[15 (10) 1888] Τί σημαίνει Τραγικό;
Ἔχω ὑποδείξει ἐπανειλημμένα τή μεγάλη παρανόηση τοῦ Ἀριστοτέλη σχετικά μέ κεῖνα τά δύο καταθλιπτικά αἰσθήματα, τό φόβο καί τόν ἔλεο, τά ὁποῖα ἐξελάμβανε ὡς κατεξοχήν τραγικά. Ἄν εἶχε δίκιο, τότε ἡ Τραγωδία θἆταν μία Τέχνη θανατηφόρος, ἕνας πραγματικός δημόσιος κίνδυνος. Δηλαδή, ἡ Τέχνη, τό μεγάλο διεγερτικό της ζωῆς, τό μεγάλο μεθύσι γιά ζωή, ἡ βούληση γιά ζωή, θά ὑπηρετοῦσε τήν παρακμή (κι ἄρα τήν ἀπαισιοδοξία!) - θά ἔβλαπτε, τότε, τήν ὑγεία. Νά λέγαμε, λοιπόν —καθώς φαίνεται νά πιστεύει ὁ Ἄριστοτέλης—, ὁτι προκαλῶντας κανείς φόβο καί ἐλεο «καθαίρεται» κιόλας; Ἄτοπο! Ὅ,τι ἐγείρει κατά βάσιν φόβο ἤ ἔλεο, ἀποδιοργανώνει, ἀποδυναμώνει, ἀποθαρρύνει. Ἄν δίναμε δίκιο στόν Σοπενάουερ καί δεχόμασταν ὁτι ἡ Τραγωδία δίδασκε τήν «παραίτηση» —πρότεινε, δηλαδή, ἕναν ἤπιο τρόπο ν’ ἀπαρνηθεῖ κανείς τήν εὐτυχία, τήν ἐλπίδα, τή βούληση γιά ζωή—, ἔ, τότε θἄχαμε μιά Τέχνη πού θ’ ἀπαρνιόταν τόν ἴδιο τόν ἑαυτό της! Τότε, Τραγωδία θά σήμαινε διαδικασία ἀποσύνθεσης: ἡ καλλιτεχνική ὁρμή θά ἐκμηδένιζε τή ζωτική ὁρμή! Ὁ χριστιανισμός, ὁ μηδενισμός, ἡ τραγική Τέχνη κ’ ἡ σωματική κατάπτωση θἄδιναν τά χέρια, θά θριάμβευαν καί θά τράβαγαν μαζί πρός τή δόξα - στόν κατήφορο!.. Ἡ Τραγωδία θἄταν ἁπλῶς σύμπτωμα ξεπεσμοῦ...
Τούτη ἡ θεωρία εὔκολα ἀνασκευάζεται: ἄν μέτραγε κανείς μ’ ἕνα δυναμόμετρο τή συγκίνηση πού προκαλεῖ μία δραματική παράσταση, θἄχαμε μιάν ἔνδειξη πού μόνο ἕνας Συστηματικός (ἐξαιτίας τῆς ἀκατάσχετης ψευδολογίας του), δέ θά μποροῦσε ψυχολογικά νά δεχτεῖ: ἡ Τραγωδία εἶν’ ἕνα τονωτικό.
Ἄν, τώρα, ὁ Σοπενάουερ αὐτό δέν θέλησε[1] νά τό καταλάβει, ἄν ὅρισε ὡς «τραγικό» τό «καταθλιπτικό», ἄν στούς Ἕλληνες (οἱ ὁποῖοι, πρός μεγάλη του δυσαρέσκεια, δέν ἔλεγαν νά «παραιτηθοῦν»...) ἀντέτεινε πώς τάχα δέν ὁλοκλήρωσαν τήν κοσμοθεωρία τους, τοῦτο δέν εἶναι παρά προκατάληψη,* ἐπακόλουθο τῆς λογικῆς τοῦ Συστήματος, παραχάραξη ἑνός Συστηματικοῦ. Μιά τέτοια μάλιστα παραχάραξη, τοῦ χειρίστου εἴδους, διέφθειρε σιγά-σιγά τήν ψυχολογία τοῦ ἴδιου του Σοπενάουερ, πού αὐθαίρετα καί βάναυσα παρερμήνευσε τή Μεγαλοφυία, τήν Τέχνη ὁλάκερη, τήν Ἠθική, τόν παγανισμό, τήν ὀμορφιά, τή γνώση - σχεδόν τά πάντα!..
Ὁ Ἀριστοτέλης ἤθελε νά βλέπει τήν Τραγωδία καθαρτική τοῦ φόβου καί τοῦ ἐλέου - μιά εὐεργετική ἀποφόρτιση δύο ὑπερφορτισμένων νοσηρῶν ἁψιθυμιῶν...
Οἱ ἄλλες ἁψιθυμίες δροῦν ἴσως τονωτικά· ὅμως τοῦτες οἱ δύο εἶν’ ἐπιζήμιες, βλαβερές - πρέπει, κατά τόν Ἄριστοτέλη, ν’ ἀποβάλλονται ἀπ’ τόν ἀνθρώπινο ὀργανισμό· διεγείροντάς τες, λοιπόν, ἡ Τραγωδία, καθαίρει καί λυτρώνει τόν ἄνθρωπο - τόν κάνει καλύτερο. Ἡ Τραγωδία, εἶδος θεραπείας κατά τῆς συμπόνιας!
[2 (106) 1885- 6] Ἡ ἀπάτη τοῦ Ἀπόλλωνα: ὅτι ἡ ὡραία μορφή εἶν’ αἰώνια· <λανθάνει> ὁ ἀριστοκρατικός νόμος: «ἔτσι πάντα νἆναι!»
