παρέμεινε μια απολύτως εσωστρεφής και περιθωριακή φιλοσοφικοπολιτική τάση σε όλη τη διάρκεια της κλασικής και ελληνιστικής εποχής. Οι οπαδοί του δεν ξεπέρασαν ποτέ τα όρια ενός στενού κύκλου από εμμονικούς γραφικούς νοσταλγούς της εποχής της -προδημοκρατικής- αριστοκρατίας, που ανακύκλωναν μεταξύ τους τη μιζέρια τους. Ευνοείται ανέλπιστα από τις περιστάσεις και ανασύρεται από τη διανοητική ναφθαλίνη μόνο κατά τη ρωμαϊκή περίοδο,
της οποίας αποτελούν και το γόνιμο έδαφός του. Τότε είναι που επινοούνται τα διάφορα περί δήθεν γενικευμένων ιδεολογικών διώξεων στην αρχαία Αθήνα.
Ο ανομολόγητος σκοπός είναι φυσικά να διασυρθεί ιστορικά η δημοκρατία που «καταδίκασε τον Σωκράτη» και να δικαιωθούν –στον ευνοϊκά διακείμενο ρωμαϊκό πλέον κόσμο- οι απόψεις του θεωρητικού θεμελιωτή της πολιτικής ανελευθερίας (και μαθητή του Σωκράτη) Πλάτωνος. Έτσι, για να τραβηχτεί η προσοχή από τις πραγματικές αιτίες της καταδίκης αυτού του περιθωριακού ιεροκήρυκα της … μυκηναϊκής βασιλείας και να «διεθνοποιηθεί» η περίπτωσή του (και προπάντων οι φιλομοναρχικές και αντιδημοκρατικές ιδέες του), κατασκευάζονται «γεγονότα» που στοιχειοθετούν έναν δήθεν καθολικό διωγμό κατά των φιλοσόφων στην κλασική Αθήνα.
Εδώ ο στόχος είναι αφενός
η ηρωοποίηση του Σωκράτη δια της ένταξής του σε ένα γενικότερο «μαρτυρολόγιο φιλοσόφων», αφετέρου η «κατάδειξη» του «γεγονότος» ότι η Αθήνα δεν ήταν στ’ αλήθεια δημοκρατική, ότι η δημοκρατία δεν μπορεί παρά να είναι «εκ φύσεως» ένα καθεστώς διεφθαρμένο κι ότι (εδώ είναι το πιο σημαντικό) υπό αυτές τις συνθήκες είναι καλύτερα για την κοινωνία να διοικείται δεσποτικά από κάποιους μυστικιστικά «φωτισμένους επαΐοντες», που γνωρίζουν καλύτερα από την ίδια ποιό είναι το καλό της. Οι χαλκευτές είναι διάφοροι νεοπυθαγόρειοι (γνωστοί στην Ιστορία για την ανέκαθεν τυραννόφιλη στάση τους), νεοπλατωνικοί, ιερείς μαντείων (φέρεται ότι το κατά περίπτωση περσόφιλο, ρωμαιόφιλο και γενικώς τυραννόφιλο δελφικό μαντείο είχε «χρίσει» τον Σωκράτη σαν τον σοφότερο θνητό), απλοί θαυμαστές των ρωμαίων αυτοκρατόρων, “επιδοτούμενοι” διανοούμενοι (=σφουγγοκωλάριοι) του ρωμαϊκού καθεστώτος.
Τις
«ιστορικές» φαντασιοκοπίες περί γενικευμένων ιδεολογικών διώξεων στην αρχαία Αθήνα παρέλαβαν οι -ιστορικοί επίγονοι των σωκρατοπλατωνιστών- χριστιανοί «πατέρες», οι οποίοι ως γνωστόν ανακήρυξαν σε ανεπίσημους «προ Χριστού» αγίους τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα. Και έκτοτε συνεχίζουν να αναπαράγονται αδιαλλείπτως μέχρι σήμερα, προς όφελος της ιστορικής άγνοιας/λήθης, της δικαιολόγησης τού (πλατωνικού;) «αναπόφευκτου» της κοινωνικής ιεραρχίας και κυριαρχίας και φυσικά τής (απροσχημάτιστα εξυμνημένης από τους σωκρατοπλατωνιστές) πολιτικής ανελευθερίας. Γιατί αν η αρχαία Αθήνα, η πολιτισμική πρωτεύουσα όλων των εποχών, καταχωρηθεί ως άλλη μια ανελεύθερη θεούσα που δίωκε ελεύθερα μυαλά, τότε οι μεταγενέστερες εξουσίες θα γίνονται ευκολότερα αποδεκτές από τους υπήκοους που έχουν στην ιδιοκτησία τους.
Δυστυχώς η επιρροή της προπαγάνδας αυτών των αρχαίων αγυρτών υπήρξε τόσο έντεχνη, που ακόμα και σπουδαίοι κλασικιστές, ή ιστορικοί, όπως ο Ε.R. Dodds (στο κλασικό Οι Έλληνες και το Παράλογο), ή ο Ζωρζ Μινουά (στο πρόσφατο Η Ιστορία της Αθεϊας), αναπαρήγαγαν απρόσεκτα αυτές τις -κατά πέντε ή έξι αιώνες μεταγενέστερες- «μαρτυρίες». Την μπανανόφλουδα αυτή δεν πάτησε ευτυχώς ο Stone, ο οποίος με αυτόν τον τρόπο απέδειξε ότι στις κοινωνικές (κι όχι μόνο) επιστήμες δεν αρκεί η ευρυμάθεια και η συνθετική ικανότητα αλλά χρειάζεται και λίγο «αστυνομικό δαιμόνιο». Κοινώς: προσοχή.
Ήταν η καταδίκη του Σωκράτη μια μοναδική περίπτωση;
Ή ήταν το πιο γνωστό θύμα σ’ ένα κύμα διώξεων εναντίον των άθρησκων φιλοσόφων;
Δύο διακεκριμένοι λόγιοι, με δικαιολογημένη φήμη και οι δύο, υποστήριξαν πρόσφατα την άποψη ότι η Αθήνα του πέμπτου αιώνα, παρ’ όλο που συχνά αποκαλείται Εποχή των Ελληνικών Φώτων, ήταν επίσης –τουλάχιστον κατά το δεύτερο μισό- η σκηνή μιας γενικής δίωξης κατά των ελεύθερα σκεπτομένων. Σύμφωνα με τον Ε.R. Dodds, στο γνωστό έργο του The Greeks and the Irrational, αυτή η δίωξη αιρετικών ιδεών άρχισε με έναν νόμο τόσο τρομακτικό που αναρωτιέται κανείς πώς τόσο πολλοί φιλόσοφοι συνέρεαν εκεί από παντού και με ποιό θαύμα κατάφερε ο Σωκράτης ν’ αποφύγει τη σύλληψη επί τριάντα χρόνια, μετά το πέρασμα αυτού του νόμου.
Ο Dodds έγραψε ότι «Περί το 432 π.κ.ε. ένα ή δύο χρόνια μετά, η δυσπιστία στις υπερφυσικές δυνάμεις και η διδασκαλία της αστρονομίας θεωρούνταν προσβολές μηνύσιμες. Στα επόμενα τριάντα χρόνια μαρτυρούνται σειρά από δίκες για αίρεση. Στα θύματα περιλαμβάνονταν οι περισσότεροι προοδευτικοί στοχαστές στην Αθήνα – ο Αναξαγόρας, ο Διαγόρας, ο Σωκράτης, σχεδόν σίγουρα ο Πρωταγόρας και πιθανόν ο Ευριπίδης».
