605 ΑΙ. ξυνδεῖτε ταχέως τουτονὶ τὸν κυνοκλόπον,
ἵνα δῷ δίκην· ἁνύετον. ΔΙ. ἥκει τῳ κακόν.
ΞΑ. οὐκ ἐς κόρακας; μὴ πρόσιτον. ΑΙ. εἶἑν, καὶ μάχει;
ὁ Διτύλας χὠ Σκεβλύας χὠ Παρδόκας,
χωρεῖτε δευρὶ καὶ μάχεσθε τουτῳί.
610 ΔΙ. εἶτ᾽ οὐχὶ δεινὰ ταῦτα, τύπτειν τουτονὶ
κλέπτοντα πρὸς τἀλλότρια; ΑΙ. μἀλλ᾽ ὑπερφυᾶ.
ΔΙ. σχέτλια μὲν οὖν καὶ δεινά. ΞΑ. καὶ μὴν νὴ Δία,
εἰ πώποτ᾽ ἦλθον δεῦρ᾽, ἐθέλω τεθνηκέναι,
ἢ ᾽κλεψα τῶν σῶν ἄξιόν τι καὶ τριχός.
615 καί σοι ποήσω πρᾶγμα γενναῖον πάνυ·
βασάνιζε γὰρ τὸν παῖδα τουτονὶ λαβών,
κἄν ποτέ μ᾽ ἕλῃς ἀδικοῦντ᾽, ἀπόκτεινόν μ᾽ ἄγων.
ΑΙ. καὶ πῶς βασανίσω; ΞΑ. πάντα τρόπον· ἐν κλίμακι
δήσας, κρεμάσας, ὑστριχίδι μαστιγῶν, δέρων,
620 στρεβλῶν, ἔτι δ᾽ εἰς τὰς ῥῖνας ὄξος ἐγχέων,
πλίνθους ἐπιτιθείς, πάντα τἄλλα, πλὴν πράσῳ
μὴ τύπτε τοῦτον μηδὲ γητείῳ νέῳ.
ΑΙ. δίκαιος ὁ λόγος· κἄν τι πηρώσω γέ σοι
τὸν παῖδα τύπτων, τἀργύριόν σοι κείσεται.
625 ΞΑ. μὴ δῆτ᾽ ἔμοιγ᾽. οὕτω δὲ βασάνιζ᾽ ἀπαγαγών.
ΑΙ. αὐτοῦ μὲν οὖν, ἵνα σοι κατ᾽ ὀφθαλμοὺς λέγῃ.
κατάθου σὺ τὰ σκεύη ταχέως, χὤπως ἐρεῖς
ἐνταῦθα μηδὲν ψεῦδος. ΔΙ. ἀγορεύω τινὶ
ἐμὲ μὴ βασανίζειν ἀθάνατον ὄντ᾽· εἰ δὲ μή,
630 αὐτὸς σεαυτὸν αἰτιῶ. ΑΙ. λέγεις δὲ τί;
ΔΙ. ἀθάνατος εἶναί φημι, Διόνυσος Διός,
τοῦτον δὲ δοῦλον. ΑΙ. ταῦτ᾽ ἀκούεις; ΞΑ. φήμ᾽ ἐγώ.
καὶ πολύ γε μᾶλλόν ἐστι μαστιγωτέος·
εἴπερ θεὸς γάρ ἐστιν, οὐκ αἰσθήσεται.
635 ΔΙ. τί δῆτ᾽, ἐπειδὴ καὶ σὺ φῂς εἶναι θεός,
οὐ καὶ σὺ τύπτει τὰς ἴσας πληγὰς ἐμοί;
ΞΑ. δίκαιος ὁ λόγος· χὠπότερόν γ᾽ ἂν νῷν ἴδῃς
κλαύσαντα πρότερον ἢ προτιμήσαντά τι
τυπτόμενον, εἶναι τοῦτον ἡγοῦ μὴ θεόν.
