Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Ἰφιγένεια ἡ ἐν Ταύροις (1-66)

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Πέλοψ ὁ Ταντάλειος ἐς Πῖσαν μολὼν
θοαῖσιν ἵπποις Οἰνομάου γαμεῖ κόρην,
ἐξ ἧς Ἀτρεὺς ἔβλαστεν· Ἀτρέως δὲ παῖς
Μενέλαος Ἀγαμέμνων τε· τοῦ δ᾽ ἔφυν ἐγώ,
5 τῆς Τυνδαρείας θυγατρὸς Ἰφιγένεια παῖς,
ἣν ἀμφὶ δίναις ἃς θάμ᾽ Εὔριπος πυκναῖς
αὔραις ἑλίσσων κυανέαν ἅλα στρέφει,
ἔσφαξεν Ἑλένης οὕνεχ᾽, ὡς δοκεῖ, πατὴρ
Ἀρτέμιδι κλειναῖς ἐν πτυχαῖσιν Αὐλίδος.
10 ἐνταῦθα γὰρ δὴ χιλίων ναῶν στόλον
Ἑλληνικὸν συνήγαγ᾽ Ἀγαμέμνων ἄναξ,
τὸν καλλίνικον στέφανον Ἰλίου θέλων
λαβεῖν Ἀχαιούς, τούς θ᾽ ὑβρισθέντας γάμους
Ἑλένης μετελθεῖν, Μενέλεῳ χάριν φέρων.
15 δεινῆς δ᾽ ἀπλοίας πνευμάτων τε τυγχάνων,
ἐς ἔμπυρ᾽ ἦλθε, καὶ λέγει Κάλχας τάδε·
Ὦ τῆσδ᾽ ἀνάσσων Ἑλλάδος στρατηγίας,
Ἀγάμεμνον, οὐ μὴ ναῦς ἀφορμήσῃ χθονός,
πρὶν ἂν κόρην σὴν Ἰφιγένειαν Ἄρτεμις
20 λάβῃ σφαγεῖσαν· ὅ τι γὰρ ἐνιαυτὸς τέκοι
κάλλιστον, ηὔξω φωσφόρῳ θύσειν θεᾷ.
παῖδ᾽ οὖν ἐν οἴκοις σὴ Κλυταιμνήστρα δάμαρ
τίκτει —τὸ καλλιστεῖον εἰς ἔμ᾽ ἀναφέρων—
ἣν χρή σε θῦσαι. καί μ᾽ Ὀδυσσέως τέχναις
25 μητρὸς παρείλοντ᾽ ἐπὶ γάμοις Ἀχιλλέως.
ἐλθοῦσα δ᾽ Αὐλίδ᾽ ἡ τάλαιν᾽ ὑπὲρ πυρᾶς
μεταρσία ληφθεῖσ᾽ ἐκαινόμην ξίφει·
ἀλλ᾽ ἐξέκλεψεν ἔλαφον ἀντιδοῦσά μου
Ἄρτεμις Ἀχαιοῖς, διὰ δὲ λαμπρὸν αἰθέρα
30 πέμψασά μ᾽ ἐς τήνδ᾽ ᾤκισεν Ταύρων χθόνα,
οὗ γῆς ἀνάσσει βαρβάροισι βάρβαρος
Θόας, ὃς ὠκὺν πόδα τιθεὶς ἴσον πτεροῖς
εἰς τοὔνομ᾽ ἦλθε τόδε ποδωκείας χάριν.
ναοῖσι δ᾽ ἐν τοῖσδ᾽ ἱερέαν τίθησί με·
35 ὅθεν νόμοισι τοῖσιν ἥδεται θεὰ
Ἄρτεμις, ἑορτῆς, τοὔνομ᾽ ἧς καλὸν μόνον—
τὰ δ᾽ ἄλλα σιγῶ, τὴν θεὸν φοβουμένη—
[θύω γὰρ ὄντος τοῦ νόμου καὶ πρὶν πόλει,
ὃς ἂν κατέλθῃ τήνδε γῆν Ἕλλην ἀνήρ.]
40 κατάρχομαι μέν, σφάγια δ᾽ ἄλλοισιν μέλει
ἄρρητ᾽ ἔσωθεν τῶνδ᾽ ἀνακτόρων θεᾶς.
ἃ καινὰ δ᾽ ἥκει νὺξ φέρουσα φάσματα,
λέξω πρὸς αἰθέρ᾽, εἴ τι δὴ τόδ᾽ ἔστ᾽ ἄκος.
ἔδοξ᾽ ἐν ὕπνῳ τῆσδ᾽ ἀπαλλαχθεῖσα γῆς
45 οἰκεῖν ἐν Ἄργει, παρθενῶσι δ᾽ ἐν μέσαις
εὕδειν, χθονὸς δὲ νῶτα σεισθῆναι σάλῳ,
φεύγειν δὲ κἄξω στᾶσα θριγκὸν εἰσιδεῖν
δόμων πίτνοντα, πᾶν δ᾽ ἐρείψιμον στέγος
βεβλημένον πρὸς οὖδας ἐξ ἄκρων σταθμῶν.
50 μόνος λελεῖφθαι στῦλος εἷς ἔδοξέ μοι,
δόμων πατρῴων, ἐκ δ᾽ ἐπικράνων κόμας
ξανθὰς καθεῖναι, φθέγμα δ᾽ ἀνθρώπου λαβεῖν,
κἀγὼ τέχνην τήνδ᾽ ἣν ἔχω ξενοκτόνον
τιμῶσ᾽ ὑδραίνειν αὐτὸν ὡς θανούμενον,
55 κλαίουσα. τοὔναρ δ᾽ ὧδε συμβάλλω τόδε·
τέθνηκ᾽ Ὀρέστης, οὗ κατηρξάμην ἐγώ.
στῦλοι γὰρ οἴκων παῖδές εἰσιν ἄρσενες·
θνῄσκουσι δ᾽ οὓς ἂν χέρνιβες βάλωσ᾽ ἐμαί.
[οὐδ᾽ αὖ συνάψαι τοὔναρ ἐς φίλους ἔχω·
60 Στροφίῳ γὰρ οὐκ ἦν παῖς, ὅτ᾽ ὠλλύμην ἐγώ.]
νῦν οὖν ἀδελφῷ βούλομαι δοῦναι χοὰς
παροῦσ᾽ ἀπόντι —ταῦτα γὰρ δυναίμεθ᾽ ἄν—
σὺν προσπόλοισιν, ἃς ἔδωχ᾽ ἡμῖν ἄναξ
Ἑλληνίδας γυναῖκας. ἀλλ᾽ ἐξ αἰτίας
65 οὔπω τίνος πάρεισιν; εἶμ᾽ ἔσω δόμων
ἐν οἷσι ναίω τῶνδ᾽ ἀνακτόρων θεᾶς.

***
ΣΚΗΝΗ: Ο ναός της Άρτεμης στη χώρα των Ταύρων· μπροστά στο ναό ένας βωμός.

Από το ναό βγαίνει η Ιφιγένεια.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Ο Πέλοπας, ο γιος του Τάνταλου, όταν
πήγε στην Πίσα άρμα γοργό οδηγώντας,
με του Οινόμαου παντρεύτηκε την κόρη·
γιος αυτωνών ο Ατρέας, και γιοι του Ατρέα,
Μενέλαος κι Αγαμέμνονας· πατέρας
δικός μου αυτός, και του Τυνδάρεου κόρη
η μάνα μου· ναι, εγώ είμαι η Ιφιγένεια,
που πιστεύουν πως μ᾽ έσφαξε ο γονιός μου
στην Άρτεμη για χάρη της Ελένης
στις ξακουστές κοιλάδες της Αυλίδας,
όπου ολοένα ο Εύριπος σβουρίζει,
από συχνούς στριφογυρίζει ανέμους
και τη γαλάζια θάλασσα ταράζει.
10 Χίλια καράβια ελληνικά εκεί πέρα
ο Αγαμέμνονας είχε μαζεμένα
νίκης λαμπρής ποθώντας το στεφάνι
για τους Αχαιούς να πάρει από την Τροία,
μα και για το Μενέλαο, που τον είχαν
προσβάλει αρπάζοντάς του την Ελένη.
Απ᾽ αγριοκαίρια στη στεριά δεμένος
μαντεία φωτιάς ζητούσε, κι είπε ο Κάλχας:
«Του ελληνικού στρατού αρχηγέ Αγαμέμνονα,
από τ᾽ αραξοβόλια πλοίο δε βγαίνει,
αν η Άρτεμη την κόρη σου Ιφιγένεια
για σφαχτό δεν τη λάβει στο βωμό της·
20 θύμα στη φωτοκράτα θεά είχες τάξει
της χρονιάς τ᾽ ομορφότερο βλαστάρι.»
Και πρώτη εμένα κρίνοντας στα κάλλη
προσθέτει: «Η Κλυταιμήστρα σου έχει κάμει
σπίτι σου κόρη· ανάγκη να τη σφάξεις.»
Και δολερά απ᾽ τη μάνα μου με πήραν
με του Οδυσσέα τις πονηριές, πως τάχα
γυναίκα θα γινόμουν του Αχιλλέα.
Σαν πήγα στην Αυλίδα, ανάερα πάνω
απ᾽ το βωμό με πιάσανε τη δόλια
και με σπαθί με σφάζαν· η Άρτεμη όμως
κρυφά με πήρε, αντίς για με ένα λάφι
έδωσε στους Αχαιούς, κι από τη λάμψη
περνώντας με του αιθέρα, εδώ στη χώρα
30 να κατοικήσω μ᾽ έφερε των Ταύρων,
που την ορίζει, βάρβαρος βαρβάρων
ρήγας, ο Θόας· τον ονομάσανε έτσι
γιατί φτερά στα πόδια του λες κι έχει.
Μ᾽ έβαλε εδώ για ιέρεια του ναού της·
με τα έθιμα —χαρές της θεάς— βαδίζω
μιας γιορτής, που είναι μόνο τ᾽ όνομά της
ωραίο, όσο για τ᾽ άλλα πια ... σωπαίνω·
τη θεά φοβούμαι. Εδώ αν κανείς ξεπέσει
Έλληνας, για θυσία τον ετοιμάζω
—αυτή ηταν η συνήθεια και πριν νά ᾽ρθω—,
40 μα της σφαγής της άρρητης την έγνοια
μες στο ιερό της θεάς την έχουν άλλοι.
Τ᾽ όνειρο τώρα που είδα ψες τη νύχτα
θα πω στο φως· γιατρειά ίσως τούτο φέρει·
έμενα, λέει, μακριά απ᾽ αυτή τη χώρα,
στ᾽ Άργος, κι ενώ κοιμόμουν στο δωμάτιο
των κοριτσιών, σεισμός τη γη τραντάζει·
έφυγα, στάθηκα έξω, και είδα τότε
να πέφτει του σπιτιού η γρηπίδα, η στέγη
να σωριάζεται ολούθε απ᾽ τ᾽ ακροστύλια.
50 Μου φάνηκε πως ένας μόνο στύλος
από το πατρικό μου έμεινε σπίτι,
ξανθά μαλλιά φυτρώσαν στην κορφή του
και πήρε ανθρωπινή λαλιά· και το έργο
κάνοντας που έχω εδώ —θυσία των ξένων—
του ᾽ριχνα εγώ τον αγιασμό με θρήνους,
για να σφαχτεί. Και νά πώς το ξηγάω
τ᾽ όνειρο αυτό: ο Ορέστης, που για θύμα
τον ετοίμαζα, πέθανε· γιατ᾽ είναι
τ᾽ αρσενικά παιδιά των σπιτιών στύλοι,
κι όποιον το ράντισμά μου βρει, πεθαίνει.
Σ᾽ άλλους δικούς τ᾽ όνειρο δεν ταιριάζει·
60 σα με σκοτώναν, γιο δεν είχε ο Στρόφιος.
Τώρα λοιπόν στο μακρινό μου αδέρφι
χοές να ρίξω θέλω από δω χάμω
—το μόνο που μπορώ— με τις γυναίκες
τις Ελληνίδες που έχει βάλει ο ρήγας
στη δούλεψή μου. Αλλά ποιός να ᾽ναι ο λόγος
κι ακόμα δε φανήκανε; Πηγαίνω
μες στο ναό, που αυτός και σπίτι μου είναι.
Μπαίνει στο ναό. Παρουσιάζονται ο Ορέστης και ο Πυλάδης,
βαδίζοντας με προφύλαξη.

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της, Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΣΤΑ ΝΕΟΤΕΡΑ ΧΡΟΝΙΑ: Κλασικισμός (18ος-19ος αιώνας)

12.4. Κλασικισμός - Ελληνική αναβίωση

Η έννοια του κλασικού στο λεξικό The Oxford English Dictionary διατυπώνεται ως εξής: «Κλασικός είναι ο όρος για υψηλά επιτεύγματα, αναγνωρισμένη υπεροχή, το μέτρο για την τέλεια ομορφιά. Η κλασική μουσική έχει καθαρότητα, κανονικότητα και καθορισμένες φόρμες. Οι Έλληνες και Λατίνοι συγγραφείς είναι κλασικοί και όλη η ελληνική και ρωμαϊκή τέχνη της Αρχαιότητας ονομάζεται κλασική. Κλασικό γλυπτό είναι αυτό που έχει τέλειο νατουραλισμό και τέλεια εκτέλεση, όπως ο Απόλλων του Belvedere.» Στην Αγγλία ο όρος classics σήμαινε καταρχήν τα αριστουργήματα της ελληνικής και λατινικής φιλολογίας. Στην τέχνη ο κλασικισμός σημαίνει κλασικές αξίες που ίσχυαν και θα ισχύουν και στις επόμενες γενιές. Οι ιδέες των Βίνκελμαν, Λέσιγκ, Σλέγκελ είναι μέρος της ευρωπαϊκής ιστορίας. Επηρεάζουν το θέατρο, την όπερα, τη μουσική. Ο Μπετόβεν θαυμάζει τον Όμηρο, τους ήρωες και ως ένα σημείο τον Ναπολέοντα. Στις εισαγωγές του Προμηθέας και Κοριολανός προσπαθεί να μεταδώσει το ηρωικό πνεύμα της Αρχαιότητας, καθώς και τη βαθιά αίσθηση της κλασικής ισορροπίας και φόρμας που μοιράζεται με τους Γκέτε και Σίλερ. Ο Κερουμπίνι το 1797 θα αξιοποιήσει στην όπερα Μήδεια το δραματικό χρώμα της αρχαίας τραγωδίας.

Ο κλασικισμός στις εικαστικές τέχνες, όπως και στην αρχιτεκτονική του 19ου αιώνα, στηρίζεται στη μίμηση της Αρχαιότητας και στην παραδοχή ενός συστήματος αξιών που αποδίδονται στους αρχαίους. Είναι η προγραμματική αναφορά σε έργα και μορφές της ελληνορωμαϊκής Αρχαιότητας, η δημιουργική σύνθεση με εργαλείο αρχετυπικές μορφές του παρελθόντος. Χαρακτηριστικά αυτής της τέχνης είναι η ακρίβεια στον σχεδιασμό, η καθαρότητα της σύνθεσης, των περιγραμμάτων, η συμμετρία, η χρωματική λιτότητα (η Αρχαιότητα είναι ακόμη για την Ευρώπη ένας κόσμος λευκών, μαρμάρινων γλυπτών), η εξιδανίκευση των μορφών. Κλασικά θέματα, αλλά και χρήση αρχαίων προτύπων στη γλυπτική και στη ζωγραφική διατηρούν ανοιχτή την επικοινωνία με τον αρχαίο κλασικό κόσμο. Η ευρωπαϊκή πλαστική καθορίζεται από τα ελγίνεια —τα βρίσκουν ορθολογικά (rational). Στις αρχές του 19ου αιώνα παραληρούν για τον Παρθενώνα· κατά τον Φούσλι μάλιστα: «The Greeks were gods!» "Όι Έλληνες ήταν θεοί".

Το αγαπημένο θέμα των ανθρώπων είναι ο εγωϊσμός τους

Κανείς άνθρωπος δεν θα καταφέρει να πάει στο επόμενο επίπεδο, να πετύχει κάτι πιο σημαντικό από αυτό που έχει σήμερα, αν δεν κατανοήσει τη φύση του.

Το πρώτο και ουσιαστικό που πρέπει να γνωρίζεις για τη φύση σου είναι ότι μπορείς να την ξεπεράσεις.

Και έπειτα καθετί που κάνεις ή δεν κάνεις είναι για να λάβεις κάποιου είδους ευχαρίστηση ή για να αποφύγεις μια δυσαρέσκεια που συνδέεται με αυτό. Όλα λοιπόν είναι εγωιστικά.

Τι είναι ο εγωισμός

Τι είναι ωστόσο εγωισμός; Οι περισσότεροι θεωρούν ότι είναι κάτι πολύ κακό. Γίνεται όμως να είναι κακή η φύση του ανθρώπου; Φυσικά όχι. Στο συγκεκριμένο άρθρο, εγωιστικό θεωρούμε αυτό που κάνουμε ή δεν κάνουμε, για να πετύχουμε μια προσωπική ευχαρίστηση ή για να αποφύγουμε μια ανεπιθύμητη κατάσταση.

Για παράδειγμα, οι περισσότεροι θεωρούν μη εγωιστική την αγάπη μιας μητέρας για το παιδί της ή την αυτοθυσία στο όνομα της αγάπης ή ένα δώρο που κάνουμε χωρίς να παίρνουμε ανταπόδοση. Αλτρουιστικές πράξεις οι οποίες δεν εμπεριέχουν όφελος γι' αυτόν που τις προσφέρει.

Ισχύει όμως κάτι τέτοιο; Ακόμα και αυτός που θυσιάζεται στο όνομα της αγάπης, λαμβάνει περισσότερη ευχαρίστηση από τον θάνατο, παρά από τη ζωή χωρίς το αγαπημένο του πρόσωπο. Πεθαίνει λοιπόν για τον ίδιο και όχι γι' αυτόν που αγαπά.

Βασικά, πεθαίνει γι' αυτόν που περισσότερο αγαπά. Τον εαυτό του. Η μητέρα που δεν τρώει για να ταΐσει το παιδί της, το κάνει γιατί ο πόνος που θα ένιωθε, βλέποντας το παιδί να πεινάει, θα ήταν μεγαλύτερος από τον πόνο που προκαλεί η πείνα της. Κάποιος που δίνει χρήματα σε έναν ζητιάνο χωρίς να περιμένει να λάβει πίσω κάτι, έχει ήδη λάβει πολλαπλάσια από όσα έδωσε: την ευχαρίστηση ότι βοήθησε. Η αυτοεικόνα του βελτιώθηκε, αισθάνεται ήδη καλύτερος άνθρωπος.

Έχοντας λοιπόν διασαφηνίσει την έννοια του εγωισμού, μπορούμε να διακρίνουμε δύο κατηγορίες: τον καλό και τον κακό εγωισμό.

Καλός και κακός εγωισμός

Ο καλός εγωισμός αποσκοπεί στην προσωπική ευχαρίστηση μέσω της ευχαρίστησης των άλλων και ο κακός εγωισμός αποσκοπεί στην ευχαρίστηση με κάθε μέσο, ακόμα και μέσα από τον πόνο των άλλων. Σκέψου δύο άντρες που ο στόχος τους είναι να «κερδίσουν» μια γυναίκα. Ο ένας, ο κακός εγωιστής, προχωρά στην πιο επαίσχυντη πράξη απ' όλες: τον βιασμό. Ο δεύτερος, ο καλός εγωιστής, αποφασίζει να την κερδίσει δίνοντας της αγάπη, τρυφερότητα, ικανοποιώντας κάθε της ανάγκη.

Ο πρώτος κατέκτησε προσωρινά το σώμα της ασκώντας βία, ο δεύτερος την καρδιά της. Ο πρώτος πληρώνει τις συνέπειες καθώς της προκάλεσε ανείπωτο πόνο: αντιμετωπίζει τη φυλάκιση, τη διαπόμπευση, την απομόνωση, την οργή. Μακροπρόθεσμα, έχασε περισσότερα από αυτά που κέρδισε στιγμιαία.

