Κυριακή 18 Απριλίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΣΟΦΟΚΛΗΣ - Αἴας (284-332)

ΤΕΚ. ἅπαν μαθήσῃ τοὔργον, ὡς κοινωνὸς ὤν.
285 κεῖνος γὰρ ἄκρας νυκτός, ἡνίχ᾽ ἕσπεροι
λαμπτῆρες οὐκέτ᾽ ᾖθον, ἄμφηκες λαβὼν
ἐμαίετ᾽ ἔγχος ἐξόδους ἕρπειν κενάς.
κἀγὼ ᾽πιπλήσσω καὶ λέγω, τί χρῆμα δρᾷς,
Αἴας; τί τήνδ᾽ ἄκλητος οὔθ᾽ ὑπ᾽ ἀγγέλων
290 κληθεὶς ἀφορμᾷς πεῖραν οὔτε του κλύων
σάλπιγγος; ἀλλὰ νῦν γε πᾶς εὕδει στρατός.
ὃ δ᾽ εἶπε πρός με βαί᾽, ἀεὶ δ᾽ ὑμνούμενα·
γύναι, γυναιξὶ κόσμον ἡ σιγὴ φέρει.
κἀγὼ μαθοῦσ᾽ ἔληξ᾽, ὃ δ᾽ ἐσσύθη μόνος.
295 καὶ τὰς ἐκεῖ μὲν οὐκ ἔχω λέγειν πάθας·
ἔσω δ᾽ ἐσῆλθε συνδέτους ἄγων ὁμοῦ
ταύρους, κύνας βοτῆρας, εὔερόν τ᾽ ἄγραν.
καὶ τοὺς μὲν ηὐχένιζε, τοὺς δ᾽ ἄνω τρέπων
ἔσφαζε κἀρράχιζε, τοὺς δὲ δεσμίους
300 ᾐκίζεθ᾽ ὥστε φῶτας ἐν ποίμναις πίτνων.
τέλος δ᾽ ἀπᾴξας διὰ θυρῶν σκιᾷ τινι
λόγους ἀνέσπα τοὺς μὲν Ἀτρειδῶν κάτα,
τοὺς δ᾽ ἀμφ᾽ Ὀδυσσεῖ, συντιθεὶς γέλων πολύν,
ὅσην κατ᾽ αὐτῶν ὕβριν ἐκτείσαιτ᾽ ἰών·
305 κἄπειτ᾽ ἐπᾴξας αὖθις ἐς δόμους πάλιν
ἔμφρων μόλις πως ξὺν χρόνῳ καθίσταται,
καὶ πλῆρες ἄτης ὡς διοπτεύει στέγος,
παίσας κάρα ᾽θώυξεν· ἐν δ᾽ ἐρειπίοις
νεκρῶν ἐρειφθεὶς ἕζετ᾽ ἀρνείου φόνου,
310 κόμην ἀπρὶξ ὄνυξι συλλαβὼν χερί.
καὶ τὸν μὲν ἧστο πλεῖστον ἄφθογγος χρόνον·
ἔπειτ᾽ ἐμοὶ τὰ δείν᾽ ἐπηπείλησ᾽ ἔπη,
εἰ μὴ φανοίην πᾶν τὸ συντυχὸν πάθος,
κἀνήρετ᾽ ἐν τῷ πράγματος κυροῖ ποτε.
315 κἀγώ, φίλοι, δείσασα τοὐξειργασμένον
ἔλεξα πᾶν ὅσονπερ ἐξηπιστάμην.
ὃ δ᾽ εὐθὺς ἐξῴμωξεν οἰμωγὰς λυγράς,
ἃς οὔποτ᾽ αὐτοῦ πρόσθεν εἰσήκουσ᾽ ἐγώ.
πρὸς γὰρ κακοῦ τε καὶ βαρυψύχου γόους
320 τοιούσδ᾽ ἀεί ποτ᾽ ἀνδρὸς ἐξηγεῖτ᾽ ἔχειν·
ἀλλ᾽ ἀψόφητος ὀξέων κωκυμάτων
ὑπεστέναζε ταῦρος ὣς βρυχώμενος.
νῦν δ᾽ ἐν τοιᾷδε κείμενος κακῇ τύχῃ
ἄσιτος ἁνήρ, ἄποτος, ἐν μέσοις βοτοῖς
325 σιδηροκμῆσιν ἥσυχος θακεῖ πεσών.
καὶ δῆλός ἐστιν ὥς τι δρασείων κακόν·
τοιαῦτα γάρ πως καὶ λέγει κὠδύρεται.
ἀλλ᾽, ὦ φίλοι, τούτων γὰρ οὕνεκ᾽ ἐστάλην,
ἀρήξατ᾽ εἰσελθόντες, εἰ δύνασθέ τι.
330 φίλων γὰρ οἱ τοιοίδε νικῶνται λόγοις.
ΧΟ. Τέκμησσα δεινὰ παῖ Τελεύταντος λέγεις
ἡμῖν τὸν ἄνδρα διαπεφοιβάσθαι κακοῖς.

***
ΤΕ. Θα μάθεις όλο το κακό, αφού συμπαραστέκεσαι.
Νύχτα βαθιά, όταν απόβραδα τα φώτα είχαν
σβήσει, αυτός, με δίκοπο σπαθί στο χέρι, γύρευε έξω
να γλιστρήσει, δίχως λόγο. Οπότε εγώ έβαλα τις φωνές :
Τί πας να κάνεις, Αίαντα; έτσι απρόσκλητος, χωρίς κανένα
290 μήνυμα, δίχως ν᾽ ακούσεις σάλπιγγα; για πού αλήθεια
το ᾽βαλες; Αυτήν την ώρα όλος ο στρατός κοιμάται.
Οπότε αυτός απότομα μου είπε εκείνο το γνωστό ρητό:
γυναίκα, στις γυναίκες στολίδι είναι η σιωπή.
Κατάλαβα εγώ και σώπασα, κι εκείνος μόνος
τράβηξε τον δρόμο του. Τί έγινε ωστόσο εκεί, τί έπαθε,
δεν ξέρω εγώ να σου το πω. Γύρισε πάντως μέσα
σέρνοντας σύνδετα βόδια, σκυλιά λαγωνικά
και μαλλιαρά αρνιά.
Άλλα απ᾽ αυτά τους κόβει τον λαιμό, άλλα
τ᾽ αναλαιμίζει και τα σφάζει, κι άλλα, χυμώντας
μέσα στο κοπάδι, τα μαστίγωνε λες κι ήταν
300 οι αιχμάλωτοί του.
Τέλος, έξω πετάχτηκε απ᾽ τη σκηνή, σαν να μιλούσε
σε σκιά, λόγια βαριά ξεστόμιζε, τη μια
προς τους Ατρείδες, στον Οδυσσέα την άλλη,
γελώντας παρανοϊκά, λέγοντας πως τους παίρνει
τη μεγάλη εκδίκηση.
Μετά πηδώντας βρέθηκε μέσα στο στέκι του,
όπου σιγά σιγά ήλθε στα συγκαλά του.
Βλέποντας τότε εκεί τον χώρο του γεμάτο από τα σύνεργα
της άμετρης παραφοράς του, μουγκρίζοντας χτυπούσε
το κεφάλι του, φωνάζοντας· κι έπειτα ερείπιο
σωριάστηκε στα ερείπια μιας φονικής σφαγής,
310 με χέρια και με νύχια τραβώντας το μαλλί του.
Για κάμποσο δεν είπε λέξη· μετά εμένα αγριεμένος
επήρε ν᾽ απειλεί, αν δεν φανέρωνα όλα τα πάθη του,
επίμονα ρωτώντας σε ποιό σημείο βρίσκεται το πράγμα.
Κι εγώ, καλοί μου φίλοι, τρέμοντας, ένα προς ένα
φανέρωσα τα γεγονότα, όσα η ίδια ήξερα.
Οπότε εκείνος έβγαλε τρομερές κραυγές,
όπως ποτέ άλλη φορά δεν άκουσα παρόμοιες.
Γιατί ισχυριζόταν πώς μόνο σ᾽ άνθρωπο δειλό
320 ταιριάζουν γόοι κι οδυρμοί, γι᾽ αυτό και δεν ξεφώνιζε
τον άγριο πόνο του, μόνο βογκούσε υπόκωφα,
μουγκρίζοντας σαν ταύρος.
Τώρα ωστόσο, χωμένος στη βαθιά του συμφορά,
δίχως ψωμί, δίχως νερό, στα ζώα ανάμεσα που έκοψε
με το σπαθί του, άπραγος παραμένει· φαίνεται έργο
σκοτεινό έχει στον νου του, αν κρίνεις απ᾽ τα λόγια του
και τον καημό του.
Αλλά, καλοί μου φίλοι, γι᾽ αυτό είμαι εδώ·
ελάτε μέσα, βοηθήστε, όπως μπορείτε.
Γιατί οι φίλοι σαν κι αυτόν υποχωρούν
330 στων φίλων τους τα λόγια.
ΧΟ. Τέκμησσα, θυγατέρα του Τελεύταντα, μας είπες
λόγια τρομερά, που φανερώνουν πως εκείνος
παραφρόνησε μέσα στη συμφορά του.

Ιστορία της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας: Προς τα νέα ελληνικά

12.11 Η «διόρθωση» της ομιλούμενης γλώσσας και η καθαρεύουσα

Ας δούμε τώρα τη δεύτερη λύση, τη λύση της «διορθωμένης» ομιλούμενης γλώσσας. Η λύση αυτή, που συνδέεται με το όνομα του Αδαμάντιου Κοραή (1743-1833), δεν «ξεγράφει» την ομιλούμενη γλώσσα, όπως έκαναν οι οπαδοί της αρχαΐζουσας, αλλά προτείνει τη «διόρθωση» της: τον «καθαρισμό» της (καθαρεύουσα) από τα τουρκικά, κυρίως, δάνεια, που θυμίζουν τη μακρόχρονη οθωμανική κυριαρχία, και την επανεισαγωγή εν μέρει της αρχαίας γραμματικής και εν μέρει του αρχαίου λεξιλογίου. Έτσι το χτυπώ πρέπει να γίνει κτυπώ, ο φτωχός πτωχός, το στον εις τον, το -όμαστε -όμεθα, ο μεγάλος μέγας, ο ζεστός θερμός, το μυρίζομαι οσφραίνομαι, το λουλούδι (αλβανικής προέλευσης δάνειο) άνθος, το σπρώχνω ωθώ, το μάτι οφθαλμός, το γιατί διότι.

Ήδη θα έχετε παρατηρήσει ότι πολλές από αυτές τις προτάσεις «διόρθωσης» είναι μέρος της καθημερινής μας γλώσσας (π.χ. θερμός, οσφραίνομαι, ωθώ, διότι, άνθος), χωρίς πια να αισθανόμαστε ότι είναι αποτέλεσμα «διόρθωσης». Εδώ φαίνεται καθαρά αυτό που λέγαμε νωρίτερα: ότι οι στάσεις απέναντι στη γλώσσα (και η «διόρθωση», όπως την προτείνει ο Κοραής, είναι μια τέτοια στάση) μπορούν να αλλάξουν τη γλώσσα.

Από την πρόταση του Κοραή θα γεννηθεί η καθαρεύουσα, που θα κυριαρχήσει ως επίσημη μορφή γλώσσας μέχρι το 1976, οπότε αναγνωρίζεται η δημοτική ως η γλώσσα του κράτους. Η καθαρεύουσα θα συμπεριλάβει, όπως είδαμε σε προηγούμενα κεφάλαια, πλήθος δανείων από άλλες γλώσσες, κυρίως τα γαλλικά, για να εκφράσει έννοιες της σύγχρονης εποχής (θυμηθείτε τη λέξη διαμέρισμα που είναι μετάφραση από τα γαλλικά). Θα χρησιμοποιηθούν επίσης λέξεις αρχαιοελληνικής προέλευσης για τον ίδιο λόγο (π.χ. η λέξη εξουσία στη θέση της τουρκικής λέξης ντοβλέτι ή της ιταλικής προέλευσης λέξης γκουβέρνο).

Η Ελληνική Αρχαιότητα: ΙV. ΡΩΜΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ 7. Η ρωμαϊκή ηγεμονία

7.2. Δεν είναι καλό να υπάρχουν πολλοί καίσαρες


Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία άλλαζε ραγδαία. Το πολίτευμά της επέτρεπε τη συνεχή εναλλαγή προσώπων στην εξουσία, περιορίζοντας τις δολοφονίες πολιτικών ηγετών και τους εμφύλιους πολέμους. Είναι απολύτως ενδεικτικό ότι οι στρατηγοί που κατακτούσαν τον ευρύτερο μεσογειακό κόσμο εκλέγονταν για περιορισμένα χρονικά διαστήματα, συνήθως έναν χρόνο, και στη συνέχεια παραχωρούσαν τη θέση τους σε άλλους - ακόμη και για την ίδια στρατιωτική επιχείρηση. Στο μέσον του 1ου αιώνα, ωστόσο, τα δεδομένα είχαν αλλάξει πολύ. Η επικράτεια είχε μεγαλώσει υπερβολικά και για να διοικηθεί χρειαζόταν νέες, πιο συγκεντρωτικές μεθόδους. Οι στρατηγοί όλο και περισσότερο έπαιρναν πρωτοβουλίες για τις ανάγκες των πολέμων τους χωρίς εξουσιοδότηση από τη Ρώμη. Άλλωστε, πολλοί είχαν αποκτήσει τεράστιες προσωπικές περιουσίες, απομυζώντας τις επαρχίες και εκμεταλλευόμενοι τις νίκες τους, και με την επιρροή που ασκούσαν διεκδικούσαν μονιμότερο ρόλο στην πολιτική διακυβέρνηση. Οι παλαιοί θεσμοί και οι ισορροπίες ανάμεσα στις διάφορες κοινωνικές ομάδες της Ρώμης κλονίζονταν ήδη ανεπανόρθωτα. Το 59 τρεις ισχυροί άνδρες αποφάσισαν να συνεργαστούν για να επιβάλουν τις απόψεις τους και να εξασφαλίσουν σταθερή διακυβέρνηση: ο Πομπήιος Μάγνος (όπως επιθυμούσε ο ίδιος να τον αποκαλούν), ο Κράσσος (που είχε καταστείλει την εξέγερση του Σπάρτακου) και ο Ιούλιος Καίσαρας.

Ο Καίσαρας, που θεωρήθηκε ένας από τους μεγαλύτερους στρατηγούς όλων των εποχών -ο Πλούταρχος τον συγκρίνει με τον Αλέξανδρο-, καταγόταν από την αρχαιότερη και επιφανέστερη οικογένεια Ρωμαίων αριστοκρατών. Είχε ανέλθει γρήγορα τις βαθμίδες της πολιτικής και στρατιωτικής ιεραρχίας και είχε πολιτευτεί με αποφασιστικότητα στις συνθήκες των εμφύλιων πολέμων. Μετά τη συμφωνία που πέτυχε με τον Πομπήιο και τον Κράσσο, ανέλαβε να εδραιώσει και να επεκτείνει τη ρωμαϊκή επικράτεια στη Γαλατία. Μέσα σε λίγα χρόνια προσάρτησε τεράστιες εκτάσεις, από τα Πυρηναία έως τον Ρήνο, και έφτασε έως τη Βρετανία - χωρίς ωστόσο να την κατακτήσει. Σύμφωνα με τα υπομνήματά του, που τα επεξεργάστηκε για δημόσια χρήση, είχε επιτύχει τον στόχο του σκοτώνοντας 1.192.000 άνδρες. (Προφανώς δεν μπήκε στον κόπο να καταγράψει τις απώλειες αμάχων, μολονότι γνώριζε ότι, για να υπερασπιστούν την ελευθερία τους, μαζί με τους άνδρες τον είχαν πολεμήσει γυναίκες και παιδιά.) Ανυπολόγιστος ήταν ο αριθμός των δούλων και η ποσότητα χρυσού που εισέρρευσαν στη Ρώμη.

Την εποχή που ο Καίσαρας πολεμούσε ακόμη στη Γαλατία, ο Πομπήιος διοικούσε την Ισπανία. Ο Κράσσος πάλι ανέλαβε να διοικήσει τη Συρία, αλλά εισβάλλοντας στη Μεσοποταμία για να πολεμήσει εναντίον των Πάρθων κατατροπώθηκε, έχασε το μεγαλύτερο μέρος του στρατού του -οι μισοί άνδρες του σκοτώθηκαν και πολλοί άλλοι υποδουλώθηκαν- αλλά και την ίδια του τη ζωή στο πεδίο της μάχης.

Με τον θάνατο του Κράσσου ο Καίσαρας αποξενώθηκε από τον Πομπήιο και σύντομα βρέθηκε σε ανοιχτή σύγκρουση μαζί του. Καθώς δεν μπορούσε να ελέγξει τις πολιτικές εξελίξεις στη Ρώμη, επέλεξε την οδό του εμφύλιου πολέμου, διάβηκε τον ποταμό Ρουβίκωνα στη βόρεια Ιταλία, ο οποίος όριζε την επικράτεια που διοικούσε, και κατευθύνθηκε προς την πρωτεύουσα. Με τις υπέρτερες δυνάμεις του και την αποφασιστικότητά του υποχρέωσε τον Πομπήιο να καταφύγει στην Ελλάδα. Δεν διέθετε ωστόσο στόλο για να τον καταδιώξει και του έδωσε έτσι την ευκαιρία να συγκεντρώσει νέο στρατό. Μέσα σε ελάχιστο διάστημα, πάντως, κυριάρχησε στην Ισπανία, εκδιώκοντας τους αντιπάλους του. Τον επόμενο χρόνο ήταν σε θέση να βαδίσει εναντίον του Πομπήιου.

Η αναμέτρηση κρίθηκε το 48 στη Φάρσαλο της Θεσσαλίας, όπου ο Καίσαρας νίκησε τον νόμιμο στρατό της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας. Στο μεταξύ πολλές ελληνικές πόλεις είχαν υποχρεωθεί να πάρουν θέση σε έναν ρωμαϊκό εμφύλιο πόλεμο που δεν τις αφορούσε καθόλου. Η Αθήνα είχε την ατυχία να ταχθεί με το μέρος του Πομπήιου. Το ευτύχημα ήταν ότι ο Καίσαρας προτίμησε να δείξει επιείκεια, όπως το συνήθιζε συχνά (και ειδικώς στους Αθηναίους, για χάρη, όπως είπε, των προγόνων τους). Άφησε επίσης ελεύθερο το έθνος των Θεσσαλών - όποιο και αν ήταν το ακριβές νόημα της ελευθερίας στις συγκεκριμένες συνθήκες. Η Κόρινθος ήταν μια από τις πόλεις που ευνοήθηκαν περισσότερο, εφόσον ανοικοδομήθηκε και ανέκτησε τη θέση που είχε ως σταθμός επικοινωνίας ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση. Την ίδια χρονιά ανοικοδομήθηκε άλλωστε και η Καρχηδόνα, που είχε καταστραφεί μαζί της.

Ηττημένος ο Πομπήιος κατέφυγε με την οικογένειά του στην Αίγυπτο, χωρίς στρατό και προσωπικούς υπηρέτες. Είχε την πρόθεση να ζητήσει προστασία από τον ανήλικο βασιλιά Πτολεμαίο ΙΓ', τον οποίο είχε άλλοτε ευεργετήσει. Στο πλοίο που τον μετέφερε ετοίμαζε μάλιστα και ελληνικό λόγο που θα εκφωνούσε για την περίσταση. Αλλά πριν ταπεινωθεί μπροστά σε έναν έτσι και αλλιώς ανίσχυρο ηγεμόνα, δολοφονήθηκε από τους βασιλικούς συμβούλους. Στη μεγαλύτερή του ακμή ορισμένοι τον παρομοίαζαν με τον Αλέξανδρο, καθώς 45 ετών είχε αξιωθεί τρεις θριάμβους στη Ρώμη. (Οι φίλοι του έκρυβαν την ηλικία του για να κάνουν τη σύγκριση πειστικότερη.)

Ο Καίσαρας έφτασε στην Αλεξάνδρεια, όπου βρέθηκε αναμεμειγμένος στις δυναστικές έριδες, καθώς ο Πτολεμαίος ΙΓ' Θεός Φιλοπάτωρ (51-47) βρισκόταν σε πόλεμο με την αδελφή και σύζυγό του Κλεοπάτρα Ζ' (51-30). Για να σωθεί, έβαλε φωτιά στα πλοία που τον πολιορκούσαν, με αποτέλεσμα να πυρποληθούν και αποθήκες, όπου φυλαγόταν μεγάλος όγκος βιβλίων - ορισμένοι πίστεψαν ότι έτσι καταστράφηκε η ιστορική βιβλιοθήκη της πόλης. Επιπλέον, ερωτεύτηκε την Κλεοπάτρα, την οποία εδραίωσε στον θρόνο.

Η Κλεοπάτρα, καθώς λεγόταν, ήταν το πρώτο μέλος του οίκου των Πτολεμαίων που έμαθε αιγυπτιακά. Μετά από τον θάνατο του Πτολεμαίου ΙΓ', παντρεύτηκε τον μικρότερο αδελφό της Πτολεμαίο ΙΔ' (47-44), τον οποίο ωστόσο δολοφόνησε για να παραμείνει μόνη της στην εξουσία. Με τον Καίσαρα απέκτησε έναν γιο. Τον ονόμασε Καισαρίωνα.

Υποτάσσοντας μέσα σε λίγες ώρες τον στρατό του Φαρνάκη στην Κριμαία, που προσπαθούσε να ανασυστήσει το Ποντιακό βασίλειο του πατέρα του Μιθριδάτη, ο Καίσαρας επέστρεψε στην Ιταλία, καταργώντας ουσιαστικά το παραδοσιακό πολίτευμα. Του απέμεναν ωστόσο λίγες ακόμη μάχες στην Αφρική και την Ισπανία έως ότου το 44 αναγορεύτηκε ισόβιος δικτάτορας. Η εξέλιξη αυτή προκάλεσε την οργή των αριστοκρατών, που επιθυμούσαν την επάνοδο στην παλαιά Δημοκρατία. Εναντίον του συνωμότησαν 60 άνδρες και τον δολοφόνησαν μπροστά στο άγαλμα του Πομπήιου με 23 μαχαιριές. Ήταν 56 ετών και θα πρέπει να πίστευε πια ότι, έστω και κάπως καθυστερημένα σε ηλικία, είχε συναγωνιστεί επάξια τον Αλέξανδρο που θαύμαζε.

Η δολοφονία του Καίσαρα οδήγησε σε νέα περίοδο αστάθειας και εμφύλιων πολέμων. Ορισμένοι επιχείρησαν να επαναφέρουν την παραδοσιακή Δημοκρατία, αλλά τρεις ισχυροί άνδρες κατάφεραν να συνεργαστούν μεταξύ τους διεκδικώντας την κληρονομιά του Καίσαρα. Ο ένας ήταν ο δεκαεννιάχρονος εγγονός της αδελφής του και θετός γιος του, ο Γάιος Οκτάβιος, που μετά την υιοθεσία πήρε το όνομα Γάιος Ιούλιος Καίσαρ Οκταβιανός (αλλά έμεινε γνωστός με τον τίτλο του Αυγούστου)· ο δεύτερος, ο ύπατος Μάρκος Αντώνιος· και ο τρίτος, ο Μάρκος Αιμίλιος Λέπιδος. Μια από τις βασικές επιδιώξεις της τριανδρίας ήταν η εξόντωση των δολοφόνων του Καίσαρα, που ήταν όλοι πολιτικοί τους αντίπαλοι. Η απόλυτη επικράτησή τους επιτεύχθηκε με στρατιωτική νίκη το 42 στους Φιλίππους της Μακεδονίας - σε μία ακόμη περιοχή που δεν είχε καμία ανάμειξη στη ρωμαϊκή αναμέτρηση και κανένα συμφέρον από το αποτέλεσμά της. Μετά τη νίκη οι ανταγωνισμοί του Οκταβιανού και του Μάρκου Αντώνιου έγιναν έντονοι. Συμφωνήθηκε έτσι να αναλάβει ο πρώτος το δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας και ο δεύτερος το ανατολικό. Ο Λέπιδος αρκέστηκε στην Αφρική, αλλά σε λίγα χρόνια εκτοπίστηκε τελείως.

Ο Αντώνιος εδραίωσε τη ρωμαϊκή εξουσία πολεμώντας εναντίον των Πάρθων και εκθρονίζοντας τον υποτελή βασιλιά της Αρμενίας. Την επαρχία της Ιουδαίας την παραχώρησε στον Ηρώδη, τον επονομαζόμενο Μέγα, που ανέλαβε να τη διοικήσει ως υποτελής βασιλιάς. Ο ίδιος εγκαταστάθηκε στην Αλεξάνδρεια, όπου συνδέθηκε με την Κλεοπάτρα και απέκτησε μαζί της τρία παιδιά. Ευνοώντας υπερβολικά για τα ρωμαϊκά δεδομένα το πτολεμαϊκό βασίλειο, μοίρασε τίτλους στα παιδιά της Κλεοπάτρας, ενώ ο ίδιος αναδεικνυόταν σε ένα είδος ηγεμόνα της Ανατολής. Η συμπεριφορά του έδωσε τη δικαιολογία στον Οκταβιανό να του κηρύξει πόλεμο, που για μία ακόμη φορά διεξήχθη σε ελληνικό έδαφος. Το 31, με μια συντριπτική ναυτική νίκη στο Άκτιο, ο Οκταβιανός υποχρέωσε τον Αντώνιο και την Κλεοπάτρα να καταφύγουν στην Αίγυπτο. Έναν χρόνο αργότερα τους καταδίωξε και τους οδήγησε σε αυτοκτονία. Μια από τις πρώτες του ενέργειες ήταν να σκοτώσει τον γιο της Κλεοπάτρας και του Καίσαρα. «Δεν είναι καλό να υπάρχουν πολλοί καίσαρες», τον συμβούλεψε ένας Έλληνας φιλόσοφος, παραφράζοντας γνωστό ομηρικό στίχο (Οὐκ ἀγαθὸν πολυκαισαρίη/πολυκοιρανίη). Καθώς η Αίγυπτος, το τελευταίο μεγάλο ελληνιστικό βασίλειο που παρέμενε τυπικά ανεξάρτητο, έγινε κτήμα του ρωμαϊκού λαού, ο Οκταβιανός απέμεινε κυρίαρχος όλης της αυτοκρατορίας, με αδιαφιλονίκητο κύρος και ασυναγώνιστη εξουσία. Στο εξής τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία έμελλε να διοικήσουν ως διάδοχοί του αυτοκράτορες, με μικρή μόνο συμβολή της Συγκλήτου.

