Η Εποχή μας, ιδίως κατά την τρέχουσα, μεταβιομηχανική περίοδό της, έχει ως επιστέγασμα της σκιώδους, δίχως θεμέλια, δομής της,
την ψυχική ερήμωση και την κοινωνική αποσάθρωση. Τα πάντα, για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία, βρίσκονται σε μια σκαλινή διάρθρωση, μια ασταθή ισορροπία, άσχημα, στρεβλά, ετοιμόρροπα, σε πανανθρώπινη κλίμακα, σε πλανητική διάπτυξη.
Ο καθοριστικός του αποτελέσματος αυτού, τρόπος, δεν είναι η ωμή βία, τα όπλα ή τα αναγκαστικά διατάγματα - αν και δεν έλειψαν ούτε αυτά.
Είναι η διάχυση, η διασπορά, η νεφελώδης εγκατάσταση μιας καθολικής πνευματικής συγχύσεως, που έχει ως άμεσες συνέπειες την αδυναμία σχηματισμού και εκφράσεως γνώμης, απόφασης, συνεπώς και την αδρανοποίηση, την ανικανότητα δραστικής, εργώδους πρακτικής, τόσο στο κοινωνικό, όσο και στο προσωπικό πεδίο. Τα παραπάνω, ο τρόπος, δηλαδή, και τα αποτελέσματά του, που έχουν φέρει την ανθρωπότητα σε μια πρωτοφανή, τερατική μεταλλαγή, καθολική αλλοίωση σε βάθος της ανθρώπινης ουσίας και συμπεριφοράς, επιτυγχάνονται από πλήθος μέσων που ανήκουν στην όλη σκιώδη, α-δομική, ολιστική και ανεπαίσθητη μορφολογικά κατασκευή που επωνομάζεται «Νέα Τάξη Πραγμάτων», «Παγκοσμιοποίηση», «Νέα Εποχή» κ.τ.ο. - ή και Matrix. Το πρωτεύον φαινόμενο της, αυτός ο «λευκός ήχος» άμετρων, έκμετρων και απειρόπληθων κατηγορικών λόγων, άλλοτε φέρεται ως προερχόμενος από επίσημες, κεντρικές θύρες, άλλοτε πάλι, και ταυτοχρόνως, από παράπλευρες πηγές που αντιπροσωπεύουν - όλες μαζί - το «πνεύμα» αυτών των παράδοξων καιρών. Και τούτο το «πνεύμα», συνίσταται στην ολόπλευρη απόσβεση της κριτικής σκέψεως.
Στρατιές υποβολέων και εγγυητών της ζωής μας αποφασίζουν «πριν από εμάς για μας» για κάθε πράξη ή παράλειψή μας, για οτιδήποτε μας αφορά. Αναιρούν και ακυρώνουν κάθε εύλογη προσδοκία ή επιθυμία μας, κάθε δραστηριότητά μας που τείνει προς το ιδεώδες, επιβάλλοντάς μας ως «αυθεντίες» και «εγγυητές» την παραλυτική
για την ίδια τη λειτουργία της σκέψης μας, δική τους γνώμη και πράξη. Άλλοι καταστρατηγούν έως και στοιχειώδη και ήδη κεκτημένα δικαιώματά μας, ως προσώπων και ως πολιτών· άλλοι συνθλίβουν και διαμελίζουν έως και την βασική συγκρότηση της κοινωνίας και τις σχέσεις που η αναγκαιότητά τους είναι σύμφυτη στην ανθρώπινη ουσία· και άλλοι, σε μιαν ιλαροτραγική αντιφωνία προς τους πρώτους, μας υπόσχονται, μας προσφέρουν «πακέττα» ατομικής σωτηρίας, παστεριωμένη ευτυχία, συνταγές «επιτυχίας».
Όλη αυτή η ανίερη συμφωνία, ο απαίσιος θίασος των «παγκοσμιοποιητών» και «νεοεποχιτών» έχει κοινό τον σκοπό: να αφανίσουν την ανθρωπικότητά μας, να μας καταστήσουν αφασικούς, αυτιστικούς, να υποκαταστήσουν το «Πρόσωπο» (δηλαδή την Παρουσία, την Συνείδηση, την ιδιότητα του ψυχικού Όντος-Άνθρωπος), με την απρόσωπη,
άψυχη ειδολογική μονάδα (δηλαδή: νούμερο του «ατόμου»). Αλλά στο σκοπό τους φθάνουν, βάλλοντας με όλα τα παραπάνω - ενδεικτικά - μέσα, συστηματικά τον στόχο: την Σκέψη, την Νόηση, το Κριτικό Πνεύμα.
