Παρασκευή 12 Μαΐου 2017

ΡΗΤΟΡΙΚΗ: ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ - Φίλιππος (39-45)

[39] Τάχ᾽ οὖν ἄν τις ἐνστῆναι τοῖς εἰρημένοις τολμήσειεν, λέγων ὡς ἐπιχειρῶ σε πείθειν ἀδυνάτοις ἐπιτίθεσθαι πράγμασιν· οὔτε γὰρ Ἀργείους φίλους ἄν ποτε γενέσθαι Λακεδαιμονίοις οὔτε Λακεδαιμονίους Θηβαίοις οὔθ᾽ ὅλως τοὺς εἰθισμένους ἅπαντα τὸν χρόνον πλεονεκτεῖν οὐδέποτ᾽ ἂν ἰσομοιρῆσαι πρὸς ἀλλήλους.

[40] Ἐγὼ δ᾽ ὅτε μὲν ἡ πόλις ἡμῶν ἐν τοῖς Ἕλλησιν ἐδυνάστευεν καὶ πάλιν ἡ Λακεδαιμονίων, οὐδὲν ἂν ἡγοῦμαι περανθῆναι τούτων· ῥᾳδίως γὰρ ἂν ἑκατέραν ἐμποδὼν γενέσθαι τοῖς πραττομένοις· νῦν δ᾽ οὐχ ὁμοίως ἔγνωκα περὶ αὐτῶν. Οἶδα γὰρ ἁπάσας ὡμαλισμένας ὑπὸ τῶν συμφορῶν, ὥσθ᾽ ἡγοῦμαι πολὺ μᾶλλον αὐτὰς αἱρήσεσθαι τὰς ἐκ τῆς ὁμονοίας ὠφελείας ἢ τὰς ἐκ τῶν τότε πραττομένων πλεονεξίας.

[41] Ἔπειτα τῶν μὲν ἄλλων ὁμολογῶ μηδέν᾽ ἂν δυνηθῆναι διαλλάξαι τὰς πόλεις ταύτας, σοὶ δ᾽ οὐδὲν τῶν τοιούτων ἐστὶν χαλεπόν. Ὁρῶ γάρ σε τῶν τοῖς ἄλλοις ἀνελπίστων δοκούντων εἶναι καὶ παραδόξων πολλὰ διαπεπραγμένον, ὥστ᾽ οὐδὲν ἄτοπον εἰ καὶ ταῦτα μόνος συστῆσαι δυνηθείης. Χρὴ δὲ τοὺς μέγα φρονοῦντας καὶ τοὺς διαφέροντας μὴ τοῖς τοιούτοις ἐπιχειρεῖν ἃ καὶ τῶν τυχόντων ἄν τις καταπράξειεν, ἀλλ᾽ ἐκείνοις οἷς μηδεὶς ἂν ἄλλος ἐπιχειρήσειε πλὴν τῶν ὁμοίαν σοὶ καὶ τὴν φύσιν καὶ τὴν δύναμιν ἐχόντων.

[42] Θαυμάζω δὲ τῶν ἡγουμένων ἀδύνατον εἶναι πραχθῆναί τι τούτων, εἰ μήτ᾽ αὐτοὶ τυγχάνουσιν εἰδότες μήθ᾽ ἑτέρων ἀκηκόασιν ὅτι πολλοὶ δὴ πόλεμοι καὶ δεινοὶ γεγόνασιν, οὓς οἱ διαλυσάμενοι μεγάλων ἀγαθῶν ἀλλήλοις αἴτιοι κατέστησαν. Τίς γὰρ ἂν ὑπερβολὴ γένοιτο τῆς ἔχθρας τῆς πρὸς Ξέρξην τοῖς Ἕλλησι γενομένης; Οὗ τὴν φιλίαν ἅπαντες ἴσασιν ἡμᾶς τε καὶ Λακεδαιμονίους μᾶλλον ἀγαπήσαντας ἢ τῶν συγκατασκευασάντων ἑκατέροις ἡμῶν τὴν ἀρχήν.

[43] Καὶ τί δεῖ λέγειν τὰ παλαιὰ καὶ τὰ πρὸς τοὺς βαρβάρους; Ἀλλ᾽ εἴ τις ἀθρήσειε καὶ σκέψαιτο τὰς τῶν Ἑλλήνων συμφορὰς, οὐδὲν ἂν μέρος οὖσαι φανεῖεν τῶν διὰ Θηβαίους καὶ Λακεδαιμονίους ἡμῖν γεγενημένων. Ἀλλ᾽ οὐδὲν ἧττον Λακεδαιμονίων τε στρατευσάντων ἐπὶ Θηβαίους καὶ βουλομένων λυμήνασθαι τὴν Βοιωτίαν καὶ διοικίσαι τὰς πόλεις βοηθήσαντες ἡμεῖς ἐμποδὼν ἐγενόμεθα ταῖς ἐκείνων ἐπιθυμίαις·

[44] καὶ πάλιν μεταπεσούσης τῆς τύχης καὶ Θηβαίων καὶ Πελοποννησίων ἁπάντων ἐπιχειρησάντων ἀνάστατον ποιῆσαι τὴν Σπάρτην, ἡμεῖς καὶ πρὸς ἐκείνους μόνοι τῶν Ἑλλήνων ποιησάμενοι συμμαχίαν συναίτιοι τῆς σωτηρίας αὐτοῖς κατέστημεν.

[45] Πολλῆς οὖν ἀνοίας ἂν εἴη μεστὸς, εἴ τις ὁρῶν τηλικαύτας μεταβολὰς γιγνομένας καὶ τὰς πόλεις μήτ᾽ ἔχθρας μήθ᾽ ὅρκων μήτ᾽ ἄλλου μηδενὸς φροντιζούσας πλὴν ὅ τι ἂν ὑπολάβωσιν ὠφέλιμον αὑταῖς εἶναι, τοῦτο δὲ στεργούσας μόνον καὶ πᾶσαν τὴν σπουδὴν περὶ τούτου ποιουμένας, μὴ καὶ νῦν νομίζοι τὴν αὐτὴν γνώμην ἕξειν αὐτὰς, ἄλλως τε καὶ σοῦ μὲν ἐπιστατοῦντος ταῖς διαλλαγαῖς, τοῦ δὲ συμφέροντος πείθοντος, τῶν δὲ παρόντων κακῶν ἀναγκαζόντων. Ἐγὼ μὲν γὰρ οἶμαι τούτων σοι συναγωνιζομένων ἅπαντα γενήσεσθαι κατὰ τρόπον.

***
Η ΚΑΤΑΛΛΗΛΗ ΣΤΙΓΜΗ
Η περίπτωση του Φιλίππου. Η γενική κατάσταση των ελληνικών πόλεων.
[39] Ίσως κανείς να είχε την τόλμη να φέρει αντίρρηση σε όσα σου ανάφερα, λέγοντας ότι προσπαθώ να σε παρασύρω σε πράξεις ακατόρθωτες· γιατί ούτε οι Αργείοι θα ήταν δυνατό ποτέ να γίνουν φίλοι με τους Λακεδαιμονίους ούτε και αυτοί με τους Θηβαίους και γενικά αυτοί που είχαν συνηθίσει να κρατούν πάντα για τον εαυτό τους τα πρωτεία ποτέ δεν θα δέχονταν πραγματική ισοτιμία με τους άλλους.

[40] Εγώ βέβαια είμαι σίγουρος πως, τον καιρό που η πόλη μας και αργότερα η Σπάρτη ασκούσε κυριαρχία πάνω σ᾽ όλους τους Έλληνες, τίποτα από αυτά δεν ήταν δυνατό νά ᾽ρθει σε πέρας· τόσο η μια όσο και η άλλη πόλη πολύ εύκολα θα έφερναν εμπόδια σε μια τέτοια προσπάθεια. Τώρα όμως δεν έχω πια την ίδια γνώμη. Ξέρω ότι οι συμφορές έχουν φέρει όλες τις πόλεις σε ίση μοίρα και πιστεύω ότι θα προτιμήσουν τα καλά που φέρνει η ομόνοια από τα πλεονεχτήματα που ίσως να είχανε σ᾽ εκείνη την κατάσταση.

[41] Έπειτα είμαι βέβαιος ότι κανένας άλλος δεν θα ήταν σε θέση να συμβιβάσει αυτές τις πόλεις, ενώ για σένα τίποτα από αυτά δεν είναι δύσκολο: Παρατηρώ ότι κατόρθωσες πολλά, που για τους άλλους φαίνονται ανέλπιστα και εντελώς απίστευτα· γι᾽ αυτό δεν είναι απίθανο μόνο εσύ να δυνηθείς να φέρεις την ομόνοια και σ᾽ αυτές. Και είναι ανάγκη οι άνθρωποι που έχουν φρόνημα υψηλό και ξεχωρίζουν από τους άλλους να μην καταπιάνονται με έργα που ο καθένας μπορεί να τα πετύχει, αλλά με κατορθώματα που δεν θα τα επιχειρούσε άλλος κανείς, έξω από αυτούς που έχουν τη δικιά σου αξία και τη δικιά σου δύναμη.

[42] Απορώ μάλιστα και με όσους θεωρούν αδύνατη την πραγματοποίηση αυτών, αφού μήτε οι ίδιοι τυχαίνει να γνωρίζουν μήτε και από άλλους έχουν ακουστά ότι έγιναν βέβαια πολλοί πόλεμοι και φοβεροί, όμως οι άνθρωποι που τους διάλυσαν έγιναν πρόξενοι μεγάλων αγαθών. Ποιό μίσος τάχα θα μπορούσε να υπάρξει πιο φοβερό από αυτό που ένιωθαν οι Έλληνες για τον Ξέρξη; Και όμως, τη φιλία του Ξέρξη όλοι το ξέρουν πως την επιζητήσαμε και εμείς και οι Σπαρτιάτες με επιμονή μεγαλύτερη από ό,τι τη φιλία εκείνων που στήριξαν την εξουσία και στους δυο μας.

[43] Και τί να λέμε τώρα τα παλιά και όσα έχουν σχέση με τους βαρβάρους; Αν κάποιος μάζευε και λογάριαζε όλα τα βάσανα των Ελλήνων, θα τα έβρισκε ένα τίποτε μπροστά στις συμφορές που έφεραν σ᾽ εμάς οι Σπαρτιάτες και οι Θηβαίοι. Εντούτοις, όταν οι Σπαρτιάτες έκαμαν πόλεμο με τους Θηβαίους, θέλοντας να ερημώσουν τη Βοιωτία και να διαλύσουν τον συνασπισμό των πόλεών της, εμείς τρέξαμε σε βοήθεια και τους εμποδίσαμε να πραγματοποιήσουν τον σκοπό τους.

[44] Και όταν πάλι η τύχη άλλαξε και οι Θηβαίοι με όλους τους Πελοποννησίους επιχείρησαν να καταστρέψουν τη Σπάρτη, εμείς μόνο από τους Έλληνες συμμαχήσαμε με τους Σπαρτιάτες και τους βοηθήσαμε αποφασιστικά στη σωτηρία τους.

[45] Θα ήταν λοιπόν πολύ ανόητος ο άνθρωπος που θα έβλεπε να γίνονται τόσο σημαντικές μεταβολές, θα έβλεπε τις πόλεις να μη νοιάζονται ούτε για έχθρες ούτε για όρκους ούτε για τίποτε άλλο, παρά μονάχα για ό,τι θεωρούν ωφέλιμο γι᾽ αυτές, να προσηλώνονται σ᾽ αυτό και να το περιβάλλουν με όλο τους τον ζήλο, θα τα έβλεπε, λέω, αυτά και ωστόσο δεν θα παραδεχόταν ότι και αυτή τη στιγμή θα έχουν την ίδια γνώμη, ακόμα περισσότερο που εσύ θα αναλάβεις την ευθύνη για τη δικιά τους συμφιλίωση και το συμφέρο τους συνηγορεί και τους εξαναγκάζουν και οι παρούσες συμφορές! Εγώ αδίσταχτα πιστεύω ότι με τις λαμπρές αυτές προϋποθέσεις όλα θα πάνε μια χαρά.

Συγκριτική επισκόπηση του έργου του Ηρόδοτου και του Θουκυδίδη

Αποτέλεσμα εικόνας για Συγκριτική επισκόπηση του έργου του Ηρόδοτου και του ΘουκυδίδηΓενικά στοιχεία
 
1) Ιωνική φυσική φιλοσοφία, ορθολογισμός, εκκοσμίκευση, ανθρωπολογική περιέργεια για την ετερότητα και ενδιαφέρον για την αποτύπωση γεωγραφικών χαρτών (Αναξίμανδρος) αποτελούν τη βάση για την ανάπτυξη της ιστοριογραφίας.
2) «Δεν αποτελεί σύμπτωση το γεγονός ότι ιστορία και δημοκρατία γεννήθηκαν ταυτόχρονα» (Stahl, 1987 και Meier, 1995, όπως παρατίθενται, ό.π., 25).
3) Ο ιστορικός είναι το φιλέρευνο υποκείμενο που αναζητεί την αλήθεια χωρίς όμως να μπορεί να αποκοπεί πλήρως από τη μυθική παράδοση• είναι επίσης αυτός που διαμορφώνει σφαιρική άποψη και εκφράζει την προσωπική του γνώμη (δόξα), και όχι το υποκείμενο της λυρικής ποίησης που πάσχει ή καταγράφει τα βιώματά του.
4) Η ιστοριογραφία έχει ως σημείο εκκίνησης τα έργα του Εκαταίου Γενεαλογίαι (γενεαλογική / μυθογραφική προσέγγιση του παρελθόντος) και Περίοδος Γης (πρώτη εθνογραφική προσέγγιση).
5) Όπως δείχνει το έργο του Ηρόδοτου η εξελικτική πορεία της ιστοριογραφίας κλιμακώνεται από τη φάση της περιγραφικής – εθνογραφικής – γενεαλογικής προοπτικής (στα πρώτα έξι βιβλία των Ιστοριών) προς τη συγγραφή μονογραφιών, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την πραγμάτευση της εκστρατείας του Ξέρξη εναντίον της Ελλάδας (στο τελευταίο τρίτο των Ιστοριών).
6) Οι πρώτοι «ιστορικοί»: Εκαταίος ο Μιλήσιος (τέλη του 6ου – αρχές του 5ου αιώνα π.Χ.), Ακουσίλαος ο Αργείος, Φερεκύδης ο Αθηναίος, Ξάνθος ο Λυδός, Δημοκλής από τα Φύγελα, Ίων ο Χίος, Ελλάνικος ο Λέσβιος, Χάρων ο Λαμψακηνός, Αντίοχος ο Συρακούσιος, Δαμάστης από το Σίγειο, Διονύσιος ο Μιλήσιος.
 
                Α’. Ηρόδοτος
 
Γεννήθηκε το 484 π.Χ. Εξορίστηκε από την Αλικαρνασσό και έζησε για κάποιο χρονικό διάστημα στη Σάμο επειδή συμμετείχε στην αποτυχημένη απόπειρα ανατροπής του φιλοπέρση τυράννου Λύγδαμη. Επέστρεψε στην πατρίδα του μετά την πτώση του τυράννου, πριν από το 454 π.Χ. Μεταξύ 454 π.Χ. και 445 π.Χ. ταξιδεύει στην Αφρική και την Ασία (Βαβυλώνα), στη Μέση Ανατολή (Τύρος), στον Εύξεινο Πόντο, στη Θράκη και τη Μακεδονία, όπως και στα νησιά Θάσο και Σαμοθράκη, όπου μυήθηκε στα μυστήρια των Καβείρων. Από το 445 π.Χ. εγκαθίσταται στην Αθήνα όπου δίνει διαλέξεις. Οι Ιστορίες του δημοσιεύτηκαν μεταξύ 430 και 424 π.Χ.. Σε αυτές αποτυπώνεται η μετάβαση από την αρχαϊκή εποχή στον «διαφωτισμό» του δεύτερου μισού του 5ου πΧ αιώνα. Συγκεκριμένα, συνυφαίνεται «η υποκειμενική βούληση για την αναζήτηση της αλήθειας» με τη «μυθοπλαστική τάση», όπως επίσης η ιδέα της ελευθερίας της βούλησης με την ακλόνητη πίστη στο αλάθητο των χρησμών και στα όνειρα ως θεϊκά σημάδια. Πιθανότερος τόπος θανάτου και ταφής του, οι Θούριοι, αποικία που ίδρυσε η Αθήνα στον κόλπο του Τάραντα το 444/443 π.Χ.
 
Στο Προοίμιο των Ιστοριών του ο Ηρόδοτος γράφει: «Ο Ηρόδοτος από την Αλικαρνασσό εκθέτει εδώ τις έρευνές του, για να μην ξεθωριάσει με τα χρόνια ό,τι έγινε από τους ανθρώπους [=μήτε τω χρόνω εξίτηλα γένηται], μήτε έργα μεγάλα και θαυμαστά, πραγματοποιημένα άλλα από τους Έλληνες και άλλα από τους βαρβάρους, να σβήσουν άδοξα [=μήτε ακλεά γένηται]. Ιδιαίτερα γίνεται λόγος για την αιτία που αυτοί πολέμησαν μεταξύ τους»
 
            Ο Ηρόδοτος επιχειρεί να συγγράψει την παγκόσμια πολιτισμική και πολιτικο-στρατιωτική ιστορία της εποχής του, επιτομή της οποίας είναι η σύγκρουση Ελλήνων και βαρβάρων που ξεκινά με την Ιωνική επανάσταση. Η επιτομή όμως αυτή αποτελεί μόνο τον πέμπτο και τελευταίο αφηγηματικό κύκλο του έργου του, ενώ προηγούνται αυτοί που αφορούν τον Λυδό βασιλέα Κροίσο, καθώς και τους τέσσερις Πέρσες βασιλείς, τον Κύρο, τον Καμβύση, τον Δαρείο και τον Ξέρξη.
 
            Η ερμηνευτική προοπτική του Ηροδότου δεν είναι ελληνοκεντρική ούτε στο έργο του απαξιώνονται οι Ασιάτες και οι Αφρικανοί, η πολιτισμική ιδιαιτερότητα των οποίων αντιμετωπίζεται αντιστικτικά σε σχέση με αυτή των Ελλήνων. Απεναντίας, διακρίνεται ανάγλυφα στο έργο του μια ιστορικιστική – σχετικιστική διάσταση, η οποία, ωστόσο, δεν είναι ισχυρότερη από ό,τι ο ίδιος θεωρεί πανανθρώπινο και επομένως κοινά δεσμευτικό ηθικό κανόνα (καταγγέλλει λόγου χάρη το έθιμο της ιερής πορνείας στο ναό της Αφροδίτης στην Βαβυλώνα). Πάντως, σύμφωνα με τον Αλικαρνασσέα ιστορικό, ο ελληνικός, ο περσικός και ο αιγυπτιακός κόσμος συγκροτούν από κοινού το ανώτατο επίπεδο της πολιτισμικής εξέλιξης της ανθρωπότητας, ενώ σε κατώτερες βαθμίδες της πολιτισμικής / εξελικτικής ιεραρχίας τοποθετούνται οι νομαδικές συσσωματώσεις (Σκύθες, Μασσαγέτες, Άραβες) και τα πρωτόγονα φύλα (Ινδοί).
 
