Η διπλή ζωή της φιλοσοφίας
Στα τέλη του 2ου αιώνα μ.Χ. η φιλοσοφία φαινόταν να βρίσκεται σε πλήρη δράση. Μέσα στις φιλοσοφικές σχολές των μεγάλων πόλεων, της Αθήνας, της Αλεξάνδρειας, της Ρώμης, ζούσε μια ζωή εσωστρεφή: δάσκαλοι και μαθητές διάβαζαν και σχολίαζαν (προφορικά και γραπτά) αυτά που θεωρούσαν βασικά κείμενα για τη δική τους σχολή, όπως οι Πλατωνικοί τον διάλογο Τίμαιο. Προσπαθούσαν, κυρίως οι Πλατωνικοί, να συστηματοποιήσουν και να διδάξουν τις θεωρίες της σχολής τους, ταξινομημένες στους κλάδους της φιλοσοφίας (τη μεταφυσική, τη φυσική, την ηθική κ.ά.). Αλλά και επιχειρούσαν να αντικρούσουν τις θεωρίες των αντίπαλων σχολών και να αποδείξουν την ανωτερότητα της δικής τους άποψης. Αν το πετύχαιναν, θα ήταν όχι μόνο μια καθαρά φιλοσοφική νίκη, αλλά και μια νίκη εναντίον των συναδέλφων και ανταγωνιστών καθηγητών της φιλοσοφίας.
Δεν υπήρχαν όμως μόνο οι παραδοσιακού τύπου σχολές που ακολουθούσαν ένα συγκεκριμένο φιλοσοφικό δόγμα. Είχαν ιδρυθεί και σχολές όπου κάθε ενδιαφερόμενος είχε τη δυνατότητα να γνωρίσει τις διδασκαλίες του πλατωνισμού, του αριστοτελισμού, του στωικισμού ή του επικουρισμού. Αποκτούσε γνώσεις που συμπλήρωναν τη γενική παιδεία του. Εκεί ο καθηγητής φιλοσοφίας ήταν ένα είδος αμειβόμενου δημοτικού ή κρατικού (αυτοκρατορικού) υπαλλήλου που απλώς μετέφερε, ανάλογα με τις ικανότητές του αλλά και τις προσδοκίες των μαθητών του, τα δόγματα των μεγάλων φιλοσοφιών.
Μέσα στις αυλές των τοπικών αρχόντων ή και των αυτοκρατόρων η φιλοσοφία ζούσε μια άλλη ζωή, πιο λαμπερή. Για την ακρίβεια, όχι η φιλοσοφία αλλά οι φιλόσοφοι. Ευνοούμενοι της πολιτικής εξουσίας και φίλοι των ισχυρών του χρήματος, αυτοί οι φιλόσοφοι συγκροτούσαν την πνευματική ελίτ της εποχής, στο κέντρο ή στις περιφέρειες της αυτοκρατορίας. Επέλεγαν να ζήσουν μια ζωή μοιρασμένη στη φιλοσοφική διδασκαλία και τις υψηλές κοινωνικές συναναστροφές με ισχυρούς πολιτικούς και επιχειρηματίες. Αυτός ο τρόπος ζωής τούς επέτρεπε να αφεθούν και να νιώσουν κάτι από τη ματαιοδοξία που ίσως ένιωθε ο Πλάτων στην αυλή του τύραννου Διονύσου στις Συρακούσες, κάτι από το άγγιγμα της εξουσίας που στιγμές στιγμές ζεσταίνει (μέχρι να κάψει) και τον θερμότερο ζηλωτή της «θεωρητικής ζωής».
Πολιτική ενότητα, φιλοσοφικός εκλεκτικισμός και θρησκευτικός συγκρητισμός
Τόσοι διαφορετικοί λαοί, κοινωνίες και πολιτισμοί, με τόσες αντιθέσεις πολιτικές, κοινωνικές, οικονομικές, ιδεολογικές, θρησκευτικές, δεν μπορούσαν να συμβιώσουν μέσα στο πλαίσιο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας χωρίς να υπήρχε κάτι που να τους συνέδεε - πέρα από την υποταγή στην κεντρική εξουσία και την πολιτική οργάνωση. Η ελάχιστη κοινή βάση που δέχονταν, ή που όφειλαν να δέχονταν, όλοι οι υπήκοοι ήταν ότι ο αυτοκράτορας βρίσκεται στην κορυφή μιας ιεραρχίας, πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής· ότι η ιεραρχική δομή της αυτοκρατορικής εξουσίας είναι φυσική και θεϊκή - συμπίπτει με τον ορθό λόγο, εφόσον υπάρχει μια αναλογία ανάμεσα στον κόσμο, στον ανθρώπινο πολιτισμό και στη λογική.
Αυτές οι παραδοχές βοηθούσαν την ανοχή των διαφορετικών θρησκειών και φιλοσοφιών, καθώς και τη συνοχή και, κατά κάποιο τρόπο, την ομογενοποίηση της πανσπερμίας και ποικιλίας των φυλών. Συντελούσαν, όσο γινόταν, στην ιδεολογική και πολιτιστική ενότητα της αυτοκρατορίας.
Ο κάτοικος π.χ. του ανατολικού τμήματος της αυτοκρατορίας μπορούσε να ήταν λίγο από όλα, χωρίς δεσμεύσεις και αποκλειστικότητες: μυημένος στα μυστήρια της Κυβέλης, πιστός στον τοπικό προστάτη θεό, πρόθυμος να ταξιδέψει ο ίδιος για να αφήσει το τάμα του σε κάποιο Ασκληπιείο, σχεδόν αναγκασμένος να προστρέχει στο μαντείο των Διδύμων ή, για ευκολία, σε κάποιους από τους περιοδεύοντες μάντεις και προφήτες, να τα έχει καλά με κάθε είδους και προέλευσης θεούς, αλλά και να μην ξεχνά στις δημόσιες τελετές να καίει λίγο λιβάνι στην περιφερόμενη για προσκύνηση εικόνα του σεβαστού αυτοκράτορα.
Το ίδιο και στη φιλοσοφία: ένας πλατωνικός μπορεί να είχε μέσα του ισχυρή δόση στωικισμού (κάποιας μορφής στωικισμού), ένας αριστοτελικός να καταπιανόταν με τα ζητήματα που έθετε η πλατωνική παράδοση, και ολοένα και περισσότεροι να διαβάζουν Αριστοτέλη. Βέβαια, δεν έλειπαν οι ενδοφιλοσοφικοί ανταγωνισμοί. Αλλά αφορούσαν κυρίως τους καθηγητές, επαγγελματίες μια ζωή στη φιλοσοφία και στις έννοιες, που πάλευαν να περισώσουν την καθαρότητα της «σχολής» τους και, ίσως πιο πολύ, να ενισχύσουν τη δική τους θέση και καριέρα.
Όποιος αρνιόταν τις αρχές που θεμελίωναν την αυτοκρατορία, έθετε αυτομάτως τον εαυτό του εκτός κοινωνίας, εκτός των «φυσικών» αξιών του πολιτισμού. Άρα ήταν εκτός λόγου - ένας εχθρός του πολιτισμού, της ανθρωπότητας. Ήταν ένας φορέας της αντικουλτούρας της εποχής. Έτσι εξηγούνται, μέχρις ενός σημείου, και δικαιολογούνταν στα μάτια πολλών ανθρώπων της εποχής οι διωγμοί όσων αρνούνταν τον θεϊκό ρόλο της αυτοκρατορίας - κυρίως των χριστιανών, αλλά και εβραίων και οπαδών άλλων θρησκειών και λατρειών. Γι᾽ αυτό και ο πλατωνικός Κέλσος κατηγορούσε τους χριστιανούς, που δεν θυσίαζαν στους θεούς: «Είναι σαν να μένεις στο διαμέρισμα κάποιου και να μην πληρώνεις ενοίκιο.»
Η ισχύς της φιλοσοφίας και η νομιμοποίηση της πραγματικότητας
Χωρίς να μπορούμε να πούμε με ευκολία ότι η φιλοσοφία της εποχής εξυπηρετούσε την κρατική ιδεολογία, δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι η αυτοκρατορική εξουσία ευχαρίστως θα της ανέθετε έναν τέτοιο ρόλο και ότι ορισμένοι φιλόσοφοι ευχαρίστως και με ευγνωμοσύνη θα τον αναλάμβαναν (ή τον ανέλαβαν).
Την προπαγάνδα υπέρ της παγκοσμιοποίησης θα μπορούσαν να την αναλάμβαναν πολιτικοί, ρήτορες και άλλοι διαμορφωτές της κοινής γνώμης. Είτε επειδή ανέμεναν κάποιο κέρδος είτε επειδή πίστευαν, για θεωρητικούς λόγους, στην αναγκαιότητα ή στην υπεροχή της παγκοσμιοποίησης. Και, ασφαλώς, θα μπορούσαν να ήταν φιλόσοφοι και φιλοσοφούντες από εκείνους που με ωραία λόγια, συχνά με τόνο προφητικό ή αποκαλυπτικό, αναλαμβάνουν να πείσουν όσους πτωχοὺς τῷ πνεύματι δεν είναι σε θέση να καταλάβουν από μόνοι τους το πόσο λογική (και αναγκαία) είναι η πραγματικότητα. Ο Επίκτητος, εκείνος ο στωικός απελεύθερος, είχε πει πριν από αιώνες κάτι ανάλογο (Εγχειρίδιον 8):
Μὴ ζήτει τὰ γινόμενα γίνεσθαι ὡς θέλεις, ἀλλὰ θέλε τὰ γινόμενα ὡς γίνεται καὶ εὐροήσεις.
Μην προσπαθείς ό,τι συμβαίνει να συμβαίνει όπως θες εσύ, αλλά φρόντιζε να θέλεις αυτό που συμβαίνει να συμβαίνει όπως συμβαίνει, και θα είσαι ευτυχισμένος.
Όπως πολύ σωστά είπε κάποτε ένας πατρίκιος, ονόματι Τίτος, «καμιά φιλοσοφία σήμερα δεν κινητοποιεί τις μάζες, καμιά φιλοσοφία δεν ανατρέπει» καταστάσεις. Γι᾽ αυτό, ένας φιλόσοφος που ένιωθε ή έκρινε (ορθά ή λανθασμένα) ότι είναι δύσκολο έως αδύνατο να αλλάξει με τις θεωρίες του τους ανθρώπους και την πραγματικότητα, έκανε την ανάγκη (ή την αδυναμία) φιλοτιμία. Αναλάμβανε, συχνά αυτόκλητος, να αποδείξει με όλη την ευγλωττία του ότι αυτή η πραγματικότητα δεν μπορεί παρά να είναι λογική. Και ότι, επομένως, οι άνθρωποι όχι μόνο δεν έχει νόημα να αγωνιστούν για να την αλλάξουν, αλλά οφείλουν να την υπερασπιστούν. Όποιος δεν καταλαβαίνει και δεν συμμορφώνεται με τη (νέα) πραγματικότητα, θέτει μόνος του τον εαυτό του εκτός πραγματικότητας.
Στο πλαίσιο αυτό, αυτοκράτορες σαν τον Βεσπασιανό (1ος αι. μ.Χ.) και τον Μάρκο Αυρήλιο (2ος αι. μ.Χ.) αναγνώριζαν τις δυνατότητες της φιλοσοφίας και χρηματοδότησαν έδρες φιλοσοφίας στα «πανεπιστήμια» του καιρού τους. Στην Αθήνα το 176 μ.Χ. είχαν ιδρυθεί τέσσερις αυτοκρατορικές έδρες, στις οποίες διδάσκονταν οι τέσσερις μεγάλες φιλοσοφικές παραδόσεις: η πλατωνική, η αριστοτελική, η στωική και η επικούρεια. Η φιλοσοφία, μαζί με τη ρητορική, τη γραμματική, τη νομική, διδασκόταν «επίσημα» στις σχολές. Αποτελούσε σημαντικό μέρος του αναλυτικού εκπαιδευτικού προγράμματος (όπως δεν συμβαίνει στο σημερινό εκπαιδευτικό σύστημα), ενός προγράμματος το οποίο βέβαια δεν ήταν ενιαίο (όπως συμβαίνει στο σημερινό εκπαιδευτικό σύστημα) αλλά παρουσίαζε διαφορές ανάλογα με τον τόπο και τη σχολή.
Η ανθρωπογεωγραφία της φιλοσοφίας
Στὴν ἱστορία λίγες
γραμμὲς μονάχα βρίσκονται γιὰ σένα.
Κ. Π. Καβάφης, «Καισαρίων»
Θα μπορούσαμε να φτιάξουμε καταλόγους φιλοσόφων από τα ελληνιστικά έως και τα αυτοκρατορικά χρόνια, μακροσκελείς σαν τον ομηρικό κατάλογο των πλοίων, με ονόματα λαμπερά μα πιο πολύ άσημα, ονόματα που συχνά έμειναν μια υποσημείωση στα παλιά βιβλία της ιστορίας της φιλοσοφίας.
Άνθρωποι από την Πελοπόννησο, τη Συρία, την Αίγυπτο, την Αραβία, από όλες τις περιοχές της Μικράς Ασίας, βρέθηκαν να σπουδάζουν σε κάποια από τις πολλές πόλεις που διέθεταν σχολή. Αγαπημένοι φοιτητικοί και φιλοσοφικοί προορισμοί παρέμεναν η Αθήνα, η Αλεξάνδρεια και η Ρώμη. Οι φοιτητές είτε απλώς παρακολουθούσαν τα μαθήματα είτε επέλεγαν και ακολουθούσαν μία από τις μεγάλες φιλοσοφίες της εποχής, άλλοτε πιστά άλλοτε πιο ελεύθερα.
Οι τρεις μεγάλες σχολές της ελληνιστικής περιόδου διατηρήθηκαν στα αυτοκρατορικά χρόνια και έβγαλαν μερικά λαμπρά ονόματα. Αρκεί να θυμηθούμε τον Σενέκα, τον Επίκτητο και τον Μάρκο Αυρήλιο από τους Στωικούς, τον επικούρειο Διογένη από τα Οινόανδα, τον σκεπτικό Σέξτο Εμπειρικό. Οι Αριστοτελικοί περιορίστηκαν στον σχολιασμό του έργου του δασκάλου, με πρωτοπόρο τον Αλέξανδρο από την Αφροδισιάδα. Και η πλατωνική παράδοση, που έμελλε να επικρατήσει, δεν παρουσίασε έως τον Πλωτίνο κάποια σημαντική φιλοσοφική προσωπικότητα.
