Τρίτη 30 Μαΐου 2023

O Σχηματισμός των λέξεων στην Αρχαία Ελληνική γλώσσα

Ι. Τα στοιχεία της λέξης

1. Η πρόταση

§ 1. Στα αρχαία Ελληνικά, όπως και σε όλες τις γλώσσες, η ενότητα του ρυθμικού συμπλέγματος των φθόγγων της ομιλίας, που αποκαλούμε "πρόταση", κατά κανόνα δεν αποτελεί μια αδιάρθρωτη ψυχολογικά παράσταση, αλλά μια συνένωση μεμονωμένων παραστάσεων σε ένα σύνολο, συνένωση που χαρακτηρίζεται από κάθε είδους εξωτερικά μέσα. 

Η μονομελής γλωσσική έκφραση, που μπορεί να θεωρηθεί ως η πιο πρωταρχική, αποτελεί εξαίρεση, που την αντιλαμβανόμαστε ως απόκλιση από τη νόρμα, ή δεν νοείται ούτε καν ως αυτόνομη προτασιακή μορφή: απρόσωπα ρήματα, επιφωνήματα, κλητικές, προστακτικές.

Οδηγητής και νομοθέτης σου ο λόγος

Ο δρόμος της γνώσεως, της επιστήμης, όπως λέγει ο Πλάτων, αναχωρεί από την αμφιβολίαν και τον έλεγχον. Όχι την άγονον αμφιβολίαν και την παιγνιώδη ελεγκτικήν των σοφιστών, που οδηγούν εις την άρνησιν· άλλα την θετικήν, την σοβαράν έρευναν, που οδηγεί προς την επίγνωσιν της αληθείας, διότι προϋποθέτει και δημιουργεί — και όταν ακόμη δεν καταλήγη εις κάτι οριστικόν — την βεβαιότητα της υπάρξεώς της.

Οδηγητής και νομοθέτης σου ο λόγος, ο απόλυτος κανών του πνεύματος, και μόνον η φιλία του λόγου (φιλολογία αυτό σημαίνει εις την γλώσσαν του Πλάτωνος) και η απόλυτος υποταγή εις τα κελεύσματά του σου εξασφαλίζει την ελευθερίαν και την ευδαιμονίαν.

Υποτάξου εις τον λόγον, διδάσκει ο Πλάτων, αν θέλεις να υποτάξης την ζωήν. Δι’ αυτό και τοποθετεί ο Πλάτων ως απαραίτητον προβαθμίδα της αγωγής προς την φρόνησιν τα μαθηματικά, με την αυστηράν, την αμείλικτον πειθαρχίαν του λόγου, εις την όποιαν συνηθίζουν τον άνθρωπον.

Τοιαύτη γνώσις δεν αγοράζεται έτοιμη από κανένα κάπηλον σοφίας, ούτε διδάσκεται εις ολίγον χρονικόν διάστημα. Μόνος του ο καθείς οφείλει, αν την επιθυμή, να την κατακτήση, με αγώνα και προσπάθειαν και τον διαρκή έλεγχον εναντίον της πνευματικής αδρανείας, που λαμβάνει συχνά την μορφήν της ακραδάντου, ανυπόπτου αυτοπεποιθήσεως. Αλλ’ όταν πραγματοποιηθή κά­ποτε η εσωτερική αυτή καλλιέργεια του νου και υποταχθή η ψυχή εις της επιστήμης την διακονίαν, σβήνουν πλέον αι αντιφάσεις, αι αμφιβολίαι, ο σκεπτικισμός.

Είναι άλλωστε ταύτα καρποί της ευθηνής πολυγνωσίας, της ματαίας και μισολόγου ερεύνης του προχείρου κόσμου των αισθήσεων, που ζητεί την ματαιοδοξίαν ή την περιέργειαν του όχλου να ικανοποιήση και απομακρύνει διά τούτο από τον Θεόν. Ενώ η κατά Πλάτωνα γνώσις οδηγεί προς τον Θεόν διότι αναχωρεί από το θεϊκόν πρόσταγμα του γνώθι σαυτόν και ανακαλύπτει το θείον μέσα εις τα στήθη του ανθρώπου και ακούει του Θεού την φωνήν μέσ’ από τα κελεύσματα του λόγου του εν ημίν. Και τοτ’ αισθάνεσαι, ότι πάν­των χρημάτων μέτρον είναι ο θεός, όχι ο άνθρωπος, όπως διεκήρυξεν ο Πρωταγόρας (Νόμοι 716c).

Έτσι η γνώσις δεν είναι απλή περιεργείας ικανοποίησις ή ματαιόσχολος του νου παιδιά· είναι γνώσις εσώψυχος, ζωοποιός, είναι στροφή της ψυχής διαρκής προς το αιώνιον και απόλυτον, που χαρίζει τον λυτρωμόν και την αθανασίαν εις τον άνθρωπον, είναι η φρόνησις, η γα­ληνή, ή μακαρία όψις τε και θέα της ιδέας του αληθούς.

Στη ζωή δεν αρκούν τα όνειρα. Χρειάζεσαι και στόχους να σε κυριεύουν

Ένα ταξίδι χιλίων μιλίων ξεκινά με ένα μόνο βήμα! Για να κάνεις μια καινούργια αρχή στη ζωή σου, πρέπει να βάλεις στόχους και να τους πραγματοποιήσεις. Να ξεκινάς με αισιοδοξία τη κάθε μέρα και να εκμεταλλεύεσαι το χρόνο.

Πολλές φορές όταν συναντήσουμε μια δυσκολία, τα παρατάμε και φεύγουμε. Κι αυτό συμβαίνει γιατί φοβόμαστε τον ίδιο μας τον εαυτό να τον αντιμετωπίσουμε και να δούμε τη κρυμμένη του αλήθεια.

Ένα από τα πιο συχνά λάθη που κάνουμε είναι να ξεχνάμε από που ξεκινήσαμε και προς τα που σκοπεύουμε να φτάσουμε. Ως γνωστόν οι αρχαίοι φιλόσοφοι έλεγαν: «Δεν έχει σημασία το ταξίδι μιας διαδρομής, αλλά ο προορισμός του».

Όλα αυτά ακούγονται κλισέ, όμως έτσι είναι στην πραγματικότητα.

Αν δεν παλέψεις σε μια μάχη με οποιοδήποτε κόστος σου επιφέρει δεν πρόκειται να βγεις κερδισμένος.

Όλοι είμαστε πολεμιστές και πρέπει εις γνώση μας να δίνουμε μάχες καθημερινά, να στοχεύουμε σε κάθε τι άξιο και μεγαλοπρεπές που μας επιφυλάσσει η ζωή.

Εκείνο που δεν καταλαβαίνει κανείς είναι το βήμα του. Πιστεύουμε ότι είναι εύκολο κι ότι μπορούμε να το καταφέρουμε ενώ συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο.

Μπορείς να πολεμήσεις χωρίς εφόδια και όπλα;

Αναρωτήσου εάν είσαι οπλισμένος με αυτά κι ύστερα ακολούθα το μονοπάτι.

Δεν αρκεί να έχεις όνειρα, πρέπει να έχεις και σημάδι στη ζωή. Κι όταν λέω σημάδι, εννοώ έναν απραγματοποίητο στόχο που θα σε κυριεύει μέρα με τη μέρα. Είναι σαν να πηγαίνεις σε έναν άγνωστο προορισμό, να προχωράς χωρίς να ξέρεις τη διαδρομή και το μόνο σου σημάδι να είναι μια πυξίδα. Αν δεν ακολουθήσεις τους δείκτες της, δεν θα φτάσεις ποτέ στη κορυφή του βουνού παρά μόνο θα περιτριγυρίζεις χαμένος μες το δάσος.

Έχει τύχει να σκεφτείτε πόσα σημάδια ή αλλιώς μικρά αγκάθια βρίσκουμε καθημερινά και δεν τους δίνουμε ποτέ σημασία? Αυτά είναι όμως που κάνουν τη διαφορά. Ναι ναι, αυτά που δεν τα ακούμε ή κι αν τα ακούσουμε τα προσπερνάμε και στη πορεία συναντάμε διάφορα εμπόδια που μας απαγορεύουν να πάμε λίγο πιο πέρα.

Η διαίσθηση του καθενός μας είναι και το πιο ισχυρό κι αποτελεσματικό όπλο του. Εάν το χρησιμοποιήσεις σωστά κι εξελικτικά θα σας εκπλήξει το αποτέλεσμα του. Προσπαθήστε σε κάθε «προορισμό» που σκοπεύετε να πάτε να τον οραματιζόσαστε και να ακούτε τη διαίσθηση σας. Μπορεί να είναι από ένα απλό αντικείμενο μέχρι μια σοβαρή είδηση. Επεξεργαστείτε λίγο τί θέλει να σας πει; Για ποιο λόγο σας προειδοποιεί και σας προστατεύει και μετά αποφασίστε αν θα φτάσετε στο προορισμό κι αν αξίζει να περάσετε όλες αυτές τις δοκιμασίες για την πραγματοποίηση του ονείρου σας.

Ένα παιδί που σας αγαπάει θα φωνάξει, θα γελάσει θα παίξει, θα κλάψει μα στο τέλος αυτό που ήθελε να κάνει θα το διεκδικήσει στη ζωή του. Γιατί πολύ απλά έχει ακλόνητη πίστη, χρησιμοποιεί ότι έμαθε και πετυχαίνει. Εμείς δεν πιστεύουμε ότι μπορούμε, απογοητευόμαστε και τελικά αποτυγχάνουμε. Δεν είναι άδικο να φτάνεις στη πηγή και να μην πίνεις νερό;

Γι’ αυτό ξεκίνα τη μάχη, έχοντας μαζί καθετί που θα φανεί χρήσιμο κι απαραίτητο εργαλείο, συντονίσου με τις διαισθήσεις σου και πολέμα για να πετύχεις τα απραγματοποίητα όνειρα σου!

Τι μας μένει τελικά;

Τι μας μένει τελικά όταν όλοι φεύγουν και όλα χαθούν; Όταν γυρνάμε στο χώρο μας και όλοι λείπουν; Στην ησυχία του μυαλού μας, ποια είναι η πρώτη μας σκέψη;

Πόσοι τολμάμε αληθινά να μείνουμε μόνοι; Να καθίσουμε με τα προβλήματά μας, με τα άσχημα σενάρια που πλέκει η φαντασία μας, με τις φοβίες και τις ανησυχίες μας;

Πόσοι έχουμε το θάρρος να πολεμήσουμε τον εαυτό μας και να βγούμε από πάνω; Να πείσουμε εμάς πρωτίστως πως είμαστε περισσότερο από τους φόβους μας, από τις ταμπέλες που οι ίδιοι βάζουμε σε εμάς; Ίσως είναι αλήθεια πως ο χειρότερος μας εχθρός είναι ο εαυτός μας και για αυτό πολύ συχνά δε θέλουμε καν να τον αντιμετωπίσουμε. Προτιμούμε να χανόμαστε σε ασχολίες, σε εφήμερες διασκεδάσεις, σε σχέσεις και δράσεις που μας αφαιρούν έστω για λίγο την προσοχή.

Μα οι έρωτες και οι φιλίες έρχονται και φεύγουν σαν την άμπωτη και πλημμυρίδα των υδάτων. Και εμείς συνηθίζουμε σε αυτό. Στο να μην υπάρχει κάτι μόνιμο, κάτι με το οποίο να εξελισσόμαστε και εμείς μαζί, να αλλάζουμε, να ωριμάζουμε, να ζούμε συνειδητά την κάθε μικρή και μεγάλη στιγμή παρέα.

Καταλήγουμε να πείθουμε τον εαυτό μας πως δε θέλουμε πολλά πολλά. Μην πιεστούμε. Μην γεμίσουμε με πολλή πληροφορία που δεν μπορούμε να επεξεργαστούμε. Μην συνδεθούμε πολύ.