            Οι εθνογραφικές ενότητες του έργου αρθρώνονται σε τέσσερις άξονες: το φυσικό και γεωγραφικό περιβάλλον, αξιοπερίεργα στοιχεία, ήθη/έθιμα και ιστορία. Βασικές αρχές της αφηγηματικής τεχνικής του Ηροδότου είναι η προφορικότητα του λόγου (κυριαρχεί άλλωστε το ρήμα «λέγω») και η παρατακτική διάρθρωση αφηγήσεων οι οποίες δεν συνυφαίνονται μεταξύ τους. Η γραμμική αφήγηση των γεγονότων διακόπτεται από αφηγηματικές αναλήψεις (σύνδεση με το απώτατο ή το απώτατο παρελθόν) και παρεκβάσεις (πρόσκαιρη διακοπή της κύριας αφήγησης). Ο Ηρόδοτος χρησιμοποιεί μια μικτή αφηγηματική μορφή που περιλαμβάνει α) μίμηση, β) απλή διήγηση και γ) εσωτερική εστίαση, δηλαδή «η διείσδυση στον συναισθηματικό κόσμο και στις σκέψεις των δρώντων προσώπων». Συχνά επίσης υλοποιεί μια επική στρατηγική αγωνίας, η οποία συντίθεται από α) επιβραδύνσεις του αφηγηματικού ρυθμού, διακοπές στην εξέλιξη της πλοκής ή πρόσκαιρες μεταστροφές της πλοκής, β) σκόπιμες παραπλανήσεις του ακροατή / αναγνώστη ή τεχνάσματα δημιουργίας αμηχανίας ή προσδοκιών που δεν θα επιβεβαιωθούν (πχ. νίκη των Περσών επί των Ελλήνων λόγω της ισχύος και του αριθμού τους) και γ) εκφράσεις δραματικής ειρωνείας, η οποία προκύπτει «από την αντίθεση ανάμεσα στη γνώση των αποδεκτών του έργου και την άγνοια των πρωταγωνιστών της ιστορίας».
 
            Ο Ηρόδοτος λειτουργεί άλλοτε ως μεταφορέας απόψεων και διαβιβαστής λόγων άλλων και άλλοτε ως ίστωρ, δηλαδή ως ερευνητής, κριτικός των πηγών, αμέτοχος θεατής των γεγονότων και αξιολογητής προσώπων και καταστάσεων (παρατηρήσεις σε πρώτο πρόσωπο). Σε σύγκριση με τον ομηρικό αφηγητή που είναι παντογνώστης και πανταχού παρών, ο ηροδότειος αφηγητής είναι μόνο εν μέρει, καθώς εκφράζει συχνά αμφιβολίες και εξηγεί τη μεροληπτικότητα και την αποσπασματικότητα των πληροφοριών που έχει στη διάθεσή του.
 
            Ο Ηρόδοτος υπήρξε ο πρώτος ιστοριογράφος που κατανόησε την αξία της αυτοψίας (=όψεως) στην καταγραφή των ιστορικών γεγονότων. Η αναζήτηση της «αιτίης» για την πολιτισμική διαφορά και την εχθρότητα μεταξύ Περσών και Ελλήνων τον οδηγεί στην αυτοψία, δηλαδή σε ταξίδια με σκοπό τη συλλογή εθνολογικών στοιχείων και γεωγραφικών παρατηρήσεων, ενώ παράλληλα τον οδηγεί και στην «ιστορίη» (έρευνα), δηλαδή στην αναζήτηση αξιόπιστων πληροφοριών από άλλους με κριτήριο την αληθοφάνεια και το εικός (εικοτολογία).
 
            Δεν είναι γνωστή η έκταση της χρησιμοποίησης γραπτών πηγών από τον Ηρόδοτο, πάντως ο ίδιος παραπέμπει ρητά μόνο στον Εκαταίο. Ο Ηρόδοτος πολλές φορές (συνολικά 125) παραθέτει αντιθετικές ή αποκλίνουσες εκδοχές και συχνά αφήνει τον αναγνώστη να αποφασίσει για την εγκυρότερη, σαν να μη έχει ο ίδιος ο ιστοριογράφος τα μέσα και τη δυνατότητα να κρίνει. Πρόκειται για μια αγνωστικιστική και αμήχανη  επιλογή που απουσιάζει παντελώς από το έργο του Θουκυδίδη, αν και στην Ιστορία του Πελοποννησιακού πολέμου συναντάμε δύο άλλες παραπλήσιες αφηγηματικές τεχνικές με εντελώς διαφορετική ωστόσο λειτουργία: πρώτον, την επικέντρωση του ιστοριογραφικού φακού σε διαφορετικές οπτικές γωνίες πρόσληψης του ίδιου γεγονότος, στοιχείο που δημιουργεί στον αναγνώστη μια συνθήκη ολόπλευρης θέασης και συμμετοχής στα διαδραματιζόμενα• και δεύτερον, την αφηγηματική αντίστιξη διαφόρων γεγονότων και αντιθετικών σκοπεύσεων των ίδιων των ιστορικών πρωταγωνιστών, που ο ιστορικός αντιμετωπίζει με ανεκτικότητα και ειρωνεία, δεδομένου ότι είναι περιοριστικές, μερικευτικές και καλούνται να επενδύσουν διακηρυγμένα, υπόρρητα ή λανθάνοντα συμφέροντα. Μόνο ο ίδιος ο ιστορικός και μάλιστα πάντοτε εκ των υστέρων (δηλαδή μετά την ολοκλήρωση της δράσης), αφού προηγουμένως με σχολαστική συστηματικότητα έχει αναδείξει τις αιτιώδεις συνάφειες και τις λογικές ακολουθίες που συναρθρώνουν τα γεγονότα σε μια ενιαία και συνεκτική αφηγηματική πλοκή, μπορεί να γνωρίσει την ιστορική αλήθεια, καθώς και την έκβαση της αντιπαράθεσης των ανταγωνιστικών συμφερόντων των εχθρικών πόλεων-κρατών ή των αντίπαλων ιδεολογικοπολιτικών παρατάξεων.
 
            Στο έργο του Ηροδότου ενσαρκώνεται μια φιλοσοφία της Ιστορίας που έχει δύο άξονες: πρώτον, το Πεπρωμένο, από το οποίο ούτε καν οι ίδιοι οι θεοί δεν μπορούν να ξεφύγουν, και δεύτερον, το θείο, το οποίο κατευθύνει τα ιστορικά γεγονότα, φθονεί τους ανθρώπους που «υπερέχουν», εκδικείται (τίσις) και τιμωρεί την ανθρώπινη υπέρβαση της εγκόσμιας τάξης και του μέτρου, εξισορροπεί τις αδικίες (το θείον παν εόν φθονερό ντε και ταταχώδες / φιλέει γαρ ο θεός τα υπερέχοντα πάντα κολούειν / ου γαρ εά φρονέειν μέγα ο θεός άλλον ή εωυτόν). Παραδόξως όμως, στο κοσμολογικό αυτό σύστημα ο άνθρωπος δεν είναι άθυρμα τυφλών δυνάμεων ή πιόνι του Πεπρωμένου και των θεών. Αντίθετα, είναι προικισμένος με την ελευθερία της βούλησης και γι’ αυτό μπορεί να έχει την ευθύνη των πράξεων και των επιλογών του. Βασική πίστη του Ηροδότου είναι η κυκλική εξέλιξη της Ιστορίας.
 
            B’. Θουκυδίδης
 
Συνδεόταν συγγενικά με τον σπουδαιότερο πολιτικό αντίπαλο του Περικλή, τον Κίμωνα. Εξαιτίας της στρατιωτικής του αποτυχίας ως στρατηγού τον χειμώνα του 424/423 πΧ. στην Αμφίπολη, όπου οι αθηναϊκές δυνάμεις αιφνιδιάστηκαν από τις σπαρτιατικές με αρχηγό τον Βρασίδα, καταδικάστηκε σε 20ετή εξορία από την Αθήνα. Δεν γνωρίζουμε τους τόπους που τον φιλοξένησαν στη διάρκεια της μακρόχρονης και μάλλον άδικης εξορίας του (αφού πρωταρχικός υπεύθυνος ήταν ο συν-στρατηγός του Ευκλής, καθώς ο ίδιος βρισκόταν στην Θάσο). Πάντως επέστρεψε στη γενέθλια πόλη μετά το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου, στις αρχές του έτους 403 πΧ. Το έργο του μεγάλου Αθηναίου ιστορικού, που γράφτηκε στη διάρκεια της εξορίας του (έκτοτε θεωρούνταν προϋπόθεση αντικειμενικότητας το να είναι «άπολις» ο ιστορικός) ή κατ’ άλλους μελετητές μετά το 404 πΧ, παρέμεινε ημιτελές, δεδομένου ότι παρά τη διακηρυγμένη πρόθεση του Θουκυδίδη, η εξιστόρηση δεν φτάνει έως την κατάλυση της αθηναϊκής αρχής το 404 πΧ, αλλά περατώνεται το 411 π.Χ. Φαίνεται ότι ο Θουκυδίδης είχε αρχίσει να συλλέγει τεκμηριωτικό υλικό [με αυτοψία, όπως στην περίπτωση του λοιμού (2ο βιβλίο) ή της μάχης της Αμφίπολης (4ο βιβλίο) ή και με προφορικές πηγές αξιόπιστων μαρτύρων] ήδη από την έναρξη του πολέμου κατανοώντας την ιδιάζουσα σημασία του, αλλά και δηλώνοντας την πρόθεσή του να προχωρήσει εκ των υστέρων στην συγγραφή της ιστορίας του.
 
            Μια από τις πιο καίριες διαφορές που εντοπίζουμε όταν συγκρίνουμε το ιστοριογραφικό έργο του Ηρόδοτου με αυτό του Θουκυδίδη είναι ότι στην περίπτωση του δεύτερου η αυστηρή χρονογραφική διάταξη των γεγονότων και των αφηγηματικών ενοτήτων δεν διακόπτεται σχεδόν ποτέ από «παρεκβάσεις γεωγραφικού, τοπογραφικού ή εθνογραφικού περιεχομένου» ή «από καταλόγους». Αντίθετα, ένα στοιχείο όπου συγκλίνουν και οι δυο ιστορικοί είναι η χρήση των αναλήψεων (χαρακτηριστικές στην περίπτωση του Θουκυδίδη η «Αρχαιολογία» και η «Πεντηκονταετία»), οι οποίες προσδίδουν χρονικό βάθος στην ιστορική αφήγηση.
 
            Αν και ο Θουκυδίδης σπεύδει ευθύς εξ αρχής να δηλώσει την ταυτότητα, τα κίνητρά του και τα μεθοδολογικά του εργαλεία (πάντως και εδώ στο τρίτο ενικό πρόσωπο), σε ολόκληρο το έργο του δεσπόζει η τριτοπρόσωπη αφήγηση. Πρόκειται για καινοτόμο στρατηγική επιλογή που δηλώνει ακριβώς τη ρητορική σύμβαση, η οποία οφείλει να επενδύει την ορθολογική εξέταση των τεκμηριωτικών στοιχείων, την ιστορική αμεροληψία και αντικειμενικότητα του ιστορικού ώστε να δημιουργείται η εντύπωση ότι το επίπεδο της ιστορικής πραγματολογίας και της ιστορικής ανακατασκευής συμπίπτουν και ταυτίζονται. Είναι γνωστό ότι η καινοτομία του Θουκυδίδη, εχθρού κάθε μεταφυσικής θεώρησης της Ιστορίας, αποτέλεσε ειδοποιό γνώρισμα για την επιστημονική ιστοριογραφία από την εποχή της ακαδημαϊκής θεσμοποίησής της στις αρχές του 19ου αιώνα έως τις μέρες μας.
 
             Στο έργο του Θουκυδίδη δίνει τον τόνο μια παραδειγματική μορφή ιστορικής συνείδησης, η οποία θεμελιώνεται σε δυο παράγοντες: πρώτον, στην πεποίθηση για το αναλλοίωτο της ανθρώπινης φύσης και τη διιστορική παθογένειά της (φιλαυτία, επιδίωξη του συμφέροντος, σκληρότητα, αλαζονεία, πρόσκτηση δύναμης), καθώς και για την ύπαρξη παρόμοιων αντιδράσεων - συμπεριφοράς σε αντίστοιχες καταστάσεις στην πορεία του χρόνου• και δεύτερον –στοιχείο που απορρέει από το πρώτο-, στη λειτουργία της ιστορικής γνώσης ως μηχανισμού πρόληψης επερχόμενων δεινών.
 
            Στην Ιστορία του Πελοποννησιακού πολέμου περιλαμβάνονται 41 δημηγορίες (συμβουλευτικές, δικανικές, πανηγυρικές), οι οποίες, σύμφωνα με τους ερευνητές, «δεν αποτελούν πιστή καταγραφή των πραγματικών», ενώ, ταυτόχρονα, γίνεται παραδεκτό ότι «ο βαθμός της πλασματικότητάς τους είναι κάθε φορά διαφορετικός».

Ο Ξενοφώντας και η μάχη της Μαντινείας

Ο θάνατος του Επαμεινώνδα στη μάχη της ΜαντίνειαςΗ συμμαχική απομόνωση της Σπάρτης δεν κράτησε πολύ. Μολονότι οι Λακεδαιμόνιοι δεν έκαναν καμία κίνηση προσέγγισης σε κανένα, τα ίδια τα γεγονότα ανέτρεψαν την κατάσταση, αφού όλη η Πελοπόννησος φλεγόταν από το παιχνίδι της κυριαρχίας.
 
Από τη στιγμή που η Θήβα δεν έκανε καμία άλλη εκστρατεία στην Πελοπόννησο – πέρα από εκείνη που απείλησε την πόλη της Σπάρτης – οι σύμμαχοί της (και κυρίως οι Αρκάδες) επιδόθηκαν σ’ έναν αγώνα επεκτατισμού στοχεύοντας – ο καθένας για τον εαυτό του – την επικράτηση στο χώρο της Πελοποννήσου. Θα έλεγε κανείς ότι απούσης της Θήβας και καταπονημένης της Σπάρτης η Πελοπόννησος έμεινε χωρίς αφεντικό και οι υποψήφιοι για τη θέση δεν μπορούσαν άλλο να περιμένουν. Έχουμε μπει πια στο 364 π. Χ., όταν «οι Ηλείοι κατέλαβαν τον Λασιώνα, που άλλοτε τους ανήκε αλλά τώρα αποτελούσε τμήμα της Αρκαδικής Ομοσπονδίας. Οι Αρκάδες ωστόσο δεν έμειναν αδιάφοροι, παρά κήρυξαν ευθύς επιστράτευση και κίνησαν να τους χτυπήσουν». (7,4,12-13).
Η δεύτερη μεγάλη μάχη της αρχαιότητας που έγινε γνωστή ως Μάχη της Μαντινείας διεξήχθη περίπου 15 χλμ. βορείως της Τρίπολης το καλοκαίρι του 362 π.Χ. μεταξύ δύο συνασπισμών που είχαν επικεφαλής αντίστοιχα τη Θήβα και τη Σπάρτη, τις δύο τότε ισχυρότερες πόλεις της Ελλάδας, με έπαθλο την ηγεμονία της.
Η δεύτερη μεγάλη μάχη της αρχαιότητας που έγινε γνωστή ως Μάχη της Μαντινείας διεξήχθη περίπου 15 χλμ. βορείως της Τρίπολης το καλοκαίρι του 362 π.Χ. μεταξύ δύο συνασπισμών που είχαν επικεφαλής αντίστοιχα τη Θήβα και τη Σπάρτη, τις δύο τότε ισχυρότερες πόλεις της Ελλάδας, με έπαθλο την ηγεμονία της.
Οι σύμμαχοι της Θήβας αρχίζουν πια και συγκρούονται ανοιχτά για τη διεκδίκηση της πελοποννησιακής πίτας. Οι Λακεδαιμόνιοι, όταν είχαν την κυριαρχία, δεν άφηναν ποτέ τους συμμάχους να πολεμούν, χωρίς οι ίδιοι να πάρουν θέση κάνοντας το διαιτητή – ή και με εκστρατεία, αν το απαιτούσαν οι περιστάσεις. Ο ισχυρός πρέπει συνέχεια να ελέγχει τους συμμάχους και να τους υπενθυμίζει ότι οι διεκδικήσεις τους πρέπει να έχουν όρια κι ότι τις τελικές αποφάσεις θα τις πάρουν άλλοι.
 
Αν οι σύμμαχοι δε νιώθουν τη διαρκή επίβλεψη της ισχύος – που κάποιες φορές θα συνοδεύεται κι από την ανάλογη επίδειξη για το σωφρονισμό όλων – πέρα από το ότι αρχίζουν κι έχουν παράλογες απαιτήσεις, σταδιακά νιώθουν ανεξέλεγκτοι και είναι θέμα χρόνου το πότε θα αρχίσουν να διεκδικούν την ισχύ για τον εαυτό τους αμφισβητώντας το αφεντικό. Με άλλα λόγια, στη σύγκρουση Ηλείων και Αρκάδων η Θήβα έπρεπε να παρέμβει αμέσως. Η αδράνεια της Θήβας θα δώσει την εντύπωση ότι η Πελοπόννησος είναι προς διεκδίκηση, γεγονός ιδιαίτερα ζημιογόνο, αφού όποιος τελικά επιβληθεί, δεν μπορεί παρά να γίνει η επόμενη ανταγωνιστική δύναμη.
 
Οι Αρκάδες κατάφεραν να επικρατήσουν των Ηλείων κι αμέσως μετά «βάδισαν εναντίον των πόλεων των Ακρωρείων, τις κατέλαβαν εκτός από τη Θραύστο και κατόπιν έφτασαν στην Ολυμπία. Εκεί περίφραξαν το Κρόνιο κι εγκατέστησαν φρουρά, ελέγχοντας έτσι το βουνό της Ολυμπίας· κυρίεψαν και τα Μάργανα, τα οποία τους παραδόθηκαν από μερικούς κατοίκους». (7,4,14). Η Αρκαδική Ομοσπονδία δε θα μπορούσε να κάνει πιο σαφείς τις προθέσεις της στην Πελοπόννησο. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά επιτέθηκαν και στην πόλη των Ηλείων, χωρίς επιτυχία, λεηλατώντας τη χώρα.
 
Όμως, οι πολεμικές επιχειρήσεις είναι πρώτης τάξεως ευκαιρία και για εκείνους που θέλουν να καταλάβουν την εξουσία μέσα στην πόλη: «Υπήρχαν κι από πριν εσωτερικές έριδες στην Ήλιδα: οι οπαδοί του Χαρόπου, του Θρασωνίδα και του Αργείου ήθελαν δημοκρατία, ενώ οι οπαδοί του Ευάλκα, του Ιππία και του Στρατόλα ήθελαν ολιγαρχία. Καθώς λοιπόν οι Αρκάδες, που είχαν μεγάλη δύναμη, θεωρούνταν σύμμαχοι των δημοκρατικών, οι οπαδοί του Χαρόπου ξεθάρρεψαν, συνεννοήθηκαν με τους Αρκάδες ότι θα τους βοηθήσουν και κυρίεψαν την ακρόπολη». (7,4,15).
 