Επτά νομά… σ᾽ ένα δωμά…: οι φιλοσοφικές κατευθύνσεις στα αυτοκρατορικά χρόνια
Ας παρακολουθήσουμε όμως από κοντά την τύχη των πέντε μεγάλων φιλοσοφικών παραδόσεων και σχολών στον ενιαίο χώρο της ρωμαϊκής οικουμένης, αφήνοντας έξω τους Πλατωνικούς και τους χριστιανούς.
Οι Κυνικοίπεριπλανιούνται όπως πάντα στις πόλεις και τους δρόμους της αυτοκρατορίας, άλλοτε αιχμηροί, ρακένδυτοι, σωκρατικοί, περιπαιχτικοί και ενοχλητικοί σε ανθρώπους και παγιωμένες αξίες - και άλλοτε απλώς γραφικοί ή συμβιβασμένοι, κρατώντας μόνο την άσκοπη (και κάποτε προσοδοφόρα) επίδειξη της αναίδειας.
Οι Σκεπτικοί στα χρόνια αυτά δεν είναι τόσο φιλόσοφοι όσο εμπειρικοί γιατροί, που δεν αξιώθηκαν μια έδρα διδασκαλίας στις φιλοσοφικές σχολές. Εξάλλου, ως φιλόσοφοι ποτέ δεν βρέθηκαν στο προσκήνιο της φιλοσοφίας. Ίσως γιατί κάθε φιλόσοφος έχει εξαρχής μέσα του μια μικρή (σαν αντίδοτο;) δόση αμφιβολίας και σκεπτικισμού, ακόμη και αν καταλήγει (που συνήθως καταλήγει) σε βεβαιότητες. Ίσως γιατί οι σκεπτικοί είναι οι αντίπαλοι που ελάχιστοι τους θέλουν μπροστά τους, επειδή μοιάζει να κλονίζουν συστηματικά τις βεβαιότητες στις οποίες είτε ως φιλόσοφοι είτε ως άνθρωποι επενδύουμε τη ζωή μας, τη σκέψη μας, την καριέρα μας. Ίσως πάλι γιατί οι σκεπτικοί είναι οι φιλόσοφοι που ακόμη και όταν δεν υπάρχουν ή δεν έχουν ισχυρή παρουσία, οι δογματικοί αντίπαλοί τους (δηλαδή όλοι οι άλλοι φιλόσοφοι) σκιαμαχούν εναντίον τους. Ποιος, αλήθεια, θα ακολουθούσε τέτοιους φιλοσόφους και πόση απήχηση μπορούν να έχουν σε έναν κόσμο που εναγωνίως αποζητά βεβαιότητες;
Οι Επικούρειοι, με απόμακρη αξιοπρέπεια, επιβιώνουν στις κοινότητες των φίλων - εχθροί (όλο και περισσότερο άσφαιροι) των λατρειών και των δεισιδαιμονιών όλων των κοινωνικών ομάδων. Επιτίθενται σε κάθε είδους παρηγορητές της ανθρώπινης δυστυχίας, στους περιπλανώμενους μάγους και θεραπευτές, στους αστρολόγους, στους «ιερούς άνδρες», στους ιερείς των πολλά υποσχόμενων λατρειών που ανθούσαν. Η ριζική απόρριψη του παραλόγου από τη ζωή προσδίδει καθαρότητα στην αντίληψη των επικούρειων για την πραγματικότητα. Δεν κατορθώνει όμως να ικανοποιήσει τους ανθρώπους της εποχής, για τους οποίους το υπερφυσικό δεν είναι μια θεωρητική δυνατότητα αλλά μια παρουσία που τη ζουν, μια εμπειρία καθημερινή. Εύλογα, λοιπόν, ο επικουρισμός δεν είναι πλέον ιδιαίτερα δημοφιλής.
Οι Στωικοί, αντίθετα, μοιάζουν οι καλύτερα προετοιμασμένοι για τις συνθήκες της αυτοκρατορικής εποχής. Έχουν απομακρυνθεί από τον αυστηρό και δύσκαμπτο πρώτο τους εαυτό (την «Αρχαία Στοά»), που καθιστούσε απρόσιτο το ιδανικό της σοφίας. Χάρη στις προσαρμογές που είχε από καιρό επιφέρει ο Ποσειδώνιος, ο στωικισμός κατανοεί και σε μερικές περιπτώσεις στηρίζει τη λαϊκή πίστη στη μαγεία, στην αστρολογία, στη μαντεία, στους δαίμονες, στη μετά θάνατον ζωή της ψυχής, στη θεία πρόνοια. Δεν μένει στην εξήγηση της φύσης και της πορείας του σύμπαντος, δηλαδή στο γενικό. Ενδιαφέρεται για το ατομικό, τον συγκεκριμένο άνθρωπο, προς τον οποίο δίνει ηθικές συμβουλές για τις περιστάσεις της ζωής και του υποδεικνύει ελκυστικούς και εφικτούς τρόπους ζωής, τους οποίους δικαιολογεί με βάση γενικές θεωρητικές αρχές. Ο στωικισμός επηρεάζει ακόμη πολλούς μορφωμένους, εμφανιζόμενος σε διαφορετικές εκδοχές, αυστηρότερες ή χαλαρότερες, από πρώην δούλους σαν τον Επίκτητο έως συγκλητικούς σαν τον Σενέκα και αυτοκράτορες σαν τον Μάρκο Αυρήλιο. Τα «χρήσιμα» και επίκαιρα στοιχεία του όμως κατάφερε να τα απορροφήσει ο Πλατωνισμός.
Ο Αριστοτελισμός παρουσιάζεται φιλοσοφικά περισσότερο αξιόπιστος. Η αυθεντία του ιδρυτή του Λυκείου είχε παραμείνει υψηλά. Μετά τον Ανδρόνικο τον Ρόδιο, που εξέδωσε το «εξωτερικό» έργο του (αυτό που γνωρίζουμε ως σήμερα), η φιλοσοφία του Αριστοτέλη επανέκαμψε από τον 1ο αιώνα π.Χ. και έμεινε το κύριο αντικείμενο της μελέτης των Αριστοτελικών. Σε γενικές γραμμές και ανεξάρτητα από σχολή, οι περισσότεροι εκτιμούν τη λογική του και την ανάλυση του φυσικού κόσμου, γράφοντας υπομνήματα και σχόλια στα σχετικά έργα του. Παράλληλα, όμως, πιστεύουν ότι η αριστοτελική σκέψη δεν φτάνει στο ύψος της πλατωνικής διαλεκτικής, ώστε να ασχοληθεί με τις υψηλότερες σφαίρες της πραγματικότητας και να αναγνωρίσει τον Θεό ως την πρώτη Αρχή. Πολύ περισσότερο, η αριστοτελική φιλοσοφία απείχε από την κοινή αντίληψη για τον θεό, την πρόνοια και τη μετά θάνατον ζωή. Αυτός ήταν ο τρόπος, εν πάση περιπτώσει, που καταλάβαιναν τον Αριστοτέλη την εποχή εκείνη. Το βασικό πρόβλημα ήταν ότι ένας τέτοιος Αριστοτέλης κάλλιστα μπορούσε να ενσωματωθεί στην πλατωνική παράδοση.
Φιλοσοφική σχολή ή φιλοσοφικό καφενείο; Το τίμημα μιας φιλοσοφίας ανάμεσα στο αιώνιο και στο επίκαιρο
Μέσα σε όλα αυτά, η πλατωνική παράδοση, μετά τις περιπέτειές της στην ελληνιστική περίοδο, αναβίωσε και εδραίωσε τη θέση της στο κέντρο της φιλοσοφικής δραστηριότητας. Όμως, πώς και γιατί μακροπρόθεσμα κέρδισε ο Πλάτων; Μια απάντηση είναι δυνατή, αν κατανοήσουμε τον χαρακτήρα και τη λειτουργία της φιλοσοφίας τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες.
Η φιλοσοφία, πλατωνική, αριστοτελική ή στωική, έχασε σταδιακά τους δεσμούς της με την πολιτική πραγματικότητα της εποχής. Ήθελε δεν ήθελε, εγκατέλειψε τον στίβο της πολιτικής, τόσο στο πρακτικό όσο και στο θεωρητικό επίπεδο. Εξάλλου, δεν υπήρχαν περιθώρια για άσκηση πολιτικής ή για επιρροή στην πολιτική πράξη εκείνη την εποχή της παγκοσμιοποίησης. Και το ενδιαφέρον για την πολιτική θεωρία, όπως αναδείχθηκε από τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη ή τους Στωικούς, περιορίστηκε σε μεγάλο βαθμό στους φιλοσοφούντες ρήτορες, που ασχολήθηκαν με θέματα σχετικά με τα πολιτεύματα και τον ιδανικό ηγεμόνα.
Επιπλέον, η φιλοσοφία διατηρούσε πλέον πολύ χαλαρούς δεσμούς με την επιστημονική δραστηριότητα της εποχής, και το ενδιαφέρον της (με ελάχιστες εξαιρέσεις) δεν στρεφόταν στις θετικές επιστήμες. Αντίθετα, άρχισε να συνδέεται με μορφές γνώσης που σήμερα ονομάζουμε ψευδοεπιστημονικές, όπως η αστρολογία.
Χάνοντας τα στηρίγματα που είχε η φιλοσοφία στην έξω από τον εαυτό της πραγματικότητα, στερήθηκε και τον διάλογο μαζί τους. Ωστόσο, εκείνος ο διάλογος την τροφοδοτούσε με προβλήματα για τον φυσικό κόσμο, την κοινωνία και την πολιτική, για τη φύση και τη γνώση τους, προβλήματα τα οποία αναλάμβανε η ίδια η φιλοσοφία να λύσει. Πού θα μπορούσε να οδηγήσει η έλλειψη ενδιαφέροντος της φιλοσοφίας για τέτοιου είδους προβλήματα;
Η αντίληψη ότι η φιλοσοφία είναι μια «πρακτική», ένας τρόπος εσωτερικής αλλαγής, δεν χάθηκε. Κρατήθηκε ζωντανή χάρη σε καθηγητές φιλοσοφίας που επωμίζονταν τον ρόλο του πνευματικού καθοδηγητή των μαθητών τους, ειδικά σε ομάδες όπως οι πυθαγόρειες κοινότητες που γνώρισαν νέα άνθηση τον 1ο και 2ο αιώνα μ.Χ. Παράλληλα, όμως, η φιλοσοφία άρχισε να κλείνεται στον εαυτό της, στο οικείο και πιο ασφαλές περιβάλλον της εκπαίδευσης. Ήταν σαν να διέσωζε, μέσα στις αίθουσες διδασκαλίας και στις βιβλιοθήκες, μια κάποια αυτονομία.
«Όλα έχουν ειπωθεί»: διαβάζοντας τα κείμενα και γράφοντας υπομνήματα
Ένας δρόμος που ακολούθησε η φιλοσοφία ήταν η στροφή προς τα μέσα, στον ίδιο τον εαυτό της. Επέστρεψε στο ένδοξο παρελθόν της, στους ιδρυτές των φιλοσοφικών σχολών: στον Πλάτωνα, στον Αριστοτέλη, στον Χρύσιππο και στους διαδόχους τους.
Αυτό που για τους Επικούρειους ήταν αυτονόητη αξία, αμέσως μετά τον θάνατο του Επίκουρου, είχε αρχίσει να ισχύει και για τις άλλες Σχολές: η αυθεντία του ιδρυτή, δηλαδή η πεποίθηση ότι η αλήθεια είχε ειπωθεί από τον ιδρυτή της Σχολής και είχε αποκαλυφθεί στα κείμενά του. Οι συνεχιστές του έργου του δεν έπρεπε να μιμηθούν το παράδειγμα του Αριστοτέλη, που είχε ασκήσει κριτική στον δάσκαλό του Πλάτωνα, ή των Ακαδημεικών που είχαν καταλήξει στον σκεπτικισμό. Ολόκληρη η (παλιά) σοφία βρίσκεται ήδη στα όσα είπαν και έγραψαν οι μεγάλοι φιλόσοφοι. Δεν υπάρχει ανάγκη για περαιτέρω εμβαθύνσεις, ούτε είναι δυνατές μεταγενέστερες βελτιώσεις. Το μόνο που χρειάζεται, και δεν είναι λίγο ούτε εύκολο, είναι να αναβαπτιστούν οι νεότεροι στις αρχαίες πηγές, να εξηγηθούν οι φιλοσοφικές γραφές.
«Πίσω στα κείμενα!» θα μπορούσε να ήταν το σύνθημα της εποχής. Κάθε Σχολή πήρε τα θεμελιώδη κείμενά της και τα έφερε στο κέντρο της φιλοσοφικής της δραστηριότητας. Γενιές δασκάλων και μαθητών διάβαζαν και σχολίαζαν φιλοσοφικά κείμενα, προσπαθώντας να βρουν αυτό που «πραγματικά» είπε ο Πλάτων ή ο Αριστοτέλης στον τάδε διάλογο ή στη δείνα πραγματεία, στο ένα ή στο άλλο χωρίο, για το ένα ή το άλλο ζήτημα.
Καθώς είχαν περάσει πολλοί αιώνες από τότε που γεννήθηκε η φιλοσοφία και είχαν γραφεί δεκάδες φιλοσοφικά βιβλία για κάθε πιθανό (και απίθανο) πρόβλημα, ο φιλοσοφικός προβληματισμός δεν μπορούσε να έχει την «αθωότητα» των απαρχών του. Ούτε να προσποιείται ότι την έχει. Η φιλοσοφική συζήτηση ξεκινούσε πλέον όχι από ένα συγκεκριμένο πρόβλημα, αλλά από μια δοσμένη απάντηση σ᾽ αυτό το πρόβλημα.