Ο Dodds λέει ότι σχεδόν δεν γίνονταν αθωώσεις. «Σ’ όλες αυτές τις υποθέσεις εκτός από την τελευταία», υποστηρίζει, «η δίωξη ήταν επιτυχής: ο Αναξαγόρας ίσως υποβλήθηκε σε πρόστιμο και εξορίστηκε· ο Διαγόρας εξαφανίστηκε από την Αθήνα· το ίδιο, πιθανόν, έκανε και ο Πρωταγόρας· ο Σωκράτης, που θα μπορούσε να είχε κάνει το ίδιο, ή να ζητήσει εξορία, προτίμησε να μείνει και να πιεί το κώνειο». Οι μαρτυρίες «είναι περισσότερο απο αρκετές για ν’ αποδείξουν ότι ο ‘Χρυσούς Αιώνας των Ελληνικών Φώτων’ είχε επίσης σημαδευτεί από «εξορία λογίων, παρωπίδες στη σκέψη, ακόμα και (αν πιστέψουμε στη παράδοση για τον Πρωταγόρα) κάψιμο βιβλίων»1 καταλήγει ο Dodds.
Μια παρόμοια εικόνα μας έδωσε πιο πρόσφατα ο Arnaldo Momigliano σε δύο δοκίμια που έγραψε για το γοητευτικό αλλά όχι τόσο γνωστό Dictionary of the History of Ideas. Το ένα είναι περί «Ελευθερίας του Λόγου στην Αρχαιότητα» και το άλλο περί «Ασέβειας, στον Κλασικό Κόσμο»2. Μια επανεξέταση της δίκης του Σωκράτη θα ήταν ατελής, αν δεν λάβαινε υπόψη της αυτές τις αισιόδοξες απόψεις, από τόσο αξιοσέβαστες πηγές.
Πιστεύω ότι οι μαρτυρίες για όλα αυτά προέρχονται από μεταγενέστερες εποχές και είναι αμφίβολες· ότι ο μύθος για τη δίωξη ιδεών έχει την αρχή του, όπως κι άλλες σημαντικές ιστορικές παρανοήσεις, στην αθηναϊκή κωμωδία – σ’ ένα χαμένο έργο, που αποσπάσματά του μπορεί να βρεθούν κάποια μέρα ανάμεσα σε καινούρια ευρήματα παπύρων. Αυτά έχουν προσθέσει τόσα πολλά, τον περασμένο αιώνα, στη γνώση μας για την κλασική αρχαιότητα.
«Μαρτυρία» για δίωξη ιδεών δεν εμφανίζεται νωρίτερα από τους συγγραφείς της Ρωμαϊκής Εποχής, ιδιαίτερα τον Πλούταρχο, που έγραφε
πέντε περίπου αιώνες μετά τον Σωκράτη. Η χρονική απόσταση του Πλούταρχου από τον Σωκράτη είναι όσο μεγάλη και η χρονική απόσταση της εποχής μας από την εποχή του Κολόμβου, και το κενό στην πολιτική θεώρηση είναι το ίδιο πλατύ. Η συχνή απέλαση φιλοσόφων και άλλων Ελλήνων δασκάλων από τη Ρώμη ήταν γεγονός, κι αυτό έδινε αφορμή στους συγγραφείς της εποχής να
υποθέσουν ότι οι Αθηναίοι ήταν κι αυτοί οι ίδιοι φιλύποπτοι και μή ανεκτικοί. Αυτό άλλωστε
ταίριαζε και με την περιφρόνησή τους για τη δημοκρατία.
Όσο πιο πίσω γυρίζει κανείς, στους συγγραφείς της εποχής του Σωκράτη και δυο γενιές μετά, τόσο πιο δύσκολο γίνεται να βρει κανείς στοιχεία για τέτοιες προηγούμενες διώξεις. Στην πραγματικότητα, η ισχυρότερη ανταπάντηση μπορεί να προέλθει από τον ίδιο τον Πλάτωνα, παρ’ όλο που -και ακριβώς επειδή- ήταν έτοιμος να πιστέψει το χειρότερο για τον όχλο, όπως θα ’κανε ο κάθε Ρωμαίος αριστοκράτης.
Ας αρχίσουμε με το νόμο για
«δυσπιστία στις υπερφυσικές δυνάμεις και τη διδασκαλία της αστρονομίας», που ο Dodds ανέφερε σαν τη βάση γι’ αυτό το κύμα διώξεων – ένα νόμο που υποστήριζε κάποιος ονόματι Διοπείθης. Μια τέτοια δραματική απομάκρυνση από τον αθηναϊκό νόμο και την παράδοση θα είχε προκαλέσει μεγάλη και θλιβερή αντιδικία. Κι όμως, η μοναδική αναφορά νόμου που προτάθηκε από τον Διοπείθη είναι σ’ ένα μόνο σημείο του Βίου του Περικλέους από τον Πλούταρχο.
Τα μόνα που ξέρουμε νωρίτερα για τον Διοπείθη προέρχονται από την αθηναϊκή κωμωδία: ήταν αγαπημένος στόχος των ποιητών της, που τον παρουσίαζαν ως φανατικό θρήσκο και εκκεντρικό πωλητή χρησμών. Ο Διοπείθης – όχι όμως το διάταγμά του- αναφέρεται σε τρία έργα του Αριστοφάνη3. Η «Γερμανική Εγκυκλοπαίδεια της Κλασικής Αρχαιότητας», του Pauly-Wissowa, επίσης, περιέχει αναφορές σ’ αυτόν από τέσσερα αποσπάσματα άλλων συγγραφέων κωμωδίας. Αλλά πουθενά δεν τον συναντάμε στη σοβαρή γραμματεία, όπως θα περίμενε κανείς, αν ήταν πρόσωπο τέτοιας επιρροής ώστε να υποβάλλει ένα, χωρίς προηγούμενο, νομοθέτημα στην Αθηναϊκή Συνέλευση.
Στην πραγματικότητα, το περιεχόμενο του Βίου του Περικλέους μας κάνει να υποψιαζόμαστε ότι ο Πλούταρχος παρασύρθηκε από κάποια ανάμνηση μιας άλλης χαμένης κωμωδίας, που διακωμωδούσε και τον Διοπείθη και τον Περικλή. Η αφήγηση του Πλούταρχου είναι ένα περίεργο ανακάτεμα που γενιές λογίων δεν κατάφεραν να ξεδιαλύνουν με επιτυχία. Ο Πλούταρχος συνδέει μια δίωξη του ίδιου του Περικλή με κατηγορίες ασέβειας κατά της ωραιοτάτης ερωμένης του, της Ασπασίας, και του φιλοσοφικού του συμβούλου, του Αναξαγόρα. Συμπεριλαμβάνεται μια γαργαλιστική διαβεβαίωση ότι η Ασπασία διηύθυνε έναν «οίκο συνέντευξης» για τον Περικλή, και τελικά ο ισχυρισμός ότι ο τελευταίος άρχισε τον Πελοποννησιακό Πόλεμο για να στρέψει αλλού τη δημόσια προσοχή και να ανακτήσει τη δύναμή του, παρ’ όλο που ακόμα και ο Πλούταρχος παραδέχεται δειλά ότι
«η αλήθεια για όλ’ αυτά δεν είναι ξεκάθαρη».
