἀρετᾷ, πολεμίων ἀνδρῶν καμόντων.
καιρὸν εἰ φθέγξαιο, πολλῶν πείρατα συντανύσαις
ἐν βραχεῖ, μείων ἕπεται μῶμος ἀνθρώ-
πων· ἀπὸ γὰρ κόρος ἀμβλύνει
αἰανὴς ταχείας ἐλπίδας,
ἀστῶν δ᾽ ἀκοὰ κρύφιον θυμὸν βαρύ-
νει μάλιστ᾽ ἐσλοῖσιν ἐπ᾽ ἀλλοτρίοις.
85 ἀλλ᾽ ὅμως, κρέσσον γὰρ οἰκτιρμοῦ φθόνος,
μὴ παρίει καλά. νώμα δικαίῳ
πηδαλίῳ στρατόν· ἀψευ-
δεῖ δὲ πρὸς ἄκμονι χάλκευε γλῶσσαν.
εἴ τι καὶ φλαῦρον παραιθύσσει, μέγα τοι φέρεται
πὰρ σέθεν. πολλῶν ταμίας ἐσσί· πολλοὶ
μάρτυρες ἀμφοτέροις πιστοί.
εὐανθεῖ δ᾽ ἐν ὀργᾷ παρμένων,
90 εἴπερ τι φιλεῖς ἀκοὰν ἁδεῖαν αἰ-
εὶ κλύειν, μὴ κάμνε λίαν δαπάναις·
ἐξίει δ᾽ ὥσπερ κυβερνάτας ἀνήρ
ἱστίον ἀνεμόεν {πετάσαις}. μὴ δολωθῇς,
ὦ φίλε, κέρδεσιν ἐντραπέ-
λοις· ὀπιθόμβροτον αὔχημα δόξας
οἶον ἀποιχομένων ἀνδρῶν δίαιταν μανύει
καὶ λογίοις καὶ ἀοιδοῖς. οὐ φθίνει Κροί-
σου φιλόφρων ἀρετά.
95 τὸν δὲ ταύρῳ χαλκέῳ καυτῆρα νηλέα νόον
ἐχθρὰ Φάλαριν κατέχει παντᾷ φάτις,
οὐδέ νιν φόρμιγγες ὑπωρόφιαι κοινανίαν
μαλθακὰν παίδων ὀάροισι δέκονται.
τὸ δὲ παθεῖν εὖ πρῶτον ἀέθλων·
εὖ δ᾽ ἀκούειν δευτέρα μοῖρ᾽· ἀμφοτέροισι δ᾽ ἀνήρ
100 ὃς ἂν ἐγκύρσῃ καὶ ἕλῃ, στέφανον ὕψιστον δέδεκται.
***
[Ια] Ω φόρμιγα χρυσή, του Απόλλωνα
και των Μουσών με τις μενεξελιές πλεξούδες
κτήμα κοινό και ταιριαστό,
σε σένα των χορωδών το βήμα υπακούει,
σαν η λαμπρή γιορτή αρχίζει·
τα σήματά σου οι αοιδοί ακολουθούνε,
όταν τα προοίμια,1 με των χορδών σου τον παλμό, ανακρούεις,
που του χορού δηλώνουν την αρχή.
Εσύ και την ανέσπερη φωτιά στου κεραυνού τη λόγχη σβήνεις.5
Πάνω στο σκήπτρο του Διός
κοιμάται ο αετός,2 των πουλιών ο αρχηγός,
αφήνοντας χαλαρές δεξιά ζερβά να πέφτουν
τις γοργές του φτερούγες·
[Ιβ] γλυκά τα βλέφαρά του κλείνει,
γιατί νεφέλη μελανή στο αγκυλωτό κεφάλι γύρω έχεις απλώσει
και κοιμισμένος τη λυγερή του ράχη ανασηκώνει
από τις συγχορδίες σου μαγεμένος.10
Αλλά και ο βίαιος Άρης
του κονταριού του την τραχιά αιχμή στην άκρη αφήνει
και νιώθει την καρδιά του να γλυκαίνει από τον ύπνο·
οι μαγικοί σου ήχοι και το μυαλό των αθανάτων συνεπαίρνουν
χάρη στου τέκνου της Λητώς3 την τέχνη
και των βαθύκολπων Μουσών.
