ΑΙΩΝΙΟ ΤΩΡΑ, ΣΥΜΠΤΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΙΚΟΤΗΤΑ
“Τίποτα δεν γεννιέται και τίποτα δεν πεθαίνει. Τίποτα δεν έγινε μέσα στο χρόνο ούτε θα γίνει στο μέλλον… Όλα τα όντα είναι αόρατα πριν γεννηθούν και μετά το θάνατο γίνονται και πάλι αόρατα. Είναι θεατά ανάμεσα σε δύο αθέατα. Γιατί σε πικραίνει αυτή η αλήθεια, ο Αρτζούνα;”
Μπαγκαβάτ Γκίτα
Ο Κρόνος ήταν ο έβδομος και ο μικρότερος από τους Τιτάνες, γιους του Ουρανού και της Γαίας. Σύμφωνα με τον Ησίοδο, ο Κρόνος (ο πατέρας Χρόνος) κατά τη διάρκεια της μάχης για την απελευθέρωση των Κυκλώπων, ευνούχισε με το δρεπάνι τον πατέρα του Ουρανό κι έτσι απέκτησε την εξουσία στην Ελλάδα. Όμως ο φοβερός Κρόνος (Χρόνος) ήταν φοβισμένος από την προφητεία που έλεγε ότι θα χάσει την εξουσία νικημένος από τον γιο του και γι’ αυτό το λόγο έτρωγε τα παιδιά του. Μόνον ο Δίας σώθηκε και τελικά νίκησε το Κρόνο με ένα χτύπημα κεραυνού. Το κατάφερε βέβαια αυτό έχοντας στο πλευρό του τους αδελφούς του, τον Ποσειδώνα, το θεό της Θάλασσας, και τον Πλούτωνα, θεό του Κάτω Κόσμου…
Ο χρόνος ήταν ένα απόβλητο της αιωνιότητας που δημιουργήθηκε με την πρώτη κίνηση της ίδιας δημιουργίας του σύμπαντος. Κρύβοντας μέσα του το σπόρο και την ανυπομονησία της δημιουργίας, έμοιαζε σαν να μην άντεχε αυτήν την αιώνια και μακάρια ακίνητη στιγμή της αιωνιότητας. Για τους Ιθαγενείς της Αυστραλίας ο χρόνος δεν υπάρχει και η κάθε μέρα βιώνεται ως ανάμνηση της πρώτης μέρας της δημιουργίας. Γι’ αυτούς υπάρχει ο
ονειρόχρονος, όπου ο κόσμος παρουσιάζεται ως ενότητα και όλα τα πλάσματα, από τα άστρα ως τους ανθρώπους και τα έντομα, μοιράζονται την βαθιά επίγνώση της πρωτογενούς δημιουργικής δύναμης.
Συνήθως το ζήτημα του χρόνου τίθεται ως ένα από τα βασικά προβλήματα της ανθρώπινης ύπαρξης. Θα έλεγα ότι ο χρόνος δεν είναι απλά ένα πρόβλημα, αλλά ένα ερώτημα και ίσως το πιο σπουδαίο ερώτημα που έχει βρεθεί ποτέ μπροστά μας, στο μονοπάτι της ζωής μας. Όταν μιλάμε για ένα πρόβλημα εννοούμε κάτι που μπορούμε να αντιμετωπίσουμε, που θα μας αναγκάσει να δράσουμε για να αλλάξουμε τα δεδομένα και τελικά να λύσουμε το πρόβλημα. Ωστόσο στο πρόβλημα του χρόνου, όσο κι αν προσπαθούμε, δεν μπορούμε να βρούμε μία ορθολογική λύση, χρησιμοποιώντας τη λογική μας, όπως κάνουμε για να λύσουμε ένα μαθηματικό πρόβλημα. Εδώ υποψιαζόμαστε πως το ζήτημα του χρόνου συνδέεται άμεσα με το μεγάλο ζήτημα του Εαυτού.
Για να λύσουμε το πρόβλημα του χρόνου πρέπει να ασχοληθούμε μαζί του πολύ πιο βαθιά, να το αισθανθούμε «με τη καρδιά μας», ολοκληρωτικά, διεισδύοντας μέσα στο ασυνείδητο μας. Βαθιά μέσα στον εαυτό μας, εκεί που βρίσκονται έμφυτες όλες οι απαντήσεις πάνω στο ερώτημα: τι είναι ο χρόνος; Πόσο αντικειμενικός και πόσο σχετικός είναι από την γωνία του παρατηρητή;
Δεν είναι καθόλου τυχαίο που οι δυο από τους μεγαλύτερούς Ευρωπαίους φιλόσοφους, ο Bergson και ο Heidegger τοποθέτησαν το πρόβλημα του χρόνου στο επίκεντρο της φιλοσοφίας τους. Ο άνθρωπος είναι το μοναδικό ον που γνωρίζουμε να λέει «πότε»; και «πού»; ενώ ο χώρος και ο χρόνος είναι μορφές εποπτείας έμφυτες μέσα του. Η μοίρα της ανθρώπινης ύπαρξης πραγματοποιείται μέσα στο χρόνο και σημαδεύεται από το χρόνο.
ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΝΑ ΑΙΩΝΙΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΜΕΣΑ ΜΑΣ
Η ουσία του χρόνου βιώνεται μέσα μας, επειδή, σύμφωνα με τα μεγάλα φιλοσοφικά αξιώματα, είμαστε ό,τι πιστεύουμε. Όλη μας η ύπαρξη προέρχεται από τις σκέψεις μας. Η σκέψη που μας οδηγεί στην αναζήτηση του ανώτερου εαυτού μας δεν θα έπρεπε να είναι μία παρήγορη σκέψη στην οποία στρεφόμαστε μόνο όταν έχουμε δυσκολίες. Η αλήθεια είναι πως ο στοχαστής δεν παρηγορείται από την σκέψη πως η ψυχή είναι αθάνατη, εφόσον θα έρθει η ώρα της μεγάλης κρίσης, όπου θα κριθεί για τα επίγεια έργα του και ανάλογα με το αποτελέσματα θα βρεθεί στο παράδεισο ή στην κόλαση, χωρίς να έχει την ευκαιρία της επανόρθωσης.
Η μοναδική ουσιαστική παρηγοριά για τον αναζητητή είναι ότι εδώ και τώρα, σ’ αυτήν τη ζωή, παρ’ όλες τις πιέσεις και τα βάσανά της, μπορεί να υπάρχει ένα βαθύ νόημα όλων των πραγμάτων που συνδέονται μεταξύ τους έχοντας ως καταλύτη την ίδια την ύπαρξή του η οποία είναι ταυτόχρονα αιώνια και παροδική, ανάλογα πάντα από την γωνία της παρατήρησης. Ο επίμονος και προσεκτικός αναζητητής και παρατηρητής κάποια στιγμή θα αναγνωρίσει μέσα του ένα κέντρο, μία πηγή της συνείδησης και παρατηρήσεις. Αυτό το κέντρο είναι αιώνιο και είναι
ο Εαυτός.
Στην Μπαγκαβάτ Γκίτα, ένα επεισόδιο του μεγάλου Ινδικού έπους Μαχαμπχαράτα, ο Κρίσνα καθοδηγεί τον Αρτζούνα προς τον μεγάλο Εαυτό μέσα του, προφέροντας το όνομα του
Άτμαν, φέρνόντας τον ταυτόχρονα σε ένα νέο είδος υπερβατικής προσοχής μέσα του, που ξεπερνάει όλους τους περιορισμούς του χρόνου:
«Όλοι μας υπάρχουμε για πάντα, κι εγώ κι εσύ κι αυτοί οι βασιλιάδες των ανθρώπων. Και όλοι θα υπάρχουμε για πάντα, μέχρι το τέλος της αιωνιότητας. Όσοι μπορούν να δουν την Αλήθεια, έχουν δει και την αλήθεια αυτήν. Το Αιώνιο στον άνθρωπο δεν μπορεί να σκοτώσει, το Αιώνιο στον άνθρωπο δεν μπορεί να πεθάνει»
Στην ινδική μυθολογία η προσωποποίηση του χρόνου είναι η Θεά Kala που αντιπροσωπεύει «το δημιουργικό πνεύμα και τη δημιουργική εξέλιξη» του σύμπαντος. Οι Αβατάροι (Avatari), μεγάλοι μύστες, είναι οι εκδηλώσεις του Sutr-Atman, του κοσμικού πνεύματος που εκδηλώνεται μέσα στην ανθρωπότητα. Έτσι είναι και ο Θεός Κρίσνα ένας από τους Αβατάρους που κατεβαίνει κατά καιρούς στον κόσμο των φαινομένων, όταν οι ανθρώπινες αξίες περνάνε κρίση και οι άνθρωποι βρίσκονται σε σύγχυση. Με αυτό συσχετίζεται και η ινδική διδασκαλία για τις Κάλπες, δηλαδή τις περιόδους δημιουργίας και καταστροφής.
Η κάθε Κάλπα έχει τις υπο-περιόδους της.
