Πέμπτη 25 Μαρτίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΜΕΝΑΝΔΡΟΣ - Σαμία (163-205)

(ΔΗ.) ταὐτόματόν ἐστιν ὡς ἔοικέ που θεὸς
σώζει τε πολλὰ τῶν ἀοράτων πραγμάτων·
165 ἐγὼ γὰρ οὐκ εἰδὼς ἔχον[τα τουτονὶ
ἐρωτικῶς, τα.[
(desunt uersus fere xvii)
[ΔΗ.] . . . . . . . . . . . ].[. .]ἐκεῖνον βού[λομαι
. . . . . . . . . . . δεῦ]ρ᾽ εἰς τὸ πρόσθεν, δ[ε]ῦρό μοι,
Νικήρατε σπεῦδ᾽.] (ΝΙ.) ἐπὶ τί; (ΔΗ.) χαῖρε πολλὰ σύ.
170 (ΝΙ.) καὶ σύ γε . . .]ν. (ΔΗ.) μνημονεύεις, εἰπέ μοι,
σύ, τῶν γάμων τί]ν᾽ ἐθέμεθ᾽ ἡμέραν; (ΝΙ.) ἐγώ;
[ΔΗ.] . . . . . . . . . . . . ἔσται τ]αυτ[α]γὶ τὴν τήμερον
. . . . . . . . . . . . . . . . ἴ]σθ᾽ ἀκριβῶς. (ΝΙ.) ποῦ; πότε;
(ΔΗ.) . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .γ]ίνεσθαι ταχὺ
175 . . . . . . . . . . . . . . . . αἱρετώτ]ερον. (ΝΙ.) τρόπῳ τίνι;
(ΔΗ.) . . . . . . . . . . . . ] [ΝΙ.] ] ἀλλ᾽ ἐστ᾽ ἀδύνατον.
(ΔΗ.) . . . . . . . . . . . . . . . . . ἐ]μοί, σοὶ δ᾽ οὐδὲ ἕν
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .]γειν. (ΝΙ.) ὦ Ἡράκλεις,
[ΔΗ.] . . . . . . . . . . . . . . . . . . .]ς· οὕτω σοι φράσαι
180 . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . ].ν· ἀλλὰ ‹. .› τοδὶ λέγειν;
(ΝΙ.) . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .]ν· πρὶν εἰπεῖν τοῖς φίλοις
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .]δοκεῖν. (ΔΗ.) Νικήρατε,
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . ἐμ]οὶ χάρισῃ, πῶς γνώσομαι
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . ]τυχόντος μοι φίλον;
185 (ΝΙ.) . . . . . . . . . . . . . . . . . . . ]τοῦτ᾽ ἐσπούδακας
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . ἀ]λλὰ συγχωροῦντά σοι
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . οὐκ᾽ ἔ]στιν φιλονικεῖν. (ΔΗ.) νοῦν [ἔχ]εις.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .]ν συνοίσει σοι. (ΝΙ.) λέγεις
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . ]ς (ΔΗ.) Παρμένων, παῖ, Παρμένων,
190 . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . στε]φάνους, ἱερεῖον, σήσαμα,
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .]πάντα τἀξ ἀγορᾶς ἁπλῶς
πριάμενος ἧ]κε. (ΝΙ.) πάντ᾽; ἐμοὶ ‹δ᾽ ἵνα›, Δημέα,
μηδὲν παρ]αλίπῃ; (ΔΗ.) καὶ ταχέως· ἤδη λέγω·
λαβὲ καὶ μ]άγειρον. (ΠΑ.) καὶ μάγειρον; πριάμενος
195 ταυτί; (ΔΗ.) π]ριάμενος. (ΠΑ.) ἀργύριον λαβὼν τρέχω.
(ΔΗ.) σὺ δ᾽ οὐδ]έπω, Νικήρατ᾽; (ΝΙ.) εἰσιὼν φράσας
πρὸς τ]ὴν γυναῖκα τἄνδον εὐτρεπῆ ποεῖν
διώξομ᾽ εὐθὺς τοῦτον. (ΠΑ.) οὐκ οἶδ᾽ οὐδὲ ἕν,
πλὴν προστέτακται ταῦτα συντείνω τ᾽ ἐκεῖ
200 ἤδη. ΔΗ. τὸ πεῖσαι τὴν γυναῖκα πράγματα
αὐτῷ παρέξει· δεῖ δὲ μὴ δοῦναι λόγον
μηδὲ χρόνον ἡ[μ]ᾶς. παῖ, διατρίβεις; οὐ δραμεῖ;
[ΠΑ.] . . . . . . . . . . . . . . . . . . περ]ί[ερ]γος ἡ γυνὴ
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . ]. ἱκετεύω· τί οὖν;
205 . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . [. .]ς ἡλίκον 
(desunt uersus fere viii)

***
ΔΗΜ. Η τύχη είναι, όπως μου φαίνεται, θεός
και σώζει πολλά από τα πράγματα
165 που είναι αόρατα. Εγώ χωρίς να ξέρω
ότι αυτός εδώ ήταν ερωτευμένος, του έφερα
για νύφη αυτήν που αγαπούσε…
(λείπουν περίπου 17 στίχοι)
ΔΗΜ. Έλα εδώ, έξω, Νικήρατε, γρήγορα.
ΝΙΚ. Τί θέλεις; ΔΗΜ. Γειά και χαρά σου. ΝΙΚ. Και σένα.
170 ΔΗΜ. Θυμάσαι, δε μου λες, ποιά μέρα ορίσαμε
των γάμων; ΝΙΚ. Εγώ; Όχι. ΔΗΜ. Είπαμε πως αυτά θα γίνουν
σήμερα. Προσπάθησε να θυμηθείς. ΝΙΚ. Πού, πότε;
175 ΔΗΜ. Το γοργόν και χάριν έχει.
Είναι προτιμότερο.
ΝΙΚ. Με ποιόν τρόπο; Για μένα είναι
αδύνατο.
180 ΔΗΜ. Εσύ μη νοιάζεσαι για τίποτε. ΝΙΚ. Πώς, πριν το πω
στους φίλους; ΔΗΜ. Νικήρατε, στο ζητώ για χάρη,
δεν είμαι φίλος σου εγώ; ΝΙΚ. Αφού τόσο βιάζεσαι
185 συμφωνώ με σένα. Δεν θα μαλώσουμε.
ΔΗΜ. Σκέφτεσαι σωστά. Κι ακόμη έτσι σε συμφέρει.
ΝΙΚ. Εννοείς τον γάμο δίχως καλεσμένους.
ΔΗΜ. Παρμένων, ε Παρμένων, αυλητρίδα, στεφάνια,
190 ζώο για τη θυσία, λιβάνι, λαμπάδες, σουσάμι,
όλα να πας να φέρεις από την αγορά.
ΝΙΚ. Όλα; Σ᾽ εμένα τίποτε να μην αφήσει;
ΔΗΜ. Κάνε γρήγορα. Λέω αμέσως. Φέρε κι ένα μάγειρο.
ΠΑΡ. Και μάγειρο; Αφού αγοράσω όλα αυτά;
ΔΗΜ. Όλα αυτά. ΠΑΡ. Παίρνω λεφτά και τρέχω.
195 ΔΗΜ. Συ, όχι ακόμη, Νικήρατε; ΝΙΚ. Πάω μέσα να πω της γυναίκας μου
να τακτοποιήσει το σπίτι και θα τρέξω αμέσως πίσω του.
ΠΑΡ. Δεν ξέρω τίποτε· αυτές τις διαταγές πήρα
200 και πάω τώρα κατά κει. ΔΗΜ. Αυτός θα έχει δυσκολίες
να πείσει την γυναίκα του. Αλλά εγώ δεν πρέπει
να δώσω εξηγήσεις ούτε να χάσω χρόνο. Παρμένων
εδώ είσαι ακόμη; ΠΑΡ. Ξέρεις την περιέργεια των γυναικών·
205 θέλουν όλα να τα μάθουν.
(λείπουν περίπου 8 στίχοι)

Ιστορία της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας: Πώς άλλαξε η αρχαία Ελληνική γλώσσα

10.7.10 Χάνεται ο δυϊκός αριθμός


Τέλος, θα χαθεί ο δυϊκός αριθμός, ως ειδικός τύπος του ουσιαστικού και του ρήματος

Ο δυϊκός μπορεί να βρεθεί στα αρχαία ελληνικά ομηρικά κείμενα, όπως στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια, αν και η χρήση του είναι μόνο σποραδική, εξαιτίας τόσο των καλλιτεχνικών προνομιών, όσο και των φρασεολογικών και μετρικών απαιτήσεων εντός του εξαμετρικού μέτρου. Υπήρχαν μόνο δύο διάκριτες μορφές του δυϊκού στην αρχαία ελληνική.

Στην κλασσική ελληνική γλώσσα, ο δυϊκός χάθηκε, με εξαίρεση στην αττική διάλεκτο της Αθήνας, όπου εξακολούθησε να υφίσταται μέχρι τον πέμπτο αιώνα π.Χ. Ακόμη και σε αυτή την περίπτωση, η χρήση του εξαρτιόταν από τον συγγραφέα και ορισμένες κοινές εκφράσεις.

Στην ελληνιστική κοινή και νεοελληνική γλώσσα, το μοναδικό κατάλοιπο του δυϊκού είναι το αριθμητικό ψηφίο δύο, το οποίο έχει χάσει τις γενικές και δοτικές του πτώσεις (δυοῖν) και διατηρεί την ονομαστική/αιτιατική μορφή του. Συνεπώς, φαίνεται να είναι άκλιτο σε όλες τις πτώσεις. Παρ 'όλα αυτά, ο Αριστοφάνης ο Βυζάντιος, η σημαντικότερη αυθεντία της εποχής του (αρχές 2ου αι. π.Χ.) στη γραμματική και το ύφος, και αφοσιωμένος υπερασπιστής της «σωστής» υψηλόβαθμης αττικής παραδόσεως, προσβάλλει εκείνους που γράφουν δυσί (δοτική, πληθυντικός αριθμός) αντί για δυοῖν (δοτική, δυϊκός αριθμός).

Επίσης, οι λέξεις αμφότερος (αντίστοιχο του αγγλικού both), εκάτερος (αντίστοιχο του αγγλικού either), έτερος καθώς και τα παράγωγα αυτών δηλώνουν την ύπαρξη δύο μόνο μερών. Π.χ.:
  • Κατέθεσαν μήνυση αμφότεροι (δύο μόνο μηνυτές) , ενώ κατέθεσαν μήνυση άπαντες (περισσότεροι από έναν μηνυτές).
  • Εκάτερος έλαβε 50.000€ (καθένας από τους δύο), ενώ έκαστος έλαβε 50.000€ (καθένας από ένα πλήθος ατόμων).
  • Η έτερη ομάδα αποκλείστηκε (μεταξύ δύο ομάδων, η άλλη), ενώ κάθε άλλη ομάδα αποκλείστηκε.

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ: Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ ΚΑΤΑ ΤΟ (1821 - 1831)

Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ ΚΑΤΑ ΤΟ (1821 - 1831)


Ο ΤΑΚΤΙΚΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ 
Η ιστορία του Ελληνικού Στρατού συνδέεται άρρηκτα με την ιστορία του Ελληνικού Έθνους και καλύπτει αποκλειστικά, διεξοδικά και επιστημονικά τεκμηριωμένα την ιστορία του Ελληνικού Στρατού.

Αποτελεί μια παρουσίαση στην οποία αναπτύσσονται κατά χρονολογική σειρά τα σπουδαιότερα γεγονότα του Ελληνικού Στρατού για την οργάνωση, λειτουργία και δραστηριότητα του στρατού από άποψη συγκρότησης, εκπαίδευσης, εξοπλισμού, στρατολογίας, διοικητικής μέριμνας, εθνικής και κοινωνικής προσφοράς και γενικά της συμμετοχής του στα ιστορικά γεγονότα και τις εξελίξεις που διαμόρφωσαν τη Νεότερη Ελληνική Ιστορία...

Οι Πρώτες Προσπάθειες Οργάνωσης Τακτικού Στρατού (1821-1831)

Η ιδέα, αλλά και η ανάγκη, συγκροτήσεως Τακτικού Στρατού, δημιουργήθηκε αμέσως μετά την κήρυξη της Ελληνικής Επαναστάσεως το 1821. Μέχρι τότε ο αγώνας διεξαγόταν από άτακτα σώματα, συγκροτημένα στην πλειονότητα τους από αφοσιωμένους στην ιδέα της ελευθερίας πατριώτες, που στερούνταν στρατιωτικής εκπαιδεύσεως και πειθαρχίας και δύσκολα μπορούσαν να συνεργαστούν για τον κοινό σκοπό.


Αυτός ήταν και ο βασικός λόγος, που παρά τις αρχικές σημαντικές πολεμικές επιτυχίες τους, ώθησαν τις επαναστατικές αρχές και κυβερνήσεις προς τη βαθμιαία οργάνωση Τακτικού Στρατού. Στην προσπάθεια αυτή μεγάλη βοήθεια προσέφεραν οι ελληνικής καταγωγής αξιωματικοί, που υπηρετούσαν σε διάφορους ευρωπαϊκούς στρατούς, καθώς και πολλοί ξένοι στρατιωτικοί, οι οποίοι ήρθαν εθελοντικά στην Ελλάδα, για να συμμετάσχουν στην απελευθέρωση της.

Συγκρότηση και Συμμετοχή στον Αγώνα των Πρώτων Μονάδων Τακτικού Στρατού

Το πρώτο ελληνικό τακτικό σώμα συγκροτήθηκε από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, στις 3 Μαρτίου 1821, στο Ιάσιο της Μολδαβίας με την ονομασία «Ιερός Λόχος». Τον Ιούνιο του 1821 έφτασε στην Πελοπόννησο ο Δημήτριος Υψηλάντης με μια μικρή ομάδα ομογενών και φιλελλήνων και αμέσως άρχισε, κατά το πρότυπο του αδελφού του Αλεξάνδρου, να συγκροτεί στην Καλαμάτα ένα τακτικό σώμα, με σκοπό να συμμετάσχει στον Αγώνα.

Στις 9 Ιανουαρίου 1822 συνήλθε στην Επίδαυρο η Α' Εθνική Συνέλευση, η οποία δύο μήνες αργότερα εξέλεξε ως πρόεδρο της πρώτης Ελληνικής Κυβερνήσεως τον αγωνιστή της Επαναστάσεως και πολιτικό Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Ο Μαυροκορδάτος, θεωρώντας αναγκαία την οργάνωση Τακτικού Στρατού, πρότεινε στο Βουλευτικό Σχέδιο Νόμου «Περί Οργανώσεως του Στρατού». Το σχέδιο αυτό ψηφίστηκε την 1η Απριλίου 1822 και αποτέλεσε τη βάση όλης της μετέπειτα στρατιωτικής νομοθεσίας.

Ειδικότερα, με το νόμο αυτό θεσπιζόταν η σύσταση Τακτικού Στρατού, ο οποίος θα αποτελούνταν από βαρύ και ελαφρό πεζικό, βαρύ και ελαφρό ιππικό, πυροβολικό πολιορκίας και πεδινό, καθώς και ένα τμήμα μηχανικού. Συστήθηκαν δηλαδή τα πρώτα Όπλα στον υπό συγκρότηση Ελληνικό Στρατό, δηλαδή του Πεζικού, Ιππικού, Πυροβολικού και Μηχανικού.


Σύμφωνα με τα παραπάνω, τον Απρίλιο του 1822 συγκροτήθηκε το πρώτο σύνταγμα Πεζικού με διοικητή τον Ιταλό Συνταγματάρχη Pietro Tarella (Ταρέλλα). Το Πυροβολικό συγκροτήθηκε από το τμήμα των δύο πυροβόλων του Συνταγματάρχη Βουτιέ. Καθώς όμως η Κυβέρνηση αδυνατούσε να διαθέσει τα απαραίτητα για τη συντήρηση του μέσα, το σύνταγμα διατηρήθηκε για λίγο καιρό συντηρούμενο από επιτόπιους πόρους και στη συνέχεια αυτοδιαλύθηκε. Οι άνδρες του, μετά από την εξέλιξη αυτή, εντάχθηκαν στα άτακτα σώματα.

Ανασύσταση και Αύξηση της Δύναμης του Τακτικού Στρατού

Σε όλη τη διάρκεια του έτους 1823. δεν έγινε δυνατή η ανασυγκρότηση του Τακτικού Στρατού, για καθαρά οικονομικούς λόγους. Μόνο τον Ιούλιο του 1824, με τη συνομολόγηση δανείου από την Αγγλία, ξεπεράστηκαν τα εμπόδια και η Κυβέρνηση προέβη στην ανασύσταση του Τακτικού Στρατού. Σταδιακά και με την κατάταξη εθελοντών σχηματίστηκε ένα τάγμα, περίπου 500 ανδρών, αποτελούμενο από τέσσερις λόχους Πεζικού, ένα λόχο Ευζώνων και έναν Επίλεκτων. Διοικητής του τοποθετήθηκε ο Δωδεκανήσιος Συνταγματάρχης Παναγιώτης Ρόδιος. Παράλληλα, συστήθηκε ένα τμήμα Πυροβολικού από περίπου 100 άνδρες, υπό τις διαταγές του Συνταγματάρχη Βουτιέ, με κύρια αποστολή το χειρισμό των πυροβόλων του φρουρίου του Ναυπλίου.

Η Προσωρινή Διοίκηση της Ελλάδας, διαπιστώνοντας από τις επιχειρήσεις κατά του Ιμπραήμ τα πλεονεκτήματα του Τακτικού Στρατού έναντι των άτακτων, αποφάσισε την περαιτέρω ενίσχυση του. Για το σκοπό αυτό, στις 10 Μαΐου 1825, κατήρτισε Νόμο «Περί Απογραφικής Στρατολογίας», σύμφωνα με τον οποίο θα γινόταν απογραφή και στη συνέχεια στρατολόγηση σε όλη την επικράτεια. Επίσης, διόρισε επικεφαλής των τακτικών στρατευμάτων το φιλέλληνα Γάλλο Συνταγματάρχη Charles Fabvier (Φαβιέρο).


Ο Φαβιέρος ανέλαβε τη διοίκηση του τάγματος από το Συνταγματάρχη Ρόδιο στις 30 Ιουλίου 1825. Με τους νέους στρατολογημένους, πολλούς 'Ελληνες του εξωτερικού που έσπευσαν να υπηρετήσουν την πατρίδα και πολλούς φιλέλληνες, η δύναμη του Τακτικού Στρατού αυξήθηκε και επέτρεψε τη συγκρότηση, δύο ταγμάτων δυνάμεως περίπου 400 ανδρών το καθένα με έδρα το Ναύπλιο. Στις μονάδες αυτές ενσωματώθηκε και μια μικρή δύναμη Ιππικού υπό το φιλέλληνα Γάλλο Επίλαρχο Regnault (Ρενιώ) και τμήμα Μουσικής, ενώ το τμήμα Πυροβολικού οργανώθηκε σε πυροβολαρχία των τεσσάρων πυροβόλων. Στα τάγματα ξαναδόθηκαν οι σημαίες των πρώτων ταγμάτων που είχαν απονεμηθεί το 1822.

Αναδιοργάνωση των Στρατιωτικών Δυνάμεων επί Ι. Καποδίστρια (1828-1831)

Η άφιξη του Ιωάννη Καποδίστρια στο Ναύπλιο, στις 6 Ιανουαρίου 1828, ως πρώτου Κυβερνήτη της χώρας, άνοιξε μια νέα περίοδο στην οργάνωση του Τακτικού Στρατού. Κατανόησε ότι για την επιτυχία του ήταν απαραίτητη η ύπαρξη ενός συμβουλευτικού οργάνου, και συγκρότησε στις 23 Ιανουαρίου 1828 «Πολεμικό Συμβούλιο», και ένα χρόνο μετά, το 1829, συγκροτήθηκε «Γραμματεία επί των Στρατιωτικών και Ναυτικών Υποθέσεων». Αμέσως μετά, ο Καποδίστριας επιδόθηκε στην αναδιοργάνωση των άτακτων στρατευμάτων.

Ήταν η δεύτερη σοβαρή προσπάθεια οργανώσεως των άτακτων σωμάτων από την έναρξη του Αγώνα. Η πρώτη είχε γίνει από την Α' Εθνική Συνέλευση, στις 9 Ιανουαρίου 1822. Οι νέοι σχηματισμοί συγκεντρώθηκαν στα Μέγαρα και την Ελευσίνα, όπου στις 16 και 26 Απριλίου αντίστοιχα, έδωσαν τον καθιερωμένο όρκο και παραδόθηκαν οι σημαίες από τον Κυβερνήτη. Οι δυνάμεις αυτές, με τη νέα οργάνωση και σύνθεση συμμετείχαν στις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις της Στερεάς Ελλάδας και η προσφορά τους ήταν σημαντική.


Μετά τη μάχη στην Πέτρα Βοιωτίας, ο Καποδίστριας, δημιούργησε σταδιακά δεκατρία ελαφρά τάγματα Πεζικού, ενώ στις 17 Αυγούστου 1828 συγκροτήθηκε το πρώτο εθελοντικό τάγμα Πυροβολικού και λίγο αργότερα, στις 28 Ιουλίου 1829, συστήθηκε για πρώτη φορά, τμήμα Μηχανικού με την ονομασία «Σώμα Αξιωματικών Οχυρωματοποιίας και Αρχιτεκτονικής». Στις 22 Ιουλίου 1829 τοποθετήθηκε διοικητής του Τακτικού Στρατού ο Γάλλος Συνταγματάρχης Trezel (Τρεζέλ), ο οποίος προέβη στην ανασυγκρότηση του, με νέα οργάνωση, σύνθεση και διάταξη.

Οπλισμός - Οπλοστάσιο

Τα άτακτα σώματα των οπλαρχηγών του Αγώνα δεν είχαν ενιαίο οπλισμό. Καθένας από τους άνδρες χρησιμοποιούσε τα δικά του όπλα. Σταδιακά, ο Τακτικός Στρατός άρχισε να εξοπλίζετε με λογχοφόρα τυφέκια ενώ από το Σεπτέμβριο του 1825 άρχισε να λειτουργεί στο Ναύπλιο εργοστάσιο επισκευής και μετασκευής παλιών τυφεκίων και πυροβόλων, καθώς και κατασκευής πυρομαχικών και βλημάτων πυροβολικού, το «Οπ/οοτάσ/ον» Ναυπλίου υπό τη διεύθυνση του Γάλλου Συνταγματάρχη Amaud (Αρνώ) και αργότερα υπό τον Υπολοχαγό Bourcher (Μπουρσέ).


Εκπαίδευση

Η προσπάθεια στρατιωτικής εκπαιδεύσεως του υπό σύσταση Τακτικού Στρατού άρχισε από το Δημήτριο Υψηλάντη με τη συγκρότηση του πρώτου ημιτάγματος στην Καλαμάτα το 1821. Ως εκπαιδευτές χρησιμοποιήθηκαν Γάλλοι αξιωματικοί. Ωστόσο, η προσπάθεια αυτή δεν απέδωσε πολλά, καθώς το ημίταγμα διαλύθηκε μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα και αφού είχε λάβει μέρος σε πολλές επιχειρήσεις. Λίγο αργότερα εφαρμόστηκε ο Γαλλικός Κανονισμός στην εκπαίδευση του πρώτου συντάγματος του Τακτικού Στρατού, που είχε οργανωθεί με απόφαση της Α' Εθνοσυνελεύσεως.

Σημαντικότερη όμως και μεγαλύτερης διάρκειας ήταν η εκπαίδευση του τακτικού σώματος του Φαβιέρου από φιλέλληνες αξιωματικούς -κατά τα Γαλλικά και πάλι πρότυπα- με την καθοδήγηση του Γάλλου Λοχαγού Mayies ( Μαγιέ). Με τη λήξη του απελευθερωτικού αγώνα και την ανασυγκρότηση του Τακτικού Στρατού, ο πρώτος Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας φρόντισε να διατεθούν Γάλλοι αξιωματικοί και υπαξιωματικοί της Στρατιάς του Maison (Μαιζόν) ως προγυμναστές. Από τον Ιούλιο του 1828, με διαταγή του Κυβερνήτη, άρχισε να λειτουργεί στο Ναύπλιο ο «Λόχος Ευελπίδων», έχοντας ως αποστολή την παροχή της αναγκαίας στρατιωτικής αγωγής και επαγγελματικής καταρτίσεως στα μελλοντικά στελέχη του στρατού.


Λόγω όμως της ακαταλληλότητας του πρώτου Διοικητή, του Κορσικανού πρώην Υπολοχαγού Επιμελητείας του Αγγλικού Στρατού Romylo de Santelli (Σαντέλλι), αποφασίστηκε η διάλυση του Λόχου Ευελπίδων και η ανασυγκρότηση του σε νέες βάσεις υπό τη διεύθυνση του ικανότατου πράγματι Λοχαγού Πυροβολικού Πωζιέ, με το όνομα πλέον «Κεντρικόν Πολεμικόν Σχολείον». Παράλληλα, ο Καποδίστριας, εξέδωσε τον Οκτώβριο του 1829 διάταγμα για το σχηματισμό ενός σώματος «Ακολούθων» και έτσι, από τα πρώτα ακόμη βήματα του νεοσύστατου Κράτους, εγκαινιάστηκε το σύστημα της διπλής προελεύσεως των στελεχών, που τόσο αναπτύχθηκε στη συνέχεια, ιδιαίτερα σε εμπόλεμες περιόδους.

Στρατολογία

Τα σώματα των οπλαρχηγών του 1821 στηρίζονταν στην εθελοντική κατάταξη των μαχητών. Όμως, ο Τακτικός Στρατός για να διατηρεί σταθερή την απαιτούμενη δύναμη του, έπρεπε να προβεί σε κανονική στρατολογία. Μετά από αυτό, η Προσωρινή Κυβέρνηση κατήρτισε νόμο το Σεπτέμβριο του 1825, που καθόριζε απογραφή και στρατολογία σε όλη την επικράτεια, με αναλογία ενός στρατιώτη ανά εκατό κατοίκους. Οι στρατεύσιμοι κληρώνονταν από αυτούς που ήταν ηλικίας 18-30 ετών, με εξαίρεση τους σωματικά ανίκανους και τους μοναχογιούς. Επιτρεπόταν μάλιστα η αντικατάσταση κάθε κληρωτού με όποιον άλλο δεχόταν να στρατευθεί στη θέση του. Η θητεία ορίστηκε τριετής. Ανά έτος το ένα τρίτο των οπλιτών απαλλασσόταν με κλήρο και έπαιρνε τη θέση τους ίσος αριθμός νέων οπλιτών, ώστε στα τρία χρόνια να ανανεώνεται εντελώς το στράτευμα.


Σύμφωνα με το νόμο αυτόν, καθώς ο πληθυσμός της Ελλάδας υπολογιζόταν τότε περίπου σε 700.000 κατοίκους, έπρεπε να στρατολογηθούν 7.000 άνδρες. Επειδή όμως μεγάλο μέρος της χώρας το κατείχαν ή το λεηλατούσαν οι Τούρκοι και επειδή πολλοί νέοι είχαν ήδη ενταχθεί στα άτακτα σώματα ή το ναυτικό, η στρατολογία δεν απέδωσε το αναμενόμενο αποτέλεσμα. Το μεγαλύτερο αριθμό των στρατευσίμων έδωσαν τα ελεύθερα ελληνικά νησιά που δεν είχαν υποστεί σοβαρές καταστροφές από τους Τούρκους.

Στολή - Σημαία

Στολή

Τον Απρίλιο του 1822 καθορίστηκε με νόμο, κάθε αξιωματικός και οπλίτης να δικαιούται μία στολή δωρεάν. Οι στολές ορίστηκε να είναι όμοιες με αυτές των ευρωπαϊκών στρατών. Ωστόσο, όταν ανασυντάχθηκε το πρώτο τακτικό τάγμα, υπό το Συνταγματάρχη Ρόδιο, τον Ιούλιο του 1824, διατηρήθηκε η ελληνική ενδυμασία από σαγιάκι (κάπα), άσπρη φουστανέλα και φέσι. Αργότερα, μόνο ο Φαβιέρος, μοίρασε στο τακτικό σώμα 5.000 στολές που εισήγαγε από την Αγγλία. Μετά την εκστρατεία της Χίου, το 1828, καθώς το τακτικό σώμα επέστρεψε σε άθλια σχεδόν κατάσταση, ο νέος Διοικητής του Έυδεκ, μερίμνησε πάλι για την ενδυμασία του. Νέες στολές όμοιες με τις γαλλικές, κατασκευάστηκαν στο Ναύπλιο, ενώ την ίδια εποχή ρυθμίστηκαν και οι στολές «μικρή» και «μεγάλη» των μαθητών του Κεντρικού Πολεμικού Σχολείου.


Ένα χρόνο αργότερα, η στολή του Τακτικού Στρατού εξομοιώθηκε με διάταγμα με τη γαλλική και μόνο οι άνδρες των ελαφρών ταγμάτων εξακολουθούσαν να φορούν την παραδοσιακή ελληνική ενδυμασία.

Σημαία

Τον τύπο της επίσημης Ελληνικής Σημαίας καθιέρωσε για πρώτη φορά το «Προσωρινό Πολίτευμα της Ελλάδος» την 1η Ιανουαρίου 1822, το οποίο όρισε το κυανό και το λευκό ως χρώματα της σημαίας και ανέθεσε στο «Εκτελεστικό Σώμα» (Κυβέρνηση) να προσδιορίσει το σχήμα της. Μετά από αυτό, στις 15 Μαρτίου 1822, καθορίστηκε με διάταγμα το σχήμα της σημαίας ως εξής:

- Των Δυνάμεων Ξηράς : Σχήματος τετραγώνου, χρώματος κυανού με λευκό σταυρό στο μέσο που τη διέσχιζε από το ένα άκρο έως το άλλο και τη χώριζε σε τέσσερα ίσα μέρη.

- Της Θάλασσας : Αυτή ήταν δύο τύπων. Μία για τα πολεμικά πλοία και μία για τα εμπορικά.


Τη σημαία των πολεμικών πλοίων αποτελούσαν εννέα εναλλασσόμενες ισοπλατείς οριζόντιες ταινίες (πέντε κυανές και τέσσερις λευκές) και είχε στο επάνω εσωτερικό μέρος κυανό τετράγωνο μέσα στο οποίο υπήρχε λευκός σταυρός. Αντίθετα, η σημαία των εμπορικών πλοίων ήταν χρώματος κυανού με λευκό τετράγωνο και κυανό σταυρό στο επάνω εσωτερικό μέρος. Από το 1828 καθιερώθηκε ενιαία σημαία για τη θάλασσα αυτή των πολεμικών πλοίων.

Μέριμνα για το Προσωπικό

Από τις πρώτες ακόμη ημέρες του Αγώνα έγινε αισθητή η ανάγκη ιατρών κα νοσοκομείων. Για το σκοπό αυτό αποφασίστηκε, τον Ιανουάριο του 1822, η τοποθέτηση σε κάθε χιλιαρχία άτακτων, ενός γιατρού παθολόγου και ενός χειρουργού, ενώ η πρώτη προσπάθεια ιδρύσεως στρατιωτικού νοσοκομείου έγινε, αμέσως με την κήρυξη της Επαναστάσεως, στο στρατόπεδο των Πατρών.

Την αποφασιστικότερη κίνηση, στον τομέα της υγειονομικής περιθάλψεως, έκανε ο Λόρδος Byron (Βύρων), ο οποίος όταν ήρθε στην Ελλάδα τις πρώτες ημέρες του 1824 φρόντισε να φέρει μαζί του μεγάλη ποσότητα φαρμάκων και χειρουργικών εργαλείων. Επίσης, βοήθησε να ιδρυθούν στρατιωτικά νοσοκομεία στο Μεσολόγγι και την Αθήνα. Το 1825, προβλέφθηκε με νόμο η ίδρυση τεσσάρων νοσοκομείων, καθώς και ο διορισμός, δίπλα στους αρχηγούς των Όπλων, ενός αρχίατρου και ενός χειρουργού, μαζί με ένα βοηθό του καθενός για 500 οπλίτες. Προβλέφθηκαν επίσης δύο τραυματιοφορείς ανά χίλιους οπλίτες και το απαραίτητο υγειονομικό υλικό.

Στην εποχή του Καποδίστρια εξάλλου, τέθηκαν και οι πρώτες βάσεις κοινωνικής μέριμνας για το στρατιωτικό προσωπικό και τις οικογένειες του. Ειδικότερα, το Φεβρουάριο του 1828, καθορίστηκαν οι συντάξεις όσων αποχωρούσαν λόγω τραυμάτων, αρρώστιας ή γήρατος, καθώς και η απονομή συντάξεων στις οικογένειες όσων σκοτώνονταν ή πέθαιναν «εν υπηρεσία».


Το Δεκέμβριο του ίδιου έτους αποφασίστηκε η χορήγηση μηνιαίου σιτηρέσιου ή ένταξη στο «Σώμα Απομάχων» αυτών που είχαν καταστεί ανίκανοι κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας τους. Οι απόμαχοι, που αποχωρούσαν από τις τάξεις του στρατεύματος, έπαιρναν σύνταξη ίση με το μισό των αποδοχών τους. Ολόκληρο το μισθό τους έπαιρναν, ως σύνταξη, μόνο αυτοί που συμπλήρωναν τεσσαρακονταετία. Επίσης, συστήθηκε ειδικά για την περίθαλψη τους το «Ίδρυμα Απομάχων».

Ο Τακτικός Στρατός κατά το 1825

Η δύναμις του Τακτικού Στρατού κατά το έτος 1825 ήτο 4.000 άνδρες, η δε σύνθεσή του η ακόλουθη:

Διοικητής

Συνταγματάρχης Κάρολος Φαβιέρος, Γάλλος παραλαβών την Δ/σιν την 30ην Ιουλίου 1825 παρά του Συνταγματάρχου Ροδίου.

ΠΕΖΙΚΟΝ

Α’ Τάγμα (Αθηνών) – 8 Λόχων (120-140 ανδρών έκαστος)
Β’ Τάγμα (Ναυπλίου) – 6 Λόχων (120-140 ανδρών έκαστος)
Γ’ Τάγμα (Αθηνών) – 8 Λόχων (120-140 ανδρών έκαστος)
Δ’ Ημίταγμα – 4 Λόχοι (120-140 ανδρών έκαστος)
Τμήμα Ελαφρού Πεζικού Ανιχνευτών Σταυροφόρων Δυνάμεως 250 ανδρών

ΙΠΠΙΚΟΝ

Διοικητής Tαγματάρχης Ρεννώ, Γάλλος

‘Υλη Λογχιστών
‘Υλη Καραμπινοφόρων
‘Υλη Ανίππων

ΠΥΡΟΒΟΛΙΚΟΝ

Διοικητής Λογαγός Εμμανουήλ Καλλέργης
Πυροβολαρχία 200 ανδρών μετά τεσσάρων (4) ορεινών πυροβόλων

ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ
 

ΟΠΛΟΣΤΑΣΙΟΝ


Από του Σεπτεμβρίου 1825 ήρξατο λειτουργούν εν Ναυπλίω εργοστάσιον επισκευής παλαιών τυφεκίων και πυροβόλων, ως και κατασκευής πυρομαχικών και βλημάτων πυροβολικού, υπό την διεύθυνσιν του Γάλλου Συνταγματάρχου Αρνώ, αφιχθέντος εκ Γαλλίας με Επιτελείον πυροτεχνουργών και αναγκαιούντων μηχανημάτων.

ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΣΧΟΛΗ

Διοικητής/Διευθυντής Λογαγός Μαγιές, Γάλλος

Η Σχολή Αξιωματικών Τακτικού Σώματος ελειτούργησε από τον Οκτώβριο 1825. Πρόκειται για την πρώτη Στρατιωτική Σχολή της Νεωτέρας Ελλάδος.

ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑ

Διά θεσπίσματος του Βουλευτικού της 11ης Οκτωβρίου 1825 απεφασίσθη η σύστασις των αναγκαίων Νοσοκομείων διά την περίθαλψιν των ασθενών και τραυματιών.

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Άμα τη συγκροτήσει του, το Τακτικόν Σώμα μετέβη εις Αθήνας την 1ην Οκτωβρίου 1825 γενόμενο ενθουσιωδώς δεκτόν. Τον Μάρτιο του 1826, ο Φαβιέρος, άνευ διαταγών και με δική του πρωτοβουλία, ωδήγησε το Τακτικόν εις Κάρυστον, όπου ηττήθη από τον Ομέρ Πασά τον Καρυστινό. Ανεσυγκροτήθη εκ ν έου εις Αθήνας και έλαβε νέες στολές. Αυτές ήταν:

Αμπέχωνο γαλάζιο στολισμένο στα στήθη με αργυρόπλεκα γαϊτάνια παντελόνι φαιό κράνος αγγλικό μαύρο, απαστράπτων, με λοφίο από μαύρα και άπρα πτερά. Σπαθιά αξιωματικών με χρυσή λαβή όπλα στρατιωτών με ξιφολόγχη δερμάτινος γυλιός.


Παρά την λαμπρή εμφάνιση, το Σώμα εστερείτο ηθικού και δεν εσημείωσε αξιόλογη δράση με εξαίρεση την είσοδό του στην πολιορκουμένη υπό του Κιουταχή Ακρόπολη των Αθηνών την 30η Νοεμβρίου 1826.

Η ενίσχυσις των πολιορκουμένων με άνδρες και εφόδια παρέτεινε την πολιορκία έως τις 27 Μαϊου 1827 οπότε υπήρξε συνθηκολόγησις υπέρ των Τούρκων.

Τα λείψανα του Τακτικού ανεσυγκροτήθησαν εις Πόρον και ανεχώρησαν δια την τελευταία εκστρατεία στην Χίο τον Οκτώβριο του 1827.

Η Ελληνική κυβέρνησις, μη δυναμένη να συντηρήση το Τακτικόν, ενέκρινε την εκστρατεία της Χίου διότι τα έξοδα τα ανέλαβαν οι Χιώτες της διασποράς. ‘Ετσι, η τελευταία δύναμις στρατού εξέφυγε από τα χέρια της Κυβερνήσεως η οποία, ανίκανη να επιβληθή στην εσωτερική αναρχία, κατέφυγε εις Αίγινα εν αναμονή του Καποδίστρια.

Δολοφονία του Καποδίστρια και Αποσύνθεση του Τακτικού Στρατού

Στις 29 Σεπτεμβρίου 1831 δολοφονήθηκε στο Ναύπλιο ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας, από πολιτικούς του αντιπάλους, με συνέπεια να επικρατήσει πλήρης πολιτική και κοινωνική αναρχία στο εσωτερικό της χώρας, με άμεση επίδραση και στο στρατό. Τα ελαφρά τάγματα γρήγορα διαλύθηκαν, σχηματίζοντας και πάλι ένοπλες ομάδες με αρχηγούς τους παλιούς οπλαρχηγούς των άτακτων σωμάτων.

Ο Τακτικός Στρατός, που σε όλο σχεδόν το διάστημα μέχρι το θάνατο του Κυβερνήτη είχε μείνει αμέτοχος σε κάθε πολιτική διαμάχη, υπέστη και αυτός τις αρνητικές συνέπειες των τελευταίων θλιβερών γεγονότων. Ο Στρατηγός Ζεράρ, μαζί με τους περισσότερους Γάλλους αξιωματικούς, αποχώρησαν από το στράτευμα. Επιπλέον, λόγω ελλείψεως των αναγκαίων οικονομικών πόρων για τη συντήρηση του Τακτικού Στρατού, σημειώθηκε μεγάλη διαρροή των ανδρών του προς τους άτακτους.


