Τα «Ερασινώδυνα Ανάλεκτα»
φιλοδοξούν να αποτελέσουν μία συλλογή από λιγότερο γνωστά στο ευρύ κοινό,
εκλεκτά κείμενα. Σκοπός τους είναι η τέρψη των αναγνωστών, αλλά και η αφύπνιση
της διάνοιάς τους, η γνωριμία των Ελλήνων και των ελληνομαθών με τον πλούτο του
ευρωπαϊκού μεσογειακού πνεύματος, αλλά και η έμπρακτη αποδόμηση της υστερόβουλης
θεωρίας περί τού «ανεπίκαιρου» ή «δυσπρόσιτου» χαρακτήρα αυτών των κειμένων.
Τα «Ερασινώδυνα Ανάλεκτα»
αφιερώνονται σε εξέχουσες προσωπικότητες της ελληνικής φιλοσοφίας: τον
Διογένη τον Κυνικό τον
Δίωνα Χρυσόστομο και τον
Δημόκριτο τον
Αβδηρίτη. Μέσα από τον «Ισθμικό Λόγο» τού Δίωνα προσεγγίζουμε
την γνώμη τού Διογένη γιά τους «αθλητές» και τους «εξαθλιωμένους», ειδικά όταν
οι πρώτοι αναδεικνύονται «πρωταθλητές» και οι δεύτεροι υποκρίνονται τους
«φιλάθλους». Το αρχαίο κείμενο, που μεταφράστηκε εδώ, προέρχεται από την
στερεότυπη έκδοση τής Loeb Classical Library (1932). Τού «Ισθμικού Λόγου»
προηγούνται σύντομες βιογραφίες τού Δίωνα και τού Διογένη, καθώς και μία
κατατοπιστική Εισαγωγή.
Δίων Χρυσόστομος
Ο Δίων ο Κοκκηιανός γεννήθηκε στην Προύσα τής Βιθυνίας, γύρω στα 40 μ.κ.ε.
από αρχοντική οικογένεια. Σπούδασε στην Ρώμη, έχοντας διδάσκαλό του τον Λατίνο
Στωικό φιλόσοφο Μουσώνιο. Η ρητορική δεινότητά του τον κατέστησε πολύ δημοφιλή
και τον τίμησε με το παρωνύμιο «Χρυσόστομος». Ως φιλόσοφος, κινήθηκε αρχικά στον
ιδεολογικό χώρο τού Στωικισμού, ενώ αργότερα, εξαιτίας των πολιτικών περιπετειών
του, προσέγγισε επιτυχώς και τον Κυνισμό.
Στα 82 μ.κ.ε. καταδικάστηκε σε εξορία από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Δομιτιανό, ο
οποίος τού απαγόρευσε να ζει στην Ιταλία και στην γενέτειρά του. Υπέστη, τότε,
πολυχρόνιες περιπλανήσεις και οδυνηρές δοκιμασίες, αλλά τελικά επέστρεψε εκ νέου
στην Ρώμη και συνδέθηκε φιλικά με τους αυτοκράτορες Νέρβα και Τραϊανό, κατά την
βασιλεία των οποίων ανέλαβε σημαντικές διπλωματικές αποστολές γιά την ιδιαίτερη
πατρίδα του.
Το κύρος και η σοβαρότητά του, καθώς και η μεγάλη αγάπη και εκτίμηση των
λαϊκών στρωμάτων προς το πρόσωπό του, προκάλεσαν την εχθρότητα μερίδας των
συμπολιτών του, που τον ταλαιπώρησε με δικαστικούς αγώνες κατά τα τέλη τής ζωής
του. Απεβίωσε γύρω στα 120 μ.κ.ε.
Το σωζόμενο έργο του συμπεριλαμβάνει 80 εξαίρετους Λόγους, στην πλειονοψηφία
των οποίων εξυμνείται, είτε έμμεσα είτε άμεσα, το παντοτινά γονιμοποιό πνεύμα
και το λαμπρό ψυχικό μεγαλείο τού αρχαίου ελληνισμού, ενώ παραδίδονται και
χρήσιμες πληροφορίες γιά την ζωή στην εποχή τού συγγραφέα. Τμήμα τού έργου του
είναι αφιερωμένο στην δράση και στην διδασκαλία τού Διογένη τού Κυνικού.
Διογένης
ο Κυνικός
Ο Διογένης γεννήθηκε γύρω στα 400 π.κ.ε. στην Σινώπη τού Εύξεινου Πόντου και
έφτασε στην περικλεή Αθήνα εξόριστος, μαζί με τον πατέρα του, επειδή είχαν
κατηγορηθεί γιά παραχάραξη τού νομίσματος τής ιδιαίτερης πατρίδας τους. Ο
ιδιόρρυθμος φιλόσοφος έζησε κυρίως στην Αθήνα και στην Κόρινθο, απορρίπτοντας
όλους τους συμβατικούς κανόνες και θεσμούς, περιφρονώντας την κοινωνική
ευπρέπεια και τυπικότητα, επιδιώκοντας την αυτάρκεια μέσω τής συνεχούς άσκησης
και απαξιώνοντας πλήρως την υποκριτική αστική συμπεριφορά.