Μάλιστα, μπορεί να πει - και να διαπιστώσει - κάποιος, ότι δεν πλήττεται ακριβώς η
ελεύθερη σκέψη,
αλλά αυτή καθ' εαυτήν η δυνατότητα του σκέπτεσθαι, η νοητική λειτουργία, δηλαδή, που οδηγεί στη
σύλληψη των γνωστικών αντικειμένων - τα οποία, άλλωστε, καθημερινά ανατρέπονται, αφαιρούνται ή συρρικνώνονται ή αλλοιώνονται: η Φύση, τα ιδεώδη (οι ιδέες), το εύρος και το βάθος του περιεχομένου των επιστημών και της όλης παιδείας, η ποιότητα των τεχνών και κάθε αισθητικής και ηθικής αξίας και έκφρασης......
Κανονικά, η λειτουργία της σκέψης, μετά την μορφική-φαινομενολογική προσέγγιση και σύλληψη των γνωστικών αντικειμένων, οδηγεί στη
χρήση εννοιών για τη
διατύπωση κρίσεως σχετικής με τα αντικείμενα της γνώσης, στον
σχηματισμό γνώμης-αποφάσεως (ή αποφάνσεως) γι' αυτά, στη
διατύπωση συλλογισμών ιδεών που συγκροτούν θέση ως προς αυτά. Και αυτά, τα γνωστικά αντικείμενα, είναι όλα όσα εμφανίζονται ως κίνητρα σκέψεως και πράξεως στον άνθρωπο, ξεκινώντας από απλά και συνήθη ζητήματα της ζωής μας. Μήπως αυτά, τα απλά, βασικά στοιχεία της ζωής μας, όπως η τροφή μας, ο αέρας που αναπνέουμε, η δόμηση των σπιτιών μας, οι δρόμοι που - κανονικά - περπατούμε, το νερό που πίνουμε, ο τρόπος που - κανονικά- ψυχαγωγούμεθα, οι τρόποι συμπεριφοράς προς τους οικείους και τους πλησίον μας, οι σχέσεις μας, δεν είναι τα πρώτα που μιάνθηκαν, διαστρεβλώθηκαν και διαλύθηκαν από τους διαχειριστές της ζωής μας;
Αυτός λοιπόν είναι ο καίριος στόχος και ο κρίσιμος κόμβος στην λυσσαλέα άγρα της ωμότερης και πλέον εφιαλτικής - γιατί είναι απρόσωπη, ανώνυμη, ανεπαίσθητη, αλλά και εκκωφαντικά θορυβώδης, όσο και παραλυτικά ζοφερή - απολυταρχίας που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα, αλλά και η Φύση, ο όμορφος, ευλογημένος από τις αμέτρητες όψεις της Ζωής Πλανήτης μας: η
Σκέψη και, συνεπώς, η
Κατανόηση του Νοήματος των πραγμάτων και η
Πράξη που αρμόζει στον Άνθρωπο ως είδος και ουσία.Όταν η σκέψη αποδυναμώνεται εκ βάθρων, ως λειτουργία της νόησης, δηλαδή, ο Άνθρωπος καταλήγει χρήστης, καταναλωτής και τυφλός εκτελεστής των αποφάσεων, των επιθυμιών, των κάθε είδους προτάσεων άλλων. Όταν, όμως, η νοητική δραστηριότητα έχει τη δυνατότητα να ασκείται, στα απλά, έστω, ζητήματα, πολύ συχνά θα οξυνθεί, θα αναχθεί στο φάσμα της αναζήτησης ριζικώτερων από τα βιωτικά, αντικειμένων, θα αναδείξει ιδέες και συμπεράσματα
που είναι ικανά να καθορίζουν τον σχηματισμό των κοινωνικών, πολιτικών, πολιτισμικών, των ίδιων των συνειδησιακών και ψυχικών μορφωμάτων. Εν ολίγοις, όταν η Σκέψη είναι ενεργή, οπωσδήποτε θα εμφανισθεί, μέσω κάποιων πρωτοπόρων, η ελεύθερη σκέψη, καθολικά
προτρεπτική σε νέους συλλογισμούς, νέα συμπεράσματα, νέες πεποιθήσεις, νέες πράξεις, πάντοτε όμως, αναπτύσσοντας επιχειρήματα και διάλογο, επιτυγχάνοντας πλατειά συμμετοχή σ' αυτόν και, τέλος,
πείθοντας τους άλλους, ότι το νέο προτεινόμενο είναι καλύτερο όποιου υφίστατο, κυρίως