Η Κυβερνητική Επιτροπή που διαδέχθηκε τον Καποδίστρια, διόρισε Διοικητή του Στρατού τον παλιό φιλέλληνα Γάλλο Συνταγματάρχη Graillard (Γκρεγιάρ), με βοηθό τον Υπολοχαγό Πυροβολικού Σκαρλάτο Σούτσο. Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες της νέας διοικήσεως, η δύναμη του Τακτικού Στρατού μειώθηκε στο ελάχιστο και η όλη οργανωτική προσπάθεια των τελευταίων ετών κινδύνευε να καταστραφεί. Το ίδιο συνέβη και στον τομέα της εκπαιδεύσεως. Ο Πωζιέ παραιτήθηκε από τη διοίκηση του Κεντρικού Πολεμικού Σχολείου και στη θέση του τοποθετήθηκε ο Βαυαρός Συνταγματάρχης Reineck (Ράινεκ), ο οποίος με μεγάλη δυσκολία κατάφερε να το διατηρήσει σε λειτουργία. Η αποχώρηση εξάλλου των Γάλλων προγυμναοτών και η μη αναπλήρωση τους από άλλο προσωπικό είχε ως συνέπεια τη διακοπή της εκπαιδεύσεως και τη χαλάρωση της πειθαρχίας.

Ωστόσο, τα θεμέλια που με τόσο μόχθο είχαν τεθεί επί Καποδίστρια στη στρατιωτική οργάνωση και εκπαίδευση, έμειναν ακλόνητα και αποτέλεσαν τη βάση των παραπέρα προσπαθειών για τη στρατιωτική προετοιμασία της χώρας.

Ιστορικά Πρόσωπα

Καποδίστριας Ιωάννης (1776-1831)


Έξοχος διπλωμάτης, πολιτικός και πρώτος κυβερνήτης της Ελλάδας. Γεννήθηκε στην Κέρκυρα από γονείς ευγενείς. Ο πατέρας του Αντώνιος Καποδίστριας, που ήταν δικηγόρος και πολιτικός, αλλά και η μητέρα του Διαμαντίνα το γένος Γονέμη κατάγονταν από ευγενείς οικογένειες και ήταν γραμμένοι στη Χρυσή Βίβλο, το περίφημο Libro d’ Oro. Ο Ιωάννης Καποδίστριας μετά τις εγκύκλιες σπουδές του στην Κέρκυρα, σπούδασε ιατρική στο περιώνυμο τότε πανεπιστήμιο της Πάντοβας. Εκεί είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει και μαθήματα νομικής και φιλοσοφίας. Στην Ιταλία ήταν τότε πολύ διαδεδομένες οι επαναστατικές ιδέες της Γαλλικής επανάστασης. Ο Καποδίστριας, όντας από τη φύση του φιλελεύθερος, δέχτηκε τα μηνύματα αυτά και έθεσε αργότερα τον εαυτό του στην υπηρεσία του λαού, προσφέροντας τις υπηρεσίες του ως επιστήμονας, αφιλοκερδώς πολλές φορές, και ως πολιτικός.

Επανήλθε στην πατρίδα του την Κέρκυρα το 1797 σε ηλικία 21 ετών και δεν άργησε να διακριθεί. Ίδρυσε την «Εταιρία των Φiλων», έναν φιλολογικό σύλλογο με έντονη πνευματική και πολιτιστική δράση, και τον «Εθνικό Ιατρικό Σύλλογο», τον πρώτο μέχρι τότε στα ελληνικά χρονικά. Διορίστηκε διευθυντής στο στρατιωτικό νοσοκομείο της Κέρκυρας, που ιδρύθηκε μετά τη Ρωσοτουρκική παρέμβαση στα Επτάνησα (1800).


Από το 1801 ήδη άρχισε να έχει ανάμειξη στην πολιτική. Διετέλεσε Γραμματέας της Ιονίου Πολιτείας και ως υπεύθυνος της εκπαίδευσης (έφορος) ίδρυσε 40 σχολεία και φρόντισε για την καθιέρωση της ελληνικής γλώσσας ως επίσημης γλώσσας της Ιονίου πολιτείας. Το 1807 η Γερουσία του ανέθεσε την οχύρωση και άμυνα της Αγίας Μαύρας (Λευκάδας), την οποία απειλούσε ο Αλή Πασάς. Και τότε απέδειξε πως δεν ήταν μόνο έξοχος διπλωμάτης και πολιτικός, αλλά ότι διέθετε και σπάνια οργανωτικά και στρατιωτικά προσόντα.

Δεν άργησε, όμως, να εγκαταλείψει την αγαπημένη του Κέρκυρα, που τόσο νοσταλγούσε στη συνέχεια, και να πάει στην Αγία Πετρούπολη (1809) προσκεκλημένος του Τσάρου. Εκεί γνώρισε και τη Ρωξάνδρα Στούρτζα, που διετέλεσε κυρία επί των τιμών της αυτοκράτειρας Ελισάβετ, συζύγου του τσάρου Αλεξάνδρου του Α´, είναι «η μόνη γυναίκα που αγάπησε» ο Ιωάννης Καποδίστριας, ο πρώτος κυβερνήτης της Ελλάδας. Ο Τσάρος Αλέξανδρος Α΄ του ανέθεσε διάφορες εμπιστευτικές αποστολές και το 1815 τον διόρισε υπουργό των Εξωτερικών της Ρωσικής αυτοκρατορίας. 

Η πολιτική του καριέρα στη Ρωσία συμπίπτει με σημαντικά γεγονότα στην Ευρώπη, καθοριστικά πολλές φορές για την τύχη των λαών. Η συμβολή του Καποδίστρια στη διαμόρφωση του πολιτικού χάρτη της Ευρώπης(1814-1822) υπήρξε μεγάλη. Ιδίως η αναγνώριση της Ελβετίας από τις μεγάλες δυνάμεις ήταν δική του επιτυχία. Γι’ αυτό και τιμήθηκε ως επίτιμος πολίτης στη Γενεύη, στη Λοζάνη και στο Καντόνι του Πο σε ένδειξη ευγνωμοσύνης για τις υπηρεσίες του προς την Ελβετία.

Η σύγκρουσή του όμως με τον Καγκελάριο της Αυστρίας Μέτερνιχ, ο οποίος ήταν η ψυχή της Ιερής Συμμαχίας, δεν άργησε να φανεί. Η πάλη των δύο ανδρών σε διπλωματικό επίπεδο ήταν σφοδρή. Ο Καποδίστριας εξωθούσε τον Τσάρο σε πόλεμο εναντίον της Τουρκίας και στην επίλυση του Ανατολικού ζητήματος με τα όπλα. Έτσι, θα ελευθερωνόταν και η Ελλάδα. Ο Μέτερνιχ πάλι τον ανάγκαζε να μένει πιστός στις αποφάσεις της Βιέννης (1815) και στις αρχές της «Ιερής Συμμαχίας» για τη διατήρηση της «νομιμότητας» στην Ευρώπη με τη δίωξη των φιλελεύθερων ιδεών και την κατάπνιξη κάθε απελευθερωτικού κινήματος.

Ο Καποδίστριας, εκτιμώντας ότι το πολιτικό κλίμα της Ευρώπης ήταν αρνητικό για την Ελληνική υπόθεση, αρνήθηκε να δεχτεί την πρόταση των φιλικών να ηγηθεί της επανάστασης. Με το ξέσπασμα της επανάστασης, διαφοροποιήθηκε πολύ από την επίσημη πολιτική της Ρωσίας και γι’ αυτό απομακρύνθηκε με εύσχημο τρόπο· πήρε άδεια επ’ αόριστον τον Αύγουστο 1822, εγκαταστάθηκε στην Ελβετία και από εκεί δεν έπαψε να εργάζεται για την ελληνική υπόθεση με το πλήθος των γνωριμιών του και το μεγάλο κύρος που διέθετε.


Τα χρόνια πέρασαν και οι αγώνες των Ελλήνων απέδωσαν καρπούς. Κατά την Γ΄ εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας (1827), ύστερα από πρόταση του Κολοκοτρώνη, ο Καποδίστριας εκλέγεται να κυβερνήσει τη μικρή τότε ελεύθερη Ελλάδα για επτά χρόνια. Στις 7 Ιανουαρίου 1828 ο πρώτος κυβερνήτης της Ελλάδας έφτασε στο Ναύπλιο και κατόπιν πήγε στην Αίγινα, που θα ήταν προσωρινή πρωτεύουσα του νεοσύστατου κράτους. Ο Ιωάννης Καποδίστριας κλήθηκε να συστήσει κράτος από το μηδέν.

Τα σύνορα δεν είχαν καθοριστεί. Ο πόλεμος δεν είχε λήξει. Η χώρα μας ήταν ήδη χρεωμένη στους Άγγλους από τα δάνεια, που είχαν δαπανηθεί στις ανάγκες του πολέμου αλλά και στον εμφύλιο. Η εικόνα που παρουσίασαν οι τότε υπουργοί στον κυβερνήτη ήταν φρικτή. Δεν υπήρχαν ούτε δικαστήρια ούτε δικαστές. Δεν υπήρχε ούτε στρατός, ούτε πολεμοφόδια.

Ο Ιωάννης Καποδίστριας άρχισε αμέσως το τεράστιο έργο που τον περίμενε. Αναδιοργάνωσε το στρατό και το στόλο και ανακατέλαβε τη Δυτική και Ανατολική Στερεά Ελλάδα. Με τη συνθήκη που θα υπογραφόταν θα ευνοούνταν οι περιοχές που είχαν πολεμήσει με επιτυχία. Επίσης, έφτασαν Γαλλικά στρατεύματα υπό τον Μαιζόν για την απομάκρυνση των Τουρκοαιγυπτίων του Ιμπραήμ από το Μοριά. Σε διπλωματικό επίπεδο έδωσε σκληρές μάχες, για να κερδίσει ό,τι καλύτερο για την πατρίδα. Αναδιοργάνωσε την επαρχιακή διοίκηση και έθεσε τις βάσεις της οικονομίας. Νοιάστηκε για τη γεωργία, που την εμπλούτισε με νέες καλλιέργειες (πατάτας), για την κτηνοτροφία, το εμπόριο, τη ναυτιλία.

Έκοψε το πρώτο νόμισμα, τον ασημένιο φοίνικα, εκπόνησε το πρώτο δασμολογικό και φορολογικό σύστημα. Έθεσε τις βάσεις της εκπαίδευσης με πολλά σχολεία αλληλοδιδακτικά, στα οποία οι πιο προχωρημένοι μαθητές δίδασκαν τους υπόλοιπους υπό την εποπτεία του δασκάλου, και άλλα χειροτεχνίας, δηλαδή πρακτικής κατεύθυνσης. Στην Αίγινα ιδιαίτερα, ίδρυσε ορφανοτροφείο με διευθύντρια τη Μαντώ Μαυρογένους, όπου βρήκαν περίθαλψη και προστασία 600 ορφανά, καθώς επίσης και το Κεντρικό Σχολείο, οι απόφοιτοι του οποίου προορίζονταν για ανώτερες σπουδές. 

Επίσης, ίδρυσε το Πρότυπο Αγροκήπιο και τη Γεωργική σχολή Τίρυνθας. Στον τομέα της δικαιοσύνης έθεσε τις βάσεις απονομής δικαίου με τη δημοσίευση του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και πολλών νόμων, με την ίδρυση πρωτοδικείων στις έδρες των νομών, ειρηνοδικείων στις κωμοπόλεις, καθώς και εφετείων. Το έργο που επιτελέστηκε στα τριάμισι χρόνια διακυβέρνησής του μέχρι τη δολοφονία του ήταν τεράστιο και πρωτοφανές.

Η αντίδραση κατά του κυβερνήτη ήταν από την αρχή σχεδόν έντονη και συνεχώς αυξανόμενη. Στην προσπάθειά του να δημιουργήσει κεντρική εξουσία και να θέσει τις βάσεις για την οικονομία, βρήκε αντιμέτωπους τους άρχοντες, που αντιπροσώπευαν την παλιά αριστοκρατία. Οι πρόκριτοι φοβούνταν ότι θα έχαναν τα παλιά τους προνόμια και την εξουσία τους και γι’ αυτό δεν εννοούσαν να υπακούουν στα κελεύσματα του νεοσύστατου κράτους. Δεν εννοούσαν π.χ. ότι έπρεπε να πληρώνουν φόρους. Και όχι μόνο τούτο, αλλά ζητούσαν υπέρογκα ποσά ως πολεμική αποζημίωση για όσα είχαν χαλάσει κατά τη διάρκεια του αγώνα.


Οι Κουντουριώτηδες από την Ύδρα ζητούσαν τόσο πολλά για τα καράβια τους που είχαν καταστραφεί, για τους μισθούς των πλοιάρχων και πληρωμάτων και για άλλα ακόμη, που ο Αγώνας γι’ αυτούς θα ήταν κερδοσκοπική επιχείρηση, αν η κυβέρνηση είχε να τους αποζημιώσει. Το ίδιο κάνανε κι οι Σπέτσες και τα Ψαρά. Κι εκείνος που υποδαύλιζε την αντικαποδιστριακή τακτική ήταν ο Αλέξ. Μαυροκορδάτος, ο πρώτος και μεγαλύτερος πολιτικάντης της νεότερης ιστορίας μας, ο οποίος έβλεπε να του γλιστρούν μέσα από τα χέρια τα τρανά αξιώματα. Το νησί της Ύδρας ήταν το μεγαλύτερο αντικαποδιστριακό κέντρο, όπου προσέφευγαν οι δυσαρεστημένοι και συνωμότες. Άλλο κέντρο ήταν η Μάνη των Μαυρομιχάληδων.

Η δολοφονία του Καποδίστρια στις 27-9-1831 από τον Κωνσταντίνο και Γεώργιο Μαυρομιχάλη, αδερφό και γιο αντίστοιχα του Πετρόμπεη, έχει υπερτονιστεί από τους ιστορικούς. Την εγκληματική ενέργεια όμως δεν πρέπει να ερμηνεύουμε με βάση τα προσωπικά πάθη των δραστών. Ίσως να μην το αποτολμούσαν, εάν η ατμόσφαιρα δεν ήταν τεταμένη και αν δεν υπήρχε τόσο το πλήθος ανθρώπων, που φανερά επιθυμούσαν το θάνατο του κυβερνήτη. Είχαν φτάσει στο σημείο να μαζεύουν χρήματα για το σκοπό αυτό κρυφά. 

Και ως ηθικούς αυτουργούς δεν πρέπει να θεωρούμε μόνο τη φάρα των Μαυρομιχαλαίων, τους Κουντουριώτηδες, τον Μαυροκορδάτο και άλλους, καθώς επίσης και την υδραίικη εφημερίδα «Απόλλων», η οποία πανηγύριζε για τον θάνατο του κυβερνήτη κι ύστερα έπαψε να εκδίδεται, επειδή είχε εκπληρώση τον προορισμό της· ηθικοί αυτουργοί ήταν και οι ξένοι και ιδίως οι Άγγλοι, οι οποίοι έβλεπαν στο πρόσωπο του Καποδίστρια όχι τον Έλληνα κυβερνήτη αλλά τον Ρώσο πράκτορα. Στη συνέχεια όλοι κατάλαβαν το μέγα σφάλμα, αλλά ήταν πια αργά.

Ο Ιωάννης Καποδίστριας ήταν ακέραιος χαρακτήρας, έντιμος και θερμός πατριώτης και ανιδιοτελής. Αρνήθηκε σύνταξη από τη Ρωσία, για να μη θεωρηθεί μισθοδοτούμενος από τους ξένους. Αρνιόταν τον μισθό του. Δυο φορές θέλησαν να του κόψουν κάποια χορηγία, για να έχει τη δυνατότητα να εμφανίζεται ως αρχηγός κράτους προς τους ξένους, τη μια το «Πανελλήνιο» (η Κυβέρνηση), την άλλη η Δ΄ Εθνοσυνέλευση του Άργους (1829). Και τις δυο φορές αρνήθηκε. Ξόδεψε όλη του την περιουσία για τις ανάγκες της πατρίδας. Πούλησε ακόμα και τις πολύτιμες πέτρες από τα παράσημά του. Και ήταν πολύ λιτοδίαιτος, όσο έβλεπε τη χώρα βουτηγμένη στα ερείπια και σε φρικτή ανέχεια.

Ο λαός τον αγαπούσε υπερβολικά και θρήνησε πολύ για το χαμό του.

Κάρολος Φαβιέρος (1782 - 1855)

Ο Κάρολος Φαβιέρος (Charles Nicolas Fabvier) (1783-1855) ήταν Γάλλος φιλέλληνας στρατηγός και διοικητής του τακτικού στρατού της Ελλάδας κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821.


Σπούδασε στην Πολυτεχνική Σχολή του Παρισιού και συμμετείχε στους Ναπολεόντειους Πολέμους. Σε ηλικία 30 ετών ήταν συνταγματάρχης, και είχε τιμηθεί με τον Ταξιάρχη της Λεγεώνας της Τιμής και είχε πάρει τον τίτλο του βαρόνου. Το 1809 στάλθηκε στην Κωνσταντινούπολη και το 1810 στην Περσία για να οργανώσει τον περσικό στρατό. Μετά την παλινόρθωση των Βουρβόνων, αποτάχθηκε, όπως και οι περισσότεροι αξιωματικοί του Ναπολέοντα και κατέφυγε στην Αγγλία. Το 1823 κατέβηκε στην Ελλάδα για να βοηθήσει την επανάσταση με το ψευδώνυμο De Borel. Επέστρεψε στην Αγγλία όπου συγκέντρωσε εθελοντές και το 1825 γύρισε στην Ελλάδα όπου ανέλαβε την διοίκηση του τέταρτου τακτικού στρατού στο Ναύπλιο.

Στις αρχές Αυγούστου του 1826 έλαβε μέρος στην μάχη του Χαϊδαρίου όπου ηττήθηκε και στις 30 Νοεμβρίου 1826 διέσπασε με 530 άνδρες την πολιορκία της Ακρόπολης μεταφέροντας πολεμοφόδια ,αλλά έμεινε πολιορκημένος εκεί μέχρι τις 24 Μαΐου 1827 οπότε και συνθηκολόγησε. Το καλοκαίρι του 1827 έλαβε μέρος στην εκστρατεία της Χίου που διακόπηκε μετά από την αντίδραση των μεγάλων δυνάμεων.

Πήρε μέρος στην εκστρατεία του Μωριά, συνοδεύοντας τον τακτικό γαλλικό στρατό προσφέροντας με τη γνώση του για την περιοχή.


Το 1828 μετά από διαφωνία του με τον Καποδίστρια έφυγε από την Ελλάδα για την Γαλλία όπου πήρε μέρος στην επανάσταση του Ιουλίου του 1830, οπότε διορίστηκε φρούραρχος του Παρισιού. Το 1839 έγινε γενικός επιθεωρητής στρατού, και το 1845 ομότιμος της Άνω Βουλής. Η Γ’ Ελληνική Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας τον ανακήρυξε επίτιμο Έλληνα πολίτη και του απονεμήθηκε από τον Όθωνα ο Μεγαλόσταυρος του Τάγματος του Σωτήρος. Με τον θάνατό του από προβλήματα υγείας το 1855 κηρύχθηκε τριήμερο πένθος στον Ελληνικό στρατό και η Ακρόπολη φωταγωγήθηκε πένθιμα.

Παναγιώτης Ρόδιος (1789-1851)

Γεννήθηκε στη Ρόδο το 1789. Ο πατέρας του, Γεώργιος, ήταν εμποροπλοίαρχος, και ιδιοκτήτης πλοίου. Τα πρώτα του γράμματα, τα έμαθε στη Ρόδο και δεν θέλησε να ακολουθήσει το επάγγελμα του καραβοκύρη. Μετά το θάνατο του πατέρα του, πούλησε το πλοίο του και πήγε για σπουδές στο Φιλολογικόν Γυμνάσιον Σμύρνης όπου και διακρίθηκε. Στο σχολείο της Σμύρνης δίδασκαν σημαντικότατοι δάσκαλοι, εκπρόσωποι του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, όπως ο Κων/νος Κούμας και οι αδελφοί Στέφανος και Κων/νος Οικονόμος. Από τη Σμύρνη ταξίδεψε αρχικά για την Πάδουα και στη συνέχεια στο Παρίσι για να σπουδάσει ιατρική. Εκεί προσχώρησε στις ιδέες του Διαφωτισμού και στον κύκλο του εκφραστή τους, Αδαμάντιο Κοραή, ο οποίος αποτέλεσε το πνευματικό του πρότυπο.

Όμως, πριν ολοκληρώσει τις σπουδές του, ξεκίνησε η Ελληνική Επανάσταση το 1821. Τότε, εγκατέλειψε το Παρίσι και τον Αύγουστο του 1821 επέστρεψε στην Ελλάδα και κατατάσσεται στο πρώτο τακτικό σώμα στρατού. Μετέχοντας στη συνοδεία του Σκωτσέζου φιλέλληνα Τόμας Γκόρντον, κατευθύνθηκε στο Άστρος, όπου θα συναντούσαν τον Δημήτριο Υψηλάντη. Ο Ρόδιος ενταγμένος στο επιτελείο του Υψηλάντη συμμετείχε στην πολιορκία της Τριπολιτσάς μέχρι την πτώση της.


Ο διακεκριμένος Φαναριώτης Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, πολιτικός και διανοούμενος, συνάντησε τον Ρόδιο στην Κόρινθο και τον έθεσε υπό την πολιτική του προστασία Ο Ρόδιος έλαβε μέρος στη μάχη του Πέτα, με το βαθμό του λοχαγού, διακρίθηκε για την ανδρεία του και ήταν από τους ελάχιστους επιβιώσαντες. Με τα λείψανα του τακτικού στρατού συμμετείχε στην κατάληψη του Ναυπλίου από τους Έλληνες. Τον Νοέμβριο του 1822 ο Ρόδιος ανέλαβε τη διοίκηση του πρώτου τάγματος του τακτικού στρατού, παίρνοντας προαγωγή στο βαθμό του ταγματάρχη.

Ο Ρόδιος, προσχώρησε στην κυβέρνηση του Κουντουριώτη παίρνοντας μάλιστα τη σημαντικότερη πολιτική θέση της σταδιοδρομίας του, εκείνη του προσωρινού Γενικού Γραμματέα του Εκτελεστικού, αναπληρώνοντας τον Μαυροκορδάτο, δεύτερος πολιτειακός παράγοντας, μετά τον πρόεδρο του Εκτελεστικού, Κουντουριώτη.

Από τον Ιούλιο του 1824 ο Ρόδιος προήχθη στο βαθμό του συνταγματάρχη, επιφορτισμένος με τα καθήκοντα του αρχηγού του τακτικού σώματος στρατού. Τον Ιούλιο του 1824, συνυπέγραψε την επίσημη ανασύσταση του τακτικού στρατού, την οποία ανέλαβε να φέρει σε πέρας. Το 1825 παρέδωσε τη διοίκηση του τακτικού στρατού στον Γάλλο αξιωματικό, Φαβιέρο.
Διετέλεσε στενός συνεργάτης του πρώτου Έλληνα Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια και Γραμματέας επί των Στρατιωτικών. Επί υπουργίας του συμβάλλει στην ίδρυση του Κεντρικού Πολεμικού Σχολείου.

Ο Ι. Καποδίστριας δολοφονείται τον Οκτώβριο του 1831 και το 1833 ο Όθων φθάνει στην Ελλάδα ως πρώτος βασιλιάς της. με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου της 3η2 Φεβρουαρίου 1830 αναγνωρίζεται διεθνώς το ανεξάρτητο ελληνικό κράτος.

Μετά την εξέγερση της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843 ο Ρόδιος διορίζεται στρατιωτικός διοικητής Αργολίδος. Ο βασιλιάς Όθωνας προάγει τον Ρόδιο σε υποστράτηγο. Ο Ρόδιος συμμετέχει ως πληρεξούσιος του Ναυπλίου στην Εθνοσυνέλευση και μετέχει, ως μέλος της συντακτικής Επιτροπής του Συντάγματος. Το 1844 αναλαμβάνει καθήκοντα Γραμματέως επί των Στρατιωτικών, ενώ το 1848 διατελεί και πάλιν, Υπουργός Στρατιωτικών. Παντρεύτηκε μία από τις κόρες του Γενναίου Κολοκοτρώνη, με την οποία απέκτησε ένα γιο και πέθανε το 1851 σε ηλικία 62 ετών.

Φωτογραφικό Υλικό

ΠΑΝΘΕΟΝ ΗΡΩΩΝ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ 1821

 ΗΡΩΕΣ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ '21


Μικρὸ Πάνθεον Άγωνιστῶν τοῦ 1821

Ἀναγνωσταρᾶς (Ἄγριλος Ἀρκαδίας 1760 - Σφακτηρία 1825)

Φιλικὸς καὶ ἀγωνιστής. Ἀρχηγὸς κλεφτῶν στὰ 1785 στὴν ἐπαρχία Λεονταρίου καταφεύγει στὰ Ἑπτάνησα καὶ ὑπηρετεῖ μὲ τὸ βαθμὸ τοῦ ταγματάρχη στὸ γαλλικὸ στρατό. Μαζὶ μὲ τὸν Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, τὸν Κολοκοτρώνη καὶ τοὺς Κουμουνδουράκηδες ἀπελευθέρωσαν τὴν 23η Μαρτίου 1821 τὴν Καλαμάτα. Πῆρε μέρος στὴν πολιορκία τῆς Τρίπολης καὶ στὴ μάχη στὸ Βαλτέτσι. Στὸν ἐμφύλιο πῆρε τὸ μέρος τῶν Κουντουριώτηδων. Πέθανε στὴ Σφακτηρία (16 Ἀπριλίου 1825) στὴ μάχη ἐναντίον τῶν Αἰγυπτίων.

Ἀναγνωστόπουλος Παναγιώτης (Ἀνδρίτσαινα περ.1790 - Ἀθήνα 1854)

Τὸ 1816 μυήθηκε ἀπὸ τὸν Σκουφᾶ στὴ Φιλικὴ Ἑταιρεία καὶ τὸ 1818 συγκαταλέγεται στὰ σημαντικὰ στελέχη της. Τὸ 1819 ἀνέλαβε τὴ συγκέντρωση χρημάτων γιὰ τὸν ἀγώνα, στὸ Ἰάσιο καὶ τὸ Βουκουρέστι. Ἐφοδιασμένος μὲ συστατικὴ ἐπιστολὴ τοῦ Πατριάρχη Γρηγόριου τοῦ Ε´ προσπάθησε νὰ ἐξομαλύνει τὶς προσωπικὲς ἀντεγκλήσεις καὶ δυσχέρειες στὶς Παραδουνάβιες ἡγεμονίες. Συνεργάστηκε μὲ τὸν Δημήτριο Ὑψηλάντη καὶ μαζὶ ἦρθαν στὴν Ἑλλάδα μὲ πλαστὰ διαβατήρια. Πολέμησε στὴν Τριπολιτσά, τὸ Ναύπλιο, τὴν Ἀκροκόρινθο καὶ τὴ Στερεὰ σὲ συνεργασία μὲ τὸν Ὑψηλάντη καὶ τὸν Νικηταρά. Στὴν Γ´ Ἐθνοσυνέλευση ἀντιτάχθηκε στὸ ψήφισμα γιὰ ἀγγλικὴ προστασία. Ἀνέλαβε διοικητικὲς θέσεις στὴν περίοδο τοῦ Καποδίστρια καὶ τοῦ Ὄθωνα. Πέθανε τὸ 1854 ἀπὸ τὴ χολέρα ποὺ εἶχε μεταδοθεῖ στὴν Ἀθήνα ἀπὸ τὰ ἀγγλογαλλικὰ στρατεύματα.
 

Ἀναγνωστόπουλος Πάνος (; - 1842)

Δημογέροντας ἀπὸ τὴ Νεμνίτσα τῆς Ἀρκαδίας. Βοήθησε τὸν ἐπίσκοπο Βρεσθένης Θεοδώρητο στὴ σύσταση τοῦ στρατοπέδου Βερβαίνων καὶ διακρίθηκε κυρίως στὰ Δερβενάκια. Ἀντίπαλος τοῦ Κολοκοτρώνη στὸν Ἐμφύλιο πόλεμο. Τιμήθηκε ἀπὸ τὴν κυβέρνηση μὲ τὸν βαθμὸ τοῦ ἀντιστράτηγου, ἐπειδὴ πρόδωσε τὸ σχέδιο γιὰ τὴν ἀπαγωγὴ τοῦ Κολοκοτρώνη ἀπὸ τὶς φυλακὲς τῆς Ὕδρας.

Ἀποστόλης Νικολῆς (Ψαρά, 1770 - Αἴγινα 1827)

Ναυμάχος ἀπὸ τὰ Ψαρά, ἀγωνίστηκε μὲ τὸν Λάμπρο Κατσώνη. Μυήθηκε τὸ 1818 στὴ Φιλικὴ Ἑταιρεία ἀπὸ τὸν Χρυσοσπάθη καὶ τὸ 1820 διορίσθηκε «ἔφορός» της στὰ Ψαρά. Τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1821 εἴκοσι ψαριανὰ πλοῖα ἦταν ἕτοιμα γιὰ τὸν Ἀγώνα καὶ ὁ Ἀποστόλης ὡς διοικητὴς αὐτῆς τῆς ναυτικῆς μοίρας συνέβαλε ἀποφασιστικὰ τόσο στὸν ἀποκλεισμὸ τῶν Δαρδανελίων, ὅσο καὶ στὴν παρεμπόδιση τοῦ τουρκικοῦ στόλου γιὰ ἀποστολὴ δυνάμεων στὴν Πελοπόννησο. Τὸ 1824 μετὰ τὴν καταστροφὴ τῶν Ψαρῶν συνέχισε τὸν Ἀγώνα στὸ Αἰγαῖο. Βοήθησε, στὴ διάρκεια τοῦ ἀποκλεισμοῦ, τὸ Μεσολόγγι καὶ διέθεσε ὅλη του τὴν περιουσία γιὰ τὸν Ἀγώνα. Ὑπῆρξε ἀπὸ τοὺς πιὸ ἀνιδιοτελεῖς ἀγωνιστές.

Ἀνδροῦτσος Ὀδυσσέας (Ἰθάκη 1788 ἢ 1789 - Ἀθήνα 1825)

Ἡ θανάτωση τοῦ πατέρα του ἀπὸ τοὺς Τούρκους, γιὰ τὴ δράση του στὸ πλευρὸ τοῦ Κατσώνη, καθὼς καὶ ἡ παραμονή του στὴν αὐλὴ τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ, ἐπηρέασαν καθοριστικὰ τὸ χαρακτήρα του, ἔγινε καχύποπτος, εὐερέθιστος, σκληρός, ἀλλὰ ἀποφασιστικὸς καὶ μεγαλόψυχος. Ἀνέλαβε τὸ ἀρματολίκι τῆς Ρούμελης καὶ συνδέθηκε μὲ ὀνομαστοὺς κλεφταρματολούς. Μετὰ τὸν ἡρωικὸ θάνατο τοῦ Διάκου, ἀνέλαβε νὰ ἀναχαιτίσει τοὺς Τούρκους στὸ Χάνι τῆς Γραβιᾶς ὥστε νὰ μὴ φτάσει τουρκικὴ βοήθεια στὴν Τριπολιτσά. Γι᾿ αὐτὴ τὴ νίκη του ἀνακηρύχθηκε ἀρχιστράτηγος τῆς Ἀνατολικῆς Στερεᾶς. 

Ὅμως, ἔπεσε θύμα τῶν ἀντιπάλων του ποὺ τὸν κατηγόρησαν ὡς «ἀνάξιον της ἀρχηγίας», τὸν ὑποβίβασαν σὲ χιλίαρχο καὶ τέλος τὸν καθαίρεσαν. Γιὰ δεύτερη φορὰ κατηγορήθηκε ὡς ὕποπτος συνεννόησης μὲ τοὺς Τούρκους, ἐνῶ κατὰ τὸν Σπηλιάδη «ἡπάτα τοὺς Τούρκους». Παραδόθηκε στὸν παλιὸ συνεργάτη καὶ πρωτοπαλίκαρό του, Γιάννη Γκούρα, μὲ τὴν πίστη ὅτι δὲ θὰ τιμωρηθεῖ, φυλακίστηκε στὴν Ἀκρόπολη, ὅπου θανατώθηκε ἀφοῦ σκηνοθετήθηκε προσπάθεια ἀπόδρασής του.

Βέικος Λάμπρος (; - 1827)

Σουλιώτης ἀγωνιστής. Μετὰ τὴν πτώση καὶ τὸν θάνατο τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ ὁ Βέικος ἔλαβε μέρος στὸν ἀγώνα τῶν Ρουμελιωτῶν. Στὴ διάρκεια τοῦ ἐμφυλίου ὁ Βέικος καὶ ἄλλοι Ρουμελιῶτες μὲ 3000 ἄνδρες ἔφτασαν στὴ Βοστίτσα (Αἴγιο) γιὰ νὰ βοηθήσουν τὴν κυβέρνηση Κουντουριώτη. Ἐνίσχυσε τὴν ἄμυνα τοῦ Μεσολογγίου καὶ ἀρνήθηκε τὶς προτάσεις τοῦ Κιουταχῆ νὰ μεσολαβήσει γιὰ σύναψη συμφωνίας μὲ τοὺς πολιορκημένους. Μετὰ τὴν Ἔξοδο ἔλαβε μέρος σὲ ὅλες γενικῶς τὶς ἐπιχειρήσεις τῆς Ἀττικῆς καὶ σκοτώθηκε στὴ μάχη τοῦ Ἀναλάτου.

Γερμανὸς Παλαιῶν Πατρῶν (Δημητσάνα 1771 - Ναύπλιο 1826)

Ἱεράρχης, φιλικὸς καὶ ἐξέχουσα φυσιογνωμία τοῦ Ἀγώνα μὲ δράση κοινωνικὴ καὶ πνευματική. Φοίτησε ἀρχικὰ στὴν περίφημη Σχολὴ τῆς γενέτειράς του Δημητσάνας καὶ μετὰ στὸ Ἄργος καὶ τὴ Σχολὴ τῆς Σμύρνης. Στὴ μυστικὴ συνέλευση τῆς Βοστίτσας (26 ἕως 30 Ἰανουαρίου) τάχθηκε ὑπὲρ τῆς ἀναβολῆς τοῦ Ἀγώνα καὶ ἦρθε σὲ σύγκρουση μὲ τὸν Παπαφλέσσα τοῦ ὁποίου τὸ πάθος καὶ τὸν ἐπαναστατικὸ ἐνθουσιασμὸ θεωροῦσε ἐπικίνδυνα. Στὶς 23 Μαρτίου στὴν πλατεία τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τῆς Πάτρας εὐλόγησε τὴ σημαία καὶ τὰ ὅπλα τῶν ἀγωνιστῶν καὶ εἶχε ρόλο διαπραγματευτικὸ μεταξὺ Τούρκων καὶ Ἑλλήνων κατὰ τὴν παράδοση τῆς Τριπολιτσᾶς. 

Μὲ ἐντολὴ τῆς Α´ Ἐθνοσυνέλευσης ἀνέλαβε, χωρὶς ἐπιτυχία, διπλωματικὴ ἀποστολὴ στὴν Ἰταλία γιὰ νὰ ἐξασφαλίσει τὴν οἰκονομικὴ βοήθεια τοῦ Πάπα πρὸς τὸ ἀγωνιζόμενο ἔθνος. Τὴν περίοδο τῶν ἐμφυλίων συγκρούσεων προσπάθησε νὰ συνδιαλλάξει τοὺς ἀντιπάλους καὶ εἶχε ἐνεργὴ συμμετοχὴ στὶς ἐργασίες τῆς Γ´ Ἐθνοσυνέλευσης (1826) ὡς «πρόεδρος τῆς ἐπιτροπῆς τῆς Συνελεύσεως». Ἡ δράση του διακόπηκε ἀπὸ τὸ θάνατό του, στὶς 30 Μαΐου 1826, μετὰ ἀπὸ ὀλιγοήμερη ἀσθένεια. Τὰ Ἀπομνημονεύματά του θεωροῦνται μία ἀπὸ τὶς καλύτερες ἱστορικὲς πηγὲς γιὰ τὴν Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση.

Γκούρας Ἰωάννης (Παρνασσίδα 1791 - Ἀθήνα 1826)

Ἀγωνιστὴς ποὺ διακρίθηκε γιὰ τὴ στρατηγικὴ ἱκανότητα καὶ τὴν ἀνδρεία του. Μὲ τὴν ἔκρηξη τῆς Ἐπανάστασης στρατολόγησε 700 περίπου ἄνδρες ἀπὸ τὴν περιοχὴ τῆς Παρνασσίδας καὶ στὶς 27 Μαρτίου κατέλαβαν τὰ Σάλωνα (Ἄμφισσα) μαζὶ μὲ τὸν Πανουργιὰ καὶ Γαλαξιδιῶτες ὁπλαρχηγούς. Στὶς 8 Μαΐου πολέμησε μὲ τὸν Ὀδ. Ἀνδροῦτσο στὸ Χάνι τῆς Γραβιᾶς· πῆρε μέρος τὸ Νοέμβριο τοῦ 1821 στὶς ἐργασίες τῆς συνέλευσης τῶν Σαλώνων, καρπὸς τῆς ὁποίας ἦταν ἡ «Νομικὴ Διάταξης τῆς Ἀνατολικῆς Χέρσου Ἑλλάδος» 

Τὴν περίοδο τοῦ ἐμφυλίου πολέμου τάχθηκε μὲ τὸ μέρος τοῦ Κωλέττη καὶ τοῦ Κουντουριώτη καὶ στράφηκε ἐναντίον τῶν παλαιῶν συναγωνιστῶν του. Μὲ ἐντολὴ τῆς κυβέρνησης Κουντουριώτη ὡς ἀρχηγὸς «τῶν στρατοπέδων τῆς Ἀνατολικῆς Ἑλλάδος» συνέλαβε τὸν Ὀδυσσέα Ἀνδροῦτσο καὶ πρωτοστάτησε στὰ γεγονότα ποὺ ὁδήγησαν στὴν ἐκτέλεσή του. Ὑπεύθυνος γιὰ τὴν ἄμυνα ὁλόκληρης τῆς Ἀττικῆς σκοτώθηκε τὸ 1826 κατὰ τὴν πολιορκία τῆς Ἀκρόπολης ἀπὸ τὸν Κιουταχῆ.

Γοβγίνας ή (Γοβιός) Ἀγγελῆς (Λίμνη Εὐβοίας 1780 - Βρυσάκια Εὐβοίας 1822)

Ὁπλαρχηγὸς τοῦ 1821, φίλος του Ὀδυσσέα Ἀνδρούτσου μὲ τὸν ὁποῖο συνδέθηκε στενὰ ὅταν ἦταν στὴν ὑπηρεσία τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ. Μὲ τὴν ἔκρηξη τῆς Ἐπανάστασης ἀκολούθησε τὸν Ἀνδροῦτσο καὶ πολέμησε μαζί του στὸ Χάνι τῆς Γραβιᾶς (8 Μαΐου 1821). Ἔδρασε στὴν Εὔβοια ὡς ἀρχηγὸς τῶν ἐπαναστατικῶν σωμάτων τῆς περιοχῆς καὶ ἀντιμετώπισε στὰ Βρυσάκια τὸν Ὀμὲρ Βρυώνη (15 Ἰουνίου 1821) ἀναγκάζοντάς τον νὰ ἀποσυρθεῖ. Σκοτώθηκε σὲ ἐνέδρα τῶν Τούρκων στὶς 28 Μαρτίου τοῦ 1822 στὴν ἴδια περιοχὴ μὲ τὸν ἀδερφό του Ἀναγνώστη.

