[196] Ἔστι δὲ ταυτὶ πάντα μοι, τὰ πολλά, πρὸς ὑμᾶς, ἄνδρες δικασταί, καὶ τοὺς περιεστηκότας ἔξωθεν καὶ ἀκροωμένους, ἐπεὶ πρός γε τοῦτον τὸν κατάπτυστον βραχὺς καὶ σαφὴς ἐξήρκει λόγος. εἰ μὲν γὰρ ἦν σοὶ πρόδηλα τὰ μέλλοντ᾽, Αἰσχίνη, μόνῳ τῶν ἄλλων, ὅτ᾽ ἐβουλεύεθ᾽ ἡ πόλις περὶ τούτων, τότ᾽ ἔδει προλέγειν· εἰ δὲ μὴ προῄδεις, τῆς αὐτῆς ἀγνοίας ὑπεύθυνος εἶ τοῖς ἄλλοις, ὥστε τί μᾶλλον ἐμοῦ σὺ ταῦτα κατηγορεῖς ἢ ἐγὼ σοῦ;
[197] τοσοῦτον γὰρ ἀμείνων ἐγὼ σοῦ πολίτης γέγον᾽ εἰς αὐτὰ ταῦθ᾽ ἃ λέγω (καὶ οὔπω περὶ τῶν ἄλλων διαλέγομαι), ὅσον ἐγὼ μὲν ἔδωκ᾽ ἐμαυτὸν εἰς τὰ πᾶσι δοκοῦντα συμφέρειν, οὐδένα κίνδυνον ὀκνήσας ἴδιον οὐδ᾽ ὑπολογισάμενος, σὺ δ᾽ οὔθ᾽ ἕτερ᾽ εἶπες βελτίω τούτων (οὐ γὰρ ἂν τούτοις ἐχρῶντο), οὔτ᾽ εἰς ταῦτα χρήσιμον οὐδὲν σαυτὸν παρέσχες, ὅπερ δ᾽ ἂν ὁ φαυλότατος καὶ δυσμενέστατος ἄνθρωπος τῇ πόλει, τοῦτο πεποιηκὼς ἐπὶ τοῖς συμβᾶσιν ἐξήτασαι, καὶ ἅμ᾽ Ἀρίστρατος ἐν Νάξῳ καὶ Ἀριστόλεως ἐν Θάσῳ, οἱ καθάπαξ ἐχθροὶ τῆς πόλεως, τοὺς Ἀθηναίων κρίνουσι φίλους καὶ Ἀθήνησιν Αἰσχίνης Δημοσθένους κατηγορεῖ.
[198] καίτοι ὅτῳ τὰ τῶν Ἑλλήνων ἀτυχήματ᾽ ἐνευδοκιμεῖν ἀπέκειτο, ἀπολωλέναι μᾶλλον οὗτός ἐστι δίκαιος ἢ κατηγορεῖν ἑτέρου· καὶ ὅτῳ συνενηνόχασιν οἱ αὐτοὶ καιροὶ καὶ τοῖς τῆς πόλεως ἐχθροῖς, οὐκ ἔνι τοῦτον εὔνουν εἶναι τῇ πατρίδι. δηλοῖς δὲ καὶ ἐξ ὧν ζῇς καὶ ποιεῖς καὶ πολιτεύει καὶ πάλιν οὐ πολιτεύει. πράττεταί τι τῶν ὑμῖν δοκούντων συμφέρειν· ἄφωνος Αἰσχίνης. ἀντέκρουσέ τι καὶ γέγον᾽ οἷον οὐκ ἔδει· πάρεστιν Αἰσχίνης. ὥσπερ τὰ ῥήγματα καὶ τὰ σπάσματα, ὅταν τι κακὸν τὸ σῶμα λάβῃ, τότε κινεῖται.
[199] Ἐπειδὴ δὲ πολὺς τοῖς συμβεβηκόσιν ἔγκειται, βούλομαί τι καὶ παράδοξον εἰπεῖν. καί μου πρὸς Διὸς καὶ θεῶν μηδεὶς τὴν ὑπερβολὴν θαυμάσῃ, ἀλλὰ μετ᾽ εὐνοίας ὃ λέγω θεωρησάτω. εἰ γὰρ ἦν ἅπασι πρόδηλα τὰ μέλλοντα γενήσεσθαι καὶ προῄδεσαν πάντες καὶ σὺ προὔλεγες, Αἰσχίνη, καὶ διεμαρτύρου βοῶν καὶ κεκραγώς, ὃς οὐδ᾽ ἐφθέγξω, οὐδ᾽ οὕτως ἀποστατέον τῇ πόλει τούτων ἦν, εἴπερ ἢ δόξης ἢ προγόνων ἢ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος εἶχε λόγον.
