οὐκ ἔστιν οὐδεὶς οἶκος ἀθλιώτερος
τῶν Τανταλείων οὐδ' ἔφυ ποτ' ἐκγόνων. (Ευρ., Ηλ. 1175-1176)
Ατρείδες αποκαλούνταν οι γιοι του Ατρέα Αγαμέμνων και Μενέλαος, οι οποίοι παντρεύτηκαν δύο αδελφές, την Κλυταιμνήστρα και την Ελένη αντίστοιχα. Ανάλογα με το πόσο βαθιά ήθελε να πάει κανείς στο γενεαλογικό δέντρο, ονομάζονταν επίσης Πελοπίδες, Τανταλίδες ή και Πλεισθενίδες.
Πρώτη εκδοχή του μύθου
Πρωτότοκος γιος του Πέλοπα ήταν ο Ατρέας, στον οποίο νόμιμα παραχωρήθηκαν τα σύμβολα της εξουσίας, το ηφαιστότευκτο σκήπτρο* και η χρυσή προβιά**. Εκείνος το παραχώρησε στον αδελφό του Θυέστη, μέχρι να ενηλικιωθούν τα ανήλικα παιδιά του Αγαμέμνων και Μενέλαος, κι εκείνος με τη σειρά του τα επέδωσε στον πρωτότοκο Αγαμέμνονα. Η ειρηνική αυτή διαδοχή (Ιλ., Β 100-108) αντανακλά τον θεσμό των δύο βασιλέων στη Σπάρτη, που επιβίωσε μέχρι την κατάκτηση της πόλης από τους Ρωμαίους.
Δεύτερη εκδοχή του μύθου
Η πρώτη εκδοχή δεν παρουσίαζε κανένα ενδιαφέρον για έναν τραγικό ποιητή αλλά ούτε εξυπηρετούσε πολιτικά τη μεταμυκηναϊκή εξουσία. Γι' αυτό διαμορφώθηκε μια δεύτερη εκδοχή που εμπεριέχει κατάρες*** (Πέλοπας, Θυέστης), ενδογαμίες (Θυέστης, Αγαμέμνων) [Πρώτος σύζυγος της Κλυταιμνήστρας υπήρξε ο γιος του Θυέστη Τάνταλος. Τον σκότωσε ο γιος του Ατρέα Αγαμέμνων, όταν με τη βοήθεια του πατέρα της Κλυταιμνήστρας, του Τυνδάρεου, ξαναπήρε τον θρόνο ως νόμιμος κληρονόμος, εξόρισε τον Θυέστη και τον γιο του Αίγισθο στα Κύθηρα], ενδοοικογενειακές μοιχείες (Θυέστης, Κλυταιμνήστρα) [1. Θυέστης: Ο Θυέστης συνήψε κρυφά σχέσεις με τη γυναίκα του αδελφού του Ατρέα, την Αερόπη και την έπεισε να του δώσει τη χρυσή προβιά, που αποτελούσε το σύμβολο εξουσίας. Έτσι, με δόλο η βασιλεία περιήλθε στην εξουσία του. 2. Κλυταιμνήστρα: Απάτησε τον άνδρα της Αγαμέμνονα με τον εξάδελφό του Αίγισθο, γιο του Θυέστη από την κόρη του Πελοπία και δολοφόνο του Ατρέα, πατέρα του Αγαμέμνονα. Μετά τον φόνο του Αγαμέμνονα, Κλυταιμνήστρα και Αίγισθος κυβέρνησαν στις Μυκήνες για επτά χρόνια, μέχρι την έλευση του νόμιμου διάδοχου, του Ορέστη, και τον φόνο και των δύο], αιμομιξίες (Θυέστης) [Σύμφωνα με χρησμό ο μόνος τρόπος για να πάρει εκδίκηση ο Θυέστης για τον χαμό των παιδιών του από τον Ατρέα ήταν να αποκτήσει παιδί από την ίδια του την κόρη Πελοπία. Παραλλαγές του μύθου παρουσιάζουν την ένωση αυτή άλλοτε να γίνεται με τη θέληση της κόρης, άλλοτε εν αγνοία και των δυο για την ταυτότητά τους, άλλοτε ως βιασμό της Πελοπίας, την ώρα που η κόρη προσέφερε θυσία στον βωμό της Αθηνάς στη Σικυώνα. Από την ένωση προέκυψε ένα παιδί, ο Αίγισθος], αδελφοκτονίες (Ατρέας, Θυέστης) [1. Θυέστης και Ατρέας σκότωσαν τον νόθο γιο του πατέρα τους Πέλοπα, τον Χρύσιππο, επειδή φοβήθηκαν ότι ο πατέρας τους, από αγάπη για αυτόν τον νόθο γιο, θα του παραχωρούσε την εξουσία. 