640 ΑΙ. οὐκ ἔσθ᾽ ὅπως οὐκ εἶ σὺ γεννάδας ἀνήρ·
χωρεῖς γὰρ εἰς τὸ δίκαιον. ἀποδύεσθε δή.
***
Ξανάρχεται ο Αιακός· τον ακολουθούν δούλοι.
ΑΙΑ. Δέστε τον σκυλοκλέφτη, αμέσως σβέλτα,
για να τιμωρηθεί. ΔΙΟ., (μέσα του.) Κάποιος θα μπλέξει.
ΞΑΝ. Άι στην οργή· μακριά!
Σηκώνει το ρόπαλο.
ΑΙΑ. Παλεύεις, βλέπω.
Διτύλα και Σκεβλύα κι εσύ, Παρδόκα,
ελάτε δω, ριχτείτε του.
Οι δούλοι πιάνονται με τον Ξανθία και του παίρνουν το ρόπαλο.
ΔΙΟ. Τί τρόπος!
610Να κλέβεις ξένο πράμα, κι από πάνω
να δέρνεις κιόλας. ΑΙΑ. Ανυπόφορο είναι.
ΔΙΟ. Φριχτό και φοβερό. ΞΑΝ. Σου ορκίζομαι ότι,
αν ήρθα εδώ ποτέ μου ως τώρα, αν κάτι,
που μια ν᾽ αξίζει τρίχα, σου ᾽χω κλέψει,
το θάνατό μου δέχομαι. Μια τίμια
πρόταση κάνω· πάρε αυτόν το δούλο
Δείχνει το Διόνυσο.
και με βασανιστήρια ανάκρινέ τον·
και φταίξιμο αν μου βρεις, θανάτωσέ με.
ΑΙΑ. Με τί βασανιστήρια; ΞΑΝ. Με όποια θέλεις·
σε σκάλα δέσ᾽ τον, κρέμασέ τον, γδάρ᾽ τον,
μαστίγωσέ τον με άγριο καμουτσίκι,
620 ρίξ᾽ του στη μύτη ξίδι, στρέβλωσέ τον,
βάλ᾽ του πλιθάρια απάνω του, όλα τ᾽ άλλα,
μόνο όχι ξύλο με ουρά σκόρδου ή πράσο.
ΑΙΑ. Σωστά· κι αποζημίωση θα σου δώσω,
αν σου τον σακατέψω δέρνοντάς τον.
ΞΑΝ. Μπα! Ο όρος περιττός. Βασάνιζέ τον.
ΑΙΑ. Εδώ, μπροστά στα μάτια σου, ας μιλήσει.
Στο Διόνυσο.
Κάτω τον μπόγο εσύ· κι ούτ᾽ ένα ψέμα.
ΔΙΟ. Προειδοποιώ να μη με βασανίσει
κανένας· είμαι αθάνατος· η ευθύνη,
630 αλλιώς, δική του. ΑΙΑ. Τί εννοείς; ΔΙΟ. Εγώ είμαι
αθάνατος, ο γιος του Δία, ο Διόνυσος,
και δούλος είν᾽ αυτός. ΑΙΑ. (στον Ξανθία.) Τ᾽ ακούς; ΞΑΝ. Τ᾽ ακούω.
Ένας ακόμα λόγος να τις φάει·
θεός αν είναι, δε θα νιώσει πόνο.
ΔΙΟ. Κι εσύ όμως λες θεός πως είσαι· τότε,
γιατί δεν τρως ξυλιές ίσες μ᾽ εμένα;
ΞΑΝ. Σωστό· (Στον Αιακό.) κι όποιον θα δεις να πρωτοκλάψει
ή, όταν τις τρώει, να δείχνει πως τον γνοιάζει,
να ξέρεις πως αυτός θεός δεν είναι.
640 ΑΙΑ. Είσαι άντρας τίμιος· φανερό· βαδίζεις
σ᾽ ό,τι είναι δίκιο. Εμπρός λοιπόν, γδυθείτε.
