ΔΙ. καὶ τὴν Θέτιν γ᾽ ἔγημε διὰ τὸ σωφρονεῖν ὁ Πηλεύς.
ΑΔ. κᾆτ᾽ ἀπολιποῦσά γ᾽ αὐτὸν ᾤχετ᾽· οὐ γὰρ ἦν ὑβριστὴς
οὐδ᾽ ἡδὺς ἐν τοῖς στρώμασιν τὴν νύκτα παννυχίζειν·
1070 γυνὴ δὲ σιναμωρουμένη χαίρει· σὺ δ᾽ εἶ κρόνιππος.
σκέψαι γάρ, ὦ μειράκιον, ἐν τῷ σωφρονεῖν ἅπαντα
ἅνεστιν, ἡδονῶν θ᾽ ὅσων μέλλεις ἀποστερεῖσθαι,
παίδων, γυναικῶν, κοττάβων, ὄψων, πότων, κιχλισμῶν.
καίτοι τί σοι ζῆν ἄξιον, τούτων ἐὰν στερηθῇς;
1075 εἶἑν. πάρειμ᾽ ἐντεῦθεν εἰς τὰς τῆς φύσεως ἀνάγκας.
ἥμαρτες, ἠράσθης, ἐμοίχευσάς τι, κᾆτ᾽ ἐλήφθης·
ἀπόλωλας· ἀδύνατος γὰρ εἶ λέγειν. ἐμοὶ δ᾽ ὁμιλῶν
χρῶ τῇ φύσει, σκίρτα, γέλα, νόμιζε μηδὲν αἰσχρόν.
μοιχὸς γὰρ ἢν τύχῃς ἁλούς, τάδ᾽ ἀντερεῖς πρὸς αὐτόν,
1080 ὡς οὐδὲν ἠδίκηκας· εἶτ᾽ εἰς τὸν Δί᾽ ἐπανενεγκεῖν,
κἀκεῖνος ὡς ἥττων ἔρωτός ἐστι καὶ γυναικῶν·
καίτοι σὺ θνητὸς ὢν θεοῦ πῶς μεῖζον ἂν δύναιο;
ΔΙ. τί δ᾽, ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ;
ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι;
1085 ΑΔ. ἢν δ᾽ εὐρύπρωκτος ᾖ, τί πείσεται κακόν;
ΔΙ. τί μὲν οὖν ἂν ἔτι μεῖζον πάθοι τούτου ποτέ;
ΑΔ. τί δῆτ᾽ ἐρεῖς, ἢν τοῦτο νικηθῇς ἐμοῦ;
ΔΙ. σιγήσομαι. τί δ᾽ ἄλλο; ΑΔ. φέρε δή μοι φράσον·
συνηγοροῦσιν ἐκ τίνων;
1090 ΔΙ. ἐξ εὐρυπρώκτων. ΑΔ. πείθομαι.
τί δαί; τραγῳδοῦσ᾽ ἐκ τίνων;
ΔΙ. ἐξ εὐρυπρώκτων. ΑΔ. εὖ λέγεις.
δημηγοροῦσι δ᾽ ἐκ τίνων;
ΔΙ. ἐξ εὐρυπρώκτων. ΑΔ. ἆρα δῆτ᾽
1095 ἔγνωκας ὡς οὐδὲν λέγεις;
καὶ τῶν θεατῶν ὁπότεροι
πλείους σκόπει. ΔΙ. καὶ δὴ σκοπῶ.
ΑΔ. τί δῆθ᾽ ὁρᾷς;
ΔΙ. πολὺ πλείονας, νὴ τοὺς θεούς,
τοὺς εὐρυπρώκτους· τουτονὶ
1100 γοῦν οἶδ᾽ ἐγὼ κἀκεινονὶ
καὶ τὸν κομήτην τουτονί.
ΑΔ. τί δῆτ᾽ ἐρεῖς;
ΔΙ. ἡττήμεθ᾽, ὦ κινούμενοι.