2. Θυέστης και Ατρέας, στη διαμάχη τους για την απόκτηση του πατρικού θρόνου, πολλές φορές συνωμότησαν ο ένας εναντίον του άλλου. Ο Θυέστης, με συνεργό τη γυναίκα του Ατρέα Αερόπη, προσπάθησε να αποκτήσει τα σύμβολα της εξουσίας. Αν και δεν το κατάφερε, ο Ατρέας θέλησε να εκδικηθεί τον αδελφό του, σκοτώνοντας τα παιδιά του, τα ανίψια του δηλαδή, παρόλο που είχαν προσπέσει ικέτες στον βωμό του Δία. Αργότερα, συνέλαβε τον Θυέστη και τον φυλάκισε. Τον ίδιο όμως τον σκότωσε ο ανιψιός του Αίγισθος και ανέβασε στον θρόνο τον πατέρα του Θυέστη], εγκατάλειψη**** ή απομάκρυνση παιδιών από την πατρική γη (Αίγισθος, Ορέστης), αναγνωρίσεις (Αίγισθος, Ορέστης) [1. Αίγισθος: Είτε έκθετος και νόθος, είτε σαν θετό παιδί του Ατρέα ο Αίγισθος μπήκε στην υπηρεσία του βασιλιά, ο οποίος του ζήτησε, σαν πιο έμπιστό του, να σκοτώσει τον φυλακισμένο Θυέστη. Όμως εκείνος αναγνώρισε στον νέο τον γιο του από το σπαθί που κρατούσε για να το σκοτώσει. Ήταν το ίδιο εκείνο σπαθί που κρατούσε ο Θυέστης και του είχε πέσει στον τόπο του βιασμού της Πελοπίας. Εκείνη το φύλαξε και παρέδωσε στον γιο της ως κάτι που θα μπορούσε να συντελέσει στην αναγνώριση πατέρα και γιου. 2. Ορέστης: Η αναγνώριση του Ορέστη από την Ηλέκτρα έγινε στον τάφο του πατέρα τους Αγαμέμνονα. Σημεία αναγνώρισης ήταν ο κομμένος βόστρυχος του Ορέστη και το χρώμα των μαλλιών, κοινό στους Ατρείδες (Αισχ., Χοηφ., στ. 176· πρβ. Σοφ., Ηλ., στ. 900-909), και ένα υφαντό με παράσταση κυνηγιού που είχε κεντήσει η Ηλέκτρα και το είχε δώσει στον Ορέστη (Αισχ., Χοηφ., στ. 230-232). Στην Ηλέκτρα του Σοφοκλή (στ. 1222) ο Ορέστης αναφέρει ως σημείο αναγνώρισης δαχτυλίδι με σφραγιδόλιθο, σφραγῖδα πατρός. Στον Ευριπίδη μεσολαβεί ένας γέροντας για την αναγνώριση (Ευρ., Ηλ. 509-546). 3. Ο αναγνωρισμός του Αίγισθου από τον Θυέστη παρουσιάζει αναλογίες με τον αναγνωρισμό του Θησέα από τον Αιγέα], παιδοκτονίες, διαμελισμούς και παιδοφογίες (Τάνταλος, Ατρέας, Αγαμέμνων) [1. Τάνταλος: Γιος του Δία και της κόρης του Κρόνου Πλουτώς ο Τάνταλος, βασιλιάς στην περιοχή ανατολικά της Σμύρνης, με πρωτεύουσα τη Σίπυλο ή Τανταλίδα, πλούσιος, δυνατός, ευνοούμενος και φίλος των θεών. Τιμήθηκε από τους θεούς που τον κατέστησαν ομοτράπεζό τους και του προσέφεραν τη θεϊκή τροφή. Ανταποδίδοντάς τους την τιμή και τη φιλοξενία, θέλοντας όμως και να τους δοκιμάσει, έσφαξε τον γιο του, από την κόρη του Άτλαντα Διώνη, τον Πέλοπα, τον διαμέλισε, τον μαγείρεψε και τον προσέφερε στους καλεσμένους του. Οι θεοί, εκτός από τη Δήμητρα, αντιλήφθηκαν το αποτρόπαιο έγκλημα, συνέλεξαν τα μέλη του Πέλοπα και τα ξαναέβρασαν. Από τον λέβητα αναπήδησε ένας νέος Πέλοπας, πιο δυνατός και πιο ωραίος, με τον ώμο του μόνο να αστράφτει περισσότερο, καθώς το είχαν φτιάξει οι θεοί από ελεφαντοστό, προκειμένου να αντικατασταθεί το κομμάτι που είχε φάει η Δήμητρα, παρασυρμένη από τη λύπη της για τον χαμό της κόρης της. 2. Ατρέας: Προκειμένου ο Ατρέας να εκδικηθεί τον αδελφό του Θυέστη, όχι τόσο γιατί του διαφιλονικούσε τον θρόνο όσο για τις παράνομες σχέσεις που ανέπτυξε με τη γυναίκα του Αερόπη, έσφαξε -αν και είχαν προσπέσει ικέτες στον βωμό του Δία- και διαμέλισε τα παιδιά του και του πρόσφερε σε γεύμα τις ψημένες σάρκες τους. Τα κεφάλια και τα χέρια των παιδιών που ο Ατρέας είχε διαφυλάξει και τα οποία παρουσίασε στον Θυέστη ο Ατρέας, αποκάλυψαν την αποτρόπαιη πράξη. Ο Θυέστης αντέδρασε με τον τρόπο του Δία σε αντίστοιχο δείπνο από τον βασιλιά Λυκάονα της Αρκαδίας: αναποδογύρισε με μια κλωτσιά το τραπέζι κι έφυγε τρέχοντας, αφού πρώτα εξέφερε «βαρείαν αράν», δηλαδή καταράστηκε τους Ατρείδες. Αυτά ήταν τα περίφημα θυέστεια δείπνα, εξαιτίας των οποίων ο ήλιος, όπως διηγούνταν κάποιοι, απέστρεψε το πρόσωπό του και άλλαξε πορεία. Όπως ακριβώς είχε δύσει στην ανατολή, σύμφωνα με τη βούληση του Δία, προκειμένου ο Ατρέας να ξανακερδίσει το βασίλειό του, που το είχε χάσει όταν ο Θυέστης απέκτησε με δόλιο τρόπο το σύμβολο της εξουσίας, τη χρυσή προβιά. 