Η κατάσταση που δημιουργείται γνωστή. Στη συγκεκριμένη περίπτωση οι οπαδοί των δημοκρατικών εκδιώχτηκαν από την ακρόπολη και ο Χάροπος και ο Αργείος εξορίστηκαν μαζί με τετρακόσιους άλλους. Οι Αρκάδες ανακατεύονται και με τη βοήθειά τους οι εξόριστοι κατέλαβαν την Πύλο, η οποία έγινε εστία πολέμου εναντίον της Ήλιδας, καθώς όλοι οι δημοκρατικοί της πόλης κατέφυγαν εκεί: «Οι Αρκάδες έκαναν κι άλλη εισβολή στην Ηλεία, γιατί οι εξόριστοι τους έπεισαν ότι η πόλη θα προσχωρούσε σ’ αυτούς». (7,4,16-17).
 
Ούτε όμως η νέα εισβολή έφερε κάποιο αποτέλεσμα, πέρα από τη λεηλασία της υπαίθρου. Αντίθετα, τα πράγματα άρχισαν να περιπλέκονται για τους Αρκάδες, καθώς φοβούμενοι προφανώς τις επεκτατικές τους διαθέσεις και οι Αχαιοί και οι Πελληνείς συμμάχησαν με τους Ηλείους και αγωνίστηκαν για τη σωτηρία της πόλης.
 
Οι Αρκάδες για να εκδικηθούν τους Πελληνείς κυρίευσαν τον Όλουρο, που ήταν δικός τους. Οι Πελληνείς, όμως, «είχαν προσχωρήσει πάλι στη συμμαχία των Λακεδαιμονίων». (7,4,17-18). Η νέα εκστρατεία των Αρκάδων εναντίον της Ήλιδος έφερε σε τέτοια πίεση τους Ηλείους, που τους ανάγκασε να στείλουν πρέσβεις στη Σπάρτη.
 
Η Θήβα βρίσκεται πια στο περιθώριο των πελοποννησιακών εξελίξεων. Μια συμμαχική της δύναμη ζητά επίσημα τη βοήθεια των Λακεδαιμονίων προκειμένου να πολεμήσει έναν άλλο σύμμαχο. Οι Σπαρτιάτες δεν έχασαν την ευκαιρία. Ο Αρχίδαμος εκστράτευσε και κατέλαβε τον Κρώμνο: «Οι Αρκάδες καθώς ήταν συγκεντρωμένοι από την εκστρατεία εναντίον της Ήλιδος, βάδισαν προς τον Κρώμνο, τον περιέφραξαν με διπλό φράγμα, κι έτσι δίχως να κινδυνεύουν πολιόρκησαν τη φρουρά του Κρώμνου». (7,4,21).
 
Η Σπάρτη εμπλέκεται για τα καλά στη σύρραξη. Ο Αρχίδαμος λεηλατεί την Αρκαδία και τη Σκιρίτιδα, αλλά δεν μπορεί να απωθήσει τους Αρκάδες από τον Κρώμνο. Στη σύγκρουση που έγινε οι Λακεδαιμόνιοι δεν μπόρεσαν να νικήσουν τους Αρκάδες και τους Επαρίτους και ο ίδιος ο Αρχίδαμος τραυματίστηκε στο μηρό. Το ηθικό των Σπαρτιατών κλονίστηκε σοβαρά «καθώς έβλεπαν τον Αρχίδαμο πληγωμένο κι άκουγαν τα ονόματα των σκοτωμένων, που ήταν γενναίοι και σχεδόν όλοι τους σημαντικοί άνθρωποι». (7,4,24-25).
 
Η εκεχειρία που προτάθηκε από κάποιον ηλικιωμένο Σπαρτιάτη έγινε δεκτή με ανακούφιση και από τους Αρκάδες, που κατάφεραν να μην ηττηθούν, αν και ήταν αρκετά λιγότεροι σε αριθμό. Οι Σπαρτιάτες όμως δεν μπορούσαν να δεχτούν ότι θα αφήσουν αβοήθητους συμπολίτες τους να πολιορκούνται στον Κρώμνο. Πολύ σύντομα επέστρεψαν νύχτα και προσπάθησαν να τους ελευθερώσουν. Κατάφεραν να βγάλουν μερικούς, αλλά οι ενισχύσεις των Αρκάδων τους ανάγκασαν να οπισθοχωρήσουν αφήνοντας μέσα περισσότερους από εκατό Σπαρτιάτες και περιοίκους, οι οποίοι αιχμαλωτίστηκαν.
 
Οι Ηλείοι, από την πλευρά τους, δεν άφησαν το χρόνο ανεκμετάλλευτο. Κυρίευσαν την Πύλο κι έσφαξαν όλους τους εξόριστους δημοκρατικούς. Οι Αρκάδες «ενίσχυσαν τη φρουρά τους στην Ολυμπία, και καθώς ερχόταν ολυμπιακή χρονιά άρχισαν τις ετοιμασίες για την οργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων μαζί με τους Πισάτες, που ισχυρίζονταν ότι ήταν οι αρχικοί επόπτες του ιερού». (7,4,28).
 
Όπως ήταν φυσικό, οι Αρκάδες θεωρούσαν ότι δεν υπήρχε καμία περίπτωση να επιτεθούν εκεί οι Ηλείοι. Το πανίσχυρο των δυνάμεων που είχαν συγκεντρώσει ήταν η εγγύηση της ασφάλειάς τους. Οι αγώνες ξεκίνησαν κανονικά, αλλά όταν έφτασε η ώρα της πάλης οι αθλητές «δεν πάλεψαν στον στίβο, αλλ’ ανάμεσα στον στίβο και στον βωμό – γιατί στο μεταξύ ο στρατός των Ηλείων είχε προχωρήσει ως το τέμενος». (7,4,29).
 
Οι Αρκάδες «παρατάχθηκαν κατά μήκος του ποταμού Κλάδεου είχαν μαζί τους και συμμάχους, κάπου δυο χιλιάδες Αργείους οπλίτες και τετρακοσίους Αθηναίους ιππείς». (7,4,29-30). Οι Ηλείοι, που παρατάχθηκαν από την άλλη μεριά του ποταμού έκαναν την έκπληξη κατατροπώνοντας τους Αρκάδες και αναχαιτίζοντας και τους Αργείους που ήρθαν για ενίσχυση: «Κατόπιν, ωστόσο, τους έφερε η καταδίωξη στο χώρο που βρίσκεται ανάμεσα στο Βουλευτήριο, στο ιερό της Εστίας και στο θέατρο που είναι εκεί δίπλα· εκεί άρχισαν να τους χτυπούν από τις στοές και το Βουλευτήριο και τον μεγάλο ναό – και καθώς οι ίδιοι μάχονταν από χαμηλά, σκοτώθηκαν αρκετοί Ηλείοι». (7,4,30-31).
 
Οι Αρκάδες και οι σύμμαχοι φοβήθηκαν τόσο πολύ τους Ηλείους, που μέχρι πριν υποτιμούσαν, ώστε έστησαν φράγμα γκρεμίζοντας τα «ξύλινα παραπήγματα» τα οποία είχαν φτιάξει με μεγάλο κόπο. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά προσπαθώντας να μη χάσουν κανένα σύμμαχο, οι άρχοντες των Αρκάδων χρησιμοποιούσαν τον ιερό θησαυρό της Ολυμπίας, για να συντηρούν τους Επαρίτους.
 
Οι πρώτοι που αντέδρασαν σ’ αυτό ήταν οι Μαντινείς δίνοντας οι ίδιοι δικά τους χρήματα και καλώντας και τους άλλους να κάνουν το ίδιο. Οι άρχοντες των Αρκάδων τους αποκάλεσαν εχθρούς της Ομοσπονδίας και τους κάλεσαν να απολογηθούν. Οι Μαντινείς έκλεισαν τις πύλες της πόλης τους δείχνοντας συγκρουσιακές προθέσεις. Η αποδοχή ότι οι Αρκάδες άρχοντες μπορούν να αρπάζουν τα λεφτά από το ταμείο της Ολυμπίας και να τα μεταχειρίζονται κατά βούληση ισοδυναμεί με άμεση αναγνώριση της ολοκληρωτικής τους κυριαρχίας, αφού θα ήταν σε θέση να κάνουν κυριολεκτικά ό,τι θέλουν. Γρήγορα ακούστηκαν κι άλλες φωνές που καταδίκαζαν αυτή την πράξη και η ίδια η συνέλευση αποφάσισε ότι ήταν «αμάρτημα απέναντι στους θεούς». (7,4,34). Οι Αρκάδες δεν είχαν ακόμη τη δύναμη να λειτουργούν ανεξέλεγκτα.
 
Το πράγμα, όμως, πήρε μεγαλύτερες διαστάσεις, αφού «όσοι από τους άρχοντες είχαν διαχειριστεί τον ιερό θησαυρό κατάλαβαν πως, αν τους καλούσαν να λογοδοτήσουν, κινδύνευε η ζωής τους». (7,4,34). Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι χρειαζόταν μια ισχυρή δύναμη, για να τους προστατεύσει: «Έστειλαν λοιπόν απεσταλμένους στη Θήβα, μηνώντας ότι αν δεν έρθει στρατός των Θηβαίων, υπάρχει κίνδυνος να πάνε πάλι οι Αρκάδες με το μέρος των Λακεδαιμονίων». (7,4,34-35).
 
Κι ενώ η Θήβα ετοιμαζότανε να εκστρατεύσει «εκείνοι που ήθελαν το καλό της Πελοποννήσου» (ο Ρόδης Ρούφος ξεκαθαρίζει ότι πρόκειται σαφώς για την ολιγαρχική μερίδα) «έπεισαν την Αρκαδική Ομοσπονδία να στείλει πρέσβεις στους Θηβαίους να τους αναγγείλουν να μην έρθει στρατός τους στην Αρκαδία αν δεν τον ζητήσουν». (7,4,35). Και σαν να μην έφτανε αυτό «συλλογίζονταν ταυτόχρονα ότι κανέναν λόγο δεν είχαν να είναι εμπόλεμοι. Καθώς οι Ηλείοι συμφώνησαν μ’ αυτά, αποφάσισαν και οι δύο να κάνουν ειρήνη». (7,4,35).
 
Οι Θηβαίοι καλούνται τώρα να πληρώσουν την απουσία τους. Η Σπάρτη έπαψε να είναι ο εχθρός όλων και η Πελοπόννησος φαίνεται να έχει συνασπιστεί. Έπρεπε εξαρχής να μην επιτρέψει να πάνε τα πράγματα στην τύχη. Τώρα έχει ήδη αργήσει πολύ και γι’ αυτό πρέπει να εκστρατεύσει με μεγάλες δυνάμεις, αν θέλει να επιβάλει την τάξη.
 
Παρά την ειρήνη και την ώρα που όλοι γλεντούσαν, για να τη γιορτάσουν, στην πόλη της Τεγέας οι Τεγεάτες μαζί με τον εκεί Θηβαίο αρμοστή έκλεισαν τα τείχη της πόλης και συνέλαβαν όλους τους αριστοκρατικούς. Αν και πολλοί κατάφεραν να διαφύγουν, οι συλλήψεις ήταν ακόμη περισσότερες και η φυλακή γέμισε κρατουμένους, όπως και το δημόσιο κτήριο της πόλης. Το κακό για το Θηβαίο αρμοστή ήταν ότι συνέλαβε ελάχιστους Μαντινείς και με το ξημέρωμα, όταν πια τα γεγονότα ήταν γνωστά σε όλους «οι Μαντινείς έστειλαν αμέσως παραγγελία στις άλλες πόλεις της Αρκαδίας να οπλιστούν και να φυλάνε τις διαβάσεις». (7,4,38). Ταυτόχρονα απαίτησαν την αποφυλάκιση όλων.
 
Η Πελοπόννησος φαινόταν σύσσωμη κι αποφασισμένη. Τα πράγματα έδειχναν εκτός ελέγχου. Ο Θηβαίος αρμοστής και οι συνεργάτες του ήρθαν σε δύσκολη θέση κι αποφυλάκισαν τους κρατουμένους. Ισχυρίστηκαν ότι επρόκειτο για παρεξήγηση, καθώς ο αρμοστής είχε πληροφορηθεί ότι σπαρτιατικές δυνάμεις έρχονταν να καταλάβουν την Τεγέα κι ότι υπήρχαν Αρκάδες συνωμότες, που εκ των έσω θα τους παρέδιδαν την πόλη.
 
Φυσικά, δεν πείστηκε κανείς. Έστειλαν μάλιστα πρέσβεις στη Θήβα «να τον κατηγορήσουν και να ζητήσουν τη θανατική του καταδίκη». (7,4,39-40). Ο Επαμεινώνδας, όμως, είχε καταλάβει ότι η εκστρατεία στην Πελοπόννησο δεν μπορούσε να αναβληθεί άλλο. Απάντησε ότι ο αρμοστής έκανε λάθος όταν άδειασε τη φυλακή κι όχι όταν τη γέμισε. Για να εξηγήσει: «την ώρα που εμείς για χάρη δική σας μπήκαμε στον πόλεμο, και που σεις κάνατε ειρήνη χωρίς τη συγκατάθεσή μας, δίκαιο δεν είναι να κατηγορηθείτε για τούτο σαν προδότες; Να ξέρετε όμως καλά ότι εμείς και θα εκστρατεύσουμε στην Αρκαδία και θα πολεμήσουμε στο πλευρό των φίλων μας». (7,4,40). Με άλλα λόγια, η εκστρατεία θα γίνει είτε το θέλετε είτε όχι.
 
Όταν έφτασε η απάντηση του Επαμεινώνδα όλοι μπήκαν σε σκέψεις: «ήταν φανερό ότι οι Θηβαίοι ήθελαν την Πελοπόννησο όσο γινόταν πιο αδύναμη, για να πετύχουν πιο εύκολα την υποδούλωσή της». (7,5,1). Τώρα πια διατυπωνόταν δημόσια η άποψη: «τι άλλο λόγο έχουν» (οι Θηβαίοι) «να θέλουν να πολεμάμε εμείς, παρά να βλάπτουμε ο ένας τον άλλον και να τους έχουμε όλοι ανάγκη; Διαφορετικά γιατί, ενώ τους λέμε ότι τούτη τη στιγμή δεν τους χρειαζόμαστε, ετοιμάζονται να ξεκινήσουν; Δεν είναι φανερό ότι η εκστρατεία που ετοιμάζουν στρέφεται εναντίον μας;» (7,5,2).
 
Η Πελοπόννησος αρχίζει να καταλαβαίνει ότι η αναζήτηση της ισχύος είναι πιο εύκολη μέσα από την ενότητα. Φυσικά, δεν πρόκειται για κάτι καινούργιο. Ο αρχαιοελληνικός κόσμος το δίδαγμα αυτό το είχε από τους περσικούς πολέμους ακόμα, αλλά η αντίληψη της πόλης – κράτους λειτουργούσε πάντα διασπαστικά. Γι’ αυτό και οι συμμαχίες ήταν τόσο παροδικές κι εύθραυστες. Το ενιαίο των συμφερόντων δε θα μπορούσε να έχει δυναμική μέσα σε τέτοιες συνθήκες. Η ενότητα της Πελοποννήσου αυτή τη στιγμή – που είναι σχεδόν απόλυτη – και η δημιουργία της Αρκαδικής Ομοσπονδίας (με όλη την παθολογία της), όπως και άλλες περιπτώσεις, είναι μικρές αναλαμπές προς αυτή την κατεύθυνση, χωρίς, όμως, να έχουν ιδιαίτερη συνέχεια.
 
Προς το παρόν ο πελοποννησιακός συνασπισμός φαίνεται τόσο αποφασισμένος που ζητά τη βοήθεια και της Αθήνας και της Σπάρτης. Από την άλλη, ο Επαμεινώνδας ξεκινούσε «έχοντας μαζί του όλους τους Βοιωτούς, τους Ευβοείς και πολλούς Θεσσαλούς λογάριαζε ότι και στην Πελοπόννησο θα είχε συμμάχους – τους Αργείους, τους Μεσσηνίους και όσους Αρκάδες συμπαθούσαν τη Θήβα – δηλαδή τους Τεγεάτες, τους Μεγαλοπολίτες, τους Ασεάτες και τους Πελληνείς». (7,5,4-5).
 
Έφτασε στην Τεγέα κι οχυρώθηκε εκεί, ενώ οι αντίπαλοι ήταν συγκεντρωμένοι στην Μαντίνεια. Περίμενε εκεί μήπως έρθει και κάποια πόλη της Πελοποννήσου προς βοήθειά του, αλλά παρά τους αρχικούς του υπολογισμούς καμιά πόλη δε φαινόταν διατεθειμένη να προσχωρήσει σ’ αυτόν.
 
Αυτό που αξίζει να σημειωθεί είναι ότι για πρώτη φορά ο Ξενοφώντας λέει κάτι θετικό για Θηβαίο ηγέτη: «Δεν θα ‘λεγα ότι ο Επαμεινώνδας στάθηκε τυχερός σ’ εκείνη τη στρατηγία του· κι όμως σε τίποτα δεν υστέρησε απ’ ό,τι απαιτεί προνοητικότητα και τόλμη. Πρώτ’ απ’ όλα, εγώ τουλάχιστον, βρίσκω αξιέπαινο ότι έστησε το στρατόπεδό του μέσα στα τείχη της Τεγέας, γιατί έτσι και περισσότερη ασφάλεια είχε παρά αν έμενε έξω, και συνάμα έκρυβε καλύτερα τις κινήσεις του· εξάλλου μέσα στην πόλη τού ήταν πιο εύκολο ν’ ανεφοδιάζεται μ’ ό,τι χρειαζόταν. Έπειτα, καθώς οι άλλοι ήταν στρατοπεδευμένοι απέξω, είχε τη δυνατότητα να παρατηρεί και τις σωστές τους ενέργειες και τα λάθη τους. Εκτός από τούτο μ’ όλο που πίστευε πως ήταν πιο δυνατός από τους αντιπάλους, όσες φορές τους έβλεπε να κατέχουν πλεονεκτική τοποθεσία δεν έβγαινε να επιτεθεί». (7,5,8).
 
Η πρώτη κίνηση του Επαμεινώνδα, όταν έμαθε ότι και οι Λακεδαιμόνιοι εκστράτευσαν εναντίον του με τον Αγησίλαο, ήταν να επιτεθεί αιφνιδιαστικά στη Σπάρτη. Από καθαρή τύχη το έμαθε αυτό ο Αγησίλαος από κάποιον Κρητικό κι επέστρεψε αμέσως προλαβαίνοντας τα χειρότερα. Ο Επαμεινώνδας, αφού έφτασε έξω από τη Σπάρτη, εντόπισε ένα ύψωμα που θα του έδινε πλεονέκτημα κατά την επίθεση και το κυρίευσε. Έχοντας συντριπτική αριθμητική υπεροχή και ευνοϊκότερη θέση ήταν σίγουρο ότι θα επικρατούσε. Ο Ξενοφώντας γράφει ότι η Σπάρτη σώθηκε από «θεϊκή επέμβαση».
 