πρὸς τῶν θεῶν δέξασθέ μου
θοἰμάτιον, ὡς
ἐξαυτομολῶ πρὸς ὑμᾶς.
***
ΔΙΚ. Και ως ηθικός, γυναίκα του πήρε ο Πηλέας τη Θέτη.
ΑΔΙ. Και εκείνη τον παράτησε· δεν ήταν, βλέπεις, μάγκας·
ολονυχτίες δεν ήξερε και γλύκες στο κρεβάτι·
1070 θέλει η γυναίκα δούλεμα γερό, μωρέ ξεκούτη.
Στο Φειδιππίδη.
Σκέψου τί φέρνει η ηθική, νεαρέ μου, σκέψου πόσες
χαρές θα στερηθείς, αν πας μ᾽ αυτή, παιδιά, γυναίκες,
γέλια σκαστά και λιχουδιές και κότταβους και γλέντια.
Αλλ᾽ αν σου λείψουν όλ᾽ αυτά τί αξίζει πια να ζήσεις;
Σε κάποια στραβοτιμονιά σ᾽ έσπρωξε, ας πούμε, η φύση·
ξένη γυναίκα αγάπησες, πήγες μ᾽ αυτή, σε πιάσαν·
χαμένος πας, αν ρήτορας δεν είσαι· ενώ, μαζί μου…
γέλα και πήδα, όπου σε παν οι ορμές σου, βούτα σε όλα.
Με παντρεμένη αν σ᾽ έπιασαν, «και τί κακό έχω κάμει;»
1080 στον άντρες της θα πεις, κι ευθύς θ᾽ αναφερθείς στο Δία·
γυναίκες κι έρωτας, θα πεις, κι εκείνον τον νικούνε·
εσύ ο θνητός, πιο δυνατός απ᾽ το θεό θα γίνεις;
ΔΙΚ. Μα αν κάνοντας αυτά που λες, του χώσουνε ρεπάνι
στον πισινό και με καυτή του τη μαδήσουν στάχτη,
ξεπατωμένο θα το λεν κι αντίλογο δε θα ᾽χει.
ΑΔΙ. Και τί σπουδαίο κακό σαν είναι τέτοιος;
ΔΙΚ. Χειρότερο κακό στον κόσμο υπάρχει;
ΑΔΙ. Κι αν σου αποδείξω πως γελιέσαι; Τότε;
ΔΙΚ. Μα θα σωπάσω, τί άλλο; ΑΔΙ. Εμπρός απάντα:
Ποιοί βλέπεις να δικηγορούν;
1090 ΔΙΚ. Οι κουνιστοί. ΑΔΙ. Πολύ σωστά.
Και τραγωδίες ποιοί παίζουνε;
ΔΙΚ. Οι κουνιστοί. ΑΔΙ. Καλά το λες.
Ποιοί μπαίνουν στην πολιτική;
ΔΙΚ. Οι κουνιστοί. ΑΔΙ. Κατάλαβες
λοιπόν πως έχεις άδικο;
Κι απ᾽ τους θεατές οι πιο πολλοί
τί να ᾽ναι λες; Γιά κοίτα τους.
ΔΙΚ. Κοιτάω. ΑΔΙ. Τί βλέπεις το λοιπόν;
ΔΙΚ. Οι κουνιστοί, μά τους θεούς,
πολύ απ᾽ τους άλλους πιο πολλοί·
νά, αυτόν τον ξέρω εγώ καλά
1100 κι αυτόν με τα μακριά μαλλιά.
ΑΔΙ. Και το συμπέρασμα λοιπόν;
ΔΙΚ. Τη φάγαμε. Ω γυναικωτοί,
κι εγώ σ᾽ εσάς αυτομολώ,
δεχτείτε με, παρακαλώ,
νά, πάρτε το παλτό μου.
Ρίχνει το ιμάτιό του στα εδώλια των θεατών και χάνεται ανάμεσά τους, ενώ έρχεται πίσω ο Στρεψιάδης.