Για ποιον λόγο, όμως, τελικά τον τιμωρούμε; Για αυτό που έκανε ή για εμάς; Είπαμε όλα είναι εγωιστικά. Δεν φυλακίζουμε έναν εγκληματία για να τον τιμωρήσουμε για την πράξη του, αλλά για να τον εμποδίσουμε να εξασκήσει την τέχνη του πάνω μας. Ο καλός εγωιστής κερδίζει όλο και περισσότερα συνεχώς. Ο κακός εγωιστής θα τιμωρηθεί με τον έναν ή τον άλλο τρόπο: από τον εαυτό του, από τους άλλους, από την ίδια τη ζωή.

Ας αναφερθούμε τώρα στην πρόθεση. Η πρόθεση ναι μεν είναι σημαντική, αλλά πιο σημαντικό είναι το αποτέλεσμα. Ακούμε ανθρώπους να λένε: «Δεν είχα πρόθεση να σε πληγώσω», και την επόμενη φορά κάνουν ακριβώς το ίδιο.

Χρησιμοποιούν ως άλλοθι την πρόθεση ή την αγάπη τους για να ικανοποιούν τον εαυτό τους, αδιαφορώντας για το αν δημιουργούν πόνο. Αυτός είναι ο ορισμός του κακού εγωιστή. Φυσικά και είναι σημαντική η πρόθεσή σου, όμως προτιμότερο είναι να ελέγχει το αποτέλεσμα της δράσης σου.

Η πρόθεση και η πράξη

Για παράδειγμα, αν χαστουκίσω κάποιον και μετά του πω ότι δεν είχα την πρόθεση να το κάνω, ο πόνος θα φύγει ή μήπως το σημάδι στο μάγουλό του θα εξαφανιστεί από τη δική μου καλή πρόθεση; Αν, την επόμενη φορά, αντί να τον ξαναχτυπήσω χρησιμοποιώντας πάλι ως δικαιολογία την πρόθεσή μου, ταυτίσω την πρόθεση με την πράξη μου και δεν ασκήσω βία, τότε θα έχω αποδείξει ότι νοιάζομαι λίγο παραπάνω. Προτιμώ μια καλή πρόθεση χωρίς χαστούκι παρά ένα χαστούκι με καλή πρόθεση.

Αυτός που ελέγχει το αποτέλεσμα των πράξεών του και δεν χρησιμοποιεί την καλή πρόθεση ή την αγάπη του ως δικαιολογία, είναι ένας καλός εγωιστής. Ο καλός εγωιστής κερδίζει όλο και περισσότερα, γιατί προσφέρει όλο και περισσότερα, κοπιάζει περισσότερο. Άλλωστε: Ο,τιδήποτε αξίζει τον κόπο σε αυτήν τη ζωή, θέλει κόπο.

Είναι πολύ πιο εύκολο να κάνεις το κακό απ' ό,τι το καλό, όπως είναι πολύ πιο εύκολο να λερώσεις ένα άσπρο πουκάμισο με μια χούφτα λάσπη. Και πόσο δύσκολο όμως είναι να το καθαρίσεις μετά!

Αντίστοιχα, είναι πολύ πιο εύκολο να είσαι κακός εγωιστής απ' ότι να είσαι καλός. Η ανταπόδοση του καλού εγωιστή είναι όμως πολύ μεγαλύτερη. Από την άλλη, ο πόνος για τον κακό εγωιστή, κάποια στιγμή, με κάποιον τρόπο, θα είναι πολύ μεγαλύτερος από οποιαδήποτε ευχαρίστηση έλαβε.

Όταν λέμε για κάποιον: «Είναι εξαιρετικό παιδί», στην πραγματικότητα εννοούμε «μου φέρεται καλά». Το «εγώ» μας επιζητά συνεχώς ικανοποίηση και η εικόνα που έχουμε για τους άλλους περνά μέσα από εμάς.

Οι περισσότεροι άνθρωποι προσπαθούν να ικανοποιήσουν το «εγώ» τους, να λάβουν ευχαρίστηση και να νιώσουν αναγνώριση με τους εξής τρόπους: Μιλώντας οι ίδιοι για τον εαυτό τους.

Θυματοποίηση

Σχολιάζοντας αρνητικά τους άλλους τους υποβιβάζουν, κάτι που τους προσφέρει μια αίσθηση ανωτερότητας και δύναμης. Στην πραγματικότητα εκφράζουν προς κάθε κατεύθυνση την ασφάλεια και τον φόβο τους. Πολλές φορές μιλούν αρνητικά και για τους ίδιους, αναγκάζοντας έτσι τους άλλους να μιλήσουν θετικά. Η θυματοποίηση είναι ένας τρόπος για να τραβήξει κάποιος την προσοχή των γονιών του.

Συχνά, αυτό δεν γίνεται καν συνειδητά θα σου τύχει να εκθειάζεις κάποιον και να μη δέχεται τη φιλοφρόνησή σου.

Για παράδειγμα: «Ωραίο το φαγητό σου», «Μπα, δεν μου πέτυχε η σάλτσα, παιδί μου». «Μα τι λες τώρα; Είναι καταπληκτικό», επιμένεις εσύ. Σε κάποιον άλλο, πάλι, θα πεις: «Ωραίο πουκάμισο». «Μπα φτηνό είναι», θα απαντήσει εκείνος. «Μα είναι πραγματικά καλό», λες εσύ. Η μετριοφροσύνη είναι ο πιο διπλωματικός τρόπος να ζητήσεις τον έπαινο ενός ανθρώπου.

Η μαγείρισσα του παραδείγματος είναι σαν να σου λέει: «Δεν πέτυχα τη σάλτσα, κι όμως σου αρέσει. Φαντάσου να την πετύχαινα τι θα έλεγες». Μειώνοντας την αξία του φαγητού της, αυξάνει την αξία της ικανότητάς της, και ταυτόχρονα σε προτείνει να την παινέψεις περισσότερο.

Το συμπέρασμα ποιο είναι; ότι είναι καλή μαγείρισσα. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση του πουκαμίσου. Ένα απλό «ευχαριστώ» ή ένα χαμόγελο ως απάντηση στη φιλοφρόνηση, θα ήταν αρκετό και στις δυο περιπτώσεις.

Η δύναμη των λέξεων

Η δύναμη μερικών λέξεων είναι τόσο καθολική, σαν να έχουμε υπερόπλα στην κατοχή μας, αλλά δεν ξέρουμε, πρώτον, ότι είναι υπερόπλα και, δεύτερον, πώς να τα χρησιμοποιήσουμε. Οι όμορφες λέξεις πρέπει να λέγονται, να επικοινωνούνται. Τα αγαπημένα πρόσωπα πρέπει να μάθουν ότι τα αγαπάμε, ότι τα νοιαζόμαστε. Οι άνθρωποι γύρω μας, γνωστοί ή άγνωστοι, έχουν ανάγκη από ευγένεια και προσοχή.

Θέλουν κάποιον να τους κάνει να νιώσουν σπουδαίοι. Μην είσαι λοιπόν φειδωλός στην «καλημέρα», στο «χάρηκα», στο «χαμόγελο». Άκου αυτόν που σου μιλάει όταν σου μιλάει, και μη σκέφτεσαι τι θα πεις εσύ όταν τελειώσει.

Κάθε φορά που ολοκληρώνει κάποιος μια φράση, μη μιλάς για την αντίστοιχη δική σου εμπειρία. Αντίθετα, ρώτησέ τον περισσότερα για τη δική του. Μην κρίνεις, μη σχολιάζεις, σταμάτα να χρησιμοποιείς τη λέξη «εγώ». Μίλα για το αγαπημένο θέμα των άλλων: τον εαυτό τους. Μόνο ρίχνοντας τον εγωισμό σου, τρέφεις τον εγωισμό σου. Πρακτικά αυτό σημαίνει πως, αν δεν μιλάς για τον εαυτό σου, δηλαδή ρίξεις τον εγωισμό σου, θα σε συμπαθήσουν οι άλλοι, άρα θα θρέψεις τον εγωισμό σου.

Το αγαπημένο θέμα των ανθρώπων είναι ο εγωισμός τους

Όταν κοιτάς μια φωτογραφία με εσένα και δεκάδες άλλους ανθρώπους μέσα σε αυτήν, σε ποιον θα εστιάσεις; Αν βρεθείς μπροστά σε έναν καθρέφτη με κάποιον δίπλα σου, ποιου το είδωλο κοιτάς περισσότερο; Πιθανότατα έδωσες τις απαντήσεις «σε εμένα» και «το δικό μου». Μόλις έμαθες ποιο είναι το αγαπημένο θέμα όλων των ανθρώπων. Κι όταν ξέρεις τι αγαπά κάποιος περισσότερο, είναι πολύ πιο εύκολο να τον ικανοποιήσεις.

Μίλα λοιπόν στους άλλους για το αγαπημένο τους θέμα, τον εαυτό τους. Πρόσφερέ τους κι άλλο από εκείνους. θα σε αγαπήσουν. Κι αν το αγαπημένο θέμα των ανθρώπων είναι ο εαυτός τους, η πιο αγαπημένη λέξη τους στον κόσμο είναι το όνομά τους. Να θυμάσαι το όνομα αυτού που γνωρίζεις. Για να μην το ξεχνάς, μπορείς να το επαναλαμβάνεις πολλές φορές από μέσα σου την ώρα που σου συστήνεται. Επίσης, φέρε στο μυαλό σου την εικόνα κάποιου γνωστού σου που έχει το ίδιο όνομα. Θα είναι πολύ πιο εύκολο να το θυμηθείς όταν θα το χρειαστείς.

Και σταμάτα να έχεις συνεχώς δίκιο. Κανείς δεν μπορεί να είναι συνεχώς σωστός. Δεν βγαίνουν τα μαθηματικά. Άλλωστε, το δίκιο δεν είναι παρά μία ιστορία στο μυαλό μας. Και οι άλλοι δίκιο νομίζουν πως έχουν. Κάποιος όμως πρέπει να έχει άδικο, δεν μπορεί. Ή απλά, μπορεί όλοι να έχουν δίκιο.

Διάλεξε αν θες να έχεις υγιείς σχέσεις ή αν προτιμάς να έχεις πάντα δίκιο και να είσαι ένας πετυχημένος κριτής των πάντων, εξεταστής, δικαστής και κατήγορος, αλλά μόνος. Αυτός που θέλει να έχει πάντα δίκιο, στο τέλος μένει μόνος του με μόνη παρέα το δίκιο του. Βάλε στο λεξιλόγιό σου τη φράση «σε καταλαβαίνω» και κατάλαβε τους συνανθρώπους σου περισσότερο.

Φρίντριχ Νίτσε: Πέρα από το καλό και το κακό

Πώς κάναμε τα πάντα γύρω μας φωτεινά και ελεύθερα και ελαφρά και απλά! Πώς μάθαμε να δίνουμε στις αισθήσεις μας ένα διαβατήριο για καθετί επιφανειακό, στις σκέψεις μας μια θεϊκή επιθυμία για θρασύτατα άλματα και λαθεμένα συμπεράσματα! — πώς καταλάβαμε από την αρχή πώς να διατηρούμε την αμάθειά μας ώστε να απολαμβάνουμε μια σχεδόν ασύλληπτη ελευθερία, ανενδοίαστη διάθεση, απρονοησία, ανδρεία, ευδιαθεσία της ζωής, ώστε να απολαμβάνουμε τη ζωή!

Και μόνο πάνω σ’ αυτήν την στέρεη πια και γρανιτένια βάση της αμάθειας μπόρεσε να ανυψωθεί μέχρι τώρα η επιστήμη, η θέληση για γνώση πάνω στη βάση μιας ακόμη πιο ισχυρής θέλησης, της θέλησης για μη γνώση, για αβεβαιότητα, για αναλήθεια! Όχι ως αντίθεσή της, αλλά — ως εκλέπτυνσή της!

Γιατί ακόμη κι αν, εδώ όπως κι αλλού, η γλώσσα δεν μπορεί να ξεπεράσει την χοντροφτιαξιά της και συνεχίζει να μιλά για αντιθέσεις εκεί όπου υπάρχουν μόνο βαθμοί και λεπτές αποχρώσεις· ακόμη κι αν ο ενσαρκωμένος ταρτουφισμός της ηθικής που είναι τώρα μέρος της ακατανίκητης «σάρκας και αίματός» μας γυρίζει τα λόγια ακόμη και στα δικά μας στόματα, ημών των ανθρώπων της γνώσης: πότε πότε συλλαμβάνουμε το γεγονός αυτό και γελάμε με το ότι ακριβώς η καλύτερη γνώση είναι εκείνη που θέλει περισσότερο να μας κρατήσει σ’ αυτόν τον απλοποιημένο, ολότελα τεχνητό, κατασκευασμένο, παραποιημένο κόσμο, με το ότι αγαπά θέλοντας και μη την πλάνη, επειδή αυτή, η ζωντανή — αγαπά τη ζωή!

Έπειτα από μια τόσο χαρούμενη εισαγωγή, θα ήθελα να ακουστεί μια σοβαρή λέξη: απευθύνεται στους σοβαρότερους.

Προσέξτε, φιλόσοφοι και φίλοι της γνώσης, και προφυλαχτείτε από το μαρτύριο! Από το να υποφέρετε «για χάρη της αλήθειας»! Ακόμη και από την προσωπική υπεράσπισή σας!

Μιαίνει όλη την αθωότητα και τη λεπτή ουδετερότητα της συνείδησής σας, σας κάνει ισχυρογνώμονες απέναντι σε ενστάσεις και κόκκινα πανιά, σας κάνει ηλίθιους, σας αποκτηνώνει, όταν στον αγώνα με τον κίνδυνο, τη συκοφαντία, την υποψία, την αποπομπή και με ακόμη μεγαλύτερες συνέπειες της έχθρας, πρέπει τελικά να δράσετε σαν υπερασπιστές της αλήθειας πάνω στη γη — σάμπως να ήταν η «αλήθεια» ένα τόσο άβλαβο και αδέξιο πρόσωπο, που θα είχε ανάγκη από συνηγόρους!

Και μάλιστα από σας, εσάς ιππότες της ελεεινής μορφής, εσάς που κάθεστε στις γωνιές και σαν αράχνες υφαίνετε τους ιστούς του πνεύματος! Στο κάτω κάτω, ξέρετε αρκετά καλά ότι δεν έχει σημασία αν έχετε εσείς δίκιο, ακριβώς όπως κανένας φιλόσοφος δεν είχε δίκιο μέχρι σήμερα, και ότι μια πιο αξιέπαινη φιλαλήθεια μπορεί να βρίσκεται σε κάθε μικρό ερωτηματικό που βάζετε μετά τις ευνοούμενες λέξεις και θεωρίες σας (και περιστασιακά μετά τους ίδιους τους εαυτούς σας) παρά σε όλες τις επίσημες στάσεις σας και στις έξυπνες απαντήσεις σας ενώπιον δικαστηρίων και κατηγόρων!

Σταθείτε καλύτερα παράμερα! Φύγετε και μείνετε κρυμμένοι! Και να φοράτε τη μάσκα σας και να χρησιμοποιείτε τη λεπτότητά σας για να μπορούν να σας παίρνουν για άλλους!

Ή να φοβάστε λιγάκι! Και μην ξεχνάτε τον κήπο, τον κήπο με τα χρυσά κιγκλιδώματα! Και να έχετε ανθρώπους γύρω σας, που είναι σαν κήπος — ή σαν τη μουσική πάνω από τα νερά το απόγευμα, όταν η μέρα γίνεται κιόλας ανάμνηση· — διαλέξτε την καλή μοναξιά, την ελεύθερη, απειθάρχητη, ελαφριά μοναξιά, που σας δίνει ένα δικαίωμα να μείνετε κατά κάποια έννοια καλοί!

Πόσο φαρμακερό, πόσο δόλιο, πόσο κακό σε κάνει κάθε μακρόχρονος πόλεμος όταν δεν μπορεί να διεξαχθεί ανοιχτά! Πόσο προσωπικό σε κάνει ένας μακρόχρονος φόβος, ένα μακρόχρονο κοίταγμα για εχθρούς, για πιθανούς εχθρούς!

Αυτοί οι απόβλητοι της κοινωνίας, αυτοί οι επί μακράν καταδιωγμένοι και άγρια κυνηγημένοι — όπως και εκείνοι που έγιναν ερημίτες κατ’ ανάγκην, οι Σπινόζα ή οι Τζιορντάνο Μπρούνο — γίνονται στο τέλος πάντα εκλεπτυσμένοι φιλεκδικητικοί και δηλητηριαστές, ακόμη κι αν το κάνουν αυτό κάτω από την πιο πνευματική μασκαράτα και ίσως δίχως να το ξέρουν (ας σκάψουμε μια φορά τα θεμέλια της ηθικής και της θεολογίας του Σπινόζα!) — για να μη μιλήσω για την ηλιθιότητα της ηθικής αγανάκτησης, η οποία είναι στον φιλόσοφο αλάθητο σημάδι ότι έχει χάσει το φιλοσοφικό χιούμορ του.

Το μαρτύριο του φιλοσόφου, η «θυσία του για την αλήθεια», φέρνει στο φως τι ήταν μέσα του, ταραχοποιός και ηθοποιός· και αν υποτεθεί ότι τον έχουν κοιτάξει μέχρι τώρα μόνο με καλλιτεχνική περιέργεια, είναι εύκολο να καταλάβουμε ότι στην περίπτωση πολλών φιλοσόφων υπάρχει η επικίνδυνη επιθυμία να τους δουν για μια φορά στον ξεπεσμό τους (ξεπεσμένους σε «μάρτυρες», σε φαφλατάδες της σκηνής ή του βήματος).

Αλλά αν έχει κανείς μια τέτοια επιθυμία, πρέπει να είναι σαφές τι θα δει στην περίπτωση αυτή — μόνον ένα σατιρικό έργο, μόνο μια φάρσα που παίζεται μετά το κυρίως έργο, μόνο μια συνεχή απόδειξη ότι η μεγάλης διάρκειας τραγωδία έχει φτάσει στο τέλος: με την προϋπόθεση ότι κάθε φιλοσοφία ήταν στην έναρξή της μια τραγωδία μεγάλης διάρκειας.

Φρίντριχ Νίτσε, Πέρα από το καλό και το κακό

Ο Επίκουρος, ο Λουκρήτιος και ο φιλοσοφικός διαφωτισμός των ανθρώπων

O Επίκουρος, ο Αθηναίος φιλόσοφος που έζησε στην αρχή της Ελληνιστικής εποχής περί το 300 π.Χ. κατανόησε την φύση του ανθρώπου και του σύμπαντος και έδειξε τον δρόμο προς την ευδαιμονική ζωή. Υπήρξε ο πρώτος ανθρωπιστής φιλόσοφος επειδή ενδιαφέρθηκε για την ευτυχία όλων των ανθρώπων. Σε μια εποχή που η Πλατωνική Ακαδημία και το Αριστοτελικό Λύκειο δίδασκαν μόνο πλούσιους άνδρες, στην σχολή του, τον Κήπο, δίδαξε ισότιμα πλούσιους και φτωχούς, άνδρες και γυναίκες, εταίρες και δούλους.

Κατά τον διάσημο ψυχίατρο Ίρβιν Γιάλομ, ο Επίκουρος ήταν ο πρώτος υπαρξιακός ψυχοθεραπευτής επειδή ενδιαφέρθηκε να καταπραΰνει την ψυχική ταραχή, που οφείλεται στον υποσυνείδητο φόβο του θανάτου.

Υπήρξε ο πρώτος διαφωτιστής φιλόσοφος επειδή αντιλήφθηκε πως μόνο με την παρατήρηση της φύσης και την επιστημονική γνώση θα μπορέσουν οι άνθρωποι να γλυτώσουν από την δεισιδαιμονία και τους παράλογους μεταφυσικούς φόβους. Υπήρξε ο πρώτος φιλόσοφος που δίδαξε ότι η αληθινή ευλάβεια προς το θείο είναι ο σεβασμός και ο θαυμασμός για την υπέροχη και ευδαίμονα φύση των θεών και είναι ανοησία και ασέβεια να τους φοβόμαστε ή να θέλουμε να τους χρησιμοποιούμε σαν υπηρέτες που ικανοποιούν τις επιθυμίες μας.

Υπήρξε ο πρώτος φιλόσοφος που μίλησε για την ύπαρξη του τυχαίου στην φύση που επιτρέπει την ελεύθερη βούληση των ανθρώπων. Υπήρξε ο πρώτος φιλόσοφος που συνέδεσε την ελεύθερη βούληση με την φρόνηση, την κριτική σκέψη, την υπευθυνότητα και την ηδονική άσκηση της αρετής. Υπήρξε ο πρώτος που μίλησε για πρόοδο της ανθρωπότητας από την πρωτόγονη στην πολιτισμένη εποχή, που βασίζεται στην παρατήρηση της φύσης, την ανάπτυξη της τεχνολογίας και την ηθική και πολιτιστική ωρίμανση των ανθρώπων.