Από το 27 η Ελλάδα οργανώθηκε ως ρωμαϊκή επαρχία με την επωνυμία Αχαΐα και έδρα την Κόρινθο. Στην επαρχία αυτή περιλαμβάνονταν οι περιοχές της Ηπείρου, τα νησιά του Ιονίου και οι Κυκλάδες. Μια νέα πόλη ιδρύθηκε, η Νικόπολη, με κατοίκους από την Ακαρνανία και την Αιτωλία, για να τιμηθεί η νίκη του Οκταβιανού στο Άκτιο, ενώ η Πάτρα αναδείχθηκε σε σημαντικό λιμάνι, στο οποίο υποχρεώθηκε να συγκεντρωθεί πληθυσμός από την Αχαΐα. Ευνοημένη βρέθηκε και η Σπάρτη, ενώ η Αθήνα μπορούσε μόνο να υπερηφανεύεται ότι ακόμη και ο Οκταβιανός μυήθηκε στα Ελευσίνια μυστήρια. Οι υπόλοιπες ελληνικές πόλεις που είχαν διαδραματίσει σημαντικό ρόλο τους προηγούμενους αιώνες περιέπεσαν σε οικονομική παρακμή.

Για πρώτη φορά στην ιστορία τους, όλοι σχεδόν οι Έλληνες βρέθηκαν να κατοικούν στην ίδια πολιτική επικράτεια. Με τη βία αλλά και με τη διπλωματία, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία τούς ένωσε με τρόπο που ουδέποτε είχαν διανοηθεί από μόνοι τους. Ακόμη και ο Αλέξανδρος στη μεγαλύτερη ακμή του δεν είχε θεωρήσει ότι όλες οι ελληνικές πόλεις που κατακτούσε γίνονταν τμήματα του βασιλείου του. Άλλωστε, δεν είχε ποτέ πλησιάσει όσες βρίσκονταν στη Δύση. Με τη ρωμαϊκή κυριαρχία, οι πόλεμοι μεταξύ των Ελλήνων σταμάτησαν και οι διαφορές επιλύονταν κατά κανόνα με διαιτησία. Η προστασία, όση υπήρχε, από επιδρομές βαρβάρων και πειρατές ήταν πρωτίστως υπόθεση των Ρωμαίων κατακτητών.

Η συνένωση των Ελλήνων είχε γίνει με πολύ μεγάλο κόστος. Οι νεκροί των πολέμων και η συνακόλουθη εξόντωση άμαχου πληθυσμού στις αναμετρήσεις με τους Ρωμαίους ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο. Οι καταστροφές και οι υλικές φθορές των πόλεων και του πολιτισμού τους ήταν ανυπολόγιστες. Οι θησαυροί και τα έργα τέχνης, ακόμη και των ναών ή των ιερών, λεηλατήθηκαν. Ύστερα από κάθε μεγάλη ήττα, οι Έλληνες καλούνταν να καταβάλουν υπέρογκες αποζημιώσεις και στη συνέχεια φόρους. Οδυνηρότερη ήταν πάντως η αυθαίρετη αφαίμαξη των Ελλήνων από τους Ρωμαίους στρατηγούς και διοικητές. Πολλοί έβρισκαν την ευκαιρία να πλουτίζουν μέσα σε σύντομα διαστήματα και να αποζημιώνουν τους στρατιώτες τους με τρόπους που θεωρούνταν παράνομοι και καταχρηστικοί ακόμη και με τα ρωμαϊκά μέτρα.

Οι περισσότερες ελληνικές πόλεις και τα ελληνιστικά βασίλεια έχασαν πολύ μεγάλο μέρος του πλούτου τους. Επιπλέον, στερήθηκαν τη δυνατότητα να τον ξαναδημιουργήσουν. Οι μεγάλες μάζες των αγροτών, όσες ζούσαν από αιώνες στα όρια της επιβίωσης, κατέβαλλαν κυρίως ως φόρο το αίμα τους και το αίμα των παιδιών τους. Η υλική φθορά αφορούσε πρωτίστως τις ανώτερες τάξεις, όσες είχαν την οικονομική δυνατότητα να πληρώνουν και να εξαγοράζουν.

Υπήρχαν πάντως και ορισμένοι Έλληνες που ευνοήθηκαν από τη νέα τάξη. Οι Ρωμαίοι κατήργησαν όλους τους πολιτικούς μηχανισμούς άμυνας της μεγάλης μάζας των πολιτών: των φτωχών και αυτών με μεσαία εισοδήματα· δηλαδή τα πολιτεύματα που επιτύγχαναν ισορροπίες ανάμεσα στις κοινωνικές ομάδες και εξασφάλιζαν ευημερία στις πόλεις. Έτσι, στο εσωτερικό του ελληνικού κόσμου οι κοινωνικές εντάσεις ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς οξύνθηκαν. Αλλά οι ρωμαϊκές αρχές έρχονταν πάντα αρωγοί των πλουσιοτέρων, καταπνίγοντας κάθε κίνηση εξέγερσης. Οι Ρωμαίοι, μάλιστα, ανέπτυξαν θερμές σχέσεις με ορισμένους Έλληνες που συνεργάστηκαν πρόθυμα ή πρόσφεραν υπηρεσίες στους κατακτητές, παρέχοντας επιλεκτικώς ακόμη και το πολύτιμο δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη. Σε όλη την επικράτεια υπήρχαν ορισμένοι άνδρες οι οποίοι, χωρίς να χάνουν τα δικαιώματά τους στις πόλεις καταγωγής τους, ήταν ταυτοχρόνως και πολίτες της Ρώμης. Το μεγαλύτερο προνόμιό τους ήταν μια διακριτή και ευνοϊκή δικαστική μεταχείριση. Κανένας δεν είχε την άδεια να τους υποβάλει σε βασανιστήρια, ενώ τη θανατική τους καταδίκη μπορούσε να επιβάλει μόνο ο αυτοκράτορας - και πάντα με το σπαθί, όχι με τους ατιμωτικούς τρόπους που γίνονταν πλέον συνήθεις.

Το δίκιο σου να το ζητάς κι ας είναι δύσκολο να το βρεις

Το δίκιο σου να το ζητάς. Κι ας είναι δύσκολο να επιβληθείς. Ας μη βοηθούν ούτε οι συνθήκες, ούτε κι ο χαρακτήρας σου. Να το ζητάς και να παλεύεις γι’ αυτό. Να το διεκδικείς σαν να κρέμονται τα πάντα από αυτό. Κι αλήθεια κρέμονται.

Το δίκιο σου είναι η ζωή σου. Είναι η πορεία σου κι ο αυτοσεβασμός σου. Μην τα χαρίζεις στους άλλους. Μη λες “δε βαριέσαι, θα αντέξω”. Ναι, μπορεί να αντέξεις. Γιατί όμως να μπεις σε αυτή τη διαδικασία;

Ξέρω, δε σου αρέσουν οι καυγάδες, δε θέλεις τις εντάσεις. Μα δεν μπορείς να αφήνεις να σε πατούν. Δεν επιτρέπεται να το κάνεις. Πάψε να σφίγγεις τα δόντια κάθε φορά που σε αδικούν. Πάψε να σωπαίνεις. Πάψε πια να σκύβεις το κεφάλι και να λες μέσα σου ότι δεν πειράζει.

Πειράζει γαμώτο! Πειράζει να μη σε υπολογίζουν. Πειράζει να σου στερούν ό,τι σου ανήκει. Πειράζει να σε υποτιμούν, να σε αγνοούν, να σε υποβιβάζουν. Πρέπει να σε πειράζει και επιβάλλεται να ζητάς το δίκιο σου. Γιατί απλούστατα κανείς άλλος δε θα το κάνει στη θέση σου.

Ό,τι κι αν λένε οι γύρω, την κρίσιμη ώρα κανείς δε θα βάλει πλάτη για σένα. Μπορεί να σου χτυπήσουν τρυφερά, καθησυχαστικά την πλάτη και να σου πουν “μη σκας, θα περάσει”. Κι ύστερα να περάσουν κι αυτοί. Μπορεί να ακούσεις και καμιά χλιαρή υπεράσπιση. Αλλά πόνο θα πρέπει να δώσεις εσύ.

Μη μείνεις σκυφτός. Μην αφήσεις τη ζωή σου σε χέρια άλλων. Πάλεψε για το δίκιο σου ό,τι κι αν αυτό αφορά. Είναι δικό σου, σου ανήκει.

Είναι η ζωή σου που να πάρει και δεν πρέπει να τη χαραμίζεις. Δείξε σθένος, δείξε δύναμη, δείξε θάρρος. Άνοιξε το στόμα σου και διεκδίκησε. Κράτα τη ζωή σου στα χέρια σου και πάλεψε για δαύτην. Κι ας μην τα καταφέρνεις πάντα. Ας μην μπορείς κάποιες φορές να είσαι ο νικητής. Δε θα είσαι όμως και χαμένος.

Και μέσα σου θα τα έχεις όλα ήρεμα. Θα έχεις αγωνιστεί για όσα ζητάς, για όσα δικαιούσαι, για όσα θέλεις ή είναι δικά σου. Κι ας χάσεις μια μάχη. Τι πειράζει;

Ο πόλεμος για τη ζωή σου είναι σε εξέλιξη κι εσύ μάχεσαι για το καλύτερο. Αυτό να σκέφτεσαι και να συνεχίζεις…

Η ΥΠΑΡΞΗ ΤΟΥ ΨΥΧΡΟΥ ΣΗΜΕΙΟΥ ΙΣΩΣ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ ΠΑΡΑΛΛΗΛΩΝ ΣΥΜΠΑΝΤΩΝ

Τα τελευταία στοιχεία για την ύπαρξη παράλληλων κόσμων (πολυσύμπαν) προέρχονται από τη Βασιλική Αστρονομική Εταιρεία της Μ. Βρετανίας (και συγκεκριμένα από τους Ρουάρι Μακένζι και Τομ Σανκς, του Πανεπιστημίου του Ντάρχαμ) ,που πρόσφατα δημοσίευσε μελέτη πάνω στο αποκαλούμενο «Ψυχρό Σημείο» (Cold Spot). Πρόκειται για μια ιδιαίτερα ψυχρή περιοχή στο Διάστημα η οποία γίνεται αντιληπτή μέσω της ακτινοβολίας που εξέπεμψε ο σχηματισμός του Σύμπαντος πάνω από 13 δισ. χρόνια πριν.

Όπως αναφέρεται σε δημοσίευμα του Guardian, το Ψυχρό Σημείο είχε εντοπιστεί αρχικά από τον δορυφόρο WMAP της NASA το 2004, και η ύπαρξή του επιβεβαιώθηκε από την αποστολή Planck της ESA το 2013. Πρόκειται για ένα πολύ παράδοξο φαινόμενο: Οι περισσότεροι αστρονόμοι και κοσμολόγοι θεωρούν ότι είναι μάλλον απίθανο να έχει προέλθει από τη γένεση του σύμπαντος, καθώς είναι μαθηματικά δύσκολο να εξηγηθεί βάσει της θεωρίας της διαστολής του σύμπαντος. Σύμφωνα με τη νέα αυτή θεωρία, αποκλείεται μία από τις τελευταίες εξηγήσεις που είχαν προταθεί- το ότι το Ψυχρό Σημείο είναι μια οπτική ψευδαίσθηση που παράγεται από μια έλλειψη παρεμβαλλόμενων γαλαξιών. Ειδικότερα, όπως διαπιστώθηκε, η περιοχή αυτή χωρίζεται σε μικρά κενά, τα οποία περιτριγυρίζονται από συμπλέγματα γαλαξιών. Αυτή η δομή, που παραπέμπει σε «φυσαλίδα», θυμίζει πολύ το υπόλοιπο σύμπαν.

Το κλειδί για την ανακάλυψη της ύπαρξης του πολυ-σύμπαντος είναι το λεγόμενο "cold spot" που εντοπίζεται στο υπόβαθρο της κοσμικής ακτινοβολίας και ίσως αποτελεί το στοιχείο που αναδεικνύει πως κάποτε το σύμπαν στο οποίο ζούμε συγκρούστηκε με άλλο παράλληλο.

Η κοσμική ακτονοβολία, κατάλοιπο κατά κάποιο τρόπο του Big Bang καλύπτει το σύνολο του διαστήματος και φαίνεται πως βρίσκεται σε θερμοκρασία 2,73 βαθμών (ή -270,43 βαθμών Κελσίου). Ωστόσο, οι επιστήμονες έχουν από καιρό παρατηρήσει μια ανωμαλία στη θερμοκρασία αυτή της κοσμικής ακτινοβολίας. Έτσι, το επονομαζόμενο cold spot, είναι σημεία της κοσμικής ακτινοβολίας όπου η θερμοκρασία είναι 0.00015 βαθμούς χαμηλότερη.

Μέχρι πρότινος η εξήγηση γι' αυτό ήθελε την ύπαρξη ενός τεράστιου κενού, δισεκατομμύρια έτη φωτός μακριά. Αν πράγματι υπάρχει αυτό το υπερ-κενό, τότε η πιθανότητα να εμφανίζεται το "κρύο σημείο" φαίνεται πως αποδίδεται στον παράγοντα τύχη. Ο καθηγητής Τομ Σανκς ωστόσο, που διεξήγαγε έρευνα σε 7.000 γαλαξίες δεν εντόπισε κανένα ίχνος ενός τέτοιου υπερ-κενού.

Ένας από τους ερευνητές, ο καθηγητής Τομ Σανκς του Πανεπιστημίου του Ντάρχαμ, είπε πως «δεν μπορούμε να αποκλείσουμε εντελώς το ενδεχόμενο το Σημείο να προκαλείται από μια ασυνήθιστη διακύμανση, η οποία εξηγείται από την καθιερωμένη [θεωρία του Big Bang]. Αλλά αν αυτή δεν είναι η απάντηση, τότε υπάρχουν πιο εξωτικές εξηγήσεις. Ίσως η πιο συναρπαστική από αυτές να είναι πως το Ψυχρό Σημείο να προκλήθηκε από μια σύγκρουση μεταξύ του σύμπαντός μας και ενός άλλου σύμπαντος- φυσαλίδας. Αν περαιτέρω, πιο αναλυτική μελέτη...αποδείξει πως ισχύει κάτι τέτοιο, τότε το Ψυχρό Σημείο ίσως να εκληφθεί ως την πρώτη απόδειξη περί πολυσύμπαντος».

Ωστόσο, όπως αναφέρεται στο δημοσίευμα του Guardian, αποτελεί ειρωνεία το ότι, εάν υπάρχει όντως το πολυσύμπαν, τότε οι επιστήμονες θα πρέπει να αποδεχτούν ότι ο απώτερος στόχος της Φυσικής- το να εξηγήσει γιατί το σύμπαν είναι όπως είναι- θα είναι για πάντα μη επιτεύξιμος. Ο σκοπός της Φυσικής είναι να εξηγήσει τον λόγο που το σύμπαν μας έχει τη μορφή που έχει. Για να το κάνει αυτό, θα πρέπει να εξηγήσει γιατί συγκεκριμένα θεμελιώδη μεγέθη έχουν τις τιμές που έχουν, πχ η ταχύτητα του φωτός, η μάζα του ηλεκτρονίου κ.α. Ωστόσο, εάν υπάρχει πολυσύμπαν, τότε αυτό θα ήταν αδύνατο, καθώς, όπως υπάρχουν άπειρα παρόμοια, αλλά ελαφρώς διαφορετικά, σύμπαντα, θα υπάρχουν επίσης και άπειρα όπου οι νόμοι της Φυσικής είναι διαφορετικοί.

Η Συνείδηση σαν Πραγματικότητα

Το πιο κοντινό, το πιο προσιτό σε μας, στην ύπαρξή μας (η ίδια η ουσία της ύπαρξής μας στην πραγματικότητα), είναι η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ. Έχουμε Συνείδηση ότι υπάρχουμε, έχουμε Συνείδηση ότι υπάρχουμε μέσα σε ένα «χώρο» κι αντιδρούμε μέσα σε αυτόν τον χώρο. Έχουμε Συνείδηση ότι είμαστε κάτι συγκεκριμένο (με κάποιες ιδιότητες) σε αυτό τον «χώρο» και σε αυτή την «ύπαρξη».

ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ λοιπόν, Αντίληψη και Εγώ (με συγκεκριμένες ιδιότητες) υπάρχουν πρώτα από όλα, όλα τα άλλα ακολουθούν. Ο προβληματισμός για το τι είναι ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ, τι σχέση έχει με το επιφαινόμενο της ύπαρξης, την ύλη, κλπ., είναι μετασκέψη, ακολουθεί. Αν θέλουμε λοιπόν να αντιληφθούμε την Πραγματικότητα, την πραγματική μας ύπαρξη, την πραγματική μας ουσία, αυτό που είμαστε πραγματικά, θα πρέπει να το κάνουμε μέσω της ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ, βιώνοντας άμεσα την ύπαρξη κι όχι μέσω της μετασκέψης. Πως μπορεί να γίνει αυτό;

Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ είδαμε ότι είναι Συνείδηση, Αντίληψη, Εγώ. Στην πραγματικότητα αυτά τα τρία είναι Ένα. Τα όντα όμως σε αυτόν τον χωρόχρονο τα αντιλαμβάνονται είτε σαν τρεις ταυτόχρονες λειτουργίες, είτε σαν διαδοχικές διαδικασίες. Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ σαν ΕΙΝΑΙ Είναι ένας Απέραντος Ωκεανός Ύπαρξης. Η Αντίληψη μπορεί να αγκαλιάζει το Σύνολο της Ύπαρξης κι είναι τότε Καθαρή Αντίληψη ή να περιορίζεται σε κάτι ιδιαίτερο και γίνεται Εγώ. Το Εγώ δεν είναι παρά μία μικρή προβολή του ΕΙΝΑΙ στην επιφάνεια, στις ιδιότητες. Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ πρέπει να στραφεί προς το ΕΙΝΑΙ, πέραν ακόμα και της Αντίληψης για να συλλάβει την Πραγματικότητά Της. Η Αντίληψη είναι μία φυσική ικανότητα. Το περιεχόμενο της Αντίληψης (το Εγώ) είναι ένα σύνολο από ιδιαίτερες αντιλήψεις, που μας απορροφούν σε μία ιδιαίτερη ζωή. Απορρίπτοντας όλες τις ιδιαίτερες αντιλήψεις, απορρίπτοντας την ίδια την Αντίληψη νοιώθουμε το Βάθος, το ΕΙΝΑΙ, Άπειρο, Αιώνιο, χωρίς καμία ιδιότητα, το Απόλυτο.

Ένας από τους μεγαλύτερους ψυχολόγους του περασμένου αιώνα, ο Καρλ Γιούγκ, θεωρούσε ότι η Πραγματική Ουσία είναι Ένα Παγκόσμιο Ασυνείδητο, Ένας Ωκεανός Ασυνείδητης Ύπαρξης κι ότι το Εγώ δεν είναι παρά μία επιφανειακή προβολή, ένα σύμπλεγμα από ορισμένες αντιλήψεις και συμπεριφορές. Η Ουσία είναι το Βάθος κι όχι το Εγώ. Με αυτή την έννοια το Παγκόσμιο Ασυνείδητο Είναι Μία Ύπαρξη πέρα από το περιορισμένο ον. Το Παγκόσμιο περιέχει το Εγώ κι όχι το αντίθετο. Για τον Γιούγκ το Ασυνείδητο δεν είναι μέρος του Εγώ, όπως θεωρούσαν οι άλλοι σύγχρονοι ψυχολόγοι. Ο Γιούγκ είχε κάνει μία πλήρη αντιστροφή στις ψυχολογικές αντιλήψεις του περασμένου αιώνα. Το ότι τον κατηγόρησαν για μυστικιστή ήταν μάλλον τιμή κι όχι μομφή.

Όπως και να έχει από την Συσχέτιση ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ-Εγώ προκύπτουν κάποιες σχέσεις, προσδιορίζεται μία θέση και σκιαγραφείται κάποιος προορισμός. Για να βρούμε την Ουσία της Ύπαρξης, να Βιώσουμε την Ουσία της Ύπαρξης, πρέπει να στραφούμε στο Βάθος κι όχι στις επιφανειακές λειτουργίες και δραστηριότητες. Αυτή η Διαδικασία (που στην πραγματικότητα είναι το τέλος των διαδικασιών, στα πλαίσια της ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ), τελείως απλή, τελείως φυσική, χωρίς προσπάθεια, είναι ο Δρόμος της Ζωής. Στις θρησκείες είναι η Μυστική Οδός, ο Διαλογισμός, η Πνευματική Άσκηση, κλπ. Η Βίωση του Βάθους του ΕΙΝΑΙ, της Ύπαρξης, δεν είναι διαδικασία, όπως είπαμε, αλλά το τέλος των διαδικασιών της εξωτερικής αντίληψης, των εσωτερικών διαδικασιών του Εγώ, της Ίδιας της Αντίληψης σαν Παγκόσμιας Ύπαρξης, η εγκατάλειψη όλων των διαδικασιών για να αναδυθεί το ΑΠΕΙΡΟ ΕΙΝΑΙ. Θα δούμε πως γίνεται αυτό.

Ζήσε έτσι ώστε να μην μετανιώσεις ποτέ

Κάποια στιγμή, θα μετανιώσεις…
που δεν παραιτήθηκες από μια δουλειά κόλαση…

Άξιζαν τόσα χρόνια ψυχολογικής πίεσης;
θα μετανιώσεις… που σε απασχολούσε τόσο πολύ η γνώμη των άλλων…

Άξιζε τόσο πολύ το τι θα πει ο κόσμος, εις βάρος του τι γούσταρες εσύ;
θα μετανιώσεις… που δεν καταλάβαινες πόσο όμορφος ήσουν…

Άξιζε τόση ανασφάλεια που σε έτρωγε;
θα μετανιώσεις… που δεν υπερασπίστηκες τον εαυτό σου όταν έπρεπε…

Άξιζε τόση κακομεταχείριση;
θα μετανιώσεις… που έβαλες στην άκρη τα όνειρά σου, για τους άλλους…

Άξιζε να είσαι θεατής της ζωής σου που κυλά;
θα μετανιώσεις…που δούλευες τόσες πολλές ώρες…

Άξιζε τόσος πολύ μόχθος, εις βάρος των ανθρώπινων στιγμών;
θα μετανιώσεις… που δεν ρίσκαρες όσο μπορούσες…

Άξιζε τόση πολλή συστολή; τι καλό σου προσέφερε;
θα μετανιώσεις… που άφησες το άγχος να τρομοκρατεί το μέλλον σου…

Άξιζε τόσος πολύς φόβος, χάνοντας την στιγμή σου, το παρόν σου;
θα μετανιώσεις… που δεν τόλμησες να δείξεις στους ανθρώπους σου, πόσο τους αγαπάς.

Άξιζε τόσος πολύς εγωισμός;

Γι’ αυτό, καλό μου,

Μην μετανιώσεις. Κάποια στιγμή. Στα βαθειά γεράματα.

Που ίσως δεν έρθουν και ποτέ…

Κάνε τώρα, αυτό που αναβάλλεις για αύριο.

Η ΓΕΛΟΙΟΤΗTA ΤΟΥ «ΕΥΗΜΕΡΙΣΜΟΥ»

O γράφων, έχει υπογραμμίσει κατ’ επανάληψη ότι το μεγαλείο της πατρογονικής μας Κοσμοθεάσεως και Θεολογίας υπήρξε τέτοιο, που καθιστά παντελώς αδύνατο το να γίνουν αυτές κατανοητές, ή έστω απλώς να προσεγγισθούν στο ελάχιστο, από καρδιές και μυαλά που επιμένουν ν’ αντικρύζουν τον Κόσμο μέσα από τις παραμορφωτικές διόπτρες τής σε απελπιστικό βαθμό ρηχής και δυϊστικής μονοθεϊστικής πλάνης. Θα ήταν συνεπώς βαρετό, ή ίσως και ανούσιο, το να επαναλάβει κι εδώ κάτι τέτοιο. Ωστόσο ο γράφων θεωρεί, ότι με αυτήν αποκλειστικά την πολύ σημαντική υπογράμμιση, εδώ βέβαια με τρόπο φευγαλέο, θα ήταν πρέπον, αν όχι απαραίτητο, να ξεκινήσει αυτό το κείμενο. 