ΑΔ. κᾆτ᾽ ἀπολιποῦσά γ᾽ αὐτὸν ᾤχετ᾽· οὐ γὰρ ἦν ὑβριστὴς
οὐδ᾽ ἡδὺς ἐν τοῖς στρώμασιν τὴν νύκτα παννυχίζειν·
1070 γυνὴ δὲ σιναμωρουμένη χαίρει· σὺ δ᾽ εἶ κρόνιππος.
σκέψαι γάρ, ὦ μειράκιον, ἐν τῷ σωφρονεῖν ἅπαντα
ἅνεστιν, ἡδονῶν θ᾽ ὅσων μέλλεις ἀποστερεῖσθαι,
παίδων, γυναικῶν, κοττάβων, ὄψων, πότων, κιχλισμῶν.
καίτοι τί σοι ζῆν ἄξιον, τούτων ἐὰν στερηθῇς;
1075 εἶἑν. πάρειμ᾽ ἐντεῦθεν εἰς τὰς τῆς φύσεως ἀνάγκας.
ἥμαρτες, ἠράσθης, ἐμοίχευσάς τι, κᾆτ᾽ ἐλήφθης·
ἀπόλωλας· ἀδύνατος γὰρ εἶ λέγειν. ἐμοὶ δ᾽ ὁμιλῶν
χρῶ τῇ φύσει, σκίρτα, γέλα, νόμιζε μηδὲν αἰσχρόν.
μοιχὸς γὰρ ἢν τύχῃς ἁλούς, τάδ᾽ ἀντερεῖς πρὸς αὐτόν,
1080 ὡς οὐδὲν ἠδίκηκας· εἶτ᾽ εἰς τὸν Δί᾽ ἐπανενεγκεῖν,
κἀκεῖνος ὡς ἥττων ἔρωτός ἐστι καὶ γυναικῶν·
καίτοι σὺ θνητὸς ὢν θεοῦ πῶς μεῖζον ἂν δύναιο;
ΔΙ. τί δ᾽, ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ;
ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι;
1085 ΑΔ. ἢν δ᾽ εὐρύπρωκτος ᾖ, τί πείσεται κακόν;
ΔΙ. τί μὲν οὖν ἂν ἔτι μεῖζον πάθοι τούτου ποτέ;
ΑΔ. τί δῆτ᾽ ἐρεῖς, ἢν τοῦτο νικηθῇς ἐμοῦ;
ΔΙ. σιγήσομαι. τί δ᾽ ἄλλο; ΑΔ. φέρε δή μοι φράσον·
συνηγοροῦσιν ἐκ τίνων;
1090 ΔΙ. ἐξ εὐρυπρώκτων. ΑΔ. πείθομαι.
τί δαί; τραγῳδοῦσ᾽ ἐκ τίνων;
ΔΙ. ἐξ εὐρυπρώκτων. ΑΔ. εὖ λέγεις.
δημηγοροῦσι δ᾽ ἐκ τίνων;
ΔΙ. ἐξ εὐρυπρώκτων. ΑΔ. ἆρα δῆτ᾽
1095 ἔγνωκας ὡς οὐδὲν λέγεις;
καὶ τῶν θεατῶν ὁπότεροι
πλείους σκόπει. ΔΙ. καὶ δὴ σκοπῶ.
ΑΔ. τί δῆθ᾽ ὁρᾷς;
ΔΙ. πολὺ πλείονας, νὴ τοὺς θεούς,
τοὺς εὐρυπρώκτους· τουτονὶ
1100 γοῦν οἶδ᾽ ἐγὼ κἀκεινονὶ
καὶ τὸν κομήτην τουτονί.
ΑΔ. τί δῆτ᾽ ἐρεῖς;
ΔΙ. ἡττήμεθ᾽, ὦ κινούμενοι.
