Τι μπορεί να μάθει ένας πολιτικός από τις "Βάκχες" του Ευριπίδη;
Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος σηματοδότησε την αρχή του τέλους για τον θεσμό της αρχαιοελληνικής πόλης. Σε αντίθεση με τους Περσικούς πολέμους, που όλοι μαζί αντιμετώπισαν με αξιοθαύμαστη γενναιότητα τον εξωτερικό εχθρό, τώρα στρέφονται η μία πόλη εναντίον της άλλης, διαλύοντας ό,τι είχε επιτύχει η ενότητα.
Η περιγραφή του Θουκυδίδη είναι αποκαλυπτική, όταν περιγράφει τη συμπεριφορά των Αθηναίων, από τον πρώτο κιόλας χρόνο του πολέμου, μετά το πρώτο κύμα του λοιμού: «οι περισσότεροι, βλέποντας πόσο εφήμερος είναι ο πλούτος και αβέβαιος ο βίος, έσπευδαν να ξοδέψουν τα χρήματά τους και να τα χαρούν. Κανείς δεν ήταν πρόθυμος να υποβληθεί σε οποιονδήποτε κόπο για κάτι που άλλοτε θα φάνταζε χρήσιμο, επειδή σκεφτόταν πως μπορούσε να πεθάνει πριν ολοκληρώσει αυτό για το οποίο θα κοπίαζε. Κατάντησε να θεωρείται καλό και ωφέλιμο, το άμεσο κέρδος και η ευχαρίστηση της στιγμής. Δεν τους συγκρατούσαν ούτε ο φόβος των θεών ούτε οι ανθρώπινοι νόμοι».
Μέσα στον εμφύλιο σπαραγμό, η πολιτική τάξη διασαλεύτηκε, καθώς οι πολιτικοί ηγέτες δεν ενδιαφέρονταν πλέον για το κοινό καλό. Δημοφιλείς γίνονταν όσοι ούρλιαζαν έξαλλα και ο κομματικός φανατισμός έγινε αξία ισχυρότερη από τους οικογενειακούς δεσμούς. «Οι αρχηγοί των κομμάτων πρόβαλλαν ωραία συνθήματα», γράφει ο Θουκυδίδης: Ισότητα των πολιτών ευαγγελιζόταν οι δημοκρατικοί, σωφροσύνη των αριστοκρατών έταζαν οι ολιγαρχικοί. Η κτηνώδης, όμως, συμπεριφορά της μίας παράταξης προς την άλλη, φανέρωνε πως ήταν μόνο συνθήματα. Κι έτσι, «το ήθος, που είναι το κύριο γνώρισμα της ευγενικής ψυχής, κατάντησε να είναι καταγέλαστο κι εξαφανίστηκε» (Ιστορία, ΙΙ και ΙΙΙ).
Δεν είναι παράξενο που η δεύτερη δημοκρατία, μετά το τέλος του πολέμου, ήταν προβληματική και ανίκανη να θεραπεύσει τις πληγές. Η μεγάλη στροφή από το «εμείς» στο «εγώ» είχε επιτευχθεί και εξελισσόταν γοργά, καθώς οι αξίες της πόλης, στην οποία τα πάντα μεταβάλλονται συνεχώς προκαλώντας ανασφάλεια και φόβο, εγκαταλείπονται.
Η αλλαγή αυτή αποτυπώθηκε έντονα και στη θρησκευτικότητα. Σιγά–σιγά οι μυστηριακές, φυσικές λατρείες που κάτω από την επίδραση του ορθολογισμού είχαν ενσωματωθεί στις αστικές τελετές, άρχισαν να αναβιώνουν. Οι ταλαιπωρημένοι Έλληνες αναζήτησαν την χαμένη ενότητα και ασφάλεια στις αρχέγονες, χαρούμενες και εκστατικές λατρείες, εισάγοντας νέες θεότητες από την Ανατολή.
Αυτό συνέβη και με τη λατρεία του Διονύσου, που αν και πανάρχαιος, επανεμφανίζεται, ταυτισμένος με τον Σαβάζιο, ως θεότητα της Λυδίας. Στην ελληνική παράδοση είναι γιος του Δία και της εγγονής του βασιλιά Κάδμου, του γενάρχη των Θηβαίων.
Πουθενά δεν ήταν εντονότερο το αίσθημα της συλλογικότητας της πόλης όσο στο θέατρο, μία καθαρά διονυσιακή έμπνευση. Η ταύτιση με τον ήρωα που αγωνίζεται προϋποθέτει την εκμηδένιση της ατομικότητας μέσα στο σύνολο. Ή όπως γράφει ο Νίτσε στη «Γέννηση της τραγωδίας»: «Ο ήρωας (της τραγωδίας) είναι ο Διόνυσος των Μυστηρίων που υποφέρει, ο θεός που νιώθει μέσα του τις οδύνες της εξατομίκευσης».
Και ο Διόνυσος ανεβαίνει για πρώτη φορά στη σκηνή του θεάτρου στις Βάκχες του Ευριπίδη. Ως τότε, οι θεοί εμφανίζονται μόνο «από μηχανής», επάνω στο θεολογείο. Τώρα όμως, το 405 π.Χ, που διδάσκεται αυτό το δράμα, είναι η ώρα να διερευνηθούν αυτές οι οδύνες, του ανθρώπου που μαθαίνει να ζει μακριά από την ασφάλεια του συνόλου, αντιμετωπίζοντας τον εαυτό του ως μονάδα.
Η Υπόθεση
Ο Πενθέας, ο νεαρός βασιλιάς της Θήβας (εγγονός και αυτός του Κάδμου), είναι πραγματιστής, αντιπροσωπευτικό δείγμα του σκληροπυρηνικού ορθολογιστή του 5ου αιώνα, που καμαρώνει για την αδούλωτη στις δεισιδαιμονίες σκέψη του. Φυσικά, δεν δέχεται καν την ύπαρξη ούτε του Διονύσου ούτε κανενός άλλου θεού.
Αλλά ο Διόνυσος, έχει έρθει από την Ανατολή για να εδραιώσει στον τόπο αυτό την λατρεία του, η οποία έχει παραγκωνιστεί εξαιτίας των νέων ηθών. Στην αρχή είναι μεταμφιεσμένος, ώστε να μην καταλάβει κανείς πως είναι ο θεός.