Γιατί όταν μιλάμε για τους Έλληνες Θεούς, οφείλουμε προηγουμένως να γνωρίζουμε πολύ καλά για τι ακριβώς μιλάμε, όπως και να γνωρίζουμε επίσης ότι άβυσσος πνευματικής, φαντασιακής και αντιληπτικής διαφοράς χωρίζει τον σημερινό «μέσο» υπήκοο (υπακούοντα) της Παγκοσμίου Ιερουσαλήμ από τους αυθεντικούς, και γι’ αυτήν ακριβώς την ιδιότητά τους μοναδικούς στην ανθρώπινη Ιστορία, θρησκευτές του Ολυμπίου Πανθέου. Και είναι τέτοια η θεολογική και φιλοσοφική υπεροχή της Ελληνικής Θρησκείας / Κοσμοαντιλήψεως για όσους τολμούν ελεύθερα και ανεξίθρησκα να την παραβάλουν με την οποιαδήποτε γνωστή άλλη, ώστε ο άτυχος Welcker, με το μυαλό του εμφανώς ποτισμένο από τη μονοθεϊστική προπαγάνδα και φυσικά ΑΓΝΟΩΝΤΑΣ ποιός είναι τελικά ο αληθινός θεολογικός και φιλοσοφικός ορισμός του λεγομένου «Μονοθεϊσμού» (που φυσικά δεν έχει να κάνει με τον αριθμό των Θεών αλλά με τη θέση τους –μέσα στον ή έξω από τον Κόσμο), κατέληξε στο να υποθέσει πως κάπου στην... «απώτατη» (...) αρχαιότητα οι Έλληνες έπρεπε να ήσαν σίγουρα... (τι άλλο;) μονοθεϊστές (!!)

Μιλώντας λοιπόν για κακή, κάκιστη γνώση του Ελληνικού Θείου, ή ακόμη και για κακή «πιο γενική» αντίληψη περί αυτού, κρίνεται σκόπιμο από τον γράφοντα να γίνει εδώ μία διεξοδική αναφορά στην κατ’εξοχήν κι εμφανώς μεθοδευόμενη στις πονηρές ημέρες μας παραμόρφωση της εικόνας του, που δεν είναι άλλη από την βλακωδέστατη (αλλά όλως περιέργως υπερεπίμονη!) παρουσίαση των Πατρώων Θεών σαν τάχα ένδοξων ηγεμόνων κάποιας σκοτεινής «προϊστορίας», οι οποίοι αργότερα ετιμήθησαν για τις.. ευεργεσίες τους και την.. εκπολιτιστική τους δράση ως.. θεότητες από κάποιους χαζούς μεταγενέστερούς τους προγόνους μας, οι οποίοι κι απετέλεσαν τον αφελή.. «όχλο» των λεγόμενων «δωδεκαθεϊστών». Αλλά ας πιάσουμε καλύτερα το μαύρο νήμα από την αρχή του..

Όταν ο υπέρφρων Αλέξανδρος ο Μακεδών, για λόγους που δεν είναι του παρόντος να συζητήσουμε, απαίτησε από τους συμπατριώτες του και τους υπόλοιπους Έλληνες να τον λατρεύσουν ως.. Θεό, ως.. 13ο Ολύμπιο (!!), καταλήγοντας βεβαίως καταγέλαστος από όλους τους ελευθερόφρονες Έλληνες της εποχής του, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη γνωστή περιφρονητική απάντηση των Λακεδαιμονίων («ας είναι Θεός αν το επιθυμεί, εμείς πάντως τον συγχωρούμε!»), κατάφερε ένα σοβαρό κτύπημα κατά της Πατρογονικής Θρησκείας, αν και όχι καίριο, εφόσον δεν ήταν δυνατόν οι όποιοι επίγονοί του βασιλίσκοι των Ελληνιστικών μοναρχικών κρατών να κατορθώσουν ανάλογο με το δικό του κατακτητικό (το μόνο άλλωστε που αληθώς εποίησε) έργο, ώστε στη συνέχεια να διεκδικήσουν κι αυτοί την ανάλογη... αυτοθεοποίησή τους. Άλλωστε, κάποιες δεκαετίες πριν τον Μακεδόνα μονάρχη, κάτι ανάλογο είχε επιχειρήσει - «ανεπιτυχώς» θα λέγαμε ανενδοίαστα, αφού κανείς μετά τον θάνατό του δεν είχε τιμήσει την παραφροσύνη του- ο υπερόπτης και θρασύς τύραννος της Ποντικής Ηρακλείας Κλέαρχος (363-352 π.α.χ.χ.) που είχε και αυτός... αυτοθεοποιηθεί, είχε ιδιοποιηθεί κανονικά όλα τα εμβλήματα του.. Θεού Διός (!) και επωνομάσει «Κεραυνό» (!) τον υιό και διάδοχό του.

Για να εξασφαλίσουν λοιπόν και οι λεγόμενοι «Επίγονοι» του Αλεξάνδρου (τον οποίο ο κόλακας Απελλής είχε μάλιστα απεικονίσει στο Αρτεμίσιον της Εφέσσου ως Θεό.. κεραυνοφόρο !!!) την ζηλευτή «είσοδό» τους στον ψευδο-«Όλυμπο» που’ χε εγκαινιάσει ο αλαζόνας υιός της Ολυμπιάδος και του Φιλίππου, προχώρησαν, με πρώτους και καλούς τους Πτολεμαίους, πέραν της κλασικής ιδιοποιήσεως των ιερών συμβόλων του Διός (αιγίδα, αετός, κεραυνός) επάνω στα νομίσματά τους, στην επιπλέον ενοικίαση κάποιων ταλαντούχων αυλοκολάκων κι αυλοδιαίτων γραφέων και διανοουμένων ώστε να δημιουργήσουν στο εξής μία διαφορετική μυθολογία και «παράδοση», που, εδραιωθείσες, θα τους επέτρεπαν αργότερα ν’ αποτολμήσουν εύκολα τη μεγάλη Ύβρι.

Ο πλέον ονομαστός όλων εκείνων των κατά παραγγελία γραφέων, αφού παρ’όλο που υπήρξε ο μεταγενέστερος όλων τους το δικό του όνομα ήταν τελικά που έμεινε αμανάτι στην Ιστορία για να ονοματίζει εκείνον τον πολυάριθμο (και με θαυμαστό τρόπο επιζήσαντα μέσα από τους αιώνες, οφείλουμε να ομολογήσουμε..) θεομαχικό συρφετό, υπήρξε ο περιβόητος Ευήμερος. Ένας κυρηναϊκός λόγιος του 3ου π.α.χ.χ. αιώνος («ίσως μαθητής του Θεοδώρου του αθέου» προσθέτει ο ιστορικός Ι. Κ. Κορδάτος στην εισαγωγή του βιβλίου του «Αρχαίες Θρησκείες Και Χριστιανισμός»), αυλοδίαιτος του βασιλέως της Μακεδονίας Κασσάνδρου, που έκαμε πάμπολλα ταξίδια στη Μεσόγειο και την Ασία, και το 280 π.α.χ.χ. εδημοσίευσε την περιβόητη «Ιερά Αναγραφή» του, στην οποία ισχυρίσθηκε ότι οι πιστευόμενοι από τους Έλληνες ως Θεοί ήσαν «σε μια απώτατη αρχαιότητα» (...) απλώς.. επιφανείς θνητοί και ηγεμόνες («δυνατοί άνθρωποι») που αργότερα, μετά θάνατον, εθεοποιήθησαν από τους ανθρώπους για τα μεγάλα έργα και τις ευεργεσίες τους.

(Είναι άξιο να σημειωθεί ωστόσο, ότι θεωρείται σήμερα από τους σοβαρούς ερευνητές ως κάτι περισσότερο από βέβαιο πως μέχρι να φθάσει στην εποχή των γνωστών πατερικών πολεμικών κατά των Εθνικών Θρησκειών, το βιβλίο αυτό είχε ήδη γίνει αντικείμενο χονδροειδών μεταπλάσεων και αυθαιρεσιών κάθε είδους στη δομή του. Ελάχιστα αποσπάσματα της «Ιεράς Αναγραφής» έχουν διασωθεί -κυρίως μέσω του Σέξτου Εμπειρικού-, και ίσως τελικά ο συγγραφέας της να μην υπήρξε τελικά ο πονηρός άθεος που σκιαγραφεί η κρίση των «Εθνικών» διανοούμενων -«άθρησκο» τον αποκαλούν ευθέως οι Αιλιανός, Κικέρων και Πλούταρχος- αλλά και εκείνη των μη ιουδαιοπλήκτων χριστιανών -«αλαζόνα και άθεο» τον αποκαλεί ευθέως στον δεύτερο «Προτρεπτικό» λόγο του ο γνωστός και μη εξαιρετέος Κλήμης Αλεξανδρεύς-, αλλά απλό, αν και καλοπληρωμένο, όργανο νομιμοποιήσεως της αυτοθεοποιήσεως των ηγεμονίσκων του ελληνιστικού κοσμοπολιτισμού. Και αυτό, γιατί ο Ευήμερος προνοεί τελικά να μην αρνείται ολοσχερώς την ύπαρξη των αρχαίων Θεών, αλλά καταφεύγει έξυπνα σε έναν πρωτότυπο για την εποχή του διαχωρισμό τους σε.. «ουράνιους» και.. «επίγειους» Θεούς, για τους πρώτους των οποίων παραδέχεται τελικά ότι είναι «αϊδιοι» και «αθάνατοι» και ότι μόνον οι δεύτεροι είναι... θεοποιηθέντες θνητοί).

Άλλος πληρωμένος γραφέας στην υπηρεσία των μεγαλομανών βασιλίσκων του Ελληνιστικού Κόσμου, υπήρξε ο ελάχιστα γνωστός ιστοριογράφος Μεγασθένης, προγενέστερος του Ευημέρου, αυλοδίαιτος του διοικητού της Αραχωσίας επί Σελεύκου του Νικάνορος. Μετά από πολλά ταξίδια, συνέγραψε τέσσερα βιβλία, τα λεγόμενα «Ινδικά», όπου μέσα σε αξιόλογες γεωγραφικές, βιολογικές και εθνογραφικές πληροφορίες ενσωμάτωσε δυστυχώς και πάμπολλες τοπικές παραδόσεις που δεν εφρόντισε προηγουμένως να τις διαχωρίσει από τις Ελληνικές, αλλ’ αντιθέτως τις ανέμειξε σε απαράδεκτο βαθμό, με αποτέλεσμα οι βραχμανικές παραδόσεις να φαίνονται τελικά.. μητρικές των Ελληνικών, και αρκετοί Έλληνες Θεοί κατώτερες μιμήσεις ηρώων ή αρχαίων θεοτήτων της Ινδικής χώρας .

Έτερος «ευημεριστής» ιστοριογράφος, υπήρξε ο επίσης ελάχιστα γνωστός Λέων εκ Πέλλης, προγενέστερος κι αυτός του Ευημέρου (πιθανολογείται ότι συνέγραψε γύρω στα τέλη του 4ου αιώνος π.α.χ.χ.) ο οποίος στο μεγάλο έργο του «Περί Των Κατ’ Αιγυπτίων Θεών» ισχυριζόταν ότι από.. μυστική επιστολή του Αλεξάνδρου προς την Ολυμπιάδα, που τάχα είχε πέσει στα χέρια του, είχε μάθει τον μέγα.. «Ιερό Λόγο». Επρόκειτο για την δήθεν.. αποκάλυψη από τους Αιγυπτίους ιερείς προς τον.. «Θεό» Αλέξανδρο, του.. «μεγάλου» «εσωτερικού» μυστικού (!) της Θρησκείας τους, ότι δηλαδή όλοι οι πιστευόμενοι ως Θεοί είχαν κάποτε ζήσει επί γής ως κοινοί θνητοί !!!

Ως έτερος καλός εργάτης της μισθωμένης ιστοριογραφίας και προγενέστερος και αυτός επίσης του Ευημέρου, φέρεται επίσης και ο ιστοριογράφος και σκεπτικός φιλόσοφος Εκαταίος ο Αβδηρίτης, αυλοδίαιτος του Πτολεμαίου Α' του επωνομαζομένου και.. «Σωτήρος» (κατά το Ζεύς «Σωτήρ» !!), ίσως όμως αδίκως πρέπει να ομολογήσουμε αν θέλουμε να είμαστε σωστοί και αντικειμενικοί. Και τούτο επειδή αυτός που κατηγορήθηκε από πάμπολλους διανοούμενους της εποχής του ότι «κακίαν περιβεβλημένος θεολογών και αθεότητα εισάγων» εξεθείαζε ως.. πάνσοφο τάχα λαό τους Εβραίους στο περιβόητο «Περί Ιουδαίων» βιβλίο του (που αργότερα έδωσε καλή «λαβή» στους μισέλληνες Ιώσηπο και Ωριγένη να επιχειρηματολογούν «τρανταχτά» κατά των Ελλήνων), μάλλον υπήρξε ένα ακόμη θύμα της πλαστογραφικής μαεστρίας των Ιαχωβιστών («...η αυτώ αποδοθείσα συγγραφή περί Ιουδαίων θεωρείται σήμερον ως ιουδαϊκόν ψευδεπίγραφον» γράφει κοφτά στο σχετικό λήμμα το «Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό Ελευθερουδάκη»).

Θύμα επίσης τόσο της κοσμοπολιτικής αθεότητος και του ευρύτατα διαδεδομένου την εποχή του «Ευημερισμού», όσο και του αδηφάγου συγκρητισμού των κατεδαφιστικών καιρών στους οποίους έζησε (1ος αιώνας π.α.χ.χ.), ο φιλότιμος ιστορικός Διόδωρος Σικελιώτης (που κατέληξε δυστυχώς να «μετρήσει»... 3 Ηρακλήδες, 4 Διόνυσους κ.ο.κ.) συλλέγοντας διάφορες ετερόκλητες και συχνά αποκλίνουσες παραδόσεις, προσεπάθησε καλοπροαίρετα μεν αλλά ανοήτως δε -αφού ήξερε προκαταβολικώς τα άπειρα προβλήματα αυτού του επιχειρήματος όπως τουλάχιστον φαίνεται από το προλόγισμα του έργου του (1.3.5-8)-, να τις περάσει «γραμμικά», ώστε να σχηματισθεί ένα «Χρονικόν Από Απαρχής Χρόνου», ανάλογο μ’ εκείνα τα γελοία που πολλούς αιώνες αργότερα και σ’ έναν εντελώς άλλον κόσμο βεβαίως, επεχείρησαν οι πνευματικώς ανάπηροι βυζαντινορωμαίοι συγγραφείς της πρώτης χιλιετίας της Era Vulgaris. Το αποτέλεσμα εκείνης της ανεξηγήτου μανίας του να συγγράψει μια Γενική Ιστορία («κοινάς ιστορίας και πράξεις») από τα μυθικά χρόνια έως το 59 π.α.χ.χ. που ανέτειλε ως νέο «παγκόσμιο» άστρο ο έτερος μέγας υπέρφρων που άκουγε στο όνομα Ιούλιος Καίσαρ, υπήρξε σε άπειρα σημεία, το λιγώτερο, (κωμικο)τραγικό. Η Ελλάδα ανακατώθηκε ατάκτως με τη θεοκρατική Αίγυπτο και την δεισιδαίμονα Ανατολή («ΜΕΛΑΜΠΟΔΑ ΦΑΣΙ ΜΕΤΕΝΕΓΚΕΙΝ ΕΞ ΑΙΓΥΠΤΟΥ ΤΑ ΔΙΟΝΥΣΩΙ ΝΟΜΙΖΟΜΕΝΑ ΤΕΛΕΙΣΘΑΙ ΠΑΡΑ ΤΟΙΣ ΕΛΛΗΣΙ ΚΑΙ ΤΑ ΠΕΡΙ ΚΡΟΝΟΥ ΜΥΘΟΛΟΓΟΥΜΕΝΑ ΚΑΙ ΤΑ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΤΙΤΑΝΟΜΑΧΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΝΟΛΟΝ ΤΗΝ ΠΕΡΙ ΤΑ ΠΑΘΗ ΤΩΝ ΘΕΩΝ ΙΣΤΟΡΙΑΝ» 1.97.4-5) και η αληθής φύση των Πατρώων Θεών εχάθη μέσα σ’ ένα απίθανο χάος περιπετειών «πνευματικών» και «επιγείων» όντων που έφεραν δικαιωματικώς ή καταχρηστικώς τον πιο πάνω τίτλο.

Αυτό που κάποιοι πολύ ορθώς απεκάλεσαν «θρασύδειλη αθεότητα», δηλαδή ο «Ευημερισμός», δεν είχε βεβαίως κανένα απολύτως λόγο να κινηθεί μετριοπαθώς και στην αυτοκρατορική Ρώμη, όπου περισσότερο παρά ποτέ στην Ιστορία των ανθρώπων χρειαζόταν η μάξιμουμ ιδεολογική τεκμηρίωση του ότι τάχα δεν αποτελεί ξεκάθαρη παραφροσύνη το να απαιτεί κάποιος θνητός που ιδρώνει, ματώνει, τρώει, αφοδεύει και ουρεί, να λατρεύεται ως… Θεός. Ο Ιμπεράτωρ δεν θα είχε απέναντί του τις θλιβερές, πνιγμένες στις δεισιδαιμονίες, κι εκ γενετής δουλόφρονες μάζες της Ανατολής που τόσο εύκολα είχαν προσκυνήσει τους άξεστους Μακεδόνες μονάρχες. Αντιθέτως, μετά την εισβολή κατά τον δεύτερο π.α.χ.χ. αιώνα των λεγομένων «ελληνικών ηθών», κάθε.. επίδοξος αυτο-θεός είχε ν’ αντιμετωπίσει έναν λαό του οποίου στο μεγαλύτερο μέρος της η παιδεία ήταν πλέον Ελληνική ή τουλάχιστον ελληνογενής, δηλαδή ικανή να εγείρει έντονες ενστάσεις στους παραλογισμούς, την Ύβρι και την προσβολή των πατρογονικών ιερών πραγμάτων. Ευγενικά-ευγενικά λοιπόν, ο Καπιτώλιος Ζεύς (Jupiter) έπρεπε να υποβιβασθεί σ’ ένα απονεκρωμένο σύμβολο, που σε τίποτα δεν θα ωφελούσε την Αυτοκρατορία, δίχως την ενεργό δράση της υποτιθεμένης.. πολιτικής «ενσαρκώσεώς» του, που εξουσίαζε θρονιασμένη επάνω στο ζηλευτό θρόνο της «Αιωνίας Πόλεως».

Άλλωστε ο δρόμος προς κάτι τέτοιο δεν ήταν και πολύ δύσβατος, αφού ήδη από τις αρχές του 2ου π.α.χ.χ. αιώνα, 80 περίπου χρόνια μετά την πρώτη έκδοση της ευημεριστικής «Ιεράς Αναγραφής», ο πρώην στρατιωτικός και στη συνέχεια ποιητής Κόϊντος Έννιος είχε μεταφέρει γεμάτος ενθουσιασμό από τη Βόρειο Αφρική τον... βάκιλλο της ασεβείας στους ανυποψίαστους συμπατριώτες του, οι οποίοι μάλιστα μέσα στην πλατιά ανεκτικότητά τους, αλλά και την έντονη αμηχανία τους προς κάθε τι το «ελληνικό» που σχεδόν άνευ όρων εκείνη την εποχή υιοθετούσαν, δεν εσκέφθησαν κάν να πολεμήσουν στη γέννησή τους τις νεόφερτες ιδέες που απροκάλυπτα αποϊεροποιούσαν τους παραδοσιακούς Θεούς. Έτσι λοιπόν, η πατροπαράδοτη Ρωμαϊκή Λατρεία πρωτοσυνάντησε εκείνη τη διαβρωτική πανούργα αθεότητα, δίχως σχεδόν κάν να καταλάβει ότι υπήρξε συνάντηση μαζί της. Η αρχή του αργού -600 χρονου(!!) σχεδόν στη διάρκειά του-, θανάτου της Ρωμαϊκής ευσεβείας σημειώθηκε λοιπόν έτσι ήρεμα κι απλά, μ’ ένα φαινομενικά αθώο έμμετρο έργο τού -ίσως και ανυποψίαστου για τις παρενέργειές του- Εννίου, που μία περίληψή του διέσωσε αργότερα σε πεζό λόγο ο Λακτάντιος και χαρακτηριστικά έφερε ως τίτλο τ’ όνομα του «αθρήσκου» κυρηναϊκού συγγραφέως: «Ευήμερος».

Έναν περίπου αιώνα αργότερα, και με την εποχή των Ιμπερατόρων και των «νέων ηθών» να εισβάλλει γοργά-γοργά, οι Ρωμαίοι συγγραφείς Μάρκος Τερέντιος Ουάρρων (116-27 π.α. χ.χ., αυτός που «εμέτρησε» σε διψήφια και τριψήφια νούμερα τους Έλληνες Θεούς, όπως λ.χ. 44 Ηρακλήδες, υπερτριακόσιους Δίες κ.ο.κ. αν και ο γράφων έχει αρκετές αμφιβολίες για την αυθεντικότητα τών από τους χριστιανούς «διασωθέντων» αποσπασμάτων τών έργων του, όταν η πλούσια «Αρχαιολογία Των Ανθρωπίνων Και Θείων Πραγμάτων» του, η περίφημη «Antiquitates Rerum Humanarum Et Divinarum», εχάθη ολόκληρη στις πυρές) και Μάρκος Τούλιος Κικέρων (106-43 π.α.χ.χ., αυτός που παρ’όλο που περιφρονούσε ως «άθρησκο» τον Ευήμερο «εμέτρησε» τελικά 5 Διονύσους, 4 Ήφαιστους, 5 Ερμήδες, 5 Απόλλωνες, 5 Αρτέμιδες, 3 Δίες κ.ο.κ και διεκωμωδούσε ανοικτά το Μαντείο των Δελφών), καλοί υπηρέτες ενός πολιτικού συστήματος που κατευθυνόταν πλέον προς το ν’ αναγάγει σε θεσμό τη θεοποίηση του οποιουδήποτε εστεμμένου, βλακός ή μή -πράγμα που άλλωστε έγινε πολύ σύντομα, μετά τον Αύγουστο-, εχρησιμοποίησαν (ή «χρησιμοποίησαν» στην περίπτωση ίσως του Ουάρρωνος, όπως ήδη έγραψα) και αυτοί αρκετές από τις ευημεριστικές ανοησίες κι έτσι βρίσκουμε σύμφωνα με τα γραπτά τους τον Ύπατο Έλληνα Θεό να μην είναι εν τέλει τίποτε περισσότερο από μία νεφελώδης μαζική ανάμνηση κάποιων (υπερτριακοσίων!) βίων κοινών θνητών της βαθυτέρας αρχαιότητος που απλώς.. έφεραν το όνομα Ζεύς!! Η αποϊεροποίηση ολοκληρώνεται. Όλοι οι βαθύτατοι συμβολισμοί των «σχέσεων» του υπάτου Έλληνος Θεού με εξέχοντες θνητούς, ερμηνεύονται πλέον τάχα ως.. «ιστορικές» πράξεις υπαρκτών θνητών προσώπων που απλώς.. έφεραν το προσωνύμιο Ζεύς (...).

Στη συνέχεια, η ρυπαρή σκυτάλη παραλαμβάνεται από άπειρους καλοθελητές μέσα από το πέρασμα των είκοσι αιώνων της Era Vulgaris. Και φυσικά, οι ισοπεδωτικές ιδέες των λεγόμενων «Ευημεριστών» εχρησιμοποιήθησαν κατά κόρον από τους ανθέλληνες χριστιανούς συγγραφείς της υστάτης αρχαιότητος (τύπου Ωριγένη κ.λ.π.), για να αποϊεροποιήσουν τις «εθνικές» λατρείες και ν’ αποδείξουν ότι οι, κατ’ αυτούς, «ειδωλολάτρες», όταν δεν ελάτρευαν.. σκοτεινά «δαιμόνια» (κατά το ανεκδιήγητο εκείνο «omnes enim dii gentium daemonia», ήτοι «όλοι οι Θεοί των Εθνικών είναι δαίμονες») ελάτρευαν.. ανοησίες («ΤΟΙΟΥΤΟΥΣ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΡΟΣΚΕΚΥΝΗΚΕΝΑΙ ΘΕΟΥΣ..»).