3. Αγαμέμνων: α) Πρώτος σύζυγος της Κλυταιμνήστρας ήταν ο γιος του Θυέστη Τάνταλος, με τον οποίο απέκτησε ένα γιο. Ο Αγαμέμνων σκότωσε τον Τάνταλο και το νεογέννητο, αποσπώντας το από το στήθος της Κλυταιμνήστρας και χτυπώντας το στο έδαφος (Ευρ., Ιφιγένεια εν Αυλίδι 1150-1152), κάτι που θυμίζει μία από τις εκδοχές για τη δολοφονία του Αστυάνακτα, γιου του Έκτορα και της Ανδρομάχης, από τον Νεοπτόλεμο, γιο του Αχιλλέα. β) Δυσάρεστο «σημείον» για την αρχή του Τρωικού πολέμου ήταν οι ενάντιοι άνεμοι που έστειλε η θεά Άρτεμη στην Αυλίδα, όπου είχε συγκεντρωθεί ο στόλος των Αχαιών από διάφορα μέρη της Ελλάδας, εμποδίζοντας με αυτόν τον τρόπο τον απόπλου. Ο Κάλχας ερμήνευσε το «σημείον» και με υπόδειξή του ο Αγαμέμνων θυσίασε την κόρη του Ιφιγένεια. Ο χορός και η Κλυταιμνήστρα εγκαλούν τον αρχιστράτηγο, γιατί με μεγάλη ευκολία δέχτηκε και τέλεσε τη θυσία], συζυγοκτονίες***** (Κλυταιμνήστρα) και μητροκτονίες (Ορέστης) [Ο Ορέστης, μεγαλωμένος στην εξορία, επέστρεψε στο Άργος, όπου, μετά τον θάνατο του πατέρα του, βασίλευε ο Αίγισθος με τη μητέρα του Κλυταιμνήστρα επί επτά έτη. Με εντολή του Απόλλωνα, σκότωσε τη μοιχαλίδα και τον εραστή της. Κυνηγήθηκε από τις Ερινύες μέχρι που αθωώθηκε για το έγκλημά του από τον Άρειο Πάγο και την Αθηνά στην Αθήνα, καθώς θεωρήθηκε η συζυγοκτονία που διέπραξε η Κλυταιμνήστρα βαρύτερο έγκλημα από τη μητροκτονία -φυσική απόφαση για μια κοινωνία που έθετε σταδιακά στο περιθώριο και στη μόνωση τον κόσμο των γυναικών] που οδηγούν στην καταστροφή του οίκου και την πολιτική μεταβολή. Βασική αιτία του ξεκληρίσματος ήταν η απόκτηση της εξουσίας και η διαδοχή σε αυτήν, ήταν ο αγώνας για την απόκτηση των συμβόλων της εξουσίας μέσω της οικειοποίησης της γυναίκας του νόμιμου κατόχου (Αερόπη, Κλυταιμνήστρα). Η απαρχή των καταπατήσεων και των υπερβάσεων των ορίων ανάγεται στην παιδοκτονία και τον διαμελισμό του σφαγμένου παιδιού από τον προπάτορα του οίκου Τάνταλο, πατέρα του Πέλοπα, παππού του Ατρέα και του Θυέστη, προπάππου του Αγαμέμνονα και του Μενέλαου, και ολοκληρώνεται με μια μητροκτονία, τη δολοφονία της Κλυταιμνήστρας από τον γιο της Ορέστη. Χαρακτηριστικά του μύθου, ήταν, ακόμη, η ισχυρή παρουσία γυναικών (Αερόπη, Κλυταιμνήστρα, Ηλέκτρα), που παραπέμπει σε ισχυρά μητριαρχικά πρότυπα, και η μετατροπή τους σε μοιχαλίδες, συζυγοκτόνους και ηθικούς αυτουργούς φόνων (Ηλέκτρα), δηλαδή σε στοιχεία ενοχλητικά για την πατριαρχική κοινωνία, κάτι που μάλλον αντανακλά τη δωρική εξάπλωση και ιδεολογική κυριαρχία. Τέλος, ο βιασμός (Πελοπία) και η θυσία θυγατέρων (Ιφιγένεια) αντανακλούν εποχές με ήθη άγρια -πάντως, ο βιασμός αντανακλά μια εποχή με ηπιότερα ήθη απ' ό,τι η θυσία!