Διόνυσος: ἡδυπάθεια καί βαναυσότητα. Τό ἐφήμερο μπορεῖ νά σημαίνει: ἀπόλαυση τῶν δημιουργικῶν καί καταστροφικῶν δυνάμεων, ἀδιάλειπτη δημιουργία.[2]
[2 (114)1885-6] Τό ἔργο Τέχνης χωρίς καλλιτέχνη. Ἄς ποῦμε: σάν ἕνα σῶμα, σάν ἕνας ὀργανισμός (πρωσσικό σῶμα ἀξιωματούχων, τάγμα Ἰησουιτῶν). Ὥς ποιό σημεῖο ὁ καλλιτέχνης εἶν’ ἁπλῶς ἕνα προστάδιο... Τί σημαίνει τό «ὑποκείμενο»; —
Ὁ κόσμος σάν ἕνα ἔργο Τέχνης πού αὐτο-γεννᾶται...
Ἆραγε ἡ Τέχνη εἶναι παρεπόμενο τῆς δυσφορίας πρός τό Πραγματικό; Ἡ ἔκφραση εὐγνωμοσύνης γιά τή βιωνόμενη εὐτυχία;
Στήν πρώτη περίπτωση: Ρομαντισμός· στή δεύτερη: ἐξύμνηση τοῦ φαίνεσθαι καί διθύραμβος (κοντολογῆς: Τέχνη τῆς ἀποθέωσης): ἐδῶ ἀνήκει κι ὁ Ραφαέλο..- μόνο πού μέσα του ἐλάνθανε ἐκείνη ἡ δολιότητα, ν’ ἀποθεώνει τήν ἐπίφαση τῆς χριστιανικῆς ἑρμηνείας τοῦ Κόσμου. Εὐγνωμονοῦσε τήν ὕπαρξη, ὅποτε αὐτή δέν ἐμφανιζόταν εἰδικῶς χριστιανική.
Μέ τήν ἠθική ἑρμηνεία ὁ Κόσμος γίνεται ἀφόρητος. Ὁ χριστιανισμός τή χρησιμοποίησε προσπαθώντας νά «ὑπερβεῖ» τόν Κόσμο: ἤτοι, νά τόν ἀρνηθεῖ. — Στήν πράξη, μία τέτοια παρανοϊκή ἀπόπειρα δολοφονίας κατά τῆς ζωῆς —οὐσιαστικά: ἡ παρανοϊκή οἴηση τοῦ ἀνθρώπου ἔναντι τοῦ Κόσμου— εἶχε σάν ἀποτέλεσμα ν’ ἀμαυρώσει, νά σμικρύνει, νά φτωχύνει τόν ἴδιο τόν ἄνθρωπο· μόνο τό πιό μέτριο καί πιό ἀβλαβές εἶδος, τό ἀγελαῖο εἶδος ἀνθρώπου, ὠφελήθηκε ἀπό δαύτην, ἐνθαρρύνθηκε ἄν θέλετε...
Ὅμηρος: ὁ καλλιτέχνης τῆς ἀποθέωσης· τό ἴδιο κι ὁ Ροῦμπενς. Ἡ μουσική δέν μᾶς ἔδωσε ἀκόμη κανέναν.
Ἡ ἐξιδανίκευση τοῦ μεγάλου παραβάτη[3] (ἡ ἀνάδειξη τῆς μεγαλωσύνης του) εἶν’ ἐπίτευγμα ἑλληνικό· ἡ δυσφήμιση, ἡ συκοφάντηση, ἡ περιφρόνηση τοῦ ἁμαρτωλοῦ: ἰουδαϊκό καί χριστιανικό...
[14 (14) 1888] ...Μέ τή λέξη διονυσιακό ἐκφράζεται ἡ ὁρμή γιά τό ἕνα, μία διάταση πέρα καί πάνω ἀπό πρόσωπο, καθημερινότητα, κοινωνία, ἁπτή πραγματικότητα, σάν μία ἄβυσσος τῆς λησμοσύνης, μία πυρετική ἐπώδυνη ὑπερχείλιση πού ὁδηγεῖ σέ πιό σκοτεινές, γεμάτες, «κυματώδεις» καταστάσεις· ἕνα ἐκστατικό Ναί! στή ζωή ὅποια εἶναι, σέ κεῖνο πού, μ’ ὅλη τή μεταβολή, παραμένει ἴδιο, τό ἴδιο δυνατό κ’ ἱερό· ἡ ἀστείρευτη πηγή τῆς μεγάλης πανθεϊστικῆς «συν-εὐφροσύνης» καί «συμπονετικότητας»,* καθαγιαστικής κ’ ἐπικυρωτικῆς ὡς καί τῶν πιό τρομακτικῶν καί παράδοξων γνωρισμάτων τῆς ζωῆς, ἀναβλύζοντας ἀπό ἕνα αἰώνιο θέλω γέννας, γονιμότητας, αἰωνιότητας· τό στέρεο αἴσθημα ὅτι δημιουργία καί φθορά εἶν’ ἕνα καί τό αὐτό...
Μέ τόν ὅρο ἀπολλώνιο νοεῖται ἡ ὁλοκληρωτική ὁρμή γιά ἔκφραση τοῦ ἐγώ,[4] τό δυναμικό τοῦ λεγόμενου «ἀτόμου», ἡ ὁρμή γιά κάθετι πού ἁπλοποιεῖ, ξεχωρίζει, δυναμώνει, ξεκαθαρίζει, ἡ ὁρμή γιά τό μή διφορούμενο καί τό τυπικό· ἡ ἐλευθερία ὑπό τόν ζυγό τοῦ νόμου...
Ἡ περαιτέρω ἐξέλιξη τῆς Τέχνης συνδέεται ἄμεσα μέ τό ἀντιπάλεμα τῶν δύο τούτων καλλιτεχνικῶν δυνάμεων, ὅπως κ’ ἡ περαιτέρω ἐξέλιξη τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν ἀνταγωνισμό τῶν δύο φύλων. Ἡ πληθωρική δύναμη κι ὁ μετριασμός, ἡ ἀνώτερη μορφή αὐτοκατάφασης μές σέ μία ψυχρή, εὐγενῆ κι ἄκαμπτη ὀμορφιά: ὁ «ἀπολλωνισμός» τῆς ἑλληνικῆς βούλησης...