Για τον Επίκουρο δεν υπάρχει ευχάριστη ζωή αν δεν συνοδεύεται από φρόνηση, καλοσύνη και δικαιοσύνη και δεν υπάρχει φρόνηση, καλοσύνη και δικαιοσύνη αν δεν υπάρχει ευχαρίστηση. Η δικαιοσύνη δεν είναι αυθύπαρκτη στην φύση αλλά απορρέει από την συμφωνία των ανθρώπων να μην βλάπτουν και να μην βλάπτονται, δηλαδή από το κοινωνικό συμβόλαιο.

Ο Επίκουρος θεωρεί υποκρισία κάθε έννοια καθήκοντος ή σκοπού που δεν έχει επίκεντρο τον άνθρωπο. Η φρόνηση, ο ενάρετος και ηδονικός βίος με σχετική αυτάρκεια και με απόκτηση αληθινών φίλων μπορούν να εξασφαλίσουν την ευτυχία κάθε ανθρώπου.

Με την παρατήρηση και την αναλογική μεθοδολογία που ανέπτυξε, ο Επίκουρος διατύπωσε απόψεις που επιβεβαιώθηκαν τους τελευταίους δυο αιώνες από την Επιστήμη. Μεταξύ αυτών είναι η ατομική σύσταση του σύμπαντος, ο νόμος της αφθαρσίας της ύλης, το βάρος των ατόμων, οι νέες ιδιότητες των μορίων που προκύπτουν από την ατομική σύστασή τους, η υλική σύσταση του νου, η ύπαρξη του τυχαίου στην φύση που επιτρέπει την ελεύθερη βούληση του ανθρώπου, η υπαρξιακή ψυχοθεραπεία, η μοριακή βάση των ασθενειών, οι νόμοι της κληρονομικότητας, η εξέλιξη των ζωντανών οργανισμών, οι πολυπληθείς κόσμοι στο σύμπαν, ακόμη και η ύπαρξη εξωγήινης ζωής.

Η Επικούρεια φιλοσοφία εξαπλώθηκε επί επτά αιώνες στην Ελληνιστική και την Ρωμαϊκή εποχή βοηθώντας πολλές χιλιάδες ανθρώπους να ζήσουν ευδαιμονικά. Υπήρξε η πρώτη διεθνής ανθρωπιστική φιλοσοφία που επηρέασε Έλληνες, Ρωμαίους, Αιγύπτιους, Σύρους, Ιουδαίους και άλλους. Το 55 πΧ ο επικούρειος Ρωμαίος ποιητής Λουκρήτιος συνέθεσε ένα μεγαλειώδες ποίημα 6500 στίχων με τίτλο «Περί της φύσεως των πραγμάτων» (“De rerum natura”), περιγράφοντας ποιητικά το κυριώτερο επιστημονικό έργο του Επίκουρου, το «Περί φύσε-ως».

Με το ποίημά του ο Λουκρήτιος προσπάθησε να εκπαιδεύσει στην Επικούρεια φιλοσοφία τον Μέμμιο, έναν ελαφρόμυαλο ευγενή Ρωμαίο πολιτικό, που ήταν γαμπρός του δικτάτορα Σύλλα και που τού άρεσε η ποίηση, ώστε να τον αποτρέψει να κτίσει μια έπαυλη στα ιερά ερείπια της σχολής του Επίκουρου στην Αθήνα. Γράφει ο ποιητής: “Θέλησα να σου παρουσιάσω την θεωρία μας, με τους αρμονικούς στίχους των Πιερίδων, να την καλύψω με το γλυκό μέλι των Μουσών, μήπως και μπορέσω έτσι να κρατήσω την προσοχή σου στους στίχους”.

Ο Λουκρήτιος ήταν χαρισματικός ποιητής και βαθύς γνώστης της Επικούρειας φιλοσοφίας και το μεγαλόπνοο ποίημά του σε δακτυλικούς εξάμετρους στίχους, κατά μίμηση του Ομήρου, αποτελεί μοναδικό συνδυασμό λυρικής και διδακτικής ποίησης και θεωρείται ένα από τα κορυφαία κλασικά έργα, από απόψεως μορφής και περιεχομένου.

Το επιστημονικό ποίημα «Περί της φύσεως των πραγμάτων» κατανέμεται σε έξι βιβλία. Στο πρώτο βιβλίο διατυπώνονται οι θεμελιώδεις αρχές της ατομικής φυσικής και μέσω της παρατήρησης των φαινομένων ανασκευάζονται οι αντίθετες φιλοσοφικές θεωρίες,

Στο δεύτερο βιβλίο περιγράφονται οι ιδιότητες των ατόμων, αναλύεται η ανάδυση νέων ιδιοτήτων στα υλικά συσσωματώματα των ατόμων και αναπτύσσεται η συνεχής εξέλιξη του σύμπαντος με την αέναη δημιουργία και καταστροφή άπειρων κόσμων όπως η γη.

Το τρίτο βιβλίο αναλύει την ατομική δομή της ψυχής και πραγματεύεται το θέμα του θανάτου με ψυχοθεραπευτικό τρόπο.

Το τέταρτο βιβλίο περιγράφει τους μηχανισμούς λειτουργίας των αισθήσεων και της νόησης, του ύπνου και των ονείρων, του έρωτα και της γονεϊκής κληρονομικότητας.

Το πέμπτο βιβλίο περιγράφει τον τρόπο δημιουργίας και λειτουργίας του κόσμου και των ουρανίων σωμάτων, το θέμα των θεών, την εξέλιξη της ζωής και του ανθρώπινου πολιτισμού.

Το έκτο ερμηνεύει δυσεξήγητα φαινόμενα, όπως αυτό της αστραπής, της βροντής, του κεραυνού, των επιδημιών.

Η σημασία του έργου του Λουκρήτιου για την πνευματική ιστορία της ανθρωπότητας είναι τεράστια. Ο Ρωμαίος ποιητής σίγουρα δεν είχε φανταστεί ότι το έργο του θα αποτελούσε μια από τις ελάχιστες πηγές της Επικούρειας φιλοσοφίας μιάμιση χιλιετία αργότερα. Με την έλευση του Μεσαίωνα επικράτησαν επί μια χιλιετία πλατωνικού τύπου ιδέες, ο ανθρώπινος πολιτισμός οπισθοδρόμησε και ο Επίκουρος σκεπάστηκε από τόνους λάσπης ύβρεων και σιωπής. Η ποιητική σύνθεση του Λουκρήτιου, όμως, άρεσε σε πολλούς με αποτέλεσμα να κυκλοφορήσει σε κάποια αντίγραφα στο πέρασμα των αιώνων. Οκτώ αιώνες μετά την συγγραφή του ποιήματος, ένα αντίγραφο κατόρθωσε να φτάσει και στην αυλή του βασιλιά των Φράγκων Καρλομάγνου, όπου αντιγράφηκε σε μερικά αντίτυπα.

Περισσότερο από μισή χιλιετία αργότερα, ο Ιταλός Μπρατσιολίνι ανακάλυψε το 1417 ένα από τα αντίγραφα του επικούρειου αυτού βιβλίου από την εποχή του Καρλομάγνου σε ένα μοναστήρι της Γερμανίας και η μελέτη του του μεγαλόπνοου ποιήματος του Λουκρήτιου επηρέασε την ελεύθερη σκέψη πολλών ουμανιστών κατά την Αναγέννηση.

Το 1650 η Επικούρεια φιλοσοφία αναβίωσε από τον φυσικό φιλόσοφο και καθολικό ιερέα Γκασσαντί. Αυτή η αναβίωση οδήγησε στον Διαφωτισμό, τον Εμπειρισμό και την Επιστήμη επηρεάζοντας κορυφαίες προσωπικότητες όπως ο Γαλιλαίος, ο Νεύτωνας, ο Λοκ, ο Ντιντερό, ο τρίτος Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Τόμας Τζέφφερσον, επιστήμονες όπως ο Λαβουαζιέ, ο Δαρβίνος και ο Παστέρ, αλλά και νεώτερους φιλοσόφους όπως ο Κάρλ Μαρξ και ο Τζων Στιούαρτ Μιλλ.

Ο επιστημονικός διαφωτισμός του Επίκουρου, μέσα από το ποίημα του Ρωμαίου μαθητή του, έδωσε πνευματική δύναμη στην ανθρωπότητα να σηκωθεί από την κατάπτωση του Μεσαίωνα. Ο διαφωτιστής Βολταίρος έγραψε για ένα τμήμα του ποιήματος του Λουκρήτιου: “Ο στίχος αυτός θα ζει, όσο υπάρχουν άνθρωποι”. Ο στίχος αυτός εξυμνεί την προσφορά του Επίκουρου στην πνευματική ενηλικίωση της ανθρωπότητας: “Χάμω σερνόταν, μπρος στα μάτια όλων ατιμασμένη η ανθρώπινη ζωή, πλακωμένη από το βάρος της θρησκείας, που απ’ τα ουράνια πρόβαλε την τρομερή της όψη και απειλούσε τους θνητούς. Τότε, πρώτος ένας Έλληνας, τόλμησε να υψώσει το βλέμμα του καταπάνω της, και να της αντισταθεί. Αυτόν δεν τον σταμάτησαν μήτε οι μύθοι για τους θεούς, μήτε οι κεραυνοί, μήτε το απειλητικό μουρμουρητό τ’ ουρανού. Ίσα ίσα που δυνάμωσαν το θάρρος της ψυχής του και περπάτησε το απέραντο Σύμπαν με λογισμό και πνεύμα. Και μάς ξανάρθε νικητής για να μας πει τι είναι δυνατόν να γίνει και τι όχι. Και ακόμη πως τα σκοτάδια τα πνευματικά δεν τα σκορπίζουν οι ακτίδες του ήλιου, μήτε τα φωτεινά βέλη της μέρας, μα η ενατένιση της φύσης και ο ορθός λογισμός”…

Απόφασή μας είναι να απαλλαγούμε από τα βαρίδια που μας βυθίζουν

Όταν πέσεις σε ένα ποτάμι, η έμφυτη ανάγκη για επιβίωση θα υπερνικήσει τον φόβο της πτώσης και θα ψάξει να βρει διέξοδο. Απλή λογική. Όσο πιο πολύ παραμένεις βυθισμένος στα νερά, τόσο περισσότερο θα αποκαρδιώνεσαι, θα τα παρατάς και στο τέλος θα πνιγείς.

Κάπως έτσι γίνεται και στην καθημερινότητα μας. Βυθιζόμαστε από τα βαρίδια που κρατάμε συνεχώς μαζί μας. Τα προβλήματά μας, τα άγχη μας, τις αρνητικές μας σκέψεις, τα κατάλοιπα αποτυχημένων σχέσεων.

Όταν βγούμε από το ποτάμι ποτέ δε θα είμαστε οι ίδιοι. Κάτι μας έχει αγγίξει, μας έχει αλλάξει, όσο κι αν αυτό δεν φαίνεται. Έτσι συμβαίνει και με κάθε σχέση που βιώνουμε στη ζωή μας. Με κάθε άνθρωπο που περνάει από αυτή. Μας επηρεάζει όσο κι αν δεν το βλέπουμε.

Μεγαλώνοντας, μαζεύοντας εμπειρίες και στιγμές, αυξάνουμε τις αποσκευές που κουβαλάμε μαζί μας. Είναι αυτές όμως που μας βουλιάζουν σε κάθε νέο ποτάμι που θέλουμε να μπούμε, σε κάθε νέα περιπέτεια που επιζητάμε να δοκιμάσουμε. Γιατί δεν μπορείς να ξεκινήσεις ένα καινούργιο ταξίδι με γεμάτες αποσκευές. Χρειάζεται να τις αδειάσουμε για να έχουμε χώρο να τις γεμίσουμε με νέες εμπειρίες, αναμνήσεις και συναισθήματα.

Συχνά κάνουμε το λάθος να μένουμε προσκολλημένοι σε παρελθοντικά τραύματα και να δυσκολευόμαστε να απαλλαγούμε από αυτά, κομίζοντας παράλληλα το φόβο πως θα ξανασυναντήσουμε κάτι παρόμοιο στο μέλλον. Είναι σαν η προκατάληψη αυτή να προ(σ)καλεί ένα τέτοιο γεγονός να συμβεί και τότε απογοητευόμαστε περισσότερο που είχαμε προβλέψει μια τέτοια (αυτοεκπληρούμενη) ‘προφητεία’.

Λένε πως η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση, και στην προσπάθεια μας να μην επαναλάβουμε παλιές, κακές στιγμές διαλέγουμε να αποφύγουμε τη σύγκρουση ολωσδιόλου. Έτσι δεν διαχειριζόμαστε καν ακόμα και το ελάχιστο πρόβλημα που μπορεί να εμφανιστεί ώστε να το εξαλείψουμε σταδιακά. Επιλέγουμε να χτίσουμε τείχη για να προστατευτούμε, αλλά έτσι κλείνουμε έξω την ίδια τη ζωή και απομονώνουμε τον εαυτό μας από κάθε τι ωραίο που θα μπορούσαμε να ζήσουμε.

Διαχωρίζουμε την λογική και το συναίσθημα σε αντίπαλα στρατόπεδα και πιστεύουμε πως μπορούμε να τιθασεύσουμε την καρδιά να υπακούει το μυαλό. Αν όμως χρησιμοποιήσουμε τη λογική για να δημιουργήσουμε αυτή την αξεπέραστη ένταση που τρέφει τη ζωή μας – το συναίσθημα – δε θα ήταν ένα ρίσκο που αξίζει να πάρουμε; Αν δούμε πως οι σκέψεις και τα αισθήματά μας αλληλοσυμπληρώνονται και ενισχύονται, δε θα ήταν πιο υγιές; Γιατί αν δεν τολμήσουμε να κάνουμε τη βουτιά, δε θα μάθουμε ποτέ αν τα νερά ήταν καλύτερα για μας. Δε θα μπορέσουμε ποτέ να απαλλαγούμε από τα βαρίδια στη ψυχή μας και να αφήσουμε τις αχτίδες φωτός να εισχωρήσουν στο κέλυφος στο οποίο έχουμε κλειστεί.

Οι συνθήκες για να συμβεί κάτι ποτέ δε θα είναι κατάλληλες. Απόφαση χρειάζεται.

Γιατί εύκολα λέμε πολλά, ακόμα και στον ίδιο μας τον εαυτό. Οι θεωρίες όλες εύκολες είναι.

Οι πράξεις όμως είναι αυτές που μετράνε.

Πώς και γιατί να ακούμε πραγματικά κάποιον με τον οποίο δεν συμφωνούμε

Η ακρόαση μπορεί να μην είναι το πιο συναρπαστικό μέρος της συζήτησης, αλλά είναι απαραίτητο αν θέλετε να έχετε μια ουσιαστική αλληλεπίδραση με έναν άλλο άνθρωπο. Θυμηθείτε μια φορά που νιώσατε ότι παρερμηνευτήκατε από κάποιον.

Υπερασπιστήκατε τον εαυτό σας; Τον διορθώσατε; Ή απλώς αποχωρήσατε από την κουβέντα; Ασχέτως της απόκρισής σας, το βέβαιο είναι ότι δεν νιώσατε άνετα μαζί του.

Τώρα σκεφτείτε πώς νιώθετε όταν γίνεστε πραγματικά κατανοητοί – μπορείτε να χαλαρώσετε, να ανοιχτείτε, να νιώσετε εμπιστοσύνη. Όταν ακούτε με έναν τρόπο που κάνει το άλλο άτομο να νιώσει ότι πράγματι εισακούστηκε, είναι πολύ πιο πιθανό να μοιραστεί πληροφορίες με εσάς. Και όταν ακούτε ενεργητικά, είναι και πιο πιθανό να κατανοήσετε τη θέση του.

Η πρώτη δεξιότητα ακρόασης είναι η μη λεκτική παρακολούθηση

Η μη λεκτική παρακολούθηση σημαίνει ότι δίνετε σε κάποιον την πλήρη προσοχή σας χωρίς να μιλάτε. Η στάση του σώματος έχει σημασία για τον άλλο, ο καλύτερος τρόπος είναι το σώμα να βρίσκεται σε χαλαρή στάση ίσως και να γέρνει λίγο προς τα εμπρός. Διατηρήστε μέτρια επίπεδα βλεμματικής επαφής. Χρησιμοποιήστε απλές χειρονομίες για να επικοινωνήσετε στο άλλο άτομο ότι ακούτε και ότι τον ενθαρρύνετε να συνεχίσει, όπως το κούνημα του κεφαλιού.

Η δεύτερη δεξιότητα είναι το καθρέφτισμα

Το καθρέφτισμα σε μια απλή συζήτηση σημαίνει την επανάληψη ή την αναδιατύπωση του βασικού περιεχομένου ή του νοήματος όσων ειπώθηκαν από τον συνομιλητή. Δείχνει ότι ακούσατε τα όσα είπε και αν έχετε καταλάβει κάτι λάθος, δίνει τον χώρο να σας διορθώσει. Ο βασικός ρόλος όμως αυτής της δεξιότητας είναι να βοηθήσετε τους άλλους να νιώσουν ότι ακούστηκαν και να βεβαιωθείτε ότι τους έχετε κατανοήσει.

Η τρίτη δεξιότητα είναι οι ανοιχτές ερωτήσεις

Όσο ακούτε, διάφορες ερωτήσεις αναδύονται στο νου σας και θα θέλετε απαντήσεις. Αν και θέλετε εκείνη τη στιγμή την απάντηση, θα διακόπτετε συνεχώς τη σκέψη του συνομιλητή και θα μπερδεύετε τη συζήτηση, ίσως να χάσει και την ουσία της. Χρειάζεται πάντα να παρακολουθείτε προσεκτικά και να σκέφτεστε καλά πριν κάνετε την ερώτηση.

Επίσης, είναι σημαντικό να αφήσετε τον συνομιλητή να θέσει τουλάχιστον τη βάση της κουβέντας και ύστερα να δοθεί χώρος για ερωτήσεις. Προτιμήστε εκείνες που προωθούν τον διάλογο και δεν απαντώνται μόνο με ένα ναι ή όχι.

Ο ζηλιάρης άνθρωπος είναι πάντα ένας θυμωμένος άνθρωπος

Το σημαντικότερο ερώτημα δεν είναι το «από πού» αλλά το «προς τα πού». Όταν ξέρουμε τον ενεργό στόχο ενός ανθρώπου μπορούμε τότε να καταλάβουμε τι κρύβεται πίσω από τις κινήσεις του.

Ο τρόπος που κινείται ο άνθρωπος στη ζωή του είναι η απόδειξη του ποιος είναι. Πιστεύω ακράδαντα ενστερνιζόμενη την άποψη του Άντλερ πως ο άνθρωπος ξέρει περισσότερα από όσα καταλαβαίνει.

Σύμφωνα με αυτή την άποψη, το να αντιλαμβάνεται κάποιος ένα λάθος του καθώς και τις αρνητικές συνέπειες που απορρέουν από αυτό, και να μην προσπαθεί να το διορθώσει αυτό είναι αντιφατικό με την ανθρώπινη φύση και την αρχή της αυτοσυντήρησης.

Συχνά γνωρίζω ενήλικες που λειτουργούν σαν παραχαϊδεμένα παιδιά.

Αυτοί οι ενήλικες εξαρτώνται μονίμως από τρίτα άτομα, χρησιμοποιούν τους άλλους σαν πατερίτσες. Κι ύστερα αρχίζουν να κάνουν ζηλότυπες συγκρίσεις.

Αυτό με τη σειρά του, τους οδηγεί σε πολλαπλά αισθήματα κατωτερότητας.

Αν δεν αντιληφθούν την επαφή με αυτά τα αισθήματα κατωτερότητας τότε αυτά θα πάρουν μια μόνιμη ροπή και θα οδηγήσουν τον άνθρωπο στο να θέλει να ρουφάει την δύναμη των άλλων.

Να θέλει δηλαδή να ελέγχει και να κυριαρχεί στους άλλους.

Η δύναμη των συσσωρευμένων αισθημάτων κατωτερότητας θα οδηγήσουν τον άνθρωπο στο να κάνει αντισταθμιστικές κινήσεις προς τα αισθήματα ψευδο-ανωτερότητας.