[Ιγ] Και όσα, πάνω στη γη και το ακατάλυτο το πέλαγο,
ο Δίας δεν αγαπά ταράζονται,
των Πιερίδων4 τ᾽ άσματα σαν ακούσουν,5
κι εκείνος που κείτεται στον Τάρταρο τον τρομερό,15
των θεών ο εχθρός, ο εκατοντακέφαλος Τυφώνας·6
αυτόν, που κάποτε τον έθρεψε της Κιλικίας η ξακουστή σπηλιά,
τώρα οι κυματόδαρτες ακτές πέρ᾽ απ᾽ την Κύμη7
και η Σικελία τα δασύτριχα του πιέζουνε στέρνα,
κι ο ουράνιος στύλος τον κρατάει ακίνητον εκεί,
της Αίτνας το χιονόσκεπο βουνό,
που τρέφει ολοχρονίς το τσουχτερό το χιόνι.20
[ΙIα] Μέσ᾽ από τα έγκατά της ξεπηδούν
πηγές αγνότατες φωτιάς αζύγωτης·
τη μέρα ποτάμια χύνονται ροές καυτές καπνού,
και μες τη νύχτα καταπόρφυρη η φλόγα κυλάει
κι ώς του βαθιού πελάου την απλωσιά κατρακυλάει
με πάταγο τα βράχια.
Και τους τρομαχτικούς κρουνούς του Ηφαίστου25
εκείνο το θεριό ψηλά τινάζει·
θέαμα αλλόκοτο να το αντικρίσεις,
φριχτό και μόνο απ᾽ όσους έτυχαν εκεί ν᾽ ακούσεις:8
[ΙΙβ] πώς είναι το θεριό δεμένο ανάμεσα στις βαθύσκιωτες
κορφές της Αίτνας και στον κάμπο,
και όλη του τη ράχη την κεντάει οργώνοντάς την
το στρώμα, όπου είναι πλαγιασμένη.
Άμποτε, Δία, ω άμποτε να ᾽μαστε αρεστοί σε σένα
που προστατεύεις τούτο το βουνό, μέτωπο χώρας καρπερής·30
τ᾽ όνομά σου το ᾽χει πάρει κι η πόλη του η γειτονική,
που ο ξακουστός τη δόξασε ιδρυτής της,
γιατί ο κήρυκας τ᾽ όνομά της στον πυθικό τον στίβο διαλάλησε,
αγγέλλοντας τη λαμπρή νίκη του Ιέρωνα στην αρματοδρομία.
[ΙΙγ] Όσοι με πλοία γυρνούν τα πέλαγα ζητούν για πρώτη χάρη,
σαν ξεκινούν, άνεμος ούριος να τους προπέμψει·
έτσι θαρρούν πως θα ᾽χουνε και πιο ωραίο γυρισμό στο τέλος.35
Κι η νίκη η σημερινή μοιάζει να δίνει υπόσχεση
πως και στο μέλλον η πόλη τούτη θα δοξαστεί για τ᾽ άλογά της
που θα στεφανωθούν, κι ονομαστή θα γίνει
για τα γλυκόφωνα τραγούδια στις γιορτές της.
Άνακτα Φοίβε, Λύκιε9 και Δήλιε,
εσύ που αγαπάς του Παρνασσού την Κασταλία κρήνη,
άμποτε αυτά μέσα στον νου σου καλόγνωμα να βάλεις40
και χάρισε στη χώρα αυτή άντρες γενναίους.