Η ενασχόληση των τραγικών με τον οίκο των Ατρειδών δεν μπορεί παρά να σχετίζεται και με την επικράτηση του θεσμού της πόλεως-κράτους και του δημοκρατικού πολιτεύματος, προϋπόθεση των οποίων ήταν η διάλυση των οίκων, που αποτελούσαν τη βάση παλαιότερων πολιτικών συστημάτων, και ο περιορισμός του ρόλου των γυναικών και της φυσικής τους παρουσίας στους χώρους όπου σύχναζαν άνδρες. Σε μια προσπάθεια αποδυνάμωσης των οίκων ο Σόλων (639-559 π.Χ.) είχε απαγορεύσει με νόμο τις υπερβολικές εκδηλώσεις θρήνου των γυναικών· διότι η συνοχή των οίκων έναντι των άλλων οίκων ενισχυόταν και από τις έντονες εκδηλώσεις πένθους των γυναικών, καθώς κρατιόταν ζωντανή η ανάμνηση του νεκρού και η επιθυμία για εκδίκηση για τον θάνατό του, σε περίπτωση που αυτός είχε προκληθεί από μέλος άλλου οίκου. Η κληρονομική αρά και οι Ερινύες, που ζητούν νέο αίμα για το παλαιό που χάθηκε και τιμωρία, ακόμη και ανεξέλεγκτη, αντικαθίσταται από την αρχή ότι κάθε πράξη και ο δράστης της πρέπει να κρίνονται. Από την εκδίκηση περνούμε στην κατανόηση και σε μια Δίκη, υπό την αιγίδα του Δία, που συγχωρεί κάτω από το φως του θείου νόμου· από την τυφλή ορμή της ψυχής περνούμε στην ελεύθερη βούληση και απόφαση. Στην τραγωδία η «πρώταρχος άτη» ήταν τα Θυέστεια δείπνα, όχι ο Τάνταλος, επομένως ο Ατρέας δεν ήταν παραλήπτης κληρονομικής κατάρας αλλά πρόξενος κατάρας. Επιπλέον, ο βεβαρημένος από κληρονομική κατάρα ήταν δυνατό να αποφύγει την άτεγκτη εκδίκηση του Αλάστορα και των Ερινύων αν ακολουθούσε δρόμο ηθικό, με μέτρο και σωφροσύνη ή, σε αντίθετη περίπτωση, να τους ξυπνήσει, όπως το έπραξε ο Αγαμέμνων με την πρόθυμη, από πλευράς του, θυσία της κόρης του και την καταστροφή των ιερών της Τροίας.
----------------------
*Ηφαιστότευκτο σκήπτρο
Λέγεται ότι, φτάνοντας στη χώρα της Φωκίδας η Ηλέκτρα, η κόρη του Αγαμέμνονα, έχασε το σκήπτρο, το οποίο βρέθηκε αργότερα στα σύνορα Χαιρώνειας και Πανοπέα μαζί με χρυσάφι. Οι κάτοικοι του Πανοπέα πήραν το χρυσάφι, της Χαιρώνειας το σκήπτρο. Ο Παυσανίας παραδίδει τα εξής: «Από τους θεούς οι Χαιρωνείς τιμούν περισσότερο το σκήπτρο που έφτιαξε κατά τον Όμηρο ο Ήφαιστος για τον Δία· απ' αυτόν το πήρε ο Ερμής και το έδωσε στον Πέλοπα, ο Πέλοπας το άφησε στον Ατρέα, ο Ατρέας στον Θυέστη και από τον Θυέστη το έχει ο Αγαμέμνονας. Αυτό το σκήπτρο λατρεύουν, λοιπόν, και το ονομάζουν Δόρυ. Ότι αυτό το σκήπτρο έχει κάτι το κατ' εξοχήν θείο φαίνεται καθαρά από τη δόξα που φέρνει στους Χαιρωνείς. Λένε ότι βρέθηκε στα σύνορα της χώρας τους με την περιοχή των Πανοπέων στη Φωκίδα και ότι μαζί με αυτό ο Φωκείς βρήκαν και χρυσάφι και ήταν πολύ ευχαριστημένοι που πήραν το σκήπτρο αντί για τον χρυσό. Είμαι της γνώμης ότι το έφερε στη Φωκίδα η Ηλέκτρα, η κόρη του Αγαμέμνονα. Δημόσιος ναός για το σκήπτρο δεν έχει κτιστεί αλλά ο ιερέας φυλάει το σκήπτρο για ένα χρόνο σε ένα σπίτι. Και προσφέρονται θυσίες κάθε μέρα και δίπλα του είναι μια τράπεζα γεμάτη από κρέατα κάθε είδους και γλυκίσματα» (Παυσανίας 9.40.11-12)
**Δέρας
Το δέρας, η προβιά, παραπέμπει στον ποιμένα βασιλιά και σε εποχές που πηγή πλούτου για τον βασιλιά ήταν τα κοπάδια του και η κλοπή ζώων που απαύξανε την περιουσία του. Επίσης, η χρυσή προβιά παραπέμπει στον τρόπο με τον οποίο συλλεγόταν ο χρυσός από τα νερά ποταμών: «οἱ ἐγχώριοι ἀρύονται δέρματα αἰγῶν κείραντες καὶ καθιέντες εἰς τὸ ὓδωρ» (Etym. Mag.), έριχναν, δηλαδή, γιδοπροβιές στα νερά του ποταμού και αγκίστρωναν τα ψήγματα του πολύτιμου μετάλλου στην τριχωτή πλευρά τους.