επειδή προσφέρει ευρύτερο και γονιμότερο έδαφος για σκέψη, γνώση και εργώδη δραστηριότητα. Έτσι γίνονται οι Πολιτισμοί, οι Παραδόσεις, ό, τι χτίζει στέρεες δομές, ικανές να υποδεχθούν και να αναδείξουν νέα στοιχεία στο διηνεκές. Μέσα από την
Κριτική Σκέψη, την
Νοηματική Εξαγωγή, την διατύπωση νέων
Προτάσεων, την
Πειθώ. Επειδή, όπως η Φύση, κρυφή και φανερή, όπως κάθε κόσμος - εναρμόνια τάξη - και η ανθρώπινη Κοινωνία, και ίδιος ο κάθε άνθρωπος, είναι ένα Ανοιχτό σύστημα και εάν αντιμετωπισθούν σαν κλειστό, περιορισμένο ολοκλήρωμα, ατροφεί και καταρρέει.
Δεν είναι υπερβολή, ούτε εμπάθεια κάποιου τύπου, να αναγάγουμε στην
Ελληνική Σκέψη και στον παράγωγό της Ελληνικό Κόσμο, ό, τι αφορά στην δυναμική γνώση και πράξη, συνεπώς και τα αίτια του αληθούς Πολιτισμού ως σύνθεση πνευματικών και ψυχικών, κοινωνικών, επιστημονικών και αισθητικών σχηματισμών σε αλληλουχία, ανταπόκριση και κίνηση.
Η Ελλάδα, πρέπει να προσεγγίζεται ως Όν-ζωτικό, Όλον πλήρες δυνάμεως, ευρισκόμενο σε ακατάπαυστη ενεργητικότητα, σε αιώνια κίνηση, εξέλιξη και μεταβολή που δεν προϋποθέτει καταστροφή των μελών του αλλά συμφωνία του προϋπάρχοντος (ταυτότητας) και του νέου ή Άλλου (ετερότητα).
Είναι τόπος που από την αυγή του Πολιτισμού της, από τα πρώτα σχήματά της, υπήρξε καθαρή
Μοναδικότητα· και είχε συνείδηση αυτού του γεγονότος· γι' αυτό και διαχώριζε το Είναι της από τους πολλούς άλλους, τους αλλότριους, τους βαρβάρους.
Είναι ο τόπος που σπάρθηκε με την μυστική σπορά του Λόγου - ανθρώπινη Λογική και Κοσμική Σοφία - και ανέδωσε τα άνθη και τους καρπούς του:
Στοχασμό, Λεκτική έκφραση, Ορισμό και Μορφή (και) του Αφηρημένου (Ιδεών, Εννοιών, Συμβόλων, Παθών), Όνομα (ως ουσιαστικό που σημαίνει το Όν και ως επίθετο που σημαίνει ιδιότητα). Εδώ, στην Ελληνίδα λέξη, θα σταθούμε. Επειδή η Γλώσσα είναι πράγματι το κυριότερο μέσον της ανθρώπινης σκέψης, έκφρασης, θα σημειωθεί σχετικά εδώ ότι ο
«Ελληνισμός» είναι λέξη που θησαυρίζεται από τους Στωϊκούς ως πρώτος όρος της ακολουθίας των αρετών του λόγου (= γλώσσας), που κατ' αυτούς είναι πέντε:
Ελληνισμός, σαφήνεια, συντομία, πρέπον, κατασκευή. Η πρώτη προσδιορίζεται ως εξής από τους ίδιους: «Ελληνισμός μεν ουν εστι φράσις αδιάπτωτος εν τη
ι τεχνική
ι και μη εικαία
ι συνήθεια
ι» δηλαδή:
«
Ελληνικότητα είναι η φρασεολογία χωρίς μεταπτώσεις στην τεχνική και με τεχνοτροπία (ύφος) όχι συνήθη, κοινόχρηστη». Αλλά στην τελική φράση του παραπάνω ορισμού των Στωϊκών (Διογ. Λαέρτιος), ενδεικνύεται κατά την γενική αντιδιαστολή: Έλλην=όχι βάρβαρος, ότι και οι άλλες τέσσερις αρετές του λόγου ως γλωσσικής εκφράσεως, ανήκουν στο φάσμα του «Ελληνισμού»: «.......ο δε βαρβαρισμός εκ των κακιών, λέξις εστί παρά το ήθος των ευδοκιμούντων Ελλήνων»: δηλαδή, «ενώ ο βαρβαρισμός είναι φρασεολογία που συνεπεία
ι των αδυναμιών και των ατελειών της, είναι αντίθετη προς τον λόγον των δόκιμων, αναγνωρισμένων Ελλήνων».