Θεμελιώδη χαρακτηριστικά τής λιτής ζωής του ήταν ο καθημερινός έλεγχος τής
συμπεριφοράς των συνανθρώπων του, ο χλευασμός των καθιερωμένων αξιών, η απόλυτη
πενία και η σκληρή κριτική προς την εξουσία. Κατάλυμά του ήταν ένα πιθάρι και
μοναδικό ένδυμά του ο τρίβωνας. Την περιουσία του αποτελούσε ένα ραβδί και ένα
παλιό σακκούλι, μέσα στο οποίο συγκέντρωνε ελάχιστα τρόφιμα, απαραίτητα γιά την
συντήρησή του. Ο απόλυτος σεβασμός προς την φύση και τους νόμους της, καθώς και
ο ευκολότερος και οικονομικότερος τρόπος κάλυψης των φυσικών αναγκών υπήρξαν το
βασικό συστατικό τής ηθικής πλευράς τής φιλοσοφικής διδασκαλίας του.
Πιθανολογείται ότι συνέγραψε Διαλόγους και Τραγωδίες, αλλά κανένα έργο του
δεν έφτασε μέχρι την εποχή μας. Ο Διογένης και ο βίος του καλύφθηκαν τάχιστα από
τον θρύλο και εμπλουτίστηκαν από πολλά φανταστικά στοιχεία. Η σχετική με αυτόν
αρχαία βιβλιογραφία φιλοξενεί μεγάλο πλήθος διηγήσεων, ευφυολογημάτων και ρητών
τού φιλοσόφου, των οποίων το περιεχόμενο είναι απολαυστικά καυστικό και δηκτικά
αφυπνιστικό. Στην διάδοση τής διδασκαλίας του, θεμέλιας λίθου τού Κυνισμού αλλά
και βασικής παραμέτρου τής μετεξέλιξης τού Στωικισμού, συνέβαλλε κυρίως ο πιστός
μαθητής του, Κράτης, γόνος εύπορης οικογένειας, ο οποίος άκμασε κατά το 330
π.κ.ε. περίπου πέντε έτη μετά τον θάνατο τού Διογένη.
Εισαγωγή
Όσοι αθλούνται είναι αθλούμενοι. Όσοι αθλούνται τακτικά και συστηματικά είναι
αθλητές. Οι αθλητές χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: στους ερασιτέχνες και στους
επαγγελματίες. Τόσο οι πρώτοι, όσο και οι δεύτεροι, αναδεικνύουν τους
πρωταθλητές τους.
Όσοι αγαπούν τον αθλητισμό είναι φίλαθλοι. Κάθε αθλητής είναι φίλαθλος, αλλά
κάθε φίλαθλος δεν είναι αθλητής και ίσως να μην είναι ούτε καν αθλούμενος, είτε
επειδή δεν δύναται είτε επειδή δεν επιθυμεί να είναι. Εδώ ακριβώς ανακύπτει ένα
θεμελιώδες ερώτημα: γιατί ένας φίλαθλος να μην επιθυμεί να είναι αθλητής;
Ο αθλητισμός, ως πρακτική, περιποιείται το σώμα. Απώτερος σκοπός τού αθλητή,
ο οποίος αθλείται επειδή επιθυμεί να ολοκληρωθεί ως άνθρωπος, είναι να συνδυάσει
μία καλλιεργημένη ψυχή με ένα φροντισμένο σώμα. Απώτερος σκοπός τού αθλητή, ο
οποίος αδιαφορεί γιά την ανωτέρω σύζευξη σώματος και ψυχής, είναι να
εκμεταλλευτεί το σώμα του γιά διασκέδαση ή γιά βιοπορισμό.
Ο φίλαθλος συναντά τον αθλητή στους χώρους όπου ο αθλητισμός προσλαμβάνει και
την μορφή τού δημόσιου θεάματος. Εδώ το τοπίο ξεκαθαρίζεται. Ο φίλαθλος, που
είναι και αθλητής, αναζητά πρότυπα και τεχνικές ώστε να βελτιωθεί ως αθλητής. Ο
φίλαθλος, που δεν δύναται να είναι αθλητής, ικανοποιεί μία βασική ψυχική ανάγκη
του. Ο αθλητής, που επιθυμεί να ολοκληρωθεί ως άνθρωπος, αγωνίζεται απερίσπαστος
προς αυτόν τον στόχο. Ο αθλητής, που αθλείται γιά διασκέδαση ή γιά βιοπορισμό,
προβάλλει και διαφημίζει τις σωματικές ικανότητές του.
Τοποθετώντας τον φίλαθλο, που δεν επιθυμεί να είναι αθλητής, μέσα σε έναν από
τους προαναφερθέντες χώρους, οφείλουμε να τοποθετήσουμε και τον όρο φίλαθλος
μέσα σε εισαγωγικά: «φίλαθλος». Αυτός ο άνθρωπος δεν αναζητά ούτε πρότυπα ούτε
τεχνικές βελτίωσης των επιδόσεών του στην άθληση, επειδή ακριβώς δεν επιθυμεί να
είναι αθλητής. Επίσης, δεν ικανοποιεί την ίδια βασική ανάγκη με τον φίλαθλο που
επιθυμεί αλλά δεν δύναται να είναι αθλητής.