Σύμφωνα με μια εκδοχή του μύθου η συγκεκριμένη προβιά, το δέρας, προέκυψε ως εξής: Αν και ο Ατρέας είχε τάξει το ωραιότερο ζώο του κοπαδιού του στην Άρτεμη, ωστόσο, όταν βρήκε στο κοπάδι του ένα αρνί με χρυσόμαλλο δέρας δεν το θυσίασε στη θεά αλλά κράτησε για λογαριασμό του το δέρας και το φύλαξε μέσα σε λάρνακα. Κρυφά το παρέδωσε η σύζυγός του Αερόπη στον εραστή της Θυέστη, ο οποίος το ανέδειξε σε σύμβολο εξουσίας, καθώς πρότεινε να ανακηρυχθεί βασιλιάς των Μυκηνών αυτός που θα παρουσίαζε ένα χρυσόμαλλο δέρμα. Ο Ατρέας, μη γνωρίζοντας την κλοπή του δέρατος από τη γυναίκα του, δέχτηκε. Ο Θυέστης νίκησε. Όμως με παρέμβαση του Δία μέσω του Ερμή, ο Ατρέας συμφώνησε να κρατήσει την εξουσία ο Θυέστης, εκτός αν ο ήλιος έδυε στην Ανατολή. Το θαύμα συντελέστηκε, ο Ατρέας έγινε βασιλιάς των Μυκηνών και ο Θυέστης εξορίστηκε.
Σύμφωνα με άλλη εκδοχή του μύθου η προβιά είχε δοθεί από τον ίδιο τον Ερμή στον Ατρέα. Η εμπλοκή του ποιμένα θεού Ερμή στον μύθο παραπέμπει στον μύθο της αρπαγής της εγγονής του Μίνωα και της Πασιφάης Απημοσύνης από τον Ερμή. Σύμφωνα με τον μύθο, ο θεός ερωτεύτηκε το κορίτσι, αλλά αυτή συνέχεια του ξεγλιστρούσε. Για να την πιάσει, ο Ερμής έστρωσε φρεσκοδαρμένα τομάρια στον δρόμο απ' όπου θα περνούσε η κοπέλα κουβαλώντας νερό. Η κοπέλα γλίστρησε και ο Ερμής την έπιασε. Ο μύθος παραπέμπει στον αρχέγονο μύθο του κατακλυσμού, που έχει συνδεθεί με τελετουργίες για τη σπορά και την αρχή του νέου χρόνου, του ετήσιου κύκλου των εργασιών της κοινότητας. Με τον ίδιο τρόπο μπορούμε να κατανοήσουμε τον μύθο εκείνο σύμφωνα με τον οποίο οι Μούσες, κατά τη διάρκεια της πορείας τους υπό βροχή από τον Ελικώνα στον Παρνασσό, βρίσκουν κατάλυμα στο παλάτι του βασιλιά Πυρηνέα στη Δαυλίδα, ο οποίος πρόσφερε φιλοξενία, με απώτερο σκοπό να τις βιάσει (Οβ., Μεταμ. 5.275 κ.ε.).
***Κατάρες (Αραί)
1. Πέλοπας: Ο Πέλοπας καταράστηκε τους γιους του Ατρέα και Θυέστη, καθώς και τη μητέρα τους Ιπποδάμεια, διότι σκότωσαν τον ετεροθαλή αδελφό τους και αγαπημένο γιο του πατέρα τους Χρύσιππο που ο Πέλοπας είχε αποκτήσει από τη νύφη Αξιόχη. Εξόριστοι κατέφυγαν στις Μυκήνες, στον Ευρυσθέα ή μάλλον στον πατέρα του Ευρυσθέα Σθένελο.
2. Θυέστης: Ο Θυέστης εξέφερε «βαρείαν αράν» εναντίον των Ατρειδών, όταν αντιλήφθηκε ότι το γεύμα που του παρέθεσε ο αδελφός του Ατρέας αποτελούνταν από τις σάρκες των παιδιών του.
Δια της αράς, το κακό μεταβιβάζεται από γενιά σε γενιά, σαν ένα είδος κληρονομικότητας.
****Εγκατάλειψη, απομάκρυνση, εξορία παιδιών
1. Αίγισθος: Εξόριστος από τη γη της Αργολίδας ο Θυέστης ενώθηκε με την κόρη του Πελοπία. Στην εκδοχή που θέλει η ένωση να υπήρξε αποτέλεσμα βιασμού της κόρης από τον πατέρα στον βωμό της Αθηνάς στη Σικυώνα, η μητέρα εγκατέλειψε το βρέφος αμέσως μόλις γεννήθηκε στο βουνό, όπου το έθρεψε με το γάλα της μια αίγα, γι' αυτό και ονόμασαν το παιδί Αίγισθο. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή η ένωση έγινε, ανεπίγνωστα για την ταυτότητα των δύο εραστών, στο παλάτι του βασιλιά Θεσπρωτού, όπου η Πελοπία είχε βρει προστασία μετά την απομάκρυνση της οικογένειας του Θυέστη από την Αργολίδα. Διαδοχικά ανέλαβε την προστασία της και το μεγάλωμα του παιδιού της ο Ατρέας, χωρίς να γνωρίζει την ταυτότητα των δύο προσώπων, ότι δηλαδή ήταν η κόρη του αδελφού του και ο γιος του αδελφού του από την ίδια του την κόρη.