Η ευημεριστική «ερμηνεία» των αρχαίων Λατρειών εχρησιμοποιήθη φυσικά αργότερα, όπως ήταν αναμενόμενο, και στα έως κρετινισμού «απλοϊκά» «Παγκόσμια Χρονικά Από Κτίσεως Κόσμου» ή.. «από Αδάμ» όπως αρέσκοντο οι Βυζαντινοί να τα ονομάζουν (στις διάφορες εκδοχές τους, του Μαλάλα, του Γεωργίου Μοναχού, του Θεοφάνη, του Συγκέλλου κ.ά.) μέσα από τα οποία ολόκληρη η προχριστιανική ανθρωπότης παρουσιαζόταν ως.. διαβολικό τάχα προϊόν της υποτιθεμένης «αμαρτίας» των κτιστών της Βαβέλ κατά του Εβραίου Θεού Ιαχωβά, και διακηρυσσόταν επίσης ως μοναδικός προορισμός της μετα-χριστιανικής εκείνης το να προσκυνήσει αυτή μέχρι του τελευταίου ανδρός ή γυναικός τον Ιουδαιοχριστιανισμό και να εξαφανισθεί με κάθε μέσο και δια παντός, κάθε είδους «αίρεση», δηλαδή ετεροδοξία, δηλαδή διαφορετικότητα. Εκεί, οι φωτεινοί Έλληνες Θεοί παρουσιάζονται ως ηγεμόνες τάχα της νεφελώδους.. «Εποχής Πριν τον Αβραάμ» (...), απόγονοι του χαμίτη Νεμρώδ, Ασσύριοι, Πέρσες, Αιγύπτιοι και Ιταλιώτες τάχα όλοι τους, η δε «ειδωλολατρία» ότι ανεκαλύφθη (!!) από κάποιον Σερούχ της φυλής του Ιαφέθ, προήλθε δε από τη συνήθεια των Εθνικών να στήνουν αγάλματα επιφανών ανδρών, διεδόθη στην Αίγυπτο, την Βαβυλώνα και την Φρυγία, και κατόπιν (!!) επεξετάθη στην Ελλάδα, χώρα που έλαβε τ’ όνομά της από κάποιον υιό του.. «Πίκου Διός», ενός ερωτύλου βασιλέως της.. Ιταλίας που είχε μάλιστα.. πολυάριθμες παλλακίδες (!!). Τέτοια πράγματα !! Και πρέπει να σημειώσουμε εδώ ότι αυτή η σαχλεπίσαχλη βυζαντινή απόπειρα εξιστορήσεως της ανθρωπίνης Ιστορίας μέσα από τις ιαχωβικές παρωπίδες, ιδιαιτέρως καταστρεπτικής μάλιστα για τον Ελληνικό Εθνισμό (αφού παρουσίαζε με τρόπο «ευημεριστικό» τους φωτεινούς Έλληνες Θεούς, δηλαδή τάχα ως.. αρχαίους ηγεμόνες), δεν έσβησε, όπως λογικώς θα έπρεπε, με την άδοξη πτώση της Νέας Ρώμης του Βοσπόρου στα χέρια των υποτίθεται «αλλοθρήσκων» Οθωμανών Τούρκων, αλλά εξηκολούθησε να διδάσκεται στους ανυποψίαστους ελλαδίτες από την ταυτοχρόνως ΚΑΙ χριστιανοκρατούμενη ΚΑΙ υπό(φιλό)τουρκη «εκπαίδευση» μέχρι τουλάχιστον την Επανάσταση του 1821.

Σε κάπως πιο σύγχρονους καιρούς, οι αρχαίες ευημεριστικές ανοησίες αναμασήθησαν από ατόλμους αθεϊστές, αλλά και από πονηρούς ομοθρήσκους του Κλήμεντος, του Ωριγένους και του Τερτυλλιανού γραφείς, από τους λεγομένους «νεοευημεριστές» (1600-1900 μ.α.χ.χ.), οι πλέον γνωστοί των οποίων υπήρξαν ο Γερμανός Hoffmann και ο Γάλλος Moreau de Jonnes, ενώ στο τόσο οικείο μας ΣΗΜΕΡΑ, οι ίδιες ακριβώς ιδέες λανσάρονται με επιμονή και μαστοριά από γνωστούς και αρκετά εχθρικούς προς την Ολύμπια Κοσμοαντίληψη κύκλους, που πολύ παραδόξως όμως διατηρούν απέναντι στον ανυποψίαστο «μέσο» άνθρωπο ένα δήθεν «αρχαιοελληνολατρικό» προφίλ που τους εξασφαλίζει τάχα «εγκυρότητα» και «πειστικότητα»: «...το όνομα «θοός» («θε-ός») δινόταν σε ανθρώπους και περιέκλειε σημαντικές ιδιότητες οι οποίες χαρακτηρίζουν τους νομοθέτες, τους πολεμιστές, τους σοφούς, όλους αυτούς που στην πορεία των αιώνων στάθηκαν οι ιεροί φύλακες της φυλής... Οι νεώτεροι όμως, αδυνατώντας να συλλάβουν, λόγω άγνοιας, το μέγεθος του χαμένου πολιτισμού, θεώρησαν ότι οι θεοί-θοοί υπήρξαν όντα υπεράνθρωπα με ικανότητες εξωπραγματικές...» (χαρακτηριστικό δείγμα μιάς τέτοιας σύγχρονης νεο-ευημεριστικής γραφής)

Στην «Ωγυγία Προς Χρήσιν Της Νεολαίας» (Αθήναι 1876) ο Κω/νος Ι. Ξάνθης, γράφει κι αυτός απίθανα και ασεβέστατα προς την πάτρια κοσμοαντίληψη πράγματα όπως τα παρακάτω: «Ζεύς ωνομάζετο ο Άπις βασιλεύς του Άργους, ο Αστέριος της Κρήτης, σύγχρονος του Κάδμου, ο πατήρ του Δαρδάνου, του Ιασίωνος και της Αρμονίας, ο Τάνταλος ο αρπάξας τον Γανυμήδην, ο Προίτος, ο φθείρας της Δανάην και γεννήσας τον Περσέα, ο πατήρ του Ηρακλέους, του Διονύσου του Θηβαίου, των Διοσκούρων, οίτινες έζησαν πάντες κατά τον ηρωϊκόν αιώνα (sic) και προ των Τρωϊκών. Εν γένει δε αριθμούσι 390 τοιούτους, εν οίς, και τινας ιερείς του Διός, οίτινες εξαπατήσαντες γυναίκας εγέννησαν τέκνα εις λογαριασμόν του Διός..» Μάλιστα !! Όχι μόνον «αποδεικνύουν» έτσι οι καλοί μας «νεοευημεριστές» ότι τάχα οι αληθινοί Έλληνες πρόγονοί μας ήσαν επαρκώς ανόητοι ώστε να λατρεύουν ως Θεούς θεοποιημένους θνητούς, αλλά και επίσης ότι αυτή η (ούτως ή άλλως «ανόητη») λατρεία υπήρξε τόσο κενή και ηθικώς σάπια ώστε οι ιερείς της συστηματικά συνουσιάζονταν με γυναίκες που.. εξαπατούσαν!! Η Μήτις, η Θέμις, η Ήρα, η Διώνη, η Μνημοσύνη, η Δήμητρα, η Ευρυνόμη, η Λητώ, η Δανάη, η Νιόβη, η Μαία, η Ταϋγέτη, η Ηλέκτρα, η Σεμέλη, η Ευρώπη, η Καλλιστώ, η Ιώ, η Λήδα, η Αίγινα, η Αντιόπη, η Αλκμήνη, και όλες οι υπόλοιπες 94(!!) συνολικά θείες εκπρόσωποι διαφόρων φυσικών εκφάνσεων του Θηλυκού Στοιχείου που οι Έλληνες μυθογράφοι εδιηγήθησαν ότι «ενώθησαν» με τον «θηλυμανή» γονιμοποιό Θεό, δεν ήσαν λοιπόν τίποτε περισσότερο από χαζά «κορτσούδια» που εξηπατήθησαν και διεκορεύθησαν από θνητούς απατεώνες οι οποίοι έφεραν απλώς το όνομα «Ζεύς»..

Τα παραπάνω χρειάσθηκε να επισημανθούν εδώ από τον συγγραφέα για τον απλό λόγο του ότι δεν μπορεί ν’ αναβάλλεται αιωνίως για τις ελληνικές Καλένδες, ήτοι για το «ποτέ», η οριστική και διαπαντός ρήξη με τους «ατόλμους αθέους», δηλαδή με τους περιβόητους «ευημεριστές», με αυτούς που οι μέντορές τους ιστορικώς φέρουν (μαζί με τον Αλέξανδρο τον Μακεδόνα που η υπερφροσύνη του να ανταγωνισθεί τον Θεό Διόνυσο κατεδίκασε σε φυσικό μαρασμό την Ελλάδα και τής εκληροδότησε κι από πάνω την μετέπειτα πολιτισμική εισβολή της Ανατολής) την κύρια ευθύνη για το πρώτο και καίριο κτύπημα κατά των Πατρώων Θεών στα «κοσμοπολιτικά» χρόνια των ανατολιστών Επιγόνων και στα σκότη της παρακμιακής Ρωμαιοκρατίας. Και παρακαλεί να του συγχωρεθεί η όποια εμφανής αγανάκτηση, αλλά απλώς θεωρεί πολύ-πολύ επικίνδυνο το να γράφεται ακόμη και σήμερα μέσα σε τάχα «ελληνολατρικά» βιβλία ότι δήθεν η.. θεολογία του Ελληνικού ιερατείου υπήρξε.. «προϊόν άγνοιας» (...) αλλά κι.. αίτιο για τη μεταχριστιανική καταστροφή(...). «Δεύτερο αίτιο της καταστροφής των Ελλήνων» (..) αποκαλούνται τσουβαληδόν, ανυπόστατα κι ανιστόρητα από συγγραφέα βιβλίου της εποχής μας οι (συνήθως εκλεγόμενοι από τις βουληφόρους Αγορές !!) Έλληνες ιερείς από το 1000 π.α.χ.χ. μάλιστα κι εντεύθεν (...), οι οποίοι, κατηγορούνται επιπλέον ότι.. «δεν διέθεταν ψυχικές δυνάμεις και αγάπη για την πατρίδα» (!!!)

Υπάρχουν σαφέστατες και καθόλου διάτρητες διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα σε κάποιες έγκυρες μεν αλλά ΜΗ αποσυμβολισθείσες ακόμη αφηγήσεις της Μυθολογίας μας από τη μία (και επίσης ανάμεσα στα πονηρά βέβαια παραμύθια των αρχαίων «ευημεριστών» και των σύγχρονων Ιουδαιοχριστιανών μιμητών τους) και στην Ολυμπία, Εθνική ευσέβεια / λατρεία / θρησκευτική πράξη από την άλλη. Οι αληθείς αρχαιογνώστες και αληθείς Έλληνες θρησκευτές, τις αναγνωρίζουν παντού όπου αυτές απλώνονται και αρνούνται να πηγαινοέρχονται άσκοπα από τη μία πλευρά στην άλλη, όμοια με τους χαμένους στην άγνοια και βαθύτατα εξαπατημένους αναγνώστες κι ακροατές των πανούργων «νεοευημεριστών». Λες και πρόκειται για κάποιο παιγνίδι παιδικό.

Οι Έλληνες Θεοί δεν είναι μήτε θεοποιημένοι θνητοί, όπως δεν είναι επίσης μήτε χαριτωμένα ή απλώς ευφυή σύμβολα ή αρχέτυπα, αλλά αντιθέτως ήσαν, είναι, και φυσικά στην αιωνιότητα θα συνεχίσουν να είναι, πανταχού παρούσες και παντοδύναμες κοσμικές Ενέργειες και ζώσες Οντότητες και Ιδέες που αποκαλύπτονται σε όλο τους το μεγαλείο στους θρησκευτές τους, σε κάθε στιγμή της καθημερινής ζωής, αρκεί βεβαίως εκείνοι να διαθέτουν την πρέπουσα Αρετή και διαύγεια ψυχής. Κι έτσι, μοιραία και αναπόφευκτα, όλοι εκείνοι οι επιφανείς, που σήμερα βγαίνουν και αρνούνται (για την αντίπαλη όχθη «εντελώς ανεξήγητα»...) να είναι τα δουλικά του Θεού της Ερήμου Ιαχωβά, γνωρίζουν από πολύ πιο πριν την αληθή φύση των Αθανάτων Θεών που απαρτίζουν το Πάνθεον των προγόνων τους. Για τον λόγο αυτό, μόνον αφελείς, αδιάβαστους και ψυχικά κλειστούς ανθρώπους θα καταφέρνουν να παραπλανούν οι σύγχρονοι λιανοπωλητές της ευημεριστικής μπαγιάτικης ανοησίας (και αυτή ας είναι στους αιώνες η βαρύτατη δυστυχία και καταδίκη τους..),

Η συμπαθητική και μάταιη μαγεία των ευχών

Αν δεν υπήρχαν οι ευχές, ίσως ο κόσμος θα 'ταν καλύτερος. Διότι η ευχή υποκαθιστά τη συγκεκριμένη πράξη ή ενέργεια "για κάτι το καλύτερο" με μια άνευ νοήματος μαγική επίκληση για το "καλώς έχειν των πραγμάτων". (Η παμπάλαια ομηρική λέξη "ευχή" είναι σύνθετη, και παράγεται από το "ευ" και το "έχω". Συνεπώς, ευχή σημαίνει "έχειν καλώς", και κατά προέκταση "επιθυμία για το έχειν καλώς" των ανθρώπων και των πραγμάτων).

Όμως παρά την αρχαιότητα των ευχών, ο κόσμος συνεχίζει να "έχει κακώς " κι αυτό σημαίνει πως οι ευχές αποδείχτηκαν ολικά ανεπαρκείς για την τακτοποίηση των κακώς κειμένων. Ωστόσο, όλες οι γλώσσες είναι κατάφορτες από ένα ατέλειωτο ευχολόγιο, πράγμα που σημαδεύει επίμονα τον ανθρώπινο πόθο για κάτι το καλύτερο. Δηλαδή, ο ρόλος της ευχής σταματάει στην κατάδειξη της επιθυμίας για ευτυχία, χωρίς βέβαια να υποδεικνύει κανέναν τρόπο για την επίτευξή της.

Η ευχή είναι μια έννοια όχι απλά μεταφυσική αλλά πρωτόγονα μαγική, που παραπέμπει στη "συμπαθητική μαγεία", δηλαδή στην πίστη του πρωτόγονου ανθρώπου πως είναι αρκετό να αναπαραστήσεις μια πράξη ή να εκφωνήσεις με ειδικό τρόπο το όνομα ενός πράγματος, κι αυτή η πράξη ή αυτό το πράγμα θ' αποκτήσουν αυτόματα υπόσταση.

Παίρνουμε και δίνουμε ευχές με μια απίθανη ευκολία. 'Αλλωστε, οι ευχές δε στοιχίζουν τίποτα, σε αντίθεση με τα δώρα που πρέπει να τα αγοράσει κανείς. (Τόσο το δώρο όσο και η ευχή λειτουργούν ψυχολογικά με τον ίδιο ακριβώς μαγικό τρόπο. Τούτη τη μαγική λειτουργία του δώρου θα τη δούμε μια άλλη φορά).

Η ευχητική δοσοληψία, καθώς και η δωροληψία, είναι μια υπόθεση καθημερινή, αλλά στις γιορτές έχουμε πάντα ένα ευ-χολογικό και δωροληπτικό "μπουμ". Διότι οι εορταστικές ημέρες έχουν μια "ιδιαιτερότητα", επίσης μαγικής τάξεως: Παρόλο που κι αυτές οι ημέρες έχουν εικοσιτέσσερις ώρες, παρόλο που κουβαλούμε και σ' αυτές τα καθημερινά-μας βάσανα, παρόλο που η δυστυχία-μας λόγω ανεργίας ή από άλλα αίτια διογκώνεται ψυχολογικά αυτές τις μέρες εξαιτίας της απαίτησης για ευτυχία που επιβάλλει η ίδια η έννοια της γιορτής, παρόλα αυτά τα πολύ πεζά πράγματα, συνεχίζουμε να πιστεύουμε αφελώς πως η μαγική ευχή στο μαγικό περιβάλλον της γιορτής θα λειτουργήσει με πολλαπλάσια ένταση.

Δηλαδή, όπως και οι μάγοι, συνεχίζουμε να πιστεύουμε πως αν εκφωνήσουμε την κατάλληλη λέξη (άμπρα - κατάμπρα) την κατάλληλη στιγμή όλα θα παν καλύτερα. Μόλις περάσει η γιορτή διαπιστώνουμε με αφελή έκπληξη πως τίποτα δεν πήγε καλύτερα, αλλά αυτό δε μας εμποδίζει καθόλου να περιμένουμε την επόμενη γιορτή, όπου η πανάρχαιη πράξη της "συμπαθητικής μαγείας" θα επαναληφτεί για μυριοστή φορά και πάλι επί ματαίω.

Μ' αυτά και μ’ άλλα, ο βίος-μας τελειώνει κάποτε, και στο χείλος του τάφου φωνάζουμε τον παπά να "διαβάσει" για λογαριασμό μας, αφού εμείς δεν μπορούμε να διαβάσουμε πια, την τελευταία ευχή για τη σωτηρία μας. Μιας και οι ευχές δε μας ωφέλησαν σε τούτη τη ζωή, ας μας συνοδεύσουν τουλάχιστον στην άλλη, όπου είναι η πραγματική-τους θέση.

Καθημερινά κολυμπάμε στο ευχητικό πέλαγος μιας ευκταίας ευτυχίας, που όλο κινάει νάρθει και ποτέ δε φτάνει. Και πώς να φτάσει με μαγικές επικλήσεις εκ του ασφαλούς και χωρίς αγώνα; Η ευτυχία δεν είναι "εκ του Θεού", είναι "εκ των ανθρώπων".

Πράγμα που το ξέρουν όλοι εκτός απ’ τους παπάδες και τους περί αυτούς που κατάφεραν ν’ ανταλλάξουν ταχυδακτυλουργικά την επίγεια δυστυχία-τους με την προσδοκώμενη ουράνια ευτυχία.

Όμως , οι νορμάλ άνθρωποι γνωρίζουν πως ο ξορκισμός των "κακών πνευμάτων" επί της γης είναι υπόθεση περισσότερο επείγουσα απ' τον ξορκισμό των "κακών πνευμάτων" στον ουρανό. Και γι’ αυτό, κάνουν ευχές πριν καταλήξουν στις προσευχές.

Η προσευχή είναι κι αυτή μια ευχή αλλά κατευθυνόμενη "προς": το Θεό, τον Άγιο και γενικότερα προς μια "δύναμη" απρόσωπη και ασαφή. Και ακριβώς το απρόσωπο του παραλήπτη της προσευχής είναι που μας υποχρεώνει να τον στοχεύουμε πολύ προσεχτικά, προκειμένου να πετύχουμε τον αέναα κινούμενο στόχο.

Για τον ίδιο λόγο η ευχή-μας, αν θέλουμε να πάρει το πρόθεμα "προς" και να μετατραπεί σε προσευχή, πρέπει να εκτοξευτεί με πάρα πολύ μεγάλη δύναμη. Η αραιή "ψυχική ενέργεια" της ευχής είναι εντελώς ακατάλληλη για έναν τέτοιο σπουδαίο σκοπό.

Συνεπώς πρέπει να πυκνώσουμε τούτη την ενέργεια με την άσκηση και αν δεν μπορούμε να το πετύχουμε μόνοι-μας δεν έχουμε παρά να συμβουλευτούμε επί του θέματος τις οδηγίες του Ιγνάτιου Λογιόλα, που έγραψε σχετική πραγματεία υπό τον τίτλο "Πνευματικές ασκήσεις" προς χρήση των Ιησουιτών μοναχών, αυτών που δια της Ιεράς Εξετάσεως παλούκωσαν ουκ ολίγους ανίκανους να προσευχηθούν με τον αρμόζοντα τρόπο.

Είδαμε, λοιπόν, πως η ευχή και η προσευχή είναι το ίδιο πράγμα. Η διαφορά έγκειται μόνο στον παραλήπτη της μαγικής επίκλησης: Η ευχή απευθύνεται σε ανθρώπους, η προσευχή σε θεούς και πνεύματα άμεσα εξαρτημένα απ' αυτούς.

Φυσικά, πρέπει να τροποποιήσει κανείς το περιεχόμενο της μαγικής επίκλησης, για να μην μπερδευτούν οι παραλήπτες: Αν η προσευχή δεν είναι κατάλληλα διαμορφωμένη μπορεί να εκληφθεί ως ευχή και να την εισπράξει κατά λάθος κάποιος άνθρωπος. Σε μια τέτοια απευκταία περίπτωση, θα διαπράξουμε το αμάρτημα της ειδωλωλατρείας ή προσωπολατρείας, πράγμα που είναι το ίδιο σε τελική ανάλυση.

Το "καλημέρα", "καλησπέρα" και τα συναφή, καθώς και το "μπάι μπόι", "τσιάο", "αλό" και οι ανάλογοι ξενόγλωσσοι βαρβαρισμοί που πλούτισαν το ήδη πλούσιο ευχολόγιο της ελληνικής γλώσσας, δεν είναι παρά κοινές και καθημερινές ευχές —τόσο κοινές και καθημερινές που έχασαν πια το αρχικό μεταφυσικό-τους περιεχόμενο και μετατράπηκαν σε σκέτους ήχους. Έτσι το "καλημέρα", για παράδειγμα, δε σημαίνει ακριβώς "σας εύχομαι μίαν καλή ημέραν" αλλά "σας είδα": Λέμε σε κάποιον "καλημέρα" για να δηλώσουμε, απλώς, πως βρίσκεται εδώ και λίγη ώρα εντός του οπτικού-μας πεδίου, ότι δηλαδή η παρουσία-του δεν πέρασε απαρατήρητη, πράγμα που θα ήταν απρέπεια.

Όσο για την "καλή-σου μέρα", γνωρίζουμε από πείρα πως το καλό ή το κακό της ημέρας του κυρίου που χαιρετίσαμε είναι τελείως άσχετο απ’ την ευχή-μας. Άλλωστε, τίποτα δεν αποκλείει ο εν λόγω κύριος να βρεθεί κάτω απ' τους τροχούς ενός αυτοκινήτου αμέσως μετά την ευχή-μας —και παρά την ευχή-μας.

Ακόμα, όλοι ξέρουμε από οδυνηρή εμπειρία πως είναι κουτό να λες καλημέρα και να το εννοείς, όταν και ο χαιρετών και ο χαιρετώμενος εισπνέουν το γνωστόν Αθηναϊκόν νέφος, η καταστροφική ύπαρξη του οποίου απέχει άπειρες ρυπαντικές μονάδες απ' την αρχική μεταφυσική αφετηρία της ευχής.

Η απομεταφυσικοποίηση λοιπόν όλων των ευχών είναι ένα γεγονός. Οι ευχές έχουν μετατραπεί σε κενούς τύπους ευγένειας, που ωστόσο διατηρούν αταβιστικά ένα μέρος από το αρχικό μεταφυσικό-τους περιεχόμενο, έτσι για να μην ξεχνάμε τον πρωτογονισμό-μας.

Πάντως καλό είναι, τώρα στους πεζούς καιρούς-μας, για έγκυρες και αποτελεσματικές ευχές να καλείτε τον παπά. Αυτός, εκτός από το Ευχολόγιο (βιβλίο ιερό με ξόρκια δια πάσα νόσον και πάσα μαλακίαν) διαθέτει και το δυστυχώς παρακμασμένο Ευχέλαιον, που είναι ένα από τα εφτά μυστήρια της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Πρόκειται όντως για ένα πολύ μυστηριώδες μυστήριο, μιας και σ’ αυτό η ευχή και το λάδι αποτελούν αμάλγαμα πολύ μεγάλης μαγικής δύναμης.

Αν ούτε το Ευχέλαιο λύσει το επίμονο πρόβλημά-σας, τότε δύο πράγματα μπορεί να συμβαίνουν: Είτε το πρόβλημά-σας είναι τάξεως ψυχολογικής, οπότε θα χρειαστείτε ψυχίατρο — ψυχαναλυτή, είτε είναι τάξεως κοινωνικής, οπότε θα χρειαστεί να εγγραφείτε στο συνδικάτο ή σε κάποιο κόμμα.

Η ΤΕΧΝΗ ΤΟΥ ΝΑ ΖΕΙΣ ΣΑΝ ΘΕΟΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ

ΜΙΑ ΣΥΝΤΟΜΗ ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΟΥΣ

Ποιος είναι ο Επικούρειος Άνθρωπος; Φυγόπονος, πνευματικά ρηχός, άθεος, διεφθαρμένος ηδονοθήρας, απόμακρος και αντικοινωνικός, εγωπαθής και αδιάφορος για τους άλλους, δειλός και μόνιμα κρυπτόμενος, οπαδός μιας ανήθικης παρωδίας της Ελληνικής Φιλοσοφίας, αυτή είναι σε γενικές γραμμές η αντίληψη που καλώς ή κακώς επικρατεί σήμερα. Όχι ανεξήγητα άλλωστε αφού από την εποχή ακόμα του Επίκουρου η φιλοσοφία του συνάντησε λυσσαλέες αντιδράσεις, συκοφαντήθηκε, κάποιες φορές πλαστογραφήθηκε και διαστρεβλώθηκε άγρια από τους αντιπάλους της, αρχικά από τους Ακαδημικούς αργότερα από τους Στωικούς και τέλος από τους Χριστιανούς που όλοι περιέργως είχαν διαχρονικά άριστες σχέσεις με τις εκάστοτε εξουσίες.

Ο αντίπαλος και σύγχρονος του Επίκουρου, διευθυντής της Ακαδημίας Αρκεσίλαος για να εξηγήσει γιατί έχανε σε μόνιμη βάση μαθητές προς τον Κήπο ενώ σπανίως γινόταν το αντίθετο έλεγε περιφρονητικά πως «τον άνδρα μπορείς να τον κάνεις ευνούχο, τον ευνούχο όμως δεν μπορείς να τον κάνεις άνδρα».

Ο Διότιμος ο στωικός συκοφαντούσε τον Επίκουρο αποδίδοντάς του πενήντα αισχρές επιστολές, που ήταν φυσικά πλαστές, όπως μας πληροφορεί ο Διογένης ο Λαέρτιος και που πιθανότατα έγραψε ο ίδιος ο Διότιμος. Το ίδιο έγινε και από τους μαθητές του Ποσειδώνιου του Στωικού, Νικόλαο και Σωτίωνα. Ο Επίκτητος επίσης τον αποκαλούσε κιναιδολόγο και τον λοιδορούσε με τον χειρότερο τρόπο.