Συνεπώς, δεν ενδιαφέρεται ούτε γιά εκείνον τον αθλητή, ο οποίος αθλείται ώστε
να ολοκληρωθεί ως άνθρωπος, αλλά ακόμη και αν ενδιαφερθεί γιά εκείνον, ένας
τέτοιος αθλητής δεν θα του επιτρέψει να τον προσεγγίσει. Ο «φίλαθλος», λοιπόν,
αναζητά τον αθλητή που αθλείται γιά διασκέδαση ή γιά βιοπορισμό, ώστε να γίνει
συνεργάτης του στην πρώτη ή καταναλωτής του στην δεύτερη δραστηριότητα.
Αυτή, η τελευταία μορφή σχέσης μεταξύ «φιλάθλου» και αθλητή απέχει ήδη πολύ
από τους κύριους σκοπούς τού αθλητισμού και μας αναγκάζει να τοποθετήσουμε μέσα
σε εισαγωγικά και τον όρο «αθλητής». Σε αυτήν την περίπτωση βρισκόμαστε,
ουσιαστικά, ενώπιον ενός φιλοθεάμωνα καταναλωτή και ενός διαφημιζόμενου εμπόρου,
ή έστω ενώπιον δύο φιλέορτων ή φιλήδονων ανθρώπων.
Η συμπεριφορά τού ανθρώπου, όπως έχει αποδείξει η ψυχολογία και η
κοινωνιολογία, αλλάζει όταν αυτός ενταχθεί σε σύνολο. Η μάζα συγκαλύπτει και
προστατεύει. Εάν παρατηρήσουμε την δράση μίας μάζας ανθρώπων, που αποτελείται
από «φιλάθλους» και «αθλητές», θα διακρίνουμε ένα πλήθος χαρακτηριστικών, τα
οποία αρμόζουν σε εξαθλιωμένα υποκείμενα: αλλοφροσύνη και μανία, έπαρση και
υπεροψία, αυθάδεια και ιταμότητα, παρορμητισμός και αποχαλίνωση, θράσος και
προπέτεια, ταπεινά ένστικτα και ειδωλολατρία.
Η πνευματική και ψυχική εξαθλίωση, μέσα σε τέτοιο περιβάλλον, αυξάνεται και
επιδεινώνεται, επειδή λείπει ο ηθικός έλεγχος και αυτοέλεγχος, ενώ περισσεύει ο
παραλογισμός και η εξ αυτού προερχόμενη έκλυση ηθών.
Εντός τής εξαθλιωμένης μάζας, επίσης, ο άνθρωπος «ξεδιψά» χωρίς νερό και
«χορταίνει» χωρίς φαγητό, λησμονεί και λησμονείται, απολαμβάνει την εξαχρείωσή
του χωρίς να την αντιλαμβάνεται, θαυμάζει την υποδούλωσή του εκλαμβάνοντάς την
ως απελευθέρωση και, τελικά, χειραγωγείται πλήρως από όσους έντεχνα και
υστερόβουλα ελέγχουν τις μάζες. Αρκεί μία απλή, αλλά όχι απλοϊκή, θεώρηση τής
πρόσφατης ευρωπαϊκής ιστορίας, γιά να οδηγηθεί ο ενδιαφερόμενος στην ανακάλυψη
τής πραγματικής σχέσης μεταξύ τού «αθλητισμού», τής μάζας και τής εξουσίας,
καθώς και τής πραγματικής χρήσης, εκ μέρους τυραννικών καθεστώτων
(κομμουνιστικών, ναζιστικών, φασιστικών, όπως και άλλων) και προς ίδιον όφελος,
τού αναιδούς και επικίνδυνου διδύμου «φιλάθλου» και «αθλητή».
Η ελληνική φιλοσοφία, αναγνωρίζοντας στον αθλητισμό την ετέρα συνιστώσα τού
«ευ ζην» και διδάσκοντας το «νους υγιής εν σώματι υγιεί», δεν θα μπορούσε να μην
αποφανθεί σχετικά με όσα θλιβερά φαινόμενα αναφέρθηκαν στις προηγούμενες
παραγράφους. Η ακλόνητη παρρησία τού σκληρού αλλά και ορθού λόγου τού Διογένη
τού Κυνικού, όπως καταγράφεται από τον θαυμάσιο Δίωνα Χρυσόστομο, μάς προτρέπει
πρώτα να στοχαστούμε και έπειτα να επιλέξουμε συνειδητά.
Ισθμικός
Κατά την διάρκεια των Ισθμίων, ο Διογένης κατέβηκε στον Ισθμό, όπως συνήθιζε
τότε που έμενε στην Κόρινθο. Παρευρισκόταν στα πανηγύρια, όχι όμως γιά τον λόγο
γιά τον οποίο παρευρίσκονται οι πολλοί, οι οποίοι επιθυμούν να δουν τους αθλητές
και να χορτάσουν, αλλά γιά να παρατηρήσει, νομίζω, τους ανθρώπους και την
ανοησία τους, επειδή γνώριζε ότι αυτοί εκδηλώνονται εμφανέστερα στις γιορτές και
στα πανηγύρια, ενώ κατά τον πόλεμο και μέσα στο στρατόπεδο κρύβονται καλύτερα,
εξαιτίας τού κινδύνου και τού φόβου, καθώς και επειδή θεωρούσε ότι δύνανται να
θεραπευθούν καλύτερα, αφού τα νοσήματα τού σώματος θεραπεύονται ευκολότερα από
τους γιατρούς όταν καταστούν έκδηλα, παρά όταν καλύπτονται.