Ο Κρίσνα, ως ένας από τους Αβατάρους ή ένας από τα συμπαντικά πνεύματα, έρχεται στη σκηνή της ανθρώπινης ζωής και αναλαμβάνει την πνευματική οδήγηση ενός λαού. Η θεμελιώδης σκέψη της ινδικής κοσμολογίας βρίσκεται στο εξής λόγο του Κρίσνα: «Να ξέρεις, όπως ο δυνατός αέρας μένει στον αιθέρα και από κει πηγαίνει σε όλες τις κατευθύνσεις, έτσι επίσης όλα τα όντα μένουν μέσα μου. Όταν τελειώνει μία Κάλπα (ένας χρονικός κύκλος), ο γιε του Κούντα, όλα τα όντα μπαίνουν μέσα μου και όταν ένας κύκλος ξαναρχίζει, εγώ τα ξαναδημιουργώ». Από εκεί πηγάζει και η θεωρία για την
μετεμψύχωση και το Κάρμα.
Αυτή η περιοδική δημιουργία και καταστροφή ολόκληρων κύκλων του χρόνου, μπορεί να εφαρμοστεί όχι μόνο στην κοσμική ζωή, αλλά και στην πορεία της κάθε μεμονωμένης ζωής. Ο χρόνος αλλάζει σε δύο κατευθύνσεις –προς την άνοδο της ζωής και προς τον άνοδο του θανάτου.
«Στον γεννημένο ο θάνατος είναι το πεπρωμένο του και στον πεθαμένο η γέννα δεδομένη, γι’ αυτό μην λησμονάς για το αναπόφευκτο» Bhagavad-Gita.
Σύμφωνα με τη βουδιστική παράδοση, ο άνθρωπος εξακολουθεί να είναι παγιδευμένος στο φαύλο κύκλο των γεννήσεων και των θανάτων μέχρις ότου απελευθερωθεί από τα πέπλα της άγνοιας και βγει από το κύκλο της Σαμσάρα, φτάνοντας έτσι στην Νιρβάνα και στην τέλεια γνώση που ονομάζεται Φώτιση. Όμως, για να φτάσει κανείς στη Φώτιση πρέπει να εισέλθει βαθιά μέσα στο Ντάρμα (Αλήθεια) και να ασκηθεί σκληρά πάνω στις διδασκαλίες του Βούδα, πάντα βέβαια κάτω από την ορθή καθοδήγηση των δασκάλων (λάμα).
Το πρώτο βήμα προς αυτή τη γνώση που θα μας βοηθήσει να φτάσουμε στο αιώνιο μας εαυτό απελευθερωμένο από τα πέπλα της άγνοιας και να βγούμε από το κύκλο της Σαμσάρα και τη παγίδα του χρόνου, είναι να καταλάβουμε το νόμο του Κάρμα. Ο νόμος του Κάρμα τοποθετεί τον άνθρωπο σε μία θέση αμείωτης και προσωπικής ευθύνης για ό,τι συμβαίνει σε ολόκληρο πια το σύμπαν. Για την Θιβετιανή παράδοση ο χρόνος είναι πολύ σχετικός και απατηλός, όπως και τα φαινόμενα.
Ο χρόνος δεν έχει τόσο μεγάλη σημασία όσο ο
χώρος μέσα στον οποίον υπάρχει και κινείται το αθάνατο πνεύμα.
Όσο πιο ελεύθερος και αποστασιοποιημένος είναι ένας νους από τις σκέψεις τόσο πιο πολύ χώρο και χρόνο κατέχει. Όμως ένας συνηθισμένος ανθρώπινος νους είναι μονίμως πολιορκημένος από τις άπειρες σκέψεις και αναμνήσεις, εικόνες από το παρελθόν, «προβλήματα» της καθημερινότητας με τα οποία «κολλάει», σχέδια και ελπίδες για το μέλλον, φόβους, θυμούς κλπ. Το αποτέλεσμα είναι να βλέπει τη ζωή του και το χρόνο του να φεύγει ασυγκράτητα, θυμίζοντας του ένα ποτάμι που περνάει δίπλα του.
Το Τώρα απομακρύνεται και μαζί του και το Εγώ είμαι, υπάρχω και ζω τώρα, που σημαίνει ότι έχω τη συνείδηση, τη συγκέντρωση και την επίγνωση της κάθε κατάστασης στην οποία βρίσκομαι. Το υπάρχω εδώ και τώρα σημαίνει ότι είμαι στην εγρήγορση και εκεί ακριβώς βιώνω την Αιωνιότητα! Βρίσκομαι μέσα στο μεγάλο Τώρα, όπου συνυπάρχουν όλοι οι χρόνοι μαζί, το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον.