Ο Αρχίδαμος, ο οποίος είχε δεν είχε εκατό άνδρες συγκρούστηκε με τις πολυπληθέστερες εχθρικές δυνάμεις ανεβαίνοντας τον ανήφορο και κατάφερε να επικρατήσει ανατρέποντας όλα τα δεδομένα:
 
 «Οι στρατιώτες του Επαμεινώνδα που πολεμούσαν στην πρώτη γραμμή σκοτώθηκαν». (7,5,13). Επρόκειτο για ένα πραγματικό στρατιωτικό θαύμα: «οι Σπαρτιάτες, ενθουσιασμένοι με τη νίκη, συνέχισαν την καταδίωξη πιο πέρα απ’ ό,τι ήταν σκόπιμο» πράγμα που έπρεπε να αποφύγουν αφού «σκοτώθηκαν κι αυτοί με τη σειρά τους. (Οι θεοί είχαν ορίσει καθώς φαίνεται, ως πού θα ‘φτανε η νίκη τους)». (7,5,13).
 
Μετά απ’ αυτό ο Επαμεινώνδας σκεπτόμενος συνετά επέστρεψε στην Τεγέα, καθώς θεωρούσε σίγουρο ότι θα σπεύσουν εκεί οι Αρκάδες, για να βοηθήσουν τη Σπάρτη. Όταν έφτασε στην Τεγέα άφησε τους οπλίτες να ξεκουραστούν, αλλά έστειλε το ιππικό στη Μαντίνεια υπολογίζοντας ότι θα έκανε τρομερή λεηλασία, καθώς ήταν περίοδος θερισμού κι όλος ο πληθυσμός και τα κοπάδια θα ήταν έξω από την πόλη.
 
Το απρόβλεπτο ήταν ότι εντελώς τυχαία είχε μόλις φτάσει εκεί το ιππικό των Αθηναίων, το οποίο, αν και μειονεκτούσε αριθμητικά, κατάφερε να απωθήσει το ιππικό του Επαμεινώνδα δίνοντας μάχη σώμα με σώμα. (Στη σύγκρουση αυτή σκοτώθηκε και ο γιος του Ξενοφώντα, ο Γρύλλος, που είχε πάρει μέρος με το στρατόπεδο των Αθηναίων). Τίποτε δεν πήγαινε καλά για τους Θηβαίους.
 
Κοντά σ’ αυτά έφτανε και ο χρόνος που έπρεπε να αναχωρήσουν για τη Βοιωτία κι ο Επαμεινώνδας ήξερε καλά ότι δεν μπορούσε να φύγει αφήνοντας αβοήθητους αυτούς που τον υποστήριξαν, αφού κάτι τέτοιο θα αμαύρωνε ανεπανόρθωτα τη φήμη της Θήβας συσπειρώνοντας ακόμη περισσότερο τις εναντίον της δυνάμεις: «όχι μόνο νικήθηκε στη Λακεδαίμονα από μικρή δύναμη, μ’ όλο που είχε τόσους οπλίτες, όχι μόνο νικήθηκε στη σύγκρουση ιππικού της Μαντινείας, αλλά κι είχε προκαλέσει, με την εκστρατεία του στην Πελοπόννησο, τη συμμαχία ανάμεσα στους Λακεδαιμονίους, τους Αρκάδες, τους Αχαιούς, τους Ηλείους και τους Αθηναίους». (7,5,18).
 
Ετοίμασε, λοιπόν, ξανά το στρατό για μάχη και τον τοποθέτησε σε πυκνό σχηματισμό. Δεν έσπευσε όμως αμέσως εναντίον των εχθρών, αλλά ακολούθησε μια μακρινή πορεία ανάμεσα στα βουνά δυτικά της Τεγέας. Η εντύπωση που δόθηκε ήταν ότι δε θα έδινε τη μάχη την ίδια μέρα: «μόλις έφτασε στο βουνό ανέπτυξε τη φάλαγγά του και στάθμευσε στο ριζοβούνι, μοιάζοντας σαν να στρατοπεδεύει». (7,5,22).
 
Οι ενέργειές του έπιασαν τόπο: «Συνέπεια αυτού του ελιγμού ήταν να χαλαρώσει η ψυχική ετοιμότητα των αντιπάλων για μάχη, και να χαλαρώσει κι ο σχηματισμός τους». (7,5,22). Αφού το πέτυχε αυτό, ήταν η ώρα να δράσει: «Κατόπιν, όμως, μετακινώντας τους λόχους που ως τότε βάδιζαν ο ένας πίσω από τον άλλον, δημιούργησε μιαν ισχυρή δύναμη κρούσης στο πλευρό που βρισκόταν ο ίδιος» (δηλαδή το αριστερό). «Τότε πρόσταξε να πάρουν τα όπλα και τράβηξε μπροστά, ενώ οι υπόλοιποι τον ακολουθούσαν». (7,5,22).
 
Όπως ήταν φυσικό, προκάλεσε πανικό: «Όταν οι εχθροί τους είδαν να ‘ρχονται έτσι απροσδόκητα καταπάνω τους, κανένας τους δεν κατόρθωσε να διατηρήσει την ψυχραιμία του: άλλοι έτρεχαν στις μονάδες τους, άλλοι παρατάσσονταν, άλλοι περνούσαν χαλινάρια στ’ άλογα ο Επαμεινώνδας οδηγούσε το στρατό του σαν πολεμικό πλοίο, με τη δύναμη κρούσης μπροστά στην πλώρη, πιστεύοντας ότι αρκούσε να διασπάσει τις εχθρικές γραμμές σ’ ένα σημείο για να καταστρέψει ολόκληρο τον αντίπαλο στρατό». (7,5,22-23).
 
Κι όχι μόνο αυτό, αλλά είχε τοποθετήσει μαζί με το ιππικό και βοηθητικούς πεζούς, για να αποτελειώσει οτιδήποτε απέμενε από τη σφοδρότητα της σύγκρουσης που είχε προετοιμάσει. Τοποθέτησε, επίσης, απέναντι από τους Αθηναίους – σε κάποιους λόφους – επιπλέον ιππικό και οπλίτες, για τους αναγκάσει να μην εμπλακούν στη σύγκρουση, αφού σ’ αυτή την περίπτωση θα είχαν να αντιμετωπίσουν κι αυτές τις δυνάμεις, που θα έρχονταν από πίσω τους.
 
Στη σύγκρουση που έγινε οι δυνάμεις του Επαμεινώνδα συνέτριψαν τους αντιπάλους και θα γινόταν σφαγή χωρίς προηγούμενο, αν δεν τραυματιζόταν θανάσιμα. Με το που έπεσε ο Επαμεινώνδας τα στρατεύματά του σταμάτησαν να εκδιώκουν τους εχθρούς χάνοντας τελείως το ηθικό τους: «μ’ όλο που η αντικρινή τους φάλαγγα το ‘χε βάλει στα πόδια, κανέναν δεν σκότωσαν οι οπλίτες, κι ούτε καν προχώρησαν πέρα από το σημείο όπου είχε γίνει η σύγκρουση. Αλλά ούτε και το ιππικό καταδίωξε το εχθρικό ιππικό που έφευγε μπροστά του, μήτε και σκότωσε ιππείς και οπλίτες· φοβισμένοι, σαν να ‘χαν νικηθεί, οι ιππείς του Επαμεινώνδα έμειναν πίσω, ανάμεσα στους αντιπάλους τους που έφευγαν». (7,5,25).
 
Οι άνδρες του Επαμεινώνδα ήταν αδύνατο να πολεμήσουν χωρίς αυτόν. Ο χαμός του υπήρξε ανεπανόρθωτο πλήγμα για τη Θήβα, που δε θα μπορέσει ποτέ να βρει κάποιον αντάξιό του. Η μάχη της Μαντινείας όχι μόνο δεν ξεκαθάρισε τον κυρίαρχο του αρχαιοελληνικού κόσμου, αλλά περιέπλεξε τα πράγματα ακόμη περισσότερο.
 
Ο Ξενοφώντας ολοκληρώνει τα «Ελληνικά» ως εξής: «Ύστερα απ’ αυτά, το αποτέλεσμα στάθηκε αντίθετο από κείνο που περίμενε όλος ο κόσμος: γιατί όπως είχαν βρεθεί συγκεντρωμένες κι αντιμέτωπες δυνάμεις απ’ όλη σχεδόν την Ελλάδα, κανένας δεν αμφέβαλλε ότι σε περίπτωση μάχης οι νικητές θα γίνονταν κυρίαρχοι κι οι νικημένοι υπήκοοί τους. Ωστόσο ο θεός τα ‘φερε έτσι, ώστε η καθεμιά από τις δύο παρατάξεις να στήσει τρόπαιο σαν να ‘χε νικήσει, δίχως η άλλη να προσπαθήσει να την εμποδίσει· κι οι δυο τους έδωσαν πίσω νεκρούς εχθρούς σαν νικητές, αλλά κι οι δυο περισυνέλεξαν δικούς τους νεκρούς σαν νικημένοι· και ενώ κι η μια και η άλλη ισχυρίζονταν ότι είχαν νικήσει, καμιά τους δεν βγήκε από τη μάχη ενισχυμένη σε εδάφη, πόλεις ή εξουσία· και μετά τη μάχη η Ελλάδα γνώρισε ακόμα μεγαλύτερη ακαταστασία κι αναταραχή από πριν». (7,5,26-27).
 
Ξενοφώντος: «Ελληνικά», βιβλίο έβδομο

Λίγοι φίλοι και καλοί

Όλοι μας, άλλοι περισσότερο άλλοι λιγότερο, θέλουμε και ζητάμε την αποδοχή. Μας αρέσει να αρέσουμε κι όσο και να μη μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα κάποιος, αν ακούσουμε ή μάθουμε είτε από τον ίδιο είτε από τρίτο ότι μας συμπάθησε, μέσα μας σχηματίζεται ένα χαμόγελο.

Αυτό το αίσθημα της επιβεβαίωσης μας από τους άλλους, μετατρέπεται σε ανάγκη, η οποία είναι πολύ πιο έντονη στα μαθητικά μας χρόνια. Είναι τότε που διψάμε για γνώση, εμπειρίες, κοινωνικοποίηση κι άλλα πόσα.

Όμως με τα χρόνια αυτή η ανάγκη μετατρέπεται πάλι σε επιθυμία, μέχρι που ξεθωριάζει, και πια βρίσκεται στο πίσω μέρος του μυαλού μας. Κι αυτό επειδή αλλάζουμε.

Αλλάζουμε επειδή ωριμάζουμε και πια αυτά που επιθυμούμε να μας προσφέρουν οι άλλοι είναι πολύ πιο συγκεκριμένα κι ουσιαστικά. Ως βασικά κριτήρια για να θεωρήσουμε κάποιον φίλο μας, δε θα είναι να κάνουμε χαβαλέ και να περάσουμε καλά, να βγούμε τη selfie μας, να κάνουμε και το check-in μας κι όλα στην εντέλεια. Φίλος μας, θα είναι αυτός που όσο θα πούμε τη μαλακία μας, άλλο τόσο θα πούμε και το πρόβλημά μας και θα είναι εκεί για εμάς και στις δύο περιπτώσεις.

Μα δεν παρατηρείς κι εσύ μέρα με τη μέρα ότι οι φίλοι σου λιγοστεύουν; Ότι όταν ήσουν Λύκειο ο αριθμός τους ήταν διψήφιος, και τώρα πια μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού;

Μην μπεις καν στη διαδικασία να αναρωτηθείς αν κάνεις τώρα κάτι λάθος κι έχεις τόσο λίγους φίλους. Ίσα-ίσα, τώρα είναι που δεν κάνεις κανένα λάθος, κι όχι τότε.

Ελαττώματα έχουμε όλοι μας, κάποιοι άνθρωποι τα ανέχονται, και κάποιοι άλλοι όχι. Όπως εσύ ανέχεσαι τα ελαττώματα των φίλων σου κι οι φίλοι σου τα δικά σου, έτσι υπάρχουν άτομα που δεν αντέχουν τα δικά σου στραβά, κι εσύ αντιστοίχως τα δικά τους.

Όσο περισσότερες είναι οι εμπειρίες σου στις σχέσεις με τους ανθρώπους, τόσο μεγαλώνουν αξιολογικά και τα standards σου. Συμβιβάζεσαι όταν πραγματικά πιστεύεις ότι ο άλλος το αξίζει, γιατί αν δεν το πιστεύεις, είναι θέμα χρόνου να φύγεις απ’ αυτήν την κατάσταση.

Γι’ αυτό και τους κοντινούς σου ανθρώπους πρέπει να τους διαχωρίζεις σε δύο κατηγορίες: στους απλούς γνωστούς, δηλαδή τα άτομα που απλώς συμπαθείς και στους φίλους, τα αδέρφια από άλλη μάνα, τους δικούς σου ανθρώπους, που λατρεύεις κι εμπιστεύεσαι απεριόριστα κι αυτό είναι αμοιβαίο.

Για να θεωρήσεις λοιπόν κάποιον ως φίλο σου, πρέπει να ταιριάζετε σαν χαρακτήρες, να έχει ελαττώματα τα οποία εσύ ανέχεσαι, κι εκείνος τα δικά σου αντίστοιχα, να ταιριάζετε σε ό,τι εσύ θεωρείς σημαντικό κι ουσιαστικό. Να είσαι εκεί για αυτόν, και να είναι κι αυτός εκεί για σένα. Να μη χρειάζεται να προσποιηθείς μπροστά του, να γράφετε στα παλιά σας παπούτσια τους στερεοτυπικούς κανόνες ευγένειας. Να κάνει μαλακία, κι αντί να του χαϊδέψεις τα αυτιά, να πας και να του πεις «Έκανες μαλακία».

Να κάνεις εσύ ένα λάθος και να έχει το θάρρος να σου το πει χωρίς να φοβάται την αντίδρασή σου, χωρίς να φοβάται ότι θα θυμώσεις. Αν και δε θα θυμώσεις. Και ξέρεις γιατί; Γιατί ξέρεις τις προθέσεις του. Κι ο σωστός και πραγματικός φίλος έχει πάντα ως στόχο και πρόθεση τη συμμόρφωσή σου και κίνητρο την αγάπη του για σένα. Και σε καμία περίπτωση δε θέλει να σε μειώσει για να ανέβει αυτός.

Και κάπου εδώ καταλαβαίνεις γιατί λιγόστεψαν τόσο πολύ οι φίλοι σου. Γιατί για να πετύχεις τα παραπάνω με έναν άνθρωπο είναι εξαιρετικά σπάνιο και δύσκολο. Θέλει χρόνο και δουλειά κι απ’ τους δύο. Αλλά άπαξ και χτίσετε γερά κι ομοιόμορφα θεμέλια, δε θα γκρεμιστεί μια τέτοια φιλία με την πρώτη κακοκαιρία.

Κι εκεί βρίσκεται άλλωστε και το νόημα της φιλίας. Στην ποιότητα κι όχι στην ποσότητα. Πιο σημαντικό είναι να έχεις δύο φίλους και καλούς, παρά περισσότερους κι επιφανειακούς. Στους πολλούς θα δεις κάπου ότι θα αρχίσεις να πνίγεσαι. Κι αυτό γιατί στην προσπάθειά σου να γίνεις αποδεκτός κι αρεστός από όλους αυτούς, θα αλλοιωθείς. Θα χάσεις την προσωπικότητά σου, στοιχεία δικά σου που μέχρι πριν λίγο καιρό σε έκαναν να ξεχωρίζεις.

Θα δημιουργηθεί ένα κενό μέσα σου, το οποίο μέρα με τη μέρα θα μεγαλώνει, και παρ’ όλη την ποσοτική τους σπουδαιότητα, οι «φίλοι» οι πολλοί θα είναι ανίκανοι να στο καλύψουν. Κι αυτό επειδή όσο ωραία κι αν είναι η επιφάνεια, όταν θα έρθει η μέρα που θα σκύψεις λίγο και θα δεις ότι δεν υπάρχει τίποτα κάτω από αυτήν, μια απογοήτευση θα την πάρεις. Και μάλιστα μεγάλη.

Γι’ αυτό μη φοβάσαι να κάνεις ανθρώπους πέρα αν δε σε ικανοποιούν ψυχικά και πνευματικά. Να ψάχνεις ανθρώπους που θα σε ηρεμούν, θα σε αγαπούν και θα τρέξουν λίγο και για σένα. Κι ας είναι μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού. Φτάνουν.

Πώς να ξεπεράσεις κάποιον που δε σε αφήνει να τον ξεπεράσεις;

Κι όλο λες στον εαυτό σου πως θα πας επιτέλους παρακάτω. Πως θα ξεκολλήσεις πια από παρελθοντικούς έρωτες, ειδικά από εκείνον, τον έναν που στάθηκε ικανός να σε ταρακουνήσει όσο κανείς και θα δώσεις ευκαιρία στα νέα άτομα που σε περιτριγυρίζουν να μπουν στη ζωή σου δυναμικά. Το αν είναι το μέσα σου έτοιμο ή όχι δεν έχει πια σημασία. Κάποια στιγμή, σκέφτεσαι, πρέπει να το πάρεις απόφαση να πιέσεις τον εαυτό σου. Για να μη μείνεις πίσω, για να μη σε κρατήσεις κι άλλο γαντζωμένο από κάτι που δε βγάζει ούτε έβγαζε νόημα ποτέ.
 
Ένα βήμα μπροστά τη φορά λοιπόν και μοιάζεις να τα έχεις καταφέρει ως ένα σημείο μια χαρά. Ακόμη κι αν χρειάζεται κάποιες φορές να εθελοτυφλείς μπροστά σε ύπουλες αναμνήσεις κάνοντας πως δεν τις βλέπεις. Κάποια στιγμή εξάλλου θα ξεθωριάσουν κι αυτές εντελώς, πού θα πάει. Κάποιος όμως γελάει μαζί σου όσο εσύ προσπαθείς να ξεφύγεις απ’ όσα πονάνε. Και δεν είναι άλλος απ’ τον καθοριστικό σου έρωτα ο οποίος ηθελημένα ή μη σε μπλέκει στο γαϊτανάκι των πισωγυρισμάτων κάθε φορά που εσύ προσπαθείς να κάνεις τη μετάβαση στο σήμερα θαρρείς και το μυρίζεται πως ετοιμάζεσαι να τον αφήσεις πίσω.

Και πώς να ξεπεράσεις κάποιον που δε σε αφήνει να το κάνεις; Μερικοί θα πούνε πως φταις εσύ γιατί αφήνεις παραθυράκια ανοιχτά ώστε κάθε φορά που επιστρέφει βρίσκει διόδους να περάσει και να σου τριβελίσει το μυαλό. Ξεχνάνε όμως ότι ακόμη δεν έχεις καταφέρει να τον σβήσεις από μέσα σου τελείως. Πως κι εσύ έτσι κι αλλιώς ακόμη προσπαθείς. Κατά τη διάρκεια της απεξάρτησης δεν προσφέρουν ναρκωτικά σε αυτούς που παλεύουν να τα κόψουν. Δεν έχεις ακόμη το ψυχικό σθένος να του κλείσεις την πόρτα στα μούτρα αποφασιστικά και να γυρίσεις την πλάτη στον άνθρωπο που κατάφερε να σε στιγματίσει ακόμη κι αν δεν το άξιζε τελικά.