Οἱ καταβολές τῆς Τραγωδίας καί τῆς Κωμωδίας ὡς ὅραση τοῦ παρόντος* ἀπ’ τά μάτια ἑνός θεοῦ± βυθισμένου σέ ἔκσταση· ὡς ἀπό κοινοῦ βίωση τοῦ τοπικοῦ Μύθου, τοῦ Παρευρίσκεσθαι, τοῦ Θαύματος, τῆς θεμελιωτικῆς Πράξης, τοῦ «Δράματος» ( -[5]
Ἡ ἀντίθεση Διονυσιακοῦ καί Ἄπολλώνιου στήν Ἕλληνική ψυχή, ὑπῆρξε γιά μένα τό πιό γοητευτικό αἴνιγμα στήν ἐνασχόλησή μου μέ τούς Ἕλληνες. Κατά βάθος, ἐνδιαφερόμουν[6] νά μαντέψω γιά ποιό λόγο ὁ ἑλληνικός ἀπολλωνισμός χρειάστηκε ἕνα διονυσιακό ὑπέδαφος γιά νά φυτρώσει· τί ἀνάγκασε, δηλαδή, τό διονυσιακό Ἕλληνα νά γίνει ἀπολλώνιος: νά διασταυρώσει τή ροπή του γιά τό τρομερό, τό πολυσχιδές, τό ἀβέβαιο, καί τό φρικτό μέ μιάν ἄλλη ροπή: γιά τό σύμμετρο, τό ἁπλό, γιά τό συμβατό μέ τόν κανόνα καί τήν ἔννοια.
Στή ρίζα τοῦ Ἕλληνα: τό ἄμετρο, τό ἔκλυτο τῆς Ἀσίας- ἡ ἀνδρεία του συνίσταται στόν ἀγῶνα του κατά τοῦ ἐγγενοῦς ἀσάσιατισμοῦ» του· ἡ ὀμορφιά δέν τοῦ χαρίστηκε —ὅπως οὔτε, ἄλλωστε, ἡ λογική ἤ ἡ φυσικότητα τῶν ἐθίμων— τήν κατάκτησε, τή θέλησε, ἀγωνίστηκε γι’ αὐτην - τήν κέρδισε!
[41 (6) 1885] Οἱ μεγαλύτερες καί λαμπρότερες χαρές τοῦ ἀνθρώπου —γιορτές καθαυτό τῆς ὕπαρξης, πού τήν περιτυλίγουν μέ φῶς— ἔρχονται (τί πιό φυσικό;) μόνο στούς πιό σπάνιους κι ἀκμαίους· καί τοῦτο, μονάχα γιατί οἱ ἴδιοι κ’ οἱ πρόγονοί τους ἔζησαν ἐπί μακρόν μιά «προπαρασκευαστική» ζωή πρός ἐκείνη τήν κατεύθυνση, μή γνωρίζοντας ὅτι πορεύονται πρός τά κεῖ... Μετά τή μακρά τούτη προετοιμασία, προβάλλει σέ Ἕναν Ἄνθρωπο ἕνας ὑπερχειλής πλοῦτος πολυσχιδῶν ἱκανοτήτων καί μαζί τό κυρίαρχο πρόσταγμα μίας «ἐλεύθερης βούλησης», συνυπάρχοντας ἁρμονικά, δρῶντας εὐεργετικά στό πνεῦμα του. Τότε τό πνεῦμα οἰκειώνεται τίς αἰσθήσεις καί φιλιώνει μαζί τους, κ οἱ αἰσθήσεις οἰκειώνονται τό πνεῦμα· κι ὅ,τι κεντρίζει τό πνεῦμα, ἀπογειώνει καί τίς αἰσθήσεις σέ πρωτόγνωρα ὕψη λεπτότατης εὐτυχίας καί γόνιμου παιγνιδιοῦ. Ἀλλά κι ἀντίστροφα! Σκεφτεῖτε, φέρ’ εἰπεῖν, τήν περίπτωση τοῦ Χαφίζ[7] —ἤ τόν ἴδιο τό Γκαῖτε! ἄν καί σέ μικρότερο βαθμό— γιά νά πάρετε μιάν ἰδέα περί τίνος πρόκειται... Προφανῶς, τέτοιοι ἐντελεῖς καί ἀκμαιότατοι ἄνθρωποι διελαύνονται ἀπό μιάν ὑπέρτατη πνευματικότητα πού, σά μεθυστική ἀλληγορία, ἐκλαμπρύνει κάθε ἀσχολία τοῦ νοῦ καί τῶν ἀΐσθησεών τους· νιώθουν πώς μέσα τούς πραγματώνεται περίπου μιά θέωση τοῦ σώματος, καί βρίσκονται στόν ἀντίποδα τῆς ἀσκητικῆς φιλοσοφίας πού πρεσβεύει ὅτι, τάχα, «ὁ θεός πνεῦμα ἐστί» - τοῦτο ἴσα-ἴσα καταδεικνύει πώς ὁ ἀσκητής εἶναι τό ἀκριβῶς ἀντίθετο τοῦ ἀκμαίου, εἶναι ὁ λειψός, ὁ ὁποῖος ὀνομάζει καλό —κι ἀποκαλεῖ θεό του— ἕνα ὄν ἀπρόσωπο, «καθεαυτό»,[8] πού κρίνει κιόλας, καί καταδικάζει!