Μόνο μια λεπτομέρεια της ιστορίας του Πλούταρχου βεβαιώνεται από τον Θουκυδίδη. Ξέρουμε ότι ο Περικλής σε μια στιγμή μεγάλης δυσαρέσκειας για την πολιτική του, υπεβλήθη μια φορά σε πρόστιμο και προσωρινά απομακρύνθηκε από τα αξιώματά του, από τους Αθηναίους. Όμως αυτό συνέβη όχι πριν αλλά
μετά την αρχή του Πελοποννησιακού Πολέμου, όταν μια δεύτερη σπαρτιατική επιδρομή στα περίχωρα της Αθήνας και τα προβλήματα μέσα στην πολιορκημένη πόλη, οδήγησαν σε απαίτηση για ειρήνη. Ο Περικλής πλήρωσε πρόστιμο, αλλά σε λίγο επανέκτησε καινούρια υποστήριξη και επανεξελέγη στην αρχηγία 5.
Μέχρις εδώ τα γεγονότα ήταν αληθινά. Όμως η περιγραφή του Πλούταρχου για διώξεις ασέβειας είναι πολύ απίθανη. «Γύρω στην ίδια εποχή επίσης», γράφει ο Πλούταρχος, «δικάστηκε η Ασπασία για ασέβεια και ο Έρμιππος, ο κωμικός ποιητής, ήταν μηνυτής της. Την κατηγόρησε επιπλέον ότι δεχόταν ελεύθερες γυναίκες στον οίκο συνέντευξης για τον Περικλή. Και ο Διοπείθης έφερε ένα νομοσχέδιο που έλεγε πως θα γίνεται δημόσια καταγγελία εναντίον αυτών που δεν πιστεύουν σε θεούς ή που διδάσκουν διάφορα δόγματα σχετικά με τους ουρανούς, κι έτσι κατηύθυνε τις απόψεις προς τον Περικλή μέσω του Αναξαγόρα».
Ο Πλούταρχος λέει πως «οι άνθρωποι δέχτηκαν μ’ ευχαρίστηση αυτές τις συκοφαντίες»· ο Περικλής έσωσε την Ασπασία «χύνοντας άφθονα δάκρυα στη δίκη», αλλά «φοβήθηκε τόσο πολύ για τον Αναξαγόρα, που τον έστειλε μακριά από την πόλη» και «έβαλε φωτιές» στη σύγκουση με τη Σπάρτη, για να μεταστρέψει την προσοχή από τις κατηγορίες εναντίον του ίδιου και των φίλων του 6. Μια τέτοια πλοκή, φιλοσοφική και σέξι συγχρόνως, ήταν ό,τι έπρεπε για τους κωμικούς ποιητές.
Η αποκαλυπτική λεπτομέρεια στην αφήγηση του Πλούταρχου, είναι η φράση ότι ο κατήγορος ήταν ο «ο Έρμιππος, ο κωμικός ποιητής». Φυσικά, ένας κωμικός ποιητής μπορούσε, όπως οποιοσδήποτε άλλος πολίτης, να εγείρει κατηγορία υπό τον αθηναϊκό νόμο. Αλλά δεν γνωρίζουμε καμιά άλλη περίπτωση που ένας κωμικός ποιητής καταδίκασε τον εαυτό του σε σοβαρότητα, φέρνοντας τα αστεία και τους λιβέλλους του στο δικαστήριο. Στο άρθρο του για τον Έρμιππο ο Pauly-Wissowa παίρνει την αφήγηση του Πλούταρχου κατά γράμμα και σημειώνει ότι ο Έρμιππος ήταν ο μόνος κωμικός ποιητής που «δεν περιόρισε τις επιθέσεις του κατά του Περικλή στο θέατρο».
Ο Έρμιππος, πιστεύω, θα είχε γίνει γελοίος στην Αθήνα, αν είχε βγει από το ρόλο του κωμικού ποιητή και είχε προσπαθήσει να μετατρέψει τα αστεία του σε νόμιμη καταγγελία. Στην πραγματικότητα θα ήταν πολύ δύσκολο να το κάνει λόγω έλλειψης χρόνου, ακόμα κι αν είχε τη διάθεση. Ήταν παραγωγικότατος στο επάγγελμά του. Του αποδίδονται σαράντα έργα, εκ των οποίων γνωρίζουμε τους τίτλους δέκα κι έχουμε εκατό αποσπάσματα. Θα ήταν επίσης παράξενο γι’ αυτόν να εμφανιστεί ως κατήγορος ασέβειας, όταν ένα από τα χαμένα έργα του «ασεβώς» γελοιοποιεί τη γέννηση της Αθηνάς και είναι, όπως παρατηρεί ο Pauly-Wissowa,
«το παλαιότερο παράδειγμα κωμικής θεώρησης μιας θείας γέννησης», είδος που πολύ καλλιεργήθηκε στη μεταγενέστερη αρχαιότητα.
Ο Περικλής και η Ασπασία επισκέπτονται το εργαστήριο του Φειδία πίνακας του Hector Le Roux, 1829-1900
Ο Περικλής ήταν ένας από τους προσφιλείς του στόχους
Ένα από τα έργα του –ίσως το γνωστό ως Βασιλεύς των Σατύρων- κατηγορούσε τον Περικλή ως «ερωτικώς ακόρεστον». Ίσως αυτό να εξηγεί το αστείο του, όταν κατηγορούσε την Ασπασία ότι διατηρεί οίκο ανοχής για τον ακούραστο εραστή της! Η περιγραφή του Πλούταρχου για το πώς ο Περικλής έσωσε την ερωμένη του από την καταδίκη, δείχνει αρκετά καθαρά πως όλα αυτά προέρχονται από την κωμωδία και
δεν έχουν ιστορικό υπόβαθρο. Το ανάρμοστο θέαμα του αριστοκρατικού (στους τρόπους) και αποστασιοποιημένου Περικλή που έχυνε άφθονα δάκρυα για να σώσει την ερωμένη του, θα είχε κατευχαριστήσει το αθηναϊκό κοινό.
Όσο για την υπόθεση του Πλούταρχου ότι αυτό μπορεί να εξηγεί το γιατί ο Περικλής άρχισε τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, μοιάζει με το αστείο που κάνει ο Αριστοφάνης στους Αχαρνείς. Εκεί λέει ότι όλα άρχισαν λόγω έχθρας ανάμεσα σε δύο οίκους ανοχής. Κάποιοι από τη χρυσή νεολαία της Αθήνας, περισσότερο πιωμένοι από το συνηθισμένο, έκλεψαν τη Σιμαίθα από έναν οίκο στα Μέγαρα -σύμμαχο της Σπάρτης- και οι Μεγαρείς για αντίποινα «ξεπλήρωσαν την κλοπή κι άρπαξαν δύο πόρνες της Ασπασίας» 7. Αυτά φαίνεται ότι ήταν τυποποιημένες ανηθικότητες στα αθηναϊκά αντιπολεμικά έργα.
Η υπόθεση ότι η αφήγηση του Πλούταρχου προέρχεται από χαμένο έργο του Έρμιππου έχει πράγματι γίνει στην έκδοση του 1927 της Cambridge Ancient History, αλλά με τρόπο που δεν τράβηξε την προσοχή. Εκεί στον τόμο 5, περί της ακμής της Αθήνας, ο μεγάλος ιστορικός J.B. Bury έγραψε ένα κεφάλαιο που λέγεται
«Η Εποχή των Φώτων» και περιλαμβάνει ένα τμήμα για τις «δίκες βλασφημίας» στην Αθήνα. Σ’ αυτό το τμήμα –εκτός από μια ανασκευαστική σημείωση για τον Πρωταγόρα, στην οποία θα ξαναγυρίσουμε αργότερα- ο Bury επίσης πήρε κατά γράμμα όλες τις ιστορίες για δίκες ασέβειας.