Όσοι, όμως, από τους ανθρώπους δείχνουν αμέλεια σε αυτές τις ενέργειες,
τάχιστα χάνονται. Γι’ αυτό, λοιπόν, εμφανιζόταν στα πανηγύρια και έλεγε
σκωπτικά, σε όσους τον επέπλητταν σαν σκυλί, ότι τα σκυλιά ακολουθούν τα
πανηγύρια, και τίποτε από όσα συμβαίνουν εκεί δεν τους ξεφεύγει, αλλά γαβγίζουν
και αντιμάχονται τους κακούργους και τους ληστές, και όταν οι άνθρωποι μεθύσουν
και αποκοιμηθούν, τα σκυλιά ξαγρυπνούν και τους φυλάσσουν.
Όταν, όμως, παρουσιάστηκε στο πανηγύρι, κανένας από τους Κορίνθιους δεν του
έδωσε σημασία, επειδή πολλές φορές τον έβλεπαν στην πόλη και γύρω από το
Κράνειο. Οι άνθρωποι δεν νοιάζονται πολύ γιά όσους βλέπουν συνεχώς και γιά όσους
θεωρούν ότι δύνανται να πλησιάσουν όποτε θελήσουν, ενώ τρέχουν προς εκείνους που
βλέπουν ανά διαστήματα ή που ποτέ δεν έχουν ξαναδεί. Γι’ αυτό, λοιπόν, ελάχιστα
ωφελούνταν οι Κορίνθιοι από τον Διογένη, σαν τους αρρώστους που δεν προσέρχονται
στον επισκέπτη γιατρό, αλλά θεωρούν ότι είναι αρκετό και μόνο που τον βλέπουν
μέσα στην πόλη.
Από τους λοιπούς, όσοι έρχονταν από μακριά τον πλησίαζαν αμέσως, όσοι
παρευρίσκονταν εκεί από την Ιωνία, την Σικελία, την Ιταλία, καθώς και μερικοί
από την Λιβύη, την Μασσαλία και την Βορυσθένη. Όλοι αυτοί επιθυμούσαν να δουν
κυρίως αυτόν και να ακούσουν να τους λέει κάτι σύντομο, γιά να έχουν κάτι να
αναγγείλουν σε άλλους, παρά γιά να βελτιωθούν οι ίδιοι, επειδή είχε την φήμη τού
ικανού να λοιδορεί και κατευθείαν να απαντά σε όσους τον ρωτούσαν.
Όπως ακριβώς οι άπειροι επιχειρούν να γευθούν το ποντικό μέλι και, αφού το
γευθούν, δυσανασχετούν και αμέσως το φτύνουν, επειδή είναι πικρό και αηδιαστικό,
έτσι και με τον Διογένη: ήθελαν να τον πειράξουν εξαιτίας τής μάταιης
περιέργειάς τους, αλλά μόλις ελέγχονταν, στρέφονταν αλλού και έφευγαν.
Ευχαριστιούνταν, βέβαια, να βλέπουν άλλους να λοιδορούνται, αλλά οι ίδιοι
φοβούνταν και αποχωρούσαν.
Εάν εκείνος περιγελούσε και περιέπαιζε, όπως ενίοτε συνήθιζε, χαίρονταν
υπερβολικά, εάν όμως ορθωνόταν και σοβαρευόταν, δεν ανέχονταν την παρρησία του,
όπως, νομίζω, τα παιδιά, που ευχαριστιούνται όταν περιπαίζουν τα γενναία σκυλιά,
αλλά όταν τα σκυλιά θυμώσουν και γαβγίσουν περισσότερο, τα παιδιά εκπλήσσονται
και πεθαίνουν από τον φόβο τους.
Εκείνος, λοιπόν, τέτοια έκανε, χωρίς να αλλάζει συμπεριφορά και χωρίς να
ενδιαφέρεται εάν κάποιος από τους παρόντες τον επαινούσε ή τον έψεγε, ούτε εάν
προσερχόταν γιά να συνομιλήσει μαζί του κάποιος από τους πλούσιους και ένδοξους
ή στρατηγός ή δυνάστης ή από τους πλέον εξαθλιωμένους και φτωχούς. Όταν μερικοί
από αυτούς φλυαρούσαν, ενίοτε τους καταφρονούσε, ενώ όσους επιθυμούσαν να είναι
υπερόπτες και είχαν μεγάλη ιδέα γιά τον εαυτό τους, είτε εξαιτίας τού πλούτου
τους είτε εξαιτίας τής γενιάς τους είτε εξαιτίας άλλης δύναμής τους, αυτούς κατ’
εξοχήν πίεζε και τιμωρούσε με κάθε τρόπο.
Κάποιοι, λοιπόν, τον θαύμαζαν, ως το σοφότερο όλων, σε κάποιους φαινόταν να
είναι μανιακός, πολλοί τον καταφρονούσαν ως φτωχό και ανάξιο λόγου, άλλοι τον
λοιδορούσαν, άλλοι επιχειρούσαν να τον προπηλακίσουν, ρίχνοντας κόκκαλα μπροστά
στα πόδια του, όπως κάνουν στα σκυλιά, ενώ άλλοι έρχονταν και του τραβούσαν τον
τρίβωνα, και πολλοί δεν άντεχαν και αγανακτούσαν, όπως ακριβώς διηγείται ο
Όμηρος ότι οι μνηστήρες περιέπαιζαν τον Οδυσσέα, που και εκείνος, γιά λίγες
μέρες, ανεχόταν την ακολασία και την ύβρη τους.