Ο Επικουρισμός με τον υλισμό του και την αθεοφοβία του έγινε το κόκκινο πανί για την Χριστιανική Θρησκεία που αισθάνθηκε ότι απειλείται η πνευματική κυριαρχία της και τον πολέμησε με λύσσα. Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς έλεγε: «Εάν ο Απόστολος Παύλος χτύπησε τους φιλοσόφους είχε υπ' όψιν του μονάχα τους Επικούρειους».

Γιατί όμως όλη αυτή η αντίδραση στο συγκεκριμένο φιλοσοφικό ρεύμα που κάνει τους ανθρώπους να αντιμετωπίζουν τουλάχιστον με αμηχανία κάποιον όταν δηλώνει Επικούρειος;

Ποιος είναι τελικά ο Επικούρειος Άνθρωπος;

Η φιλοσοφία του Επίκουρου αποβλέπει στην επίτευξη της καταστηματικής ηδονής δηλαδή της κατάστασης εκείνης που συνδυάζει έλλειψη σωματικού πόνου και ψυχική αταραξία και αποτελεί προϋπόθεση για την Ευδαιμονία που είναι και το ζητούμενο.

Οι αρετές όπως η φρόνηση – η μέγιστη αρετή κατά τον Επίκουρο – η δικαιοσύνη, η ανδρεία, η εγκράτεια, η φιλία δεν αποτελούν αυτοσκοπό, αλλά μέσο για την επίτευξη του ηδονικού βίου και επομένως έχουν ωφελιμιστική βάση και δεν επιβάλλονται έξωθεν από κάποια θεότητα.

Για να επιτευχθεί η ψυχική αταραξία ο άνθρωπος πρέπει:

α) να απαλλαγεί από τον αρχέγονο φόβο για τα φυσικά φαινόμενα τους θεούς και τον θάνατο με την νηφάλια μελέτη της Φύσης με βάση τις αισθήσεις και τα συναισθήματά του και σύμφωνα πάντα με τα επιστημονικά δεδομένα και όχι με αστήριχτους μύθους και αυθαίρετες δοξασίες που οδηγούν σε άχρηστες μεταφυσικές αγωνίες, δεισιδαιμονίες και παραλογισμούς που μιζερεύουν και ταλαιπωρούν την σύντομη ζωή του.

β) να ιεραρχήσει με φρόνηση τις επιθυμίες του και να επιδιώξει να ικανοποιήσει τις πιο φυσικές από αυτές, που του εξασφαλίζουν την επιβίωση, και έπειτα εκείνες που αφενός είναι μέσα στις δυνατότητές του και αφετέρου θα του προσφέρουν περισσότερο ευχαρίστηση παρά πόνο.

γ) Να αποφύγει να επιδιώξει την ικανοποίηση πλασματικών μη φυσικών επιθυμιών όπως Δόξα, Πλούτο, Επιρροή, Εξουσία, που είναι ακόρεστες, δύσκολα ικανοποιούνται και ακόμα πιο δύσκολα διατηρούνται και βυθίζουν τον άνθρωπο σε ανασφάλεια, καχυποψία, αγωνία, πόνο και δυστυχία χωρίς τέλος. «Τίποτα δεν είναι αρκετό γι' εκείνον που θεωρεί λίγο το αρκετό» σημειώνει ο Δάσκαλος.

δ) Να επιδιώξει την ειλικρινή φιλία και να αναζητήσει την προσωπική του ευδαιμονία και ασφάλεια, μέσω της ευδαιμονίας και ασφάλειας της κοινότητας των φίλων.

Η πορεία των πραγμάτων στο Επικούρειο Σύμπαν είναι συνισταμένη τριών παραγόντων: Της αναγκαιότητας (αίτιο – αιτιατό), του τυχαίου (αστάθμητος παράγων) και της παρέγκλισης που αποτελεί φαινομενικά αναίτια, μη προβλέψιμη, και σε μη καθορισμένο χρόνο ενέργεια που μπορεί να μεταβάλλει την πορεία των πραγμάτων και να οδηγήσει σε απρόβλεπτες διεργασίες. Η παρέγκλιση είναι ενδογενής ιδιότητα της ύλης και σ' αυτήν εδράζεται η συνειδητότητα και η ελεύθερη βούληση του Ανθρώπου. Η ύπαρξη της παρέγκλισης επιβεβαιώνεται σήμερα από την αρχή της απροσδιοριστίας, βασικής αρχής της κβαντικής φυσικής. Με την παρέγκλιση ουσιαστικά αποσυνδέεται το αίτιο από το αποτέλεσμα και έτσι τίποτα δεν μπορεί να προβλεφθεί εκ των προτέρων. Ο άνθρωπος λοιπόν δεν είναι έρμαιο καμιάς μοίρας. Είναι αυτός που αποφασίζει ελεύθερα για την πορεία της ζωής του λαμβάνοντας κάθε φορά υπ' όψιν του τα δεδομένα της συγκυρίας, όπου εκεί βέβαια παίζουν ρόλο και οι αναγκαιότητες και το τυχαίο.

Η ιδέα όμως της ελεύθερης βούλησης και της ανάληψης της ευθύνης των αποφάσεων για την ζωή τους δεν κάνει όλους τους ανθρώπους ευτυχισμένους. Οι περισσότεροι έχουν την τάση να αποποιούνται το δικαίωμα αλλά και την ευθύνη να αποφασίζουν οι ίδιοι για την ζωή τους και αρέσκονται να τα αναθέτουν σε άλλους, στον αρχηγό της οικογένειας, τον ηγεμόνα, τον πολιτικό, στην μοίρα, στον θρησκευτικό ηγέτη, στον ίδιο τον θεό. Έτσι έχουν την ψευδαίσθηση ότι απαλλάσσονται από την ευθύνη των επιπτώσεων από μία πιθανή αποτυχία, που κάλλιστα μπορούν να φορτώσουν στις πλάτες αυτών που εμπιστεύθηκαν.

Ο Επίκουρος λοιπόν φαίνεται ότι στην προσπάθειά του να απαλλάξει τους ανθρώπους από τον φόβο των θεών και του θανάτου και να πολεμήσει τις δεισιδαιμονίες και τον παραλογισμό, τους φόρτωσε τον φόβο της προσωπικής ευθύνης για την ζωή τους. Φόβο που ανά τους αιώνες βρέθηκαν πολλοί καλοθελητές να εκμεταλλευτούν.

Σε άλλους όμως ανθρώπους η συνειδητοποίηση της ελεύθερης βούλησης και της ευθύνης των επιλογών, τους γεμίζει μ' ένα αίσθημα αυτάρκειας ανεξαρτησίας και δημιουργικότητας. Τους κάνει ηγέτες του εαυτού τους. Τους ωθεί να ζήσουν την «αυθεντική Ζωή» όπως παρατηρεί ο υπαρξιστής φιλόσοφος Jean – Paul Sartre ο οποίος συμπληρώνει: «Χωρίς δυσκολίες δεν υπάρχει ελευθερία. Τόσο αυθεντικότερη είναι η ελευθερία όσο μεγαλύτερες είναι οι δυσκολίες». Στην κατηγορία αυτή ανήκουν και οι Επικούρειοι.

Ο Επικούρειος λοιπόν είναι ο δυνατός άνθρωπος.

Γιατί χρειάζεται εσωτερική δύναμη, νηφαλιότητα και φρόνηση για να ελέγξει κανείς τους αρχέγονους φόβους του, να υποτάξει την απληστία και τις άλογες παρορμήσεις του και να ιεραρχήσει τις επιθυμίες του επιλέγοντας να ικανοποιήσει εκείνες που θα του εξασφαλίσουν πρώτιστα την επιβίωση έπειτα την ασφάλεια, την σωματική υγεία και την ψυχική ισορροπία.

Ο Επικούρειος δεν είναι μετριόφρων.

Η μετριοφροσύνη αφορά τους μέτριους και ο Επικούρειος δεν είναι μέτριος αλλά ξεχωριστός άνθρωπος. Δεν είναι επίσης ταπεινόφρων γιατί η ταπεινοφροσύνη αφορά τους ταπεινούς και καταφρονεμένους και ο Επικούρειος δεν είναι ούτε ταπεινός ούτε καταφρονεμένος, αλλά άνθρωπος σοβαρός, με προσωπικότητα αξίες και αυτοπεποίθηση, που παίρνει στα χέρια του το τιμόνι της ζωής του για να την οδηγήσει εκεί που αυτός έχει αποφασίσει.

Ο Επικούρειος δεν βασίζεται ποτέ στην τύχη.

Η τύχη λέει ο Δάσκαλος δεν είναι θεά όπως πολλοί πιστεύουν γιατί είναι άστατη και αλλοπρόσαλλη και από ένα τυχαίο γεγονός μπορεί να προκύψουν τα μεγαλύτερα καλά όπως και τα χειρότερα κακά, αλλά αυτό εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το αν θα το διαχειριστεί ο άνθρωπος με φρόνηση ή όχι. Στο τέλος της γραφής προσθέτει είναι καλύτερα να πάρουμε με φρόνηση μια απόφαση που θα αποδειχτεί λάθος παρά στην τύχη μία απόφαση που θα αποδειχτεί σωστή.

Ο Επικούρειος είναι άνθρωπος αυτάρκης.

Γνωρίζει ότι όσες λιγότερες εξωτερικές εξαρτήσεις έχει τόσο πιο ελεύθερος είναι. «Μέγιστος καρπός της αυτάρκειας η Ελευθερία» λέει ο Δάσκαλος «Αυτός που ζει ελεύθερα και ανεξάρτητα δεν μπορεί να αποχτήσει μεγάλα πλούτη, γιατί αυτό απαιτεί δουλοπρέπεια είτε προς τον όχλο είτε προς την εξουσία, μπορεί όμως να έχει όσα χρειάζεται σε συνεχή επάρκεια». Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι ο Επικούρειος είναι ολιγαρκής από πεποίθηση όπως π.χ. ο Κυνικός. Θα απολαύσει λοιπόν την πολυτέλεια όποτε του τύχει, γιατί την πολυτέλεια την απολαμβάνουν ηδονικότερα όσοι την έχουν λιγότερο ανάγκη. Άλλωστε και η λιτότητα έχει τα όριά της, όπως παρατηρεί ο σοφός μας Παππούς και όποιος το παραβλέπει αυτό παθαίνει κάτι αντίστοιχο με εκείνον που δεν βάζει όρια στις επιθυμίες του. Η αυτάρκεια λοιπόν των επικούρειων ουδέποτε φτάνει στα όρια του ασκητισμού όπως έχει υποστηριχτεί από κάποιους.

Ο Επικούρειος δεν είναι ο άνθρωπος του καθήκοντος.

Οι πράξεις του καθορίζονται από την ελεύθερη βούλησή του και όχι από κάποιο ακαθόριστο ομιχλώδες αίσθημα καθήκοντος προς κάποιον θεό η κάποια ηγεσία. Αυτό σημαίνει ότι είναι δύσκολα διαχειρίσιμος από την Εξουσία. Ο Επικούρειος θα επιλέξει να ακολουθήσει το μονοπάτι του πόνου αν αυτό τον οδηγεί στην λεωφόρο της ηδονής. Έτσι θα υποστεί τον πόνο και τον κίνδυνο του πολέμου επιδιώκοντας την κατά πολύ σημαντικότερη ηδονή της απόλαυσης της Ελευθερίας και της Ασφάλειας της προσωπικής του, της οικογενείας του και των φίλων του, αλλά αυτό θα είναι συνειδητή δική του απόφαση και όχι καθήκον, όπως ακριβώς έκαναν οι Έλληνες στις Θερμοπύλες, τον Μαραθώνα και την Σαλαμίνα, αλλά και στο Μέτωπο της Αλβανίας στον τελευταίο μεγάλο πόλεμο. Η στωική έννοια του καθήκοντος που πέρασε στον Χριστιανισμό και τις άλλες μονοθεϊστικές θρησκείες μπορεί να οδηγήσει σε επικίνδυνα μονοπάτια. Το δήθεν καθήκον στον θεό οδήγησε στην φρίκη της Ιερής Εξέτασης τον Μεσαίωνα αλλά και αποτέλεσε το πρόσχημα για τις τυχοδιωκτικές Σταυροφορίες της Δύσης με τα τραγικά τους αποτελέσματα την ίδια ιστορική Εποχή και στις μέρες μας σε μαζικά εγκλήματα όπως αυτό της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001. Το καθήκον προς την ηγεσία, την φυλή και την κακώς εννοούμενη πατρίδα, οδήγησε στο πρόσφατο παρελθόν ένα ολόκληρο Έθνος υψηλής πολιτισμικής στάθμης, να προκαλέσει το μακελειό του Β Παγκόσμιου Πολέμου και τα πρωτοφανή εγκλήματα γενοκτονίας εναντίον άλλων λαών που χαρακτηρίστηκαν σαν Ολοκαύτωμα.

Ο Επικούρειος είναι ένας αισιόδοξος και χαρούμενος άνθρωπος.

Να γελάς και να φιλοσοφείς την ώρα που ασχολείσαι με τις καθημερινές σου υποθέσεις συμβουλεύει ο Δάσκαλος. Να μην αναβάλλεις την χαρά αλλά να γεύεσαι την κάθε πολύτιμη στιγμή της θνητής ζωής σου. Να απολαμβάνεις αυτά που έχεις και να μην σκοτίζεσαι γι' αυτά που δεν έχεις. Να απολαμβάνεις να φιλοσοφείς γιατί η φιλοσοφία είναι η μόνη ενασχόληση που μπορείς να γευθείς τους ηδονικούς καρπούς της άμεσα. Ποτέ μην πεις ότι είναι νωρίς ή ότι είναι πλέον αργά για φιλοσοφία. Είναι σαν να λες ότι είναι νωρίς η αργά για ευδαιμονία.

Ο Επικούρειος είναι άνθρωπος χαμηλών τόνων.

Δεν κάνει θόρυβο γύρω από το όνομά του, δεν επαίρεται για τον εαυτό του, τις γνώσεις του τις ικανότητές του, τα υλικά του αγαθά, δεν ζητά επιβεβαίωση από τους άλλους γιατί δεν την χρειάζεται. Είναι υπερήφανος γι' αυτό που είναι, γι' αυτό που αξίζει ο ίδιος. Αυτή είναι και η σημασία του περίφημου λάθε βιώσας και όχι ο αναχωρητισμός όπως κακώς πολλές φορές υποστηρίζεται από ορισμένους.

Ο Επικούρειος είναι κοινωνικό ον.

Πιστεύει στην ανάγκη της κοινωνικής συμβίωσης των ανθρώπων η οποία βασίζεται στο κοινωνικό συμβόλαιο, του να μην βλάπτει δηλαδή ο ένας τον άλλο και να επιδιώκουν μαζί την επίτευξη κοινών στόχων που θα διευκολύνουν την ζωή όλων. «Το της Φύσεως δίκαιον εστί σύμβολον του συμφέροντος εις το μη βλάπτειν αλλήλους μηδέ βλάπτεσθαι». (Επίκουρος – Κύριες Δόξες)

Είναι δίκαιος και νομοταγής.

Στην δικαιοσύνη και τον νόμο εδράζεται το κοινωνικό συμβόλαιο. «Η αταραξία είναι ο μέγιστος καρπός της δικαιοσύνης». Ο δίκαιος απολαμβάνει την ψυχική γαλήνη, ενώ ο άδικος είναι πάντοτε γεμάτος ταραχή, αφού ζει με τον φόβο της τιμωρίας και της εκδίκησης. Ο Επίκουρος θεωρούσε πως δεν ταιριάζει στον φιλόσοφο ακόμα και όταν αδικηθεί, να συγκρουσθεί ή να εκδικηθεί. (Φιλόδημος Γαδαρινός: περί Επίκουρου)

Είναι επίσης Δημοκρατικός.

Γιατί μόνο στην δημοκρατία το δίκαιο και ο νόμος απορρέει από τους πολίτες και αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση της ομαλής κοινωνικής συμβίωσης και αλλάζει πάλι από τους πολίτες όταν πάψει να την εξυπηρετεί. Γι' αυτόν τον λόγο ο Επικούρειος στέκεται πάντα απέναντι στην Τυραννία. Είναι ξεκάθαρη θέση του Κήπου πως ο Επικούρειος δεν θα γίνει ποτέ Τύραννος. «Νόμος που δεν εξυπηρετεί το κοινωνικό συμφέρον δεν είναι δίκαιος νόμος» (Επίκουρος-Κύριες Δόξες). Την προτροπή του Επίκουρου περί αποφυγής ενασχόλησης με την πολιτική, προκειμένου να διαφυλάξει ο σοφός την προσωπική του γαλήνη, θα πρέπει να την δούμε σαν παραίνεση και όχι σαν δογματική θέση, με φόντο την πολιτική κατάσταση των Ελληνιστικών χρόνων, όπου ο αποδυναμωμένος Δήμος είχε χάσει κάθε δυνατότητα να επηρεάσει τις τύχες της Πόλης και ο πολιτικός είτε είχε μετατραπεί σε χειροκροτητή του ηγεμόνα (Στρατοκλής) είτε είχε εξοριστεί από την Πόλη (Δημοχάρης). Ο ίδιος ο Επίκουρος άλλωστε διευκρινίζει: «Όσοι φλέγονται από φιλοτιμία και φιλοδοξία, και δεν μπορούν να κάνουν διαφορετικά, ας ακολουθήσουν τη φυσική τους ορμή για πολιτική. Γιατί η απραγμοσύνη θα τους ταράξει περισσότερο και θα τους πληγώνει, όσο δεν τους γίνεται εκείνο που ορέγονται...» (από Θ 245. Επικ. 555)

Οι Επικούρειοι τιμούν τους θεούς - θεσμούς της Πόλης

Συμμετέχουν και χαίρονται περισσότερο απ' όλους τις γιορτές και τις εκδηλώσεις της, γιατί αυτές δένουν τους ανθρώπους μεταξύ τους και ανεξάρτητα από την περιουσία τους και την κοινωνική τους θέση, τους κάνουν να αισθάνονται μέλη του ίδιου κοινωνικού συνόλου. Η κοινωνικότητα είναι λοιπόν για τους Επικούρειους φυσική ανάγκη. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να νοηθεί έξω από τον κοινωνικό του περίγυρο όχι μόνο στον Επικουρισμό αλλά στο σύνολο της Ελληνικής φιλοσοφίας αντίθετα με τις ανατολικές φιλοσοφίες.

Η Επικούρεια φιλία και παρρησία

Η εξωστρέφεια των Επικούρειων επιβεβαιώνεται από τον κεντρική θέση που κατέχει στην φιλοσοφία τους η φιλία. Δεν αρνούνται ότι η επιδίωξη της φιλίας όπως άλλωστε και της δικαιοσύνης, ξεκινά από ωφελιμιστικούς λόγους, καταλήγει όμως από μόνη της αρετή. Γιατί ο Επικούρειος θα επιδιώξει την προσωπική του ασφάλεια και ευδαιμονία μέσω της προαγωγής της ασφάλειας και ευδαιμονίας του συνόλου. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια γίνεται κατανοητό, γιατί το αίσθημα της προσφοράς στους άλλους αποτελεί για τους επικούρειους ηδονή και όχι καθήκον. «το εύ ποιείν ήδιόν εστι του εύ πάσχειν» (Το να ευεργετείς είναι ηδονικότερο από το να ευεργετείσαι).

Η ελευθερία του λόγου, η παρρησία των Επικούρειων, είναι βασικό στοιχείο της κοινωνικής τους συμπεριφοράς. Η άσκηση ελεύθερης αλλά καλοπροαίρετης κριτικής, με ευγένεια και νηφαλιότητα, συνδυάζεται πάντα με προσεκτική αποδοχή αντίστοιχης κριτικής από τους άλλους. Αυτό προϋποθέτει ελεύθερη δημοκρατική κοινωνία χωρίς διαχωρισμούς με βάση το φύλο την περιουσία και την κοινωνική θέση. Αυτό είναι και το μεγάλο πείραμα που γίνεται στον Κήπο μέσα στην καρδιά της καθημαγμένης παρακμάζουσας Αθηναϊκής κοινωνίας των Ελληνιστικών χρόνων.

Με την προώθηση της φιλίας δημιουργούν οι Επικούρειοι ένα στενότερο κοινωνικό κύκλο από ειλικρινείς φίλους, πάντα πρόθυμους να στηρίζουν και να συμπαρίστανται ο ένας στον άλλο, μεταξύ των οποίων η δικαιοσύνη είναι αυτονόητη και δεν χρειάζεται νόμους για να επιβληθεί και σχηματίζουν έτσι ένα πλέγμα προστασίας και ασφάλειας για τον καθένα που συμμετέχει σε αυτόν, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης της κοινωνίας και των θεσμών. Η Φιλία είναι η Ακρόπολη της Ανθρώπινης Αξιοπρέπειας που παραμένει ελεύθερη ακόμα και όταν το Κάστρο της κοινωνίας και των θεσμών έχει αλωθεί όπως συνέβαινε στην εποχή του Επίκουρου στην Ελληνιστική Αθήνα και όπως δυστυχώς κινδυνεύει να συμβεί στην σημερινή Ελλάδα.

Οι Επικούρειοι δεν φοβούνται τον θάνατο.

Γιατί όσο εμείς είμαστε ζωντανοί αυτός δεν υπάρχει και όταν αυτός είναι παρών δεν υπάρχουμε εμείς για να τον αντιληφθούμε. Πέρα από τον θάνατο δεν υπάρχει τίποτα να φοβηθούμε ή να ελπίζουμε. Και ούτε την ανυπαρξία πρέπει να φοβάται κανείς γιατί ανύπαρκτος ήταν και πριν γεννηθεί. Ο θάνατος είναι αυτός που δίνει νόημα στην ζωή και κάνει κάθε στιγμή της πολύτιμη και ανεπανάληπτη. Γι' αυτό πρέπει ο άνθρωπος να ζει την κάθε μέρα του σαν να ήταν η τελευταία της ζωής του. Καρπώσου την μέρα όπως έλεγε χαρακτηριστικά ο Ρωμαίος ποιητής Βιργίλιος. Αυτός που αναβάλλει την χαρά λέει ο Επίκουρος πεθαίνει πνιγμένος στις ασχολίες χωρίς να έχει ζήσει. Και όπως παρατηρεί ο Σενέκας το πολυτιμότερο αγαθό που μπορεί να προσφέρει ο άνθρωπος στους συνανθρώπους του είναι ο χρόνος του.

Οι Επικούρειοι δεν φοβούνται τους θεούς.

Οι θεοί των Επικούρειων είναι πρότυπα ευδαιμονίας και μακαριότητας για τους ανθρώπους. Δεν είναι φορείς παράλογων ηθικών κανόνων που επιβάλλουν με την αυθεντία τους στους ανθρώπους. Ούτε εξευμενίζονται από κανένα ούτε οργίζονται, ούτε μνησικακούν εναντίον κανενός, ούτε τιμωρούν και εκδικούνται, γιατί όπως λέει ο Δάσκαλος αυτό αντίκειται στην μακαριότητά τους και χαρακτηρίζει κατώτερα όντα. Επομένως οι θεοί δεν παρεμβαίνουν στην πορεία της ζωής των ανθρώπων, αλλά ούτε και αποτελούν αιτία των φυσικών φαινομένων τα οποία υπακούν σε φυσικούς νόμους είτε τους γνωρίζουμε είτε όχι. Οι θεοί είναι φίλοι των ανθρώπων και όχι δυνάστες. Και οι άνθρωποι δεν έχουν κανένα λόγο να τους φοβούνται, αλλά ούτε και να ελπίζουν τίποτα από αυτούς. Στις δυσκολίες της ζωής ο άνθρωπος πρέπει να στηρίζεται στους συνανθρώπους του και όχι στους αμέτοχους θεούς. Γι' αυτό το λόγο ο Διογένης ο Οινοανδέας προτείνει να αποδίδονται γελαστά τα πρόσωπα των θεών στα αγάλματα. Για τους Επικούρειους οι θεοί αντιπροσωπεύουν το πρότυπο της ψυχικής γαλήνης που πρέπει να επιδιώκει ο άνθρωπος. Γι' αυτό και έχουν όλο το δικαίωμα όπως διακηρύσσει ο Δάσκαλος στον επίλογο της προς Μενοικέα επιστολής του, να ισχυρίζονται ότι ζουν σαν θεοί ανάμεσα σε ανθρώπους.

Περί Πολιτικής Ορθότητας

Όταν σκεφτόμαστε την πολιτική ορθότητα, το πρώτο πράγμα που έρχεται στο μυαλό είναι να μιλάμε ή να ενεργούμε με τρόπο που δεν είναι σε καμία περίπτωση ασέβεια.

Με αυτό τον τρόπο προσπαθούμε να προστατεύσουμε μια συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων ή ένα άτομο από ένα ενοχλητικό συναίσθημα. Με άλλα λόγια, προσπαθούμε να προστατέψουμε ένα άτομο ή μια ομάδα ανθρώπων από το να υποστούν βλάβη από τη σημασία που μπορεί να συνεπάγονται τα λόγια ή οι πράξεις μας, ανεξάρτητα από την πρόθεση ή το πλαίσιο.

Πόσο αλήθεια είναι αυτό; Τους προστατεύουμε πραγματικά; Το αληθινό ζήτημα είναι το πώς ενεργεί η πολιτική ορθότητα, δηλαδή ως ένας τρόπος να που θα επιφέρει διαχωρισμό από το συναίσθημα, τον συναισθηματικό πόνο και τις κακουχίες.