Οι άλλες τέσσερις ενδεικτικές αρετές της γλωσσικής εκφράσεως, εξηγούνται:
Σαφήνεια: η φρασεολογία που κάνει το νοούμενο ( το αντικείμενο της σκέψεως) προσιτό στη γνώση.
Συντομία: η φρασεολογία που περιέχει μόνο ό, τι είναι αναγκαίο για τη φανέρωση του Πράγματος.
Πρέπον: η φρασεολογία που είναι οικεία (συγγενής και ομοειδής) προς το πράγμα. (Εδώ, σημειώνουμε το στέλεχος της Ελληνίδος λέξεως, το «έτυμον» δηλαδή το «αληθές». Πράγματι, η Ελληνική γλώσσα διακρίνεται ως η μόνη που, ως σημαίνων τύπος, τείνει να συναντήσει, να ταυτοποιηθεί με το σημαινόμενο ως ουσία και νόημα).
Κατασκευή: η φρασεολογία που έχει αποφύγει τους ιδιωματισμούς, τις γλωσσοπλαστικές παραδοξότητες και υπερβολές.
Συνεχίζοντας , σημειώνουμε μερικούς ακόμη από τους καρπούς του Έλληνος Λόγου:
Διάλογος, Λογική [αυτή η έννοια έχει πολύ διαφορετική σημασία από ό, τι χαρακτηρίζεται σήμερα «λογική», η οποία (σημερινή συνήθης σημασία) αντιστοιχεί μάλλον στον αγγλοσαξονικό θετικισμό, παρά στην ευβουλία],
Κρίση,
Συλλογισμός, Θεώρημα, Ζήτηση και Εύρεση των Αιτιών (Αρχών) και των Αιτίων,
Σχέση (ως κοινός τόπος αιτίου-αποτελέσματος, θετικού-αρνητικού, κ.λ.π.),
Αναλογία (ως μέτρο και αρμονία των ετεροειδών και αντιθέτων),
Ουσία (ως υπόβαθρο της υποστάσεως των πραγμάτων),
Νόμος και Ειμαρμένη-Νομοτέλεια(*
) (ως ρυθμιστική δύναμη του Σύμπαντος), και, τέλος,
Κατανόηση. Εδώ, στην Ελλάδα, δόθηκε ο ύψιστος ορισμός αυτής της απόκρυφης μεν και άδηλης, αλλά πανίσχυρης Αρχής, του Λόγου: «το τι ήν είναι της ουσίας» λέγει ο Αριστοτέλης. Δηλαδή : «ο λόγος
προκαθορίζει τι μπορεί να είναι η ουσία των όντων σε όλους τους αναβαθμούς της εξελίξεώς τους».
Και ο Ηράκλειτος αινεί τον Λόγο ως Θεό, εφ' όσον αποφαίνεται (μεταξύ πολλών, πολύτιμων άλλων): «Του δε λόγου τουδ' εόντος αεί......
γινομένων γαρ πάντων κατά τον λόγον....» (απ. 1), « Ω
ι μάλιστα διηνεκώς ομιλούσι λόγω
ι τωι τα όλα διοικούντι....» (απ.72): «αν (και) ο λόγος τούτος είναι από πάντα..... και τα πάντα γίνονται σύμφωνα με τον λόγο...» (απ. 1), «Με τον λόγο, αυτόν που τα πάντα κυβερνά και μαζί του συνεχώς συνδέονται .....» (απ. 72).