Δεληγιάννης Ἀναγνώστης (1771 - 1856)

Πολιτικός της Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης ἀπὸ τὰ Λαγκάδια τῆς Γορτυνίας, πρῶτος ἀπὸ τοὺς ὀκτὼ γιοὺς τοῦ Ἰωάννη Δεληγιάννη, προκρίτου μὲ σημαντικὴ ἐπιρροὴ σὲ ὅλη τὴν Πελοπόννησο. Ὑπῆρξε μέλος τῆς Γερουσίας ποὺ προῆλθε ἀπὸ τὴν «Πράξη τῶν Καλτετζῶν» καὶ ἀντέδρασε, μαζὶ μὲ τοὺς ὑπόλοιπους προκρίτους, στὸ σχέδιο τοῦ Δ. Ὑψηλάντη νὰ θέσει τὴν Ἐπανάσταση ὑπὸ ἑνιαία στρατιωτικὴ καὶ πολιτικὴ ἡγεσία, γεγονὸς ποὺ προκάλεσε τὴν ἀρχὴ τῶν ἐμφυλίων συγκρούσεων. 

Κατὰ τὴν Α´ Ἐθνοσυνέλευση διορίστηκε μέλος τοῦ Ἐκτελεστικοῦ Σώματος καὶ ἀργότερα ἐνεπλάκη στὶς ἐμφύλιες διαμάχες. Μὲ τὴν ἐπικράτηση τῆς κυβερνητικῆς παράταξης ὑπέστη διώξεις καὶ περιορίστηκε μὲ τοὺς ἀδελφούς του στὸ Ἄργος καὶ τὸ Ναύπλιο. Ἐπανῆλθε στὴν πολιτικὴ ζωὴ μετὰ τὸ τέλος τοῦ ἐμφυλίου καὶ ἐκλέχτηκε μέλος τῆς «Διοικητικῆς Ἐπιτροπῆς τῆς Ἑλλάδος» ἀπὸ τὴν Γ´ Ἐθνοσυνέλευση. Τὴν περίοδο τοῦ Καποδίστρια ἐντάχθηκε στὸ ἀντικαποδιστριακὸ στρατόπεδο καὶ τελείωσε τὴν πολιτική του ζωὴ ὡς μέλος τῆς Γερουσίας ποὺ ἱδρύθηκε μὲ τὴν ψήφιση τοῦ Συντάγματος τοῦ 1844.

Δεληγιάννης Κανέλλος (Λαγκάδια Γορτυνίας 1780 - Ἀθήνα 1862)

Ἀγωνιστὴς τοῦ 1821, φιλικός, πολιτικὸς καὶ συγγραφέας «Ἀπομνημονευμάτων». Στὶς 23 Μαρτίου μαζὶ μὲ τοὺς ἀδελφούς του καὶ τοὺς Πλαπουταίους κήρυξε τὴν Ἐπανάσταση στὴ Γορτυνία καὶ πῆρε μέρος στὶς πολιορκίες τῆς Καρύταινας, τῆς Τριπολιτσᾶς καὶ τῆς Πάτρας. Ἀποσύρθηκε ἀπὸ τὴν ἐνεργὸ πολεμικὴ δράση μετὰ τὴν ἥττα τῶν κυβερνητικῶν, μὲ τοὺς ὁποίους συμπαρατάχθηκε καὶ ἐπανῆλθε ὅταν ὁ Ἰμπραὴμ ἀπείλησε τὴν Πελοπόννησο. Μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση ἐντάχθηκε στὸ «γαλλικὸ κόμμα» καὶ ἀναμίχθηκε στὴν πολιτικὴ ζωή. Ἐκλέχθηκε πρῶτος πρόεδρος τῆς Ἑλληνικῆς Βουλῆς μετὰ τὴν ψήφιση τοῦ Συντάγματος τοῦ 1844. Τὰ «Ἀπομνημονεύματά» του, παρόλο τὸ πάθος καὶ τὴν ὑπερβολὴ ποὺ τὰ διακρίνουν, εἶναι χρήσιμη πηγὴ γιὰ τὴν κατανόηση τοῦ ἐσωτερικοῦ ἀγώνα τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης.

Διάκος Ἀθανάσιος (Μουσουνίτσα Παρνασσίδας 1786 - Λαμία 1821)

Ἀγωνιστὴς τοῦ 1821. Ἡ ἡρωική του ἀντίσταση στὴν Ἀλαμάνα καὶ ὁ μαρτυρικός του θάνατος στὴ Λαμία ἔγιναν θρύλος στὴ συνείδηση τοῦ λαοῦ μας. Γιὸς τοῦ Νίκου Μασαβέτα, σὲ νεαρὴ ἡλικία μόνασε ὡς δόκιμος καὶ μετὰ διάκος στὴ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Προδρόμου τῆς Ἀρτοτίνας. Μερικὰ χρόνια πρὶν τὴν Ἐπανάσταση ὑπηρέτησε στὸ σῶμα τῶν «Τσοχανταρέων» (σωματοφυλάκων) τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ. Μετὰ τὸ 1820 ἐκλέχθηκε ἀρχηγὸς στὸ ἀρματολίκι τῆς Ρούμελης, στὴ θέση τοῦ καταδιωκόμενου Ἀνδρούτσου, μὲ τὸν ὁποῖο εἶχε στενὸ σύνδεσμο. Τὴν ἐποχὴ αὐτὴ μυεῖται στὴ Φιλικὴ Ἑταιρεία. Τὸ 1821 ὕψωσε τὴ σημαία τῆς Ἐπανάστασης στὴ Λιβαδειά (30 Μαρτίου -1 Ἀπριλίου) καὶ ἐκκένωσε μαζὶ μὲ τοὺς Δουβουνιώτη καὶ Πανουργιὰ τὴν Ἀνατολικὴ Στερεὰ ἀπὸ τοὺς Τούρκους. 

Στὴ γέφυρα τῆς Ἀλαμάνας στὶς 22 Ἀπριλίου 1821 προσπάθησε νὰ ἀνακόψει τὴν πορεία τοῦ Ὁμὲρ Βρυώνη καὶ τοῦ Κιοσὲ Μεχμὲτ πρὸς τὴν Πελοπόννησο. Τὸ βάρος τῆς σύγκρουσης ἔπεσε στὸν Ἀθανάσιο Διάκο ποὺ ἔλεγχε τὸ δρόμο ἀπὸ τὴ Δαμάστα. Μετὰ ἀπὸ πολύωρη μάχη, τραυματισμένος στὸ δεξὶ χέρι αἰχμαλωτίστηκε ἀπὸ τοὺς Τούρκους, μεταφέρθηκε στὴ Λαμία ὅπου θανατώθηκε μὲ ἀνασκολοπισμό. Ἡ θυσία του ἐνίσχυσε τὸ φρόνημα τῶν ἀγωνιζομένων καὶ ἡ δράση του ἐνέπνευσε πολλούς.

Δυοβουνιώτης Ἰωάννης (Δύο Βουνοῦ Οἴτης 1757 - Σάλωνα 1831)

Τὸ πραγματικό του ὄνομα ἦταν Ξήκης Ἰωάννης καὶ τὸ ἐπώνυμο Δυοβουνιώτης προέρχεται ἀπὸ τὸν τόπο καταγωγῆς του. Προεπαναστατικὰ ἦταν ἀρματολὸς στὴ Λοκρίδα καὶ τὸ 1820 μυήθηκε στὴ Φιλικὴ Ἑταιρεία. Μὲ τὴν ἔκρηξη τῆς Ἐπανάστασης ἀπελευθέρωσε τὴν Μπουδονίτσα (13 Ἀπριλίου 1821) καὶ συνεργάστηκε μὲ τὸ Διάκο σὲ κοινὲς στρατιωτικὲς ἐπιχειρήσεις. Στὸ Δυοβουνιώτη ὀφείλεται τὸ σχέδιο ἄμυνας στὴ μάχη τῶν Βασιλικῶν (26 Αὐγούστου 1821) ποὺ ὁδήγησε σὲ λαμπρὴ νίκη τῶν Ἑλλήνων.

Ζαΐμης Ἀνδρέας (Κερπινὴ Καλαβρύτων 1791 - Ἀθήνα 1840)

Πρόκριτος Καλαβρύτων, φιλικός, ὁπλαρχηγὸς καὶ πολιτικός. Γιὸς τοῦ Ἀσημάκη Ζαΐμη, ἴσως ὁ σημαντικότερος ἐκπρόσωπος τῆς ἐπιφανοῦς οἰκογένειάς του. Μυήθηκε ἀπὸ τὸν Ἀνδρέα Λόντο στὴ Φιλικὴ Ἑταιρεία τὸ 1819 καὶ συμμετεῖχε ἐνεργὰ στὴν προετοιμασία τοῦ ἀγώνα. Μαζὶ μὲ τὸν Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανὸ ὕψωσε τὴ σημαία τῆς Ἐπανάστασης στὴν Πάτρα καὶ πῆρε μέρος στὴν πολιορκία τοῦ κάστρου τῆς πόλης. Ἀνέπτυξε πολιτικὴ δράση ὡς μέλος τοῦ «Ἀχαϊκοῦ Διευθυντηρίου» καὶ συμμετεῖχε μὲ δικό του στρατιωτικὸ σῶμα στὴν ἀπόκρουση τοῦ Δράμαλη καὶ τὴ λύση τῆς πρώτης πολιορκίας τοῦ Μεσολογγίου (Δεκέμβριος 1822). 

Τὴν περίοδο τοῦ ἐμφυλίου, παρὰ τὴ διαλλακτική του στάση, ἀναγκάστηκε νὰ ἀποσυρθεῖ, προσωρινά, μετὰ τὴν ἐπικράτηση τῶν κυβερνητικῶν. Ἐπανέρχεται στὸ προσκήνιο τῶν στρατιωτικῶν ἐπιχειρήσεων ὅταν ὁ Ἰμπραὴμ ἀπειλεῖ τὴν Πελοπόννησο. Ὑπῆρξε μέλος τῆς Α´ Ἐθνοσυνέλευσης, τοῦ «Ἐκτελεστικοῦ Σώματος», ἀλλὰ καὶ πρόεδρος τῆς «Διοικητικῆς Ἐπιτροπῆς τῆς Ἑλλάδος». Στὰ χρόνια τοῦ Καποδίστρια συμμετεῖχε στὸ «Πανελλήνιο». Περάτωσε τὴν πολιτική του σταδιοδρομία στὴν περίοδο τοῦ Ὄθωνα ὡς ἀντιπρόεδρος τοῦ «Συμβουλίου Ἐπικρατείας» καὶ πρόεδρος τοῦ Ὑπουργικοῦ Συμβουλίου.

Ἡσαΐας (Δεσφίνα Παρνασσίδας 1778 - Χαλκομάτα Φθιώτιδας)

Φιλικὸς καὶ ἀγωνιστής, ἱεράρχης, ἐπίσκοπος Σαλώνων. Ἀκολούθησε τὸ μοναχικὸ καὶ κληρικὸ βίο καὶ χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος Σαλώνων ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Γρηγόριο Ε´ τὸ 1818 στὴν Κωνσταντινούπολη. Πιθανότατα τότε μυήθηκε καὶ στὴν Φιλικὴ Ἑταιρεία. Ἀπὸ τὴν ἐπισκοπική του ἕδρα ἀγωνίστηκε γιὰ τὴν προετοιμασία τῆς Ἐπανάστασης στὴ Φωκίδα καὶ ἀναδείχτηκε σὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς πρωτεργάτες τῆς ἐξέγερσης στὴν Ἀνατολικὴ Στερεά. Στὶς 27 Μαρτίου 1821 χοροστάτησε στὴν ἐπίσημη δοξολογία ποὺ ἔγινε στὸν Ὅσιο Λουκᾶ γιὰ τὴν ἔναρξη τοῦ Ἀγώνα. Ὅταν οἱ ὁπλαρχηγοὶ τῆς Στερεᾶς ἀποφάσισαν νὰ ἀνακόψουν τὰ στρατεύματα τοῦ Κιοσὲ Μεχμὲτ καὶ τοῦ Ὀμὲρ Βρυώνη στὴν πεδιάδα τοῦ Σπερχειοῦ (Ἀλαμάνα) πολέμησε ὡς ἁπλὸς στρατιώτης στὸ σῶμα τοῦ Πανουργιᾶ ποὺ ὀχυρώθηκε στὴ Χαλκομάτα. Στὴ μάχη ποὺ ἔγινε ὁ ἐπίσκοπος ἔπεσε στὰ χέρια τῶν Τούρκων καὶ ἀποκεφαλίστηκε.

Κανάρης Κωνσταντῖνος (Ψαρᾶ περίπου 1790 - Ἀθήνα 1877)

Ἀγωνιστής, πολιτικός, ἀπὸ τὶς ἡρωικότερες μορφὲς τῆς Ἐπανάστασης. Ἡ καταγωγή του καὶ ὁ τόπος γέννησής του δὲν εἶναι ἀπόλυτα ἐξακριβωμένα ἀπὸ τοὺς ἱστορικούς, τὸ βέβαιο εἶναι ὅτι ἡ οἰκογένειά του κατοικοῦσε στὰ Ψαρὰ γύρω στὰ 1770. Μὲ τὴν κήρυξη τῆς Ἐπανάστασης ἐγκατέλειψε τὰ ἐμπορικὰ πλοῖα, ἐντάχθηκε στὸ ψαριανὸ στόλο καὶ εἰδικεύτηκε στὰ πυρπολικά. Τὴ νύχτα τῆς 6ης πρὸς τὴν 7η Ἰουνίου 1822 ἔκανε τὸ πρῶτο του κατόρθωμα πυρπολώντας τὴν τουρκικὴ ναυαρχίδα στὴ Χίο. Ὁ Ἀγγλος ἱστορικός της Ἐπανάστασης Τόμας Γκόρντον γράφει ὅτι ἡ πράξη αὐτὴ ἦταν ἕνα «ἀπὸ τὰ πιὸ καταπληκτικὰ στρατιωτικὰ κατορθώματα ποὺ ἀναφέρει ἡ ἱστορία». 

Τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1822, στὴν Τένεδο αὐτὴ τὴ φορά, πυρπόλησε ἕνα τεράστιο τουρκικὸ δίκροτο προκαλώντας τὸ θαυμασμὸ ὅλων. Ἀκολούθησαν κι ἄλλες ἡρωικὲς ἐπιχειρήσεις στὴ Σάμο καὶ τὴ Μυτιλήνη μὲ ἀποκορύφωμα τὴ δράση τοῦ Κανάρη κατὰ τοῦ αἰγυπτιακοῦ στόλου στὸ λιμάνι τῆς Ἀλεξάνδρειας. Μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση ὁ Καποδίστριας τοῦ ἀνέθεσε τὴν ἀρχηγία τοῦ στολίσκου τῶν πυρπολικῶν τιμώντας τὴ δράση καὶ τὸν ἡρωισμό του. 

Μετὰ τὴ δολοφονία τοῦ κυβερνήτη ὁ Κανάρης ἀποσύρθηκε στὴ Σύρο καὶ ἐπανῆλθε στὸ δημόσιο βίο τὴν περίοδο τοῦ Ὄθωνα μὲ τὸ βαθμὸ τοῦ ναυάρχου ποὺ τοῦ ἀπένειμε ὁ βασιλιάς. Μετὰ τὴν Ἐπανάσταση τῆς 3ης Σεπτεμβρίου 1843 ἀνέλαβε δυὸ φορὲς τὸ Ὑπουργεῖο Ναυτικῶν καὶ στὴν Ἐθνοσυνέλευση ποὺ ψήφισε τὸ Σύνταγμα τοῦ 1864 ὑπῆρξε ἡγέτης τῶν «Ὀρεινῶν». Ἔγινε τρεῖς φορὲς πρωθυπουργὸς σὲ κρίσιμες γιὰ τὴ χώρα στιγμὲς καὶ πέθανε ὡς πρωθυπουργὸς στὶς 2 Σεπτεμβρίου τοῦ 1877.

Καραϊσκάκης Γεώργιος (Μαυρομάτι Καρδίτσας 1780 - Φάληρο Ἀττικῆς 1827)

Σπουδαῖος στρατιωτικός, ἡγέτης τῆς Ἐπανάστασης. Γεννήθηκε στὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου στὸ χωριὸ Μαυρομάτι (κατ᾿ ἄλλους στὸ Μουζάκι) Καρδίτσας καὶ ἦταν γιὸς τοῦ ἀρματολοῦ Δημήτρη Καραΐσκου καὶ τῆς μετέπειτα καλόγριας Ζωῆς Ντιμισκῆ. Σὲ ἡλικία δεκαπέντε χρονῶν ἀκολούθησε τὸν δρόμο τῆς κλεφτουριᾶς καὶ ἀργότερα ὑπηρέτησε στὰ στρατιωτικὰ σώματα τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ, ὁ ὁποῖος ἀναγνώρισε τὶς ἐξαιρετικές του στρατιωτικές του ἱκανότητες. 

Μὲ τὴν ἔκρηξη τῆς Ἐπανάστασης, τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1821 πῆρε μέρος στὴ σύσκεψη τῆς Λευκάδας μαζὶ μὲ ἄλλους ὁπλαρχηγοὺς ποὺ ἤθελαν νὰ προετοιμάσουν τὴν ἐξέγερση στὴ Στερεὰ Ἑλλάδα καὶ ὕψωσε τὴ σημαία τῆς Ἐπανάστασης στὰ χωριὰ τῶν Τζουμέρκων. Ἂν καὶ συγκρούστηκε μὲ τὸν Ἀλέξανδρο Μαυροκορδάτο γιὰ τὴν ἡγεσία τῶν στρατιωτικῶν ἐπιχειρήσεων στὴ Στερεά, συνεργάστηκε μαζί του κατὰ τὴν πρώτη πολιορκία τοῦ Μεσολογγίου, ὁπότε ὁ Καραϊσκάκης ἔστειλε τμῆμα τοῦ στρατιωτικοῦ του σώματος γιὰ νὰ ἐνισχύσει τὴν ἄμυνα τῆς πόλης. Στὴ διάρκεια τοῦ ἐμφυλίου πολέμου κατηγορήθηκε ἀπὸ τὸν Μαυροκορδάτο γιὰ συνεργασία μὲ τοὺς Τούρκους καὶ ἀποσύρθηκε προσωρινὰ ἀπὸ τὴν ἐνεργὸ δράση. 

Τὸ Μάιο τοῦ 1825 ἐπανῆλθε καὶ συνέδραμε τοὺς Μεσολογγίτες κατὰ τὴ δεύτερη πολιορκία τῆς πόλης παρενοχλώντας τοὺς Τούρκους στὴν περιοχή. Τὸ 1826 διορίστηκε ἀρχιστράτηγος τῆς Στερεᾶς Ἑλλάδας καὶ ὀργάνωσε τὸ «Στρατόπεδο τῆς Ἐλευσίνας» μὲ στόχο νὰ ἀνακουφίσει τὴν Ἀθήνα ἀπὸ τὴν πολιορκία τῶν Τούρκων. Δεύτερος στόχος τοῦ Καραϊσκάκη ἦταν νὰ ἀναζωπυρώσει τὴν ἐπανάσταση στὴ Ρούμελη καὶ στὶς συγκρούσεις ποὺ ἀκολούθησαν νίκησε πολλὲς φορὲς τοὺς Τούρκους στὴ Δόμβραινα, τὸ Δίστομο καὶ τὴν Ἀράχωβα. Τὸ 1827 ἔσπευσε στὴν Ἐλευσίνα γιὰ νὰ βοηθήσει τὴν πολιορκούμενη Ἀθήνα. 

Διαφώνησε ὅμως μὲ τοὺς Κόχραν καὶ Τσωρτς γιὰ τὴν τακτικὴ ποὺ θὰ ἀκολουθοῦσαν κατὰ τῶν Τούρκων. Τραυματίστηκε σὲ ἁψιμαχία στὸ Νέο Φάληρο καὶ πέθανε στὶς 23 Ἀπριλίου 1827, ἀνήμερα τῆς γιορτῆς του.

Καρατάσος Τσάμης (Διχαλεύρι Νάουσας 1798 - Βελιγράδι 1861)

Ἀγωνιστὴς τοῦ 1821, γιὸς τοῦ Ἀναστάσιου Καρατάσου, ἀρματολοῦ τῆς Μακεδονίας. Τὴν περίοδο τῆς Ἐπανάστασης ἔδρασε στὶς Βόρειες Σποράδες καὶ τὴν Εὔβοια. Τὸν Αὔγουστο τοῦ 1828 ἀγωνίστηκε γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῆς ἑλληνικῆς κυριαρχίας στὴν Ἀνατολικὴ Στερεὰ Ἑλλάδα. Φανατικὸς ἀντικαποδιστριακὸς πρωτοστάτησε σὲ ἀποτυχημένες ἐξεγέρσεις κατὰ τοῦ κυβερνήτη καὶ μὲ τὴν ἐγκαθίδρυση τῆς βασιλείας ἔγινε ὑπασπιστὴς τοῦ Ὄθωνα. Συμμετεῖχε ἐνεργὰ ὡς «ἀρχιστράτηγος τῆς Μακεδονίας» στὸ ἀπελευθερωτικὸ κίνημα τῆς Χαλκιδικῆς τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1854.

Καψάλης Χρῆστος (Μεσολόγγι 1751 - 1826)

Πρόκριτος τοῦ Μεσολογγίου ποὺ τὸ βράδυ τῆς ἡρωικῆς «Ἐξόδου» ἀνατίναξε τὴν πυριτιδαποθήκη στὴν ὁποία εἶχαν καταφύγει ἄρρωστοι καὶ γυναικόπαιδα. Ἡ θυσία τοῦ Μεσολογγίου εὐαισθητοποίησε τὴν Εὐρώπη καὶ ἐνίσχυσε τὸ φιλελληνικὸ ρεῦμα.

Κόδρινγκτον σὲρ Ἔντουαρτ (1770 - 1851)

Ἄγγλος ναύαρχος, ἀρχηγὸς τοῦ συμμαχικοῦ στόλου ποὺ νίκησε τὸν τουρκοαιγυπτιακὸ στὴ Ναυμαχία τοῦ Ναβαρίνου (1827). Ὁ Κόδρινγκτον κατατάχτηκε νεότατος (13 ἐτῶν) στὸ πολεμικὸ ναυτικὸ τῆς χώρας του, πῆρε μέρος στοὺς Ναπολεόντειους πολέμους καὶ στὶς ἐπιχειρήσεις κατὰ τῶν ΗΠΑ (1812 - 15). Μετὰ τὴν ἀπόφαση τῆς Ἀγγλίας, τῆς Γαλλίας καὶ τῆς Ρωσίας (1827) γιὰ ἄμεση διακοπὴ τῶν ἐχθροπραξιῶν ἀνάμεσα στὴν Ἑλλάδα καὶ τὴν Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία, ἀνέλαβε τὴν ἀρχηγία τοῦ συμμαχικοῦ στόλου, κατευθύνθηκε πρὸς τὴν Πελοπόννησο καὶ διεξήγαγε σειρὰ διαπραγματεύσεων μὲ τὸν Ἰμπραὴμ πασᾶ, τοῦ ὁποίου οἱ παρασπονδίες, καθὼς καὶ ἀπρόβλεπτα γεγονότα ὁδήγησαν στὴ ναυμαχία τοῦ Ναβαρίνου (8 Ὀκτωβρίου 1827). 

Ἡ καταστροφὴ τοῦ Τουρκοαιγυπτιακοῦ στόλου συνέβαλε στὴν αἴσια ἔκβαση τοῦ ἀγώνα τῶν Ἑλλήνων. Ὁ Κόδρινγκτον κατηγορήθηκε ὅτι ὑπερέβη τὶς διαταγὲς τοῦ ἀγγλικοῦ ναυαρχείου, κατόρθωσε ὅμως νὰ δικαιολογήσει τὴν πρωτοβουλία του. Τὸ 1828 ἔπλευσε στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ πέτυχε τὴν ὑπογραφὴ συμφωνίας γιὰ ὁριστικὴ ἀποχώρηση τῶν Αἰγυπτίων ἀπὸ τὰ πελοποννησιακὰ ἐδάφη.

Κολοκοτρώνης Θεόδωρος (Ραμαβούνι Μεσσηνίας 1770 - Ἀθήνα 1843)

Ἡ σημαντικότερη ἡγετικὴ φυσιογνωμία τῆς Ἐπανάστασης. Τὸ ὄνομα τοῦ Κολοκοτρώνη συνδέθηκε μὲ τὶς σημαντικότερες φάσεις τοῦ Ἀγώνα στὴν Πελοπόννησο. Ὁ πατέρας του Κωνσταντῆς Κολοκοτρώνης πῆρε μέρος στὴν ἔνοπλη ἐξέγερση τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ποὺ ὑποκινήθηκε ἀπὸ τὴν Αἰκατερίνη Β´ τῆς Ρωσίας τὸ 1770, καὶ σκοτώθηκε σὲ συγκρούσεις μαζὶ μὲ δυὸ ἀδελφούς του. Τὰ γεγονότα αὐτὰ ὑπῆρξαν καθοριστικὰ γιὰ τὴ διαμόρφωση τοῦ χαρακτήρα τοῦ Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. 

Ἄρχισε τὴ δράση του τὸ 1805, ὅταν πῆρε μέρος στὶς ναυτικὲς ἐπιχειρήσεις τοῦ ρωσικοῦ στόλου τὴν περίοδο τοῦ ρωσοτουρκικοῦ πολέμου. Ἀργότερα ὑπηρέτησε στὸ ἑλληνικὸ στρατιωτικὸ σῶμα ποὺ ὀργάνωσαν οἱ Ἄγγλοι καὶ τιμήθηκε μὲ τὸ βαθμὸ τοῦ ταγματάρχη γιὰ τὴ δράση του ἐναντίον τῶν Γάλλων. Τὸ 1818 μυήθηκε στὴ Φιλικὴ Ἑταιρεία καὶ ἄρχισε μὲ πάθος νὰ προετοιμάζει τὸν Ἀγώνα στὴν Πελοπόννησο. Μὲ τὴν ἔναρξη τῆς Ἐπανάστασης ἀναδείχτηκε ἡ στρατιωτικὴ ἰδιοφυία τοῦ Κολοκοτρώνη. Ἡ παράδοση τῆς Καλαμάτας (23 Μαρτίου 1821), ἡ ἅλωση τῆς Τριπολιτσᾶς (23 Σεπτεμβρίου 1821), οἱ νίκες στὸ Βαλτέτσι, τὰ Βέρβενα καὶ τὰ Δολιανὰ ἑδραίωσαν τὸ κύρος του ὡς στρατιωτικοῦ ἡγέτη, παράλληλα ὅμως προκάλεσαν καὶ τὶς πρῶτες ἀντιδράσεις μερίδας τῶν τοπικῶν ἀρχόντων. 

Ἡ ἀντίδραση αὐτὴ κορυφώθηκε μὲ τὴν ἔλευση τοῦ Δ. Ὑψηλάντη ποὺ ἐπεδίωξε νὰ ὀργανώσει πολιτικὰ τὴν Ἐπανάσταση, καὶ πῆρε τὴ μορφὴ ἀνοικτῆς ρήξης μεταξὺ στρατιωτικῶν καὶ προκρίτων. Ὁ Κολοκοτρώνης προσπάθησε νὰ συνδιαλλάξει τὶς ἀντιμαχόμενες μερίδες καὶ νὰ ἀποτρέψει τὴν κατάρρευση τῆς νεαρῆς Ἐπανάστασης. Στὶς 26 Ἰουλίου 1822 ἡ ἱστορικὴ νίκη του στὰ Δερβενάκια ὁδήγησε στὸν ἀποδεκατισμὸ τῆς στρατιᾶς τοῦ Δράμαλη, διέσωσε τὸν Ἀγώνα στὴν Πελοπόννησο καὶ ἐπικύρωσε, γιὰ μία ἀκόμα φορά, τὶς ἐξαιρετικὲς στρατιωτικὲς ἱκανότητες τοῦ «Γέρου» τοῦ Μοριᾶ. 

Οἱ ἐπιτυχίες αὐτὲς δὲν ἀπέτρεψαν τὴ συνεχιζόμενη καὶ κλιμακούμενη ἀντιπαράθεση μεταξὺ στρατιωτικῶν καὶ κυβερνητικῶν, τῆς ὁποίας θύμα ὑπῆρξε καὶ ὁ Κολοκοτρώνης. Στὶς ἔνοπλες συγκρούσεις ὁ γιός του Πάνος καὶ ὁ ἴδιος συνελήφθησαν καὶ κρατήθηκαν στὸ Ναύπλιο. Ὁ Κολοκοτρώνης ἀμνηστεύθηκε ἀπὸ τὴν κυβέρνηση τὴν περίοδο ποὺ ὁ Ἰμπραὴμ ἀποβιβάστηκε στὴν Πελοπόννησο καὶ μαζὶ μὲ τὸν Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη προσπάθησε νὰ ἐμποδίσει τὴν ἀνακατάληψη τῆς Πελοποννήσου ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ νὰ ἐμψυχώσει τὸ δοκιμαζόμενο πληθυσμό. Ὡς τὸ τέλος τῆς Ἐπανάστασης ὁ Κολοκοτρώνης συνέχισε νὰ διαδραματίζει ἐνεργὸ ρόλο στὰ στρατιωτικὰ καὶ πολιτικὰ πράγματα τῆς ἐποχῆς.


Ὑποστήριξε θερμὰ τὸν Καποδίστρια καὶ δέχτηκε μὲ ἐνθουσιασμὸ τὴν ἐκλογὴ τοῦ Ὄθωνα. Ἡ διαφωνία του μὲ τὰ μέτρα καὶ τὴν πολιτικὴ τῆς Ἀντιβασιλείας κατέληξε στὴ δίωξη καὶ τὴν πολύκροτη δίκη του μὲ τὴν κατηγορία τῆς ἐσχάτης προδοσίας. Καταδικάστηκε σὲ θάνατο μαζὶ μὲ τὸ Δημ. Πλαποῦτα παρὰ τὶς διαφωνίες τῶν Τερτσέτη καὶ Πολυζωίδη. Μὲ τὴν ἐνηλικίωση τοῦ Ὄθωνα πῆρε χάρη, ὀνομάστηκε στρατηγὸς καὶ ἔλαβε τὸ ἀξίωμα τοῦ συμβούλου τῆς Ἐπικρατείας. Στὰ τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του ὁ Κολοκοτρώνης ὑπαγόρευσε στὸν Γεώργιο Τερτσέτη τὰ «Ἀπομνημονεύματά» του ποὺ κυκλοφόρησαν τὸ 1851 μὲ τὸν τίτλο «Διήγησις συμβάντων τῆς ἑλληνικῆς φυλῆς ἀπὸ τὰ 1770 ἕως τὰ 1836».

Κόρακας Μιχάλης (Πόμπιο Ἡρακλείου Κρήτης 1797 - 1882)

Ἀγωνιστὴς τοῦ 1821, ἀπὸ τοὺς σπουδαιότερους ὁπλαρχηγοὺς τῶν μετέπειτα κρητικῶν ἐπαναστάσεων. Μὲ τὴν ἔναρξη τοῦ ἀγώνα στὴ Μεγαλόνησο (Μάϊος 1821) ἐντάχθηκε στὰ ἔνοπλα τμήματα τῆς Μεσσαρᾶς ὑπὸ τὸ Μιχάλη Κουρμούλη. Τὸ 1827 ἀγωνίστηκε ἐναντίον τῶν δυνάμεων τοῦ Κιουταχῆ στὴν Ἀττική. Διορίστηκε ὑπασπιστὴς τοῦ Δημητρίου Καλλέργη καὶ ἀργότερα ἀναδείχτηκε σὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς σπουδαιότερους ἡγέτες τῆς Μεγάλης Κρητικῆς Ἐπανάστασης.

Κουντουριώτης Γεώργιος (Ὕδρα 1782 - 1858)

Ἕνας ἀπὸ τοὺς σημαντικότερους πολιτικοὺς ἄνδρες τῆς Ἐπανάστασης, πῆρε μέρος στὴ Β´ Ἐθνικὴ Συνέλευση τοῦ Ἄστρους καὶ τὸ Δεκέμβριο τοῦ 1823 διορίστηκε πρόεδρος τοῦ Ἐκτελεστικοῦ Σώματος. Στὴ θέση αὐτὴ παρέμεινε σὲ ὅλη τὴ διάρκεια τοῦ Ἐμφυλίου πολέμου στὸν ὁποῖο ἡ ἀνάμειξή του ὑπῆρξε καθοριστικὴ καὶ ἡ σύγκρουσή του μὲ τὸν Κολοκοτρώνη ἐπέφερε βαρύτατο πλῆγμα στὸν Ἀγώνα. Στὶς ἀρχὲς τοῦ 1825 ἀνέλαβε τὴν εὐθύνη τῶν ἐπιχειρήσεων ἐναντίον τοῦ Ἰμπραήμ, ἡ ἀπειρία του ὅμως εἶχε ὡς συνέπεια διαδοχικὲς ἀποτυχίες ποὺ ὁδήγησαν στὴν παραίτησή του. Ἀνῆκε στὴν ἀντικαποδιστριακὴ παράταξη. 

Τὸ 1837 διορίστηκε ἀπὸ τὸν Ὄθωνα ἀντιπρόεδρος τοῦ Συμβουλίου Ἐπικρατείας καὶ μετὰ τὸ 1843 πρόεδρος τῆς Γερουσίας. Τὸ 1848 σχημάτισε κυβέρνηση ἀνίκανη νὰ ἀντιμετωπίσει τὰ ἐσωτερικὰ καὶ ἐξωτερικὰ προβλήματα καὶ ἀντικαταστάθηκε ἀπὸ τὴν κυβέρνηση τοῦ Κωνσταντίνου Κανάρη. Ὡς τὸν θάνατό του ἦταν ἀφοσιωμένος στὸν Ὀθωνα.

Κουντουριώτης Λάζαρος (Ὕδρα 1769 - 1852)

Σημαντικὴ πολιτικὴ μορφὴ τοῦ ἀγώνα τοῦ 1821 καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς κυριότερους οἰκονομικοὺς ἐνισχυτές του, ἰδιαίτερα κατὰ τὴν πρώτη περίοδο. Ἀπὸ τὸν Ὄθωνα διορίστηκε γερουσιαστής.

Κουρμούλης Δημήτριος (Μεσσαρὰ Κρήτης 1765 - Ὕδρα 1824)

Ἀγωνιστὴς τοῦ 1821. Πολέμησε στὴν ἐξέγερση τῆς Κρήτης τὸ 1824. Μετὰ τὴν καταστολή της πέρασε στὴν Κάσο καὶ μετὰ τὴν καταστροφὴ τοῦ νησιοῦ διέφυγε στὴν Πελοπόννησο. Σύντομα πέρασε στὴν Ἀττικὴ καὶ ὑπὸ τὶς διαταγὲς τοῦ Γκούρα ἀγωνίστηκε ἐναντίον τοῦ Ὀμὲρ Βρυώνη. Ἀργότερα ἐντάχθηκε στὸ σῶμα τοῦ Δημητρίου Καλλέργη καὶ πῆρε μέρος σὲ πολλὲς συγκρούσεις. Σκοτώθηκε στὴ μάχη τοῦ Ἀναλάτου.

Κουρμούλης Μιχάλης (Μεσσαρὰ Κρήτης 1765 - Ὕδρα 1824)

Ὁπλαρχηγὸς τοῦ 1821. Στὴν προεπαναστατικὴ περίοδο ὡς μουσουλμάνος εἶχε ὑπηρετήσει στὸν τουρκικὸ στρατό. Διέθετε μεγάλη δύναμη στὴ Μεσσαρὰ καὶ ὡς «κρυπτοχριστιανός» ἐξυπηρετοῦσε τὰ συμφέροντα τῶν ὁμογενῶν του. Ἀμέσως μετὰ τὴν ἔκρηξη τῆς Ἐπανάστασης πρωτοστάτησε στὸν ξεσηκωμὸ τῆς Κρήτης. Τὸ 1823 τοποθετήθηκε ἀπὸ τὸν Ἐμμανουὴλ Τομπάζη ὑπαρχηγὸς τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ καὶ ἀντιστάθηκε στὶς ἐπιδρομὲς τοῦ Χουσεῒν Πασᾶ. Μετὰ τὴν ὑποταγὴ τῆς Κρήτης ἀκολούθησε τὸν Τομπάζη στὴν Ὕδρα.

Κουτσονίκας Λάμπρος (- Εὔβοια 1879)

Ἀγωνίστηκε ὡς μπουλουκτσὴς στὴν Ἐπανάσταση. Τὸ 1831 διορίστηκε ἀπὸ τὸν Αὐγουστίνο Καποδίστρια πεντακοσίαρχος καὶ ἀργότερα ὀνομάστηκε συνταγματάρχης τῆς φάλαγγας. Ἔγραψε τὸ δίτομο ἔργο «Γενική Ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως».

Κόχραν Τόμας (1775 - 1860)

Ἄγγλος ναύαρχος. Τὸ 1793 κατατάχτηκε στὸ βρετανικὸ ναυτικό, ἀναδείχτηκε κυβερνήτης καταδρομικῶν πλοίων καὶ ἔδρασε μὲ ἐπιτυχία στοὺς Ναπολεόντειους Πολέμους. Τὸ 1806 ἐκλέχτηκε ἀντιπρόσωπος στὴ Βουλὴ τῶν Κοινοτήτων, ἀλλὰ λόγω τῆς ἀνάμειξής του σὲ χρηματιστηριακὴ ἀπάτη διαγράφτηκε ἀπὸ τὸ ναυτικὸ καὶ ἔχασε τὴ βουλευτική του ἰδιότητα. Τὸ 1818 ἀνέλαβε τὴ διοργάνωση καὶ τὴν ἀρχηγία τοῦ χιλιανοῦ ναυτικοῦ. Τὸ 1820 πέρασε στὴν ὑπηρεσία τοῦ Περοῦ καὶ τὸ 1823 τέθηκε ἐπικεφαλῆς τοῦ στόλου στὴ Βραζιλία. Ἡ συμβολή του στοὺς ἀπελευθερωτικοὺς ἀγῶνες τῶν χωρῶν αὐτῶν ἑδραίωσε τὴ φήμη του ὡς ἱκανοῦ ναυάρχου. 

Τὸ 1825 ὑπέγραψε συμφωνητικὸ μὲ τὴν ἑλληνικὴ ἐπιτροπὴ ποὺ τότε διαπραγματευόταν στὸ Λονδίνο τὴ σύναψη δανείου γιὰ νὰ ἀναλάβει τὴν ἀρχηγία τοῦ ἑλληνικοῦ στόλου. Τὸ 1827 μὲ κυβερνητικὴ ἀπόφαση ὁρίστηκε «πρῶτος στόλαρχος πασῶν τῶν ἑλληνικῶν ναυτικῶν δυνάμεων» στὴ θέση τοῦ ναυάρχου Ἀνδρέα Μιαούλη. Ὡστόσο, ὁ Κόχραν στάθηκε ἀνίκανος νὰ ἐκτιμήσει τὴ σοβαρότητα τῆς ἑλληνικῆς κατάστασης. Ὁδήγησε στὴν καταστροφὴ τὶς ἑλληνικὲς δυνάμεις στὸν Ἀνάλατο, στὴν παράδοση τῶν πολιορκημένων στὴν Ἀκρόπολη καὶ στὴν καταστολὴ τῆς Ἐπανάστασης στὴν Ἀνατολικὴ Στερεὰ Ἑλλάδα. Τὸ ἴδιο ἀποτυχημένες ἦταν καὶ οἱ ναυτικές του ἐπιχειρήσεις.