Ἀτενίζοντας λοιπόν ἀπό τήν κορφή τῆς ὑπέρτατης χαρᾶς — ἐκεῖ πού ὁ ἄνθρωπος νιώθει καθαυτό θεός κι αὐτοδικαιωτής τῆς Φύσης— ἴσαμε τό ἄλλο ἄκρο, τίς ὑπώρειες τῆς ἄφτερης χαρᾶς τοῦ βασταγεροῦ ἀγρότη καί τοῦ ἡμιανθρώπου-κτήνους,.. γιά ὅλη τούτη τήν πλατιά, τρομερή καί φωτεινή χρωματική κλίμακα τῆς εὐδαιμονίας, οἱ Ἕλληνες χρησιμοποιοῦσαν ἕνα ὄνομα, μέ πολλή περίσκεψη καί σεβάσμια σιωπή (γιατί ἔνιωθαν τό εὐεργετικό δέος τοῦ μυούμενου σέ κάτι μυστηριακό): Διόνυσος. - - -
Τί ξέρουν, λοιπόν, οἱ νεώτεροι, τέκνα μιᾶς ἐποχῆς γεμάτης ρωγμές, μιᾶς ἐποχῆς ποικιλόμορφης καί νοσηρῆς, τί μποροῦν νά ξέρουν αὐτοί γιά τήν ἔκταση τῆς ἀρχαιοελληνικῆς εὐδαιμονίας; Ἀπό ποῦ κι ὡς ποῦ οἱ σκλάβοι τῶν «μοντέρνων ἰδεῶν» ἔχουν δικαίωμα στίς διονυσιακές γιορτές!..
[41 (7) 1885] Ὅταν τό ἑλληνικό σῶμα κ’ ἡ ἑλληνική ψυχή «ἄνθιζαν» —κι ὄχι σέ συνθῆκες μιᾶς νοσηρῆς ὑπεραφθονίας ἤ παραφροσύνης— γεννήθηκε κεῖνο τό μυστηριακό σύμβολο ὑπέρτατης (καί πρωτόγνωρης) κοσμικῆς κατάφασης κ’ ὑπαρξιακῆς μεταμόρφωσης. Ἦταν ἕνα μέτρο ἀξιῶ ν, κι ὅ,τι γεννήθηκε ἔκτοτε, μοιάζει πάρα πολύ σύντομο, πενιχρό, στενό... Πεῖτε ἁπλῶς: «Διόνυσος», πρίν ἀπ’ τά πρῶτα-πρῶτα ὀνόματα τῶν νεώῶτερων χρόνων, λογουχάρη δίπλα στόν Γκαῖΐτε, τό Μπετόβέν, τό Σαίξπηρ ἤ τό Ραφαέλο: νιώθουμε μεμιᾶς πώς τά ἐπιτεύγματα κ’ οἱ κορυφαῖες στιγμές μας κρίθηκαν ἀνεπιστρεπτί! Ὁ Διόνυσος εἶν’ ἕνας κριτής! — Ἔγινα κατανοητός; — Ἄναμφίβολα, οἱ Ἕλληνες προσπάθησαν βάσει τῶν διονυσιακῶν βιωμάτων τους νά ἑρμηνεύσουν τά ἔσχατα μυστήρια πού κρύβει ἡ «μοῖρα τῆς ψυχῆς», κι ὅ,τι εἶχαν συλλάβει γιά τήν ἐκπαιίδευση καί τόν ἐξαγνισμό της, καί, κυρίως γιά τήν ἀκλόνητη ἱεραρχία καί τή διάκριση μεταξύ τῶν ἀνθρώπων: ἐδῶ βρίσκεται τό μεγάλο βάθος, ἡ μεγάλη σιωπή κάθετι ἑλληνικοῦ..- κανείς δέ γνωρίζει τούς Ἕλληνες ὅσο τούτη ἡ κρυφή ὑπόγεια δίοδος μένει κλειστή! Τ’ ἀδιάκριτα μάτια τῶν λογίων δέν πρόκειται νά δοῦν τίποτε, μ’ ὅση ἐπιστημοσύνη κι ἄν πραγματοποιοῦν τίς ἀνασκαφές τους! Ἄκόμα κι ὁ εὐγενής ζῆλος ἀρχαιολατρῶν σάν τόν Γκαῖτε ἤ τόν Βίνκελμαν κρύβει κάτι τό ἀνεπίτρεπτο, κάτι σχεδόν ἄπρεπο...
Στήν ἀναμονή, στήν προετοιμασία...
Περιμένοντας νέες πηγές ν’ ἀναβλύσουν· προετοιμάζοντας τόν ἑαυτό σου μές στή μοναξιά γιά παράξενα πρόσωπα καί φωνέα·
καθαρίζοντας ὅσο μπορεῖς τήν ψυχή σου ἀπ’ τῆς Ἀγορᾶς τή σκόνη καί τόν ἀχό τῆς ἐποχῆς·
ὑπερβαίνοντας (δέ φτάνει ἁπλῶς νά διώχνεις) κάθετι χριστιανικό μέ κάτι ὑπέρ-χριστιανικό - γιατ’ ἡ χριστιανική διδασκαλία εἶναι τό ἀντίθετο τῆς διδασκαλίας τοῦ Διόνυσου·
ἀνακαλύπτοντας ἀποξαρχῆς τό Νότο πού κρύβεις μέσα σου - τόν οὐρανό του: ξανοίγοντας πάνω σου ἕναν φωτεινό, ἀπέραντο, μυστηριώδη οὐρανό τοῦ Νότου·
ξανακατακτώντας τήν ὑγεία τοῦ νότιου κλίματος, τήν ἀφανῆ ἔκταση τῆς ψυχῆς·
βῆμα-βῆμα νά πλαταίνεις, νά γίνεσαι πιό ὑπερεθνικός, πιό εὐρωπαϊκός, πιό ὑπέρ-εὐρωπαϊκός, πιό ἀνατολικός, τέλος, πιό ἑλληνικός - ἀφοῦ τό ἑλληνικό ἀποτέλεσε τήν πρώτη μεγάλη σύγκραση Δύσης κι Ἄνατολῆς, συνεπῶς τήν ἀπαρχή τῆς εὐρωπαϊκῆς ψυχῆς, τήν ἀνακάλυψη τοῦ δικοῦ μας «νέου κόσμου»!..