[200] νῦν μέν γ᾽ ἀποτυχεῖν δοκεῖ τῶν πραγμάτων, ὃ πᾶσι κοινόν ἐστιν ἀνθρώποις ὅταν τῷ θεῷ ταῦτα δοκῇ· τότε δ᾽ ἀξιοῦσα προεστάναι τῶν ἄλλων, εἶτ᾽ ἀποστᾶσα τούτου Φιλίππῳ, προδεδωκέναι πάντας ἂν ἔσχεν αἰτίαν. εἰ γὰρ ταῦτα προεῖτ᾽ ἀκονιτεί, περὶ ὧν οὐδένα κίνδυνον ὅντιν᾽ οὐχ ὑπέμειναν οἱ πρόγονοι, τίς οὐχὶ κατέπτυσεν ἂν σοῦ; μὴ γὰρ τῆς πόλεώς γε, μηδ᾽ ἐμοῦ.
[201] τίσι δ᾽ ὀφθαλμοῖς πρὸς Διὸς ἑωρῶμεν ἂν τοὺς εἰς τὴν πόλιν ἀνθρώπους ἀφικνουμένους, εἰ τὰ μὲν πράγματ᾽ εἰς ὅπερ νυνὶ περιέστη, ἡγεμὼν δὲ καὶ κύριος ᾑρέθη Φίλιππος ἁπάντων, τὸν δ᾽ ὑπὲρ τοῦ μὴ γενέσθαι ταῦτ᾽ ἀγῶνα ἕτεροι χωρὶς ἡμῶν ἦσαν πεποιημένοι, καὶ ταῦτα μηδεπώποτε τῆς πόλεως ἐν τοῖς ἔμπροσθεν χρόνοις ἀσφάλειαν ἄδοξον μᾶλλον ἢ τὸν ὑπὲρ τῶν καλῶν κίνδυνον ᾑρημένης.
[202] τίς γὰρ οὐκ οἶδεν Ἑλλήνων, τίς δὲ βαρβάρων, ὅτι καὶ παρὰ Θηβαίων καὶ παρὰ τῶν ἔτι τούτων πρότερον ἰσχυρῶν γενομένων Λακεδαιμονίων καὶ παρὰ τοῦ Περσῶν βασιλέως μετὰ πολλῆς χάριτος τοῦτ᾽ ἂν ἀσμένως ἐδόθη τῇ πόλει, ὅ τι βούλεται λαβούσῃ καὶ τὰ ἑαυτῆς ἐχούσῃ τὸ κελευόμενον ποιεῖν καὶ ἐᾶν ἕτερον τῶν Ἑλλήνων προεστάναι;
[203] ἀλλ᾽ οὐκ ἦν ταῦθ᾽, ὡς ἔοικε, τοῖς Ἀθηναίοις πάτρια οὐδ᾽ ἀνεκτὰ οὐδ᾽ ἔμφυτα, οὐδ᾽ ἐδυνήθη πώποτε τὴν πόλιν οὐδεὶς ἐκ παντὸς τοῦ χρόνου πεῖσαι τοῖς ἰσχύουσι μέν, μὴ δίκαια δὲ πράττουσι προσθεμένην ἀσφαλῶς δουλεύειν, ἀλλ᾽ ἀγωνιζομένη περὶ πρωτείων καὶ τιμῆς καὶ δόξης κινδυνεύουσα πάντα τὸν αἰῶνα διατετέλεκε.
[204] καὶ ταῦθ᾽ οὕτω σεμνὰ καὶ προσήκοντα τοῖς ὑμετέροις ἤθεσιν ὑμεῖς ὑπολαμβάνετ᾽ εἶναι ὥστε καὶ τῶν προγόνων τοὺς ταῦτα πράξαντας μάλιστ᾽ ἐπαινεῖτε. εἰκότως· τίς γὰρ οὐκ ἂν ἀγάσαιτο τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων τῆς ἀρετῆς, οἳ καὶ τὴν χώραν καὶ τὴν πόλιν ἐκλιπεῖν ὑπέμειναν εἰς τὰς τριήρεις ἐμβάντες ὑπὲρ τοῦ μὴ τὸ κελευόμενον ποιῆσαι, τὸν μὲν ταῦτα συμβουλεύσαντα Θεμιστοκλέα στρατηγὸν ἑλόμενοι, τὸν δ᾽ ὑπακούειν ἀποφηνάμενον τοῖς ἐπιταττομένοις Κυρσίλον καταλιθώσαντες, οὐ μόνον αὐτόν, ἀλλὰ καὶ αἱ γυναῖκες αἱ ὑμέτεραι τὴν γυναῖκ᾽ αὐτοῦ.