Αυτά τα αισθήματα ψευδο-ανωτερότητας θα δηλητηριάζουν τις συνεργασίες, καθότι ο άνθρωπος με ψευδο-ανωτερότητα υπερηφανεύεται, καυχιέται, καταφρονεί τους άλλους και θέλει να κυριαρχεί.

Αυτός ο τρόπος επικοινωνίας που έχει τον κάνει να έρχεται σε σύγκρουση με τους άλλους και τον φέρνει σε επαφή με την αρνητική πλευρά της ζωής.

Ο ψευδο-ανώτερος άνθρωπος δεν μπορεί να νιώσει ευτυχισμένος, αδυνατεί να αισθανθεί χαρά.

Είναι καταδικασμένοι να παραμείνουν εγκλωβισμένοι στην ψευδο-ανωτερότητα τους αυτοί οι άνθρωποι;

Ο ζηλιάρης άνθρωπος είναι πάντα ένας θυμωμένος άνθρωπος.

Ένας άνθρωπος που αισθάνεται υποβιβασμένος στη ζωή.

Όταν βρίσκεται σε παροξυσμό ζήλιας νιώθει αποστερημένος και μεμψιμοιρεί.

Δεν θυμάται καμιά του επιτυχία. Γι’ αυτό το λόγο συγκρίνει μονίμως τον εαυτό του με άλλους και αυτό που κάνει τον φθείρει.

Στην ουσία αυτοπαγιδεύεται στις κακόβουλες του σκέψεις.

Ένας τέτοιος άνθρωπος έχει την τάση να κηρύσσει τον πόλεμο στους άλλους ώστε να φανεί σπουδαιότερος από αυτούς.

Δεν καταλαβαίνει γιατί συμπεριφέρεται έτσι καθότι δεν έχει επίγνωση της ζήλιας του αλλά και της στάσης που δείχνει στη ζωή.

Ένας ζηλόφθονος άνθρωπος μπορεί να μετατρέψει το πιο αθώο πράγμα σε μέσο κήρυξης πολέμου.

Η έντονη ζήλια μπορεί εύκολα να γίνει αντιληπτή.

Για να μπορέσει κανείς να αναγνωρίσει πως ασθενεί χρειάζεται να μπορεί να αναγνωρίζει πως είναι το υγιές.

Ο υγιής άνθρωπος συμπεριφέρεται σαν να έχει το κέντρο βάρους μέσα του γι’ αυτό το λόγο δεν χρειάζεται να στηρίζεται σε άλλους.

Η ζήλια καταστρέφει τον άνθρωπο, τον αποδυναμώνει και τον κάνει να χάνει την πρωτοβουλία, τη δημιουργικότητα και την παρόρμηση του!

Τα παιδιά βρίσκουν πολλά στο τίποτα. Οι μεγάλοι δεν βρίσκουν τίποτα στα πολλά

Το παιχνίδι είναι ο δεύτερος ήλιος για το παιδί.

Ο Πλάτων είπε ότι τα παιδιά ανακαλύπτουν περισσότερα σε μία ώρα παιχνιδιού παρά σε έναν χρόνο συζήτησης.

Είπε ακόμη ότι η δημιουργία στο παιχνίδι είναι από μόνη της δημιουργία αμέτρητων άλλων ιδεών.

Σήμερα θα λέγαμε ότι, μέσα από το παιχνίδι, το παιδί συγκροτεί τη γνώση του γιατί έχει την ευκαιρία και τη δυνατότητα, παίζοντας, να ενεργήσει και να τροποποιήσει την πραγματικότητα, και, μάλιστα, χωρίς να έχει την ανάγκη κανενός δασκάλου.

Παιδί, παιδεία, παιχνίδι. Είναι σαφής η ίδια ρίζα που συνδέει αυτές τις τρεις λέξεις, δηλαδή τον άνθρωπο, τον πολιτισμό, τη δημιουργική έκφραση.

Ο άνθρωπος έφτιαξε τον πολιτισμό του κυριολεκτικά παίζοντας. Ναι, παίζοντας, αλλά παίζοντας με τι;

Σήμερα, σε μία εποχή εκρήξεων γνώσης, που μοιάζει πολύ, στο βάθος, με αυτό που έγινε στη φυσική, όταν άρχισαν να εντοπίζονται τα πρώτα στοιχειώδη σωματίδια, πώς μπορεί το παιδί να εντοπίσει τα στοιχειώδη σωματίδια του δικού του πνευματικού κόσμου;

Πού μπορεί να ψάξει για τα στοιχειώδη αυτά σωματίδια; Πού θα τα βρει;

Θα τα βρει στον κόσμο των γονέων ή μήπως στον κόσμο των δασκάλων;

Πώς θα τα βρει εκεί, όταν γονείς και δάσκαλοι, αντί να κατανοήσουν τον κόσμο του παιδιού, προσφέρουν στο παιδί τον δικό τους κόσμο;

Μπορεί, με βεβαιότητα, να τα βρει στον αγαπημένο του χώρο, που είναι το παιχνίδι.

Το παιχνίδι, ακόμη και το πιο αστείο παιχνίδι, έχει κανόνες που τηρούνται με πλήρη σοβαρότητα. Τηρούνται γιατί είναι κανόνες που τέθηκαν από τα ίδια.

Τα παιδιά αρέσκονται στην εφαρμογή κανόνων πού θέτουν τα ίδια, και δυσφορούν σε κανόνες που θέτουν οι ενήλικες.

Θέτουν κανόνες γιατί, από ένστικτο διαισθάνονται ότι η μεγάλη ελευθερία καταντά δουλεία. Και θέτουν κανόνες που έχουν ως πυρήνα την αμοιβαία κατανόηση, χωρίς την οποία δεν υπάρχει παιχνίδι.

Όλα τα ομαδικά παιχνίδια, τόσο τα ανταγωνιστικά, όσο και τα ψυχαγωγικά, έχουν κανόνες.

Κανόνες έχουν και τα ατομικά παιχνίδια, ακόμη και τα αυτοσχέδια.

Το παιχνίδι με την κούκλα, για παράδειγμα, είναι ένα παιχνίδι επικοινωνίας, σεβασμού, φροντίδας, φιλίας, αγάπης, αφοσίωσης. Και είναι ένα απλό παιχνίδι.

Όμως, ο γρήγορος τρόπος ζωής και οι αλλαγές στη δομή και τη λειτουργία της οικογένειας έφεραν αλλαγές στα παιχνίδια και στον τρόπο που παίζουν τα παιδιά.

Το παιγνίδι κατάντησε πολύπλοκο και πήρε χαρακτήρα απασχόλησης και καθήλωσης του παιδιού.

Ελέγχεται από τους ενήλικες. Τα παιδιά χάνουν τα οφέλη που προσφέρει, ιδιαίτερα στην ανάπτυξη δεξιοτήτων, δημιουργικότητας, ηγεσίας στον εαυτό τους ή σε ομάδα.

Είναι πλέον παιχνίδι – πηγή στρες, άγχους και δημιουργός κατάθλιψης.

Είναι παιχνίδι – φύλακας και δεσμοφύλακας. Και είναι πολύπλοκο για να κρατάει ώρα, ώρες. Για να προκαλεί εθισμό για να προκαλεί έμμονες ιδέες, για να προκαλεί καθήλωση και παχυσαρκία. Για να έχει ο γονιός το κεφάλι του ήσυχο.

Για να έχει το κεφάλι του ήσυχο αγοράζει παιχνίδια πολύπλοκα. Αγοράζει κονσόλες και χειριστήρια. Αγοράζει σωματικές και ψυχικές χειροπέδες. Αγνοεί ότι τα παιδιά δεν τα χρειάζονται. Αγνοεί ότι είναι βλαπτικά.

Αγνοεί ότι τα παιδιά αρέσκονται στα απλά. Στα πολύ απλά, στα αυτοσχέδια.

Αγνοεί ότι τα παιδιά βρίσκουν πολλά στο τίποτα και ότι οι μεγάλοι δεν βρίσκουν τίποτα στα πολλά.

H ανεξαρτησία είναι αρετή

Έχεις αναρωτηθεί ποτέ πόσα πράγματα μπορείς να κάνεις μόνος σου κι εσύ απλά περιμένεις τους άλλους;

Η κοινωνία μας βασίζεται σε πολλές προκαταλήψεις , στις οποίες πολλές φορές είναι εξαιρετικά περίεργο το να κάνεις οτιδήποτε μόνος σου, να πας για καφέ, μια βόλτα, να πιείς ένα ποτό, να πας μια εκδρομή, να κάνεις οποιαδήποτε δραστηριότητα εσύ επιθυμείς.

Αν και υπάρχουν μερικά δείγματα, αυτή η προκατάληψη καλό θα ήταν σιγά σιγά να εξαγνίζεται.

Μέσα από τα πάντα που εσύ επιθυμείς, όταν συνειδητοποιήσεις πως μπορείς να τα κάνεις μόνος σου απευθείας έχεις ζήσει περισσότερα απ' το να περιμένεις!

Βασική προϋπόθεση είναι να συμφιλιωθείς με τον εαυτό σου από πριν, αλλά και στην πορεία! Να αγαπάς τον χρόνο που περνάς με τον εαυτό σου, να είσαι αυτάρκης, ανεξάρτητος.

Δεν μου μοιάζει περίεργο το γεγονός πως θα πάω μια βόλτα μόνος μου, θέατρο, για περπάτημα.

Δεν ξέρει τι χάνει ο άνθρωπος που δεν έχει κάνει τα πάντα και μόνος του. Είναι απ’ τα πιο δυνατά συναισθήματα. Ασφαλώς και η ανθρώπινη συναναστροφή είναι βασική και την επιθυμούμε αλλά δεν χρειάζεται να πληροί βασική προϋπόθεση γι' αυτά που θέλουμε να κάνουμε.

Πολύς κόσμος δεν αντέχει δευτερόλεπτο δίχως κάποιον άλλον δίπλα του. Δεν μπορεί να φανταστεί πως είναι να πηγαίνεις κάπου μόνος, ή να ξεκινάς με αυτόν τον όρο.

Δημιουργούμε γερές σχέσεις με τον εαυτό μας, μη ξεχνάμε πως αυτός μας συντροφεύει μια ζωή, τον αγαπάμε, τον φροντίζουμε. Γιατί να χάνουμε χρόνο; Ξεκίνα τώρα και κάνε πράγματα μόνος σου, θα ‘ρθεις σε ευγνωμοσύνη. Θα έχεις ισορροπία, δύναμη, σεβασμό. Βγες απ' τη ζώνη ασφαλείας που πιστεύεις πως σου προσφέρει ο οποιοσδήποτε και νιώσε τη δύναμη της ανεξαρτησίας!

Το πιο δυνατό όπλο για υγιή ζωή είναι αυτή, από εκεί ξεκινούν όλα και πάνω σε αυτή πατάει η πορεία σου.

Επαγωγικός και παραγωγικός συλλογισμός

Επαγωγή ή επαγωγικός λογισμός, και συχνά επαγωγική λογική, είναι η κίνηση από το επιμέρους προς το γενικό, από το παρατηρημένο στο μη παρατηρούμενο, από το γνωστό στο άγνωστο, μία γενίκευση από την εμπειρία.

Δηλαδή βγάζουμε συμπέρασμα από κάποιες εικασίες ή υποθέσεις ή παρατηρήσεις ενός γεγονότος, που όμως δεν είναι κατοχυρωμένο. Για παράδειγμα, η επαγωγική σκέψη χρησιμοποιείται ως εξής:

Κάθε κοράκι που έχει παρατηρηθεί είναι μαύρο.
Άρα, όλα τα κοράκια είναι μαύρα.
Το προηγούμενο είναι ένα τυπικό παράδειγμα επαγωγικής λογικής: επάγεται το γενικό από το μερικό. Εννοείται ότι το συμπέρασμα δεν είναι βέβαιο γιατί αν δεν παρατηρήσουμε όλα τα κοράκια στη φύση (πράγμα αδύνατον), τότε ίσως και να υπάρχουν κάποια σπάνια κυανόχρωμα κοράκια.

Δεν είναι όμως επαγωγική σκέψη το παρακάτω συμπέρασμα:

Οι νεαροί οδηγοί παίρνουν πολλές κλήσεις για υπερβολική ταχύτητα.
Άρα όλοι οι νεαροί οδηγοί οδηγούν υπερβολικά γρήγορα.
Σε αυτό το παράδειγμα, η βασική πρόταση δεν βασίζεται σε κάποια βεβαιότητα. Δεν έχει πάρει κάθε νεαρός οδηγός κλήση. Ίσως γενικά οι νεαροί οδηγοί να προτιμούν τις μεγάλες ταχύτητες (όπως και τα περισσότερα κοράκια είναι μαύρα) αλλά η πρόταση βασίζεται περισσότερο σε ευσεβείς πόθους παρά σε πραγματικές παρατηρήσεις.

Το πρόβλημα της επαγωγής συνίσταται στο ότι δεν μπορούμε ποτέ να είμαστε βέβαιοι πως το μη παρατηρημένο θα είναι όμοιο με το παρατηρημένο και στο ότι το μέλλον θα μοιάζει με το παρελθόν. Γι’ αυτό και το συμπέρασμα ενός επαγωγικού επιχειρήματος δε συνάγεται με λογική αναγκαιότητα από τις προκείμενες. H λύση του προβλήματος της επαγωγής προϋποθέτει πως η φύση χαρακτηρίζεται από ομοιομορφία και ό,τι συμβαίνει στη φύση μια φορά θα συμβαίνει πάλι σταθερά κάτω από τις ίδιες σχέσεις.

Η τυπική λογική που διδάσκεται κυρίως είναι παραγωγική (απαγωγική) και όχι επαγωγική. Στον παραγωγικό συλλογισμό το συμπέρασμα είναι υποπερίπτωση ή εξειδίκευση κάποιας υπόθεσης. Θεωρείται ο πιο σημαντικός και ασφαλής τρόπος επιχειρηματολογίας, καθώς είναι σχετικά εύκολο να ελεγχθεί η εγκυρότητα και η ορθότητά του. Για παράδειγμα:

Όλα τα μέταλλα όταν θερμαίνονται διαστέλλονται.
Άρα οι σιδηροτροχιές του τρένου το καλοκαίρι διαστέλλονται.
Από τη γενική θέση οδηγούμαστε στην κρίση για το μερικό κατά λογική ακολουθία. Κατά κανόνα η υπόθεση είναι πιο ισχυρή από το συμπέρασμα.

Ορισμένοι φιλόσοφοι έχουν ισχυριστεί ότι σχημάτισαν συστήματα επαγωγικής λογικής, αλλά αποτελεί αντικείμενο αντιπαράθεσης το αν μία επαγωγική λογική θα ήταν ποτέ εφικτή.

Σε αντίθεση με τον παραγωγικό λογισμό, ο επαγωγικός λογισμός δεν μας οδηγεί απαραιτήτως σε συμπεράσματα τα οποία είναι εξίσου βέβαια όσο και οι προκείμενες προτάσεις. Για παράδειγμα, το συμπέρασμα ότι όλοι οι κύκνοι είναι λευκοί ήταν κάποτε σωστό, μέχρι που αποικίστηκε η Αυστραλία και είδαμε κύκνους άλλου χρώματος.

Η κλασική φιλοσοφική ανάλυση του προβλήματος της επαγωγής, δηλαδή της αναζήτησης κάποιας δικαιολόγησης για τον επαγωγικό λογισμό, πραγματοποιήθηκε από τον Σκώτο Ντέιβιντ Χιουμ. Ο Χιουμ εξήρε το ότι η λογική της καθημερινότητάς μας βασίζεται σε επαναλαμβανόμενα εμπειρικά μορφώματα, αντί για παραγωγικώς έγκυρα επιχειρήματα.

Αντί για τον μη προσοδοφόρο φιλοσοφικό σκεπτικισμό για τα πάντα, τάχθηκε υπέρ του πρακτικού σκεπτικισμού που βασίζεται στην κοινή λογική, ο οποίος αποδέχεται το αναπόφευκτο της επαγωγής.

Αν και η επαγωγή συχνά προσεγγίζεται ως μέθοδος πρόβλεψης του μέλλοντος από το παρελθόν, στην ευρύτερη έννοιά της περιλαμβάνει τον σχηματισμό συμπερασμάτων σχετικά με τα μη παρατηρημένα με βάση τα όσα έχουν ήδη παρατηρηθεί. Οποιοδήποτε συμπέρασμα για το παρελθόν με βάση σύγχρονα δεδομένα (π.χ. Αρχαιολογία) αποτελεί επαγωγή. Η επαγωγή μπορεί να εφαρμοστεί όχι μόνον χρονικά αλλά και τοπικά. Για παράδειγμα, τα συμπεράσματα που αντλούμε για το υπόλοιπο σύμπαν προέρχονται από παρατηρήσεις στον δικό μας γαλαξία και η οργάνωση της εθνικής οικονομικής πολιτικής βασίζεται στις τοπικές οικονομικές αποδόσεις.

Το επαγωγικό πρόβλημα έχει προκαλέσει πολλές συζητήσεις και είναι ιδιαίτερα σημαντικό στη φιλοσοφία της επιστήμης: ισχύει πραγματικά η επαγωγή, και αν ναι, γιατί;

Οι αδύναμοι επωφελούνται από τους καυγάδες των ισχυρών

Τα γεράκια και τα κοράκια έκαναν μια συμφωνία να μοιράζονται ό,τι έβρισκαν στο δάσος. Μια μέρα είδαν μια αλεπού, που την είχαν τραυματίσει κυνηγοί, ξαπλωμένη και αβοήθητη κάτω από ένα δέντρο και μαζεύτηκαν γύρω της. Τα κοράκια είπαν: «Θα πάρουμε το πάνω μισό της αλεπούς». «Τότε εμείς θα πάρουμε το κάτω μισό», είπαν τα γεράκια. Η αλεπού γέλασε με αυτό που άκουσε και είπε:

«Πάντα νόμιζα ότι τα γεράκια είναι ανώτερα πλάσματα από τα κοράκια και σαν τέτοια πρέπει αυτά να πάρουν το πάνω μέρος του σώματός μου, του οποίου το κεφάλι, ο εγκέφαλος και άλλα ευαίσθητα μέρη αποτελούν τμήμα».

«Ναι, σωστά», είπαν τα γεράκια, «θα πάρουμε αυτό το κομμάτι της αλεπούς».

«Αποκλείεται», είπαν τα κοράκια, «πρέπει εμείς να το πάρουμε, όπως ήδη συμφωνήσαμε».

Τότε ξέσπασε ένας πόλεμος ανάμεσα στις αντίπαλες πλευρές και σκοτώθηκαν πολλά πουλιά. Τα υπόλοιπα που γλίτωσαν το έσκασαν με δυσκολία. Η αλεπού συνέχισε να παραμένει εκεί για λίγες μέρες, τρώγοντας με την ησυχία της τα σκοτωμένα γεράκια και κοράκια. Μετά έφυγε κοτσονάτη και σχολιάζοντας:

«Οι αδύναμοι επωφελούνται από τους καυγάδες των ισχυρών»

HENRI BERGSON: Η ευγένεια συνίσταται στο να εφαρμόζει κανείς τέλεια τους τρόπους καλής συμπεριφοράς;

Θα ήθελα να διερευνήσω μαζί σας σε τι συνίσταται η αληθινή ευγένεια: Είναι άραγε επιστήμη, τέχνη ή αρετή; Κάποιοι φαντάζονται ότι η ευγένεια συνίσταται στο να ξέρεις να χαιρετάς, να μπαίνεις, να βγαίνεις, να κάθεσαι και να τηρείς, σε κάθε περίσταση, τις προσταγές που με τόση αυταρέσκεια παραθέτουμε στους Κώδικες παιδαριωδών και έντιμων τρόπων.