Ὅποιος ζεῖ κάτω ἀπό τέτοιες προσταγές, ποιός ξέρει τί μπορεῖ νά συναντήσει μία μέρα; Ἴσως... μιά καινούργια μέρα!..
[11 (415) 1887-8] 'Ὁ κόσμος, ἔτσι ὅπως τόν ἀντικρύζει ὁ ἀναγνώστης στό φόντο τούτου τοῦ βιβλίου*, εἶν’ ἰδιαίτερα σκοτεινός καί δυσάρεστος: κανένα ἀπ’ τά ὡς τώρα γνωστά εἴδη ἀπαισιοδοξίας δέν ἔφτασε σέ τέτοιο βαθμό κακοήθειας... Ἐδῶ δέν γίνεται διαχωρισμός ἀνάμεσα σ’ ἕναν ἀληθῆ κ’ ἕναν φαινομενικό Κόσμο: ἕνας Κόσμος ὑπάρχει, κι αὐτός: ὕπουλος, βάναυσος, ἀντιφατικός, παραπλανητικός, χωρίς νόημα... Αὐτή εἶν’ ἡ σύσταση τοῦ ἀληθινοῦ Κόσμου. Χρειαζόμαστε τό ψέμα γιά νά θριαμβεύσουμε πάνω σέ τούτη τήν πραγματικότητα, τήν «ἀλήθεια», γιά νά ζήσουμε δηλαδή... Κι αὐτό εἶν’ ἕνα ἀπ’ τά τρομερά καί παράδοξα χαρακτηριστικά της ὕπαρξης...
Ἡ Μεταφυσική, ἡ Ἠθική, ἡ Θρησκεία, ἡ Ἐπιστήμη ἐξετάζονται σέ τοῦτο τό βιβλίο ὡς ἰδιάζουσες μορφές ψεύδους· μέ τή βοήθειά τους πιστεύουμε στή ζωή. «Ἡ ζωή πρέπει, πάσῃ θυσία, νά μᾶς ἐμπνεύσει ἐμπιστοσύνη»: τό πρόβλημα πού τίθεται ἐδῶ εἶναι τεράστιο. Γιά νά μπορέσει κανείς νά τό λύσει, πρέπει νἆναι ἀπ’ τή φύση του «ψεύτης», δηλαδή, πάνω ἀπ’ ὅλα καλλιτέχνης... Καί εἶναι, πράγματι! νά: Μεταφυσική, Ἠθική, Θρησκεία, Ἐπιστήμη - προϊόντα της βούλησής του γιά Τέχνη, γιά ψέμα, γι’ ἀποφυγή της «ἀλήθειας», γι’ ἄρνηση τῆς «ἀλήθειας». Ἄκόμα καί τούτη ἡ ἱκανότητά του, νά κυριαρχεῖ πάνω στήν πραγματικότητα μέ τό ψέμ α, τούτη ἡ par excellence καλλιτεχνική ἱκανότητα τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι κοινό κτῆμα κάθε ὕπαρξης: εἶναι κι ὁ ἴδιος, στό κάτω-κάτω, ἕνα κομμάτι Πραγματικότητας, Ἀλήθειας, Φύσης - ἄρα μιά μεγαλοφυία τοῦ ψεύδους...
Κατά βάθος ἡ Ἐπιστήμη, ἡ Εὐσέβεια, ἡ Καλλιτεχνία, θέλουν κυριώτατα νά τόν παραπλανήσουν σχετικά μέ τό ποιόν τῆς ὕπαρξης: νά τόν κρατᾶνε τυφλό σέ πολλά, ἄλλα νά τοῦ τά δείχνουν διαφορετικά ἀπ’ ὅ,τι εἶναι, νά βλέπει αὐτός ἄλλα τόσα σ’ ὅ,τι εἶναι..- ὦ, τί πονηρός ὁ ἄνθρωπος σέ στιγμές πού δέν ὑποψιάζεται καν τήν πονηριά του! Ἄγάπη, Ἐνθουσιασμός, «θεός» - πόσες κατεργαριές γιά ν’ αὐτοκοροϊδευτεῖ, πόσα θέλγητρα γιά νά πιστέψει στή ζωή! Κι ὅποτε κατάφερε νά ξεγελαστεῖ, νά ἐπανακτήσει τήν πίστη του στή ζωή - ὦ, πόσο τό παίρνει ἀπάνω του τότε! Τί ἔκσταση! Τί δύναμη πού νιώθει! Τί θρίαμβος καλλιτεχνικώτατος αὐτή του ἡ Δύναμη!.. Ὁ ἄνθρωπος ξανάγινε κύριος της «ὕλης» - κύριος της ἀλήθειας... Κι ὅποτε χαίρεται, πάντα ἴδιος στή χαρά του: χαίρεται σάν καλλιτέχνης, ἀπολαμβάνει τή Δύναμή του. Τό ψέμα εἶν’ἡ Δύναμή του...
[14 (89) 1888] ... Οἱ δύο τύποι: Διόνυσος καί Ἐσταυρωμένος.
Νά ξεκαθαριστεῖ ἄν ὁ τυπικός θρῆσκος εἶναι εἶδος decadent.*
Οἱ μεγάλοι ἀνανεωτές εἶν’ ὅλοι τους ἀνεξαιρέτως νοσηροί κ’ ἐπιληπτικοί. Ἄς μήν ξεχνᾶμε, ὡστόσο, ἕναν ἄλλο τύπο θρήσκου: τόν παγανιστή. Ἀλλ’ ὁ παγανισμός; - δέν εἶναι μία μορφή εὐχαριστίας καί κατάφασης πρός τή ζωή; Δέν πρέπει τάχα ὁ ὕψιστος φορέας μιᾶς τέτοιας «θρησκείας» νἆναι ὁ ὑπερασπιστής κι ὁ «θεοποιός» τῆς ζωῆς;
Ὁ τύπος ἑνός ἀκμαίου καί πλημυρισμένου ἀπ’ τή μαγική ἐπίδραση τῆς διονυσιακῆς ἔκστασης πνεύματος...