Μη νιώσουμε.

Προτιμάμε να πετάμε κάτι και να το αλλάζουμε από το να το διορθώνουμε και να το εμβαθύνουμε.

Λέμε πως δεν μπορούμε άλλο, πως προσπαθήσαμε πολύ και κουραστήκαμε, ενώ δεν ισχύει. Γιατί απλά δεν θέλουμε να ζοριστούμε. Να βγούμε έξω από αυτό το μοτίβο της εύκολης και εφήμερης ροής.

Ζούμε χωρίς συναίσθημα και καταλήγουμε να μη ζούμε καν.

Γιατί νομίζουμε πως έτσι διαφυλάσσουμε εμάς, την προσωπικότητα και τον εγωισμό μας.

Μα έτσι χάνουμε ουσιαστικά οτιδήποτε αξίζει. Οποιοδήποτε θα μπορούσε να μας ανεβάσει, να μας εξελίξει, να μας κάνει καλύτερους.

Χάνουμε το παιχνίδι πριν καν παίξουμε γιατί τόσο φοβόμαστε τι θα γίνει αν δεν κερδίσουμε.

Φοβόμαστε να δεθούμε και τελικά μένουμε μόνοι να μην αντέχουμε ούτε την ίδια μας την μοναξιά.

Μα αν «η καρδιά πονάει όταν ψηλώνει» (όπως λέει και το γνωστό άσμα), πώς θα σπάσουμε τα ίδια μας τα δεσμά χωρίς να βγούμε από το βόλεμα μας; Χωρίς να αγαπήσουμε, να τα δώσουμε όλα, να πονέσουμε, να σπάσουμε, να παλέψουμε, να τα διορθώσουμε, και να κρατήσουμε ό,τι πραγματικά αξίζει; Ό,τι μας κάνει καλύτερους.

Ό,τι μας απορροφά τη σκέψη το πρωί και μας κρατάει ξάγρυπνους το βράδυ.

Το νιώθεις αυτό που μετράει. Γιατί δε σ’ αφήνει.

Έτσι ξέρεις.

Και αυτό είναι που σου μένει τελικά.

Πώς χτίζεται η αυτοπεποίθηση

Την αυτοπεποίθησή μας αλλά και την αυτοπεποίθηση των παιδιών μας, δεν μπορούμε να την χτίσουμε με τεχνητά μέσα, με το να λέμε στον εαυτό μας “πω πω τι φανταστικός που είσαι” ή να γεμίζουμε τα παιδιά μας με λάθος και μεγεθυμένες εικόνες για τον εαυτό τους. Η αυτοπεποίθηση χτίζεται με φυσικό τρόπο και γίνεται ακλόνητη όταν είμαστε πραγματικά περήφανοι για τον εαυτό μας και τις πράξεις μας.

Ζώντας με υψηλά στάνταρ!

Αυτό προϋποθέτει βέβαια να ζούμε σύμφωνα με τα -υψηλά- μας στάνταρ. Είναι φορές που απογοητεύουμε τον εαυτό μας με το να αποτυγχάνουμε να ζήσουμε με τα υψηλά μας στάνταρ, όταν χάνεται η αυτοπεποίθησή μας. Βέβαια πάντα έχουμε μετά, την ευκαιρία να ξανασηκωθούμε και να προσπαθήσουμε πάλι να λειτουργούμε σε αρμονία με τα στάνταρ μας.

Αλίμονο στον άνθρωπο που δεν έχει υψηλά στάνταρ κι επιδιώξεις – έχει ήδη βουλιάξει στη μετριότητα και την αδράνεια. Όμως τα στάνταρ αυτά θα πρέπει να είναι φυσικά, η φυσική ώθηση της ψυχής μας για τελειοποίηση, για να γίνουμε όσο πιο όμορφοι μπορούμε στις εκδηλώσεις μας ώστε να μοιάσουμε στο Αρχέτυπο βάσει του οποίου έχουμε δημιουργηθεί. Τα στάνταρ μας δεν πρέπει να είναι τεχνητά, προϊόν κοινωνικών υποβολών, όπως “πρέπει να βγάλεις πολλά λεφτά, να έχεις ανέσεις” κλπ. Βεβαίως και πρέπει να προσπαθούμε για την επιτυχία, όμως όχι για λόγους ματαιοδοξίας αλλά για να εκδηλώσουμε πλήρως το δυναμικό και τα χαρίσματά μας στη ζωή.

Μπορείς να αναρωτηθείς: “Τι θα με κάνει πραγματικά περήφανο για τον εαυτό μου;” Να έχεις υγεία, ισορροπία, ομορφιά, καλλιέργεια, να αγαπάς τους ανθρώπους και να προσφέρεις κοινωνικά, αυτά είναι μερικά στοιχεία που θα χτίσουν την αυτοπεποίθησή σου.

Τι μειώνει την αυτοπεποίθηση;

Η αυτοπεποίθησή μας μειώνεται με την κακόβουλη κριτική. Κι αυτό γιατί ταυτιζόμαστε με τα στοιχεία για τα οποία κριτικάρουμε τον άνθρωπο και τα “εντυπώνουμε” στον εαυτό μας. Η κακοβουλία γενικά, μας κάνει να απεχθανόμαστε τον εαυτό μας τελικά. Η βαθιά καλοσύνη και αγάπη για όλα τα πλάσματα, θα χτίζει μια ακλόνητη αυτοπεποίθηση.

Η αυτοπεποίθησή μας μειώνεται όταν εκμεταλλευόμαστε τους άλλους, οικονομικά, σεξουαλικά, συναισθηματικά, πρακτικά κλπ. Η αυτοπεποίθησή μας όμως αυξάνει, αν υπηρετούμε τους άλλους και προσφέρουμε στην κοινωνία.

Και αν παραπονιέσαι ότι οι γονείς σου δεν σε επιβεβαίωσαν και δεν βοήθησαν στο να έχεις αυτοπεποίθηση, τότε αυτό είναι ένδειξη ότι πρέπει να δώσεις εσύ στους άλλους αυτό που δεν σου δόθηκε, κι έτσι θα το πραγματώσεις και μέσα σου. Μην ξεχνάμε ότι έλκουμε τους γονείς μας και τις συμπεριφορές τους προς εμάς – έχουμε τους γονείς που ήμασταν. Όμως αυτό μπορεί και πρέπει να αλλάξει αν είχαμε αρνητικές εμπειρίες.

Επαφή με την Ψυχή

Η αυτοπεποίθηση λοιπόν χτίζεται με ρεαλιστικά μέσα και όχι με το να τρέφει κανείς ψευδαισθήσεις και να έχει μια εσφαλμένη εικόνα του εαυτού του ή με το να αυτοπροβάλλεται με ματαιοδοξία. Γνωρίζω ότι έχω αυτά τα χαρίσματα, θα τα καλλιεργήσω για να προσφέρω κάτι καλό στην κοινωνία, κι έτσι η αυτοπεποίθησή μου χτίζεται φυσικά και ρεαλιστικά, χωρίς αυταπάτες.

Ο βασικότερος παράγοντας όλων βέβαια για να χτιστεί μια ακλόνητη αυτοπεποίθηση, είναι η τακτική επαφή μας με την Ψυχή. Γιατί είναι η Ψυχή που θα μας φορτίζει με ενέργεια και θα μας φέρει σε επαφή με έναν λαμπερό, ζεστό και δοτικό ήλιο. Και, υπάρχει ήλιος με ανασφάλειες;

Μαθήματα επιβίωσης για μικρές και μεγάλες απώλειες

Κάθε απώλεια ότι διάσταση κι αν έχει, σίγουρα δεν είναι κάτι ευχάριστο, αρχικά. Τελικά όμως; Πάμε να δούμε μερικές απόψεις γύρω από το θέμα της απώλειας.

Αντιδράσεις που συνήθως υπάρχουν στην περίοδο της απώλειας. Θυμός, ενοχή, άγχος, φόβος.
Δυσκολία στον ύπνο αλλαγές στην όρεξη, σωματικές ενοχλήσεις ή αρρώστιες.

Επιθυμία η απροθυμία να συναντήσει το άτομο φίλους ή συγγενείς, ή να γυρίσει στη δουλειά του.
Μοναξιά, κλάμα αναδρομή στο παρελθόν.

– Θα μου ήταν αδύνατον να ζήσω χωρίς εμένα.

Πολλές φορές ξεχνάμε εμάς τους ίδιους και την πραγματική υπόσταση του «είμαι», από το πάθος μας προς κάποιον άλλον. Όταν όμως έρχεται η στιγμή του αποχωρισμού ερχόμαστε αντιμέτωποι με εμάς τους ίδιους και αυτό σημαίνει ότι ποτέ δεν πρέπει να αφήνω τον εαυτό μου, καθώς αυτός με συντροφεύει κάθε δευτερόλεπτο της ζωής μου!

– Το πένθος πονάει. Αντισταθμίζει αλλά δεν αποτρέπει. Γλυκαίνει αλλά δεν διαγράφει. Ενθαρρύνει να συνεχίσεις.

– Δεν ζούμε στην πραγματικότητα όπως είναι αλλά στην εικόνα που έχουμε εμείς γι' αυτήν.

Είναι η ιδέα που έχουμε εμείς οι ίδιοι για την πραγματικότητα που βέβαια πολλές φορές την πραγματικότητα την διαστρεβλώνουν οι προκαταλήψεις μας. Όπως και να 'χει αυτός είναι ο δικός μας τρόπος και με βάση αυτόν πορευόμαστε.

– Είμαστε εντελώς ανίκανοι να προσφέρουμε στα αγαπημένα μας πρόσωπα την προστασία που θα θέλαμε ενάντια σε κάθε κίνδυνο, σε κάθε πόνο, ενάντια στις ματαιώσεις, τον χαμένο χρόνο, τα γηρατειά και τον θάνατο.

– Ξεκινάει από το σημείο μηδέν/Αρχή ή Απόσυρση, συνεχίζει με την αντίληψη, το συναίσθημα, έπειτα την ενεργοποίηση ενέργειας ,την δράση, την επαφή, τον αποχαιρετισμό και το τέλος, φτάνει πάλι πίσω στην αρχή.

Πρέπει να κρατάω επαφή με αυτή την διαδικασία. Εξαντλείται ο κύκλος και σιγά σιγά φτάνω στο σημείο του αποχαιρετισμού και της απόσυρσης. Μένω λίγο με τον εαυτό μου για να πάω πάλι από την αρχή.

– Είναι φοβερό να παραδεχτούμε πως σε κάθε απώλεια υπάρχει ένα όφελος. Ότι ο πόνος για την απώλεια θα τελειώσει αναγκαστικά με κάποιο κέρδος. Και βέβαια δεν υπάρχει απώλεια χωρίς ένα όφελος. Δεν υπάρχει απώλεια που δεν οδηγεί αναγκαστικά στην προσωπική ανάπτυξη.

– Ωριμότητα είναι να μαθαίνεις να ξεπερνάς. Και ξανά από την αρχή.

– Η ζωή αξίζει τον κόπο.

Να προσπαθείς να συνεχίζεις και να αποδέχεσαι

– Το πένθος είναι η επώδυνη φυσιολογική διαδικασία της επεξεργασίας μιας απώλειας, που αποσκοπεί στην προσαρμογή και την εναρμόνιση της εσωτερικής με την εξωτερική μας κατάστασης απέναντι σε μια νέα πραγματικότητα.

Επεξεργάζομαι το πένθος, επομένως έρχομαι σε επαφή με το κενό που άφησε η απώλεια εκείνου που δεν υπάρχει πια, αξιολογώ τη σημασία του και ξεπερνώ τον πόνο και την απογοήτευση που συνεπάγεται η απουσία του.

Να θυμάσαι για τον εαυτό σου πως:

Είστε ευπρόσδεκτοι και οι τρείς.