[ΙΙΙα] Γιατί των θνητών όλα τα χαρίσματα απ᾽ τους θεούς πηγάζουν,
και γίνονται σοφοί, και χεροδύναμοι, και τεχνουργοί του λόγου.
Κι όταν τον άντρα εκείνον να παινέψω θέλω,
ελπίζω το χαλκοπρόσωπο κοντάρι να μην το στείλω πέρα απ᾽ τον στίβο,
αλλά, στην παλάμη κραδαίνοντάς το, να το ρίξω μακριά,45
τους αντιπάλους ξεπερνώντας.
Κι άμποτε ο χρόνος πάντοτε όπως τώρα ευδαιμονία να του χαρίζει
και πλούτη, και των βασάνων λησμονιά να φέρνει.
[ΙΙΙβ] Μακάρι, αλήθεια, να του θυμίζει ο χρόνος σε ποιες
μες στους πολέμους μάχες
τη θέση του κράτησε δείχνοντας καρτερική ψυχή,
και κέρδισαν, αυτός και οι δικοί του, με του θεού το χέρι
τιμές που άλλος Έλληνας κανένας δεν τις δρέπει,
του πλούτου τους αγέρωχο στεφάνι.50
Και τώρα, του Φιλοκτήτη τα ίχνη ακολουθώντας, κίνησε για πόλεμο·
απ᾽ την ανάγκη στενεμένος ακόμα κι ο τρανός
φίλον τον λέει καλοπιάνοντάς τον.
Και λένε πως πήγανε στη Λήμνο ήρωες ισόθεοι να φέρουν τον τοξότη,
[IIIγ] του Ποίαντα τον γιο,10 που τον βασάνιζε η πληγή του.
Κι αυτός του Πριάμου την πόλη κούρσεψε και στα δεινά των Δαναών
έβαλε τέλος· μπορεί μ᾽ ασθενικό να βάδιζε κορμί,55
μα από τη Μοίρα ήτανε γραμμένο.
Έτσι και τον Ιέρωνα ας κρατά ο θεός ορθόν στα χρόνια που θα ρθούνε,
και όσα η ψυχή του πεθυμά να του χαρίζει με το σωστό το μέτρο.
Μούσα, δέξου και τον Δεινομένη να υμνήσω,
αμείβοντας τη νίκη των τεθρίππων.
Στον γιο χαρά δεν είναι ξένη του πατέρα του η νίκη.
Ελάτε τώρα, ας συνθέσουμε έναν ύμνο αγαπητό στον βασιλιά της Αίτνας. 60
[IVα] Γι᾽ αυτόν ο Ιέρων έχτισε την πόλη εκείνη -τη λευτεριά της πύργωσαν
θεοί-
αλφαδιασμένη με τους νόμους της φυλής του Ύλλου·11
μα και του Πάμφυλου οι απόγονοι καθώς και των Ηρακλειδών
που ζούνε στα ριζά του Ταϋγέτου
θέλουνε να κρατούνε τους θεσμούς του Αιγιμιού
μένοντας πάντα Δωριείς.65
Από την Πίνδο ξεκινώντας, πήραν οι μακάριοι τις Αμύκλες,12
οι τρισένδοξοι γείτονες των Τυνδαριδών με τα λευκά τ᾽ άλογα,
κι άνθησε του κονταριού τους η φήμη.
[IVβ] Ω Δία που τέλος σε όλα δίνεις, μακάρι πλάι στου
Αμένα13 τα νερά να βγαίνει αληθινός
ο λόγος των ανθρώπων
που τέτοια μοίρα πάντοτε ορίζει σε βασιλιάδες και πολίτες.
Με σε βοηθό ο άρχοντας δίνει στον γιο του συμβουλές·70
μακάρι τον λαό να τιμήσει και να τον οδηγήσει σε ομοφροσύνη και
γαλήνη.