[205] οὐ γὰρ ἐζήτουν οἱ τότ᾽ Ἀθηναῖοι οὔτε ῥήτορ᾽ οὔτε στρατηγὸν δι᾽ ὅτου δουλεύσουσιν εὐτυχῶς, ἀλλ᾽ οὐδὲ ζῆν ἠξίουν, εἰ μὴ μετ᾽ ἐλευθερίας ἐξέσται τοῦτο ποιεῖν. ἡγεῖτο γὰρ αὐτῶν ἕκαστος οὐχὶ τῷ πατρὶ καὶ τῇ μητρὶ μόνον γεγενῆσθαι, ἀλλὰ καὶ τῇ πατρίδι. διαφέρει δὲ τί; ὅτι ὁ μὲν τοῖς γονεῦσι μόνον γεγενῆσθαι νομίζων τὸν τῆς εἱμαρμένης καὶ τὸν αὐτόματον θάνατον περιμένει, ὁ δὲ καὶ τῇ πατρίδι, ὑπὲρ τοῦ μὴ ταύτην ἐπιδεῖν δουλεύουσαν ἀποθνῄσκειν ἐθελήσει, καὶ φοβερωτέρας ἡγήσεται τὰς ὕβρεις καὶ τὰς ἀτιμίας, ἃς ἐν δουλευούσῃ τῇ πόλει φέρειν ἀνάγκη, τοῦ θανάτου.
***
[196] Όλα αυτά τα πολλά που εξιστόρησα απευθύνονται σε σας, κύριοι δικαστές, και σε όσους στέκονται γύρω από το δικαστήριο και ακούν, γιατί προς αυτόν τουλάχιστον τον κατάπτυστο θα αρκούσαν λίγα λόγια και σταράτα. Αν λοιπόν, Αισχίνη, μόνο σε σένα από όλους τους άλλους αποκαλυπτόταν το μέλλον, έπρεπε να προειδοποιήσεις την πόλη τότε, όταν αυτήν την απασχολούσε αυτό· αν όμως δεν το προέβλεπες, είσαι και συ συνυπεύθυνος όσο και οι άλλοι για την άγνοια· συνεπώς, για ποιό λόγο δικαιούσαι εσύ περισσότερο να κατηγορείς εμένα από ό,τι εγώ εσένα;
[197] Σε ό,τι αφορά αυτά καθεαυτά τα γεγονότα που αναφέρω (για την ώρα δεν συζητώ για τα άλλα) είμαι πολύ καλύτερος πολίτης από εσένα, καθόσον αφιέρωσα τον εαυτό μου σε ενέργειες που όλοι έκριναν ότι είναι συμφέρουσες, χωρίς να δειλιάσω ούτε και να υπολογίσω κανέναν προσωπικό κίνδυνο. Εσύ όμως ούτε έκανες άλλες προτάσεις καλύτερες από αυτές (γιατί τότε, δεν θα υιοθετούσαν αυτές) ούτε στην υλοποίηση αυτών πρόσφερες τον εαυτό σου καθόλου χρήσιμο, αλλά αποδείχτηκε ότι, στα γεγονότα που συνέβησαν, έχεις κάνει ό,τι ακριβώς θα έκανε ο πιο φαύλος άνθρωπος και ο χειρότερος εχθρός της πόλης. Και την ώρα που ο Αρίστρατος στη Νάξο και ο Αριστόλαος στη Θάσο, οι δεδηλωμένοι εχθροί της πόλης, παραπέμπουν σε δίκη τους φίλους των Αθηναίων, εδώ στην Αθήνα ο Αισχίνης κατηγορεί τον Δημοσθένη.
[198] Και όμως, όποιος έχτισε πάνω στα ατυχήματα των Ελλήνων για να δοξαστεί, αυτός αξίζει μάλλον να θανατωθεί παρά να κατηγορεί άλλον· όποιον επίσης έχουν ευνοήσει οι ίδιες περιστάσεις που ευνόησαν και τους εχθρούς της πόλης, αυτός δεν μπορεί να είναι φίλος της πατρίδας. Ξεσκεπάστηκες και από τον τρόπο που ζεις και ενεργείς και από τις πράξεις σου, τόσο όταν πολιτεύεσαι όσο και όταν απέχεις από την πολιτική. Πάει να γίνει κάτι που νομίζετε ότι σας συμφέρει· άφωνος ο Αισχίνης· πήγε κάτι στραβά και δεν έγινε όπως έπρεπε· νά τος μπροστά ο Αισχίνης. Είναι όπως οι ρήξεις αγγείων και οι κακώσεις μυών και νεύρων που, όταν το σώμα πάθει κάτι κακό, τότε ενεργοποιούνται.
[199] Επειδή όμως στέκεται πολύ επίμονα στα αποτελέσματα, θέλω να σας πω κάτι παράδοξο. Αλλά, για όνομα του Δία και των θεών, ας μην το θεωρήσει κανείς υπερβολικό και ας μην εκπλαγεί, αλλά ας εξετάσει καλοπροαίρετα αυτό που λέω. Έστω λοιπόν ότι ήταν φανερά σε όλους όσα επρόκειτο να συμβούν και ότι ο καθένας τα προέβλεπε και ότι εσύ, Αισίχνη, προειδοποιούσες και διαμαρτυρόσουν με φωνές και κραυγές, εσύ που ούτε μιλιά δεν έβγαλες· ακόμη και σ᾽ αυτή την περίπτωση δεν έπρεπε η πόλη να απομακρυνθεί από τις δικές μου προτάσεις, αν βέβαια αναλογιζόταν τη δόξα, τους προγόνους ή την υστεροφημία της.
