Ο Αριστοτέλης, αφού κατέδειξε ότι η ευτυχία είναι ενέργεια της ψυχής προς την κατεύθυνση της αρετής, προκειμένου να συνεχίσει τη διερεύνηση του τελικού ορισμού της ευτυχίας επανέρχεται στο ζήτημα της διαίρεσης της ψυχής. Έχει ήδη ξεκαθαρίσει από τα «Ηθικά Νικομάχεια» ότι η ψυχή χωρίζεται σε δύο μέρη το άλογον και το λόγον έχον μέρος: «ένα μέρος της ψυχής είναι το δίχως λόγον, ενώ το άλλο είναι αυτό που έχει λόγον». (1102a 13.32-33)
Όμως, το άλογον μέρος της ψυχής έχει τη δική του υποδιαίρεση, καθώς χωρίζεται στο φυτικόν ή θρεπτικόν και το επιθυμητικόν: «Ένα μέρος από το άλογο μέρος της ψυχής είναι κοινό σε όλους τους ζωντανούς οργανισμούς: είναι το φυτικό μέρος της, αυτό που κάνει όλους αυτούς τους ζωντανούς οργανισμούς να τρέφονται και να μεγαλώνουν· είναι, πράγματι, εκείνη η δύναμη της ψυχής που πρέπει, σκέφτομαι, να τη δεχτεί κανείς για όλους τους τρεφόμενους οργανισμούς, για τα έμβρυα, αλλά επίσης και για τους ολοκληρωμένους οργανισμούς – δεν είναι αυτό πιο λογικό παρά να δεχτούμε γι’ αυτούς τους τελευταίους μια διαφορετική δύναμη;» (1102a 13.38-40 και 1102b 13.1-3).
Αντίθετα με το φυτικόν ή θρεπτικόν τμήμα του αλόγου μέρους της ψυχής, το οποίο αφορά μόνο την αύξηση και την αναπαραγωγή των οργανισμών παραπέμποντας στο ενστικτώδες, το επιθυμητικόν εμπεριέχει τη λογική και είναι το λόγον-άλογον μέρος της ψυχής, που όμως συμπεριλαμβάνεται (μαζί το θρεπτικόν) στο άλογον μέρος της ψυχής: «Φαίνεται όμως ότι στην ψυχή υπάρχει και άλλο ένα άλογο μέρος, που όμως μετέχει κατά κάποιον τρόπο στο λόγο. Έτσι, όταν μιλούμε για εγκρατή και μη εγκρατή άνθρωπο, ο έπαινός μας είναι για το λόγο και για το μέρος της ψυχής που έχει αυτόν το λόγο, αφού αυτός είναι που παρακινεί και προτρέπει στο καλύτερο» (1102b 13.15-19).
Το τελικό συμπέρασμα είναι ξεκάθαρο: «Έγινε λοιπόν φανερό ότι το άλογο μέρος είναι διπλό· το φυτικό (θρεπτικό) μέρος δε μετέχει καθόλου στο λόγο, ενώ το επιθυμητικό μέρος (με γενικότερη ονομασία το ορεκτικό μέρος της ψυχής) μετέχει κατά κάποιον τρόπο στο λόγο, στο βαθμό που υπακούει και πειθαρχεί σε αυτόν» (1102b 13.33-36).
Από κει και πέρα το καθαρά λόγον έχον μέρος της ψυχής έχει να κάνει με τις διανοητικές αρετές, δηλαδή τις γνώσεις και την καλλιέργεια του πνεύματος πάνω στα ζητήματα των επιστημών και της φιλοσοφίας. Η διαίρεση αυτή επαναλαμβάνεται και στα «Ηθικά Μεγάλα» χωρίς την ελάχιστη απόκλιση: «Η ψυχή, λοιπόν –όπως λέμε– έχει διαιρεθεί σε δύο μέρη: στο μέρος που έχει λογική και στο μέρος που είναι άλογο. Στο μέρος που έχει λογική, ασφαλώς, ενυπάρχουν η φρόνηση, η εξυπνάδα, η σοφία, η ευμάθεια, η μνήμη κι όλα τα παρόμοια· ενώ στο άλογο μέρος της ψυχής» (εδώ εννοεί το επιθυμητικό) «ενυπάρχουν τούτες οι επονομαζόμενες αρετές, η σωφροσύνη, η δικαιοσύνη, η ανδρεία, και όλες όσες γίνεται αποδεκτό ότι ανήκουν στο ήθος και επαινούνται» (1185b 5.1).