2. Ορέστης: Νήπιο ο Ορέστης είχε μεταφερθεί στη Φωκίδα, όπου και ανατράφηκε. Σύμφωνα με την Ορέστεια του Στησιχόρου ο Ορέστης σώθηκε χάρη στην πιστή τροφό του Λαοδάμεια, που στον Πίνδαρο ονομάζεται Αρσινόη (11ος Πυθιόνικος, στ. 16-37), η οποία τον απέσυρε από τη σκηνή του φόνου του Αγαμέμνονα και της Κασσάνδρας και τον έστειλε στον Στρόφιο, βασιλιά της Φωκίδας και θείο των παιδιών από αγχιστεία. Σύμφωνα με τους τραγικούς, η Ηλέκτρα έσωσε τον Ορέστη και τον παρέδωσε στον παιδαγωγό, και εκείνος με τη σειρά του στον Στρόφιο που τον μεγάλωσε με τον γιο του Πυλάδη. Τέλος, σύμφωνα με μεταγενέστερους συγγραφείς (Νικόλαος Δαμασκηνός, 1ος αι. π.Χ.), η σωτηρία του δεκάχρονου παιδιού οφειλόταν στον κήρυκα του Αγαμέμνονα Ταλθύβιο και όχι σε μια παραμάνα, η ύπαρξη της οποίας ήταν αταίριαστη για την ηλικία του διαδόχου.
ΕΝΔΕΚΑΤΟΣ ΠΥΘΙΟΝΙΚΟΣ: ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΡΑΣΥΔΑΙΟ ΤΟΝ ΘΗΒΑΙΟ, ΝΙΚΗΤΗ ΣΕ ΑΓΩΝΑ ΑΓΟΡΙΩΝ ΣΤΑΔΙΟΔΡΟΜΩΝ
Iα
Του Κάδμου κόρες, ω Σεμέλη εσύ,
που γειτονεύεις με του Ολύμπου τις θεές,
κι ω Λευκοθέα Ινώ,
συθάλαμη με τις Νεράιδες του γιαλού,
πάρτε την αριστογέννα μάνα του Ηρακλή
κι ελάτε στη Μελία, [4]
μες στο άδυτο του θησαυρού με τα χρυσά τριπόδια,
που απ' τους άλλους πιότερο τον τίμησε ο Λοξίας [5]
Ιβ
και Ισμήνιο τον είπε,
τον θώκο των αλάθητων των μάντεων.
Εκεί και τώρα σας καλεί ο θεός, της Αρμονίας ω κόρες,
να συναχθείτε όλες μαζί, ο ντόπιος στρατός των ηρωίδων,
τη δίκαιη τάξη την ιερή να υμνήσετε και την Πυθώ [9]
και τον δικαιοκρίτη ομφαλό της γης, [10]
την ώρα την εσπερινή,
Iγ
τιμώντας την εφτάπυλη τη Θήβα
και της Κίρρας τους αγώνες,
εκεί που ο Θρασυδαίος τη μνήμη της εστίας
της πατρικής ζωντάνεψε και τρίτο της χάρισε στεφάνι,
σαν νίκησε στις εύφορες πεδιάδες του Πυλάδη [15]
που τον Ορέστη τον Λάκωνα είχε για φίλο·
IIα
αυτόν, που όταν σκοτώναν τον πατέρα του,
τον άρπαξε απ' τα σκληρά της Κλυταιμήστρας χέρια
η Αρσινόη, η παραμάνα του,
και τον εγλίτωσε απ' τη φριχτή συνωμοσία,
την ώρα που του Δαρδανίδη Πριάμου την κόρη, την Κασσάνδρα,
την έστελνε, απ' τον αστραφτερό χαλκό χτυπημένη, [20]
με την ψυχή του Αγαμέμνονα αντάμα,
στις βαθύσκιωτες όχτες του Αχέροντα
IIβ
η άσπλαχνη γυναίκα. Κι ήτανε τάχα η Ιφιγένεια,
σαν σφάχτηκε στον Εύριπο μακριά απ' την πατρίδα,
που τέτοιο χόλιασμα τρομαχτικό τής έφερε,
ή πόθος άλλος την εδάμασε και παραστράτησε
σε νύχτιο ερωτικό κρεβάτι; [25]
Δεν έχει παραστράτημα πιο άσκημο για νέα και παντρεμένη,
και δεν υπάρχει τρόπος να κρατηθεί μακριά
IIγ
από τα στόματα των άλλων·
ο κόσμος είναι κακόγλωσσος.
Γιατί διόλου μικρός δεν είναι ο φθόνος
που γεννά η μεγάλη ευτυχία·
τον ταπεινό, ακόμα κι αν βροντοφωνεί, κανείς δεν τον ακούει. [30]
Σκοτώθηκε λοιπόν ο ήρωας Ατρείδης,
μετά καιρό σαν γύρισε στις ένδοξες Αμύκλες,
IIIα
την κόρη την προφήτισσα παίρνοντας στον λαιμό του
κι αφού για χάρη της Ελένης επυρπόλησε
των Τρώων τα σπίτια και την ευδαιμονία τους εχάλασε. [34]
Όμως ο Ορέστης, το νιο το παλικάρι, στον γέρο φίλο του
έφτασε, στον Στρόφιο, που κατοικούσε [35]
στου Παρνασσού τα ριζοβούνια· [36]
και σαν επέρασε καιρός, με τη βοήθεια του Άρη
τη μάνα του τη σκότωσε
κι έπνιξε τον Αίγιστο στο αίμα.