[200] Τώρα βέβαια φαίνεται ότι απέτυχε η πόλη να αντιμετωπίσει τα γεγονότα, πράγμα που είναι κοινή μοίρα όλων των ανθρώπων, όταν το αποφασίσει ο θεός. Αλλά τότε, αν η πόλη μας, που διεκδικούσε την ηγεμονία των άλλων πόλεων, εγκατέλειπε στη συνέχεια την αξίωση αυτή χάρη του Φιλίππου, θα κατηγορούνταν ότι πρόδωσε όλους τους Έλληνες. Γιατί, αν είχε αφήσει χωρίς αγώνα στην τύχη τους αυτά για τα οποία οι πρόγονοί μας υπέμειναν κάθε κίνδυνο, ποιός δεν θα σε έφτυνε κατάμουτρα, Αισχίνη;
[201] Όχι βέβαια την πόλη ούτε και εμένα. Με ποιά μάτια θα αντικρίζαμε, για όνομα του Δία, τους ανθρώπους που θα επισκέπτονταν την πόλη μας, αν τα πράγματα είχαν φτάσει στο σημείο που έφτασαν τώρα, και αν ο Φίλιππος είχε εκλεγεί ηγεμόνας και κυρίαρχος όλων των Ελλήνων, και αν άλλοι είχαν κάνει αυτόν τον αγώνα, για να μην συμβούν αυτά, χωρίς τη δική μας συμμετοχή, τη στιγμή μάλιστα που ποτέ ως τώρα η πόλη σε όλη την ιστορία της δεν προτίμησε την ασφάλεια, που θα της έφερε ντροπή, από τον κίνδυνο για τα ωραία ιδανικά.
[202] Ποιός από τους Έλληνες, ποιός από τους βαρβάρους δεν γνωρίζει ότι και οι Θηβαίοι και οι Λακεδαιμόνιοι, που είχαν την υπεροχή πριν από αυτούς, και ο Πέρσης βασιλιάς με μεγάλη ευχαρίστηση και χαρά θα έδιναν στην πόλη μας τη δυνατότητα να έπαιρνε ό,τι ήθελε και να κρατούσε τις κτήσεις της, αρκεί να εκτελούσε τις διαταγές τους και να άφηνε άλλον να έχει την ηγεμονία των Ελλήνων;
[203] Αλλά τέτοιου είδους συμβιβασμοί δεν ήταν, όπως φαίνεται, πατροπαράδοτοι για τους Αθηναίους ούτε ανεκτοί ούτε και στη φύση τους· ούτε και μπόρεσε κανείς ποτέ ως τώρα σε όλη την ιστορία της να πείσει την πόλη να συγκαταλέγεται μεταξύ των ισχυρών μεν αλλά καταπιεστών και να είναι υποχείριο άλλων, αρκεί να έχει την ασφάλειά της· αντίθετα, δεν έπαψε να αγωνίζεται συνεχώς και να διακινδυνεύει για τα πρωτεία, την τιμή και τη δόξα.
[204] Αυτά τα θεωρείτε τόσο έντιμα και ταιριαστά στα ήθη σας, ώστε επαινείτε πάρα πολύ τους προγόνους που τα τήρησαν. Πολύ φυσικό· γιατί ποιός δεν θα θαύμαζε για την αρετή τους εκείνους τους άνδρες, που έστερξαν να εγκαταλείψουν τη γη τους και την πόλη τους και να μπουν στα σκάφη, προκειμένου να μην εκτελέσουν τις διαταγές των Περσών, εκλέγοντας ναύαρχο αυτόν που τους συμβούλευσε αυτά, τον Θεμιστοκλή, και λιθοβολώντας μέχρι θανάτου τον Κυρσίλο, που τους πρότεινε να υπακούσουν στις διαταγές, και μάλιστα όχι μόνο τον ίδιο αλλά και οι γυναίκες σας τη γυναίκα του!
[205] Γιατί οι Αθηναίοι της εποχής εκείνης δεν αναζητούσανε ούτε ρήτορα ούτε στρατηγό για να τους εξασφαλίσει άνετη δουλεία, αλλά πίστευαν ότι δεν αξίζει ούτε και να ζουν, αν δεν μπορούσαν να κάνουν αυτό ελεύθεροι. Ο καθένας τους νόμιζε ότι είχε γεννηθεί όχι μόνο για χάρη του πατέρα του και της μητέρας του αλλά και για χάρη της πατρίδας του. Αλλά ποιά η διαφορά; Αυτός που πιστεύει πως έχει γεννηθεί μόνο για χάρη των γονιών του, περιμένει τον μοιραίο και φυσικό θάνατο, ενώ αυτός που πιστεύει ότι έχει γεννηθεί και για την πατρίδα θα είναι πρόθυμος να πεθάνει, προκειμένου να μην την δει σκλαβωμένη, και θα θεωρήσει τους εξευτελισμούς και τις ταπεινώσεις, που κατ᾽ ανάγκη θα υπομένει σε μια υποδουλωμένη πόλη, φοβερότερες και από τον θάνατο.