(*) «Ειμαρμένη αιτία των όντων ειρομένη ή λόγος καθ' ον ο κόσμος διεξάγεται» (Διογ. Λαέρτιος VII, 149) : Η ειμαρμένη είναι η αιτία των όντων, η οποία συναρτάται με αυτά ή είναι νομοτέλεια (λόγος) σύμφωνα με την οποία εξελίσσεται ο κόσμος). Και αλλού, προκαλεί κάθε «ειδικό περί την ψυχή» των ημερών μας , να συλλάβει αυτά τα λόγια: « ψυχής εστι λόγος εαυτόν αύξων» (απ. 115) δηλαδή: «υπάρχει και λόγος της ψυχής [ = ατέρμονη κλίμακα προσλήψεως και εξεργασίας παραστάσεων και σκέψεων που μετατρέπονται σε εσωτερικό (ψυχικό) κόσμο], λόγος που αυξάνει τον εαυτό του. Με τον Ηράκλειτο, ο Λόγος επιστρέφει ως αρχηγικός Κούρητας, τηρητής και φρουρός του Συμπαντικού Λογικού και Νόμου. Αυτός ξυπνάει, όπως ο Κυλλήνιος Ερμής, την αγωνία της αφηρημένης σκέψης, που κάνει τον άνθρωπο να βγεί από τον κόσμο των ονείρων στον κόσμο του φωτός, της καταγνώσεως της νοηματοδοτήσεως.
Αντίθετα στον βαρβαρικό κόσμο το Εγώ, ο Συνειδητός Κριτικός Εαυτός, αλλοτριώνεται και αποξενώνεται
καταπίνεται στην Συνειδησιακή Αποθήκη του αινιγματικού, φοβερού ούτως ή άλλως, για τον βάρβαρο που αγνοεί τον Λόγο, ωκεανού των φαινομένων)
«Ο Λόγος
επιστρέφει». Ναι. Επειδή ο Ηράκλειτος, όπως και όλοι οι φυσικοί φιλόσοφοι, αλλά και οι πριν από αυτούς θεολόγοι ( και όχι απλώς «ποιητές»): Ησίοδος, Όμηρος, Ελλάνικος-Ιερώνυμος και οι μετά από αυτούς προεξάρχοντες σοφοί, Σωκρατικοί, Πλατωνικοί, Αριστοτελικοί, Στωϊκοί, Επικούρειοι, των οποίων ο λόγος, η φράση, έφθασε ως εμάς διασπαραγμένη, αλλά
μεστή νοημάτων και - επίσης -
πραγματιστικών στοιχείων ικανών να βγάλουν από την απορία και τα κενά τους και τις επιπλέον σύγχρονες εφηρμοσμένες Επιστήμες, ιδίως την Φυσική, αντηχούν (και) σε νέες κλίμακες, την παλαιότατη, ασύντακτη στο χρόνο Ελληνική Σκέψη.
Την Ελληνίδα λέξη, τη ζήτηση και την εύρεση της Αλήθειας μέσα και πέρα από τα φαινόμενα. Η πρώτη Ελληνική - και, ας ειπωθεί εδώ - Οικουμενική στην δυναμική της, αλλά πλέον και αναγκαία για την έξοδο των ανθρώπων από την αφασία, την παραλυσία και τον αυτισμό που βρισκόμαστε - εκπεφρασμένη σκέψη, φθάνει ως εμάς σαν μια δέσμη φωτός που πηγάζει από τον πρώτο μυσταγωγό που άρθρωσε δημόσια προς τους πολλούς, ελεύθερα, τις μυστικές, «παλαίφατες δόξες»: τον Ορφέα, τον γιό του Οιάγρου και της Αρχιέρειας και ομώνυμης τής Μούσας Καλλιόπης, ιερό βασιλέα των Θρακών - των οποίων το πανάρχαιο βασίλειο εκτεινόταν, τότε, από τον Εύξεινο Πόντο ως τις Ανατολικές παρυφές του Ολύμπου.