ΕΣΥ, ΤΟ ΓΕΛΙΟ ΣΟΥ ΚΑΙ ΤΑ ΔΑΚΡΥΑ ΣΟΥ!

Οι Σπαρτιάτες γνώριζαν τη σημασία που έχει η εμφάνιση

Το Ήθος σχετίζεται με την ηθική και εκφράζει ποιότητα. Ο Αριστοτέλης μεταχειρίζεται το Ήθος όχι μόνο με την έννοια του να είσαι ηθικός αλλά ταυτόχρονα και με την έννοια της καλής φήμης, αυτό που λέμε «να έχεις καλό όνομα». Ο Αριστοτέλης συνδέει με το Ήθος την Αρετή. Τη διακρίνει σε δικαιοσύνη, γενναιότητα, εγκράτεια, μεγαλοπρέπεια, μεγαλοψυχία, ελευθεριότητα, πραότητα, φρόνηση και σοφίας. Διδάσκει ότι το Ήθος και η Αρετή δεν προέρχονται από τη φύση μας. Προέρχονται από τις συνήθειές μας. Αν σκεφτούμε λογικά και ελέγξουμε τις συνήθειές μας θα γίνουμε ο άνθρωπος που ονειρευόμαστε να είμαστε. Γιατί το Ήθος είναι στάση ζωής, είναι η καθημερινότητά μας, είναι αυτό που πρεσβεύουμε και που έχουμε επιδείξει σε όλη την πορεία μας. Η πορεία μας αυτή επηρεάζει τη φήμη μας και η φήμη είναι που μας κάνει αξιόπιστους. Όσο πιο αξιόπιστοι είμαστε, τόσο περισσότερο οι γύρω μας θα ενδιαφέρονται για τις θέσεις μας και θα συμφωνούν με αυτές. Για να μας εμπιστευτούν, επομένως, πρέπει να έχουμε Ήθος, πρέπει να έχουμε ποιότητα και συγχρόνως να γίνει αυτό γνωστό και στους άλλους. Πώς μπορούμε να έχουμε Ήθος; Αρχικά βάζοντας όλες τις παραπάνω αξίες στη ζωή μας. 

Η ηθική μπορεί να αλλάζει με τα χρόνια και με τους αιώνες, μπορεί να αλλάζει από τόπο σε τόπο και από χώρα σε χώρα αλλά αυτό που δεν αλλάζει, απαραίτητο στοιχείο του Ήθους, είναι ο σεβασμός για τους άλλους. Αν δεν σέβεσαι τον συνεργάτη σου, τα μέλη της οικογένειάς σου, τον οποιονδήποτε με τον οποίο αλληλοεπιδράς, αν προσπαθείς να τον εξαπατήσεις, η φήμη σου θα σε ακολουθήσει αργά ή γρήγορα και οι γύρω σου θα πάψουν να σε εμπιστεύονται.

Το Ήθος μας πρέπει να το καλλιεργούμε συνεχώς δουλεύοντας με τον εαυτό μας, αλλά ταυτόχρονα πρέπει να το προβάλλουμε και στους άλλους. Ίσως έχετε ακούσει την «η γυναίκα του Καίσαρα δεν αρκεί να είναι τίμια, πρέπει να φαίνεται και τίμια». Η φήμη μας μας ακολουθεί, και εμείς πρέπει να μεριμνούμε γι’ αυτήν. Όσο δουλεύουμε με την ηθική μας, με το να είμαστε ενάρετοι, μπορούμε ταυτόχρονα να ενισχύσουμε το Ήθος μας, την αξιοπιστία μας, με κάποιες μικρές και γρήγορες παρεμβάσεις.

Οι Σπαρτιάτες γνώριζαν τη σημασία που έπαιζε η εμφάνιση. Στη μάχη φορούσαν κόκκινους μανδύες. Με αυτό τον τρόπο, αν λαβώνονταν, δεν θα μπορούσε ο εχθρός να διακρίνει τα αίματα και να τους θεωρήσει τρωτούς. Αντίστοιχα ούτε και οι συμπολεμιστές τους θα αποθαρρύνονταν βλέποντας κάποιον δικό τους να αιμορραγεί

Η εκδίκηση είναι ο βράχος πάνω στον οποίο θα τσακίσουμε την ψυχή μας

Σίγουρα, οι περισσότεροι από εμάς έχουμε βρεθεί στη θέση όπου επιθυμούμε να πάρουμε εκδίκηση από κάποιον που μας έβλαψε. Η εκδίκηση είναι μια μορφή αντίδρασης του εαυτού μας στην αδικία. Το άτομο που την επιζητεί είναι συνήθως πληγωμένο συναισθηματικά, προδομένο και ευάλωτο. Ο στόχος του είναι να κάνει αυτόν που τον πλήγωσε να αισθανθεί το ίδιο άσχημα. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι κατά μια έννοια μέσω της εκδίκησης πραγματώνεται η αισχρή και απάνθρωπη βιβλική φράση: «οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος». Το αίσθημα της τιμωρίας αποτελεί το κίνητρο σε αυτόν που θέλει να εκδικηθεί, ώστε να απονείμει δικαιοσύνη.

Αν κανείς αναζητήσει τους βαθύτερους λόγους που κάποιος καταφεύγει στην εκδίκηση θα συναντήσει ενοχές για το κακό που προηγήθηκε. Όσο ο κύκλος της βίας αυξάνεται τόσο πληθαίνουν οι ενοχές και η μανία για εκδίκηση γίνεται όλο και πιο έντονη, σε σημείο που το άτομο δεν μπορεί να δει τίποτε άλλο. Το υποτιθέμενο σενάριο στο μυαλό του πληγωμένου ατόμου φαίνεται να λειτουργεί ως ένα είδος λύτρωσης. Στην πραγματικότητα, δε φαίνεται πως λειτουργεί όπως αναμενόταν. Μονάχα παροδική είναι η ικανοποίηση που νιώθει το άτομο καθώς μετά από λίγο επανέρχονται οι αρνητικές σκέψεις. Εκείνος που θέλει να εκδικηθεί τρέφει τα αρνητικά του συναισθήματα και αναλώνεται στην κατάστρωση ενός σχεδίου. Σπαταλώντας, χρόνο και ψυχικά αποθέματα επικεντρώνεται σε έναν ατέρμονα κύκλο εκδικητικής διάθεσης. Ως εκ τούτου, δεν εισπράττει το επιθυμητό αποτέλεσμα.

Για πολλούς η εκδίκηση δεν είναι η λύση στο πρόβλημα, αλλά η συγχώρεση. Ωστόσο, ο Nietzsche υποστηρίζει ότι πρέπει να λυτρωθεί ο άνθρωπος από την εκδίκηση. Αυτό είναι η “γέφυρα για την υψηλότερη ελπίδα κι ένα ουράνιο τόξο μετά από μακροχρόνιες κακοκαιρίες”.

Η περιφρόνηση της εκδίκησης εξασφαλίζει ψυχική και σωματική υγεία. Αυτό δε συνεπάγεται τη λήθη αλλά ικανότητα να προσπεράσουμε τη δύσκολη κατάσταση αντλώντας εσωτερική δύναμη. Μπορεί η εκδίκηση να είναι προσωπική υπόθεση όμως ας λάβουμε υπόψιν ότι εύκολα μπορεί να γίνει ο βράχος πάνω στον οποίο θα τσακίσουμε την ψυχή μας.

Για αυτό, οφείλουμε να επανεξετάσουμε το ζήτημα από άλλη οπτική γωνία ώστε να καταφέρουμε να συγχωρούμε τον άλλον. Κατανοώντας τα κίνητρα και τους λόγους που τον οδήγησαν να μας βλάψει, είτε δικαιολογώντας τον είτε όχι, αποδεχόμαστε τα νέα δεδομένα στη ζωή μας. Μόνο τότε θα έχουμε τη δυνατότητα να προχωρήσουμε με σθένος στη ζωή και να αντιμετωπίσουμε όλα όσα μας επιφυλάσσει.

Αυτός που διαπράττει μια αδικία είναι πάντα πιο δυστυχισμένος από εκείνον που την υφίσταται

Η συνείδηση είναι το κομμάτι του εαυτού μας που, όπως το πνεύμα και η ψυχή, δεν έχει κάποιο συγκεκριμένο φυσικό σχήμα αλλά επηρεάζει τρομερά τον τρόπο που κινούμαστε στη ζωή.

Αυτό το συναίσθημα που πραγματεύεται ο Πλάτωνας αντιστοιχεί σε εκείνη τη φωνή που, όπως ο γρύλος στον Πινόκιο, μας λέει τι κάναμε καλά και τι κάναμε άσχημα και που μας τιμωρεί με την ενοχή και την ανησυχία, ώσπου να δώσουμε λύση σ’ αυτή την ανισορροπία που οι ίδιοι συμβάλαμε στο να δημιουργηθεί.

Το να έχουμε τη συνείδησή μας ήσυχη παρουσιάζει, επιπλέον, και τα εξής οφέλη για την υγεία του σώματος και του νου:

Μας βοηθάει να κοιμόμαστε καλύτερα.
Ενισχύει την αυτοεκτίμησή μας.
Συμβάλλει στο να έχουμε καλύτερη σχέση με τους άλλους.
Μας ωθεί στο να επιβραβεύουμε τον εαυτό μας, αντί να τον τιμωρούμε με το να αισθανόμαστε άσχημα.
Δημιουργεί καλές μνήμες και αναμνήσεις.
Επιτρέπει να είμαστε διαυγείς.
Μας προστατεύει από ενοχές ή ξένες υποθέσεις.
Βελτιώνει τη φυσική μας υγεία, περιορίζοντας το άγχος που ενέχει η ενοχή.
Έτσι, λοιπόν, ολοφάνερα το καλύτερο είναι να έχουμε τη συνείδησή μας ήσυχη και ικανοποιημένη.

Και πώς θα το καταφέρουμε;

Βασικά, ενεργώντας σύμφωνα με τις αξίες μας και με εντιμότητα.
Δηλαδή, τη στιγμή που παίρνουμε μια απόφαση, πρέπει να αναρωτηθούμε τι είναι αυτό που οι αρχές μας μάς ωθούν να κάνουμε και να πράξουμε ανάλογα.

Πάντα έρχεται η στιγμή που κάποιος πρέπει να υιοθετήσει μια θέση που δεν είναι ούτε ασφαλής ούτε πολιτική ούτε λαϊκή, αλλά που πρέπει να την υιοθετήσει γιατί η συνείδησή του του λέει πως είναι η σωστή.

Από τον Οκταβιανό στον Μάρκο Αυρήλιο

Όταν μετά τη ναυμαχία στο Άκτιο (31 π.Χ.) ο Οκταβιανός έκλεινε τις πύλες του ναού του Ιανού, συμβόλιζε την επικράτηση της ειρήνης, αυτής που ονομάστηκε pax Romana, στη μεγάλη και πλουραλιστική, φυλετικά και γλωσσικά, επικράτειά του. Μόνος και απόλυτος κύριος της κατάστασης, ο ιδρυτής της Iουλιοκλαυδίας δυναστείας, θα γίνει ο Αύγουστος, ο πρώτος Ρωμαίος αυτοκράτορας, ο οποίος, στηριζόμενος στη δύναμη των λεγεώνων του και στη λατρεία που του αποδόθηκε, θα θεωρηθεί ενσάρκωση όλων των παραδοσιακών ρωμαϊκών αρετών και θα κυριαρχήσει για σαράντα πέντε σχεδόν χρόνια.

Μετά την περίοδο των εσωτερικών και εξωτερικών ταραχών της βασιλείας του Καλιγούλα, η Αυτοκρατορία, υπό τον Κλαύδιο, επεκτείνει τα όριά της και αποσαφηνίζει τον ρωμαϊκό χαρακτήρα της. Ωστόσο, αν ο τελευταίος αυτός αυτοκράτορας μετά θάνατον θεοποιήθηκε, ο διάδοχός του Νέρων γνώρισε την damnatio memoriae, την επίσημη καταδίκη της μνήμης του και τη διαγραφή του ονόματός του από τα κρατικά αρχεία.