[197] τοσοῦτον γὰρ ἀμείνων ἐγὼ σοῦ πολίτης γέγον᾽ εἰς αὐτὰ ταῦθ᾽ ἃ λέγω (καὶ οὔπω περὶ τῶν ἄλλων διαλέγομαι), ὅσον ἐγὼ μὲν ἔδωκ᾽ ἐμαυτὸν εἰς τὰ πᾶσι δοκοῦντα συμφέρειν, οὐδένα κίνδυνον ὀκνήσας ἴδιον οὐδ᾽ ὑπολογισάμενος, σὺ δ᾽ οὔθ᾽ ἕτερ᾽ εἶπες βελτίω τούτων (οὐ γὰρ ἂν τούτοις ἐχρῶντο), οὔτ᾽ εἰς ταῦτα χρήσιμον οὐδὲν σαυτὸν παρέσχες, ὅπερ δ᾽ ἂν ὁ φαυλότατος καὶ δυσμενέστατος ἄνθρωπος τῇ πόλει, τοῦτο πεποιηκὼς ἐπὶ τοῖς συμβᾶσιν ἐξήτασαι, καὶ ἅμ᾽ Ἀρίστρατος ἐν Νάξῳ καὶ Ἀριστόλεως ἐν Θάσῳ, οἱ καθάπαξ ἐχθροὶ τῆς πόλεως, τοὺς Ἀθηναίων κρίνουσι φίλους καὶ Ἀθήνησιν Αἰσχίνης Δημοσθένους κατηγορεῖ.
[198] καίτοι ὅτῳ τὰ τῶν Ἑλλήνων ἀτυχήματ᾽ ἐνευδοκιμεῖν ἀπέκειτο, ἀπολωλέναι μᾶλλον οὗτός ἐστι δίκαιος ἢ κατηγορεῖν ἑτέρου· καὶ ὅτῳ συνενηνόχασιν οἱ αὐτοὶ καιροὶ καὶ τοῖς τῆς πόλεως ἐχθροῖς, οὐκ ἔνι τοῦτον εὔνουν εἶναι τῇ πατρίδι. δηλοῖς δὲ καὶ ἐξ ὧν ζῇς καὶ ποιεῖς καὶ πολιτεύει καὶ πάλιν οὐ πολιτεύει. πράττεταί τι τῶν ὑμῖν δοκούντων συμφέρειν· ἄφωνος Αἰσχίνης. ἀντέκρουσέ τι καὶ γέγον᾽ οἷον οὐκ ἔδει· πάρεστιν Αἰσχίνης. ὥσπερ τὰ ῥήγματα καὶ τὰ σπάσματα, ὅταν τι κακὸν τὸ σῶμα λάβῃ, τότε κινεῖται.
[199] Ἐπειδὴ δὲ πολὺς τοῖς συμβεβηκόσιν ἔγκειται, βούλομαί τι καὶ παράδοξον εἰπεῖν. καί μου πρὸς Διὸς καὶ θεῶν μηδεὶς τὴν ὑπερβολὴν θαυμάσῃ, ἀλλὰ μετ᾽ εὐνοίας ὃ λέγω θεωρησάτω. εἰ γὰρ ἦν ἅπασι πρόδηλα τὰ μέλλοντα γενήσεσθαι καὶ προῄδεσαν πάντες καὶ σὺ προὔλεγες, Αἰσχίνη, καὶ διεμαρτύρου βοῶν καὶ κεκραγώς, ὃς οὐδ᾽ ἐφθέγξω, οὐδ᾽ οὕτως ἀποστατέον τῇ πόλει τούτων ἦν, εἴπερ ἢ δόξης ἢ προγόνων ἢ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος εἶχε λόγον.
[200] νῦν μέν γ᾽ ἀποτυχεῖν δοκεῖ τῶν πραγμάτων, ὃ πᾶσι κοινόν ἐστιν ἀνθρώποις ὅταν τῷ θεῷ ταῦτα δοκῇ· τότε δ᾽ ἀξιοῦσα προεστάναι τῶν ἄλλων, εἶτ᾽ ἀποστᾶσα τούτου Φιλίππῳ, προδεδωκέναι πάντας ἂν ἔσχεν αἰτίαν. εἰ γὰρ ταῦτα προεῖτ᾽ ἀκονιτεί, περὶ ὧν οὐδένα κίνδυνον ὅντιν᾽ οὐχ ὑπέμειναν οἱ πρόγονοι, τίς οὐχὶ κατέπτυσεν ἂν σοῦ; μὴ γὰρ τῆς πόλεώς γε, μηδ᾽ ἐμοῦ.