Ένα του μήνυμα κάποιο βράδυ απ’ το πουθενά μήνες μετά κι είναι ικανό να μετατρέψει ξανά τη σπίθα σε λαίλαπα. Βλέπεις το όνομα εκείνου ή εκείνης να φιγουράρει με θράσος στην οθόνη, τη φωτογραφία του να ξεπετάγεται από το messenger κι αμέσως σε κατακλύζει η ίδια ατμόσφαιρα που βίωνες μαζί του κάποτε σχεδόν σαν να μην πέρασε μια μέρα. Όπως όταν πιάνεις ένα άρωμα στον δρόμο και σε γεμίζει αισθήσεις κι αναμνήσεις μεταφέροντάς σε στα πιο έντονα τότε σου σαν χρονοντούλαπο.

Προσπαθείς να είσαι ψύχραιμος και τυπικός. Το να μην απαντήσεις καν ακόμη δεν περνάει απ’ το μυαλό σου ή δεν καταφέρνει να γίνει πράξη στο τέλος. Παρ’ όλα αυτά προσπαθείς. Προσπαθείς επίσης να μην αφήσεις το ξέφρενο καρδιοχτύπι να σε γεμίσει πάλι απ’ την αρχή ελπίδες που έχει αποδειχτεί από συμπεριφορές του παρελθόντος πως είναι αβάσιμες. Ακόμη κι αν ο άλλος σου τις προσφέρει απλόχερα με περίσσιο θράσος και φαινομενική αποφασιστικότητα. Προσπαθείς.

Μα είναι αυτός ή αυτή. Είναι για σένα η προσωποποίηση του έρωτα στην πιο εκνευριστική, ανεξήγητη, αβάσιμη, μοιραία, καθοριστική κι ατόφια μορφή του. Ξαναβουτάς γι’ ακόμη μια φορά με τα μούτρα στις στιγμές που μοιραστήκατε κι απλώς προσπαθείς να μην το αφήσεις να φανεί και καρφωθείς. Ανατριχιάζεις πάλι με τα αγγίγματά του που ζωντανεύουν μαζί με τα λόγια του όσο προσπαθείς να συνειδητοποιήσεις πώς και γιατί επανεμφανίστηκε απόψε στο παρόν σου.

Βασανίζεσαι, τρελαίνεσαι νιώθεις ευτυχισμένος και καταραμένος την ίδια στιγμή. Και πάλι απ’ την αρχή. Διότι πώς να ξεπεράσεις κάποιον που δε σε αφήνει να το κάνεις; Ο μόνο τρόπος είναι να βρεθεί ένας εξίσου ή και περισσότερο καθοριστικός άλλος που δε θα έχει πια τον ρόλο του αντικαταστάτη μέσα σου αλλά εκείνου που στις συγκρίσεις βγήκε επιτέλους από πάνω γιατί δεν τις χρειάστηκε καν.

Ενός άλλος ή μια άλλη που θα είναι εξίσου ή και περισσότερο καθοριστικός αλλά με τον δικό του μοναδικό τρόπο. Έναν τρόπο που θα τοποθετήσει όλους τους προηγούμενους στο ράφι της ιστορίας και τον εαυτό του δίπλα σου περήφανα και τσαμπουκαλεμένα. Μέχρι τότε ίσως δε γίνεται να ξεπεράσεις εύκολα αυτόν που δε σε αφήνει να το κάνεις.

Ζήσε απλά, κάνε τη διαφορά

Σε έναν κόσμο γεμάτο ταμπέλες, όπου ό,τι δηλώνεις αυτό και είσαι, κάνε τη διαφορά και ζήσε απλά. Έμαθες τα «μη» και τα «πρέπει» από κούνια κιόλας. Μυήθηκες σε χαμόγελα ευγενικά και στο να λες συγκαταβατικά ένα «Ναι σε όλα» για να είσαι το καλό παιδί, για να μην έχει να λέει ο κόσμος. Όλα τριγύρω έμοιαζαν θολά και τόσο ξεκάθαρα μαζί από τότε. Είναι σα να σου ‘δειχναν το δρόμο για να ΜΗΝ είσαι ο εαυτός σου, αλλά ένα ακόμα εξελιγμένο μέρος του κονσερβοκουτιού της τυποποιημένης αυτής κοινωνίας. Τελευταίας τεχνολογίας κινητό ανά χείρας, διαρκώς πάνω από έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή για διαρκή καταθλιπτική «ενημέρωση», ρομποτάκι στη δουλειά, χωρίς ψήγμα δημιουργικότητας διότι με το «καλημέρα» ευνουχίστηκες και κάπως έτσι η ιστορία συνεχίζεται και τη ξέρεις καλά.

Σε όλο αυτό το πολυσύνθετο τοπίο, που σχεδόν όλοι και όλα προστάζουν στυγνή «προβατοποίηση» ζήσε απλά άνθρωπέ μου και κάνε τη διαφορά. Ίσως το ξέχασες και αυτό και δε σε αδικώ. Δε μας αδικώ. Τα φαινομενικώς σημαντικά προβλήματα που μαστίζουν, μας πήραν τα μυαλά. Άλλα μας ζάλισαν. Άλλα μας βούρκωσαν. Άλλα μας έκοψαν πνοή και πόδια. Άλλα απλά προς στιγμή μας αφόπλισαν, όμως να… Κάτσε και σκέψου πως θα ήταν όλα πιο απλά, παρθένα, αγνά και ανθρώπινα αν ήμασταν όλοι εμείς ένα κλικ περισσότερο άνθρωποι. Άνθρωποι με ταυτότητα ανθρώπινη. Χωρίς διακρίσεις σε χρώματα και ψήφους και άλλα τέτοια περιττά. Απλά άνθρωποι. Να νοιαζόμαστε για ανθρώπους. Να βοηθάμε από καρδιάς. Να στηρίζουμε στα δύσκολα και να ‘μαστε παρόντες, να συγκινούμαστε εκ βαθέων στα καλά, να πλημμυρίζουμε από χαρά.

Κόντρα στους καιρούς μοιάζει λίγο αυτό, έτσι δεν είναι; Κόντρα στις ζήλειες που φέρνουν οι αλλαγές και στους φόβους τους, κόντρα στο φθόνο του οποιουδήποτε «νέου», κόντρα σε μια φιλοσοφία κυνική που στην καλύτερη σε στέλνει στο διάολο και σου δείχνει το δρόμο μέσω Google Maps (!), κόντρα σε όλα. Όμως εγώ δε μιλάω για αυτό. Δεν αναφέρομαι σε καμία επανάσταση. Δεν είμαι άξια να την πιάσω στο στόμα μου. Μιλάω απλά για αγάπη, όχι για κόντρα. Μιλάω για ελευθερία, για έκφραση, για ειλικρίνεια. Μιλάω για μια συνέχειά μας σε ένα επίπεδο όπου η έννοια άνθρωπος θα βρίσκεται σε μιαν άλλη σφαίρα, θα είναι κάπου στα ψηλά, μα εμείς όχι. Εμείς θα μάθουμε να κοιτάμε τους άλλους στην ευθεία, χωρίς διακρίσεις, χωρίς στίγματα και προκαταλήψεις. Θα είμαστε όλοι ένα.

Θα είμαστε όλοι ένα και θα ζούμε απλά φίλοι μου. Γιατί τι θέλει ο άνθρωπος για να είναι ευτυχισμένος; «Ο άνθρωπος για να ‘ναι ευτυχισμένος δε θέλει πολλά. Φτάνει να ‘χει δυο τρεις φίλους να τον αγαπούνε πραγματικά και χρήματα τόσα για να μπορεί να τους κερνά», είχε πει ο μεγάλος Νίκος Ξυλούρης. Επένδυση στις σχέσεις λοιπόν και στην ουσία τους. Πηγαία στοργή, κατανόηση, συμπόνια. Λέξεις όχι πολλές, ή μεγάλες, μα αληθινές . Και μοίρασμα. Μοίρασμα και ενδιαφέρον.

Αγαπημένοι μου άνθρωποι, τι θα ‘μασταν χωρίς αυτά και πως γίναμε όταν κατά καιρούς τα θυσιάζαμε όλα αυτά σχεδόν άδοξα σε βωμούς υλικούς κατά βάση που μόνο τη λέξη «άνθρωπος» δεν εμπεριείχαν μέσα τους… Ας ζήσουμε απλά. Με βλέμμα στον ουρανό, αέρα και γη. Λίγοι φίλοι καλοί, ένα βιβλίο κι ένα χαμόγελο μπορούν να μας αλλάξουν τα πάντα, για πάντα. Τι άλλο;

Για να αποδεσµευτείς πρέπει πρώτα να καταλάβεις ότι είσαι δέσµιος!

Μιλάµε συχνά για την ελευθερία, έχουµε αντιληφθεί την µέγιστη αξία της, δυστυχώς όµως παραµένουµε στις θεωρίες όπως ένας θεατής καθηλωµένος στην πολυθρόνα του θεάτρου… Όταν προτοδιάβασα το Μύθο του Σπηλαίου του Πλάτωνα (ένα από τα πιο συγκλονιστικά κείµενα όλων των εποχών!), είπα µέσα µου: “Είναι αδύνατον να έχουν σπηλιές στην Ελλάδα, διότι οι άνθρωποι είναι φωτισµένοι εδώ!

Τώρα αρχίζω και προβληµατίζοµαι το πόσο βαθιά ζούµε στη σπηλιά µας! Για όσους δεν γνωρίζουν το µύθο παραθέτω εν συντοµία τις απατηλές παραστάσεις: Ο µύθος αυτός διηγείται πως σε ένα σπήλαιο, κάτω από τη γη, βρίσκονται µερικοί άνθρωποι αλυσοδεµένοι µε τέτοιο τρόπο, ώστε να µπορούν να δουν µόνο τον απέναντί τους τοίχο. Δεν µπορούν να κοιτάξουν ούτε πίσω, ούτε δεξιά, ούτε αριστερά. Πίσω τους ωστόσο είναι αναµµένη µια φωτιά. Έτσι, οτιδήποτε εκδηλώνεται πίσω από την πλάτη τους αναπαριστάνεται ως σκιά στον απέναντι τους τοίχο.

Επειδή οι άνθρωποι αυτοί σε ολόκληρη τη ζωή τους τα µόνα πράγµατα που έχουν δει είναι οι σκιές των πραγµάτων, έχουν την εντύπωση ότι οι σκιές που βλέπουν πάνω στον τοίχο είναι τα ίδια τα πράγµατα. Εάν όµως κάποιος από τους αλυσοδεµένους ανθρώπους του σπηλαίου κατορθώσει να ελευθερωθεί, να βγει από τη σπηλιά και να ανέβει πάνω στη γη και, κάτω από το φως του ήλιου πλέον, δει τα πράγµατα, θα καταλάβει την πλάνη στην οποία ζούσε όσο ήταν µέσα στη σπηλιά. Θα αντιληφθεί τότε ότι οι σύντροφοι του, που εξακολουθούν να βρίσκονται αλυσοδεµένοι στο σπήλαιο, ακόµη ζουν βυθισµένοι µέσα στις ψευδαισθήσεις. Κατά τον Πλάτωνα, ο απελεύθερος δεσµώτης είναι ο φιλόσοφος, ο οποίος βλέπει τα ίδια τα όντα, τις ιδέες, και όχι τα είδωλά τους.

Οι αλυσοδεµένοι σύντροφοί του είναι οι κοινοί άνθρωποι που, έχοντας εθισθεί στις απατηλές παραστάσεις των αισθητών πραγµάτων, ζουν, χωρίς να το ξέρουν, µέσα στο ψέµα. Για τον Πλάτωνα, πάντα υπάρχει η δυνατότητα απεµπλοκής των αλυσοδεµένων ανθρώπων από τις πλάνες τους. Για να το πετύχουν αυτό, χρειάζεται να αποδεσµευτούν από τις αλυσίδες τους. Αυτές συµβολίζουν τις αισθήσεις τους, που τους υποχρεώνουν να παρατηρούν µόνο τα απατηλά είδωλα των ιδεών των αληθινών όντων. Αντί για τις αισθήσεις τους όµως θα πρέπει να εµπιστευτούν το νου τους.

Και σκεφτόµουν τη σηµερινή κατάσταση… Ζούµε παρακολουθώντας “τις σκιές” που µας προβάλουν µέσω των ΜΜΕ (µε όλα τα µέσα…) οι εξουσιάζοντες το λαό, που µάλλον µας θέλουν αλυσοδεµένους! Και δεν εννοώ µόνο τους πολιτικούς, αλλά και τους θρησκευτικούς ηγέτες και τους “διανοούµενους” αυτής της εποχής. Η αλληγορία του σπηλαίου είναι ακριβώς η προσπάθεια τεκµηρίωσης του σηµερινού συστήµατος!!!… Πιο επίκαιρο από ποτέ!… Είµαστε αλυσοδεµένοι µε τον φόβο που µας καλλιεργούν, εξακολουθούµε να βλέπουµε τα µη πραγµατικά σχήµατα των σκιών χωρίς όρους και έννοιες.

Εξάλλου, ο υπαρκτός κόσµος για µας περιορίζεται τις περισσότερες φορές στους φυλακισµένους συντρόφους, που προσπαθούν να ερµηνεύσουν τις σκιές ως το µέγιστο αγαθό!

Ζωή χωρίς ελευθερία είναι σαν το σώµα χωρίς νου!… Σηµασία δεν έχει η ποσότητα (πόσα χρόνια θα ζήσεις), αλλά η ποιότητα της ζωής σου. Κατά τον Πλάτωνα, το ζητούµενο είναι η εναρµόνιση των τριών “τµηµάτων” της ψυχής: το λογιστικό (αφορά τις λογικές λειτουργίες του ανθρώπου), το θυµοειδές (δηλαδή το χώρο της ηθικής, των συναισθηµάτων, των ιδεολογιών, του θάρρους, της αρετής, της ελπίδας, της ελευθερίας, της δικαιοσύνης κτλ.) και το επιθυµητικό. Μαζί µε την ενδυνάµωση της πίστης…

Βασικός κανόνας: για να αποδεσµευθείς πρέπει πρώτα να καταλάβεις ότι είσαι δέσµιος! Η µοναδική αλήθεια είναι η Αγάπη, και όχι η γνώση! Κοίτα γύρω σου και δες τι σε ενώνει µε τους άλλους, βάλτε µαζί κοινούς στόχους και µάθε να αγαπάς τον εαυτό σου όπως είναι. Ίσως ερωτευθείς κάποια στιγµή και τότε θα βρεις την δύναµη να απελευθερωθείς! Θυµηθείτε τι κάνατε ή τι κάνετε όταν είστε ερωτευµένοι… Πως βρήκατε την δύναµη, την ηθική, το θάρρος και τις αρετές να δείξετε τον καλύτερο σας εαυτό. Παραπονιόµαστε για την κοινωνία µας λες δεν είµαστε µέλη αυτής…

Άρα, όταν συνειδοποιήσεις ότι είσαι ενεργό µέλος και ζεις στην ίδια σπηλιά µε τους άλλους, αγάπα και οι άλλοι θα σε ακολουθήσουν! Σε ένα κόσµο που δεν καλλιεργεί την αγάπη δώσε εσύ το παράδειγµα. Έτσι θα µάθουν και οι άλλοι… Η Αγάπη είναι η δύναµη σου, η ελευθερία είναι οι ρίζες σου και το θάρρος το αληθινό φως για όλους µας! (δεν είµαι ούτε φιλόσοφος, ούτε απελευθερωτής δεσµώτης, απλώς προσπαθώ να είµαι άνθρωπος µε την απόλυτη έννοια: “ανω-θρωσκω” – κοιτάω προς τα πάνω!

Πισωγυρίσματα

Όλοι γυρίζουν. Αυτό είναι νόμος. Αργά ή γρήγορα, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, όλοι επιστρέφουν. Και για κάποιον ανεξήγητο λόγο γίνεται είτε όταν θα τον έχεις ξεπεράσει, είτε όταν θα έχεις πληγωθεί ξανά από μια καινούργια ιστορία και εκείνος/η θα μοιάζει το στήριγμα που αναζητάς για να σηκωθείς.

Ωστόσο, είσαι τόσο σίγουρος ότι μπορείς να τον/την εμπιστευτείς ξανά; Μπορείς να πιστέψεις τα λόγια του; Έπεα πτερόεντα. Τα λόγια είναι αέρας. Αν δεν σου αποδείξει έμπρακτα ότι κάτι έχει αλλάξει, μην πιστέψεις λέξη. Γιατί δυστυχώς, στα λόγια είναι όλα πολύ εύκολα. Οι πράξεις είναι που μας δυσκολεύουν.

Και αν κάποια στιγμή νιώσεις ότι λυγίζεις, ότι τον λυπάσαι(;), ότι ίσως του αξίζει μια δεύτερη ευκαιρία και ότι εσύ δεν είσαι τόσο σκληρή για να του συμπεριφερθείς έτσι, κάνε την εξής απλή ερώτηση στον εαυτό σου, εκείνος που ήταν όταν υπέφερες;

Όταν έκλαιγες καθημερινά για την εξέλιξη που είχε η μεταξύ σας ιστορία, όταν δεν μπορούσες να φας, να κοιμηθείς, να σηκωθείς από το κρεββάτι εξαιτίας του. Όταν μονοπωλούσε το μυαλό σου.

Όταν τον έβλεπες με άλλες και εσένα δεν σου έδινε την παραμικρή σημασία. Όταν σου συμπεριφερόταν άσχημα, αδιάφορα, απότομα. Που ήταν; Τότε δεν ήθελε να γυρίσει; Όχι. Διότι τότε κυνηγούσε μία άλλη, η οποία προφανώς και τον απέρριψε και ο πληγωμένος εγωισμός του, ψάχνοντας για επιβεβαίωση, επέστρεψε σε εσένα.

Εσένα που θεωρεί την εύκολη λύση. Εσένα που θεωρεί ότι θα είσαι πάντα εκεί να τον συγχωρείς και να τον/την περιμένεις. Μη του κάνεις την χάρη, πραγματικά. Κι αν τον απορρίψεις και δεις ότι επιμένει.

Μη τον πιστέψεις. Δεν είναι ο έρωτας που του τρυπάει την καρδιά, είναι ο εγωισμός που του τρώει το μυαλό.

Να καταφέρεις να τα βρεις πρώτα με τον εαυτό σου

Αν κάποια στιγμή στην ζωή σου καταφέρεις να δεις λίγο πιο έξω από το καμουφλαρισμένο σου είδωλο και έχεις την δύναμη, να προσπεράσεις την ματιά σου από αυτόν τον δικό σου, μικρό, εγωιστικό μικρόκοσμο θα καταλάβεις ότι τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά από αυτά που μέχρι τώρα πίστευες.

Ίσως μπορέσεις να καταλάβεις τελικά ότι όλοι αυτοί που σου τροφοδοτούν το μυαλό και στο φουσκώνουν συνεχώς, αντιλαμβανόμενοι πλήρως την αδυναμία σου και ενίοτε την ψωνάρα που κουβαλάς στο κλούβιο κεφάλι σου, σου κάνουν μεγάλο κακό, αλλοιώνοντας εντελώς την προσωπικότητά σου, που τελικά αποδεικνύεται ανύπαρκτη και κατευθυνόμενη.

Θα καταλάβεις βγαίνοντας από τον μικρόκοσμο που έχεις εγκλωβιστεί ότι τα δικά σου προβλήματα δεν είναι τα μοναδικά και τα πιο σοβαρότερα του κόσμου.

Έχουν και άλλοι άνθρωποι και ίσως πολύ σοβαρότερα από τα δικά σου.