Ο Bergson προσδιόρισε τη διαφορά ανάμεσα στο χρόνο και στο «durée». Μέσα από την διάρκεια («durée») κατά τη γνώμη του, αποκαλύπτεται η αληθινή ύπαρξη. Ο αντικειμενικός κόσμος είναι ο κόσμος του χώρου. Ο Heidegger συμφωνεί με τον Bergson, αλλά συμπληρώνει ότι ο αντικειμενικός κόσμος είναι χρονοποιημένος χώρος. Η διαλυμένη αιωνιότητα μετατράπηκε σε αντικειμενικό χρόνο, μέσα στον οποίον το παρελθόν, παρόν και μέλλον είναι κατακερματισμένοι. Όπότε το επόμενο ερώτημα που εμφανίζεται μπροστά μας είναι αν το παρελθόν είναι αληθινό;
Αν υπήρξε και τι σημαίνει για την ύπαρξή μας; Οντολογικά το παρελθόν δεν υπάρχει, όπως δεν υπάρχει και το μέλλον, αλλά το μόνο που πραγματικά υπάρχει είναι το Τώρα -το αιώνιο παρόν. Ό,τι υπήρχε στο παρελθόν μπαίνει στο πλαίσιο του παρόντος. Όλο το προηγούμενο της ζωής μας, όλη η ιστορία της ανθρωπότητας μπαίνει στο δικό μας παρόν και μόνο με αυτό το τρόπο υπάρχει. Το παρόν μέσα στο παρελθόν υπήρχε διαφορετικά από ότι υπάρχει παρελθόν μέσα στο παρόν.
Σ’ αυτό το σημείο βρίσκεται και το βασικό παράδοξο του χρόνου. Σύμφωνα με τον μεγάλο Ρώσο φιλόσοφο, που τοποθετεί τον άνθρωπο στο κέντρο της φιλοσοφίας του, τον Νίκολαϊ Μπερντγιάεβ
υπάρχουν δύο παρελθόντα: το παρελθόν που υπήρχε και εξαφανίστηκε και το παρελθόν που υπάρχει και τώρα για μας ως αναπόσπαστο μέρος του παρόντος μας. Αυτό το δεύτερο παρελθόν υπάρχει στην ανάμνηση του παρόντος και είναι ένα παρελθόν μεταμορφωμένο και φωτισμένο, ένα παρελθόν πάνω στο οποίο έχει γίνει η δημιουργική πράξη μας μετά από την οποία μπήκε στο πλαίσιο του δικού μας παρόντος. Η ανάμνηση δεν σημαίνει ακριβώς την αποθήκευση του παρελθόντος μας. Πρόκειται για ένα πάντα καινούργιο και μεταμορφωμένο παρελθόν. Επομένως η ανάμνηση έχει δημιουργικό χαρακτήρα.
Το παράδοξο του χρόνου είναι στο εξής: Το παρελθόν δεν υπήρξε ποτέ στο παρελθόν. Στο παρελθόν υπήρξε μόνο το παρόν, ένα διαφορετικό παρόν, ενώ το παρελθόν υπάρχει μόνο στο παρόν! Το παρελθόν και το παρόν έχουν εντελώς διαφορετικές υπάρξεις. Και όπως λέει και ο κ. Γρηγόριος Κωσταράς, καθηγητής φιλοσοφίας του Πανεπιστήμιου Αθηνών, ο χρόνος ουσιαστικά δεν υπάρχει:
«Εκείνο που πέρασε δεν είναι πλέον και εκείνο που δεν ήρθε δεν είναι ακόμη. Επομένως το πεδίο περιορίζεται. Προφέρω, για παράδειγμα, μία λέξη. Ποιο γράμμα της ανήκει στο παρελθόν, ποιο στο παρόν και ποιο στο μέλλον; Δεν το ξέρουμε.»
Ο ΧΡΟΝΟΣ ΩΣ ΘΑΝΑΤΗΦΟΡΑ ΑΡΡΩΣΤΙΑ
Σύμφωνα με τον Ρώσο φιλόσοφο και θεολόγο, το Ν. Μπερντγιάεβ ο χρόνος είναι μία θανατηφόρα αρρώστια:
«Ο χρόνος εκτός αιωνιότητας είναι απόβλητο της αιωνιότητας γι’ αυτό το λόγο έχει την αξία του μόνο ως ένα κομμάτι της αιωνιότητας. Ό,τι δεν είναι αιώνιο και ό,τι δεν είναι της αιωνιότητας ή δεν ανήκει στην αιωνιότητα δεν έχει πραγματική αξία και αναγκαστικά θα εξαφανιστεί. Το μέλλον θα του φέρει θάνατο, το τέλος μέσα στο χρόνο που είναι ένα αντίθετο τέλος από το τέλος του χρόνου» (
N.Berdjaev, Εγώ κι ο Κόσμος των Αντικειμένων).