Αλλά στο τέλος το τόμου της CAH υπάρχουν «Σημειώσεις πάνω σε ειδικά σημεία χρονολογίας». Σε μια απ’ αυτές που λέγεται
«Οι επιθέσεις εναντίον φίλων του Περικλή», διαβάζουμε: «Είναι πιθανόν η Ασπασία να διώχθηκε για ασέβεια (όπως αναφέρεται από τον Bury στη σελ. 383 του τόμου της CAH), αλλά το λεχθέν ότι ο κατήγορός της ήταν ο κωμικός ποιητής Έρμιππος, που πρόσθεσε την κατηγορία ότι ήταν η μαστροπός του Περικλή, μας κάνει να υποψιαζόμαστε ότι εδώ έχουμε απλώς τη φιλυποψία για την ελεύθερη σκέψη της Ασπασίας μαζί με τη βωμολοχία της κωμωδίας. Η ίδια κατηγορία περί μαστροπίας έχει αναφερθεί επίσης από τον Αριστοφάνη στους Αχαρνείς» 8. Ο συγγραφέας του ανωτέρω είναι ο F.E. Adcock, ένας από τους τρεις εκδότες της Cambridge Ancient History, μαζί με τον Bury και τον S.A. Cook.
Ο Adcock συνέχισε λέγοντας ότι η κατηγορία του Πλούταρχου πως ο Περικλής ξεκίνησε τον πόλεμο για να αποστρέψει την προσοχή από τα προβλήματά του, «πρωταναφέρθηκε από τον Αριστοφάνη,
δέκα χρόνια μετά την έκρηξη του πολέμου, στην Ειρήνη», και ήταν «καθαρά η επινόηση ενός κωμικού ποιητή που μάλιστα χαιρόταν ιδιαίτερα μ΄αυτό του το εύρημα». Ακόμα λέει ότι «το θέμα πάρθηκε στα σοβαρά από κείνους που επιθυμούσαν να αμαυρώσουν το χαρακτήρα του Περικλή». Μήπως όμως υπάρχει πιθανότητα και το διάταγμα του Διοπείθη να πάρθηκε μέσα από κείμενο χαμένης κωμωδίας του Έρμιππου και να θεωρήθηκε σοβαρό για
να αμαυρώσει τη φήμη της δημοκρατικής Αθήνας; Το ερώτημα παραμένει ακόμα αναπάντητο. Ο Adcock καταλήγει ότι «το διάταγμα του Διοπείθη ήταν, αναμφίβολα, ιστορικό γεγονός». Δεν μας εξηγεί όμως γιατί «αναμφίβολα».
Μια θαυμάσια πρόσφατη εργασία της Mary R. Lefkowitj, The Lives of the Comic Poets, φτάνει σε διαφορετικό συμπέρασμα. «Η ιστορία ότι ο Έρμιππος κατηγόρησε την Ασπασία για ασέβεια, φαίνεται ότι απλώς αντιγράφει την πλοκή της σχετικής κωμωδίας». Θεωρεί ότι το διάταγμα του Διοπείθη ανήκει στην ίδια κατηγορία και υποθέτει ότι «οι δίκες ασέβειας έκαναν ιδιαίτερη αίσθηση» στους μεταγενέστερους συγγραφείς, «επειδή πρόσφεραν προηγούμενα για την καταδίκη του Σωκράτη» 9. Ο Πλούταρχος στον Βίο του Νικία, δίνει μια διαφορετική παραλλαγή για τη δίωξη ιδεών. Ο Νικίας ήταν ο προληπτικός στρατηγός, επικεφαλής της ναυτικής εκστρατείας της Σικελίας στα τελευταία χρόνια του Πελοποννησιακού Πολέμου.
Μια νυχτερινή ξαφνική έφοδος στην πόλη των Συρακουσών είχε σχεδιαστεί, «αλλά ακριβώς όταν όλα είχαν ετοιμαστεί και κανείς εχθρός δεν είχε πάρει είδηση», λέει ο Πλούταρχος, έγινε έκλειψη σελήνης. «Αυτό κατατρόμαξε τον Νικία και όλους όσοι ήταν αμαθείς ή προληπτικοί κι έτρεμαν σε κάτι τέτοιο». Ματαίωσε την επίθεση, ενώ θα μπορούσε να είχε πετύχει, και η εκστρατεία κατέληξε στην μεγαλύτερη αθηναϊκή καταστροφή στον πόλεμο. Ο Πλούταρχος αποδίδει αυτή την υποχώρηση σ’ ένα προσφιλές θέμα –το δεισιδαίμονα χαρακτήρα του αθηναϊκού δήμου, και την εχθρότητά του προς τις φιλοσοφικές και αστρονομικές μελέτες. Αν οι Αθηναίοι ήταν πιο εξελιγμένοι, δεν θα είχαν φοβηθεί από μια έκλειψη σελήνης.
Πρωταγόρας ο Σοφιστής
Η «δίωξή» του από την Αθήνα λόγω των ιδεών του αποτελεί απλώς μια ιστορική χάλκευση των φιλορωμαίων σωκρατοπλατωνικών εχθρών της δημοκρατίας. Ο Αναξαγόρας, λέει ο Πλούταρχος, «ήταν
ο πρώτος άνθρωπος που έδωσε γραπτά» μια λογική εξήγηση για τις εκλείψεις της σελήνης, αλλά η άποψή του «δεν ήταν σε μεγάλη υπόληψη» και κυκλοφορούσε μυστικά «μόνο ανάμεσα σε λίγους». Η διακριτικότητα ήταν αναγκαία, γιατί «οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να ανεχθούν τους φυσικούς φιλοσόφους και τους οραματιστές, υποβίβαζαν τη θεία δύναμη σε μη λογικές αιτίες, σε τυφλές δυνάμεις και σε αναγκαία περιστατικά». Σαν αποτέλεσμα αυτών των λαϊκών δοξασιών, συνεχίζει ο Πλούταρχος, «ακόμα και ο Πρωταγόρας εξορίστηκε, ο Αναξαγόρας με δυσκολία σώθηκε από φυλάκιση με παρέμβαση του Περικλή και ο Σωκράτης, παρ’ όλο που δεν είχε να κάνει με τέτοια θέματα, έχασε τη ζωή του» 10.
Ο Πλούταρχος δεν εξηγεί γιατί ο Πρωταγόρας εξορίστηκε. Αλλά έναν αιώνα αργότερα, ο Διογένης Λαέρτιος δίνει στην ιστορία μελοδραματικές λεπτομέρειες. Κατά την εκδοχή του, το πρώτο βιβλίο που ο Πρωταγόρας τόλμησε να δώσει για δημόσια ανάγνωση λεγόταν
Περί Θεών. Στον πρόλογό του έγραφε: «Όσο για τους θεούς, δεν έχω τρόπο να γνωρίζω αν υπάρχουν ή αν δεν υπάρχουν. Γιατί υπάρχουν πολλά εμπόδια που αναστέλλουν τη γνώση και η σκοτεινότητα του προβλήματος και το βραχύβιον του ανθρώπου». Σύμφωνα με τον Διογένη Λαέρτιο, αυτό έριξε την Αθήνα σε φρενίτιδα. «Γι’ αυτή την εισαγωγή στο βιβλίο του», μας λέει, «οι Αθηναίοι τον εξόρισαν». Επίσης «έστειλαν έναν κήρυκα να κατασχέσει» το βιβλίο «απ’ όλους όσοι είχαν αντίγραφα στην κατοχή τους» και «έκαψαν τα έργα του στην αγορά» 11.