πρὸς τῶν θεῶν δέξασθέ μου
θοἰμάτιον, ὡς
ἐξαυτομολῶ πρὸς ὑμᾶς.
***
ΔΙΚ. Και ως ηθικός, γυναίκα του πήρε ο Πηλέας τη Θέτη.
ΑΔΙ. Και εκείνη τον παράτησε· δεν ήταν, βλέπεις, μάγκας·
ολονυχτίες δεν ήξερε και γλύκες στο κρεβάτι·
1070 θέλει η γυναίκα δούλεμα γερό, μωρέ ξεκούτη.
Στο Φειδιππίδη.
Σκέψου τί φέρνει η ηθική, νεαρέ μου, σκέψου πόσες
χαρές θα στερηθείς, αν πας μ᾽ αυτή, παιδιά, γυναίκες,
γέλια σκαστά και λιχουδιές και κότταβους και γλέντια.
Αλλ᾽ αν σου λείψουν όλ᾽ αυτά τί αξίζει πια να ζήσεις;
Σε κάποια στραβοτιμονιά σ᾽ έσπρωξε, ας πούμε, η φύση·
ξένη γυναίκα αγάπησες, πήγες μ᾽ αυτή, σε πιάσαν·
χαμένος πας, αν ρήτορας δεν είσαι· ενώ, μαζί μου…
γέλα και πήδα, όπου σε παν οι ορμές σου, βούτα σε όλα.
Με παντρεμένη αν σ᾽ έπιασαν, «και τί κακό έχω κάμει;»
1080 στον άντρες της θα πεις, κι ευθύς θ᾽ αναφερθείς στο Δία·
γυναίκες κι έρωτας, θα πεις, κι εκείνον τον νικούνε·
εσύ ο θνητός, πιο δυνατός απ᾽ το θεό θα γίνεις;
ΔΙΚ. Μα αν κάνοντας αυτά που λες, του χώσουνε ρεπάνι
στον πισινό και με καυτή του τη μαδήσουν στάχτη,
ξεπατωμένο θα το λεν κι αντίλογο δε θα ᾽χει.
ΑΔΙ. Και τί σπουδαίο κακό σαν είναι τέτοιος;
ΔΙΚ. Χειρότερο κακό στον κόσμο υπάρχει;
ΑΔΙ. Κι αν σου αποδείξω πως γελιέσαι; Τότε;
ΔΙΚ. Μα θα σωπάσω, τί άλλο; ΑΔΙ. Εμπρός απάντα:
Ποιοί βλέπεις να δικηγορούν;
1090 ΔΙΚ. Οι κουνιστοί. ΑΔΙ. Πολύ σωστά.
Και τραγωδίες ποιοί παίζουνε;
ΔΙΚ. Οι κουνιστοί. ΑΔΙ. Καλά το λες.
Ποιοί μπαίνουν στην πολιτική;
ΔΙΚ. Οι κουνιστοί. ΑΔΙ. Κατάλαβες
λοιπόν πως έχεις άδικο;
Κι απ᾽ τους θεατές οι πιο πολλοί
τί να ᾽ναι λες; Γιά κοίτα τους.
ΔΙΚ. Κοιτάω. ΑΔΙ. Τί βλέπεις το λοιπόν;
ΔΙΚ. Οι κουνιστοί, μά τους θεούς,
πολύ απ᾽ τους άλλους πιο πολλοί·
νά, αυτόν τον ξέρω εγώ καλά
1100 κι αυτόν με τα μακριά μαλλιά.
ΑΔΙ. Και το συμπέρασμα λοιπόν;
ΔΙΚ. Τη φάγαμε. Ω γυναικωτοί,
κι εγώ σ᾽ εσάς αυτομολώ,
δεχτείτε με, παρακαλώ,
νά, πάρτε το παλτό μου.
Ρίχνει το ιμάτιό του στα εδώλια των θεατών και χάνεται ανάμεσά τους, ενώ έρχεται πίσω ο Στρεψιάδης.