Σάββατο 25 Μαρτίου 2023

Αρχές Σύνταξης της Αρχαιοελληνικής Γλώσσας: 2α ΟΙ ΑΝΤΩΝΥΜΙΕΣ

(v) Αλληλοπαθείς αντωνυμίες


§2.52. Οι αλληλοπαθείς αντωνυμίες χρησιμοποιούνται στις περιπτώσεις που δηλώνεται αμοιβαία αλληλεπίδραση και βρίσκονται μόνο στις πλάγιες πτώσεις του δυϊκού ή του πληθυντικού αριθμού.

ΘΟΥΚ 1.1.1 Θουκυδίδης Ἀθηναῖος ξυνέγραψε τὸν πόλεμον τῶν Πελοποννησίων καὶ Ἀθηναίων, ὡς ἐπολέμησαν πρὸς ἀλλήλους || ο Θουκυδίδης από την Αθήνα εξιστόρησε τον πόλεμο των Πελοποννησίων και των Αθηναίων, πώς πολέμησαν μεταξύ τους.

ΘΟΥΚ 1.44.1 ἐπιμαχίαν δ' ἐποιήσαντο τῇ ἀλλήλων βοηθεῖν, ἐάν τις ἐπὶ Κέρκυραν ἴῃ ἢ Ἀθήνας || έκαναν αμυντική συμμαχία με τον όρο να βοηθά ο ένας τον άλλο, σε περίπτωση που κάποιος επιτεθεί στην Κέρκυρα ή στην Αθήνα.

ΔΗΜ 16.1 κατηγοροῦσι καὶ διαβάλλουσιν ἀλλήλους || κατηγορούν και συκοφαντούν ο ένας τον άλλο.

ΑΡΙΣΤ ΗΝικ 1156a9 οἱ δὲ φιλοῦντες ἀλλήλους βούλονται τἀγαθὰ ἀλλήλοις || αυτοί που είναι φίλοι μεταξύ τους, επιθυμούν το καλό ο ένας του άλλου.

ΠΛ Πρωτ 322b ἠδίκουν ἀλλήλους ἅτε οὐκ ἔχοντες τὴν πολιτικὴν τέχνην || αδικούσαν ο ένας τον άλλο, επειδή δεν κατείχαν ακόμη την τέχνη της κοινωνικής συμβίωσης.

ΠΛ Φαιδ 84c Κέβης δὲ καὶ Σιμμίας σμικρὸν πρὸς ἀλλήλω διελεγέσθην || ο Κέβης και ο Σιμμίας συζήτησαν για λίγο μεταξύ τους.

§2.53. Αμοιβαία αυτοπάθεια. Αρκετά συχνά η αυτοπαθής αντωνυμία χρησιμοποιείται στη θέση της αλληλοπαθούς.

Οι ανθρωποφάγοι Κύκλωπες είναι γιγαντόκορμοι, με φοβερή δύναμη, όχι πολύ έξυπνοι, με ένα στρογγυλό μάτι στο μέτωπο

Στην Οδύσσεια ο ποιητής μας μιλάει για μια κοινωνία Κυκλώπων σε 389 στίχους. Νομίζω ότι ο βαθύτερος σκοπός του είναι να τους γνωρίσουμε και να συνειδητοποιήσουμε τι σημαίνει πολιτισμός, πολιτισμένος άνθρωπος και σε τι διαφέρουν οι άνθρωποι, που βρίσκονται ακόμη στο στάδιο του κτήνους, από τους πολιτισμένους, αυτούς που αγωνίζονται να γίνουν πραγματικά άνθρωποι.

Οι Κύκλωπες της Οδύσσειας βρίσκονται ακόμη στο στάδιο του κτήνους. Πρόκειται για έναν λαό τερατόμορφων ανθρώπων, που φέρουν έναν και μοναδικό στρογγυλό οφθαλμό στην μέση του μετώπου και είναι ανθρωποφάγοι. Ο Οδυσσεύς που τους γνώρισε μας τους περιγράφει μέσα από τον Κύκλωπα Πολύφημο: (ι, 187-192)

Ένας πελώριος άντρας πλάγιαζε κει μέσα, που τ΄ αρνιά του
βοσκούσε μοναχός, παράμερα· κι που δεν έσμιγε τους άλλους
ποτέ, μόν΄ πάντα του ασυντρόφιαστος με το κακό στα φρένα
Τόσο θεόρατος που τα ΄χανες, δε θύμιζε άνθρωπο, όχι,
που τρώει ψωμί, μονάχα ακρόκορφο λες κι ήταν δασωμένο
βουνού αψηλού, που στ΄ άλλα ανάμεσα μονάχο ξεχωρίζει.

Άγριοι και απολίτιστοι, χωρίς κοινωνική οργάνωση, μισάνθρωποι, εξόντωναν και έτρωγαν όσους πλησίαζαν στην περιοχή τους. Οι ανθρωποφάγοι Κύκλωπες είναι γιγαντόκορμοι με φοβερή δύναμη, όχι πολύ έξυπνοι, με ένα μόνο στρογγυλό μάτι στο μέτωπο και πολύ πυκνά μαλλιά, που θύμιζαν κορυφή πυκνοδασωμένου βουνού. Κατοικούσαν στην Δυτική Μεσόγειο, πιθανώς στην νήσο Σικελία. Δεν καλλιεργούσαν την γη. Την καλλιέργεια της γης την είχαν αφήσει στα χέρια των θεών. Οι θεοί φρόντιζαν να έχουν όσα η γη θρέφει τους ανθρώπους. Οι Κύκλωπες φρόντιζαν μόνο τα κοπάδια τους, γίδια και πρόβατα, και την παραγωγή τυροκομικών προϊόντων. Ήταν αλήθεια ένα λαός άγριος και απολίτιστος, που δεν ήξερε ούτε από νόμους ούτε από δικαιοσύνη. Θάρρος αντλούσαν από την δύναμη των χεριών τους και δεν υπολόγιζαν θεούς. Συγκεκριμένα, όταν ο Οδυσσεύς στην σπηλιά του Πολύφημου του ζητά φιλοξενία και βοήθεια στο όνομα του Ξένιου Δία, ο Πολύφημος του απαντά ευθαρσώς. (ι, 273-278)

«Μυαλό δεν έχεις, ξένε, φαίνεται, για από μακριά θα φτάνεις
που τους θεούς μου λες να σκιάζουμαι, να φεύγω την οργή τους!
Μηδέ τον Δία ψηφούν οι Κύκλωπες τον βροντοσκουταράτο,
μηδ᾿ άλλον θεό κανέναν, τι είμαστε πολύ τρανότεροί τους.
Αν δεν θελήσω εγώ, δεν θα ΄βρετε και συ κι οι σύντροφοί σου
σπλαχνιά καμιά· πολύ που μ΄ ένοιαξε να μου χολιάσει ο Δίας
»!

Αλλά και αναμεταξύ τους οι Κύκλωπες δεν είχαν πολλές κουβέντες. Ζούσαν σε σπηλιές στα βουνά, χωριστά ο ένας από τον άλλον μόνο με τις φαμίλια τους, αδιαφορώντας αν ο άλλος ζει ή πεθαίνει. Ήταν ανθρωποφάγοι και τους ξένους τους έβλεπαν μόνον ως τροφή. Κάποτε κοντά στη γη των Κυκλώπων ζούσαν και οι Φαίακες, επειδή όμως υπέφεραν από την απανθρωπιά τους, ο βασιλιάς Ναυσίθοος τους πήρε και τους οδήγησε στη μακρινή Σχερία.

Γνωστότερος από τους Κύκλωπες της Οδύσσειας ήταν ο Πολύφημος, γιος του Ποσειδώνα και της Θόωσας, της κόρης του Φόρκυ. Σύμφωνα με την Οδύσσεια (ι 187-555) ο Πολύφημος κατοικούσε μέσα σε ένα σπήλαιο στο νησί Θρινακία και ζούσε από τα πρόβατά του. Ήταν ο φοβερότερος και ο αγριότερος γίγαντας από τους Κύκλωπες. Αιχμαλώτισε στη σπηλιά του τον Οδυσσέα και τους συντρόφους του, τους οποίους άρχισε να τρώει τον ένα μετά τον άλλον. Κατεβρόχθισε ζωντανούς 6 συντρόφους του Οδυσσέα. Τελικά, τον τύφλωσε ο πολύτροπος με ένα πυρωμένο παλούκι. Ο Πολύφημος, τυφλός πλέον, δεν μπόρεσε να ανακαλύψει αυτόν και τους συντρόφους του που απέμειναν, οι οποίοι απέδρασαν κρεμασμένοι από τις κοιλιές των προβάτων του. Την τύφλωση του γιου του εκδικήθηκε ο Ποσειδώνας με τις τρικυμίες που επεφύλαξε στον Οδυσσέα και τους άνδρες του κατά τις επόμενες περιπλανήσεις τους.

Αυτόν τον ανθρωποφάγο ο Όμηρος τον έκανε τόσο διάσημο ανά τους αιώνες, ώστε είναι θέμα γνωστό στις μυθολογίες πολλών λαών. Εκτός από την Οδύσσεια ο Πολύφημος εμφανίζεται στον βουκολικό ποιητή Θεόκριτο της Ελληνιστικής Εποχής ως καλοκάγαθος βοσκός, του οποίου περιγράφονται οι έρωτες με τη Γαλάτεια, μία από τις Νηρηίδες. Στις νεοελληνικές παραδόσεις μάλιστα λέγεται Μονομάτης και τυφλώνεται με αναμμένο κάρβουνο από έναν ήρωα, που το όνομά του είναι Κοσμογυριστής.

Λίγοι είναι παθιασμένοι

Οι περισσότεροι δείχνουμε πάθος μόνο για ένα πράγμα, ειδάλλως, υποφέρουμε παθιασμένα και πασχίζουμε να βρούμε λύση στην οδύνη μας. Όμως εγώ χρησιμοποιώ τη λέξη «πάθος» με τη σημασία της κατάστασης του νου, μιας κατάστασης της ύπαρξης, μιας κατάστασης του εσωτερικού πυρήνα σας, αν υπάρχει τέτοιο πράγμα, ο οποίος αισθάνεται πολύ έντονα, ο οποίος είναι εξαιρετικά ευαίσθητος – ευαίσθητος τόσο στην εξαθλίωση, στη φτώχεια και στον τεράστιο πλούτο και διαφθορά, όσο και στην ομορφιά ενός δέντρου, ενός πουλιού, της ροής του νερού και της λιμνούλας που καθρεφτίζει τον βραδινό ουρανό. Είναι απαραίτητο να τα νιώθει κανείς όλα αυτά έντονα, δυνατά. Διότι χωρίς πάθος η ζωή είναι άδεια, ρηχή και άνευ ιδιαίτερου νοήματος. Αν δεν μπορείτε να δείτε την ομορφιά ενός δέντρου και να αγαπήσετε το δέντρο, αν δεν τρέφετε έντονα αισθήματα γι’ αυτό, τότε δεν ζείτε.

Μη φοβάστε τη λέξη «πάθος». Τα περισσότερα θρησκευτικά βιβλία, οι περισσότεροι μύστες, ηγέτες και οι υπόλοιποι αυτού του κύκλου λένε: «Μην έχετε πάθη». Μα αν δεν έχετε πάθος, πώς είναι δυνατόν να είστε ευαίσθητοι στην ασχήμια, στην ομορφιά, στο θρόισμα των φύλλων, στο ηλιοβασίλεμα, σε ένα χαμόγελο, σε ένα κλάμα; Πώς είναι δυνατόν να είστε ευαίσθητοι δίχως να αισθάνεστε πάθος, στο οποίο ενυπάρχει η εγκατάλειψη;

Κύριοι, σας παρακαλώ, ακούστε με και μη ρωτάτε πώς θα αποκτήσετε πάθος. Ξέρω ότι είστε όλοι σας αρκετά παθιασμένοι για να βρείτε μια καλή δουλειά, για να μισείτε έναν άμοιρο τύπο ή για να ζηλεύετε έναν άλλον όμως, μιλώ για κάτι εντελώς διαφορετικό, για το πάθος που αγαπά.

Μονάχα ο νους που μαθαίνει είναι πολύ παθιασμένος. Δεν χρησιμοποιούμε τη λέξη «πάθος» με τη σημασία της αυξημένης απόλαυσης αλλά ως μιας κατάστασης του νου, στην οποία ο νους συνεχώς μαθαίνει κι επομένως είναι συνεχώς ενθουσιώδης, ζωντανός, κινούμενος, δραστήριος, δυναμικός, νέος και άρα παθιασμένος. Πολύ λίγοι είμαστε παθιασμένοι. Έχουμε σαρκικές απολαύσεις -λαγνεία, τέρψη-, ωστόσο οι περισσότεροι δεν έχουμε συναίσθηση του πάθους. Δίχως πάθος, με την ευρεία έννοια ή σημασία της λέξης, πώς θα μάθετε, πώς θα ανακαλύψετε καινούργια πράγματα, πώς θα διερευνήσετε, πώς θα προφτάσετε την κίνηση της διερεύνησης;

Κι ο νους που είναι πολύ παθιασμένος βρίσκεται μονίμως σε κίνδυνο. Ίσως οι περισσότεροι, ασυνείδητα, έχουμε επίγνωση του παθιασμένου νου που μαθαίνει και άρα δρα, και απο τυγχάνει ασυνείδητα και μάλλον αυτός είναι ένας απ’ τους λόγους που δεν είμαστε ποτέ παθιασμένοι. Είμαστε ευυπόληπτοι, συμμορφωνόμαστε. Δεχόμαστε, υπακούμε. Έχουμε την υπόληψη, το καθήκον κι όλες τις υπόλοιπες λέξεις που χρησιμοποιούμε για να καταπνίξουμε την πράξη της μάθησης.

Τούτη η πράξη της μάθησης, είπαμε, είναι πειθαρχία. Τούτη η πειθαρχία δεν ενέχει κανενός είδους συμμόρφωση και άρα καμιά καταπίεση, διότι όταν μαθαίνετε τα αισθήματά σας, τον θυμό σας, τις ερωτικές ορέξεις σας και άλλα πράγματα, δεν δημιουργούνται οι ευκαιρίες να τα καταστείλετε, δεν δημιουργούνται οι ευκαιρίες να ενδώσετε. Κι αυτό είναι από τα δυσκολότερα πράγματα που πρέπει να κάνουμε, διότι όλες οι παραδόσεις μας, ολόκληρο το παρελθόν μας, η μνήμη, οι συνήθειες, έβαλαν τον νου σε μια πεπατημένη, κι εμείς την ακολουθούμε εύκολα και δεν θέλουμε να ξεφύγουμε με κανέναν τρόπο από αυτή. Επομένως, για τους περισσότερους η πειθαρχία αφορά απλώς τη συμμόρφωση, την καταστολή, τη μίμηση, οι οποίες οδηγούν εντέλει σε μια ευυπόληπτη ζωή – αν είναι έστω και λίγο ζωή. Ένας άνθρωπος που εγκλωβίζεται στο πλαίσιο της ευυποληψίας, της καταστολής, της μίμησης, της συμμόρφωσης δεν ζει και ό,τι έμαθε, ό,τι απέκτησε αποτελεί μια προσαρμογή σε ένα πρότυπο. Και η πειθαρχία που επέδειξε τον κατέστρεψε.

Σε παρασύρει η επιθυμία για λίγη δόξα;

Πάει να σε παρασύρει η επιθυμία για λίγη δόξα; Παρατήρησε με πόση ταχύτητα ξεχνιούνται τα πάντα` παρατήρησε το χάος της άπειρης αιωνιότητας πριν και μετά από σένα` τον κενό αντίλαλο των επευφημιών, το ευμετάβολον και το άκριτον εκείνων που δείχνουν να σε παινεύουν και τη σμικρότητα του τόπου μες στον οποίο συμβαίνουν όλα τούτα. Η γης ολάκερη δεν είναι παρά ένα σημείο. Και πόσο μικρή δεν είναι ετούτη η γωνίτσα της όπου κατοικούμε; Κι εδώ, ποιοι θα είναι και πόσοι αυτοί που θα σε παινέψουν;

Μη ξεχνάς, λοιπόν, να καταφεύγεις σε τούτο το χωραφάκι του εαυτού σου, και πάνω απ’ όλα, ούτε να παρασύρεσαι ούτε να εντείνεις υπερβολικά τις προσπάθειές σου. Να ‘σαι ελεύθερος και ν’ αντικρίζεις τα πράγματα σαν άντρας, σαν άνθρωπος, σαν πολίτης, σαν θνητό ον. Κι ανάμεσα στα όπλα που θα ‘χεις σε ετοιμότητα, ας είναι και τα εξής δύο: Πρώτον, η πεποίθηση ότι τα πράγματα δεν αγγίζουν την ψυχή αλλά στέκουν ήρεμα έξω απ’ αυτήν, ενώ οι ενοχλήσεις προέρχονται μόνο από τις γνώμες που σχηματίζονται εντός μας. Και δεύτερον, ότι όλα όσα βλέπεις, αλλάζουν στη στιγμή και παύουν πια να υπάρχουν` και να θυμάσαι διαρκώς σε πόσες τέτοιες μεταβολές υπήρξες μάρτυρας εσύ ο ίδιος. Ο κόσμος είναι μεταβολή, η ζωή είναι δοξασίες.

ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ, ΤΑ ΕΙΣ ΕΑΥΤΟΝ

Ο Ανυπότακτος Έντουαρτ Τρελώνη

“Ποτέ κανένας ποιητής δεν δοξάστηκε όσο του άξιζε ενόσω ζούσε α κόμη. Οι ένορκοι που θα τον κρίνουν, καθώς ανήκουν, όπως κι εκείνος, στην αιωνιότητα, πρέπει να είναι ίσοι του. Και τους διαλέγει ο Χρόνος, ανάμεσα στους πιο διαλεχτούς σοφούς πολλών γενεών.” -Σέλλεϊ, υπερασπιστή της ποίησης

“Αντίκρισαν εκεί πέρα έναν άντρα ντυμένο στ’ άσπρα, και παραδίπλα άλλες δυο μορφές, την Προκατάληψη και την Κακεντρέχεια, να του πετάνε λάσπες. Δείτε όμως τώρα τι γίνεται η λάσπη: όση και αν ρίχνουν επάνω του, αυτή δεν αργεί να φύγει, και τα ρούχα του μοιάζουν ξανά πεντακάθαρα, σαν να μην είχαν λερωθεί καθόλου.” -John Bunyan

Ο John Edward Trelawny, συμπολεμιστής, σύντροφος και γαμπρός του Οδυσσέα Ανδρούτσου, έζησε στο πετσί του τα γεγονότα στην επαναστατημένη Ρούμελη από το 1823 και μετά, τις εμφύλιες διαμάχες και τις ίντριγκες, και γνώρισε από πρώτο χέρι τους πρωταγωνιστές όσο και τους απλούς μαχητές. Οι μαρτυρίες του, που εκδίδονται για πρώτη φορά στην Ελλάδα, αποτελούν πολύτιμη ιστορική πηγή, όχι μόνο για την Ελληνική Επανάσταση, αλλά και για τα ευρωπαϊκά πράγματα και τον πρώιμο επαναστατικό Ρομαντισμό, που διαπότιζε το πνευματικό κλίμα της εποχής.