Χρησιμοποιώντας μία πολιτικά ορθή γλώσσα, τα λόγια και επομένως το μήνυμα που μεταφέρεται, γίνονται πιο ουδέτερα, λιγότερο συναισθηματικά φορτισμένα και τελικά έχουν μικρότερο αντίκτυπο. Η διαταραχή μετατραυματικού στρες είναι ένα πολύ καλό παράδειγμα αυτού.

Ας σκεφτούμε για μια στιγμή την εξέλιξη του τώρα αποκαλούμενου PTSD. Ξεκίνησε ως «Shell Shock», μια σύντομη και ισχυρή φράση, πολύ εκφραστική της επίδρασης που έχει η κατάσταση στον πάσχοντα. Λίγα χρόνια αργότερα, έγινε «κόπωση μάχης» («Battle Fatigue»), μια μακρύτερη, λιγότερο συναισθηματική, λιγότερο ανθρώπινη και πιο ουδέτερη φράση με σχετικά χαμηλό επίπεδο έντασης.

Ο όρος που ακολουθήθηκε ήταν «Λειτουργική Εξάντληση» («Operational Exhaustion»), κάτι από το οποίο μπορεί να υποφέρει και το αυτοκίνητό σας. Τέλος, έγινε PTSD, μια μη συναισθηματική έκφραση που είναι ιατρική φρασεολογία, εντελώς αποσυνδεδεμένη από τον πόνο που συνεπάγεται η κατάσταση.

Ποιον ευνοεί αυτή τη συναισθηματική αποστασιοποίηση;

Η πρώτη απάντηση που έρχεται στο μυαλό πρέπει σίγουρα να είναι: "Φυσικά, το θύμα". Ας εξετάσουμε το αντίθετο για μια στιγμή και μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε πως η πολιτική ορθότητα μόνο φαινομενικά προστατεύει τους μη προνομιούχους χωρίς πραγματικά να υποστηρίζει την ίση μεταχείριση τους σε σχέση με τους υπόλοιπους.

Στην περίπτωση του PTSD, φαίνεται να προσφέρει προστασία από την ετικέτα της συναισθηματικής διάλυσης σε μια κοινωνία που δεν επιδεικνύει κατανόηση. Αυτό που πραγματικά κάνει είναι να θάψει τη συγκίνηση που ο αρχικός ορισμός έφερε και ως εκ τούτου το πρόβλημα που μεταφέρει η περιγραφή του με λόγια.

Τελικά δεν προστατεύει το θύμα από την πάθηση ή από την επιβολή ετικέτας. Το να μην το ονομάζουμε δεν προστατεύει το θύμα της κατάστασης από οποιοδήποτε συναισθηματικό πόνο που θα επέφερε η ανάμνηση του βιώματος.

Στην πραγματικότητα δεν τα προστατεύει από οποιαδήποτε κοινωνική τιτλοφόρηση οποιουδήποτε είδους. Εξασφαλίζει μόνο τους ανθρώπους με κάποιο προνόμιο ή πλεονέκτημα σε σχέση με τα πραγματικά θύματα. Στην περίπτωση αυτή αυτοί είναι εκείνοι που δεν αγωνίστηκαν, ή εκείνοι που διέταξαν τον ίδιο τον πόλεμο: σε αυτή την περίπτωση αυτοί είμαστε εμείς. Μας σώζει από την αντιμετώπιση του συναισθηματικού πόνου των δικών μας παραπτωμάτων. Μας σώζει από τη ντροπή. Μας προστατεύει σε ναρκισσιστικό επίπεδο, από το να ασχοληθούμε με το γεγονός ότι δεν αγωνιστήκαμε, ή ότι δεν προβλέψαμε για τον βετεράνο επαρκώς ως κοινωνία κατά την επιστροφή του από το μέτωπο.

Η πολιτική ορθότητα μπορεί να φαίνεται ότι προορίζεται για την προστασία του θύματος, αλλά λειτουργεί μόνο προς όφελος όλων των άλλων.

Αγάπη χωρίς Ανάγκη

Η αγάπη είναι ένα από τα συναισθήματα που γεννιούνται μαζί με εμάς. Η πρώτη φύση της είναι περιελιγμένη με την ανάγκη αφού τη χρειαζόμαστε για να επιβιώσουμε. Χρειαζόμαστε αγάπη για να φροντιστεί ο εαυτός μας, να τραφούμε, να καθαριστούμε και να μεταφερθεί η πολύτιμη πληροφορία από τη μητέρα σε εμάς.

Θα έλεγε κανείς ότι η αγάπη και η ανάγκη, τα πρώτα χρόνια της ζωής μας, είναι αγκαλιασμένες η μία με την άλλη. Παρόλα αυτά, η σημαντικότερη παράμετρος της, δεν παύει να είναι η ποιότητα αφού η ποιότητα απελευθερώνει τον άνθρωπο από τα δεσμά μιας ατέρμονης προσμονής για ποσότητα. Μοιάζει προδικασμένο για αυτόν που δεν βίωσε την ποιότητα της αγάπης, στα πρώτα του χρόνια, να ζητά μία επανάληψη αυτών στην υπόλοιπη ζωή του. Πώς βιώνεται αυτή η ποιότητα, όμως, στα πρώτα χρόνια της ζωής μας;

Η ποιότητα στην αγάπη βιώνεται μέσα από την επένδυση. Την συναισθηματική επένδυση, για να γίνω συγκεκριμένος, η οποία χρωματίζει κάθε πράξη κάνοντάς την "ανάγλυφη" στον καμβά του χρόνου. Για να γίνει περισσότερο κατανοητό, φανταστείτε κάθε κίνηση που κάνει κάποιος σε κάποιον άλλο, κάθε ενέργεια ή νεύμα του, σαν ένα δοχείο... Όταν το δοχείο δεν έχει περιεχόμενο, όσο όμορφη και συμβολική να είναι η κίνηση δεν παύει να παραμένει άδεια... Όταν, όμως, το δοχείο γεμίσει με συναίσθημα τότε ακόμα και το πιο μικρό νεύμα ανάγεται στην ύψιστη μορφή επικοινωνίας. Πώς, όμως, απαγκιστρώνεται η ανάγκη από την αγάπη και πώς εκτυλίσσεται η διαδικασία;

Η ανάγκη αποχωρεί όταν παύει να είναι το κυρίαρχο κίνητρο στις πράξεις επικοινωνίας. Όπως ένας αυτοκινητόδρομος ταχείας κυκλοφορίας, όταν φιλοξενεί έναν τρομερά μεγάλο αριθμό οχημάτων καταντά αργός έτσι και η αγάπη όταν μεταφέρει περισσότερες από μία πληροφορίες είναι καταδικασμένη να επιβραδύνει την ταχύτητά της... Σταθμίζοντας τον παραλληλισμό μας, το σημαντικότερο πράγμα που χρειάζεται να μας διδάξει η αγάπη, στην παιδική ηλικία, είναι ότι είμαστε μοναδικοί. Αργότερα, εσωτερικεύουμε το αίσθημα αυτό και δεν απαιτούμε από τους ανθρώπους που έρχονται στη ζωή μας να μας το επιβεβαιώνουν.

Εφόσον, η ρομαντική αγάπη – αυτή που διέπει δύο εραστές – είναι ο χρονοταξιδευτής των εμπειριών της παιδικής ηλικίας, ενίοτε κουβαλά στις αποσκευές της την προσδοκία. Προσδοκία η οποία ζητά από συντροφικό ταίρι να δηλώσει ότι ο ένας ανήκει στον άλλο για να καθησυχάσει το αίσθημα μιας επικείμενης απώλειας. Η χροιά αυτής της προσδοκίας, όμως, αυτή που ζητάει να ανήκει και να της ανήκουν, μοιάζει να κρατάει τον άλλο αγκαλιά όπως κρατούσε η ανάγκη την αγάπη στα πρώτα χρόνια της ζωής μας, μαρτυρώντας περισσότερο ένα χαρακτήρα επιβίωσης παρά έναν απελευθέρωσης. Μια αγκαλιά που κρατά τον άλλο δέσμιο αντί να λειτουργεί ως βατήρας, για να σπρώξει δυνατά εκείνος και να εκτοξευτεί... Μια αγκαλιά που υπονοεί ότι ο ένας ανήκει στον άλλο και όχι ότι ο ένας συναντά τον άλλο στο βασίλειο της συναισθηματικής πραγματικότητας στην πορεία τους προς την αυτοπραγμάτωση.

Δεν ανήκω, λοιπόν, γιατί έτσι μαθαίνω το αίσθημα της ιδιοκτησίας... Αντιθέτως, αναγνωρίζω ότι η μοναδικότητα δεν αναδεικνύει τη μοναχικότητα αλλά τη δύναμη μιας πλήρους και αυτάρκους ύπαρξης η οποία δεν "χρειάζεται να έχει" αλλά "επιλέγει να έχει". Νομίζω ότι όλη η παραπάνω πρόταση συνοψίζεται στους παρακάτω στίχους περισσότερο ελεύθερη και διαθέσιμη στην ερμηνεία, έχοντας το συναίσθημα ως τον ήρωα που κόβει τα δεσμά του δυνάστη της λογικής...

Μη βάζεις το "μου" στο "αγάπη μου" γιατί τρομάζω...

Μη βάζεις το "μου" στο "δικός μου" γιατί τρομάζω πάλι...

Να μου πεις ότι το "μου" είναι κισσός που αναφύεται και περιελίσσεται γύρω απ' την αγάπη και, πολλές φορές, στην προσπάθεια να ξεφορτωθούμε τον κισσό ξεριζώνουμε και την ίδια...

Πες μου, ακόμα, ότι ανήκω μόνο σε μένα... Πες μου ότι ανήκεις μονάχα σε σένα... Πες μου ότι δεν σε χρειάζομαι για να είμαι ευτυχισμένος μα θέλεις να σου δείξω όλα αυτά που με κάνουν να είμαι...

Πες μου ότι δεν με χρειάζεσαι για να είσαι ευτυχισμένη μα με θέλεις μέσα στον κύκλο της ευτυχίας σου...

Πες μου ότι το μόνο που χρειαζόμαστε είναι η δύναμη να χαίρεται ο ένας με την ευτυχία του άλλου ακόμα και τις στιγμές που δεν περιλαμβάνει εμάς...

Η αγάπη, πες μου, αν είναι ανιδιοτελής, μπορεί να ευχηθεί ακόμα και σ' εκείνον που την πλήγωσε να είναι καλά... Απεναντίας, πες μου, αν είναι προϊόν με σκοπό τότε πληγώνει αυτόν που αγαπά κι αυτόν που αγαπιέται...

Πες μου να μη βάζω το "μας" στις "στιγμές μας" μόνος... Πιάσε το από τη μία άκρη, πες μου, να το πιάσω από την άλλη κι ας το βάλουμε μαζί... Πέπλο που την σκεπάζει και την φιλά στο μέτωπο, κρατώντας τη ζέστη στην κοιτίδα που σχηματίζεται ανάμεσα από τα κορμιά μας...

Βγάλε, ακόμα, και το "αγάπη" απ' το "αγάπη μου" όταν με προσφωνείς, πες μου, και βαλε σε σένα... Δεν χρειάζομαι, να το ακούω, πες, γιατί έχω ήδη κάποιον που με αγαπά, εμένα...

Ο εαυτός μου με σπρώχνει, πες μου, γιατί έχει ανάγκη να τ' ακούει πιο συχνά και προστάζει τα χείλη μου για να το πουν μα εγώ, λανθασμένα, το λέω σε σένα... Γιατί σε σένα, πες μου, βλέπω το κομμάτι μου που θέλει να τ' ακούσει...

Όμως, πες μου, μη μπερδεύεσαι... Δεν είσαι ο καθρέφτης μου. Ούτε εγώ είμαι ο δικός σου... Εγώ είμαι εγώ, πες μου, κ εσύ είσαι εσύ... Μαζί, πες μου, τέλος, κάνουμε το εμείς αλλά μέσα στο εμείς υπάρχει αναλλοίωτο το "ε" του εγώ και το "σ" του εσύ...

Η πιο μεγάλη τέχνη στη ζωή, πες μου, και μ' αυτό σταμάτα να μιλάς και φίλα με, είναι η αφαίρεση... Πάρε το "Σ' αγαπώ και σε χρειάζομαι για να είμαι ευτυχισμένος", πες, και καν' το "Σ' αγαπώ και χρειάζομαι, εσύ, να είσαι ευτυχισμένος..."

Ἡ τραγωδία καί τό τραγικό, Διονυσιακό και Ἀπολλώνιο

Αποτέλεσμα εικόνας για Αν έχετε βαρεθεί να σας υπαγορεύουν ποιοι να είστε… δημιουργήστε τη δική σας φιλοσοφία ζωής[15 (10) 1888] Τί ση­μαί­νει Τρα­γι­κό;

Ἔ­χω ὑ­πο­δεί­ξει ἐ­πα­νει­λημ­μέ­να τή με­γά­λη πα­ρα­νό­η­ση τοῦ Ἀ­ρι­στο­τέ­λη σχε­τι­κά μέ κεῖ­να τά δύ­ο καταθλιπτικά αἰ­σθή­μα­τα, τό φό­βο καί τόν ἔ­λε­ο, τά ὁ­ποῖα ἐ­ξε­λάμ­βα­νε ὡς κα­τε­ξο­χήν τρα­γι­κά. Ἄν εἶ­χε δί­κιο, τό­τε ἡ Τρα­γω­δί­α θἆ­ταν μί­α Τέ­χνη θα­να­τη­φό­ρος, ἕ­νας πραγ­μα­τι­κός δη­μό­σι­ος κίν­δυ­νος. Δη­λα­δή, ἡ Τέ­χνη, τό με­γά­λο δι­ε­γερ­τι­κό της ζω­ῆς, τό με­γά­λο με­θύ­σι γιά ζω­ή, ἡ βού­λη­ση γιά ζω­ή, θά ὑ­πη­ρε­τοῦ­σε τήν πα­ρακ­μή (κι ἄ­ρα τήν ἀ­παι­σι­ο­δο­ξί­α!) - θά ἔβλαπτε, τό­τε, τήν ὑ­γεί­α. Νά λέ­γα­με, λοι­πόν —κα­θώς φαί­νε­ται νά πι­στεύ­ει ὁ Ἄ­ρι­στο­τέ­λη­ς—, ὁ­τι προ­κα­λῶν­τας κα­νείς φό­βο καί ἐ­λε­ο «κα­θαί­ρε­ται» κι­ό­λας; Ἄ­το­πο! Ὅ,­τι ἐ­γεί­ρει κα­τά βά­σιν φό­βο ἤ ἔ­λε­ο, ἀ­πο­δι­ορ­γα­νώ­νει, ἀ­πο­δυ­να­μώ­νει, ἀ­πο­θαρ­ρύνει. Ἄν δί­να­με δί­κιο στόν Σο­πε­νά­ου­ερ καί δε­χό­μα­σταν ὁ­τι ἡ Τρα­γω­δί­α δί­δα­σκε τήν «πα­ραί­τη­ση» —πρό­τει­νε, δη­λα­δή, ἕ­ναν ἤ­πι­ο τρό­πο ν’ ἀ­παρ­νη­θεῖ κα­νείς τήν εὐ­τυ­χί­α, τήν ἐλ­πί­δα, τή βού­λη­ση γιά ζω­ή—, ἔ, τό­τε θἄ­χα­με μι­ά Τέ­χνη πού θ’ ἀ­παρ­νι­ό­ταν τόν ἴδι­ο τόν ἑ­αυ­τό της! Τό­τε, Τρα­γω­δί­α θά σή­μαι­νε δι­α­δι­κα­σί­α ἀ­πο­σύν­θε­σης: ἡ καλ­λι­τε­χνι­κή ὁρ­μή θά ἐκ­μη­δέ­νι­ζε τή ζω­τι­κή ὁρ­μή! Ὁ χρι­στι­α­νι­σμός, ὁ μη­δε­νι­σμός, ἡ τρα­γι­κή Τέ­χνη κ’ ἡ σω­μα­τι­κή κα­τά­πτω­ση θἄ­δι­ναν τά χέ­ρια, θά θρι­άμ­βευ­αν καί θά τρά­βα­γαν μα­ζί πρός τή δό­ξα - στόν κατήφο­ρο!.. Ἡ Τρα­γω­δί­α θἄ­ταν ἁ­πλῶς σύμ­πτω­μα ξε­πε­σμοῦ...

Τού­τη ἡ θε­ω­ρί­α εὔ­κο­λα ἀ­να­σκευ­ά­ζε­ται: ἄν μέ­τρα­γε κα­νείς μ’ ἕ­να δυ­να­μό­με­τρο τή συγ­κί­νη­ση πού προ­κα­λεῖ μί­α δρα­μα­τι­κή πα­ρά­στα­ση, θἄ­χα­με μι­άν ἔν­δει­ξη πού μό­νο ἕ­νας Συ­στη­μα­τι­κός (ἐ­ξαι­τίας τῆς ἀ­κα­τά­σχε­της ψευ­δο­λο­γί­ας του), δέ θά μπο­ροῦ­σε ψυ­χο­λο­γι­κά νά δε­χτεῖ: ἡ Τρα­γω­δί­α εἶν’ ἕ­να τονωτικό.

Ἄν, τώ­ρα, ὁ Σο­πε­νά­ου­ερ αὐτό δέν θέλησε[1] νά τό κα­τα­λά­βει, ἄν ὅρι­σε ὡς «τρα­γι­κό» τό «κα­τα­θλι­πτικό», ἄν στούς Ἕλ­λη­νες (οἱ ὁποῖοι, πρός με­γά­λη του δυ­σα­ρέ­σκει­α, δέν ἔ­λε­γαν νά «πα­ραι­τη­θοῦν»...) ἀν­τέ­τει­νε πώς τά­χα δέν ὁ­λο­κλή­ρω­σαν τήν κο­σμο­θε­ω­ρί­α τους, τοῦ­το δέν εἶ­ναι πα­ρά προ­κα­τά­λη­ψη,* ἐ­πα­κό­λου­θο τῆς λο­γι­κῆς τοῦ Συ­στή­μα­τος, πα­ρα­χά­ρα­ξη ἑ­νός Συ­στη­μα­τι­κοῦ. Μι­ά τέ­τοια μά­λι­στα πα­ρα­χά­ρα­ξη, τοῦ χει­ρί­στου εἴ­δους, δι­έ­φθει­ρε σι­γά-σι­γά τήν ψυ­χο­λο­γί­α τοῦ ἴ­διου του Σο­πε­νά­ου­ερ, πού αὐ­θαί­ρε­τα καί βά­ναυ­σα πα­ρερ­μή­νευ­σε τή Μεγα­λο­φυί­α, τήν Τέ­χνη ὁ­λά­κε­ρη, τήν Ἠ­θι­κή, τόν πα­γα­νι­σμό, τήν ὀ­μορ­φιά, τή γνώ­ση - σχε­δόν τά πάν­τα!..

Ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης ἤ­θε­λε νά βλέ­πει τήν Τρα­γω­δί­α κα­θαρ­τι­κή τοῦ φό­βου καί τοῦ ἐ­λέ­ου - μι­ά εὐ­ερ­γε­τι­κή ἀ­ποφόρ­τι­ση δύ­ο ὑ­περ­φορ­τι­σμέ­νων νο­ση­ρῶν ἁ­ψι­θυ­μι­ῶν...

Οἱ ἄλ­λες ἁ­ψι­θυ­μί­ες δροῦν ἴ­σως το­νω­τι­κά· ὅμως τοῦ­τες οἱ δύ­ο εἶν’ ἐ­πι­ζή­μι­ες, βλα­βε­ρές - πρέ­πει, κα­τά τόν Ἄ­ρι­στο­τέ­λη, ν’ ἀ­πο­βάλ­λον­ται ἀπ’ τόν ἀν­θρώ­πι­νο ὀρ­γα­νι­σμό· δι­ε­γεί­ρον­τάς τες, λοι­πόν, ἡ Τρα­γω­δί­α, κα­θαί­ρει καί λυ­τρώ­νει τόν ἄν­θρω­πο - τόν κά­νει κα­λύ­τε­ρο. Ἡ Τρα­γω­δί­α, εἶ­δος θε­ραπεί­ας κα­τά τῆς συμ­πό­νιας!

[2 (106) 1885- 6] Ἡ ἀ­πά­τη τοῦ Ἀπόλλωνα: ὅτι ἡ ὡ­ραί­α μορ­φή εἶν’ αἰώ­νια· <λαν­θά­νει> ὁ ἀ­ρι­στο­κρα­τι­κός νό­μος: «ἔτσι πάντα νἆ­ναι!»

Δι­ό­νυ­σος: ἡ­δυ­πά­θει­α καί βα­ναυ­σό­τη­τα. Τό ἐ­φή­με­ρο μπο­ρεῖ νά ση­μαί­νει: ἀ­πό­λαυ­ση τῶν δη­μι­ουρ­γι­κῶν καί κα­τα­στρο­φι­κῶν δυ­νά­με­ων, ἀδιά­λειπτη δη­μι­ουργία.[2]

[2 (114)1885-6] Τό ἔρ­γο Τέ­χνης χωρίς καλ­λι­τέ­χνη. Ἄς ποῦ­με: σάν ἕ­να σῶ­μα, σάν ἕ­νας ὀρ­γα­νι­σμός (πρωσ­σι­κό σῶ­μα ἀ­ξι­ω­μα­τού­χων, τάγ­μα Ἰ­η­σου­ι­τῶν). Ὥς ποιό ση­μεῖ­ο ὁ καλ­λι­τέ­χνης εἶν’ ἁ­πλῶς ἕ­να προ­στά­δι­ο... Τί ση­μαί­νει τό «ὑ­πο­κεί­με­νο»; —

Ὁ κό­σμος σάν ἕ­να ἔρ­γο Τέ­χνης πού αὐ­το-γεν­νᾶ­ται...

Ἆραγε ἡ Τέ­χνη εἶ­ναι πα­ρε­πό­με­νο τῆς δυσφορίας πρός τό Πραγ­μα­τι­κό; Ἡ ἔκ­φρα­ση εὐ­γνω­μο­σύ­νης γιά τή βι­ω­νό­με­νη εὐτυ­χί­α;

Στήν πρώ­τη πε­ρί­πτω­ση: Ρο­μαν­τι­σμός· στή δεύ­τε­ρη: ἐ­ξύ­μνη­ση τοῦ φαί­νε­σθαι καί δι­θύ­ραμ­βος (κοντολογῆς: Τέ­χνη τῆς ἀ­πο­θέ­ω­σης): ἐ­δῶ ἀ­νή­κει κι ὁ Ρα­φα­έ­λο..- μό­νο πού μέ­σα του ἐ­λάν­θα­νε ἐ­κεί­νη ἡ δο­λι­ότη­τα, ν’ ἀ­πο­θε­ώ­νει τήν ἐπίφαση τῆς χρι­στια­νι­κῆς ἑρ­μη­νεί­ας τοῦ Κό­σμου. Εὐ­γνω­μο­νοῦ­σε τήν ὕ­παρ­ξη, ὅ­ποτε αὐ­τή δέν ἐμ­φα­νι­ζό­ταν εἰ­δι­κῶς χρι­στια­νι­κή.

Μέ τήν ἠθική ἑρ­μη­νεί­α ὁ Κό­σμος γί­νε­ται ἀ­φό­ρη­τος. Ὁ χρι­στι­α­νι­σμός τή χρη­σι­μο­ποί­η­σε προ­σπα­θών­τας νά «ὑ­περ­βεῖ» τόν Κό­σμο: ἤ­τοι, νά τόν ἀρ­νη­θεῖ. — Στήν πρά­ξη, μί­α τέ­τοια πα­ρα­νο­ϊ­κή ἀ­πό­πει­ρα δο­λο­φο­νί­ας κα­τά τῆς ζω­ῆς —οὐ­σι­α­στι­κά: ἡ πα­ρα­νο­ϊ­κή οἴ­η­ση τοῦ ἀν­θρώπου ἔ­ναν­τι τοῦ Κό­σμου— εἶ­χε σάν ἀ­πο­τέ­λε­σμα ν’ ἀ­μαυ­ρώ­σει, νά σμι­κρύ­νει, νά φτω­χύ­νει τόν ἴ­διο τόν ἄν­θρω­πο· μό­νο τό πι­ό μέ­τρι­ο καί πι­ό ἀ­βλα­βές εἶ­δος, τό ἀ­γε­λαῖ­ο εἶ­δος ἀν­θρώ­που, ὠ­φε­λή­θη­κε ἀ­πό δαύ­την, ἐν­θαρ­ρύνθηκε ἄν θέ­λε­τε...

Ὅ­μη­ρος: ὁ καλ­λι­τέ­χνης τῆς ἀ­πο­θέω­σης· τό ἴ­δι­ο κι ὁ Ροῦμ­πενς. Ἡ μου­σι­κή δέν μᾶς ἔ­δωσε ἀ­κό­μη κα­νέ­ναν.

Ἡ ἐ­ξι­δα­νί­κευ­ση τοῦ με­γά­λου πα­ρα­βάτη­[3] (ἡ ἀ­νά­δει­ξη τῆς με­γα­λω­σύ­νης του) εἶν’ ἐ­πί­τευγ­μα ἑλλη­νι­κό· ἡ δυ­σφή­μι­ση, ἡ συ­κο­φάν­τη­ση, ἡ πε­ρι­φρό­νη­ση τοῦ ἁ­μαρ­τω­λοῦ: ἰ­ου­δα­ϊ­κό καί χρι­στια­νι­κό...

