[228] Καὶ νὴ τοὺς θεοὺς τοὺς Ὀλυμπίους, ὧν ἐγὼ πυνθάνομαι Δημοσθένην λέξειν, ἐφ᾽ ᾧ νυνὶ μέλλω λέγειν ἀγανακτῶ μάλιστα. Ἀφομοιοῖ γάρ μου τὴν φύσιν ταῖς Σειρῆσιν ὡς ἔοικε. Καὶ γὰρ ὑπ᾽ ἐκείνων οὐ κηλεῖσθαί φησι τοὺς ἀκροωμένους, ἀλλ᾽ ἀπόλλυσθαι, διόπερ οὐδ᾽ εὐδοκιμεῖν τὴν τῶν Σειρήνων μουσικήν· καὶ δὴ καὶ τὴν τῶν ἐμῶν εὐπορίαν λόγων καὶ τὴν φύσιν μου γεγενῆσθαι ἐπὶ βλάβῃ τῶν ἀκουόντων. Καίτοι τὸν λόγον τοῦτον ὅλως μὲν ἔγωγε οὐδενὶ πρέπειν ἡγοῦμαι περὶ ἐμοῦ λέγειν· τῆς γὰρ αἰτίας αἰσχρὸν τὸν αἰτιώμενόν ἐστι τὸ ἔργον μὴ ἔχειν ἐπιδεῖξαι·
[229] εἰ δ᾽ ἦν ἀναγκαῖον ῥηθῆναι, οὐ Δημοσθένους ἦν ὁ λόγος, ἀλλ᾽ ἀνδρὸς στρατηγοῦ μεγάλα μὲν τὴν πόλιν κατειργασμένου, λέγειν δὲ ἀδυνάτου καὶ τὴν τῶν ἀντιδίκων διὰ τοῦτο ἐζηλωκότος φύσιν, ὅτι σύνοιδεν ἑαυτῷ μὲν οὐδὲν ὧν διαπέπρακται δυναμένῳ φράσαι, τὸν δὲ κατήγορον ὁρᾷ δυνάμενον καὶ τὰ μὴ πεπραγμένα ὑπ᾽ αὐτοῦ παριστάναι τοῖς ἀκούουσιν ὡς διῴκηκεν. Ὅταν δ᾽ ἐξ ὀνομάτων συγκείμενος ἄνθρωπος, καὶ τούτων πικρῶν καὶ περιέργων, ἔπειτα ἐπὶ τὴν ἁπλότητα καὶ τὰ ἔργα καταφεύγῃ, τίς ἂν ἀνάσχοιτο; οὗ τὴν γλῶτταν ὥσπερ τῶν αὐλῶν ἐάν τις ἀφέλῃ, τὸ λοιπὸν οὐδέν ἐστιν.
[230] Θαυμάζω δ᾽ ἔγωγε ὑμῶν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, καὶ ζητῶ πρὸς τί ἂν ἀποβλέψαντες ἀποψηφίσαισθε τὴν γραφήν. Πότερον ὡς τὸ ψήφισμά ἐστιν ἔννομον; ἀλλ᾽ οὐδεμία πώποτε γνώμη παρανομωτέρα γεγένηται. Ἀλλ᾽ ὡς ὁ τὸ ψήφισμα γράψας οὐκ ἐπιτήδειός ἐστι δίκην δοῦναι; οὐκ ἄρ᾽ εἰσὶ παρ᾽ ὑμῖν εὔθυναι βίου, εἰ τοῦτον ἀφήσετε. Ἐκεῖνο δ᾽ οὐ λυπηρόν, εἰ πρότερον μὲν ἐνεπίμπλατο ἡ ὀρχήστρα χρυσῶν στεφάνων οἷς ὁ δῆμος ἐστεφανοῦτο ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων, διὰ τὸ ξενικοῖς στεφάνοις ταύτην ἀποδεδόσθαι τὴν ἡμέραν, ἐκ δὲ τῶν Δημοσθένους πολιτευμάτων ὑμεῖς μὲν ἀστεφάνωτοι καὶ ἀκήρυκτοι γίγνεσθε, οὗτος δὲ κηρυχθήσεται;
[231] καὶ εἰ μέν τις τῶν τραγικῶν ποιητῶν τῶν μετὰ ταῦτα ἐπεισαγόντων ποιήσειεν ἐν τραγῳδίᾳ τὸν Θερσίτην ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων στεφανούμενον, οὐδεὶς ἂν ὑμῶν ὑπομείνειεν, ὅτι φησὶν Ὅμηρος ἄνανδρον αὐτὸν εἶναι καὶ συκοφάντην· αὐτοὶ δ᾽ ὅταν τὸν τοιοῦτον ἄνθρωπον στεφανῶτε, οὐκ οἴεσθε ἐν ταῖς τῶν Ἑλλήνων δόξαις συρίττεσθαι; οἱ μὲν γὰρ πατέρες ὑμῶν τὰ μὲν ἔνδοξα καὶ λαμπρὰ τῶν πραγμάτων ἀνετίθεσαν τῷ δήμῳ, τὰ δὲ ταπεινὰ καὶ καταδεέστερα εἰς τοὺς ῥήτορας τοὺς φαύλους ἔτρεπον· Κτησιφῶν δ᾽ ὑμᾶς οἴεται δεῖν ἀφελόντας τὴν ἀδοξίαν ἀπὸ Δημοσθένους περιθεῖναι τῷ δήμῳ.