Κάθε ζήτημα είχε καλυφθεί από τις ερμηνείες του, που ήταν αρκετές (ανάλογα με τη Σχολή), κάποτε περίτεχνες, με ειδική ορολογία - και πάντως γνωστές. Όποιος φιλοδοξούσε να ασχοληθεί με ένα ζήτημα προφανώς δεν μπορούσε να αγνοήσει την προεργασία που είχε ήδη γίνει. Ήταν δυνατόν να παρέκαμπτε κάποιος τον πλατωνικό Τίμαιο ή τη στωική θεωρία για την πρόνοια, αν ήθελε να μιλήσει για τη δημιουργία του κόσμου; Τον πλατωνικό Παρμενίδη, για να μιλήσει για το ον και το θείο; Τον πλατωνικό Φαίδρο, για να υπερασπιστεί την αθανασία της ψυχής; Την αριστοτελική λογική, αν προσπαθούσε να διατυπώσει έγκυρους συλλογισμούς;
Ο δάσκαλος και οι μαθητές δεν συζητούσαν χαλαρά και ελεύθερα, ή έστω με τον τρόπο που γνωρίζουμε από τους πλατωνικούς διάλογους. Δεν αναλάμβαναν να λύσουν από κοινού, με συλλογισμούς και επιχειρηματολογία, ένα φιλοσοφικό πρόβλημα. Σαν να ένιωθαν δεσμευμένοι από το κύρος του ιδρυτή της Σχολής και το βάρος της ιστορίας, επέλεγαν να εξηγήσουν πρώτα αυτά που έγραψε ο ιδρυτής σχετικά με το συγκεκριμένο πρόβλημα.
Ο καθηγητής φιλοσοφίας αποδεχόταν την αυθεντία του σχετικού κειμένου και με τα γραπτά σχόλιά του αναδείκνυε τη φιλοσοφική σημασία του και το καθιστούσε προσιτό στους μαθητές του. Ήταν και τα κείμενα του Πλάτωνα αλλά και του Αριστοτέλη που έμοιαζαν αμφίσημα και σκοτεινά, απροσπέλαστα στον αβοήθητο μαθητή. Έτσι διαμορφώθηκε το περιεχόμενο του μαθήματος της φιλοσοφίας: ανάγνωση και εξήγηση, με τα απαραίτητα ενδοσχολικά βοηθήματα.
Κι αν οι μεγάλοι φιλόσοφοι δεν είχαν προνοήσει να δώσουν ευθείες ή σαφείς απαντήσεις σε όλα τα ζητήματα που απασχολούσαν τους φιλοσόφους των αυτοκρατορικών χρόνων, δεν υπήρχε πρόβλημα. Διαβάζοντας ξανά τα κείμενά τους, βρίσκοντας σκόρπια στοιχεία από δω κι από κει, συνδυάζοντάς τα υπό το φως του δικού του ερωτήματος, ο αναγνώστης του 2ου και του 3ου αιώνα μ.Χ. κατόρθωνε να ανασυστήσει τις απαντήσεις του Πλάτωνα ή του Αριστοτέλη. Έβρισκε αυτό που (θα) ήθελε να πει ο αρχαίος φιλόσοφος, αλλά για διάφορους λόγους δεν είπε.
Επιπλέον οι Πλατωνικοί, π.χ., εντόπιζαν τα στοιχεία που υπάρχουν απομονωμένα ή σε λανθάνουσα μορφή στο πλατωνικό έργο και τα συστηματοποιούσαν, ώστε να ενταχθούν στους υπάρχοντες κλάδους και στα τρέχοντα προβλήματα της φιλοσοφίας. Έτσι η πλατωνική φιλοσοφία απέκτησε μια (αληθινή ή επίπλαστη;) ενότητα, που πιθανότατα δεν την αισθάνεται κάποιος όταν διαβάζει κάθε πλατωνικό διάλογο χωριστά.
Ζήτημα προς ζήτημα, έργο προς έργο, χωρίο προς χωρίο, στίχο προς στίχο, οι υπομνηματιστές της εποχής εκείνης έκαναν συχνά κάτι περισσότερο από έναν σχολιασμό κατάλληλο για σχολική χρήση. Ουσιαστικά, μέσα από την εξήγηση των παλιών κειμένων και στο όνομά τους, οι φιλόσοφοι δεν δίσταζαν να πουν αυτό που ήθελαν οι ίδιοι να πουν και όχι αναγκαστικά εκείνο που «πραγματικά» είχε πει ο Πλάτων ή ο Αριστοτέλης. Ωστόσο, το ανέσυραν με επιδεξιότητα και το ενίσχυαν με την απαραίτητη τεκμηρίωση: τα προσεκτικά διαλεγμένα χωρία από τα κείμενα των ἀρχαίων (όπως τους αποκαλούσαν πλέον) φιλοσόφων.
Η φιλοσοφία των καθηγητών
Έτσι η εξήγηση του κειμένου και ιδιαίτερα το φιλοσοφικό υπόμνημα καλλιεργήθηκαν συστηματικά και αποτέλεσαν για αιώνες μια μορφή της φιλοσοφικής σκέψης, την πιο χαρακτηριστική για όλη εκείνη την περίοδο.
Τα κείμενα, και μάλιστα στην ολοκληρωμένη μορφή τους, δεν ήταν το μοναδικό αντικείμενο σχολι(αστι)κής διδασκαλίας. Εξάλλου, είναι ιδιαίτερα κοπιαστικό και χρονοβόρο να διεξέρχεται ο μαθητής έναν ολόκληρο διάλογο του Πλάτωνα ή μια πραγματεία του Αριστοτέλη.
Οι διδακτικές ανάγκες και η αναγνώριση της αξίας του παρελθόντος (ένα είδος κλασικισμού) δημιούργησαν την ανάγκη να υπάρχει μια πρόχειρη (εύκολα προσβάσιμη) καταγραφή της φιλοσοφικής παράδοσης. Πολύτιμα βοηθήματα για τον σκοπό αυτό ήταν τα εγχειρίδια και οι συνόψεις των φιλοσοφικών θεωριών.
Η σχετική παραγωγή ήταν άφθονη. (α) Συντάχθηκαν πολλές συλλογές γνωμών και αφορισμών, ταξινομημένες κατά θέμα και φιλόσοφο ή Σχολή. Αν σχεδιάζονταν για ευρύ αγοραστικό κοινό (που δεν υπήρχε εκείνα τα χρόνια), θα είχαν τίτλους σαν αυτόν: Φιλοσοφικός θησαυρός: Χίλιες και μία φράσεις από την αρχαία σοφία. (β) Γράφηκαν συνθετικά έργα όχι πρωτότυπου φιλοσοφικού στοχασμού αλλά παρουσίασης και ανάλυσης της σκέψης μιας Σχολής. Ο αρχαίος τίτλος τους ήταν Περὶ αἱρέσεων. (γ) Σχεδιάστηκαν κατάλογοι (Διαδοχαί) που συνδέουν τις γενιές των φιλοσόφων με κριτήριο τη σχέση δασκάλου-μαθητή. Κατασκευάστηκαν έτσι γραμμές διαδοχής, όπως η Ιταλική, που ξεκινά από τον Πυθαγόρα και καταλήγει στον Επίκουρο, και η Ιωνική, που ξεκινά από τον Θαλή και διακλαδίζεται για να καταλήξει στον πλατωνικό Κλειτόμαχο, στον αριστοτελικό Θεόφραστο και στον στωικό Χρύσιππο. Με τον βολικό αυτό τρόπο και οι τέσσερις μεγάλες φιλοσοφικές σχολές έβρισκαν τον ένδοξο πρόγονό τους.
Τα συγγράμματα αυτά αποτελούν πολύτιμες πηγές για την αρχαία φιλοσοφία, αλλά δυστυχώς σώθηκαν λίγα και αυτά σε αποσπασματική μορφή. Μια ειδική περίπτωση είναι ο Διογένης Λαέρτιος, που έγραψε σε δέκα βιβλία τους Βίους των σημαντικότερων αρχαίων φιλοσόφων, συνδυάζοντας στοιχεία από διάφορες πηγές.
Αυτή η δοξογραφική παράδοση, ένα νέο είδος ιστορίας της φιλοσοφίας, παγίωνε τη φιλοσοφία σε φράσεις και αποφθέγματα έτοιμα προς κατανάλωση ή σε σχηματικές απόψεις εύκολες προς εκμάθηση. Συμβάδιζε και με τον «εκλεκτικισμό» της εποχής, δηλαδή τον συνδυασμό διδασκαλιών ή απόψεων ποικίλης προέλευσης από έναν φιλόσοφο που δεν ένιωθε πλέον τόσο δεσμευμένος να μείνει πιστός στην «ορθοδοξία» της μίας ή της άλλης φιλοσοφικής σχολής.
Φιλόσοφοι μιλούν για φιλοσόφους. Φιλόσοφοι διαβάζουν φιλοσόφους και βιβλία που εξηγούν τους φιλοσόφους. Μοιάζει η φιλοσοφία να απαρνήθηκε οποιονδήποτε πρακτικό ρόλο της: να γίνεται μια απόπειρα ερμηνείας του παρελθόντος της και ταυτόχρονα μια «σχολική» φιλοσοφία. Μια μορφή γνώσης που διδάσκουν οι καθηγητές στους μαθητές τους, εκείνοι με τη σειρά τους γίνονται καθηγητές και τη διδάσκουν στους δικούς τους μαθητές. Η πεμπτουσία ενός εκπαιδευτικού συστήματος…
Δάσκαλος και μαθητές, καθηλωμένοι στα έδρανα μπροστά σε ανοικτά βιβλία, να συζητούν για τη σημασία φράσεων και λέξεων, να ρωτά ο δάσκαλος, να πετάγονται οι πιο θαρραλέοι, οι σίγουροι και οι βιαστικοί, και να κρατούν σημειώσεις οι επιμελείς, να ακολουθεί η κλασική ερώτηση «Έχετε κάποια απορία;» που λίγοι μόνο τολμούν να απαντήσουν… Μια εικόνα αίθουσας την ώρα που διδάσκεται ένα χωρίο από τον πλατωνικό Φαίδρο. Μάλλον μας θυμίζει νεότερες εποχές, ίσως όχι τόσο μακρινές. Πάντως, τίποτε δεν μας θυμίζει έναν Σωκράτη να χειρονομεί ανάμεσα στους αγαπημένους μαθητές του, έναν Επίκουρο να βαδίζει δίπλα στους συμφιλοσόφους του, έναν Ζήνωνα να διδάσκει στη γωνία μιας στοάς.
Ευτυχώς, για τους μαθητές αλλά και για τη φιλοσοφία, τα πράγματα δεν ήταν τόσο ανιαρά όσο ίσως φαίνονται. Εξάλλου, χρειάζονταν κι αυτά. Η διδασκαλία της φιλοσοφίας (ή της αρετής, για να θυμηθούμε τον Πρωταγόρα και τον Πλάτωνα) ήταν κάτι που από παλιά προβλημάτιζε τους φιλοσόφους - προτού το αφήσουν στα χέρια άλλων ειδικών.
Έστω και με αυτό τον τρόπο, η φιλοσοφία συνέχισε να υπάρχει μέσα (και χάρη) στην εκπαίδευση. Για πολλούς αιώνες, έως τα νεότερα χρόνια, η ίδια η ύπαρξη της φιλοσοφίας δεν ήταν νοητή (παρά με ελάχιστες εξαιρέσεις) έξω από τα εκπαιδευτικά ιδρύματα - με ό,τι καλό ή κακό συνεπαγόταν μια τέτοια εξάρτηση, αυτή η «ιδρυματοποίηση» της φιλοσοφίας. Ένα από τα καλά ήταν ότι έτσι διασφαλιζόταν η συνέχεια της φιλοσοφίας μέσα από έναν θεσμό και δεν έμενε υπόθεση ελάχιστων χαρισματικών φιλοσόφων.
Επίσης, ο διάλογος με τα κείμενα και το παρελθόν θα αποτελέσει χαρακτηριστικό γνώρισμα της φιλοσοφίας μέχρι σήμερα: η φιλοσοφία δεν είναι μόνο το παρόν της· έχει μέσα της και την ιστορία της. Αλλά και η εκκίνηση του φιλοσοφικού προβληματισμού από κάποιο κείμενο αναγνωρισμένο ως «αυθεντία» θα παραμείνει για αιώνες πρακτική οικεία στη φιλοσοφία.
Φιλοσοφία για όλους: η πραγμάτωση της φιλοσοφίας είναι η κατάργησή της;
Ένας άλλος δρόμος που ακολούθησε η φιλοσοφία ήταν η στροφή προς τα έξω, προς το ευρύ κοινό. Βέβαια, στην αρχαία φιλοσοφία η θεωρία και η θεωρητική γνώση δεν αντιμετωπίστηκαν ως αυτοσκοπός, αλλά συνήθως βρίσκονταν στην υπηρεσία του πρακτικού βίου. Γι᾽ αυτό, π.χ., οι Στωικοί και οι Επικούρειοι είδαν τη φυσική ως θεμέλιο της ηθικής. Ακόμη και για τους Αριστοτελικούς η θεωρητική δραστηριότητα, αυτή που κατεξοχήν ταιριάζει στον ανθρώπινο νου, ήταν ύψιστο ιδανικό, ακριβώς επειδή οδηγούσε στη θεϊκή ευχαρίστηση και ευτυχία.
Αυτή η πρακτική διάσταση της φιλοσοφίας είναι αλήθεια ότι προβλήθηκε ιδιαίτερα από την ελληνιστική εποχή. Οι φιλόσοφοι δεν μελετούσαν τη φιλοσοφία απλώς σαν ένα σώμα γνώσεων (γενικών και ειδικών), αλλά προσχωρούσαν σε αυτή σαν σε έναν τρόπο ζωής. Όσο περισσότερο όμως μεριμνούσαν για τα αιτήματα των ανθρώπων του καιρού τους και παραμελούσαν την ανεξάρτητη θεωρητική διερώτηση και την έρευνα για τη θεμελίωση της διδασκαλίας τους τόσο η φιλοσοφία προσαρμοζόταν στις κρατούσες πεποιθήσεις.