[14 (14) 1888] ...Μέ τή λέ­ξη δι­ο­νυ­σι­α­κό ἐκ­φρά­ζε­ται ἡ ὁρ­μή γιά τό ἕ­να, μί­α δι­ά­τα­ση πέ­ρα καί πά­νω ἀ­πό πρό­σω­πο, κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα, κοι­νω­νί­α, ἁ­πτή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, σάν μί­α ἄ­βυσ­σος τῆς λη­σμο­σύ­νης, μί­α πυ­ρε­τι­κή ἐ­πώ­δυ­νη ὑ­περ­χεί­λι­ση πού ὁ­δη­γεῖ σέ πι­ό σκο­τει­νές, γε­μά­τες, «κυ­μα­τώ­δεις» κα­τα­στά­σεις· ἕ­να ἐκ­στα­τι­κό Ναί! στή ζω­ή ὅ­ποι­α εἶ­ναι, σέ κεῖ­νο πού, μ’ ὅλη τή με­τα­βο­λή, πα­ρα­μέ­νει ἴ­διο, τό ἴ­διο δυ­να­τό κ’ ἱ­ε­ρό· ἡ ἀ­στεί­ρευ­τη πη­γή τῆς με­γά­λης παν­θε­ϊ­στι­κῆς «συν-εὐ­φρο­σύ­νης» καί «­συμπο­νε­τι­κό­τη­τας»,* κα­θα­γι­α­στι­κής κ’ ἐ­πι­κυ­ρω­τι­κῆς ὡς καί τῶν πι­ό τρο­μα­κτι­κῶν καί πα­ρά­δο­ξων γνω­ρι­σμά­των τῆς ζω­ῆς, ἀ­να­βλύ­ζον­τας ἀ­πό ἕ­να αἰ­ώ­νι­ο θέ­λω γέν­νας, γο­νι­μό­τη­τας, αἰ­ω­νι­ό­τη­τας· τό στέ­ρε­ο αἴ­σθη­μα ὅτι δη­μι­ουρ­γί­α καί φθο­ρά εἶν’ ἕ­να καί τό αὐ­τό...

Μέ τόν ὅ­ρο ἀ­πολ­λώ­νι­ο νο­εῖ­ται ἡ ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κή ὁρ­μή γιά ἔκ­φρα­ση τοῦ ἐ­γώ,[4] τό δυ­να­μι­κό τοῦ λεγόμενου «ἀ­τό­μου», ἡ ὁρ­μή γιά κά­θε­τι πού ἁ­πλο­ποι­εῖ, ξε­χω­ρί­ζει, δυ­να­μώ­νει, ξε­κα­θα­ρί­ζει, ἡ ὁρ­μή γιά τό μή δι­φορού­με­νο καί τό τυ­πι­κό· ἡ ἐ­λευ­θε­ρί­α ὑ­πό τόν ζυ­γό τοῦ νό­μου...

Ἡ πε­ραι­τέ­ρω ἐ­ξέ­λι­ξη τῆς Τέ­χνης συν­δέ­ε­ται ἄ­με­σα μέ τό ἀν­τι­πά­λε­μα τῶν δύ­ο τού­των καλ­λι­τε­χνι­κῶν δυ­νά­με­ων, ὅπως κ’ ἡ πε­ραι­τέ­ρω ἐ­ξέ­λι­ξη τοῦ ἀν­θρώ­που μέ τόν ἀν­τα­γω­νι­σμό τῶν δύ­ο φύ­λων. Ἡ πλη­θω­ρι­κή δύ­να­μη κι ὁ μετρι­α­σμός, ἡ ἀ­νώ­τε­ρη μορ­φή αὐ­το­κα­τά­φα­σης μές σέ μί­α ψυ­χρή, εὐ­γε­νῆ κι ἄ­καμ­πτη ὀ­μορ­φιά: ὁ «ἀ­πολ­λω­νι­σμός» τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς βού­λη­σης...

Οἱ κα­τα­βο­λές τῆς Τρα­γω­δί­ας καί τῆς Κω­μω­δί­ας ὡς ὅρα­ση τοῦ παρόν­τος* ἀπ’ τά μά­τια ἑνός θε­ο­ῦ± βυ­θι­σμέ­νου σέ ἔκ­στα­ση· ὡς ἀ­πό κοι­νοῦ βί­ω­ση τοῦ το­πι­κοῦ Μύ­θου, τοῦ Πα­ρευ­ρί­σκε­σθαι, τοῦ Θαύ­μα­τος, τῆς θε­με­λι­ω­τι­κῆς Πρά­ξης, τοῦ «Δρά­μα­τος» ( -[5]

Ἡ ἀν­τί­θε­ση Δι­ο­νυ­σι­α­κοῦ καί Ἄ­πολ­λώ­νι­ου στήν Ἕλ­ληνι­κή ψυ­χή, ὑ­πῆρ­ξε γιά μέ­να τό πι­ό γο­η­τευ­τι­κό αἴ­νιγ­μα στήν ἐ­να­σχό­λη­σή μου μέ τούς Ἕλ­λη­νες. Κα­τά βά­θος, ἐν­δι­α­φε­ρό­μου­ν[6] νά μαν­τέ­ψω γιά ποιό λό­γο ὁ ἑλ­λη­νι­κός ἀ­πολ­λω­νι­σμός χρει­ά­στη­κε ἕ­να δι­ο­νυ­σι­α­κό ὑ­πέ­δα­φος γιά νά φυ­τρώ­σει· τί ἀ­νάγ­κα­σε, δη­λα­δή, τό δι­ο­νυ­σι­α­κό Ἕλ­λη­να νά γί­νει ἀ­πολ­λώ­νι­ος: νά δι­α­σταυ­ρώ­σει τή ρο­πή του γιά τό τρο­με­ρό, τό πο­λυ­σχι­δές, τό ἀ­βέ­βαι­ο, καί τό φρικτό μέ μι­άν ἄλ­λη ρο­πή: γιά τό σύμ­με­τρο, τό ἁ­πλό, γιά τό συμ­βα­τό μέ τόν κα­νό­να καί τήν ἔν­νοι­α.

Στή ρί­ζα τοῦ Ἕλ­λη­να: τό ἄ­με­τρο, τό ἔ­κλυ­το τῆς Ἀ­σί­ας- ἡ ἀν­δρεί­α του συ­νί­στα­ται στόν ἀ­γῶ­να του κα­τά τοῦ ἐγ­γε­νοῦς ἀσά­σι­α­τι­σμοῦ» του· ἡ ὀ­μορ­φιά δέν τοῦ χα­ρί­στη­κε —ὅπως οὔτε, ἄλ­λω­στε, ἡ λο­γι­κή ἤ ἡ φυ­σι­κό­τη­τα τῶν ἐ­θί­μω­ν— τήν κα­τά­κτη­σε, τή θέ­λη­σε, ἀ­γω­νί­στη­κε γι’ αὐ­την - τήν κέρ­δι­σε!

[41 (6) 1885] Οἱ με­γα­λύ­τε­ρες καί λαμ­πρό­τε­ρες χα­ρές τοῦ ἀν­θρώ­που —γιο­ρτές κα­θαυ­τό τῆς ὕ­παρ­ξης, πού τήν πε­ρι­τυ­λί­γουν μέ φῶς— ἔρχον­ται (τί πι­ό φυ­σι­κό;) μό­νο στούς πι­ό σπά­νι­ους κι ἀκ­μαί­ους· καί τοῦ­το, μο­νά­χα για­τί οἱ ἴ­διοι κ’ οἱ πρό­γο­νοί τους ἔζη­σαν ἐ­πί μα­κρόν μι­ά «προ­πα­ρα­σκευ­α­στι­κή» ζω­ή πρός ἐ­κεί­νη τήν κα­τεύ­θυν­ση, μή γνω­ρί­ζον­τας ὅτι πο­ρεύ­ον­ται πρός τά κεῖ... Με­τά τή μακρά τού­τη προ­ε­τοι­μα­σί­α, προ­βάλ­λει σέ Ἕ­ναν Ἄν­θρω­πο ἕ­νας ὑ­περ­χει­λής πλοῦ­τος πο­λυ­σχι­δῶν ἱ­κα­νο­τή­των καί μα­ζί τό κυ­ρί­αρ­χο πρό­σταγ­μα μί­ας «ἐ­λεύ­θε­ρης βού­λη­σης», συ­νυ­πάρ­χον­τας ἁρ­μο­νι­κά, δρῶν­τας εὐ­ερ­γε­τι­κά στό πνεῦ­μα του. Τό­τε τό πνεῦ­μα οἰ­κει­ώ­νε­ται τίς αἰ­σθή­σεις καί φι­λι­ώ­νει μα­ζί τους, κ οἱ αἰ­σθή­σεις οἰ­κειώνον­ται τό πνεῦ­μα· κι ὅ,τι κεν­τρί­ζει τό πνεῦ­μα, ἀ­πο­γει­ώ­νει καί τίς αἰ­σθή­σεις σέ πρω­τό­γνω­ρα ὕ­ψη λε­πτό­τα­της εὐ­τυ­χί­ας καί γό­νι­μου παι­γνι­διοῦ. Ἀλ­λά κι ἀν­τί­στρο­φα! Σκε­φτεῖ­τε, φέρ’ εἰ­πεῖν, τήν πε­ρί­πτω­ση τοῦ Χα­φί­ζ[7] —ἤ τόν ἴ­διο τό Γκαῖ­τε! ἄν καί σέ μι­κρό­τε­ρο βαθ­μό— γιά νά πά­ρε­τε μι­άν ἰ­δέ­α πε­ρί τί­νος πρό­κει­ται... Προ­φα­νῶς, τέ­τοιοι ἐν­τε­λεῖς καί ἀκ­μαι­ό­τα­τοι ἄν­θρω­ποι δι­ε­λαύ­νον­ται ἀ­πό μι­άν ὑ­πέρ­τα­τη πνευ­μα­τι­κό­τη­τα πού, σά με­θυ­στι­κή ἀλ­λη­γο­ρί­α, ἐ­κλαμπρύ­νει κά­θε ἀ­σχο­λί­α τοῦ νοῦ καί τῶν ἀ­ΐ­σθη­σε­ών τους· νιώ­θουν πώς μέ­σα τούς πραγ­μα­τώ­νε­ται πε­ρί­που μι­ά θέ­ω­ση τοῦ σώ­μα­τος, καί βρί­σκον­ται στόν ἀν­τίπο­δα τῆς ἀ­σκη­τι­κῆς φι­λο­σο­φί­ας πού πρε­σβεύ­ει ὅτι, τά­χα, «ὁ θε­ός πνεῦ­μα ἐ­στί» - τοῦ­το ἴ­σα-ἴ­σα κα­τα­δει­κνύ­ει πώς ὁ ἀ­σκη­τής εἶ­ναι τό ἀ­κρι­βῶς ἀν­τί­θε­το τοῦ ἀκ­μαί­ου, εἶ­ναι ὁ λει­ψός, ὁ ὁ­ποῖος ὀ­νο­μά­ζει κα­λό —κι ἀ­πο­κα­λεῖ θε­ό του— ἕ­να ὄν ἀ­πρό­σω­πο, «κα­θε­αυτό»,[8] πού κρί­νει κι­ό­λας, καί κα­τα­δι­κά­ζει!

Ἀ­τε­νί­ζον­τας λοι­πόν ἀ­πό τήν κορ­φή τῆς ὑ­πέρ­τα­της χα­ρᾶς — ἐκεῖ πού ὁ ἄν­θρω­πος νιώ­θει κα­θαυ­τό θε­ός κι αὐ­το­δι­και­ω­τής τῆς Φύ­ση­ς— ἴ­σα­με τό ἄλ­λο ἄ­κρο, τίς ὑ­πώ­ρει­ες τῆς ἄ­φτε­ρης χα­ρᾶς τοῦ βα­στα­γε­ροῦ ἀ­γρό­τη καί τοῦ ἡ­μι­αν­θρώ­που-κτή­νους,.. γιά ὅ­λη τού­τη τήν πλα­τιά, τρο­με­ρή καί φω­τει­νή χρω­μα­τι­κή κλί­μα­κα τῆς εὐδαιμονίας, οἱ Ἕλ­λη­νες χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σαν ἕ­να ὄ­νο­μα, μέ πολ­λή πε­ρί­σκε­ψη καί σε­βά­σμι­α σι­ω­πή (για­τί ἔ­νι­ω­θαν τό εὐ­ερ­γε­τι­κό δέ­ος τοῦ μυ­ού­με­νου σέ κά­τι μυ­στη­ρι­α­κό): Δι­ό­νυ­σος. - - -

Τί ξέ­ρουν, λοι­πόν, οἱ νε­ώ­τε­ροι, τέ­κνα μι­ᾶς ἐ­ποχῆς γε­μά­της ρωγ­μές, μι­ᾶς ἐ­πο­χῆς ποι­κι­λό­μορ­φης καί νοση­ρῆς, τί μπο­ροῦν νά ξέ­ρουν αὐ­τοί γιά τήν ἔ­κτα­ση τῆς ἀρ­χαι­ο­ελ­λη­νι­κῆς εὐ­δαι­μο­νί­ας; Ἀ­πό ποῦ κι ὡς ποῦ οἱ σκλά­βοι τῶν «μον­τέρ­νων ἰ­δε­ῶν» ἔχουν δι­καί­ω­μα στίς δι­ο­νυ­σι­α­κές γιο­ρτές!..

[41 (7) 1885] Ὅ­ταν τό ἑλ­λη­νι­κό σῶ­μα κ’ ἡ ἑλ­λη­νι­κή ψυ­χή «ἄν­θι­ζαν» —κι ὄ­χι σέ συν­θῆ­κες μι­ᾶς νο­ση­ρῆς ὑ­πε­ρα­φθο­νί­ας ἤ πα­ρα­φρο­σύ­νη­ς— γεν­νή­θη­κε κεῖ­νο τό μυ­στηρι­α­κό σύμ­βο­λο ὑ­πέρ­τα­της (καί πρω­τό­γνω­ρης) κο­σμι­κῆς κα­τά­φα­σης κ’ ὑ­παρ­ξι­α­κῆς με­τα­μόρ­φω­σης. Ἦ­ταν ἕ­να μέ­τρο ἀ­ξιῶ ν, κι ὅ,­τι γεν­νή­θη­κε ἔ­κτο­τε, μοιά­ζει πά­ρα πο­λύ σύν­το­μο, πε­νι­χρό, στε­νό... Πεῖ­τε ἁ­πλῶς: «Δι­ό­νυ­σος», πρίν ἀπ’ τά πρῶ­τα-πρῶ­τα ὀ­νό­μα­τα τῶν νεώῶ­τερων χρό­νων, λο­γου­χά­ρη δί­πλα στόν Γκαῖΐ­τε, τό Μπε­τόβέν, τό Σαίξ­πηρ ἤ τό Ρα­φα­έ­λο: νι­ώ­θου­με με­μιᾶς πώς τά ἐ­πι­τεύγ­μα­τα κ’ οἱ κο­ρυ­φαῖ­ες στιγ­μές μας κρίθηκαν ἀ­νε­πι­στρε­πτί! Ὁ Δι­ό­νυ­σος εἶν’ ἕ­νας κρι­τής! — Ἔ­γι­να κα­τα­νο­η­τός; — Ἄ­ναμ­φί­βο­λα, οἱ Ἕλ­λη­νες προ­σπά­θη­σαν βάσει τῶν δι­ο­νυ­σι­α­κῶν βι­ω­μά­των τους νά ἑρ­μη­νεύ­σουν τά ἔ­σχα­τα μυ­στή­ρι­α πού κρύ­βει ἡ «μοῖ­ρα τῆς ψυ­χῆς», κι ὅ,­τι εἶ­χαν συλ­λά­βει γιά τήν ἐκ­παιίδευ­ση καί τόν ἐ­ξα­γνι­σμό της, καί, κυ­ρί­ως γιά τήν ἀ­κλό­νη­τη ἱ­ε­ραρ­χί­α καί τή δι­ά­κρι­ση με­τα­ξύ τῶν ἀν­θρώ­πων: ἐ­δῶ βρί­σκε­ται τό με­γά­λο βά­θος, ἡ με­γά­λη σι­ω­πή κά­θε­τι ἑλ­λη­νι­κοῦ..- κα­νείς δέ γνω­ρί­ζει τούς Ἕλ­λη­νες ὅ­σο τού­τη ἡ κρυ­φή ὑ­πό­γει­α δί­ο­δος μέ­νει κλει­στή! Τ’ ἀ­δι­ά­κρι­τα μά­τια τῶν λο­γί­ων δέν πρό­κει­ται νά δοῦν τί­πο­τε, μ’ ὅση ἐ­πι­στη­μο­σύ­νη κι ἄν πραγ­μα­το­ποι­οῦν τίς ἀ­να­σκα­φές τους! Ἄ­κό­μα κι ὁ εὐ­γενής ζῆ­λος ἀρ­χαι­ο­λα­τρῶν σάν τόν Γκαῖ­τε ἤ τόν Βίν­κελ­μαν κρύ­βει κά­τι τό ἀ­νε­πί­τρε­πτο, κά­τι σχε­δόν ἄ­πρε­πο...

Στήν ἀ­να­μο­νή, στήν προ­ε­τοι­μα­σί­α...

Πε­ρι­μέ­νον­τας νέ­ες πη­γές ν’ ἀ­να­βλύ­σουν· προ­ε­τοι­μά­ζον­τας τόν ἑ­αυ­τό σου μές στή μο­να­ξιά γιά παράξενα πρό­σω­πα καί φω­νέα·

κα­θα­ρί­ζον­τας ὅσο μπο­ρεῖς τήν ψυ­χή σου ἀπ’ τῆς Ἀ­γο­ρᾶς τή σκό­νη καί τόν ἀ­χό τῆς ἐ­πο­χῆς·

ὑ­περβαί­νοντας (δέ φτά­νει ἁ­πλῶς νά δι­ώ­χνεις) κά­θε­τι χρι­στια­νι­κό μέ κά­τι ὑ­πέρ-χρι­στια­νι­κό - γι­ατ’ ἡ χριστια­νι­κή δι­δα­σκα­λί­α εἶ­ναι τό ἀν­τί­θε­το τῆς δι­δα­σκα­λί­ας τοῦ Δι­ό­νυ­σου·

ἀ­να­κα­λύ­πτον­τας ἀ­πο­ξαρ­χῆς τό Νό­το πού κρύ­βεις μέ­σα σου - τόν οὐ­ρα­νό του: ξα­νοί­γον­τας πά­νω σου ἕ­ναν φω­τει­νό, ἀ­πέ­ραν­το, μυ­στη­ρι­ώ­δη οὐ­ρα­νό τοῦ Νό­του·

ξα­να­κα­τα­κτών­τας τήν ὑ­γεί­α τοῦ νό­τι­ου κλί­μα­τος, τήν ἀ­φα­νῆ ἔ­κτα­ση τῆς ψυ­χῆς·

βῆ­μα-βῆ­μα νά πλα­ταί­νεις, νά γί­νε­σαι πι­ό ὑ­πε­ρε­θνι­κός, πι­ό εὐ­ρω­πα­ϊ­κός, πι­ό ὑ­πέρ-εὐ­ρω­πα­ϊ­κός, πι­ό ἀ­να­το­λι­κός, τέ­λος, πι­ό ἑλ­λη­νι­κός - ἀφοῦ τό ἑλ­λη­νι­κό ἀ­πο­τέ­λε­σε τήν πρώ­τη με­γά­λη σύγ­κρα­ση Δύ­σης κι Ἄνα­το­λῆς, συ­νε­πῶς τήν ἀ­παρ­χή τῆς εὐ­ρω­πα­ϊ­κῆς ψυ­χῆς, τήν ἀ­να­κά­λυ­ψη τοῦ δι­κοῦ μας «νέ­ου κόσμου»!..

Ὅ­ποιος ζεῖ κά­τω ἀ­πό τέ­τοιες προ­στα­γές, ποιός ξέ­ρει τί μπο­ρεῖ νά συ­ναν­τή­σει μί­α μέ­ρα; Ἴ­σως... μιά και­νούρ­για μέ­ρα!..

[11 (415) 1887-8] 'Ὁ κό­σμος, ἔ­τσι ὅπως τόν ἀν­τι­κρύ­ζει ὁ ἀ­να­γνώ­στης στό φόν­το τού­του τοῦ βι­βλί­ου*, εἶν’ ἰ­δι­αί­τε­ρα σκο­τει­νός καί δυ­σά­ρε­στος: κα­νέ­να ἀπ’ τά ὡς τώ­ρα γνω­στά εἴδη ἀ­παι­σι­ο­δο­ξί­ας δέν ἔ­φτα­σε σέ τέ­τοιο βαθ­μό κα­κο­ή­θει­ας... Ἐ­δῶ δέν γί­νε­ται δι­α­χω­ρι­σμός ἀ­νά­με­σα σ’ ἕ­ναν ἀ­λη­θῆ κ’ ἕ­ναν φαι­νο­με­νι­κό Κό­σμο: ἕ­νας Κό­σμος ὑ­πάρ­χει, κι αὐτός: ὕ­που­λος, βά­ναυ­σος, ἀν­τι­φα­τι­κός, πα­ρα­πλα­νη­τι­κός, χω­ρίς νό­η­μα... Αὐτή εἶν’ ἡ σύ­στα­ση τοῦ ἀ­λη­θι­νοῦ Κό­σμου. Χρει­α­ζό­μα­στε τό ψέ­μα γιά νά θρι­αμ­βεύ­σου­με πά­νω σέ τού­τη τήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, τήν «ἀ­λή­θει­α», γιά νά ζή­σου­με δη­λα­δή... Κι αὐτό εἶν’ ἕ­να ἀπ’ τά τρο­με­ρά καί πα­ρά­δο­ξα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της ὕ­παρ­ξης...

Ἡ Με­τα­φυ­σι­κή, ἡ Ἠ­θι­κή, ἡ Θρη­σκεί­α, ἡ Ἐ­πι­στή­μη ἐ­ξε­τά­ζον­ται σέ τοῦ­το τό βι­βλί­ο ὡς ἰ­δι­ά­ζου­σες μορ­φές ψεύ­δους· μέ τή βο­ή­θει­ά τους πι­στεύ­ου­με στή ζω­ή. «Ἡ ζω­ή πρέ­πει, πάσῃ θυ­σί­α, νά μᾶς ἐμ­πνεύσει ἐμ­πι­στο­σύ­νη»: τό πρό­βλη­μα πού τί­θε­ται ἐ­δῶ εἶ­ναι τε­ρά­στι­ο. Γιά νά μπο­ρέ­σει κα­νείς νά τό λύ­σει, πρέ­πει νἆ­ναι ἀπ’ τή φύ­ση του «ψεύ­της», δη­λα­δή, πά­νω ἀπ’ ὅ­λα καλ­λι­τέχνης... Καί εἶ­ναι, πράγ­μα­τι! νά: Με­τα­φυ­σι­κή, Ἠ­θι­κή, Θρη­σκεί­α, Ἐ­πι­στή­μη - προ­ϊ­όν­τα της βού­λη­σής του γιά Τέ­χνη, γιά ψέ­μα, γι’ ἀ­πο­φυ­γή της «ἀ­λή­θει­ας», γι’ ἄρ­νη­ση τῆς «ἀ­λή­θει­ας». Ἄ­κό­μα καί τού­τη ἡ ἱ­κα­νό­τη­τά του, νά κυ­ρι­αρ­χεῖ πά­νω στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα μέ τό ψέ­μ α, τού­τη ἡ par excellence καλ­λι­τε­χνι­κή ἱ­κα­νό­τη­τα τοῦ ἀν­θρώ­που, εἶ­ναι κοι­νό κτῆ­μα κά­θε ὕ­παρ­ξης: εἶ­ναι κι ὁ ἴ­διος, στό κά­τω-κά­τω, ἕ­να κομ­μά­τι Πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, Ἀ­λή­θει­ας, Φύ­σης - ἄ­ρα μιά με­γα­λο­φυία τοῦ ψεύ­δους...

Κα­τά βά­θος ἡ Ἐ­πι­στή­μη, ἡ Εὐ­σέ­βει­α, ἡ Καλ­λι­τε­χνί­α, θέ­λουν κυ­ρι­ώ­τα­τα νά τόν πα­ρα­πλα­νή­σουν σχετικά μέ τό ποιόν τῆς ὕ­παρ­ξης: νά τόν κρα­τᾶ­νε τυ­φλό σέ πολ­λά, ἄλ­λα νά τοῦ τά δεί­χνουν δι­α­φο­ρε­τι­κά ἀπ’ ὅ,­τι εἶ­ναι, νά βλέ­πει αὐτός ἄλ­λα τό­σα σ’ ὅ,τι εἶ­ναι..- ὦ, τί πο­νη­ρός ὁ ἄν­θρω­πος σέ στιγ­μές πού δέν ὑ­πο­ψι­ά­ζε­ται καν τήν πο­νη­ριά του! Ἄ­γά­πη, Ἐν­θου­σι­α­σμός, «θε­ός» - πό­σες κα­τερ­γα­ριές γιά ν’ αὐ­το­κο­ρο­ϊ­δευ­τεῖ, πό­σα θέλ­γη­τρα γιά νά πι­στέ­ψει στή ζω­ή! Κι ὅ­πο­τε κα­τά­φε­ρε νά ξε­γε­λα­στεῖ, νά ἐ­πα­να­κτή­σει τήν πί­στη του στή ζω­ή - ὦ, πό­σο τό παίρ­νει ἀ­πά­νω του τό­τε! Τί ἔκστα­ση! Τί δύ­να­μη πού νιώ­θει! Τί θρί­αμ­βος καλ­λι­τε­χνι­κώ­τα­τος αὐ­τή του ἡ Δύ­να­μη!.. Ὁ ἄν­θρω­πος ξα­νά­γι­νε κύ­ρι­ος της «ὕ­λης» - κύ­ρι­ος της ἀ­λή­θει­ας... Κι ὅ­πο­τε χαί­ρε­ται, πάν­τα ἴ­διος στή χα­ρά του: χαί­ρε­ται σάν καλ­λι­τέ­χνης, ἀ­πο­λαμ­βά­νει τή Δύ­να­μή του. Τό ψέ­μα εἶν’ἡ Δύ­να­μή του...