Κατάνευσε, παρακαλώ σε,γιε του Κρόνου,
ήμεροι οι Φοίνικες14 στη χώρα τους να μένουν,
κι οι Τυρρηνοί15 χωρίς αλαλαγμούς πολέμου,
βλέποντας μπρος στην Κύμη πώς η έπαρσή τους στον στόλο θρήνο
έφερε·
[IVγ] απ᾽ των Συρακουσίων τον αρχηγό το ξέρουνε τι πάθαν,
σαν τους εδάμασε και πέταξε απ᾽ τα γοργά καράβια στη θάλασσα
τη νιότη, την Ελλάδα από βαριά σκλαβιά λυτρώνοντας.75
Τη Σαλαμίνα υμνώντας θα κερδίσω την εύνοια της Αθήνας γι᾽ αμοιβή μου·
της Σπάρτης την εύνοια, αν υμνήσω τη μάχη κοντά στον Κιθαιρώνα,16
εκεί που οι Μήδοι οι καμπυλότοξοι λυγίσαν·
και για του Δεινομένη τα παιδιά17 ύμνο θα πλέξω,
που τον εκέρδισαν με την παλικαριά τους,80
πλάι στου Ιμέρα18 τα γάργαρα νερά
τον εχθρικό στρατό τσακίζοντας.
[Vα] Αν πεις τον λόγο τον σωστό κι αν τα πολλά μπορέσεις
νήματα να τα πυκνοϋφάνεις,
θα ᾽ναι πιο μικρός ο ψόγος των ανθρώπων·
γιατί η βαρετή η χόρταση τις βιαστικές στομώνει ελπίδες·
και τίποτα δεν είναι πιο βαρύ στα μύχια της καρδιάς των πολιτών
παρά ν᾽ ακούν για τις χαρές των άλλων.
Αλλά -καλύτερα να σε φθονούν παρά να σε οικτίρουν-85
μην παραλείψεις τα έργα τα καλά. Κυβέρνα με πηδάλιο δίκαιο
τον λαό και χάλκευε τη γλώσσα σου στ᾽ αμόνι της αλήθειας.
[Vβ] Αν κάτι, έστω και μικρό, λοξά σου ξεσπιθίσει, μεγάλο θα φανεί,
γιατί έρχεται από σένα.
Για πράγματα πολλά φροντίζεις, και μάρτυρες πολλοί
για κάθε πράξη, καλή ή κακή, θα γίνουν πιστευτοί.
Κράτα γενναιόδωρη τη διάθεσή σου κι, αν θέλεις
λόγο γλυκό πάντα ν᾽ ακούς, ας μην κουράζεσαι απλόχερα να δαπανάς.90
Σαν καπετάνιος άπλωνε στο αγέρι το πανί και, ω φίλε,
μην γελαστείς απ᾽ το εύκολο το κέρδος.
Μονάχα η φήμη η λαμπρή που οι θνητοί αφήνουνε μετά τον θάνατό τους
[Vγ] μηνάει για τη ζωή τους σε ποιητές και σε λογίους.
Του Κροίσου δεν πεθαίνει το ευγενικό μεγαλείο.
Κι αυτόν που με άσπλαχνη ψυχή καρβούνιαζε τα θύματά του
μέσα στον χάλκινο ταύρο, τον Φάλαρη,19 από παντού εχθρική τον
περιζώνει95
φήμη. Ποτέ οι φόρμιγγες που συνοδεύουν γλυκά των παιδιών τα τραγούδια
μέσα στα σπίτια δεν θα τον δεχτούν.
Το πρώτο έπαθλο η ευτυχία είναι· το καλό όνομα
τη δεύτερη έχει θέση: όποιος πετύχει και τα δυο100
και τα κρατήσει, το υπέρτατο στεφάνι έχει κερδίσει.
----------------
1 «Πρόκειται μάλλον για τις εισαγωγικές νότες της φόρμιγγας, προτού αρχίσει η εκτέλεση της ωδής» (Δ. Ιακώβ).
2 Ο βασιλιάς των πουλιών είναι το έμβλημα του βασιλιά των θεών.
3 Του Απόλλωνα.