Είναι φανερό ότι οι ηθικές αρετές «σωφροσύνη, δικαιοσύνη, ανδρεία» συγκαταλέγονται στο επιθυμητικό τμήμα του αλόγου μέρους της ψυχής ως παράγοντες που διαμορφώνουν κυρίως το χαρακτήρα του ανθρώπου. Οι διανοητικές αρετές είναι σπουδαίες κι αξίζει να τις αναπτύξει κανείς, αλλά δεν μπορούν να αποδοθούν ως ηθικοί χαρακτηρισμοί.
Με άλλα λόγια, ο ενάρετος άνθρωπος έχει καλλιεργήσει πρωτίστως το επιθυμητικό μέρος της ψυχής κι όχι το λόγον έχον. Το ότι εκείνος που ανέπτυξε τη διανοητική αρετή έχει ένα προβάδισμα και στην ηθική διαμόρφωση (ο Αριστοτέλης το αποδέχεται αυτό) δεν αποτελεί αλάνθαστο εχέγγυο ηθικής υπεροχής. Το προβάδισμα δεν είναι απόδειξη. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις επιστημόνων ή φιλοσόφων που στη ζωή τους απεδείχθησαν αμοραλιστές, καιροσκόποι ή και ανέντιμοι, δηλαδή άνθρωποι που δεν κατάφεραν να δαμάσουν τα πάθη τους.
Από αυτή την άποψη, ο Αριστοτέλης επαινεί κυρίως τις ηθικές παρά τις διανοητικές αρετές, καθώς οι ηθικές (δηλαδή οι σχετιζόμενες με το επιθυμητικό μέρος της ψυχής) θα παίξουν τον καθοριστικότερο ρόλο στη διάπλαση του χαρακτήρα, δηλαδή στην εξισορρόπηση της ψυχής που θα οδηγήσει στην ευτυχία: «Οπωσδήποτε, για τούτες τις αρετές» (εννοείται του επιθυμητικού μέρους της ψυχής) «θεωρούμαστε αξιέπαινοι, ενώ για τις αρετές του λογικού μέρους της ψυχής κανείς δε χαρακτηρίζεται αξιέπαινος· κανείς δεν επαινείται επειδή είναι σοφός ούτε επειδή έχει φρόνηση ούτε επαινείται κανείς για οποιαδήποτε από αυτές και τις παρόμοιές τους» (1185b 5.2).
Η άποψη ότι η σοφία και η φρόνηση δεν αποτελούν αξιέπαινες αρετές προκαλεί έκπληξη κι έρχεται σε πλήρη αντίθεση με όσα υποστήριξε στο τέλος του πρώτου βιβλίου των «Ηθικών Νικομαχείων»: «Μιλώντας, πράγματι, για το χαρακτήρα ενός ανθρώπου δε λέμε ότι είναι σοφός ή ότι έχει γρήγορη αντίληψη, αλλά ότι είναι πράος ή σώφρων. Επαινούμε, πάντως, και τον σοφό για την ψυχική ιδιότητα που έχει. Τις άξιες επαίνου έξεις τις λέμε αρετές» (1103a 13.8-11).
Υποθέτουμε ότι, όταν ο Αριστοτέλης στα «Ηθικά Μεγάλα» γράφει πως «κανείς δεν επαινείται επειδή είναι σοφός ούτε επειδή έχει φρόνηση», εννοεί ότι δεν επαινείται σε σχέση με την ηθική αρετή. Αναφέρεται, δηλαδή, στο συγκεκριμένο πλαίσιο της ηθικής υπόστασης της αρετής κι όχι στην ευρύτερη έννοιά της, όπως το θέτει στα «Ηθικά Νικομάχεια». Θα ήταν παράλογο να δεχτούμε ότι για τον Αριστοτέλη δεν έχει καμία αξία η φρόνηση ή η σοφία. Κάτι τέτοιο (επί της ουσίας) θα ισοδυναμούσε με την άρνηση του έργου του.
Το βέβαιο είναι ότι δεν επαινείται κανείς και για το άλογο κομμάτι της ψυχής που αφορά στο θρεπτικό του μέρος: «Και για το άλογο, βέβαια, μέρος της ψυχής επίσης κανείς δεν επαινείται, παρά μόνο στο βαθμό που αυτό έχει την ιδιότητα να υπηρετεί το λογικό μέρος της ψυχής και στο βαθμό που όντως το κάνει» (1185b 5.2).