Κατά το λεγόμενο «έτος των τεσσάρων αυτοκρατόρων», το ταραχώδες 69 μ.Χ., οπότε την εξέγερση εναντίον του Νέρωνα ακολούθησαν τα μικρά διαστή ματα της αρχής του Γάλβα, του Όθωνα και του Αύλου Βιτέλλιου, η εξουσία περιέρχεται στον εκλεκτό των στρατευμάτων της Ανατολής, τον Βεσπασιανό, διοικη τη της Ιουδαίας, ιδρυτή της δυναστείας των Φλαβίων. Διάδοχός του στον θρόνο και στη σταθερή πολιτική της ανασυγκρότησης ήταν ο γιος του Τίτος, αυτός που πριν από λίγα χρόνια είχε καταστρέψει την Ιερουσαλήμ. Οι δύο πρώτοι Φλάβιοι θεοποιήθηκαν, αλλά ο τρίτος και τελευταίος, ο μικρότερος γιος του Βεσπασιανού Δομιτιανός, δολοφονήθηκε και μεταθανατίως καταδικάστηκε. Με τους Φλαβίους, τους πρώτους αυτοκράτορες που δεν προέρχονταν από τη ρωμαϊκή αριστοκρατία, οι κοινωνικές και οργανωτικές δομές του κράτους αλλάζουν: νέα άρχουσα τάξη που αντικαθιστά την προηγούμενη, η πιο «λαϊκή» και με πίστη σε «ηθικές» αξίες, επιβάλλει κλίμα μετριοπάθειας. Οι στρατιωτικές μεταρρυθμίσεις οχυρώνουν την Αυτοκρατορία από τον Ρήνο έως τα ανατολικά του Ευφράτη και αποθαρρύνουν τους εξωτερικούς εχθρούς.

Εν συνεχεία την εξουσία πήρε ο Νέρβας, ο οποίος την κληροδότησε στον Τραϊανό, τον πρώτο άνθρωπο που έφτασε στον θρόνο της Ρώμης προερχόμενος από τις επαρχίες. Με αυτόν εγκαινιάζεται η σχεδόν εκατονταετής περίοδος των Αντωνίνων, αυτοκρατόρων που, σε γενικές γραμμές, υπήρξαν μετριοπαθείς, φιλοπρόοδοι και αγαπητοί στον λαό, αν και όχι εντελώς απαλλαγμένοι από πνεύμα αυταρχισμού. Από τον Τραϊανό έως τον Μάρκο Αυρήλιο την κληρονομική διαδοχή στον θρόνο υποκατέστησε η διαδοχή εξ υιοθεσίας, επειδή οι αυτοκράτορες δεν είχαν άμεσους κληρονόμους. Έτσι ο Τραϊανός υιοθέτησε τον Αδριανό, ο οποίος απέφυγε τους πολέμους και επιδίωξε την αναδιάρθρωση της Αυτοκρατορίας με διοικητικές και νομοθετικές μεταρρυθμίσεις. Ο Αδριανός, κι αυτός χωρίς για να τον διαδεχτεί, επέλεξε, λίγο προτού πεθάνει, ως νέο αυτοκράτορα τον, γόνο οικογένειας καταγόμενης από τη Νότια Γαλατία, συγκλητικό Αυρήλιο Αντωνίνο, με τον όρο ο τελευταίος, που επίσης δεν είχε αρσενικά παιδιά, να υιοθετήσει έναν δεκαεφτάχρονο έφηβο κι ένα εφτάχρονο παιδί: τον ανεψιό της γυναίκας του Αντωνίνου και τον γιο του υιοθετημένου από τον Αδριανό Λεύκιου Κόμμοδου (Αίλιου Καίσαρα) αντίστοιχα -τον Μάρκο Αυρήλιο και τον Λούκιο Βέρο.

Η βασιλεία του Αντωνίνου Πίου, όπως επονομάστηκε (pius ευσεβής), ήταν περίοδος ειρήνης και ευημερίας. Κοντά του μαθήτευσε προετοιμαζόμενος για τα μελλοντικά του καθήκοντα ο Μάρκος Αυρήλιος. Αυτός ανήλθε στον θρόνο το 161 μ.Χ., σε ηλικία σαράντα ετών. Στα πρώτα χρόνια της αρχής του είχε συναυτοκράτορα τον Λούκιο Βέρο και στα τελευταία τον Κόμμοδο, ο οποίος και τον διαδέχτηκε το 180. Με αυτόν οι Αντωνίνοι συναγωνίστηκαν σε άδοξο επίλογο τους προ κατόχους τους Φλαβίους και, ακόμα περισσότερο, τους Ιουλιοκλαυδίους. Ευνοιοκρατία, διαφθορά, συνωμοσίες, δολοφονίες, σπατάλες συνέθεσαν το σκηνικό της βασιλείας του Κόμμοδου, που, δολοφονούμενος ο ίδιος το 192, οριοθετούσε την πρότερη περίοδο της Αυτοκρατορίας, διακόσια είκοσι χρόνια περίπου αφότου ο Αύγουστος εγκαθίδρυσε τον Principatus. Οι δύο πρώτοι αιώνες της Αυτοκρατορίας κρίνονται ως η εποχή της μεγαλύτερης ίσως ακμής στην πολιτική ιστορία της Ρώμης. Περίοδος γενικά εσωτερικής και εξωτερικής ειρήνης, έφερε το ρωμαϊκό Imperium στην πιο μεγάλη εδαφική εξάπλωση (με περισσότερες από χίλιες πόλεις και πληθυσμό που, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, πλησίαζε ίσως και τα ογδόντα εκατομμύρια), προσδίδοντάς του επίσης ικανό βαθμό ενότητας με την αφομοίωση από την κοινωνία της Ρώμης μεγάλων μαζών και την επέκταση των πολιτικών θεσμών και του οικονομικού συστήματος σε όλη σχεδόν την επικράτεια. Παράλληλα ωστόσο ήταν εποχή όπου οι κοινωνικές αντιθέσεις και ανισότητες παρέμειναν ισχυρές -αν δεν ενισχύθηκαν κι άλλο-, με συγκέντρωση της γαιοκτησίας και με τεράστια χάσματα (οικονομικά , κοινωνικά και πολιτικά) ανάμεσα στα ανώτερα και στα κατώτερα στρώματα (τους honestiores και τους humiliores).

Η εποχή αυτή, όσο αφορά τα περισσότερα θετικά γνωρίσματά της τουλάχιστον, φαίνεται πως έκλεισε με τον Μάρκο Αυρήλιο -ο θάνατός του σήμανε το τέλος μιας χρυσής εποχής, υποστήριξε ο Δίων Κάσσιος. Αλλά ακόμα κι αν δεν ήταν ακριβώς έτσι, γεγονός είναι πως οι πόλεμοι με τα βαρβαρικά φύλα, οι πολιτικές κρίσεις μετά το 180 και η εμφύλια βία που συνόδευε την άνοδο (και την κάθοδο) των αυτοκρατόρων στον θρόνο απο σταθεροποίησαν την κατάσταση, φέρνοντας στο προσκήνιο μια κρίση, που σοβούσε ίσως και επί των προ κατόχων του Μάρκου Αυρηλίου αλλά που είχε σταθεί μέχρι τότε δυνατό να μην έρθει στην επιφάνεια παρά την ανάκαμψη προς τα τέλη του 3ου αιώνα, φαίνεται πως τα πράγματα δεν αποκαταστάθηκαν ποτέ ξανά στα μέτρα του παρελθόντος.

ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ, ΤΑ ΕΙΣ ΕΑΥΤΟΝ

Μη φοβάσαι... Θα σε βοηθήσω εγώ

Μια φορά κι έναν καιρό… Σε ένα δάσος, κρυμμένο καλά, τόσο που για να μάθεις για την ύπαρξή του έπρεπε να περπατήσεις χιλιόμετρα έξω απ’ την πόλη, ζούσε ο Μάρκος, ο σκαντζόχοιρος. Ο Μάρκος ήταν 4 χρόνων γέρος. Γέρος, βέβαια. Αφού οι σκαντζόχοιροι ζουν μέχρι 5 χρόνια. Όποιον και να ρωτούσες στο δάσος όμως, έλεγε πως ήταν εφτάψυχος, σαν γάτα. Έλεγαν πως έβγαινε κάθε τρεις και λίγο στον δρόμο, αδιαφορούσε για τα αυτοκίνητα και τους κακούς ανθρώπους και με κίνδυνο να χάσει τη ζωή του διέσχιζε την άσφαλτο και περνούσε στο απέναντι δάσος. Κανένας άλλος σκαντζόχοιρος δεν είχε τολμήσει να εξερευνήσει εκείνο το δάσος, αφού πλέον όλοι γνώριζαν πως όσοι είχαν φτάσει εκεί δεν γύρισαν ποτέ ξανά. Οι αλεπούδες που κυριαρχούσαν στο γειτονικό δάσος φρόντιζαν να εξαφανίζουν κάθε μικρό σκαντζόχοιρο που πλησίαζε τις φωλιές τους. Καμία όμως δεν πείραζε τον Μάρκο κι όλοι παραξενεύονταν όταν γυρνούσε. Όμως, ούτε εκείνος ήξερε. Είχε γεράσει τόσο που δεν τον ένοιαζε να πεθάνει. Ρίσκαρε. Ζούσε τη στιγμή. Κι όλοι τον ζήλευαν για αυτό, μα κανένας δεν έκανε το ίδιο.

Ένα πρωινό, ο Μάρκος αποφάσισε να διασχίσει για ακόμα μια φορά τον δρόμο, να περάσει στο απέναντι δάσος και να κάνει ήρεμα το μπάνιο του στο ποτάμι. Λάτρευε από μικρός να βουτάει τα αγκάθια του στο ποτάμι του απέναντι δάσους, καθόταν αμέτρητες ώρες παίζοντας εκεί με τα αδέρφια του.

Τα μικρά του ποδαράκια τον εμπόδιζαν να φτάσει γρήγορα στον προορισμό του, κι έτσι ξεκινούσε πάντα νωρίς το πρωί για να μη χάνει χρόνο. Σκεφτόταν πως εκείνη την ώρα δεν θα περνούν πολλά αυτοκίνητα κι έτσι η διαδρομή του θα ήταν ασφαλέστερη.

Έτσι έκανε κι εκείνο το πρωινό, λοιπόν, ξεκίνησε από νωρίς να διασχίζει την άσφαλτο. Δεν άκουγε καλά πια, μα δεν μπόρεσε να μην ακούσει εκείνες τις δυνατές σειρήνες που έρχονταν κατά πάνω του λίγο πριν φτάσει στο απέναντι δάσος. Γύρισε το βλέμμα του κι αντίκρισε ένα μεγάλο, λευκό όχημα να τρέχει προς το μέρος του. Μη μπορώντας να σωθεί, τυλίχτηκε γύρω απ’ τα αγκάθια του και κατάλαβε πως η ζωή του τελείωσε. Οι ρόδες του λευκού οχήματος άγγιξαν την πλάτη του κι εκείνος ούρλιαξε απ’ τον πόνο. Το λευκό όχημα συνέχισε να τρέχει κι ο Μάρκος είχε μείνει στην άσφαλτο, πονώντας, φωνάζοντας αλλά γνωρίζοντας πως είναι ακόμα ζωντανός.

– “Θα παλέψω!” είπε και συνέχισε να φωνάζει για βοήθεια.

Μετά από λίγο, φάνηκαν πίσω απ’ τα ψηλά χορτάρια ο Σήφης, ο καφέ αρκούδος, η Μελίνα, η αρχηγός των αγριογούρουνων και όλοι οι υπόλοιποι σκαντζόχοιροι που άκουσαν το κάλεσμα του Μάρκου. Τον κοίταξαν και όταν κατάλαβαν τι του έχει συμβεί άρχισαν να σκέφτονται λύσεις.