Μένει να μάθουμε, είναι αλήθεια, αν οι καλοί τρόποι συμπλέκονται με την ευγένεια, και αν η αληθινή ευγένεια είναι ιεροτελεστία. Οι ατελείωτες προφυλάξεις με τις οποίες κάποια άτομα περιβάλλουν τον εαυτό τους όταν πρόκειται να σας μιλήσουν μοιάζουν υπολογισμένες για να σας κρατούν σε απόσταση. Η ευγένειά τους είναι ένα βερνίκι, όμως ένα από εκείνα τα πολύ νωπά που φοβάσαι να τα πλησιάσεις. Δεν αισθάνεστε άνετα όταν η τύχη σάς φέρνει κοντά τους. Διαισθάνεστε ότι είναι εγωιστές, αλαζόνες ή αδιάφοροι και, σύντομα, άδικοι πια εσείς οι ίδιοι μαζί τους, ερμηνεύετε άσχημα όλα όσα λένε και όλα όσα κάνούν. Αν χαμογελούν, πιστεύετε πως είναι από οίκτο. Αν συμφωνούν μαζί σας, είναι γιατί βιάζονται να απαλλαγούν από εσάς. Αν σας συνοδεύουν μέχρι την πόρτα, είναι γιατί θέλουν να σιγουρευτούν για τα καλά ότι φύγατε.

Δεν θέλω βέβαια να πω ότι πρέπει κανείς να έρθει σε ρήξη με τους τρόπους και τους τύπους της καλής συμπεριφοράς• το να μην τους λαμβάνεις υπ’ όψιν είναι δείγμα κακής ανατροφής. Όμως, δεν μπορώ και να πιστέψω ότι οι τυποποιημένες αυτές μορφές, που αποστηθίζονται χωρίς τον παραμικρό κόπο, που ταιριάζουν εξίσου στον πιο ανόητο και τον πιο σοφό, είναι το άπαν της ευγένειας. Τι είναι λοιπόν η ευγένεια και πώς θα την ορίσουμε;

Στο βάθος της αληθινής ευγένειας, θα βρείτε ένα συναίσθημα: την αγάπη για την ισότητα. Υπάρχουν, ωστόσο, πολλοί τρόποι να αγαπά κανείς και να κατανοεί την ισότητα. Ο χειρότερος από όλους συνίσταται στο να μην λαμβάνει καθόλου υπ’ όψιν του την ανωτερότητα σε ταλέντο ή σε ηθική αξία. Είναι μια μορφή αδικίας, η οποία προέρχεται από την ζήλεια, τον φθόνο ή μια ασυνείδητη επιθυμία για κυριαρχία. Η ισότητα που απαιτεί η δικαιοσύνη είναι ισότητα σχέσης και, συνεπώς, αναλογία ανάμεσα στην αξία και την ανταμοιβή. Ας αποκαλέσουμε, αν θέλετε, ευγένεια τρόπων μια κάποια τέχνη να εκφράζουμε στον καθένα, με την στάση μας και τα λόγια μας, την εκτίμηση και την υπόληψη που δικαιούται. Δεν θα λέγαμε άραγε ότι η ευγένεια αυτή εκφράζει, με τον τρόπο της, την αγάπη για ισότητα;

HENRI BERGSON, ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ

Η ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΜΑΣ ΣΤΗ ΖΩΗ ΓΙΝΕΤΑΙ ΟΛΟΕΝΑ ΚΑΙ ΠΙΟ ΜΗΧΑΝΙΚΗ

Η προσέγγισή μας στη ζωή γίνεται σήμερα ολοένα και πιο μηχανική. Ο βασικός στόχος μας είναι να παράγουμε πράγματα και στη διαδικασία αυτής της ειδωλολατρίας των πραγμάτων μεταμορφώνουμε τους εαυτούς μας σε εμπορεύματα. Συμπεριφερόμαστε στους ανθρώπους σαν να ήταν αριθμοί. Το ερώτημα εδώ δεν είναι κατά πόσο τους συμπεριφερόμαστε καλά και αν είναι καλοταϊσμένοι (μπορεί κανείς να συμπεριφέρεται καλά και στα αντικείμενα)- το ερώτημα είναι κατά πόσο οι άνθρωποι είναι πράγματα ή έμβια όντα. Οι άνθρωποι αγαπούν τα μηχανικά μαραφέτια περισσότερο από τα έμβια όντα. Προσεγγίζουμε τους ανθρώπους νοητικά-αφαιρετικά. Ενδιαφερόμαστε για τους ανθρώπους σαν αντικείμενα, τα κοινά τους χαρακτηριστικά, τους στατιστικούς κανόνες της μαζικής συμπεριφοράς, και όχι για τα ζωντανά άτομα.

Όλα αυτά συμβαδίζουν με τον συνεχώς αυξανόμενο ρόλο των γραφειοκρατικών μεθόδων. Σε τεράστια κέντρα παραγωγής, τεράστιες πόλεις, τεράστιες χώρες, οι άνθρωποι διοικούνται σαν να ήταν πράγματα- οι άνθρωποι και οι διοικητές τους μετασχηματίζονται σε πράγματα και υπακούν στους νόμους των πραγμάτων. Όμως ο προορισμός του ανθρώπου δεν είναι ένα πράγμα. Καταστρέφεται αν γίνει πράγμα- και προτού συμβεί αυτό, φτάνει σε απόγνωση και επιθυμεί να σκοτώσει κάθε ζωή.

Σε ένα γραφειοκρατικά οργανωμένο και συγκεντρωτικό βιομηχανισμό, οι προτιμήσεις χειραγωγούνται, ώστε οι άνθρωποι να καταναλώνουν όσο το δυνατόν περισσότερο και σε προβλέψιμες και προσοδοφόρες κατευθύνσεις. Η ευφυΐα και ο χαρακτήρας τους κανονικοποιείται από τον συνεχώς αυξανόμενο ρόλο των τεστ που επιλέγουν τους μέτριους και δειλούς σε σύγκριση με τους ευρηματικούς και τολμηρούς. Μάλιστα, ο γραφειοκρατικός-βιομηχανικός πολιτισμός, που έχει επικρατήσει στην Ευρώπη και στη βόρεια Αμερική, έχει δημιουργήσει έναν νέο τύπο ανθρώπου- μπορούμε να τον περιγράψουμε ως τον οργανωτικό άνθρωπο, ως τον αυτόματο άνθρωπο και ως τον homo mechanicus (μηχανικός άνθρωπος). Με αυτό εννοώ έναν άνθρωπο των “συσκευών” (gadget), που έλκεται βαθιά από οτιδήποτε μηχανικό και έχει μια τάση κατά οτιδήποτε ζωντανού. Είναι αλήθεια ότι ο βιολογικός και φυσιολογικός εξοπλισμός του ανθρώπου τον εφοδιάζει με τόσο ισχυρές σεξουαλικές παρορμήσεις, που ακόμη και ο homo mechanicus συνεχίζει να έχει σεξουαλικές επιθυμίες και να αποζητά γυναίκες. Ωστόσο, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το ενδιαφέρον του για τις γυναίκες μειώνεται. Μια γελοιογραφία στην εφημερίδα New Yorker το υπέδειξε αυτό με πολύ κωμικό τρόπο. 

Μια πωλήτρια που προσπαθεί να πουλήσει μια συγκεκριμένη μάρκα αρώματος σε μια νεαρή πελάτισσα το προτείνει λέγοντας: “Μυρίζει σαν καινούριο σπορ αυτοκίνητο”. Πράγματι, κάθε παρατηρητής της ανθρώπινης συμπεριφοράς σήμερα θα επιβεβαιώσει ότι αυτό το σκίτσο είναι κάτι παραπάνω από ένα έξυπνο αστείο. 

Υπάρχει, όπως φαίνεται, μεγάλος αριθμός αντρών που ενδιαφέρονται περισσότερο για τα σπορ αυτοκίνητα, τις συσκευές τηλεόρασης και ραδιοφώνου, τα διαστημικά ταξίδια και ένα σωρό άλλα μαραφέτια, απ’ ό,τι για τις γυναίκες, την αγάπη, τη φύση, την τροφή- άντρες που διεγείρονται περισσότερο από τη μεταχείριση μη οργανικών, μηχανικών πραγμάτων παρά από τη ζωή. 

Δεν θα ήταν υπερβολικό ακόμη και να υποθέσουμε ότι ο homo mechanicus περισσότερο γοητεύεται και νιώθει υπερηφάνεια για συσκευές που μπορούν να σκοτώσουν εκατομμύρια ανθρώπους σε απόσταση αρκετών χιλιάδων χιλιομέτρων μέσα σε μερικά λεπτά, παρά αισθάνεται φόβο και θλίψη από την πιθανότητα μιας τέτοια μαζικής καταστροφής. 

Ο homo mechanicus συνεχίζει να απολαμβάνει το σεξ και το ποτό. Όμως όλες αυτές τις ηδονές τις αναζητά μέσα στο πλαίσιο αναφοράς του μηχανικού και του άβιου. Περιμένει ότι πρέπει να υπάρχει ένα κουμπί που, αν το πατήσει, θα φέρει ευτυχία, αγάπη, ικανοποίηση. (Πολλοί πηγαίνουν σε ψυχαναλυτή έχοντας την ψευδαίσθηση ότι μπορεί να τους διδάξει πώς να βρουν αυτό το κουμπί.) 

Κοιτάζει τις γυναίκες όπως θα κοίταζε κανείς ένα αυτοκίνητο: ξέρει ποια είναι τα σωστά κουμπιά που πρέπει να πατήσει, απολαμβάνει τη δύναμη που έχει να την κάνει να “τρέξει” και παραμένει ένας ψυχρός παρατηρητής. 

Τον homo mechanicus τον ενδιαφέρει ολοένα και περισσότερο η μεταχείριση των μηχανών παρά η συμμετοχή και η αντίδραση στη ζωή. Έτσι, γίνεται αδιάφορος απέναντι στη ζωή.

Σκεφτείτε τον ρόλο που παίζει ο σκοτωμός στις διασκεδάσεις μας. Ο κινηματογράφος, τα κόμικς, οι εφημερίδες είναι τόσο συναρπαστικά, επειδή είναι γεμάτα με αναφορές καταστροφής, σαδισμό και βαρβαρότητα. Εκατομμύρια άνθρωποι ζουν μια ανιαρή αλλά άνετη ζωή- και τίποτα δεν τους συναρπάζει περισσότερο από το να παρακολουθούν ή να διαβάζουν για σκοτωμούς, είτε πρόκειται για έναν φόνο είτε για ένα μοιραίο ατύχημα σε έναν αυτοκινητιστικό αγώνα. Αυτό δεν αποτελεί ένδειξη για το πόσο βαθύ έχει γίνει ήδη αυτό το πάθος για τον θάνατο; Ή σκεφτείτε εκφράσεις όπως “μέχρι θανάτου” ή “πεθαίνω να” κάνω αυτό ή εκείνο ή την έκφραση “με σκοτώνει”. Σκεφτείτε την αδιαφορία για τη ζωή που εκδηλώνεται στα ποσοστά των τροχαίων ατυχημάτων.

Εν συντομία, η διανοητικοποίηση, η ποσοτικοποίηση, η αφαιρετικοποίηση, η γραφειοκρατικοποίηση και η πραγματικοποίηση – οι οποίες αποτελούν χαρακτηριστικά της σύγχρονης βιομηχανικής κοινωνίας- όταν εφαρμόζονται στους ανθρώπους, αντί στα πράγματα, δεν αποτελούν τις αρχές της ζωής αλλά της μηχανικής. 

Οι άνθρωποι που ζουν σε ένα τέτοιο σύστημα αναπτύσσουν αδιαφορία προς τη ζωή ή ακόμη και έλξη προς τον θάνατο. Οι ίδιοι δεν το αντιλαμβάνονται. Περνούν τις εξάψεις των συγκινήσεων για τις χαρές της ζωής και ζουν με την ψευδαίσθηση ότι είναι ζωντανοί όταν έχουν πολλά πράγματα στην κυριότητά τους ή προς χρήση. Η έλλειψη διαμαρτυρίας κατά του πυρηνικού πολέμου, οι συζητήσεις των “ατομολόγων” μας για το ισοζύγιο της ολοκληρωτικής ή σχεδόν ολοκληρωτικής καταστροφής δείχνει πόσο βαθιά έχουμε προχωρήσει ήδη στην “κοιλάδα της σκιάς του θανάτου”. 

Erich Fromm, Η Καρδιά του Ανθρώπου

Τρομακτικό: Ανακαλύφθηκε αρχαίο θαλάσσιο ερπετό

Σοκ και δέος προκαλεί η ανακάλυψη επιστημόνων σε δύο λατομεία στη νοτιοδυτική Κίνα.

Τα απολιθωμένα οστά ανακαλύφθηκαν κάτω από λεπτά στρώματα ασβεστόλιθου και σύμφωνα με τους Κινέζους επιστήμονες, πρόκειται για πλάσμα που έζησε πριν από 240 εκατ. χρόνια.

Είχε δύο πόδια και μία μικρή ουρά που το βοηθούσε να στην ισορροπία και στο να κολυμπήσει γρήγορα, ενώ χάρη στην εξαιρετική του ακοή μπορούσε να αποφεύγει θαλάσσια τέρατα. 

Το παράξενο αυτό πλάσμα αναζητούσε τροφή στη θάλασσα, έβγαινε έξω όμως στα βράχια ή τη στεριά για να τραφεί με τα τεράστια αιχμηρά δόντια του.

Σε αυτό το νέο είδος, δόθηκε η ονομασία «Brevicaudosaurus jiyangshanensis» και άνηκε στην ομάδα των ζώων της Τριασικής περιόδου που ονομάζονταν νοθόσαυροι.

Ο επικεφαλής συγγραφέας της έρευνας Δρ Κινγκ Χούα Σανγκ, της Κινεζικής Ακαδημίας Επιστημών στο Πεκίνο, δήλωσε: «Η ανάλυσή μας πάνω σε δύο καλά διατηρημένους σκελετούς αποκάλυψε ένα ερπετό και μια πολύ μικρή, επίπεδη ουρά ώστε να βγαίνει σε ρηχά νερά».

Ο Brevicaudosaurus έζησε σε μια εποχή που τα ερπετά κυριαρχούσαν στους ωκεανούς.

Το σκάφος Voyager 2 εντοπίζει αύξηση στην πυκνότητα του χώρου εκτός του ηλιακού συστήματος

Τον Νοέμβριο του 2018, μετά από ένα επικό, 41χρονο ταξίδι, το Voyager 2 πέρασε τελικά το όριο που σηματοδοτεί το όριο της επιρροής του Ήλιου (ηλιόσφαιρα) και μπήκε στο διαστρικό διάστημα. Αλλά η αποστολή του μικρού ανιχνευτή δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα – στέλνει τώρα πληροφορίες για το χώρο πέρα ​​από το Ηλιακό Σύστημα. Και μας αποκαλύπτει κάτι εκπληκτικό. Καθώς το Voyager 2 κινείται όλο και πιο μακριά από τον Ήλιο, η πυκνότητα σωματιδίων του διαστήματος αυξάνεται.

Δεν είναι η πρώτη φορά που εντοπίστηκε αυτή η αύξηση της πυκνότητας σωματιδίων στο χώρο. Το Voyager 1, το οποίο εισήλθε στο διαστρικό διάστημα το 2012, εντόπισε μια παρόμοια αλλαγή της πυκνότητας σε ξεχωριστή τοποθεσία.

Τα νέα όμως δεδομένα του Voyager 2 δείχνουν ότι όχι μόνο ήταν σωστή η ανίχνευση του Voyager 1, αλλά ότι η αύξηση της πυκνότητας μπορεί να είναι ένα χαρακτηριστικό μεγάλης κλίμακας του πολύ τοπικού διαστρικού μέσου (VLIM).

Το άκρο του ηλιακού συστήματος μπορεί να οριστεί από μερικά διαφορετικά όρια, αλλά αυτό που διασχίζεται από τους ανιχνευτές Voyager είναι γνωστό ως ηλιόπαυση (το εξώτερο όριο της ηλιόσφαιρας) και ορίζεται από τον ηλιακό άνεμο.

Αυτός είναι ένας σταθερός υπερηχητικός άνεμος ιονισμένου πλάσματος που ρέει έξω από τον Ήλιο προς όλες τις κατευθύνσεις και η ηλιόπαυση είναι το σημείο στο οποίο η εξωτερική πίεση αυτού του ανέμου δεν είναι πλέον αρκετά ισχυρή ώστε να ωθεί τον διαστρικό άνεμο που έρχεται από τον διαστρικό χώρο.

Ο χώρος μέσα από την ηλιόπαυση είναι η ηλιόσφαιρα και ο εξωτερικός χώρος είναι το VLIM. Αλλά η ηλιόσφαιρα δεν είναι στρογγυλή σφαίρα. Είναι περισσότερο σαν οβάλ, με το ηλιακό σύστημα στο ένα άκρο, και μια ουρά ροής πίσω. η “μύτη” είναι στραμμένη προς την κατεύθυνση της τροχιάς του Ηλιακού Συστήματος στον Γαλαξία μας.

Και τα δύο Voyagers διέσχισαν την ηλιόπαυση στην άκρη του οβάλ σχήματος, αλλά με διαφορά 67 μοίρες στο ηλιογραφικό πλάτος και 43 μοίρες διαφορά μήκους.

Ο χώρος θεωρείται γενικά ως κενός, αλλά δεν είναι, εντελώς. Η πυκνότητα της ύλης είναι εξαιρετικά χαμηλή, αλλά εξακολουθεί να υπάρχει. Στο Ηλιακό Σύστημα, ο ηλιακός άνεμος έχει μέση πυκνότητα πρωτονίων και ηλεκτρονίων 3 έως 10 σωματιδίων ανά κυβικό εκατοστό , αλλά χαμηλώνει όσο πιο μακριά πάτε από τον Ήλιο.

Η μέση πυκνότητα ηλεκτρονίων του διαστρικού μέσου στο Γαλαξία, μεταξύ των άστρων, έχει υπολογιστεί ότι είναι περίπου 0,037 σωματίδια ανά κυβικό εκατοστό. Και η πυκνότητα του πλάσματος στην εξωτερική ηλιόσφαιρα είναι περίπου 0,002 ηλεκτρόνια ανά κυβικό εκατοστό.

Καθώς οι ανιχνευτές Voyager πέρασαν πέρα ​​από την ηλιόπαυση, τα όργανα του ανίχνευσαν την πυκνότητα ηλεκτρονίων του πλάσματος μέσω των ταλαντώσεων του πλάσματος.

Ο Voyager 1 διέσχισε την ηλιόπαυση στις 25 Αυγούστου 2012, σε απόσταση 121,6 αστρονομικών μονάδων από τη Γη (δηλαδή 121,6 φορές την απόσταση μεταξύ της Γης και του Ήλιου, δηλαδή περίπου 18,1 δισεκατομμύρια χλμ).

Όταν μέτρησε για πρώτη φορά τις ταλαντώσεις στο πλάσμα μετά τη διέλευση της ηλιόπαυσης στις 23 Οκτωβρίου 2013 σε απόσταση 122,6 αστρονομικών μονάδων (ή 18,3 δισεκατομμύρια km), το Voyager 1 εντόπισε μια πυκνότητα πλάσματος 0,055 ηλεκτρονίων ανά κυβικό εκατοστό .

Το Voyager 2, το οποίο έκανε πολύ δρόμο σε σχέση με το 1, πετώντας από τον Δία, τον Κρόνο, τον Ουρανό και τον Ποσειδώνα, διέσχισε την ηλιόπαυση στις 5 Νοεμβρίου 2018 σε απόσταση 119 αστρονομικών μονάδων (17,8 δισεκατομμύρια χλμ) Μετρήθηκαν οι ταλαντώσεις πλάσματος στις 30 Ιανουαρίου 2019 σε απόσταση 119,7 αστρονομικών μονάδων (17,9 δισεκατομμύρια), βρίσκοντας πυκνότητα πλάσματος 0,039 ηλεκτρόνια ανά κυβικό εκατοστό, πολύ κοντά στη μέτρηση του Voyager 1.

Και τα δύο όργανα ανέφεραν αύξηση της πυκνότητας. Αφού ταξίδεψε άλλες 20 αστρονομικές μονάδες (2,9 δισεκατομμύρια χλμ) μέσω του διαστήματος, ο Voyager 1 ανέφερε αύξηση σε περίπου 0,13 ηλεκτρόνια ανά κυβικό εκατοστό.

Ωστόσο, οι ανιχνεύσεις που πραγματοποιήθηκαν από τον Voyager 2 τον Ιούνιο του 2019 έδειξαν μια πολύ πιο έντονη αύξηση της πυκνότητας σε περίπου 0,12 ηλεκτρόνια ανά κυβικό εκατοστό, σε απόσταση 124,2 αστρονομικών μονάδων (18,5 δισεκατομμύρια km).