[232] Καὶ φατὲ μὲν εὐτυχεῖς εἶναι, ὡς καὶ ἐστὲ, καλῶς ποιοῦντες, ψηφιεῖσθε δ᾽ ὑπὸ μὲν τῆς τύχης ἐγκαταλελεῖφθαι, ὑπὸ Δημοσθένους δὲ εὖ πεπονθέναι; καὶ τὸ πάντων ἀτοπώτατον, ἐν τοῖς αὐτοῖς δικαστηρίοις τοὺς μὲν τὰς τῶν δώρων γραφὰς ἁλισκομένους ἀτιμοῦτε, ὃν δ᾽ αὐτοὶ μισθοῦ πολιτευόμενον σύνιστε, στεφανώσετε; καὶ τοὺς μὲν κριτὰς τοὺς ἐκ τῶν Διονυσίων, ἐὰν μὴ δικαίως τοὺς κυκλίους χοροὺς κρίνωσι, ζημιοῦτε· αὐτοὶ δὲ οὐ κυκλίων χορῶν κριταὶ καθεστηκότες, ἀλλὰ νόμων καὶ πολιτικῆς ἀρετῆς, τὰς δωρεὰς οὐ κατὰ τοὺς νόμους οὐδ᾽ ὀλίγοις καὶ τοῖς ἀξίοις, ἀλλὰ τῷ διαπραξαμένῳ δώσετε;
[233] Ἔπειτ᾽ ἔξεισιν ἐκ τοῦ δικαστηρίου ὁ τοιοῦτος κριτὴς ἑαυτὸν μὲν ἀσθενῆ πεποιηκώς, ἰσχυρὸν δὲ τὸν ῥήτορα. Ἀνὴρ γὰρ ἰδιώτης ἐν πόλει δημοκρατουμένῃ νόμῳ καὶ ψήφῳ βασιλεύει· ὅταν δ᾽ ἑτέρῳ ταῦτα παραδῷ καταλέλυκε τὴν αὐτὸς αὑτοῦ δυναστείαν. Ἔπειθ᾽ ὁ μὲν ὅρκος, ὃν ὀμωμοκὼς δικάζει, συμπαρακολουθῶν αὐτὸν λυπεῖ· δι᾽ αὐτὸν γὰρ οἶμαι γέγονε τὸ ἁμάρτημα· ἡ δὲ χάρις πρὸς ὃν ἐχαρίζετο ἄδηλος γεγένηται· ἡ γὰρ ψῆφος ἀφανὴς φέρεται.