– “Τον καημένο, τα έλεγα πως θα το πάθει μια μέρα.” είπε η Μελίνα

– “Αυτό έχεις να πεις; Ο φίλος μας πονάει, πρέπει να τον βοηθήσουμε.” της απάντησε ο Σήφης θέλοντας να βοηθήσει τον φίλο του

– “Καλά λέει!” πετάχτηκαν με μια φωνή οι υπόλοιποι σκαντζόχοιροι και ο ένας συνέχισε λέγοντας:

– “Ας πρόσεχε. Όλοι του λέγαμε πως τα αυτοκίνητα δεν αστειεύονται. Ήταν γέρος, δεν έπρεπε να βγαίνει έτσι μόνος του στον δρόμο.”

– “Ακριβώς! Δεν άκουγε κανέναν και γέλαγε μαζί μας που δεν μπορούσαμε από φόβο να περάσουμε απέναντι. Ορίστε τι έπαθε τώρα.” είπε η Μελίνα και γύρισε στο δάσος.

Την ακολούθησαν οι σκαντζόχοιροι και πίσω τους ο Σήφης έλεγε: “Καλά, δίκιο έχετε. Καλά να πάθει ο γέρος, ποτέ δεν έβαλε μυαλό.”

Ο Μάρκος τους άκουγε κι είχε βουρκώσει. Δεν τον ένοιαζε να πεθάνει, όμως ήταν σίγουρος πως οι φίλοι του θα τον βοηθούσαν. Τότε, άκουσε μια φωνή να ψιθυρίζει το όνομά του.

– “Μάρκο! Θα σε βοηθήσω εγώ.”

Γύρισε από την άλλη και είδε μια όμορφη, κοκκινοκαφετιά αλεπού, με περήφανη, φουντωτή ουρά να τον αρπάζει και να τρέχει προς την φωλιά της. Τον ακούμπησε με προσοχή στο μαλακό χορτάρι και αμέσως γύρω του μαζεύτηκαν κι άλλες αλεπούδες.

– “Καλώς ήρθες, Μάρκο. Είμαι η Έλλη, η βασίλισσα αλεπού. Θα κάνουμε τα πάντα για να σωθείς.” του είπε

Εκείνος παραξενεμένος τη ρώτησε:

– “Μα γιατί; Θα ήμουν ο ιδανικός μεζές για σας, γιατί να με σώσετε;”

– “Δεν αναρωτήθηκες ποτέ γιατί δεν σε έχουμε κάνει μεζέ τόσο καιρό που έρχεσαι εδώ;” ρώτησε εκείνη

– “Μα ναι, γιατί;” την ρώτησε γεμάτος περιέργεια ο Μάρκος

– “Γιατί είδαμε σε εσένα το καλό. Και το καλό πάντοτε κερδίζει.” απάντησε η Έλλη

– “Δηλαδή; Τι καλό είχα εγώ που δεν είχαν οι άλλοι του δάσους μου;” ξαναρώτησε

– “Αγάπη. Είδαμε σε εσένα την αγάπη. Κανένας από τους φίλους σου δεν ήρθε να σε βοηθήσει όταν υπέφερες. Όλοι όμως ζητούσαν τόσα χρόνια τη δική σου βοήθεια κι εσύ την έδινες. Το ξέραμε. Για αυτό σε ανταμείβαμε εμείς, γνωρίζοντας πως εκείνοι δεν θα το έκαναν ποτέ.” είπε χαμογελώντας

Ο Μάρκος σάστισε, την ευχαρίστησε και συνειδητοποίησε πως όλοι οι φίλοι του τον πρόδωσαν. Έμεινε εκεί κάμποσες μέρες, έγινε καλά, αν και έχασε τα αγκάθια του και ήταν έτοιμος να γυρίσει στο δάσος του.

Όταν έφτασε όλοι τον υποδέχτηκαν χαρούμενοι. Τους μάζεψε όλους κάτω από το ψηλό δέντρο και τους είπε:

– “Ξέρω γιατί φοβάστε να περάσετε στο απέναντι δάσος. Γιατί φοβάστε την αγάπη και απέναντι ξέρουν μόνο να αγαπάνε. Με βοήθησε η Έλλη, η βασίλισσα αλεπού όταν εσείς μου γυρίσατε την πλάτη. Τα αγκάθια μου δεν χάθηκαν, ξέρω που βρίσκονται. Στις καρδιές σας.” τους είπε και πήρε τον δρόμο για το δάσος των αλεπούδων, όπου θα γινόταν μόνιμος κάτοικος.

Τα υπόλοιπα ζώα κατάλαβαν το λάθος τους, μετάνιωσαν για αυτό, ξεκίνησαν να αγαπούν και να βοηθούν το ένα το άλλο και είδαν πως η ζωή τους έγινε ομορφότερη. Πήραν το μάθημά τους κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

Ο Αριστοτέλης, το εκούσιο μιας πράξης και το αίσθημα της ντροπής

Από τη στιγμή που έχει καταστεί σαφές ότι η αρετή σχετίζεται με τα συναισθήματα (πάθη) και τις πράξεις κάθε ανθρώπου (αν δηλαδή διέπονται από την αρχή της μεσότητας σύμφωνα με τους κανόνες της λογικής), αυτό που μένει είναι ο καθορισμός της εκούσιας ή ακούσιας πράξης προκειμένου να αξιολογηθεί σωστά ως συμπεριφορά που αξίζει τον έπαινο ή την τιμωρία.

Ο Αριστοτέλης ξεκινώντας το τρίτο βιβλίο των Ηθικών Νικομαχείων είναι σαφής: «Αφού λοιπόν η αρετή σχετίζεται με τα πάθη και τις πράξεις, και αφού ο έπαινος και ο ψόγος προορίζονται μόνο για ό,τι γίνεται με τη θέλησή μας, ενώ για ό,τι γίνεται χωρίς τη θέλησή μας προορίζεται η κατανόηση καμιά φορά και ο οίκτος, είναι, λέω, απαραίτητο, οι άνθρωποι που μελετούν την αρετή να ορίσουν με σαφήνεια το περιεχόμενο των εννοιών “εκούσιο” και “ακούσιο” – κάτι που είναι, βέβαια, χρήσιμο και για τους νομοθέτες, όταν ορίζουν τις τιμές που πρέπει να απονέμονται ή τις τιμωρίες που πρέπει να επιβάλλονται». (1109b 1, 31-37).

Η θέληση, με την έννοια της ελεύθερης βούλησης, είναι που καθορίζει το εκούσιο ή ακούσιο μιας πράξης και είναι απολύτως φυσικό ότι τόσο το καλό όσο και το κακό, όταν γίνονται αθέλητα, δηλαδή από τύχη ή από συνθήκες που ξεπερνούν την ανθρώπινη επιθυμία, δεν έχουν την ίδια ηθική βαρύτητα με το εκούσιο, που προεξοφλεί την εκπλήρωση της ελευθερίας της βούλησης στο περιεχόμενο της πράξης. Ο κατά λάθος ήρωας δεν είναι ήρωας, όπως και ο κατά λάθος εγκληματίας δεν έχει εγκληματήσει. Σε τελική ανάλυση, ο έπαινος και η τιμωρία δεν αφορούν την πράξη καθαυτή, αλλά τα κίνητρά της.

Όμως, κυρίως αν πρόκειται για κάτι κακό, αυτό που ονομάζεται «ακούσια» πράξη οφείλει να αξιολογηθεί και σε σχέση με τις συνθήκες που την προκάλεσαν. Το ότι ο ξέφρενος-μεθυσμένος οδηγός, δεν είχε πρόθεση να βλάψει κανένα, δε σημαίνει ότι δεν πρέπει να τιμωρηθεί.

Θα έλεγε κανείς ότι αυτό που πρέπει να επισημανθεί για την οριστική εκτίμηση μιας πράξης είναι οι συνθήκες που τη δημιουργούν κι όχι οι προθέσεις του τελικού της αποτελέσματος. Με άλλα λόγια, οι προθέσεις δεν είναι βέβαιο ότι απαλλάσσουν κι από τις ευθύνες, καθώς η πρόνοια ή η αμέλεια οποιουδήποτε ζητήματος επιδρούν καθοριστικά στην ποιότητα των εξελίξεων. Κι αυτή είναι ξεκάθαρη υπαιτιότητα του ανθρώπου. Υπό αυτή την έννοια, θα έλεγε κανείς ότι ακούσιο είναι αυτό που όχι μόνο δεν έγκειται στις προθέσεις κάποιου, αλλά ξεπερνά και κάθε δυνατότητα πρόβλεψης, ώστε να αποφευχθεί (ή να επιτευχθεί). Κινείται δηλαδή στη σφαίρα του ανθρωπίνως ανεξέλεγκτου.

Ο Αριστοτέλης ξεκινά τη δική του διερεύνηση για τα ακούσια πράγματα παραθέτοντας την επικρατούσα κοινωνική αντίληψη: «Ακούσια λοιπόν είναι, κατά την κοινή αντίληψη, όλα όσα γίνονται με την επιβολή βίας ή από άγνοια. Για “επιβολή βίας” μιλούμε σε κάθε περίπτωση που η “κίνηση” ξεκινάει από έξω: μια “κίνηση” στην οποία με κανέναν τρόπο δε συμβάλλει το πρόσωπο που κάνει (στην ουσία: που υφίσταται) την πράξη – αν π.χ. το πρόσωπο παρασέρνεται προς κάπου από τον αέρα ή από ανθρώπους που το εξουσιάζουν». (1110a 1, 1-4).

Τα πράγματα όμως περιπλέκονται, όταν την επιλογή την καθορίζει το στοιχείο του φόβου: «Στις περιπτώσεις, ωστόσο, που μια πράξη γίνεται από φόβο για μεγαλύτερα κακά ή για κάποιον καλό σκοπό (αν π.χ. ένας τύραννος, έχοντας κάτω από την εξουσία του τους γονείς ή τα παιδιά μας μάς διατάξει να κάνουμε κάτι κακό: αν το κάνουμε, θα σωθούν, ενώ αν δεν το κάνουμε θα πεθάνουν), υπάρχει αμφισβήτηση αν τέτοιου είδους πράξεις είναι ακούσιες ή εκούσιες. Τέτοια είναι και η περίπτωση που σε μια θύελλα πετούμε στη θάλασσα κάποια αγαθά: κανένας δεν πετάει στα καλά καθούμενα στη θάλασσα αγαθά με τη θέλησή του· αν είναι όμως να σωθούν ο ίδιος και οι άλλοι, κάθε φρόνιμος άνθρωπος το κάνει». (1110a 1, 4-12).

Για τον Αριστοτέλη, αυτό που τελικά καθορίζει μια πράξη ως ακούσια ή εκούσια είναι αν προκύπτει από επιλογή, δηλαδή από τελική συνειδητή απόφαση, ακόμη κι αν το δίλημμα τίθεται με τον πιο εκβιαστικό τρόπο. Ο εκβιασμός της επιλογής παίζει ξεκάθαρα ελαφρυντικό ρόλο (γι’ αυτό και τις αποφάσεις αυτού του είδους τις αποκαλεί μεικτές, δηλαδή ούτε ακούσιες ούτε εκούσιες), αλλά δεν αναιρεί τη συνείδηση της τελικής απόφασης: «Αυτού του είδους λοιπόν οι πράξεις είναι μεικτές, μοιάζουν όμως πιο πολύ με τις εκούσιες πράξεις, αφού τη στιγμή που γίνονται είναι αποτέλεσμα επιλογής και προτίμησης, και το τέλος μιας πράξης βρίσκεται σε άμεση σχέση με τις συγκεκριμένες περιστάσεις». (1110a 1, 13-15).