Μια αποκαλυπτική ανακολουθία θα ’πρεπε να είχε κάνει αυτό το μύθο αστήρικτο καιρό τώρα. Ο
*Διογένης Λαέρτιος λέει ότι ο Πρωταγόρας έκανε την ανάγνωσή του στο σπίτι του Ευρυπίδη. Οι Αθηναίοι είχαν συνηθίσει στα έργα του ν’ ακούνε όχι μόνο τον ήπιο σκεπτικισμό του Πρωταγόρα, αλλά κακολογίες για τους θεούς που ήταν κατάφωρα προσβλητικές, όπως οι περιφρονητικές παρατηρήσεις του Ίωνα για την εγκληματική ασέλγεια των ολυμπίων12, ή κατάφωρα αθεϊστικές, όπως η προσευχή της Εκάβης, όπου αναρωτιέται αν ο Δίας είναι απλά «μια ανάγκη που ενυπάρχει στη φύση ή ένα επινόημα του θνητού νου». [
*Σχετικά με τον Διογένη Λαέρτιο, τα μόνα αξιόπιστα σημεία του είναι όταν αντιγράφει αποσπάσματα από έργα φιλοσόφων, που δεν τα έχουμε από άλλη πηγή. Κατά τα άλλα …]
Η τελική απάντηση σ’ αυτούς τους μύθους της Ρωμαϊκής Εποχής δίνεται από τον ίδιο τον Πλάτωνα, παρ’ όλο που το σημείο αυτό παραβλέφτηκε μέχρις ότου το πρόσεξε ο μεγάλος Σκοτσέζος κλασικιστής John Burnet, το 1914, στο βιβλίο του Greek Philosophy: Thales to Plato. Όλες οι ανοησίες για τον Πρωταγόρα στον Κικέρωνα, τον Πλούταρχο και τον Διογένη τον Λαέρτιο θα ’πρεπε να είχαν διαλυθεί αιώνες πριν, σύμφωνα με ένα απόσπασμα στο Μένωνα του Πλάτωνα. Ο Σωκράτης μιλάει στον μελλοντικό του κατήγορο, τον Άνυτο, που κάνει επίθεση κατά των σοφιστών –κι επομένως κατά του Σωκράτη επίσης- επειδή διαφθείρουν τους νέους.
Ο Σωκράτης απαντάει ότι ένας απ’ αυτούς τους δασκάλους,
ο Πρωταγόρας, «συσσώρευσε περισσότερα χρήματα με την τέχνη του απ’ όσα ο Φειδίας –τόσο διάσημος από τα ευγενή έργα που παρήγαγε- ή άλλοι δέκα γλύπτες μαζί». Και όμως προσθέτει ο Σωκράτης, «προκαλεί κατάπληξη το γεγονός ότι επιδιορθωτές υποδημάτων και καθαριστές ρούχων» δεν θα μπορούσαν «να μην αποκαλυφθούν σε τριάντα το πολύ μέρες, αν επέστρεφαν τα ρούχα ή τα παπούτσια σε χειρότερη κατάσταση απ’ ό,τι τα παρέλαβαν» και θα πέθαιναν της πείνας γρήγορα, ενώ για περισσότερα από σαράντα χρόνια ολόκληρη η Ελλάδα δεν μπόρεσε να καταλάβει ότι ο Πρωταγόρας διέφθειρε τις τάξεις του και έστελνε πίσω τους μαθητές του σε «χειρότερη κατάσταση απ’ ό,τι όταν τους παρέλαβε»! Ο Σωκράτης καταλήγει ότι ο Πρωταγόρας πέθανε στα εβδομήντα του και «διατηρεί αμείωτη ακόμα και σήμερα τη μεγάλη φήμη που απολάμβανε» 14.
Ο Burnet παρατήρησε ότι αυτή η αφήγηση στον Μένωνα είναι «εντελώς ασυνεπής» με την αφήγηση του Διογένη του Λαέρτιου ότι ο Πρωταγόρας «διώχθηκε και καταδικάστηκε για ασέβεια» το 411 π.κ.ε. μόνο δώδεκα χρόνια πριν από τη δίκη του Σωκράτη. «Ο Πλάτων παρουσιάζει τον Σωκράτη», γράφει ο Burnet, «να λέει πράγματα που μας κάνουν να μην μπορούμε να πιστέψουμε ότι ο Πρωταγόρας καταδικάστηκε ποτέ για ασέβεια». Γιατί ο Σωκράτης στον Μένωνα «τόνισε ιδιαίτερα» το γεγονός ότι «το καλό όνομα του Πρωταγόρα παρέμεινε ακηλίδωτο μέχρι την υποτιθέμενη χρονολογία του διαλόγου, μερικά χρόνια μετά το θάνατό του» 15.
Ο Burnet απέρριψε ως «ανόητη» την ιστορία του Διογένη Λαέρτιου, ότι οι αθηναϊκές αρχές μάζεψαν κι έκαψαν όλα τα αντίτυπα του βιβλίου, στο οποίο ο Πρωταγόρας εξέφραζε κάποιο σκεπτικισμό για τους θεούς. Επίσης ανέφερε αποσπάσματα από τον Θεαίτητο του Πλάτωνα και την Ελένη, του ρήτορα του τέταρτου (σημείωση Υπνοβάτη: π.κ.ε.) αιώνα Ισοκράτη, που δείχνουν ότι «το έργο διαβαζόταν ευρέως πολύ μετά το θάνατο του Πρωταγόρα» 16. Αλλά είναι περίεργο που ο Burnet δεν είδε ότι τα λόγια που βάζει ο Πλάτων στο στόμα του Σωκράτη στον Μένωνα αντικρούουν όχι μόνο τους μύθους του Διογένη του Λαέρτιου αλλά κι εκείνους του Πλουτάρχου. Γιατί, αν ξαναγυρίσουμε στο απόσπασμα και το ξανακοιτάξουμε, θα δούμε ότι ο Σωκράτης δεν περιορίστηκε στο να υπερασπιστεί τον Πρωταγόρα, αλλά επεκτάθηκε και κάλυψε όλους τους δασκάλους που ο Άνυτος στιγμάτιζε ως σοφιστές. Τελείωσε το λόγο του, λέγοντας ότι δεν ήταν μόνο η «μεγάλη φήμη» του Πρωταγόρα που είχε παραμείνει «αμείωτη μέχρι σήμερα» αλλά «και πολλών άλλων που μερικοί απ’ αυτούς έζησαν πριν απ’ αυτόν κι άλλοι που ζουν ακόμα».
Αυτό είναι εντελώς αταίριαστο με την αντίληψη για «δίωξη ιδεών και ελεύθερης σκέψης».
Ο Σωκράτης ρωτάει θριαμβευτικά τον Άνυτο: «Λοιπόν πρέπει να θεωρήσουμε, σύμφωνα με τα λεγόμενά σου, ότι εν επιγνώσει τους εξαπάτησαν και διέφθειραν τους νέους ή ότι δεν είχαν οι ίδιοι συναίσθηση; Πρέπει να συμπεράνουμε ότι αυτοί που τόσο συχνά λέγονται σόφιστοι των ανθρώπων είναι τόσο παράφρονες;» Η απάντηση του Άνυτου σ’ αυτές τις καινούριες ερωτήσεις είναι επίσης αποκαλυπτική. «Παράφρονες! Όχι αυτοί, Σωκράτη, μάλλον οι νεαροί μας που πληρώνουν χρήματα, κι ακόμα περισσότερο οι συγγενείς τους που τους εμπιστεύονται στη φροντίδα τους· και περισσότερο απ΄όλους οι ίδιες οι πόλεις που τους επιτρέπουν να μπαίνουν και δεν τους εξορίζουν, είτε είναι ξένοι είτε είναι πολίτες» 17.