[201] τίσι δ᾽ ὀφθαλμοῖς πρὸς Διὸς ἑωρῶμεν ἂν τοὺς εἰς τὴν πόλιν ἀνθρώπους ἀφικνουμένους, εἰ τὰ μὲν πράγματ᾽ εἰς ὅπερ νυνὶ περιέστη, ἡγεμὼν δὲ καὶ κύριος ᾑρέθη Φίλιππος ἁπάντων, τὸν δ᾽ ὑπὲρ τοῦ μὴ γενέσθαι ταῦτ᾽ ἀγῶνα ἕτεροι χωρὶς ἡμῶν ἦσαν πεποιημένοι, καὶ ταῦτα μηδεπώποτε τῆς πόλεως ἐν τοῖς ἔμπροσθεν χρόνοις ἀσφάλειαν ἄδοξον μᾶλλον ἢ τὸν ὑπὲρ τῶν καλῶν κίνδυνον ᾑρημένης.
[202] τίς γὰρ οὐκ οἶδεν Ἑλλήνων, τίς δὲ βαρβάρων, ὅτι καὶ παρὰ Θηβαίων καὶ παρὰ τῶν ἔτι τούτων πρότερον ἰσχυρῶν γενομένων Λακεδαιμονίων καὶ παρὰ τοῦ Περσῶν βασιλέως μετὰ πολλῆς χάριτος τοῦτ᾽ ἂν ἀσμένως ἐδόθη τῇ πόλει, ὅ τι βούλεται λαβούσῃ καὶ τὰ ἑαυτῆς ἐχούσῃ τὸ κελευόμενον ποιεῖν καὶ ἐᾶν ἕτερον τῶν Ἑλλήνων προεστάναι;
[203] ἀλλ᾽ οὐκ ἦν ταῦθ᾽, ὡς ἔοικε, τοῖς Ἀθηναίοις πάτρια οὐδ᾽ ἀνεκτὰ οὐδ᾽ ἔμφυτα, οὐδ᾽ ἐδυνήθη πώποτε τὴν πόλιν οὐδεὶς ἐκ παντὸς τοῦ χρόνου πεῖσαι τοῖς ἰσχύουσι μέν, μὴ δίκαια δὲ πράττουσι προσθεμένην ἀσφαλῶς δουλεύειν, ἀλλ᾽ ἀγωνιζομένη περὶ πρωτείων καὶ τιμῆς καὶ δόξης κινδυνεύουσα πάντα τὸν αἰῶνα διατετέλεκε.
[204] καὶ ταῦθ᾽ οὕτω σεμνὰ καὶ προσήκοντα τοῖς ὑμετέροις ἤθεσιν ὑμεῖς ὑπολαμβάνετ᾽ εἶναι ὥστε καὶ τῶν προγόνων τοὺς ταῦτα πράξαντας μάλιστ᾽ ἐπαινεῖτε. εἰκότως· τίς γὰρ οὐκ ἂν ἀγάσαιτο τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων τῆς ἀρετῆς, οἳ καὶ τὴν χώραν καὶ τὴν πόλιν ἐκλιπεῖν ὑπέμειναν εἰς τὰς τριήρεις ἐμβάντες ὑπὲρ τοῦ μὴ τὸ κελευόμενον ποιῆσαι, τὸν μὲν ταῦτα συμβουλεύσαντα Θεμιστοκλέα στρατηγὸν ἑλόμενοι, τὸν δ᾽ ὑπακούειν ἀποφηνάμενον τοῖς ἐπιταττομένοις Κυρσίλον καταλιθώσαντες, οὐ μόνον αὐτόν, ἀλλὰ καὶ αἱ γυναῖκες αἱ ὑμέτεραι τὴν γυναῖκ᾽ αὐτοῦ.
[205] οὐ γὰρ ἐζήτουν οἱ τότ᾽ Ἀθηναῖοι οὔτε ῥήτορ᾽ οὔτε στρατηγὸν δι᾽ ὅτου δουλεύσουσιν εὐτυχῶς, ἀλλ᾽ οὐδὲ ζῆν ἠξίουν, εἰ μὴ μετ᾽ ἐλευθερίας ἐξέσται τοῦτο ποιεῖν. ἡγεῖτο γὰρ αὐτῶν ἕκαστος οὐχὶ τῷ πατρὶ καὶ τῇ μητρὶ μόνον γεγενῆσθαι, ἀλλὰ καὶ τῇ πατρίδι. διαφέρει δὲ τί; ὅτι ὁ μὲν τοῖς γονεῦσι μόνον γεγενῆσθαι νομίζων τὸν τῆς εἱμαρμένης καὶ τὸν αὐτόματον θάνατον περιμένει, ὁ δὲ καὶ τῇ πατρίδι, ὑπὲρ τοῦ μὴ ταύτην ἐπιδεῖν δουλεύουσαν ἀποθνῄσκειν ἐθελήσει, καὶ φοβερωτέρας ἡγήσεται τὰς ὕβρεις καὶ τὰς ἀτιμίας, ἃς ἐν δουλευούσῃ τῇ πόλει φέρειν ἀνάγκη, τοῦ θανάτου.