ἵνα δῷ δίκην· ἁνύετον. ΔΙ. ἥκει τῳ κακόν.
ΞΑ. οὐκ ἐς κόρακας; μὴ πρόσιτον. ΑΙ. εἶἑν, καὶ μάχει;
ὁ Διτύλας χὠ Σκεβλύας χὠ Παρδόκας,
χωρεῖτε δευρὶ καὶ μάχεσθε τουτῳί.
610 ΔΙ. εἶτ᾽ οὐχὶ δεινὰ ταῦτα, τύπτειν τουτονὶ
κλέπτοντα πρὸς τἀλλότρια; ΑΙ. μἀλλ᾽ ὑπερφυᾶ.
ΔΙ. σχέτλια μὲν οὖν καὶ δεινά. ΞΑ. καὶ μὴν νὴ Δία,
εἰ πώποτ᾽ ἦλθον δεῦρ᾽, ἐθέλω τεθνηκέναι,
ἢ ᾽κλεψα τῶν σῶν ἄξιόν τι καὶ τριχός.
615 καί σοι ποήσω πρᾶγμα γενναῖον πάνυ·
βασάνιζε γὰρ τὸν παῖδα τουτονὶ λαβών,
κἄν ποτέ μ᾽ ἕλῃς ἀδικοῦντ᾽, ἀπόκτεινόν μ᾽ ἄγων.
ΑΙ. καὶ πῶς βασανίσω; ΞΑ. πάντα τρόπον· ἐν κλίμακι
δήσας, κρεμάσας, ὑστριχίδι μαστιγῶν, δέρων,
620 στρεβλῶν, ἔτι δ᾽ εἰς τὰς ῥῖνας ὄξος ἐγχέων,
πλίνθους ἐπιτιθείς, πάντα τἄλλα, πλὴν πράσῳ
μὴ τύπτε τοῦτον μηδὲ γητείῳ νέῳ.
ΑΙ. δίκαιος ὁ λόγος· κἄν τι πηρώσω γέ σοι
τὸν παῖδα τύπτων, τἀργύριόν σοι κείσεται.
625 ΞΑ. μὴ δῆτ᾽ ἔμοιγ᾽. οὕτω δὲ βασάνιζ᾽ ἀπαγαγών.
ΑΙ. αὐτοῦ μὲν οὖν, ἵνα σοι κατ᾽ ὀφθαλμοὺς λέγῃ.
κατάθου σὺ τὰ σκεύη ταχέως, χὤπως ἐρεῖς
ἐνταῦθα μηδὲν ψεῦδος. ΔΙ. ἀγορεύω τινὶ
ἐμὲ μὴ βασανίζειν ἀθάνατον ὄντ᾽· εἰ δὲ μή,
630 αὐτὸς σεαυτὸν αἰτιῶ. ΑΙ. λέγεις δὲ τί;
ΔΙ. ἀθάνατος εἶναί φημι, Διόνυσος Διός,
τοῦτον δὲ δοῦλον. ΑΙ. ταῦτ᾽ ἀκούεις; ΞΑ. φήμ᾽ ἐγώ.
καὶ πολύ γε μᾶλλόν ἐστι μαστιγωτέος·
εἴπερ θεὸς γάρ ἐστιν, οὐκ αἰσθήσεται.
635 ΔΙ. τί δῆτ᾽, ἐπειδὴ καὶ σὺ φῂς εἶναι θεός,
οὐ καὶ σὺ τύπτει τὰς ἴσας πληγὰς ἐμοί;
ΞΑ. δίκαιος ὁ λόγος· χὠπότερόν γ᾽ ἂν νῷν ἴδῃς
κλαύσαντα πρότερον ἢ προτιμήσαντά τι
τυπτόμενον, εἶναι τοῦτον ἡγοῦ μὴ θεόν.