Αυτή η «φιλοσοφία για όλους» είχε το πλεονέκτημα ότι προσπαθούσε να είναι ένα είδος εφαρμοσμένης φιλοσοφίας· στην ουσία κατέληγε σε απλή εφαρμογή γενικών θεωρητικών αρχών (τις οποίες συχνά αποδεχόταν εκ των προτέρων ως ορθές). Μια φιλοσοφία που την καταλαβαίνουν όλοι (αυτός τουλάχιστον θα ήταν ο σκοπός) και την χρησιμοποιούν για τα καθημερινά προβλήματά τους.
Για να τα επιτύχει αυτά, η φιλοσοφία δεν θα έπρεπε να νοιαζόταν τόσο για τη νοηματική εμβάθυνση και την ακρίβεια ή για τη μελέτη του έργου των μεγάλων φιλοσόφων. Θα έπρεπε να ευθυγραμμιστεί με τις τρέχουσες ανησυχίες και αντιλήψεις· να κάνει αντικείμενό της τα μεγάλα ή μικρά, πάντως «επίκαιρα», προβλήματα του καθημερινού ανθρώπου και να αφοσιωθεί σε αυτά. Έτσι ξέφευγε από την κλειστή ομάδα των λίγων ειδικών, αποκτούσε κύρος σε ευρύτερα στρώματα και κέρδιζε μια αποδοχή (που δεν ήταν δική της). Για την ακρίβεια, αυτό που συνέβαινε ήταν ότι ορισμένοι φιλόσοφοι μπορεί να κέρδιζαν πρόσκαιρη φήμη.
Η φιλοσοφία όμως έχανε την εσωτερική δυναμικότητά της, να θέτει καινούργια ερωτήματα, να ασκεί κριτική στις δεδομένες απαντήσεις, να δοκιμάζει διαφορετικές θεωρητικές αρχές. Ο κίνδυνος υπήρχε, και πάντα υπάρχει: η φιλοσοφία να τρέχει πίσω από τα τρέχοντα «καυτά» προβλήματα και να εξαντλείται σε αυτά.
Αυτό ήταν το τίμημα που πλήρωνε η φιλοσοφία, όταν από οδηγός ζωής και ατομικό (ή κοινοτικό) κατόρθωμα κινδύνευε να καταλήξει σε προμηθευτή συνταγών για μια ευτυχισμένη ζωή. Τότε όμως τι φιλοσοφικό θα της απέμενε; Και για ποιο λόγο οι άνθρωποι να επέλεγαν έναν από τους φιλοσοφικούς δρόμους (τις Σχολές) και να μην κατέφευγαν στις θρησκείες και τις μυστηριακές λατρείες; Στο κάτω κάτω εκείνες υπόσχονταν και εντυπωσιακότερα και γρηγορότερα αποτελέσματα.
Κατά έναν παράδοξο τρόπο η προσπάθεια της φιλοσοφίας να είναι αυτή που νοηματοδοτεί την ανθρώπινη ζωή, να είναι μια πρακτική για να αποκτηθεί το εὖ ζῆν, μπορούσε να καταλήξει στον παραμερισμό της φιλοσοφίας. Αρκεί να βρισκόταν ένας άλλος χώρος δυναμικός και αντίζηλος, στον οποίο να έπαιζε σημαντικότερο ρόλο όχι η γνώση αλλά κάτι που είναι ίσως βαθύτερο, όμως μπορεί να το επικαλεστεί ο καθένας - όπως π.χ. η πίστη. Και αυτό συνέβη σταδιακά με την επικράτηση του χριστιανισμού.
Όσο κι αν η φιλοσοφία κυκλοφορούσε εκλαϊκευμένη και προσιτή σε όλους, όφειλε να δείχνει ότι είναι αποτελεσματικότερη και προτιμότερη από άλλες δραστηριότητες και τρόπους ζωής.
Στα αυτοκρατορικά χρόνια η φιλοσοφία δεν ήταν μία και ενιαία. Αλλά μιλώντας γενικά, για τον μορφωμένο άνθρωπο της εποχής η φιλοσοφία δεν ήταν η κατασκευή ενός συστήματος σκέψης· ήταν συγκεκριμένη πράξη, που άλλαζε την αντίληψη του ανθρώπου για τον κόσμο και τη ζωή του - ήταν ζωή, όχι λόγος.
Όλες οι φιλοσοφικές απαντήσεις που δόθηκαν είχαν τους λόγους τους. Άλλες ήταν ισχυρά θεμελιωμένες σε μια αντίληψη για τον κόσμο και τη γνώση του, άλλες όχι. Όποια απάντηση κι αν είχε δοθεί από τις ελληνιστικές σχολές ανταποκρινόταν στα ερωτήματα και στις αγωνίες του ανθρώπου εκείνης της εποχής. Οι Στωικοί, π.χ., ακόμη και ένας αυτοκράτορας όπως ο Μάρκος Αυρήλιος, μπορεί να δυσαρεστούνταν με τον κόσμο που ζούσαν. Αλλά και οι ερμηνευτές του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη μάλλον ζούσαν στον δικό τους κόσμο, τον κόσμο των βιβλίων. Η πιο επαναστατική πράξη που μπορούσαν να κάνουν ήταν να αφήσουν ελεύθερη τη φαντασία τους και να δώσουν μια νέα ερμηνεία σε κάποιο χωρίο ενός έργου του μεγάλου δασκάλου. Άλλοι, λοιπόν, δίδασκαν πώς να σκέφτεται κανείς και άλλοι πώς να ζει και να πεθαίνει.
Η σωτηρία της ψυχής είναι πολύ μεγάλο πράγμα, ή γιατί επικράτησε ο Πλατωνισμός
Ας το ξαναρωτήσουμε: γιατί τότε μακροπρόθεσμα κέρδισε ο Πλάτων; Όσο τελείωνε ο σταθερός 2ος αιώνας, άλλαζαν και πάλι τα πράγματα στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι ένιωθαν ότι ο κόσμος γύρω τους δεν αλλάζει απλώς αλλά καταρρέει: πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά, στρατιωτικά, ηθικά.
Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα αγωνίας και ανασφάλειας, η αναζήτηση ή η καταφυγή σε κάτι σταθερό έμοιαζε με φυσιολογική κίνηση. Κι αν νιώθεις ότι τα πάντα χάνονται, γιατί να πιστεύεις ότι αυτά είναι τα πάντα; Γιατί να μην πιστέψεις ότι υπάρχει κάτι πέρα (ή πάνω) από αυτά που χάνονται; Γιατί να μην πιστέψεις ότι αυτό που χάνεται δεν είναι το πραγματικό, το αληθινό; Και ότι αυτό το τελευταίο (που είναι και το έσχατο) δεν μπορεί να χαθεί;
Αλλά ποιο είναι το αληθινό και αιώνιο; Ποιος επαγγελόταν ότι μπορούσε να το πει, να το αποκαλύψει, να το διδάξει; Ποιος πρόσφερε ή πουλούσε τώρα ελπίδα; Τα μαντεία, οι προφήτες, οι μυστηριακές λατρείες, η αστρολογία, οι περιφερόμενοι μάντεις (σαν τον Αλέξανδρο που λοιδωρεί ο Λουκιανός): όλοι υπόσχονταν σωτηρία, από επιμέρους πόνους και συμφορές έως από την ίδια τη μάταιη ζωή.
Και, με διαφορετικά λόγια, για τον χώρο της φιλοσοφίας: ποιος φιλόσοφος βίος ήταν (ή φαινόταν) δυνατός μέσα στον κόσμο της Ύστερης Αρχαιότητας και ποια φιλοσοφική αίρεση ήταν (ή φαινόταν) ικανή να τον επαγγελθεί;
Είχε φτάσει η ώρα του πλατωνισμού, ο οποίος πρόσφερε ακριβώς αυτό: την πίστη ότι αυτή η ζωή που ζούμε δεν είναι η πραγματική ζωή και ότι ο Θεός δεν είναι μέρος αυτού του φθαρτού κόσμου.
Πρόκειται για φιλοσοφικές θέσεις που μάχονταν μια άλλη τάση, κυρίαρχη στην ελληνιστική φιλοσοφία. Τόσο ο πλατωνισμός όσο και, σε έναν βαθμό, ο αριστοτελισμός παρουσιάστηκαν πλέον σαν δύο δρόμοι με κατεύθυνση κοινή: να κατασκευάσουν σύστημα ολοκληρωμένο που σκοπεύει να δώσει απάντηση σε όλα τα δυνατά προβλήματα του κόσμου - και μια απάντηση συνεκτική.
Ο προσανατολισμός τους ήταν μη υλιστικός. Και οι δύο, με χαρακτηριστικά παραδείγματα τον Αλέξανδρο Αφροδισιέα και τον Πλούταρχο, επιχείρησαν να πολεμήσουν τον Στωικισμό σαν τον σύγχρονό τους υλισμό, που θεωρούσαν ότι έχει επικίνδυνες αθεϊστικές συνέπειες: αρνείται ουσιαστικά την ύπαρξη θεών και την προσωπική θεία πρόνοια. Οι Πλατωνικοί δεν μπορούσαν να δεχθούν την υλιστική διδασκαλία των Στωικών και, γενικότερα, την αντίληψη ότι υπάρχουν μόνο σωματικές οντότητες. Παράλληλα, πολλοί από αυτούς επιδίωξαν να αναδείξουν τη συμφωνία ανάμεσα στην πλατωνική και στην αριστοτελική σκέψη.
Το ενδιαφέρον στράφηκε από τον απρόσωπο Κόσμο στον εαυτό του ανθρώπου. Κεντρικό μοτίβο έγινε το γνωστό δελφικό ρητό γνῶθι σεαυτόν, που αναφέρει ο Σωκράτης στον πλατωνικό διάλογο Αλκιβιάδη μείζονα.
Και ποιος είναι ο αληθινός εαυτός; «Λοιπόν, φίλε μου Αλκιβιάδη, και η ψυχή, αν είναι να γνωρίσει τον εαυτό της, πρέπει να κοιτάξει σε ψυχή» (Ἆρ᾽ οὖν, ὦ φίλε Ἀλκιβιάδη, καὶ ψυχή, εἰ μέλλει γνώσεσθαι αὑτήν, εἰς ψυχὴν αὐτῇ βλεπτέον· Αλκιβιάδης μείζων 133b). Αρχή και θεμέλιο της φιλοσοφίας είναι η γνώση του εαυτού. Και αυτό που χρειάζεται είναι να καθαριστεί η ψυχή, ώστε να φανεί αυτό που πραγματικά είναι, δηλαδή ο καθρέφτης του θείου.
Συστατικό στοιχείο αυτής της κάθαρσης είναι η απελευθέρωση του ανθρώπου από εκείνο που τον κρατά δέσμιο σε αυτό τον κόσμο, από το σώμα. Στην πλατωνική παράδοση το σώμα, η υλικότητά του, ήταν ένα μεγάλο εμπόδιο για την ψυχή (γι᾽ αυτό η χριστιανική πεποίθηση για την ανάσταση του σώματος τους φαινόταν εξωφρενική). Όταν η ψυχή χρησιμοποιεί το σώμα ως εργαλείο της, ο άνθρωπος βρίσκει την αληθινή φύση του.
Η αδέσμευτη πια ψυχή γνωρίζει τον εαυτό και αυτή η γνώση έχει ηθικές συνέπειες, γιατί καθορίζει τον τρόπο ζωής του προσώπου, τη συμπεριφορά και τον σκοπό του ανθρώπου. Έσχατος σκοπός της ανθρώπινης ζωής είναι, όπως ήδη είχε πει ο Πλάτων (Θεαίτητος 176b), η εξομοίωση προς τη θεϊκή φύση.
Αυτές οι πλατωνικής καταγωγής αντιλήψεις διαδόθηκαν και έγιναν ευρέως αποδεκτές τόσο από τους εθνικούς όσο και από τους χριστιανούς (με τις αναγκαίες προσαρμογές).
Αντίθετα προς την ανεπάρκεια των ελληνιστικών φιλοσοφικών σχολών, οι Πλατωνικοί είχαν τη φιλοσοφική εγρήγορση να αναζητήσουν λύσεις στα θεμελιώδη προβλήματα του ανθρώπου εκείνης της εποχής. Δεν περιορίστηκαν σε μικρές πρακτικές (έστω: φιλοσοφικές) συμβουλές για τα τρέχοντα ζητήματα. Ούτε αγνόησαν τις λύσεις που αφειδώς πρόσφεραν οι μυστηριακές λατρείες και οι θρησκείες. Μάλιστα, κάποιες σωτηριολογικές και άλλες θεολογικές πεποιθήσεις παρείσφρησαν και στη φιλοσοφία, χωρίς όμως να θεωρηθεί ότι της αλλοίωναν τον χαρακτήρα.
Οι φιλόσοφοι αυτοί δεν αρκέστηκαν στην επαγγελματική τους ενασχόληση με τη φιλοσοφία, τη διδακτική μέριμνα, τη συγγραφή εγχειριδίων, τις ατελείωτες θεωρητικές διαμάχες που ικανοποιούσαν μόνο τους ειδικούς. Διάλεξαν ως σημείο αναφοράς τους μεγάλους κλασικούς φιλοσόφους και σκόπευσαν στην καρδιά του προβλήματος και του ατόμου της εποχής. Του ατόμου που αγωνιούσε να λυτρωθεί (τουλάχιστον εσωτερικά) από το ασφυκτικό περιβάλλον που του επέβαλλε η καταπιεστική ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Μια τέτοια φιλοσοφία έθετε στο κέντρο της τα ζητήματα για το αληθινό ον, τη φύση της ψυχής, την ύψιστη γνώση, τη θέση του ανθρώπου στον κόσμο και τη σχέση του με τον θεό.
Το (φιλοσοφικό) μέλλον ανήκε στον Πλατωνισμό και, λίγο αργότερα, στον Χριστιανισμό. Και σε όλες αυτές τις συζητήσεις για τον άνθρωπο και την ψυχή του την πιο βαθιά τομή δημιούργησε το έργο ενός πλατωνικού φιλοσόφου, του Πλωτίνου.