Και συμπληρώνει: «Σε σχέση λοιπόν με τη στιγμή που γίνεται η πράξη μπορούμε να μιλούμε και για εκούσια και για ακούσια πράξη. Τη στιγμή εκείνη ο άνθρωπος ενεργεί με τη θέλησή του· γιατί η αρχή που κινεί σ’ αυτού του είδους τις πράξεις τα αποφασιστικής σημασίας μέλη του σώματος βρίσκεται μέσα στο άτομο, κι όταν η αρχή βρίσκεται μέσα στο άτομο, εξαρτάται επίσης από το ίδιο το άτομο το να κάνει ή να μην κάνει την πράξη. Είναι εκούσιες λοιπόν αυτού του είδους οι πράξεις· αν τις δούμε όμως καθαυτές, είναι ασφαλώς ακούσιες, δεδομένου ότι κανείς δε θα επέλεγε μια τέτοια πράξη καθαυτή». (1110a 1, 16-22).

Τα πάντα καθορίζονται από τις αρχές και τις προτεραιότητες του ανθρώπου. Υπάρχουν άνθρωποι που δε θα υπέκυπταν σε κανέναν εκβιασμό θυσιάζοντας ακόμη και τα παιδιά τους. Υπάρχουν κι άλλοι, που θα μπορούσαν να προβούν και στην πιο επαίσχυντη πράξη, όχι για τη σωτηρία από κάποιο κίνδυνο, αλλά για την εξασφάλιση μιας καλύτερης ζωής ή κι από ξεκάθαρη πλεονεξία. Το πώς θα τους κρίνουν οι άλλοι έχει να κάνει με τις δικές τους αρχές και προτεραιότητες. Αυτό όμως δεν αναιρεί τη δυνατότητα της επιλογής που υπάρχει.

Για τον Αριστοτέλη οι δυνατότητες επιλογής αναιρούνται μόνο αν οι διαμορφούμενες συνθήκες ξεπερνούν τα ανθρώπινα μέτρα κάνοντας τον εμπλεκόμενο να υποκύψει: «Υπάρχουν, πάντως, κάποιες περιπτώσεις στις οποίες δεν απονέμεται έπαινος, επιδεικνύεται όμως κάποια κατανόηση: είναι οι περιπτώσεις που κάνει κανείς όσα δεν πρέπει να κάνει, επειδή εξαναγκάζεται από κάποια πράγματα που ξεπερνούν την ανθρώπινη φύση και που κανείς δε θα μπορούσε να τα αντέξει». (1110a 1, 26-29).

Από την άλλη, τίθενται και τα αντίθετα όρια, καθώς υπάρχουν περιπτώσεις που είναι προτιμότερος ο θάνατος από την υποχώρηση: «Υπάρχουν όμως και κάποιες πράξεις που τίποτε δεν μπορεί να μας αναγκάσει να τις κάνουμε: καλύτερα να πεθάνει κανείς παρά να υποστεί τα έσχατα». (1110a 1, 29-31).

Ωστόσο, ακόμη κι αυτά τα έσχατα όρια της υποταγής ή της άρνησης που θέτει ο Αριστοτέλης δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν ως κάτι αντικειμενικό. Άλλος μπορεί να υποκύψει σε κάτι που θεωρεί έσχατο κι άλλος όχι, όπως άλλος θυσιάζει τη ζωή του για μια απαραβίαστη αρχή, ενώ άλλος όχι. Το να προσπαθήσει να βρει κανείς μια υποδειγματικά έσχατη κατάσταση, όπου όλοι θα προτιμούσαν το θάνατο, είναι μάλλον παρακινδυνευμένο. Όταν μιλάμε για τον άνθρωπο, δεν μπορεί τίποτε να είναι απόλυτο.

Το βέβαιο είναι ότι όσοι δέχονται να κάνουν το κακό, χωρίς να έχουν να κερδίσουν (ή να αποφύγουν) κάτι είναι άνθρωποι κατώτερης ποιότητας: «Δείχνει πράγματι κατώτερης ποιότητας άνθρωπο το να δεχτεί να κάνει τα πιο άσχημα πράγματα δίχως να κερδίσει τίποτε το ωραίο ή για ένα ασήμαντο κέρδος». (1110a 1, 25-26).

Παρακολουθώντας τις ζωές και τα διλήμματα των ανθρώπων ο Αριστοτέλης διαπιστώνει ότι τελικά οι περισσότερες αποφάσεις έχουν να κάνουν με εξαναγκασμούς που αποσκοπούν σε μελλοντικά οφέλη. Έχει να κάνει, δηλαδή, με το εκούσιο, που όμως πολλές φορές δε σχετίζεται με την επιθυμία της πράξης καθαυτής, αλλά με τα αποτελέσματά της. Κι αυτό δεν είναι καθόλου κακό, όταν λειτουργεί ευεργετικά για τους άλλους.

Ο γεωργός μπορεί να ισχυριστεί ότι καλλιεργεί το χωράφι παρά τη θέλησή του κι ότι, αν δε χρειαζόταν τα κέρδη της σοδειάς για να ζήσει, θα επέλεγε την τρυφηλότητα. Από αυτή την άποψη είναι ακούσια γεωργός και υποκύπτει στον εξαναγκασμό της επιβίωσης. Αυτού του είδους οι αποφάσεις, όμως, είναι καθαρά προσωπικές. Κανείς δεν μπορεί να προσάψει ηθικούς χαρακτηρισμούς για κάποιον που έγινε γεωργός χωρίς να το θέλει.

Η κριτική που μπορεί να ασκηθεί σε μια τέτοια περίπτωση έχει να κάνει με την ατολμία στη διαχείριση της ζωής από μέρους του, ώστε να αποφύγει τη γεωργική που δε θέλει, ή με την κοινωνία που στέρησε τις ευκαιρίες. Κανείς, όμως, δεν μπορεί να αποκαλέσει έναν τέτοιο άνθρωπο ηθικό ή ανήθικο. Κι αυτό γιατί ο εξαναγκασμός τον οδηγεί σε μια πράξη που ευεργετεί τους άλλους με τα αγαθά που προσφέρει.

Τα πράγματα περιπλέκονται όταν ο εξαναγκασμός έχει να κάνει με αποφάσεις που βλάπτουν τους άλλους. Οι διαβαθμίσεις, οι χαρακτηρισμοί και το εύρος της υποκειμενικότητας έχουν να κάνουν κυρίως με την πραγμάτωση του κακού. Τα κίνητρα έχουν μεγάλη σημασία, καθώς καταδεικνύουν το μέγεθος του εξαναγκασμού. Άλλο να κάνει κανείς κακό για να απολαύσει άχρηστες ηδονές κι άλλο για να σώσει το παιδί του. Όπως μεγάλη σημασία έχει και η φύση του κακού που πραγματοποιείται. Άλλο η κλοπή κι άλλο ο φόνος.

Κι εδώ δε γίνεται λόγος για τη γλώσσα του νομοθέτη, που έτσι κι αλλιώς οφείλει να τα λάβει όλα αυτά υπόψη για να απονεμηθεί σωστά η δικαιοσύνη, αλλά για τη διαμόρφωση της τρέχουσας κοινωνικής ηθικής, που κρίνεται πολυπλοκότερη και που ενδεχομένως – σε κάποιες περιπτώσεις – να έρχεται και σε αντίθεση με τις αποφάσεις του νόμου. (Η νομική ενοχή κάποιου, όσο αναμφισβήτητη κι αν είναι, δε συνεπάγεται και την αυτονόητη ηθική κατακραυγή της κοινωνίας, όπως και η δικαιολογημένη αθώωση από την πλευρά του νόμου μπορεί να μη συμβαδίζει πάντα με την ηθική αποκατάσταση από την πλευρά της κοινής γνώμης).

Το κατά πόσο μπορεί να δικαιολογήσει κανείς το κακό (όχι με την αυστηρή νομική έννοια αλλά με τη σημασία του ηθικού βάρους) έχει να κάνει με την παιδεία και τον τρόπο που αντιλαμβάνεται την ηθική. Αυτό όμως δεν έχει καμία σχέση με το ακούσιο ή εκούσιο της πράξης που τίθεται προς εξέταση.

Για τον Αριστοτέλη οι άσχημες πράξεις αποτελούν συνήθως συνειδητές επιλογές απέναντι σε συνθήκες εξαναγκασμού κι ως τέτοιες πρέπει να κρίνονται, πράγμα που δεν είναι πάντα εύκολο: «Είναι, πάντως, μερικές φορές δύσκολο να αποφασίσουμε αν πρέπει να κάνουμε το τάδε καλό με αντίτιμο το τάδε κακό ή να υπομείνουμε το τάδε κακό για να πετύχουμε το τάδε καλό». (1110a 1, 33-34).

Κι ακόμη πιο ξεκάθαρα: «Αν, τώρα, πρέπει να αποφασίσουμε με αντίτιμο τίνος κακού πρέπει να επιλέγουμε κάποιο καλό, δεν είναι κάτι που μπορούμε να το ορίσουμε εύκολα· ο λόγος είναι ότι οι επιμέρους περιπτώσεις παρουσιάζουν μεγάλες μεταξύ τους διαφορές». (1110b 1, 8-10).

Όμως, αυτού του είδους η δυσκολία στην κρίση δεν πρέπει να λειτουργεί ως δικαιολογία προκειμένου να αποφύγει κάποιος την ευθύνη των επιλογών του: «Είναι, άλλωστε, γελοίο να ρίχνουμε όλη την ευθύνη στα έξω πράγματα και όχι στον εαυτό μας (που γίνεται εύκολο θύμα τέτοιας λογής πραγμάτων), και για μεν τις ωραίες πράξεις μας να θεωρούμε αίτιο τον εαυτό μας, για τις άσχημες όμως να ρίχνουμε όλη την ευθύνη στα ευχάριστα πράγματα». (1110b 1, 15-18).

Κι όταν γίνεται λόγος για «ευχάριστα πράγματα» εννοούνται τα ευεργετικά αποτελέσματα που μπορεί να ωθήσουν κάποιον σε μια άσχημη πράξη. Όλοι θέλουν να αντλήσουν χαρά από αυτά που κάνουν, αυτό όμως δε νομιμοποιεί κάθε πράξη που θα την αποφέρει. Ή, αν πρέπει να το πούμε αλλιώς, η αναζήτηση της χαράς δεν αποτελεί ισχυρό κίνητρο για να δικαιολογήσει κάποιος την άσχημη πράξη.

Όσο για το κριτήριο της άγνοιας, που τέθηκε από την αρχή ως στοιχείο κατάδειξης της ακούσιας συμπεριφοράς, ο Αριστοτέλης σημειώνει: «Ό,τι κάνουμε από άγνοια, ανήκει – σε όλες τις περιπτώσεις – στο μη εκούσιο· ακούσιο είναι μόνο ό,τι προκαλεί στενοχώρια και μεταμέλεια. Γιατί όποιος έκανε κάτι από άγνοια και δεν έχει ύστερα κανένα δυσάρεστο αίσθημα εξαιτίας της πράξης του αυτής, δεν το έκανε, φυσικά, με τη θέλησή του, αφού δεν ήξερε τι έκανε· ούτε όμως πάλι το έκανε ακούσια, αφού δεν αισθάνεται καμιά στενοχώρια». (1110b 1, 20-24).

Με άλλα λόγια, μόνο η συνειδητοποίηση της εσφαλμένης συμπεριφοράς και η μεταμέλεια πιστοποιούν το ακούσιο της πράξης. Το δυσάρεστο συναίσθημα της λύπης καταδεικνύει την αναγνώριση του λάθους και την επιθυμία της μη επανάληψής του. Εκείνος που από άγνοια υπέπεσε στην άσχημη πράξη, χωρίς όμως ποτέ να το αντιληφθεί, ασφαλώς δεν το έκανε εκούσια, αφού το λάθος οφείλεται στην έλλειψη γνώσης, ούτε όμως μπορούμε να πούμε ότι πρόκειται για κάτι ακούσιο, αφού δε γνωρίζουμε τη συμπεριφορά που θα είχε, αν μάθαινε το κατακριτέο της πράξης του. Υπάρχει πάντα η πιθανότητα να μην το παραδεχτεί αρνούμενος την ευθύνη του. Η άγνοια δεν εξασφαλίζει τίποτε, αφού κανείς δεν ξέρει πώς θα αντιδράσει κάποιος, όταν φτάσει στη γνώση.