[234] Δοκοῦμεν δ᾽ ἔμοιγε, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ἀμφότερα καὶ κατορθοῦν καὶ παρακινδυνεύειν εἰς τὴν πολιτείαν, οὐ σωφρονοῦντες. Ὅτι μὲν γὰρ ἐπὶ τῶν νυνὶ καιρῶν οἱ πολλοὶ τοῖς ὀλίγοις προΐεσθε τὰ τῆς δημοκρατίας ἰσχυρά, οὐκ ἐπαινῶ· ὅτι δ᾽ οὐ γεγένηται φορὰ καθ᾽ ἡμᾶς ῥητόρων πονηρῶν ἅμα καὶ τολμηρῶν, εὐτυχοῦμεν. Πρότερον μὲν γὰρ τοιαύτας φύσεις ἤνεγκε τὸ δημόσιον, αἳ ῥᾳδίως οὕτω κατέλυσαν τὸν δῆμον· ἔχαιρε γὰρ κολακευόμενος, ἔπειτ᾽ αὐτὸν οὐχ οὓς ἐφοβεῖτο, ἀλλ᾽ οἷς ἑαυτὸν ἐνεχείριζε, κατέλυσαν·
[235] ἔνιοι δὲ καὶ αὐτοὶ τῶν τριάκοντα ἐγένοντο οἳ πλείους ἢ χιλίους καὶ πεντακοσίους τῶν πολιτῶν ἀκρίτους ἀπέκτειναν, πρὶν καὶ τὰς αἰτίας ἀκοῦσαι ἐφ᾽ αἷς ἔμελλον ἀποθνῄσκειν, καὶ οὐδ᾽ ἐπὶ τὰς ταφὰς καὶ ἐκφορὰς τῶν τελευτησάντων εἴων τοὺς προσήκοντας παραγενέσθαι. Οὐχ ὑφ᾽ ὑμῖν αὐτοῖς ἕξετε τοὺς πολιτευομένους; οὐ ταπεινώσαντες ἀποπέμψετε τοὺς νῦν ἐπηρμένους; οὐ μέμνησθ᾽ ὅτι οὐδεὶς πώποτε ἐπέθετο πρότερον δήμου καταλύσει, πρὶν ἂν μεῖζον τῶν δικαστηρίων ἰσχύσῃ;
***
[228] Μα τους θεούς του Ολύμπου, από όσα εγώ μαθαίνω ότι θα πει ο Δημοσθένης, εκείνο για το οποίο προπάντων αγανακτώ είναι αυτό που θα σας πω τώρα. Με παρομοιάζει δηλαδή στον χαρακτήρα με τις Σειρήνες, καθώς φαίνεται. Καθόσον, λέει, όσοι τις άκουγαν δεν μαγεύονταν από εκείνες, αλλά καταστρέφονταν. Γι᾽ αυτό ακριβώς το τραγούδι των Σειρήνων δεν έχει καλή φήμη· το ίδιο λοιπόν και η δική μου ρητορική ικανότητα και ο χαρακτήρας μου, λέει, έχουν παρασύρει στην καταστροφή όσους με ακούν. Και όμως, εγώ τουλάχιστον νομίζω ότι κανένας γενικά δεν δικαιούται να λέει κάτι τέτοιο για μένα. Γιατί, όταν ο κατήγορος δεν είναι σε θέση να παρουσιάσει πραγματικές αποδείξεις, τότε η κατηγορία είναι αισχρή.
[229] Αν όμως ήταν απαραίτητο να λεχθεί κάτι τέτοιο, δεν ταίριαζε να το πει ο Δημοσθένης, αλλά κάποιος στρατηγός που έχει μεν προσφέρει μεγάλες υπηρεσίες στην πόλη, δεν διαθέτει όμως το χάρισμα του λόγου και ως εκ τούτου ζηλεύει την έμφυτη ικανότητα του αντιδίκου του· και αυτό, επειδή έχει συνειδητοποιήσει ότι δεν μπορεί ο ίδιος να εκθέσει κανένα από τα κατορθώματά του, ενώ βλέπει ότι ο κατήγορος μπορεί να παρουσιάσει στους ακροατές του ότι έχει κατορθώσει ακόμη και όσα δεν έχει κάνει ο ίδιος. Όταν όμως ένας άνθρωπος που είναι φτιαγμένος από λέξεις, και μάλιστα όλο δηλητήριο και απάτη, καταφεύγει στην απλότητα και στα έργα, ποιος μπορεί να τον ανεχθεί; Αν κανείς αφαιρέσει από αυτόν τη γλώσσα, όπως αν αφαιρέσει από τον αυλό τη γλωττίδα, αυτό που απομένει είναι ένα τίποτε.
[230] Εγώ τουλάχιστον, Αθηναίοι, εκπλήσσομαι με σας και διερωτώμαι σε τι στηριζόμενοι θα απορρίπτατε την καταγγελία μου. Σε ποιο από τα δύο: Ότι το ψήφισμα είναι σύμφωνο με τον νόμο; Μα δεν έχει γίνει ποτέ ως τώρα περισσότερο παράνομη πρόταση. Μήπως ο εισηγηθείς το ψήφισμα δεν είναι το κατάλληλο πρόσωπο να τιμωρηθεί; Μα, εάν αθωώσετε αυτόν τον άνθρωπο, τότε θα καθιερώσετε την αρχή ότι κανένας δεν είναι υπεύθυνος για όσα έχει κάνει ως δημόσιος άνδρας στη ζωή του. Εξάλλου, δεν είναι ενοχλητικό που, ενώ παλαιότερα γέμιζε η ορχήστρα του θεάτρου με χρυσά στεφάνια, με τα οποία οι Έλληνες στεφάνωναν τον λαό μας —ήταν η ημέρα αυτή αφιερωμένη στην ανακήρυξη των στεφάνων που πρόσφεραν οι ξένοι— σήμερα, με την πολιτική του Δημοσθένη εσείς δεν δέχεστε πια στεφάνια ούτε ακούγεται καμιά ανακήρυξη, αλλά θα κηρυχθεί άξιος στεφανώματος αυτός;
[231] Αν κάποιος από τους τραγικούς ποιητές, που ύστερα από αυτά θα ανεβάσουν στη σκηνή τις τραγωδίες τους, παρουσιάσει τον Θερσίτη να στεφανώνεται από τους Έλληνες, κανένας από εσάς δεν θα το ανεχόταν, επειδή κατά τον Όμηρο ήταν άνανδρος και συκοφάντης. Όταν όμως εσείς οι ίδιοι στεφανώνετε έναν τέτοιον άνθρωπο, πιστεύετε ότι δεν θα διασυρθείτε από όλους του Έλληνες; Οι πρόγονοί σας απέδιδαν τα ένδοξα και λαμπρά κατορθώματα στον λαό· αντίθετα, τα ταπεινά και κατώτερα τα καταλόγιζαν στους φαύλους πολιτικούς. Ο Κτησιφών όμως πιστεύει ότι πρέπει, απαλλάσσοντας τον Δημοσθένη από την κακή φήμη του, να τη φορτώσετε στον λαό.