Ο Ορφεύς δεν ανακάλυψε τίποτε. Διδάχθηκε την, τότε, πληρέστατη Επιστήμη, την Θεολογία του Γένους του, που ορίζεται πως ήταν το Αργυρό, στους κόλπους του βασιλικού Οίκου, σαν δικαιούχος του θρόνου- και της Γνώσεως, που έως τότε ήταν προνόμιο αυτών των Οίκων και μόνον. Αλλά η Θεολογία του Αργυρού Γένους- του Ορφέως- η πλήρης Επιστήμη, η ολοποίηση κάθε επί μέρους γνωσιολογικού κλάδου που
σήμερα θεωρείται ξεχωριστή επιστήμη (ενώ είναι απλώς
ειδικότητα, πλέον) είχε ήδη σχηματισθεί κατά την μακρά και μακαρία περίοδο του Χρυσού Γένους- όταν οι μακρόβιοι εκείνοι άνθρωποι είχαν, ακριβώς, ως κύρια και σχεδόν μοναδική ασχολία τους, τη Σκέψη, τον Στοχασμό, την Ενατένιση του Επέκεινα, την Εκμαίευση των αφανών έως και αρρήτων Αρχών, την προσέλκυσή τους από την Κρυπτότητα στην Παρουσία ως συνειδησιακών-λογικών μορφών και διατυπώσεων. Ο Ορφεύς απεφάσισε να διευρύνει, να κοινοποιήσει και να διδάξει πλατειά αυτή την ακριβή Αλήθεια. Και έκτοτε γνώρισε η ανθρωπότητα μέσω της Ελληνικής Σοφίας έως και το άπειρο με άλλο βλέμμα: έμαθαν πως τα ουράνια σώματα και όλο το Σύμπαν είναι σφαιρικά και περιστρέφονται, πως ο χρόνος, ως διάσταση και δύναμη, προϋπήρξε του χώρου τον οποίο έφερε στη πραγμάτωσή του. Πως από ένα μη υλικό Σύμπαν (Άρρητον Αρχή και Εν) γεννήθηκε ο Νοερός Κόσμος των Ιδεών, από λεπτό Πνεύμα και Χρόνο. Πως από τον Νοερό Κόσμο έγιναν και τροφοδοτούνται συνεχώς τα πολλά, πολλαπλά Σύμπαντα του Αισθητού Κόσμου. Και άλλα πολλά όσα οι σημερινές επιστήμες δεν έφθασαν έως σήμερα να πουν. Οι αποκαλύψεις αυτές του Ορφέως έγιναν όχι δίχως κόστος. Για κάποιους λόγους που θα προβληθούν άλλη φορά το τίμημα γι' αυτήν την καινοτομία, ήταν ο θάνατος του και μάλιστα με τον ίδιο τρόπο που είχε δοκιμάσει τον θάνατο και ο Διόνυσος, δηλαδή τον διαμελισμό.
Αλλά η φωνή του, ο λόγος του, έμεινε. Και δεν ήταν λόγος φερέφωνου, αλλά λόγος κριτικός, ερμηνευτικός, επεξηγηματικός και συμπληρωματικός όσων ο ίδιος εδιδάχθη. Το ίδιο, βέβαια, και τα έργα του, ιδίως οι παρεμβάσεις του- θεωρητικές και πρακτικές/λατρειακές- στα Μυστήρια που ήδη υπήρχαν τότε, αλλά και η διάδοση των Ιερών Λόγων της Ελληνικής Θεολογίας, δηλαδή, και σε άλλους τόπους. Όπως στην Αίγυπτο, την Βαβυλώνα, την Υπερβορεία Χώρα...... Αλλά εκεί, αν «τότε» έγινε κατανοητός- επειδή οι τόποι αυτοί είχαν στενούς δεσμούς με την κυρίως Ελλάδα-, αργότερα διεμβολίστηκε η κρυστάλλινη διαύγειά της Επιστήμης και της Ευσέβειας από την Δεισιδαιμονία, τη στυγνότητα της όποιας Γνώσεως ή ικανότητας (όπως οι «ειδικότητες» των σημερινών), την Άγνοια και την υποταγή των πολλών στην αυθεντία των αοράτων, περιβεβλημένων τεχνητό μεγαλείο και «μυστήριο» ελαχίστων...... Μας θυμίζει κάτι, βέβαια, αυτό: μας θυμίζει το σήμερα, την εποχή μας.
Όχι, δεν είναι διόλου «Νέα» τούτη η Εποχή, μήτε στα εξωτερικά της φαινόμενα - αν εξαιρέσουμε το πλήθος των
κοινόχρηστων μηχανών. Είναι παλαιά, απολιθωμένη, μάλιστα.