...Ἐκεῖνος πού παίρνει μέσα του ὅλες τίς ἀντιφάσεις καί τίς παραδοξότητες τῆς ὕπαρξης ( - γι’ αὐτό καί λυτρώνει;)...
— Ἐδῶ κατατάσσω ἐγώ τό Διόνυσο τῶν Ἑλλήνων: τή θρησκευτική κατάφαση πρός τή ζωή, ζωή ἀτόφυα κι ὄχι ἀπαρνημένη ἤ μισή! (Χαρακτηριστικό: ἡ σεξουαλική πράξη ἐγείρει μυστήριο, σεβασμό, βαθαίνει...)
Διόνυσος ἐναντίον «Ἐσταυρωμένου»: αὐτή εἶναι λοιπόν ἡ Ἄντίθεση. Ἡ διαφορά δέν ἔχει σχέση μέ τό μαρτύριο - ἁπλῶς ἐδῶ τό μαρτύριο ἔχει ἄλλο νόημα. Ἡ ἴδια ἡ ζωή, ἡ αἰώνια γονιμότητα κ’ ἡ ἀνακύκληση* της προϋποθέτουν ὀδύνη, καταστροφή, καί βούληση γιά ἐκμηδένιση...
Στήν ἄλλη περίπτωση, τοῦ Ἐσταυρωμένου (τοῦ «ἀθώου»), τό πάθος συνιστᾷ ἔνσταση κατά τῆς ζωῆς, συνταγή γιά τήν καταδίκη της.
Εἶναι εὔλογο: τό ὅλο πρόβλημα ἔγκειται στό νόημα τοῦ πόνου - ἄν θἆναι χριστιανικό ἤ τραγικό... Στήν πρώτη περίπτωση: ὁ πόνος ὁδηγεῖ, ὑποτίθεται, στήν ἁγιοποίηση τῆς ὕπαρξης· στή δεύτερη: ἡ ὕπαρξη θεωρεῖται τόσο ἅγια, ὥστε δικαιολογεῖ, λοιπόν, ἀκόμη κ’ ἕναν τρομερό πόνο.
Ὁ τραγικός ἄνθρωπος λέει Ναί ὡς καί στόν πιό σκληρό πόνο· εἶν’ ἀρκετά δυνατός, πλούσιος, ἱκανά θεωμένος γί’ αὐτόν.
Ὁ χριστιανός ἀρνεῖται ἀκόμη καί τόν εὐτυχέστερο κλῆρο ἐπί γῆς· νιώθει πολύ ἀδύναμος, φτωχός, ἀπόκληρος της ζωῆς· ἡ ζωή τοῦ εἶναι ἐπώδυνη σ’ ὅποια μορφή κι ἄν τή συναπαντᾶ...
«Ὁ θεός στό σταυρό» συνιστᾷ ἀνάθεμα κατά τῆς ζωῆς, ἕνα ἀπαγορευτικό σῆμα πού προειδοποιεῖ: «μακριά ἀπ’ τή ζωή ἡ λύτρωση!»· ὁ διαμελισμένος Διόνυσος εἶναι μιά ὑπόσχεση ζωῆς: θά ξαναγεννιέται αἰώνια καί θά ἐπιστρέφει ἀπ’ τήν καταστροφή...[9]
[14 (47) 1888] Πεσσιμισμός στήν Τέχνη;
Ὁ καλλιτέχνης ἀγαπάει ὁ,τιδήποτε τοῦ θυμίζει τήν κατάσταση τῆς μέθης· ἔτσι, σιγά-σιγά, τό μέσον γίνεται αὐτοσκοπός: ἡ λεπτότητα κ’ ἡ μεγαλοπρέπεια τῶν χρωμάτων, ἡ σαφήνεια τῆς γραμμῆς, ἡ χροιά τοῦ τόνου· τό ξεχωριστό ἐκεῖ πού, κανονικά, κανένα «ξεχώρισμα» δέν ὑπάρχει...
— : ὅλα τά ξεχωριστά στοιχεῖα, ὅλες οἱ χροιές, ἐφόσον δίνουν τήν ἀκραία ὤθηση πού γεννᾶ ἡ μέθη, προκαλοῦν κι αὐτά, συνειρμικά, τό ἴδιο τοῦτο αἴσθημα·
— : ἡ ἐντύπωση πού προκαλεῖ ἕνα ἔργο Τέχνης συνίσταται στό ξύπνημα τοῦ δημιουργικοῦ οἴστρου: τῆς μέθης...
— : τό οὐσιῶδες στήν Τέχνη, ὅ,τι καί νά ποῦμε, εἶναι καί θά εἶναι ἡ τελειότητα μέ τήν ὁποία περιβάλλει τούτη ἐδῶ τήν ὕπαρξη, ἡ ἐντέλεια καί ἡ πληρότητα πού προσφέρει.
Ἡ Τέχνη εἶναι στήν οὐσία κατάφαση, εὐλογία, θέωση τῆς ὕπαρξης...
Ὁπότε, τί σημαίνει: πεσσιμιστική Τέχνη;.. Δέν εἶναι μία ἀντίφαση;* —Ναί!
Ὁ Σοπενάουερ πλανᾶται ὅταν λέει ὅτι ὁρισμένα ἔργα Τέχνης ὑπηρετοῦν τόν πεσσιμισμό. Ἡ Τραγωδία δέν διδάσκει «παραίτηση»...±
To ν’ ἀναπαριστᾶ κανείς τά τρομακτικά καί τά παράδοξα τούτης τῆς ὕπαρξης φανερώνει τή δύναμη καί τήν κυριαρχία τοῦ καλλιτέχνη - γιατί δέν τά φοβᾶται...