Αυτό δείχνει ότι η Αθήνα –κι άλλες ελληνικές πόλεις- ήταν πολύ ανεκτική με τους σοφιστές. Θα ήταν περίεργη αυτή η απάντηση, αν η Αθήνα είχε πράγματι λίγα μόλις χρόνια νωρίτερα διώξει τον Πρωταγόρα από την πόλη, είχε κάψει όλα τα αντίτυπα του βιβλίου του στην αγορά και είχε περάσει ένα «διάταγμα του Διοπείθη» που εξαπέλυσε γενική επίθεση κατά των φιλοσόφων.
Αλλά το πιο οξυδερκές συμπέρασμα του Burnet από τον Μένωνα δεν είχε παρά μικρή απήχηση στους κλασικούς φιλολόγους. Δεκατρία χρόνια αργότερα ο Bury, στην Cambridge Ancient History ξανάπε τους παλιούς μύθους για τον Πρωταγόρα, αν και πρόσθεσε μια υποσημείωση που λέει: «Βλέπε του Burnet Greek Philosophy I, σ. 111 κ.ε. όπου εκτίθενται λόγοι απόρριψης της ιστορίας, με την οποία ο γράφων είναι διατεθειμένος να συμφωνήσει». Όμως, αν οι παρατηρήσεις του Burnet είχαν γίνει δεκτές και κατέληγαν σε λογικό συμπέρασμα, τότε η
«Εποχή των Φώτων» δεν ήταν επίσης -όπως επέμενε ακόμα ο Bury-
εποχή δίωξης ιδεών και «δικών βλασφημίας». Ακόμα και τώρα, ενώ οι απόψεις του Burnet για τη δίωξη του Πρωταγόρα είναι γενικά αποδεκτές, η υπόλοιπη αφήγηση για τη δίωξη ιδεών θεωρείται ακόμα από πολλούς λογίους ιστορικό γεγονός. Οι λόγιοι, όπως κι οι δημοσιογράφοι, είναι απρόθυμοι να αφήσουν μια καλή ιστορία, εφόσον προέρχεται από κάποια πηγή, όσο κι αν αυτή είναι επισφαλής.
Αναξαγόρας ο Σοφιστής
Άλλο ένα δήθεν θύμα «διώξεων» στην κλασική Αθήνα. Οι ρωμαιόφιλοι σωκρατοπλατωνικοί κοπτορράπτες ουσιαστικά ξαναέγραψαν τη βιογραφία του με στόχο
να συκοφαντήσουν την αθηναϊκή δημοκρατία, ως διώκτρια φιλοσόφων. Ας πάμε τώρα στον άλλο διάσημο φιλόσοφο που είχε υποτίθεται πέσει κι αυτός θύμα της δίωξης ιδεών. Οι επόμενοι αιώνες μας δίνουν πολλές διαφορετικές ιστορίες για τον Αναξαγόρα.
Η πρώτη διασωθείσα πηγή για δίκη του Αναξαγόρα είναι ο ιστορικός Διόδωρος ο Σικελός, που έγραψε, στις μέρες του Ιουλίου Καίσαρα και του Αυτοκράτορα Αυγούστου. Λέει την ίδια ιστορία με τον Πλούταρχο –ότι ο Περικλής άρχισε τον Πελοποννησιακό Πόλεμο για να αποστρέψει την προσοχή από τις σκανδαλώδεις κατηγορίες ενατίον μερικών φίλων του. Προσθέτει ότι «ο σοφιστής Αναξαγόρας, που ήταν δάσκαλος του Περικλή, ψευδώς είχε κατηγορηθεί» για ασέβεια στην ίδια υπόθεση 18.
Ο Διόδωρος το θεωρεί ως δεδομένο ότι η κωμωδία μπορεί να θεωρηθεί ιστορία, γιατί αφελώς αναφέρει ως απόδειξη, ότι «το αναφέρει ακόμα κι ο Αριστοφάνης», και παραπέμπει στους στίχους 603-606 του αντιπολεμικού έργου Ειρήνη.
Τελικά όμως ο Αναξαγόρας δεν αναφέρεται ούτε σ’ αυτό το έργο ούτε σε παρόμοια αποσπάσματα για την αρχή του Πελοποννησιακού Πολέμου στους Αχαρνείς. Η αναφορά του Διόδωρου στον Αναξαγόρα ίσως προέρχεται από την ίδια χαμένη κωμωδία του Έρμιππου, που ο Πλούταρχος φαίνεται να έχει υπόψη. Αν είχε υπάρξει κατηγορία ασεβείας κατά του Αναξαγόρα, θα περιμέναμε κάποια νύξη στον Κικέρωνα, που έγραψε λίγο νωρίτερα από τον Διόδωρο. Υπάρχουν πολλές αναφορές στον Αναξαγόρα στις φιλοσοφικές εργασίες του Κικέρωνα, και σε δύο του δοκίμια για τη ρητορική αποδίδει την ευγλωττία του Περικλή στη διδασκαλία του Αναξαγόρα19. Αλλά πουθενά δεν λέει ότι αυτή η διδασκαλία δημιούργησε πρόβλημα σε κάποιον από τους δύο.
Μια πλούσια συλλογή από μύθους για τον Αναξαγόρα έχει συλλέξει ο Διογένης Λαέρτιος, τον τρίτο μ.κ.ε. αιώνα. Περιέχει ένα ανακάτεμα από χρονολογικές και άλλες ανακολουθίες, που οι λόγιοι ακόμα προσπαθούν να βάλουν σε κάποια σειρά.
«Για τη δίκη του Αναξαγόρα υπάρχουν διάφορες αφηγήσεις». Μας παρέχει τέσσερεις. Η μία φέρει τον Αναξαγόρα να έχει καταδικαστεί για ασέβεια, αλλά ο Περικλής τον απάλλαξε με ένα πρόστιμο και ένα διάταγμα εξορίας. Η δεύτερη παραλλαγή έλεγε ότι είχε καταδικαστεί για προδοτικές σχέσεις με την Περσία και γλίτωσε τη θανατική ποινή φεύγοντας. Κατά την τρίτη αφήγηση, ήταν στη φυλακή περιμένοντας εκτέλεση, όταν ο Περικλής εκφώνησε έναν συγκινητικό λόγο, ανακοινώνοντας ότι ο ίδιος ήταν μαθητής του Αναξαγόρα και ικέτευσε να ελευθερωθεί ο δάσκαλός του, πράγμα που έγινε –αλλά ο Αναξαγόρας «δεν μπορούσε να ανεχτεί τις προσβολές που είχε υποστεί και αυτοκτόνησε». Κατά την τέταρτη παραλλαγή ο Περικλής συνόδευσε τον Αναξαγόρα στο δικαστήριο, και ήταν «τόσο αδύνατος και καταβεβλημένος» που αθωώθηκε «όχι τόσο για την ίδια την υπόθεση», αλλά γιατί οι δικαστές τον λυπήθηκαν 20.
Όλοι οι συγγραφείς που αναφέρονται από τον Διογένη, εκτός από έναν, είναι Αλεξανδρινοί του τρίτου αιώνα π.κ.ε. Ένας απ’ αυτούς, ο Σάτυρος, είναι περιβόητος, γιατί χρησιμοποίησε όχι μόνο την αττική κωμωδία αλλά και την τραγωδία σαν να ήταν ιστορικά γεγονότα, όπως έκανε και στον Βίο του Ευριπίδη. Η πιο πλήρης εξέταση αυτών και άλλων αρχαίων αφηγήσεων, συμπεριλαμβανομένων λεπτομερειών που προστέθηκαν από τους Πατέρες της Εκκλησίας που ήθελαν πολύ να καταδικάσουν τους ειδωλολάτρες για μισαλλοδοξία, βρίσκεται σε μια ασυνήθιστη αλλά παραμελημένη εργασία, Anaxagoras and the Birth of Physics του Daniel E. Gershenson και Daniel A. Greenberg. Σ’ αυτή ο εκλιπών Ernest Nagel του Columbia ανέθεσε σ’ ένα φυσικό κι έναν κλασικό να γράψουν τον εναρκτήριο τόμο μιας ιστορίας της φυσικής.