Στα τέλη του 2ου αιώνα μ.Χ. η φιλοσοφία φαινόταν να βρίσκεται σε πλήρη δράση. Μέσα στις φιλοσοφικές σχολές των μεγάλων πόλεων, της Αθήνας, της Αλεξάνδρειας, της Ρώμης, ζούσε μια ζωή εσωστρεφή: δάσκαλοι και μαθητές διάβαζαν και σχολίαζαν (προφορικά και γραπτά) αυτά που θεωρούσαν βασικά κείμενα για τη δική τους σχολή, όπως οι Πλατωνικοί τον διάλογο Τίμαιο. Προσπαθούσαν, κυρίως οι Πλατωνικοί, να συστηματοποιήσουν και να διδάξουν τις θεωρίες της σχολής τους, ταξινομημένες στους κλάδους της φιλοσοφίας (τη μεταφυσική, τη φυσική, την ηθική κ.ά.). Αλλά και επιχειρούσαν να αντικρούσουν τις θεωρίες των αντίπαλων σχολών και να αποδείξουν την ανωτερότητα της δικής τους άποψης. Αν το πετύχαιναν, θα ήταν όχι μόνο μια καθαρά φιλοσοφική νίκη, αλλά και μια νίκη εναντίον των συναδέλφων και ανταγωνιστών καθηγητών της φιλοσοφίας.
Δεν υπήρχαν όμως μόνο οι παραδοσιακού τύπου σχολές που ακολουθούσαν ένα συγκεκριμένο φιλοσοφικό δόγμα. Είχαν ιδρυθεί και σχολές όπου κάθε ενδιαφερόμενος είχε τη δυνατότητα να γνωρίσει τις διδασκαλίες του πλατωνισμού, του αριστοτελισμού, του στωικισμού ή του επικουρισμού. Αποκτούσε γνώσεις που συμπλήρωναν τη γενική παιδεία του. Εκεί ο καθηγητής φιλοσοφίας ήταν ένα είδος αμειβόμενου δημοτικού ή κρατικού (αυτοκρατορικού) υπαλλήλου που απλώς μετέφερε, ανάλογα με τις ικανότητές του αλλά και τις προσδοκίες των μαθητών του, τα δόγματα των μεγάλων φιλοσοφιών.
Μέσα στις αυλές των τοπικών αρχόντων ή και των αυτοκρατόρων η φιλοσοφία ζούσε μια άλλη ζωή, πιο λαμπερή. Για την ακρίβεια, όχι η φιλοσοφία αλλά οι φιλόσοφοι. Ευνοούμενοι της πολιτικής εξουσίας και φίλοι των ισχυρών του χρήματος, αυτοί οι φιλόσοφοι συγκροτούσαν την πνευματική ελίτ της εποχής, στο κέντρο ή στις περιφέρειες της αυτοκρατορίας. Επέλεγαν να ζήσουν μια ζωή μοιρασμένη στη φιλοσοφική διδασκαλία και τις υψηλές κοινωνικές συναναστροφές με ισχυρούς πολιτικούς και επιχειρηματίες. Αυτός ο τρόπος ζωής τούς επέτρεπε να αφεθούν και να νιώσουν κάτι από τη ματαιοδοξία που ίσως ένιωθε ο Πλάτων στην αυλή του τύραννου Διονύσου στις Συρακούσες, κάτι από το άγγιγμα της εξουσίας που στιγμές στιγμές ζεσταίνει (μέχρι να κάψει) και τον θερμότερο ζηλωτή της «θεωρητικής ζωής».
Πολιτική ενότητα, φιλοσοφικός εκλεκτικισμός και θρησκευτικός συγκρητισμός
Τόσοι διαφορετικοί λαοί, κοινωνίες και πολιτισμοί, με τόσες αντιθέσεις πολιτικές, κοινωνικές, οικονομικές, ιδεολογικές, θρησκευτικές, δεν μπορούσαν να συμβιώσουν μέσα στο πλαίσιο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας χωρίς να υπήρχε κάτι που να τους συνέδεε - πέρα από την υποταγή στην κεντρική εξουσία και την πολιτική οργάνωση. Η ελάχιστη κοινή βάση που δέχονταν, ή που όφειλαν να δέχονταν, όλοι οι υπήκοοι ήταν ότι ο αυτοκράτορας βρίσκεται στην κορυφή μιας ιεραρχίας, πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής· ότι η ιεραρχική δομή της αυτοκρατορικής εξουσίας είναι φυσική και θεϊκή - συμπίπτει με τον ορθό λόγο, εφόσον υπάρχει μια αναλογία ανάμεσα στον κόσμο, στον ανθρώπινο πολιτισμό και στη λογική.
Αυτές οι παραδοχές βοηθούσαν την ανοχή των διαφορετικών θρησκειών και φιλοσοφιών, καθώς και τη συνοχή και, κατά κάποιο τρόπο, την ομογενοποίηση της πανσπερμίας και ποικιλίας των φυλών. Συντελούσαν, όσο γινόταν, στην ιδεολογική και πολιτιστική ενότητα της αυτοκρατορίας.
Ο κάτοικος π.χ. του ανατολικού τμήματος της αυτοκρατορίας μπορούσε να ήταν λίγο από όλα, χωρίς δεσμεύσεις και αποκλειστικότητες: μυημένος στα μυστήρια της Κυβέλης, πιστός στον τοπικό προστάτη θεό, πρόθυμος να ταξιδέψει ο ίδιος για να αφήσει το τάμα του σε κάποιο Ασκληπιείο, σχεδόν αναγκασμένος να προστρέχει στο μαντείο των Διδύμων ή, για ευκολία, σε κάποιους από τους περιοδεύοντες μάντεις και προφήτες, να τα έχει καλά με κάθε είδους και προέλευσης θεούς, αλλά και να μην ξεχνά στις δημόσιες τελετές να καίει λίγο λιβάνι στην περιφερόμενη για προσκύνηση εικόνα του σεβαστού αυτοκράτορα.
Το ίδιο και στη φιλοσοφία: ένας πλατωνικός μπορεί να είχε μέσα του ισχυρή δόση στωικισμού (κάποιας μορφής στωικισμού), ένας αριστοτελικός να καταπιανόταν με τα ζητήματα που έθετε η πλατωνική παράδοση, και ολοένα και περισσότεροι να διαβάζουν Αριστοτέλη. Βέβαια, δεν έλειπαν οι ενδοφιλοσοφικοί ανταγωνισμοί. Αλλά αφορούσαν κυρίως τους καθηγητές, επαγγελματίες μια ζωή στη φιλοσοφία και στις έννοιες, που πάλευαν να περισώσουν την καθαρότητα της «σχολής» τους και, ίσως πιο πολύ, να ενισχύσουν τη δική τους θέση και καριέρα.
Όποιος αρνιόταν τις αρχές που θεμελίωναν την αυτοκρατορία, έθετε αυτομάτως τον εαυτό του εκτός κοινωνίας, εκτός των «φυσικών» αξιών του πολιτισμού. Άρα ήταν εκτός λόγου - ένας εχθρός του πολιτισμού, της ανθρωπότητας. Ήταν ένας φορέας της αντικουλτούρας της εποχής. Έτσι εξηγούνται, μέχρις ενός σημείου, και δικαιολογούνταν στα μάτια πολλών ανθρώπων της εποχής οι διωγμοί όσων αρνούνταν τον θεϊκό ρόλο της αυτοκρατορίας - κυρίως των χριστιανών, αλλά και εβραίων και οπαδών άλλων θρησκειών και λατρειών. Γι᾽ αυτό και ο πλατωνικός Κέλσος κατηγορούσε τους χριστιανούς, που δεν θυσίαζαν στους θεούς: «Είναι σαν να μένεις στο διαμέρισμα κάποιου και να μην πληρώνεις ενοίκιο.»
Η ισχύς της φιλοσοφίας και η νομιμοποίηση της πραγματικότητας
Χωρίς να μπορούμε να πούμε με ευκολία ότι η φιλοσοφία της εποχής εξυπηρετούσε την κρατική ιδεολογία, δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι η αυτοκρατορική εξουσία ευχαρίστως θα της ανέθετε έναν τέτοιο ρόλο και ότι ορισμένοι φιλόσοφοι ευχαρίστως και με ευγνωμοσύνη θα τον αναλάμβαναν (ή τον ανέλαβαν).
Την προπαγάνδα υπέρ της παγκοσμιοποίησης θα μπορούσαν να την αναλάμβαναν πολιτικοί, ρήτορες και άλλοι διαμορφωτές της κοινής γνώμης. Είτε επειδή ανέμεναν κάποιο κέρδος είτε επειδή πίστευαν, για θεωρητικούς λόγους, στην αναγκαιότητα ή στην υπεροχή της παγκοσμιοποίησης. Και, ασφαλώς, θα μπορούσαν να ήταν φιλόσοφοι και φιλοσοφούντες από εκείνους που με ωραία λόγια, συχνά με τόνο προφητικό ή αποκαλυπτικό, αναλαμβάνουν να πείσουν όσους πτωχοὺς τῷ πνεύματι δεν είναι σε θέση να καταλάβουν από μόνοι τους το πόσο λογική (και αναγκαία) είναι η πραγματικότητα. Ο Επίκτητος, εκείνος ο στωικός απελεύθερος, είχε πει πριν από αιώνες κάτι ανάλογο (Εγχειρίδιον 8):
Μὴ ζήτει τὰ γινόμενα γίνεσθαι ὡς θέλεις, ἀλλὰ θέλε τὰ γινόμενα ὡς γίνεται καὶ εὐροήσεις.
Μην προσπαθείς ό,τι συμβαίνει να συμβαίνει όπως θες εσύ, αλλά φρόντιζε να θέλεις αυτό που συμβαίνει να συμβαίνει όπως συμβαίνει, και θα είσαι ευτυχισμένος.
Όπως πολύ σωστά είπε κάποτε ένας πατρίκιος, ονόματι Τίτος, «καμιά φιλοσοφία σήμερα δεν κινητοποιεί τις μάζες, καμιά φιλοσοφία δεν ανατρέπει» καταστάσεις. Γι᾽ αυτό, ένας φιλόσοφος που ένιωθε ή έκρινε (ορθά ή λανθασμένα) ότι είναι δύσκολο έως αδύνατο να αλλάξει με τις θεωρίες του τους ανθρώπους και την πραγματικότητα, έκανε την ανάγκη (ή την αδυναμία) φιλοτιμία. Αναλάμβανε, συχνά αυτόκλητος, να αποδείξει με όλη την ευγλωττία του ότι αυτή η πραγματικότητα δεν μπορεί παρά να είναι λογική. Και ότι, επομένως, οι άνθρωποι όχι μόνο δεν έχει νόημα να αγωνιστούν για να την αλλάξουν, αλλά οφείλουν να την υπερασπιστούν. Όποιος δεν καταλαβαίνει και δεν συμμορφώνεται με τη (νέα) πραγματικότητα, θέτει μόνος του τον εαυτό του εκτός πραγματικότητας.
Στο πλαίσιο αυτό, αυτοκράτορες σαν τον Βεσπασιανό (1ος αι. μ.Χ.) και τον Μάρκο Αυρήλιο (2ος αι. μ.Χ.) αναγνώριζαν τις δυνατότητες της φιλοσοφίας και χρηματοδότησαν έδρες φιλοσοφίας στα «πανεπιστήμια» του καιρού τους. Στην Αθήνα το 176 μ.Χ. είχαν ιδρυθεί τέσσερις αυτοκρατορικές έδρες, στις οποίες διδάσκονταν οι τέσσερις μεγάλες φιλοσοφικές παραδόσεις: η πλατωνική, η αριστοτελική, η στωική και η επικούρεια. Η φιλοσοφία, μαζί με τη ρητορική, τη γραμματική, τη νομική, διδασκόταν «επίσημα» στις σχολές. Αποτελούσε σημαντικό μέρος του αναλυτικού εκπαιδευτικού προγράμματος (όπως δεν συμβαίνει στο σημερινό εκπαιδευτικό σύστημα), ενός προγράμματος το οποίο βέβαια δεν ήταν ενιαίο (όπως συμβαίνει στο σημερινό εκπαιδευτικό σύστημα) αλλά παρουσίαζε διαφορές ανάλογα με τον τόπο και τη σχολή.
Η ανθρωπογεωγραφία της φιλοσοφίας
Στὴν ἱστορία λίγες
γραμμὲς μονάχα βρίσκονται γιὰ σένα.
Κ. Π. Καβάφης, «Καισαρίων»
Θα μπορούσαμε να φτιάξουμε καταλόγους φιλοσόφων από τα ελληνιστικά έως και τα αυτοκρατορικά χρόνια, μακροσκελείς σαν τον ομηρικό κατάλογο των πλοίων, με ονόματα λαμπερά μα πιο πολύ άσημα, ονόματα που συχνά έμειναν μια υποσημείωση στα παλιά βιβλία της ιστορίας της φιλοσοφίας.
Άνθρωποι από την Πελοπόννησο, τη Συρία, την Αίγυπτο, την Αραβία, από όλες τις περιοχές της Μικράς Ασίας, βρέθηκαν να σπουδάζουν σε κάποια από τις πολλές πόλεις που διέθεταν σχολή. Αγαπημένοι φοιτητικοί και φιλοσοφικοί προορισμοί παρέμεναν η Αθήνα, η Αλεξάνδρεια και η Ρώμη. Οι φοιτητές είτε απλώς παρακολουθούσαν τα μαθήματα είτε επέλεγαν και ακολουθούσαν μία από τις μεγάλες φιλοσοφίες της εποχής, άλλοτε πιστά άλλοτε πιο ελεύθερα.
Οι τρεις μεγάλες σχολές της ελληνιστικής περιόδου διατηρήθηκαν στα αυτοκρατορικά χρόνια και έβγαλαν μερικά λαμπρά ονόματα. Αρκεί να θυμηθούμε τον Σενέκα, τον Επίκτητο και τον Μάρκο Αυρήλιο από τους Στωικούς, τον επικούρειο Διογένη από τα Οινόανδα, τον σκεπτικό Σέξτο Εμπειρικό. Οι Αριστοτελικοί περιορίστηκαν στον σχολιασμό του έργου του δασκάλου, με πρωτοπόρο τον Αλέξανδρο από την Αφροδισιάδα. Και η πλατωνική παράδοση, που έμελλε να επικρατήσει, δεν παρουσίασε έως τον Πλωτίνο κάποια σημαντική φιλοσοφική προσωπικότητα.