Μόνο μετά την πληροφόρηση γίνεται ξεκάθαρο το ακούσιο ή το εκούσιο της πράξης και το αποδεικτικό στοιχείο είναι η στενοχώρια και η μεταμέλεια. Όσο κάποιος παραμένει στην άγνοια δεν ανήκει ούτε στο εκούσιο ούτε στο ακούσιο, κι αυτός είναι ο λόγος που ο Αριστοτέλης του δίνει το χαρακτηρισμό «όχι εκούσιος»: «Υπάρχουν λοιπόν δύο είδη ανθρώπων που κάνουν κάτι από άγνοια: αυτοί που αισθάνονται μεταμέλεια θεωρούνται ότι ενήργησαν ακούσια, ενώ γι’ αυτούς που δεν αισθάνονται μεταμέλεια ας χρησιμοποιήσουμε – αφού είναι διαφορετικοί από τους πρώτους – το χαρακτηρισμό “όχι εκούσιοι”· γιατί, μια και διαφέρουν από τους άλλους, είναι καλύτερο να έχουν το δικό τους όνομα». (1110b 1, 24-27).

Όμως, αυτό που ο Αριστοτέλης ονομάζει «στενοχώρια και μεταμέλεια» ως απόδειξη της ακούσιας – λόγω άγνοιας – συμπεριφοράς, δεν πρέπει να συγχέεται με το αίσθημα της ντροπής, καθώς πρόκειται για κάτι τελείως διαφορετικό. Στο τέταρτο βιβλίο από τα Ηθικά Νικομάχεια ξεκαθαρίζει ότι η ντροπή σχετίζεται περισσότερο με το φόβο παρά με τη μεταμέλεια: «η ντροπή ορίζεται ως ένα είδος φόβου του ατόμου μήπως χάσει το καλό του όνομα, και έχει συνέπειες και αποτελέσματα παραπλήσια με αυτά που προκαλεί ο φόβος του κινδύνου: αυτοί που ντρέπονται κοκκινίζουν, ενώ αυτοί που φοβούνται το θάνατο χλωμιάζουν». (1128b 9, 11- 14).

Η μεταμέλεια ως ειλικρινής μετάνοια της ψυχής δεν έχει καμία σχέση με το φόβο, καθώς αυτός που μετανιώνει δε φοβάται για το τι θα πουν οι άλλοι – κάτι τέτοιο θα ήταν καθαρή υστεροβουλία – αλλά για την άδικη πράξη που υπέπεσε. Η μεταμέλεια αφορά τον ίδιο τον εαυτό που αισθάνεται άσχημα για τη συμπεριφορά του. Με άλλα λόγια, η μεταμέλεια είναι εσωστρεφής ενέργεια της ψυχής, καθώς στρέφεται προς τον εαυτό της, σε αντίθεση με την ντροπή, που τίθεται με καθαρή εξωστρέφεια καθώς σχετίζεται με το φόβο της δημόσιας εικόνας.

Για τον Αριστοτέλη η ντροπή είναι περισσότερο πάθος παρά έξη, και μάλιστα πάθος που αρμόζει περισσότερο στους νέους: «Το πάθος, πάντως, αυτό δεν ταιριάζει σε κάθε ηλικία, αλλά μόνο στη νεανική. Ο λόγος είναι ότι θεωρούμε ότι οι νέοι άνθρωποι πρέπει να είναι ντροπαλοί: ζώντας κάτω από την επήρεια του πάθους οι νέοι κάνουν πολλά σφάλματα, και η ντροπή τους προφυλάγει από αυτά. Τους ντροπαλούς νέους τους επαινούμε, τον μεγάλο όμως άνθρωπο κανείς δε θα τον επαινούσε ότι είναι ντροπαλός· γιατί λογαριάζουμε ότι ο μεγάλος άνθρωπος δε θα έκανε τίποτε από αυτά που φέρνουν ντροπή». (1128b 9, 16-23).

Κι όχι μόνο αυτό, αλλά η ντροπή είναι αίσθημα που αφορά πρωτίστως τους ανθρώπους χαμηλής ποιότητας, καθώς έχει να κάνει με ανάρμοστες πράξεις: «Η ντροπή, επίσης, δεν είναι γνώρισμα του καλού ανθρώπου, αφού είναι κάτι που πηγαίνει μαζί με τις κακές πράξεις». (1128b 9, 23-24).

Κι εδώ δε γίνεται λόγος για το ακούσιο της άγνοιας που φέρνει τη μεταμέλεια, αλλά για το εκούσιο της πλήρους γνώσης που δε λειτουργεί αποτρεπτικά. Αυτός που βρίσκεται σε άγνοια δεν έχει λόγο να ντρέπεται γιατί έδρασε ακούσια. Η ντροπή έχει να κάνει με τη συνειδητή επιλογή του κακού, που αμαυρώνει τη δημόσια εικόνα.

Κι αυτό είναι το νόημα του επαίσχυντου: «Γνώρισμα, άλλωστε, του ευτελούς ανθρώπου είναι και το να έχει την τάση να κάνει επαίσχυντες πράξεις. Το να είναι όμως κανείς τέτοιου είδους άνθρωπος ώστε να νιώθει ντροπή κάθε φορά που κάνει μια τέτοιου είδους πράξη, και για το λόγο αυτό να φαντάζεται πως είναι καλός άνθρωπος, αυτό είναι εντελώς παράλογο· γιατί το αίσθημα της ντροπής σχετίζεται με πράξεις που γίνονται με τη θέλησή μας, και ο καλός άνθρωπος ποτέ δε θα κάνει κακές πράξεις με τη θέλησή του». (1128b 9, 27-32).

Το αίσθημα της ντροπής τίθεται με τέτοια απαξίωση που σχεδόν ταυτίζεται με την αναισχυντία: «Και αν η αναισχυντία, το να μην αισθάνεται δηλαδή κανείς ντροπή να κάνει επαίσχυντες πράξεις, είναι κακό, δε σημαίνει καθόλου ότι είναι καλό το να νιώθει ντροπή αυτός που κάνει τέτοιου είδους πράξεις». (1128b 9, 34-37). Για τον Αριστοτέλη αυτό που έχει σημασία είναι η παιδαγωγική των συναισθημάτων, ώστε να δημιουργηθεί η σωστή έξη που θα αποτρέψει τις άσχημες πράξεις.

Η μεταμέλεια αντιμετωπίζεται θετικά, γιατί λειτουργεί προς αυτή την κατεύθυνση μετά την απομάκρυνση της άγνοιας. Η ντροπή όμως, εφόσον προϋποθέτει τη γνώση, δεν μπορεί παρά να έχει εξακολουθητικό χαρακτήρα, γεγονός που εν τέλει την εξισώνει με την αναισχυντία. Και η επανάληψη κακών πράξεων δεν μπορούν παρά να αντίκεινται στην έννοια της αρετής: «Μόνο υπό όρους, λοιπόν, θα έλεγα ότι το αίσθημα της ντροπής είναι κάτι το καλό: στην περίπτωση που ο καλός άνθρωπος θα έκανε κάποια επαίσχυντη πράξη, θα ένιωθε γι’ αυτήν ντροπή· τέτοιου είδους όμως όροι δεν υπάρχουν στην περίπτωση των αρετών». (1128b 9, 32-34).

Ούτε κι εδώ, όμως, όλα μπορούν να τεθούν με τρόπο απόλυτο κάτω από τα ίδια δεδομένα. Γιατί και πάλι υπάρχουν διαβαθμίσεις. Άλλο να παρασύρεται κανείς συνεχώς στα ίδια λάθη (παρόλο που νιώθει ντροπή αργότερα) κι άλλο κάποιος πράγματι αξιόλογος άνθρωπος να παρασυρθεί μια φορά σε μια κατακριτέα πράξη και νιώθοντας ντροπή να μην την επαναλάβει. Εξάλλου, και η ντροπή μπορεί να δράσει παιδαγωγικά αποτρέποντας την επανάληψη επαίσχυντων πράξεων. Εξαρτάται από το μέγεθος της οδύνης που θα προκαλέσει. Η ύψιστη ντροπή είναι πολύ κοντά στη μεταμέλεια. Όμως, όλα σχετίζονται και με το μέγεθος του ατοπήματος…

Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΞΕΝΟΦΩΝ, ΕΛΛΗΝΙΚΑ

ΞΕΝ Ελλ 7.1.27–7.1.32

Αποτυχημένη διπλωματική πρωτοβουλία του Αριοβαρζάνη – Η "άδακρυς" νίκη των Σπαρτιατών

Το 369 π.Χ. ο Επαμεινώνδας στάλθηκε από το Βοιωτικό Κοινό στην Πελοπόννησο και διεξήγαγε επιχειρήσεις στην Κορινθία. Δύο χιλιάδες Κελτίβηρες, σταλμένοι από τον τύραννο των Συρακουσών Διονύσιο Α´, κατέφθασαν στο πλευρό των Σπαρτιατών, αλλά γύρισαν στη Σικελία μετά την αποτυχία κατάληψης της Σικυώνος. Στο μεταξύ ψυχράνθηκαν οι σχέσεις Αρκάδων και Ηλείων, συμμάχων των Βοιωτών στην Πελοπόννησο. Επιπλέον, ο ηγέτης του Αρκαδικού Κοινού Λυκομήδης, μετά από κάποιες στρατιωτικές επιτυχίες κάλεσε τους συμπολίτες του να χαράξουν πολιτική ανεξάρτητη από τα θηβαϊκά συμφέροντα. Στη συγκεκριμένη συγκυρία εκδηλώνεται και διπλωματική πρωτοβουλία του σατράπη της Φρυγίας Αριοβαρζάνη, μετά τη διαταγή του Πέρση βασιλιά Αρταξέρξη.


[7.1.27] Οὕτω δ’ ἑκάστων μέγα ἐφ’ ἑαυτοῖς φρονούντων τῶν
συμμάχων, ἔρχεται Φιλίσκος Ἀβυδηνὸς παρ’ Ἀριοβαρζάνους
χρήματα ἔχων πολλά. καὶ πρῶτα μὲν εἰς Δελφοὺς συνή-
γαγε περὶ εἰρήνης Θηβαίους καὶ τοὺς συμμάχους καὶ τοὺς
Λακεδαιμονίους. ἐκεῖ δὲ ἐλθόντες τῷ μὲν θεῷ οὐδὲν ἀνεκοι-
νώσαντο ὅπως ἂν ἡ εἰρήνη γένοιτο, αὐτοὶ δὲ ἐβουλεύοντο.
ἐπεὶ δὲ οὐ συνεχώρουν οἱ Θηβαῖοι Μεσσήνην ὑπὸ Λακεδαι-
μονίοις εἶναι, ξενικὸν πολὺ συνέλεγεν ὁ Φιλίσκος, ὅπως
πολεμοίη μετὰ Λακεδαιμονίων.