Όλες οι αρχαίες αναφορές στη ζωή και την εργασία του, μέχρι και τον σχολιαστή του Αριστοτέλη τον Simplicius στον έβδομο μ.κ.ε. αιώνα, έχουν μεταφρασθεί και αναλυθεί σ’ αυτή την εργασία. Η κατάληξη είναι ότι «η δίκη είναι ένας επιμένων ιστορικός μύθος, βασισμένος σε καλή ανακατασκευή, λόγω του ότι τον προβάλλει με θεαματικό τρόπο ως τον πρώτο μάρτυρα της επιστήμης και ως τον πρόδρομο του Σωκράτη» 21. Σίγουρα, αν η ιστορία ήταν κάτι περισσότερο από ένα μεταγενέστερο μύθο, αυτή η απόψη που λέει ότι η υπόθεση ήταν πρόδρομος της υπόθεσης του Σωκράτη, θα είχε αναφερθεί απ’ αυτούς που έζησαν τη δίκη του τελευταίου ή που έγραψαν γι’ αυτή στα χρόνια μετά το θάνατό του. Αλλά
δεν υπάρχει αναφορά για δίωξη του Αναξαγόρα ούτε στον Θουκυδίδη ούτε στον Ξενοφώντα ή στον Πλάτωνα.
Η σιωπή ενός συγγραφέα μπορεί να έχει πολλές πιθανές εξηγήσεις, αλλά η σιωπή όλων των «συγχρόνων» δεν μπορεί να παραβλεφθεί τόσο εύκολα. Η πιο εντυπωσιακή είναι αυτή του Θουκυδίδη. Ο Περικλής είναι ο ήρωας της ιστορίας του, αλλά δεν αναφέρει καμιά σκευωρία εναντίον του Περικλή μέσω φίλων του, όπως η Ασπασία και ο Αναξαγόρας. Ούτε σαν πρώτος «επιστήμων» ιστορικός ασχολείται με τις σκανδαλώδεις και σέξι εξηγήσεις για το πώς άρχισε ο Πελοποννησιακός Πόλεμος 22. Η σιωπή του Θουκυδίδη, που ήταν υπέρ του Περικλή, ταιριάζει με τη σιωπή του Πλάτωνα και του Ξενοφώντα που ήταν κατά του Περικλή. Ο Ξενοφών αποδίδει στον Σωκράτη τις ίδιες αντιδραστικές απόψεις για την αστρονομία μ’ αυτές του Διοπείθη. Φτάνει στο σημείο να αναφέρει ότι ο Σωκράτης είπε πως «αυτός που ανακατεύεται» στη μελέτη των ουρανίων σωμάτων κινδυνεύει να χάσει τη διανοητική του υγεία εντελώς, σαν τον Αναξαγόρα, που περηφανεύτηκε για την εξήγηση που έδωσε ο ίδιος για τη θεία μηχανή» 23. Αλλά
ο Ξενοφών ποτέ δεν αναφέρει καμία δίωξη κατά του Αναξαγόρα ή κανένα διάταγμα που θα καθιστούσε παράνομη μια τέτοια αστρονομική μελέτη.
Στον Πλάτωνα, ο Αναξαγόρας συζητιέται περισσότερο και συχνότερα από κάθε άλλον φιλόσοφο και υπάρχουν πολλά μέρη που θα περίμενε κανείς κάποια αναφορά για την κατηγορία του, αν είχε πραγματικά συμβεί. Στον Φαίδρο, ο Σωκράτης αποδίδει στον Αναξαγόρα του Περικλή την «υψηλοφροσύνη» 24 και την επιδεξιότητα στην ομιλία, αλλά δεν λέει ότι αυτή η σχέση δημιούργησε αργότερα στον Περικλή πολιτικές δυσκολίες. Στον Γοργία, ο Σωκράτης λέει ότι ο Περικλής ήταν κακός «ποιμήν» ως πολιτικός, επειδή κατέστησε το «κοπάδι» του χειρότερο απ’ ό,τι το βρήκε 25. Ο Σωκράτης υποστήριζε ότι οι Αθηναίοι στα τελευταία χρόνια της ζωής του «μόνο που δεν καταδίκασαν σε θάνατο» τον Περικλή για υπεξαίρεση! Εδώ η ιστορία του Πλούταρχου για την επίθεση κατά της Ασπασίας και του Αναξαγόρα –αν ήταν αλήθεια- θα είχε δώσει μια άλλη δραματική απόδειξη για το πόσο άστατος και σκοτισμένος μπορούσε να είναι ο αθηναϊκός δήμος.
Στον Φαίδωνα, ο Σωκράτης λέει στους μαθητές του πώς ενθουσιάστηκε σαν νέος, όταν πρωτοσυνάντησε στον Αναξαγόρα την ιδέα ότι είναι ο νους μάλλον παρά οι τυφλές υλικές δυνάμεις που θέτουν το σύμπαν σε κίνηση· δεν προσθέτει ότι ο Αναξαγόρας, σαν και τον ίδιο, είχε γίνει θύμα της εχθρότητας των Αθηναίων για φιλοσοφική αναζήτηση. Στον Κρίτωνα οι μαθητές θα μπορούσαν να υποστηρίξουν ότι ο Σωκράτης θα ’πρεπε ν’ ακολουθήσει το παράδειγμα του Αναξαγόρα και να φύγει από την Αθήνα, ιδρύοντας σχολή κάπου αλλού, όπως έκανε ο Αναξαγόρας στην Λάμψακο.
Η Απολογία είναι το μέρος που θα περίμενε κανείς περισσότερο από αλλού ότι θα αναφερόταν μια δίωξη του Αναξαγόρα. Ο Burnet, προβάλλοντας το επιχείρημα για τη δυσπιστία του στην ιστορία της διώξης του Πρωταγόρα, λέει: «Επιπλέον, δεν υπάρχει καμία αναφορά για καμία κατηγορία του Πρωταγόρα στην Απολογία, παρ’ όλο που μια τέτοια αναφορά θα ήταν αναπόφευκτη αν είχε ποτέ γίνει. Ο Σωκράτης πρέπει να γυρίσει πίσω στη δίκη του Αναξαγόρα, για να βρει μια ανάλογη με τη δική του υπόθεση. Επομένως, είναι ασφαλέστερο να απορρίψουμε την ιστορία τελείως» 26.
Αλλά το ίδιο συμπέρασμα από τη σιωπή του Σωκράτη βγαίνει εξίσου έντονα και για τον Αναξαγόρα. Ο Σωκράτης πουθενά δεν αναφέρει δίκη του Αναξαγόρα σαν «ανάλογη με τη δική του υπόθεση». Αναφέρεται πράγματι ο Αναξαγόρας, αλλά με τελείως διαφορετική σχέση και για τελείως διαφορετικό λόγο. Το όνομά του εμφανίζεται στη συζήτηση ανάμεσα στον Σωκράτη και τον κατήγορό του, τον Μέλητο. Ο Σωκράτης μεταφέρει το επίκεντρο της προσοχής από την πραγματική διατύπωση της κατηγορίας, παγιδεύοντας τον όχι και τόσο έξυπνο Μέλητο στο να τον κατηγορεί για αθεϊσμό. «Με κατηγορείς, λοιπόν» τον ρωτάει, «ότι δεν τιμώ και δεν πιστεύω τους θεούς που πιστεύει η πόλη αλλά άλλους» -η πραγματική κατηγορία της καταγγελίας- «ή ότι δεν πιστεύω καθόλου σε θεούς και το διδάσκω αυτό και σ’ άλλους ανθρώπους;». Ο απρόσεκτος Μέλητος απαντάει: «Ακριβώς αυτό λέω, ότι δεν πιστεύεις σε θεούς καθόλου». Τότε ο Σωκράτης λέει: «Με ξαφνιάζεις, Μέλητε! Δεν πιστεύω ότι ο ήλιος και η σελήνη είναι θεοί, όπως πιστεύουν και οι άλλοι άνθρωποι;» Ο Μέλητος απαντάει: «Όχι, μα τον Δία, άνδρες δικαστές, αφού λέει ότι ο ήλιος είναι λίθος και η σελήνη γη».