Τα Απομνημονεύματα του Τρελώνη είναι δύο βιβλία μαζί. Στο πρώτο μέρος αφηγείται τη ζωή του με τα μυθικά τέρατα της αγγλικής λογοτεχνίας (τον “Κύκλο της Πίζας”), τον Βύρωνα, την Μαίρη Σέλλεύ, συγγραφέα του Φρανκενστάιν, τον Πέρσυ Σέλλεύ κ.α.

Ο Τρελώνη και ο Βύρων ήρθαν μαζί στην επαναστατημένη Ελλάδα, εγκαταλείποντας την Ιταλία μετά τον θάνατο του φίλου τους ποιητή Σέλλεύ. Ο Βύρων έμεινε στο Μεσολόγγι, ο Τρελώνη έγινε δεξί χέρι του Οδυσσέα Ανδρούτσου. Όποιος γνωρίζει πόσο καχύποπτος και οξυδερκής ήταν ο Οδυσσέας, μπορεί με σιγουριά να εικάσει το ποιόν του Έντουαρντ Τρελώνη, αν δεν έχει διαβάσει τα απομνημονεύματά του. Τα καλύτερό του διαπιστευτήρια είναι η απόλυτη εμπιστοσύνη, η αγάπη και εκτίμηση με την οποία περιέβαλε τον φίλο του ο Έλληνας επαναστάτης.

Οι συμπατριώτες του Άγγλοι σχεδόν τον μίσησαν: η στενή φιλία του με τον Σέλλεύ και τον Βύρωνα του επέτρεπε να γνωρίζει και να γράφει αλήθειες που ανέτρεπαν την στερεότυπη ανώδυνη εικόνα που θέλησαν να καθιερώσουν οι συντηρητικοί ταγοί της Γηραιάς Αλβιώνος. Εξάλλου, δεν του συγχώρεσαν το ότι έδρασε στην Ελλάδα αυτόβουλα, ως επαναστάτης και όχι ως πράκτορας των εγγλέζικων συμφερόντων.

Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος φημολογείτο ότι είχε κρύψει στο κρησφύγετο του, στην σπηλιά, έναν αμύθητο θησαυρό, του οποίο το ακριβές μέρος γνώριζε ο Τρελώνη. Προκειμένου να αποκτήσουν αυτόν τον θησαυρό, ξένοι αξιωματικοί, προσκείμενοι στον Μαυροκορδάτο, παρουσιάστηκαν ως φίλοι του Ανδρούτσου και έθεσαν τον εαυτό τους υπό τις διαταγές του Τρελώνυ. Ο τελευταίος τους πήρε μαζί του στην σπηλιά. Κατά την διάρκεια ενός αγωνίσματος σκοποβολής μέσα στην σπηλιά, ο ανύποπτος Τρελώνυ δέχτηκε πισώπλατα δύο πυροβολισμούς από τον Σκωτσέζο Φάντον και τον Άγγλο Γουάιτκομπ. Οι λιγοστοί σωματοφύλακες όμως του Τρελώνυ, καθώς και ο πιστός του σκύλος, τους εμπόδισαν να δραπετεύσουν με αποτέλεσμα να συλληφθούν και να θανατωθούν. Τελικά ο Τρελώνυ παρά τον σοβαρό του τραυματισμό επέζησε λόγω της σωματικής του διάπλασης. Ύστερα από αυτό το περιστατικό θα εγκαταλείψει την σπηλιά και θα καταφύγει μαζί με την γυναίκα του στην Ζάκυνθο όπου και θα ζήσει πλουσιοπάροχα.

Στη συνέχεια επέστρεψε στην Αγγλία όπου και εγκαταστάθηκε μόνιμα. Ενταφιάστηκε στην Ρώμη, δίπλα στον τάφο του Σέλλεϋ. Έγραψε δύο βιβλία, τις Περιπέτειες νεώτερου γιου (1835) και τις Αναμνήσεις από τον Πέρσι Σέλλεϋ και τον Βύρωνα (1858).

Ο Τρελώνη, στο μέρος των απομνημονευμάτων του που αφορούν την επαναστατημένη Ελλάδα, δίνει μια εικόνα εκείνης της περιόδου και προβαίνει σε αρκετές ενδιαφέρουσες επισημάνσεις, παρά τον οριενταλισμό που ενυπάρχει στην οπτική του. Εκτός από την κατεστραμμένη από τον πόλεμο ενδοχώρα, αναδεικνύει την σύγκρουση πολιτικών και οπλαρχηγών. Άλλωστε κύριο διώκτη και υπαίτιο των δεινών του Ανδρούτσου θεωρεί τον Μαυροκορδάτο και τους άλλους Φαναριώτες. Για τους Φαναριώτες γράφει ο Τρελόνι: “Εκπληκτικά πολυμήχανοι και υπολογιστές, πρώτοι σε κάθε τι το κακό, αναθρεμμένοι στην Κωνσταντινούπολη και δασκαλεμένοι στις τέχνες της εξαπάτησης από τους πιο επιδέξιους προφέσορες του κόσμου”. Εκεί, ο Τρελόνι φρόντισε ώστε εκπρόσωποι από την Ύδρα να μεταβούν με τον Χάμιλτον στην Αγγλία ώστε να διαπραγματευτούν ένα δάνειο.

Αναπαράγει και επιβεβαιώνει έτσι την γνωστή και κυρίαρχη ανάγνωση της Επανάστασης μέσα από αυτήν την σύγκρουση. Όμως οι διαπιστώσεις του ότι οι οπλαρχηγοί θεωρούσαν ότι τους ανήκαν τα εδάφη που απελευθέρωσαν με τα όπλα τους, δημιουργεί εύλογους προβληματισμούς για το ποιοι από τους φορείς της αντίθεσης αυτής είχαν συνολικό σχέδιο για την επανάσταση και την οικοδόμηση του νέου ελεύθερου κράτους.

Ο Τρελώνη επιπλέον προβαίνει σε πολλές, όχι κολακευτικές, παρατηρήσεις για τον χαρακτήρα και την συμπεριφορά των Ελλήνων και την συνεχή διχόνοιά τους, την φιλοχρηματία και την διαφθορά τους. Στιγματίζει δε έντονα την κατασπατάληση του πρώτου αγγλικού δανείου. Ενδιαφέρεται όμως έντονα για την τύχη της Επανάστασης, όπως δείχνει και η αλληλογραφία του με τον φιλέλληνα Αγγλο συνταγματάρχη Τσαρλς Ναπιέρ, όπου αναζητούν την κατάλληλη και ορθολογική στρατηγική για την αναχαίτιση του Ιμπραήμ.

Ο Ανδρούτσος, παραπονέθηκε στον Τρελόνι, ότι η κυβέρνηση δεν του έδινε την οικονομική δυνατότητα να συντηρήσει περισσότερους από 200-300 άντρες κι έτσι ήταν αναγκασμένος να κάνει συμφωνία ανακωχής με τον Ομέρ πασά της Εύβοιας και να τον αφήσει να περάσει στην Πελοπόννησο. Αν όμως η κυβέρνηση του έδινε τα μέσα, θα εμπόδιζε τους Τούρκους να μπουν στην περιοχή του. Στην συνέχεια, ο Ανδρούτσος άφησε επικεφαλής των ανδρών του στη Μαύρη Τρύπα του Παρνασσού τον Τρελόνι και έφυγε για τη Λιβαδειά. Να πώς περιγράφει ο ίδιος ο Τρελόνι τη Μαύρη Τρύπα:

“Κοντά στην Λιβαδειά, σε μια απόκρημνη πλαγιά του Παρνασσού… υπάρχει μια σπηλιά, σε υψόμετρο χίλια πόδια πάνω από την πεδιάδα (περίπου 304 μ. 1 αγγλικό πόδι = 0,304 μ.). Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος είχε καταφέρει να ανέβει ως εκεί και να την μετατρέψει σε οχυρό καταφύγιο για την οικογένεια και τα υπάρχοντά του όσο καιρό θα κρατούσε ο πόλεμος. Δεν μπορούσες να πλησιάσεις στην σπηλιά παρά μόνο με σκάλες μπηγμένες στον βράχο. Η πρώτη τέτοια ανεμόσκαλα, σαράντα πέντε – πενήντα πόδια μήκος (περ. 15-16 μ.), ήταν τοποθετημένη κολλητά στον βράχο και στερεωμένη με σφήνες.

Μια δεύτερη στηριζόταν σ’ ένα βράχο που προεξείχε και διασταυρωνόταν με την πρώτη. Υπήρχε και μια τρίτη, ελαφρύτερη και πιο κοντή, που πατούσε κι αυτή σε μια φυσική προεξοχή του κομματιασμένου βράχου. Τούτη η τρίτη ανεμόσκαλα έβγαζε σε μια καταπακτή. Όταν άνοιγαν οι σύρτες και οι αμπάρες της καταπακτής, έβγαινες στο θολωτό δωμάτιο των φρουρών, που στους τοίχους του ήταν ανοιγμένες πολεμίστρες για τα μουσκέτα (εμπροσθογεμή όπλα της εποχής) Δεξιά της μεγάλης σπηλιάς υπάρχει και μια μικρότερη, κι από δίπλα κι άλλες πολλές, μικρές σαν δωμάτια που συνδέονται μεταξύ τους με στοές. Δεν έχουν καθόλου υγρασία και τότε χρησιμοποιούνταν σαν αποθήκες και πυριτιδαποθήκες. Μια από αυτές την είχαν μετατρέψει σε παρεκκλήσι για έναν γέρο παπά…

Πάνω από το σπήλαιο, πρόβαλλε επιβλητικά ο τεράστιος όγκος του βράχου. Και αυτό που το έκανε τέλειο, ήταν το πεντακάθαρο τρεχούμενο νερό. Από τις αιώνια χιονοσκέπαστες κορυφές έβρισκε τον δρόμο μέσα από υπόγεια περάσματα και οι σχισμές του βράχου πάνω από την σπηλιά το φίλτραραν προτού καταλήξει σε μια ευρύχωρη στέρνα, χτισμένη στο πάνω πλάτωμα του άντρου… Οι άλλοι που ζούσαν στη σπηλιά, ήταν ο γιος του αρχηγού, νήπιο ακόμα, η γυναίκα του (σημ. Ελένη Καρέλη, με την οποία παντρευτεί το 1816 ο Οδ. Ανδρούτσος), η μητέρα του και δυο – τρεις άλλες γυναίκες”

«Μισούσα κάθε τι που μ’ αλυσόδενε: πάστορες, παπάδες κι αφέντες».

Έτσι ξεκινά ο Τρελώνη την μυθιστορηματική αφήγηση της νιότης του -με μια δήλωση αρκετά αξιοπρόσεκτη για το 1835, όταν ο πολιτικός αναρχισμός βρισκόταν ακόμη στα σπάργανα. Ως τα γεράματά του, όλοι συμφωνούν, διατήρησε το ίδιο αίσθημα. «Δυο πάθη κυβερνούσαν τη ζωή του», εξηγεί μια βιογράφος του, «ο άγριος οίκτος για τους αδύναμους κι ένα μανιακό, ανεξέλεγκτο μίσος της τυραννίας». Πάθη που πρακτικά πήραν πολλές μορφές, ώσπου το 1822 τον έφεραν στην υπόδουλη Ιταλία και τον άλλο χρόνο στην επαναστατημένη Ελλάδα. Τις περιπέτειές του σ’ αυτά τα μέρη, δίπλα στον Σέλλεϋ, τον Βύρωνα και τον Ανδρούτσο, περιγράφουν τα πολυσυζητημένα Απομνημονεύματά του. Αλλά η ζωή του, απίστευτη σαν παραμύθι, είχε και πολλά ακόμη κεφάλαια.

Ο Τρελώνη προκάλεσε άσβεστα μίση και πάθη όσο ζούσε κι εξακολουθεί να διχάζει ως σήμερα, σχεδόν διακόσια χρόνια μετά τα περιστατικά που περιγράφονται σε τούτο εδώ το βιβλίο. Η μορφή του έγινε καρικατούρα, μια πρόσφατη βιογραφία του, μικρών αξιώσεων, τιτλοφορείται Το τσακάλι του Βύρωνα. Η Αμερικανίδα επιμελήτρια της τελευταίας έκδοσης των Απομνημονευμάτων του αποφαίνεται ότι δεν ήταν αξιαγάπητος άνθρωπος, και φαντασιώνεται ένα αίσθημα μνησικακίας του Τρελώνη για τον Βύρωνα, το οποίο ωστόσο δύσκολα διακρίνεται στο βιβλίο.

Ο πιο σοβαρός και ευαίσθητος βιογράφος του, ένας συντηρητικών αντιλήψεων Βρετανός διπλωμάτης, δυσφορεί με τους σκολιούς δρόμους που πήρε ο Τρελώνη αντί να προσηλωθεί στις συνηθισμένες απολαύσεις των ανθρώπων της τάξης του. Αλλά τον αδικεί λιγότερο απ’ ό,τι άλλοι, αναγνωρίζοντας την περιπλοκότητά του: «Πρέπει να βρούμε τρόπο να ξεδιαλύνουμε, πίσω από τα γεγονότα, αυτό το κουβάρι από ιδέες, ελπίδες, φιλοδοξίες και φόβους που στριφογύριζαν αδιάκοπα μέσα σ’ αυτό το όμορφο κεφάλι του».

Αυτές οι ιδέες και οι ελπίδες βλάστησαν μέσα στο νου του από νωρίς, αλλά ωρίμασαν στην Ιταλία, μέσα στον Κύκλο της Πίζας. Και οι άλλοι της παρέας -Βύρωνας, Πέρσυ Σέλλεϋ, Μαίρη Σέλλεϋ- είχαν βρεθεί εκεί εξόριστοι από την Αγγλία, που τότε ανταγωνιζόταν σε κοινωνική αναλγησία και αυταρχισμό την Τσαρική Ρωσία. Φυσικό ήταν. Οι δυο ποιητές ιδίως, ριψοκίνδυνοι, οργισμένοι, παράφοροι, δηλητηριώδεις και βωμολόχοι στα γραπτά τους, δεν έμεναν στα λόγια αλλά έκαναν την ίδια τους την ζωή, μέχρι τέλους, πεδίο εξερεύνησης της απελευθερωμένης επιθυμίας.

Χρειάστηκαν εκατόν πενήντα χρόνια για να εξαπλωθούν οι ιδέες τους και να υιοθετηθούν μαζικά οι ανυπότακτες στάσεις ζωής τους, τις δεκαετίες του 1960 και του 1970· Στα δικά τους χρόνια οι ευαισθησίες τους ήταν σκάνδαλο: οπαδοί του ελεύθερου έρωτα και της ρομαντικής μουσικής, ερωτικά αδηφάγοι και γυμνιστές, πειραματίζονταν με τις διαθέσιμες ψυχοτρόπες ουσίες -με το λάβδανο ο Σέλλεϋ, όπως μας σφυρίζει παρακάτω ο Τρελώνη, και με το κρασί ο Βύρωνας- και γενικά ζούσαν ρέμπελα, χωρίς καν να το κρύβουν.

Άλλο τόσο δύσπεπτες ήταν οι πολιτικές ιδέες τους. Μαχητικά άθεοι, πρωτοφεμινιστές ο καθένας με τον τρόπο του, αντιμοναρχικοί και πολιτικά ριζοσπάστες, στα όρια του αδιαμόρφωτου ακόμη σοσιαλισμού, έμειναν μέχρι το τέλος ασυμβίβαστοι κι ανυπότακτοι. Οι στίχοι του Σέλλεϋ γίνονταν πλακάτ στις επαναστατικές διαδηλώσεις του καιρού του, ο Βύρωνας έγραφε ποιήματα για τους εξεγερμένους Λουδίτες και τους υπερασπιζόταν στη Βουλή των Λόρδων, ο Τρελώνη, πάλι, ανάμεσα στις διάφορες περιπέτειές του, συνδέθηκε αργότερα με τους Φιλοσοφικούς Ριζοσπάστες.

Με τον απολαυστικό του κυνισμό ο Μαρξ δήλωνε πως αυτοί που καταλάβαιναν και αγαπούσαν τους δυο ποιητές έπρεπε να χαίρονται που ο Βύρωνας πέθανε νωρίς, γιατί αν προλάβαινε να γεράσει, σίγουρα θα γινόταν αντιδραστικός αστός, αλλά να λυπούνται για τον πρόωρο θάνατο του Σέλλεϋ, που ήταν αληθινός επαναστάτης και θα έμενε σ’ όλη του τη ζωή σοσιαλιστής. «Όλοι μας ξέραμε τότε απ’ έξω τον Σέλλεϋ», έλεγε αναπολώντας τα νιάτα του ο Ένγκελς. Για πολλούς λόγους αξίζει σήμερα να ξαναδούμε την παρέα αυτή, αλλά δυστυχώς εδώ δεν γίνεται να το κάνουμε αναγκαστικά θα περιοριστούμε σε μια σύντομη, ελλειπτική παρουσίαση της νιότης του αφηγητή.

Ο Τρελώνη —Τζων ή Τρε για τους δικούς του, Έντουαρντ Τρελώνη για τον υπόλοιπο κόσμο- γεννήθηκε στις 13 Νοέμβρη του 1792 τρίτη χρονιά της Γαλλικής Επανάστασης, ακριβώς όταν έμπαινε στην πιο ριζοσπαστική της φάση. Ο μισητός πατέρας του ήταν απόστρατος αντισυνταγματάρχης, νεότερος γιος μεγάλης φαμίλιας που πλούτισε απότομα από μια κληρονομιά. Η μητέρα του επίσης προερχόταν από εξέχουσα οικογένεια, αναλώθηκε στο μεγάλωμα έξι παιδιών, από τα οποία αγόρια ήταν τα δυο πρώτα.