Ο Πενθέας συνέλαβε όσες γυναίκες, πιστές του Διονύσου βρήκαν οι άνθρωποί του στο βουνό και χλευάζει τον παππού του και τον μάντη Τειρεσία που «βακχεύουν», μένοντας πιστοί στην αρχαία λατρεία. Ο Τειρεσίας προσπαθεί να τον συνετίσει: «δύο πρόσωπα είναι τα πιο σπουδαία στον κόσμο: το ένα είναι η θεά Δήμητρα –η γη, πες την εσύ με όποιο όνομα θέλεις – κι αυτή με τους ώριμους καρπούς τρέφει τους θνητούς· το άλλο αυτός ήρθε μετά· ο γιος της Σεμέλης βρήκε κι έφερε στους θνητούς το υγρό ποτό του σταφυλιού, που διώχνει τη λύπη απ’τους ταλαίπωρους ανθρώπους».
«Ο ίδιος αυτός ο θεός προσφέρεται ως σπονδή στον Δία για το καλό των ανθρώπων», συνεχίζει ο Τειρεσίας, αλλά ο Πενθέας είναι εξαγριωμένος! Ούτε στα λόγια του πατέρα του πείθεται , όταν τον παρακαλεί να είναι τουλάχιστον συγκαταβατικός κι ας μην πιστεύει ο ίδιος. Ο νεαρός βασιλιάς είναι αποφασισμένος να καταστρέψει ό,τι και όποιον σχετίζεται με τούτον τον θεό που παρασύρει τις γυναίκες στην ερωτική ακολασία και ανατρέπει την τάξη.
Συλλαμβάνει τον παράξενο ξένο (που δεν ξέρει ακόμα πως είναι ο Διόνυσος), μέχρι να μαζέψει από τον Κιθαιρώνα όλες τις γυναίκες που επιδίδονται στη λατρεία του (τις Βάκχες), αλλά εκείνος σπάει τα δεσμά και βγαίνει από τη φυλακή. Και δεν έφτανε αυτό, αλλά φτάνει και η είδηση πως ανάμεσα στις Βάκχες που εντόπισαν στο βουνό ήταν και η Αγαύη, η μητέρα του Πενθέα. Αυτός όμως, ούτε τώρα αλλάζει γνώμη.
Ο Διόνυσος θα οδηγήσει τον Πενθέα στην παράνοια. Θα τον ντύσει με ρούχα γυναικεία και θα τον οδηγήσει στον Κιθαιρώνα. Εκεί υπό την επήρεια της ιερής μανίας, η Αγαύη με τις αδερφές της θα τον διαμελίσουν. Η κατάληξη είναι δραματική τόσο για τον Πενθέα όσο και για την οικογένειά του, που εξορίζεται από την Θήβα (εκτός από τον Κάδμο και τη σύζυγό του, που λαμβάνουν την υπόσχεση πως, μετά από πολλά βάσανα, θα κατοικήσουν στη χώρα των Μακάρων).
Και ο χορός κλείνει το έργο με τα εξής λόγια: «πολλά τα τελειώνουν απροσδόκητα οι θεοί. Όσα απ’τον νου μας πέρασαν, δεν έγιναν και για εκείνα που δεν ελπίζαμε βρήκε τρόπο ο θεός».
Πίσω από τον μύθο
Ο Διόνυσος προσφέρει απλόχερα την ελευθερία από τα δεσμά του πολιτισμού σε όλους, ακόμα και στους δούλους. Δεν έχει ούτε ιερείς ούτε μάντεις. Είναι ανατρεπτικός, αχαλίνωτος και ανάλγητος, όπως η φύση. Είναι αυτό που πρόκειται να αντιμετωπίσει ο άνθρωπος έξω από την ασφάλεια της πόλης. Σωστά είχε πει ο Αριστοτέλης πως αν κάποιος ζει εκτός της πόλης, δεν μπορεί να είναι άνθρωπος. Είναι είτε θηρίο είτε θεός.
Ο Πενθέας χειρίστηκε το ζήτημα επιπόλαια. Υπερεκτίμησε την δύναμη του ορθολογισμού και υποτίμησε τη δύναμη των άλογων δυνάμεων του ανθρώπινου πνεύματος, ακόμα και του δικού του. Γιατί ο Διόνυσος κατόρθωσε, χρησιμοποιώντας το υπερ-όπλο του ορθολογισμού, την πειθώ, να τον πείσει να υποκύψει στις δικές του άλογες ορμές. Και το διδάσκει αυτό ο «αρχιερέας» του ορθολογισμού, ο ποιητής του διαφωτισμού, ο Ευριπίδης!
Την ανάγκη να ξεκουράζεται το ανθρώπινο πνεύμα, εντρυφώντας στην Διονυσιακή εμπειρία, υποδήλωνε η λατρεία από κοινού στους Δελφούς του γλεντζέ Διονύσου και του ορθολογιστή Απόλλωνα. Ο άνθρωπος ως μονάδα, μέσα από τη φαντασία γνωρίζει τα μυστικά της ψυχής του, χαλαρώνει, ενδυναμώνεται και ύστερα είναι έτοιμος να δημιουργήσει και να μεγαλουργήσει για τη δική του πρόοδο, αλλά και της κοινότητας. Λατρεύει τον Διόνυσο για να προσεγγίσει και να κατανοήσει τον Απόλλωνα.
Αλλά πρέπει να το κάνει προσεκτικά, όπως επισημαίνει ο Νίτσε: «Από το διονυσιακό θεμέλιο δεν πρέπει να εισχωρήσει στη συνείδηση του ανθρώπου τίποτα παραπάνω απ΄ό,τι μπορεί να ξεπεράσει πάλι από την απολλώνια δύναμη της μεταμόρφωσης».
Μία σκέψη ακόμα...
Σε περιόδους έντονης ανησυχίας και δυστυχίας, οι άνθρωποι βιώνουν καταστάσεις τις οποίες δεν μπορούν να τιθασεύσουν με τη δύναμη της λογικής. Θυμώνουν, αρνούνται να σκεφτούν, να εξετάσουν. Εύκολα στρέφονται προς το παλιό, το γνωστό, το ασφαλές, οτιδήποτε τους κάνει να νιώθουν σημαντικοί και χαρούμενοι.
Ίσως, αυτό που θέλει να πει ο Ευριπίδης στους Αθηναίους είναι πως ο συνετός ηγέτης καλά θα κάνει να μην χλευάζει αυτή την επιλογή. Πως πουθενά δεν οδηγεί η επίδειξη ορθολογισμού, πως δεν μπορεί να νικήσει αυτό που δεν κατανοεί, πως δεν είναι σοφό να το υποτιμά. Τέτοιες ώρες, ο ικανός ηγέτης εντοπίζει το σημείο ισορροπίας ανάμεσα στην άλογη παρόρμηση και την ορθολογική σκέψη, τη μέση οδό που θα κατευνάσει τα πνεύματα, θα δώσει μιάν ανάσα και θα ανοίξει δρόμο για το μέλλον, με βήμα αργό και σταθερό. Ικανότητα που διέθεταν οι ηγέτες που οδήγησαν την Αθήνα στη μεγάλη της δόξα κατά τους Περσικούς πολέμους.