[232] Και, ενώ υποστηρίζετε ότι είστε ευνοημένοι από την τύχη, όπως και είστε πραγματικά, και καλά κάνετε που το λέτε, θα δείξετε με την ψήφο σας ότι έχετε εγκαταλειφθεί από την τύχη και ευεργετηθεί από τον Δημοσθένη; Και το πιο παράλογο από όλα· στα ίδια δικαστήρια, ενώ στερείτε τα πολιτικά δικαιώματα από αυτούς που καταδικάζονται για δωροδοκία, θα στεφανώσετε αυτόν που γνωρίζετε καλά ότι πολιτεύεται επ᾽ αμοιβή; Οι κριτές των αγώνων στις γιορτές του Διονύσου τιμωρούνται από σας, αν η κρίση τους δεν είναι αυτή που πρέπει για τους κυκλικούς χορούς· εσείς όμως, που έχετε οριστεί κριτές όχι απλώς κυκλικών χορών αλλά νόμων και πολιτικής αρετής, θα δώσετε τις ηθικές αμοιβές, ερχόμενοι σε σύγκρουση με τους νόμους, και όχι σε λίγους και στους άξιους αλλά σ᾽ αυτόν που τα κατάφερε με μηχανορραφίες;
[233] Εξάλλου, ο δικαστής που θα κρίνει κατ᾽ αυτόν τον τρόπο θα βγει από το δικαστήριο έχοντας κάνει τον εαυτό του ανίσχυρο, τον πολιτικό ισχυρό. Γιατί σε μια δημοκρατούμενη πόλη ο απλός πολίτης είναι βασιλιάς με τον νόμο και την ψήφο του. Όταν όμως παραχωρήσει αυτά σε κάποιον άλλον, τότε καταργεί μόνος του τη δύναμή του. Έπειτα, ο όρκος που έχει δώσει ως δικαστής τον ακολουθεί από κοντά και δεν τον αφήνει ήσυχο· γιατί εξαιτίας του, κατά τη γνώμη μου, έχει γίνει το αδίκημα. Τελικά, η ευγνωμοσύνη εκείνου χάρη του οποίου έχει γίνει η επιορκία είναι αδύνατο να εκδηλωθεί, αφού η ψηφοφορία είναι μυστική.
[234] Εγώ τουλάχιστον, Αθηναίοι, έχω τη γνώμη ότι και τα δύο, τόσο ο τρόπος με τον οποίο τα καταφέρνουμε όσο και το ότι βάζουμε σε κίνδυνο το πολίτευμά μας, προδίδουν ότι δεν είμαστε σώφρονες. Γιατί το γεγονός ότι στις σημερινές περιστάσεις σεις οι πολλοί εγκαταλείπετε στους λίγους τις ισχυρές θέσεις της δημοκρατίας δεν το επιδοκιμάζω. Είμαστε όμως τυχεροί που δεν μας έχουν παρουσιαστεί πολλοί πολιτικοί διεφθαρμένοι και συνάμα τολμηροί. Γιατί παλαιότερα η πολιτεία έβγαλε τέτοιους ανθρώπους, που τόσο εύκολα κατέλυσαν το δημοκρατικό πολίτευμα· γιατί ο λαός χαιρόταν να κολακεύεται, με αποτέλεσμα να χάνει την εξουσία, όχι από αυτούς που φοβόταν αλλά από εκείνους που εμπιστευόταν.