4 Πιερίδες ονομάζονται οι Μούσες, επειδή κατοικούν στην Πιερία.
5 Τους στίχους 13-14 (ὅσσα … ἀμαιμάκετον) επέλεξε ο Κάλβος ως προμετωπίδα της Λύρας (1824).
6 Ένας από τους Γίγαντες, γιος του Ταρτάρου και της Γης και πατέρας των θυελλωδών ανέμων, ο τελευταίος αντίπαλος του Δία
7 Εννοεί την Κύμη στην περιοχή της Καμπανίας (κοντά στη Νεάπολη).
8 Αρχαίες πηγές αναφέρουν έκρηξη του ηφαιστείου το 479 ή το 475 π.Χ.
9 Το επίθετο ίσως παραπέμπει στο μαντείο του Απόλλωνα στα Πάταρα της Λυκίας.
10 Τον Φιλοκτήτη. Όταν έπλεαν για την Τροία οι Έλληνες, τον εγκατέλειψαν στη Λήμνο, επειδή τον είχε δαγκώσει ένα φίδι και ήταν αφόρητη η δυσοσμία από την πυορροούσα πληγή. Εκεί πέρασε δέκα μαρτυρικά χρόνια, ώσπου ένας χρησμός, που έθετε ως όρο για την άλωση της Τροίας την εξασφάλιση του τόξου του Ηρακλή, που βρισκόταν ακόμη στα χέρια του Φιλοκτήτη, υποχρέωσε τους Έλληνες να στείλουν τον Οδυσσέα και τον Διομήδη στη Λήμνο, που κατάφεραν να αποκτήσουν το τόξο και πήραν μαζί τον Φιλοκτήτη στην Τροία, όπου θεραπεύτηκε και σκότωσε τον Πάρη.
11 Ο Ύλλος είναι ο γιος του Ηρακλή. Ο γιος του Δώρου, του γενάρχη των Δωριέων, Αιγιμιός, που ζούσε στην περιοχή της Πίνδου και είχε δυο γιους, τον Πάμφυλο και τον Δύμαντα, πήρε ως τρίτο τον Ύλλο, για να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του προς τον Ηρακλή. Από τον Ύλλο, τον Πάμφυλο και τον Δύμαντα έλαβαν τα ονόματα τους οι τρεις φυλές των Δωριέων (Υλλείς. Πάμφυλοι, Δυμάνες).
12 Δωρική πόλη στα νότια της Σπάρτης. Την έχτισε ο Αμύκλας, ο γιος του Λακεδαίμονος και της Σπάρτης. Κοντά βρισκόταν η πόλη Θεράπνη (ή Θεράπναι), όπου λατρεύονταν οι Διόσκουροι Κάστωρ και Πολυδεύκης, που εδώ ονομάζονται Τυνδαρίδες (γιοι του Τυνδάρεω, του πατέρα της Ελένης).
13 Ποταμός της Σικελίας, κοντά στην Αίτνα.
14 Οι Καρχηδόνιοι. Το 480 π.Χ. είχαν ηττηθεί από τον αδελφό του Ιέρωνα Γέλωνα (και τον τύραννο της Ιμέρας Θήρωνα) στην Ιμέρα.
15 Οι Ετρούσκοι. Το 474 π.Χ. τους νίκησε ο Ιέρων κοντά στην Κύμη.
16 Εννοεί τη μάχη στις Πλαταιές (479 π.Χ.).
17 Τον Γέλωνα και τον Ιέρωνα.
18 Ποταμός της Σικελίας, στις εκβολές του οποίου ήταν χτισμένη η ομώνυμη πόλη.
19 Τύραννος του Ακράγαντα (570-554 π.Χ.). Η σκληρότητά του υπήρξε παροιμιώδης. Παραδίδεται ότι τοποθετούσε τους εχθρούς του στην πυρακτωμένη κοιλιά ενός χάλκινου ταύρου και τους έκαιγε.