Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2024

Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης

Από τις αρχές Οκτωβρίου του 1912 η Ελλάδα βρισκόταν σε πόλεμο με την παραπαίουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία, έχοντας ως συμμάχους τη Βουλγαρία και τη Σερβία (Α' Βαλκανικός Πόλεμος). Θέατρο των επιχειρήσεων, η περιοχή της Μακεδονίας.

Ο ελληνικός στρατός βάδιζε από νίκη σε νίκη στη Δυτική Μακεδονία. Όμως, από την αρχή των εχθροπραξιών σοβούσε σοβαρή διαφωνία μεταξύ του αρχιστράτηγου Κωνσταντίνου και του πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου. Ο διάδοχος επιθυμούσε πρώτα την κατάληψη του Μοναστηρίου προς Βορρά, ενώ ο Βενιζέλος, βλέποντας την πιθανότητα να καταληφθεί η Θεσσαλονίκη από το βουλγαρικό στρατό, πίεζε τον Κωνσταντίνο να κατευθυνθεί προς τη φυσική πρωτεύουσα της Μακεδονίας, μια περιοχή με στρατηγική σημασία, η απελευθέρωση της οποίας αποτελούσε διακαή πόθο του ελληνισμού. «Καθιστώ υμάς υπευθύνους διά πάσαν αναβολήν έστω και στιγμής» του τηλεγραφεί επιτακτικά.

Τελικά, ο Κωνσταντίνος πείθεται με τη μεσολάβηση του πατέρα του βασιλιά Γεωργίου Α' και στις 25 Οκτωβρίου η εμπροσθοφυλακή του ελληνικού στρατού φθάνει προ των πυλών της Θεσσαλονίκης. Είχε προηγηθεί η καθοριστική νίκη στη Μάχη των Γιαννιτσών (19 - 20 Οκτωβρίου), που είχε κάνει ευκολότερη την προέλαση του ελληνικού στρατού. Ο Χασάν Ταξίν Πασάς* που υπερασπιζόταν τη Θεσσαλονίκη δεν είχε άλλη δυνατότητα, παρά να ζητήσει μια έντιμη συμφωνία για την παράδοση της πόλης.

Στις 25 Οκτωβρίου οι απεσταλμένοι του ζήτησαν από τον Κωνσταντίνο να επιτραπεί στον Ταξίν να αποσυρθεί με το στρατό και τον οπλισμό του στο Καραμπουρνού και να παραμείνει εκεί μέχρι το τέλος του πολέμου. Ο Κωνσταντίνος, φυσικά, απέρριψε τον όρο του και του πρότεινε την παράδοση του στρατού του και τη μεταφορά του στη Μικρά Ασία με δαπάνες της ελληνικής κυβέρνησης.

Ο Ταξίν Πασάς υπογράφει τα πρωτόκολλα παράδοσης της Θεσσαλονίκης. Ο Οθωμανός αξιωματούχος δέχθηκε, τελικά, τους όρους του Κωνσταντίνου και στις 11 το βράδυ της 26ης Οκτωβρίου, ανήμερα της εορτής του Αγίου Δημητρίου, οι πληρεξούσιοι αξιωματικοί Ιωάννης Μεταξάς (ο κατοπινός δικτάτωρ και ο άνθρωπος του «ΟΧΙ») και Βίκτωρ Δούσμανης μεταβαίνουν στο Διοικητήριο της Θεσσαλονίκης και υπογράφουν τα σχετικά πρωτόκολλα παράδοσης της πόλης στον ελληνικό στρατό.

Σύμφωνα με το πρωτόκολλο, παραδίνονταν ως αιχμάλωτοι 25.000 τούρκοι στρατιώτες και 1.000 αξιωματικοί. Στην κατοχή του ελληνικού στρατού περιέρχονταν όλος ο βαρύς και ελαφρύς οπλισμός του σχηματισμού (70 πυροβόλα, 30 πολυβόλα, 70.000 τυφέκια και πυρομαχικά). Το πρωί της 27ης Οκτωβρίου εισήλθαν στη Θεσσαλονίκη δύο τάγματα ευζώνων και ύψωσαν την ελληνική σημαία στο Διοικητήριο, ενώ οι υπόλοιπες ελληνικές δυνάμεις άρχισαν να λαμβάνουν θέσεις στα υψώματα γύρω από την πόλη.

Στις 11 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1912 ο Κωνσταντίνος εισήλθε με το επιτελείο του στη Θεσσαλονίκη και το μεσημέρι έγινε πανηγυρική δοξολογία στο ναό του Αγίου Μηνά. Την ίδια μέρα, κατέφθασαν έξω από τη Θεσσαλονίκη και οι Βούλγαροι, όμως για τους γείτονες ήταν ήδη αργά. Ο επικεφαλής της μεραρχίας τους στρατηγός Τεοντορόφ ζήτησε να εισέλθει στην πόλη για να στρατοπεδεύσει. Εισέπραξε την αρνητική απάντηση του Κωνσταντίνου και ύστερα από διαπραγματεύσεις, επιτράπηκε να μπουν στην πόλη για ολιγοήμερη ανάπαυση δύο τάγματα με επικεφαλής τους Βούλγαρους πρίγκιπες Βόρι και Κύριλλο. Επικράτησε, όμως, σύγχυση και τελικά εισήλθε στη Θεσσαλονίκη ένα ολόκληρο βουλγαρικό σύνταγμα, γεγονός που εκνεύρισε τον Βενιζέλο. Οι Βούλγαροι δήλωναν εμφαντικά παρόντες στις εξελίξεις στη Μακεδονία. Ο σπόρος του Β' Βαλκανικού Πολέμου είχε ριχτεί.