[235] Μερικοί έγιναν μέλη των Τριάκοντα, που σκότωσαν χωρίς δίκη περισσότερους από χίλιους πεντακόσιους πολίτες, πριν ακόμη ακούσουν τις κατηγορίες για τις οποίες επρόκειτο να πεθάνουν· δεν επέτρεπαν τους συγγενείς να παρευρεθούν ούτε και στην ταφή και στην εκφορά των νεκρών. Δεν θέλετε να έχετε τους πολιτικούς υπό τον έλεγχό σας; Δεν θα διώξετε ταπεινωμένους τους νυν επηρμένους; Δεν θυμάστε ότι κανείς ως τώρα δεν επιχείρησε να καταλύσει το δημοκρατικό πολίτευμα, πριν η δύναμή του υπερισχύσει αυτήν των δικαστηρίων;
[229] εἰ δ᾽ ἦν ἀναγκαῖον ῥηθῆναι, οὐ Δημοσθένους ἦν ὁ λόγος, ἀλλ᾽ ἀνδρὸς στρατηγοῦ μεγάλα μὲν τὴν πόλιν κατειργασμένου, λέγειν δὲ ἀδυνάτου καὶ τὴν τῶν ἀντιδίκων διὰ τοῦτο ἐζηλωκότος φύσιν, ὅτι σύνοιδεν ἑαυτῷ μὲν οὐδὲν ὧν διαπέπρακται δυναμένῳ φράσαι, τὸν δὲ κατήγορον ὁρᾷ δυνάμενον καὶ τὰ μὴ πεπραγμένα ὑπ᾽ αὐτοῦ παριστάναι τοῖς ἀκούουσιν ὡς διῴκηκεν. Ὅταν δ᾽ ἐξ ὀνομάτων συγκείμενος ἄνθρωπος, καὶ τούτων πικρῶν καὶ περιέργων, ἔπειτα ἐπὶ τὴν ἁπλότητα καὶ τὰ ἔργα καταφεύγῃ, τίς ἂν ἀνάσχοιτο; οὗ τὴν γλῶτταν ὥσπερ τῶν αὐλῶν ἐάν τις ἀφέλῃ, τὸ λοιπὸν οὐδέν ἐστιν.
[230] Θαυμάζω δ᾽ ἔγωγε ὑμῶν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, καὶ ζητῶ πρὸς τί ἂν ἀποβλέψαντες ἀποψηφίσαισθε τὴν γραφήν. Πότερον ὡς τὸ ψήφισμά ἐστιν ἔννομον; ἀλλ᾽ οὐδεμία πώποτε γνώμη παρανομωτέρα γεγένηται. Ἀλλ᾽ ὡς ὁ τὸ ψήφισμα γράψας οὐκ ἐπιτήδειός ἐστι δίκην δοῦναι; οὐκ ἄρ᾽ εἰσὶ παρ᾽ ὑμῖν εὔθυναι βίου, εἰ τοῦτον ἀφήσετε. Ἐκεῖνο δ᾽ οὐ λυπηρόν, εἰ πρότερον μὲν ἐνεπίμπλατο ἡ ὀρχήστρα χρυσῶν στεφάνων οἷς ὁ δῆμος ἐστεφανοῦτο ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων, διὰ τὸ ξενικοῖς στεφάνοις ταύτην ἀποδεδόσθαι τὴν ἡμέραν, ἐκ δὲ τῶν Δημοσθένους πολιτευμάτων ὑμεῖς μὲν ἀστεφάνωτοι καὶ ἀκήρυκτοι γίγνεσθε, οὗτος δὲ κηρυχθήσεται;
[231] καὶ εἰ μέν τις τῶν τραγικῶν ποιητῶν τῶν μετὰ ταῦτα ἐπεισαγόντων ποιήσειεν ἐν τραγῳδίᾳ τὸν Θερσίτην ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων στεφανούμενον, οὐδεὶς ἂν ὑμῶν ὑπομείνειεν, ὅτι φησὶν Ὅμηρος ἄνανδρον αὐτὸν εἶναι καὶ συκοφάντην· αὐτοὶ δ᾽ ὅταν τὸν τοιοῦτον ἄνθρωπον στεφανῶτε, οὐκ οἴεσθε ἐν ταῖς τῶν Ἑλλήνων δόξαις συρίττεσθαι; οἱ μὲν γὰρ πατέρες ὑμῶν τὰ μὲν ἔνδοξα καὶ λαμπρὰ τῶν πραγμάτων ἀνετίθεσαν τῷ δήμῳ, τὰ δὲ ταπεινὰ καὶ καταδεέστερα εἰς τοὺς ῥήτορας τοὺς φαύλους ἔτρεπον· Κτησιφῶν δ᾽ ὑμᾶς οἴεται δεῖν ἀφελόντας τὴν ἀδοξίαν ἀπὸ Δημοσθένους περιθεῖναι τῷ δήμῳ.