[7.1.28] Τούτων δὲ πραττομένων ἀφικνεῖται καὶ ἡ παρὰ Διονυσίου
δευτέρα βοήθεια. λεγόντων δὲ Ἀθηναίων μὲν ὡς χρεὼν
εἴη αὐτοὺς ἰέναι εἰς Θετταλίαν τἀναντία Θηβαίοις, Λακεδαι-
μονίων δὲ ὡς εἰς τὴν Λακωνικήν, ταῦτα ἐν τοῖς συμμάχοις
ἐνίκησεν. ἐπεὶ δὲ περιέπλευσαν οἱ παρὰ Διονυσίου εἰς
Λακεδαίμονα, λαβὼν αὐτοὺς Ἀρχίδαμος μετὰ τῶν πολιτικῶν
ἐστρατεύετο. καὶ Καρύας μὲν ἐξαιρεῖ κατὰ κράτος, καὶ ὅσους
ζῶντας ἔλαβεν, ἀπέσφαξεν· ἐκεῖθεν δ’ εὐθὺς στρατευσάμενος
εἰς Παρρασίους τῆς Ἀρκαδίας μετ’ αὐτῶν ἐδῄου τὴν χώραν.
ἐπεὶ δ’ ἐβοήθησαν οἱ Ἀρκάδες καὶ οἱ Ἀργεῖοι, ἐπαναχωρήσας
ἐστρατοπεδεύσατο ἐν τοῖς ὑπὲρ Μηλέας γηλόφοις. ἐνταῦθα
δ’ ὄντος αὐτοῦ Κισσίδας ὁ ἄρχων τῆς παρὰ Διονυσίου
βοηθείας ἔλεγεν ὅτι ἐξήκοι αὐτῷ ὁ χρόνος ὃς εἰρημένος ἦν
παραμένειν. καὶ ἅμα ταῦτ’ ἔλεγε καὶ ἀπῄει τὴν ἐπὶ Σπάρτης.
[7.1.29] ἐπεὶ δὲ ἀποπορευόμενον ὑπετέμνοντο αὐτὸν οἱ Μεσσήνιοι ἐπὶ
στενὸν τῆς ὁδοῦ, ἐνταῦθα δὴ ἔπεμπεν ἐπὶ τὸν Ἀρχίδαμον καὶ
βοηθεῖν ἐκέλευε· κἀκεῖνος μέντοι ἐβοήθει. ὡς δὲ ἐγένοντο
ἐν τῇ ἐπ’ Εὐτρησίους ἐκτροπῇ, οἱ μὲν Ἀρκάδες καὶ Ἀργεῖοι
προσέβαινον εἰς τὴν Λάκαιναν, καὶ οὗτοι ὡς ἀποκλείσοντες
αὐτὸν τῆς ἐπ’ οἶκον ὁδοῦ. ὁ δέ, οὗπέρ ἐστι χωρίον ἐπίπεδον
ἐν ταῖς συμβολαῖς τῆς τε ἐπ’ Εὐτρησίων καὶ τῆς ἐπὶ Μηλέας
ὁδοῦ, ἐνταῦθα ἐκβὰς παρετάξατο ὡς μαχούμενος. [7.1.30] ἔφασαν δ’
αὐτὸν καὶ πρὸ τῶν λόχων παριόντα τοιάδε παρακελεύσασθαι·
Ἄνδρες πολῖται, νῦν ἀγαθοὶ γενόμενοι ἀναβλέψωμεν ὀρθοῖς
ὄμμασιν· ἀποδῶμεν τοῖς ἐπιγιγνομένοις τὴν πατρίδα οἵανπερ
παρὰ τῶν πατέρων παρελάβομεν· παυσώμεθα αἰσχυνόμενοι
καὶ παῖδας καὶ γυναῖκας καὶ πρεσβυτέρους καὶ ξένους, ἐν οἷς
πρόσθεν γε πάντων τῶν Ἑλλήνων περιβλεπτότατοι ἦμεν.
[7.1.31] τούτων δὲ ῥηθέντων ἐξ αἰθρίας ἀστραπάς τε καὶ βροντὰς
λέγουσιν αἰσίους αὐτῷ φανῆναι· συνέβη δὲ καὶ πρὸς τῷ
δεξιῷ κέρατι τέμενός τε καὶ ἄγαλμα Ἡρακλέους [οὗ δὴ καὶ
ἀπόγονος λέγεται] εἶναι. τοιγαροῦν ἐκ τούτων πάντων οὕτω
πολὺ μένος καὶ θάρρος τοῖς στρατιώταις φασὶν ἐμπεσεῖν
ὥστ’ ἔργον εἶναι τοῖς ἡγεμόσιν ἀνείργειν τοὺς στρατιώτας
ὠθουμένους εἰς τὸ πρόσθεν. ἐπεὶ μέντοι ἡγεῖτο ὁ Ἀρχί-
δαμος, ὀλίγοι μὲν τῶν πολεμίων δεξάμενοι εἰς δόρυ αὐτοὺς
ἀπέθανον· οἱ δ’ ἄλλοι φεύγοντες ἔπιπτον, πολλοὶ μὲν ὑπὸ
ἱππέων, πολλοὶ δὲ ὑπὸ τῶν Κελτῶν. [7.1.32] ὡς δὲ ληξάσης τῆς
μάχης τροπαῖον ἐστήσατο, εὐθὺς ἔπεμψεν οἴκαδε ἀγγελοῦντα
Δημοτέλη τὸν κήρυκα τῆς τε νίκης τὸ μέγεθος <καὶ> ὅτι
Λακεδαιμονίων μὲν οὐδὲ εἷς τεθναίη, τῶν δὲ πολεμίων παμ-
πλήθεις. τοὺς μέντοι ἐν Σπάρτῃ ἔφασαν ἀκούσαντας ἀρξα-
μένους ἀπὸ Ἀγησιλάου καὶ τῶν γερόντων καὶ τῶν ἐφόρων
πάντας κλαίειν· οὕτω κοινόν τι ἄρα χαρᾷ καὶ λύπῃ δάκρυά
ἐστιν. ἐπὶ μέντοι τῇ τῶν Ἀρκάδων τύχῃ οὐ πολύ τι ἧττον
Λακεδαιμονίων ἥσθησαν Θηβαῖοί τε καὶ Ἠλεῖοι· οὕτως ἤδη
ἤχθοντο ἐπὶ τῷ φρονήματι αὐτῶν.

***
Μ' αυτόν τον τρόπο, λοιπόν, ο καθένας από τους συμμάχους είχε μεγάλη ιδέα για τη δύναμή του. Τότε έφτασε, σταλμένος από τον Αριοβαρζάνη με πολλά χρήματα, ο Αβυδηνός Φιλίσκος. Στην αρχή συγκάλεσε στους Δελφούς, σε διάσκεψη ειρήνης, τους Θηβαίους με τους συμμάχους τους και τους Λακεδαιμονίους. Οι αντιπρόσωποί τους ωστόσο δεν συμβουλεύτηκαν καθόλου τον θεό για το πώς μπορούσε να γίνει ειρήνη, παρά έκαναν συσκέψεις αναμεταξύ τους. Καθώς όμως δεν δέχονταν οι Θηβαίοι να εξουσιάζουν οι Λακεδαιμόνιοι τη Μεσσήνη, ο Φιλίσκος βάλθηκε να στρατολογεί πολλούς μισθοφόρους για να πολεμήσει στο πλευρό των Λακεδαιμονίων.

Πάνω σ' αυτά έφτασε δεύτερη επικουρία από τον Διονύσιο. Οι Αθηναίοι υποστήριξαν ότι έπρεπε να πάει ν' αντιμετωπίσει τους Θηβαίους στη Θεσσαλία, υπερίσχυσε όμως η γνώμη των Λακεδαιμονίων που ήθελαν να πάει στη Λακωνική. Έτσι οι δυνάμεις του Διονυσίου έκαναν τον γύρο της Πελοποννήσου κι έφτασαν στη Λακεδαίμονα, απ' όπου τις παρέλαβε ο Αρχίδαμος μαζί με τον στρατό της Σπάρτης και κίνησε για εκστρατεία. Στην αρχή κατέλαβε μ' έφοδο τις Καρύες κι έσφαξε όσους έπιασε ζωντανούς· από κει εξεστράτευσε αμέσως, μαζί με τον στρατό του Διονυσίου, εναντίον των Παρρασίων της Αρκαδίας και λεηλάτησε τη χώρα τους. Όταν όμως ήρθαν οι Αρκάδες και οι Αργείοι να τους βοηθήσουν, αποσύρθηκε και στρατοπέδευσε στους λόφους πάνω από τη Μηλέα. Ενώ βρισκόταν εκεί, ο Κισσίδας ―διοικητής των δυνάμεων του Διονυσίου― του είπε ότι είχε τελειώσει το χρονικό διάστημα που είχε διαταγή να μείνει, και μ' αυτή τη δήλωση ξεκίνησε αμέσως για τη Σπάρτη. Καθώς έφευγε, ωστόσο, οι Μεσσήνιοι δοκίμασαν να του κόψουν τον δρόμο σε μια στενοποριά· τότε έστειλε να ζητήσει ενίσχυση από τον Αρχίδαμο, και τούτος πάλι πήγε να τον βοηθήσει.

Όταν έφτασαν στο σημείο όπου ο δρόμος στρίβει προς τους Ευτρησίους, συνάντησαν τους Αρκάδες και τους Αργείους που προχωρούσαν προς τη Λακωνία, με σκοπό κι εκείνοι να του κόψουν τον δρόμο του γυρισμού. Ο Αρχίδαμος βγήκε στο πεδινό μέρος που βρίσκεται στη διασταύρωση των δρόμων προς τους Ευτρησίους και προς τη Μηλέα, κι εκεί παρέταξε τον στρατό του για μάχη. Λένε μάλιστα ότι επιθεωρώντας τους λόχους εμψύχωνε τους άνδρες με λόγια σαν και τούτα: «Πολίτες, ας φανούμε τώρα παλικάρια, για να σηκώσουμε ξανά το κεφάλι ψηλά. Ας παραδώσουμε την πατρίδα στους απογόνους μας τέτοια που την παραλάβαμε από τους πατέρες μας. Να μη νιώθουμε πια ντροπή μπρος στα παιδιά μας, στις γυναίκες, στους γέρους και στους ξένους, που άλλοτε μας θεωρούσαν τους πιο δοξασμένους ανάμεσα στους Έλληνες».

Λένε πως όταν τα 'πε αυτά, μέσ' από καθαρό ουρανό φάνηκαν ―καλότυχο για κείνον σημάδι― αστραπές και βροντές· έτυχε και να βρίσκεται κοντά στο δεξιό του κέρας ένα τέμενος με άγαλμα του Ηρακλή, που ισχυρίζονται ότι ήταν πρόγονός του. Το αποτέλεσμα ήταν ν' αντλήσουν τέτοιο πολεμικό μένος και θάρρος απ' όλα τούτα οι στρατιώτες, που έσπρωχναν ο ένας τον άλλον για να προχωρήσουν και με κόπο τους συγκρατούσαν οι αξιωματικοί. Και πραγματικά, όταν μπήκε επικεφαλής ο Αρχίδαμος, λίγοι εχθροί έμειναν στις θέσεις τους ώσπου να φτάσουν σ' απόσταση δόρατος ― κι εκείνοι έπεσαν νεκροί· οι υπόλοιποι σκοτώθηκαν πάνω στη φυγή τους, άλλοι από το ιππικό κι άλλοι από τους Κέλτες.

Αφού τέλειωσε η μάχη, ο Αρχίδαμος έστησε τρόπαιο κι αμέσως έστειλε τον Δημοτέλη, τον κήρυκα, ν' αναγγείλει στη Σπάρτη πόσο μεγάλη είχε σταθεί η νίκη, κι ότι οι Λακεδαιμόνιοι δεν είχαν ούτε έναν νεκρό, ενώ οι εχθροί είχαν πάμπολλους. Και λένε ότι όταν τ' άκουσαν στη Σπάρτη έβαλαν όλοι τα κλάματα, αρχίζοντας από τον Αγησίλαο και τους γερουσιαστές και τους εφόρους ― απόδειξη ότι τα δάκρυα είναι σύμπτωμα κοινό στη χαρά και στη λύπη. Εξάλλου το πάθημα των Αρκάδων ευχαρίστησε τους Θηβαίους και τους Ηλείους εξίσου σχεδόν με τους Λακεδαιμονίους, τόσο πολύ τους είχε ενοχλήσει η αλαζονεία τους.