Το θεμελιώδες παράδοξο του χρόνου και της αιωνιότητας όπως και η σύγκρουση τους, δεν είναι τίποτε άλλο παρά αυτό που κοινά ονομάζουμε Αποκάλυψη. Κάθε άνθρωπος βιώνει τη δική του προσωπική Αποκάλυψη, η οποία συμβαίνει στην διάρκεια της προσωπικής πραγματοποίησης του κάθε ατόμου. Όταν ο άνθρωπος βρίσκεται κάπου στη μέση της ζωής του, ζει πλήρως την αρρώστια του χρόνου. Το παρελθόν προκαλεί μέσα του την αίσθηση της πλήξης και της θλίψης, ενώ το μέλλον, προκαλεί το φόβο από το θάνατο που μετατρέπεται σε φρίκη από τη κόλαση.
Υπάρχουν δύο βασικές θεωρήσεις του χρόνου: α) Ως βίωμα του παρόντος χωρίς κανένα στοχασμό ή αμφισβήτηση του μέλλοντος και της αιωνιότητας και β) ως βίωμα του παρόντος σαν αιωνιότητας. Η πρώτη αντίληψη του χρόνου έχει να κάνει με την προϋπόθεση ότι το άτομο έχει λήθη του εαυτό του και παραμένει μέσα σε μια στιγμή. Η δεύτερη στάση απέναντι στο χρόνο προϋποθέτει την υπέρβαση της αρρώστιας του χρόνου, και ακριβώς αυτή η υπέρβαση εισάγει το πρόσωπο στην αιωνιότητα. Εδώ δεν πρόκειται για μία στιγμή, όπου ο άνθρωπος ξεχνάει. Αντίθετα, πρόκειται για μια στιγμή όπου η λήθη δεν απομονώνει ένα κομμάτι του συνόλου της ζωής, αλλά η μνήμη φωτίζει το σύνολο της ζωής και η κάθε στιγμή είναι γεμάτη φως και αξία.
Η απάντηση στο πρόβλημα και τη θλίψη του χρόνου βρίσκεται στην εμπειρία του νοήματος. Το νόημα εμφανίζεται μόνο όταν το Εγώ που σκέφτεται, μιλάει, κάνει συναντά τον Εαυτό που είναι, που υπάρχει πραγματικά. Πρόκειται για δύο ποιότητες, δύο κόσμους και χρόνους: το Εγώ που είναι το κέντρο της προσωπικότητάς και ο εαυτός που είναι κέντρο του πραγματωμένου είναι. Η επαφή του Εγώ και του Εαυτού στον άνθρωπο δίνουν την αίσθηση ότι έχει ατέλειωτο χρόνο, ότι έχει χρόνο να απελευθερωθεί από το φόβο του θανάτου όπως και από την ψεύτικη ικανοποίηση.
Όταν φτάσει σε αυτό το σημείο ο άνθρωπος βλέπει που βρίσκεται πραγματικά, αποστασιοποιείται από τις ελπίδες και φόβους και ξεκινάει να βλέπει τα πράγματα έχοντας την εγρήγορση και την επίγνωση. Αυτή είναι και η αρχή μίας καινούργιας αξιολόγησης της πραγματικότητας, η οποία πραγματεύεται ανά πάσα στιγμή, μέσα στην καθημερινότητα και ανάμεσα στον υπόλοιπο κόσμο που ψάχνει απελπισμένα να βρει χρόνο.
Ο ΓΙΟΥΝΓΚ ΚΑΙ Η ΣΥΓΧΡΟΝΙΚΟΤΗΤΑ
Ο καθένας μας έχει την εμπειρία της αίσθησης και της έκπληξης που δημιουργείται μέσα μας, όταν κάποια στιγμή βρεθούμε αντιμέτωποι με κάποια σύμπτωση που μας αφήνει άφωνους. Η
συγχρονικότητα λαμβάνει χώρα όταν ένα άτομο βλέπει μέσα από το μυαλό του τη σχέση ανάμεσα στις σκέψεις του ή τα γεγονότα της ζωής του και τα αντικειμενικά γεγονότα στον εξωτερικό κόσμο.