Στο σύστημα των Άγγλων ευγενών ο πρωτότοκος κληρονομούσε περιουσία και τίτλους, ενώ ο λίγους μήνες μικρότερος Τζων έπρεπε μόνος του να φτιάξει την ζωή του. Το μένος του κατά της αδικίας, κρυσταλλωμένο από νωρίς, τον έσπρωξε πεντάχρονο ακόμη στον περίφημο φόνο που αργότερα θα περιέγραφε, με την βοήθεια της Μαίρης Σέλλεϋ, στο πρώτο του βιβλίο, τις “Περιπετειες ενός νεότερου γιου”. Σε μια κομβική σκηνή συμπυκνώνει αυτήν που ο ίδιος θεωρούσε ουσία της προσωπικότητάς του, γράφοντας συνάμα μερικές από τις σελίδες που όρισαν καταστατικά το βρετανικό γοτθικό αφήγημα:

“Ο αδερφός μου ήταν υπάκουος, ήπιος και συγκρατημένος. Εγώ βρισκόμουν διαρκώς σ’ αναταραχή. Ακολουθούσα απτόητος τις παρορμήσεις μου, και όποτε συναντούσα εμπόδια, απλώς η επιθυμία μου μεγάλωνε ακόμη περισσότερο. Ένας από τους πολλούς μικρόψυχους περιορισμούς που μας επέβαλλε ο σκαιός μας αφέντης ήταν ότι, στον κήπο, δεν έπρεπε να βγαίνουμε έξω από τα χαλικόστρωτα μονοπάτια. Ο αδερφός μου το δεχόταν, ενώ εγώ έβρισκα διέξοδο στον κήπο του γείτονα, απ’ όπου γύριζα φορτωμένος φρούτα και λουλούδια. Στον αδερφό μου αρκούσε ο καθημερινός περίπατος στο δημόσιο λιβάδι ή στο δρόμο, εγώ, με ψωμί και μήλα στις τσέπες, σκαρφάλωνα στους λόφους ή μάθαινα κολύμπι στα ποτάμια. Μισούσα κάθε τι που μ’ αλυσόδενε: πάστορες, παπάδες και αφέντες. Όλα αυτά που προσεκτικά μου μάθαιναν ν’ αποφεύγω, σαν επικίνδυνα ή σφαλερά, εγώ τα αποζητούσα μ’ όλη μου την καρδιά, καθώς αυτά μου έδιναν την μεγαλύτερη ευχαρίστηση. Αν με είχαν αντιμετωπίσει με τρυφερότητα, έστω και προσποιητή, πιστεύω πως θα γινόμουν κι εγώ υπάκουος, μαλακός και συγκρατημένος. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου όμως οι κάθε λογής τιμωρίες και η αυστηρότητα ήταν τα μοναδικά σημάδια της πατρικής αγάπης που έπεφταν στο μερτικό μου.

Ο πατέρας μου ωστόσο συμπαθούσε ένα κοράκι που, με τα ξεπουπουλιασμένα του φτερά και την βαριά αρχαϊκή φιγούρα του συνήθιζε να περιπλανιέται μοναχικό στον κήπο μας. Μισούσε τα παιδιά, και όποτε έβλεπε κανέναν μας συνήθιζε να μας διώχνει μακρυά. Ήμουν πέντε χρονών τότε. Αν το κοράκι είχε διαλέξει για δικό του οποιοδήποτε άλλο μέρος εκτός απ’ τον φρουτόκηπο, τότε σίγουρα δεν θ’ αμφισβητούσα ποτέ τα δικαιώματά του. Τώρα όμως όλα τα παιδιά, από τα πρώτα μας βήματα, θεωρούσαμε το κοράκι, μαζί με τον πατέρα, τα δυο πιο ισχυρά, φρικτά και τυραννικά όντα στον κόσμο. Είχαν αρχίσει να το παίρνουν τα χρόνια. Η όψη του, γκρίζα και αποτρόπαιη. Κούτσαινε από το ένα πόδι. Οι αρθρώσεις του ήταν δύσκαμπτες, τα πόδια του τραχειά σαν φλούδα φελόδεντρου. Τα μάτια του είχαν έκφραση θολή και κακόβουλη. Και όλη την ώρα τεμπέλιαζε και λιαζόταν μπροστά στον νότιο τοίχο του κήπου, που πλάι του μεγάλωναν τα ολόγλυκα δαμάσκηνα. Με χίλια στρατηγήματα προσπαθούσαμε να το απομακρύνουμε από εκεί. Μάταια του προσφέραμε διάφορα σκουπιδάκια, που τα υπεραγαπούσε. Δεν αντέχαμε τα μούτρα του και την αγριάδα του όταν μας εμπόδιζε να κόψουμε φρούτα. Πηγαίναμε να το τρομάξουμε με μπαστούνια, αλλά παραήμασταν αδύναμοι για να τα βάλουμε με το ανεμοδαρμένο σώμα του, και στο τέλος μας νικούσε. Συνήθιζα στα κρυφά να του πετάω πέτρες, αλλά ελάχιστη σημασία έδινε. Η ζωή λοιπόν συνεχιζόταν. Μάταια ζητούσα βοήθεια από τον κηπουρό και τους υπηρέτες, μας κορόιδευαν και μας περιγελούσαν.

Μια μέρα ήμουν μαζί μ’ ένα κοριτσάκι, που το είχα πείσει να το σκάσει από το παιδικό δωμάτιο και να πάμε μαζί να φάμε κρυφά μερικά φρούτα. Γλιστρήσαμε έξω από το σπίτι και χωθήκαμε απαρατήρητοι στον κήπο. Ακριβώς την ώρα που γελούσαμε για το κατόρθωμά μας, κάτω από την κερασιά, εμφανίζεται το καταραμένο τέρας, το κοράκι. Δεν το άντεχα άλλο. Άρπαξε το κοριτσάκι απ’ το φορεματάκι του. Εκείνη τρόμαξε τόσο, που δεν μπορούσε καν ν’ ανοίξει το στόμα της. Δεν δίστασα στιγμή. Της είπα να μη φοβάται, και ρίχτηκα πάνω του. Την παράτησε και μου ρίχτηκε με ράμφος και με νύχια. Το άρπαξα απ’ το λαιμό και, σηκώνοντάς το με δυσκολία, άρχισα να χτυπώ το σώμα του στο δέντρο και στο χώμα. Αλλά εκείνο έμοιαζε αλώβητο, θεόσκληρο σαν πέτρα. Παλεύαμε λοιπόν, και ολοφάνερα εγώ ήμουν ο πιο αδύνατος. Το κοριτσάκι, που ήταν το αγαπημένο μου, είπε, «Πάω να φωνάξω τον κηπουρό».

«Όχι», είπα, «Θα το πει στον πατέρα μου! Θα τον κρεμάσω τον γέρο (εννοώντας το κοράκι, όχι τον πατέρα μου)! Δώσ’ μου το σάλι σου!»

Μου το έδωσε, και με μεγάλη προσπάθεια στο τέλος τα κατάφερα, παρ’ όλα τα χτυπήματα που δεχόμουν, να δέσω την μια του άκρη γύρω απ’ το λαιμό του γερο-τύραννου. Σκαρφάλωσα τότε στην κερασιά και, κρατώντας το σάλι απ’ την μια άκρη, το τύλιξα γύρω από ένα οριζόντιο κλαδί και, πηδώντας έπειτα κάτω, λίγο-πολύ κατάφερα να απαγχονίσω τον εχθρό μου.

Εκείνη τη στιγμή ο αδερφός μου ήρθε τρέχοντας. ‘Οταν είδε τα χάλια μου αναστατώθηκε, αλλά βλέποντας τον παλιό μας εχθρό να πηγαίνει πέρα δώθε κρεμασμένος έβγαλε μια κραυγή χαράς. Δένοντας την άλλη άκρη από το σάλι, αρχίσαμε να λιθοβολούμε το κοράκι μέχρι θανάτου. ‘Οταν κουραστήκαμε μ’ αυτό το σπορ, κι εκείνο έμοιαζε πια εντελώς άψυχο, το ξανακατεβάσαμε κάτω. ‘Επεσε στο πλάι, κι εγώ άρπαξα μια αγκαθωτή βέργα από βατομουριά και άρχισα να το χτυπώ στο κεφάλι, για να σιγουρευτώ ότι δεν θα μας ξαναενοχλούσε.

Αποσβολωθήκαμε και τρομοκρατηθήκαμε όταν εκείνο τινάχτηκε πάνω, με μια βραχνή κραυγή, και μ’ άρπαξε ξανά. Η πρώτη μας ιδέα ήταν να τρέξουμε μακρυά, αλλά εκείνο με κρατούσε, του όρμησα λοιπόν κι εγώ, φωνάζοντας και τον αδερφό μου να με βοηθήσει, και ζητώντας του να κρατήσει σφιχτά το σάλι και να σκαρφαλώσει στο δέντρο. Εγώ προσπαθούσα να μην το αφήσω να μου φύγει. Η όψη του τώρα ήταν τρομαχτική: το ένα μάτι κρεμόταν έξω απ’ την κόχη του, αίμα ξεπηδούσε απ’ το στόμα του, οι φτερούγες του χτυπούσαν ασταμάτητα την γη και η ουρά του είχε μείνει με τα μισά της πούπουλα, καθώς τα άλλα τα είχα τραβήξει στην πρώτη απόπειρά μου να τον εκτελέσω. Πάλεψε τρομερά για τη ζωή του, καταματώνοντάς με. Τώρα όμως είχα την βοήθεια του αδερφού μου, ενώ εκείνο είχε εξαντληθεί από την προσπάθεια και τις πληγές, κι έτσι στο τέλος καταφέραμε να το κρεμάσουμε ξανά. Κι έπειτα τον χτυπήσαμε με τα μπαστούνια μας μέχρι θανάτου, ώσπου το κεφάλι του έγινε λιώμα. Τέλος, του δέσαμε μια πέτρα και το βουλιάξαμε στην λιμνούλα με τις πάπιες.

Τούτη ήταν η πρώτη και πιο τρομερή μονομαχία της ζωής μου. Όσο παιδιάστικη και αν ήταν, την αναφέρω όχι μόνο γιατί μένει ολοζώντανη στην θύμησή μου, αλλά κι επειδή, όταν θυμάμαι τα περασμένα, αυτή η σκηνή μοιάζει ολοφάνερα πως ήταν ο πρώτος κρίκος μιας μακριάς αλυσίδας. Δείχνει για πόσο πολύ καιρό μπορούσα να ανεχτώ επιθέσεις και καταπίεση, ώσπου οι αντοχές μου εξαντλούνταν, και τότε δεν περιοριζόμουν σε ημίμετρα, αλλά πήγαινα στα άκρα χωρίς ανακωχή ούτε παύση. Αυτό ήταν άλλωστε το μεγάλο μου λάθος, αργότερα με δάκρυα το μετάνιωσα.

Γιατί ολότελα δικαιολογημένα κατέστρεψα αυτούς που κατέστρεψα, αλλά αν έδειχνα έλεος θα έπρεπε μόνο να τους είχα διορθώσει. Κι έτσι κάποιοι που μ’ έβλεπαν θεώρησαν εκδίκηση αυτό που για μένα δεν ήταν παρά απλή και δίκαιη ανταπόδοση.”

Ο Τρελώνη συνέχισε στο ίδιο στυλ.

Όταν τα δυο αδέρφια ήταν οχτώ χρονών, ο πατέρας τους τα έκλεισε στο φριχτότερο αριστοκρατικό οικοτροφείο που μπορούσε να βρει, ένα που διοικούνταν με αυστηρότητα ακραία ακόμη και για εκείνη την αμείλικτη εποχή. «Βρισκόταν στην κορυφή ενός λόφου», σημειώνει ο Σαιν Κλαιρ, «μέσα σ’ ένα παλιό στρατιωτικό φρούριο, με ψηλούς τοίχους ολόγυρα, χωρίς παράθυρα, σαν φυλακή. Πολλά δωμάτια είχαν σιδερόφραχτα παράθυρα, το φαγητό ήταν λίγο και αηδιαστικό, ενώ οι τιμωρίες συχνές και ανελέητες».

«Σπάνια με μαστίγωναν περισσότερες από μια φορά την μέρα», θυμόταν αργότερα ο Τρελώνη, «ή με ράβδιζαν παραπάνω από μια φορά την ώρα».

Το σχολείο βοήθησε και αυτό στην ριζοσπαστικοποίηση του Τρελώνη. Η επαναστατημένη Γαλλία τότε θριάμβευε, και ο ακροδεξιάς διευθυντής του ζητούσε ν’ απαγορευτεί να μιλιούνται τα γαλλικά στην Αγγλία, να καταστραφούν ή τουλάχιστον να φορολογούνται βαριά όλα τα βιβλία ή τα θεατρικά έργα που είχαν γραφεί στην ύποπτη γλώσσα, και βέβαια να διωχθούν όλοι οι Γάλλοι δάσκαλοι, υπηρέτες και εταίρες. Επόμενο ήταν ο νεαρός Τρε, μόλις απέκτησε συνείδηση του εαυτού του, να ταχθεί στο πλευρό της Επανάστασης και να κηρύξει την αθεΐα και τον αντιμοναρχισμό του.

Έπειτα από δυο χρόνια στο ίδρυμα, οργάνωσε το λυντσάρισμα από τους συμμαθητές του ενός μισητού δασκάλου και, όταν έπειτα ο διευθυντής πήγε να τον μαστιγώσει μπροστά σ’ όλους, τον έριξε κάτω και σχεδόν του άνοιξε το κεφάλι. Τον έκλεισαν στην απομόνωση, εκείνος έβαλε φωτιά και παρά λίγο να κάψει όλο το σχολείο. Την επόμενη τον επέστρεψαν, με συνοδεία φρουράς, στο πατρικό του. Ο πατέρας του έκρινε πως δεν υπήρχε άλλος τρόπος για να συμμορφωθεί ο εντεκάχρονος γιος του, από το να σταλεί στο ναυτικό.

Το 1805 κατατάχθηκε “εθελοντής”, και μόνον από σύμπτωση δεν πήρε μέρος στην ναυμαχία του Τραφάλγκαρ, και τα επόμενα χρόνια τα πέρασε στις θάλασσες της Νότιας Αμερικής, της Αφρικής, της Κίνας και της Ινδίας (κάποια στο πλοίο του καπετάνιου Φράνσις Μπωφόρ, που επινόησε την γνωστή κλίμακα των ανέμων). Τραυματίστηκε στην κατάληψη της Μπατάβιας, το 1811, κι επέζησε από την επιδημία χολέρας που αποδεκάτισε έπειτα τις αγγλικές δυνάμεις. Την επόμενη χρονιά επέστρεψε στην Αγγλία. Φυσικά μίσησε το ναυτικό και την πειθαρχία του, η βία και η ωμότητα όμως, ενδημικές στην ζωή της θάλασσας, σφράγισαν το χαρακτήρα του. Οι ατέλειωτες ώρες που περνούσε, τιμωρημένος, στην σκοπιά ψηλά στο κατάρτι, του έδωσαν την ευκαιρία να διαβάσει, “Η Ανταρσία του Μπάουντυ” ήταν ένα από τα πρώτα βιβλία που αγάπησε, ενώ ο περίφημος Γάλλος κουρσάρος Συρκούφ, που τρομοκρατούσε τότε τους Άγγλους στον Ειρηνικό, έγινε ένα από τα πρώτα ινδάλματά του.

To 1812 επέστρεψε στην Αγγλία, και την επόμενη χρονιά έκανε έναν άτυχο γάμο, που διαλύθηκε μέσα σε τέσσερα χρόνια. Τα επόμενα χρόνια ήταν πολύ δύσκολα, και για τον ίδιο και για την χώρα. Τον έσωσε η αγάπη του για τον Σαίξπηρ και τον Μίλτωνα, τον Βύρωνα, τον Ουώλτερ Σκωτ και τους άλλους Ρομαντικούς. Τελικά δραπέτευσε, το 1819 πήγε μαζί με την μητέρα του και τις αδερφές του στο Παρίσι, και τον άλλο χρόνο στην Ελβετία, απ’ όπου και ξεκινά την ιστορία που ακολουθεί.

Εκδίδοντάς την στα Ελληνικά, με κάπου εκατόν πενήντα χρόνια καθυστέρηση, ελπίζουμε ν’ αναδείξουμε ξανά δυο νήματα από το υφάδι της νεοελληνικής ιστορίας που κόπηκαν βίαια και χάθηκαν κάπου μέσα στην πορεία του δέκατου ένατου αιώνα. Ο ρόλος των ριζοσπαστών στην Ελληνική Επανάσταση είναι το ένα από αυτά, ο αδιάλλακτος πολιτικός κι αισθητικός ριζοσπαστισμός του Σέλλεϋ και του Βύρωνα, που καθόρισε και την παρέμβαση του τελευταίου στην επανάσταση, είναι το άλλο. Γιατί η λήθη δεν αφορά μονάχα τον Τρελώνη, που τ’ όνομά του ξεχάστηκε εντελώς, και ολότελα άδικα, στην χώρα μας.

Σ’ όλη την διάρκεια του “μακρύ δέκατου ένατου αιώνα” της Ελλάδας, ελάχιστες όψεις της ζωής, της προσωπικότητας και των ιδεών του Βύρωνα έγιναν ευρύτερα γνωστές. “Ονομα ιερό, ιδέες ανυπόφορες, ζωή σκάνδαλο” δεν είναι περίεργο που, στα διακόσια χρόνια που πέρασαν από την θυσία του, ο επαναστάτης Λόρδος μόνον πολύ επιλεκτικά συζητήθηκε εδώ. Ακόμη και το έργο του, με μικρές εξαιρέσεις, έμεινε αμετάφραστο στην γλώσσα μας, όπως άλλωστε και του Σέλλεϋ, ο οποίος πάντως είχε ευθύς εξαρχής αποξενωθεί από την επανάσταση, για ένα λόγο που ο ίδιος αναφέρει καθαρά -τις σφαγές των Τούρκων.