***
[196] Όλα αυτά τα πολλά που εξιστόρησα απευθύνονται σε σας, κύριοι δικαστές, και σε όσους στέκονται γύρω από το δικαστήριο και ακούν, γιατί προς αυτόν τουλάχιστον τον κατάπτυστο θα αρκούσαν λίγα λόγια και σταράτα. Αν λοιπόν, Αισχίνη, μόνο σε σένα από όλους τους άλλους αποκαλυπτόταν το μέλλον, έπρεπε να προειδοποιήσεις την πόλη τότε, όταν αυτήν την απασχολούσε αυτό· αν όμως δεν το προέβλεπες, είσαι και συ συνυπεύθυνος όσο και οι άλλοι για την άγνοια· συνεπώς, για ποιό λόγο δικαιούσαι εσύ περισσότερο να κατηγορείς εμένα από ό,τι εγώ εσένα;
[197] Σε ό,τι αφορά αυτά καθεαυτά τα γεγονότα που αναφέρω (για την ώρα δεν συζητώ για τα άλλα) είμαι πολύ καλύτερος πολίτης από εσένα, καθόσον αφιέρωσα τον εαυτό μου σε ενέργειες που όλοι έκριναν ότι είναι συμφέρουσες, χωρίς να δειλιάσω ούτε και να υπολογίσω κανέναν προσωπικό κίνδυνο. Εσύ όμως ούτε έκανες άλλες προτάσεις καλύτερες από αυτές (γιατί τότε, δεν θα υιοθετούσαν αυτές) ούτε στην υλοποίηση αυτών πρόσφερες τον εαυτό σου καθόλου χρήσιμο, αλλά αποδείχτηκε ότι, στα γεγονότα που συνέβησαν, έχεις κάνει ό,τι ακριβώς θα έκανε ο πιο φαύλος άνθρωπος και ο χειρότερος εχθρός της πόλης. Και την ώρα που ο Αρίστρατος στη Νάξο και ο Αριστόλαος στη Θάσο, οι δεδηλωμένοι εχθροί της πόλης, παραπέμπουν σε δίκη τους φίλους των Αθηναίων, εδώ στην Αθήνα ο Αισχίνης κατηγορεί τον Δημοσθένη.
[198] Και όμως, όποιος έχτισε πάνω στα ατυχήματα των Ελλήνων για να δοξαστεί, αυτός αξίζει μάλλον να θανατωθεί παρά να κατηγορεί άλλον· όποιον επίσης έχουν ευνοήσει οι ίδιες περιστάσεις που ευνόησαν και τους εχθρούς της πόλης, αυτός δεν μπορεί να είναι φίλος της πατρίδας. Ξεσκεπάστηκες και από τον τρόπο που ζεις και ενεργείς και από τις πράξεις σου, τόσο όταν πολιτεύεσαι όσο και όταν απέχεις από την πολιτική. Πάει να γίνει κάτι που νομίζετε ότι σας συμφέρει· άφωνος ο Αισχίνης· πήγε κάτι στραβά και δεν έγινε όπως έπρεπε· νά τος μπροστά ο Αισχίνης. Είναι όπως οι ρήξεις αγγείων και οι κακώσεις μυών και νεύρων που, όταν το σώμα πάθει κάτι κακό, τότε ενεργοποιούνται.
[199] Επειδή όμως στέκεται πολύ επίμονα στα αποτελέσματα, θέλω να σας πω κάτι παράδοξο. Αλλά, για όνομα του Δία και των θεών, ας μην το θεωρήσει κανείς υπερβολικό και ας μην εκπλαγεί, αλλά ας εξετάσει καλοπροαίρετα αυτό που λέω. Έστω λοιπόν ότι ήταν φανερά σε όλους όσα επρόκειτο να συμβούν και ότι ο καθένας τα προέβλεπε και ότι εσύ, Αισίχνη, προειδοποιούσες και διαμαρτυρόσουν με φωνές και κραυγές, εσύ που ούτε μιλιά δεν έβγαλες· ακόμη και σ᾽ αυτή την περίπτωση δεν έπρεπε η πόλη να απομακρυνθεί από τις δικές μου προτάσεις, αν βέβαια αναλογιζόταν τη δόξα, τους προγόνους ή την υστεροφημία της.