[14 (89) 1888] ... Οἱ δύ­ο τύ­ποι: Δι­ό­νυ­σος καί Ἐσταυ­ρω­μέ­νος.

Νά ξε­κα­θα­ρι­στεῖ ἄν ὁ τυ­πι­κός θρῆ­σκος εἶ­ναι εἶ­δος decadent.*

Οἱ με­γά­λοι ἀ­να­νε­ω­τές εἶν’ ὅλοι τους ἀ­νε­ξαι­ρέ­τως νο­ση­ροί κ’ ἐ­πι­λη­πτι­κοί. Ἄς μήν ξε­χνᾶ­με, ὡ­στό­σο, ἕ­ναν ἄλ­λο τύ­πο θρή­σκου: τόν πα­γα­νι­στή. Ἀλλ’ ὁ πα­γα­νι­σμός; - δέν εἶ­ναι μί­α μορ­φή εὐ­χα­ρι­στί­ας καί κα­τά­φα­σης πρός τή ζω­ή; Δέν πρέ­πει τά­χα ὁ ὕ­ψι­στος φο­ρέ­ας μιᾶς τέ­τοιας «θρη­σκεί­ας» νἆ­ναι ὁ ὑ­πε­ρα­σπι­στής κι ὁ «θε­οποιός» τῆς ζω­ῆς;

Ὁ τύ­πος ἑνός ἀκ­μαί­ου καί πλη­μυ­ρι­σμέ­νου ἀπ’ τή μα­γι­κή ἐ­πί­δρα­ση τῆς δι­ο­νυ­σι­α­κῆς ἔκ­στα­σης πνεύ­μα­τος...

...Ἐ­κεῖ­νος πού παίρ­νει μέ­σα του ὅλες τίς ἀν­τι­φά­σεις καί τίς πα­ρα­δο­ξό­τη­τες τῆς ὕ­παρ­ξης ( - γι’ αὐτό καί λυτρώ­νει;)...

— Ἐδῶ κα­τα­τάσ­σω ἐγώ τό Δι­ό­νυ­σο τῶν Ἑλ­λή­νων: τή θρη­σκευ­τι­κή κα­τά­φα­ση πρός τή ζω­ή, ζω­ή ἀτόφυ­α κι ὄ­χι ἀ­παρ­νη­μέ­νη ἤ μι­σή! (Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό: ἡ σε­ξου­α­λι­κή πρά­ξη ἐ­γεί­ρει μυ­στή­ρι­ο, σε­βα­σμό, βα­θαί­νει...)

Δι­ό­νυ­σος ἐ­ναν­τί­ον «Ἐ­σταυ­ρω­μέ­νου»: αὐτή εἶ­ναι λοι­πόν ἡ Ἄν­τί­θε­ση. Ἡ δι­α­φο­ρά δέν ἔ­χει σχέ­ση μέ τό μαρ­τύ­ρι­ο - ἁ­πλῶς ἐ­δῶ τό μαρ­τύ­ρι­ο ἔ­χει ἄλ­λο νό­η­μα. Ἡ ἴδια ἡ ζω­ή, ἡ αἰ­ώ­νι­α γο­νι­μό­τη­τα κ’ ἡ ἀ­να­κύ­κλη­ση* της προ­ϋ­πο­θέ­τουν ὀ­δύ­νη, κα­τα­στρο­φή, καί βού­λη­ση γιά ἐκμη­δέ­νι­ση...

Στήν ἄλ­λη πε­ρί­πτω­ση, τοῦ Ἐ­σταυ­ρω­μέ­νου (τοῦ «ἀ­θώ­ου»), τό πά­θος συ­νι­στᾷ ἔν­στα­ση κα­τά τῆς ζω­ῆς, συν­τα­γή γιά τήν κα­τα­δί­κη της.

Εἶ­ναι εὔ­λο­γο: τό ὅλο πρό­βλη­μα ἔγ­κει­ται στό νόημα τοῦ πό­νου - ἄν θἆ­ναι χρι­στια­νι­κό ἤ τρα­γι­κό... Στήν πρώ­τη πε­ρί­πτω­ση: ὁ πό­νος ὁ­δη­γεῖ, ὑ­πο­τί­θε­ται, στήν ἁ­γι­ο­ποί­η­ση τῆς ὕ­παρ­ξης· στή δεύ­τε­ρη: ἡ ὕ­παρ­ξη θε­ω­ρεῖ­ται τό­σο ἅ­γι­α, ὥ­στε δι­και­ο­λο­γεῖ, λοι­πόν, ἀ­κό­μη κ’ ἕ­ναν τρο­με­ρό πό­νο.

Ὁ τρα­γι­κός ἄν­θρω­πος λέ­ει Ναί ὡς καί στόν πι­ό σκλη­ρό πό­νο· εἶν’ ἀρ­κε­τά δυ­να­τός, πλού­σι­ος, ἱ­κα­νά θεωμένος γί’ αὐτόν.

Ὁ χρι­στια­νός ἀρ­νεῖ­ται ἀ­κό­μη καί τόν εὐ­τυ­χέ­στε­ρο κλῆ­ρο ἐ­πί γῆς· νιώ­θει πο­λύ ἀ­δύ­να­μος, φτω­χός, ἀ­πό­κλη­ρος της ζω­ῆς· ἡ ζω­ή τοῦ εἶ­ναι ἐ­πώ­δυ­νη σ’ ὅποι­α μορ­φή κι ἄν τή συ­να­παν­τᾶ...

«Ὁ θε­ός στό σταυ­ρό» συ­νι­στᾷ ἀ­νά­θε­μα κα­τά τῆς ζω­ῆς, ἕ­να ἀ­πα­γο­ρευ­τι­κό σῆ­μα πού προ­ει­δο­ποι­εῖ: «μακρι­ά ἀπ’ τή ζω­ή ἡ λύτρωση!»· ὁ δι­α­με­λι­σμέ­νος Δι­ό­νυ­σος εἶ­ναι μι­ά ὑ­πό­σχε­ση ζω­ῆς: θά ξα­να­γεννι­έ­ται αἰ­ώ­νι­α καί θά ἐ­πι­στρέ­φει ἀπ’ τήν κα­τα­στρο­φή...[9]

[14 (47) 1888] Πεσ­σι­μι­σμός στήν Τέ­χνη;

Ὁ καλ­λι­τέ­χνης ἀ­γα­πά­ει ὁ,­τι­δή­πο­τε τοῦ θυ­μί­ζει τήν κα­τά­στα­ση τῆς μέ­θης· ἔ­τσι, σι­γά-σι­γά, τό μέ­σον γίνε­ται αὐ­το­σκο­πός: ἡ λε­πτό­τη­τα κ’ ἡ με­γα­λο­πρέ­πει­α τῶν χρω­μά­των, ἡ σα­φή­νει­α τῆς γραμ­μῆς, ἡ χροι­ά τοῦ τό­νου· τό ξε­χω­ρι­στό ἐ­κεῖ πού, κα­νο­νι­κά, κα­νέ­να «ξεχώρισμα» δέν ὑ­πάρ­χει...

— : ὅλα τά ξε­χω­ρι­στά στοι­χεῖ­α, ὅλες οἱ χροι­ές, ἐ­φόσον δί­νουν τήν ἀ­κραί­α ὤ­θη­ση πού γεν­νᾶ ἡ μέ­θη, προκα­λοῦν κι αὐ­τά, συ­νειρ­μι­κά, τό ἴ­δι­ο τοῦ­το αἴ­σθη­μα·

— : ἡ ἐν­τύ­πω­ση πού προ­κα­λεῖ ἕ­να ἔρ­γο Τέ­χνης συνί­στα­ται στό ξύ­πνη­μα τοῦ δη­μιουρ­γι­κοῦ οἴ­στρου: τῆς μέ­θης...

— : τό οὐ­σι­ῶ­δες στήν Τέ­χνη, ὅ,τι καί νά ποῦ­με, εἶ­ναι καί θά εἶ­ναι ἡ τε­λειό­τη­τα μέ τήν ὁ­ποί­α πε­ρι­βάλ­λει τού­τη ἐ­δῶ τήν ὕ­παρ­ξη, ἡ ἐν­τέ­λει­α καί ἡ πλη­ρό­τη­τα πού προ­σφέ­ρει.

Ἡ Τέ­χνη εἶ­ναι στήν οὐ­σί­α κα­τά­φα­ση, εὐλογία, θέ­ω­ση τῆς ὕ­παρ­ξης...

Ὁ­πό­τε, τί ση­μαί­νει: πεσ­σι­μιστι­κή Τέ­χνη;.. Δέν εἶ­ναι μί­α ἀν­τί­φα­ση;* —Ναί!

Ὁ Σο­πε­νά­ου­ερ πλα­νᾶ­ται ὅταν λέ­ει ὅτι ὁ­ρι­σμέ­να ἔρ­γα Τέ­χνης ὑ­πη­ρε­τοῦν τόν πεσ­σι­μι­σμό. Ἡ Τρα­γω­δί­α δέν δι­δά­σκει «πα­ραί­τη­ση»...±

To ν’ ἀ­να­πα­ρι­στᾶ κα­νείς τά τρο­μα­κτι­κά καί τά πα­ρά­δο­ξα τού­της τῆς ὕ­παρ­ξης φα­νε­ρώ­νει τή δύ­να­μη καί τήν κυ­ρι­αρ­χί­α τοῦ καλ­λι­τέ­χνη - για­τί δέν τά φο­βᾶ­ται...

Δέν ὑ­πάρ­χει πεσ­σι­μι­στι­κή Τέ­χνη... Ἡ Τέ­χνη κα­τα­φά­σκει. Ὁ Ἰώβ κα­τα­φά­σκει.

Κι ὁ Ζο­λά; Κ’ οἱ ἄ­δερ­φοι de Goncourt; Δέν πα­ρου­σιά­ζουν ἄ­σχη­μα πράγ­μα­τα; Ναί! ἀλ­λά για ­τί ὑ­πάρ­χει χα­ρά ἀ­κό­μη καί στήν Ἀ­σχή­μι­α...

Δέν ὠ­φε­λεῖ! Ἄν ἔ­χε­τε ἄλ­λη ἄ­πο­ψη, γε­λι­έ­στε!

Τί ἀ­πο­λύ­τρω­ση νά δι­α­βά­ζει κα­νείς Ντο­στο­γέβ­σκι!..

[17 (3) 1888] Τέ­χνη, καί τί­πο­τα πέρ’ ἀπ’ τήν Τέ­χνη! Τό με­γά­λο κί­νη­τρο γιά ζω­ή, ἡ με­γά­λη πλα­νεύ­τρα τῆς ζω­ῆς, τό με­γά­λο το­νω­τι­κό της ζω­ῆς.

Τέ­χνη, ἡ μό­νη ὑ­πέρ­τα­τη ἀν­τι-δύ­να­μη πρός κά­θε βού­λη­ση γιά ἀ­πάρ­νη­ση τῆς ζω­ῆς, Τέ­χνη ἡ κα­τε­ξο­χήν ἀν­τιχρι­στια­νι­κή, ἀν­τι­βου­δι­στι­κή, ἀν­τι­μη­δε­νι­στι­κή δύ­να­μη.[10]

Τέ­χνη, ἡ λύ­τρω­ση γιά τόν ἄν­θρω­πο τῆς Γνώ­σης! - γιά κεῖ­νον πού βλέ­πει —καί θέ­λει νά βλέ­πει— τόν τρο­μα­κτι­κό καί πα­ρά­δο­ξο χα­ρα­κτῆ­ρα τῆς ζω­ῆς, λύ­τρω­ση γιά τόν ἄν­θρω­πο τῆς τρα­γι­κῆς γνώ­σης.

Τέ­χνη, ἡ λύ­τρω­ση γιά τόν ἄν­θρω­πο τῆς Πρά­ξης! - γιά κεῖ­νον πού δέ βλέ­πει ἁ­πλῶς, ἀλ­λά ζεῖ—­καί θέ­λει, νά ζεῖ— τόν τρο­μα­κτι­κό καί πα­ρά­δο­ξο χα­ρα­κτῆ­ρα τῆς ζω­ῆς, γιά τόν τρα­γι­κό πο­λε­μι­στή, γιά τόν ἥ­ρω­α.

Τέ­χνη, ἡ λύ­τρω­ση γιά τόν πά­σχον­τα! - τόν ὁ­δη­γεῖ σέ κα­τα­στά­σεις ὅπου ὁ πό­νος εἶ­ναι ἠ­θε­λημέ­νος, με­τα­μορ­φω­μέ­νος, θε­ο­ποι­η­μέ­νος, μορ­φή ὑ­πέρ­τα­της ἔκ­στα­σης!

- Κα­τα­νο­η­τόν;

Friedrich Nietzsche, ΑΠ’ ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑΡΙΑ (1885 – 8)
(ἀ­πό τό ἔρ­γο «ΔΙΟΝΥΣΟΣ ΚΑΤΑ ΕΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟΥ)

----------------------------
[1]Ἄν ... δέν θέ­λη­σε, Προ­φα­νῶς εἰ­ρω­νεύ­ε­ται τή σο­πενα­ου­ε­ρι­κή «Βού­λη­ση».

*Γαλ­λι­κά στό κεί­με­νο: parti pris.

[2]Δι­ό­νυ­σος ... ἀ­δι­ά­λει­πτη δη­μι­ουρ­γί­α. Ὑ­πόκει­ται, φυ­σι­κά, ἡ­ρα­κλεί­τει­α σύλ­λη­ψη - πού τήν «ἑ­νώ­νει» μέ τό δι­ο­νυ­σι­α­κό...

[3]τοῦ με­γά­λου πα­ρα­βά­τη Στό πρω­τό­τυ­πο: des groβen Frevlers. Ἤ: τοῦ με­γά­λου Ἀ­σε­βοῦς, Ἄ­νό­σι­ου, Ὑ­βρι­στῆ (τά δύ­ο πρῶ­τα ὅμῶς «θε­ο­λο­γί­ζουν»).

* Mitleidigkeit, Mitfreudigkeit στό πρω­τό­τυ­πο.

[4] ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κή ὁρ­μη γιά ἔκφρα­ση τοῦ ἐ­γώ Der Drang zum vollkomenen Fur-sich-sein στό πρω­τό­τυ­πο. Κα­τά λέ­ξη: «γιά ἕ­να ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κό δι’ ἑ­αυ­τόν εἶ­ναι». Σέ ἄλ­λο νο­η­μα­τι­κό πλαί­σι­ο πρβλ Ρο­λάν Μπάρτ, Ἡ ἀ­πό­λαυ­ση τοῦ κει­μέ­νου, μτφρ Φ. Χα­τζη­δά­κη - Γ. Κρη­τι­κός, Ἀ­θή­να, 1977, 24: «Τό κεί­με­νο (ὅπως κ’ ἡ φω­νή πού τρα­γου­δά­ει) δέν μπο­ρεῖ νά μοῦ ἀ­πο­σπά­σει πα­ρά μο­νά­χα τού­τη τήν κρί­ση, καί κα­νέ­να ἐ­πί­θε­το: αὐτό εἶ­ναι! Καί μά­λι­στα: αὐτό εἶ­ναι γιά μέ­να! Τοῦ­το τό ‘γιά μέ­να’ δέν εἶ­ναι οὔ­τε ὑ­πο­κει­με­νι­κό, οὔ­τε ὑ­παρ­ξι­α­κό, ἀλ­λά νι­τσε­ϊ­κό!»

*Ein Gegenwartig-sehen στό πρω­τό­τυ­πο.

± gottlichrn Typus στό πρω­τό­τυ­πο. Κα­τά λέ­ξη: «θε­ϊ­κοῦ Τύ­που».

[5]ἀ­πό κοι­νοῦ βί­ω­ση... «Δρά­μα­τος» Νο­η­μα­τι­κά, ἀπ’ τίς πι­ό δύ­σκο­λες ση­μει­ώ­σεις αὐ­τή ἡ ἀ­πό­πει­ρα ὁ­ρι­σμοῦ τῆς ἔν­νοι­ας «Δρᾶ­μα» (ἐξ οὗ καί τά εἰ­σα­γω­γι­κά), πού τόν γυ­ρό­φερ­νε στα­θε­ρά τήν ἐ­πο­χή τῆς Πε­ρί­πτω­σης Βάγκνερ. Ξε­κά­θα­ρα, ἐ­κεί­νη τή στιγ­μή ὁ συγ­γρα­φέ­ας ἔ­νι­ω­σε­ πώς χτύ­πη­σε «φλέ­βα χρυ­σοῦ», χω­ρίς ὅμως νά μπο­ρέ­σει ν’ ἀρ­τι­ώ­σει τή δι­α­τύ­πω­ση. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό: στό τέ­λος τῆς φρά­σης ἀ­νοί­γει πα­ρέν­θε­ση, χα­ρά­ζει μί­α παῦ­λα (ση­μά­δι ὅτι ἀ­κο­λου­θεῖ συμ­πλή­ρω­ση ἰ­δι­αί­τε­ρου βά­ρους), μά δέν τοῦ βγαί­νει, ἀ­φή­νει μι­σή τήν ἀ­ρά­δα καί ξε­κι­νά­ει νέ­α πα­ρά­γρα­φο, σέ ὅλως δι­α­φο­ρε­τι­κό τό­νο.— Ἀ­πό κοι­νοῦ βί­ω­ση: Miterleben στό πρω­τό­τυ­πο· τοῦ Πα­ρευ­ρί­σκε­σθαι: des Besuchs στό πρω­τό­τυ­πο (κα­τά λέ­ξη: «τῆς ἐ­πί­σκε­ψης» - πι­ό κον­τά στήν οὐ­σία τοῦ νο­ή­μα­τος: «τε­λε­τουρ­γί­α συ­νά­θροι­σης»). Ἀπ’ αὐτό τόν «ὁ­ρι­σμό», πρβλ τήν ὑ. (τή μό­νη ἴ­σως σ’ ὅλο του τό ἔρ­γο!) τῆς Πε­ρί­πτω­σης Βάγ­κνερ, κέφ. 9 [KSA, VΙ, 32]:

Ση­μεί­ω­ση. Δυ­στυ­χῶς γιά τήν Αἰ­σθη­τι­κή μας ἡ λέ­ξη Δρᾶ­μα με­τα­φρά­ζε­ται πάν­το­τε μέ τό: “Handlung”, Δρά­ση, Πρά­ξη. Δέν σφάλ­λει μό­νον ὁ Βάγ­κνερ ἐν προ­κει­μέ­νῳ· ὅλος ὁ κό­σμος πλα­νᾶ­ται, καί δή οἱ φι­λό­λο­γοι πού θἄ­πρε­πε πάν­τως νἆ­ναι πι­ό προ­σε­κτι­κοί. Τό ἀρ­χαῖ­ο Δρᾶ­μα ἀ­πέ­βλε­πε σέ με­γά­λες σκη­νές πά­θους - ἡ δρά­ση ἔ­με­νε ἐ­κτός (ἐ­κτυ­λίσ­σον­ταν πρίν ἀπ’ τήν ἀρ­χή, ἤ πίσω ἀπ’ τή σκη­νή). Ἡ λέ­ξη Δρᾶ­μα ἔ­χει δω­ρι­κή προ­έ­λευ­ση· σή­μαι­νε «Γε­γο­νός», «Ἱ­στο­ρί­α» - ἀμ­φό­τερα ὑ­πό ἱ­ε­ρα­τι­κή ἔν­νοι­α. Τό ἀρ­χαϊκώ­τε­ρο Δρᾶ­μα ἀ­να­πα­ρι­στο­ῦσε τόν το­πι­κό Μῦθο, τήν «ἱ­ε­ρή Ἱ­στο­ρί­α», πά­νω στήν ὁ­ποί­α θε­με­λι­ω­νό­ταν ἡ Λα­τρεί­α ( - συ­νε­πῶς, ὄ­χι Πρά­ξη, ἀλ­λά Συμ­βάν: στή δω­ρι­κή δι­ά­λε­κτο δρᾶν δ έ ν ση­μαί­νει «πράτ­τειν»)...

Βλ. πι­ό ἐ­πι­γραμ­μα­τι­κά καί πι­ό ἐ­λεύ­θε­ρα, τήν «πρώ­τη» γρα­φή [14 (34)], τῆς ἄ­νοι­ξης τοῦ 1888, λί­γες σε­λί­δες με­τά τό [14 (14)]:

«Τό Δρᾶ­μα δέν εἶ­ναι Δρά­ση (Handlung) - κα­θώς πι­στεύ­ουν οἱ ἡ­μι­μα­θεῖς. Ἄς τό δο­ῦ­με δω­ρι­κά-ἱ­ε­ρα­τι­κα, σύμ­φω­να μέ τή δω­ρι­κή προ­έ­λευ­ση τῆς λέ­ξης: ‘Δρᾶ­μα’ εἶ­ναι τό Συμ­βάν, τό ‘Γε­γο­νός-Ὁ­ρό­ση­μο’, ἡ Ἱ­ε­ρή Ἱ­στο­ρί­α, ὁ Θε­με­λι­ω­τι­κός Μῦ­θος, ‘σκέ­ψη βα­θι­ά πά­νω σέ κά­τι πού ἔ­χει συμ­βεῖ·, ἡ ζων­τα­νή ἀναπάρασταση τῆς ἱ­ε­ρα­τι­κῆς τε­λε­τουρ­γί­ας...»

[6]ἐν­δι­α­φε­ρό­μουν Ἄ­ξί­ζει νά ση­μει­ω­θεῖ ὅτι στό κεί­με­νο τῆς ση­μεί­ω­σής του γρά­φει κι­ό­λας —καί ἐ­δῶ, ὅπως καί ἀ­μέ­σως πρί­ν— καί τ’ ὄνο­μά του: Nietzsche bemuhte.

[7]Χαφίζ, Πέρ­σης λυ­ρι­κός (+l389), πού ἔ­ζη­σε στό Σι­ράζ. Πα­ρό­τι ἀ­νῆ­κε σέ δερ­βι­σι­κή σέ­χτα, ἐ­ξυ­μνεῖ τή χα­ρά τῆς οἰ­νο­πο­σί­ας καί τοῦ ἔ­ρω­τα - γιά τοῦ­το καί θε­ω­ρεῖ­ται ποι­η­τής βακ­χι­κός (ἐξ οὗ καί τόν ἐκ­θει­ά­ζει ὁ Νί­τσε).

[8] εἶ­ναι ὁ λει­ψός ... «κα­θε­αυ­τό»]Βλ. Ἀν­τί­χρι­στο, σ.87- 8 [KSA, VI, 184]:

«Ὁ κα­λός θε­ός, θε­ός τῶν φτω­χῶν, τῶν ἁ­μαρ­τω­λῶν καί τῶν ἀρ­ρώ­στων, τό­σο ὠ­χρός, τό­σο decadent τυ­λί­γει τόν κό­σμο στά δί­χτυ­α του παίρ­νον­τας μορ­φές πι­ό ἀ­δύ­να­μες καί ὠ­χρές ὁ­λο­έ­να, κα­ταν­τά­ει ‘ἰ­δα­νι­κό’, ‘κα­θα­ρό πνεῦ­μα’, ‘πρᾶγμά κα­θε­αυ­τό’.. Κα­τά­πτω­ση ἑνός θε­ο­ῦ: ὁ ­θε­ός κα­ταν­τά­ει ‘πρᾶγ­μα κα­θε­αυ­τό’»...

* Ἐν­νο­εῖ τή Γέν­νη­ση τῆς Τρα­γω­δί­ας.

* Γαλ­λι­κά στό πρω­τό­τυ­πο: πα­ρακ­μί­ας.

* Wiederkehr στό πρω­τό­τυ­πο, «Αἰ­ώ­νι­α ἐ­πι­στρο­φή».

[9] θά ξα­να­γεν­νι­έ­ται ... τήν κα­τα­στρο­φή]Ὑ­πό­κει­ται ἡ ἔν­νοι­α τῆς Αἰ­ώ­νι­ας ἐ­πι­στρο­φῆς . Ἐ­πί­σης: σ.293, σχ.25.

* Η Λα­τι­νι­κά στό πρω­τό­τυ­πο: contradictio (νο­εῖ­ται: ἐν το­ῖς ὅροις).

± Resignation στό πρω­τό­τυ­πο.

[10]Τέ­χνη ... ἀν­τι­μη­δε­νι­στι­κή δύ­να­μη Ἀ­πό τού­τη καί μό­νο τή φρά­ση ἀ­ναι­ροῦν­ται ὅσοι συ­νέ­δε­σαν, ὡς μή ἐ­δει, τό ὄ­νο­μα τοῦ Νί­τσε μέ τό φαι­νό­με­νο τοῦ Μη­δε­νι­σμοῦ. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή niaiserie αὐτή τῶν θε­ο­λό­γων, ὅπως θἄ­γρα­φε κι ὁ ἴ­διος: θαρ­ροῦν ὅτι ὁ «προ­φή­της κα­κῶν» προκα­λεῖ ὁ ἴ­διος ὅσα προ­λέ­γει.