Είναι αναπαραγωγή και ενίσχυση του Βαρβαρισμού. Εκ των πραγμάτων και εξ ορισμού, είναι μια ολική επίθεση Βαρβάρων κατά Ελλήνων. Κατά της Ελληνικής Σκέψεως και Πράξεως ακριβέστερα. Επειδή οι Έλληνες ως φυσικά πρόσωπα, όσοι και όπως απέμειναν στην προγονική γη, άξενη και εχθρική πλέον στους ίδιους τους βλαστούς της, έχουν, όσο και αν πολλοί συνειδητά ανθίστανται, τρωθεί σ' έναν σημαντικό βαθμό από κάποιο βαρβαρικό στοιχείο· ακόμη και η υπερβολή ή η εκζήτηση στις διακηρύξεις μιας Ελληνικότητας- που μένει όμως αόριστη, ασαφής ή εμφανώς μετασημασμένη- αλλοιωμένη κατά το νόημά της, είναι βαρβαρισμός.
Τώρα, έστω τώρα, πρέπει να κατανοήσουμε ποια είναι η Πηγή των ναμάτων που θεράπευαν την ανθρώπινη Ανάγκη του Στοχασμού, ακόμη και σε καιρούς ακραίας, ωμής βίας και σκοταδισμού-κατά τον Μεσαίωνα, αλλά και κατά την Αναγέννηση, οι πυρές άναβαν εύκολα. Βεβαίως, η Ελλάδα, θα πουν σωστά- όλοι. Αλλά ας γίνουμε σαφείς: Η Ελλάδα των ελευθέρων στοχαστών, η Ελλάδα της αποφασιστικής- αποφαντικής φράσεως, η Ελλάδα της εναρμονίσεως των αντιθέτων, η Ελλάδα του Νου που ωριμάζει γαλουχημένος από την Ψυχή, η Ελλάδα του Λόγου, του Διαλόγου,του Μέτρου - δηλαδή της Αναλογίας και της Κλίμακας - η Ελλάδα που έχει θεμέλιο τον Έρωτα (όνομα του Λόγου του Νοητού και του Φάνητος, του θεού και Γεννήτορα των Ιδεών) και κορυφή την Σωφροσύνη.
Η Ελλάδα που ανέδειξε φίλους και οικείους τους θεούς· γι' αυτό και κάθε τι στην Κοινωνία και τη φύση ήταν, για την Ελληνική Συνείδηση, Ιερό- έμφαση θείων προσώπων και έργων.
Είναι φανερό πως η Ελλάδα
αυτή βάλλεται, και, πλέον, δηώνεται ολόπλευρα.
Ας αντιδράσουμε. Όχι όμως με τον τρόπο της αμοιβάδας, ανακλαστικά. Αλλά προτάσσοντας γερή και ρωμαλέα σκέψη και πράξη δίκαιη. Και δίκαιο, ας ειπωθεί είναι προ πάντων ό, τι βλέπει προς το
κοινό αγαθό. Όπως οι ήρωες, που έλαβαν πρόσωπο
και όνομα εδώ, και υπήρξαν διαχρονικά πρότυπα αυτού του Έθνους, έτσι και μείς, τώρα, ας ανοίξουμε τη Σκέψη και τα έργα μας όσο πλατύτερα, όσο ψηλότερα μπορούμε, συνεχώς, «για την υγειά αυτού του άρρωστου, του κόσμου» (Αγγ. Σικελιανός- Ίμεροι).
Ευελπιστώ ότι αυτά τα λόγια θα δώσουν μια ώθηση αφυπνήσεως των συνειδήσεων, ένα κίνητρο για σκέψη και για δράση κάτω από το Φως του Ήλιου του Πρώτου της Ανθρωπότητας,
το Φως του Ελληνικού Κόσμου, που δεν απονεκρώθηκε, αλλά είναι ζώσα πραγματικότητα στα ιδεώδη επίπεδα, και η επαναγωγή του στα πεδία της πράξεως και της εμπειρίας, είναι ανάγκη ζωτική.
Ας ειπωθεί και ως κατακλείδα αυτών των λόγων, ότι η Ελληνική Σκέψη είναι το ισχυρότερο από τα μέλη του Ελληνικού Κόσμου. Δεν κλείνεται σε Μουσεία, δεν περιορίζεται με περιφράξεις, αλλά είναι μέσα μας, σαν Μνήμη, σαν Νοσταλγία, σαν Δύναμη· εκείνο που χρειαζόμαστε για να την προσεγγίσουμε, είναι η άσκηση της δικής μας νοητικής δραστηριότητας, η όξυνση της δικής μας Σκέψης.