Ο Διογένης τού έμοιαζε σε όλα. Πράγματι, έμοιαζε σε βασιλιά ή δεσπότη, που
έχει στολή φτωχού και περιφέρεται μεταξύ ανδραπόδων και δούλων, οι οποίοι
διασκεδάζουν και αγνοούν ποιός είναι, και τους υπομένει, ανθρώπους μεθυσμένους
και μαινόμενους από την άγνοια και την αμάθειά τους.
Γενικά, λοιπόν, οι αθλοθέτες των Ισθμίων, καθώς και όσοι από τους λοιπούς
ήταν διάσημοι και είχαν εξουσία, έπεφταν σε μεγάλη αμηχανία και σε συστολή όποτε
τον συναντούσαν, και όλοι αυτοί σιωπηλά τον προσπερνούσαν και τον κοιτούσαν
άγρια. Όταν, μάλιστα, στεφάνωσε τον εαυτό του με κλαδί πεύκου, οι Κορίνθιοι
έστειλαν μερικούς υπηρέτες ζητώντας του να αποθέσει το στεφάνι και να μην κάνει
τίποτε παράνομο. Εκείνος, λοιπόν, τους ρώτησε γιατί είναι παράνομο να στεφανώνει
τον εαυτό του με κλαδί πεύκου, ενώ γιά άλλους δεν είναι.
Τότε τού είπε κάποιος από αυτούς: «Επειδή δεν έχεις νικήσει σε αγώνα,
Διογένη». Και εκείνος απάντησε: «Πολλούς και μεγάλους ανταγωνιστές έχω νικήσει,
και όχι τέτοιους – σαν αυτά τα ανδράποδα, που εδώ παλεύουν και ρίχνουν δίσκο και
τρέχουν – αλλά σκληρότερους σε όλα, δηλαδή την φτώχια, την εξορία, την
ασημαντότητα, καθώς και την οργή και την λύπη και την επιθυμία και τον φόβο,
αλλά και το πλέον ακαταμάχητο θηρίο, το ύπουλο και μαλθακό, την ηδονή. Αυτήν
κανείς από τους Έλληνες και τους βάρβαρους δεν θα ισχυριζόταν ότι πολέμησε και
κατάκτησε με την δύναμη τής ψυχής, αλλά όλοι ηττώνται και αποτυγχάνουν σε τούτον
τον αγώνα, οι Πέρσες και οι Μήδοι και οι Σύροι και οι Μακεδόνες και οι Αθηναίοι
και οι Λακεδαιμόνιοι, εκτός από εμένα. Εγώ, λοιπόν, δεν σας φαίνομαι άξιος τού
πεύκου και θα μου το πάρετε γιά να το δώσετε στον πλέον παραγεμισμένο από
κρέατα; Αυτά να αναφέρετε σε εκείνους που σας έστειλαν, καθώς και ότι αυτοί οι
ίδιοι παρανομούν, επειδή τριγυρίζουν φορώντας στεφάνια χωρίς να έχουν νικήσει σε
κανέναν αγώνα, αλλά και ότι έκανα ενδοξότερα τα Ίσθμια κρατώντας το στεφάνι γιά
τον εαυτό μου.
Αυτό θα έπρεπε πραγματικά να ήταν περιζήτητο από τις γίδες και όχι από τους
ανθρώπους».
Μετά από αυτό, είδε κάποιον άνδρα να φεύγει από το στάδιο μαζί με πολύ πλήθος
και ούτε καν να πατά στην γη, αλλά ψηλά να μεταφέρεται από τον όχλο. Όταν
κατάφερε να πλησιάσει, ρώτησε κάποιους – από εκείνους που ακολουθούσαν τον άνδρα
και φώναζαν, καθώς και όσους χοροπηδούσαν από χαρά και σήκωναν τα χέρια τους
προς τον ουρανό, και όσους τού φορούσαν στεφάνια και ταινίες – γιατί γίνεται
τόσος θόρυβος γιά εκείνον και τι συνέβη.
Ο άνδρας είπε:
- Νικάμε, Διογένη, στο στάδιο των ανδρών!
Και ο Διογένης απάντησε:
- Και τι μ’ αυτό; Ούτε κατ’ ελάχιστο δεν έγινες εξυπνότερος ξεπερνώντας όσους
έτρεχαν μαζί σου, ούτε είσαι τώρα συνετότερος από πριν, ούτε λιγότερο δειλός,
ούτε πονάς λιγότερο, ούτε θα έχεις ανάγκη από λιγότερα πράγματα στο εξής, ούτε
θα ζήσεις με λιγότερη λύπη.
- Αλλά, μα τον Δία, είμαι ο ταχύτερος από όλους τους άλλους Έλληνες!