[Ο Σέλλεϋ πληροφορήθηκε το ξέσπασμα της Επανάστασης την 1η Απριλίου στην Πίζα, από τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, ο οποίος τον επισκέφτηκε «κουβαλώντας την προκήρυξη του εξαδέλφου του, του Πρίγκιπα Υψηλάντη και, ακτινοβολώντας από χαρά και έξαρση, δήλωσε ότι στο εξής η Ελλάδα θα ήταν ελεύθερη» (H.W. Hausermann, The Genevese Background. Studies of Shelley, Brands Danby (the Irish painter). Maria Edgeworth, Ruskin. George Meredith and Joseph Conrad in (ieneva. making use of new source material, mainly letters from the Genevese State Archives and from various private collections in Switzerland, Routledge & Kegan Paul, Λονδίνο 1052, σ. 17). To μόνο που κατάφερε ήταν να τον αποξενώσει:

Η Ελλάδα τώρα ξεσηκώθηκε για να κατακτήσει την ελευθερία της. Ο Πρίγκιπας Υψηλάντης, που ήταν ως τώρα υπασπιστής του Τσάρου της Ρωσίας, πέρασε τα βόρεια σύνορα της Ευρωπαϊκής Τουρκίας με δέκα χιλιάδες άντρες, στρατολογημένους ανάμεσα στους έλληνες της Ρωσίας, και όλοι οι άλλοι έλληνες που ζουν διάσπαρτοι στην ευρωπαϊκή ήπειρο, ανάμεσά τους και ο φίλος μας εδώ, σπεύδουν τώρα να καταταγούν και αυτοί στο στρατό. Σε διάφορα μέρη ξεκίνησαν οι σφαγές των Τούρκων. Αυτός είναι αρκετός λόγος για να ματαιωθεί το Ελληνικό μας σχέδιο, ακόμη και αν οι υπόλοιπες συνθήκες θα μου επέτρεπαν να συμμετάσχω κι εγώ στην αποστολή. Τίποτε άλλο δεν θέλω τόσο πολύ, όσο να επισκεφτώ την Ελλάδα. Ωστόσο οι Μοίρες δεν μοιάζουν να ευνοούν την επιθυμία μου. (Επιστολή Σέλλεϋ προς Τόμας Μέντουιν, από την Πίζα, 4η Απριλίου 1821, όπως παρατίθεται στο ίδιο, σ. 8)]

Η αχάριστη και φοβική διαχείριση της δημόσιας μνήμης του Βύρωνα και του Σέλλεϋ πάντως δεν ήταν καμιά ελληνική ιδιοτροπία. Ο τελευταίος έτσι κι αλλιώς έμεινε παραγνωρισμένος και στην πατρίδα του για δεκαετίες μετά το θάνατό του, ενώ έπειτα μνημειοποιήθηκε με τρόπο που ο Τρελώνη σωστά θεώρησε ανυπόφορο. Η προσπάθεια του Βύρωνα, πάλι, να προστατέψει την υστεροφημία του ξεκίνησε άσχημα, με το επεισόδιο που περιγράφεται παρακάτω – την καταστροφή των απομνημονευμάτων του από εκείνους που είχαν αναλάβει να τα εκδώσουν. Ακολούθησε ενάμισης αιώνας, δύσκολος για όσους υπερασπίζονταν τον ριζοσπαστισμό και την πολιτικότητα της ζωής και του έργου των δυο ποιητών. Το κλίμα άλλαξε εδώ και λίγες δεκαετίες. Μένουν πολλά να γίνουν ακόμη, αλλά στην νέα εποχή πολιτικής και πολιτισμικής σύγκρουσης, που μπαίνουμε πλέον, η παρέα της Πίζας προσελκύει πάλι το ενδιαφέρον των ερευνητών και του κοινού. Και το έργο της μας δίνει ξανά ευχαρίστηση.

Tούτοι οι δύο άντρες που άφησαν τη σφραγίδα τους στα λογοτεχνικά μας χρονικά, ο Σέλλεϋ και ο Βύρωνας, ποτέ δεν θα πάψουν να συγκεντρώνουν το ενδιαφέρον κάποιων αιρετικών, που χωρίς να έχουν ούτε ιερείς ούτε ναούς, λατρεύουν τις Μούσες σαν θεές. Μόνο αυτοί οι αιρετικοί λοιπόν θα εκτιμήσουν σωστά τα απομνημονεύματα που ακολουθούν εδώ, και για δική τους χάρη καταγράφω κάποιες επιμέρους πληροφορίες οι οποίες ειδάλλως θα χάνονταν σύντομα μαζί μου.

Αν η λογοτεχνία μας έμενε μονάχα στα ξερά γεγονότα και τις στατιστικές, τότε θα ήταν αιώνιος χειμώνας. Ξερά γεγονότα είναι οι κάθε λογής πόνοι κι οι θλίψεις μας κι οι αναποδιές που μας τυχαίνουν, ενώ όλες μας οι απολαύσεις ξεπηδούν από την φαντασία μας που σαν τον ήλιο δίνει λάμψη στο καθετί. Οι ποιητές είναι λοιπόν οι πραγματικοί δημιουργοί, αυτοί μας γεμίζουν με ψευδαισθήσεις που μόνον ο Θάνατος τις βγάζει απατηλές.

Αν η ευτυχία σου έχει προϋποθέσεις, θα μείνεις δυστυχισμένος

Εχθές, το σήμερα ήταν μέλλον κι εσύ το ονειρευόσουν. Τώρα βρίσκεται εδώ. Τι συμβαίνει; Είσαι ευτυχισμένος;
Το χθες ήταν επίσης μέλλον κάποτε. Το παρελθόν ήταν κάποτε μέλλον και τώρα έχει φύγει. Και το μέλλον επίσης θα φύγει.
Κοροϊδεύεις τον εαυτό σου με το να ονειροπολείς.
Κοίταζε αυτό που συμβαίνει αυτή τη στιγμή. Αν το αναβάλλεις έστω και για μια στιγμή, χάνεις και τότε γίνεται συνήθεια, μια πολύ βαθιά ριζωμένη συνήθεια. Αύριο επίσης θα χάσεις και μεθαύριο επίσης, επειδή εσύ θα παραμείνεις ο ίδιος. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά και η συνήθειά σου να ονειροπολείς θα γίνει ακόμη πιο δυνατή.
Και ονειρεύεσαι κάτι, το επιθυμείς, το λαχταράς και όταν συμβεί, βλέπεις ότι εξακολουθείς να είσαι ανικανοποίητος.
Τώρα κάτι άλλο σε κάνει δυστυχισμένο.
Αυτό είναι που πρέπει να γίνει κατανοητό. Αν η επιθυμία σου δεν εκπληρωθεί, απογοητεύεσαι. Αν εκπληρωθεί, πάλι απογοητεύεσαι.
Αυτή είναι η δυστυχία της επιθυμίας.
Ακόμη κι αν εκπληρωθεί, εσύ δεν αισθάνεσαι πληρότητα.
Ξαφνικά εμφανίζονται καινούργια πράγματα.
Ο νους συνεχίζει να σου λέει: “Κάνε αυτό, κάνε εκείνο. Αγόρασε αυτό, αγόρασε το άλλο… διαφορετικά πώς μπορείς να είσαι ευτυχισμένος;”
Αν η ευτυχία σου έχει προϋποθέσεις, θα παραμείνεις δυστυχισμένος.
Αν δεν μπορείς να είσαι ευτυχισμένος έτσι όπως είσαι…
Ξέρω ότι η δουλειά είναι σκληρή, ότι ο μισθός είναι λίγος, ότι η ζωή είναι ένας αγώνας, αν όμως δεν μπορείς να είσαι ευτυχισμένος έτσι όπως είσαι, δεν πρόκειται να είσαι ποτέ ευτυχισμένος.
Αν δεν είσαι ευτυχισμένος χωρίς κανένα λόγο, θα βρίσκεις πάντοτε κάτι για να καταστρέψει την ευτυχία σου. Πάντοτε θα βρίσκεις ότι κάτι λείπει. Κι εκείνο που “λείπει”, θα γίνει και πάλι η ονειροπόλησή σου.
Και ποτέ δεν μπορείς να τα έχεις όλα. Ακόμη κι αν αυτό ήταν εφικτό, ακόμη και τότε εσύ δεν θα ήσουν ευτυχισμένος.
Απλώς δες το μηχανισμό του νου: Αν έχεις τα πάντα, όλα όσα επιθυμείς, ξαφνικά θα αρχίσεις να βαριέσαι. Ο νους δεν θα σου επιτρέψει ποτέ να είσαι ευτυχισμένος.
Όποιες κι αν είναι οι προϋποθέσεις, ο νους πάντα βρίσκει κάτι για να είναι δυστυχισμένος.
Δεν χρειάζεται να κάνεις προσπάθεια για να αναπνέεις ούτε να θέτεις προϋποθέσεις. Απλώς αναπνέεις. Το ίδιο ακριβώς είναι η ευτυχία.
Η ευτυχία είναι η εσωτερική σου φύση. Δεν χρειάζεται καμία εξωτερική προϋπόθεση. Η ευδαιμονία είναι η φυσική σου κατάσταση, δεν είναι επίτευγμα. Αν απλώς ξεφορτωθείς το μηχανισμό του νου, αρχίζεις να αισθάνεσαι ευδαιμονικά.
Ρωτάς: “Γιατί συνεχώς ονειρεύομαι το μέλλον;”
Ονειρεύεσαι το μέλλον, επειδή δεν έχεις γευτεί το παρόν.
Άρχισε να γεύεσαι το παρόν. Βρες μερικές στιγμές, που απλώς τις ευχαριστιέσαι.
Όταν κοιτάζεις τα δέντρα, να τα κοιτάζεις ολόκληρος.
Όταν ακούς τα πουλιά, να τα ακούς ολόκληρος. Άφησέ τα να αγγίξουν τον βαθύτερο πυρήνα σου. Άφησε το τραγούδι τους να απλωθεί σε όλο σου το είναι.
Όταν κάθεσαι στην άκρη της θάλασσας, απλώς άκουγε τον άγριο βρυχηθμό των κυμάτων, επειδή εκείνος ο άγριος βρυχηθμός δεν έχει ούτε παρελθόν ούτε μέλλον. Αν μπορείς να συντονιστείς μαζί του, θα γίνεις κι εσύ επίσης ένας άγριος βρυχηθμός.
Αγκάλιασε το δέντρο και χαλάρωσε μαζί του. Νιώσε το πράσινό του να μπαίνει μέσα σου.
Ξάπλωσε στην άμμο, ξέχνα τον κόσμο, νιώσε τη ζέστη της να μπαίνει μέσα σου.
Πήγαινε στο ποτάμι, κολύμπησε κι άφησε το ποτάμι να κολυμπήσει μαζί σου.
Κάνε ό,τι αισθάνεσαι ότι σ’ ευχαριστεί κι απόλαυσέ το ολοκληρωτικά.
Εκείνες τις στιγμές, το παρελθόν και το μέλλον θα εξαφανιστούν κι εσύ θα βρίσκεσαι στο εδώ και τώρα.

Ο Αριστοτέλης, οι διενέξεις μεταξύ φίλων και η αρετή ως πολιτική πράξη

Για τον Αριστοτέλη αμέσως μετά την κατάδειξη των τριών μορφών φιλίας (του συμφέροντος, της ευχαρίστησης και της αρετής) το ερώτημα που πρέπει να διερευνηθεί είναι το κατά πόσο η φιλία μπορεί να υπάρξει μέσα σε σχέσεις ισότητας ή ανισότητας: «Αφού έγινε η διάκριση σε τρεις μορφές φιλίας, υπήρχε για την καθεμιά η απορία αν η φιλία αναπτύσσεται μέσα στην ισότητα ή στην ανισότητα» (1210a 11.28).

Η απάντηση δίνεται άμεσα: «Και στις δύο» (1210a 11.28). Για να δοθούν εξηγήσεις: «Στην ομοιότητα βασίζεται η φιλία των ενάρετων, μία φιλία ολοκληρωμένη· στην ανομοιότητα η φιλία η βασισμένη στο συμφέρον. Ο φτωχός γίνεται φίλος με τον πλούσιο, ακριβώς επειδή στερείται αυτά που ο πλούσιος έχει σε αφθονία» (1210a 11.28).

Το ότι το αντιθετικό ζεύγος ισότητα-ανισότητα αντικαθίσταται από το ζεύγος ομοιότητα-ανομοιότητα προφανώς έχει να κάνει με την αριστοτελικά εννοιολογική προσέγγιση των όρων, καθώς (υποθέτουμε) ότι μέσα σε αυτούς εμπεριέχεται και η έννοια της αξίας. Με δεδομένο ότι για τον Αριστοτέλη η ισότητα τίθεται πάντα με βάση την αξία (αλλιώς είναι ισοπέδωση) η ισότητα και η ανισότητα έχει να κάνει με την αξία των ανθρώπων που συναναστρέφονται, η οποία εν τέλει καθορίζει και την ομοιότητα ή ανομοιότητά τους.

Από αυτή την άποψη, και το ζεύγος ομοιότητα-ανομοιότητα τίθεται επίσης με γνώμονα την αξία και όχι άλλα χαρακτηριστικά όπως για παράδειγμα η εμφάνιση ή οι διατροφικές συνήθειες που κρίνονται ουδέτερα σε σχέση με την αξία του καθενός. Επί του θέματος: «Οι μελετητές θεωρούν τα δύο αντιθετικά ζεύγη νοηματικώς ισοδύναμα. Κυρίαρχες στη σκέψη του συγγραφέα παραμένουν η α΄ και β΄ απορία, σχετικά με το αν η φιλία ευδοκιμεί μεταξύ ομοίων ή ανόμοιων ανθρώπων».

Το ότι πίσω από τις έννοιες όμοιος και ανόμοιος κρύβεται η αξία των ανθρώπων που τους διαφοροποιεί φαίνεται καθαρά στο δεύτερο παράδειγμα του Αριστοτέλη που η ανομοιότητα έχει να κάνει με την αρετή: «Και ο κακός με τον ενάρετο» (εννοείται γίνεται φίλος) «ακριβώς για τον ίδιο λόγο· επειδή στερείται την αρετή, γίνεται φίλος με αυτόν από τον οποίο νομίζει ότι θα την αποκτήσει» (1210a 11.28).

Το κατά πόσο ο κακός επιδιώκει τη φιλία του ενάρετου γιατί θέλει να αποκτήσει την αρετή, με τον ίδιο τρόπο που ο φτωχός συναναστρέφεται τον πλούσιο προσδοκώντας οφέλη, είναι κάτι που μπορεί να συζητηθεί. Το βέβαιο είναι ότι αυτού του είδους οι φιλίες αφορούν καθαρά το είδος της συμφεροντολογικής οπτικής κι ως εκ τούτου κρίνονται κατώτερες: «Ανάμεσα στους ανόμοιους, λοιπόν, αναπτύσσεται η φιλία η βασισμένη στο συμφέρον» (1210a 11.29).

Κι όχι μόνο αυτό, αλλά το συμφέρον μπορεί να επιφέρει τη φιλία ανάμεσα και στα άκρως αντίθετα: «φιλία αναπτύσσεται και ανάμεσα στα πιο αντίθετα, η φιλία η βασισμένη στο συμφέρον» (1210a 11.30). Κατά συνέπεια, είναι σαφές ότι το ανώτερο είδος φιλίας, εκείνο της αρετής που εμπεριέχει και το συμφέρον και την ευχαρίστηση, αναπτύσσεται ανάμεσα σε ανθρώπους ίσους, δηλαδή όμοιους ως προς την αξία.

Το ζήτημα των διενέξεων είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με αυτή την παραδοχή: «Σε όλες τις φιλίες μπορεί να συναντώνται διενέξεις όσον αφορά τη σχέση του ενός φίλου με τον άλλο, όταν π.χ. δε δείχνουν μεταξύ τους την ίδια αγάπη ή δεν κάνουν το ίδιο καλό ο ένας στον άλλο ή δε βοηθούν το ίδιο ο ένας τον άλλο, ή οτιδήποτε από αυτά· όταν ο ένας φροντίζει για κάτι πολύ και ο άλλος λίγο, προκύπτουν από αυτό επικρίσεις και κατηγορίες» (1210a 11.31).

Για να συμπληρωθεί αμέσως: «Οπωσδήποτε, στην περίπτωση μιας φιλίας που αναπτύσσεται ανάμεσα σε ανθρώπους που τη βασίζουν στον ίδιο σκοπό, π.χ. κάποιοι είναι φίλοι μεταξύ τους επειδή αποβλέπουν και οι δύο στο συμφέρον ή στην αρετή ή στην ευχαρίστηση, τότε η ανεπάρκεια του ενός είναι προφανής· εάν μου προσφέρεις περισσότερα από όσα εγώ, δεν αντιλέγω ότι εσύ πρέπει να παίρνεις από εμένα περισσότερη αγάπη από ό,τι εγώ» (1210a 11.32).

Αυτό, βέβαια, δεν πρέπει να εκληφθεί σαν μια αντίληψη φιλίας που όλα μετριούνται στη ζυγαριά προκειμένου να έχουν ίσο βάρος. Μια τέτοια εκδοχή θα υποβίβαζε τη φιλία σε συναλλαγή. Αυτό που προάγεται είναι η επιθυμία των ανθρώπων να αισθάνονται ότι απολαμβάνουν ισοδύναμα με αυτά που προσφέρουν κι ότι, αν νιώθουν ότι προσφέρουν πολύ περισσότερα σε σχέση με αυτά που αποκομίζουν, δε νιώθουν ικανοποίηση. Εκείνος που τρέχει για να βοηθήσει ένα φίλο περιμένει ανταπόδοση, αν το φέρουν οι περιστάσεις. Σε περίπτωση που δεν τη λάβει νιώθει προδομένος. Συνήθως δε διατίθεται να συνεχίσει μια τέτοια φιλία.

Τα πράγματα μπορούν να γίνουν πολύ χειρότερα, αν αποδειχθεί ότι δύο άνθρωποι είχαν φιλικές σχέσεις προσδοκώντας διαφορετικούς στόχους: «Στην περίπτωση, όμως, μιας φιλίας που οι φίλοι τη βασίζουν σε διαφορετικό ο καθένας σκοπό, οι διενέξεις είναι ακόμα μεγαλύτερες. Διότι η ανεπάρκεια του ενός δεν είναι τόσο προφανής στον άλλο· παράδειγμα: αν ο ένας είναι φίλος για την ευχαρίστηση και ο άλλος φίλος για το συμφέρον, τότε είναι που προκύπτει η αμφισβήτηση. Διότι αυτός που με κριτήριο το συμφέρον δίνει πιο πολλά, δε θεωρεί ότι η ευχαρίστηση είναι επαρκές αντάλλαγμα για το συμφέρον· ούτε αυτός που με κριτήριο την ευχαρίστηση δίνει πιο πολλά, θεωρεί ότι απολαμβάνει λόγω συμφέροντος ικανοποιητική ανταπόδοση. Αυτή είναι η αιτία που στις εν λόγω φιλίες προκύπτουν μεγαλύτερες διενέξεις» (1210a 11.33 και 1210b 11.33).