Αν δεν το κάνει, κι εκείνος θα καταστραφεί από το χέρι εκείνων που τον «γέννησαν», και οι γύρω του θα υποφέρουν εξαιτίας της δικής του αφροσύνης. Γιατί ο Διόνυσος, που είναι – όχι τυχαία – εξάδελφος του Πενθέα, θυμώνει πολύ όταν τον αγνοούν, οδηγεί τους πάντες στα άκρα και κερδίζει πάντα.
Το σοφόν δεν είναι σοφία
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Ἥκω Διὸς παῖς τήνδε Θηβαίαν χθόνα
Διόνυσος, ὃν τίκτει ποθ᾽ ἡ Κάδμου κόρη
Σεμέλη λοχευθεῖσ᾽ ἀστραπηφόρωι πυρί·
μορφὴν δ᾽ ἀμείψας ἐκ θεοῦ βροτησίαν
5 πάρειμι Δίρκης νάμαθ᾽ Ἱσμηνοῦ θ᾽ ὕδωρ.
ὁρῶ δὲ μητρὸς μνῆμα τῆς κεραυνίας
τόδ᾽ ἐγγὺς οἴκων καὶ δόμων ἐρείπια
τυφόμενα Δίου πυρὸς ἔτι ζῶσαν φλόγα,
ἀθάνατον Ἥρας μητέρ᾽ εἰς ἐμὴν ὕβριν.
10 αἰνῶ δὲ Κάδμον, ἄβατον ὃς πέδον τόδε
τίθησι, θυγατρὸς σηκόν· ἀμπέλου δέ νιν
πέριξ ἐγὼ ᾽κάλυψα βοτρυώδει χλόηι.
λιπὼν δὲ Λυδῶν τοὺς πολυχρύσους γύας
Φρυγῶν τε, Περσῶν ἡλιοβλήτους πλάκας
15 Βάκτριά τε τείχη τήν τε δύσχιμον χθόνα
Μήδων ἐπελθὼν Ἀραβίαν τ᾽ εὐδαίμονα
Ἀσίαν τε πᾶσαν ἣ παρ᾽ ἁλμυρὰν ἅλα
κεῖται μιγάσιν Ἕλλησι βαρβάροις θ᾽ ὁμοῦ
πλήρεις ἔχουσα καλλιπυργώτους πόλεις,
20 ἐς τήνδε πρώτην ἦλθον Ἑλλήνων πόλιν,
τἀκεῖ χορεύσας καὶ καταστήσας ἐμὰς
τελετάς, ἵν᾽ εἴην ἐμφανὴς δαίμων βροτοῖς.
πρώτας δὲ Θήβας τάσδε γῆς Ἑλληνίδος
ἀνωλόλυξα, νεβρίδ᾽ ἐξάψας χροὸς
25 θύρσον τε δοὺς ἐς χεῖρα, κίσσινον βέλος·
ἐπεί μ᾽ ἀδελφαὶ μητρός, ἃς ἥκιστ᾽ ἐχρῆν,
Διόνυσον οὐκ ἔφασκον ἐκφῦναι Διός,
Σεμέλην δὲ νυμφευθεῖσαν ἐκ θνητοῦ τινος
ἐς Ζῆν᾽ ἀναφέρειν τὴν ἁμαρτίαν λέχους,
30 Κάδμου σοφίσμαθ᾽, ὧν νιν οὕνεκα κτανεῖν
Ζῆν᾽ ἐξεκαυχῶνθ᾽, ὅτι γάμους ἐψεύσατο.
τοιγάρ νιν αὐτὰς ἐκ δόμων ὤιστρησ᾽ ἐγὼ
μανίαις, ὄρος δ᾽ οἰκοῦσι παράκοποι φρενῶν,
σκευήν τ᾽ ἔχειν ἠνάγκασ᾽ ὀργίων ἐμῶν.
35 καὶ πᾶν τὸ θῆλυ σπέρμα Καδμείων, ὅσαι
γυναῖκες ἦσαν, ἐξέμηνα δωμάτων·
ὁμοῦ δὲ Κάδμου παισὶν ἀναμεμειγμέναι
χλωραῖς ὑπ᾽ ἐλάταις ἀνορόφους ἧνται πέτρας.
δεῖ γὰρ πόλιν τήνδ᾽ ἐκμαθεῖν, κεἰ μὴ θέλει,
40 ἀτέλεστον οὖσαν τῶν ἐμῶν βακχευμάτων,
Σεμέλης τε μητρὸς ἀπολογήσασθαί μ᾽ ὕπερ
φανέντα θνητοῖς δαίμον᾽ ὃν τίκτει Διί.
Κάδμος μὲν οὖν γέρας τε καὶ τυραννίδα
Πενθεῖ δίδωσι θυγατρὸς ἐκπεφυκότι,
45 ὃς θεομαχεῖ τὰ κατ᾽ ἐμὲ καὶ σπονδῶν ἄπο
ὠθεῖ μ᾽ ἐν εὐχαῖς τ᾽ οὐδαμοῦ μνείαν ἔχει.
ὧν οὕνεκ᾽ αὐτῶι θεὸς γεγὼς ἐνδείξομαι
πᾶσίν τε Θηβαίοισιν. ἐς δ᾽ ἄλλην χθόνα,
τἀνθένδε θέμενος εὖ, μεταστήσω πόδα,
50 δεικνὺς ἐμαυτόν· ἢν δὲ Θηβαίων πόλις
ὀργῆι σὺν ὅπλοις ἐξ ὄρους βάκχας ἄγειν
ζητῆι, ξυνάψω μαινάσι στρατηλατῶν.
ὧν οὕνεκ᾽ εἶδος θνητὸν ἀλλάξας ἔχω
μορφήν τ᾽ ἐμὴν μετέβαλον εἰς ἀνδρὸς φύσιν.
55ἀλλ᾽, ὦ λιποῦσαι Τμῶλον, ἔρυμα Λυδίας,
θίασος ἐμός, γυναῖκες ἃς ἐκ βαρβάρων
ἐκόμισα παρέδρους καὶ ξυνεμπόρους ἐμοί,
αἴρεσθε τἀπιχώρι᾽ ἐν Φρυγῶν πόλει
τύπανα, Ῥέας τε μητρὸς ἐμά θ᾽ εὑρήματα,
60 βασίλειά τ᾽ ἀμφὶ δώματ᾽ ἐλθοῦσαι τάδε
κτυπεῖτε Πενθέως, ὡς ὁρᾶι Κάδμου πόλις.
ἐγὼ δὲ βάκχαις, ἐς Κιθαιρῶνος πτυχὰς
ἐλθὼν ἵν᾽ εἰσί, συμμετασχήσω χορῶν.
***
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Έφθασα εδώ
στη γη των Θηβαίων.