- Όχι, όμως, και από τους λαγούς, ούτε από τα ελάφια. Αυτά τα θηράματα, αν
και είναι ταχύτερα όλων, είναι και πολύ δειλά, και φοβούνται τους ανθρώπους και
τα σκυλιά και τους αετούς, και ζουν έναν άθλιο βίο. Δεν γνωρίζεις ότι η ταχύτητα
είναι σημάδι δειλίας; Στα ίδια ζώα συμβαίνει να είναι και τάχιστα και πολύ
δειλά. Ο Ηρακλής, ωστόσο, επειδή ήταν βραδύτερος από πολλούς και δεν μπορούσε να
τρέξει γιά να συλλάβει τους κακούργους, έφερε τόξα και τα χρησιμοποιούσε
εναντίον όσων έτρεχαν μακριά του.
- Ο Αχιλλεύς, όμως, ήταν ταχύς, όπως λέει ο ποιητής, αλλά και πολύ
ανδρείος.
- Και πώς γνωρίζεις ότι ο Αχιλλεύς ήταν ταχύς; Τον Έκτορα δεν μπορούσε να τον
συλλάβει, αν και τον καταδίωκε επί μία ολόκληρη ημέρα! Δεν ντρέπεσαι να
υπερηφανεύεσαι γιά πράγματα στα οποία εκ φύσεως είσαι χειρότερος και από τα
πλέον φαύλα θηράματα; Νομίζω, λοιπόν, ότι δεν δύνασαι να ξεπεράσεις ούτε αλεπού!
Και γιά πόσο ξεπέρασες τους άλλους;
- Γιά λίγο, Διογένη, και γι’ αυτό κατέστη θαυμαστή η νίκη μου.
- Ώστε έγινες ευδαίμων γιά ένα βήμα.
- Αφού τρέχαμε όλοι οι καλύτεροι.
- Και οι κορυδαλλοί πόσο γρηγορότερα από εσάς διέρχονται το στάδιο;
- Επειδή είναι πτηνά.
- Άρα, εάν το ταχύτερο είναι και το καλύτερο, ίσως να είναι πολύ καλύτερο να
είσαι κορυδαλλός παρά άνθρωπος. Οπότε, ούτε τα αηδόνια ούτε τους θαμνοπετεινούς
χρειάζεται να λυπόμαστε, που ήταν άνθρωποι και έγιναν πτηνά, όπως λέει και ο
μύθος.
- Εγώ, όμως, όντας άνθρωπος είμαι ο ταχύτερος των ανθρώπων!
- Ε, και; Μήπως και μεταξύ των μερμηγκιών δεν συνηθίζεται κάποιο να είναι
ταχύτερο κάποιου άλλου; Μήπως το θαυμάζουν; Ή μήπως δεν σου φαίνεται γελοίο να
θαυμάζει κάποιος ένα μερμήγκι γιά την ταχύτητά του; Λοιπόν; Εάν όλοι οι δρομείς
ήταν χωλοί, εσύ θα έπρεπε να υπερηφανεύεσαι που, όντας και ο ίδιος χωλός,
προσπέρασες χωλούς;
Τέτοια λέγοντας προς τον άνθρωπο, έκανε πολλούς από τους παρόντες να
καταφρονήσουν το συμβάν, ενώ εκείνον τον έκανε να απέλθει λυπημένος και πολύ
ταπεινότερος. Και αυτό δεν ήταν μικρή υπηρεσία προς τους ανθρώπους, το να
προκαλεί, δηλαδή, μία μικρή συστολή και το να αφαιρεί λίγη από την ανοησία
κάποιου, όποτε τον έβλεπε να επαίρεται μάταια και να υπερηφανεύεται γιά πράγματα
καμμίας αξίας, όπως ακριβώς κάποιοι χτυπούν ή κεντρίζουν τα φουσκωμένα και
πρησμένα μέρη.
Τότε, επίσης, παρατήρησε δύο ίππους, που ήταν δεμένοι μαζί, να αντιμάχονται
και να λακτίζουν ο ένας τον άλλον, καθώς και πολύ όχλο να στέκεται ολόγυρα και
να τους κοιτάζει, μέχρι που ο ένας ίππος απόκαμε, λύθηκε και έφυγε. Ο Διογένης
πλησίασε, στεφάνωσε εκείνον που παρέμεινε και τον ανακήρυξε ισθμιονίκη, επειδή
νίκησε στο λάκτισμα. Γι’ αυτή την πράξη προκλήθηκε σε όλους γέλιο και θόρυβος,
ενώ πολλοί θαύμαζαν τον Διογένη και περιγελούσαν τους αθλητές. Λένε ότι
ορισμένοι έφυγαν χωρίς να δουν τους αθλητές, κυρίως εκείνοι που είχαν κακό
κατάλυμα ή που δεν είχαν καθόλου.
Δημόκριτος ο Αβδηρίτης
Στην παρούσα Διατριβή, μέσα από τέσσερα σύντομα, αλλά διαφωτιστικά, σωζόμενα
αποσπάσματα απολεσθέντος έργου τού Δημόκριτου, ας προσεγγίσουμε την έννοια τής
«ευθυμίας» ενός βιώματος που
αποτελούσε το θεμελιώδες έρεισμα τής προσωπικής γαλήνης και τής ήπιας κοινωνικής
συμπεριφοράς τού Αβδηρίτη φιλοσόφου, καθώς και μία βασική αρχή τής ηθικής
διδασκαλίας του.