Θα καταλάβεις επίσης ότι τα όνειρά σου δεν είναι τα μόνα που αναζητούν τρόπους να εκπληρωθούν και οι δικές σου προσδοκίες δεν είναι οι μόνες του κόσμου που πρέπει να επιτύχουν, ανεξαρτήτως τρόπου.

Αν επίσης καταφέρεις να κατεβάσεις λίγο την μύτη σου και ξεκαβαλλήσεις το καλάμι που καιρό τώρα το κουβαλάς όπου βρεθείς και όπου σταθείς ίσως νιώσεις λίγο καλύτερα και πιο ανθρώπινα.

Αν καταφέρεις να συνειδητοποιήσεις ότι η δουλειά που κάνεις δεν σε επιβεβαιώνει ως προσωπικότητα και δεν σε κάνει πιο σπουδαίο από τους υπόλοιπους ανθρώπους, θα μεταμορφωθείς σε έναν άνθρωπο με καλύτερη συνείδηση και αντίληψη.

Αν καταφέρεις παράλληλα με όλα τα προηγούμενα να καταλάβεις ότι η ανεξάντλητη ευγένεια, ακόμα και αν έχεις περικυκλωθεί από αγενείς και δύστροπους, και η καλοσύνη σε μεταμορφώνουν σε άγγελο, θα αλλάξεις άρδην.

Αν καταλάβεις επίσης ότι το δικό σου παιδί δεν είναι υπερταλαντούχο και χαρισματικό, αλλά υπάρχουν και άλλα παιδιά που είναι εξίσου τα ίδια και καλύτερα, θα σταματήσεις να το καταπιέζεις να ακολουθήσει  αυτό που εσύ δεν κατάφερες.

Αν σταματήσεις, πλέον στην ηλικία που είσαι, να κάνεις μόνιμα κριτική στους υπόλοιπους και κάνεις και εσύ την αυτοκριτική σου, θα σου αναγνωριστεί και εσένα το δικαίωμα του λάθους και της συγγνώμης.

Αν σταματήσεις να κάνεις σχέσεις και γάμους από καθαρά οικονομικό συμφέρον, οι σχέσεις σου θα γίνουν πιο απλές και πιο ανθρώπινες.

Αν ξεκινήσεις να μιλάς ευθέως για τα σχέδιά σου και όχι να κυριαρχεί στην ζωή σου ο κρυψινισμός, αν σταματήσουν οι μικρότητες και οι εικασίες, τότε σίγουρα θα λυθούν προβλήματα με ποιο απλούς τρόπους.

Αν μπορέσεις να δεις την πραγματική συνολική σου εικόνα, την εκτιμήσεις και σταματήσεις να αναλώνεσαι συνεχώς στις λεπτομέρειες της καθημερινότητας θα καταλάβεις ότι η ζωή σου μπορεί να μεταμορφωθεί σε παραμύθι.

Αν καταφέρεις να σεβαστείς τον εαυτό σου θα καταφέρεις να κερδίσεις και το σεβασμό από το περιβάλλον σου.

Γιατί ο σεβασμός κερδίζεται, δεν επιβάλλεται ούτε λειτουργεί υπό καθεστώς τρομοκρατίας.

Για να προκύψει το δυνατό, πρέπει να προσπαθήσουμε ξανά και ξανά για το αδύνατο

Πόσες φορές δεν έχουμε την αίσθηση ότι αντιδρούμε πολύ διαφορετικά από το πώς θα θέλαμε να συμπεριφερθούμε απέναντι σε ιδιαίτερες συνθήκες και καταστάσεις.

Αφού φωνάξουμε, βροντήξουμε την πόρτα ή ξεστομίσουμε κάτι που δεν θα θέλαμε, μας κατακλύζουν συναισθήματα θλίψης, απελπισίας αλλά και θυμού ενάντια στον εαυτό μας. Η φωνή του εσωτερικού κριτή μας, αντηχεί ακατάπαυστα στο κεφάλι μας και την ανεχόμαστε αδιαμαρτύρητα, ίσως απελπισμένοι ότι μόνο με την αυτοτιμωρία θα αλλάξουμε. Δυστυχώς, τα χρόνια περνούν και συνειδητοποιούμε πως αρκετά συχνά αντιδρούμε στην ίδια κατάσταση πάντα με τον ίδιο τρόπο. Όπως το νερό τελικά διαβρώνει την πέτρα, έτσι και η αίσθηση ‘ότι “τίποτα δεν αλλάζει” διαβρώνει το ηθικό μας, ώσπου καταλήγουμε ότι δεν μπορούμε να αλλάξουμε.

Πολλοί πιστεύουν συνειδητά ότι μπορούν ν’ αλλάξουν’ ωστόσο, όταν εμβαθύνουν μέσα τους και κοιτάξουν τα συναισθήματά τους, οι περισσότεροι καταλήγουν πως μια τέτοια αλλαγή δεν είναι ρεαλιστική.

Τι είναι αυτό που δυσκολεύει τόσο την αλλαγή συγκεκριμένων πλευρών της προσωπικότητας μας;
Η αλήθεια είναι ότι δεν θέλουμε ν’ αλλάξουμε, όσο κι αν το πιστεύουμε.

Πράγματι, οι ακούσιες αντιδράσεις μας, είναι πρότυπα που δημιουργήσαμε σε μια συγκεκριμένη ηλικία και σ’ ένα καθορισμένο επίπεδο συνείδησης. Τα δημιουργήσαμε για να ξεφύγουμε από τον πόνο και να καλύψουμε τις ανάγκες μας.

Πρέπει να δείξουμε απεριόριστη κατανόηση στον εαυτό μας για να συμβιβαστούμε με τον πόνο που έχουμε προκαλέσει στους άλλους και που βιώνουμε και οι ίδιοι. Όταν καταλάβουμε ότι δεν είναι η κακία ή η ανικανότητα που έχει φωλιάσει στην καρδιά μας, αλλά ότι απλώς έχουμε τα μάτια μας κλειστά, θα μπορέσουμε να αξιολογήσουμε τα πράγματα από διαφορετική σκοπιά. Οπότε, αν θέλουμε να επουλώσουμε τις πληγές στη ψυχή μας, πρέπει απαραιτήτως να συγχωρήσουμε τον εαυτό μας.

Οι πληγές αυτές έχουν αφήσει ανεξίτηλα ίχνη στη μνήμη μας. Στις μέρες μας, χάρη στην επιστημονική έρευνα, γνωρίζουμε πως η μνήμη, μέσα στην τεράστια πολυπλοκότητά της, δεν αποθηκεύει μόνο την ανάμνηση των γεγονότων, αλλά και αισθήσεις, εμπειρίες και βιώματα.

Οι ερμηνείες και οι εκτιμήσεις μας γεννούν πολλά από τα συναισθήματα που νιώθουμε σε κάποια δεδομένη στιγμή. Είναι πολύ διαφορετική η ερμηνεία του δε με αγαπούν επειδή δεν το αξίζω, από την ερμηνεία του δε με αγαπούν επειδή δε με γνωρίζουν καλά. Γι αυτό όσοι είναι σε θέση να ερμηνεύσουν ένα δύσκολο γεγονός της ζωής τους  με πιο ανοιχτό μυαλό, θα αλλάξουν το παρελθόν τους από το παρόν. Το παρελθόν δεν είναι κάτι άκαμπτο και αμετάβλητο αλλά φοβερά εύπλαστο. Αν το αντιλαμβανόμαστε ως άκαμπτο και αμετάβλητο, αυτό οφείλεται στο ότι αξιολογούμε από την ίδια οπτική και με βάση τις ίδιες παραμέτρους.

Ίσως η προσκόλλησή μας στο παρελθόν να μας προσφέρει μια σταθερή αίσθηση ταυτότητας, για την οποία όμως το τίμημα είναι βαρύ, αφού, μεταξύ άλλων, όταν κοιτάζουμε το μέλλον μας σιωπηλά, αυτό που βλέπουμε είναι στην ουσία το παρελθόν μας. Πως μπορούμε να προσβλέπουμε σε συγκεκριμένα ιδανικά και ορίζοντες, όταν είναι κρυμμένα από την πολύ περιορισμένη ιδέα που έχουμε για τον εαυτό μας; Με τον εαυτό μας συναντιόμαστε κάθε μέρα και γι αυτό είναι οι δικές μας οι λύσεις και οι πράξεις που μπορούν να μας κατευθύνουν προς τον έναν ή τον άλλον προορισμό.

Να θυμάστε πως ανάμεσα σε κάθε γεγονός που συμβαίνει και στη συναισθηματική του αντίδραση θα παρεμβάλλεται πάντα η δική σας ερμηνεία της κατάστασης. Έτσι, είναι πολύ πιο σημαντικό οι ερμηνείες σας να σας βοηθούν παρά να είναι φαινομενικά λογικές.

ΜΑΡΙΟ ΑΛΟΝΣΟ ΠΟΥΤΖ, Βρες ξανά τον εαυτό σου

Η μετριοφροσύνη φέρνει την καταξίωση

Επειδή στην Οικουμένη:
η υποχώρηση φέρνει προώθηση·
το άδειασμα, πληρότητα·
το πάλιωμα, ανανέωση·
όταν επιζητάς λίγα, στο τέλος κερδίζεις πολλά·
όταν επιζητάς πολλά, χάνεις και τα λίγα…

Ο σοφός άνθρωπος
αποδέχεται ανεπιφύλακτα
την ενότητα των αντιθέτων.

Έτσι στη ζωή του:
Δεν αυτοπροβάλλεται·
γι’ αυτό του όμως το προτέρημα
αναδεικνύεται.
Δεν ισχυρίζεται ότι
κάθε του λόγος είναι δίκαιος·
γι’ αυτό του όμως το προτέρημα
παινεύεται.
Δεν ισχυρίζεται ότι
κάθε πράξη του είναι σωστή·
γι’ αυτό του όμως το προτέρημα
εκτιμάται.
Δεν έχει έπαρση·
γι’ αυτό του όμως το προτέρημα
επιλέγεται για αρχηγός.

Δηλαδή φαίνεται ότι,
επειδή δεν διακατέχεται
από το πνεύμα του ανταγωνισμού,
κανείς μέσα στην κοινωνία
δεν μπορεί να τον ανταγωνιστεί.

Μήπως το παλιό ρητό:
«Η μετριοφροσύνη φέρνει την καταξίωση»
είναι λόγια κούφια;
– Δεν νομίζω.
– Αλήθεια!
Αν κρατάς τέτοια στάση,
καταξιώνεσαι…

ΛΑΟ ΤΣΕ, ΤΑΟ ΤΕ ΤΣΙΝΓΚ

Η ζωή είναι καλύτερη όταν δεν έχει νόημα

Μερικοί άνθρωποι πιστεύουν ότι ο ρόλος της φιλοσοφίας είναι η αναζήτηση του νοήματος της ζωής. Αλλά ο Γάλλος φιλόσοφος και μυθιστοριογράφος Αλμπέρ Καμί πίστευε ότι η ζωή είναι από τη φύση της κενή νοήματος. Αν και, αρχικά, αυτή η άποψη φαίνεται να είναι καταθλιπτική, ο Καμί πιστεύει ότι μόνο αν αποδεχτούμε αυτό το γεγονός έχουμε τη δυνατότητα να ζήσουμε, στον βαθμό του εφικτού, μια καλή ζωή. Ο Καμί διατυπώνει αυτή την άποψη στο βιβλίο Ο μύθος του Σίσυφου. Ο Σίσυφος ήταν ένας Έλληνας βασιλιάς ο οποίος είχε χάσει την εύνοια των θεών και είχε καταδικαστεί σε μια φρικτή μοίρα στον Κάτω Κόσμο. Η αποστολή του ήταν να σπρώχνει έναν τεράστιο βράχο στην κορυφή ενός υψώματος, ο οποίος στη συνέχεια κατρακυλούσε πάλι στους πρόποδες. Ο Σίσυφος έπρεπε τότε να κατέβει στους πρόποδες και να ξεκινήσει πάλι από την αρχή την προσπάθειά του, η οποία δεν είχε τέλος.
Ο Καμί γοητεύτηκε από αυτόν τον μύθο επειδή εξέφραζε κάτι από την κενότητα και το παράλογο της ζωής μας. Ο Καμί βλέπει τη ζωή σαν μια ατέλειωτη προσπάθεια για την πραγματοποίηση έργων που είναι εντελώς ανούσια.

Αναγνωρίζει ότι πολλά από αυτά που κάνουμε σίγουρα φαίνονται να έχουν νόημα, αλλά αυτό που προτείνει είναι κάτι πιο αδιόρατο. Από τη μία, είμαστε ενσυνείδητα όντα που δεν μπορούμε παρά να ζήσουμε τη ζωή μας θεωρώντας ότι έχει κάποιο νόημα. Από την άλλη, αυτό το νόημα δεν ενυπάρχει στο σύμπαν, αλλά μόνο στον νου μας. Το σύμπαν δεν έχει νόημα ούτε σκοπό’ απλώς υπάρχει. Αλλά επειδή, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα όντα, έχουμε συνείδηση, αναζητάμε νόημα και σκοπό παντού.

Η αναγνώριση του παραλόγου

Το παράλογο, κατά τον Καμί, είναι αυτό που νοιώθουμε όταν συνειδητοποιούμε ότι το νόημα που δίνουμε στη ζωή δεν υφίσταται πέρα από τη συνείδησή μας. Είναι το αποτέλεσμα της αντίφασης μεταξύ της αίσθησης που έχουμε για το νόημα της ζωής μας και της γνώσης ότι το σύμπαν δεν έχει νόημα.

Ο Καμί εξετάζει τι σημαίνει να ζούμε με αυτή την αντίφαση. Ισχυρίζεται ότι μόνο αν αποδεχτούμε ότι η ζωή είναι κενή νοήματος και παράλογη είμαστε σε θέση να ζήσουμε ικανοποιητικά. Αποδεχόμενοι το παράλογο, η ζωή μας μετατρέπεται σε μια διαρκή εξέγερση εναντίον του ανούσιου σύμπαντος, και μπορούμε να ζήσουμε ελεύθεροι.

Αυτή την ιδέα ανέπτυξε περισσότερο ο φιλόσοφος Τόμας Νάγκελ, ο οποίος είπε ότι το παράλογο της ζωής βρίσκεται στη συνείδηση επειδή, όσο σοβαρά και αν πάρουμε τη ζωή, πάντοτε γνωρίζουμε ότι, από κάποια άποψη, αυτή η σοβαρότητα μπορεί να αμφισβητηθεί.

Ο Καμί γεννήθηκε στην Αλγερία το 1913. Έναν χρόνο αργότερα, ο πατέρας του σκοτώθηκε στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και έτσι τον Καμί ανέθρεψε η μητέρα του σε συνθήκες μεγάλης φτώχειας. Σπούδασε φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο του Αλγεριού, όπου πέρασε την πρώτη κρίση φυματίωσης, μια ασθένεια από την οποία έκτοτε θα υπέφερε σε όλη του τη ζωή. Σε ηλικία 25 ετών εγκαταστάθηκε στη Γαλλία, όπου άρχισε να ασχολείται με την πολιτική. Το 1935 έγινε μέλος του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, αλλά το 1937 τον διέγραψαν. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου συμμετείχε στη Γαλλική Αντίσταση, εκδίδοντας μια παράνομη εφημερίδα, και έγραψε πολλά από τα γνωστότερα έργα του, μεταξύ των οποίων και το μυθιστόρημα Ο ξένος. Έγραψε πολλά θεατρικά έργα, μυθιστορήματα, και δοκίμια, και το 1957 βραβεύτηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Ο Καμί σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα σε ηλικία 46 ετών, αποδεχόμενος την πρόσκληση ενός φίλου του να τον μεταφέρει οδικώς στο Παρίσι, παρότι είχε ήδη αγοράσει σιδηροδρομικό εισιτήριο.

Σημαντικά έργα
1942 Ο μύθος του Σίσυφου
1942 Ο ξένος
1947 Η πανούκλα
1951 Ο επαναστατημένος άνθρωπος
1956 Η πτώση

Μια 1500 ετών Αγία Γραφή επιβεβαιώνει/ισχυρίζεται ότι ο Ιησούς Χριστός δεν σταυρώθηκε - Ο χριστιανισμός σε πανικό!

Προς μεγάλη απογοήτευση του χριστιανισμού, μία περίπου 1500-2000 ετών Βίβλος βρέθηκε στην Τουρκία, στο Εθνογραφικό Μουσείο της Άγκυρας .

Ανακαλύφθηκε, και κρατήθηκε μυστικό, το έτος 2000, το βιβλίο περιέχει το Ευαγγέλιο του Βαρνάβα - ενός μαθητή του Χριστού - που δείχνει ότι ο Ιησούς δεν σταυρώθηκε, ούτε ήταν γιος του Θεού, αλλά ένας Προφήτης. Το βιβλίο, αποκαλεί, επίσης τον Απόστολο Παύλο "Ο Απατεώνας". Το βιβλίο ισχυρίζεται, επίσης, ότι ο Ιησούς αναλήφθηκε στον ουρανό ζωντανός, και ότι ο Ιούδας ο Ισκαριώτης σταυρώθηκε στη θέση του.

Μια έκθεση από το The National Turk λέει ότι η Βίβλος κατασχέθηκε από μια συμμορία λαθρεμπόρων κατά τη διάρκεια μιας επιχείρησης σε περιοχή της Μεσογείου. Η έκθεση αναφέρει ότι η συμμορία κατηγορήθηκε για λαθρεμπόριο αρχαιοτήτων, παράνομες ανασκαφές, και κατοχή εκρηκτικών υλών. Το βιβλίο αποτιμάται στο ύψος των 40 εκατομμυρίων τουρκικών λιρών (περίπου 28 εκατ. δολάρια).

Αυθεντικότητα
Σύμφωνα με δημοσιεύματα, οι εμπειρογνώμονες και οι θρησκευτικές αρχές στο Tehram επιμένουν ότι το βιβλίο είναι πρωτότυπο. Το ίδιο το βιβλίο είναι γραμμένο με χρυσά γράμματα, δεμένο χαλαρά σε δέρμα, στα Αραμαϊκά, την γλώσσα του Ιησού Χριστού.

Το κείμενο διατηρεί ένα όραμα παρόμοιο με το Ισλάμ, σε αντίθεση με τις διδασκαλίες της Καινής Διαθήκης του Χριστιανισμού. Ο Ιησούς προβλέπει επίσης την έλευση του προφήτη Μωάμεθ, ο οποίος θα θεμελίωνε το Ισλάμ 700 χρόνια αργότερα.

Πιστεύεται ότι, κατά τη διάρκεια του Συμβουλίου της Νίκαιας, η Καθολική Εκκλησία διάλεξε τα ευαγγέλια που αποτελούν την Αγία Γραφή, όπως τα γνωρίζουμε σήμερα, παραλείποντας το Ευαγγέλιο του Βαρνάβα (μεταξύ πολλών άλλων) υπέρ των τεσσάρων κανονικών ευαγγελίων του Ματθαίου, του Μάρκου, του Λουκά και του Ιωάννη. Πολλά βιβλικά κείμενα έχουν αρχίσει να έρχονται στην επιφάνεια με την πάροδο του χρόνου, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της Νεκράς Θάλασσας και των Γνωστικών Ευαγγέλιων αλλά αυτό το βιβλίο ιδιαίτερα, φαίνεται να ανησυχεί το Βατικανό.