Επτά νομά… σ᾽ ένα δωμά…: οι φιλοσοφικές κατευθύνσεις στα αυτοκρατορικά χρόνια
Ας παρακολουθήσουμε όμως από κοντά την τύχη των πέντε μεγάλων φιλοσοφικών παραδόσεων και σχολών στον ενιαίο χώρο της ρωμαϊκής οικουμένης, αφήνοντας έξω τους Πλατωνικούς και τους χριστιανούς.
Οι Κυνικοίπεριπλανιούνται όπως πάντα στις πόλεις και τους δρόμους της αυτοκρατορίας, άλλοτε αιχμηροί, ρακένδυτοι, σωκρατικοί, περιπαιχτικοί και ενοχλητικοί σε ανθρώπους και παγιωμένες αξίες - και άλλοτε απλώς γραφικοί ή συμβιβασμένοι, κρατώντας μόνο την άσκοπη (και κάποτε προσοδοφόρα) επίδειξη της αναίδειας.
Οι Σκεπτικοί στα χρόνια αυτά δεν είναι τόσο φιλόσοφοι όσο εμπειρικοί γιατροί, που δεν αξιώθηκαν μια έδρα διδασκαλίας στις φιλοσοφικές σχολές. Εξάλλου, ως φιλόσοφοι ποτέ δεν βρέθηκαν στο προσκήνιο της φιλοσοφίας. Ίσως γιατί κάθε φιλόσοφος έχει εξαρχής μέσα του μια μικρή (σαν αντίδοτο;) δόση αμφιβολίας και σκεπτικισμού, ακόμη και αν καταλήγει (που συνήθως καταλήγει) σε βεβαιότητες. Ίσως γιατί οι σκεπτικοί είναι οι αντίπαλοι που ελάχιστοι τους θέλουν μπροστά τους, επειδή μοιάζει να κλονίζουν συστηματικά τις βεβαιότητες στις οποίες είτε ως φιλόσοφοι είτε ως άνθρωποι επενδύουμε τη ζωή μας, τη σκέψη μας, την καριέρα μας. Ίσως πάλι γιατί οι σκεπτικοί είναι οι φιλόσοφοι που ακόμη και όταν δεν υπάρχουν ή δεν έχουν ισχυρή παρουσία, οι δογματικοί αντίπαλοί τους (δηλαδή όλοι οι άλλοι φιλόσοφοι) σκιαμαχούν εναντίον τους. Ποιος, αλήθεια, θα ακολουθούσε τέτοιους φιλοσόφους και πόση απήχηση μπορούν να έχουν σε έναν κόσμο που εναγωνίως αποζητά βεβαιότητες;
Οι Επικούρειοι, με απόμακρη αξιοπρέπεια, επιβιώνουν στις κοινότητες των φίλων - εχθροί (όλο και περισσότερο άσφαιροι) των λατρειών και των δεισιδαιμονιών όλων των κοινωνικών ομάδων. Επιτίθενται σε κάθε είδους παρηγορητές της ανθρώπινης δυστυχίας, στους περιπλανώμενους μάγους και θεραπευτές, στους αστρολόγους, στους «ιερούς άνδρες», στους ιερείς των πολλά υποσχόμενων λατρειών που ανθούσαν. Η ριζική απόρριψη του παραλόγου από τη ζωή προσδίδει καθαρότητα στην αντίληψη των επικούρειων για την πραγματικότητα. Δεν κατορθώνει όμως να ικανοποιήσει τους ανθρώπους της εποχής, για τους οποίους το υπερφυσικό δεν είναι μια θεωρητική δυνατότητα αλλά μια παρουσία που τη ζουν, μια εμπειρία καθημερινή. Εύλογα, λοιπόν, ο επικουρισμός δεν είναι πλέον ιδιαίτερα δημοφιλής.
Οι Στωικοί, αντίθετα, μοιάζουν οι καλύτερα προετοιμασμένοι για τις συνθήκες της αυτοκρατορικής εποχής. Έχουν απομακρυνθεί από τον αυστηρό και δύσκαμπτο πρώτο τους εαυτό (την «Αρχαία Στοά»), που καθιστούσε απρόσιτο το ιδανικό της σοφίας. Χάρη στις προσαρμογές που είχε από καιρό επιφέρει ο Ποσειδώνιος, ο στωικισμός κατανοεί και σε μερικές περιπτώσεις στηρίζει τη λαϊκή πίστη στη μαγεία, στην αστρολογία, στη μαντεία, στους δαίμονες, στη μετά θάνατον ζωή της ψυχής, στη θεία πρόνοια. Δεν μένει στην εξήγηση της φύσης και της πορείας του σύμπαντος, δηλαδή στο γενικό. Ενδιαφέρεται για το ατομικό, τον συγκεκριμένο άνθρωπο, προς τον οποίο δίνει ηθικές συμβουλές για τις περιστάσεις της ζωής και του υποδεικνύει ελκυστικούς και εφικτούς τρόπους ζωής, τους οποίους δικαιολογεί με βάση γενικές θεωρητικές αρχές. Ο στωικισμός επηρεάζει ακόμη πολλούς μορφωμένους, εμφανιζόμενος σε διαφορετικές εκδοχές, αυστηρότερες ή χαλαρότερες, από πρώην δούλους σαν τον Επίκτητο έως συγκλητικούς σαν τον Σενέκα και αυτοκράτορες σαν τον Μάρκο Αυρήλιο. Τα «χρήσιμα» και επίκαιρα στοιχεία του όμως κατάφερε να τα απορροφήσει ο Πλατωνισμός.
Ο Αριστοτελισμός παρουσιάζεται φιλοσοφικά περισσότερο αξιόπιστος. Η αυθεντία του ιδρυτή του Λυκείου είχε παραμείνει υψηλά. Μετά τον Ανδρόνικο τον Ρόδιο, που εξέδωσε το «εξωτερικό» έργο του (αυτό που γνωρίζουμε ως σήμερα), η φιλοσοφία του Αριστοτέλη επανέκαμψε από τον 1ο αιώνα π.Χ. και έμεινε το κύριο αντικείμενο της μελέτης των Αριστοτελικών. Σε γενικές γραμμές και ανεξάρτητα από σχολή, οι περισσότεροι εκτιμούν τη λογική του και την ανάλυση του φυσικού κόσμου, γράφοντας υπομνήματα και σχόλια στα σχετικά έργα του. Παράλληλα, όμως, πιστεύουν ότι η αριστοτελική σκέψη δεν φτάνει στο ύψος της πλατωνικής διαλεκτικής, ώστε να ασχοληθεί με τις υψηλότερες σφαίρες της πραγματικότητας και να αναγνωρίσει τον Θεό ως την πρώτη Αρχή. Πολύ περισσότερο, η αριστοτελική φιλοσοφία απείχε από την κοινή αντίληψη για τον θεό, την πρόνοια και τη μετά θάνατον ζωή. Αυτός ήταν ο τρόπος, εν πάση περιπτώσει, που καταλάβαιναν τον Αριστοτέλη την εποχή εκείνη. Το βασικό πρόβλημα ήταν ότι ένας τέτοιος Αριστοτέλης κάλλιστα μπορούσε να ενσωματωθεί στην πλατωνική παράδοση.
Φιλοσοφική σχολή ή φιλοσοφικό καφενείο; Το τίμημα μιας φιλοσοφίας ανάμεσα στο αιώνιο και στο επίκαιρο
Μέσα σε όλα αυτά, η πλατωνική παράδοση, μετά τις περιπέτειές της στην ελληνιστική περίοδο, αναβίωσε και εδραίωσε τη θέση της στο κέντρο της φιλοσοφικής δραστηριότητας. Όμως, πώς και γιατί μακροπρόθεσμα κέρδισε ο Πλάτων; Μια απάντηση είναι δυνατή, αν κατανοήσουμε τον χαρακτήρα και τη λειτουργία της φιλοσοφίας τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες.
Η φιλοσοφία, πλατωνική, αριστοτελική ή στωική, έχασε σταδιακά τους δεσμούς της με την πολιτική πραγματικότητα της εποχής. Ήθελε δεν ήθελε, εγκατέλειψε τον στίβο της πολιτικής, τόσο στο πρακτικό όσο και στο θεωρητικό επίπεδο. Εξάλλου, δεν υπήρχαν περιθώρια για άσκηση πολιτικής ή για επιρροή στην πολιτική πράξη εκείνη την εποχή της παγκοσμιοποίησης. Και το ενδιαφέρον για την πολιτική θεωρία, όπως αναδείχθηκε από τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη ή τους Στωικούς, περιορίστηκε σε μεγάλο βαθμό στους φιλοσοφούντες ρήτορες, που ασχολήθηκαν με θέματα σχετικά με τα πολιτεύματα και τον ιδανικό ηγεμόνα.
Επιπλέον, η φιλοσοφία διατηρούσε πλέον πολύ χαλαρούς δεσμούς με την επιστημονική δραστηριότητα της εποχής, και το ενδιαφέρον της (με ελάχιστες εξαιρέσεις) δεν στρεφόταν στις θετικές επιστήμες. Αντίθετα, άρχισε να συνδέεται με μορφές γνώσης που σήμερα ονομάζουμε ψευδοεπιστημονικές, όπως η αστρολογία.
Χάνοντας τα στηρίγματα που είχε η φιλοσοφία στην έξω από τον εαυτό της πραγματικότητα, στερήθηκε και τον διάλογο μαζί τους. Ωστόσο, εκείνος ο διάλογος την τροφοδοτούσε με προβλήματα για τον φυσικό κόσμο, την κοινωνία και την πολιτική, για τη φύση και τη γνώση τους, προβλήματα τα οποία αναλάμβανε η ίδια η φιλοσοφία να λύσει. Πού θα μπορούσε να οδηγήσει η έλλειψη ενδιαφέροντος της φιλοσοφίας για τέτοιου είδους προβλήματα;
Η αντίληψη ότι η φιλοσοφία είναι μια «πρακτική», ένας τρόπος εσωτερικής αλλαγής, δεν χάθηκε. Κρατήθηκε ζωντανή χάρη σε καθηγητές φιλοσοφίας που επωμίζονταν τον ρόλο του πνευματικού καθοδηγητή των μαθητών τους, ειδικά σε ομάδες όπως οι πυθαγόρειες κοινότητες που γνώρισαν νέα άνθηση τον 1ο και 2ο αιώνα μ.Χ. Παράλληλα, όμως, η φιλοσοφία άρχισε να κλείνεται στον εαυτό της, στο οικείο και πιο ασφαλές περιβάλλον της εκπαίδευσης. Ήταν σαν να διέσωζε, μέσα στις αίθουσες διδασκαλίας και στις βιβλιοθήκες, μια κάποια αυτονομία.
«Όλα έχουν ειπωθεί»: διαβάζοντας τα κείμενα και γράφοντας υπομνήματα
Ένας δρόμος που ακολούθησε η φιλοσοφία ήταν η στροφή προς τα μέσα, στον ίδιο τον εαυτό της. Επέστρεψε στο ένδοξο παρελθόν της, στους ιδρυτές των φιλοσοφικών σχολών: στον Πλάτωνα, στον Αριστοτέλη, στον Χρύσιππο και στους διαδόχους τους.
Αυτό που για τους Επικούρειους ήταν αυτονόητη αξία, αμέσως μετά τον θάνατο του Επίκουρου, είχε αρχίσει να ισχύει και για τις άλλες Σχολές: η αυθεντία του ιδρυτή, δηλαδή η πεποίθηση ότι η αλήθεια είχε ειπωθεί από τον ιδρυτή της Σχολής και είχε αποκαλυφθεί στα κείμενά του. Οι συνεχιστές του έργου του δεν έπρεπε να μιμηθούν το παράδειγμα του Αριστοτέλη, που είχε ασκήσει κριτική στον δάσκαλό του Πλάτωνα, ή των Ακαδημεικών που είχαν καταλήξει στον σκεπτικισμό. Ολόκληρη η (παλιά) σοφία βρίσκεται ήδη στα όσα είπαν και έγραψαν οι μεγάλοι φιλόσοφοι. Δεν υπάρχει ανάγκη για περαιτέρω εμβαθύνσεις, ούτε είναι δυνατές μεταγενέστερες βελτιώσεις. Το μόνο που χρειάζεται, και δεν είναι λίγο ούτε εύκολο, είναι να αναβαπτιστούν οι νεότεροι στις αρχαίες πηγές, να εξηγηθούν οι φιλοσοφικές γραφές.
«Πίσω στα κείμενα!» θα μπορούσε να ήταν το σύνθημα της εποχής. Κάθε Σχολή πήρε τα θεμελιώδη κείμενά της και τα έφερε στο κέντρο της φιλοσοφικής της δραστηριότητας. Γενιές δασκάλων και μαθητών διάβαζαν και σχολίαζαν φιλοσοφικά κείμενα, προσπαθώντας να βρουν αυτό που «πραγματικά» είπε ο Πλάτων ή ο Αριστοτέλης στον τάδε διάλογο ή στη δείνα πραγματεία, στο ένα ή στο άλλο χωρίο, για το ένα ή το άλλο ζήτημα.
Καθώς είχαν περάσει πολλοί αιώνες από τότε που γεννήθηκε η φιλοσοφία και είχαν γραφεί δεκάδες φιλοσοφικά βιβλία για κάθε πιθανό (και απίθανο) πρόβλημα, ο φιλοσοφικός προβληματισμός δεν μπορούσε να έχει την «αθωότητα» των απαρχών του. Ούτε να προσποιείται ότι την έχει. Η φιλοσοφική συζήτηση ξεκινούσε πλέον όχι από ένα συγκεκριμένο πρόβλημα, αλλά από μια δοσμένη απάντηση σ᾽ αυτό το πρόβλημα.