Ο Σωκράτης χαίρεται μ’ αυτή την απάντηση. Τη βλέπει σαν ευκαιρία να εκθέσει τον Μέλητο στο δικαστήριο, σαν ένα αδαή που βρίσκεται σε σύγχυση. «Νομίζεις ότι κατηγορείς τον Αναξαγόρα, φίλε μου Μέλητε», τον ρωτάει, «και τόσο πολύ καταφρονείς αυτούς τους κυρίους (δηλαδή τους δικαστές) και τους νομίζεις τόσο άσχετους από γράμματα (απείρους γραμμάτων) ώστε να μην γνωρίζουν ότι τα βιβλία του Αναξαγόρα του Κλαζομένιου είναι γεμάτα με τέτοια λόγια;»
Ο Σωκράτης συνεχίζοντας λέει ότι οι νέοι που κατηγορείται ότι παρασύρει με τέτοιες αντιθρησκευτικές ιδέες για τον ήλιο και τη σελήνη μπορούν ν’ αγοράσουν το βιβλίο του Αναξαγόρα «με μία δραχμή στην ορχήστρα και να κοροϊδεύουν τον Σωκράτη, αν προσποιείται ότι είναι δικές του αυτές οι ιδέες, ιδιαιτέρως όταν είναι τόσο άτοπες!» 27 Η λέξη ορχήστρα δεν σήμαινε μόνο το μπροστά μέρος του θεάτρου όπου ο χορός «ορχείτο» αλλά και ένα ανοιχτό μέρος κοντά στην αγορά, όπου πουλούσαν βιβλία και άλλα είδη.
Αυτή η αναφορά του Σωκράτη μας δίνει μια εικόνα της Αθήνας τελείως διαφορετική απ’ αυτήν του Πλούταρχου – όχι μιας φαντασμένης πόλης, όπου τα έργα ενός ορθολογιστή φιλοσόφου καίγονταν στην πυρά, αλλά μιας πόλης όπου
τέτοια βιβλία πουλιόνταν ελεύθερα και διαβάζονταν πολύ. Ο Σωκράτης εδώ κάνει μια λεπτή φιλοφρόνηση στους δικαστές του για την κοσμικότητα και την ανοιχτομυαλιά τους. Αν, αντίθετα, ο Αναξαγόρας και ο Πρωταγόρας και άλλοι ελεύθερα σκεπτόμενοι άνθρωποι είχαν πράγματι διωχθεί για τις απόψεις τους, μια τέτοια φιλοφρόνηση θα ήταν εντελώς άτοπη. Θα είχε επιτεθεί στους Αθηναίους για τη μισαλλοδοξία τους. Δεν θα είχε μιλήσει σε τόσο ελαφρύ τόνο, αν και ο Αναξαγόρας είχε τη ίδια τραγική μοίρα.
-----------------------
Σημειώσεις
1. E.R. Dodds, The Greeks and the Irrational.
2. Dictionary of the History of Ideas, Philip Weiner.
3. Αριστοφάνης, Ιππείς.
4. Πλούταρχος, Βίος Περικλέους.
5. Θουκυδίδης.
6. Πλούταρχος, Βίος Περικλέους.
7. Αριστοφάνης, Αχαρνής.
8. Cambridge Ancient History.
9. Mary R. Lefkowitz, The Lives of the Greek Poets.
10. Πλούταρχος, Βίος του Νικία 23. Ο ίδιος ο Πλούταρχος δεν ήταν από τους πολύ φωτισμένους. Ως ιερέας των Δελφών και πλατωνιστής δεν αισθανόταν και πολύ άνετα με τις ορθολογιστικές θεωρίες για τις κινήσεις των ουρανίων σωμάτων. Αυτό φαίνεται στο τελικό του σχόλιο: «Δεν ήταν παρά πολύ αργότερα που η ακτινοβόλα φήμη του Πλάτωνα, λόγω της ζωής που ζούσε, και λόγω του ότι υπέταξε ην αναγκαιότητα του φυσικού κόσμου σε θείες και εξουσιαστικές αρχές, εξαφάνισε τη μορφή απ’ αυτές τις ιδέες κι έδωσε ελεύθερο δρόμο για την επιστήμη». Στην πραγματικότητα ο Πλάτων θεωρούσε τα ουράνια σώματα θεούς. Το να τα μεταχειρίζεται κανείς ως υλικά αντικείμενα εθεωρείτο αθεϊσμός στους Νόμους και ήταν αξιόποινη πράξη.
11.Μια πιο απλή εκδοχή της ίδιας ιστορίας είχε εμφανιστεί νωρίτερα στην πραγματεία του Κικέρωνα περί θεών, de Natura Deorum…
12. Ευριπίδης, Ίων.
13. Ευριπίδης, Τρωάδες.
14. Μένων.
15. John Burnet, Greek Philosophy: Thales to Plato.
16. Ένθ. αν., Θεαίτητος, Ελένη.
17. Μένων.
18. Διόδωρος Σικελός.
19. Για αναφορές στον Αναξαγόρα στο φιλοσοφικό έργο του Κικέρωνα, βλέπε Academica, Tusculan Disputations, de Natura Deorum. Για αναφορές στα δοκίμιά του βλέπε de Oratore… και Brutus.
20. Διογένης Λαέρτιος.
21. D. E. Gershenson, D. A. Greenberg, Anaxagoras and the Birth of Physics.
22. O Α.W. Gomme, στο άρθρο του για τον Περικλή στο OCD, θεωρεί τις ιστορίες για την επίθεση κατά του πολιτικού μέσω των φίλων του, Ασπασίας, Αναξαγόρα και Φειδία – και το διάταγμα του Διοπείθη- ως ιστορικά γεγονότα. Θα του ζητούσαμε κάποια εξήγηση γιατί ο Θουκυδίδης δεν τις αναφέρει. Στο μεγάλο Historical Comentary on Thucydides, o Gomme γράφει ένα εξασέλιδο δοκίμιο για τις «Διώξεις του Περικλή και των Φίλων του». Αλλά, προς απογοήτευσή μας δεν προσφέρει άλλη εξήγηση, εκτός από μια σαρωτική φράση –«για όλα αυτά ο Θουκυδίδης ήταν σκόπιμα σιωπηλός» (184, η υπογράμμιση προστέθηκε). Εξετάζοντας την ιστορία του Πλούταρχου, ότι ο κωμικός ποιητής Έρμιππος δίωξε την Ασπασία, ο Gomme αναγνώρισε πράγματι ότι, παρ’ όλο που «τίποτα δεν θα εμπόδιζε» έναν κωμικό ποιητή ν’ ασκήσει δίωξη κατά της Ασπασίας, «υπάρχει μια φυσική υποψία ότι είναι παρεξήγηση κι ότι ο Έρμιππος της επετέθη σε μια κωμωδία».
23. Απομνημονεύματα.
24. Φαίδρος.
25. Γοργίας.
26. Burnet, Greek Philosophy.
27. Πλάτων, Απολογία.