Δεδομένου ότι το πλάσμα στην ατμοσφαιρική πίεση της Γης έχει πυκνότητα ηλεκτρονίων 10 ^ 13 ανά κυβικό εκατοστό, αυτές οι ποσότητες μπορεί να φαίνονται μικροσκοπικές, αλλά είναι αρκετά σημαντικές για να δικαιολογήσουν το ενδιαφέρον μας – ειδικά επειδή δεν είναι σαφές τι τις προκαλεί.

Μια θεωρία είναι ότι οι διαστρικές γραμμές μαγνητικού πεδίου γίνονται ισχυρότερες καθώς κινούνται πάνω από την ηλιόπαυση. Αυτό θα μπορούσε να δημιουργήσει μια αστάθεια που μειώνει το πλάσμα από την περιοχή αποστράγγισης. Το Voyager 2 εντόπισε ένα ισχυρότερο μαγνητικό πεδίο από το αναμενόμενο όταν διέσχισε την ηλιόπαυση.

Μια άλλη θεωρία είναι ότι το υλικό που διοχετεύεται από τον διαστρικό άνεμο θα πρέπει να επιβραδύνεται καθώς φτάνει στην ηλιόπαυση, προκαλώντας ένα είδος κυκλοφοριακής συμφόρησης. Αυτό πιθανότατα ανιχνεύτηκε από τον διαστημικό ανιχνευτή του ηλιακού συστήματος New Horizons, ο οποίος το 2018 ανίχνευσε την εξασθενημένη υπεριώδη λάμψη που προέκυψε από τη συσσώρευση ουδέτερου υδρογόνου στην ηλιόπαυση.

Είναι επίσης πιθανό ότι και οι δύο εξηγήσεις να παίζουν ρόλο. Οι μελλοντικές μετρήσεις που λήφθηκαν και από τους δύο ανιχνευτές Voyager καθώς συνεχίζουν το ταξίδι τους στο διαστρικό διάστημα θα μπορούσαν να βοηθήσουν να το καταλάβουμε. Αλλά αυτό μπορεί να είναι ένα μεγάλο στοίχημα.

“Δεν είναι βέβαιο”, έγραψαν οι ερευνητές, “εάν τα δύο Voyagers θα είναι ικανά να μπορούν να λειτουργούν καλά τόσο μακριά, που να διακρίνουν μεταξύ αυτών των δύο κατηγοριών μοντέλων.

Καρλ Πόπερ: Τι θεωρώ Ορθολογισμό και τι Διαφωτισμό

Οι στρεφόμενοι προς εμένα χαρακτηρισμοί, και η ομολογία μου ότι είμαι ένας ορθολογιστής και υποστηρικτής του Διαφωτισμού, θα είχαν μικρή σημασία αν δεν εξηγούσα τι εννοώ όταν αναφέρομαι στον ορθολογισμό και το Διαφωτισμό.

Όταν επικαλούμαι τον ορθολογισμό, δεν έχω προ οφθαλμών μια φιλοσοφική θεωρία, όπως για παράδειγμα εκείνη του Ντεκάρτ. Και πολύ περισσότερο δεν εμφορούμαι από την ιδιαίτερα παράλογη πίστη ότι ο άνθρωπος είναι ένα αποκλειστικά λογικό ον. Αυτό που εννοώ όταν μιλάω για λόγο και ορθολογισμό, δεν είναι τίποτε άλλο παρά η πεποίθηση ότι, μέσω της κριτικής, μαθαίνουμε τα λάθη και τα ατοπήματά μας- και, ιδιαιτέρως, μέσω της κριτικής που ασκούν οι άλλοι σε μας και, εν τέλει, εμείς στον εαυτό μας. Ο ορθολογιστής είναι απλά κάποιος που περισσότερο θέλει να μαθαίνει, παρά να έχει δίκιο- που είναι πρόθυμος να μαθαίνει από τους άλλους. Όχι με την τακτική της απλής αποδοχής των αλλότριων γνωμών, αλλά αποδεχόμενος ευχαρίστως την κριτική στις ιδέες του από άλλους και κάνοντας κι ο ίδιος κριτική στις ιδέες των άλλων. Η έμφαση που δίνεται εδώ, είναι στην ιδέα της κριτικής – ή, ακριβέστερα, στην ιδέα του κριτικού διαλόγου.

Ο πραγματικός ορθολογιστής δεν πιστεύει ότι μόνος αυτός, και ουδείς άλλος, είναι ο κάτοχος της σοφίας. Δεν πιστεύει, επίσης, ότι η απλή κριτική συντελεί αυτομάτως στην επινόηση νέων ιδεών. Αυτό που πιστεύει είναι ότι μόνο ο κριτικός διάλογος μας βοηθάει να ξεχωρίζουμε, στο πεδίο των ιδεών, την ήρα από το σιτάρι. Γνωρίζει καλά ότι η αποδοχή ή η απόρριψη μιας ιδέας δεν είναι ποτέ μια καθαρά ορθολογική υπόθεση, αλλά φρονεί πως μόνο ο κριτικός διάλογος μπορεί να μας δώσει την απαιτούμενη ωριμότητα να δούμε μια ιδέα από όσες περισσότερες πλευρές γίνεται, ώστε να την κρίνουμε δίκαια.

Αυτή η εκτίμηση του κριτικού διαλόγου έχει επίσης και την ανθρώπινη πλευρά της. Προφανώς, ο ορθολογιστής γνωρίζει πολύ καλά ότι οι ανθρώπινες σχέσεις δεν εξαντλούνται σε έναν κριτικό διάλογο. Αντίθετα, γνωρίζει ότι ένας ορθολογικός, κριτικός διάλογος ανήκει στις σπανιότητες της ζωής μας. Παρά ταύτα πιστεύει ότι η αντίληψη του δούναι και λαβείν, η στάση δηλαδή που υπόκειται στον κριτικό διάλογο, είναι από ανθρώπινη πλευρά μεγίστης σημασίας. Γιατί ο ορθολογιστής γνωρίζει ότι χρωστάει τη λογική του στους άλλους ανθρώπους. Γνωρίζει ότι η έλλογη, η ορθολογική, η κριτική στάση μπορεί να είναι μόνο το αποτέλεσμα της κριτικής που ασκούν οι άλλοι και ότι μόνο μέσω της κριτικής των άλλων μπορεί να επιτευχθεί η αυτοκριτική.

Θα μπορούσε, ίσως, κανείς να εκφράσει την ορθολογική στάση ως εξής: Ισως εγώ έχω άδικο κι εσύ έχεις δίκιο, σε κάθε περίπτωση, όμως, μπορούμε να ελπίζουμε ότι μετά τη συζήτησή μας θα αποκτήσουμε μια καθαρότερη οπτική από αυτήν που είχαμε πριν. Όπως επίσης, μπορούμε να μάθουμε ο ένας από τον άλλο, όσο όμως δεν ξεχνάμε πως το σημαντικό δεν είναι ποιος τελικά θα έχει δίκιο, αλλά το να προσεγγίσουμε την αλήθεια. Μόνο έχοντας αυτόν το στόχο στο μυαλό, εντάσσουμε τον εαυτό μας σε ένα διάλογο όσο καλύτερα μπορούμε.

Αυτά είναι, εν ολίγοις, όσα εννοώ μιλώντας για τον ορθολογισμό. Αλλά όταν μιλάω για τον Διαφωτισμό, εννοώ κάτι παραπάνω. Προπαντός, σκέπτομαι την ιδέα της αυτο-απελευθέρωσης μέσω της γνώσης· την ιδέα εκείνη που ενέπνευσε τον Καντ και τον Πεσταλότσι. Και σκέπτομαι, επιπροσθέτως, το καθήκον κάθε διανοούμενου, να βοηθά τους άλλους να απελευθερωθούν πνευματικά και να κατανοήσουν την κριτική στάση – ένα καθήκον που οι περισσότεροι εκ των διανοουμένων έχουν ξεχάσει, ήδη από την εποχή του Φίχτε, του Σέλινγκ και του Χέγκελ. Γιατί δυστυχώς, μεταξύ των διανοουμένων, ανέκαθεν ήταν βαθιά η επιθυμία του εντυπωσιασμού των άλλων, καθώς και, όπως το θέτει ο Σόπενχαουερ, η διάθεσή τους να μη διδάσκουν, αλλά να σαγηνεύουν. Εμφανίζονται σαν ηγήτορες, σαν προφήτες. Εν μέρει γιατί ίσως αναμένεται από αυτούς να εμφανίζονται σαν προφήτες- σαν εξάγγελοι σκοτεινών μυστικών της ζωής, του κόσμου και των ανθρώπων, της Ιστορίας και της ύπαρξης. Όπως συμβαίνει τόσο συχνά, έτσι κι εδώ η αδιάκοπη ζήτηση γεννά, δυστυχώς, την πρόσφορα. Ηγέτες και προφήτες αποζητούνται κι έτσι δεν είναι να απορεί κανείς, που στο τέλος βρίσκονται.

Αλλά «οι ώριμοι άνθρωποι δεν χρειάζονται ηγέτες», όπως είχε πει κάποτε ο Ε.Τ. Ουέλς . Και οι ώριμοι άνθρωποι οφείλουν να γνωρίζουν ότι δεν χρειάζονται ηγέτες. Κι όσο για τους προφήτες, πιστεύω στο καθήκον κάθε διανοούμενου να διαχωριστεί από αυτούς με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο.

Αυτό που διακρίνει εξωτερικά το πνεύμα του Διαφωτισμού από εκείνο των αυτοαποκαλούμενων προφητών, είναι η γλώσσα. Ο στοχαστής που είναι εμβαπτισμένος στην ιδέα του Διαφωτισμού, μιλάει όσο το δυνατόν πιο απλά. Θέλει να γίνει κατανοητός. Υπ’ αυτή την έννοια, ανάμεσα στους φιλοσόφους, ο Μπέρτραντ Ράσελ είναι σίγουρα το αξεπέραστο πρότυπό μας. Ακόμη κι όταν δεν συμφωνείς μαζί του, οφείλεις να τον θαυμάζεις. Μιλάει πάντα ξεκάθαρα, απλά και ευθέως.

Γιατί όσοι ασπαζόμαστε το πνεύμα του Διαφωτισμού δίνουμε τόση σημασία στην απλότητα της γλώσσας; Γιατί ο αληθινός θιασώτης του Διαφωτισμού, ο πραγματικός ορθολογιστής δεν θέλει να καταφέρει, αλλά ούτε καν να πείσει κανέναν για τίποτε. Διατηρεί συνεχώς την επίγνωση ότι μπορεί να σφάλλει. Πάνω απ’ όλα, όμως, εκτιμά την πνευματική ανεξαρτησία των άλλων πάρα πολύ, για να θελήσει να τους πείσει σε σημαντικά ζητήματα. Πολύ περισσότερο, θέλει να προκαλέσει τον αντίλογο, κατά προτίμηση με το χαρακτήρα ορθολογικής και πειθαρχημένης κριτικής. Δεν κοιτάει να πείσει, αλλά να αφυπνίσει – να προκαλέσει την ελεύθερη διαμόρφωση γνώμης. Η ελεύθερη διαμόρφωση γνώμης είναι για κείνον πολύτιμη. Τη θεωρεί πολύτιμη, όχι μόνο γιατί μέσω αυτής μπορούμε να προσεγγίζουμε καλύτερα την αλήθεια, αλλά και γιατί σέβεται την ανάπτυξη της ελεύθερης γνώμης. Τη σέβεται ακόμη και όταν θεωρεί την εκφρασμένη γνώμη λανθασμένη.

Ένας από τους λόγους για τους οποίους κάποιος που εμφορείται από το πνεύμα του Διαφωτισμού δεν θέλει να καταφέρει τίποτα ή να πείσει κανέναν, είναι ότι γνωρίζει πως πέρα από τα στενά πλαίσια της Λογικής και ίσως και των Μαθηματικών δεν μπορεί κανείς να αποδείξει τίποτα. Σίγουρα, μπορεί να προβάλει επιχειρήματα, καθώς και να εξετάσει κριτικά απόψεις, αλλά εκτός από τα στοιχειώδη Μαθηματικά, τα επιχειρήματά μας δεν είναι ποτέ αδιάψευστα και στερούμενα κενών. Πρέπει πάντα να σταθμίζουμε τους λόγους, πρέπει πάντα να αποφασίζουμε ποιοι λόγοι βαραίνουν περισσότερο: οι λόγοι που υπερασπίζονται μια άποψη ή εκείνοι που την καταρρίπτουν. Κατ’ αυτό τον τρόπο, η διαμόρφωση γνώμης περιέχει, σε τελευταία ανάλυση, ένα στοιχείο ελεύθερης απόφασης. Και είναι η ελεύθερη απόφαση που κάνει μια γνώμη αντάξια ενός ανθρώπου.

Αυτή την υψηλή εκτίμηση για την ελεύθερη, προσωπική γνώμη την έλαβε και την ανέπτυξε ο Διαφωτισμός από τον Τζον Λοκ. Είναι αναμφισβήτητα το άμεσο αποτέλεσμα των αγγλικών και των ηπειρωτικών ευρωπαϊκών θρησκευτικών αγώνων, οι οποίοι παρήγαγαν, τελικά, την ιδέα της θρησκευτικής ανεκτικότητας. Και αυτή η ιδέα της θρησκευτικής ανεκτικότητας δεν είναι σε καμιά περίπτωση μια αποφατική ιδέα, όπως πολύ συχνά παρουσιάζεται, π.χ. από τον Άρνολντ Τόινμπι.

Δεν είναι μόνο η έκφραση μιας πολεμικής κόπωσης και της αντίληψης ότι είναι μάταιο να επιβάλλονται οι θρησκευτικές πεποιθήσεις με την τρομοκρατία της συμμόρφωσης, αλλά, εντελώς αντιθέτως, η θρησκευτική ανεκτικότητα προκύπτει από τη θετική γνώση ότι μια βιαίως αποσπασθείσα θρησκευτική ομοφροσύνη είναι ανώφελη· ότι μόνο η θρησκευτική πίστη που είναι βασισμένη στην ελευθερία έχει αξία. Και αυτή η αντίληψη επεκτείνεται περαιτέρω· επεκτείνεται στο σεβασμό προς κάθε τίμια πίστη και συνεπώς στο σεβασμό του ατόμου και της γνώμης του. Επεκτείνεται στα λόγια του Ιμάνουελ Καντ, του τελευταίου φιλοσόφου του Διαφωτισμού, περί της αναγνώρισης της αξιοπρέπειας της ανθρώπινης προσωπικότητας.

Με την αναφορά στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια, ο Καντ εννοούσε ότι κάθε ανθρώπινο πλάσμα και οι πεποιθήσεις του πρέπει να γίνονται αντικείμενα σεβασμού. Ο Καντ συνδύασε αυτή την αντίληψη με την αρχή του Χιλέλ, που οι Άγγλοι ορθά ονομάζουν «χρυσό κανόνα», και που ηχεί κάπως κοινότοπα:

«Μην κάνεις στους άλλους αυτό που δεν θέλεις να κάνουν οι άλλοι σε σένα!»

Ο Καντ συνέδεσε πολύ στενά αυτή την αρχή με την ιδέα της ελευθερίας, η οποία ταυτίζεται με την ελευθερία της σκέψης που αξίωνε ο μαρκήσιος Posa από τον βασιλιά Φίλιππο στο έργο του Σίλερ Don Carlos, και που ομοίως απηχεί την ελευθερία της σκέψης που ο Σπινόζα προσπαθούσε να εδραιώσει, ώστε να αποτελεί μια αναπαλλοτρίωτη ελευθερία. Μια ελευθερία που, όσο κι αν προσπαθήσουν οι τύραννοι να μας την αποσπάσουν, δεν πρόκειται να τα καταφέρουν.

Πιστεύω πως δεν μπορούμε πια να συμφωνούμε με τον Σπινόζα σε αυτό το σημείο. Ίσως είναι σωστό το ότι η ελευθερία της σκέψης δεν μπορεί ποτέ να καταπιεστεί ολοκληρωτικά, αλλά όμως μπορεί να καταπιεστεί σε έναν σημαντικό βαθμό. Γιατί χωρίς την ελεύθερη ανταλλαγή σκέψεων δεν μπορεί να υπάρξει καμιά πραγματική ελευθερία σκέψης. Χρειαζόμαστε τους άλλους για να δοκιμάσουμε σε αυτούς τις σκέψεις μας, ώστε να εξακριβώσουμε αν είναι έγκυρες. Ο κριτικός διάλογος είναι η βάση της ελεύθερης σκέψης του ατόμου. Αυτό σημαίνει, όμως, ότι η ελευθερία σκέψης είναι αδύνατη χωρίς την πολιτική ελευθερία. Και σημαίνει, επιπλέον, ότι η πολιτική ελευθερία είναι μια προϋπόθεση της ελεύθερης χρήσης του λόγου του κάθε ατόμου.

Προσπάθησα να εξηγήσω, εν ολίγοις, τι θεωρώ ορθολογισμό και τι Διαφωτισμό. Ταυτόχρονα, προσπάθησα επίσης να περιγράφω αδρομερώς, γιατί ο ορθολογισμός, όπως εγώ τον αντιλαμβάνομαι, καθώς επίσης και ο Διαφωτισμός, επιζητούν την ελευθερία σκέψης, τη θρησκευτική ελευθερία, το σεβασμό της ειλικρινούς γνώμης του άλλου και τελικά την πολιτική ελευθερία.

Αλλά δεν θα ήθελα σε καμία περίπτωση να ισχυριστώ πως μόνο ο ορθολογισμός αγαπάει την ελευθερία ή ότι μόνο αυτός μπορεί να θεμελιώσει την απαίτηση για ελευθερία. Τουναντίον, είμαι πεπεισμένος πως υπάρχουν αντιλήψεις εντελώς διαφορετικές και, ιδιαιτέρως, θρησκευτικές αντιλήψεις, που προωθούν την ελευθερία συνείδησης, προαπαιτούν ωσαύτως το σεβασμό της γνώμης του άλλου και θεμελιώνουν αυτή την προϋπόθεση στην πολιτική ελευθερία.

Και όταν προηγουμένως, ίσως λίγο ειρωνικά, προειδοποίησα για τον πεπαλαιωμένο ορθολογισμό μου, θα ήθελα τώρα να επαναλάβω αυτή την προειδοποίηση με κάθε σοβαρότητα: Ακριβώς επειδή είμαι ορθολογιστής, δεν θέλω να προσηλυτίσω κανέναν. Δεν θέλω επίσης να καταχραστώ το όνομα της ελευθερίας για να μετατρέψω οποιονδήποτε σε ορθολογιστή. Αυτό που θα ήθελα είναι να προκαλέσω τον αντίλογο των άλλων. Θα ήθελα, αν ήταν δυνατόν, να παρακινήσω τους άλλους να δουν τα πράγματα υπό ένα νέο φως, ώστε ο καθένας, με όσο περισσότερο ελεύθερα διαμορφωμένη γνώμη, να φτάσει στη δική τον απόφαση.

Κάθε ορθολογιστής πρέπει, συνταυτιζόμενος με τον Καντ, να πει: Η Φιλοσοφία δεν μπορεί να διδαχθεί- το πολύ πολύ να μπορεί να διδαχθεί το φιλοσοφείν – δηλαδή, η κριτική στάση.

Καρλ Πόπερ, Η ζωή είναι επίλυση προβλημάτων

Γοργίας: Λόγος, Βία και εξ-ουσία

Γοργίας ο Λεοντίνος: Η γλώσσα του Είναι και το παίγνιο του Λόγου

§1

I. Μαζί με τον Πρωταγόρα και σχεδόν σύγχρονός του ο Γοργίας υπήρξε ένας από τους πιο σημαντικούς διανοητές της αρχαίας σοφιστικής και της ελληνικής σκέψης. Έζησε πάνω από εκατό χρόνια, με βάση τα όσα λέγονται, και έμεινε στην ιστορία ως δεινός ρήτορας και λαμπρός ρητοροδιδάσκαλος. Επίσης ήταν αυθεντικός σοφιστής με την έννοια ότι χωρίς να προβάλλεται ως δάσκαλος της αρετής ‒κάτι για το οποίο μιλάει ο Πλάτων στους διαλόγους του: Γοργίας και Μένων‒ επιζητούσε να διαμορφώσει επιδέξιους ομιλητές και προς τούτο αναγνώριζε την απόκρυφη δύναμη του Λόγου και της γλώσσας. Διέκρινε στη γλώσσα ως έκφραση και στον λόγο αντίστοιχα την ακαταμάχητη εκείνη δύναμη, η οποία μπορεί να είναι είτε δημιουργική είτε καταστροφική: πότε οδηγεί στη ανοικτότητα και πότε στη συγκάλυψη. Και τούτο σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο ίδιος ήταν δεινός χειριστής του λόγου και συναφώς μπορούσε να παρουσιάσει έναν αστραφτερό, χυμώδη και πλούσιο σε ρητορικά σχήματα λόγο, που εξακολουθεί να γοητεύει, ως συγχρονικό λέγειν, και να καταδεικνύει τι σημαίνει πραγματική μαγεία των λέξεων. Καθώς ήταν ένας αληθινά πνευματώδης και ευφυής άνθρωπος, έλεγε συνεχώς πως ήταν σε θέση να αυτοσχεδιάζει και να αναλύει στη στιγμή οποιοδήποτε ζήτημα.