Όμως την Αρχή της Συγχρονικότητας (synchronicity) που συνδέει γεγονότα, τα οποία δεν συνδέονται με κάποια φανερή σχέση αιτίας-αποτελέσματος, για πρώτη φορά την εισήγαγε ο μεγάλος ψυχαναλυτής και εξερευνητής της ανθρώπινης ψυχής, ο Καρλ Γκούσταβ Γιουνγκ (Carl Gustav Jung, 1875-1961). Με τον όρο αυτό ονομάζει μία συγκεκριμένη περίεργη αρχή που διαμετρικά διαφέρει από την αρχή της αιτιότητας, της αρχής σύμφωνα με την οποία το κάθε γεγονός που συμβαίνει βρίσκεται κάτω από την επιρροή του πανίσχυρου κοσμικού νόμου της αιτίας και του αποτελέσματός της. Όμως το ερώτημα είναι
κατά πόσο πραγματικά μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι το κάθε γεγονός το οποίο δεν ξέρουμε την αιτία είναι αναίτιο;
Σύμφωνα πάντα με τον Γιουνγκ
η εμπειρία της συγχρονικότητας είναι βαθιά προσωπική. Υπάρχουν άπειρες ατομικές αποδείξεις ότι οι συμπτώσεις των γεγονότων μέσα στο χώρο και χρόνο έχουν ένα νόημα μεγαλύτερο από μία απλή σύμπτωση. Συνήθως ένα πρόσωπο παίζει το ρόλο του παρατηρητή και είναι ταυτόχρονα και ο συνδετικός κρίκος, που συνδέει τα συμπτωματικά γεγονότα. Ο Γιουνγκ δέχονταν την ύπαρξη μιας
«περίεργης αλληλεξάρτησης των αντικειμενικών στοιχείων μεταξύ τους, καθώς και με τις υποκειμενικές (ψυχικές) καταστάσεις του παρατηρητή». Μάλιστα εντόπισε δείγματα αυτής της αλληλεξάρτησης, που θεωρούσε άρρηκτα δεμένη με την έννοια της Συγχρονικότητας.
Θα σας μεταφέρω μία από τις πολλές ενδιαφέρουσες ιστορίες που καταγράφει ο μεγάλος αυτός ψυχίατρος και αναζητητής του ασυνείδητου, στην αυτοβιογραφία του που είναι ταυτόχρονα και το τελευταίο του βιβλίο:
«Αυτές τις ημέρες ερευνούσα το σύμβολο του ψαριού μέσα στην ανθρώπινη ιστορία. Κανείς δεν γνώριζε για την έρευνά μου ακόμη. Σήμερα για γεύμα είχαμε ψάρι. Ένας φίλος μου ανέφερε το έθιμο με το απριλιάτικο ψάρι. Το πρωί παρατήρησα τυχαία μία επιγραφή που έλεγε: Est homo totus medius piscis ab imo. Ο απόγευμα ένας ασθενής μου έδειξε μερικές πολύ όμορφες εικόνες ψαριών που είχε ζωγραφίσει. Το βράδυ μου έδειξαν ένα κέντημα που απεικόνιζε ιχθυόμορφα τέρατα. Μία ασθενής μου διηγήθηκε ένα όνειρό της στο οποίο καθόταν στην όχθη μιας λίμνης και ένα ψάρι κολυμπούσε μέχρι τα πόδια της. Άκουσα στο ραδιόφωνο μία διαφήμιση για ψαροκονσέρβες, τη στιγμή που έβλεπα την ίδια διαφήμιση σε ένα περιοδικό. Γνώρισα έναν κηπουρό ο οποίος είχε στο μπράτσο του ένα τατουάζ με μία γοργόνα. Ένα αυτοκίνητο με ψάρια, έμεινε από λάστιχο στο δρόμο μπροστά στο σπίτι. Είδα μία γάτα που κρατούσε ένα ψάρι στο στόμα της. Κάτι πολύ περίεργο συμβαίνει.» Κ.Γ. Γιουνγκ, Αναμνήσεις, Σκέψεις, Όνειρα.
Ο μαθηματικός
Warren Weaver, στο βιβλίο του Lady Luck: The Theory of Probability (Γουόρεν Γουίβερ, Η κυρία Τύχη: η θεωρία των πιθανοτήτων) καταγράφει μία απίθανη ιστορία. Το περιστατικό, αρχικά είχε δημοσιευτεί στο περιοδικό Life:
«Και τα δεκαπέντε μέλη κάποιας εκκλησιαστικής χορωδίας στο Beatrice της Νεμπράσκα καθυστέρησαν στη συνάντηση που είχαν καθορίσει για τις 7.20 το βράδυ, της 1ης Μαρτίου το 1950. Ο εφημέριος, η σύζυγος και η κόρη τους είχαν ένα λόγο (η σύζυγος καθυστέρησε να σιδερώσει το φόρεμα της κόρης). Κάποιο κορίτσι περίμενε μέχρι να τελειώσει ένα δύσκολο πρόβλημα γεωμετρίας. Κάποιας άλλης το αμάξι δεν έπαιρνε μπρος, ενώ άλλες δύο καθυστερούσαν, θέλοντας να ακούσουν το τέλος κάποιου ενδιαφέροντος ραδιοφωνικού προγράμματος. Μία μητέρα και η κόρη της άργησαν, διότι η μητέρα έπρεπε να τηλεφωνήσει δύο φορές στην κόρη, για να την ξυπνήσει απ’ τον ύπνο της κλπ.