Κάθε ζήτημα είχε καλυφθεί από τις ερμηνείες του, που ήταν αρκετές (ανάλογα με τη Σχολή), κάποτε περίτεχνες, με ειδική ορολογία - και πάντως γνωστές. Όποιος φιλοδοξούσε να ασχοληθεί με ένα ζήτημα προφανώς δεν μπορούσε να αγνοήσει την προεργασία που είχε ήδη γίνει. Ήταν δυνατόν να παρέκαμπτε κάποιος τον πλατωνικό Τίμαιο ή τη στωική θεωρία για την πρόνοια, αν ήθελε να μιλήσει για τη δημιουργία του κόσμου; Τον πλατωνικό Παρμενίδη, για να μιλήσει για το ον και το θείο; Τον πλατωνικό Φαίδρο, για να υπερασπιστεί την αθανασία της ψυχής; Την αριστοτελική λογική, αν προσπαθούσε να διατυπώσει έγκυρους συλλογισμούς;
Ο δάσκαλος και οι μαθητές δεν συζητούσαν χαλαρά και ελεύθερα, ή έστω με τον τρόπο που γνωρίζουμε από τους πλατωνικούς διάλογους. Δεν αναλάμβαναν να λύσουν από κοινού, με συλλογισμούς και επιχειρηματολογία, ένα φιλοσοφικό πρόβλημα. Σαν να ένιωθαν δεσμευμένοι από το κύρος του ιδρυτή της Σχολής και το βάρος της ιστορίας, επέλεγαν να εξηγήσουν πρώτα αυτά που έγραψε ο ιδρυτής σχετικά με το συγκεκριμένο πρόβλημα.
Ο καθηγητής φιλοσοφίας αποδεχόταν την αυθεντία του σχετικού κειμένου και με τα γραπτά σχόλιά του αναδείκνυε τη φιλοσοφική σημασία του και το καθιστούσε προσιτό στους μαθητές του. Ήταν και τα κείμενα του Πλάτωνα αλλά και του Αριστοτέλη που έμοιαζαν αμφίσημα και σκοτεινά, απροσπέλαστα στον αβοήθητο μαθητή. Έτσι διαμορφώθηκε το περιεχόμενο του μαθήματος της φιλοσοφίας: ανάγνωση και εξήγηση, με τα απαραίτητα ενδοσχολικά βοηθήματα.
Κι αν οι μεγάλοι φιλόσοφοι δεν είχαν προνοήσει να δώσουν ευθείες ή σαφείς απαντήσεις σε όλα τα ζητήματα που απασχολούσαν τους φιλοσόφους των αυτοκρατορικών χρόνων, δεν υπήρχε πρόβλημα. Διαβάζοντας ξανά τα κείμενά τους, βρίσκοντας σκόρπια στοιχεία από δω κι από κει, συνδυάζοντάς τα υπό το φως του δικού του ερωτήματος, ο αναγνώστης του 2ου και του 3ου αιώνα μ.Χ. κατόρθωνε να ανασυστήσει τις απαντήσεις του Πλάτωνα ή του Αριστοτέλη. Έβρισκε αυτό που (θα) ήθελε να πει ο αρχαίος φιλόσοφος, αλλά για διάφορους λόγους δεν είπε.
Επιπλέον οι Πλατωνικοί, π.χ., εντόπιζαν τα στοιχεία που υπάρχουν απομονωμένα ή σε λανθάνουσα μορφή στο πλατωνικό έργο και τα συστηματοποιούσαν, ώστε να ενταχθούν στους υπάρχοντες κλάδους και στα τρέχοντα προβλήματα της φιλοσοφίας. Έτσι η πλατωνική φιλοσοφία απέκτησε μια (αληθινή ή επίπλαστη;) ενότητα, που πιθανότατα δεν την αισθάνεται κάποιος όταν διαβάζει κάθε πλατωνικό διάλογο χωριστά.
Ζήτημα προς ζήτημα, έργο προς έργο, χωρίο προς χωρίο, στίχο προς στίχο, οι υπομνηματιστές της εποχής εκείνης έκαναν συχνά κάτι περισσότερο από έναν σχολιασμό κατάλληλο για σχολική χρήση. Ουσιαστικά, μέσα από την εξήγηση των παλιών κειμένων και στο όνομά τους, οι φιλόσοφοι δεν δίσταζαν να πουν αυτό που ήθελαν οι ίδιοι να πουν και όχι αναγκαστικά εκείνο που «πραγματικά» είχε πει ο Πλάτων ή ο Αριστοτέλης. Ωστόσο, το ανέσυραν με επιδεξιότητα και το ενίσχυαν με την απαραίτητη τεκμηρίωση: τα προσεκτικά διαλεγμένα χωρία από τα κείμενα των ἀρχαίων (όπως τους αποκαλούσαν πλέον) φιλοσόφων.
Η φιλοσοφία των καθηγητών
Έτσι η εξήγηση του κειμένου και ιδιαίτερα το φιλοσοφικό υπόμνημα καλλιεργήθηκαν συστηματικά και αποτέλεσαν για αιώνες μια μορφή της φιλοσοφικής σκέψης, την πιο χαρακτηριστική για όλη εκείνη την περίοδο.
Τα κείμενα, και μάλιστα στην ολοκληρωμένη μορφή τους, δεν ήταν το μοναδικό αντικείμενο σχολι(αστι)κής διδασκαλίας. Εξάλλου, είναι ιδιαίτερα κοπιαστικό και χρονοβόρο να διεξέρχεται ο μαθητής έναν ολόκληρο διάλογο του Πλάτωνα ή μια πραγματεία του Αριστοτέλη.
Οι διδακτικές ανάγκες και η αναγνώριση της αξίας του παρελθόντος (ένα είδος κλασικισμού) δημιούργησαν την ανάγκη να υπάρχει μια πρόχειρη (εύκολα προσβάσιμη) καταγραφή της φιλοσοφικής παράδοσης. Πολύτιμα βοηθήματα για τον σκοπό αυτό ήταν τα εγχειρίδια και οι συνόψεις των φιλοσοφικών θεωριών.
Η σχετική παραγωγή ήταν άφθονη. (α) Συντάχθηκαν πολλές συλλογές γνωμών και αφορισμών, ταξινομημένες κατά θέμα και φιλόσοφο ή Σχολή. Αν σχεδιάζονταν για ευρύ αγοραστικό κοινό (που δεν υπήρχε εκείνα τα χρόνια), θα είχαν τίτλους σαν αυτόν: Φιλοσοφικός θησαυρός: Χίλιες και μία φράσεις από την αρχαία σοφία. (β) Γράφηκαν συνθετικά έργα όχι πρωτότυπου φιλοσοφικού στοχασμού αλλά παρουσίασης και ανάλυσης της σκέψης μιας Σχολής. Ο αρχαίος τίτλος τους ήταν Περὶ αἱρέσεων. (γ) Σχεδιάστηκαν κατάλογοι (Διαδοχαί) που συνδέουν τις γενιές των φιλοσόφων με κριτήριο τη σχέση δασκάλου-μαθητή. Κατασκευάστηκαν έτσι γραμμές διαδοχής, όπως η Ιταλική, που ξεκινά από τον Πυθαγόρα και καταλήγει στον Επίκουρο, και η Ιωνική, που ξεκινά από τον Θαλή και διακλαδίζεται για να καταλήξει στον πλατωνικό Κλειτόμαχο, στον αριστοτελικό Θεόφραστο και στον στωικό Χρύσιππο. Με τον βολικό αυτό τρόπο και οι τέσσερις μεγάλες φιλοσοφικές σχολές έβρισκαν τον ένδοξο πρόγονό τους.
Τα συγγράμματα αυτά αποτελούν πολύτιμες πηγές για την αρχαία φιλοσοφία, αλλά δυστυχώς σώθηκαν λίγα και αυτά σε αποσπασματική μορφή. Μια ειδική περίπτωση είναι ο Διογένης Λαέρτιος, που έγραψε σε δέκα βιβλία τους Βίους των σημαντικότερων αρχαίων φιλοσόφων, συνδυάζοντας στοιχεία από διάφορες πηγές.
Αυτή η δοξογραφική παράδοση, ένα νέο είδος ιστορίας της φιλοσοφίας, παγίωνε τη φιλοσοφία σε φράσεις και αποφθέγματα έτοιμα προς κατανάλωση ή σε σχηματικές απόψεις εύκολες προς εκμάθηση. Συμβάδιζε και με τον «εκλεκτικισμό» της εποχής, δηλαδή τον συνδυασμό διδασκαλιών ή απόψεων ποικίλης προέλευσης από έναν φιλόσοφο που δεν ένιωθε πλέον τόσο δεσμευμένος να μείνει πιστός στην «ορθοδοξία» της μίας ή της άλλης φιλοσοφικής σχολής.
Φιλόσοφοι μιλούν για φιλοσόφους. Φιλόσοφοι διαβάζουν φιλοσόφους και βιβλία που εξηγούν τους φιλοσόφους. Μοιάζει η φιλοσοφία να απαρνήθηκε οποιονδήποτε πρακτικό ρόλο της: να γίνεται μια απόπειρα ερμηνείας του παρελθόντος της και ταυτόχρονα μια «σχολική» φιλοσοφία. Μια μορφή γνώσης που διδάσκουν οι καθηγητές στους μαθητές τους, εκείνοι με τη σειρά τους γίνονται καθηγητές και τη διδάσκουν στους δικούς τους μαθητές. Η πεμπτουσία ενός εκπαιδευτικού συστήματος…
Δάσκαλος και μαθητές, καθηλωμένοι στα έδρανα μπροστά σε ανοικτά βιβλία, να συζητούν για τη σημασία φράσεων και λέξεων, να ρωτά ο δάσκαλος, να πετάγονται οι πιο θαρραλέοι, οι σίγουροι και οι βιαστικοί, και να κρατούν σημειώσεις οι επιμελείς, να ακολουθεί η κλασική ερώτηση «Έχετε κάποια απορία;» που λίγοι μόνο τολμούν να απαντήσουν… Μια εικόνα αίθουσας την ώρα που διδάσκεται ένα χωρίο από τον πλατωνικό Φαίδρο. Μάλλον μας θυμίζει νεότερες εποχές, ίσως όχι τόσο μακρινές. Πάντως, τίποτε δεν μας θυμίζει έναν Σωκράτη να χειρονομεί ανάμεσα στους αγαπημένους μαθητές του, έναν Επίκουρο να βαδίζει δίπλα στους συμφιλοσόφους του, έναν Ζήνωνα να διδάσκει στη γωνία μιας στοάς.
Ευτυχώς, για τους μαθητές αλλά και για τη φιλοσοφία, τα πράγματα δεν ήταν τόσο ανιαρά όσο ίσως φαίνονται. Εξάλλου, χρειάζονταν κι αυτά. Η διδασκαλία της φιλοσοφίας (ή της αρετής, για να θυμηθούμε τον Πρωταγόρα και τον Πλάτωνα) ήταν κάτι που από παλιά προβλημάτιζε τους φιλοσόφους - προτού το αφήσουν στα χέρια άλλων ειδικών.
Έστω και με αυτό τον τρόπο, η φιλοσοφία συνέχισε να υπάρχει μέσα (και χάρη) στην εκπαίδευση. Για πολλούς αιώνες, έως τα νεότερα χρόνια, η ίδια η ύπαρξη της φιλοσοφίας δεν ήταν νοητή (παρά με ελάχιστες εξαιρέσεις) έξω από τα εκπαιδευτικά ιδρύματα - με ό,τι καλό ή κακό συνεπαγόταν μια τέτοια εξάρτηση, αυτή η «ιδρυματοποίηση» της φιλοσοφίας. Ένα από τα καλά ήταν ότι έτσι διασφαλιζόταν η συνέχεια της φιλοσοφίας μέσα από έναν θεσμό και δεν έμενε υπόθεση ελάχιστων χαρισματικών φιλοσόφων.
Επίσης, ο διάλογος με τα κείμενα και το παρελθόν θα αποτελέσει χαρακτηριστικό γνώρισμα της φιλοσοφίας μέχρι σήμερα: η φιλοσοφία δεν είναι μόνο το παρόν της· έχει μέσα της και την ιστορία της. Αλλά και η εκκίνηση του φιλοσοφικού προβληματισμού από κάποιο κείμενο αναγνωρισμένο ως «αυθεντία» θα παραμείνει για αιώνες πρακτική οικεία στη φιλοσοφία.
Φιλοσοφία για όλους: η πραγμάτωση της φιλοσοφίας είναι η κατάργησή της;
Ένας άλλος δρόμος που ακολούθησε η φιλοσοφία ήταν η στροφή προς τα έξω, προς το ευρύ κοινό. Βέβαια, στην αρχαία φιλοσοφία η θεωρία και η θεωρητική γνώση δεν αντιμετωπίστηκαν ως αυτοσκοπός, αλλά συνήθως βρίσκονταν στην υπηρεσία του πρακτικού βίου. Γι᾽ αυτό, π.χ., οι Στωικοί και οι Επικούρειοι είδαν τη φυσική ως θεμέλιο της ηθικής. Ακόμη και για τους Αριστοτελικούς η θεωρητική δραστηριότητα, αυτή που κατεξοχήν ταιριάζει στον ανθρώπινο νου, ήταν ύψιστο ιδανικό, ακριβώς επειδή οδηγούσε στη θεϊκή ευχαρίστηση και ευτυχία.
Αυτή η πρακτική διάσταση της φιλοσοφίας είναι αλήθεια ότι προβλήθηκε ιδιαίτερα από την ελληνιστική εποχή. Οι φιλόσοφοι δεν μελετούσαν τη φιλοσοφία απλώς σαν ένα σώμα γνώσεων (γενικών και ειδικών), αλλά προσχωρούσαν σε αυτή σαν σε έναν τρόπο ζωής. Όσο περισσότερο όμως μεριμνούσαν για τα αιτήματα των ανθρώπων του καιρού τους και παραμελούσαν την ανεξάρτητη θεωρητική διερώτηση και την έρευνα για τη θεμελίωση της διδασκαλίας τους τόσο η φιλοσοφία προσαρμοζόταν στις κρατούσες πεποιθήσεις.