Είμαι ο Διόνυσος,
ο υιός του Διός.
Μ᾽ έφερε στον κόσμο η κόρη του Κάδμου η Σεμέλη,
τότε που την ξεγέννησε το λαμπερό πυρ της αστραπής.
Τη θεϊκή μορφή μου με μορφή θνητού την άλλαξα
5 και στέκω εδώ στα νάματα της Δίρκης και το νερό του Ισμηνού.
Βλέπω μπροστά μου, πλάι στο παλάτι, το μνήμα της μητρός μου,
που την επήρε ο κεραυνός.
Τα ερείπια του οίκου της καπνίζουν.
Η φλόγα του ιερού πυρός ζει ακόμη
—αθάνατη ύβρις της Ήρας προς τη μητέρα μου.
10 Επαινώ τον Κάδμο
που εκήρυξε άβατο αυτό το χώρο,
ιερό περίβολο της θυγατρός του.
Εγώ τον σκέπασα με χλωρό κλήμα πολυστάφυλο.
Άφησα τους πολύχρυσους κάμπους της Λυδίας και της Φρυγίας,
πέρασα τα ηλιοδαρμένα υψίπεδα των Περσών
και τα Βάκτρια τείχη
15 και την άγρια χώρα των Μήδων
και την ευλογημένη Αραβία
και τη Μικρά Ασία ολόκληρη,
που απλώνεται πλάι στο αλμυρό κύμα
με τους ωραίους πύργους της να στεφανώνουν πόλεις πολυάνθρωπες,
όπου Έλληνες και βάρβαροι ζουν αξεχώριστοι,
20 και ήρθα σ᾽ αυτή την πόλη των Ελλήνων,
αφού πρώτα εκεί τους έριξα στους χορούς και καθιέρωσα τις τελετές μου,
για να είμαι θεός φανερωμένος στους θνητούς.
Σε γη ελληνική, πρώτη την πόλη της Θήβας
την έντυσα με το δέρμα του ελαφιού,
25 της έβαλα στο χέρι τον θύρσο, το κισσοστόλιστο βέλος,
και την ανάγκασα να υψώσει τον ιερό αλαλαγμό,
επειδή οι αδελφές της μητρός μου,
οι τελευταίες που θα ᾽πρεπε,
δεν αναγνώριζαν ότι ο Διόνυσος είναι γιος του Διός·
η Σεμέλη, έλεγαν, κοιμήθηκε με κάποιο θνητό
και ύστερα φόρτωσε στον Δία το αμαρτωλό κρεβάτι της
30 —τεχνάσματα του Κάδμου.
Και διατυμπάνιζαν ότι αυτός ήταν ο λόγος που την σκότωσε ο Ζευς,
το ψέμα ότι πλάγιασε μαζί της.
Εγώ λοιπόν αυτές τις ίδιες τις κέντρισα με τη μανία.
Άφησαν τα σπίτια τους και αλλοπαρμένες κατοικούν στα όρη.
Τις ανάγκασα να φορέσουν τη στολή των οργίων μου.
35 Και όλο το γυναικείο γένος των Καδμείων,
όσες γυναίκες υπήρχαν,
από τα σπίτια τους τις σήκωσα με τη μανία.
Μαζί με τις κόρες του Κάδμου, όλες τους ένα,
κάθονται κάτω από χλωρά έλατα πάνω σε γυμνούς βράχους.
Η πόλη αυτή πρέπει κάποτε να μάθει, ακόμη και αν δεν θέλει,
40 τί θα πει να μένει αμύητη στις τελετές μου·
και πρέπει να υπερασπιστώ τη μητέρα μου τη Σεμέλη,
να φανερώσω στους θνητούς ότι είμαι θεός
που με γέννησε με τον Δία.
Ο Κάδμος, τώρα, παρέδωσε τιμή και βασιλεία στον γιο της θυγατρός του τον Πενθέα.
45 Εκείνος με πολεμά και γίνεται θεομάχος.
Από τις σπονδές με αποκλείει
και στις προσευχές του ποτέ δεν με θυμάται.
Σ᾽ αυτόν λοιπόν και σ᾽ όλους τους Θηβαίους
θα δείξω ότι είμαι θεός.
Και όταν εδώ βάλω τα πράγματα σε τάξη,
θα κατευθύνω σε άλλη γη τα βήματά μου,
φανερώνοντας ποιός είμαι.
50 Αν η πόλη των Θηβαίων ζητήσει οργισμένη
να διώξει από τα όρη τις βάκχες με τα όπλα,
θα οδηγήσω τον στρατό των μαινάδων και θα δώσω μάχη.
Γι᾽ αυτό έχω πάρει όψη θνητού και μεταμορφώθηκα σε άνδρα.
55 Θίασέ μου,
γυναίκες που αφήσατε τον Τμώλο, την ασπίδα της Λυδίας,
που σας φέρνω από χώρες βαρβάρων,
αχώριστες συντρόφισσές μου όπου σταθώ και όπου βρεθώ,
υψώστε τα φρυγικά τύμπανα,
εύρημα της μητέρας Ρέας και δικό μου,
60 ελάτε γύρω από τα βασιλικά δώματα του Πενθέα
και χτυπάτε, για να βλέπει η πόλη του Κάδμου.
Εγώ θα πάω στα φαράγγια του Κιθαιρώνα,
όπου βρίσκονται οι βάκχες,
και μαζί τους θα μοιραστώ τους χορούς.
Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος σηματοδότησε την αρχή του τέλους για τον θεσμό της αρχαιοελληνικής πόλης. Σε αντίθεση με τους Περσικούς πολέμους, που όλοι μαζί αντιμετώπισαν με αξιοθαύμαστη γενναιότητα τον εξωτερικό εχθρό, τώρα στρέφονται η μία πόλη εναντίον της άλλης, διαλύοντας ό,τι είχε επιτύχει η ενότητα.
Η περιγραφή του Θουκυδίδη είναι αποκαλυπτική, όταν περιγράφει τη συμπεριφορά των Αθηναίων, από τον πρώτο κιόλας χρόνο του πολέμου, μετά το πρώτο κύμα του λοιμού: «οι περισσότεροι, βλέποντας πόσο εφήμερος είναι ο πλούτος και αβέβαιος ο βίος, έσπευδαν να ξοδέψουν τα χρήματά τους και να τα χαρούν. Κανείς δεν ήταν πρόθυμος να υποβληθεί σε οποιονδήποτε κόπο για κάτι που άλλοτε θα φάνταζε χρήσιμο, επειδή σκεφτόταν πως μπορούσε να πεθάνει πριν ολοκληρώσει αυτό για το οποίο θα κοπίαζε. Κατάντησε να θεωρείται καλό και ωφέλιμο, το άμεσο κέρδος και η ευχαρίστηση της στιγμής. Δεν τους συγκρατούσαν ούτε ο φόβος των θεών ούτε οι ανθρώπινοι νόμοι».