Σε τελική ανάλυση, όλες οι διενέξεις έχουν να κάνουν με εσφαλμένες εκτιμήσεις ανταπόδοσης. Όμως αυτό δεν είναι χαρακτηριστικό της αρετής. Ο ενάρετος όχι μόνο είναι αδύνατο να συμπεριφερθεί με αχαριστία (αν το κάνει, δεν είναι ενάρετος), αλλά συνηθίζοντας να συμπεριφέρεται μεγαλόψυχα είναι σε θέση να συγχωρέσει κι αυτούς που δεν του ανταπόδωσαν καμία χάρη. Εξάλλου, ο κάτοχος της αρετής δεν κάνει το καλό για να του το ανταποδώσουν, αλλά γιατί έτσι έχει μάθει να αντλεί χαρά (χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει ότι η αχαριστία των άλλων είναι κάτι ευχάριστο ή ότι δε θα αποτελέσει κριτήριο για την επανεκτίμηση κάποιων ανθρώπων).

Το δεδομένο ότι η αρετή αποτελεί εγγύηση και για την ανταπόδοση και για την προσφορά (ακόμη και χωρίς ανταπόδοση) και για τη μεγαλοψυχία και για τη δικαιοσύνη και για τη συγχώρεση (αν χρειαστεί) καθιστά σαφές ότι οι διενέξεις δε σχετίζονται τόσο πολύ με τις φιλίες της αρετής. Οι διενέξεις προκύπτουν κυρίως στα κατώτερα είδη φιλίας της ευχαρίστησης και του συμφέροντος. Εκεί είναι που η ανταποδοτικότητα παίζει καταλυτικό ρόλο στις σχέσεις και που γεννιούνται οι αφορμές για συγκρούσεις.

Υπάρχουν περιπτώσεις που πρώην φίλοι γίνονται θανάσιμοι εχθροί. Τα περιστατικά αυτού του είδους δεν έχουν καμία σχέση με την αρετή, και οι φιλίες που εξελίσσονται με αυτό τον τρόπο είναι αδύνατο να στηρίζονταν στην αρετή. Μόνο το πρόσκαιρο συμφέρον και η ευχαρίστηση μπορούν να έχουν τέτοια εξέλιξη.

Ο Αριστοτέλης θα προχωρήσει ακόμη περισσότερο κάνοντας λόγο για άνισες φιλίες: «Στην περίπτωση, τώρα, μιας φιλίας άνισης, όσοι υπερέχουν στον πλούτο ή σε κάτι άλλο τέτοιο, δε θεωρούν ότι πρέπει και οι ίδιοι να αγαπούν τον άλλο, αλλά ότι αυτοί πρέπει να απολαμβάνουν την αγάπη του άλλου» (1210b 11.34). Παρακολουθούμε την ύψιστη στρέβλωση που μετατρέπει τις σχέσεις σε πεδίο εξουσίας. Ο πλούτος (ή οτιδήποτε άλλο μπορεί να εκληφθεί ως σημείο υπεροχής) λειτουργεί εξαναγκαστικά, ώστε μόνο ο άλλος να δείχνει την αγάπη του, σαν κάτι που οφείλει, σαν αυτονόητη υποχρέωση απέναντι σε κάτι υψηλότερο.

Στην ουσία πρόκειται για την αντικατάσταση της φιλίας από την υποτέλεια. Η απομόνωση τίθεται ως μοναδικό αποτέλεσμα που μπορεί να περιμένει κανείς, αφού μόνο οι κόλακες και οι αχρείοι είναι πρόθυμοι να παίξουν αυτό το ρόλο. Κι όσο περισσότερο εντείνεται το πλέγμα της υποτέλειας τόσο πιο ασφυκτική γίνεται και η απομόνωση που θα προκύψει. Ο τύραννος είναι η πιο ακραία περίπτωση αυτής της λογικής. Μέχρι εκεί, βέβαια, υπάρχουν διαβαθμίσεις. Ο πλούσιος που απαιτεί να του κάνουν τεμενάδες, ακριβώς επειδή είναι πλούσιος, δεν είναι παρά ένας μικρός τυραννίσκος.

Φυσικά, όλα αυτά δεν μπορούν να έχουν καμία σχέση με την αρετή. Η αλαζονεία της υπεροχής που προβάλλεται ως συνθήκη των σχέσεων έχει να κάνει με χαμηλής ποιότητας ανθρώπους. Υπό αυτές τις συνθήκες είναι αδύνατο να αναζητηθεί η ευτυχία.

Εξάλλου, για τον Αριστοτέλη το να αγαπάει κανείς είναι μεγαλύτερη πηγή ευτυχίας από το να αγαπιέται: «το να αγαπάς είναι ανώτερο από το να αγαπιέσαι –η αιτία: το να αγαπάς είναι ένα είδος ενεργητικής πραγμάτωσης της ηδονής και ένα αγαθό, ενώ το να αγαπιέσαι δεν αποτελεί κανενός είδους ενέργεια αυτού που αγαπιέται» (1210b 11.35).

Και προσθέτει: «Εξάλλου, το να είσαι το υποκείμενο της γνώσης είναι ανώτερο από το να είσαι αντικείμενό της· διότι αντικείμενο της γνώσης και της αγάπης αποτελούν και τα άψυχα, αλλά υποκείμενο της γνώσης και της αγάπης είναι μόνο τα έμψυχα. Επίσης, το να ευεργετείς είναι ανώτερο από το να μην ευεργετείς· διότι αυτός που αγαπά είναι ακριβώς γι’ αυτό ευεργετικός για τον άλλο, ενώ αυτός που αγαπιέται δεν είναι εξ αυτού του λόγου ευεργετικός» (1210b 11.36-37).

Το ότι η αγάπη τίθεται κατ’ αναλογία με τη γνώση, όχι μόνο είναι εύστοχο, αλλά και εξόχως ενδεικτικό για τον αλληλέγγυο τρόπο που ο Αριστοτέλης αντιλαμβανόταν τις έννοιες της γνώσης και της αγάπης. Από κει και πέρα, η προτεραιότητα στην αγάπη εύλογα σηματοδοτεί και την προτεραιότητα στην ευεργεσία ως έμπρακτο καταστάλαγμά της.

Ο Αριστοτέλης θα συνεχίσει καταδεικνύοντας την προβληματική της ανθρώπινης συμπεριφοράς: «Οι άνθρωποι, όμως, επειδή λατρεύουν τις τιμές, θέλουν πιο πολύ να αγαπιούνται παρά να αγαπούν· το να αγαπιέσαι εμπεριέχει ένα είδος υπεροχής· διότι σε κάθε περίπτωση αυτός που αγαπιέται υπερέχει στην ευχαρίστηση ή στο κέρδος ή στην αρετή, και όποιος λατρεύει τις τιμές ορέγεται την υπεροχή. Και όσοι υπερέχουν δε θεωρούν ότι πρέπει και οι ίδιοι να αγαπούν· η υπεροχή τους, τάχα, είναι επαρκής ανταπόδοση σε όσους τους αγαπούν, και οι τελευταίοι είναι κατώτεροι. Αυτός είναι ο λόγος που δε θεωρούν ότι πρέπει να αγαπούν, αλλά μόνο να αγαπιούνται» (1210b 11.38-39).

Η στρέβλωση της υπεροχής ως διαμορφωτικού παράγοντα των σχέσεων καταδεικνύει την έσχατη κοινωνική ανταγωνιστικότητα, που είναι σε θέση να διαβρώσει θεσμούς και αξιώματα. Από τη στιγμή που οι τιμές δεν αφορούν την πραγμάτωση της αρετής αλλά τη ματαιοδοξία των ανθρώπων που θέλουν να νιώθουν υπεροχή, είναι φανερό ότι οι στρεβλώσεις θα πάρουν ξεκάθαρα κοινωνικές διαστάσεις. Ο τιμώμενος που συμπεριφέρεται αλαζονικά με πρόσχημα την υπεροχή της βράβευσής του παύει να αποτελεί πρότυπο.

Η επανάληψη αυτού του σκηνικού δε θα επιφέρει μονάχα την απομυθοποίηση των βραβευμένων σε προσωπικό επίπεδο, αλλά και της ίδιας της έννοιας (και της διαδικασίας) της βράβευσης, αφού θα ταυτιστεί με την αλαζονεία και την αφροσύνη. Υπό αυτές τις συνθήκες, ο πραγματικά σώφρων θα αποφύγει τις τιμές. Το ίδιο συμβαίνει και με τα αξιώματα.

Κι αυτό ακριβώς είναι το πεδίο του ανάξιου. Οι ανίκανοι διψασμένοι για αναγνώριση θα καταλάβουν όλα τα πόστα ευτελίζοντάς τα. Οι θεσμοί, οι αρχές, οι αξίες της πόλης μετατρέπονται σε καρικατούρες. Ο άξιος δεν έχει άλλη επιλογή από το να αποσυρθεί.

Για μια ακόμη φορά καταδεικνύεται η κοινωνική διάσταση της αρετής, αφού η πόλη που ευτελίζει όλα τα πρότυπα καλλιεργώντας την υπεροψία και την κακώς εννοούμενη υπεροχή δεν μπορεί παρά να αναθρέψει και ανάλογους πολίτες. Υπό αυτή την έννοια, η πραγμάτωση της αρετής αποτελεί πολιτική πράξη, ως απολύτως συνειδητή επιλογή προς τη σωστή κατεύθυνση σε επίπεδο συνόλου. Ο πολίτης που συμπεριφέρεται ενάρετα πράττει πριν από όλα προς όφελος της πόλης. Ενεργεί δηλαδή ως υπεύθυνο πολιτικό ον έχοντας επίγνωση του ρόλου που έχει μέσα στην κοινωνία.

Το ότι η αρετή πέρα από την κοινωνική προσφορά θα συνεισφέρει και στην επίτευξη της ατομικής ευτυχίας, όχι μόνο δε μειώνει την ευεργετική δράση εκείνου που την πραγματώνει, αλλά καταδεικνύει και τη σύμπλευση του ατομικού με το κοινωνικό συμφέρον. Η πόλη που δεν το αντιλαμβάνεται αυτό δεν μπορεί παρά να εκθρέψει συγκρούσεις.

Όταν το ατομικό συμφέρον επιτυγχάνεται σε βάρος του συλλογικού, ο καθένας θα προσπαθήσει να αρπάξει ό,τι μπορεί. Οι πολίτες που αρέσκονται από αυτή την κατάσταση είναι εκείνοι που ευελπιστούν (ή που ξέρουν) ότι θα βγουν κερδισμένοι.

Η εννοιολογική διαστρέβλωση του άξιου έχει ήδη πραγματοποιηθεί. Άξιος είναι αυτός που θα πάρει τα περισσότερα. Ο θρασύς, ο αδίστακτος, ο άπληστος, ο κυνικός, ο απατεώνας, όλοι αυτοί που ξέρουν τα «κόλπα» υπερτερούν και σε χρήμα και σε τιμές και σε ευχαρίστηση: «Διότι αυτός που υστερεί σε χρήμα ή ευχαρίστηση ή αρετή θαυμάζει όποιον υπερτερεί σ’ αυτά και γίνεται φίλος του, επειδή έτσι τα πετυχαίνει αυτά ή φαντάζεται ότι τα πετυχαίνει» (1210b 11.39).

Αριστοτέλης, Ηθικά Μεγάλα

Η μετόπη του «Ευαγγελισμού»

Γιατί η μετόπη αρ. 32 της βόρειας πλευράς του Παρθενώνα, λέγεται και «μετόπη του Ευαγγελισμού»;

Το Μουσείο της Ακρόπολης, στο οποίο και εκτίθεται η συγκεκριμένη μετόπη, λέει πως διασώθηκε από την καταστροφή του 5ου αι. μ.Χ. επειδή θεωρήθηκε ότι απεικονίζει τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Οι χριστιανοί στρατιώτες του Αλάριχου, που πολιόρκησαν την Αθήνα, ή κάποιοι άλλοι, λίγο αργότερα, «είδαν» στις δύο μορφές, την καθιστή και την όρθια, την Παναγία και τον Άγγελο και φαντάστηκαν πως ανάμεσά τους υπάρχει ένας κρίνος- αν υπάρχει κάτι, είναι σήμερα εντελώς απροσδιόριστο.

Μπορεί η μετόπη να γλίτωσε την απολάξευση, αλλά οι μορφές χάθηκαν.

Η βόρεια μετόπη αρ 32 μαζί με τις τρεις προηγούμενες απεικονίζουν τους θεούς πάνω στον Όλυμπο που αποφασίζουν για το τέλος του Τρωϊκού πολέμου και για τη νίκη των Ελλήνων. Η συγκεκριμένη απεικονίζει την Ήβη που φέρνει στην καθιστή θεά 'Ηρα το άγγελμα της απόφασης των θεών να νικήσουν οι Έλληνες στον Τρωικό Πόλεμο. Το έργο αυτό είναι μοναδικής τέχνης, η στάση των δύο μορφών ήταν αυτή που έδωσε την εντύπωση στους χριστιανούς ότι απεικονίζονται ο Άγγελος (όρθιος) και δίπλα (καθιστή) η Παρθένος, θυμίζοντάς τους την τυπική αναπαράσταση του Ευαγγελισμού. Από τη μετόπη λείπουν τα κεφάλια των μορφών

Φαίνεται πως λαξεύτηκε από μεγάλο γλύπτη της αρχαιότητας, που θα μπορούσε να είναι ακόμη και ο Φειδίας. Το μαρτυρά η ποιότητά της εν γένει, αλλά και επιμέρους στοιχεία της. Οι πτυχώσεις των φορεμάτων των δύο μορφών που απεικονίζονται σε αυτή, αέρινες και διάφανες σαν να έγιναν σε μεταξωτό ύφασμα και όχι να λαξεύτηκαν σε μάρμαρο, συνηγορούν για τέτοιες υποθέσεις.

Η καταβίβασή της από τον Παρθενώνα έγινε τον Οκτώβριο του 2012 και η πρώτη παρουσίασή της στο Μουσείο ανήμερα του Ευαγγελισμού την επόμενη χρονιά. Η μετόπη ζυγίζει 800 κιλά και ήταν από τα τελευταία γλυπτά που κατέβηκαν, καθώς στήριζε γείσο βάρους εννέα τόνων. Οι μετόπες του Παρθενώνα ήταν ανάγλυφες πλάκες τοποθετημένες ανάμεσα στα τρίγλυφα των ζωφόρων. Ήταν τα πρώτα μέλη του θριγκού του ναού που δέχθηκαν διακόσμηση.

Ο Φειδίας είχε επιλέξει να «αφηγηθεί» στις μετόπες που κοσμούσαν γύρω γύρω τον Παρθενώνα (32 σε καθεμιά από τις μακριές πλευρές και 14 στις στενές) τέσσερα σπουδαία μυθολογικά θέματα. Από το σύνολο των μετοπών στην Αθήνα βρίσκονται μόνο 39, στο Βρετανικό Μουσείο στο Λονδίνο, 5 και στο Λούβρο, στο Παρίσι, μία. Οι άλλες δεν σώθηκαν.

Κάθε μια απέδιδε μια αυτοτελή σκηνή, συνήθως με δύο μορφές. Τα θέματα ήταν εμπνευσμένα από μυθικές μάχες και συμβόλιζαν τους νικηφόρους αγώνες των Αθηναίων εναντίον των Περσών. Στην ανατολική πλευρά παριστανόταν η μάχη των Ολυμπίων θεών με τους Γίγαντες που προσπαθούσαν να ανατρέψουν την τάξη του Ολύμπου (Γιγαντομαχία). Στη δυτική πλευρά εικονιζόταν ο αγώνας των νέων της Αθήνας ενάντια στις Αμαζόνες που απείλησαν την ίδια την Ακρόπολη (Αμαζονομαχία). Θέμα της νότιας πλευράς ήταν η πάλη των Θεσσαλών νέων (Λαπίθες) ενάντια στους Κενταύρους που προσπάθησαν να κλέψουν τις γυναίκες τους κατά τη διάρκεια γαμήλιας τελετής (Κενταυρομαχία). Στη βόρεια τέλος πλευρά, όπου και ο «Ευαγγελισμός», παριστανόταν η Άλωση της Τροίας (Ιλίου Πέρσις).

Οι μετόπες, όπως και η ζωφόρος και τα γλυπτά των αετωμάτων, όλα βγαλμένα από το χέρι του Φειδία και των μαθητών του, εκτίθενται στον ανώτερο όροφο του Μουσείου Ακροπόλεως. Τα αυθεντικά στοιχεία παρουσιάζονται δίπλα σε γύψινα εκμαγεία όσων έκλεψε ο λόρδος 'Ελγιν και βρίσκονται σήμερα στο Βρετανικό Μουσείο, ή όσα πήραν άλλοι και τα μετέφεραν παράνομα σε άλλα μουσεία του εξωτερικού.

Ο ανύπαρκτος κρίνος της Παναγίας


Η κατά παράδοση ''αυθεντική'' εικόνα
της παναγίας της Τήνου από το χέρι
του Ευαγ. Λουκά
που ο άγγελος κρατά τον κρίνο
!
Πως μια εικονογραφική απεικόνιση έγινε αστικός μύθος

Πολλοί πιστεύουν ότι ο Αρχάγγελος Γαβριήλ κρατούσε, κατά τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, κρίνο, τον οποίο της προσέφερε. Αυτή η λαθεμένη άποψη, που δεν έχει έρεισμα ούτε στην Κ. Διαθήκη (Λουκ. 1.26-38) ούτε στη χριστιανική γραμματεία, έχει καταστεί προ πολλού αστικός μύθος, ο οποίος αναπαράγεται, δυστυχώς, ακόμα και στα σχολεία από δασκάλους και -χειρότερα- από θεολόγους και προέρχεται από την ανάγνωση, με ανατολικά κριτήρια, της μετά την Αναγέννηση δυτικής ζωγραφικής.