Τα πρωτότυπα (αρχαιοελληνικά) κείμενα των εν λόγω τεσσάρων χωρίων, τα οποία
εδώ παρουσιάζονται μεταφρασμένα στην νέα ελληνική γλώσσα, περιλαμβάνονται στην
έκδοση «Die Fragmente der Vorsokratiker», των Hermann Alexander Diels και
Walther Kranz, Βερολίνο, 1952. Πρόκειται γιά τα αποσπάσματα υπό τους αριθμούς 3,
174, 191 και 258.
Ο κλεινός Δημόκριτος υπήρξε ένας σημαντικότατος φυσικός φιλόσοφος τής
προσωκρατικής αρχαιότητας, καθώς και ο θεμελιωτής τής «ατομικής θεωρίας».
Γεννήθηκε στα Άβδηρα τής Θράκης, μεταξύ τού 470 και τού 460 π.κ.ε, και έζησε
περίπου 90 χρόνια, όπως μαθαίνουμε από τον Διόδωρο τον Σικελιώτη («Ιστορική
Βιβλιοθήκη», βιβλίο ιδ’). Κληρονόμησε μία αξιόλογη περιουσία, την οποία διέθεσε
εξολοκλήρου στα προσωπικά, διερευνητικά ταξίδια του, με σκοπό να γνωρίσει από
κοντά τους ξένους πολιτισμούς, να συναναστραφεί πολλούς, διαφορετικούς
ανθρώπους, να διευρύνει τις γνώσεις του και να αποκτήσει χρήσιμες εμπειρίες.
Τα μαθηματικά και η φιλοσοφία απετέλεσαν τις κύριες ενασχολήσεις του.
Συνέγραψε 72 έργα, όπως πληροφορούμαστε από τον Διογένη τον Λαέρτιο («Βίοι
Φιλοσόφων», βιβλίο θ’), των οποίων η αξία θεωρούνταν ίση προς εκείνη των
πλατωνικών, ενώ αργότερα ονομάστηκε δίκαια «ο Αριστοτέλης τού 5ου π.κ.ε. αιώνα».
Μέχρι τις μέρες μας έχουν φτάσει μόνον ρήσεις και αποσπάσματα, αρκετά γιά να
κατανοήσουμε το εύρος των ενδιαφερόντων, την πνευματική διαύγεια, τον
ισορροπημένο στοχασμό, την εκφραστική καθαρότητα και το διανοητικό ύψος τού
λαμπρού Αβδηρίτη.
Αντικείμενα των πολυετών μελετών του υπήρξαν, μεταξύ άλλων, η φυσική και η
κοσμολογία, η θεολογία και η ψυχολογία, η πολιτική και η ηθική, η μουσική και η
αισθητική, η γεωμετρία και η γεωγραφία. Ως χαρακτήρας ήταν ήπιος, γαλήνιος και
απλός, τον διέκρινε η αισιοδοξία και η καρτερία, ενώ παροιμιώδες έμεινε το γέλιο
του, τακτική εξωτερική αποτύπωση τής αδιασάλευτης ψυχικής ηρεμίας («ευθυμίας»)
του, στο οποίο οφείλει και το χαριτωμένο προσωνύμιο
«γελασίνος», δηλαδή «γελαστός».
«Ευθυμία»
Ο όρος «ευθυμία»,
τον οποίο συναντούμε στο έργο τού Δημόκριτου ως «ευθυμίη», κατά την ιωνική
γραμματική, είναι σύνθετος. Αποτελείται από το επίρρημα «ευ», που σημαίνει
«καλώς, καλά», και το ουσιαστικό «θυμός», που σημαίνει «ψυχική διάθεση,
συναισθηματική κατάσταση». «Ευθυμία», λοιπόν, είναι η «καλή ψυχική διάθεση», η
«καλή συναισθηματική κατάσταση» ή, κατά το κοινώς λεγόμενο, η «καλή καρδιά».
Σύμφωνα με την διδασκαλία τού Αβδηρίτη φιλοσόφου, η ευθυμία αποτελεί το
θεμέλιο τής εσωτερικής ισορροπίας τού ανθρώπου, αλλά και τής κόσμιας εξωτερικής
συμπεριφοράς του.
Ο εύθυμος άνθρωπος είναι απλός και λιτός στην ζωή του, ώστε να μην υφίσταται
την θανατηφόρο τυραννία των τεχνηέντως και ματαίως αυξανομένων υλικών
αναγκών.
Είναι προσηνής, καταδεκτικός και ευπροσήγορος, ώστε να δύναται να συμμετέχει
ενεργά, ουσιαστικά και εποικοδομητικά στο κοινωνικό γίγνεσθαι, διακατεχόμενος
από μία ευχάριστη διάθεση προσφοράς στους συνανθρώπους.
Είναι δίκαιος και φιλαλήθης, ώστε να μην υποφέρει τις δυσάρεστες και
καταστρεπτικές επιπτώσεις των επίπονων τύψεων τής συνείδησης.
Είναι μετριοπαθής και ισορροπημένος, ώστε να αποφεύγει τις επαχθείς συνέπειες
των ακραίων συναισθημάτων, των λεγόμενων «παθών».