Η Καθολική Εκκλησία θέλει να έχει πρόσβαση

Τι σημαίνει αυτό για τις θρησκείες που προέρχονται από τον Χριστιανισμό και τους οπαδούς τους; Αρκετά δύσκολη η θέση τους. Το Βατικανό ζήτησε από τις τουρκικές αρχές να τους αφήσει να εξετάσουν τα περιεχόμενα του βιβλίου. Τώρα που το βιβλίο έχει βρεθεί, θα αποδεχθούν αυτό καθώς και τα αποδεικτικά στοιχεία του; Θα το αρνηθούν εντελώς; Η θα το αποκαλέσουν «μουσουλμανικό ψέμα», όπως έκανε το περιοδικό «“Truth”», το 2000;

Για πολλούς, το βιβλίο αυτό είναι ένας φάρος ελπίδας, ότι οι πιστοί σύντομα θα συνειδητοποιήσουν ότι το αντικείμενο της λατρείας τους είναι αυθαίρετο και ότι όλα τα κείμενα, ιδιαίτερα τα θρησκευτικά κείμενα, υπόκεινται σε ερμηνεία.

Τι σημαίνει αυτό για τους άθεους / αγνωστικιστές / κοσμικούς στοχαστές; Είναι το πραγματικό κείμενο; Είναι πλαστό; Έχει σημασία; Ας ελπίσουμε ότι, αυτή η είδηση ​​θα εμπνεύσει τη θρησκεία να υποβάλει ερωτήσεις, αντί να δείχνει τα δάχτυλα ή να πιστεύει στα τυφλά.

Παρακαλώ, να μην κοροϊδεύετε ή να λέτε με παρρησία ότι « εγώ σας το είπα !" Ο μεγαλύτερος κίνδυνος της πίστης είναι όταν οι άνθρωποι πιστεύουν ό, τι θέλουν να πιστεύουν, υπερασπιζόμενοι κάθε αποδεικτικό στοιχείο. Ειδικά όταν τα εν λόγω στοιχεία φέρνουν επανάσταση. Και ο μεγαλύτερος ένοχος για τον κίνδυνο αυτό είναι η παγίδα του εγώ: απορρίπτουμε / κατακρίνουμε τους άλλους που είναι στην αντίθετη πλευρά από εμάς.

Για αιώνες, η «άμυνα» της τυφλής πίστης έχει οδηγήσει τα έθνη σε πόλεμο, στη βία, στις διακρίσεις, στη δουλεία με αποτέλεσμα την αυτοματοποιημένη κοινωνία που είμαστε σήμερα, και μόνο για όσο χρονικό διάστημα, η άμυνα αυτή δικαιολογείται με ψέματα. Εάν γνωρίζετε καλύτερα, ενεργείστε ανάλογα.

Το αντίθετο του Φόβου

Εκείνη τη νύχτα ο Διηνέκης κοιμήθηκε λιγότερο ακόμα. Τον ένιωσα να σαλεύει και σηκώθηκα. «Ξάπλωσε» πρόσταξε. Με έσπρωξε πάλι κάτω. «Δεν πέρασε ακόμα ούτε η δεύτερη σκοπιά». Είχε αποκοιμηθεί με τη σπολάδα και καθώς σηκωνόταν όλες οι ταλαιπωρημένες αρθρώσεις του διαμαρτυρήθηκαν. Άκουσα τα κόκαλα του σβέρκου του να τρίζουν και να βγάζει πηχτό φλέγμα από τα πνευμόνια του, που είχε κάψει στην Οινόη ανασαίνοντας φωτιά. Κι αυτή η πληγή, όπως οι άλλες, δεν είχε γιάνει ποτέ πραγματικά.

«Άσε με να σε βοηθήσω, αφέντη».
«Κοιμήσου. Μη με αναγκάσεις να σ' το ξαναπώ».

Άρπαξε ένα από τα κοντάρια του, από ‘κει που ήταν τα όπλα και κρέμασε την ασπίδα του στον ώμο απ' το λουρί της. Κούτσαινε από το ένα πόδι. Κατευθύνθηκε εκεί που βρίσκονταν η ομάδα του Λεωνίδα και οι ιππείς του. Ίσως ο βασιλιάς να ήταν ξυπνητός και να ήθελε παρέα.

Θυμάμαι κάτι που είχε πει ο αφέντης μου κάποτε για τα πεδία των μαχών. Συνέβη στην Τρίτεια, όταν ο στρατός ήρθε αντιμέτωπος με τους πολεμιστές της Αχαΐας σε ένα λιβάδι με ώριμο κριθάρι. Η φοβερή σφαγή έγινε απέναντι από έναν ναό, όπου σε καιρό ειρήνης οι παράφρονες και οι σεληνιασμένοι, μεταφέρονταν από τις οικογένειές τους για να προσευχηθούν και να προσφέρουν θυσία στη Φιλεύσπλαχνη Δήμητρα και στην Περσεφόνη. «Κανένας χωρομέτρης δε σημειώνει μια περιοχή και δηλώνει: "Εδώ θα γίνει μάχη". Το έδαφος είναι συνήθως αφιερωμένο σε έναν ειρηνικό σκοπό, συχνά σε ανθρώπους που έχουν ανάγκη από βοήθεια και οίκτο. Αυτή είναι η ειρωνεία της υπόθεσης».

Ακόμα και μέσα στα ορεινά και εχθρικά από τοπογραφικής άποψης όρια της Ελλάδας, υπάρχουν αυτές οι φιλόξενες για πόλεμο τοποθεσίες, όπως τα Οινόφυτα, η Τανάγρα, η Κορώνεια, ο Μαραθώνας, η Χαιρώνεια, τα Λεύκτρα. Πεδιάδες και περάσματα όπου οι στρατοί συγκρούονταν γενιές ολόκληρες.

Το πέρασμα στις Θερμοπύλες ήταν ένα τέτοιο μέρος. Εδώ σ' αυτά τα απόκρημνα στενά, οι αντιμαχόμενες δυνάμεις αλληλοσκοτώνονταν από την εποχή του Ιάσονα και του Ηρακλή. Εδώ είχαν πολεμήσει ορεινές φυλές, άγριες φατρίες, κουρσάροι, ομάδες μεταναστών, βάρβαροι και εισβολείς από τον Βορρά και τη Δύση. Ο πόλεμος και η ειρήνη εναλλάσσονταν σ' αυτό το μέρος για αιώνες, οι λουόμενοι και οι πολεμιστές, οι μεν έρχονταν για τα νερά, οι δε για το αίμα.

Το τείχος ήταν έτοιμο πια.
Από δω που βρισκόμουν έβλεπα τις σκοπιές πάνω στο τείχος και τα τρία έτοιμα τάγματα, δύο αρκαδικά και ένα σπαρτιατικό, με πλήρη πανοπλία, σε κάθε πυργίσκο.

Ο Λεωνίδας ήταν, πράγματι, ξυπνητός. Τα μακριά ατσαλόχρωμα μαλλιά του διακρίνονταν καθαρά δίπλα στη φωτιά των διοικητών. Ο Διηνέκης τον βρήκε να κάθεται ανάμεσα σε μια ομάδα αξιωματικών. Κατάφερα να ξεχωρίσω τον Διθύραμβο, τον αρχηγό των Θεσπιέων· τον Λεοντιάδη, τον Θηβαίο διοικητή· τον Πολύνεικο· τα αδέλφια Αλφεό και Μάρωνα και αρκετούς Σπαρτιάτες ιππείς.

Ο ουρανός είχε αρχίσει να φωτίζεται. Ένιωσα ανθρώπους να κινούνται δίπλα μου. Ο Αλέξανδρος και ο Αρίστωνας είχαν ξυπνήσει κι αυτοί και τώρα στέκονταν πλάι μου. Οι νεαροί πολεμιστές, όπως κι εγώ, κάρφωσαν το βλέμμα στους αξιωματικούς και πρωταθλητές που περιέβαλλαν τον βασιλιά. Όλοι οι παλαίμαχοι το ήξεραν, θα πολεμούσαν τιμημένα. «Εμείς πώς θα τα πάμε;» Ο Αλέξανδρος έβαλε λόγια στην άφατη αγωνία, που είχε κυριεύσει τις καρδιές των νεαρών συντρόφων του. «Θα βρούμε την απάντηση στο ερώτημα του Διηνέκη; Θα ανακαλύψουμε μέσα μας το αντίθετο του φόβου;»

Τρεις μέρες πριν την αναχώρηση από τη Σπάρτη, ο αφέντης μου είχε συγκεντρώσει τους πολεμιστές και τους βοηθητικούς της ενωμοτίας του και διοργάνωσε ένα κυνήγι με δικά του έξοδα. Ήταν ένας τρόπος να αποχαιρετήσουν όχι μόνο ο ένας τον άλλο αλλά και τα βουνά της πατρίδας τους. Κανείς δεν είπε λέξη για τις Πύλες ή για τις επερχόμενες δοκιμασίες. Ήταν μια θαυμάσια εκδρομή, που την ευλόγησαν οι θεοί με αρκετά εξαίρετα θηράματα, όπως ένα υπέροχο αγριογούρουνο που σκότωσαν ο Αυτόχειρας και ο Αρίστωνας με το ακόντιο και την αιχμή του που ήταν ίση με ένα πόδι.

Κατά το σούρουπο οι κυνηγοί, καμιά δεκαριά περίπου, και οι διπλάσιοι βοηθοί και είλωτες που υπηρετούσαν στα κυνήγια, στρογγυλοκάθισαν ευδιάθετοι γύρω από αρκετές φωτιές, ανάμεσα στους λόφους πάνω από τις Θυρίδες. Ο φόβος θρονιάστηκε κι αυτός ανάμεσά τους. Ενώ οι άλλοι κυνηγοί κουβέντιαζαν γύρω από τις χωριστές φωτιές τους, διασκεδάζοντας με ψέματα για τα θηράματα και φιλικά πειράγματα, ο Διηνέκης καθάρισε τον χώρο δίπλα του και κάλεσε τον Αλέξανδρο και τον Αρίστωνα να καθίσουν. Κατάλαβα την πρόθεση του αφέντη μου. Θα μιλούσε για τον φόβο, γιατί εκείνοι οι νεαροί που δεν είχαν χύσει ακόμα σταγόνα αίμα στη μάχη, παρά τη σιωπή τους ή ίσως εξαιτίας της, είχαν αρχίσει να λιποψυχούν αναλογιζόμενοι αυτά που τους περίμεναν.

«Όλη μου τη ζωή» άρχισε ο Διηνέκης «ένα ερώτημα με έκαιγε. Ποιο είναι το αντίθετο του φόβου;».
«Το να το πεις αφοβία δεν έχει νόημα. Είναι απλώς ένα όνομα, μια θέση που εκφράζεται ως αντίθεση. Το να αποκαλείς το αντίθετο του φόβου αφοβία δε λέει τίποτα. Θέλω να ξέρω το πραγματικό αντίθετό του, όπως μέρα και νύχτα, ουρανός και γη».
«Να είναι μια θετική έκφραση» είπε ο Αρίστωνας.
«Ακριβώς!» Ο Διηνέκης κοίταξε επιδοκιμαστικά τον νέο άντρα. Σταμάτησε να μελετήσει τα πρόσωπα των δύο νέων. Άκουγαν αυτά που τους έλεγε; Ενδιαφέρονταν; Ήταν όπως αυτός, αληθινοί μαθητές του θέματος εκείνου;
«Πώς μπορεί να δαμάσει κανείς τον φόβο του θανάτου, αυτόν τον αρχέγονο τρόμο που κυλάει στο αίμα μας, σε όλη μας τη ζωή, τόσο στα ζώα όσο και στους ανθρώπους;»

Έδειξε τα σκυλιά που είχαν διπλαρώσει τον Αυτόχειρα.
«Μια αγέλη σκύλων βρίσκει το κουράγιο να επιτεθεί σε ένα λιοντάρι. Κάθε σκύλος γνωρίζει τη θέση του. Φοβάται τον σκύλο που είναι μπρος του και τρέφει τον φόβο εκείνου που είναι πίσω του. Ο φόβος δαμάζει τον φόβο. Αυτό κάνουμε κι εμείς οι Σπαρτιάτες. Βάζουμε πάνω από τον φόβο του θανάτου έναν ακόμα μεγαλύτερο φόβο: αυτόν της ατίμωσης. Του αποκλεισμού από το κοπάδι».

Ο Αυτόχειρας εκείνη τη στιγμή βρήκε να πετάξει αρκετά κομμάτια κρέας στα σκυλιά. Εκείνα άρπαξαν με μανία τα απομεινάρια από το χορτάρι. Το δυνατότερο βούτηξε τη μερίδα του λέοντος.

Ο Διηνέκης χαμογέλασε θλιμμένα.
«Είναι όμως αυτό θάρρος; Το ίδιο δεν είναι όταν ενεργείς από φόβο μήπως ατιμαστείς; Δε σου το επιβάλλει πάλι ο φόβος;»

Ο Αλέξανδρος τον ρώτησε τι έψαχνε να βρει.
«Κάτι πιο ευγενικό. Μια υψηλότερη μορφή του μυστηρίου. Αγνή. Αψεγάδιαστη».
Είπε πως για κάθε άλλο ερώτημα μπορούσε να απευθυνθεί κανείς στη σοφία των θεών. «Όχι όμως και για θέματα θάρρους. Τι έχουν να μας διδάξουν οι θεοί; Αυτοί δεν πεθαίνουν. Τα πνεύματά τους δεν κατοικούν, όπως τα δικά μας, σ' αυτό εδώ». Έδειξε το σώμα, τη σάρκα. «Εδώ μέσα παράγεται ο φόβος».

Ο Διηνέκης κοίταξε πάλι τον Αυτόχειρα, μετά τον Αλέξανδρο, τον Αρίστωνα κι εμένα.
«Εσείς οι νέοι φαντάζεστε ότι εμείς οι παλιοί πολεμιστές έχουμε τιθασεύσει τον φόβο. Όμως τον νιώθουμε τόσο έντονα όσο εσείς. Πολύ πιο έντονα, γιατί τον έχουμε βιώσει στο πετσί μας. Ο φόβος ζει μέσα μας μέρα και νύχτα, στα νεύρα μας και στα κόκαλά μας. Λέω αλήθεια, φίλοι μου;»
Ο Αυτόχειρας έσκασε ένα λοξό θλιμμένο χαμόγελο. Ο αφέντης μου του το ανταπέδωσε.

«Μπαλώνουμε το θάρρος μας επιτόπου με κουρέλια και απομεινάρια. Τα συγκεντρώνουμε μέσα από τους φόβους μας· από τον φόβο ότι θα ατιμάσουμε την πόλη, τον βασιλιά, τους ήρωες των γραμμών μας. Από τον φόβο ότι θα θεωρηθούμε δειλοί από τις γυναίκες μας και τα παιδιά μας, τα αδέλφια μας, τους συμπολεμιστές μας. Ξέρω πώς ν' αποτελειώσω τον άνθρωπο μου, πώς να πείσω τον εαυτό μου ότι ο φόβος του είναι μεγαλύτερος από τον δικό μου. Μπορεί να είναι. Προσέχω τους στρατιώτες που υπηρετούν κάτω από τις διαταγές μου και προσπαθώ να ξεχάσω τον δικό μου φόβο φροντίζοντας για την επιβίωσή τους. Όμως είναι πάντα παρών. Το καλύτερο που έχω πετύχει είναι να ενεργώ παρά τον φόβο μου. Αλλά ούτε αυτό είναι. Όχι το είδος του θάρρους για το οποίο μιλώ. Δεν είναι ούτε η αυτοπροστασία, που βασίζεται στο ζωώδες ένστικτο και στον πανικό. Αυτά είναι καταλήψεις. Αυτά τα έχει κι ένας ποντικός.

Παρατήρησε ότι συχνά εκείνοι που προσπαθούν να ξεπεράσουν τον φόβο του θανάτου πρεσβεύουν ότι η ψυχή δεν εξαφανίζεται μαζί με το σώμα. Για μένα αυτό είναι ηλίθιο. Ευσεβής πόθος. Άλλοι πάλι, οι βάρβαροι κυρίως, λένε πως όταν πεθαίνουμε πηγαίνουμε στον παράδεισο. Τους ρωτώ λοιπόν: Αν, πράγματι, το πιστεύετε αυτό, γιατί δεν τελειώνετε με τον εαυτό σας αμέσως για να επιταχύνετε το ταξίδι;

Ο Αχιλλέας, μας λέει ο Όμηρος, είχε πραγματική ανδρεία. Είχε όμως, αφού γεννήθηκε από μητέρα αθάνατη, βουτήχτηκε στα νερά της Στύγας όταν ήταν μωρό και ήξερε ότι εκτός από τη φτέρνα ήταν άτρωτος; Οι δειλοί θα ήταν σπανιότεροι κι απ' τα φτερά στα ψάρια αν το ξέραμε όλοι αυτό».
Ο Αλέξανδρος ρώτησε αν κάποιος στην πόλη, κατά τη γνώμη του Διηνέκη, είχε αυτήν την πραγματική ανδρεία.

«Από όλους τους Λακεδαιμονίους, ο φίλος μας ο Πολύνεικος είναι πιο κοντά. Αλλά ακόμα και τη δική του ανδρεία τη θεωρώ ανεπαρκή. Πολεμά όχι από φόβο μήπως ατιμαστεί αλλά επειδή είναι άπληστος για δόξα. Μπορεί να είναι ευγενικός σκοπός, τουλάχιστον δεν είναι ταπεινός, είναι όμως πραγματική ανδρεία;»

Ο Αρίστωνας ρώτησε αν αυτό το ανώτερο θάρρος υπήρχε πραγματικά.
«Δεν είναι κάτι φανταστικό» δήλωσε ο Διηνέκης με σιγουριά. «Το έχω δει. Ο αδελφός μου ο Ιατροκλής το είχε ορισμένες στιγμές. Όταν έβλεπα τη χάρη του, πάνωθέ του, έμενα εμβρόντητος. Ακτινοβολούσε, ήταν κάτι θεϊκό. Εκείνες τις ώρες πολεμούσε όχι σαν άνθρωπος αλλά σαν Θεός.

Ο Λεωνίδας το έχει επίσης μερικές φορές. Ο Ολύμπιος δεν το έχει. Ούτε κι εγώ. Κανένας από όσους είμαστε εδώ». Χαμογέλασε. «Υπάρχει ωστόσο μια ένδειξη εδώ. Η ανώτερη αυτή ανδρεία υποπτεύομαι ότι ενυπάρχει σε κάτι που είναι γένους θηλυκού. Οι ίδιες οι λέξεις για το θάρρος, η ανδρεία και η αφοβία, είναι θηλυκού γένους, ενώ ο φόβος και ο τρόμος είναι αρσενικού. Ίσως ο Θεός που αναζητούμε δεν είναι Θεός αλλά Θεά. Δεν ξέρω».