Μέσα στον εμφύλιο σπαραγμό, η πολιτική τάξη διασαλεύτηκε, καθώς οι πολιτικοί ηγέτες δεν ενδιαφέρονταν πλέον για το κοινό καλό. Δημοφιλείς γίνονταν όσοι ούρλιαζαν έξαλλα και ο κομματικός φανατισμός έγινε αξία ισχυρότερη από τους οικογενειακούς δεσμούς. «Οι αρχηγοί των κομμάτων πρόβαλλαν ωραία συνθήματα», γράφει ο Θουκυδίδης: Ισότητα των πολιτών ευαγγελιζόταν οι δημοκρατικοί, σωφροσύνη των αριστοκρατών έταζαν οι ολιγαρχικοί. Η κτηνώδης, όμως, συμπεριφορά της μίας παράταξης προς την άλλη, φανέρωνε πως ήταν μόνο συνθήματα. Κι έτσι, «το ήθος, που είναι το κύριο γνώρισμα της ευγενικής ψυχής, κατάντησε να είναι καταγέλαστο κι εξαφανίστηκε» (Ιστορία, ΙΙ και ΙΙΙ).
Δεν είναι παράξενο που η δεύτερη δημοκρατία, μετά το τέλος του πολέμου, ήταν προβληματική και ανίκανη να θεραπεύσει τις πληγές. Η μεγάλη στροφή από το «εμείς» στο «εγώ» είχε επιτευχθεί και εξελισσόταν γοργά, καθώς οι αξίες της πόλης, στην οποία τα πάντα μεταβάλλονται συνεχώς προκαλώντας ανασφάλεια και φόβο, εγκαταλείπονται.
Η αλλαγή αυτή αποτυπώθηκε έντονα και στη θρησκευτικότητα. Σιγά–σιγά οι μυστηριακές, φυσικές λατρείες που κάτω από την επίδραση του ορθολογισμού είχαν ενσωματωθεί στις αστικές τελετές, άρχισαν να αναβιώνουν. Οι ταλαιπωρημένοι Έλληνες αναζήτησαν την χαμένη ενότητα και ασφάλεια στις αρχέγονες, χαρούμενες και εκστατικές λατρείες, εισάγοντας νέες θεότητες από την Ανατολή.
Αυτό συνέβη και με τη λατρεία του Διονύσου, που αν και πανάρχαιος, επανεμφανίζεται, ταυτισμένος με τον Σαβάζιο, ως θεότητα της Λυδίας. Στην ελληνική παράδοση είναι γιος του Δία και της εγγονής του βασιλιά Κάδμου, του γενάρχη των Θηβαίων.
Πουθενά δεν ήταν εντονότερο το αίσθημα της συλλογικότητας της πόλης όσο στο θέατρο, μία καθαρά διονυσιακή έμπνευση. Η ταύτιση με τον ήρωα που αγωνίζεται προϋποθέτει την εκμηδένιση της ατομικότητας μέσα στο σύνολο. Ή όπως γράφει ο Νίτσε στη «Γέννηση της τραγωδίας»: «Ο ήρωας (της τραγωδίας) είναι ο Διόνυσος των Μυστηρίων που υποφέρει, ο θεός που νιώθει μέσα του τις οδύνες της εξατομίκευσης».
Και ο Διόνυσος ανεβαίνει για πρώτη φορά στη σκηνή του θεάτρου στις Βάκχες του Ευριπίδη. Ως τότε, οι θεοί εμφανίζονται μόνο «από μηχανής», επάνω στο θεολογείο. Τώρα όμως, το 405 π.Χ, που διδάσκεται αυτό το δράμα, είναι η ώρα να διερευνηθούν αυτές οι οδύνες, του ανθρώπου που μαθαίνει να ζει μακριά από την ασφάλεια του συνόλου, αντιμετωπίζοντας τον εαυτό του ως μονάδα.
Η Υπόθεση
Ο Πενθέας, ο νεαρός βασιλιάς της Θήβας (εγγονός και αυτός του Κάδμου), είναι πραγματιστής, αντιπροσωπευτικό δείγμα του σκληροπυρηνικού ορθολογιστή του 5ου αιώνα, που καμαρώνει για την αδούλωτη στις δεισιδαιμονίες σκέψη του. Φυσικά, δεν δέχεται καν την ύπαρξη ούτε του Διονύσου ούτε κανενός άλλου θεού.
Αλλά ο Διόνυσος, έχει έρθει από την Ανατολή για να εδραιώσει στον τόπο αυτό την λατρεία του, η οποία έχει παραγκωνιστεί εξαιτίας των νέων ηθών. Στην αρχή είναι μεταμφιεσμένος, ώστε να μην καταλάβει κανείς πως είναι ο θεός.
Ο Πενθέας συνέλαβε όσες γυναίκες, πιστές του Διονύσου βρήκαν οι άνθρωποί του στο βουνό και χλευάζει τον παππού του και τον μάντη Τειρεσία που «βακχεύουν», μένοντας πιστοί στην αρχαία λατρεία. Ο Τειρεσίας προσπαθεί να τον συνετίσει: «δύο πρόσωπα είναι τα πιο σπουδαία στον κόσμο: το ένα είναι η θεά Δήμητρα –η γη, πες την εσύ με όποιο όνομα θέλεις – κι αυτή με τους ώριμους καρπούς τρέφει τους θνητούς· το άλλο αυτός ήρθε μετά· ο γιος της Σεμέλης βρήκε κι έφερε στους θνητούς το υγρό ποτό του σταφυλιού, που διώχνει τη λύπη απ’τους ταλαίπωρους ανθρώπους».
«Ο ίδιος αυτός ο θεός προσφέρεται ως σπονδή στον Δία για το καλό των ανθρώπων», συνεχίζει ο Τειρεσίας, αλλά ο Πενθέας είναι εξαγριωμένος! Ούτε στα λόγια του πατέρα του πείθεται , όταν τον παρακαλεί να είναι τουλάχιστον συγκαταβατικός κι ας μην πιστεύει ο ίδιος. Ο νεαρός βασιλιάς είναι αποφασισμένος να καταστρέψει ό,τι και όποιον σχετίζεται με τούτον τον θεό που παρασύρει τις γυναίκες στην ερωτική ακολασία και ανατρέπει την τάξη.