640 ΑΙ. οὐκ ἔσθ᾽ ὅπως οὐκ εἶ σὺ γεννάδας ἀνήρ·
χωρεῖς γὰρ εἰς τὸ δίκαιον. ἀποδύεσθε δή.
***
Ξανάρχεται ο Αιακός· τον ακολουθούν δούλοι.
ΑΙΑ. Δέστε τον σκυλοκλέφτη, αμέσως σβέλτα,
για να τιμωρηθεί. ΔΙΟ., (μέσα του.) Κάποιος θα μπλέξει.
ΞΑΝ. Άι στην οργή· μακριά!
Σηκώνει το ρόπαλο.
ΑΙΑ. Παλεύεις, βλέπω.
Διτύλα και Σκεβλύα κι εσύ, Παρδόκα,
ελάτε δω, ριχτείτε του.
Οι δούλοι πιάνονται με τον Ξανθία και του παίρνουν το ρόπαλο.
ΔΙΟ. Τί τρόπος!
610Να κλέβεις ξένο πράμα, κι από πάνω
να δέρνεις κιόλας. ΑΙΑ. Ανυπόφορο είναι.
ΔΙΟ. Φριχτό και φοβερό. ΞΑΝ. Σου ορκίζομαι ότι,
αν ήρθα εδώ ποτέ μου ως τώρα, αν κάτι,
που μια ν᾽ αξίζει τρίχα, σου ᾽χω κλέψει,
το θάνατό μου δέχομαι. Μια τίμια
πρόταση κάνω· πάρε αυτόν το δούλο
Δείχνει το Διόνυσο.
και με βασανιστήρια ανάκρινέ τον·
και φταίξιμο αν μου βρεις, θανάτωσέ με.
ΑΙΑ. Με τί βασανιστήρια; ΞΑΝ. Με όποια θέλεις·
σε σκάλα δέσ᾽ τον, κρέμασέ τον, γδάρ᾽ τον,
μαστίγωσέ τον με άγριο καμουτσίκι,
620 ρίξ᾽ του στη μύτη ξίδι, στρέβλωσέ τον,
βάλ᾽ του πλιθάρια απάνω του, όλα τ᾽ άλλα,
μόνο όχι ξύλο με ουρά σκόρδου ή πράσο.
ΑΙΑ. Σωστά· κι αποζημίωση θα σου δώσω,
αν σου τον σακατέψω δέρνοντάς τον.
ΞΑΝ. Μπα! Ο όρος περιττός. Βασάνιζέ τον.
ΑΙΑ. Εδώ, μπροστά στα μάτια σου, ας μιλήσει.
Στο Διόνυσο.
Κάτω τον μπόγο εσύ· κι ούτ᾽ ένα ψέμα.
ΔΙΟ. Προειδοποιώ να μη με βασανίσει
κανένας· είμαι αθάνατος· η ευθύνη,
630 αλλιώς, δική του. ΑΙΑ. Τί εννοείς; ΔΙΟ. Εγώ είμαι
αθάνατος, ο γιος του Δία, ο Διόνυσος,
και δούλος είν᾽ αυτός. ΑΙΑ. (στον Ξανθία.) Τ᾽ ακούς; ΞΑΝ. Τ᾽ ακούω.
Ένας ακόμα λόγος να τις φάει·
θεός αν είναι, δε θα νιώσει πόνο.
ΔΙΟ. Κι εσύ όμως λες θεός πως είσαι· τότε,
γιατί δεν τρως ξυλιές ίσες μ᾽ εμένα;
ΞΑΝ. Σωστό· (Στον Αιακό.) κι όποιον θα δεις να πρωτοκλάψει
ή, όταν τις τρώει, να δείχνει πως τον γνοιάζει,
να ξέρεις πως αυτός θεός δεν είναι.
640 ΑΙΑ. Είσαι άντρας τίμιος· φανερό· βαδίζεις
σ᾽ ό,τι είναι δίκιο. Εμπρός λοιπόν, γδυθείτε.