[232] Καὶ φατὲ μὲν εὐτυχεῖς εἶναι, ὡς καὶ ἐστὲ, καλῶς ποιοῦντες, ψηφιεῖσθε δ᾽ ὑπὸ μὲν τῆς τύχης ἐγκαταλελεῖφθαι, ὑπὸ Δημοσθένους δὲ εὖ πεπονθέναι; καὶ τὸ πάντων ἀτοπώτατον, ἐν τοῖς αὐτοῖς δικαστηρίοις τοὺς μὲν τὰς τῶν δώρων γραφὰς ἁλισκομένους ἀτιμοῦτε, ὃν δ᾽ αὐτοὶ μισθοῦ πολιτευόμενον σύνιστε, στεφανώσετε; καὶ τοὺς μὲν κριτὰς τοὺς ἐκ τῶν Διονυσίων, ἐὰν μὴ δικαίως τοὺς κυκλίους χοροὺς κρίνωσι, ζημιοῦτε· αὐτοὶ δὲ οὐ κυκλίων χορῶν κριταὶ καθεστηκότες, ἀλλὰ νόμων καὶ πολιτικῆς ἀρετῆς, τὰς δωρεὰς οὐ κατὰ τοὺς νόμους οὐδ᾽ ὀλίγοις καὶ τοῖς ἀξίοις, ἀλλὰ τῷ διαπραξαμένῳ δώσετε;
[233] Ἔπειτ᾽ ἔξεισιν ἐκ τοῦ δικαστηρίου ὁ τοιοῦτος κριτὴς ἑαυτὸν μὲν ἀσθενῆ πεποιηκώς, ἰσχυρὸν δὲ τὸν ῥήτορα. Ἀνὴρ γὰρ ἰδιώτης ἐν πόλει δημοκρατουμένῃ νόμῳ καὶ ψήφῳ βασιλεύει· ὅταν δ᾽ ἑτέρῳ ταῦτα παραδῷ καταλέλυκε τὴν αὐτὸς αὑτοῦ δυναστείαν. Ἔπειθ᾽ ὁ μὲν ὅρκος, ὃν ὀμωμοκὼς δικάζει, συμπαρακολουθῶν αὐτὸν λυπεῖ· δι᾽ αὐτὸν γὰρ οἶμαι γέγονε τὸ ἁμάρτημα· ἡ δὲ χάρις πρὸς ὃν ἐχαρίζετο ἄδηλος γεγένηται· ἡ γὰρ ψῆφος ἀφανὴς φέρεται.
[234] Δοκοῦμεν δ᾽ ἔμοιγε, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ἀμφότερα καὶ κατορθοῦν καὶ παρακινδυνεύειν εἰς τὴν πολιτείαν, οὐ σωφρονοῦντες. Ὅτι μὲν γὰρ ἐπὶ τῶν νυνὶ καιρῶν οἱ πολλοὶ τοῖς ὀλίγοις προΐεσθε τὰ τῆς δημοκρατίας ἰσχυρά, οὐκ ἐπαινῶ· ὅτι δ᾽ οὐ γεγένηται φορὰ καθ᾽ ἡμᾶς ῥητόρων πονηρῶν ἅμα καὶ τολμηρῶν, εὐτυχοῦμεν. Πρότερον μὲν γὰρ τοιαύτας φύσεις ἤνεγκε τὸ δημόσιον, αἳ ῥᾳδίως οὕτω κατέλυσαν τὸν δῆμον· ἔχαιρε γὰρ κολακευόμενος, ἔπειτ᾽ αὐτὸν οὐχ οὓς ἐφοβεῖτο, ἀλλ᾽ οἷς ἑαυτὸν ἐνεχείριζε, κατέλυσαν·
[235] ἔνιοι δὲ καὶ αὐτοὶ τῶν τριάκοντα ἐγένοντο οἳ πλείους ἢ χιλίους καὶ πεντακοσίους τῶν πολιτῶν ἀκρίτους ἀπέκτειναν, πρὶν καὶ τὰς αἰτίας ἀκοῦσαι ἐφ᾽ αἷς ἔμελλον ἀποθνῄσκειν, καὶ οὐδ᾽ ἐπὶ τὰς ταφὰς καὶ ἐκφορὰς τῶν τελευτησάντων εἴων τοὺς προσήκοντας παραγενέσθαι. Οὐχ ὑφ᾽ ὑμῖν αὐτοῖς ἕξετε τοὺς πολιτευομένους; οὐ ταπεινώσαντες ἀποπέμψετε τοὺς νῦν ἐπηρμένους; οὐ μέμνησθ᾽ ὅτι οὐδεὶς πώποτε ἐπέθετο πρότερον δήμου καταλύσει, πρὶν ἂν μεῖζον τῶν δικαστηρίων ἰσχύσῃ;
***
[228] Μα τους θεούς του Ολύμπου, από όσα εγώ μαθαίνω ότι θα πει ο Δημοσθένης, εκείνο για το οποίο προπάντων αγανακτώ είναι αυτό που θα σας πω τώρα. Με παρομοιάζει δηλαδή στον χαρακτήρα με τις Σειρήνες, καθώς φαίνεται. Καθόσον, λέει, όσοι τις άκουγαν δεν μαγεύονταν από εκείνες, αλλά καταστρέφονταν. Γι᾽ αυτό ακριβώς το τραγούδι των Σειρήνων δεν έχει καλή φήμη· το ίδιο λοιπόν και η δική μου ρητορική ικανότητα και ο χαρακτήρας μου, λέει, έχουν παρασύρει στην καταστροφή όσους με ακούν. Και όμως, εγώ τουλάχιστον νομίζω ότι κανένας γενικά δεν δικαιούται να λέει κάτι τέτοιο για μένα. Γιατί, όταν ο κατήγορος δεν είναι σε θέση να παρουσιάσει πραγματικές αποδείξεις, τότε η κατηγορία είναι αισχρή.