Αυτή η «φιλοσοφία για όλους» είχε το πλεονέκτημα ότι προσπαθούσε να είναι ένα είδος εφαρμοσμένης φιλοσοφίας· στην ουσία κατέληγε σε απλή εφαρμογή γενικών θεωρητικών αρχών (τις οποίες συχνά αποδεχόταν εκ των προτέρων ως ορθές). Μια φιλοσοφία που την καταλαβαίνουν όλοι (αυτός τουλάχιστον θα ήταν ο σκοπός) και την χρησιμοποιούν για τα καθημερινά προβλήματά τους.
Για να τα επιτύχει αυτά, η φιλοσοφία δεν θα έπρεπε να νοιαζόταν τόσο για τη νοηματική εμβάθυνση και την ακρίβεια ή για τη μελέτη του έργου των μεγάλων φιλοσόφων. Θα έπρεπε να ευθυγραμμιστεί με τις τρέχουσες ανησυχίες και αντιλήψεις· να κάνει αντικείμενό της τα μεγάλα ή μικρά, πάντως «επίκαιρα», προβλήματα του καθημερινού ανθρώπου και να αφοσιωθεί σε αυτά. Έτσι ξέφευγε από την κλειστή ομάδα των λίγων ειδικών, αποκτούσε κύρος σε ευρύτερα στρώματα και κέρδιζε μια αποδοχή (που δεν ήταν δική της). Για την ακρίβεια, αυτό που συνέβαινε ήταν ότι ορισμένοι φιλόσοφοι μπορεί να κέρδιζαν πρόσκαιρη φήμη.
Η φιλοσοφία όμως έχανε την εσωτερική δυναμικότητά της, να θέτει καινούργια ερωτήματα, να ασκεί κριτική στις δεδομένες απαντήσεις, να δοκιμάζει διαφορετικές θεωρητικές αρχές. Ο κίνδυνος υπήρχε, και πάντα υπάρχει: η φιλοσοφία να τρέχει πίσω από τα τρέχοντα «καυτά» προβλήματα και να εξαντλείται σε αυτά.
Αυτό ήταν το τίμημα που πλήρωνε η φιλοσοφία, όταν από οδηγός ζωής και ατομικό (ή κοινοτικό) κατόρθωμα κινδύνευε να καταλήξει σε προμηθευτή συνταγών για μια ευτυχισμένη ζωή. Τότε όμως τι φιλοσοφικό θα της απέμενε; Και για ποιο λόγο οι άνθρωποι να επέλεγαν έναν από τους φιλοσοφικούς δρόμους (τις Σχολές) και να μην κατέφευγαν στις θρησκείες και τις μυστηριακές λατρείες; Στο κάτω κάτω εκείνες υπόσχονταν και εντυπωσιακότερα και γρηγορότερα αποτελέσματα.
Κατά έναν παράδοξο τρόπο η προσπάθεια της φιλοσοφίας να είναι αυτή που νοηματοδοτεί την ανθρώπινη ζωή, να είναι μια πρακτική για να αποκτηθεί το εὖ ζῆν, μπορούσε να καταλήξει στον παραμερισμό της φιλοσοφίας. Αρκεί να βρισκόταν ένας άλλος χώρος δυναμικός και αντίζηλος, στον οποίο να έπαιζε σημαντικότερο ρόλο όχι η γνώση αλλά κάτι που είναι ίσως βαθύτερο, όμως μπορεί να το επικαλεστεί ο καθένας - όπως π.χ. η πίστη. Και αυτό συνέβη σταδιακά με την επικράτηση του χριστιανισμού.
Όσο κι αν η φιλοσοφία κυκλοφορούσε εκλαϊκευμένη και προσιτή σε όλους, όφειλε να δείχνει ότι είναι αποτελεσματικότερη και προτιμότερη από άλλες δραστηριότητες και τρόπους ζωής.
Στα αυτοκρατορικά χρόνια η φιλοσοφία δεν ήταν μία και ενιαία. Αλλά μιλώντας γενικά, για τον μορφωμένο άνθρωπο της εποχής η φιλοσοφία δεν ήταν η κατασκευή ενός συστήματος σκέψης· ήταν συγκεκριμένη πράξη, που άλλαζε την αντίληψη του ανθρώπου για τον κόσμο και τη ζωή του - ήταν ζωή, όχι λόγος.
Όλες οι φιλοσοφικές απαντήσεις που δόθηκαν είχαν τους λόγους τους. Άλλες ήταν ισχυρά θεμελιωμένες σε μια αντίληψη για τον κόσμο και τη γνώση του, άλλες όχι. Όποια απάντηση κι αν είχε δοθεί από τις ελληνιστικές σχολές ανταποκρινόταν στα ερωτήματα και στις αγωνίες του ανθρώπου εκείνης της εποχής. Οι Στωικοί, π.χ., ακόμη και ένας αυτοκράτορας όπως ο Μάρκος Αυρήλιος, μπορεί να δυσαρεστούνταν με τον κόσμο που ζούσαν. Αλλά και οι ερμηνευτές του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη μάλλον ζούσαν στον δικό τους κόσμο, τον κόσμο των βιβλίων. Η πιο επαναστατική πράξη που μπορούσαν να κάνουν ήταν να αφήσουν ελεύθερη τη φαντασία τους και να δώσουν μια νέα ερμηνεία σε κάποιο χωρίο ενός έργου του μεγάλου δασκάλου. Άλλοι, λοιπόν, δίδασκαν πώς να σκέφτεται κανείς και άλλοι πώς να ζει και να πεθαίνει.
Η σωτηρία της ψυχής είναι πολύ μεγάλο πράγμα, ή γιατί επικράτησε ο Πλατωνισμός
Ας το ξαναρωτήσουμε: γιατί τότε μακροπρόθεσμα κέρδισε ο Πλάτων; Όσο τελείωνε ο σταθερός 2ος αιώνας, άλλαζαν και πάλι τα πράγματα στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι ένιωθαν ότι ο κόσμος γύρω τους δεν αλλάζει απλώς αλλά καταρρέει: πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά, στρατιωτικά, ηθικά.
Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα αγωνίας και ανασφάλειας, η αναζήτηση ή η καταφυγή σε κάτι σταθερό έμοιαζε με φυσιολογική κίνηση. Κι αν νιώθεις ότι τα πάντα χάνονται, γιατί να πιστεύεις ότι αυτά είναι τα πάντα; Γιατί να μην πιστέψεις ότι υπάρχει κάτι πέρα (ή πάνω) από αυτά που χάνονται; Γιατί να μην πιστέψεις ότι αυτό που χάνεται δεν είναι το πραγματικό, το αληθινό; Και ότι αυτό το τελευταίο (που είναι και το έσχατο) δεν μπορεί να χαθεί;
Αλλά ποιο είναι το αληθινό και αιώνιο; Ποιος επαγγελόταν ότι μπορούσε να το πει, να το αποκαλύψει, να το διδάξει; Ποιος πρόσφερε ή πουλούσε τώρα ελπίδα; Τα μαντεία, οι προφήτες, οι μυστηριακές λατρείες, η αστρολογία, οι περιφερόμενοι μάντεις (σαν τον Αλέξανδρο που λοιδωρεί ο Λουκιανός): όλοι υπόσχονταν σωτηρία, από επιμέρους πόνους και συμφορές έως από την ίδια τη μάταιη ζωή.
Και, με διαφορετικά λόγια, για τον χώρο της φιλοσοφίας: ποιος φιλόσοφος βίος ήταν (ή φαινόταν) δυνατός μέσα στον κόσμο της Ύστερης Αρχαιότητας και ποια φιλοσοφική αίρεση ήταν (ή φαινόταν) ικανή να τον επαγγελθεί;
Είχε φτάσει η ώρα του πλατωνισμού, ο οποίος πρόσφερε ακριβώς αυτό: την πίστη ότι αυτή η ζωή που ζούμε δεν είναι η πραγματική ζωή και ότι ο Θεός δεν είναι μέρος αυτού του φθαρτού κόσμου.
Πρόκειται για φιλοσοφικές θέσεις που μάχονταν μια άλλη τάση, κυρίαρχη στην ελληνιστική φιλοσοφία. Τόσο ο πλατωνισμός όσο και, σε έναν βαθμό, ο αριστοτελισμός παρουσιάστηκαν πλέον σαν δύο δρόμοι με κατεύθυνση κοινή: να κατασκευάσουν σύστημα ολοκληρωμένο που σκοπεύει να δώσει απάντηση σε όλα τα δυνατά προβλήματα του κόσμου - και μια απάντηση συνεκτική.
Ο προσανατολισμός τους ήταν μη υλιστικός. Και οι δύο, με χαρακτηριστικά παραδείγματα τον Αλέξανδρο Αφροδισιέα και τον Πλούταρχο, επιχείρησαν να πολεμήσουν τον Στωικισμό σαν τον σύγχρονό τους υλισμό, που θεωρούσαν ότι έχει επικίνδυνες αθεϊστικές συνέπειες: αρνείται ουσιαστικά την ύπαρξη θεών και την προσωπική θεία πρόνοια. Οι Πλατωνικοί δεν μπορούσαν να δεχθούν την υλιστική διδασκαλία των Στωικών και, γενικότερα, την αντίληψη ότι υπάρχουν μόνο σωματικές οντότητες. Παράλληλα, πολλοί από αυτούς επιδίωξαν να αναδείξουν τη συμφωνία ανάμεσα στην πλατωνική και στην αριστοτελική σκέψη.
Το ενδιαφέρον στράφηκε από τον απρόσωπο Κόσμο στον εαυτό του ανθρώπου. Κεντρικό μοτίβο έγινε το γνωστό δελφικό ρητό γνῶθι σεαυτόν, που αναφέρει ο Σωκράτης στον πλατωνικό διάλογο Αλκιβιάδη μείζονα.
Και ποιος είναι ο αληθινός εαυτός; «Λοιπόν, φίλε μου Αλκιβιάδη, και η ψυχή, αν είναι να γνωρίσει τον εαυτό της, πρέπει να κοιτάξει σε ψυχή» (Ἆρ᾽ οὖν, ὦ φίλε Ἀλκιβιάδη, καὶ ψυχή, εἰ μέλλει γνώσεσθαι αὑτήν, εἰς ψυχὴν αὐτῇ βλεπτέον· Αλκιβιάδης μείζων 133b). Αρχή και θεμέλιο της φιλοσοφίας είναι η γνώση του εαυτού. Και αυτό που χρειάζεται είναι να καθαριστεί η ψυχή, ώστε να φανεί αυτό που πραγματικά είναι, δηλαδή ο καθρέφτης του θείου.
Συστατικό στοιχείο αυτής της κάθαρσης είναι η απελευθέρωση του ανθρώπου από εκείνο που τον κρατά δέσμιο σε αυτό τον κόσμο, από το σώμα. Στην πλατωνική παράδοση το σώμα, η υλικότητά του, ήταν ένα μεγάλο εμπόδιο για την ψυχή (γι᾽ αυτό η χριστιανική πεποίθηση για την ανάσταση του σώματος τους φαινόταν εξωφρενική). Όταν η ψυχή χρησιμοποιεί το σώμα ως εργαλείο της, ο άνθρωπος βρίσκει την αληθινή φύση του.
Η αδέσμευτη πια ψυχή γνωρίζει τον εαυτό και αυτή η γνώση έχει ηθικές συνέπειες, γιατί καθορίζει τον τρόπο ζωής του προσώπου, τη συμπεριφορά και τον σκοπό του ανθρώπου. Έσχατος σκοπός της ανθρώπινης ζωής είναι, όπως ήδη είχε πει ο Πλάτων (Θεαίτητος 176b), η εξομοίωση προς τη θεϊκή φύση.
Αυτές οι πλατωνικής καταγωγής αντιλήψεις διαδόθηκαν και έγιναν ευρέως αποδεκτές τόσο από τους εθνικούς όσο και από τους χριστιανούς (με τις αναγκαίες προσαρμογές).
Αντίθετα προς την ανεπάρκεια των ελληνιστικών φιλοσοφικών σχολών, οι Πλατωνικοί είχαν τη φιλοσοφική εγρήγορση να αναζητήσουν λύσεις στα θεμελιώδη προβλήματα του ανθρώπου εκείνης της εποχής. Δεν περιορίστηκαν σε μικρές πρακτικές (έστω: φιλοσοφικές) συμβουλές για τα τρέχοντα ζητήματα. Ούτε αγνόησαν τις λύσεις που αφειδώς πρόσφεραν οι μυστηριακές λατρείες και οι θρησκείες. Μάλιστα, κάποιες σωτηριολογικές και άλλες θεολογικές πεποιθήσεις παρείσφρησαν και στη φιλοσοφία, χωρίς όμως να θεωρηθεί ότι της αλλοίωναν τον χαρακτήρα.
Οι φιλόσοφοι αυτοί δεν αρκέστηκαν στην επαγγελματική τους ενασχόληση με τη φιλοσοφία, τη διδακτική μέριμνα, τη συγγραφή εγχειριδίων, τις ατελείωτες θεωρητικές διαμάχες που ικανοποιούσαν μόνο τους ειδικούς. Διάλεξαν ως σημείο αναφοράς τους μεγάλους κλασικούς φιλοσόφους και σκόπευσαν στην καρδιά του προβλήματος και του ατόμου της εποχής. Του ατόμου που αγωνιούσε να λυτρωθεί (τουλάχιστον εσωτερικά) από το ασφυκτικό περιβάλλον που του επέβαλλε η καταπιεστική ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Μια τέτοια φιλοσοφία έθετε στο κέντρο της τα ζητήματα για το αληθινό ον, τη φύση της ψυχής, την ύψιστη γνώση, τη θέση του ανθρώπου στον κόσμο και τη σχέση του με τον θεό.
Το (φιλοσοφικό) μέλλον ανήκε στον Πλατωνισμό και, λίγο αργότερα, στον Χριστιανισμό. Και σε όλες αυτές τις συζητήσεις για τον άνθρωπο και την ψυχή του την πιο βαθιά τομή δημιούργησε το έργο ενός πλατωνικού φιλοσόφου, του Πλωτίνου.