Κρεββατᾶς Παναγιώτης (Μυστρᾶς 1785 - Σκάλα Λακωνίας 1822)

Πρόκριτος τοῦ Μυστρᾶ, φιλικὸς καὶ ἀγωνιστὴς τοῦ 1821, μὲ σημαντικὴ συμμετοχὴ στὰ στρατιωτικὰ καὶ πολιτικὰ γεγονότα κατὰ τὰ δυὸ πρῶτα χρόνια του Ἀγώνα. Μυήθηκε τὸ 1819 στὴ Φιλικὴ Ἑταιρεία, πῆρε ἐνεργὸ μέρος στὸ ξεσηκωμὸ τῆς Πελοποννήσου, συμμετεῖχε στὴ Συνέλευση τῶν Καλτετζῶν καὶ ἦταν μέλος τῆς Πελοποννησιακῆς Γερουσίας. Μετὰ τὴν εἰσβολὴ τοῦ Δράμαλη στὴν Κορινθία τάχτηκε στὸ πλευρὸ τοῦ Κολοκοτρώνη.

Κριεζῆς Ἀντώνιος (Τροιζήνα 1796 - Ἀθήνα 1865)

Ἀγωνιστὴς τοῦ 1821 καὶ πρωθυπουργὸς τῆς Ἑλλάδας (1849 - 54). Τὸν Ἰούλιο τοῦ 1821 πῆρε μέρος στὶς ναυτικὲς ἐπιχειρήσεις στὴ Σάμο καὶ στὴ ναυμαχία τῶν Σπετσῶν. Τὸ 1825 ἀκολούθησε τὸν Κανάρη στὸ λιμάνι τῆς Ἀλεξάνδρειας στὴν ἀπόπειρα πυρπόλησης τοῦ αἰγυπτιακοῦ στόλου καὶ βοήθησε στὸν Ἀγώνα τῆς Κρήτης. Τὸ 1826 ὁ Καποδίστριας τοῦ ἀνέθεσε τὴν ἀρχηγία τῆς ναυτικῆς μοίρας καὶ τὸ 1829 συνετέλεσε στὴν παράδοση τῶν Τούρκων τῆς Βόνιτσας. Τὸ 1836 ἔγινε ὑπουργὸς τῶν Ναυτικῶν, θέση στὴν ὁποία παρέμεινε ὡς τὸ 1843. Τὸ 1849 διαδέχτηκε τὸν Κανάρη στὴν πρωθυπουργία.

Κριεζώτης Νικόλαος (Βίρα Καρυστίας 1785 - Σμύρνη 1853)

Ὁπλαρχηγὸς τοῦ 1821. Πῆρε τὸ βάπτισμα τοῦ πυρὸς στὰ Βρυσάκια, ὅπου διακρίθηκε γιὰ τὸν ἡρωισμό του καὶ λίγο ἀργότερα ὡς ὁπλαρχηγὸς ἀνέλαβε, μετὰ ἀπὸ ἀπαίτηση τῶν κατοίκων τῆς Καρυστίας, τὴν ἐκκαθάριση τῆς περιοχῆς ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Συνεργάστηκε μὲ τὸ Βάσο Μαυροβουνιώτη καὶ μαζὶ μὲ τὸν Μανιάτη Ἠλία Μαυρομιχάλη ἔδωσε ἡρωικὴ μάχη στὰ Στύρα. Ἀναγνωρισμένος ὡς ἀρχηγὸς ἀπὸ τοὺς ἀγωνιστὲς τῆς Εὔβοιας πῆρε, μετὰ τὴ νίκη του στὸ Κουντουρλομετόχι τῆς Χαλκίδας, καὶ ἐπίσημα τὸν τίτλο τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς Καρυστίας. Κατὰ τὸν ἐμφύλιο ὁ Κριεζώτης τάχθηκε μὲ τὸ μέρος τῶν κυβερνητικῶν καὶ πῆρε μέρος στὶς ἐπιχειρήσεις ἐναντίον τῶν ἀντιπάλων του. 

Τὸ 1825 πολέμησε στὶς σημαντικότερες μάχες τῆς Ἀνατολικῆς Στερεᾶς ὑπὸ τὴν ἡγεσία τοῦ Καραϊσκάκη. Στὰ τέλη τοῦ 1825 μαζὶ μὲ ἄλλους ὁπλαρχηγοὺς ὀργάνωσαν ἐκστρατεία στὸ Λίβανο γιὰ νὰ βοηθήσουν τὸν Ἐμίρη Μπεσίρ. Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Γκούρα, ὕστερα ἀπὸ πρόταση τοῦ Καραϊσκάκη, ὁ Κριεζώτης ἀνέλαβε μαζὶ μὲ 300 ἄνδρες νὰ εἰσχωρήσει στὴν Ἀκρόπολη χωρὶς νὰ γίνει ἀντιληπτός. Ὁ Κριεζώτης πῆρε μέρος στὶς διαμάχες ποὺ ξέσπασαν μετὰ τὴ δολοφονία τοῦ Κυβερνήτη καὶ ἀκολούθησε τὸν Ἰωάννη Κωλέττη καὶ τοὺς Ρουμελιῶτες ὀπλαργηχούς. Πῆρε ἐνεργὸ μέρος στὴν Ἐπανάσταση τῆς 3ης Σεπτεμβρίου τοῦ 1843. Τὸ 1844 ἐκλέχτηκε βουλευτὴς καὶ συνέχισε τὴν ἀντιδυναστικὴ πολιτική του.

Κριτοβουλίδης Καλλίνικος (Χανιὰ 1792 - Ἀθήνα 1868)

Φιλικὸς καὶ ἀγωνιστὴς στὴν Κρήτη κατὰ τὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821, λόγιος καὶ ἀπομνημονευματογράφος. Τὸ 1819 μυήθηκε στὴ Φιλικὴ Ἑταιρεία. Πῆρε ἐνεργὸ μέρος στὴν ἐξέγερση τῆς Μεγαλονήσου καὶ ἀσχολήθηκε κυρίως μὲ διοικητικὰ θέματα. Μετὰ τὴν καταστολὴ τῆς Ἐπανάστασης κατέφυγε στὴν Πελοπόννησο. Συμμετεῖχε στὴν ἐπιχείρηση τῆς Γραμβούσας καὶ μετὰ τὴν ἐπιτυχῆ ἔκβασή της τοποθετήθηκε ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ κυβέρνηση μέλος τῆς τριμελοῦς διοικητικῆς Ἐπιτροπῆς Κρήτης. Μετὰ τὸ 1830 ἐγκαταστάθηκε ὁριστικὰ στὸ ἐλεύθερο ἑλληνικὸ κράτος καὶ ἀνέλαβε ὑπηρεσία σὲ διάφορες θέσεις. Ἔγραψε καὶ δημοσίευσε τὰ «Ἀπομνημονεύματα τοῦ περὶ τῆς αὐτονομίας τῆς Ἑλλάδος πολέμου τῶν Κρητῶν».

Κωλέττης Ἰωάννης (Συρράκο Ἠπείρου 1773 - Ἀθήνα 1847)

Πολιτικὸς ἀρχηγὸς τοῦ «γαλλικοῦ» κόμματος. Πρωτοστάτησε στοὺς πολιτικοὺς ἀγῶνες ἰδιαίτερα κατὰ τὴν Ἐπανάσταση καὶ κατὰ τὴν Ὀθωνικὴ περίοδο διετέλεσε πρωθυπουργὸς (1844-47). Σπούδασε ἰατρικὴ στὴν Πίζα καὶ προσλήφθηκε ὡς γιατρὸς ἀπὸ τὸ γιὸ τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ Μουχτάρ. Μυήθηκε τὸ 1819 στὴν Φιλικὴ Ἑταιρεία. Ὀργάνωσε τὸ 1821 ἐπανάσταση στὸ Συρράκο καὶ μετὰ τὴν ἀποτυχία της κατέφυγε στὴν Πελοπόννησο. Ἦταν ἀπὸ τὶς ἰσχυρότερες προσωπικότητες τῆς ἐποχῆς του καὶ ἐπηρέασε τὶς πολιτικὲς ἐξελίξεις τῆς ἐπαναστατικῆς καὶ Ὀθωνικῆς περιόδου. Συνέβαλε στὴ συγκρότηση τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους προσπαθώντας νὰ υἱοθετήσει ἕνα σύστημα διακυβέρνησης δυτικοῦ τύπου ταλαντευόμενος ὅμως συνεχῶς ἀπὸ τὴ μία μεριὰ ἀνάμεσα στὴ γαλλικὴ ἐπίδραση καὶ τοὺς θεσμοὺς δυτικῆς προέλευσης καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη στὸ ντόπιο στρατιωτικὸ στοιχεῖο καὶ τὶς παραδοσιακὲς δομές. Θεωρεῖται ὁ πατέρας τῆς «Μεγάλης Ἰδέας».

Λασσάνης Γεώργιος (Κοζάνη 1793 - Ἀθήνα 1870)

Λόγιος, φιλικός, ἱερολοχίτης, ἀγωνιστὴς τοῦ 1821, ἀπὸ τὰ ἐξέχοντα στελέχη τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας καὶ τοὺς πιστότερους συνεργάτες τοῦ Ἀλέξανδρου Ὑψηλάντη. Σπούδασε στὴ Λειψία, ταξίδεψε στὴ Βουδαπέστη, στὴ Μολδαβία καὶ στὴ Μόσχα ὅπου μυήθηκε στὴ Φιλικὴ Ἑταιρεία καὶ κατέληξε στὴν Ὀδησσὸ τὸ 1818, ὅπου ἀνέπτυξε πολύπλευρη πνευματικὴ καὶ πατριωτικὴ δραστηριότητα. Τὸ 1820 συνεργάστηκε στενὰ μὲ τὸν Ὑψηλάντη, ἔγινε σύμβουλος καὶ γραμματέας του. Ἀκολούθησε τὸν Ὑψηλάντη ὅταν πέρασε τὸν Προῦθο καὶ μετὰ τὴν ἐπίσημη κήρυξη τῆς Ἐπανάστασης (24 Φεβρ. 1821) ὀνομάστηκε χιλίαρχος τοῦ ἑλληνικοῦ στρατεύματος. 

Πρωτοστάτησε στὴν ἵδρυση τοῦ Ἱεροῦ Λόχου. Μετὰ τὴ μάχη τοῦ Δραγατσανίου ὁ Λασσάνης κατέφυγε μὲ τοὺς ἀδελφοὺς Ὑψηλάντη στὴν Αὐστρία ὅπου φυλακίστηκε. Στάθηκε στὸ πλευρὸ τοῦ Ὑψηλάντη ὡς τὴν τελευταία στιγμή του. Ἦρθε στὴν Ἑλλάδα τὸ 1828. Πολέμησε στὸ Σεβενίκο, στὸ Μαρτίνο, στὴ Θήβα καὶ στὴν Πέτρα Βοιωτίας. Ὑπηρέτησε ὡς γενικὸς ἐπιθεωρητὴς τοῦ στρατοῦ τῆς Ἀνατολ. Ἑλλάδας, διορίστηκε πρῶτος νομάρχης Ἀττικοβοιωτίας, διετέλεσε γραμματέας οἰκονομικῶν (1836-37). Πῆρε τὸ βαθμὸ τοῦ συνταγματάρχη καὶ τὸ 1868 ὀνομάστηκε ὑποστράτηγος. Ἔγραψε δυὸ θεατρικὰ ἔργα, ἕνα δράμα μὲ τίτλο «ὁ ἀρνησίθρησκος τοῦ Μοριᾶ» καὶ ποιήματα πατριωτικοῦ περιεχομένου. Ἰδιαίτερη σημασία ἔχουν τὰ πολιτικὰ κείμενα καὶ τὰ ἱστορικὰ δοκίμιά του.

Λάτρις Ἰκέσιος (Σμύρνη 1799 - 1881)

Ἀγωνιστὴς τοῦ 1821, δημοσιογράφος καὶ λόγιος. Ἐγκατέλειψε τὶς σπουδές του στὴ Μασσαλία καὶ ἦρθε στὴν Ἑλλάδα γιὰ νὰ πάρει μέρος στὸν Ἀγώνα. Ὑπηρέτησε ὡς γραμματέας τοῦ ναυάρχου Ἀνδρέα Μιαούλη, συνόδευσε τὸν Τομπάζη στὴν Κρήτη καὶ τὸν Φαβιέρο στὴ Χίο. Ἐπὶ Καποδίστρια ὁρίστηκε κυβερνητικὸς ἐπίτροπος στὸ ἐπιτελεῖο τοῦ Γάλλου στρατηγοῦ Μαιζόν, ἀργότερα διοικητὴς Σίφνου, Μήλου, Θήρας καὶ διευθυντὴς τῆς νομαρχίας Λακωνίας.

Λαχανᾶς Κωνσταντῖνος (Σάμος 1789 - Χαλκίδα 1842)

Φιλικὸς καὶ ἀγωνιστὴς τοῦ 1821, πρωτοστάτης στὴν ἐξέγερση τῆς Σάμου. Ἀπὸ νέος ἀσχολήθηκε μὲ τὴ ναυτιλία. Σὲ κάποιο ταξίδι του στὴ Μασσαλία κατατάχτηκε στὸ γαλλικὸ στρατό, πῆρε μέρος στὴν ἐκστρατεία τοῦ Ναπολέοντα στὴν Αἴγυπτο καὶ διακρίθηκε στὴ ναυμαχία τοῦ Ἀμπουκὶρ (1798). Ὅταν ἐπέστρεψε στὴ γενέτειρά του συγκρούσθηκε μὲ τὸ ἀριστοκρατικὸ κόμμα τῶν προκρίτων.

Λιδωρίκης

Ἐπώνυμο οἰκογενείας ἀπὸ τὴ Δωρίδα. Μέλη της ἀνέπτυξαν ἐθνικὴ δραστηριότητα στὰ προεπαναστατικὰ χρόνια, ἀγωνίστηκαν στὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821 καὶ ἀναδείχτηκαν στὴν πολιτικὴ καὶ στὰ γράμματα στὰ νεότερα χρόνια. Ὡς Γενάρχης της ἀναφέρεται ὁ κοτζαμπάσης τῆς περιφέρειας Λιδωρικίου Ἀναγνώστης Λιδωρίκης (1767 -1827). Ὁ γιός του Ἀναστάσιος Λιδωρίκης (1797 -1845) ἦταν ἀπὸ τοὺς ἀξιολογότερους ἀγωνιστὲς τῆς Κεντρικῆς Στερεᾶς Ἑλλάδας, καὶ ἀντιπροσώπευε τὴ Δωρίδα στὶς ἐθνοσυνελεύσεις. Ὁ ἄλλος του γιὸς Παναγιώτης Λιδωρίκης (1800 -1860) ἔδρασε κυρίως ὡς γερουσιαστὴς κατὰ τὴ βασιλεία τοῦ Ὄθωνα.

Λογοθέτης Ἰωάννης (μέσα 18ου αἰώνα - 1826)

Φιλικός, ἀπὸ τοὺς σημαντικότερους προκρίτους τῆς Βοιωτίας, ποὺ διαδραμάτισε ἐνεργὸ ρόλο στὰ πολιτικὰ πράγματα τῶν πρώτων χρόνων τῆς Ἐπανάστασης. Ἔμπορος μὲ εὐρύτατη δραστηριότητα σὲ ὁλόκληρη τὴν Ἑλλάδα, ἀλλὰ καὶ σὲ πολλὲς εὐρωπαϊκὲς χῶρες. Πῆρε τὸ ὀφίκιο τοῦ λογοθέτη καὶ τὸ κράτησε ὡς ἐπίθετο. Ὅλοι σχεδὸν οἱ περιηγητὲς τῆς προεπαναστατικῆς εἰκοσαετίας φιλοξενήθηκαν στὸ ἀρχοντικό του. Τὸ 1819 μυήθηκε στὴ Φιλικὴ Ἑταιρεία. Ἐργάστηκε γιὰ τὴ διάδοση τῆς ἐπαναστατικῆς ἰδέας στὴν περιοχή του καὶ διέθεσε σημαντικὰ ποσά. Τὸ 1821 ἐκλέχτηκε πληρεξούσιος Λειβαδιᾶς, ἀργότερα ὁρίστηκε μέλος τοῦ Ἐκτελεστικοῦ. Τὸ 1824 χρημάτισε Ἔπαρχος τῆς Αἴγινας.

Λογοθέτης Λυκούργος (Καρλόβασι Σάμου 1772 - Ἀθήνα 1850)

Πολιτικὸς καὶ στρατιωτικὸς ἡγέτης τῆς Σάμου κατὰ τὴν Ἐπανάσταση, ἀπὸ τὶς σημαντικότερες μορφὲς τοῦ Ἀγώνα. Τὸ πραγματικό του ὄνομα ἦταν Γεώργιος Παπλωματάς. Ὑπηρέτησε στὴν αὐλὴ τοῦ ἡγεμόνα τῆς Βλαχίας Ἀλέξανδρου Σούτσου καὶ πῆρε τὸ ἀξίωμα τοῦ «λογοθέτη». Μυήθηκε τὸ 1820 στὴ Φιλικὴ Ἑταιρεία καὶ πῆρε τὸ ψευδώνυμο Λογοθέτης. Ἀναγνωρίστηκε ὡς ἀρχηγὸς τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ ἀγώνα τῆς Σάμου καὶ ὁδήγησε τὴν Ἐπανάσταση τοῦ νησιοῦ σὲ ἐπιτυχία. Δὲν εἶχε ὅμως τὴν ἴδια τύχη τὸ ἐγχείρημά του στὴ Χίο στὶς 10 Μαρτίου 1822. Κλήθηκε στὴν Πελοπόννησο γιὰ νὰ ἀπολογηθεῖ καὶ κρατήθηκε δέσμιος ὡς τὸ Δεκέμβριο. Ὁ Καποδίστριας ἀναγνώρισε τὸ Λογοθέτη ἀρχηγὸ τῆς Σάμου καὶ τὸν διόρισε μέλος τοῦ «Πανελληνίου». Ὅταν ἡ Σάμος τὸ 1832 ἔμεινε ἔξω ἀπὸ τὰ σύνορα τῆς Ἑλλάδας ἔφυγε ἀπὸ τὸ νησὶ καὶ ἐγκαταστάθηκε στὴν Ἀθήνα.

Λόντος Ἀνδρέας (Βοστίτσα Αἰγίου 1786 - Ἀθήνα 1846)

Πρόκριτος, φιλικὸς καὶ πολιτικός. Τὸ 1818 μυήθηκε στὴ Φιλικὴ Ἑταιρεία. Πολέμησε στὴν Α´ πολιορκία τοῦ Μεσολογίου. Ἀναμίχθηκε ἐνεργῶς στὰ πολιτικὰ πράγματα σὲ ὅλη τὴ διάρκεια τοῦ Ἀγώνα. Πρωτοστάτησε στὴν προετοιμασία τοῦ κινήματος τῆς 3ης Σεπτεμβρίου καὶ μετὰ τὴν ἐπιτυχία του ἀνέλαβε τὸ Ὑπουργεῖο Στρατιωτικῶν στὴν κυβέρνηση τοῦ Ἀνδρέα Μεταξᾶ.

Λουριώτης Ἀνδρέας (Γιάννενα 1789 - Ἀθήνα 1854)

Πολιτικός, στενὸς φίλος καὶ συνεργάτης τοῦ Ἀλέξανδρου Μαυροκορδάτου, κυρίως στὴ διαπραγμάτευση τῶν δυὸ ἐξωτερικῶν δανείων τοῦ 1824 καὶ τοῦ 1825.

Μαυρογένους Μαντώ (Τεργέστη 1796/7 - Πάρος 1840)

Καταγόταν ἀπὸ οἰκογένεια ποὺ εἶχε ἀναλάβει ὑψηλὰ ἀξιώματα στὴ Βλαχία καὶ στὴ συνέχεια ἀπέκτησε μεγάλη περιουσία στὴ Βιέννη καὶ τὴν Τεργέστη. Ἡ Ἐπανάσταση τὴν βρῆκε στὴν Τῆνο ἀπ᾿ ὅπου πῆγε στὴ Μύκονο καὶ τέθηκε ἐπικεφαλῆς τῶν ἐπαναστατημένων συμπατριωτῶν της. Ξένοι ἱστορικοὶ καὶ περιηγητὲς ἐξαίρουν τὴ συμμετοχή της στὰ πεδία τῶν μαχῶν, κάτι ποὺ δὲν προκύπτει ἀπὸ ἑλληνικὲς πηγές. Μὲ ἐπιστολές της πρὸς τοὺς γυναικείους κυρίως φιλελληνικοὺς κύκλους τῆς Εὐρώπης συνέβαλε στὴν τόνωση τοῦ φιλελληνικοῦ ρεύματος. 

Ἐργάστηκε ἰδιαίτερα γιὰ τὴν ἠθικὴ ἐνίσχυση τῶν ἀγωνιστῶν καὶ διέθεσε ὁλόκληρη τὴν οἰκογενειακή της περιουσία γιὰ τὶς ἀνάγκες τοῦ Ἀγώνα. Κατέληξε ἔτσι νὰ ζητάει ἀπὸ τὴν Ἐθνοσυνέλευση τοῦ 1827 κατοικία στὸ Ναύπλιο ποὺ τῆς τὴν παραχώρησε ὁ Ι. Καποδίστριας ὡς ἀναγνώριση τῆς προσφορᾶς της. Πέθανε ξεχασμένη καὶ πάμφτωχη στὴν Πάρο τὸ 1840 ἔχοντας ὑποβάλει λίγο πιὸ πρὶν ἐπιστολὴ στὸν Ὄθωνα μὲ τὴν ὁποία ζητοῦσε οἰκονομικὴ ἐνίσχυση γιὰ τὸ σύνολο τῆς προφορᾶς της στὸν Ἀγώνα.

Μαγγίνας Ἀναστάσιος (Τάτζης - Ἀστακὸς Ἀκαρνανίας 1792 -1880)

Κατὰ τὴν Ἐπανάσταση ἔδρασε κυρίως ὡς πολιτικὸ καὶ διοικητικὸ στέλεχος. Τὸ 1823 συστοιχήθηκε πολιτικὰ μὲ τὸν Ἀλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Ἐπὶ Καποδίστρια διορίστηκε μέλος τοῦ Πανελληνίου καὶ ἀργότερα ἔγινε γερουσιαστής. Ἔγινε ὑπουργὸς Οἰκονομικῶν στὴν κυβέρνηση Δ. Βούλγαρη.

Μακρυγιάννης (Ἀβορίτι Δωρίδας 1797 - Ἀθήνα 1863)

Ἀγωνιστὴς τοῦ 1821, στρατιωτικὸς καὶ δραστήριο πολιτικὸ πρόσωπο μετὰ ἀπὸ τὴ δημιουργία τοῦ ἐλεύθερου ἑλληνικοῦ κράτους, αὐτοδίδακτος συγγραφέας Ἀπομνημονευμάτων. Τὸ πραγματικό του ὄνομα ἦταν Ἰωάννης Τριανταφυλλοδημήτρης. Τὸ 1820 μυήθηκε στὴ Φιλικὴ Ἑταιρεία καὶ ἀπὸ τότε ἀφοσιώθηκε στὸν Ἀγώνα. Πῆρε μέρος σὲ πολλὲς μάχες. Κατὰ τοὺς ἐμφύλιους τάχθηκε στὸ πλευρὸ τῶν κυβερνητικῶν καὶ μετὰ εἰσέβαλε στὴν Πελοπόννησο καὶ ἔμεινε ἐκεῖ γιὰ νὰ ὀργανώσει τὴν ἄμυνα ἐναντίον τοῦ Ἰμπραήμ. Ὑπερασπίστηκε ἡρωικὰ τὴν Ἀκρόπολη, ὅπου τραυματίστηκε τρεῖς φορές. Ἡ ἐπαναστατική του δράση κλείνει μὲ τὴ συμμετοχή του στὶς ἐπιχειρήσεις τοῦ Πειραιᾶ τὸ 1827. 

Μὲ τὸν ἐρχομὸ τοῦ Καποδίστρια διορίστηκε «Γενικὸς ἀρχηγὸς Σπάρτης». Δυσανασχετώντας γιὰ τὴν ἀπραξία τῆς θέσης ἄρχισε νὰ γράφει τὰ «Ἀπομνημονεύματα» (1829). Χαιρέτησε μὲ θερμὰ λόγια τὴν ἄφιξη τοῦ Ὄθωνα, γρήγορα ὅμως ἀπογοητεύτηκε καὶ στράφηκε στὴν καλλιέργεια τῆς γῆς. Ὡς δημοτικὸς σύμβουλος ἔπεισε τὸ δημοτικὸ συμβούλιο τῆς Ἀθήνας τὸ 1837 νὰ ὑποβάλει στὸν Ὄθωνα ἀναφορὰ γιὰ τὴν παραχώρηση Συντάγματος. Ἡ πράξη του αὐτὴ ὁδήγησε στὴν παύση του, διάλυση τοῦ δημοτικοῦ συμβουλίου καὶ στὸν κατ᾿ οἶκον περιορισμὸ τοῦ ἰδίου. 

Ἀπ᾿ τὸ παλάτι θεωρήθηκε ὡς ὁ κύριος ὀργανωτὴς τῆς συνωμοτικῆς κίνησης ποὺ ὁδήγησε στὴν Ἐπανάσταση τῆς 3ης Σεπτεμβρίου 1843. Τὸ Μάρτιο τοῦ 1853 δικάστηκε ἀπὸ στρατοδικεῖο γιὰ ἐσχάτη προδοσία καὶ καταδικάστηκε σὲ θάνατο. Ἀποφυλακίστηκε ἀργότερα μὲ τὴ μεσολάβηση τοῦ Δημητρίου Καλλέργη. Μετὰ τὴν ἔξωση τοῦ Ὄθωνα τοῦ ξαναδόθηκε ὁ τίτλος τοῦ ἀντιστρατήγου (1862).

Μαμούρης Γιάννης (Δρεμίστα Παρνασσίδας 1797 - Ἀθήνα 1867)

Ἀγωνιστὴς τοῦ 1821 καὶ στρατιωτικὸ στέλεχος τῆς καποδιστριακῆς καὶ ὀθωνικῆς περιόδου. Πῆρε μέρος σὲ πολλὲς μάχες τοῦ Ἀγώνα. Διακρίθηκε στὴν πολιορκία τῆς Ἀκρόπολης ἀπὸ τὸν Κιουταχῆ.

Μπότσαρης

Ἐπώνυμο μιᾶς ἀπὸ τὶς σημαντικότερες οἰκογένειες τοῦ Σουλίου ὅπου καὶ ἐγκαταστάθηκαν τὶς πρῶτες δεκαετίες τοῦ 17ου αἰώνα. Ὡς τόπος καταγωγῆς ἀναφέρεται τὸ χωριὸ Δράγανη τῆς Παραμυθιᾶς, ἐνῶ, σύμφωνα μὲ τὴν οἰκογενειακὴ παράδοση, ἡ φάρα κατάγεται ἀπὸ τὰ λείψανα τῆς στρατιᾶς τοῦ Γεωργίου Καστριώτη (Σκεντέρμπεη). Ἡ δράση τῆς οἰκογένειας εἶναι συνδεδεμένη μὲ τοὺς πολέμους τῶν Σουλιωτῶν ἐναντίον τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ τῶν Ἰωαννίνων καὶ μὲ τὸν Ἀγώνα τῆς Ἑλληνικῆς Ἀνεξαρτησίας. 

Ὁρισμένες διαπραγματεύσεις ὅμως τοῦ Γιώργη καὶ τοῦ Κίτσου Μπότσαρη μὲ τὸν Ἀλὴ ἔβλαψαν τοὺς συμπατριῶτες τους καὶ μείωσαν τὸ γόητρο τῆς οἰκογενείας στὰ τέλη τοῦ 18ου καὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰ.
Ἡρωικὲς σελίδες ἔγραψαν καὶ τὰ γυναικεῖα μέλη τῆς φάρας. Ἡ Λένω Μπότσαρη (1785-1804) ἀφοῦ ἀγωνίστηκε στὴ μονὴ Σέλτσου ρίχτηκε καὶ πνίγηκε στὰ νερὰ τοῦ Ἀχελώου γιὰ νὰ ἀποφύγει τὴν αἰχμαλωσία καὶ τὴν ταπείνωση.

Ὁ Μάρκος Μπότσαρης (Σούλι, 1790 - Κεφαλόβρυσο Καρπενησίου, 1823) ὑπῆρξε ἡγετικὴ μορφὴ τῆς Ἐπανάστασης. Στὰ τέλη τοῦ 1820 διαπραγματεύτηκε μὲ τὸν Ἀλὴ Πασᾶ τὴν ἀπελευθέρωση τοῦ Σουλίου, ὁρίστηκε ἀρχιστράτηγος καὶ ἔδωσε λαμπρὰ δείγματα ὀργανωτικῶν καὶ στρατηγικῶν ἱκανοτήτων. Στὶς 3 Ἰουλίου 1821 ἀντιμετώπισε νικηφόρα στὸ Κομπότι τῆς Ἄρτας ἰσχυρὴ τουρκικὴ δύναμη, ἀγωνίστηκε στὴ μάχη τοῦ Πέτα, ποὺ κατέληξε σὲ καταστροφή, καὶ βρέθηκε μεταξὺ τῶν ὑπερασπιστῶν τοῦ Μεσολογγίου στὴν πρώτη του πολιορκία (Ὀκτ. - Δεκ. 1822) ὅπου παρασύροντας τοὺς Τούρκους σὲ πλαστὲς συνομιλίες ἔδωσε χρόνο στοὺς πολιορκημένους νὰ ἐνισχύσουν τὶς ὀχυρώσεις.


Τὸν Ἰούλιο τοῦ 1822 ξεκίνησε νὰ ἀντιμετωπίσει τοὺς Τουρκαλβανοὺς στὸ Καρπενήσι καὶ σχεδίασε νυχτερινὴ αἰφνιδιαστικὴ ἐπίθεση, οἱ Τοῦρκοι ἀντέδρασαν ἀποφασιστικὰ καὶ ὁ Μπότσαρης ἦταν ἀπὸ τοὺς πρώτους νεκρούς. Κηδεύτηκε στὸ Μεσολόγγι καὶ ὁ θάνατός του συγκλόνισε τὸ μαχόμενο Ἑλληνισμὸ καὶ τὴν εὐρωπαϊκὴ κοινὴ γνώμη.

Μπουμπουλίνα, Λασκαρίνα (Κωνσταντινούπολη, 1776 - Σπέτσες, 1825)

Ἡρωίδα τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης, ἀπὸ τὶς λίγες γυναῖκες ποὺ διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικὸ ρόλο στὸν Ἀγώνα τῆς Ἀνεξαρτησίας. Τὸ 1788 παντρεύτηκε τὸν Δημ. Γιάννουζα καὶ τὸ 1801 τὸν Δ. Μπούμπουλη, πλούσιο Σπετσιώτη πλοιοκτήτη. Μετὰ τὸ θάνατό του, τὸ 1811, αὔξησε τὴν περιουσία του καὶ ναυπήγησε τὸ πλοῖο «Ἀγαμέμνων» μὲ δεκαοκτὼ πυροβόλα. Αὐτό, ἄλλα τρία μικρότερα καὶ πολλὰ χρήματα, τὰ διέθεσε γιὰ τὸν Ἑλληνικὸ Ἀγώνα. Συμμετεῖχε ἐνεργὰ σὲ πολλὲς ἐπιχειρήσεις, ὅπως στὴν πολιορκία τοῦ Ναυπλίου, καὶ μπῆκε ἀπὸ τοὺς πρώτους στὴν Τριπολιτσά. Κατὰ τὸν ἐμφύλιο πόλεμο συντάχθηκε μὲ τοὺς στρατιωτικοὺς καὶ τὸν Κολοκοτρώνη. Στὸ πατρικό της σπίτι στὶς Σπέτσες σκοτώθηκε κατὰ τὴ διάρκεια (ἐνδο)οἰκογενειακῆς διαμάχης. Τὸ ὄνομά της ξεπέρασε ἀπὸ τὸν πρῶτο χρόνο τοῦ Ἀγώνα τὰ σύνορα τοῦ ἑλληνικοῦ χώρου καὶ ἐνέπνευσε πολλοὺς καλλιτέχνες.

Μιαούλης Ἀνδρέας (1796 - Ἀθήνα 1835)

Ναύαρχος τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης, γιὸς τοῦ Δημητρίου Βώκου, γνωστὸς ὅμως μὲ τὸ παρωνύμιο Μιαούλης. Ἀσχολήθηκε μὲ τὴ ναυτιλία ἀπὸ τὰ ἐφηβικά του χρόνια καὶ ἔδρασε σὲ ναυτιλιακὲς ἐπιχειρήσεις ποὺ τοῦ προσπόρισαν σημαντικὰ κέρδη μὲ τὰ ὁποῖα ἀπέκτησε πλοῖα μεγάλης χωρητικότητας. Ἀναγνωρίστηκε ναύαρχος τῶν Ὑδραίων ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ 1821. Τὸ πρῶτο του ἀνδραγάθημα πραγματοποιήθηκε στὴ ναυμαχία τῆς Πάτρας στὶς 20/2/1822 καὶ στὴ συνέχεια διακρίθηκε στὴ Χίο, στὸ Ναύπλιο, στὰ Ψαρὰ καὶ στὴ ναυμαχία τοῦ Γέροντα (1824), τὴ μεγαλύτερη ναυτικὴ σύγκρουση κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Ἐπανάστασης. 

Προσπάθησε νὰ ἀποτρέψει τὴν ἀπόβαση τοῦ Ἰμπραὴμ στὴν Πελοπόννησο (1825) καὶ νὰ ἐνισχύσει τὸ Μεσολόγγι κατὰ τὴ B´ πολιορκία του. Ὁ Καποδίστριας, ποὺ τὸν ἐκτιμοῦσε ἰδιαίτερα, τοῦ ἀνέθεσε τὴν ἀρχηγία τοῦ στόλου τοῦ Αἰγαίου, ἀλλὰ στὴ συνέχεια ὑπῆρξε ἀπὸ τοὺς πρωτεργάτες τῆς ἀντικαποδιστριακῆς κίνησης καὶ ἔφτασε στὸ σημεῖο νὰ διατάξει τὴν πυρπόληση τῶν ἑλληνικῶν πλοίων στὸ λιμάνι τοῦ Πόρου, ἐνέργεια ποὺ τὸν στιγμάτισε. Ὁρίστηκε μέλος τῆς ἐπιτροπῆς ποὺ μετέβη στὸ Μόναχο γιὰ νὰ προσφέρει τὴν ἀφοσίωση τοῦ ἔθνους στὸν Ὀθωνα, ἀπὸ τὸν ὁποῖο διορίστηκε ἀρχηγὸς τοῦ Ναυτικοῦ Διευθυντηρίου καὶ γενικὸς ἐπιθεωρητὴς τοῦ στόλου. Πέθανε στὴν Ἀθήνα καὶ τάφηκε στὸν Πειραιᾶ στὴν Ἀκτὴ ποὺ ὀνομάστηκε ἔκτοτε Ἀκτὴ Μιαούλη.

Μαυροκορδᾶτος, Ἀλέξανδρος (Κωνσταντινούπολη 1791 - Αἴγινα 1865)

Ἀπὸ τὶς σημαντικότερες πολιτικὲς προσωπικότητες τῆς Ἐπανάστασης. Γιὸς τοῦ λόγιου ἀξιωματούχου στὶς παραδουνάβιες Ἡγεμονίες Νικολάου Μαυροκορδάτου ἀπέκτησε ἐπιμελημένη μόρφωση κατάλληλη γιὰ νὰ ἀναλάβει δημόσια ἀξιώματα. Ἔφτασε στὸ Μεσολόγγι τὸν Ἰούλιο τοῦ 1821 συνοδευόμενος ἀπὸ ὁμογενεῖς καὶ φιλέλληνες μὲ στόχο τὴν ἐπέκταση τῆς Ἐπανάστασης, τὴν ὀργάνωση καὶ πολιτικὴ ἑνοποίηση τῶν ἐξεγερμένων τόπων καὶ τὴ συγκέντρωση τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας στὸ πλαίσιο μιᾶς «Ἐθνικῆς Διοίκησης». Συνέβαλε στὴ συγκρότηση τοπικοῦ πολιτεύματος στὴ Δυτικὴ Ἑλλάδα καὶ στὴ σύγκληση τῆς Α´ Ἐθνοσυνέλευσης. 

Ἀναδείχθηκε πρόεδρός της καὶ πρόεδρος τῆς ἐπιτροπῆς ποὺ συνέταξε τὸ προσωρινὸ πολίτευμα τῆς Ἑλλάδας. Οἱ πολιτικὲς ἀρχὲς ποὺ ὑπαγορεύονται σ᾿ αὐτὸ φανερώνουν τοὺς σαφεῖς ἰδεολογικοὺς καὶ πολιτικούς του προσανατολισμοὺς ποὺ εἶναι διαποτισμένοι ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ φιλελευθερισμοῦ. Δραστηριοποιήθηκε καὶ στρατιωτικά, ὅπου βαρύνεται μὲν μὲ τὴν καταστροφὴ στὸ Πέτα (4 Ἰουλ. 1822), ἀλλὰ εἶναι κι αὐτὸς ποὺ πρωτοστάτησε στὴν ὀργάνωση τῆς ἄμυνας τοῦ Μεσολογγίου ποὺ ἀποδείχθηκε σωτήρια κατὰ τὴν πρώτη πολιορκία τῆς πόλης. 

Υἱοθέτησε μία σταθερὰ ἀγγλόφιλη πολιτική, γιατί πίστευε ὅτι ἡ Ἀγγλία καὶ λόγω τῶν συμφερόντων της στὴν Ἀνατολὴ ἦταν ἡ μόνη δύναμη, ποὺ μποροῦσε νὰ ἀντιταχθεῖ στὰ ἐπεκτατικὰ σχέδια τῆς Ρωσίας καὶ ἐπειδὴ θεωροῦσε ὅτι ἀντιπροσώπευε πρότυπο πολιτικῆς, οἰκονομικῆς καὶ κοινωνικῆς ὀργάνωσης. Μὲ τὴν ἰδιότητά του ὡς ἀρχηγοῦ τοῦ «ἀγγλικοῦ κόμματος» ζήτησε μὲ ἐπιστολή του ἀπὸ τὸν Τζὼρζ Κάνιγκ νὰ ἀντισταθεῖ στὸ ρωσικὸ σχέδιο γιὰ τὴ δημιουργία τριῶν ἡγεμονιῶν στὴν ἐπαναστατημένη Ἑλλάδα μὲ τὸ ἐπιχείρημα ὅτι εἶναι πρὸς τὸ συμφέρον τῆς Ἀγγλίας καὶ τῆς Εὐρώπης ἡ ἵδρυση ἀνεξάρτητου ἑλληνικοῦ κράτους. Οἱ ἀπόψεις καὶ οἱ ἐνέργειές του αὐτὲς δημιούργησαν ἀρκετὲς ζυμώσεις ποὺ κατέληξαν στὴ συνθήκη τοῦ Λονδίνου (6 Ἰουλίου 1827). 

Ἡ πολιτική του δράση συνεχίστηκε καὶ μετὰ τὴν ἄφιξη τοῦ Καποδίστρια ὅταν ἀνέλαβε καὶ ὑπουργικὰ καθήκοντα. Ἀποσύρθηκε ὅμως τὸ 1830 καὶ ἀναδείχθηκε ἡγέτης τῆς ἀντιπολίτευσης. Σὲ ὅλη σχεδὸν τὴ διάρκεια τῆς ἀπολυταρχικῆς περιόδου τῆς βασιλείας τοῦ Ὄθωνα παρέμεινε ἐκτὸς Ἑλλάδας ὡς πρεσβευτής. Ὑποχρεώθηκε, ὡστόσο, ὁ Ὄθων νὰ τὸν χρησιμοποιήσει ὡς πρωθυπουργὸ τὸ 1841, 1844 καὶ 1854, ἀλλὰ κάθε φορὰ τὸν ὑπονόμευε προκαλώντας ἄμεσα ἢ ἔμμεσα τὴν παραίτησή του. Ὁ ἴδιος ἔμεινε νομιμόφρων πρὸς τὸν βασιλιὰ καὶ μόνο ἀργότερα μεταστράφηκε καὶ εἶχε ἀνάμειξη στὶς διεργασίες ποὺ ὁδήγησαν στὴν ἔξωσή του τὸ 1862. 