[229] Αν όμως ήταν απαραίτητο να λεχθεί κάτι τέτοιο, δεν ταίριαζε να το πει ο Δημοσθένης, αλλά κάποιος στρατηγός που έχει μεν προσφέρει μεγάλες υπηρεσίες στην πόλη, δεν διαθέτει όμως το χάρισμα του λόγου και ως εκ τούτου ζηλεύει την έμφυτη ικανότητα του αντιδίκου του· και αυτό, επειδή έχει συνειδητοποιήσει ότι δεν μπορεί ο ίδιος να εκθέσει κανένα από τα κατορθώματά του, ενώ βλέπει ότι ο κατήγορος μπορεί να παρουσιάσει στους ακροατές του ότι έχει κατορθώσει ακόμη και όσα δεν έχει κάνει ο ίδιος. Όταν όμως ένας άνθρωπος που είναι φτιαγμένος από λέξεις, και μάλιστα όλο δηλητήριο και απάτη, καταφεύγει στην απλότητα και στα έργα, ποιος μπορεί να τον ανεχθεί; Αν κανείς αφαιρέσει από αυτόν τη γλώσσα, όπως αν αφαιρέσει από τον αυλό τη γλωττίδα, αυτό που απομένει είναι ένα τίποτε.
[230] Εγώ τουλάχιστον, Αθηναίοι, εκπλήσσομαι με σας και διερωτώμαι σε τι στηριζόμενοι θα απορρίπτατε την καταγγελία μου. Σε ποιο από τα δύο: Ότι το ψήφισμα είναι σύμφωνο με τον νόμο; Μα δεν έχει γίνει ποτέ ως τώρα περισσότερο παράνομη πρόταση. Μήπως ο εισηγηθείς το ψήφισμα δεν είναι το κατάλληλο πρόσωπο να τιμωρηθεί; Μα, εάν αθωώσετε αυτόν τον άνθρωπο, τότε θα καθιερώσετε την αρχή ότι κανένας δεν είναι υπεύθυνος για όσα έχει κάνει ως δημόσιος άνδρας στη ζωή του. Εξάλλου, δεν είναι ενοχλητικό που, ενώ παλαιότερα γέμιζε η ορχήστρα του θεάτρου με χρυσά στεφάνια, με τα οποία οι Έλληνες στεφάνωναν τον λαό μας —ήταν η ημέρα αυτή αφιερωμένη στην ανακήρυξη των στεφάνων που πρόσφεραν οι ξένοι— σήμερα, με την πολιτική του Δημοσθένη εσείς δεν δέχεστε πια στεφάνια ούτε ακούγεται καμιά ανακήρυξη, αλλά θα κηρυχθεί άξιος στεφανώματος αυτός;
[231] Αν κάποιος από τους τραγικούς ποιητές, που ύστερα από αυτά θα ανεβάσουν στη σκηνή τις τραγωδίες τους, παρουσιάσει τον Θερσίτη να στεφανώνεται από τους Έλληνες, κανένας από εσάς δεν θα το ανεχόταν, επειδή κατά τον Όμηρο ήταν άνανδρος και συκοφάντης. Όταν όμως εσείς οι ίδιοι στεφανώνετε έναν τέτοιον άνθρωπο, πιστεύετε ότι δεν θα διασυρθείτε από όλους του Έλληνες; Οι πρόγονοί σας απέδιδαν τα ένδοξα και λαμπρά κατορθώματα στον λαό· αντίθετα, τα ταπεινά και κατώτερα τα καταλόγιζαν στους φαύλους πολιτικούς. Ο Κτησιφών όμως πιστεύει ότι πρέπει, απαλλάσσοντας τον Δημοσθένη από την κακή φήμη του, να τη φορτώσετε στον λαό.