Η ανατολική ορθόδοξη εικονογραφία, που ονομάζεται «βυζαντινή» (sic), ακόμα και αν αναφέρεται σε έργα σύγχρονα, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της λατρείας. Συνεπώς, επειδή, όπως αναφέρει ο Αγ. Ειρηναίος της Λυών, «Ημίν δε σύμφωνος τη γνώμη η ευχαριστία και η ευχαριστία βεβαιοί την γνώμην», και φαίνεται στην εικονογραφία με τη σειρά της, αποτελεί έκφραση της ορθόδοξης πίστης και διδασκαλίας, όπως περίτρανα διακήρυξε ο Μέγας Βασίλειος (Λόγος εις τον Άγιον Μάρτυρα Θεόδωρον, PG 31.489). Η εικόνα, επομένως, διηγείται κάθε τι μεταχειριζόμενη τις δικές της περιγραφές και ψευδείς αλληγορίες και περιγράφει τους αγγέλους ανθρωπόμορφους, επειδή ως άνθρωποι εμφανίστηκαν και συνομίλησαν με πρόσωπα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Τους εικονίζει με φτερά, για να δείξει ότι δεν είναι επίγεια, αλλά επουράνια πλάσματα. Κρατούν ραβδί, διακριτικό του αγγελιοφόρου από αρχαιοτάτων χρόνων και φέρουν φωτοστέφανο, που δηλώνει τον παρά του Θεού φωτισμό. Αλήθεια, τι χρειάζονται οι άγγελοι αφού δήθεν ο θεός είναι, πανταχού παρών και τα πάντα πληρών, και η θέλησή του, νόμος απαράβατος.

Τα ίδια χαρακτηριστικά παρατηρούμε και στον Αρχάγγελο Γαβριήλ, στην εικόνα του Ευαγγελισμού, όπου απεικονίζεται σε διπλή κίνηση: κατεβαίνει από τον ουρανό, με το ένα φτερό χαμηλωμένο και το άλλο ανασηκωμένο, και βαδίζει προς τη Θεοτόκο, με το ένα πόδι προτεταμένο και το άλλο αρκετά πίσω από το κέντρο βάρος του σώματός του. Στο αριστερό του χέρι βαστά το ραβδί (εξουσίας, επιβολή βίας) και με το δεξί ανασηκωμένο χαιρετά την Παναγία. Αντίστοιχη με την περιγραφή του Ευαγγελίου είναι και η στάση της Παναγίας. Απορεί με το παράδοξο της είδησης και συναινεί(;) στην κλήση του Θεού.


Στη δυτική παράδοση η εικονογραφία δεν συνδέθηκε με τη λατρεία, ούτε αποδέχθηκε στο σύνολό της τη θεολογία των εικόνων. Το 599 ο επίσκοπος της Μασσαλίας Σεβήρος, για πρώτη φορά στην ιστορία, προέβη σε καταστροφή των εικόνων, όπως σαφώς απαγορεύει ο νόμος του θεού στην Αγία Γραφή. Ο Πάπας Γρηγόριος ο Διάλογος τού έγραψε ότι οι εικόνες δεν πρέπει να προσκυνούνται, ούτε όμως και να καταστρέφονται, γιατί είναι διδακτικές για τους αγράμματους. Η Σύνοδος της Φρανκφούρτης (794) απέρριψε ως αιρετική τη Ζ’ Οικουμενική Σύνοδο. Έτσι, η εικονογραφία περιορίστηκε ως διακοσμητική τέχνη κυρίως και δευτερευόντως διδακτική. Η γοτθική αρχιτεκτονική της εποχής, με τα μεγάλα ανοίγματα και τις ελάχιστες και σε μεγάλο ύψος επιφάνειες, την έθεσε στο περιθώριο.

Από τον Καρλομάγνο έως τις αρχές του 14ου αι., στην εικονογράφηση των ναών η Δύση δανείζεται την τέχνη της Ανατολής απευθείας, προσκαλώντας βυζαντινούς καλλιτέχνες ή αντλώντας από τη βυζαντινή μνημειακή ζωγραφική και τα ψηφιδωτά της περιόδου. Από το β’ μισό του 13ου αιώνα αρχίζει να αποσυνδέεται από τις βυζαντινές επιδράσεις, μιμούμενη το «νεκρικό πρότυπο της φύσεως». Το έργο του Giotto αποτελεί την εμπέδωση της ρήξης με τη βυζαντινή τέχνη. Στην εικόνα του Ευαγγελισμού αναπαριστά το γεγονός με εντελώς νατουραλιστική προοπτική, παραμένοντας πιστός στη διήγηση του Ευαγγελίου. Ο Αρχάγγελος Γαβριήλ υποκλίνεται, με συμμετρικά κατεβασμένα τα φτερά και με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, χωρίς να κρατεί ραβδί ούτε κάτι άλλο.

Στην ουσία, προορισμένη στον διακοσμητικό κυρίως χαρακτήρα, αφού ακόμα και ο μεγάλος ρωμαιοκαθολικός θεολόγος Θωμάς Ακινάτης (1225-1274) δεν αναφέρει τίποτα σχετικά με την τιμή και την προσκύνηση των εικόνων, με εξαίρεση την εικόνα του Χριστού (Summa Theologica, III, q. 25).

Η δυτική εικονογραφία ενδιαφέρεται περισσότερο να συγκινήσει τους θεατές χρησιμοποιώντας την καλαισθησία και το συναίσθημα. Στο πλαίσιο αυτό, η παρουσία κάπου στην εικόνα ενός βάζου με κρίνους (που από την αρχαιότητα συμβολίζουν την αγνότητα) ή ο μετασχηματισμός της ράβδου -σύμβολο του αγγελιοφόρου- σε μίσχο που φέρει κρίνους εναλλάσσεται καθ’ όλη την περίοδο από τον 13ο αιώνα και εξής, χωρίς ιδιαίτερο λόγο και προφανώς ανάλογα από τα πρότυπα που είχε στη διάθεσή του ο κάθε καλλιτέχνης. Στη Ρώμη, π.χ., στο βυζαντινό ψηφιδωτό του Ευαγγελισμού στον ναό του Αγίου Παύλου εκτός των τειχών ο Pietro Cavallini (1259-1330) φιλοτεχνεί τον Αρχάγγελο Γαβριήλ να κρατεί ράβδο και δίπλα στον θρόνο της Παναγίας ανθοδοχείο με κρίνους. Ο Giotto (1266-1337), λίγο αργότερα, αφαιρεί το ραβδί. Ενάμιση περίπου αιώνα αργότερα, ο Melozzo da Forli (1438-1494) φιλοτεχνεί στο Πάνθεον της Ρώμης τον Γαβριήλ να κρατεί κρίνο, όπως και ο Leonardo da Vinci (1452-1519) σε εξαίσιο εξ επόψεως αισθητικής, αρχιτεκτονικής, συμμετρίας, προοπτικής και χρωμάτων πίνακά του. Ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος (1541-1614), παρόλο που δραστηριοποιείται στην Ισπανία, μετερχόμενος ιδιότυπη τεχνοτροπία, ζωγραφίζει τον Αρχάγγελο Γαβριήλ με ραβδί, διατηρώντας τη βυζαντινή παράδοση που ακολούθησε κατά την πρώτη περίοδο της καλλιτεχνικής του παραγωγής, πριν εγκαταλείψει τη γενέτειρά του Κρήτη. Τέλος, στην εικόνα του Ευαγγελισμού που ζωγράφισε το 1628 ο διάσημος Φλαμανδός ζωγράφος Peter Paul Rubens (1577-1640), ο Αρχάγγελος Γαβριήλ δεν κρατεί ραβδί ούτε κρίνο.

Η εικονογραφία στην Ελλάδα έως και τον 19ο αιώνα ακολουθεί τη εβραίο-ρωμαϊκη-βυζαντινή παράδοση. Ακόμα και οι εικόνες της λεγόμενης «λαϊκής τέχνης» αγνοούν παντελώς τον κρίνο. Στις χώρες όπως η Ρωσία που διατηρούσαν δεσμούς με τη Δύση για λόγους πολιτικούς ή θρησκευτικούς (ουνία), παρατηρούνται σποραδικά εικόνες του Ευαγγελισμού όπου ο Γαβριήλ κρατεί κρίνο αντί για ράβδο. Με την άφιξη των Βαυαρών ήλθε φυτευτή μαζί με την αρχιτεκτονική και η ζωγραφική της πατρίδας του νέου βασιλέως, παραμερίζοντας την «κακότεχνη» λαϊκή τέχνη.

Πέρασαν πάνω από εκατό χρόνια ώσπου να αρχίσει ο Κόντογλου να φωνάζει για την επιστροφή στη διαχρονική παράδοση της εικονογραφίας μας. Η εξάπλωση, ωστόσο, της δυτικότροπης θρησκευτικής ζωγραφικής, μέσω της καθιέρωσης της βαυαρικής ζωγραφικής, σε συνδυασμό με τη διάδοση της επίσης δυτικότροπης ρωσικής τεχνοτροπίας, μέσω της καλλιτεχνικής παραγωγής των εργαστηρίων του Αγίου Όρους, συνετέλεσαν στο να γεμίσουν οι ναοί και τα σπίτια, για μακρά περίοδο, από εικόνες του Ευαγγελισμού στις οποίες ο Αρχάγγελος Γαβριήλ κρατά κρίνο αντί για ράβδο. Αν προσθέσουμε τις έντυπες χάρτινες εικόνες, που έως και τη δεκαετία του 1980 προέρχονταν από δυτικά τυπογραφεία ή δανείζονταν αντίστοιχα πρότυπα (για λόγους που συνδέονται με την καθ’ ημάς αργοπορία στην υιοθέτηση των νέων μεθόδων τυπογραφίας), γίνεται αντιληπτό το μέγεθος της ακούσιας παραπληροφόρησης.

Η εξάπλωση, ωστόσο, της δυτικότροπης θρησκευτικής ζωγραφικής, μέσω της καθιέρωσης της βαυαρικής ζωγραφικής, σε συνδυασμό με τη διάδοση της επίσης δυτικότροπης ρωσικής τεχνοτροπίας, μέσω της καλλιτεχνικής παραγωγής των εργαστηρίων του Αγίου Όρους, συνετέλεσαν στο να γεμίσουν οι ναοί και τα σπίτια, για μακρά περίοδο, από εικόνες του Ευαγγελισμού στις οποίες ο Αρχάγγελος Γαβριήλ κρατά κρίνο αντί για ράβδο.

Συνηθισμένος ο Ορθόδοξος Χριστιανός στη ειδωλολατρική χρήση των εικόνων, όπου πίστη, τέχνη και λατρεία μαρτυρούν το ίδιο γεγονός, ερμήνευσε με ανατολικά κριτήρια τη δυτικότροπη ζωγραφική, με αποτέλεσμα να θεωρεί, εσφαλμένα, ότι όντως ο Αρχάγγελος Γαβριήλ προσέφερε στην Παναγία έναν κρίνο. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν αναφέρεται στα Ευαγγέλια, δεν αποτελεί πίστη της Εκκλησίας και δεν το υπαινίσσεται ούτε μία φορά κάποιος εκκλησιαστικός συγγραφέας.

Η διαιώνιση μιας αναληθούς πληροφορίας δεν εξυπηρετεί κανέναν θρησκευτικό, κοινωνικό ή εκπαιδευτικό σκοπό. Αντίθετα, σε βάθος χρόνου συνιστά τεκμήριο ψεύδους σε ό,τι και εάν πούμε ή κάνουμε. Ας μη διαδίδουμε, επομένως, αυτό το λαθεμένο παραμύθι, ειδικά στα παιδιά της προσχολικής ηλικίας ή των πρώτων τάξεων του Δημοτικού, γιατί ό,τι εντυπώνεται στις πρώτες ηλικίες θέλει πολύ κόπο να αλλάξει και επίσης διότι αργότερα, ως σκεπτόμενοι άνθρωποι, θα πέσουν σε πολλές παρανοήσεις ξεκινώντας από τέτοια αφετηρία. Αντί αυτού, όλοι μας, γονείς, δάσκαλοι, δοθείσης της ευκαιρίας, ας φροντίζουμε να αναιρούμε όλους τους θρησκευτικούς μύθους που δηλητηριάζουν τις αγνές παιδικές ψυχές.

ΔΕΣ:

O ρόλος του Κλήρου στην επανάσταση του 1821

Σε όλη τη διάρκεια της μακραίωνης δουλείας των Ελλήνων, ο ρόλος του κλήρου υπήρξε καταλυτικά αρνητικός σε κάθε ιδέα ξεσηκωμού του Γένους. Ορθόδοξος και καθολικός κλήρος, όχι απλώς συνιστούσαν υποταγή στον σουλτάνο, αλλά με κάθε τρόπο παρεμπόδιζαν κάθε ιδέα εξέγερσης.

Άλλωστε ο κλήρος απολάμβανε προνομίων και δεν είχε κανέναν λόγο να αλλάξει η κατάσταση. Δούλοι του Θεού και δούλοι του σουλτάνου έπρεπε να παραμείνουν εσαεί οι δύσμοιροι ραγιάδες. Αυτό ήταν το θέλημα του Θεού.

To είχε διακηρύξει ο πιο επίσημος θεϊκός εκπρόσωπος, ο γνήσιος ερμηνευτής της θέλησης του Θεού, ο Απόστολος Παύλος, ο επιλεγόμενος Απόστολος των Εθνών, ο πρώην Εβραίος Σαούλ, ο νεαρός Μπίν Λάντεν των Εβραίων, για τους χριστιανούς της εποχής του, στην αρχή της πολυτάραχης σταδιοδρομίας του. To ’λεγε και το ’γραψε, μήπως και το ξεχάσουν οι άνθρωποι. Tα γραπτά μένουν, scripta manent, που έλεγαν και οι Λατίνοι.

Και ήλθαν ύστερα οι διάδοχοι -δεν τους όρισε κανείς, μόνοι τους χρίστηκαν διάδοχοι— πήραν τα γραπτά του και με την κληρονομική αποστολική εξουσία, που δημιούργησαν για τον εαυτό τους, τα ενέταξαν εκεί όπου έπρεπε να τα εντάξουν, τα περιτύλιξαν με μία δήθεν θεοπνευστία και τα καθιέρωσαν πλέον ως δόγμα, αδιαφιλονίκητη εντολή και επιθυμία του Θεού. Και όποιος τυχόν δεν ήθελε να το πιστέψει, τον περίμενε η αιώνια φωτιά και η βρασμένη πίσσα στην κόλαση.

Άντε τώρα εσύ να πείσεις τους αγράμματους ραγιάδες ότι δεν είναι έτσι τα πράγματα και ότι ο Θεός δεν μπορούσε να θέλει τον άνθρωπο δούλο ούτε δικό Του, ούτε κάποιου άλλου συνανθρώπου του. Δεν ακούστηκε ποτέ, ούτε γράφτηκε πουθενά, ότι ο Αδάμ και η Εύα ήταν και πλάστηκαν δούλοι για να γίνουν τέτοιοι και οι απόγονοί τους. Τη θεωρία αυτή την κατασκεύασε ο Παύλος και τα κατάφερε μια χαρά, ώστε να καταστήσει πράγματι τον άνθρωπο δούλο, όχι μόνο του Θεού και του Ιερατείου, αλλά και κάθε ισχυρού αχρείου, αφού δίδασκε ότι, κάθε τάση για ελευθερία και ανυπακοή στην εξουσία, ήταν αντίθετη προς την εντολή του Θεού.

Αλλά ας ακούσουμε τον ίδιο τον Παύλο να μας εξηγεί τη θεωρία του: Αναφέρεται σε περισσότερες από μία επιστολές του, από αυτές που τις ακούμε (και δεν τις καταλαβαίνουμε), τακτικά στις εκκλησίες. Και μάλιστα για να μην υπάρξει καμμιά αμφιβολία και αμφισβήτηση ότι όντως ομιλεί εξ ονόματος του Θεοΰ, σε μία από αυτές το τονίζει καθαρά:

«Παύλος, απόστολος Ιησού Χριστού, κατ’ εντολήν του Θεού και του Σωτήρος μας και του Κυρίου Ιησού Χριστού, επιτάσσω: Όσοι είσιν ύπό ζυγόν δοϋλοι, τοϋς ιδίους δεσπότας πάσης τιμής άξίους ήγείσθωσαν, ινα μή τό όνομα του Θεού και ή διδασκαλία βλασφημήται».(Προς Τιμόθεον A’ κεφ. 6, στ. 1.)

Κατ’ εντολήν λοιπόν του Θεού και του Χριστού, διατάσσω: Όσοι είναι δούλοι, να εκτιμούν ιδιαίτερα τους κυρίους τους για να μη δυσφημείται το όνομα του Θεού και η διδασκαλία Του. Τώρα μαθαίνω και εγώ ότι, όταν δεν υπακούς και δεν εκτιμάς το βάρβαρο αφεντικό σου, διαπράττεις δυσφήμηση του Θεού και της διδασκαλίας του.

Ευτυχώς το ιερατείο δεν έχει θεσμοθετήσει ακόμη τις βρισιές και τις κατάρες κατά των πάσης φύσεως τυράννων, πέρα από την περιύβριση της αρχής, και ως συκοφαντική δυσφήμηση του Θεού και του Ευαγγελίου Του!

«Πάσα ψυχή έξουσίάις ΰπερεχοΰσαις ΰποτασσέσθω. Ού γάρ έστιν έξουσία εΙ μή ύπό Θεοΰ, αί δέ ούσαι έξουσίαι ύπό τοΰ Θεοΰ τεταγμέναι είσίν, ώστε ό αντιτασσόμενος τή έξουσία τή τοΰ Θεοϋ διαταγή άνθέστηκε. Oi δέ άνθεστηκότες έαυτοις κρίμα λήψονται. Θέλεις δέ μή φοβεΐσθαι τήν έξουσίαν; τό άγαθόν ποίει, κα’ι έξεις έπαινον έξ αύτής. Θεοΰ γάρ διάκονός έστί σοι είς τό άγαθόν. Έάν δέ τό κακόν ποιής φοβοϋ. Οΰ γάρ είκή τήν μάχαιραν φορεΙ’ Θεοϋ γάρ διάκονος έστιν είς όργήν εκδικος τφ το κακόν πράσσοντι. Διό άνάγκη ΰποτάσσεσθαι ού μόνον διά τήν όργήν, άλλά κάι διά τήν συνείδησιν».(Προς Ρωμαίους, Κεφ.13. 1-5.)