Δέν ὑπάρχει πεσσιμιστική Τέχνη... Ἡ Τέχνη καταφάσκει. Ὁ Ἰώβ καταφάσκει.
Κι ὁ Ζολά; Κ’ οἱ ἄδερφοι de Goncourt; Δέν παρουσιάζουν ἄσχημα πράγματα; Ναί! ἀλλά για τί ὑπάρχει χαρά ἀκόμη καί στήν Ἀσχήμια...
Δέν ὠφελεῖ! Ἄν ἔχετε ἄλλη ἄποψη, γελιέστε!
Τί ἀπολύτρωση νά διαβάζει κανείς Ντοστογέβσκι!..
[17 (3) 1888] Τέχνη, καί τίποτα πέρ’ ἀπ’ τήν Τέχνη! Τό μεγάλο κίνητρο γιά ζωή, ἡ μεγάλη πλανεύτρα τῆς ζωῆς, τό μεγάλο τονωτικό της ζωῆς.
Τέχνη, ἡ μόνη ὑπέρτατη ἀντι-δύναμη πρός κάθε βούληση γιά ἀπάρνηση τῆς ζωῆς, Τέχνη ἡ κατεξοχήν ἀντιχριστιανική, ἀντιβουδιστική, ἀντιμηδενιστική δύναμη.[10]
Τέχνη, ἡ λύτρωση γιά τόν ἄνθρωπο τῆς Γνώσης! - γιά κεῖνον πού βλέπει —καί θέλει νά βλέπει— τόν τρομακτικό καί παράδοξο χαρακτῆρα τῆς ζωῆς, λύτρωση γιά τόν ἄνθρωπο τῆς τραγικῆς γνώσης.
Τέχνη, ἡ λύτρωση γιά τόν ἄνθρωπο τῆς Πράξης! - γιά κεῖνον πού δέ βλέπει ἁπλῶς, ἀλλά ζεῖ—καί θέλει, νά ζεῖ— τόν τρομακτικό καί παράδοξο χαρακτῆρα τῆς ζωῆς, γιά τόν τραγικό πολεμιστή, γιά τόν ἥρωα.
Τέχνη, ἡ λύτρωση γιά τόν πάσχοντα! - τόν ὁδηγεῖ σέ καταστάσεις ὅπου ὁ πόνος εἶναι ἠθελημένος, μεταμορφωμένος, θεοποιημένος, μορφή ὑπέρτατης ἔκστασης!
- Κατανοητόν;
Friedrich Nietzsche, ΑΠ’ ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑΡΙΑ (1885 – 8)
(ἀπό τό ἔργο «ΔΙΟΝΥΣΟΣ ΚΑΤΑ ΕΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟΥ)
----------------------------
[1]Ἄν ... δέν θέλησε, Προφανῶς εἰρωνεύεται τή σοπεναουερική «Βούληση».
*Γαλλικά στό κείμενο: parti pris.
[2]Διόνυσος ... ἀδιάλειπτη δημιουργία. Ὑπόκειται, φυσικά, ἡρακλείτεια σύλληψη - πού τήν «ἑνώνει» μέ τό διονυσιακό...
[3]τοῦ μεγάλου παραβάτη Στό πρωτότυπο: des groβen Frevlers. Ἤ: τοῦ μεγάλου Ἀσεβοῦς, Ἄνόσιου, Ὑβριστῆ (τά δύο πρῶτα ὅμῶς «θεολογίζουν»).
* Mitleidigkeit, Mitfreudigkeit στό πρωτότυπο.
[4] ὁλοκληρωτική ὁρμη γιά ἔκφραση τοῦ ἐγώ Der Drang zum vollkomenen Fur-sich-sein στό πρωτότυπο. Κατά λέξη: «γιά ἕνα ὁλοκληρωτικό δι’ ἑαυτόν εἶναι». Σέ ἄλλο νοηματικό πλαίσιο πρβλ Ρολάν Μπάρτ, Ἡ ἀπόλαυση τοῦ κειμένου, μτφρ Φ. Χατζηδάκη - Γ. Κρητικός, Ἀθήνα, 1977, 24: «Τό κείμενο (ὅπως κ’ ἡ φωνή πού τραγουδάει) δέν μπορεῖ νά μοῦ ἀποσπάσει παρά μονάχα τούτη τήν κρίση, καί κανένα ἐπίθετο: αὐτό εἶναι! Καί μάλιστα: αὐτό εἶναι γιά μένα! Τοῦτο τό ‘γιά μένα’ δέν εἶναι οὔτε ὑποκειμενικό, οὔτε ὑπαρξιακό, ἀλλά νιτσεϊκό!»
*Ein Gegenwartig-sehen στό πρωτότυπο.
± gottlichrn Typus στό πρωτότυπο. Κατά λέξη: «θεϊκοῦ Τύπου».