Το θρεπτικό τμήμα του αλόγου μέρους της ψυχής είναι αδύνατο να συμπεριληφθεί στους παράγοντες της ευτυχίας, καθώς δεν έχει τη δυνατότητα να δράσει ενεργητικά: «αν το θρεπτικόν έχει τη δική του αρετή, δε θα υπάρχει ενεργητική πραγμάτωση αυτής της αρετής. Οτιδήποτε στερείται ορμής, στερείται και ενεργητικής πραγμάτωσης· και στο μέρος τούτο της ψυχής δε φαίνεται να υπάρχει ορμή, αλλά το θρεπτικόν μοιάζει όμοιο με τη φωτιά. Διότι και η φωτιά ό,τι κι αν της δώσεις θα το καταφάει, αλλά κι άμα δεν της δώσεις τίποτα, δεν έχει ορμή για να το βρει. Έτσι και το θρεπτικόν: αν του δώσεις τροφή, επιτελεί τη λειτουργία της θρέψης, αλλά άμα δεν του δώσεις τροφή, δεν έχει ορμή για να επιτελέσει αυτή τη λειτουργία. Αυτός είναι ο λόγος που οτιδήποτε στερείται ορμής, στερείται κι ενεργητικής πραγμάτωσης. Συμπέρασμα: κατά κανένα τρόπο το θρεπτικόν δε συμβάλλει στο στόχο της ευτυχίας» (1185a 4.9).
Με δεδομένο ότι η ευτυχία έχει να κάνει με την ενέργεια της ψυχής που θα φτάσει στην κατάλληλη ισορροπία τροχίζοντας όλα τα πάθη, το θρεπτικόν στερούμενο αυτής της δυνατότητας δε συγκαταλέγεται στους διαμορφωτές της ευτυχίας. Η έννοια της ορμής καταδεικνύει την ενεργητική διάθεση της ψυχής που οφείλει να συνδράμει προς την κατεύθυνση της ευδαιμονίας.
Όμως, η απόρριψη του θρεπτικού στην κατάκτηση της ευτυχίας δεν πρέπει να εκληφθεί ως περιφρόνηση (πολύ περισσότερο ακύρωση) των αναγκών του. Το θρεπτικό, ως αναπόσπαστο μέρος της ψυχής που ταυτίζεται με το ενστικτώδες της επιβίωσης οφείλει πριν από όλα να έχει αυτά που χρειάζεται. Ο άνθρωπος που δεν τρέφεται είναι αδύνατο να ευτυχήσει. Η ψυχή, ως αναπόσπαστη ενότητα με το σώμα, έχει και υλική βάση, που, αν δεν εκπληρωθεί, είναι αδύνατο να γίνει λόγος για οτιδήποτε. Το ζην μπορεί να μην είναι αρκετό για την ευτυχία, αλλά χωρίς αυτό είναι αδύνατο να γίνει λόγος για ευ ζην.
Η αριστοτελική εκδοχή του χωρίς ορμή θρεπτικού φαίνεται δυσερμήνευτη, αν αναλογιστεί κανείς ότι ο άνθρωπος που πεινά είναι έτοιμος να κάνει τα πάντα. Η ορμή που μπορεί να διοχετεύσει το ανικανοποίητο θρεπτικόν είναι τόσο δυνατή, όσο και η δύναμη του ενστίκτου για ζωή.
Από αυτή την άποψη μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο Αριστοτέλης αρνείται την ορμή στο θρεπτικόν όχι για να καταδείξει την παθητικότητα του ανθρώπου μπροστά στην πείνα ή οτιδήποτε καταπιέζει τα ένστικτά του, αλλά για να καταστήσει σαφές ότι η εκπλήρωση αυτών είναι αδύνατο να ταυτιστεί με την ευτυχία. Η ενέργεια της ψυχής έχει να κάνει με την κατάκτηση της ηθικής αρετής που θα χαλιναγωγήσει τα πάθη κι όχι με την επιβίωση. Η επιβίωση αποτελεί την απαραίτητη προϋπόθεση για να ξεκινήσει η αναζήτηση της ευτυχίας. Αν δεν υπάρχει το ζην κάθε έννοια αρετής ματαιώνεται.
Με βάση αυτά γίνεται αντιληπτή η άποψη: «… η ενεργητική πραγμάτωση της αρετής είναι η ευτυχία» (1185a 4.10). Η έννοια της αρετής έχει ξεκάθαρα ηθικό περιεχόμενο και γι’ αυτό το θρεπτικόν δεν μπορεί να έχει καμία θέση σε αυτού του είδους την «πραγμάτωσή» της. Γιατί η επιβίωση δεν έχει καμία σχέση με την ηθική αρετή. Μην ξεχνάμε ότι το θρεπτικόν αφορά όλα τα έμβια όντα, ενώ η ηθική αρετή αποκλειστικά τον άνθρωπο.