ΙΙ. Στο κείμενό του Ελένης Εγκώμιον επιχειρεί να δείξει πώς η γλώσσα, μέσα από έναν κατάλληλο χειρισμό, μπορεί να αναστατώνει τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου, να ενισχύει τη δύναμη του λογισμού ή να παραπλανά το νου και να κατευθύνει το πεπερασμένο Είναι μας κατά τρόπο μοιραίο. Ό,τι μπορεί να λέγεται και να εκφράζεται δεν είναι άλλο από την ίδια τη γνώση και σκέψη κατά την αυτόνομη παρ-ουσία της στο Είναι μας. Απ’ αυτή την άποψη, παίζει αποφασιστικό ρόλο η αποδεικτική διαδικασία και το επιχείρημα. Αυτά εδώ είναι στοιχεία που μπορούν να καταστήσουν προσιτά βαθιά νοήματα του πραγματικού και να λυτρώνουν τον άνθρωπο από την αδυναμία του να ερμηνεύει το ανερμήνευτο. Οποιαδήποτε ωστόσο πειστική ή παραπειστική λειτουργία του λόγου από διάφορους επιστήμονες, πολιτικούς, νομικούς και παρόμοιες κατηγορίες σχετικών με την τέχνη του λόγου ανθρώπινων ομάδων συσσωρεύει ψεύδη στην κοινότητα και παραπλανά συνειδητά ή μη. Κάτι παρόμοιο δηλαδή με αυτό που συμβαίνει στο κέντρο της αγοραίας πολιτικής του σήμερα, όπου με τη μέγιστη ελαφρότητα του Είναι καθιδρύεται ως υπεράσπιση της αλήθειας η πιο ωμή διαστρέβλωσή της.

§2 Ἑλένης Ἐγκώμιο

Ι. Στο εν λόγω έργο ο Γοργίας μετα-στοχάζεται τον γνωστό μύθο με την Ελένη που εγκατέλειψε τη συζυγική εστία και αποτέλεσε έτσι την αφορμή για την έκρηξη του Τρωικού πολέμου. Ασκώντας τη δύναμη του λόγου αντιτίθεται στην καθιερωμένη αντίληψη που ενοχοποιεί την Ελένη. Κατ’ αυτό τον τρόπο αφήνει να εκτυλίσσεται ένας υπερασπιστικός λόγος απολογίας, ο οποίος συνθέτει εν τέλει ένα άκρως φιλοσοφικό-στοχαστικό εγχείρημα για το πόσο ρευστή και σχετική είναι η περατή συνθήκη του ανθρώπου. Θεμελιακές ιδέες:

ΙΙ. Η Ελένη, το ενεργούν υποκείμενο ως τέτοιο, είναι αθώα/ο, επειδή ό,τι έπραξε ήταν αποτέλεσμα βίας που ασκήθηκε πάνω της από τον λόγο. Ο λόγος χαρακτηρίζεται ως μέγας δυνάστης. Αποφαίνεται δεόντως ο Γοργίας:

«Αν είναι ο λόγος που την έπεισε και εξαπάτησε την ψυχή της, τότε δεν είναι δύσκολο να την υπερασπιστούμε και να την απαλλάξουμε από την κατηγορία, λέγοντας πως ο λόγος είναι μέγας δυνάστης που με το πιο μικρό και αφανές σώμα επιτελεί τα πιο θεϊκά έργα· γιατί μπορεί και τον φόβο να καταπαύει και τη λύπη να διώχνει και χαρά να προκαλεί και τη συμπόνια να γεννά μέσα μας περίσσεια».

ΙΙΙ. Ο λόγος, ακριβώς επειδή είναι παντοδύναμος, μπορεί να γεμίσει την ψυχή του ανθρώπου με ψέματα και να τον καταστήσει έρμαιο κάθε εσφαλμένης δοξασίας. Και τούτο συμβαίνει συχνά-πυκνά, γιατί οι άνθρωποι αφήνουν να τους διαφεύγει το παρελθόν, δεν διαθέτουν την απαραίτητη μνήμη· για το παρόν δεν διαθέτουν γνώση και καμιά πρόγνωση για το μέλλον. Όλα τούτα συνοψίζονται στο γεγονός ότι το Είναι του ανθρώπου δεν είναι διαφορετικό από τη σκέψη και τη γνώση του. Η απουσία γνώσης και σκέψης μετατρέπει τον λόγο σε δύναμη εξαπάτησης και το ανθρώπινο Είναι σε ναυαγισμένη ύπαρξη. Ακριβώς μια τέτοια απουσία επιτρέπει σε ανυπόληπτους πολιτικούς να χρησιμοποιούν άκριτα και αυθαίρετα τον λόγο και να εξαπατούν ασύστολα ανθρώπινες μάζες που τους εμπιστεύονται. Γράφει σχετικά ο Γοργίας:

«Πόσοι και πόσοι δεν έπειθαν και δεν πείθουν τόσους για τόσα πράγματα, πλάθοντας κάποιον ψευδή λόγο. Πράγματι, αν όλοι είχαν για όλα, μνήμη του παρελθόντος, γνώση του παρόντος και πρόγνωση –πρόνοια του μέλλοντος, δεν θα διέθετε τη δύναμη να εξαπατά ο λόγος· τώρα όμως δεν είναι εύκολο ούτε να θυμόμαστε τα περασμένα, ούτε να γνωρίζουμε το παρόν ούτε να προβλέπουμε το μέλλον. Έτσι, οι περισσότεροι για τα περισσότερα σύμβουλο της ψυχής έχουν τη δοξασία, τη γνώμη. Η δοξασία όμως, καθώς είναι σφαλερή και αβέβαιη, σε σφαλερές και αβέβαιες επιτυχίες οδηγεί όσους την ακολουθούν... Ο λόγος λοιπόν είναι που πείθει την ψυχή και, αφού την έπεισε, την αναγκάζει να πιστεύει στα λόγια και να συναινεί στις πράξεις [των άλλων: κοσμολόγων, πολιτικών, δικαστικών, φιλοσόφων …]».

§3 Λόγος και γλώσσα

Ο Γοργίας καλλιεργεί τον λόγο της πειθούς και προς τούτο εδραιώνει την αντίληψη ότι ο λόγος είναι κατ’ εξοχήν ρητορικός και έχει «μαγική» δύναμη: μπορεί να αποκωδικοποιεί πραγματικότητες όχι απλώς του παρελθόντος, αλλά πρωτίστως του παρόντος και του μέλλοντος. Είναι ένας λόγος που μπορεί να παραπλανά, ενώ η γλώσσα μπορεί να λειτουργεί κυρίως ως εργαλείο ψυχολογικής συμπεριφοράς παρά ως φορέας μιας αντικειμενικής γνώσης. Καταδεικνύει πως ο βιασμός της γλώσσας, που συνήθως στηρίζεται στη δοξασία, στη γνώμη, εγκαθιστά μέσα στον βίο του ανθρώπου την πιο βάρβαρη εξ-ουσία σε επίπεδο πολιτικής, επιστήμης, επικοινωνίας, συμπεριφοράς, πολιτισμού. Κλονίζει έτσι τα οντολογικά θεμέλια της ανθρώπινης ύπαρξης και μετατρέπει τη βούλησή της σε θεραπαινίδα του επικυρίαρχου δεσποτικού, ηγεμονικού παίγνιου ανάμεσα σε κενά σύνολα λόγου και πράξης. Τότε συμβαίνει να ανατρέπεται η ανα-λογία πραγματικού και λογικού και ο άνθρωπος να αναμένει ολομόναχος το μοιραίο. Στο έργο του Περί του μη όντος ή φύσεως διατυπώνει τις παρακάτω τρεις θέσεις, τη μια ως διάδοχη της άλλης:

«Πρώτον, δεν υπάρχει τίποτα﮲ δεύτερον, κι αν υπάρχει, δεν μπορεί ο άνθρωπος να το αντιληφθεί﮲ τρίτον, κι αν ακόμα μπορεί να το αντιληφθεί, δεν μπορεί να το εκφράσει, να το μεταδώσει και να το εξηγήσει στον διπλανό του».

Εδώ ο Γοργίας μοιάζει, ως προς τη λειτουργία της γλώσσας, να είναι μακρινός προπάτορας του Νίτσε. Η γλώσσα δεν μπορεί να κοινοποιήσει αντικειμενικές πληροφορίες και να μεταβιβάσει τη γνώση μιας αντικειμενικής πραγματικότητας.

ΠΛΑΤΩΝ: Πολιτεία (466e-470b)

[466e] Περὶ μὲν γὰρ τῶν ἐν τῷ πολέμῳ οἶμαι, ἔφην, δῆλον ὃν τρόπον πολεμήσουσιν.Πῶς; ἦ δ᾽ ὅς.
Ὅτι κοινῇ στρατεύσονται, καὶ πρός γε ἄξουσι τῶν παίδων εἰς τὸν πόλεμον ὅσοι ἁδροί, ἵν᾽ ὥσπερ οἱ τῶν ἄλλων δημιουργῶν θεῶνται ταῦτα ἃ τελεωθέντας δεήσει δημιουργεῖν· [467a] πρὸς δὲ τῇ θέᾳ διακονεῖν καὶ ὑπηρετεῖν πάντα τὰ περὶ τὸν πόλεμον, καὶ θεραπεύειν πατέρας τε καὶ μητέρας. ἢ οὐκ ᾔσθησαι τὰ περὶ τὰς τέχνας, οἷον τοὺς τῶν κεραμέων παῖδας, ὡς πολὺν χρόνον διακονοῦντες θεωροῦσι πρὶν ἅπτεσθαι τοῦ κεραμεύειν;
Καὶ μάλα.
Ἦ οὖν ἐκείνοις ἐπιμελέστερον παιδευτέον ἢ τοῖς φύλαξι τοὺς αὑτῶν ἐμπειρίᾳ τε καὶ θέᾳ τῶν προσηκόντων;
Καταγέλαστον μεντἄν, ἔφη, εἴη.
Ἀλλὰ μὴν καὶ μαχεῖταί γε πᾶν ζῷον διαφερόντως [467b] παρόντων ὧν ἂν τέκῃ.
Ἔστιν οὕτω. κίνδυνος δέ, ὦ Σώκρατες, οὐ σμικρὸς σφαλεῖσιν, οἷα δὴ ἐν πολέμῳ φιλεῖ, πρὸς ἑαυτοῖς παῖδας ἀπολέσαντας ποιῆσαι καὶ τὴν ἄλλην πόλιν ἀδύνατον ἀναλαβεῖν.
Ἀληθῆ, ἦν δ᾽ ἐγώ, λέγεις. ἀλλὰ σὺ πρῶτον μὲν ἡγῇ παρασκευαστέον τὸ μή ποτε κινδυνεῦσαι;
Οὐδαμῶς.
Τί δ᾽; εἴ που κινδυνευτέον, οὐκ ἐν ᾧ βελτίους ἔσονται κατορθοῦντες;
Δῆλον δή.
[467c] Ἀλλὰ σμικρὸν οἴει διαφέρειν καὶ οὐκ ἄξιον κινδύνου θεωρεῖν ἢ μὴ τὰ περὶ τὸν πόλεμον παῖδας τοὺς ἄνδρας πολεμικοὺς ἐσομένους;
Οὔκ, ἀλλὰ διαφέρει πρὸς ὃ λέγεις.
Τοῦτο μὲν ἄρα ὑπαρκτέον, θεωροὺς πολέμου τοὺς παῖδας ποιεῖν, προσμηχανᾶσθαι δ᾽ αὐτοῖς ἀσφάλειαν, καὶ καλῶς ἕξει· ἦ γάρ;
Ναί.
Οὐκοῦν, ἦν δ᾽ ἐγώ, πρῶτον μὲν αὐτῶν οἱ πατέρες, ὅσα ἄνθρωποι, οὐκ ἀμαθεῖς ἔσονται ἀλλὰ γνωμονικοὶ τῶν [467d] στρατειῶν ὅσαι τε καὶ μὴ ἐπικίνδυνοι;
Εἰκός, ἔφη.
Εἰς μὲν ἄρα τὰς ἄξουσιν, εἰς δὲ τὰς εὐλαβήσονται.
Ὀρθῶς.
Καὶ ἄρχοντάς γέ που, ἦν δ᾽ ἐγώ, οὐ τοὺς φαυλοτάτους αὐτοῖς ἐπιστήσουσιν ἀλλὰ τοὺς ἐμπειρίᾳ τε καὶ ἡλικίᾳ ἱκανοὺς ἡγεμόνας τε καὶ παιδαγωγοὺς εἶναι.
Πρέπει γάρ.
Ἀλλὰ γάρ, φήσομεν, καὶ παρὰ δόξαν πολλὰ πολλοῖς δὴ ἐγένετο.
Καὶ μάλα.
Πρὸς τοίνυν τὰ τοιαῦτα, ὦ φίλε, πτεροῦν χρὴ παιδία ὄντα εὐθύς, ἵν᾽, ἄν τι δέῃ, πετόμενοι ἀποφεύγωσιν.
[467e] Πῶς λέγεις; ἔφη.
Ἐπὶ τοὺς ἵππους, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἀναβιβαστέον ὡς νεωτάτους, καὶ διδαξαμένους ἱππεύειν ἐφ᾽ ἵππων ἀκτέον ἐπὶ τὴν θέαν, μὴ θυμοειδῶν μηδὲ μαχητικῶν, ἀλλ᾽ ὅτι ποδωκεστάτων καὶ εὐηνιωτάτων. οὕτω γὰρ κάλλιστά τε θεάσονται τὸ αὑτῶν ἔργον, καὶ ἀσφαλέστατα, ἄν τι δέῃ, σωθήσονται μετὰ πρεσβυτέρων ἡγεμόνων ἑπόμενοι.
Ὀρθῶς, ἔφη, μοι δοκεῖς λέγειν.
[468a] Τί δὲ δή, εἶπον, τὰ περὶ τὸν πόλεμον; πῶς ἑκτέον σοι τοὺς στρατιώτας πρὸς αὑτούς τε καὶ τοὺς πολεμίους; ἆρ᾽ ὀρθῶς μοι καταφαίνεται ἢ οὔ;
Λέγ᾽, ἔφη, ποῖ᾽ αὖ.
Αὐτῶν μέν, εἶπον, τὸν λιπόντα τάξιν ἢ ὅπλα ἀποβαλόντα ἤ τι τῶν τοιούτων ποιήσαντα διὰ κάκην ἆρα οὐ δημιουργόν τινα δεῖ καθιστάναι ἢ γεωργόν;
Πάνυ μὲν οὖν.
Τὸν δὲ ζῶντα εἰς τοὺς πολεμίους ἁλόντα ἆρ᾽ οὐ δωρεὰν διδόναι τοῖς ἑλοῦσι χρῆσθαι τῇ ἄγρᾳ ὅτι ἂν βούλωνται;
[468b] Κομιδῇ γε.
Τὸν δὲ ἀριστεύσαντά τε καὶ εὐδοκιμήσαντα οὐ πρῶτον μὲν ἐπὶ στρατιᾶς ὑπὸ τῶν συστρατευομένων μειρακίων τε καὶ παίδων ἐν μέρει ὑπὸ ἑκάστου δοκεῖ σοι χρῆναι στεφανωθῆναι; ἢ οὔ;
Ἔμοιγε.
Τί δέ; δεξιωθῆναι;
Καὶ τοῦτο.
Ἀλλὰ τόδ᾽ οἶμαι, ἦν δ᾽ ἐγώ, οὐκέτι σοι δοκεῖ.
Τὸ ποῖον;
Τὸ φιλῆσαί τε καὶ φιληθῆναι ὑπὸ ἑκάστου.
Πάντων, ἔφη, μάλιστα· καὶ προστίθημί γε τῷ νόμῳ, [468c] ἕως ἂν ἐπὶ ταύτης ὦσι τῆς στρατιᾶς, καὶ μηδενὶ ἐξεῖναι ἀπαρνηθῆναι ὃν ἂν βούληται φιλεῖν, ἵνα καί, ἐάν τίς του τύχῃ ἐρῶν ἢ ἄρρενος ἢ θηλείας, προθυμότερος ᾖ πρὸς τὸ τἀριστεῖα φέρειν.
Καλῶς, ἦν δ᾽ ἐγώ. ὅτι μὲν γὰρ ἀγαθῷ ὄντι γάμοι τε ἕτοιμοι πλείους ἢ τοῖς ἄλλοις καὶ αἱρέσεις τῶν τοιούτων πολλάκις παρὰ τοὺς ἄλλους ἔσονται, ἵν᾽ ὅτι πλεῖστοι ἐκ τοῦ τοιούτου γίγνωνται, εἴρηται ἤδη.
Εἴπομεν γάρ, ἔφη.
Ἀλλὰ μὴν καὶ καθ᾽ Ὅμηρον τοῖς τοιοῖσδε δίκαιον τιμᾶν [468d] τῶν νέων ὅσοι ἀγαθοί. καὶ γὰρ Ὅμηρος τὸν εὐδοκιμήσαντα ἐν τῷ πολέμῳ «νώτοισιν» Αἴαντα ἔφη «διηνεκέεσσι γεραίρεσθαι», ὡς ταύτην οἰκείαν οὖσαν τιμὴν τῷ ἡβῶντί τε καὶ ἀνδρείῳ, ἐξ ἧς ἅμα τῷ τιμᾶσθαι καὶ τὴν ἰσχὺν αὐξήσει.
Ὀρθότατα, ἔφη.
Πεισόμεθα ἄρα, ἦν δ᾽ ἐγώ, ταῦτά γε Ὁμήρῳ. καὶ γὰρ ἡμεῖς ἔν τε θυσίαις καὶ τοῖς τοιούτοις πᾶσι τοὺς ἀγαθούς, καθ᾽ ὅσον ἂν ἀγαθοὶ φαίνωνται, καὶ ὕμνοις καὶ οἷς νυνδὴ ἐλέγομεν τιμήσομεν, πρὸς δὲ τούτοις «ἕδραις τε καὶ [468e] κρέασιν ἰδὲ πλείοις δεπάεσσιν», ἵνα ἅμα τῷ τιμᾶν ἀσκῶμεν τοὺς ἀγαθοὺς ἄνδρας τε καὶ γυναῖκας.
Κάλλιστα, ἔφη, λέγεις.
Εἶεν· τῶν δὲ δὴ ἀποθανόντων ἐπὶ στρατιᾶς ὃς ἂν εὐδοκιμήσας τελευτήσῃ ἆρ᾽ οὐ πρῶτον μὲν φήσομεν τοῦ χρυσοῦ γένους εἶναι;
Πάντων γε μάλιστα.
Ἀλλ᾽ οὐ πεισόμεθα Ἡσιόδῳ, ἐπειδάν τινες τοῦ τοιούτου γένους τελευτήσωσιν, ὡς ἄρα—
[469a] οἱ μὲν δαίμονες ἁγνοὶ ἐπιχθόνιοι τελέθουσιν,
ἐσθλοί, ἀλεξίκακοι, φύλακες μερόπων ἀνθρώπων;
Πεισόμεθα μὲν οὖν.
Διαπυθόμενοι ἄρα τοῦ θεοῦ πῶς χρὴ τοὺς δαιμονίους τε καὶ θείους τιθέναι καὶ τίνι διαφόρῳ, οὕτω καὶ ταύτῃ θήσομεν ᾗ ἂν ἐξηγῆται;
Τί δ᾽ οὐ μέλλομεν;
Καὶ τὸν λοιπὸν δὴ χρόνον ὡς δαιμόνων, οὕτω [469b] θεραπεύσομέν τε καὶ προσκυνήσομεν αὐτῶν τὰς θήκας; ταὐτὰ δὲ ταῦτα νομιοῦμεν ὅταν τις γήρᾳ ἤ τινι ἄλλῳ τρόπῳ τελευτήσῃ τῶν ὅσοι ἂν διαφερόντως ἐν τῷ βίῳ ἀγαθοὶ κριθῶσιν;
Δίκαιον γοῦν, ἔφη.
Τί δέ; πρὸς τοὺς πολεμίους πῶς ποιήσουσιν ἡμῖν οἱ στρατιῶται;
Τὸ ποῖον δή;
Πρῶτον μὲν ἀνδραποδισμοῦ πέρι, δοκεῖ δίκαιον Ἕλληνας Ἑλληνίδας πόλεις ἀνδραποδίζεσθαι, ἢ μηδ᾽ ἄλλῃ ἐπιτρέπειν κατὰ τὸ δυνατὸν καὶ τοῦτο ἐθίζειν, τοῦ Ἑλληνικοῦ [469c] γένους φείδεσθαι, εὐλαβουμένους τὴν ὑπὸ τῶν βαρβάρων δουλείαν;
Ὅλῳ καὶ παντί, ἔφη, διαφέρει τὸ φείδεσθαι.
Μηδὲ Ἕλληνα ἄρα δοῦλον ἐκτῆσθαι μήτε αὐτούς, τοῖς τε ἄλλοις Ἕλλησιν οὕτω συμβουλεύειν;
Πάνυ μὲν οὖν, ἔφη· μᾶλλόν γ᾽ ἂν οὖν οὕτω πρὸς τοὺς βαρβάρους τρέποιντο, ἑαυτῶν δ᾽ ἀπέχοιντο.
Τί δέ; σκυλεύειν, ἦν δ᾽ ἐγώ, τοὺς τελευτήσαντας πλὴν ὅπλων, ἐπειδὰν νικήσωσιν, ἦ καλῶς ἔχει; ἢ οὐ πρόφασιν [469d] μὲν τοῖς δειλοῖς ἔχει μὴ πρὸς τὸν μαχόμενον ἰέναι, ὥς τι τῶν δεόντων δρῶντας ὅταν περὶ τὸν τεθνεῶτα κυπτάζωσι, πολλὰ δὲ ἤδη στρατόπεδα διὰ τὴν τοιαύτην ἁρπαγὴν ἀπώλετο;
Καὶ μάλα.
Ἀνελεύθερον δὲ οὐ δοκεῖ καὶ φιλοχρήματον νεκρὸν συλᾶν, καὶ γυναικείας τε καὶ σμικρᾶς διανοίας τὸ πολέμιον νομίζειν τὸ σῶμα τοῦ τεθνεῶτος ἀποπταμένου τοῦ ἐχθροῦ, λελοιπότος δὲ ᾧ ἐπολέμει; ἢ οἴει τι διάφορον δρᾶν τοὺς τοῦτο [469e] ποιοῦντας τῶν κυνῶν, αἳ τοῖς λίθοις οἷς ἂν βληθῶσι χαλεπαίνουσι, τοῦ βάλλοντος οὐχ ἁπτόμεναι;
Οὐδὲ σμικρόν, ἔφη.
Ἐατέον ἄρα τὰς νεκροσυλίας καὶ τὰς τῶν ἀναιρέσεων διακωλύσεις;
Ἐατέον μέντοι, ἔφη, νὴ Δία.
Οὐδὲ μήν που πρὸς τὰ ἱερὰ τὰ ὅπλα οἴσομεν ὡς ἀναθήσοντες, ἄλλως τε καὶ τὰ τῶν Ἑλλήνων, ἐάν τι ἡμῖν μέλῃ [470a] τῆς πρὸς τοὺς ἄλλους Ἕλληνας εὐνοίας· μᾶλλον δὲ καὶ φοβησόμεθα μή τι μίασμα ᾖ πρὸς ἱερὸν τὰ τοιαῦτα ἀπὸ τῶν οἰκείων φέρειν, ἐὰν μή τι δὴ ὁ θεὸς ἄλλο λέγῃ.
Ὀρθότατα, ἔφη.
Τί δὲ γῆς τε τμήσεως τῆς Ἑλληνικῆς καὶ οἰκιῶν ἐμπρήσεως; ποῖόν τί σοι δράσουσιν οἱ στρατιῶται πρὸς τοὺς πολεμίους;
Σοῦ, ἔφη, δόξαν ἀποφαινομένου ἡδέως ἂν ἀκούσαιμι.
Ἐμοὶ μὲν τοίνυν, ἦν δ᾽ ἐγώ, δοκεῖ τούτων μηδέτερα ποιεῖν, [470b] ἀλλὰ τὸν ἐπέτειον καρπὸν ἀφαιρεῖσθαι. καὶ ὧν ἕνεκα, βούλει σοι λέγω;
Πάνυ γε.
Φαίνεταί μοι, ὥσπερ καὶ ὀνομάζεται δύο ταῦτα ὀνόματα, πόλεμός τε καὶ στάσις, οὕτω καὶ εἶναι δύο, ὄντα ἐπὶ δυοῖν τινοιν διαφοραῖν. λέγω δὲ τὰ δύο τὸ μὲν οἰκεῖον καὶ συγγενές, τὸ δὲ ἀλλότριον καὶ ὀθνεῖον. ἐπὶ μὲν οὖν τῇ τοῦ οἰκείου ἔχθρᾳ στάσις κέκληται, ἐπὶ δὲ τῇ τοῦ ἀλλοτρίου πόλεμος.
Καὶ οὐδέν γε, ἔφη, ἀπὸ τρόπου λέγεις.