[200] Τώρα βέβαια φαίνεται ότι απέτυχε η πόλη να αντιμετωπίσει τα γεγονότα, πράγμα που είναι κοινή μοίρα όλων των ανθρώπων, όταν το αποφασίσει ο θεός. Αλλά τότε, αν η πόλη μας, που διεκδικούσε την ηγεμονία των άλλων πόλεων, εγκατέλειπε στη συνέχεια την αξίωση αυτή χάρη του Φιλίππου, θα κατηγορούνταν ότι πρόδωσε όλους τους Έλληνες. Γιατί, αν είχε αφήσει χωρίς αγώνα στην τύχη τους αυτά για τα οποία οι πρόγονοί μας υπέμειναν κάθε κίνδυνο, ποιός δεν θα σε έφτυνε κατάμουτρα, Αισχίνη;
[201] Όχι βέβαια την πόλη ούτε και εμένα. Με ποιά μάτια θα αντικρίζαμε, για όνομα του Δία, τους ανθρώπους που θα επισκέπτονταν την πόλη μας, αν τα πράγματα είχαν φτάσει στο σημείο που έφτασαν τώρα, και αν ο Φίλιππος είχε εκλεγεί ηγεμόνας και κυρίαρχος όλων των Ελλήνων, και αν άλλοι είχαν κάνει αυτόν τον αγώνα, για να μην συμβούν αυτά, χωρίς τη δική μας συμμετοχή, τη στιγμή μάλιστα που ποτέ ως τώρα η πόλη σε όλη την ιστορία της δεν προτίμησε την ασφάλεια, που θα της έφερε ντροπή, από τον κίνδυνο για τα ωραία ιδανικά.
[202] Ποιός από τους Έλληνες, ποιός από τους βαρβάρους δεν γνωρίζει ότι και οι Θηβαίοι και οι Λακεδαιμόνιοι, που είχαν την υπεροχή πριν από αυτούς, και ο Πέρσης βασιλιάς με μεγάλη ευχαρίστηση και χαρά θα έδιναν στην πόλη μας τη δυνατότητα να έπαιρνε ό,τι ήθελε και να κρατούσε τις κτήσεις της, αρκεί να εκτελούσε τις διαταγές τους και να άφηνε άλλον να έχει την ηγεμονία των Ελλήνων;
[203] Αλλά τέτοιου είδους συμβιβασμοί δεν ήταν, όπως φαίνεται, πατροπαράδοτοι για τους Αθηναίους ούτε ανεκτοί ούτε και στη φύση τους· ούτε και μπόρεσε κανείς ποτέ ως τώρα σε όλη την ιστορία της να πείσει την πόλη να συγκαταλέγεται μεταξύ των ισχυρών μεν αλλά καταπιεστών και να είναι υποχείριο άλλων, αρκεί να έχει την ασφάλειά της· αντίθετα, δεν έπαψε να αγωνίζεται συνεχώς και να διακινδυνεύει για τα πρωτεία, την τιμή και τη δόξα.
[204] Αυτά τα θεωρείτε τόσο έντιμα και ταιριαστά στα ήθη σας, ώστε επαινείτε πάρα πολύ τους προγόνους που τα τήρησαν. Πολύ φυσικό· γιατί ποιός δεν θα θαύμαζε για την αρετή τους εκείνους τους άνδρες, που έστερξαν να εγκαταλείψουν τη γη τους και την πόλη τους και να μπουν στα σκάφη, προκειμένου να μην εκτελέσουν τις διαταγές των Περσών, εκλέγοντας ναύαρχο αυτόν που τους συμβούλευσε αυτά, τον Θεμιστοκλή, και λιθοβολώντας μέχρι θανάτου τον Κυρσίλο, που τους πρότεινε να υπακούσουν στις διαταγές, και μάλιστα όχι μόνο τον ίδιο αλλά και οι γυναίκες σας τη γυναίκα του!
[205] Γιατί οι Αθηναίοι της εποχής εκείνης δεν αναζητούσανε ούτε ρήτορα ούτε στρατηγό για να τους εξασφαλίσει άνετη δουλεία, αλλά πίστευαν ότι δεν αξίζει ούτε και να ζουν, αν δεν μπορούσαν να κάνουν αυτό ελεύθεροι. Ο καθένας τους νόμιζε ότι είχε γεννηθεί όχι μόνο για χάρη του πατέρα του και της μητέρας του αλλά και για χάρη της πατρίδας του. Αλλά ποιά η διαφορά; Αυτός που πιστεύει πως έχει γεννηθεί μόνο για χάρη των γονιών του, περιμένει τον μοιραίο και φυσικό θάνατο, ενώ αυτός που πιστεύει ότι έχει γεννηθεί και για την πατρίδα θα είναι πρόθυμος να πεθάνει, προκειμένου να μην την δει σκλαβωμένη, και θα θεωρήσει τους εξευτελισμούς και τις ταπεινώσεις, που κατ᾽ ανάγκη θα υπομένει σε μια υποδουλωμένη πόλη, φοβερότερες και από τον θάνατο.