Στὸ τέλος τῆς σταδιοδρομίας του ἐκλέχτηκε πληρεξούσιος Εὐρυτανίας στὴν Ἐθνοσυνέλευση τοῦ 1862 καὶ πρόεδρος τῆς ἐπιτροπῆς σύνταξης τοῦ Συντάγματος. Τυφλὸς καὶ κατάκοιτος δὲν πῆρε ἐνεργὸ μέρος στὶς ἐργασίες της, διατήρησε ὅμως τὸ ἐνδιαφέρον του γιὰ τὰ κοινὰ καὶ τὴ σπάνια πνευματική του διαύγεια ὡς τὸ θάνατό του.

Μαυρομιχάλη Οἰκογένεια *

Ἱστορικὴ οἰκογένεια ποὺ κατὰ τὴν παράδοση προερχόταν ἀπὸ τὴ Θράκη, ὅταν στὰ μέσα του 14ου αἰώνα πιεζόμενη ἀπὸ τοὺς Τούρκους κατέφυγε καὶ ἐγκαταστάθηκε στὴ Μάνη. Ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 18ου αἰ. ἀναδείχθηκε σὲ σημαντικὸ τοπικὸ παράγοντα, ἔπαιξε ἀποφασιστικὸ ρόλο στὰ προεπαναστατικὰ γεγονότα (Ὀρλωφικά) καὶ στὸν Ἀγώνα τῆς Ἀνεξαρτησίας (κατάληψη Καλαμάτας, μάχη Βαλτετσίου, πολιορκία Ναυπλίου καὶ Ἀκροκορίνθου, ἀντιμετώπιση τοῦ Ἰμπραὴμ κ.ἄ.) πληρώνοντας βαρὺ φόρο αἵματος.

Πετρόμπεης (Μάνη, 1773 - Ἀθήνα, 1848)

Ὑπῆρξε ἡγετικὴ μορφὴ τῆς Πελοποννήσου, πρωταγωνιστὴς πολιτικῶν καὶ στρατιωτικῶν γεγονότων. Τὸ 1815 ἀνέλαβε τὸ ἀξίωμα τοῦ μπέη τῆς Μάνης. Διακρίθηκε στὶς ἐπιχειρήσεις κατὰ τοῦ Δράμαλη, στὴν ἄμυνα τοῦ Μεσολογγίου καὶ στὴν ἀπόκρουση τοῦ Ἰμπραήμ. Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ἐμφυλίου πολέμου προσπάθησε νὰ δημιουργήσει κλίμα συνδιαλλαγῆς μεταξὺ τῶν ἐμπολέμων. Κατέλαβε ὑψηλὰ ἀξιώματα (πρόεδρος Β´ Ἐθνοσυνέλευσης, πρόεδρος Βουλευτικοῦ καὶ Ἐκτελεστικοῦ καὶ γερουσιαστὴς μετὰ τὴν Ἐπανάσταση τῆς 3ης Σεπτεμβρίου). Φυλακίστηκε μὲ τὴν κατηγορία τῆς ἐσχάτης προδοσίας, μετὰ τὴ δολοφονία τοῦ Καποδίστρια καὶ ἀποφυλακίστηκε τὸ 1832.

Κυριακούλης (Μάνη - Σπλάντζα Ἠπείρου, 1822)

Ἀδελφὸς τοῦ Πετρόμπεη ὑπῆρξε ἀπὸ τὶς ἡρωικότερες μορφὲς τῆς οἰκογένειας. Σκοτώθηκε σὲ σφοδρὴ μάχη μὲ 3.000 Τούρκους στὴν προσπάθειά του νὰ ἐνισχύσει τοὺς πολιορκημένους στὴν Κιάφα Σουλιῶτες. Στὸ πεδίο τῆς μάχης, στὰ Στύρα τῆς Εὔβοιας, ἄφησε τὴν τελευταία του πνοὴ καὶ ὁ Ἠλίας (Μάνη, 1795 - Στύρα, 1822), γιὸς τοῦ Πετρόμπεη, προικισμένος μὲ στρατηγικὰ προσόντα καὶ ἀπαράμιλλη γενναιότητα. Ἀνέλαβε τὴν ἀρχηγία τῆς ἐκστρατείας γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Εὔβοιας.

Μεταξᾶς Ἀνδρέας (Ἀργοστόλι, 1790 - Ἀθήνα, 1860)

Πολιτικὸς καὶ ἀγωνιστὴς τὴν περίοδο τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης καὶ τῆς βασιλείας τοῦ Ὄθωνα. Συμμετεῖχε ἐνεργὰ καὶ ἀποφασιστικὰ σὲ πολεμικὲς ἐπιχειρήσεις τὴν ἄνοιξη τοῦ 1821 ὅταν καὶ τραυματίστηκε. Μετὰ τὴν ἅλωση τῆς Τριπολιτσᾶς ἄρχισε τὴν πολιτική του σταδιοδρομία. Ἐστάλη στὸ συνέδριο τῆς Βερόνας γιὰ νὰ ἀναπτύξει τὰ ἑλληνικὰ δίκαια, ἐπέστρεψε ὅμως ἄπρακτος ἀφοῦ δὲν τοῦ δόθηκε ἄδεια ἀποβίβασης. Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ἐμφυλίου πολέμου τάχθηκε μὲ τὸ μέρος τοῦ Θεόδωρου Κολοκοτρώνη καὶ ἀργότερα πρωτοστάτησε στὴν ἐκλογὴ τοῦ Καποδίστρια ὡς κυβερνήτη. 

Ἡ Ἀντιβασιλεία τοῦ ἀνέθεσε ὑψηλὰ ἀξιώματα (νομάρχης Λακωνίας, πρεσβευτὴς στὴ Μαδρίτη), τὸν συνέλαβε ὅμως καὶ γιὰ ἀντικυβερνητικὴ δράση. Ἀποτέλεσε μαζὶ μὲ τὸν Κωνσταντῖνο Ζωγράφο τὸν πολιτικὸ πυρήνα τῆς Ἐπανάστασης τῆς 3ης Σεπτεμβρίου 1843 καὶ μὲ πρόταση τοῦ Μακρυγιάννη ὁρίστηκε πρωθυπουργὸς στὴν κυβέρνηση ποὺ διεξήγαγε ἐκλογὲς γιὰ Ἐθνοσυνέλευση. Τὸ 1850 διορίστηκε πρεσβευτὴς στὴν Κωνσταντινούπολη ἀπ᾿ ὅπου ἀναχώρησε τὸ 1854 μετὰ τὴν ἔναρξη τοῦ Κριμαϊκοῦ πολέμου. Ὁ Ὄθων τὸ 1859 ἐλπίζοντας νὰ ἐκτονώσει τὴν σὲ βάρος του κατάσταση κάλεσε τὸν Μεταξᾶ νὰ σχηματίσει κυβέρνηση, ὁ ὁποῖος ὅμως ἀντιμετωπίζοντας ἀνυπέρβλητες δυσχέρειες ἐγκατέλειψε τὴν προσπάθειά του.

Μπότασης

Ἐπώνυμο ἱστορικῆς σπετσιώτικης οἰκογένειας ἠπειρώτικης καταγωγῆς. Ἦταν ἐγκατεστημένοι ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 17ου αἰώνα στὸ Κρανίδι καὶ μετὰ τὸ 1736 ἐγκαταστάθηκαν στὶς Σπέτσες. Ὁ Νικόλαος Μπότασης (Κρανίδι, 1730 - Σπέτσες, 1812) εἶναι ὁ γενάρχης. Ἀσχολήθηκε μὲ τὸ ἐμπόριο καὶ τὴ ναυτιλία, ἀπέκτησε μεγάλη περιουσία καὶ πῆρε μέρος στὰ Ὀρλωφικὰ (1770). Στὸ ναυτικὸ ἀγώνα γιὰ τὴν Ἀνεξαρτησία διακρίθηκαν οἱ Γκίκας Μπότασης (Σπέτσες, 1766 - Ναύπλιο, 1833), Παναγιώτης Μπότασης (Σπέτσες, 1784 - Ναύπλιο, 1824), Νικόλαος Μπότασης (Σπέτσες, 1792 -Ἀθήνα, 1842) καὶ Θεοδόσιος Μπότασης (Σπέτσες, 1794 - 1836). Προοδευτικοὶ καὶ φιλελεύθεροι διακρίθηκαν γιὰ τὴν ἀγωνιστικότητα καὶ τὴ γενναιοδωρία τους στὴν οἰκονομικὴ ἐνίσχυση τοῦ Ἀγώνα καὶ εἰδικότερα στὴν αὔξηση τῆς ναυτικῆς δύναμης τοῦ νησιοῦ τους.

Μπάυρον, Τζὼρζ Γκόρντον Νόελ (Λονδίνο, 1788 - Μεσολόγγι, 1824)

Ἀγγλος λυρικὸς ποιητὴς καὶ φιλέλληνας. Ἀποδέχτηκε τὴν πρόταση τοῦ Φιλελληνικοῦ Κομιτάτου τοῦ Λονδίνου νὰ γίνει ἐκπρόσωπός του στὴν Ἑλλάδα, φόρτωσε τὸ μπρίκι «Ἡρακλῆς» μὲ ὅπλα, τρόφιμα καὶ φαρμακευτικὸ ὑλικὸ καὶ ἔφτασε στὸ Ἀργοστόλι τὸν Αὔγουστο τοῦ 1823. Παρέμεινε γιὰ πέντε μῆνες στὸ χωριὸ Μεταξάτα καὶ τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1824 πῆγε στὸ Μεσολόγγι. Ἐκεῖ ἔγινε δεκτὸς μὲ ἐνθουσιασμὸ ἀπ᾿ ὅλους τοὺς Ἕλληνες καὶ ἡ παρουσία του τροφοδότησε εὐεργετικὰ τὸ φιλελληνικὸ κίνημα. Ἐπιχείρησε νὰ ὀχυρώσει τὸ Μεσολόγγι καὶ νὰ δημιουργήσει πυρήνα πυροβολικοῦ. 

Συγκρότησε σῶμα Σουλιωτῶν μὲ τὸ ὁποῖο σχεδίαζε τὴν κατάληψη τῆς Ναυπάκτου, ἡ ἀπειθαρχία ὅμως ποὺ ἐκδηλώθηκε ὁδήγησε στὴ ματαίωση τῆς ἐπιχείρησης. Διορίστηκε συνταγματάρχης πυροβολικοῦ, τοῦ ἀπονεμήθηκε ἡ ἰδιότητα τοῦ Ἕλληνα πολίτη, οἱ Μεσολογγίτες τὸν ἀνακήρυξαν πολίτη καὶ εὐεργέτη τῆς πόλης τους καὶ τὸ Φιλελληνικὸ Κομιτάτο τὸν ἐξέλεξε μέλος τῆς ἐπιτροπῆς γιὰ τὴ διαχείριση τοῦ πρώτου δανείου. Τὰ ποικίλα καθημερινὰ προβλήματα τοῦ προξενοῦσαν ἀπογοήτευση ποὺ σὲ συνδυασμὸ μὲ τὸ ἄσχημο κλίμα ἐπιδείνωσαν τὴν ἤδη κλονισμένη ὑγεία του. Στὰ μέσα Φεβρουαρίου 1824 ἀρρώστησε ἀπὸ ἐλονοσία καὶ πέθανε στὶς 19 Ἀπριλίου.

Μαυροβουνιώτης, Βάσ(σ)ος (Μαυροβούνιο, 1795 - Ἀττικοβοιωτία, 1847)

Μαυροβούνιος ὁπλαρχηγὸς τοῦ 1821 καὶ στρατιωτικός της ὀθωνικῆς περιόδου. Καθιερώθηκε ὡς στρατιωτικὸ στέλεχος στὴν περιοχὴ τῆς Εὔβοιας, ὅπου πῆρε μέρος σὲ διάφορες μάχες (Στύρα, Βρυσάκια, Πολιτικά, Βάθεια), ἀνέλαβε τὴ φύλαξη τῆς Ὕδρας καὶ τὸ 1825 συμμετεῖχε στὸν ἀγώνα κατὰ τοῦ Ἰμπραήμ. Στὶς ἐμφύλιες συγκρούσεις συντάχθηκε μὲ τὴν πλευρὰ τοῦ Κουντουριώτη καὶ πολιτικὰ ἦταν ἐνταγμένος στὸ γαλλικὸ κόμμα.

Μελετόπουλος, Δημήτριος (Αἴγιο, 1796 - Ἀθήνα, 1858)

Πρόκριτος τῆς Βοστίτσας (Αἰγίου) καὶ ἀγωνιστὴς. Ἦταν ἀπὸ τοὺς λίγους Πελοποννήσιους προκρίτους ποὺ δέχθηκαν τὶς ἀπόψεις τὸν Παπαφλέσσα γιὰ γρήγορη ἔναρξη τοῦ Ἀγώνα. Ὡς ὑπαρχηγὸς τοῦ Ἀνδρέα Λόντου κινήθηκε ἰδιαίτερα στὴν Ἀχαΐα, καὶ συμμετεῖχε στὴν πολιορκία τῆς Πάτρας καὶ στὴν καταδίωξη τοῦ Δράμαλη στὴν Ἀκράτα. Μετὰ τὴν εἰσβολὴ τοῦ Ἰμπραὴμ τάχθηκε στὸ πλευρὸ τοῦ Κολοκοτρώνη καὶ ἀγωνίστηκε κατὰ τῶν αἰγυπτιακῶν στρατευμάτων. Διετέλεσε δήμαρχος Αἰγίου, νομάρχης Ἀττικῆς καὶ ὑπουργὸς ἐσωτερικῶν.

Μέξης, Χατζηγιάννης (Σπέτσες, 1754-1844)

Πρόκριτος τῶν Σπετσῶν, γνωστὸς γιὰ τὴν προσφορά του στὸ ναυτικὸ ἀγώνα τῆς Ἐπανάστασης. Πρωτοστάτησε στὴν ἐξέγερση τῶν Σπετσῶν, ἐργάστηκε γιὰ τὴ διάδοση τοῦ ἐπαναστατικοῦ μηνύματος στὰ ἄλλα νησιὰ καὶ διέθεσε τὰ καράβια του στὴν ὑπηρεσία τῶν ἀγωνιζομένων. Κράτησε μὲ ἐπιτυχία τὴν ἄμυνα τῶν Σπετσῶν κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ναυμαχίας μεταξὺ τοῦ ἑλληνικοῦ στόλου ὑπὸ τὸν Μιαούλη καὶ τῆς τουρκικῆς ἁρμάδας (8 Σεπτ. 1822).

Μήλιος, Ζάχος (Χειμάρα, 1805 - Θήβα, 1860)

Στρατιωτικὸς τῆς ἐπαναστατικῆς καὶ τῆς ὀθωνικῆς περιόδου. Τὸ 1824 συνόδευσε τὸν ἀδελφό του Σπυρομήλιο στὴν ἐκστρατεία τοῦ Μαυροκορδάτου ἐναντίον τοῦ Ὀμὲρ Βρυώνη στὴ Δυτικὴ Ἑλλάδα. Συμμετεῖχε σὲ μάχες κατὰ τοῦ Κιουταχῆ, πολέμησε στὸ Μεσολόγγι καὶ ἔλαβε μέρος στὴν Ἔξοδο. Πολιτικὰ στοιχήθηκε ἀρχικὰ μὲ τὴν παράταξη τοῦ Μαυροκορδάτου καὶ μετὰ μὲ τὸ ρωσικὸ κόμμα.

Μητροπέτροβας (Γαράντζα [Μέλπεια] Μεσσηνίας, 1745 - 1838)

Ἀνέπτυξε πολεμικὴ δραστηριότητα κατὰ τὴ διάρκεια τῶν Ὀρλωφικῶν καὶ ἐργάστηκε γιὰ τὴν προετοιμασία τῆς Ἐπανάστασης στὴ Μεσσηνία. Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ Ἀγώνα τάχθηκε στὸ πλευρὸ τοῦ Κολοκοτρώνη καὶ πῆρε μέρος στὴ μάχη στὸ Βαλτέτσι καὶ στὴν ἅλωση τῆς Τριπολιτσᾶς. Φανατικὸς πολέμιος τῆς Ἀντιβασιλείας πρωτοστάτησε στὴν ἀνταρσία τῶν Μανιατῶν μετὰ τὴν καταδίκη τοῦ Κολοκοτρώνη καὶ στὴν ἐξέγερση τῆς Μεσσηνίας γιὰ τὴν ὁποία καταδικάστηκε σὲ θάνατο, ἀλλὰ δὲν ἐκτελέστηκε λόγω τῆς προχωρημένης ἡλικίας του.

Μίχος Ἀρτέμιος (Ἰωάννινα 1803 - Ἀθήνα 1873)

Ἀγωνιστὴς καὶ ἀπομνημονευματογράφος. Κατέβηκε τὸ 1822 στὴ νότια Ἑλλάδα καὶ πολέμησε στὸ Μοριᾶ καὶ τὴ Ρούμελη. Ἦταν στὸ Μεσολόγγι κατὰ τὴ διάρκεια τῆς δεύτερης πολιορκίας καὶ μετὰ τὴν Ἔξοδο ἀκολούθησε τὸν Καραϊσκάκη καὶ πῆρε μέρος σὲ ἐπιχειρήσεις στὴν Ἀττικὴ καὶ στὴν Ἀνατολικὴ Στερεὰ ὑπὸ τὸν Δ. Ὑψηλάντη. Στὸ ἀνεξάρτητο κράτος ὑπηρέτησε στὸν τακτικὸ στρατὸ καὶ ἦταν ἀπὸ τοὺς πρωταγωνιστὲς τῆς ἀντικαθεστωτικῆς ἐξέγερσης τὸν Ναυπλίου τοῦ 1862. Ἔγραψε ἀπομνημονεύματα ποὺ ἀναφέρονται στὴν πολιορκία καὶ τὴν Ἔξοδο τὸν Μεσολογγίου, ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλα συμβάντα ὡς τὸ τέλος τοῦ Ἀγώνα.

Μπαϊρακτάρης (ἢ Σπύρου) Γιάννης (Σούλι 1793 - ;)

Ἀγωνιστὴς τοῦ 1821. Ὑπηρέτησε ὑπὸ τοὺς Μποτσαραίους. Πολέμησε κατὰ τὴ διάρκεια τῆς δεύτερης πολιορκίας τοῦ Μεσολογγίου καὶ συνέχισε μετὰ τὴν Ἔξοδο τὸν ἀγώνα στὴν Ἀράχοβα καὶ τὴν Ἀττικὴ ὑπὸ τὸν Καραϊσκάκη.

Μπενιζέλος Προκόπης (Ἀθήνα, 1782-1850)

Δημογέροντας τῆς Ἀθήνας. Ἐργάστηκε γιὰ τὴν προετοιμασία τοῦ Ἀγώνα, πιάστηκε ὅμηρος, κλείστηκε στὶς φυλακὲς τῆς Ἀκρόπολης ὅπου ὑποβλήθηκε σὲ φρικτὰ βασανιστήρια. Δραπέτευσε στὴν Ὕδρα καὶ ἀργότερα συμμετέσχε στὴν ἐκστρατεία τοῦ Καραϊσκάκη στὴν Ἀττική. Ἔζησε τὰ τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του κατάκοιτος ἐξαιτίας τῶν βασανιστηρίων.

Μπενιζέλος Ροῦφος (Πάτρα, 1795-1868)

Ἀγωνιστὴς τοῦ 1821 καὶ πολιτικός. Χρημάτισε τρεῖς φορὲς Πρωθυπουργὸς τῆς Ἑλλάδας: τὸ 1863 (δυὸ φορὲς) καὶ τὸ 1865 -1866. Συγκαταλέγεται στοὺς πρωτεργάτες τῆς Ἐπανάστασης στὴν Πάτρα καὶ ἦταν μέλος τοῦ Ἐπαναστατιικοῦ καὶ Ἀχαϊκοῦ Διευθυντηρίου. Ἐργάστηκε γιὰ τὴν ὀργάνωση τῆς πολιορκίας τοῦ κάστρου τῆς πόλης. Τὸ 1828 διορίστηκε Διοικητὴς Σύρου καὶ Ἐπίτροπος Ἠλείας. Χρημάτισε ὑπουργὸς Ἐσωτερικῶν καὶ δήμαρχος τῆς Πάτρας. Τὸ 1832 μέλος τῆς Γερουσίας καὶ τὸ 1835 σύμβουλος Ἐπικρατείας. Μὲ τὴν ἔξωση τοῦ Ὄθωνα ἀνέλαβε μαζὶ μὲ τὸν Δημήτριο Βούλγαρη καὶ τὸν Κωνσταντῖνο Κανάρη τὴν προσωρινὴ διακυβέρνηση τῆς χώρας.

Μπουκουβάλα Οἰκογένεια

Ἐπώνυμο ἀρματολικῆς οἰκογένειας τῶν Ἀγράφων. Οἱ Μπουκουβαλαῖοι καταδιωκόμενοι ἀπὸ τοὺς Τουρκαλβανοὺς μετακινήθηκαν νοτιότερα. Ἀπὸ τὸ 1822 καὶ ὕστερα ἔχασαν καὶ τυπικὰ τὰ δικαιώματά τους στὰ Ἄγραφα ποὺ περιῆλθαν στὸν Καραϊσκάκη καὶ σὲ ἄλλους ὁπλαρχηγούς.

Μποῦσγος, Βασίλης (Ἀπόκουρο Ναυπακτίας - 1796 Λιβαδειά, 1860)

Ὑπηρέτησε προεπαναστατικὰ στὴν αὐλὴ τοῦ Ἀλῆ πασᾶ καὶ τὸ 1821 μυήθηκε στὴ Φιλικὴ Ἑταιρεία. Κατὰ τὴν ἔκρηξη τῆς Ἐπανάστασης βρέθηκε στὸ Γαλαξείδι, ξεσήκωσε τοὺς κατοίκους τῆς Ἀράχοβας, πῆρε μέρος στὴ μάχη γιὰ τὴν κατάληψη τῆς Λιβαδειᾶς καὶ στὴ μάχη τῆς Ἀλαμάνας μὲ τὸν Ἀθανάσιο Διάκο. Συνέχισε τὴν πολεμική του δραστηριότητα σὲ διάφορες περιοχὲς τῆς Στερεᾶς Ἑλλάδας στὸ πλευρὸ τοῦ Ἀνδρούτσου, τοῦ Γκούρα καὶ τοῦ Καραϊσκάκη καὶ κατέλαβε στρατιωτικὰ ἀξιώματα στὸ ἀνεξάρτητο ἑλληνικὸ κράτος.

Νικηταρᾶς (Νικήτας Σταματελόπουλος) (Μεγάλη Ἀναστάσοβα Μεσσηνίας, 1787- Πειραιᾶς, 1849)

Ἀπὸ τοὺς σημαντικότερους ὁπλαρχηγοὺς τοῦ 1821, ἀνηψιὸς καὶ στενὸς συνεργάτης τοῦ Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Τὸ 1805 μετὰ τὸ θάνατο τοῦ ἀρματολοῦ πατέρα του, ἀκολούθησε τὸν Κολοκοτρώνη στὰ Ἐπτάνησα. Τὸ 1818 μυήθηκε στὴ Φιλικὴ Ἑταιρεία καὶ τὸ Φεβρουάριο τοῦ 1821 βρισκόταν στὴν Καλαμάτα, ἕτοιμος γιὰ τὴν κήρυξη τῆς Ἐπανάστασης. Μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Καλαμάτας ὁ Νικηταρᾶς μὲ τὸν Παπαφλέσσα καὶ τὸν Κολοκοτρώνη βάδισαν πρὸς τὴν Ἀρκαδία μὲ σκοπὸ τὴν ἅλωση τῆς Τριπολιτσᾶς. Λίγες μέρες μετὰ τὴ μάχη στὸ Βαλτέτσι ἀπέκρουσε στὰ Δολιανὰ τὴν ἐπίθεση 6000 Τούρκων ποὺ ἄφησαν στὸ πεδίο τῆς μάχης 300 νεκροὺς καὶ τὸ σύνολο τῶν πυροβόλων τους. Τότε ὀνομάστηκε «Τουρκοφάγος». 

Τὸ καλοκαίρι τοῦ 1822 μαζὶ μὲ ἄλλους ὁπλαρχηγοὺς συνέτριψε τὸ Δράμαλη. Ἡ δράση του συνεχίστηκε στὴν Ἀττικὴ καὶ τὴν Πελοπόννησο. Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ἐμφυλίου τάχθηκε μὲ τὸ μέρος τοῦ Κολοκοτρώνη. Μετὰ τὴν ἄφιξη τοῦ Καποδίστρια ὑπῆρξε ἀπὸ τοὺς στενοὺς συνεργάτες του. Ἂν καὶ ἀνῆκε στὴ ρωσόφιλη παράταξη δὲν ἔλαβε ἐνεργὸ μέρος στὶς πολιτικὲς διαμάχες, ἦταν ὅμως σαφὴς ἡ ἀντίθεσή του πρὸς τοὺς Βαυαρούς. Τὸ 1839 συνελήφθη ὡς μέλος τῆς «Φιλορθόδοξης Ἑταιρείας» ποὺ στρεφόταν ἐναντίον τοῦ Ὄθωνα, δικάστηκε, ἀθωώθηκε, ὁ βασιλιὰς ὅμως διέταξε τὸν περιορισμό του στὴν Αἴγινα. Μετὰ τὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1843 ὀνομάστηκε ὑποστράτηγος καὶ τὸ 1847 γερουσιαστής. Πέθανε στὸν Πειραιὰ τυφλὸς καὶ πάμφτωχος.

Νεόφυτος, ὁ Ταλαντίου (Νικόλαος Μεταξᾶς) (Ἀθήνα, 1762-1821)

Κληρικός, ἀγωνιστὴς τοῦ 1821 καὶ πρῶτος Μητροπολίτης Ἀθηνῶν. Πῆρε ἀξιόλογη μόρφωση, τὸ 1792 χειροτονήθηκε διάκονος στὴ Μονὴ Πεντέλης ὅπου χρημάτισε καὶ δάσκαλος. Τὸ 1803 χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος Ταλαντίου καὶ ἄρχισε πλούσια καὶ ἀξιόλογη ἐκκλησιαστικὴ καὶ ἐθνικὴ δράση. Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Ἐπανάστασης διαδραμάτισε ἐνεργὸ ρόλο πρωτοστατώντας στὸν ἀπελευθερωτικὸ ἀγώνα τῆς ἐπαρχίας Ἀταλάντης καὶ συνδράμοντας τὸν Ἀθανάσιο Διάκο στὴν Ἀλαμάνα. 

Συμμετεῖχε στὴν Α´ Ἐθνοσυνέλευση, καθὼς καὶ στὶς ὑπόλοιπες καὶ ἦταν παρὼν σὲ ὅλες τὶς προσπάθειες τῆς διοίκησης γιὰ τὴ ρύθμιση τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων. Τὸ 1833 ὀνομάστηκε ἐπίσκοπος Ἀθηνῶν καὶ τὸ 1850 μετὰ τὴν ἔκδοση τοῦ «Συνοδικοῦ Τόμου» ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο διορίστηκε πρῶτος καὶ μόνιμος πρόεδρος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καὶ ὀνομάστηκε μητροπολίτης Ἀθηνῶν ἀξίωμα ποὺ κατεῖχε ὡς τὸ θάνατό του.

Νοταρᾶ Οἰκογένεια

Μεγάλη ἱστορικὴ πελοποννησιακὴ οἰκογένεια μὲ δράση κυρίως στὴν Κορινθία. Ἀπέκτησαν στὰ χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας μεγάλη οἰκονομικὴ καὶ διοικητικὴ δύναμη. Ἰσόβιοι δημογέροντες στὴν ἐπαρχία τους, καθοριστικοὶ παράγοντες τῆς οἰκονομικῆς καὶ κοινωνικῆς ζωῆς τοῦ τόπου συμμετεῖχαν ἐνεργὰ στὶς ἐθνικοπολιτικὲς ἐπιδιώξεις τῶν συμπατριωτῶν τους. Ἡ οἰκογένεια ἐξέθρεψε στοὺς κόλπους της ἁγίους της Ὀρθοδοξίας (Ἅγ. Γεράσιμος, Ἅγ. Μακάριος), λόγιους, κληρικοὺς καὶ ἱεράρχες, ἀγωνιστές, φιλικούς, πολιτικοὺς καὶ στρατιωτικοὺς ποὺ ἔδρασαν στὴν ἑλληνικὴ ἐξέγερση τοῦ 1770 (Ὀρλωφικά), στὴν προεπαναστατικὴ περίοδο, στὸν Ἀγώνα καὶ στὰ πρῶτα χρόνια τοῦ ἑλληνικοῦ βασιλείου.
 
 
Ὁ Πανοῦτσος Νοταρᾶς (Τρίκαλα Κορινθίας, 1752 - 1849) ἦταν ἀπὸ τὰ περισσότερο ἀναπτυγμένα πνευματικὰ καὶ οἰκονομικὰ μέλη τῆς οἰκογένειας. Πρωταγωνιστὴς στὰ Ὀρλωφικά, μυήθηκε στὴ Φιλικὴ Ἑταιρεία τὸ 1818. Εἶχε ἐπιφυλάξεις γιὰ τὴν ἔναρξη τοῦ ἔνοπλου ἀγώνα τὸ 1821 ποὺ τὶς ἀπέβαλε ὅταν εἶδε τὴ ραγδαία ἐξάπλωσή του. Προσχώρησε στὶς ἐπαναστατικὲς διαδικασίες μὲ τὴν ἄφιξη τοῦ Δ. Ὑψηλάντη καὶ ἡ παρουσία του ἐπηρέασε θετικὰ καὶ ἄλλους Πελοποννήσιους κοτζαμπάσηδες. Ἐκλέχθηκε πληρεξούσιος τῆς Α´ Ἐθνοσυνέλευσης καὶ μέλος τῆς Ἐπιτροπῆς σύνταξης τοῦ πρώτου Συντάγματος. 

Ὑπῆρξε ἔντιμος καὶ ἀφιλοκερδὴς σὲ ὅλα τὰ ἀξιώματα στὰ ὁποῖα ὑπηρέτησε. Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ἐμφυλίου ἦταν διαλλακτικὸς καὶ μετριοπαθὴς καὶ περιορίστηκε σὲ νουθεσίες καὶ προτροπὲς πρὸς τοὺς ἀντιπάλους προσπαθώντας νὰ τοὺς συνδιαλλάξει. Παρουσιάστηκε γιὰ τελευταία φορὰ στὸ πολιτικὸ προσκήνιο μετὰ τὴν Ἐπανάσταση τῆς 3ης Σεπτεμβρίου καὶ ἐκλέχθηκε πρόεδρος τῆς πρώτης Βουλῆς τοῦ ἀνεξάρτητου ἑλληνικοῦ κράτους.

Ὁ Παναγιώτης Νοταρᾶς (Τρίκαλα Κορινθίας, 1803 - Ἀθήνα, 1879) πῆρε μέρος στὴν πολιορκία καὶ τὴν ἅλωση τοῦ Ἀκροκορίνθου, πολέμησε ἐναντίον τοῦ Δράμαλη καὶ στὴ μάχη τῆς Ἄμπλιανης ὁπότε τοῦ δόθηκε καὶ ὁ βαθμὸς τοῦ ἀντιστράτηγου.

Ὁ Ἰωάννης (Γιαννάκης) Νοταρᾶς (Τρίκαλα Κορινθίας, 1805 -Ἀνάλατος Ἀττικῆς, 1827) γνωστὸς καὶ ὡς «ἀρχοντόπουλο» διακρινόταν γιὰ τὰ πνευματικά του προσόντα, τὴν ὀμορφιὰ καὶ τὴ γενναιότητά του. Συμμετεῖχε στὴν πολιορκία τοῦ Ἀκροκορίνθου καὶ στὴν ἀναχαίτιση τῆς στρατιᾶς τοῦ Δράμαλη. Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ἐμφυλίου γνώρισε διώξεις ἀπὸ τὸ Γκούρα καὶ φυλακίστηκε στὴν Ὕδρα. Πολέμησε ἐναντίον τοῦ Ἰμπραήμ, στὴν Καστέλλα ὑπὸ τὸ Γκόρντον καὶ σκοτώθηκε στὴν καταστρεπτικὴ μάχη τοῦ Ἀναλάτου στὶς 24 Ἀπριλίου 1827.

Νέγρης, Θεόδωρος (Κωνσταντινούπολη, 1790 - Ναύπλιο, 1824)

Πολιτικός, ἀπὸ τὶς πιὸ ἱκανές, ἀλλὰ καὶ ἀμφιλεγόμενες προσωπικότητες τοῦ Ἀγώνα. Τὸ 1818 μυήθηκε στὴ Φιλικὴ Ἑταιρεία καὶ ἀνέπτυξε ἐπωφελῆ δραστηριότητα. Οἱ ἐνέργειές του ὅμως γιὰ ν᾿ ἀνακαλύψει τὴν Ἀνώτατη Ἀρχὴ ἔθεσαν σὲ κίνδυνο τοὺς Φιλικοὺς οἱ ὁποῖοι σχεδίασαν καὶ τὴν ἐκτέλεσή του. Ἀποβιβάστηκε τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1821 στὴν Τῆνο καὶ δήλωσε τὴν πρόθεσή του νὰ παραμείνει στὴν ἐπαναστατημένη Ἑλλάδα. Ὁ Δημήτριος Ὑψηλάντης ἐκτιμώντας τὶς πρῶτες θετικές του ἐνέργειες ὡς φιλικοῦ τὸν δέχτηκε, χωρὶς ὅμως νὰ τοῦ προσφέρει κάποιο ἀξίωμα. Στὴν Καλαμάτα, ὅπου τὸν ἀπομόνωσε, προσπάθησε νὰ προσεταιριστεῖ τοὺς στρατιωτικοὺς καὶ νὰ ὑπονομεύσει κάθε προσπάθεια ὀργάνωσης τακτικοῦ στρατοῦ. 

Μὲ τὴ μεσολάβηση τοῦ Μαυροκορδάτου ἐπιτεύχθηκε ἡ συγκατάθεση τοῦ Δ. Ὑψηλάντη γιὰ συμμετοχὴ τοῦ Νέγρη στὴ διοίκηση τῆς Ρούμελης καὶ τοῦ ἀνατέθηκε ἡ ὀργάνωση τῆς Ἀνατολικῆς Ἑλλάδας. Συγκάλεσε συνέλευση στὰ Σάλωνα ὅπου ψηφίστηκε στὶς 19 Νοεμβρίου 1821 ἡ «Νομικὴ Διάταξις τῆς Ἀνατολικῆς Χέρσου Ἑλλάδος». Στὸ κείμενο αὐτό, ὅπου ἐξέφρασε τὶς πολιτικές του πεποιθήσεις, διακρίνονται ὁρισμένες ἀρχές, ἀτελεῖς βέβαια, πολιτικῆς αὐτοδιάθεσης καὶ ἀτομικῶν ἐλευθεριῶν. Ὁ ἴδιος ἐκλέχθηκε πρόεδρος τοῦ Ἀρείου Πάγου, τῆς ἀνώτατης νομοθετικῆς, διοικητικῆς καὶ δικαστικῆς ἀρχῆς. Πῆρε μέρος στὴν Α´ Ἐθνοσυνέλευση. 

Μετὰ τὴν Β´ Ἐθνοσυνέλευση ἀποσχίστηκε ἀπὸ τὸ κόμμα τοῦ Μαυροκορδάτου καὶ προσχώρησε στὴν πλευρὰ τοῦ Κολοκοτρώνη καὶ τοῦ Ἀνδρούτσου διακηρύσσοντας δημοκρατικὲς ἀπόψεις. Ὅταν ὁ Κολοκοτρώνης δέχτηκε τὴν ἀντιπροεδρία τοῦ Ἐκτελεστικοῦ, ὁ Νέγρης παραμερίστηκε, προσκολλήθηκε στὸν Ἀνδροῦτσο καὶ μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι θὰ κατάφερνε νὰ ὑπερφαλαγγίσει τὸν Μαυροκορδάτο συγκάλεσε συνέλευση τῶν ἀρχηγῶν τῆς Στερεᾶς στὰ Σάλωνα ὅπου κλήθηκε καὶ ὁ Μπάϋρον. Ἡ συνέλευση αὐτὴ ξεκίνησε τὶς ἐργασίες της τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1824, ἀλλὰ ὁ θάνατος τοῦ ποιητῆ ματαίωσε τὰ σχέδια τῶν πρωτεργατῶν της καὶ ὁ Νέγρης ἀπογοητευμένος ἐπέστρεψε στὸ Ναύπλιο ὅπου καὶ πέθανε ἀπὸ τύφο ἀπομονωμένος καὶ πάμφτωχος.

Νεόφυτος ὁ Καρύστου (Φύλλα Εὐβοίας, 1790 - Χαλκίδα, 1851)

Κληρικός, φιλικὸς καὶ ἀγωνιστὴς τοῦ 1821. Ἀνέπτυξε ἔντονη δραστηριότητα καὶ συνέβαλε σημαντικὰ στὴν ἐξάπλωση τῆς Ἐπανάστασης στὴ νότια Εὔβοια. Ἡ ἥττα στὰ Στύρα, ὁ θάνατος τοῦ Μαυρομιχάλη, ἡ ἀποτυχημένη πολιορκία τῆς Καρύστου περιόρισαν τὶς ἐλπίδες του γιὰ ἀπελευθέρωση τῆς νότιας Εὔβοιας, ἀλλὰ δὲν ἔπαυσε σὲ ὅλη τὴ διάρκεια τοῦ Ἀγώνα νὰ φροντίζει γιὰ τὴν ἀναζωπύρωση τῆς Ἐπανάστασης συγκεντρώνοντας πολεμοφόδια, χρήματα καὶ πολεμιστές.

Νικόδημος, Κωνσταντῖνος (Ψαρά, 1795/6 - Ἀθήνα, 1879)

Πυρπολητὴς καὶ ἀπομνημονευματογράφος τοῦ ναυτικοῦ Ἀγώνα τοῦ 1821. Πῆρε μέρος στὶς ναυτικὲς ἐπιχειρήσεις ἀπὸ τοὺς πρώτους μῆνες τῆς Ἐπανάστασης καὶ σὲ ὅλη τὴ διάρκειά της διαδραμάτισε, ὡς κυβερνήτης πυρπολικοῦ, πρωταγωνιστικὸ ρόλο σὲ ἐπικίνδυνες ἀποστολὲς (ναυμαχία στὸ Τρίκκερι, ἐκστρατεία γιὰ τὴν ἀνάκτηση τῶν Ψαρῶν, ἐνίσχυση πολιορκημένων στὸ Μεσολόγγι). Μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση ὑπῆρξε βασικὸ στέλεχος τοῦ Ναυτικοῦ καὶ κατέβαλε ἰδιαίτερες προσπάθειες γιὰ τὴν ἀναδιοργάνωσή του. Τὸ 1826 δημοσίευσε τὸ «Ὑπόμνημα περὶ τῆς Νήσου Ψαρῶν» ποὺ εἶναι πολύτιμο γιὰ τὰ ἔγγραφα ποὺ περιέχει καὶ γιατί ἀποτελεῖ προσωπικὴ μαρτυρία ἑνὸς πυρπολητῆ.