Συλλαμβάνει τον παράξενο ξένο (που δεν ξέρει ακόμα πως είναι ο Διόνυσος), μέχρι να μαζέψει από τον Κιθαιρώνα όλες τις γυναίκες που επιδίδονται στη λατρεία του (τις Βάκχες), αλλά εκείνος σπάει τα δεσμά και βγαίνει από τη φυλακή. Και δεν έφτανε αυτό, αλλά φτάνει και η είδηση πως ανάμεσα στις Βάκχες που εντόπισαν στο βουνό ήταν και η Αγαύη, η μητέρα του Πενθέα. Αυτός όμως, ούτε τώρα αλλάζει γνώμη.
Ο Διόνυσος θα οδηγήσει τον Πενθέα στην παράνοια. Θα τον ντύσει με ρούχα γυναικεία και θα τον οδηγήσει στον Κιθαιρώνα. Εκεί υπό την επήρεια της ιερής μανίας, η Αγαύη με τις αδερφές της θα τον διαμελίσουν. Η κατάληξη είναι δραματική τόσο για τον Πενθέα όσο και για την οικογένειά του, που εξορίζεται από την Θήβα (εκτός από τον Κάδμο και τη σύζυγό του, που λαμβάνουν την υπόσχεση πως, μετά από πολλά βάσανα, θα κατοικήσουν στη χώρα των Μακάρων).
Και ο χορός κλείνει το έργο με τα εξής λόγια: «πολλά τα τελειώνουν απροσδόκητα οι θεοί. Όσα απ’τον νου μας πέρασαν, δεν έγιναν και για εκείνα που δεν ελπίζαμε βρήκε τρόπο ο θεός».
Πίσω από τον μύθο
Ο Διόνυσος προσφέρει απλόχερα την ελευθερία από τα δεσμά του πολιτισμού σε όλους, ακόμα και στους δούλους. Δεν έχει ούτε ιερείς ούτε μάντεις. Είναι ανατρεπτικός, αχαλίνωτος και ανάλγητος, όπως η φύση. Είναι αυτό που πρόκειται να αντιμετωπίσει ο άνθρωπος έξω από την ασφάλεια της πόλης. Σωστά είχε πει ο Αριστοτέλης πως αν κάποιος ζει εκτός της πόλης, δεν μπορεί να είναι άνθρωπος. Είναι είτε θηρίο είτε θεός.
Ο Πενθέας χειρίστηκε το ζήτημα επιπόλαια. Υπερεκτίμησε την δύναμη του ορθολογισμού και υποτίμησε τη δύναμη των άλογων δυνάμεων του ανθρώπινου πνεύματος, ακόμα και του δικού του. Γιατί ο Διόνυσος κατόρθωσε, χρησιμοποιώντας το υπερ-όπλο του ορθολογισμού, την πειθώ, να τον πείσει να υποκύψει στις δικές του άλογες ορμές. Και το διδάσκει αυτό ο «αρχιερέας» του ορθολογισμού, ο ποιητής του διαφωτισμού, ο Ευριπίδης!
Την ανάγκη να ξεκουράζεται το ανθρώπινο πνεύμα, εντρυφώντας στην Διονυσιακή εμπειρία, υποδήλωνε η λατρεία από κοινού στους Δελφούς του γλεντζέ Διονύσου και του ορθολογιστή Απόλλωνα. Ο άνθρωπος ως μονάδα, μέσα από τη φαντασία γνωρίζει τα μυστικά της ψυχής του, χαλαρώνει, ενδυναμώνεται και ύστερα είναι έτοιμος να δημιουργήσει και να μεγαλουργήσει για τη δική του πρόοδο, αλλά και της κοινότητας. Λατρεύει τον Διόνυσο για να προσεγγίσει και να κατανοήσει τον Απόλλωνα.
Αλλά πρέπει να το κάνει προσεκτικά, όπως επισημαίνει ο Νίτσε: «Από το διονυσιακό θεμέλιο δεν πρέπει να εισχωρήσει στη συνείδηση του ανθρώπου τίποτα παραπάνω απ΄ό,τι μπορεί να ξεπεράσει πάλι από την απολλώνια δύναμη της μεταμόρφωσης».
Μία σκέψη ακόμα...
Σε περιόδους έντονης ανησυχίας και δυστυχίας, οι άνθρωποι βιώνουν καταστάσεις τις οποίες δεν μπορούν να τιθασεύσουν με τη δύναμη της λογικής. Θυμώνουν, αρνούνται να σκεφτούν, να εξετάσουν. Εύκολα στρέφονται προς το παλιό, το γνωστό, το ασφαλές, οτιδήποτε τους κάνει να νιώθουν σημαντικοί και χαρούμενοι.
Ίσως, αυτό που θέλει να πει ο Ευριπίδης στους Αθηναίους είναι πως ο συνετός ηγέτης καλά θα κάνει να μην χλευάζει αυτή την επιλογή. Πως πουθενά δεν οδηγεί η επίδειξη ορθολογισμού, πως δεν μπορεί να νικήσει αυτό που δεν κατανοεί, πως δεν είναι σοφό να το υποτιμά. Τέτοιες ώρες, ο ικανός ηγέτης εντοπίζει το σημείο ισορροπίας ανάμεσα στην άλογη παρόρμηση και την ορθολογική σκέψη, τη μέση οδό που θα κατευνάσει τα πνεύματα, θα δώσει μιάν ανάσα και θα ανοίξει δρόμο για το μέλλον, με βήμα αργό και σταθερό. Ικανότητα που διέθεταν οι ηγέτες που οδήγησαν την Αθήνα στη μεγάλη της δόξα κατά τους Περσικούς πολέμους.
Αν δεν το κάνει, κι εκείνος θα καταστραφεί από το χέρι εκείνων που τον «γέννησαν», και οι γύρω του θα υποφέρουν εξαιτίας της δικής του αφροσύνης. Γιατί ο Διόνυσος, που είναι – όχι τυχαία – εξάδελφος του Πενθέα, θυμώνει πολύ όταν τον αγνοούν, οδηγεί τους πάντες στα άκρα και κερδίζει πάντα.