[232] Και, ενώ υποστηρίζετε ότι είστε ευνοημένοι από την τύχη, όπως και είστε πραγματικά, και καλά κάνετε που το λέτε, θα δείξετε με την ψήφο σας ότι έχετε εγκαταλειφθεί από την τύχη και ευεργετηθεί από τον Δημοσθένη; Και το πιο παράλογο από όλα· στα ίδια δικαστήρια, ενώ στερείτε τα πολιτικά δικαιώματα από αυτούς που καταδικάζονται για δωροδοκία, θα στεφανώσετε αυτόν που γνωρίζετε καλά ότι πολιτεύεται επ᾽ αμοιβή; Οι κριτές των αγώνων στις γιορτές του Διονύσου τιμωρούνται από σας, αν η κρίση τους δεν είναι αυτή που πρέπει για τους κυκλικούς χορούς· εσείς όμως, που έχετε οριστεί κριτές όχι απλώς κυκλικών χορών αλλά νόμων και πολιτικής αρετής, θα δώσετε τις ηθικές αμοιβές, ερχόμενοι σε σύγκρουση με τους νόμους, και όχι σε λίγους και στους άξιους αλλά σ᾽ αυτόν που τα κατάφερε με μηχανορραφίες;
[233] Εξάλλου, ο δικαστής που θα κρίνει κατ᾽ αυτόν τον τρόπο θα βγει από το δικαστήριο έχοντας κάνει τον εαυτό του ανίσχυρο, τον πολιτικό ισχυρό. Γιατί σε μια δημοκρατούμενη πόλη ο απλός πολίτης είναι βασιλιάς με τον νόμο και την ψήφο του. Όταν όμως παραχωρήσει αυτά σε κάποιον άλλον, τότε καταργεί μόνος του τη δύναμή του. Έπειτα, ο όρκος που έχει δώσει ως δικαστής τον ακολουθεί από κοντά και δεν τον αφήνει ήσυχο· γιατί εξαιτίας του, κατά τη γνώμη μου, έχει γίνει το αδίκημα. Τελικά, η ευγνωμοσύνη εκείνου χάρη του οποίου έχει γίνει η επιορκία είναι αδύνατο να εκδηλωθεί, αφού η ψηφοφορία είναι μυστική.
[234] Εγώ τουλάχιστον, Αθηναίοι, έχω τη γνώμη ότι και τα δύο, τόσο ο τρόπος με τον οποίο τα καταφέρνουμε όσο και το ότι βάζουμε σε κίνδυνο το πολίτευμά μας, προδίδουν ότι δεν είμαστε σώφρονες. Γιατί το γεγονός ότι στις σημερινές περιστάσεις σεις οι πολλοί εγκαταλείπετε στους λίγους τις ισχυρές θέσεις της δημοκρατίας δεν το επιδοκιμάζω. Είμαστε όμως τυχεροί που δεν μας έχουν παρουσιαστεί πολλοί πολιτικοί διεφθαρμένοι και συνάμα τολμηροί. Γιατί παλαιότερα η πολιτεία έβγαλε τέτοιους ανθρώπους, που τόσο εύκολα κατέλυσαν το δημοκρατικό πολίτευμα· γιατί ο λαός χαιρόταν να κολακεύεται, με αποτέλεσμα να χάνει την εξουσία, όχι από αυτούς που φοβόταν αλλά από εκείνους που εμπιστευόταν.
[235] Μερικοί έγιναν μέλη των Τριάκοντα, που σκότωσαν χωρίς δίκη περισσότερους από χίλιους πεντακόσιους πολίτες, πριν ακόμη ακούσουν τις κατηγορίες για τις οποίες επρόκειτο να πεθάνουν· δεν επέτρεπαν τους συγγενείς να παρευρεθούν ούτε και στην ταφή και στην εκφορά των νεκρών. Δεν θέλετε να έχετε τους πολιτικούς υπό τον έλεγχό σας; Δεν θα διώξετε ταπεινωμένους τους νυν επηρμένους; Δεν θυμάστε ότι κανείς ως τώρα δεν επιχείρησε να καταλύσει το δημοκρατικό πολίτευμα, πριν η δύναμή του υπερισχύσει αυτήν των δικαστηρίων;