Ξάνθος, Ἐμμανουήλ (Πάτμος, 1772 - Ἀθήνα, 1851)

Ἕνας ἀπὸ τοὺς τρεῖς ἱδρυτὲς τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας. Σπούδασε στὴν Πατμιάδα Σχολὴ καὶ σταδιοδρόμησε ὡς ἐμπορικὸς ὑπάλληλος. Τὸ 1813 στὴν Ὀδησσὸ συνδέθηκε φιλικὰ μὲ τὸν Νικόλαο Σκουφᾶ καὶ τὸν Ἀθανάσιο Τσακάλωφ. Οἱ τρεῖς τους στὶς 14 Σεπτεμβρίου 1814 συνέστησαν τὴ Φιλικὴ Ἑταιρεία. Τὸ Δεκέμβριο τοῦ ἴδιου χρόνου ἐγκαταστάθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη ὅπου ὡς τὸ 1818 ἐργάστηκε δραστήρια γιὰ τὴν προσέλκυση μελῶν. Μὲ συστατικὲς ἐπιστολὲς ἀπὸ τὸν Ἄνθιμο Γαζῆ κατευθύνθηκε στὴν Πετρούπολη, ὅπου τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1820 συνάντησε τὸν Ι. Καποδίστρια, τὸν ἐνημέρωσε γιὰ τὴν Ἑταιρεία καὶ τοῦ πρόσφερε τὴν ἀρχηγία της. 

Μετὰ τὴν ἄρνηση τοῦ Καποδίστρια στράφηκε πρὸς τὸν Ἀλέξανδρο Ὑψηλάντη, ὁ ὁποῖος καὶ ἀνέλαβε τὴν ἡγεσία της. Ὁ Ξάνθος συνέχισε νὰ ἐργάζεται στὴ Ρωσία καὶ τὴ Μολδοβλαχία γιὰ τὸ συντονισμὸ τῆς ἐπαναστατικῆς προετοιμασίας καὶ γιὰ τὴ συγκέντρωση χρημάτων καὶ ἐφοδίων. Μὲ εἰδικοὺς ἀπεσταλμένους ἐνημέρωσε τοὺς φιλικοὺς τῆς Ἑλλάδας γιὰ τὴν ἔναρξη τοῦ Ἀγώνα καὶ μετὰ τὴν ἀποτυχία τῆς Ἐπανάστασης στὶς Παραδουνάβιες Ἡγεμονίες κατέβηκε στὴν Πελοπόννησο. Τὸ 1826 ἀνέλαβε νὰ φυγαδεύσει ἀπὸ τὶς φυλακὲς τῆς Αὐστρίας τὸν Ἀλ. Ὑψηλάντη μετὰ ἀπὸ πρόταση τοῦ ἀδελφοῦ του Δημητρίου, ἀλλὰ ὁ ἴδιος ἀρνήθηκε νὰ τὸν ἀκολουθήσει. 

Ἐγκαταστάθηκε στὸ Βουκουρέστι καὶ ζοῦσε ἀθόρυβα καὶ τόσο φτωχικὰ ὥστε τὸ 1832 ἡ σύζυγός του μὲ ἀναφορά της στὴ Δ´ Ἐθνοσυνέλευση ζητοῦσε «τὸ ἔλεος τοῦ ἔθνους». Ὁ Ἰωάννης Φιλήμων στὸ ἔργο τοῦ «Δοκίμιον Ἱστορικὸν περὶ τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας» τὸ 1834, ὑπὸ τὴν ἐπίδραση τοῦ Ἀναγνωστόπουλου, τὸν κατηγόρησε γιὰ κακὴ διαχείριση τῶν χρημάτων τῆς Ἑταιρείας. Ὁ Ξάνθος συνέταξε ἀπολογητικὴ ἀπάντηση τὸ 1837 καὶ ὁ Φιλήμων σὲ ἄρθρο του στὴν ἐφημερίδα «Αἰών» τὸ 1839 ἀποκατέστησε τὴν ἀλήθεια. Τὸ 1838 ὁ Ὄθων τοῦ ἀπένειμε τὸ Χρυσὸ Σταυρὸ τοῦ Σωτῆρος. 

Φεύγοντας ἀπὸ τὴ Βουλὴ ὅπου εἶχε παρακολουθήσει μία συνεδρίαση ἔπεσε ἀπὸ σκάλα καὶ τραυματίστηκε θανάσιμα. Κηδεύτηκε στὶς 30 Νοεμβρίου 1851 μὲ τιμὲς στρατηγοῦ. Τὰ «Ἀπομνημονεύματα περὶ τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας» ποὺ ἔγραψε, παρὰ τὴ συντομία τους, ἀποτελοῦν σημαντικὴ πηγὴ γιὰ τὴν ἱστορία της ἀφοῦ εἶναι τὸ μοναδικὸ κείμενο ποὺ προέρχεται τὴ γραφίδα ἱδρυτικοῦ της μέλους.

Ξόδιλος, Ἀθανάσιος (Βυτίνα Γορτυνίας, 1780 - Κιονόβιο Βεσσαραβίας, μετὰ τὸ 1846)

Φιλικὸς καὶ ἀπομνημονευματογράφος. Μυήθηκε στὴ Φιλικὴ Ἑταιρεία τὸ 1820, πῆρε τὸν ἀνώτερο βαθμὸ τοῦ «ἱερέα» καὶ ἀναδείχθηκε σ᾿ ἕνα ἀπὸ τὰ σημαντικότερα στελέχη της, μεριμνώντας γιὰ τὴ στρατολόγηση ἀγωνιστῶν καὶ προμηθεύοντας μὲ πολεμοφόδια γιὰ τὴν Ἐπανάσταση τὸν Ἀλεξ. Ὑψηλάντη. Διέθεσε ὅλη τὴ σημαντικὴ περιουσία του γιὰ τὴν Ἐπανάσταση, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ὑποφέρει οἰκονομικὰ ἀργότερα. Ἔγραψε ἀπομνημονεύματα ποὺ περιέχουν διαφωτιστικὲς πληροφορίες γιὰ τὴ Φιλικὴ Ἑταιρεία καὶ γιὰ τὰ γεγονότα στὴ Βεσσαραβία καὶ τὴ Μολδαβία κατὰ τὸ 1821 στὰ ὁποῖα καὶ ὁ ἴδιος διαδραμάτισε σημαντικὸ ρόλο.

Ὀλύμπιος, Γεωργάκης (Λιβάδι Ὀλύμπου, 1772 - Μονὴ Σέκου Βλαχίας, 1821)

Φιλικὸς καὶ ἀγωνιστὴς, ἀπὸ τοὺς πιὸ ἄξιους συνεργάτες τοῦ Ἀλέξανδρου Ὑψηλάντη κατὰ τὸν Ἀγώνα στὶς Παραδουνάβιες Ἡγεμονίες. Ἐντάχθηκε στὸ ἀρματολίκι τοῦ Ὀλύμπου, ὅπου διακρίθηκε ὡς καπετάνιος καὶ ἐξαιτίας τῶν τουρκικῶν πιέσεων ἀναγκάστηκε νὰ ἐκπατριστεῖ καὶ νὰ πάει ἀρχικὰ στὴ Σερβία καὶ στὴ συνέχεια στὴ Βλαχία. Διακρίθηκε στὸ Ρωσοτουρκικὸ πόλεμο (1806-12), τοῦ ἀπονεμήθηκε ὁ βαθμὸς τοῦ συνταγματάρχη καὶ ὁ τσάρος Ἀλέξανδρος τὸν συμπεριέλαβε στὴ στρατιωτική του ἀκολουθία στὸ συνέδριο τῆς Βιέννης ὅπου γνωρίστηκε μὲ τὸν Ἀλέξανδρο Ὑψηλάντη. 

Μυήθηκε στὴ Φιλικὴ Ἑταιρεία τὸ 1817 καὶ συμπεριελήφθη στοὺς «Δώδεκα Ἀποστόλους» της. Ἀνέλαβε καὶ πέτυχε νὰ μυήσει τὸν ἐξόριστο ἀρχηγὸ τῶν Σέρβων ἐπαναστατῶν Καραγεώργη καὶ τὸ Βλάχο ἐθνικιστὴ Βλαντιμηρέσκου. Ὁ Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης τὸν ἔθεσε ἐπικεφαλῆς τῆς ἔναρξης τοῦ Ἀγώνα στὸ Βουκουρέστι. Διαδραμάτισε πρωταγωνιστικὸ ρόλο στὴν ὀργάνωση καὶ στὴ διεξαγωγὴ τῶν ἐπιχειρήσεων. Ὅταν ὁ Βλαντιμηρέσκου διαχώρισε τὴ θέση του, προσπάθησε νὰ τὸν πείσει νὰ συνεχίσει τὸν κοινὸ ἀγώνα. Ἡ ἄρνησή του ὅμως νὰ συμμορφωθεῖ ὁδήγησε στὴ σύλληψη, τὴν καταδίκη καὶ τὴν ἐκτέλεσή του. 

Μετὰ τὴ διαφυγὴ τοῦ Ἀλέξ. Ὑψηλάντη στὴν Αὐστρία ἐξακολούθησε τὶς ἐπιθέσεις ἐναντίον τῶν Τούρκων καὶ κατέφυγε μὲ τὸν Ἰωάννη Φαρμάκη στὴ μονὴ τοῦ Σέκου. Σὲ μία φάση τῆς μάχης ἀπομονωμένος μὲ λίγους συντρόφους του πυροβόλησε ἕνα βαρέλι μὲ πυρίτιδα καὶ ἀνατινάχθηκε μαζὶ μὲ τοὺς διῶκτες του.

Οἰκονόμου Ἀντώνης (Ὕδρα 1785 - Κουτσοπόδι Ἄργους 1821)

Φιλικὸς καὶ πρωτεργάτης τῆς ἐπαναστατικῆς ἐξέγερσης στὴν Ὕδρα. Ὅταν μυήθηκε στὴ Φιλικὴ Ἑταιρεία στὴν Κωνσταντινούπολη, ἐγκατέλειψε τὰ ἐμπορικά του σχέδια καὶ γύρισε στὴν Ὕδρα, ὅπου περίμενε τὴν ἔναρξη τοῦ Ἀγώνα. Τὴ νύχτα τῆς 27ης Μαρτίου 1821 κήρυξε, παρὰ τὴν ἐπιφυλακτικότητα τῶν προκρίτων, τὴν Ἐπανάσταση στὴν Ὕδρα μέσα σὲ ἀκράτητο ἐνθουσιασμὸ τοῦ λαοῦ καὶ στὴ συνέχεια ἀνέλαβε τὴν πολιτικὴ καὶ στρατιωτικὴ διοίκηση τοῦ νησιοῦ. Ἡ ἀριστοκρατικὴ ἡγεσία φαινόταν νὰ ἔχει καταργηθεῖ καὶ νὰ ἔχει ἀντικατασταθεῖ ἀπὸ ἕνα λαϊκὸ πολίτευμα, ψυχὴ καὶ νοῦς τοῦ ὁποίου ἦταν ὁ Οἰκονόμου. 

Ἡ πρώτη ναυτικὴ ἐκστρατεία τοῦ ἑνωμένου στόλου τῶν νησιῶν γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Χίου δὲν καρποφόρησε (Ἀπρίλιος 1821) καὶ ὁ ἴδιος θεωρήθηκε ὑπεύθυνος γιὰ τὴν ἀποτυχία. Ἡ προσπάθειά του νὰ ἐπιβάλει τοὺς διεθνεῖς κανόνες δικαίου γιὰ ἴση διανομὴ τῆς λείας ἀπὸ τὴ σύλληψη ἐχθρικῶν πλοίων προκάλεσε ἀντιδράσεις, πολλὰ πληρώματα τὸν ἐγκατέλειψαν καὶ τρεῖς πλοίαρχοι ὅρμησαν νὰ τὸν φονεύσουν. Οἱ ἀντίπαλοί του τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν μετέφεραν στὸ Κρανίδι. Στὶς 16 Δεκεμβρίου 1821 δολοφονήθηκε ἀπὸ στρατιωτικὴ δύναμη ποὺ εἶχε σταλεῖ γιὰ νὰ τὸν συλλάβει. 

Παρόλο ποὺ ἡ ἐξουσία του διήρκεσε ἑνάμισι, περίπου, μῆνα, ἡ προσφορά του στὴν Ἐπανάσταση ὑπῆρξε σημαντική, καθὼς «μὲ τὴν τόλμη του ἀνυψώθηκε ὑπεράνω τῆς παντοδύναμης ἀριστοκρατίας καὶ ὁδήγησε τὸ λαὸ στὸν ἀγώνα τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς δόξας», ὅπως ἀναφέρει ὁ Σπ. Τρικούπης.

Οἰκονόμος ὁ ἐξ Οἰκονόμων, Κωνσταντῖνος (Τσαριτσάνη Θεσσαλίας, 1780 - Ἀθήνα, 1857)

Κληρικός, θεολόγος, φιλόλογος καὶ δάσκαλος τοῦ Γένους. Φοίτησε στὴ σχολὴ τῶν Ἀμπελακίων, χειροτονήθηκε ἱερέας καὶ ἀποδείχθηκε ἱεροκήρυκας μὲ σπάνιες ρητορικὲς ἱκανότητες. Τὸ 1806 θεωρήθηκε ὕποπτος γιὰ συμμετοχὴ στὴν ἀνταρσία τοῦ παπα-Εὐθύμιου Βλαχάβα καὶ τὸ 1809 προσλήφθηκε ἀπὸ τὸν Κωνσταντῖνο Κούμα στὸ Φιλολογικὸ Γυμνάσιο Σμύρνης στὸ ὁποῖο τὸ 1814 ἀνέλαβε καθήκοντα σχολάρχη. Ἐπηρεασμένος ἀπὸ τὶς ἰδέες τοῦ Κοραῆ καὶ ἀκολουθώντας τὶς ἐπιλογὲς τοῦ Κούμα εὐθυγραμμίστηκε ἀπόλυτα μὲ τὸ κίνημα τοῦ Διαφωτισμοῦ. 

Μετὰ τὸ κλείσιμο τοῦ Γυμνασίου, ἐξαιτίας τῆς συστηματικῆς ἐπίθεσης τῆς συντηρητικῆς παράταξης, μετακλήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου τὸ 1819 διορίστηκε ἀπὸ τὸν Γρηγόριο τὸν Ε´ ἱεροκήρυκας καὶ ἄρχισε νὰ συμβιβάζεται μὲ τοὺς ἀντιπάλους τοῦ Διαφωτισμοῦ. Ὅταν ξέσπασε ἡ Ἐπανάσταση καὶ ἄρχισαν οἱ διώξεις τοῦ ἑλληνικοῦ πληθυσμοῦ στὴν Κωνσταντινούπολη, κατέφυγε στὴν Ὀδησσὸ καὶ ἀργότερα ἐγκαταστάθηκε στὴν Πετρούπολη ὅπου ὑπηρέτησε τὴν ἐθνικὴ ὑπόθεση προσπαθώντας νὰ πετύχει τὴν παρέμβαση τοῦ τσάρου γιὰ τὰ θύματα τῶν διωγμῶν. Ἐγκατέλειψε τὴν Ρωσία τὸ 1832 καὶ ἐγκαταστάθηκε στὴν Ἀθήνα τὸ 1837. 

Ἀπὸ τὰ πρῶτα χρόνια τοῦ Ἀγῶνα εἶχε ὑποστηρίξει πὼς τὸ κίνημα γιὰ τὴν ἐθνικὴ ἀνεξαρτησία ἔπρεπε νὰ κόψει κάθε σχέση μὲ τὶς ριζοσπαστικὲς ἰδέες τοῦ Διαφωτισμοῦ καὶ τῆς Γαλλικῆς Ἐπανάστασης ποὺ τὸ καθιστοῦσαν ὕποπτο στοὺς χριστιανοὺς μονάρχες. Στὸ ἀνεξάρτητο κράτος ἔγινε ἀπὸ τοὺς μαχητικότερους σημαιοφόρους τοῦ συντηρητισμοῦ ὑπερασπιζόμενος τὴν ἀμετακίνητη προσήλωση στοὺς κανόνες τῆς Ὀρθοδοξίας. Καὶ στὸ γλωσσικὸ ζήτημα, ἐνῶ παλιότερα ἦταν ὀπαδὸς τῆς κοραϊκῆς «μέσης ὁδοῦ», ἐμφανίστηκε ἀργότερα ὀπαδὸς τοῦ ἀρχαϊσμοῦ καὶ ἀντιτάχθηκε κατηγορηματικὰ στὴν πρόταση τοῦ Νεόφυτου Βάμβα νὰ μεταφραστεῖ ἡ Ἁγία Γραφὴ στὴν ὁμιλούμενη γλώσσα.

Παλαμήδης Ρήγας (Τρίπολη 1794 - Ἀθήνα 1872)

Πολιτικὸς τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης καὶ τῶν πρώτων δεκαετιῶν τοῦ νεοσύστατου ἑλληνικοῦ κράτους. Ὁ πατέρας του εἶχε χρηματίσει δραγουμάνος τοῦ Τούρκου διοικητῆ τῆς Τρίπολης, ἀλλὰ ἀποκεφαλίστηκε ἀπὸ τοὺς Τούρκους, λόγω τῆς συμμετοχῆς του σὲ ὁμάδα μὲ ἀντιτουρκικὰ φρονήματα. Ἡ οἰκογένειά του ἐγκαταστάθηκε ἀργότερα στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου καὶ ὁ ἴδιος μορφώθηκε. Ἐπιστρέφοντας στὴν Ἀρκαδία, πῆρε μέρος σὲ πολλὲς ἐπαναστατικὲς ἐπιχειρήσεις. 

Ὁ Ρήγας Παλαμήδης ἐκλέχτηκε πληρεξούσιος στὶς Ἐθνοσυνελεύσεις τῆς Ἐπιδαύρου, Ἑρμιόνης, Τροιζήνας καὶ Ἄργους. Ὑπηρέτησε ὡς γερουσιαστής, νομάρχης, σύμβουλος Ἐπικρατείας, ὑπουργός, πρόεδρος τῆς Βουλῆς κ.λπ. Πῆρε μέρος στὸ κίνημα τῆς 3ης Σεπτεμβρίου 1843 καὶ ἔγινε μέλος τῆς ἐπιτροπῆς ποὺ συνέταξε τὸ Σύνταγμα. Ἐπιχειρώντας νὰ συγγράψει τὴν ἱστορία τῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821, συγκέντρωσε πολύτιμο ὑλικὸ γιὰ γεγονότα καὶ πρόσωπα ποὺ ἔζησε ὁ ἴδιος. Τὸ ὑλικὸ αὐτὸ ὑπάρχει καὶ φυλάσσεται στὰ Γενικὰ Ἀρχεῖα τοῦ Κράτους.

Πανουργιᾶς Ἰωάννης (Νάκος) (Ἄμφισσα 1801-1863)

Γιὸς τοῦ ὁπλαρχηγοῦ Πανουργιᾶ Πανουργιᾶ. Πῆρε μέρος στὴ μάχη τῶν Βασιλικῶν, τῆς Ἀράχοβας μαζὶ μὲ τὰ παλικάρια τοῦ Γ. Καραϊσκάκη καὶ σὲ πολλὲς ἄλλες, δίπλα στὸ Γ. Δυοβουνιώτη, τὸ Δ. Ὑψηλάντη κ.ἄ. Ἰδιαίτερη γενναιότητα ἔδειξε στὴν τελευταία μάχη τοῦ Ἀγώνα στὴν Πέτρα τῆς Βοιωτίας (1829). Ὁ Ἱ. Πανουργιᾶς εἶχε καὶ πολιτικὴ δράση: Πληρεξούσιος της Ἄμφισσας στὴν Ἐθνοσυνέλευση τοῦ 1843 καὶ ὡς τὸ θάνατό του βουλευτὴς Παρνασσίδας. Τὸ 1854 ὡς στρατιωτικὸς ἡγέτης σώματος ἐθελοντῶν μὲ τὸ βαθμὸ τοῦ ὑποστρατήγου, τάχθηκε μὲ τὸ μέρος τῶν ὑπόδουλων τῆς Θεσσαλίας καὶ πολέμησε ἀποτελεσματικὰ στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ. Ἦταν εὐρύτατα γνωστὸς μὲ τὸ προσωνύμιο Νάκος.

Πανουργιᾶς Πανουργιᾶς (Δρέμισα Φωκίδας 1759 ἢ 1767 - Ἄμφισσα 1834)

Καταγόταν ἀπὸ σημαντικὴ οἰκογένεια κλεφταρματολῶν. Στὰ δεκαέξι του χρόνια ἔγινε κλέφτης καὶ ἀργότερα ἀρματολός. Μυήθηκε νωρὶς στὴ Φιλικὴ Ἑταιρεία καὶ ἔδρασε κάτω ἀπὸ τὶς ἐντολές της μαζὶ μὲ τὸν Ὀδ. Ἀνδροῦτσο, τὸν Ἀθ. Διάκο, τὸ Γ. Δυοβουνιώτη κ.ἄ. Πολέμησε στὴν Ἄμφισσα, στὴ Γραβιά, στὰ Βασιλικά. Στὴν περίοδο τῶν ἐμφυλίων, ὁ Π. Πανουργιᾶς τάχθηκε μὲ τὸ μέρος τῶν στρατιωτικῶν, γιατὶ πίστευε ὅτι αὐτοὶ ἦσαν ἱκανοὶ νὰ κρατοῦν τὰ ἡνία, ὅσο διαρκοῦσε ὁ Ἀγώνας. Ο Π. Πανουργιᾶς ἦταν γενναῖος, ἀκούραστος καὶ ἁγνὸς πατριώτης. Ἔπαιξε ρόλο συμφιλιωτικὸ σὲ περιπτώσεις ἔξαρσης τῶν παθῶν. Μετὰ τὸ τέλος τῆς Ἐπανάστασης, ὁ Πανουργιᾶς ἀποσύρθηκε στὴν Ἄμφισσα, ὅπου καὶ πέθανε.

Παπαδιαμαντόπουλος Ἰωάννης (Κόρινθος 1766 - Μεσολόγγι 1826)

Ὁ Ἰω. Παπαδιαμαντόπουλος πῆγε στὴν Πάτρα, ὅπου πολὺ γρήγορα ἔγινε μεγαλέμπορος, πλοιοκτήτης καὶ τραπεζίτης. Μυήθηκε νωρὶς στὴ Φιλικὴ Ἑταιρεία καὶ ἐνίσχυσε τὸν Ἀγώνα μὲ τεράστια χρηματικὰ ποσά. Πῆρε μέρος στὴ σύσκεψη τῆς Βοστίτσας καὶ πρωτοστάτησε στὴν κήρυξη τῆς Ἐπανάστασης. Ἐκλέχτηκε πληρεξούσιος στὶς Ἐθνοσυνελεύσεις Ἐπιδαύρου καὶ Ἄστρους (1821 καὶ 1823). Ὁρίστηκε πρόεδρος ἐπιτροπῆς γιὰ τὴ διεύθυνση τῶν πολεμικῶν ἐπιχειρήσεων στὴ Δ. Στερεά. Ἐγκαταστάθηκε στὸ Μεσολόγγι, διέθεσε μεγάλα ποσὰ γιὰ τὸν ἀνεφοδιασμὸ καὶ βοήθησε ἄγρυπνα στὴ διοργάνωση τῆς ἄμυνας. Σκοτώθηκε στὴν Ἔξοδο, πολεμώντας ἡρωϊκά. Ἐγγονός του ἦταν ὁ ποιητὴς Ἰω. Παπαδιαμαντόπουλος (Ζὰν Μορεάς) ποὺ ἐγκαταστάθηκε καὶ διέπρεψε στὴ Γαλλία.

Παπανικολῆς Δημήτριος (Ψαρὰ 1790 - Ἀθήνα 1855)

Θαρραλέος μπουρλοτιέρης, μὲ πολλὰ ναυτικὰ ἀνδραγαθήματα σὲ ὅλη τὴ διάρκεια τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ Ἀγώνα. Στὶς 27 Μαΐου 1821, στὴν Ἐρεσσὸ τῆς Μυτιλήνης, ἀνατίναξε τουρκικὸ δίκροτο ποὺ κατευθυνόταν στὴν Πελοπόννησο. Ο Δ. Παπανικολῆς πῆρε μέρος σὲ πολλὲς ναυμαχίες, ὅπως ἐκείνη τοῦ Γέροντα τὸν Αὔγουστο τοῦ 1824. Ἐπίσης ἔδρασε στὰ παράλια της Μ. Ἀσίας καὶ τῆς Ἀττικῆς. Μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση ἐκλέχτηκε πληρεξούσιος τῶν Ψαριανῶν στὴν Ἐθνοσυνέλευση τῆς 3ης Σεπτεμβρίου 1843. Ἐπίσης διορίστηκε πρόεδρος τοῦ Ναυτοδικείου τὸ 1846, θέση ποὺ διατήρησε ὡς τὸ θάνατό του. Τὸ 1927 τὸ ἑλληνικὸ κράτος προμηθεύτηκε ἀπὸ τὴ Γαλλία ὑποβρύχιο ποὺ ὀνομάστηκε «Παπανικολῆς».

Παπὰς Ἐμμανουήλ (Δοβίστα Σερρῶν 1772 - Ὕδρα 1821)

Πρωτεργάτης στὴν ἐξέγερση τῆς Χαλκιδικῆς μὲ ἐντολὲς τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας, τῆς ὁποίας ἦταν ἐπίλεκτο μέλος. Οἱ Τοῦρκοι κινητοποίησαν ἰσχυρὲς δυνάμεις ἀπὸ τὴν Πόλη καὶ τὴ Θεσσαλονίκη, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ πνίξουν στὸ αἷμα τὴν ἐξέγερση σὲ ὅλα τὰ ἐπαναστατημένα μέρη τῆς Χαλκιδικῆς. Παράλληλα, τοῦ δήμευσαν τὴν περιουσία στὶς Σέρρες, τοῦ ἔκαψαν τὸ σπίτι καὶ συνέλαβαν πολλοὺς συγγενεῖς του. Μετὰ τὴν ἀποτυχία, μπαίνει σὲ πλοῖο μὲ μερικοὺς πιστοὺς συντρόφους του καὶ κατευθύνεται στὴν Ὕδρα γιὰ νὰ συνεχίσει ἀπὸ ἐκεῖ τὴν ἐπιθετική του δράση ἐναντίον τῶν Τούρκων. Πέθανε ἀπὸ συγκοπή, λίγο πρὶν φθάσει στὸν προορισμό του καὶ ἐνταφιάστηκε ἐκεῖ.

Παπαφλέσσας (Πολιανὴ Μεσσηνίας 1786 - Μανιάκι Μεσσηνίας 1825)

Τὸ πραγματικό του ὄνομα, Γρηγόριος Δικαῖος. Ἔγινε μοναχὸς σὲ διάφορα μοναστήρια τοῦ Μοριᾶ καὶ ἀφοῦ ἦρθε σὲ σύγκρουση μὲ τοὺς Τούρκους, πέρασε στὴ Ζάκυνθο κι ἀπὸ ἐκεῖ στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἔγινε ἀρχιμανδρίτης, μυήθηκε στὴ Φιλικὴ Ἑταιρεία καὶ ἔφθασε ὡς τὶς Παραδουνάβιες Ἡγεμονίες ἐκτελώντας ἐντολές της. Τὸ 1820 ἔφθασε στὴν Πελοπόννησο ὡς πρόδρομος τοῦ Δ. Ὑψηλάντη γιὰ τὴν προετοιμασία τῆς Ἐπανάστασης. Συγκάλεσε σὲ σύσκεψη προκρίτους καὶ ὁπλαρχηγοὺς στὴ Βοστίτσα (26-29 Ἰαν. 1821). Ἔφυγε γιὰ τὴ Μάνη ὅπου συνεργάστηκε μὲ τοὺς ὁπλαρχηγοὺς Θ. Κολοκοτρώνη, Νικηταρᾶ, Περραιβό, Ἀναγνωσταρᾶ κ.ἄ. Ξεσήκωνε τὰ πλήθη, τὰ ἐνθουσίαζε καὶ τοὺς ἄναβε τὴ φλόγα τῆς ἐξέγερσης. Μὲ τὴν εἰσβολὴ τοῦ Ἰμπραήμ, ἔστησε ἐνέδρα στὸ Μανιάκι μὲ 1.500 παλικάρια. Οἱ ὑπέρτεροι ἐχθροὶ νίκησαν καὶ ὁ Παπαφλέσσας ἔπεσε μαχόμενος ἡρωικά.

Περραιβὸς Χριστόφορος (Πούρλες Ὀλύμπου 1774 - Ἀθήνα 1863)

Νεαρὸς ἔφτασε στὸ Βουκουρέστι γιὰ εὐρύτερες σπουδές. Ἐκεῖ, συνδέθηκε μὲ τὸ Ρήγα Βελεστινλῆ, συνεργάστηκε καὶ ταξίδεψε μαζί του στὴν Τεργέστη. Συνελήφθη ἀπὸ τὴν αὐστριακὴ ἀστυνομία μαζὶ μὲ τὸ Ρήγα καὶ τοὺς ἄλλους συντρόφους, ἀλλὰ προφασιζόμενος τὸν ἀνίδεο, φυγαδεύτηκε στὴν Κέρκυρα μὲ τὴ βοήθεια τοῦ γάλλου προξένου. Πέρασε στὴν Πάργα, συνδέθηκε μὲ τοὺς Σουλιῶτες καὶ τοὺς βοήθησε ἠθικὰ καὶ ὑλικὰ στοὺς ἀγῶνες τους ἐναντίον τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ. 

Ὕστερα ἀπὸ πολλὲς περιπλανήσεις, τὸ 1817 βρέθηκε στὴ Μόσχα ὅπου μυήθηκε στὴ Φιλικὴ Ἑταιρεία. Ἐργάστηκε πρόθυμα γιὰ τοὺς σκοπούς της σὲ διάφορα μέρη καὶ ἔφτασε στὴ Μάνη ὅπου συνεργάστηκε μὲ τοὺς Μαυρομιχαλαίους γιὰ τὴν προετοιμασία τῆς Ἐπανάστασης. Πῆρε μέρος σὲ πολλὲς μάχες. Ἐκλέχτηκε πληρεξούσιος στὴ Γ´ Ἐθνοσυνέλευση τῆς Ἐπιδαύρου καὶ στὴ Δ´ τοῦ Ἄργους. Μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση ἔγραψε «Ἀπομνημονεύματα», «Σύντομον βιογραφίαν τοῦ ἀοιδίμου Ρήγα Φεραίου τοῦ Θετταλοῦ» καὶ ἄλλα κείμενα σχετικὰ μὲ τὴ διαφωτιστική, πολεμικὴ καὶ πολιτική του δράση.

Περρούκας (ἢ Μπερρούκας)

Αὐτὸ τὸ ἐπώνυμο ἔφεραν τρία ἀδέλφια: Ἰωάννης, Χαράλαμπος καὶ Δημήτριος. Ἔδρασαν κατὰ τὴν προεπαναστατικὴ περίοδο στὴν περιοχὴ τῆς Ἀργολίδας καὶ πρόσφεραν πολύτιμες ὑπηρεσίες στὴν προετοιμασία τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης. Ὁ Χαράλαμπος (1793-1824), φιλικός, ἐκλέχτηκε μέλος τῆς Πελοποννησιακῆς Γερουσίας, πληρεξούσιος τοῦ Ἄργους, στὴ Β´ Ἐθνοσυνέλευση τοῦ Ἄστρους, καθὼς καὶ ὑπουργὸς Οἰκονομίας μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση. Ὁ Δημήτριος σπούδασε νομικὰ καὶ ξένες γλῶσσες. Πληρεξούσιος τοῦ Ἄργους στὴν Α´ Ἐθνοσυνέλευση τῆς Ἐπιδαύρου, στὴν Δ´ τοῦ Ἄργους καὶ γερουσιαστής. Ἐπίσης χρημάτισε μέλος τῆς ἐπιτροπῆς ποὺ κατάρτισε τὸ Σύνταγμα τοῦ 1844. Στενὸς συνεργάτης τοῦ Καποδίστρια, ἦλθε σὲ σύγκρουση μὲ τὴν παράταξη τοῦ Γ. Κουντουριώτη, ἡ ὁποία τὸν εἶχε ἀποκηρύξει. Δολοφονήθηκε ἀπὸ ἀγνώστους, τὸ 1851, στὸ σπίτι του στὸ Ἄργος.

Πετιμεζαῖοι ἢ Πετμεζαῖοι

Μέλη τῆς ὁμώνυμης ἱστορικῆς οἰκογένειας ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἤπειρο, ἀλλὰ κατέφυγε στὴν Ἀχαΐα λόγω τῶν τουρκικῶν διώξεων. Οἱ σπουδαιότεροι: Ἀθανάσιος, Ἀναγνώστης, Βασίλειος, Θρασύβουλος, Κωνσταντῖνος, Νικόλαος. Αὐτοὶ καὶ ἀρκετοὶ ἄλλοι πρόσφεραν μεγάλες ὑπηρεσίες στὴν πατρίδα πρίν, κατὰ καὶ μετὰ τὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821.

Ὁ Ἀναγνώστης (Σουδενὰ Καλαβρύτων 1765-Βασιλικὰ Κορίνθου 1822), φιλικὸς καὶ ἀγωνιστὴς τοῦ 1821. Πολέμησε μὲ τὸ Θ. Κολοκοτρώνη καὶ ἄλλους ὁπλαρχηγούς. Σκοτώθηκε σὲ τουρκικὴ ἐνέδρα μαζὶ μὲ τὸ δεκαεφτάχρονο γιό του.

Ὁ Βασίλειος (Σουδενὰ Καλαβρύτων 1785-Αἴγιο 1872), φιλικὸς καὶ ἀγωνιστὴς, στρατιωτικὸς καὶ πολιτικός. Πληρεξούσιος στὶς Ἐθνοσυνελεύσεις, στρατηγός, βουλευτής, γερουσιαστής, διετέλεσε ἀκόμη ἐπίτιμος ὑπασπιστὴς τοῦ Γεωργίου Α´.

Ὁ Κωνσταντῖνος (Σουδενὰ Καλαβρύτων 1764-1825), κλεφταρματολός, φιλικός, ἀγωνιστὴς τοῦ 1821. Φιλικός, μὲ πλούσια δράση, ἐκλέχθηκε πληρεξούσιος στὶς Ἐθνοσυνελεύσεις Ἐπιδαύρου καὶ Ἀστρους. Στοὺς ἐμφύλιους πολέμους συντάχθηκε μὲ τοὺς στρατιωτικούς, προκαλώντας τὴν ὀργὴ τῶν πολιτικῶν.

Ὁ Νικόλαος (Σουδενὰ Καλαβρύτων 1790-Καλάβρυτα 1865), φιλικός, ἀγωνιστὴς τοῦ 21, στρατιωτικός, πολιτικός. Συνδέθηκε μὲ τὸ Θ. Κολοκοτρώνη καὶ συμπολέμησε μὲ τὸν Ὄδ. Ἀνδροῦτσο. Ἐκλέχθηκε πληρεξούσιος στὴν Ἐθνοσυνέλευση τοῦ 1844 καὶ ἐπανειλημμένα βουλευτής.

Πετρουλάκης Δημήτριος (Ράχη Μάνης, 1800 - Ἀθήνα,1870)

Καταγόταν ἀπὸ ἰσχυρὴ μανιάτικη οἰκογένεια. Πῆρε μέρος στὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821. Πολέμησε σκληρὰ ἐναντίον τοῦ Ἰμπραήμ, στὶς κρίσιμες ὧρες τοῦ Ἀγώνα. Μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση ὑποστήριξε τὸν Ἰ. Καποδίστρια καὶ ἀργότερα τὸν Ὄθωνα, ὡς ἀξιωματικός της Βασιλικῆς Φάλαγγας. Ἀποφασιστικὴ ὑπῆρξε ἡ συμμετοχή του στὴν Ἐπανάσταση τῆς Θεσσαλίας τοῦ 1854, καθὼς καὶ στὴν Κρητικὴ ἐξέγερση τοῦ 1866-69. Τὸ 1850 ἐκλέχθηκε βουλευτὴς Μάνης.

Πλαπούτας (ἢ Κολιόπουλος) Δημήτριος (Παλούμπα Γορτυνίας, 1786-1864)

Φιλικὸς καὶ ὁπλαρχηγὸς τοῦ 1821, στενὸς συνεργάτης τοῦ Θ. Κολοκοτρώνη. Μὲ τοὺς διωγμοὺς τῶν Τούρκων, πῆγε στὴ Ζάκυνθο καὶ κατατάχθηκε στὸν ἀγγλικὸ στρατὸ ὡς ἑκατόνταρχος. Ἐπιστρέφοντας στὸ Μοριά, ἔπαιξε ἀποφασιστικὸ ρόλο στὸν ξεσηκωμὸ τῆς Γορτυνίας. Μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση ὑποστήριξε τὸν Ἰ. Καποδίστρια καὶ πῆρε τὸ βαθμὸ τοῦ συνταγματάρχη. Ἐκλέχτηκε πληρεξούσιος Γορτυνίας στὴν Δ´ Ἐθνοσυνέλευση τοῦ Ἄργους (1824). Τὸ 1832 ταξίδεψε στὸ Μόναχο μαζὶ μὲ τὸν Κ. Μπότσαρη καὶ Ἀ. Μιαούλη γιὰ νὰ ὑποβάλουν χαιρετισμὸ στὸν πρίγκιπα Ὄθωνα, μέλλοντα βασιλιὰ τῆς Ἑλλάδας. 

Τὸ ἔτος 1833 τὸν κατηγόρησαν, μαζὶ μὲ τὸ Θ. Κολοκοτρώνη ὡς ὕποπτο συνωμοσίας ἐναντίον τῆς ἀντιβασιλείας, πρὶν ἀπὸ τὴν ἐνηλικίωση τοῦ Ὄθωνα. Οἱ δυὸ ἀγωνιστὲς κλείστηκαν στὶς φυλακὲς τοῦ Ναυπλίου, δικάστηκαν καὶ καταδικάστηκαν σὲ θάνατο, μὲ τὴν κατηγορία τῆς ἐσχάτης προδοσίας. Μὲ τὴν ἐνηλικίωση τοῦ βασιλιά, τοὺς δόθηκε χάρη καὶ ἀποφυλακίστηκαν. Ἔγινε γερουσιαστὴς καὶ ἀποσύρθηκε στὴ γενέτειρά του μὲ τὸ βαθμὸ τοῦ ἀντιστράτηγου. Πέθανε εἰρηνικὰ στὸν οἰκογενειακὸ πύργο, ποὺ σώζεται ἀκόμη καὶ ἀποτελεῖ ἀξιοθέατο σημεῖο γιὰ τοὺς ἐπισκέπτες.

Πολυζωίδης Ἀναστάσιος (Μελένικο Μακεδονίας, 1802 - Ἀθήνα 1873)

Ἡ εὔπορη οἰκογένειά του φρόντισε γιὰ τὴν ἄρτια μόρφωσή του στὴν Ἑλλάδα καὶ στὴν Αὐστρία. Σπούδασε ἰατρικὴ καὶ θεωρητικὲς ἐπιστῆμες. Σχετίστηκε μὲ ἐξέχουσες προσωπικότητες τοῦ Διαφωτισμοῦ, ποὺ τοῦ θέρμαναν τὸν πόθο γιὰ ἐλευθερία, ἀφύπνιση, ἀνθρωπισμὸ καὶ δημοκρατία. Παρὰ τὴν ἐπιθυμία του, δὲν πρόλαβε νὰ συναντηθεῖ μὲ τὸν Ἀλ. Ὑψηλάντη καὶ νὰ καταταγεῖ στὸν Ἱερὸ Λόχο, διότι ἡ καταστροφὴ εἶχε ἤδη συντελεστεῖ. Μαζὶ μὲ γερμανοὺς φιλέλληνες ἔφθασε στὴν Ἀκαρνανία κι ἀπὸ ἐκεῖ στὸ μαχόμενο Μεσολόγγι. 