IIIβ
Ωστόσο, φίλοι, μήπως παρασύρθηκα
και τρίστρατο μπλεγμένο πήρα,
ενώ πρωτύτερα σε ίσιο τραβούσα δρόμο;
ή μήπως κάποιος άνεμος έξω απ' την πορεία μ' έριξε
σαν βάρκα μες στο πέλαγο; [40]
Όσο για σένα, Μούσα, αν με αμοιβή
συμφώνησες να δίνεις τη φωνή σου,
κι έργο σου είναι κάθε φορά
τούτο ή τ' άλλο ν' ανακινείς μ' ασημωμένη γλώσσα,
IIIγ
τώρα είναι η σειρά του Πυθόνικου, του πατέρα,
και του Θρασυδαίου, που δόξα τούς λαμπρύνει κι ευφροσύνη. [45]
Από καιρό με το άρμα τους εκέρδισαν τη νίκη
στης Ολυμπίας τους ξακουστούς αγώνες
κι απόχτησαν με τ' άτια τους της φήμης την αχτίδα
που γοργά τριγύρω απλώνεται.
IVα
Και στην Πυθώ κατέβηκαν γυμνοί δρομείς στο στάδιο
και με τη γρηγοράδα των ποδιών τους
ντροπιάσαν όλη των Ελλήνων τη στρατιά. [50]
Άμποτε να επιθυμώ όσα αγαθά οι θεοί δίνουν
και πάντα να ποθώ ό, τι στην ηλικία μου είναι εφικτό.
Γιατί μέσα στην πόλη βρίσκω
πως οι μετρημένοι μακρότερα χαίρονται την ευτυχία·
των τυράννων τη μοίρα δεν ζηλεύω·
IVβ
ποθώ τις αρετές που για όλων είναι το καλό,
ενώ οι φθονεροί τις πολεμούνε.
Την κορυφή τους αν κανείς αγγίξει, [55]
γαλήνια ζώντας κι αποφεύγοντας την άγρια υπεροψία,
στο τέρμα του μελανού θανάτου καλύτερα θα φτάσει
και στην ευτυχισμένη του γενιά για χτήμα θε ν' αφήσει
όνομα καλό, το πιο ακριβό αγαθό.
IVγ
Για τούτο και τον Ιόλαο, του Ιφικλή το τέκνο, [60]
παντού ανυμνούν και την αντρεία του Κάστορα,
και σένα άρχοντα Πολυδεύκη, παιδιά θεών,
που τη μια μέρα στη Θεράπνη ζείτε,
και στου Ολύμπου τα παλάτια την άλλη κατοικείτε.
*****Συζυγοκτονία
Κατά την απουσία του Αγαμέμνονα στην Τροία η σύζυγός του Κλυταιμνήστρα συνήψε σχέσεις με τον εξάδελφο του άνδρα της, αδελφό του πρώτου άνδρα της Τάνταλου και γιο του Θυέστη, τον Αίγισθο, που είχε επιστρέψει από τα ξένα, για να εκδικηθεί τη σφαγή των αδελφών του από τον Ατρέα, πατέρα του Αγαμέμνονα. Σχεδίασε (μόνη της[2] ή σε συνεργασία με τον Αίγισθο[3] ή μόνος ο Αίγισθος[4]) τη δολοφονία του άνδρα της, αμέσως μετά την επιστροφή του από την Τροία, καθώς και την προφήτισσα Κασσάνδρα, αιχμάλωτη, κόρη του Πριάμου, λάφυρο του άνδρα της. Ως κίνητρά της εμφανίζονται στην τραγωδία η θυσία της Ιφιγένειας αλλά και το γεγονός ότι ο άνδρας της φέρνει μαζί του την Κασσάνδρα, στον Όμηρο όμως, σε αντίθεση με τους Ησιοδικούς Καταλόγους[5], δεν είναι γνωστή η θυσία της Ιφιγένειας, επομένως τα κίνητρά της είναι μόνο η μοιχεία και δεν έχουν κανένα ηθικό έρεισμα, ενώ αυτό λανθάνει στον 11ο Πυθιόνικο του Πινδάρου (στ. 16-37).
Σημειώσεις:
2. Οδ.., λ 430, ω 199-200.
3. Οδ., α 409-420.
4. Οδ. Α 36, γ 249-250, 304-305, δ 534-535.
5. Βλ. Παυσ. 1.1.43.
ΕΝΔΕΚΑΤΟΣ ΠΥΘΙΟΝΙΚΟΣ: ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΡΑΣΥΔΑΙΟ ΤΟΝ ΘΗΒΑΙΟ, ΝΙΚΗΤΗ ΣΕ ΑΓΩΝΑ ΑΓΟΡΙΩΝ ΣΤΑΔΙΟΔΡΟΜΩΝ
Iα
Του Κάδμου κόρες, ω Σεμέλη εσύ,
που γειτονεύεις με του Ολύμπου τις θεές,
κι ω Λευκοθέα Ινώ,
συθάλαμη με τις Νεράιδες του γιαλού,
πάρτε την αριστογέννα μάνα του Ηρακλή
κι ελάτε στη Μελία, [4]
μες στο άδυτο του θησαυρού με τα χρυσά τριπόδια,
που απ' τους άλλους πιότερο τον τίμησε ο Λοξίας [5]
Ιβ
και Ισμήνιο τον είπε,
τον θώκο των αλάθητων των μάντεων.