Όλοι οι λόγοι φαινόταν κάπως συνηθισμένοι. Μολαταύτα, υπήρχαν δέκα ξεχωριστοί και ασύνδετοι λόγοι για την αργοπορία των δεκαπέντε ατόμων. Και όμως, ήταν τυχερό που κανείς απ’ τους δεκαπέντε δεν έφτασε στην ώρα του, στις 7.20, μια και το κτίριο της εκκλησίας καταστράφηκε από έκρηξη στις 7.25! Τα μέλη της χορωδίας, αναφέρει το Life, αναρωτήθηκαν μήπως η αργοπορία τους ήταν ‘θεϊκή παρέμβαση’ Ο Γουίβερ υπολόγισε τις πιθανότητες να συμβεί ένα τέτοιο περίεργο γεγονός και τις βρήκε μία στο εκατομμύριο!!!» Ντέμης Κυριάκου, Συγχρονότητα, μία ευρύτερη ματιά στον κόσμο, περιοδικό Άβατον, τεύχος 3
ΣΚΟΠΙΜΕΣ ΣΥΜΠΤΩΣΕΙΣ;
Ο Γιουνγκ στο έργο του Δομή και Δυναμική της Ψυχής, αναφέρει πώς άρχισε να παρατηρεί
συμπτώσεις που προκαλούσαν ανοιχτά τους υπολογισμούς των πιθανοτήτων, στη διάρκεια των ερευνών του για το συλλογικό ασυνείδητο. Πίστευε ότι το φαινόμενο της συγχρονικότητας συνδέονταν με ψυχικές καταστάσεις που αναπτύσσονται μέσω της επιρροής των αρχετύπων, τα οποία όριζε σαν πρότυπα (μοντέλα) έμφυτα στην ανθρώπινη ψυχή και κοινά για όλη την ανθρωπότητα. Ο Γιουνγκ αναφέρει συχνά τα αρχέτυπα ως
«αρχέγονες εικόνες» που παρέχουν την αναπαράσταση όλων των ανθρώπινων στάσεων απέναντι στον θάνατο, τη σύγκρουση, το σεξ, τη μετενσάρκωση και τη μυστικιστική εμπειρία.
Κάποιες φορές
ένα αρχέτυπο ενεργοποιείται από ένα συναισθηματικά φορτισμένο γεγονός και τότε τείνει να έλκει γεγονότα παρόμοιας φύσης, ανοίγοντας δρόμο στα γεγονότα που ονομάζουμε «συμπτώσεις». Επίσης θεωρούσε την κινέζικη μαντική μέθοδο του Ι Τσινγκ, με την οποία ασχολήθηκε τα τελευταία 20 χρόνια της ζωής του, ως έκφραση της Αρχής της Συγχρονικότητας. Θεωρούσε ότι αυτό που θεωρούμε εμείς, στη Δύση, τυχαίο και ασήμαντο, είναι το κύριο ενδιαφέρον της κινέζικης σκέψης, ενώ αυτό που εμείς λατρεύουμε σαν αιτιότητα περνάει σχεδόν απαρατήρητο.
Ενώ η Δυτική σκέψη προσεκτικά ζυγιάζει, επιλέγει, ταξινομεί και απομονώνει, η αρχαία Κινέζικη έχει μια πιο ολιστική εικόνα του κόσμου, δίνοντας σημασία και στην παραμικρή λεπτομέρεια που συνθέτει μια στιγμή.
Κάθε στιγμή απαρτίζεται από όλα αυτά τα «ασήμαντα» συστατικά. Αργότερα, ο Γιουνγκ προέκτεινε την έννοια της συγχρονικότητας και στην αστρολογία. Όταν μάλιστα ανέφερε το ενδιαφέρον του για την αστρολογία και την πεποίθησή του για τη μελλοντική της χρησιμότητα, με ένα γράμμα του στον Φρόιντ, ο τελευταίος αντέδρασε, κατηγορώντας τον Γιουνγκ ότι είχε πέσει θύμα της «μαύρης παλίρροιας του βούρκου του αποκρυφισμού».