Στις 29 Οκτωβρίου ήταν η σειρά του βασιλιά Γεωργίου Α' να εισέλθει στην πόλη και να επισημοποιήσει την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης. Έγινε δεκτός με ενθουσιασμό από τους έλληνες κατοίκους της, με απάθεια ανάμικτη με φόβο του από το μουσουλμανικό στοιχείο, ενώ οι Εβραίοι που ήταν η πολυπληθέστερη πληθυσμιακή ομάδα της πόλης δεν έκρυψαν την απογοήτευσή τους, καθώς προωθούσαν σχέδιο διεθνοποίησης της Θεσσαλονίκης.
--------------------------
*Χασάν Ταξίν Πασάς

Οθωμανός στρατηγός, αλβανικής καταγωγής, που παρέδωσε τη Θεσσαλονίκη στον αρχιστράτηγο διάδοχο Κωνσταντίνο στις 26 Οκτωβρίου 1912.

Ο Χασάν Ταξίν Πασάς γεννήθηκε το 1845 στη Μεσαριά της Ηπείρου (σημερινή Μόλιστα Ιωαννίνων). Γνώστης της ελληνικής, φοίτησε στη Ζωσιμαία Σχολή Ιωαννίνων και στη συνέχεια κατατάχθηκε στον Οθωμανικό στρατό ως υπαξιωματικός. Χάρη στις ικανότητές του ανέβηκε γρήγορα στην ιεραρχία και υπηρέτησε ως αξιωματικός για σαράντα χρόνια στην Κρήτη, τη Θεσσαλία (Ελληνο–Τουρκικός Πόλεμος του 1897), την Κωνσταντινούπολη, την Ήπειρο, την Αλβανία, τη Συρία και την Υεμένη.

Λίγο πριν από την έκρηξη των Βαλκανικών Πολέμων, υπηρετούσε ως διοικητής του 8ου Σώματος Στρατού στη Δαμασκό. Ο σχηματισμός του επρόκειτο να μεταφερθεί και να δράσει στη Μακεδονία, αλλά εμποδίστηκε από τον ελληνικό στόλο. Τότε, ο σουλτάνος τού ανέθεσε τον σχηματισμό του 8ου προσωρινού Σώματος Στρατού με έδρα τη Θεσσαλονίκη. Αποτελούνταν από την 22η Μεραρχία της Κοζάνης και δύο εφεδρικές μεραρχίες.

Μετά την έκρηξη του Α’ Βαλκανικού Πολέμου και την προέλαση του ελληνικού στρατού βαθιά μέσα στο έδαφος της Μακεδονίας, οι δυνάμεις του αντέταξαν μία τελευταία γραμμή άμυνας στα Γιαννιτσά. Η νίκη των ελληνικών όπλων άνοιξε το δρόμο προς τη Θεσσαλονίκη, γεγονός που κατέστησε τον αγώνα του μάταιο. Έτσι, στις 26 Οκτωβρίου 1912 αποδέχθηκε τους όρους του αρχιστράτηγου Κωνσταντίνου και παρέδωσε τη Θεσσαλονίκη.

Ο ίδιος μεταφέρθηκε ως αιχμάλωτος στην Αθήνα και διέμενε στο ξενοδοχείο «Ακταίο» του Νέου Φαλήρου. Από την πατρίδα του θεωρήθηκε προδότης και καταδικάστηκε σε θάνατο από στρατοδικείο. Λόγω της κακής κατάστασης της υγείας του, η ελληνική κυβέρνηση του επέτρεψε να μεταβεί στο εξωτερικό, πρώτα στη Γαλλία και στη συνέχεια στη Λωζάνη της Ελβετίας, όπου πέθανε το 1918, σε ηλικία 73 ετών. Μετά από πολλές περιπέτειες, τα οστά του βρίσκονται θαμμένα στο Μουσείο των Βαλκανικών Πολέμων στη Γέφυρα Θεσσαλονίκης.

Ο Χασάν Ταξίν Πασάς ήταν νυμφευμένος με εξισλαμισμένη ελληνίδα και απέκτησε επτά παιδιά. Ένας από τους γιους του, ο ζωγράφος Κενάν Μεσαρέ (1889-1965), εγκαταστάθηκε στα Γιάννινα και απέκτησε την ελληνική υπηκοότητα, ενώ ένας δεύτερος γιος του, ο Κεμάλ Μεσαρέα, ακολούθησε καριέρα δημοσίου υπαλλήλου στο νεοσύστατο αλβανικό κράτος και υπηρέτησε ως πρεσβευτής της Αλβανίας στην Ελλάδα τη διετία 1933-1934.