Από κει και πέρα, όλα καθορίζονται από τη μεσότητα που θα περιορίσει την υπερβολή και την έλλειψη σε όλες τις συμπεριφορές: «Η ηθική αρετή φθείρεται και αναιρείται από την έλλειψη και την υπερβολή. Και το ότι η έλλειψη και η υπερβολή φθείρουν και αναιρούν μπορεί να το δει κανείς στα αισθητά πράγματα (οφείλουμε να παίρνουμε τα φανερά ως μαρτυρία για τα αφανή), και μάλιστα αυτό είναι προφανές στην περίπτωση της γυμναστικής· η υπερβολική γυμναστική μειώνει την ισχύ· το ίδιο συμβαίνει και με την ελάχιστη γυμναστική. Άλλο παράδειγμα όμοιο: τα ποτά και οι τροφές· με το υπερβολικό ποτό ή φαγητό σίγουρα φθείρεται η υγεία, και με το ελάχιστο συμβαίνει το ίδιο, ενώ με τη μετρημένη διατροφή προστατεύεται η ισχύς και η υγεία» (1185b 5.3).
Ο μεγάλος δάσκαλος του μέτρου για μια ακόμη φορά καταδεικνύει τη σημασία της μεσότητας σε όλες τις ανθρώπινες δραστηριότητες. Με γνώμονα την εμπειρία συμπεραίνει ότι όπως στα φανερά ζητήματα η υπερβολή και η έλλειψη φθείρουν το σωστό, έτσι και στα θεωρητικά («αφανή») συμβαίνει το ίδιο: «Κάτι αντίστοιχο με αυτά συμβαίνει και την περίπτωση της σωφροσύνης και της ανδρείας και των υπολοίπων αρετών. Έστω ότι κάποιος είναι τόσο άφοβος, που δε φοβάται ούτε τους θεούς· αυτός πια δεν είναι ανδρείος αλλά μαινόμενος. Αντίστροφα, έστω ότι κάποιος φοβάται τα πάντα· αυτός είναι δειλός» (1185b 5.4).
Με άλλα λόγια, ανδρείος δεν είναι αυτός που δε νιώθει φόβο ποτέ, αφού κάτι τέτοιο αποτελεί ξεκάθαρη υπερβολή. Ανδρείος είναι αυτός που θα νιώσει φόβο τη στιγμή που πρέπει, με τα πράγματα που πρέπει, για το λόγο που πρέπει και με τον τρόπο που πρέπει – όπως έχει καταδειχθεί από τα «Ηθικά Νικομάχεια». Η έννοια του άφοβου απορρίπτεται ως στρέβλωση που επιφέρει η υπερβολή: «Ανδρείος, συνεπώς, δεν είναι ούτε αυτός που φοβάται τα πάντα ούτε αυτός που δε φοβάται τίποτα. Άρα τα ίδια πράγματα ενισχύουν ή φθείρουν την αρετή» (1185b 5.4-5.5).
Η αρετή όμως (πέρα από τη μεσότητα) έχει να κάνει και με τα συναισθήματα, δηλαδή με την ευχαρίστηση ή τη δυσαρέσκεια που νιώθει κάποιος κάνοντας μια πράξη. Ο άνθρωπος δεν έχει άλλη επιλογή από το να κάνει αυτό που τον ευχαριστεί, κι αυτός είναι ο λόγος που πρέπει να βρίσκει ευχαρίστηση από τα πράγματα που το αξίζουν. Η ευχαρίστηση των ανάξιων πραγμάτων θα φέρει και τις ανάξιες πράξεις: «… η ηδονή είναι η αιτία που πράττουμε κάτι κακό, ενώ η λύπη είναι η αιτία που απέχουμε από κάτι καλό· και γενικώς είναι αδύνατη οποιαδήποτε αναφορά στην αρετή και την κακία χωρίς συσχέτιση με τη λύπη και την ηδονή. Άρα η αρετή έχει να κάνει με τις διάφορες μορφές ηδονής και λύπης» (1185b 6.1)
Από το δεύτερο βιβλίο των «Ηθικών Νικομαχείων» ο Αριστοτέλης έχει ξεκαθαρίσει ότι δε φτάνει απλώς να κάνει κανείς το καλό, πρέπει να χαίρεται κιόλας γι’ αυτό. Η χαρά αποτελεί το εχέγγυο της επανάληψης της πράξης, καθώς ο άνθρωπος είναι από τη φύση του πλασμένος να κάνει αυτά που τον ευχαριστούν. Αν η πράξη δε συνοδεύεται από το αντίστοιχο συναίσθημα της χαράς (πολύ περισσότερο αν προξενεί λύπη) δεν είναι βέβαιο ότι θα επαναληφθεί.