Ήταν ολοφάνερο ότι ο Διηνέκης ευχαριστιόταν να μιλάει γι' αυτό. Ευχαρίστησε τους ακροατές του που είχαν την υπομονή να τον ακούνε ακόμη. «Οι Σπαρτιάτες δεν έχουν υπομονή για τέτοια ερωτήματα του σαλονιού. Θυμάμαι ότι ρώτησα κάποτε τον αδελφό μου σε μια εκστρατεία, μια μέρα που είχε πολεμήσει σαν αθάνατος. Ήθελα σαν τρελός να μάθω τι ένιωθε εκείνες τις στιγμές, τι αισθανόταν μέσα του. Με κοίταξε σαν να είχα βγει από το τρελοκομείο. "Λιγότερη φιλοσοφία, Διηνέκη, και περισσότερη αρετή"».

Γέλασε. «Αυτό είπε μόνο».
Ο αφέντης μου γύρισε τότε στο πλάι, σαν να ήθελε να βάλει τέλος σ' αυτήν τη συζήτηση. Κάτι ωστόσο τον έκανε να στραφεί στον Αρίστωνα, που στο πρόσωπό του ήταν αποτυπωμένη η έκφραση των μικρών παιδιών που δεν τολμούν να απευθύνουν τον λόγο στους μεγαλύτερους τους. «Πες το, φίλε μου» τον παρότρυνε ο Διηνέκης.

«Σκεφτόμουν το θάρρος των γυναικών. Πιστεύω ότι διαφέρει από των αντρών».
Ο νέος δίστασε. Η έκφρασή του μιλούσε πριν από κείνον, μάλλον θεωρούσε απρέπεια ή αλαζονεία να διαλογίζεται πάνω σε θέματα για τα οποία δεν είχε καμία εμπειρία.

Ο Διηνέκης ωστόσο τον πίεσε να μιλήσει. «Διαφορετικό πώς;» Ο Αρίστωνας κοίταξε τον Αλέξανδρο, που με ένα χαμόγελο ενίσχυσε την απόφαση του φίλου του να εκφραστεί. «Το θάρρος ενός άντρα, να δίνει τη ζωή του για την πατρίδα του, δεν είναι κάτι παράξενο. Δεν είναι στη φύση του αρσενικού, τόσο στα ζώα όσο και στους ανθρώπους, να πολεμά και να ανταγωνίζεται; Παρακολουθήστε οποιοδήποτε αγόρι. Πριν ακόμα μιλήσει, απλώνει το χέρι να πιάσει από ένστικτο το κοντάρι και το σπαθί — ενώ οι αδελφές του αποφεύγουν αυτά τα σύνεργα των αγώνων κι αντί γι' αυτά κρατούν στην αγκαλιά τους το γατάκι και την κούκλα.

«Τι πιο φυσικό σε έναν άντρα να πολεμάει και σε μια γυναίκα να αγαπάει; Αυτό που επιτάσσει το ένστικτο της μάνας δεν είναι να δίνει και να τρέφει πάνω απ' όλα αυτό που έχει βγάλει από τη μήτρα της, τα παιδιά που έχει γεννήσει με πόνο; Όλοι ξέρουμε ότι η λέαινα ή η λύκαινα, θυσιάζουν τη ζωή τους χωρίς δισταγμό για να προστατέψουν τα μικρά τους. Το ίδιο και οι γυναίκες. Τώρα αναλογιστείτε, φίλοι, αυτό που αποκαλούμε γυναικείο θάρρος:

Υπάρχει κάτι που να έρχεται σε μεγαλύτερη αντίθεση με τη γυναικεία φύση, με τη μητρότητα, από το να στέκεται ακίνητη και ασυγκίνητη καθώς οι γιοι της βαδίζουν προς το θάνατο; Δε θα έπρεπε κάθε ίνα του κορμιού της μητέρας να ουρλιάζει από αγωνία και προσβολή μπροστά σε μια τέτοια ύβρη; Δε θα έπρεπε η καρδιά της να πασχίζει να φωνάξει με όλο της το πάθος: "Όχι! Όχι το γιο μου! Λυπηθείτε τον!". Το ότι οι γυναίκες, από κάποια άγνωστη σε μας πηγή, αντλούν τη θέληση να επιβληθούν σ' αυτό που είναι η αληθινή τους φύση, είναι, πιστεύω, ο λόγος που στεκόμαστε με δέος μπροστά στις μητέρες, στις αδελφές και στις γυναίκες μας. Αυτό, Διηνέκη, πιστεύω ότι είναι η ουσία του γυναικείου θάρρους και γιατί, όπως είπες, είναι ανώτερο των αντρών».

Ο αφέντης μου επιδοκίμασε αυτές τις παρατηρήσεις. Ο Αλέξανδρος ωστόσο δίπλα του φάνηκε να αντιδρά. Καταλάβαινες ότι ο νέος δεν ήταν ικανοποιημένος.

«Αυτά που λες είναι αλήθεια, Αρίστωνα. Δεν το είχα σκεφτεί ποτέ μ' αυτό τον τρόπο. Κάτι λείπει ωστόσο. Αν η νίκη των γυναικών ήταν να στέκονται απλώς αδάκρυτες καθώς οι γιοι τους βαδίζουν προς το θάνατο, αυτό δεν είναι μόνο αφύσικο αλλά και απάνθρωπο, χυδαίο και τερατώδες ακόμα. Αυτό που ανυψώνει τούτη την πράξη και την κάνει ευγενή είναι, θαρρώ, επειδή γίνεται για να υπηρετήσει έναν ανώτερο και ανιδιοτελή σκοπό.

Αυτές οι γυναίκες που αντικρίζουμε με δέος χαρίζουν τη ζωή των αγοριών τους στη χώρα τους, στο λαό ως σύνολο, γιατί το έθνος πρέπει να επιβιώσει, έστω κι αν χαθούν τα αγαπημένα τους παιδιά. Σαν τη μητέρα που την ιστορία της μαθαίνουμε από μικρά, η οποία, όταν πληροφορήθηκε ότι και οι πέντε γιοι της είχαν σκοτωθεί στην ίδια μάχη, ρώτησε μόνο: "Το έθνος μας νίκησε;" και, όταν της είπαν πως είχε νικήσει, γύρισε να πάει σπίτι της χωρίς να χύσει ούτε ένα δάκρυ, λέγοντας μόνο: "Τότε είμαι ευτυχισμένη". Αυτό ακριβώς το στοιχείο —η ευγένεια του να βάζεις το σύνολο πάνω από το μέρος— δεν είναι που μας συγκινεί στη θυσία των γυναικών;»

«Τόση σοφία από στόματα νηπίων!» Ο Διηνέκης γέλασε και χτύπησε και τους δύο νέους στοργικά στον ώμο. «Όμως δεν απαντήσατε στην ερώτησή μου. Ποιο είναι το αντίθετο του φόβου;
Θα σας πω μια ιστορία, νεαροί μου φίλοι, αλλά όχι εδώ και τώρα. Θα την ακούσετε στις Πύλες. Την ιστορία του βασιλιά Λεωνίδα και ένα μυστικό που εμπιστεύτηκε στη μητέρα του Αλέξανδρου, την Παράλεια. Αυτή η ιστορία θα προχωρήσει την έρευνά μας πάνω στο θάρρος και θα μας εξηγήσει πώς ο Λεωνίδας επέλεξε τελικά τους Τριακόσιους. Προς το παρόν όμως ας βάλουμε τελεία στο σαλόνι μας, αλλιώς οι Σπαρτιάτες που μας ακούνε θα πουν ότι είμαστε θηλυπρεπείς. Και θα έχουν δίκιο!»

Τώρα στο στρατόπεδο των Πυλών, εμείς οι τρεις νέοι βλέπαμε τον ενωμοτάρχη μας να ανταποκρίνεται στο πρώτο φως της αυγής, να ζητά την άδεια να φύγει από το συμβούλιο του βασιλιά, να επιστρέφει στην ενωμοτία του, να βγάζει τον μανδύα του και να καλεί τους άντρες του σε γυμνάσια. «Όρθιοι λοιπόν». Ο Αρίστωνας πετάχτηκε πάνω, τραβώντας τον Αλέξανδρο κι εμένα από τις ασχολίες μας. «Το αντίθετο του φόβου πρέπει να είναι η δουλειά».

Κάτω από ποια ξένη σημαία θα έβρισκε κανείς στο πλευρό του άντρες σαν το Λεωνίδα, τον Αλφεό, τον Μάρωνα ή εδώ μέσα σ' αυτή τη βρομιά τον Δωριέα, τον Πολύνεικο και τον αφέντη μου, τον Διηνέκη;

Τους άντρες που θα μοιραστούν μαζί του τη βάρκα, η καρδιά του πολεμιστή αγκαλιάζει με μια αγάπη που ξεπερνά όλες τις άλλες που έχουν χαρίσει oι θεοί στους ανθρώπους, εκτός από την αγάπη της μάνας για το παιδί της. Δεσμεύεται για πάντα μαζί τους, όπως κι εκείνοι με αυτόν.

«Όταν πρωτοήρθα στη Λακεδαίμονα και είδα τη φάλαγγα» συνέχισε ο Αυτόχειρας «μου φάνηκε η πιο αστεία μορφή πολέμου που είχα δει ποτέ. Στη χώρα μου πολεμάμε καβάλα στ' άλογα. Για μένα αυτός ήταν ο μόνος τρόπος, σπουδαίος και ένδοξος, ένα θέαμα που συγκλονίζει την ψυχή. Η φάλαγγα μου φαινόταν αστεία. Αλλά θαύμασα τους άντρες, την αρετή τους, που ήταν φανερά πολύ πιο ανώτερη από κάθε άλλου έθνους που είχα δει και μελετήσει. Ήταν πραγματική σπαζοκεφαλιά για μένα».

Κοίταξα τον Διηνέκη μέσα από τη φωτιά για να δω αν είχε ακούσει αυτές τις σκέψεις από τον Αυτόχειρα και στο παρελθόν, τα χρόνια ίσως πριν μπω στην υπηρεσία του, τότε που ο Σκύθης ήταν ο μοναδικός του βοηθός. Από την έκφραση του προσώπου του κατάλαβα ότι τον παρακολουθούσε με πολύ μεγάλη προσοχή. Προφανώς, τούτα τα γενναιόδωρα λόγια από τα χείλη του Αυτόχειρα, ήταν εντελώς καινούρια για τον αφέντη μου όσο και για τους άλλους.

«Θυμάσαι, Διηνέκη, τότε που πολεμήσαμε τους Θηβαίους στις Ερυθρές; Τότε που έσπασαν και το έβαλαν στα πόδια; Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα κάτι τέτοιο. Τρόμαξα. Υπάρχει πιο ποταπό, πιο εξευτελιστικό θέαμα κάτω από τον ήλιο, από μια φάλαγγα που διαλύεται από φόβο; Σε κάνει να νιώθεις ντροπή που είσαι θνητός, που βλέπεις τόση χυδαιότητα ακόμα και σε έναν εχθρό. Παραβιάζει τους υψηλότερους νόμους των θεών». Το πρόσωπο του Αυτόχειρα, που είχε πάρει μια περιφρονητική έκφραση, τώρα έλαμψε από χαρά.

«Α, το αντίθετο: Μια γραμμή που κρατάει! Τι μπορεί να είναι πιο μεγάλο, πιο ευγενικό;»
Ένα βράδυ ονειρεύτηκα ότι προήλαυνα μέσα στη φάλαγγα. Προχωρούσαμε σε μια πεδιάδα για να συναντήσουμε τον αντίπαλο. Η καρδιά μου είχε παγώσει από τον τρόμο. Οι σύντροφοι μου προχωρούσαν με μεγάλα βήματα γύρω μου, μπροστά μου, πίσω μου, από όλες τις μεριές. Ήταν όλοι εγώ. Εγώ γέρος, εγώ νέος. Τρομοκρατήθηκα ακόμα πιο πολύ, λες και γινόμουν κομματάκια. Τότε άρχισαν όλοι να τραγουδούν. Όλα τα "εγώ", όλοι οι "εαυτοί μου". Καθώς οι φωνές τους υψώνονταν σε μια γλυκιά αρμονία, κάθε φόβος πέταξε από την καρδιά μου. Ξύπνησα με ένα μόνο στήθος και ήξερα ότι αυτό το όνειρο ήταν σταλμένο κατευθείαν από τους θεούς.

Κατάλαβα τότε ότι η κόλλα έκανε τη φάλαγγα σπουδαία. Η αόρατη κόλλα που την κρατούσε σφιχτοδεμένη. Συνειδητοποίησα ότι όλα τα γυμνάσια και η πειθαρχία, με τα οποία εσείς οι Σπαρτιάτες αρέσκεστε να ζαλίζετε ο ένας το κεφάλι του άλλου, δεν ήταν για να εντυπώσετε τη δεξιοτεχνία ή την τέχνη, αλλά για να δημιουργήσετε αυτήν την κόλλα».

Ο Μέδοντας γέλασε. «Δε μου λες, τι είδους κόλλα διέλυσες εσύ, Αυτόχειρα, που επέτρεψε τελικά στα σαγόνια σου να ανοιγοκλείνουν με τόση αντισκυθική υπερβολή;»
Ο Αυτόχειρας χαμογέλασε. Ο Μέδοντας ήταν αυτός, όπως έλεγαν, που έδωσε στον Σκύθη το παρατσούκλι του, όταν, ένοχος για ένα φόνο στη χώρα του, είχε καταφύγει στη Σπάρτη, όπου επιζητούσε συνέχεια τον θάνατο.

«Όταν πρωτοήρθα στη Λακεδαίμονα και άρχισαν να με φωνάζουν "Αυτόχειρα", δε μου άρεσε καθόλου. Αλλά με τον καιρό μπόρεσα να δω τη σοφία του, αφού δε μου το είχαν δώσει από κακή πρόθεση. Γιατί τι πιο ευγενικό από το να σκοτώσεις τον εαυτό σου; Όχι στην κυριολεξία. Όχι με μια λεπίδα στα σπλάχνα. Αλλά να εξοντώσεις το εγωιστικό εγώ μέσα σου, εκείνο το μέρος που κοιτάζει μόνο τη δική του επιβίωση, να σώσει το δικό του τομάρι. Αυτή ήταν η νίκη που εσείς οι Σπαρτιάτες είχατε πετύχει πάνω στον εαυτό σας. Αυτό ήταν η κόλλα. Αυτό που είχατε μάθει και με έκανε να μείνω, για να το μάθω κι εγώ.»

Όταν ένας πολεμιστής μάχεται όχι για τον εαυτό του αλλά για τα αδέλφια του, όταν ο μεγαλύτερος πόθος του δεν είναι ούτε η δόξα ούτε η σωτηρία της δικής του ζωής, αλλά να διαθέσει την ύπαρξή του ολόκληρη για κείνους, τους συντρόφους του, κι όχι να τους εγκαταλείψει ή να φανεί ανάξιος τους, τότε η καρδιά του περιφρονεί στ' αλήθεια το θάνατο κι έτσι ξεπερνά τον εαυτό του και οι πράξεις του αγγίζουν το τέλειο. Γι' αυτό ο αληθινός πολεμιστής δεν μπορεί να μιλήσει για μάχες, παρά μόνο με τα αδέλφια του που ήταν εκεί μαζί του. Αυτή η αλήθεια είναι τόσο ιερή και απαραβίαστη, που τα λόγια περισσεύουν. Ούτε κι εγώ θα τολμούσα να την πω πέρα από δω παρά μόνο σε σας».

Ο Μαύρος Λέων άκουγε προσεκτικά. «Αυτά που λες είναι αλήθεια, Αυτόχειρα, και συγχώρα με που σε λέω έτσι. Αλλά δεν είναι ευγενές ό,τι δε βλέπεται. Και τα ποταπά συναισθήματα είναι αόρατα επίσης. Ο φόβος, η απληστία και η λαγνεία. Τι λες γι' αυτά;»

«Ναι» παραδέχτηκε ο Αυτόχειρας «αλλά κι αυτά που αισθάνεται κανείς δεν είναι ποταπά; Η δυσωδία τους φτάνει ίσαμε τον ουρανό. Αρρωσταίνουν την καρδιά του ανθρώπου. Τα ευγενικά αόρατα πράγματα έχουν διαφορετική αίσθηση. Είναι σαν μουσική που οι υψηλότερες νότες της είναι οι ωραιότερες.

Άλλο ένα πράγμα που με προβλημάτισε όταν ήρθα στη Λακεδαίμονα. Η μουσική σας. Υπήρχε παντού, όχι μόνο στις πολεμικές ωδές ή στα τραγούδια που λέγατε καθώς βαδίζατε εναντίον του αντιπάλου, αλλά επίσης στους χορούς και στις χορωδίες σας, στις εορτές και στις θυσίες σας. Γιατί αυτοί οι τέλειοι πολεμιστές τιμούν τόσο τη μουσική, όταν απαγορεύουν τα θέατρα και την τέχνη; Πιστεύω πως αισθάνονται ότι οι αρετές είναι σαν τη μουσική. Πάλλονται σε έναν υψηλότερο, ευγενέστερο ρυθμό».

Στράφηκε στον Αλέξανδρο. «Γι' αυτό σε επέλεξε ο Λεωνίδας για τους Τριακόσιους, νεαρέ μου αφέντη, αν και ήξερε ότι δεν είχες βρεθεί ποτέ ανάμεσα στις σάλπιγγες. Πιστεύει ότι θα τραγουδήσεις εδώ στις Θερμοπύλες σ' αυτήν τη θεία καταγραφή, όχι μ' αυτόν» —έδειξε το λαιμό— «αλλά με τούτη». Και το χέρι του άγγιξε την καρδιά.

Ο Αυτόχειρας σώπασε. Φάνηκε αμήχανος και ντροπαλός. Όλα τα πρόσωπα γύρω από τη φωτιά τον κοίταζαν με σοβαρότητα και σεβασμό. Ο Διηνέκης ράγισε τη σιωπή με ένα γέλιο.
«Είσαι φιλόσοφος, Αυτόχειρα».

Ο Σκύθης χαμογέλασε κι αυτός. «Ναι» είπε κουνώντας το κεφάλι «του πρόσεξ' τούτο!».
Εκείνη τη στιγμή φάνηκε ένας αγγελιαφόρος, που καλούσε τον Διηνέκη στο συμβούλιο του Λεωνίδα. Ο αφέντης μου μού έγνεψε να τον ακολουθήσω. Κάτι είχε αλλάξει μέσα του. Το ένιωσα καθώς περπατούσαμε ανάμεσα στα δρομάκια που διέσχιζαν τα στρατόπεδα των συμμάχων.

«Θυμάσαι εκείνο το βράδυ, Χίονη, τότε που καθόμαστε με τον Αρίστωνα και τον Αλέξανδρο και μιλούσαμε για τον φόβο και το αντίθετό του;»
Είπα ότι θυμόμουν.

«Έχω την απάντηση στο ερώτημά μου. Μου την έδωσαν οι φίλοι μας ο έμπορος και ο Σκύθης».
Το βλέμμα του στράφηκε στις φωτιές του στρατοπέδου, στους συμμάχους που ήταν μαζεμένοι στις μονάδες τους και στους αξιωματικούς τους, που βλέπαμε να πλησιάζουν από όλες τις μεριές τη φωτιά του βασιλιά, όπως κι εμείς άλλωστε, έτοιμοι να ανταποκριθούν στις ανάγκες του και να λάβουν τις οδηγίες του.

«Το αντίθετο του φόβου» είπε ο Διηνέκης «είναι η αγάπη».

Στίβεν Πρέσσφιλντ: ‘‘Οι Πύλες της Φωτιάς’’