Χρημάτισε γραμματέας τοῦ Μαυροκορδάτου, ἐπεξεργάστηκε τὸ κείμενο τοῦ «Προσωρινοῦ Πολιτεύματος», καὶ συνέταξε τὴ διακήρυξη τῆς Α´ Ἐθνοσυνέλευσης. Μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση, ἡ Ἀντιβασιλεία τὸν διόρισε πρόεδρο τοῦ Πρωτοδικείου Ναυπλίου. Στὴ δίκη τοῦ Κολοκοτρώνη, μαζὶ μὲ τὸ δικαστῆ Γεώργιο Τερτσέτη, ἀρνήθηκε νὰ ψηφίσει τὴ θανατικὴ καταδίκη τῶν Θ. Κολοκοτρώνη καὶ Δ. Πλαπούτα. Ἀπολύθηκε, φυλακίστηκε, δικάστηκε γιὰ ἀπείθεια, ἀλλὰ τελικὰ ἀθωώθηκε. Μὲ τὴν ἐνηλικίωση τοῦ Ὄθωνα, ἔγινε ἀρεοπαγίτης καὶ ἀντιπρόεδρος τοῦ Ἀρείου Πάγου. Ὡς ὑπουργὸς Ἐσωτερικῶν θέσπισε τὸ νομοθέτημα γιὰ τὴν ἐλευθεροτυπία.

Πραΐδης Γεώργιος (Μουδανιὰ Μ.Ἀσίας, 1791 - Ἀθήνα 1873)

Μορφώθηκε στὴ γενέτειρά του καὶ στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ σπούδασε νομικὰ στὴ Γερμανία καὶ Γαλλία. Στὴ Βλαχία, ὅπου ἔζησε πρὶν τὴν Ἐπανάσταση, μυήθηκε στὴ Φιλικὴ Ἑταιρεία. Μαζὶ μὲ ἄλλους Ἕλληνες σπουδαστές, ἔφθασε στὸ Μεσολόγγι τὸ Μάρτιο τοῦ 1821. Ἔγινε γραμματέας τοῦ Ἀλ. Μαυροκορδάτου καὶ τὸν ἀντικαθιστοῦσε σὲ σημαντικὲς συσκέψεις, ὅταν ἐκεῖνος ἀπουσίαζε. Βοήθησε πολὺ στὴν ἄμυνα τοῦ Μεσολογγίου, κατὰ τὸ διάστημα τῆς πρώτης πολιορκίας του. Ὁ Γ. Πραΐδης μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση, ἔγινε στενὸς συνεργάτης τοῦ Ἰ. Καποδίστρια.

Μὲ τὶς νομικὲς γνώσεις, τὴν εὐθύτητα, τὴν εἰλικρίνεια καὶ τὴ φιλοπατρία του πρόσφερε πολύτιμες ὑπηρεσίες στὴν κυβέρνηση καὶ τὸ ἔθνος. Ἀπὸ τὸ 1830 ὅμως, ἔγινε ὀξύτατος ἐπικριτὴς τῆς καποδιστριακῆς πολιτικῆς. Ἡ ἀντιβασιλεία τὸν διόρισε ὑπουργὸ Δικαιοσύνης. Μεταπήδησε στὸ δικαστικὸ κλάδο καὶ μετὰ τὴν Ἐπανάσταση τῆς 3ης Σεπτεμβρίου 1843, ἐργάστηκε γιὰ τὴν ὀργάνωση τοῦ Ἐλεγκτικοῦ Συνεδρίου.

Ροῦφος - Κανακάρης Ἀθανάσιος (Πάτρα 1760 - Ἑρμιόνη 1823)

Πρόκριτος τῆς Πάτρας. Φιλικὸς μὲ πολιτικὴ δράση. Χρημάτισε ἐπανειλημμένα Βεκίλης (ἀντιπρόσωπος) τοῦ Μοριᾶ στὴν Ὑψηλὴ Πύλη. Τὸ 1821 στὴν Πόλη μυήθηκε στὴ Φιλικὴ Ἑταιρεία καὶ μὲ τὴν ἔκρηξη τῆς Ἐπανάστασης ἔσπευσε στὴν Πάτρα. Μέλος τῆς Πελοποννησιακῆς Γερουσίας, μέλος τῆς ἐπιτροπῆς σύνταξης τοῦ «Προσωρινοῦ Πολιτεύματος τῆς Ἐπιδαύρου», μέλος τοῦ Ἐκτελεστικοῦ Σώματος καὶ ἀντιπρόεδρος. Ἐπέδειξε μετριοπάθεια σὲ δύσκολες στιγμὲς τοῦ Ἀγώνα γιὰ τὸν ὁποῖο διέθεσε καὶ ὁλόκληρη τὴν περιουσία του.

Ραμπώ (Raybaud) Φρανσουὰ Μαξὶμ (1795-1894)

Γάλλος στρατιωτικὸς καὶ φιλέλληνας, ποὺ πῆρε μέρος στὸ ἀγώνα τοῦ 1821. Τὸν Ἰούλιο τοῦ 1821 ἀναχώρησε ἀπὸ τὴ Μασσαλία μαζὶ μὲ τὸν Ἀλέξανδρο Μαυροκορδάτο κι ἄλλους Εὐρωπαίους ἐθελοντὲς γιὰ τὸ Μεσολόγγι. Στὴν Ἑλλάδα ὀνομάστηκε ὑπασπιστὴς τοῦ Μαυροκορδάτου καὶ ὑπηρέτησε στὸ γενικὸ ἐπιτελεῖο τοῦ τακτικοῦ στρατοῦ. Παρευρέθηκε στὸ στρατόπεδο τοῦ Δημήτρη Ὑψηλάντη στὴν Τριπολιτσὰ στὴν τελευταία φάση τῆς πολιορκίας. Συμμετέσχε στὴν ἐκστρατεία τοῦ Μαυροκορδάτου στὴν Ἤπειρο καὶ μετὰ τὴν μάχη τοῦ Πέτα ἐπέστρεψε στὴ Γαλλία. Ἐπανῆλθε στὴν Ἑλλάδα τὸ 1825 συνοδεύοντας ἐθελοντὲς καὶ πολεμοφόδια, ξανὰ τὸ 1826 καὶ τὸ 1828 μὲ σκοπὸ νὰ ἐγκαταστήσει τυπογραφεῖο καὶ νὰ ἐκδώσει ἐφημερίδα. Τὸ τυπογραφεῖο του, σὲ συνεννόηση μὲ τὸν Καποδίστρια, τὸ ἐγκατέστησε στὴν Πάτρα ὅπου ἐξέδιδε τὴ γαλλόφωνη ἐφημερίδα «Ταχυδρόμος τῆς Ἀνατολῆς».

Ράγκος Γιαννάκης (Συντέκινο Βάλτου 1790 - Αἰτωλικὸ 1870)

Ἀγωνιστὴς τοῦ 1821 ἀπὸ τοὺς κυριότερους ὁπλαρχηγοὺς τῆς Δυτικῆς Στερεᾶς Ἑλλάδας. Ἀπὸ τὸ 1821 ὡς τὸ 1825 πρωταγωνίστησε σὲ σειρὰ μαχῶν στὴν Αἰτωλοακαρνανία καὶ τὴν Ἤπειρο. Σημαντικὴ ἦταν ἡ παρουσία του στὴν περιοχὴ Μακρυνόρους καὶ στὴν Ἄρτα, καθὼς καὶ στὴν Πελοπόννησο ἐναντίον τοῦ Ἰμπραήμ. Ὁ Ράγκος ἐνεργοῦσε μὲ γνώμονα τὰ προσωπικά του τοπικὰ συμφέροντα καὶ ἄλλαζε μὲ μεγάλη εὐκολία καὶ διορατικότητα τοὺς πολιτικούς του προστάτες. Μετὰ τὴ δολοφονία τοῦ Καποδίστρια ὁ Ράγκος ἀποτραβήχτηκε στὸ Αἰτωλικὸ καὶ κατὰ τὴν ὀθωνικὴ περίοδο πῆρε μέρος στὰ ἀντιοθωνικὰ κινήματα τῆς Στερεᾶς καὶ στὰ λυτρωτικὰ κινήματα.

Σανταρόζα (SANTAROSA) Ἀνιμπάλε (1783-1825)

Ἰταλὸς ἐπαναστάτης καὶ λόγιος ἀπὸ τοὺς πρωτεργάτες τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ κινήματος τοῦ Πεδεμοντίου (1821) καὶ ἀπὸ τοὺς σημαντικότερους φιλέλληνες. Μετὰ τὴν ἀποτυχία τῆς ἐξέγερσης τοῦ Πεδεμοντίου, ὁ Σανταρόζα κατέφυγε στὸ Παρίσι καὶ μετὰ στὸ Λονδίνο. Ὁ φιλελληνισμός του τὸν ὁδήγησε στὴν ἀπόφαση νὰ ἔρθει στὴν Ἑλλάδα καὶ τὸ Δεκέμβριο τοῦ 1824 ἔφθασε στὸ Ναύπλιο. Ἡ ἑλληνικὴ διοίκηση δείχνει ἐπιφυλακτικὴ ἀπέναντί του, μὴ θέλοντας νὰ παρουσιάζει στὴν Εὐρώπη τοῦ Μέττερνιχ τὸν Ἑλληνικὸ Ἀγώνα συνδεδεμένο μὲ τὰ ἐπαναστατικὰ κινήματα τῆς Ἰταλίας. Τὸ 1825 ἀκολούθησε τοὺς Ἀλέξανδρο Μαυροκορδάτο καὶ Γεώργιο Κουντουριώτη στὴ Μεσσηνία. Ἀμέσως μετὰ κλήθηκε γιὰ ἐνίσχυση στὴ Σφακτηρία ὅπου σὲ ἐπίθεση τῶν Αἰγυπτιακῶν δυνάμεων βρῆκε τὸ θάνατο (29 Ἀπριλίου 1825).

Σαχίνης Γεώργιος (Ὕδρα 1789 - Ἀθήνα 1864)

Ἀγωνιστής, ἀπὸ τοὺς ἰκανότερους πλοιάρχους τοῦ ἑλληνικοῦ ναυτικοῦ κατὰ τὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821. Εἶχε ἐκπαιδευτεῖ στὴν Κέρκυρα καὶ ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία εἶχε ἐπιδοθεῖ στὸ ναυτικὸ ἐπάγγελμα. Μὲ τὴν ἔκρηξη τοῦ Ἀγώνα ἐντάχθηκε στὴ ναυτικὴ ὑδραϊκὴ δύναμη ὑπὸ τὸν Ἀνδρέα Μιαούλη. Πῆρε μέρος σὲ πολλὲς ναυτικὲς ἐπιχειρήσεις καὶ χρησιμοποιήθηκε ἐπίσης ἐξαιτίας τῆς γλωσσομάθειάς του πολλὲς φορὲς ἀπὸ τὴν Ἑλληνικὴ Κυβέρνηση στὶς διαπραγματεύσεις μὲ τὸν ἐχθρικὸ στόλο ἢ τὸ στόλο τῶν ξένων δυνάμεων. Ἀξιομνημότευτη ὑπῆρξε ἡ δράση του στὸν Ἰόνιο καὶ Ἰταλικὸ κόλπο. Τὸ 1823 ἔγινε διοικητὴς Σύρου καὶ Μυκόνου καὶ τὸ 1836 ὁρίστηκε ἀρχηγὸς τῆς ναυτικῆς μοίρας τοῦ Αἰγαίου. Διετέλεσε ὑπασπιστὴς τοῦ βασιλιὰ Ὄθωνα καὶ διευθυντὴς τοῦ Ναυτικοῦ Διευθυντηρίου Πόρου.

Σαχτούρης Γεώργιος (Ὕδρα 1783-1841)

Ἐξέχουσα μορφὴ τοῦ Ναυτικοῦ Ἀγώνα τοῦ 1821. Ἀντιναύαρχος τοῦ ὑδραϊκοῦ στόλου, ἀπὸ τοὺς τολμηρότερους ἀγωνιστὲς στὶς θαλάσσιες ἐπιχειρήσεις. Πῆρε μέρος στὴν ἐπιχείρηση γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Χίου καὶ τὸ 1824 μετὰ τὴν καταστροφὴ τῶν Ψαρῶν στὴν ἐπιχείρηση ἀνακατάληψης τοῦ νησιοῦ. Ἀποφασιστικὴ ὑπῆρξε ἡ συμβολή του στὶς ναυμαχίες τῆς Μυκάλης, τοῦ Γέροντα καὶ τοῦ Καφηρέα. Συμμετεῖχε (1826) στὸν ἀνεφοδιασμὸ τῶν πολιορκημένων στὸ Μεσολόγγι καὶ στὴν ἐπιχείρηση τῆς Ἀλεξάνδρειας (1827) γιὰ τὴν πυρπόληση τοῦ Αἰγυπτιακοῦ στόλου. Ὁ Καποδίστριας τοῦ ἀνέθεσε τὴν ἀρχηγία τῆς μοίρας τῶν ἀκτῶν τῆς Μεσσηνίας καὶ τὸν ἀποκλεισμὸ τῆς θαλάσσιας περιοχῆς ἀπὸ τὸν Ἀμβρακικὸ ὡς τὴν Κρήτη. Στὴν ὀθωνικὴ περίοδο ἦταν διοικητὴς τοῦ πολεμικοῦ ναυστάθμου τοῦ Πόρου.

Σέκερης Παναγιώτης (Τρίπολη 1783 - Ναύπλιο 1854)

Ἔμπορος, ἡγετικὸ στέλεχος τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας. Τὸ 1818 ἐντάχθηκε στὴ Φιλικὴ Ἑταιρεία καὶ μὲ τὸν ἐνθουσιασμό του βοήθησε νὰ γίνει γνωστὴ στοὺς κύκλους τῶν μεγαλεμπόρων τῆς Πόλης, οἱ ὁποῖοι καὶ τὴν στήριξαν οἰκονομικὰ καὶ διευκόλυναν τὴν ἐπέκτασή της. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Σκουφᾶ, ὅταν ἀποκαλύφθηκαν ὅλα τὰ σχετικὰ μὲ τὴν «Ἀνωτάτη Ἀρχή», ὁρκίστηκε ὅτι θὰ προσφέρει γιὰ τοὺς σκοποὺς τῆς Ἑταιρείας τὴν περιουσία καὶ τὴ ζωή του. Μὲ τὶς δωρεές του συνέβαλε στὴν ἐξόρμηση στὴ Μακεδονία, Ἤπειρο, Πελοπόννησο καὶ στὰ νησιὰ γιὰ τὴν προώθηση τῆς ἐπαναστατικῆς ἰδέας. Μὲ τὴν ἔκρηξη τῆς Ἐπανάστασης διέφυγε στὴν Ὀδησσό, οἰκονομικὰ ἐξαντλημένος, ὅμως συνέχισε νὰ προσφέρει τὶς ὑπηρεσίες του στὸ ἀγωνιζόμενο ἔθνος. Τὸ 1830 ἦρθε στὴν Ἑλλάδα καὶ ἐγκαταστάθηκε στὸ Ναύπλιο, ὅπου πέθανε πάμφτωχος.

Σκουζὲς Παναγής (1777-1847)

Ἀσχολήθηκε μὲ τὸ ναυτικὸ ἐπάγγελμα καὶ ἀπέκτησε μεγάλη περιουσία, μέρος τῆς ὁποίας διέθεσε γιὰ ἀγορὲς ἀκινήτων στὴν Ἀττική. Τὸ 1820 μυήθηκε στὴ Φιλικὴ Ἑταιρεία καὶ μὲ τὴν ἔκρηξη τοῦ ἀγώνα ἐφοδίαζε τοὺς Ἀθηναίους μὲ ὅπλα. Τὸ 1822 ἐκλέχτηκε Δημογέροντας καὶ πρόσφερε μεγάλες ὑπηρεσίες κατὰ τὴν πολιορκία τῆς Ἀθήνας ἀπὸ τὸν Κιουταχῆ καὶ σὲ ὅλες τὶς μάχες γιὰ τὴν ὑπεράσπισή της. Τὸ 1834 ἵδρυσε τὸ « Γραφεῖο Π. Σκουζὲ » ἕνα ἀπὸ τὰ πρῶτα πιστωτικὰ ἱδρύματα τῆς χώρας. Στὰ Ἀπομνημονεύματά του δίνει τὸ χρονικό της σκλαβωμένης Ἀθήνας ἀπὸ τὸ 1772 ἕως τὸ 1796.

Σπυρομήλιος (Χειμάρρα 1800 - Ἀθήνα 1880)

Στρατιωτικός, ἀγωνιστὴς τοῦ 1821 μὲ σημαντικὴ συμμετοχὴ στὴ Β´ πολιορκία τοῦ Μεσολογγίου. Πολιτικὸς τὴν ἐποχὴ τοῦ Ὄθωνα καὶ ἀπομνημονευματογράφος. Σπούδασε τὴ στρατιωτικὴ τέχνη στὴ Νεάπολη τῆς Ἰταλίας. Ἔλαβε μέρος στὶς στρατιωτικὲς ἐπιχειρήσεις στὸ Ναύπλιο καὶ τὴν Ἀνατολικὴ Στερεὰ Ἑλλάδα. Ἔγινε ἀρχηγὸς τῆς προσωπικῆς φρουρᾶς τοῦ Δ. Ὑψηλάντη. Ὡς Καποδιστριακὸς γνώρισε διώξεις ἀπὸ τὴν Ἀντιβασιλεία τοῦ Ὄθωνα. Στὸ διάστημα 1840-44 ἦταν διοικητὴς τῆς Σχολῆς Εὐελπίδων καὶ συμμετέσχε ἐνεργὰ στὰ γεγονότα τῆς 3ης Σεπτεμβρίου 1843. Γιὰ τὴν ἀνάμειξή του στὰ ἀπελευθερωτικὰ κινήματα τοῦ 1854 διώχτηκε ἀπὸ τὸ «Ὑπουργεῖο Κατοχῆς » τοῦ Μαυροκορδάτου. Ὡς τὸ 1876 ἀνέλαβε ξανὰ τέσσερες φορὲς τοῦ Ὑπουργεῖο Στρατιωτικῶν, ὀνομάστηκε σύμβουλος Ἐπικρατείας (1868-72) καὶ πρόεδρος τῆς Βουλῆς (1872). Στὰ Ἀπομνημονεύματά του κατέγραψε τὰ ἱστορικὰ γεγονότα τῆς β´ πολιορκίας τοῦ Μεσολογγίου.

Στορνάρης (ἢ Στουρνάρης) Νικόλαος (Περιοχὴ Ἀσπροποτάμου 1775 - Μεσολόγγι 1826)

Ἀρματολὸς καὶ ὁπλαρχηγὸς τοῦ 1821, ἀνῆκε σὲ μία ἀπὸ τὶς πιὸ ἰσχυρὲς ἀρματολικὲς οἰκογένειες τῆς Δυτικῆς Στερεᾶς. Τὸν Ἰούλιο τοῦ 1821 ἐπικεφαλῆς ἄλλων ὁπλαρχηγῶν καὶ κατοίκων τῆς ἐπαρχίας Ἀσπροποτάμου κήρυξε τὴν Ἐπανάσταση στὴν Πόρτα, στὴν Πρέβεντα, στὴν Καλαμπάκα κ.ἄ. καὶ σύντομα ἀπέκτησε τὸν ἔλεγχο τῆς περιοχῆς. Ὅταν ἡττήθηκε στὴν Πόρτα καὶ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἄνδρες του τὸν ἐγκατέλειψαν, ἀναγκάστηκε νὰ συμβιβαστεῖ μὲ τὸν ἐχθρὸ γιὰ νὰ προφυλάξει τὰ χωριὰ ἀπὸ πιθανὲς καταστροφές. Τὸ 1823 πῆγε στὸ Μεσολόγγι. Πῆρε μέρος στὴ Συνέλευση τῶν ὁπλαρχηγῶν τῆς Δυτικῆς Στερεᾶς καὶ ἐκλέχτηκε μέλος τοῦ πολεμικοῦ συμβουλίου. Μὲ τὴν προέλαση τοῦ Κιουταχῆ πρὸς τὸ Μεσολόγγι ἀνέλαβε τὴν ἀρχηγία τῶν ἐνόπλων δυνάμεων τῆς πόλης. Παρέμεινε στὸ Μεσολόγγι ὅλο τὸ διάστημα τῆς B´ πολιορκίας ὡς ἐπικεφαλῆς σώματος τῆς Φρουρᾶς καὶ σκοτώθηκε κατὰ τὴν Ἔξοδο.

Στράτος Γιαννάκης (Βάλτος Ἀκαρνανίας 1793-1848)

Ὁπλαρχηγὸς τοῦ 1821 καὶ στρατιωτικός της ὀθωνικῆς περιόδου. Πῆρε μέρος σὲ πολλὲς μάχες ἐναντίον τῶν Τούρκων στὴ Δυτικὴ Στερεὰ Ἑλλάδα καὶ Ἤπειρο. Τὸ 1826 τοποθετήθηκε Φρούραρχος στὸ Ἲτς Καλὲ Ναυπλίου καὶ τὸ 1828 ὡς διοικητὴς τῆς Γ´ Χιλιαρχίας πολέμησε γιὰ τὴν ἀνακατάληψη τῆς Στερεᾶς. Πῆρε μέρος στὶς ἐπιχειρήσεις τοῦ Αὐγουστίνου Καποδίστρια στὸ Ἀντίρριο καὶ τοῦ Δημ. Ὑψηλάντη στὴ Θήβα.

Στράτος Σωτήριος (Βάλτος Ἀκαρνανίας 1790-1865)

Ὁπλαρχηγὸς τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης καὶ στρατιωτικὸς τῆς ὀθωνικῆς περιόδου. Πολέμησε στὴ Δυτικὴ Στερεὰ Ἑλλάδα. Στὰ χρόνια τοῦ Ὄθωνα ἐντάχτηκε στὴν Βασιλικὴ Φάλαγγα. Μετὰ τὴν Ἐπανάσταση τῆς 3ης Σεπτεμβρίου 1843 πολιτεύθηκε στὸ Βάλτο καὶ ἐκλέχτηκε πληρεξούσιος στὴν Α´ Ἐθνοσυνέλευση. Τὸ 1854 πῆρε μέρος στὰ λυτρωτικὰ κινήματα τῶν ὑποδούλων της Θεσσαλίας καὶ τῆς Ἠπείρου.

Σισίνης Γεώργιος (Γαστούνη 1769-1831)

Προεστὸς τῆς Γαστούνης καὶ φιλικὸς ἀπὸ τοὺς πρωτεργάτες τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821 στὴν Πελοπόννησο. Συνέβαλε σημαντικὰ στὴν πολιορκία τῆς Πάτρας ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες καὶ σὲ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς Ἐπανάστασης παρέμεινε ὁ πολιτικὸς καὶ στρατιωτικὸς ἡγέτης τῆς ἐπαρχίας του. Χρημάτισε πληρεξούσιος στὶς Ἐθνοσυνελεύσεις καὶ ἐκλέχτηκε Πρόεδρος τῆς Γ´ Ἐθνικῆς Συνέλευσης (1827) καὶ τῆς Δ´ Ἐθνοσυνέλευσης τοῦ Ἄργους. Διορίστηκε γερουσιαστὴς ἀπὸ τὸν Ἰωάννη Καποδίστρια (1829) καὶ σύντομα ἀνέλαβε τὴν προεδρία τῆς Γερουσίας. Μεγάλη συμμετοχὴ στὴν Ἐπανάσταση εἶχαν οἱ δυὸ γιοί του Χρύσανθος καὶ Μιχαήλ.

Τζαβέλας Κίτσος (Σούλι 1800 - Ἀθήνα 1855)

Ἡγετικὴ μορφὴ τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης. Πρωθυπουργὸς τῆς Ἑλλάδας (1847 - 1848). To 1822 πολέμησε στὴν 1η πολιορκία τοῦ Μεσολογγίου καὶ σὲ ἄλλες μάχες, στὸ πλευρὸ τοῦ Μάρκου Μπότσαρη καὶ στὴ συνέχεια τοῦ Καραϊσκάκη. Διακρίθηκε σὲ μάχες ἐναντίον τοῦ Ἰμπραὴμ (1825) καὶ τὸν Αὔγουστο τοῦ 1825 μπῆκε στὸ πολιορκούμενο Μεσολόγγι. Μετὰ τὴν πτώση τοῦ Μεσολογγίου ἐγκαταστάθηκε στὸ Ναύπλιο. Πολέμησε στὴν Ἀττικὴ καὶ μετὰ τὴν ἄφιξη τοῦ Καποδίστρια πῆρε μέρος στὴν ἐκκαθάριση τῆς Ρούμελης ἀπὸ τοὺς Τούρκους. 

Τὸ 1828, ὕστερα ἀπὸ πολλὲς συγκρούσεις μὲ τοὺς Τούρκους, κατόρθωσε νὰ ἀπελευθερώσει μεγάλο τμῆμα τῆς κεντρικῆς Στερεᾶς Ἑλλάδας. Τὸ 1829 ἔλαβε μέρος στὴν ἐκστρατεία γιὰ τὴν κατάληψη τοῦ Ἀντίρριου, τῆς Ναυπάκτου καὶ τοῦ Μεσολογγίου. Διετέλεσε ὑπουργὸς Στρατιωτικῶν τὸ 1844 καὶ τὸ 1849. Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Ἰωάννη Κωλέττη ἀνέλαβε Πρωθυπουργὸς (1847-1848). Ὀνομάστηκε γερουσιαστὴς καὶ ἔλαβε μέρος στὴν ἐξέγερση τῶν ἀλύτρωτων περιοχῶν τὸ 1854.

Τομπάζης Ἐμμανουήλ (Ὕδρα, 1784-1831)

Πρόκριτος τῆς Ὕδρας, ναυμάχος τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης καὶ ἁρμοστῆς τῆς Κρήτης (1823-24). Ἀπὸ μικρὸς ἀσχολήθηκε μὲ τὸ ναυτικὸ ἐπάγγελμα. Ἀντιτάχτηκε στὴν ἀρχὴ στὸν ξεσηκωμὸ τῆς Ὕδρας, ἀλλὰ στὴ συνέχεια πῆρε ἐνεργὸ μέρος στὶς ἐπιχειρήσεις. Σημαντικότερη ἦταν ἡ συμμετοχή του στὴ ναυμαχία τῆς Πάτρας. Ὡς πληρεξούσιος τῶν Ὑδραίων συμμετεῖχε στὶς Ἐθνοσυνελεύσεις Ἐπιδαύρου (1822) καὶ Ἄστρους (1823). Τὸ 1823 διορίστηκε ἁρμοστὴς τῆς Κρήτης μετὰ ἀπὸ πρόταση τῶν Κρητικῶν.

Ἡ παρουσία του ἀναζωογόνησε τὴν Κρητικὴ Ἐπανάσταση καὶ ἐξομάλυνε τὶς ἀντιθέσεις τῶν Σφακιανῶν μὲ τοὺς ἄλλους Κρητικοὺς ὁπλαρχηγούς.Ὅμως δὲ μπόρεσε νὰ γεφυρώσει τὶς ἐσωτερικὲς ἀντιθέσεις, ἐνῶ ἡ ἀποβίβαση μεγάλων Τουρκοαιγυπτιακῶν δυνάμεων καθιστοῦσε προβληματικὴ τὴν ἐξέλιξη τῆς Κρητικῆς Ἐπανάστασης, ἀφοῦ δὲ μποροῦσε νὰ ἐξασφαλίσει τὴν πειθαρχία τῶν ὁπλαρχηγῶν. Τὸ 1824 ἐπέστρεψε στὴν Ἑλλάδα. Πῆρε μέρος στὴν ἐπιχείρηση τῶν Ψαρῶν καὶ στὴ Ναυμαχία τοῦ Γέροντα (1824).

Τομπάζης Ἰάκωβος (Γιακουμάκης) (Ὕδρα, 1722-1829)

Φιλικός, ναύαρχος τῆς ναυτικῆς μοίρας τῆς Ὕδρας. Ἀπὸ τὴν ἐφηβική του ἡλικία ἀσχολήθηκε μὲ τὴ ναυτιλία καὶ γρήγορα ἔγινε πλοιοκτήτης. Μυήθηκε τὸ 1818 στὴ Φιλικὴ Ἑταιρεία καὶ ἀνέπτυξε μεγάλη δραστηριότητα γιὰ τὴν προετοιμασία τῆς Ἐπανάστασης. Μὲ τὴν ἔναρξη τῆς Ἐπανάστασης δραστηριοποιήθηκε καὶ διέθεσε τὰ πλοῖα του στὸν Ἀγώνα. Ἔλαβε μέρος στὴ ναυτικὴ ἐκστρατεία στὴ Χίο καὶ στὸ βορειοανατολικὸ Αἰγαῖο. Ἐπειδὴ ἡ ἀντιμετώπιση τῶν ἰσχυρῶν τουρκικῶν πλοίων παρουσίαζε δυσχέρειες ἀποφασίστηκε ἡ χρήση πυρπολικῶν. Λέγεται μάλιστα ὅτι εἶναι ὁ πρῶτος ποὺ πρότεινε τὴ χρήση τῶν πυρπολικῶν. Διεύθυνε τὴν ἐπιχείρηση πυρπόλησης τουρκικοῦ δίκροτου στὴ Ἐρεσὸ ἀπὸ τὸν Παπανικολῆ. Ἀνέπτυξε δράση στὴ θαλάσσια περιοχὴ τῆς Σάμου, καθὼς καὶ στὶς νότιες καὶ δυτικὲς πελοποννησιακὲς ἀκτές. Γιὰ τὴν Ἐπανάσταση ἐκτὸς ἀπὸ τὰ πλοῖα του διέθεσε καὶ ὅλη τὴ χρηματικὴ περιουσία του.

Τσακάλωφ Ἀθανάσιος (Γιάννενα 1788 - Μόσχα 1851)

Ἕνας ἀπὸ τοὺς τρεῖς ἱδρυτὲς τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας. Γιὸς τοῦ Νικηφόρου Τεκελῆ. Ἀναγκάστηκε νὰ καταφύγει στὴ Ρωσία πρὶν τελειώσει τὶς σπουδές του κι ἀπὸ ἐκεῖ στὸ Παρίσι ἀφοῦ προηγουμένως ἄλλαξε τὸ ἐπώνυμό του σὲ Τσακάλωφ. Τὸ 1813 ἐπέστρεψε στὴν Ρωσία καὶ συναντήθηκε στὴν Ὀδησσὸ μὲ τὸν Νικόλαο Σκουφὰ καὶ τὸν Ἐμμανουὴλ Ξάνθο. Λίγο ἀργότερα 1814 ἵδρυσαν τὴ Φιλικὴ Ἑταιρεία.Ὅταν τὸ 1821 ἀνέλαβε τὴν ἡγεσία ὁ Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης, ὁ Τσακάλωφ ἔσπευσε στὴ Μολδοβλαχία, ἀπὸ τὴν Πίζα ὅπου βρισκόταν, γιὰ νὰ συμμετάσχει στὸν ἀγώνα καὶ συνόδευσε τὸ Δ. Ὑψηλάντη στὴν Ἑλλάδα ὡς ὑπασπιστής του.

Ὁ Τσακάλωφ μὲ σημαντικὴ συμβολὴ στὴν προετοιμασία τοῦ Ἀγώνα, δὲν ἀναμίχθηκε στὸ πολιτικὰ πράγματα καὶ δὲν ἀνέλαβε διοικητικὲς ἢ ἄλλες θέσεις. Μόνο μετὰ τὴν ἄφιξη τοῦ Καποδίστρια τὸν βρίσκουμε ὑπάλληλο τοῦ Γενικοῦ Φροντιστηρίου καὶ πληρεξούσιο τῆς Ἠπείρου στὴ Δ´ Ἐθνοσυνέλευση τοῦ Ἄργους (1829). Μετὰ τὴ δολοφονία τοῦ Καποδίστρια ἐγκαταστάθηκε στὴ Μόσχα, ὅπου καὶ πέθανε τὸ 1851 χωρὶς καμιὰ ἀνάμειξη στὰ κοινά.

Τσαμαδὸς Ἀναστάσιος (Ὕδρα 1774 - Σφακτηρία 1825)

Ναυμάχος τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης. Ἀπὸ μικρὸς ἀσχολήθηκε μὲ τὸ ναυτικὸ ἐπάγγελμα καὶ μὲ τὴν κήρυξη τῆς Ἐπανάστασης μετέτρεψε τὸ πλοῖο του σὲ πολεμικό. Τὸ 1821 μὲ τὴν ὑδραϊκὴ ναυτικὴ μοίρα ἔλαβε μέρος στὶς ἐπιχειρήσεις τοῦ Αἰγαίου καὶ στὸν Παγασητικό. Ἀλλὰ καὶ στὰ ἑπόμενα χρόνια συμμετεῖχε σὲ ὅλες σχεδὸν τὶς ναυτικὲς ἐκστρατεῖες στὸ Αἰγαῖο, τὰ Πελοποννησιακὰ παράλια καὶ τὸν Κορινθιακό. Τὸ 1825 κατέπλευσε στὸ Νεόκαστρο μὲ τρόφιμα καὶ πολεμικὸ ὑλικὸ καὶ κατόρθωσε νὰ ἐφοδιάσει τὸ φρούριο ποὺ πολιορκοῦσε ὁ Ἰμπραήμ. O Τσαμαδὸς σκοτώθηκε στὴ Σφακτηρία κατὰ τὴν ἐπίθεση τῶν δυνάμεων τοῦ Ἰμπραήμ.

Τσόκρης Δημήτριος (1796-1875)

Ὁπλαρχηγὸς τῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821.Ἔμπορος στὴν Κωνσταντινούπολη, ἦρθε ἀμέσως στὴν Ἑλλάδα μὲ τὴν ἔκρηξη τῆς Ἐπανάστασης καὶ τάχθηκε ὑπὸ τὶς διαταγὲς τοῦ Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Πῆρε μέρος στὴν πολιορκία τοῦ Ναυπλίου καὶ σὲ μάχες ἐναντίον τοῦ Δράμαλη. Ἀξιομνημόνευτη ἐνέργειά του ἦταν ἡ πυρπόληση τοῦ Ἀργολικοῦ κάμπου καὶ ἡ καταστροφὴ τῶν ἀποθηκευμένων σιτηρῶν τῆς Ἀργολίδας.

Στὸ διάστημα 1825-26 ἀγωνίστηκε ἐναντίον τοῦ Ἰμπραὴμ στὰ περισσότερα Πελοποννησιακὰ μέτωπα. Ὑπέρμαχος τῆς πολιτικῆς Καποδίστρια, μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Κυβερνήτη ἐκτέλεσε χρέη Προέδρου τοῦ ἐκτάκτου στρατοδικείου καὶ καταδίκασε σὲ θάνατο τὸ Γεώργιο Μαυρομιχάλη. Ἀπὸ τὴν Ἀντιβασιλεία διώχθηκε καὶ φυλακίστηκε, ἐνῶ ἀποκαταστάθηκε τὸ 1847. Ἀντιοθωνιστής, ἀναμίχθηκε στὴ Ναυπλιακὴ ἐπανάσταση τοῦ 1862 καὶ ἐξορίστηκε. Ὕστερα ἀπὸ τὴν ἔξωση τοῦ Ὄθωνα ἐπέστρεψε στὴν Ἑλλάδα καὶ τὸ 1864 ἔγινε ὑπασπιστὴς τοῦ Γεωργίου Α´.

Τσώρτς (Church) Σὲρ Ρίτσαρτ (1784-1873)

Βρετανὸς στρατηγός, ἀρχιστράτηγος τῶν Ἑλληνικῶν στρατιωτικῶν δυνάμεων ξηρᾶς (1827). Ἔλαβε μέρος στοὺς Ναπολεόντειους πολέμους. Τὸ 1809 συμμετέσχε στὴν κατάληψη τῶν νησιῶν Ζακύνθου, Κεφαλονιᾶς, Ἰθάκης καὶ Κυθήρων ποὺ βρίσκονταν ὑπὸ Γαλλικὴ κυριαρχία. Ἵδρυσε στὴ Ζάκυνθο σύνταγμα ἐλαφροῦ πεζικοῦ καὶ ὡς ἐπικεφαλῆς του ἀγωνίστηκε τὸ 1810 στὴ Λευκάδα ὅπου καὶ τραυματίστηκε σοβαρά. Πρωτοστάτησε στὴν καταστολὴ τῶν ἀπελευθερωτικῶν κινημάτων στὴ νότια Ἰταλία καὶ Σικελία. Τὸ 1827 ἔφθασε στὴν Ἑρμιονίδα καὶ ὁ ἐρχομός του χαιρετίστηκε μὲν ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες, ὅμως οἱ προσδοκίες τους διαψεύστηκαν. 

Χωρὶς ἰδιαίτερες στρατηγικὲς ἱκανότητες, ἡ συμπόρευσή του μὲ τὸν Κόχραν γιὰ κατὰ μέτωπο ἐπίθεση ἐναντίον τοῦ Κιουταχῆ, παρὰ τὴν ἀντίθεση τοῦ Καραϊσκάκη, ὁδήγησαν στὴν πανωλεθρία τῶν Ἑλλήνων στὸν Ἀνάλατο, στὴν παράδοση τῆς Ἀκρόπολης καὶ στὴν καταστολὴ τῆς Ἐπανάστασης στὴν Στερεὰ Ἑλλάδα. Μετὰ τὴ ναυμαχία τοῦ Ναβαρίνου ἐξεστράτευσε στὴ Δυτικὴ Στερεὰ Ἑλλάδα καὶ κατόρθωσε νὰ συγκροτήσει στρατόπεδο στὸ Δραγαμέστο. Ὁ διορισμὸς τοῦ Αὐγουστίνου Καποδίστρια ὡς πληρεξουσίου τοποτηρητῆ τοῦ ἀδελφοῦ του στὴ Δυτικὴ Στερεὰ Ἑλλάδα προκάλεσε τὴ δυσαρέσκειά του καὶ παραιτήθηκε. Παρέμεινε ὅμως στὴν Ἑλλάδα, ἐγκαταστάθηκε στὴν Ἀθήνα ὅπου καὶ πέθανε.

Ὑψηλάντης Ἀλέξανδρος (Κωνσταντινούπολη 1792 - Βιέννη 1828)

Στρατιωτικὸς καὶ ἐπαναστάτης, ἡγέτης τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας στὴν τελευταία φάση της καὶ ἀρχηγὸς τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821. Πρωτότοκος γιὸς τοῦ Κωνσταντίνου Ὑψηλάντη, ἀνατράφηκε σὲ περιβάλλον ποὺ διαπνεόταν ἀπὸ ἔντονο πατριωτισμὸ καὶ ἔλαβε ἐκλεκτὴ μόρφωση. Στὴν Πετρούπολη ὅπου ἀκολούθησε τὸν πατέρα του φοίτησε στὴ Σχολὴ Σώματος Βασιλικῶν Ἀκολούθων καὶ στὴ συνέχεια ὑπηρέτησε στὰ σώματα τῆς αὐτοκρατορικῆς φρουρᾶς μὲ διακρίσεις στὰ πεδία τῶν μαχῶν. Τὸν Μάρτιο τοῦ 1820 στὴν Πετρούπολη ὁ Ἐμμανουὴλ Ξάνθος τοῦ πρόσφερε τὴν ἀρχηγία τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας τὴν ὁποία ἀποδέχθηκε ἀφοῦ πρῶτα συμβουλεύτηκε τὸν Ἰωάννη Καποδίστρια καὶ ἀφοῦ ἔγιναν δεκτοὶ ἀπὸ τὸν Ξάνθο οἱ ὅροι ποὺ ἔθεσε. 