Κάθε άνθρωπος πρέπει να υποτάσσεται στις ανώτερες αρχές, διότι δεν υπάρχει καμιά εξουσία, χωρίς τη θέληση του Θεού, οι εξουσίες δε που υπάρχουν, έχουν ορισθεί από τον Θεό, εις τρόπον ώστε, εκείνος που αμφισβητεί την εξουσία, αντιτάσσεται στη διαταγή του Θεού. Όσοι δε, δεν υπακούουν θα τιμωρηθούν. Θέλεις να μη φοβάσαι την εξουσία; Κάνε το καλό και θα επαινεθείς από αυτήν, διότι η εξουσία είναι υπηρέτης του Θεού και αποβλέπει στο καλό σου. Εάν όμως πράξεις το κακό, τότε να φοβάσαι, διότι δεν είναι έτσι άσκοπα ζωσμένη με το μαχαίρι, έτοιμη να εκδικηθεί εκείνον που κάνει το κακό. Επομένως πρέπει να υποτάσσεστε, όχι μόνον για να αποφύγετε την οργή, αλλά και δια λόγους συνειδήσεως…!»

Ωραίος ο Παύλος. Όλα μέλι γάλα, αρκεί να μην βγάζεις γλώσσα στην εξουσία και να κάνεις ό,τι σου λέει, αφού υπάρχει και λειτουργεί ως όργανο του Θεού και θέλει πάντα το καλό σου. Κάτσε λοιπόν φρόνιμα, γιατί δεν είναι μόνο που θα πας στην κόλαση, αλλά θα δοκιμάσεις πρώτα και το μαχαίρι της στον λαιμό σου. Μπράβο ρε, Παύλο. Αλλά αφού έτσι πρέπει να είναι τα πράγματα, θεϊκά δοσμένα, γιατί μωρέ κατηγορείτε και μας λέτε άλλα στο σχολείο και άλλα στην κοινωνία, ότι ο Χίτλερ, ο Στάλιν, ο Πινοσέτ και τόσοι πολλοί άλλοι, για να περιορισθώ μόνο στη νεότερη εποχή, ήσαν δικτάτορες, αιμοσταγείς δολοφόνοι, χασάπηδες, θηρία, ανθρωπόμορφα κτήνη; Αυτοί δεν είχαν ορισθεί από τον Θεό και δεν ήσαν όργανά του και ο Θεός δεν τους είχε εφοδιάσει με το μαχαίρι τους; Εάν αυτό είναι το θέλημα του Θεοΰ, γιατί επιτρέπει τις επαναστάσεις, την αντίσταση κατά της τυραννίας και τους ξεσηκωμοΰς για την ελευθερία; Av έτσι έχουν τα πράγματα, έπρεπε όλοι να έχουμε συμμορφωθεί στις εντολές του Παύλου ασυζητητί και να προσκυνάμε, ιδιαίτερα εμείς οι Έλληνες, ακόμη τον σουλτάνο, που θα μας επέτρεπε να ζούμε υπό την Προστασία Του και τη Σκέπη του Μωάμεθ! Ή μήπως Παύλο, ο Αλλάχ δεν είναι Θεός; Τώρα, βέβαια, μού γεννήθηκε μία απορία: Ti θα γίνει από εδώ και πέρα με τους νεωτερισμούς, να διαβάζονται στην εκκλησία τα ευαγγέλια, και οι απόστολοι στην καθομιλούμενη γλώσσα; Πώς θα δικαιολογούν πλέον τις παραπάνω περίεργες φιλομοναρχικές θεωρίες του Παύλου, που φρόντισε να τις εξοπλίσει με θεϊκό κύρος;

Και πού να ακούσει το εκκλησίασμα, τί γράφει ο Παύλος για τις γυναίκες. Φοβάμαι ότι θα ξεσηκωθούν και οι πέτρες εναντίον του! Αλλά αυτό είναι άλλου παπά ευαγγέλιο. Νομίζω ότι ήταν καλύτερα τα πράγματα, ως είχαν. Oi νεωτερισμοί είναι κακό πράγμα. Ξυπνούν τον κόσμο και αρχίζει να ρωτάει. Πώς, γιατί, και τέτοια. Ενώ με την καθιερωμένη μιξοβάρβαρη γλώσσα των Αποστόλων, είναι ζήτημα αν ένας στους χίλιους καταλάβαινε τί θέλει να πει ο Παύλος και οι άλλοι. Δεν ήταν ηλίθιοι αυτοί που διατήρησαν “την παράδοση”,αφού ήξεραν καλά ότι το δυσνόητο είναι και ακατανόητο, και το ακατανόητο δεν δημιουργεί ερωτηματικά, ενώ τα ερωτηματικά δημιουργούν απορίες και οι απορίες αμφισβητήσεις. Γι’ αυτό σου λέω, πίστευε και μη ερεύνα!

Ειναι πικρή αλήθεια ότι μετά τη βιαίη επιβολή του χριστιανισμού, ο κόσμος σκοτείνιασε, το αρχαίο ελληνικό πνεύμα σίγησε, το πλήθος των ελεύθερων ανθρώπων μεταβλήθηκε σε ποίμνιο και η ζωή έγινε κολαστήριο. Παντού ενοχές, φωτιές, σκοτάδι πυκνό. Ακολούθησαν αιώνες σκοτεινοί, εγκληματικοί, βάρβαροι, με τους Κωσταντίνους, τους Κωνστάντιους, του Θεοδόσιους, τους Ιουστινιανούς και τα τόσα άλλα αστοιχείωτα ανδράποδα δεκανέων, υποδεκανέων, χιλιάρχων και υποχιλιάρχων, που δεν άφησαν τίποτε όρθιο, από τη μέχρι τότε πρόοδο του ανθρωπίνου γένους. H Ελλάδα είχε την ατυχία να υποστεί πρώτη τον εκβαρβαρισμό της νέας τάξης πραγμάτων και μετά την κατάργηση των Ολυμπιακών Αγώνων και το κλείσιμο των Φιλοσοφικών Σχολών, παραδόθηκε αμαχητί στο μεσαιωνικό Ιερατείο, που από τότε και στο εξής, δυστυχώς και μέχρι σήμερα, θα αποφάσιζε όχι μόνο το τί θα τρώει και τί θα πίνει και πώς θα ντύνεται, ο ονομαζόμενος πλέον, όχι ελεύθερος άνθρωπος, αλλά πιστός ή αμνός, αλλά και τί θα διαβάζει και τί θα σπουδάζει και τί θα διδάσκει.

H γνώση και η διδασκαλία πέρασε στην απόλυτη δικαιοδοσία, από τους φιλοσόφους και τους ποιητές στους άξεστους καλόγηρους και στους υποκριτές! Έτσι καθιερώθηκε ελέω Ιερατείου και κοσμικής εξουσίας να κάνει κουμάντο, σε ό,τι αφορά την παιδεία, η εκάστοτε ηγεσία της Εκκλησίας. Είμαστε η μοναδική χώρα στον κόσμο που διατηρούμε σήμερα κοινό Υπουργείο Θρησκείας και Παιδείας, όπου το είδος και το εύρος της εθνικής παιδείας, καθορίζει, όχι η Πολιτεία, αλλά η Εκκλησία. H διαπίστωση αυτή, κάνει τον κύριο εκφραστή, του λεγόμενου ελληνοχριστιανικού πολιτισμού, συντηρητικό, δεξιό ιστορικό Παπαρρηγόπουλο, να διαμαρτύρεται από τον περασμένο ήδη αιώνα για την κατάσταση αυτή του εκκλησιασικού κατεστημένου και να γράφει σε ιδιαίτερο κεφάλαιο με τον τίτλο: Ή Έκκλησία ήμέλησε τόν έξελληγισμό τών άλλογλώσσων,

«Τό καθ’ ήμάς ήθέλομεν άνεχθή άπαντα τά λοιπά αύτοΰ άμαρτήματα,τήν θυσίαν τών προνομίων, τόν έξευτελισμόν, τήν φιλοχρηματίαν, έάν έφρόντιζε νά ύπηρετήση τό μέγιστο τών συμφερόντων εκείνων τοΰ Έλληνισμού, αφού ειχε πρός τοΰτο δύναμιν και καιρόν».

Αποκαλυπτικός, όμως, για την παρεχόμενη εκπαίδευση στο ελληνικό κράτος, στο τέλος του 19ου αιώνα, είναι ο ιστορικός Π. Σ. Φωτιάδης, που γράφει:

«…σήμερον έξερχόμενοι τών σοφών γυμνασίων μας οί πλείστοι ούτε τοΰς προγόνους συγγραφείς έννοοΰμεν ούτε, ώφέλειάν τινα ήθικήν έξ αύτών συνεπαγόμεθα ούτε ισως ορθογραφίαν γιγνώσκομεν, χωρ’ις νά προσθέσωμεν ότι πάντες άνεξαιρέτως άγνοοΰμεν τά στοιχειωδέστατα τής βοτανικής, τής χημείας, τής ζωγραφικής και τών λοιπών έκείνων γνώσεων, αίτινες σήμερον θεωροϋνται καί είσΐ πράγματι τό άναποσπαστον έφόδιον παντός τά έγκΰκλια πεπαιδευμένου άνθρώπου».

H κατάσταση αυτή οφείλεται στην εξάρτηση της εκπαίδευσης από την Εκκλησία, η οποία το μόνο που θα ήθελε να γνωρίζει ο χριστιανός είναι απλή ανάγνωση και γραφή για να μπορεί να διαβάζει τη Βίβλο και τους Ψαλμούς! Όλες οι υπόλοιπες γνώσεις οδηγούν, κατά την Εκκλησία, στην αθεΐα. Γι’ αυτό και για να μας προφυλάξει από την πλάνη, έχει αναλάβει εργολαβικά, από της συστάσεως του ελληνικού κράτους, διά του περιβόητου Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων την παιδεία των ελληνοπαίδων.

Καλύτερη απόδειξη για τον αρνητικό ρόλο της Εκκλησίας στην παιδεία των υπόδουλων Ελλήνων και τη συνεργασία τους με τον κατακτητή δεν έχουμε, παρά τα ίδια τα λόγια του πρωτεργάτη του Ξεσηκωμού του Γένους Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, που γνώριζε καλά από πρώτο χέρι και έζησε τα γεγονότα. Σε ομιλία του προς τους φοιτητές στην Αθήνα, στις 8 Οκτωβρίου το 1838, τοποθέτησε τα πράγματα έτσι όπως έπρεπε. Καυτηρίασε τη στάση του κλήρου -δηλαδή των αρχιερέων- γιατί οι απλοί παπάδες, όντες παντελώς αγράμματοι, ήσαν άβουλα ενεργούμενά τους -για την εχθρική τους στάση κατά των ελληνικών γραμμάτων ειδικώς και της προόδου γενικότερα, και αναγνώρισε τη σπουδαία συμβολή των Ελλήνων και των ξένων διανοουμένων του εξωτερικού και των οπαδών του Διαφωτισμού στην επανάσταση και στην αναγέννηση της Ελλάδας. Είπε ο Κολοκοτρώνης τότε:

«Σάν ειδε τούτο διόρισε έναν Βιτσερέ -έναν Πατριάρχην- και του έδωκε τήν έξουσίαν τής ’Εκκλησίας. Αύτός και ό λοιπός κλήρος έκαμαν ό,τι τοϋς έλεγεν ό Σουλτάνος. ‘Ύστερον έγιναν οί Κοτσαμπαοήδες είς όλα τά μέρη. Ή τρίτη τάξις καί, οί προκομμένοι τό καλύτερο μέρος τών πολιτών, μή ύποφέροντες τόν ζυγόν έφευγαν, κάι οί γραμματισμένοι έπήραν και έφυγαν άπό τήν Έλλάδα, τήν πατρίδα των, και έτσι έμεινε ο λαός, όστις στερημένος άπό τά μέσα τής προκοπής έκατήντησεν είς άθλίαν καταστάσιν και αύτή αύξαινε κάθε ήμέρα χειρότερα, διότι άν εύρίσκετο μεταξύ του λαού κανείς με όλίγην μαθήσιν, τόν έλάμβανε ό κλήρος, όστις έχαιρε προνόμια, ή εσύρετο άπό τόν έμπορον τής Εύρώπης ώς βοηθός του, ή έγίνετο γραμματικός τοϋ προεστοϋ. Και μερικοί, μήν ύποφέροντες τήν τυραννίαν τοΰ Τοΰρκου κα’ι βλέποντες τες δόξες αύτές και τες ηδονές, όπου άπελάμβαναν αύτοί, άφηναν τήν πίστην τους κάί έγένοντο μουλσουμάνοι. Κάί τοιουτοτρόπως κάθε ήμέραν ό λαός έλίγνευε κάί έπτώχαινε».( Θ. Κολοκοτρώνη, Διήγησις συμβάντων της Ελληνικής Φυλής, Αθήναι 1846, σ. 283.)

Στη συνέχεια της ομιλίας του ξεκαθάρισε ότι οι ραγιάδες συνειδητοποίησαν την ελληνική τους καταγωγή και αποφάσισαν να ξεσηκωθοΰν, όταν για πρώτη φορά πληροφορήθηκαν το παρελθόν τους, μέσα απο τα έργα των αρχαίων Ελλήνων, τα οποία μέχρι τότε ήταν άγνωστα, εξαιτίας της καταδίκης τους και της απαγορεΰσεώς τους από την Εκκλησία. Oi Έλληνες και ξένοι διανοούμενοι που μετέφρασαν την αρχαία ελληνική γραμματεία και αποκάλυψαν τη σοφία της στους λαούς της Ευρώπης, βοήθησαν με τον τρόπο αυτό να αναπτυχθεί ένα μεγάλο κίνημα συμπαράστασης και υποστήριξης του Ελληνικού Αγώνα για την απελευθέρωση της Ελλάδας από τον τουρκικό ζυγό.

«Είς αύτήν τήν δυστυχισμένην καταστάσιν μερικοι άπό τοΰς φυγάδες γραμματισμένους έμετάφραζαν και έστελναν είς τήν Έλλάδα βιβλία -και είς αύτοΰς πρέπει να χρωστοΰμε εύγνωμοσΰνην-, διότι εύθΰς όπου κανένας άνθρωπος άπό τόν άπλό λαό έμάνθανεν τά κοινά γράμματα, έδιάβαζεν αΰτά τά βιβλία, και έβλεπε ποίους εΐχαμε προγόνους καί τί έκαμεν ό Θεμιστοκλής, ο Αριστείδης και οί άλλοι παλαιοι μας, και έβλέπαμε και είς ποίαν κατάστασιν εύρισκόμεθα τότε. Όθεν μας ήλθεν είς τόν νοΰν νά τοΰς μιμηθοϋμε κα’ι νά γίνωμε εύτυχέστεροι».(Τερτσέτης, Άπαντα, εκδ. Βαλέτα, τ. Γ’, σ. 254.)

«H βυζαντινή ιστορία», γράφει ο Ιάκωβος-Ρίζος Νερουλός, αναφερόμενος στα έργα του κλήρου,

«ειναι άλληλένδετος σχεδόν, και μακροτάτη σειρά πράξεων μικρών και αισχρών βιαιοτήτων τοΰ είς τοΰ είς τό Βυζάντιον μετεμφυτευθέντος Τωμαϊκοϋ Κράτους. Ειναι στηλογραφία έπονείδιστος τής έσχάτης άθλιότητος και έξουθενώσεως τών Έλλήνων», ενώ ο ιστορικός K. Κοΰμας προσδιορίζοντας τον ρόλο του πατριάρχη, αποφαίνεται ότι« οΰτος δε άνελάμβανε δΰο τά πρώτιστα καθήκοντα: Να έπαγρυπνή είς τοΰς χριστιανοΰς νά διατηρώσιν άπαρασάλευτον τήν θρησκείαν των, και μετά τοΰτο, άκλόνητον ύπακοήν είς τήν εξουσίαν».

O πατριάρχης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν ήταν μόνο απλά πνευματικός ηγέτης των χριστιανών, αλλά ταυτόχρονα και πολιτικός. O Άγγλος ιστορικός Ουϊλιαμ Μίλλερ το ξεκαθαρίζει ρητά: «…έν τή οθωμανική αύτοκρατορία οί έπίσκοποι ειναι συνήθως πρώτον μέν πολιτευταί, έπειτα δέ πνευματικόι άρχηγοί…», ενώ ο δικός μας ιστορικός Δημ. Φωτιάδης γράφει ότι «H πολυπόθυτη λευτεριά άργησε πάρα πολΰ να έλθη, γιατί το πατριαρχικο-φαναριώτικο κράτος κατέπνιγε κάθε ελευθερωτική πνοή με αφορισμοΰς, αρές, κατάρες και διαβρώσεις μέσω πολυπληθών ρασοφόρων του, και ιδιαίτερα των αργόσχολων καλογέρων του, εκτός από το “σφάξε με, αγά μου, για ν’ αγιάσω”.

O Πατριάρχης πάλι, όχι μόνο δεν είχε μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία, αλλά δεν ήθελε καν να ακούσει την λέξη “επανάσταση”.

«Πατριάρχης έταΐρος, ό έστι συνωμότης κατά τής τοΰρκικης εξουσίας, δέν ήτο, κα’ι όχι μόνον ουδόλως ένθάρρυνε τήν έλληνικήν έθνεγερσίαν, άλλά πάντοτε έπέτρεπε τοΰς πρός οΰς διελέγετο φιλεπαναστάτας, θεωρών έθνοφθόρον τό τοιοΰτον τόλμημα».

H εξουσία του κλήρου, μετά την επανάσταση είχε σχεδόν εκμηδενισθεί. Και αυτό εξαιτίας της συνεργασίας του με τους Τούρκους. Oi κοτζαμπάσηδες και ο κλήρος σύρθηκαν υποχρεωτικά με το μέρος των επαναστατών, γιατί είχε γίνει φανερό πια ότι οι Τούρκοι είχαν αποφασίσει την εξόντωσή τους. H προσχώρηση των κοτζαμπάσηδων και του ανώτερου κλήρου στην Επανάσταση δεν ήταν αυθόρμητη. Ήταν κατάσταση ανάγκης για όλους αυτούς. Ήταν ζήτημα ζωής ή θανάτου.