Είναι φιλομαθής, φιλόσοφος, φιλότεχνος και φιλεπιστήμων, ώστε να διατηρεί
αδιαλείπτως ενεργό τον νου του και διαρκώς βελτιούμενη την ψυχή του, μοναδικά
στοιχεία που διακρίνουν τον άνθρωπο από τα κτήνη.
Η ευθυμία, λοιπόν, είναι αρετή. Ως αρετή, γεννιέται και καλλιεργείται μέσα
στην ψυχή τού ανθρώπου, υπό την εποπτεία τού νοός του, με την αρωγή τής
παιδείας. Στύλοι τής ευθυμίας είναι η αυτογνωσία, ως πηγή τής απλότητας και τής
καταδεκτικότητας, η κατοχή τού μέτρου, ως ρίζα τής μετριοπάθειας και τής
ισορροπίας, η σύνεση και η δικαιοσύνη, ως φορείς τής ηθικής νομιμοφροσύνης και
τής φιλαλήθειας, καθώς και η συνεχής μόρφωση, από την οποία προέρχεται η
φιλομάθεια και όλα τα συναφή, ενώ ένας από τους πλέον σημαντικούς και ωφέλιμους
καρπούς της είναι η πολυπόθητη και δυσεύρετη αταραξία ενώπιον κάθε εξέλιξης ή
ανατροπής – θετικής ή αρνητικής – στην διάρκεια τού βίου.
Ευθυμία
> Όποιος αναζητεί την ευθυμία δεν πρέπει να ασχολείται με πολλά, ούτε
κατ’ ιδίαν ούτε στα κοινά, ούτε σε όσα κάνει να υπερβαίνει την δύναμη και την
φύση του , αλλά να προφυλάσσεται τόσο, ώστε ακόμη και αν η τύχη τον αρπάξει και
τον οδηγήσει σε υπέρμετρες προσδοκίες , να ενεργεί μετρημένα και να μην
επιδιώκει περισσότερα από τα εφικτά . Ο μέτριος όγκος είναι ασφαλέστερος από τον
μεγάλο όγκο . [DK3]
>Ο εύθυμος άνθρωπος, που επιδίδεται σε δίκαια και νόμιμα έργα, χαίρεται
και είναι δυνατός και αμέριμνος, τόσο όταν είναι ξυπνητός, όσο και όταν
κοιμάται, ενώ όποιος δεν υπολογίζει την δικαιοσύνη και δεν κάνει αυτά που πρέπει
, δυσαρεστείται από όλα τούτα και αισθάνεται φόβο και κακίζει τον εαυτό του όταν
τα θυμάται. [DK174]
> Η ευθυμία γεννιέται στους ανθρώπους από την μετρημένη τέρψη και τον
ισορροπημένο βίο. Οι ελλείψεις και οι υπερβολές συνηθίζουν να προκαλούν
μεταπτώσεις και να επιφέρουν μεγάλες ανακινήσεις στην ψυχή. Οι ψυχές, όμως, που
κινούνται σε μεγάλα διαστήματα , δεν είναι ούτε ευσταθείς ούτε εύθυμες. Πρέπει,
λοιπόν, να κρατάς τον νου σου στραμμένο στα εφικτά και να αρκείσαι σε όσα
διαθέτεις και λίγο να αναλογίζεσαι όσους είναι ζηλευτοί και θαυμαστοί και να μην
προσηλώνεις την διάνοιά σου σε αυτούς, αλλά να παρατηρείς τον βίο των
ταλαιπωρούμενων και να κατανοείς πλήρως όσα αυτοί υποφέρουν, ώστε να σου
φαίνονται μεγάλα και ζηλευτά όσα διαθέτεις και κατέχεις, χωρίς να συμβαίνει να
κακοπαθαίνει η ψυχή σου επιθυμώντας περισσότερα.
Όποιος θαυμάζει τους έχοντες και όσους καλότυχοι θεωρούνται από τους άλλους
ανθρώπους και κάθε ώρα προσηλώνει την μνήμη του σε αυτούς, αναγκάζεται να
επιχειρεί συνεχώς κάτι καινούργιο και να ασχολείται, εξαιτίας τής επιθυμίας του,
με ανήκεστες πράξεις , τις οποίες απαγορεύουν οι νόμοι. Γι’ αυτό, λοιπόν, δεν
πρέπει να επιζητείς τέτοια πράγματα, αλλά πρέπει να ευθυμείς με τα άλλα ,
παραβάλλοντας τον δικό σου βίο προς τον βίο όσων περνούν χειρότερα, και να
καλοτυχίζεις τον εαυτό σου αναλογιζόμενος όσα εκείνοι υποφέρουν και πόσο
καλύτερα από εκείνους ενεργείς και διαβιώνεις.
Έχοντας, λοιπόν, αυτήν την γνώμη, θα διαβιώνεις με περισσότερη ευθυμία και θα
απωθείς στον βίο σου πολλές αντιξοότητες, όπως ο φθόνος και η ζήλεια και η
δυσμένεια. [DK191]
> Πρέπει να σκοτώνουμε με κάθε τρόπο όλα όσα βλάπτουν παραβαίνοντας το
δίκαιο. Όποιος το κάνει αυτό, λαμβάνει ένα μεγαλύτερο μερίδιο ευθυμίας,
δικαιοσύνης, θάρρους και αποκτημάτων σε κάθε μορφή κοινωνίας . [DK258]