Κι εδώ βρίσκεται ο ρόλος του εθισμού, καθώς ο άνθρωπος από την πιο μικρή ηλικία πρέπει να εθιστεί να κάνει το καλό εισπράττοντας χαρά. Ο εθισμός (έξις) θα επιφέρει τα μόνιμα στοιχεία του χαρακτήρα, αφού αυτά που συνηθίζει κάποιος να κάνει από την παιδική του ηλικία διαπλάθουν εν τέλει την προσωπικότητά του. Ο άνθρωπος χαρακτηρίζεται από τις πράξεις του· αυτά που κάνει, αυτά είναι. Κι εφόσον οι πράξεις καθορίζονται από τα συναισθήματα της χαράς και της λύπης, αυτό που μένει είναι να μάθει να εισπράττει χαρά από τα σωστά πράγματα. Μόνο έτσι θα μπορέσει να πραγματώσει την αρετή, ώστε να κατακτήσει την ευτυχία.
Με το δεδομένο αυτό γίνεται σαφές και ότι η αρετή δεν είναι εκ φύσεως: «Το γεγονός τούτο φανερώνει ότι καμία από τις αρετές του αλόγου μέρους της ψυχής» (εννοείται του αλόγου που εντάσσεται στο επιθυμητικόν, όχι του αλόγου-θρεπτικού) «δεν υπάρχει μέσα μας από τη φύση. Ο λόγος; Οτιδήποτε υπάρχει από τη φύση δεν αλλάζει με τη συνήθεια» (1186a 6.2).
Ο Αριστοτέλης θα φέρει το ίδιο παράδειγμα που είχε επικαλεστεί και στα «Ηθικά Νικομάχεια»: «η πέτρα και γενικά οτιδήποτε βαρύ: από τη φύση κινούνται προς τα κάτω· ακόμα, λοιπόν, κι αν κάποιος τα ρίχνει συνέχεια προς τα πάνω προσπαθώντας να τους προσδώσει τούτη τη συνήθεια, η πέτρα και τα βαριά ποτέ δεν πρόκειται να κινηθούν προς τα πάνω, αλλά πάντα προς τα κάτω θα πηγαίνουν. Το ίδιο και σε όλες τις ανάλογες περιπτώσεις» (1186a 6.2).
Οτιδήποτε δίνεται από τη φύση είναι άκαμπτο και δεν μπορεί να συμπεριφερθεί διαφορετικά όσο κι αν το συνηθίζει κανείς σε κάτι τέτοιο. Η ηθική αρετή, όμως, είναι κάτι που διαμορφώνεται από τον εθισμό. Επομένως δεν είναι από τη φύση. Και βέβαια, αυτό είναι απολύτως εύλογο, καθώς αν η ηθική αρετή ήταν κάτι εκ φύσεως δεδομένο, τότε δε θα χρειαζότανε η ενεργητική πραγμάτωση της ψυχής για την κατάκτηση της ευτυχίας, αφού κι αυτή θα ήταν εξίσου δεδομένη, ως απόρροια της δεδομένης αρετής. Κάτι τέτοιο όμως δεν ισχύει. Η ηθική αρετή δεν είναι από τη φύση και πρέπει ο άνθρωπος να ενεργήσει για να την αποκτήσει. Το ίδιο και η ευτυχία.
Αυτό, όμως, δε σημαίνει ότι είναι και αντίθετη από τη φύση, καθώς το παρά φύση είναι κάτι αρνητικό. Θα ήταν παράλογο να απαιτεί κανείς να εθιστεί ο άνθρωπος σε κάτι αντίθετο από τη φύση του. Η ηθική αρετή είναι σύμφυτη κι είναι στο χέρι του καθενός να την αποκτήσει ή όχι. Κι αυτό ακριβώς συμβαίνει και με την ευτυχία. Γι’ αυτό ο άνθρωπος είναι που πλάθει την ευτυχία ή τη δυστυχία του. Γιατί η φύση του έχει δώσει όλες τις δυνατότητες κι είναι πλέον δική του ευθύνη το αν θα τις πραγματώσει ή όχι.
Αριστοτέλης, Ηθικά Μεγάλα