«H σκανδαλώδης σε ανηθικότητα διαγωγή του κλήρου τον είχε αποξενώσει από το ποίμνιο, ενώ οι ανελεύθερες ιδέες του, η εχθρότητά που έδειξε αρχικά εναντίον του επαναστατικού κινήματος, προκάλεσαν την καταφρόνηση του καλύτερα πληροφορημένου τμήματος του έθνους».

Φυσικά ο Millingen αναφέρεται στον ανώτερο κλήρο. O ανώτερος κλήρος αποτελούσε μία αριστοκρατική ομάδα που επέβαλε ζυγό στον τράχηλο των Ελλήνων, καταπιεστικό όσο σχεδόν και του πασά. Για να εξασφαλίσει ο επίσκοπος την προστασία των τουρκικών αρχών πρόσφερε δώρα κάθε χρόνο με δαπάνες φυσικά του ποιμνίου του και εξαγοράζοντας σιωπηρά την ατιμωρησία, μπορούσε να ικανοποιεί ανενόχλητα τις αρπακτικές του επιθυμίες ή αν είχε μεγάλες φιλοδοξίες να συσσωρεύει πλούτη που θα του χάριζαν μια πλουσιότερη επισκοπή, ακόμη καιτο πατριαρχικό αξίωμα, το οποίο έπαιρνε ο μεγαλύτερος πλειοδότης.

Γιατί οι “κοσμοπαπάδες”, όπως αποκαλεί τους λαϊκούς παπάδες των χωριών, ζούσαν και αυτοί τη μίζερη ζωή των συγχωριανών τους. Για να επιβιώσουν δούλευαν χειρωνακτικά, όπως ακριβώς και οι υπόλοιποι πολίτες. «H φτώχια, η εξαθλίωση και η αμάθειά τους δεν επέτρεπαν την ελάχιστη επιρροή πάνω στον λαό. Έτσι γίνονταν παθητικά όργανα στα χέρια του ανώτερου κλήρου. Αντίθετα οι ιεράρχες ζούσαν σαν μεγιστάνες. Στις δημόσιες εμφανίσεις τους, η συνοδεία τους ήταν ελάχιστα κατώτερη από την κουστωδία του πασά. H διαγωγή τους και η διαγωγή των μοναχών γενικά ήταν πολύ ανήθικη. Και για να μην αναφέρω άλλους, ο Αρχιεπίσκοπος Άρτας και ο Παπαφλέσσας, καθώς και ο επίσκοπος Μεθώνης και Κορώνης βαρύνονται με κατάφωρα εγκλήματα».

Τις κατηγορίες αυτές υιοθετεί και η Ελληνική Νομαρχία:

« Ή μέν Σΰνοδος, δπου έξοδεΰει διά νά κάμη τόν πατριάρχην οπως θέλει, λαμβάνει εύθύς άπό τόν ίδιον τά δσα έξώδευσεν, όμοίως κα’ι ό πατριάρχης τά ξαναλαμβάνει άπό τους άρχιεπισκόπους, διπλά και τρίδιπλα. Άλλά αύτοί, άφοϋ λάβουν μέρος άπό τους επισκόπους, τά λοιπά πρέπει νά τά έβγάλουν άπό τους χριστιανούς κα’ι είς αύτό μιμοϋνται τοΰς Όθωμανικοΰς διοικητάς τής άρχιεπισκοπής των, άπό τοΰς όποίους είς άλλα δέν διαφέρουσι είμή δτι οί άρχιεπίσκοποι πληρώνουν αΰτοΰς [τοΰς Τοΰρκους] κα’ι αΰτο’ι τοΰς δίδουν τήν άδεια να κλέψωσι δσα ήμποροΰσι. Ό χώρος τών επισκόπων άκολουθεΐ μετά τοΰς άρχιεπισκόπους. Αΰτοϊ πάλι ειναι λΰκοι, χειρότεροι άπό τοΰς πρώτους, έπειδή κυριεΰουσι τοΰς χωρικοΰς κα’ι ίδιώτας. Ανεκδιήγητα ειναι τά άνομήματά τους κα’ι ή σκληρότης των διαπερνά κατά πολλά έκείνην τής ίδίας παρδάλεως».

Και συνεχίζει η Ελληνική Νομαρχία:

«Πώς ζώσιν αυτοί οι άρχιεπίσκοποι είς τάς μητροπόλεις των κα’ι όποΐαι είσίν αί άρεται των; Τρώγωσι κα’ι πίνωσι ώς χοΐροι. Κοιμώνται δεκατέσσαρας ώρας τήν νΰκτα κα’ι δΰο ώρας τήν ήμέρα μετά τό μεσημέρι, λειτουργοϋσι δυο φοράς τόν χρόνον κα’ι όταν δεν τρώγωσι, δεν πίνωσι, δεν κοιμώνται, τότε κατεργάζονται τά πλέον άναίσχυντα κάί ουτιδανά έργα όποϋ τινάς ήμπορεΐ νά στοχασθή. Ό Άρτης, ό Γρεβενών κα’ι ό Ίωαννίνων ειναι οί πρώτοι προδόται τοϋ τυράννου, καθώς όλοι τό γνωρίζουσι. Ό ΰστερος άπό αΰτοΰς ίκέτευσεν τόν τΰραννον και έκοΰρευσε τόν έγγονά του ώς να τοϋ έγίνετο νουνός. Ό Άρτης ήπάτησεν κα’ι έπρόδωσεν τοΰς ήρωας Σουλιώτας. Ειναι δέ κα’ι οί τρεΐς άσελγεΙς, άσωτοι είς άκρον, μοιχοί, πόρνοι, κα’ι άρσενοκοϊται φανεροί. Κα’ι ούτως είς τον βόρβορον τής άμαρτίας κα’ι εις τήν ίδίαν άκρασίαν θησαυρίζουσι χρήματα κα’ι οί αναστεναγμοί τοϋ λαοΰ ειναι πρός αύτοϋς τόσοι ζέφυρες».

Και παρακάτω:

«Δεν ειναι κρύφον, άλλ’ όλοι τό ήξεύρουν ότι είς τά Ίωάννινα οί πνευματικο’ι άναφέρουσι κάθε ύπόθεσιν όποϋ άκούουσιν άπό τοϋς χριστιανοϋς είς τόν άρχιερέα κα’ι αύτός εύθϋς κάμνει ένα κατάλογόν με προσθήκην κα’ι τόν προσφέρει τοϋ τυράννου, είς τρόπον όπου ή έξομολόγησις ειναι τήν σήμερον έν μέσον προδοσίας».

O Αρχιεπίσκοπος Άρτας Πορφύριος, που αναφέρεται παραπάνω, στην εποχή της Επανάστασης πήρε το μέρος του Μαυροκορδάτου και βυσσοδομούσε σε βάρος του Κολοκοτρώνη και των άλλων οπλαρχηγών. Σε μία συνάντηση που είχε με τον Κολοκοτρώνη, φαίνεται να τον απείλησε, στηριζόμενος στις πλάτες του φίλου του Μαυροκορδάτου, για να πάρει την απάντηση από το λιοντάρι του Μοριά:

«Μη μου βροντάς εμένα το πόδι παπά, γιατί βροντώ το σπαθί και σου παίρνω το κεφάλι».

Επίσης σύμφωνα με την μαρτυρία του Βλαχογιάννη, που την αναφέρει ο ιστορικός της επανάστασης Κασομούλης, διάβασε συγχωρητική ευχή στους τάφους των δολοφόνων του Καποδίστρια.

O Γάλλος περιηγητής Bartholdy, επισημαίνει τον ιδίαιτερα αρνητικό ρόλο των μοναστηριών και του μοναχικού βίου στην εξέλιξη του νέου ελληνισμού.

«Αυτοί οι καλόγεροι καλλιεργούν κάθε δεισιδαιμονία, επιτρέπουν κάθε δολιότητα, καταδιώκουν τους φωτισμένους ανθρώπους. Όσες φορές βρέθηκα πλάι σε καλόγερους διαπίστωσα, με ελάχιστες εξαιρέσεις, πως είναι ιδιοτελείς, φιλοχρήματοι, μοχθηροί, απελέκητοι και απίθανα ρυπαροί. Είναι βδέλλες που απομυζούν το αίμα του λαού και βρίσκουν πάντοτε τον τρόπο να αρπάζουν για λογαριασμό τους το καλύτερο».

O ίδιος επισκέπτεται μοναστήρι της Χίου και βρίσκει τα βιβλία στην αποθήκη ανάμεσα σε λάδια, τυριά και άλλα τρόφιμα, πνιγμένα στη σκόνη. Στο μοναστήρι του Αγίου Ιακώβου στην Πάτμο, ρώτησε τον ηγούμενο αν υπήρχαν στη μονή χειρόγραφα και πήρε την εξής απάντηση:

«Θεός φυλάξοι! Εμείς είμαστε ορθόδοξοι και όσα έγραψαν αυτοί οι Ελληνοβριοί, όλο αιρετικά πράγματα, τα κάψαμε».

O κλήρος είχε εντελώς εξαχρειωθεί. Στα Γιάννενα ήταν όργανο του πασά. O Αλής χρησιμοποιούσε τους δεσποτάδες για να ελέγχει καλύτερα τους υπηκόους του. «Κι έτσι οι Έλληνες ήταν διπλά υποδουλωμένοι, διπλά καταπιεσμένοι και ηθικά εξουθενωμένοι».

Αναρίθμητα τα χρονικά και αμέτρητες οι μαρτυρίες για τη στάση του κλήρου. Εχθρικός σε κάθε προοδευτικό δάσκαλο, εχθρικός του διαφωτισμού και της αναγέννησης. Oi δάσκαλοι που επιχειρούσαν να φωτίσουν το Γένος, να μεταλαμπαδεύσουν τις νέες ανθρωπιστικές και δημοκρατικές ιδέες της Ευρώπης στην Ελλάδα, αντιμετώπιζαν λυσσαλέο διωγμό από την ηγεσία της Εκκλησίας. «Κάθε προοδευτική, νεωτεριστική, εθνοπαιδευτική προσπάθεια, η εισαγωγή εκσυχρονισμένων συστημάτων και η διδασκαλία των επιστημών χαρακτηρίζονταν από τους φωτοσβέστες ανώτερους κληρικούς και τα όργανά τους επιβουλή του Σατανά, της αθεϊας παρακίνηση…» αφού «Οί Νεύτωνες και οί Καρτέσιοι κα’ι τά τρίγωνα κα’ι αί φυσικαί έπιστήμαι και τά τοιοϋτα έφεραν άδιαφορίαν πρός τά θεια».

Στα Γιάννενα εμπόδια για τη λειτουργία των σχολείων παρενέβαλλε η Εκκλησία και όχι ο Αλή Πασάς. H διδασκαλία του Βολταίρου προκαλούσε υστερία. Tov σπουδαίο δάσκαλο της σχολής Ιωαννίνων Ψαλλίδα, έσωσε από τον αφορισμό και την κατηγορία για αθεΐα και τον προστάτευσε ο ίδιος ο Αλή πασάς. Δεν συνέβη, όμως, το ίδιο και για τον νεωτεριστή και φωτισμένο δάσκαλο Γεώργιο Σουγδουρή που πρωτοδίδαξε στα Γιάννενα, Φυσική και Φιλοσοφία, τον οποίο αφόρισε ο μητροπολίτης Κλήμης. O περίφημος Μεθόδιος Ανθρακίτης, ο πρώτος που δίδαξε συστηματικά Γεωμετρία, Άλγεβρα και Τριγωνομετρία στην Ελλάδα, χαρακτηρίστηκε, εξ αυτού του λόγου άθεος, καθαιρέθηκε -ήταν ιεροκήρυκας- και η διδασκαλία του αφορίστηκε από τον πατριάρχη Ιερεμία Γ. O άλλος γίγαντας των ελληνικών γραμμάτων κληρικός Ευγένιος Βούλγαρις που δίδασκε Φυσική και έκανε πειράματα, κατηγορήθηκε για αθεΐα και υποχρεώθηκε να ανακαλέσει.

O μεγάλος Γάλλος φιλόσοφος και συγγραφέας Βολταίρος ήταν το κόκκινο πανί για την Εκκλησία, εξ αιτίας της διδασκαλίας του, ότι για να γίνει ο άνθρωπος ευτυχισμένος έπρεπε να απαλλαγεί από τα δεσμά της θρησκείας, πηγής κάθε φανατισμού, από τη μεταφυσική θεώρηση των πραγμάτων, πηγής επίσης δυστυχίας για τον άνθρωπο, από τα δόγματα, την κληρικοκρατία, τους λειτουργούς κάθε θρησκείας και τις λειτουργίες της και να αμφισβητήσει τα πολιτικά καθεστώτα. Αυτόν λοιπόν τον καταξιωμένο παγκόσμια φιλόσοφο, έρχεται να τον αντικρούσει, ποιός νομίζετε; O Κύπριος… γίγαντας του πνεύματος καλόγερος Σέργιος!

Ακούστε με ποιον τρόπο και με ποια επιχειρήματα αντικρούει τον Βολταίρο: «Είναι αμαθής ιστορικός, συγκεχυμένος λογοποιός, αδιανόητος διαλεκτικός, χυδαιότατος φρονηματίας, ασυλλόγιστος γεωγράφος, χρονολογικός ταραξίας, αναιδέστατος ψεύτης, αδιάκριτος κριτικός, ακατάστατος συγγραφεύς, ασυνετος, φλύαρος, ψευδώνυμος φιλόσοφος, αηδέστατος κωμωδός και βδελυρός αδολέσχης, πάντολμος τολμητίας, κακεντρεχέστατος άθεος, και των ασεβών απάντων εξωλέστατος, του σύμπαντος χρόνου αφρονέστατον έκτρωμα, καιτης εσχάτης απονοίας αντάρτης του Θεού και των αγίων γραφών».

Τώρα μάλιστα. Έτσι μπράβο Σέργιε. Tov ξέσκισες τον Βολταίρο. Από βρισιές σκίζεις. Δεν έχεις το ταίρι σου. Βρισιές και κατάρες. H ειδικότητα του κλήρου. To 1819 ο πατριάρχης Γρηγόριος ο E’ με εγκύκλιό του στρέφεται ανοικτά κατά της διδασκαλίας των Θετικών Επιστημών και της Φιλοσοφίας και το μόνο που δέχεται είναι η γνώση μίας στείρας γραμματικής και των απλών πράξεων της αριθμητικής.

Ιδού η εγκύκλιος: «Έπιπολάζει ενιαχού μιά καταφρόνησις περι τά Γραμματικά μαθήματα και διόλου παράβλεψις περι τάς Λογικάς και ‘Ρητορικάς τέχνας, και περι αύτήν έπι πάση τήν διδασκαλίαν τής ύψηλοτάτης Θεολογίας, προερχομένη έκ τής ολοτελούς άφοσιώσεως μαθητών όμου και διδασκάλων είς μόνα τά μαθηματικά κα’ι τάς έπιστήμας, και άδιαφορία είς τάς παραδεδομένας νηστείας, προκΰπτουσα έκ τινών διεφθαρμένων άνδραρίων, τά όποΐα καθώς τά ζιζάνια μεταξύ τοΰ καθαροΰ σίτου, ούτω κα’ι αύτά μεταξΰ τών πεπαιδευμένων τοΰ Γένους άνεφύησαν, πλανώμενα ΰφ’ αύτών κα’ι πλανώντα τοΰς άφελεστέρους κα’ι άπεριφράκτους τήν διάνοιαν».

H τοποθέτηση αυτή του πατριάρχη κάνει τον Κοραή να δηλώσει ότι: «Περισσότερον ήθελε ώφελήσει τό Γένος σήμερον όστις καίει, παρά όστις γράφει Γραμματικάς».

ΔΕΣ:


Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821

Ο αφορισμός της Επανάστασης του 1821 από την Εκκλησία

ΤΑ ΟΡΛΩΦΙΚΑ (Η ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ)

Η ΤΣΑΡΙΚΗ ΡΩΣΙΑ ΚΑΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821

Η ΦΙΛΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ

Φιλέλληνες – Τα φιλελληνικά κομιτάτα της Αμερικής

Η ΠΡΟΚΗΡΥΞΗ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΥΨΗΛΑΝΤΗ (24 / 02 / 1821)

ΚΙΤΣΟΣ ΤΖΑΒΕΛΑΣ

ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ Ο ΤΕΠΕΛΕΝΛΗΣ 1744 - 1822

Η ΜΑΧΗ ΣΤΟ ΧΑΝΙ ΤΗΣ ΓΡΑΒΙΑΣ (8 Μαϊου 1821)

Η ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΚΑΙ Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΤΡΙΠΟΛΙΤΣΑΣ (23 Σεπτεμβρίου 1821)

Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗ ΝΑΟΥΣΑ ΤΟ 1822 ΚΑΙ ΤΟ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ ΤΗΣ ΗΡΩΙΚΗΣ ΠΟΛΗΣ

Η ΜΑΧΗ ΣΤΟ ΜΑΝΙΑΚΙ (20 Μαΐου 1825)

Η ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΤΗΣ ΑΚΡΟΠΟΛΗΣ (1826 - 1827)

Η ΝΑΥΠΛΙΑΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟ 1862 ή ΝΑΥΠΛΙΑΚΑ

Η ΛΕΗΛΑΣΙΑ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821

Η ΠΕΙΡΑΤΕΙΑ ΣΤΟ ΑΙΓΑΙΟ ΤΟ ΜΕΣΑΙΩΝΑ ΕΩΣ ΤΟ 1821

Η ΠΕΙΡΑΤΕΙΑ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΤΟ 1821 ΚΑΙ Η ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ: Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ ΚΑΤΑ ΤΟ (1821 - 1831)

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ: Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ ΕΠΙ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΤΟΥ ΟΘΩΝΑ (1833 - 1863)

Η ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ ΣΤΗ ΠΝΥΚΑ

ΟΙ ΕΛΛΗΝΙΚΟΙ ΕΜΦΥΛΙΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ (1823 - 1825)

Η ΔΙΚΗ ΤΩΝ ΣΤΡΑΤΗΓΩΝ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ ΚΑΙ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΠΛΑΠΟΥΤΑ

ΤΟ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ (1830 - 1832)

ΠΑΝΘΕΟΝ ΗΡΩΩΝ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ 1821

ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΟΣ ΤΗΣ 25ης ΜΑΡΤΙΟΥ 1821