Το σοφόν δεν είναι σοφία
Ο Διόνυσος, ο γιος του Διός και της Σεμέλης, μιας από τις τέσσερις κόρες του ιδρυτή της Θήβας Κάδμου, ξεκινώντας από τη Λυδία, φθάνει μεταμορφωμένος σε θνητό ακόλουθό του στη Θήβα, αφού προηγουμένως οι πάντες στο πέρασμά του έχουν αναγνωρίσει τη θεότητά του. Στη Θήβα, τη γενέθλια πόλη του, όπου βασιλεύει ο Πενθέας, ο γιος μιας άλλης κόρης του Κάδμου, της Αγαύης, του αρνούνται αυτή την αναγνώριση -οι μόνοι που ασπάζονται τη νέα θρησκεία, που εκφράζεται προεχόντως με τον χορό, είναι οι γέροντες Κάδμος και Τειρεσίας, οι οποίοι μάταια προσπαθούν να πείσουν τον Πενθέα. Ο Διόνυσος εκδικείται: όλες οι γυναίκες της Θήβας, μαζί με τις τρεις κόρες του Κάδμου, καταλαμβάνονται από μανία, εγκαταλείπουν τα σπίτια τους και τρέχουν πάνω στον Κιθαιρώνα τιμώντας τον Διόνυσο. Ο Πενθέας αντιδρά: όσες συλλαμβάνονται φυλακίζονται. Το ίδιο συμβαίνει και με τον Διόνυσο: συλλαμβάνεται, χλευάζεται, φυλακίζεται. Και ο Διόνυσος και οι μαινάδες απελευθερώνονται με τρόπο που υπερβαίνει τα ανθρώπινα μέτρα, αλλά ο Πενθέας δεν διδάσκεται τίποτα από τα θαύματα που πληθαίνουν. Μόνο όταν ο Διόνυσος του προτείνει να τον οδηγήσει κρυφά στον Κιθαιρώνα, για να δει με τα ίδια του τα μάτια τις μαινάδες, δέχεται πρόθυμα. Μεταμφιεσμένος σε μαινάδα οδηγείται στον Κιθαιρώνα, όπου όμως εντοπίζεται από τις μαινάδες και σπαράζεται απ᾽ αυτές με κορυφαία την ίδια του τη μητέρα. Η Αγαύη καρφώνει το κεφάλι του γιου της πάνω στον θύρσο, νομίζοντας ότι είναι κεφάλι λιονταριού, και επιστρέφει θριαμβικά στη Θήβα. Με τη βοήθεια του Κάδμου συνειδητοποιεί τη φρικτή αλήθεια και, μετά τον θρήνο, παίρνουν και οι δύο το δρόμο της εξορίας, όπως απαιτεί ο Διόνυσος, που εμφανίζεται στο τέλος με το πραγματικό του πρόσωπο ως θεός από μηχανής.
-------------------------------
Ἥκω Διὸς παῖς τήνδε Θηβαίαν χθόνα
Διόνυσος, ὃν τίκτει ποθ᾽ ἡ Κάδμου κόρη
Σεμέλη λοχευθεῖσ᾽ ἀστραπηφόρωι πυρί·
μορφὴν δ᾽ ἀμείψας ἐκ θεοῦ βροτησίαν
5 πάρειμι Δίρκης νάμαθ᾽ Ἱσμηνοῦ θ᾽ ὕδωρ.
ὁρῶ δὲ μητρὸς μνῆμα τῆς κεραυνίας
τόδ᾽ ἐγγὺς οἴκων καὶ δόμων ἐρείπια
τυφόμενα Δίου πυρὸς ἔτι ζῶσαν φλόγα,
ἀθάνατον Ἥρας μητέρ᾽ εἰς ἐμὴν ὕβριν.
10 αἰνῶ δὲ Κάδμον, ἄβατον ὃς πέδον τόδε
τίθησι, θυγατρὸς σηκόν· ἀμπέλου δέ νιν
πέριξ ἐγὼ ᾽κάλυψα βοτρυώδει χλόηι.
λιπὼν δὲ Λυδῶν τοὺς πολυχρύσους γύας
Φρυγῶν τε, Περσῶν ἡλιοβλήτους πλάκας
15 Βάκτριά τε τείχη τήν τε δύσχιμον χθόνα
Μήδων ἐπελθὼν Ἀραβίαν τ᾽ εὐδαίμονα
Ἀσίαν τε πᾶσαν ἣ παρ᾽ ἁλμυρὰν ἅλα
κεῖται μιγάσιν Ἕλλησι βαρβάροις θ᾽ ὁμοῦ
πλήρεις ἔχουσα καλλιπυργώτους πόλεις,
20 ἐς τήνδε πρώτην ἦλθον Ἑλλήνων πόλιν,
τἀκεῖ χορεύσας καὶ καταστήσας ἐμὰς
τελετάς, ἵν᾽ εἴην ἐμφανὴς δαίμων βροτοῖς.
πρώτας δὲ Θήβας τάσδε γῆς Ἑλληνίδος
ἀνωλόλυξα, νεβρίδ᾽ ἐξάψας χροὸς
25 θύρσον τε δοὺς ἐς χεῖρα, κίσσινον βέλος·
ἐπεί μ᾽ ἀδελφαὶ μητρός, ἃς ἥκιστ᾽ ἐχρῆν,
Διόνυσον οὐκ ἔφασκον ἐκφῦναι Διός,
Σεμέλην δὲ νυμφευθεῖσαν ἐκ θνητοῦ τινος
ἐς Ζῆν᾽ ἀναφέρειν τὴν ἁμαρτίαν λέχους,
30 Κάδμου σοφίσμαθ᾽, ὧν νιν οὕνεκα κτανεῖν
Ζῆν᾽ ἐξεκαυχῶνθ᾽, ὅτι γάμους ἐψεύσατο.
τοιγάρ νιν αὐτὰς ἐκ δόμων ὤιστρησ᾽ ἐγὼ
μανίαις, ὄρος δ᾽ οἰκοῦσι παράκοποι φρενῶν,
σκευήν τ᾽ ἔχειν ἠνάγκασ᾽ ὀργίων ἐμῶν.
35 καὶ πᾶν τὸ θῆλυ σπέρμα Καδμείων, ὅσαι
γυναῖκες ἦσαν, ἐξέμηνα δωμάτων·
ὁμοῦ δὲ Κάδμου παισὶν ἀναμεμειγμέναι
χλωραῖς ὑπ᾽ ἐλάταις ἀνορόφους ἧνται πέτρας.
δεῖ γὰρ πόλιν τήνδ᾽ ἐκμαθεῖν, κεἰ μὴ θέλει,
40 ἀτέλεστον οὖσαν τῶν ἐμῶν βακχευμάτων,
Σεμέλης τε μητρὸς ἀπολογήσασθαί μ᾽ ὕπερ
φανέντα θνητοῖς δαίμον᾽ ὃν τίκτει Διί.
Κάδμος μὲν οὖν γέρας τε καὶ τυραννίδα
Πενθεῖ δίδωσι θυγατρὸς ἐκπεφυκότι,
45 ὃς θεομαχεῖ τὰ κατ᾽ ἐμὲ καὶ σπονδῶν ἄπο
ὠθεῖ μ᾽ ἐν εὐχαῖς τ᾽ οὐδαμοῦ μνείαν ἔχει.
ὧν οὕνεκ᾽ αὐτῶι θεὸς γεγὼς ἐνδείξομαι
πᾶσίν τε Θηβαίοισιν. ἐς δ᾽ ἄλλην χθόνα,
τἀνθένδε θέμενος εὖ, μεταστήσω πόδα,
50 δεικνὺς ἐμαυτόν· ἢν δὲ Θηβαίων πόλις
ὀργῆι σὺν ὅπλοις ἐξ ὄρους βάκχας ἄγειν
ζητῆι, ξυνάψω μαινάσι στρατηλατῶν.