Εκεί και τώρα σας καλεί ο θεός, της Αρμονίας ω κόρες,
να συναχθείτε όλες μαζί, ο ντόπιος στρατός των ηρωίδων,
τη δίκαιη τάξη την ιερή να υμνήσετε και την Πυθώ [9]
και τον δικαιοκρίτη ομφαλό της γης, [10]
την ώρα την εσπερινή,
Iγ
τιμώντας την εφτάπυλη τη Θήβα
και της Κίρρας τους αγώνες,
εκεί που ο Θρασυδαίος τη μνήμη της εστίας
της πατρικής ζωντάνεψε και τρίτο της χάρισε στεφάνι,
σαν νίκησε στις εύφορες πεδιάδες του Πυλάδη [15]
που τον Ορέστη τον Λάκωνα είχε για φίλο·
IIα
αυτόν, που όταν σκοτώναν τον πατέρα του,
τον άρπαξε απ' τα σκληρά της Κλυταιμήστρας χέρια
η Αρσινόη, η παραμάνα του,
και τον εγλίτωσε απ' τη φριχτή συνωμοσία,
την ώρα που του Δαρδανίδη Πριάμου την κόρη, την Κασσάνδρα,
την έστελνε, απ' τον αστραφτερό χαλκό χτυπημένη, [20]
με την ψυχή του Αγαμέμνονα αντάμα,
στις βαθύσκιωτες όχτες του Αχέροντα
IIβ
η άσπλαχνη γυναίκα. Κι ήτανε τάχα η Ιφιγένεια,
σαν σφάχτηκε στον Εύριπο μακριά απ' την πατρίδα,
που τέτοιο χόλιασμα τρομαχτικό τής έφερε,
ή πόθος άλλος την εδάμασε και παραστράτησε
σε νύχτιο ερωτικό κρεβάτι; [25]
Δεν έχει παραστράτημα πιο άσκημο για νέα και παντρεμένη,
και δεν υπάρχει τρόπος να κρατηθεί μακριά
IIγ
από τα στόματα των άλλων·
ο κόσμος είναι κακόγλωσσος.
Γιατί διόλου μικρός δεν είναι ο φθόνος
που γεννά η μεγάλη ευτυχία·
τον ταπεινό, ακόμα κι αν βροντοφωνεί, κανείς δεν τον ακούει. [30]
Σκοτώθηκε λοιπόν ο ήρωας Ατρείδης,
μετά καιρό σαν γύρισε στις ένδοξες Αμύκλες,
IIIα
την κόρη την προφήτισσα παίρνοντας στον λαιμό του
κι αφού για χάρη της Ελένης επυρπόλησε
των Τρώων τα σπίτια και την ευδαιμονία τους εχάλασε. [34]
Όμως ο Ορέστης, το νιο το παλικάρι, στον γέρο φίλο του
έφτασε, στον Στρόφιο, που κατοικούσε [35]
στου Παρνασσού τα ριζοβούνια· [36]
και σαν επέρασε καιρός, με τη βοήθεια του Άρη
τη μάνα του τη σκότωσε
κι έπνιξε τον Αίγιστο στο αίμα.
IIIβ
Ωστόσο, φίλοι, μήπως παρασύρθηκα
και τρίστρατο μπλεγμένο πήρα,
ενώ πρωτύτερα σε ίσιο τραβούσα δρόμο;
ή μήπως κάποιος άνεμος έξω απ' την πορεία μ' έριξε
σαν βάρκα μες στο πέλαγο; [40]
Όσο για σένα, Μούσα, αν με αμοιβή
συμφώνησες να δίνεις τη φωνή σου,
κι έργο σου είναι κάθε φορά
τούτο ή τ' άλλο ν' ανακινείς μ' ασημωμένη γλώσσα,
IIIγ
τώρα είναι η σειρά του Πυθόνικου, του πατέρα,
και του Θρασυδαίου, που δόξα τούς λαμπρύνει κι ευφροσύνη. [45]
Από καιρό με το άρμα τους εκέρδισαν τη νίκη
στης Ολυμπίας τους ξακουστούς αγώνες
κι απόχτησαν με τ' άτια τους της φήμης την αχτίδα
που γοργά τριγύρω απλώνεται.
IVα
Και στην Πυθώ κατέβηκαν γυμνοί δρομείς στο στάδιο
και με τη γρηγοράδα των ποδιών τους
ντροπιάσαν όλη των Ελλήνων τη στρατιά. [50]
Άμποτε να επιθυμώ όσα αγαθά οι θεοί δίνουν
και πάντα να ποθώ ό, τι στην ηλικία μου είναι εφικτό.
Γιατί μέσα στην πόλη βρίσκω
πως οι μετρημένοι μακρότερα χαίρονται την ευτυχία·
των τυράννων τη μοίρα δεν ζηλεύω·
IVβ
ποθώ τις αρετές που για όλων είναι το καλό,
ενώ οι φθονεροί τις πολεμούνε.
Την κορυφή τους αν κανείς αγγίξει, [55]
γαλήνια ζώντας κι αποφεύγοντας την άγρια υπεροψία,
στο τέρμα του μελανού θανάτου καλύτερα θα φτάσει
και στην ευτυχισμένη του γενιά για χτήμα θε ν' αφήσει
όνομα καλό, το πιο ακριβό αγαθό.
IVγ
Για τούτο και τον Ιόλαο, του Ιφικλή το τέκνο, [60]
παντού ανυμνούν και την αντρεία του Κάστορα,
και σένα άρχοντα Πολυδεύκη, παιδιά θεών,
που τη μια μέρα στη Θεράπνη ζείτε,
και στου Ολύμπου τα παλάτια την άλλη κατοικείτε.