Μην εγκαταλείποντας τις θέσεις του ο Jung κατέγραψε στην αυτοβιογραφία του άλλο ένα συνταρακτικό συμβάν εμφάνισης συγχρονικότητας, που μάλιστα συνέβη ενώ ήταν μαζί με το Freud: Στέκονταν μαζί δίπλα σε μια βιβλιοθήκη όταν ο Jung ένιωσε το διάφραγμά του να γίνεται σαν από σίδερο και να καίει, να πυρακτώνεται. Ταυτόχρονα ακούστηκε ένας δυνατός κρότος σαν να επρόκειτο να πέσει πάνω τους η βιβλιοθήκη. Ο Jung βρήκε την ευκαιρία να παρουσιάσει το συμβάν σαν ένα παράδειγμα φαινομένου καταλυτικής εξωτερίκευσης. Ο Freud αντέδρασε αποκαλώντας τα «ανοησίες». Τότε, ο Jung τον προκάλεσε, υποστηρίζοντας ότι μπορούσε να προβλέψει ότι το πολύ σε ένα λεπτό ο κρότος θα ξανακούγονταν. Πριν καν τελειώσει τα λόγια του ο κρότος ξανακούστηκε, αφήνοντας τον Freud εμβρόντητο.
Σύμμαχό του στην προσπάθεια να διατυπώσει τη θεωρία του για τη συγχρονικότητα, ο Γιουνγκ βρήκε τη Κβαντική Φυσική, στα πλαίσια της οποίας είχε διατυπωθεί η θεωρία ότι ένα πεδίο του χώρου μπορεί να γίνει αντικειμενικά γνωστό,
μόνο με την ύπαρξη ενός παρατηρητή, ο οποίος όμως επεμβαίνει (αναγκαστικά, με την παρουσία του) στην κατάσταση του χώρου. Οι ανακαλύψεις αυτές βοήθησαν τον Γιουνγκ να καταλάβει διαισθητικά ότι ύλη και συνείδηση συνδέονται με ουσιώδη τρόπο, σαν δυο συμπληρωματικές όψεις μιας ενοποιημένης πραγματικότητας.
ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΧΡΟΝΟ
“Κατά κύματα με καταλαμβάνει μία ολοκληρωτική ψευδαίσθηση ότι μέσα από τη φοβερή καταστροφή και παροδικότητα όλων των πραγμάτων γύρω μου, μου χαρίστηκαν πέντε λεπτά ζωής για να αναπνέω και να σκέφτομαι ελεύτερα και ήρεμα. Και εγώ χαρούμενος, με δύναμη και ηρεμία ενός φυτού, εκμεταλλεύομαι αυτό το χρόνο, χωρίς να περνάει από το μυαλό μου ούτε μια σκέψη για το πότε ξεκίνησε και πότε θα τελειώσει αυτός ο χρόνος. Αυτά τα πέντε λεπτά η σκέψη μου τα τεντώνει ως το άπειρο, πέρα από όλες τις κινήσεις, συγκρούσεις και θύελλες ενώ εγώ υπάρχω μέσα στη λαμπερή, βαθιά ζωή των σκέψεων μου, χωρίς να μπορώ ούτε ενός των πέντε λεπτών να δω το τέλος, γιατί είναι πιο μεγάλο από το κόσμο και πιο βαθύ από την ευτυχία”
Ivo Andric, Znakovi Pored Puta
Ο μεγάλος Γερμανός υπαρξιστής
Karl Jaspers “Ο χρόνος έχει την έννοια της ύπαρξης. Η έννοια του χρόνου είναι έννοια της ιστορίας, ιστορίας δικής μου και του κόσμου. Ο χρόνος έχει νόημα μόνο μέσα από το πεπρωμένο του ανθρώπου. Για μένα είναι το μεγαλύτερο θαύμα. Η αντίληψη του χρόνου, η χρήση του χρόνου, η αίσθηση του χρόνου, όλα αυτά είναι πραγματικά αινίγματα που εκθέτονται μπροστά μου καθημερινά. Ανά πάσα στιγμή στη μέρα ή τη νύχτα, στο όνειρο ή στο ξύπνιο, αισθάνομαι το χρόνο σαν ένα στοιχείο, απαλό και χρήσιμο ή καταστροφικό και βλαβερό.
Ακριβώς με το τρόπο που ο άνθρωπος αισθάνεται τον αέρα, τη φωτιά και το νερό. Πνίγομαι από την έλλειψη χρόνου ή νιώθω πως με καίει και λιώνει, πλέω μέσα του με ένα συναίσθημα θεϊκής απόλαυσης. Και ανά πάσα στιγμή ξέρω ότι ο χρόνος είναι μία οδυνηρή ψευδαίσθηση, ότι πρόκειται στην ουσία για ένα συγκεκριμένο αριθμό χτυπημάτων της καρδιάς μας και ότι αλλιώς δεν υπάρχει. Πριν το πρώτο χτύπημα όπως και μετά το τελευταίο, απλώνεται ως το άπειρο η αιωνιότητα της ανυπαρξίας μας, αμέτρητη, αφώτιστη, ακατανόητη και ανείπωτη, και όμως παρούσα σε κάθε σκέψη, αναπνοή και γουλιά.”