***
Πώς να πολεμούν οι φύλακες και πώς να φέρνουνται απέναντι στους πολεμίους
[466e] Όσον αφορά για τον πόλεμο, είναι φανερό, νομίζω πώς θα πολεμούν.
Πώς;
Θα εκστρατεύουν μαζί κι ακόμα θα παίρνουν μαζί τους στον πόλεμο και τα πιο μεστωμένα από τα παιδιά, για να βλέπουν, όπως γίνεται και με τα παιδιά των άλλων τεχνιτών, τη δουλειά που θα έχουν κι αυτά να κάνουν μια μέρα όταν μεγαλώσουν· [467a] εκτός όμως από αυτό, και να κάνουν όλες τις βοηθητικές υπηρεσίες του πολέμου και να περιποιούνται τους πατέρες και τις μητέρες των. Ή δεν παρατήρησες τί γίνεται και στις άλλες τέχνες, που τα παιδιά, λόγου χάρη, των αγγειοπλαστών πόσον καιρό βοηθούν μονάχα και παρατηρούν τη δουλειά, πριν να καθίσουν και τα ίδια στον τροχό;
Το παρατήρησα βέβαια.
Ή τάχα πρέπει εκείνοι να φροντίζουν περισσότερο από τους φρουρούς μας τη μόρφωση των παιδιών των, ώστε με την πείρα και την παρατήρηση ν᾽ αποκτήσουν ό,τι τους χρειάζεται για τη δουλειά τους;
Θα ήταν πολύ γελοίο να το υποθέσει κανείς.
Μα δεν είναι ακόμα κι αλήθεια πως κάθε ζώο πολεμά με την πιο ξεχωριστή δύναμη, [467b] όταν έχει κοντά του τα παιδιά που θα έχει γεννήσει;
Έτσι είναι· υπάρχει όμως, Σωκράτη, όχι μικρός κίνδυνος, αν τύχει κι αποτύχουν, όπως δα συχνά συμβαίνει στον πόλεμο, μήπως εκτός από τους ίδιους και τα παιδιά των χάσουν τη ζωή τους, κι έτσι γίνουν αιτία να μη μπορέσει ν᾽ αναλάβει ποτέ κι ολόκληρη η πόλη.
Αλήθεια λες· αλλά εσύ νομίζεις πως αυτό θα είναι η πρώτη μας φροντίδα, να μην εκτεθούμε ποτέ σε κανένα κίνδυνο;
Κάθε άλλο.
Και αν ποτέ χρειαστεί να εκτεθούμε, δε θα ᾽ναι εκεί που θα γίνει κανείς καλύτερος όταν επιτύχει;
Αυτό είναι φανερό.
[467c] Νομίζεις λοιπόν ότι μικρό κέρδος θα είναι και δε θ᾽ αξίζει τον κίνδυνο να βλέπουν από κοντά τον πόλεμο τα παιδιά, που θα γίνουν κι αυτά πολεμιστές μια μέρα;
Απεναντίας, πολύ θα ᾽χει να κάμει αυτό για το σκοπό που λες.
Ώστε αυτό είναι το πρώτο που θα έχει να γίνεται, να βλέπουν από κοντά τα παιδιά τον πόλεμο, ακόμα όμως και να λαβαίνομε όλα μας τα μέτρα για την ασφάλειά τους, κι έτσι όλα θα ᾽ναι καλά· δεν είναι έτσι;
Ναι.
Και πρώτα πρώτα οι πατέρες των δεν θα είναι άνθρωποι που να μην ξέρουν, αλλ᾽ απεναντίας θα ᾽ναι πολύ καλά σε θέση να γνωρίζουν [467d] ποιές εκστρατείες είναι επικίνδυνες και ποιές όχι.
Φυσικά.
Και σ᾽ αυτές θα τα παίρνουν μαζί τους, στις άλλες όμως θα φυλαχτούν να το κάμουν.
Σωστά.
Και αρχηγούς ακόμα βέβαια θα τάξουν επικεφαλής των όχι όποιους τύχει, αλλά εκείνους που με την εμπειρία και την ηλικία τους θα είναι ικανοί αρχηγοί και παιδαγωγοί τους.
Κι έτσι πρέπει.
Ναι, μα πολλές φορές, θα μας πουν, τα πράματα για πολλούς βγαίνουν διαφορετικά απ᾽ ό,τι τα περιμένουν.
Και βέβαια.
Για κάθε λοιπόν ενδεχόμενο, πρέπει να δώσομε από νωρίς φτερά στα παιδιά μας, ώστε αν παρουσιαστεί ανάγκη να πετούν και να γλιτώνουν.
[467e] Πώς λες;
Από την πιο μικρή τους ηλικία πρέπει να τους μάθομε να ιππεύουν κι έτσι να τους παίρνομε να βλέπουν τον πόλεμο επάνω σε άλογα, όχι βέβαια θυμοειδή και πολεμικά, αλλά όσο γίνεται γρηγορότερα και ευκολοκυβέρνητα· γιατί έτσι και πιο καλύτερα θα βλέπουν ό,τι θα ᾽χουν να δουν, και, αν το φέρει η ανάγκη, θα σωθούν με τη μεγαλύτερη ασφάλεια μαζί με τους γεροντότερους αρχηγούς των ακολουθώντας τους.
Σωστά μου φαίνεται πως το λες.
[468a] Και τώρα, όσο για τον ίδιο τον πόλεμο, πώς πρέπει, λες, να φέρνουνται οι στρατιώτες σου και αναμεταξύ τους και προς τους εχθρούς των; Να ᾽ναι, άραγε, σωστές οι ιδέες μου που έχω γι᾽ αυτό το ζήτημα;
Λέγε τις να τις ακούσομε.
Όποιος απ᾽ αυτούς ή λιποτακτήσει ή πετάξει τα όπλα του ή κάτι άλλο τέτοιο κάμει από δειλία, δεν πρέπει να τον υποβιβάζομε στην τάξη των τεχνιτών ή των γεωργών;
Και βέβαια πρέπει.
Και κείνον που πιαστεί ζωντανός από τους εχθρούς, δεν πρέπει να τους τον αφήνομε χάρισμα να κάμουν την άγρη τους ό,τι τους αρέσει;
[468b] Εννοείται.
Εκείνος πάλι που αντραγαθήσει και διακριθεί δεν νομίζεις πως πρέπει αμέσως εκεί, στην εκστρατεία επάνω, να στεφανώνεται από τα νια τα παλικάρια κι από τα παιδιά που έχουν βγει μαζί στον πόλεμο, από το καθένα στη σειρά;
Το νομίζω.
Και να του σφίγγουν το χέρι;
Κι αυτό.
Αυτό όμως θα πω ακόμα ίσως να μην το παραδεχτείς.
Ποιό;
Να φιλήσει και να φιληθεί από τον καθένα τους.
Αυτό ίσα ίσα μ᾽ αρέσει πιο πολύ απ᾽ όλα· και θα προστέσω μάλιστα στο νόμο, [468c] όσον καιρό βαστά αυτή η εκστρατεία, να μην έχει κανείς το δικαίωμα ν᾽ αρνηθεί αν θέλει να τον φιλήσει, ώστε και αν τύχει μάλιστα ν᾽ αγαπά είτε κανένα νέο είτε καμιά νέα, να βάζει όλα τα δυνατά του για να πάρει αυτά τα βραβεία της αντρείας.
Πάει καλά· αφού μάλιστα είπαμε και πριν πως εκείνος που θ᾽ αντραγαθεί θα έχει περισσότερα από τους άλλους δικαιώματα να πλησιάζει συχνότερα τις γυναίκες, και να προτιμιέται στις κληρώσεις από τους άλλους, για να γεννιούνται όσο μπορεί περισσότερα παιδιά από τέτοιον άντρα.
Το είπαμε πραγματικώς.
Μα ακόμα, όπως το λέει κι ο Όμηρος, σωστό είναι να δίνομε [468d] στους νέους που αντραγαθούν κι αυτές τις τιμές: όταν, λόγου χάρη, αντραγάθησε ο Αίας σε μια μάχη, του έδωκαν, λέει, στο γεύμα τιμητική μερίδα «ολάκερη την πλάτη» όπως πραγματικώς ταιριάζει για ένα αντρειωμένο παλικάρι, που εκτός την τιμή, θα του αυξήσει και τη δύναμη.
Πολύ σωστά.
Σ᾽ αυτό λοιπόν τουλάχιστο θ᾽ ακολουθήσομε κι εμείς τον Όμηρο· γιατί κι εμείς και στις θυσίες και σ᾽ όλα τα τέτοια, θα τιμούμε εκείνους που αντραγαθούν ανάλογα με την αντρεία που δείξουν, και με ύμνους και μ᾽ όσα τώρα λέγαμε, κι εκτός απ᾽ αυτά με πρωτοκαθεδρίες και [468e] με ξεχωριστές μερίδες και «με κροντήρια πιότερα» ώστε, χώρια από την τιμή, να δυναμώνομε τους γενναίους μας και άντρες και γυναίκες.
Πολύ ωραία τα λες.
Έτσι λοιπόν ας είναι· κι όποιοι από τους σκοτωμένους στον πόλεμο πέσουν με τιμή και αντρεία, δε θα πούμε πρώτα πρώτα πως αυτοί ήτανε από τη χρυσή γενεά;
Παρά κάθε άλλο μάλιστα.
Και δε θα πιστέψομε τον Ησίοδο που λέει πως όταν πεθάνουν κάποιοι απ᾽ αυτή τη γενεά,
[469a] «γίνουνται δαίμονες αγνοί που ζουν στη γης απάνω
καλοί, και διώχνουν τα κακά και τους θνητούς φυλάγουν»;
Και βέβαια θα τον πιστέψομε.
Κι αφού ρωτήσομε το μαντείο του θεού πώς πρέπει να τους θάψομε τους δαιμονίους και θείους αυτούς άντρες και με ποιές ξεχωριστές τιμές, δε θα κάμομε τον ενταφιασμό τους έτσι και τέτοιο που θα μας ερμηνέψει;
Και πώς αλλιώς θα κάναμε;
Κι έπειτα λοιπόν πια δεν [469b] θα τους λατρεύομε παντοτινά σαν ημιθέους και θα προσκυνούμε τους τάφους των, και τις ίδιες τιμές δεν θα προσφέρομε, όταν ή από γερατειά ή όπως αλλιώς πεθάνουν εκείνοι που ξεχωριστά διακριθούν στη ζωή τους;
Αυτό βέβαια είναι το δίκιο.
Κι ας δούμε τώρα πώς θα ᾽χουν να φέρνουνται οι στρατιώτες μας απέναντι στους εχθρούς των;
Ως προς τί;
Να, πρώτα όσο για τον ανδραποδισμό: σου φαίνεται δίκαιο Έλληνες να εξανδραποδίζουν πόλεις Ελληνικές, ή μηδέ σ᾽ άλλη πόλη να επιτρέπομε ένα τέτοιο πράγμα και να τους συνηθίσομε απεναντίας όσο μπορεί να φείδουνται το Ελληνικό [469c] γένος, από φόβο μήπως πέσει στη σκλαβιά των βαρβάρων;
Πέρα και πέρα είναι αυτό το σωστότερο.
Ούτε λοιπόν να έχουν και οι ίδιοι Έλληνα σκλάβο, κι έτσι και τους άλλους Έλληνες να συμβουλεύουν;
Χωρίς αμφιβολία· γιατί αυτό θα τους έκανε ν᾽ αφήσουν τις μεταξύ τους έχθρες και να στραφούν καταπάνω στους βαρβάρους.
Κι ακόμα τί; να ξεγυμνώνουν τους σκοτωμένους, εκτός από τα όπλα τους, όταν νικήσουν, σου φαίνεται πράγμα καλό; ή δίνει πρόφαση [469d] στους δειλούς να μην ορμούν απάνω σε κείνους που πολεμούν ακόμα και να σκύβουν απάνω από το σκοτωμένο, σαν να έκαναν τάχα κάτι που πρέπει να γίνει, ενώ πραγματικώς έγινε αυτό αφορμή να χαθούν πολλά στρατόπεδα ως τώρα;
Και πραγματικώς.
Και δεν είναι προστυχιά ανάξια για ελεύθερους ανθρώπους και ταπεινή φιλοχρηματία αυτό το ξεγύμνωμα του νεκρού, και δεν δείχνει μυαλό γυναικείο και μικρό το να στρέφει την έχθρα του στο πτώμα του σκοτωμένου, ενώ ο εχθρός πέταξε και πάει, και παράτησε εκείνο που είχε για να πολεμά; Ή νομίζεις πως κάνουν αυτοί τίποτα διαφορετικότερο [469e] από τα σκυλιά, που τα βάζουν με τις πέτρες που χτυπηθούν, χωρίς να κάνουν τίποτα εκείνου που τις έριξε.
Ούτε το ελάχιστο πραγματικώς.
Θα παρατηθεί λοιπόν πια το ξεγύμνωμα των νεκρών, και δε θα εμποδίζεται να μαζεύουν οι ίδιοι οι εχθροί τους σκοτωμένους των;
Και έτσι βέβαια πρέπει.
Ούτε βέβαια ακόμα θα φέρνομε ν᾽ αφιερώνομε στα ιερά τα όπλα και μάλιστα των Ελλήνων, αν τουλάχιστο μας μέλει [470a] να τους ξεχωρίζομε στην εύνοιά μας· απεναντίας θα ᾽χομε το φόβο μήπως θα ᾽ναι βεβήλωση του ιερού να προσφέρομε τέτοια αφιερώματα από ομοεθνείς μας, εκτός πια αν ο θεός χρησμοδοτήσει τίποτα άλλο.
Σωστότατα.
Και όσο για το δενδροκόπημα της γης και τον εμπρησμό των σπιτιών, τί λες πως θα κάνουν οι στρατιώτες σου τους εχθρούς;
Τη δική σου τη γνώμη απάνω σ᾽ αυτό θ᾽ άκουα με ευχαρίστηση.
Η δική μου λοιπόν η γνώμη είναι τίποτα απ᾽ αυτά τα δυο να μην κάνουν, [470b] μα μόνο τη σοδειά της χρονιάς να τους παίρνουν· και θέλεις να σου πω το λόγο;
Και πολύ μάλιστα.
Έχω λοιπόν την ιδέα πως καθώς ξεχωρίζουν αυτές οι δυο ονομασίες, πόλεμος και στάση, έτσι και τα ίδια τα πράματα στηρίζουνται απάνω σε δυο κάποιες διαφορές μεταξύ τους· απ᾽ αυτές τις δυο η μια αναφέρεται στην οικειότητα και στη συγγένεια που έχομε μεταξύ μας, ενώ η άλλη σημαίνει πως καμιά σχέση δεν έχομε και είμαστε ολωσδιόλου ξένοι· ώστε στη μια περίπτωση ταιριάζει η ονομασία πόλεμος, ενώ στην άλλη η ονομασία στάση.
Και δε λες πραγματικώς τίποτα που να μην ταιριάζει.