[5]ἀπό κοινοῦ βίωση... «Δράματος» Νοηματικά, ἀπ’ τίς πιό δύσκολες σημειώσεις αὐτή ἡ ἀπόπειρα ὁρισμοῦ τῆς ἔννοιας «Δρᾶμα» (ἐξ οὗ καί τά εἰσαγωγικά), πού τόν γυρόφερνε σταθερά τήν ἐποχή τῆς Περίπτωσης Βάγκνερ. Ξεκάθαρα, ἐκείνη τή στιγμή ὁ συγγραφέας ἔνιωσε πώς χτύπησε «φλέβα χρυσοῦ», χωρίς ὅμως νά μπορέσει ν’ ἀρτιώσει τή διατύπωση. Χαρακτηριστικό: στό τέλος τῆς φράσης ἀνοίγει παρένθεση, χαράζει μία παῦλα (σημάδι ὅτι ἀκολουθεῖ συμπλήρωση ἰδιαίτερου βάρους), μά δέν τοῦ βγαίνει, ἀφήνει μισή τήν ἀράδα καί ξεκινάει νέα παράγραφο, σέ ὅλως διαφορετικό τόνο.— Ἀπό κοινοῦ βίωση: Miterleben στό πρωτότυπο· τοῦ Παρευρίσκεσθαι: des Besuchs στό πρωτότυπο (κατά λέξη: «τῆς ἐπίσκεψης» - πιό κοντά στήν οὐσία τοῦ νοήματος: «τελετουργία συνάθροισης»). Ἀπ’ αὐτό τόν «ὁρισμό», πρβλ τήν ὑ. (τή μόνη ἴσως σ’ ὅλο του τό ἔργο!) τῆς Περίπτωσης Βάγκνερ, κέφ. 9 [KSA, VΙ, 32]:
Σημείωση. Δυστυχῶς γιά τήν Αἰσθητική μας ἡ λέξη Δρᾶμα μεταφράζεται πάντοτε μέ τό: “Handlung”, Δράση, Πράξη. Δέν σφάλλει μόνον ὁ Βάγκνερ ἐν προκειμένῳ· ὅλος ὁ κόσμος πλανᾶται, καί δή οἱ φιλόλογοι πού θἄπρεπε πάντως νἆναι πιό προσεκτικοί. Τό ἀρχαῖο Δρᾶμα ἀπέβλεπε σέ μεγάλες σκηνές πάθους - ἡ δράση ἔμενε ἐκτός (ἐκτυλίσσονταν πρίν ἀπ’ τήν ἀρχή, ἤ πίσω ἀπ’ τή σκηνή). Ἡ λέξη Δρᾶμα ἔχει δωρική προέλευση· σήμαινε «Γεγονός», «Ἱστορία» - ἀμφότερα ὑπό ἱερατική ἔννοια. Τό ἀρχαϊκώτερο Δρᾶμα ἀναπαριστοῦσε τόν τοπικό Μῦθο, τήν «ἱερή Ἱστορία», πάνω στήν ὁποία θεμελιωνόταν ἡ Λατρεία ( - συνεπῶς, ὄχι Πράξη, ἀλλά Συμβάν: στή δωρική διάλεκτο δρᾶν δ έ ν σημαίνει «πράττειν»)...
Βλ. πιό ἐπιγραμματικά καί πιό ἐλεύθερα, τήν «πρώτη» γραφή [14 (34)], τῆς ἄνοιξης τοῦ 1888, λίγες σελίδες μετά τό [14 (14)]:
«Τό Δρᾶμα δέν εἶναι Δράση (Handlung) - καθώς πιστεύουν οἱ ἡμιμαθεῖς. Ἄς τό δοῦμε δωρικά-ἱερατικα, σύμφωνα μέ τή δωρική προέλευση τῆς λέξης: ‘Δρᾶμα’ εἶναι τό Συμβάν, τό ‘Γεγονός-Ὁρόσημο’, ἡ Ἱερή Ἱστορία, ὁ Θεμελιωτικός Μῦθος, ‘σκέψη βαθιά πάνω σέ κάτι πού ἔχει συμβεῖ·, ἡ ζωντανή ἀναπάρασταση τῆς ἱερατικῆς τελετουργίας...»
[6]ἐνδιαφερόμουν Ἄξίζει νά σημειωθεῖ ὅτι στό κείμενο τῆς σημείωσής του γράφει κιόλας —καί ἐδῶ, ὅπως καί ἀμέσως πρίν— καί τ’ ὄνομά του: Nietzsche bemuhte.
[7]Χαφίζ, Πέρσης λυρικός (+l389), πού ἔζησε στό Σιράζ. Παρότι ἀνῆκε σέ δερβισική σέχτα, ἐξυμνεῖ τή χαρά τῆς οἰνοποσίας καί τοῦ ἔρωτα - γιά τοῦτο καί θεωρεῖται ποιητής βακχικός (ἐξ οὗ καί τόν ἐκθειάζει ὁ Νίτσε).
[8] εἶναι ὁ λειψός ... «καθεαυτό»]Βλ. Ἀντίχριστο, σ.87- 8 [KSA, VI, 184]:
«Ὁ καλός θεός, θεός τῶν φτωχῶν, τῶν ἁμαρτωλῶν καί τῶν ἀρρώστων, τόσο ὠχρός, τόσο decadent τυλίγει τόν κόσμο στά δίχτυα του παίρνοντας μορφές πιό ἀδύναμες καί ὠχρές ὁλοένα, καταντάει ‘ἰδανικό’, ‘καθαρό πνεῦμα’, ‘πρᾶγμά καθεαυτό’.. Κατάπτωση ἑνός θεοῦ: ὁ θεός καταντάει ‘πρᾶγμα καθεαυτό’»...
* Ἐννοεῖ τή Γέννηση τῆς Τραγωδίας.
* Γαλλικά στό πρωτότυπο: παρακμίας.
* Wiederkehr στό πρωτότυπο, «Αἰώνια ἐπιστροφή».
[9] θά ξαναγεννιέται ... τήν καταστροφή]Ὑπόκειται ἡ ἔννοια τῆς Αἰώνιας ἐπιστροφῆς . Ἐπίσης: σ.293, σχ.25.
* Η Λατινικά στό πρωτότυπο: contradictio (νοεῖται: ἐν τοῖς ὅροις).
± Resignation στό πρωτότυπο.
[10]Τέχνη ... ἀντιμηδενιστική δύναμη Ἀπό τούτη καί μόνο τή φράση ἀναιροῦνται ὅσοι συνέδεσαν, ὡς μή ἐδει, τό ὄνομα τοῦ Νίτσε μέ τό φαινόμενο τοῦ Μηδενισμοῦ. Χαρακτηριστική niaiserie αὐτή τῶν θεολόγων, ὅπως θἄγραφε κι ὁ ἴδιος: θαρροῦν ὅτι ὁ «προφήτης κακῶν» προκαλεῖ ὁ ἴδιος ὅσα προλέγει.