ὧν οὕνεκ᾽ εἶδος θνητὸν ἀλλάξας ἔχω
μορφήν τ᾽ ἐμὴν μετέβαλον εἰς ἀνδρὸς φύσιν.
55ἀλλ᾽, ὦ λιποῦσαι Τμῶλον, ἔρυμα Λυδίας,
θίασος ἐμός, γυναῖκες ἃς ἐκ βαρβάρων
ἐκόμισα παρέδρους καὶ ξυνεμπόρους ἐμοί,
αἴρεσθε τἀπιχώρι᾽ ἐν Φρυγῶν πόλει
τύπανα, Ῥέας τε μητρὸς ἐμά θ᾽ εὑρήματα,
60 βασίλειά τ᾽ ἀμφὶ δώματ᾽ ἐλθοῦσαι τάδε
κτυπεῖτε Πενθέως, ὡς ὁρᾶι Κάδμου πόλις.
ἐγὼ δὲ βάκχαις, ἐς Κιθαιρῶνος πτυχὰς
ἐλθὼν ἵν᾽ εἰσί, συμμετασχήσω χορῶν.
***
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Έφθασα εδώ
στη γη των Θηβαίων.
Είμαι ο Διόνυσος,
ο υιός του Διός.
Μ᾽ έφερε στον κόσμο η κόρη του Κάδμου η Σεμέλη,
τότε που την ξεγέννησε το λαμπερό πυρ της αστραπής.
Τη θεϊκή μορφή μου με μορφή θνητού την άλλαξα
5 και στέκω εδώ στα νάματα της Δίρκης και το νερό του Ισμηνού.
Βλέπω μπροστά μου, πλάι στο παλάτι, το μνήμα της μητρός μου,
που την επήρε ο κεραυνός.
Τα ερείπια του οίκου της καπνίζουν.
Η φλόγα του ιερού πυρός ζει ακόμη
—αθάνατη ύβρις της Ήρας προς τη μητέρα μου.
10 Επαινώ τον Κάδμο
που εκήρυξε άβατο αυτό το χώρο,
ιερό περίβολο της θυγατρός του.
Εγώ τον σκέπασα με χλωρό κλήμα πολυστάφυλο.
Άφησα τους πολύχρυσους κάμπους της Λυδίας και της Φρυγίας,
πέρασα τα ηλιοδαρμένα υψίπεδα των Περσών
και τα Βάκτρια τείχη
15 και την άγρια χώρα των Μήδων
και την ευλογημένη Αραβία
και τη Μικρά Ασία ολόκληρη,
που απλώνεται πλάι στο αλμυρό κύμα
με τους ωραίους πύργους της να στεφανώνουν πόλεις πολυάνθρωπες,
όπου Έλληνες και βάρβαροι ζουν αξεχώριστοι,
20 και ήρθα σ᾽ αυτή την πόλη των Ελλήνων,
αφού πρώτα εκεί τους έριξα στους χορούς και καθιέρωσα τις τελετές μου,
για να είμαι θεός φανερωμένος στους θνητούς.
Σε γη ελληνική, πρώτη την πόλη της Θήβας
την έντυσα με το δέρμα του ελαφιού,
25 της έβαλα στο χέρι τον θύρσο, το κισσοστόλιστο βέλος,
και την ανάγκασα να υψώσει τον ιερό αλαλαγμό,
επειδή οι αδελφές της μητρός μου,
οι τελευταίες που θα ᾽πρεπε,
δεν αναγνώριζαν ότι ο Διόνυσος είναι γιος του Διός·
η Σεμέλη, έλεγαν, κοιμήθηκε με κάποιο θνητό
και ύστερα φόρτωσε στον Δία το αμαρτωλό κρεβάτι της
30 —τεχνάσματα του Κάδμου.
Και διατυμπάνιζαν ότι αυτός ήταν ο λόγος που την σκότωσε ο Ζευς,
το ψέμα ότι πλάγιασε μαζί της.
Εγώ λοιπόν αυτές τις ίδιες τις κέντρισα με τη μανία.
Άφησαν τα σπίτια τους και αλλοπαρμένες κατοικούν στα όρη.
Τις ανάγκασα να φορέσουν τη στολή των οργίων μου.
35 Και όλο το γυναικείο γένος των Καδμείων,
όσες γυναίκες υπήρχαν,
από τα σπίτια τους τις σήκωσα με τη μανία.
Μαζί με τις κόρες του Κάδμου, όλες τους ένα,
κάθονται κάτω από χλωρά έλατα πάνω σε γυμνούς βράχους.
Η πόλη αυτή πρέπει κάποτε να μάθει, ακόμη και αν δεν θέλει,
40 τί θα πει να μένει αμύητη στις τελετές μου·
και πρέπει να υπερασπιστώ τη μητέρα μου τη Σεμέλη,
να φανερώσω στους θνητούς ότι είμαι θεός
που με γέννησε με τον Δία.
Ο Κάδμος, τώρα, παρέδωσε τιμή και βασιλεία στον γιο της θυγατρός του τον Πενθέα.
45 Εκείνος με πολεμά και γίνεται θεομάχος.
Από τις σπονδές με αποκλείει
και στις προσευχές του ποτέ δεν με θυμάται.
Σ᾽ αυτόν λοιπόν και σ᾽ όλους τους Θηβαίους
θα δείξω ότι είμαι θεός.
Και όταν εδώ βάλω τα πράγματα σε τάξη,
θα κατευθύνω σε άλλη γη τα βήματά μου,
φανερώνοντας ποιός είμαι.
50 Αν η πόλη των Θηβαίων ζητήσει οργισμένη
να διώξει από τα όρη τις βάκχες με τα όπλα,
θα οδηγήσω τον στρατό των μαινάδων και θα δώσω μάχη.
Γι᾽ αυτό έχω πάρει όψη θνητού και μεταμορφώθηκα σε άνδρα.
55 Θίασέ μου,
γυναίκες που αφήσατε τον Τμώλο, την ασπίδα της Λυδίας,
που σας φέρνω από χώρες βαρβάρων,
αχώριστες συντρόφισσές μου όπου σταθώ και όπου βρεθώ,
υψώστε τα φρυγικά τύμπανα,
εύρημα της μητέρας Ρέας και δικό μου,
60 ελάτε γύρω από τα βασιλικά δώματα του Πενθέα
και χτυπάτε, για να βλέπει η πόλη του Κάδμου.
Εγώ θα πάω στα φαράγγια του Κιθαιρώνα,
όπου βρίσκονται οι βάκχες,
και μαζί τους θα μοιραστώ τους χορούς.