Μὲ ἀρχηγὸ τὸν Ὑψηλάντη ἔγινε δυνατὸ νὰ ὑπερνικηθοῦν οἱ ἀμφιβολίες καὶ ἡ κρίση ἐμπιστοσύνης γιὰ τὴν ἄγνωστη «Ἀρχή» καὶ νὰ ἀναπτερωθεῖ τὸ ἠθικὸ καὶ ὁ ἐνθουσιασμὸς τῶν στελεχῶν. Μὲ τὴν ἐνθάρρυνση τοῦ Καποδίστρια πείσθηκε ὅτι ἔπρεπε νὰ ἐπισπευσθεῖ ἡ προπαρασκευὴ τῆς Ἐπανάστασης καὶ τὸν Ἰούνιο τοῦ 1820 ἐγκαταστάθηκε στὴ Ὀδησσό. Ἐνέκρινε τὸ «Σχέδιο Γενικό» τῆς Ἐπανάστασης ποὺ εἶχαν συντάξει οἱ Παπαφλέσσας καὶ Λεβέντης καὶ τὸ ὁποῖο προέβλεπε ἐξέγερση Σέρβων καὶ Μαυροβουνίων, ἐπανάσταση τῆς Μολδοβλαχίας καὶ ἐμπρησμὸ τοῦ τουρκικοῦ στόλου στὸ ναύσταθμο τῆς Κωνσταντινούπολης. 

Στὴν Ἑλλάδα ἡ Ἐπανάσταση θὰ ἄρχιζε ἀπὸ τὴν Πελοπόννησο ἀφοῦ θὰ ἔφτανε ἐκεῖ ὁ Ὑψηλάντης. Τελικὰ γιὰ διαφόρους λόγους ἀποφασίστηκε ἡ ἔναρξη τῆς Ἐπανάστασης στὴ Μολδοβλαχία. Μὲ τὴν κυκλοφορία τῆς προκήρυξής του «Μάχου ὑπὲρ πίστεως καὶ Πατρίδος» ὁ Ὑψηλάντης κήρυξε στὸ Ἰάσιο στὶς 24 Φεβρουαρίου 1821 τὴν Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση. Μὲ ἐπιστολή του στὸν αὐτοκράτορα Ἀλέξανδρο ὑπέβαλε τὴν παραίτησή του ἀπὸ τὸ ρωσικὸ στρατὸ καὶ ἀναγγέλλοντας τὴν Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση ζήτησε τὴν ἀρωγή του. Ἀμέσως μετὰ ἐπιδόθηκε στὴ δημιουργία στρατοῦ καὶ συγκρότησε τὸν Ἱερὸ Λόχο.

Ὑψηλάντης Δημήτριος (Κωνσταντινούπολη 1793 - Ναύπλιο 1832)

Ἀδελφὸς τοῦ Ἀλέξανδρου Ὑψηλάντη καὶ ἡγετικὴ μορφὴ τῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821. Σπούδασε στὴν Κωνσταντινούπολη, στὶς παραδουνάβιες Ἡγεμονίες καὶ στὸ Παρίσι. Τὸ 1818 μυήθηκε στὴ Φιλικὴ Ἑταιρεία. Τὸν Ἰούνιο τοῦ 1821 ἔφθασε στὴν Ἑλλάδα (Ὕδρα) γιὰ νὰ ἀναλάβει τὴν ἡγεσία τοῦ Ἀγώνα ὡς πληρεξούσιος τοῦ ἀδελφοῦ του. Ἀπὸ τὴν Ὕδρα ἄρχισε τὴν ὀργανωτική του προσπάθεια καὶ συνέταξε τὴν πρώτη του Διακήρυξη ποὺ τὴν ἀπηύθυνε στοὺς «Ὁμογενεῖς Φιλελευθέρους Ἕλληνες». Ἀπὸ τὴν Ὕδρα πέρασε στὸ Ἄστρος ὅπου στὴ συνάντηση μὲ ἀνώτερους κληρικοὺς καὶ μέλη τὴ Πελοποννησιακῆς Γερουσίας δημιουργήθηκαν καὶ τὰ πρῶτα νέφη στὶς σχέσεις Ὑψηλάντη-προκρίτων ἐξ αἰτίας τῆς οἰκειότητάς του μὲ τὸν Παπαφλέσσα, τὸν Κολοκοτρώνη καὶ τὸν Ἀναγνωσταρᾶ.

 
Μετὰ τὴν ἄρνηση τῶν προκρίτων νὰ δεχθοῦν τὶς προτάσεις του ἐγκαταστάθηκε στὰ Τρίκορφα ἀπ᾿ ὅπου διηύθυνε τὴν πολιορκία τῆς Τριπολιτσᾶς. Στὰ Τρίκορφα ὀργάνωσε πολιτικὸ ἐπιτελεῖο μὲ τὸ Νεόφυτο Βόμβα καὶ ἄλλους φιλικούς, ἐνῶ συνεχιζόταν ἡ κρίση στὰ πολιτικὰ πράγματα. Στὶς 20 Δεκεμβρίου 1821 ἄρχισε τὶς ἐργασίες της ἡ A´ Ἐθνικὴ Συνέλευση καὶ στὶς 15 Ἰανουαρίου 1822 ὁ Δημήτριος Ὑψηλάντης ἐκλέχθηκε πρόεδρος τοῦ Βουλευτικοῦ. Τὸν Ἰανουάριο 1822 ὁ Δημήτριος Ὑψηλάντης σπεύδει στὸ Ἄργος γιὰ τὴν ἐνίσχυση τοῦ φρουρίου ἀπὸ τὶς ἐπιθέσεις τοῦ Δράμαλη καὶ γιὰ τὴν ἐνέργειά του αὐτὴ ἐπικρίθηκε ἀπὸ τοὺς ἀντιπάλους του. 

Στὴ B´ Ἐθνικὴ Συνέλευση (Ἄστρος 1823) παρέμεινε ἀσυμβίβαστος στὶς προσπάθειες τῶν προκρίτων νὰ μονοπωλήσουν τὴν ἐξουσία καὶ μὲ τὸ κύρος του προσπάθησε κατὰ τὸν ἐμφύλιο νὰ κατευνάσει τοὺς ἀντιμαχόμενους. Διακρίθηκε ὡς στρατιωτικὸς κατὰ τὴν ἐπίθεση τοῦ Ἰμπραὴμ ἐναντίον τῶν Μύλων τοῦ Ἄργους (1825). Κορυφαία στιγμὴ τοῦ Ὑψηλάντη θεωρεῖται ἡ στάση του μετὰ τὴν ἀπόφαση τῆς τρίτης Ἐθνικῆς Συνέλευσης νὰ ζητήσει τὴ μεσίτευση τῆς Ἀγγλίας γιὰ τὴν κατάπαυση τῶν ἐχθροπραξιῶν. Στὴν ἐπιστολὴ διαμαρτυρίας του, ἡ Ἐθνικὴ Συνέλευση ἀντέδρασε μὲ τὸν ἀποκλεισμό του «ἀπὸ κάθε πολιτικὸ καὶ στρατιωτικὸ ὑπούργημα» γιὰ νὰ ἀποκατασταθεῖ ἀργότερα μὲ τὴν ἐπανάληψη τῶν ἐργασιῶν της στὴν Τροιζήνα (1827). 

Κατὰ τὴν ἀνασύνταξη τῶν ἐνόπλων δυνάμεων ἀπὸ τὸν Ἰωάννη Καποδίστρια τοῦ ἀνατέθηκε ἡ ἀρχηγία τοῦ στρατοῦ τῆς Ἀνατολικῆς Ἑλλάδας. Τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1828 πραγματοποίησε νικηφόρες ἐπιχειρήσεις ἐναντίον τῶν Τούρκων στὴ Βοιωτία καὶ τὸ Σεπτέμβριο στὴν Πέτρα Βοιωτίας διηύθυνε τὴν τελευταία μάχη τοῦ Ἀγώνα, ποὺ ἔληξε μὲ θριαμβευτικὴ νίκη τῶν Ἑλλήνων. Πέθανε στὶς 5 Αὐγούστου 1832 στὸ Ναύπλιο.

Φαβιέρος Κάρολος -Βαρόνος (1782-1855)

Γάλλος στρατιωτικὸς καὶ φιλέλληνας ποὺ πρόσφερε τὶς ὑπηρεσίες του κατὰ τὴν Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση. Ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση πρόσφερε στὸν Φαβιέρο τὴν εὐκαιρία νὰ ὑπηρετήσει τὶς δημοκρατικὲς ἀρχές του. Περιόδευσε στὴν Εὐρώπη γιὰ στρατολόγηση φιλελλήνων καὶ στὰ μέσα τοῦ 1825 δέχθηκε πρόσκληση τῆς ἑλληνικῆς κυβέρνησης γιὰ τὴν ὀργάνωση τακτικοῦ στρατοῦ στὸ Ναύπλιο. Ἡ ἐκστρατεία στὴν Εὔβοια γιὰ νὰ ἐξασφαλίσει τὴν τροφοδοσία τῶν ἀνδρῶν του ἀπέτυχε. Συνεργάσθηκε μὲ τὸν Καραϊσκάκη ἐναντίον τῶν Τούρκων στὴν Ἀττική, ὅμως ἡ ἔλλειψη συνεννόησης ὁδήγησε σὲ ἥττα στὸ Χαϊδάρι.

Πέτυχε τὸν ἀνεφοδιασμὸ τῶν πολιορκούμενων στὴν Ἀκρόπολη καὶ ἔμεινε ἐγκλωβισμένος ὡς τὴν παράδοσή της. Γιὰ τὴν προσφορά του κατὰ τὴν Γ´ Ἐθνοσυνέλευση τῆς Τροιζήνας πολιτογραφήθηκε Ἕλληνας. Ὁ Φαβιέρος ἦταν ἄνθρωπος τῆς δράσης καὶ χαρακτηριζόταν ἀπὸ αἰσθήματα ἀφοσίωσης, διαύγεια πνεύματος, γενναιοφροσύνη, ἐλευθερία καὶ τόλμη στὴν ἔκφραση τῶν ἀπόψεών του. Διακρίθηκε ἐπίσης γιὰ τὴν ἐντιμότητα καὶ ἀφιλοκέρδειά του.

Φωτομαρᾶς Νάσος (; - Κόρινθος 1841)

Τὸ 1820 μυήθηκε στὴ Φιλικὴ Ἑταιρεία καὶ στὰ 1820-22 ἀγωνίστηκε στὸ Σούλι ἐναντίον τοῦ Ἀλῆ καὶ τῶν σουλτανικῶν στρατευμάτων. Μετὰ τὴν ἀποχώρηση τῶν Σουλιωτῶν κατέφυγε στὴν Κέρκυρα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ πέρασε στὴν Πελοπόννησο. Τὸ 1824 διορίστηκε φρούραρχος Παλαμιδίου. Τὸ 1831 ἦταν πρόεδρος τοῦ στρατοδικείου ποὺ διεξήγαγε τὴ δίκη τοῦ Γεωργίου Μαυρομιχάλη γιὰ τὴ δολοφονία τοῦ Καποδίστρια.

Φωτήλας Ἀσημάκης (Καλάβρυτα, 1761-1835)

Πρόκριτος τῶν Καλαβρύτων, φιλικὸς καὶ ἀπὸ τοὺς ἐξέχοντες Πελοποννήσιους ἀρχηγοὺς τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης. Τὸ 1819 μυήθηκε στὴ Φιλικὴ Ἑταιρεία. Ὑποστηρικτὴς τῆς ἄμεσης κήρυξης τοῦ Ἀγώνα ἐπισήμανε στὶς συσκέψεις τῶν ἀρχιερέων καὶ προκρίτων τοὺς κινδύνους ἀπὸ τὴν ὁποιαδήποτε ἀναβολή. Πῆρε μέρος στὴν πρώτη σοβαρὴ πολεμικὴ ἐπιχείρηση τοῦ Ἀγώνα στὰ Καλάβρυτα τὰ ὁποῖα ὕστερα ἀπὸ πενθήμερη πολιορκία παραδόθηκαν. Ὁ Ἀσημάκης Φωτήλας πῆρε ἐνεργὸ μέρος καὶ στὰ πολιτικὰ πράγματα τῆς Ἑλλάδας.

Πληρεξούσιος στὴν Α´ Ἐθνοσυνέλευση τῆς Ἐπιδαύρου διετέλεσε ἀντιπρόεδρος τῆς Πελοποννησιακῆς Γερουσίας καὶ μέλος τοῦ Ἐκτελεστικοῦ Σώματος. Στὴν περίοδο τῆς ἐμφύλιας διαμάχης ἐπέδειξε μετριοπάθεια, ἀρνούμενος νὰ συμπράξει στὴ δίωξη ἀντικυβερνητικῶν καὶ προτιμώντας νὰ παραιτηθεῖ. Τὸ 1825 ἔπαψε νὰ μετέχει στὰ πολιτικὰ πράγματα, συνέχισε ὅμως νὰ ἐνισχύει ἠθικὰ καὶ ὑλικὰ τὸν Ἀγώνα καὶ νὰ ἐκλέγεται πληρεξούσιος στὶς Ἐθνοσυνελεύσεις.

Χατζηπέτρου (ἢ Χατζηπέτρος)

Φιλικός, ὁπλαρχηγὸς τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης καὶ στρατιωτικὸς τῆς Ὀθωνικῆς περιόδου. Στὴ Βιέννη ἀσχολήθηκε μὲ τὸ ἐμπόριο καὶ τὸ 1819 μυήθηκε στὴ Φιλικὴ Ἑταιρεία. Τὸ 1821 πρωτοστάτησε στὴν ἐξέγερση στὴν Καλαμπάκα καὶ στὸν Ἀσπροπόταμο. Ἔδρασε στὴ Θεσσαλία καὶ τὴ Στερεὰ καὶ τὸ 1825 πρόσφερε τὶς ὑπηρεσίες του στὸ Μεσολόγγι ὡς τὴν ἡρωικὴ ἔξοδο. Στὴ συνέχεια πολέμησε στὴν κεντρικὴ Στερεὰ Ἑλλάδα καὶ τὴν Ἀττική. Τὸ 1854 κατὰ τὴν ἐξέγερση τῶν ἀλυτρώτων τέθηκε ἐπικεφαλῆς τῶν ἐπαναστατῶν τῆς Θεσσαλίας. Μετὰ τὴν ἔξωση τοῦ Ὄθωνα πρωταγωνίστησε σὲ συνωμοτικὴ κίνηση ποὺ ἀπέβλεπε στὴν ἐκλογὴ τοῦ Λουδοβίκου ὡς βασιλιᾶ τῆς Ἑλλάδας. Ἀποκαλύφθηκε καὶ φυλακίστηκε. Ἀργότερα ἔγινε ὑπασπιστὴς τοῦ Γεωργίου τοῦ Α´.

Χάστινγκς (Hastings) (1794-1828)

Βρετανὸς ἀξιωματικὸς τοῦ ναυτικοῦ ἀπὸ τοὺς πιὸ ἔνθερμους φιλέλληνες, μὲ πλούσια δράση στὰ τελευταῖα χρόνια τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης. Τὸ 1822 ἦρθε στὴν Ἑλλάδα καὶ ἀμέσως προσπάθησε νὰ πείσει τοὺς Ἕλληνες νὰ βελτιώσουν τὴ μαχητικὴ ἱκανότητα τοῦ στόλου. Ἀγωνίστηκε στὴν Πελοπόννησο καὶ τὴν Κρήτη. Τὸ 1824 ἐπέστρεψε στὴν Ἀγγλία, ὅπου ἐπιμελήθηκε τὴν κατασκευὴ ἀτμοκίνητου πολεμικοῦ ποὺ εἶχε παραγγείλει ἡ Ἑλλάδα. Ὡς κυβερνήτης τοῦ πλοίου, γιὰ τὸ ὁποῖο ὁ ἴδιος χορήγησε σημαντικὸ ποσό, κατέπλευσε τὸ Σεπτέμβριο τοῦ 1826 στὸ Ναύπλιο. Στὴ συνέχεια ἔδρασε στὸ Φάληρο καὶ τὸν Πειραιᾶ καθὼς καὶ στὸν Παγασητικό, στὸ Τρίκκερι, στὴν Ἀλεξάνδρεια, στὸ Μεσολόγγι καὶ στὸν Κορινθιακό. Ἐπιτυχὴς ἡ εἴσοδός του στὸν Κορινθιακὸ καὶ ἡ νίκη του στὸ κόλπο τῆς Ἰτέας. Πέθανε στὴ Ζάκυνθο καὶ τάφηκε στὸν Πόρο.

Μακεδόνες Ήρωες του 1821

Γάτσος Αγγελής (1771-1839)

Οπλαρχηγός της Βέροιας, δρούσε ως αρματολός στον Όλυμπο και το 1821 κήρυξε την Επανάσταση στη Νάουσα, μαζί με τον Τάσο Καρατάσο και τον Ζαφειράκη Θεοδοσίου. Μετά την καταστροφή της Νάουσας το 1822 έφυγε στο Βέρμιο με τους άλλους Μακεδόνες οπλαρχηγούς και συνέχεια συνεργάστηκε με τον Γεώργιο Καραϊσκάκη στη δυτική Στερεά. Διακρίθηκε στη μάχη των Δερβενακίων και το 1823 πολέμησε με τον Καρατάσο στο Τρίκερι και στις Βόρειες Σποράδες.

Ο Άγγελος ή Αγγελής Γάτσος (1771-1839) γεννήθηκε στους Σαρακηνούς Αλμωπίας του νομού Πέλλας. Περιγράφεται ως ψηλός, ξανθός και δασύτριχος. Ήταν αγράμματος και θεοσεβής, παρόλ' αυτά, ήταν ατρόμητος στις μάχες και ιδιαίτερα ρωμαλέος.

Ο Αγγελής Γάτσος έπαιξε σημαντικό ρόλο κατά τη διάρκεια της επανάστασης, πολεμώντας στη Μακεδονία, στη Στερεά Ελλάδα και στην Πελοπόννησο. Κατάγονταν από φτωχή οικογένεια των Σαρακηνών. Ο πατέρας του λέγονταν Δημήτριος (Μήτρος) και είχε τρεις γιους: τον Αγγελή, τον Πέτρο και έναν μικρότερο, και μία κόρη την Πέρση. Ο Αγγελής για βιοποριστικούς λόγους εγκατέλειψε τη γενέτειρά του σε ηλικία 16 ετών (το 1787) και μετέβη στο Πόζαρ (Λουτράκι) της κοιλάδας της Αλμωπίας.

Εκεί, διατέλεσε φύλακας σε κοπάδια βουβαλιών του προύχοντα Ντουρνταβάκη. Όταν, έμαθε ότι ο μπέης της περιοχής επρόκειτο να επισκεφτεί τον Ντουρνταβάκη με εχθρικούς σκοπούς, αποφάσισε να τον εξοντώσει, όπως και έκανε. Στη συνέχεια προμηθεύτηκε οπλισμό και διέφυγε μέσω του γειτονικού Τεχόβου (Καρυδιάς) στο Βέρμιο, όπου ακολούθησε κλέφτικη δράση. Τελικά εγκατέστησε την έδρα του στο Περισώρι.  Η οικογένειά του αποτελούνταν από τη σύζυγό του Πρώια (ήταν χήρα από τους Σαρακηνούς την οποία νυμφεύτηκε ο Αγγελής Γάτσος), τις πέντε κόρες του, το γιο του Νικόλαο και τον υιοθετημένο γιο του Δημήτριο.

Σε ηλικία 20 ετών, κατατάσσεται στο κλέφτικο σώμα του Αναστάσιου Καρατάσου που δρούσε στο Βέρμιο. Οι Οθωμανοί τον επικηρύσσουν και αιχμαλωτίζουν τη γυναίκα του, που καταλήγει να πωλείται ως σκλάβα στη Θεσσαλονίκη. Λίγο πριν από την εξέγερση της Νάουσας (αρχές Φεβρουαρίου του 1822) ο Αγγελής Γάτσος μετέφερε την οικογένειά του στη Νάουσα για λόγους ασφαλείας. Ο Αγγελής Γάτσος συμμετείχε στα γεγονότα της Νάουσας με τους Αναστάσιο Καρατάσο, και το Γεώργιο Συρόπουλο. 

Προσπάθησε να καταλάβει τη Βέροια, επικεφαλής αποσπάσματος, με υπαρχηγούς τους Δημήτριο Σιουγκάρα και Λάζαρο Ραμαντάνη αλλά μετά την ισχυρή στρατιωτική επέμβαση των Οθωμανών, οι επιχειρήσεις απέτυχαν πλήρως, με αποκορύφωμα την καταστροφή της Νάουσας. Κατά την είσοδο του Οθωμανικού στρατού στη Νάουσα, αιχμαλωτίστηκε ο γιος του, Νικόλαος, η σύζυγός του και οι κόρες του. Η σύζυγός του μάλιστα, έγκυος γέννησε στις φυλακές.

 
Στη συνέχεια η οικογένειά του μεταφέρθηκε στις φυλακές της Γιάφας. Μετά την αποτυχία, ο Γάτσος ακολούθησε, ως υπαρχηγός, το σώμα του Καρατάσου στην περιοχή Ασπροποτάμου της Θεσσαλίας, μαζί με τους Κωνσταντίνο Δουμπιώτη, Γ. Συρόπουλο, Τόλιο Λάζο και Κότα. Τον ακολούθησε επίσης, και ο υιοθετημένος (συγγενής του) Μήτσος. Στις μάχες που διεξήχθησαν, σκοτώθηκε ο αδερφός του Πέτρος, στην Πλάκα Πραμάντων, την 30η Ιουλίου του 1822. 

Ως υπαρχηγός του Καρατάσου πολέμησε στη μάχη του Πέτα ένα μήνα μετά (τον Αύγουστο του 1822) και κατόπιν, επικεφαλής 100 Μακεδόνων, πολέμησε στη μάχη των Δερβενακίων υπό τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Ο υπασπιστής του Θ. Κολοκοτρώνη, Φ. Χρυσανθακόπουλος ανέφερε μετά τη μάχη "Ο περίφημος καπετάνιος Γάτσος, ων εις τα όπλα εκ γενετής και σύ­ντροφος αχώριστος του Ολύμπου και οι στρατιώτες του Μακεδόνες επολέμησαν εις τα Βασιλικά και τα Δερβενάκια γεwαίως και οι Πελοποννήσιοι ευχαριστήθηκαν πολύ, διότι είδον άνδρας έχοντας ζήλον και εθνισμόν μέγαν".

Το 1823 συμμετέχει στις επιχειρήσεις της Σκιάθου και του Ευρίπου με τους Αν. Καρατάσο και Διαμαντή Νικολάου. Το ίδιο έτος πολέμησε στην Πελοπόννησο με τους Αν. Καρατάσο, Χατζηχρήστο και Κοντογιάννη, προτάσσωντας άμυνα στον Αιγυπτιακό στρατό. Το 1826 συγκρότησε δικό του σώμα με τους Κ. Δουμπιώτη και Κωνσταντίνο Μπίνο, στον Εύριπο. Το ίδιο έτος, επικεφαλής σώματος 500 ανδρών έδωσε σφοδρές μάχες στην περιοχή της Αταλάντης με τις Οθωμανικές δυνάμεις. 

Το 1827 συμετείχε στην επιχείρηση κατάληψης του Τρικερίου υπό τον Καρατάσο, μαζί με τους Μπίνο, Μήτρο Λιακόπουλο, Αποστολάρα Βασιλείου (από το Γομάτι Χαλκιδικής) και Γεώργιο Βελέντζα (από τον Αλμυρό). Το 1830, με τη βοήθεια της Ελληνικής κυβέρνησης, κατόρθωσε να απελευθερώσει το γιο του, Νικόλαο, ο οποίος στάλθηκε τελικά από τον Όθωνα, στο Μόναχο για στρατιωτική εκπαίδευση. Ο Αγγελής Γάτσος πολέμησε επίσης στο Κομπότι, στην Ύδρα, στο Μεσολόγγι και στην Ακρόπολη. Διακρίθηκε στην Καλαμάτα, όπου το σώμα των Μακεδόνων πέτυχε την πρώτη νίκη των Ελλήνων κατά του Ιμπραήμ. 

Μετά την απελευθέρωση, εγκαταστάθηκε στην Αταλάντη Φθιώτιδας, όπου και πέθανε πάμπτωχος, με τον τιμητικό βαθμό του συνταγματάρχη.

Ζαφειράκης Θεοδοσίου Λογοθέτης (1772-1822)

Ο Ζαφείριος (Ζαφειράκης) Θεοδοσίου Λογοθέτης (1772 - 1822), ήταν πρόκριτος και οπλαρχηγός της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 από τη Νάουσα. Ο Ζαφειράκης Θεοδοσίου γεννήθηκε το 1772 στη Νάουσα της Μακεδονίας. Κατάγονταν από αρχοντική οικογένεια της Νάουσας και απέκτησε πλούσια μόρφωση, γεγονός που του απέδωσε και την ιδιότητα του Λογοθέτη. Ήταν ιδιαίτερα φιλόδοξος και γενναιόδωρος και κατείχε μεγάλη περιουσία. Σπούδασε κυρίως στα Ιωάννινα, όπου πέρασε σχεδόν όλη τη νεανική του ηλικία. 

Εκεί, ο Αλή Πασάς τον ξεχώρισε για το οξύ πνεύμα του, ανάμεσα στη σπουδάζουσα νεολαία και τον έθεσε υπό την προστασία του. Κατά την τρίτη πολιορκία της Νάουσας από τον Αλή Πασά, το 1804, οι Ναουσαίοι αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν. Τότε στάλθηκε επιτροπή στα Ιωάννινα με επικεφαλής τον Ζαφειράκη Θεοδοσίου. Ο Αλή Πασάς τότε, διόρισε τον Ζαφειράκη Θεοδοσίου ως διοικητή στη Νάουσα. 

Έκτοτε, ο Ζαφειράκης εργάστηκε για την αποτίναξη του ζυγού, διαβάλλοντας τον Αλή Πασά στον Οθωμανό Βαλή Θεσσαλονίκης. Ο Αλή πασάς εκδίωξε το Ζαφειράκη από τη Νάουσα και ο τελευταίος αναγκάστηκε να καταφύγει στη Θεσσαλονίκη, κατόπιν στο Άγιο Όρος και τελικά στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί διέμεινε 12 χρόνια και τελικά κατάφερε να αποσπάσει διαταγή από το σουλτάνο Μαχμούτ Β΄, ώστε να επιστρέψει ως πρόκριτος στη Νάουσα. Στο μεταξύ, η Νάουσα είχε ήδη φύγει από την επιρροή του Αλή Πασά, από το 1812.

Ως άρχοντας της πόλης, ήταν ιδιαίτερα αγαπητός λόγω της γενναιοδωρίας του αλλά και του πλήθους έργων που παρέδωσε στην πόλη, όπως ήταν βιομηχανικές μονάδες (ιδιαίτερα οπλισμού), εκκλησίες, σχολεία και έργα οδοποιίας. Η παντοδυναμία του στη Νάουσα όμως, αμφισβητήθηκε έντονα από το Μάμαντη Δραγατά και σύντομα η πόλη χωρίστηκε σε δύο αντιπαλλόμενες παρατάξεις.

 
Κατηγορήθηκε για κατασπατάληση των χρημάτων του κοινού ταμείου, λόγω κυρίως της αλαζονικής συμπεριφοράς του, καθώς εκτός από τους 60 άντρες της προσωπικής του φρουράς (που πληρώνονταν από το κοινό ταμείο), συντηρούσε και άλλους 30 με 40 άντρες με προσωπικά του έξοδα. Το 1820 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και έκτοτε άρχισε να οργανώνει την επικείμενη επανάσταση στην περιοχή, ερχόμενος σε επαφή με τους αρματολούς, Αναστάσιο Καρατάσο και Αγγελή Γάτσο. 

Η μύησή του στη Φιλική Εταιρεία έγινε από το Μετσοβίτη Δημήτριο Ύπατρο, ο οποίος ερχόμενος στη Νάουσα, ανακοίνωσε στο Ζαφειράκη το γενικόν σχέδιον του Αλέξανδρου Υψηλάντη που προέβλεπε συνεργασία με τον Αλή Πασά, έτσι ώστε να δημιουργηθεί ο αναγκαίος αντιπερισπασμός στην Πύλη και να ευνοηθεί η εξέλιξη της Ελληνικής Επανάστασης. Ο Ζαφειράκης δεν ήθελε επ' ουδενί να συνεργαστεί σε αυτό το εγχείρημα με τον Αλή Πασά. Ο Ύπατρος συνελήφθη στη Νάουσα από τους Οθωμανούς, πιθανόν ύστερα από παρέμβαση του ίδιου του Ζαφειράκη. 

Τα έγγραφα που βρέθηκαν στην κατοχή του αποκάλυψαν πολλά από τα σχέδια των Ελλήνων, όταν τα αποκωδικοποίησε ο πρώην φιλικός Ασημάκης Θεοδώρου. Η αντιπαράθεση των κατοίκων της Νάουσας εκείνη την εποχή, για τη συμμετοχή στον αγώνα, ανάγκασε το Ζαφειράκη να εξορίσει τον Μάμαντη Δραγατά στη Θεσσαλονίκη. Η Νάουσα είχε επιλεγεί να έχει ηγετικό ρόλο στην Επανάσταση στη Μακεδονία. Όμως διάφορα γεγονότα αποδυνάμωσαν γενικότερα την επαναστατική κίνηση στη Βόρειο Ελλάδα. Ο Κασομούλης που είχε σταλεί από το κοινό των Μακεδόνων στην Πελοπόννησο για να ζητήσει βοήθεια διαπίστωσε ότι ο νότος δεν μπορούσε να προσφέρει πολλά στη Μακεδονία. 

Ο Σάλας, ορισμένος από τον Υψηλάντη αρχηγός της Επανάστασης στη Μακεδονία, αποδείχτηκε κατώτερος των περιστάσεων, ενώ τα πολιτικά πράγματα στον Μοριά αποδυνάμωσαν τον Υψηλάντη. Ωστόσο η ορμή των ετοιμασιών στη Νάουσα δεν μπορούσε να ανακοπεί. Στις 22 Φεβρουαρίου 1822, Κυριακή της Ορθοδοξίας, μετά από πανηγυρική δοξολογία και ορκωμοσία των μαχητών ο Ζαφειράκης υψώνει τη σημαία της Επανάστασης στον μητροπολιτικό Ναό του Αγ. Δημητρίου.

Η πρώτη ενέργεια των επαναστατών ήταν η επίθεση στη Βέροια και την Έδεσσα. Όμως η Βέροια δεν κατώρθωσε να κινητοποιηθεί γιατί εκεί υπήρχε αρκετός τουρκικός στρατός ενώ οι αγωνιστές του Ολύμπου δεν ήρθαν έγκαιρα γιατί περίμεναν τον Σάλα. Στη μάχη της Βέροιας πήρε μέρος ο ίδιος ο Ζαφειράκης επικεφαλής στρατιωτικού σώματος. Ακολούθησε η νικηφόρα μάχη στη Δοβρά. Η εκστρατεία όμως, του Εμπού Λουμπούτ πασά της Θεσσαλονίκης με 18.000 άντρες ανάγκασε τον Ελληνικό στρατό να οχυρωθεί εντός της πόλης της Νάουσας. 

Μετά από πολιορκία τριών εβδομάδων (από τις 27 Μαρτίου έως τις 18 Απριλίου), οι Οθωμανοί τελικά εισέβαλαν στην πόλη και ακολούθησε η καταστροφή της με σφαγές, βιασμούς, αιχμαλωσίες και λεηλασίες. Εντός της πόλης είχαν παραμείνει οι οπλαρχηγοί Ζαφειράκης Θεοδοσίου με τον γιο του Φίλιππο, ο Ιωάννης Καρατάσος, ο Ζώτος, ο Κωτούλας Καρατάσος, ο Αθανάσιος Τσιούπης, ο Ιωάννης Παπαρέσκας και οι Σιουγκαραίοι προσπαθώντας να προβάλουν μια τελευταία γραμμή αντίστασης. 

Ο Ζαφειράκης Θεοδοσίου με το γιο του Φίλιππο και το Γιαννάκη Καρατάσο οχυρώθηκαν στον πύργο του Ζαφειράκη, όπου είχαν συγκεντρωθεί γύρω στα 500 γυναικόπαιδα. Εκεί άντεξαν για τρεις μέρες και στις 21 Απριλίου επιχείρησαν έξοδο. Μάλιστα, για να μη γίνουν αντιληπτοί από τους Οθωμανούς, οι γυναίκες έπνιξαν τα βρέφη. Ο Ζώτος τραυματίστηκε κατά την έξοδο και μη μπορώντας να διαφύγει έμεινε πίσω και ανατίναξε την πυριτιδαποθήκη. Γυναίκες και παιδιά, για να μην συλληφθούν πέφτουν με αυτοθυσία στον καταρράκτη των Στουμπάνων. 

Ο Ζαφειράκης Θεοδοσίου ενώνεται με τον Γιαννάκη Καρατάσο στον Άγιο Νικόλαο και κατάφερνουν να οδηγήσουν μια φάλαγγα αγωνιστών και γυναικοπαίδων έξω από την πόλη προς το Σέλι. Αρκετά γυναικόπαιδα, μεταξύ των οποίων και η σύζυζος και η κόρη του Ζαφειράκη, αιχμαλωτίστηκαν στο δάσος του Σοφουλιού έξω από τα Καβάσιλα. Ο Ζαφειράκης Θεοδοσίου και ο Γιαννάκης Καρατάσος αμύνθηκαν μέχρι το τέλος.


Ο Ζαφειράκης σκοτώθηκε στη θέση Σοφολιό κοντά στην Επισκοπή Βεροίας. Τα σώματά τους καρατομήθηκαν και οι κεφαλές τους περιφέρονταν από τους Οθωμανούς στρατιώτες σε κοντάρια για εκφοβισμό των Ελλήνων.

Τάσος Καρατάσος (1764 – 1830)

Ο Αναστάσιος Καρατάσος (1764 - 1830) ήταν Έλληνας οπλαρχηγός στην Επανάσταση του 1821. Έδρασε κυρίως κατά το 1822, στην επανάσταση της Νάουσας και αργότερα μετά την αποτυχία της και το ολοκαύτωμα της πόλης, κατέφυγε σε νοτιότερες περιοχές της Ελλάδος για να συνεχίσει τον αγώνα για ανεξαρτησία.

Από τους γνωστότερους οπλαρχηγούς της Μακεδονίας.Γεννήθηκε στη Δόβρα της Βέροιας και μετά την καταστροφή του χωριού του εγκαταστάθηκε στο Διχαλεύρι της Νάουσας. ενώ σε ηλικία δεκαοχτώ ετών έγινε κλέφτης στο Βέρμιο. Η φήμη του εξαπλώθηκε γρήγορα και ο Καρατάσος έγινε αρχιστράτηγος.Μετά την αποτυχία της επανάστασης στην Μακεδονία, έφυγε προς την Στερεά και διακρίθηκε στις μάχες του Πέτα, της Αλοννήσου και του Τρίκερι. Η μεγαλύτερη επιτυχία του ήταν η νίκη επί του αήττητου έως τότε Ιμβραήμ Πασά.

Νικόλαος Κασομούλης (1795-1872)

Μέλος της Φιλικής Εταιρείας, πήρε μέρος στην επανάσταση της Μακεδονίας και με την κατάπνιξη της από τους Τούρκους, διέφυγε στη Στερεά όπου μετείχε στις μάχες της Ρούμελης και της Πελοποννήσου, στη συνέχεια ακολούθησε τον Γ. Καραϊσκάκη. Μετά την απελευθέρωση έγραψε το έργο «Ενθυμήματα στρατιωτικά της Επανάστασης των Ελλήνων», οπού αναφέρεται στα προεπαναστατικά χρόνια στην Επανάσταση καθώς και στην μεταπελευθερωτική περίοδο της Ελλάδας.

Τούρκοι Πασάδες κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821

Μαχμούτ Β΄

Ο Μαχμούτ Β΄ (20 Ιουλίου 1785 – 1 Ιουλίου 1839) ήταν ο τριακοστός Σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, από το 1808 μέχρι τον θάνατο του το 1839. Γεννήθηκε στο Τοπ Καπί το 1785, στην Κωνσταντινούπολη και ήταν γιος του Σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ Α΄ και της Νακσιντίλ Σουλτάν η οποία ήταν ξαδέρφη της Ιωσηφίνας.

Ο Μαχμούτ Β΄ πήρε την εξουσία το 1807 με την βοήθεια του ξαδερφού του Σελίμ Γ΄ και του Αλεμαντάρ Μουσταφά.Ο Σελίμ σε μία εξέγερση σκοτώθηκε αλλά ο Μαχμούτ επέζησε και γύρισε πίσω στην Κωνσταντινούπολη.Τελικά κατάφερε να ανατρέψει τον ετεροθαλή αδερφό του, Μουσταφά Δ΄.Αφού έγινε σουλτάνος έκανε τον Αλεμαντάρ Μουσταφά βεζίρη του κράτους.Ο Αλεμαντάρ Μουσταφά πέθανε το 1808 και ο Μαχμούτ διέκοψε τις μεταρρυθμίσεις που είχε αρχίσει από την αρχή αλλά και μετά τον θάνατο του Αλεμαντάρ συνέχισε τις μεταρρυθμίσεις του.

Τα επόμενα χρόνια ο κυβερνήτης της Αιγύπτου,Μεχμέτ Αλή Πασάς κατέλαβε τις ιερές πόλεις της Μέκκας (1812) και της Μεδίνας (1813).Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση.Τότε προσπάθησε να διαλύσει την επανάσταση αλλά δεν τα κατάφερε και μετά την ήττα του τουρκικού στόλου στην Ναυμαχία του Ναβαρίνου ο Μαχμούτ υποχώρησε και έτσι το 1832 με τη συνθήκη της Ανδριανούπολης η Ελλάδα έγινε ανεξάρτητο κράτος και μετά απο αυτό το γεγονός άρχισε η σταδιακή διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατοριάς και η εξάρτησή της από την ευρώπη.

Ο Μαχμούτ Β΄ έχει συνδέσει το όνομά του με πολλές μεταρρυθμίσεις που αποσκοπούσαν στην αντιμετώπιση του φεουδαρχικού κατακερματισμού της Αυτοκρατορίας και αποβλέπανε να της προσδώσουν μία όψη εξευρωπαϊσμού.Οι κυριότερες μεταρρυθμίσεις του ήταν η κατάργηση του σώματος των γενιτσάρων,η κατάργηση του συστήματος των στρατιωτικών τιμαριών,η ίδρυση υπουργείων σύμφωνα με τα Ευρωπαϊκά πρότυπα και η ίδρυση ορισμένων κοσμικών σχολειών και στρατιωτικών σχολών.
 
Οι αλλαγές αυτές δεν πέτυχαν να εξαλείψουν τη ρίζα των αιτιών παρακμής της Οθωμανικής Αυτοκρατοριάς. Ο Μαχμούτ υπέταξε του Μαμελούκους του Ιράκ.Ο Μαχμούτ ήταν λάτρης της τοξοβολίας και προσπάθησε να αναβιώσει αυτό το άθλημα. Ο Μαχμούτ πέθανε το 1839 σε ηλικία 54 χρονών από Φυματίωση.Χιλιάδες κόσμος παρεβρέθηκε στην κηδεία του προκειμένου να πεί το τελευταίο αντίο στον Σουλτάνο.Τον διαδέχθηκε ο γιός του Αμπντούλ Μετζίτ Α΄.

Ιμπραήμ Πασάς

Ο Ιμπραήμ Πασάς (1789-10 Νοεμβρίου 1848) ήταν αντιβασιλέας της Αιγύπτου και στρατιωτικός. Γεννήθηκε στην Καβάλα, ή κατά μερικούς ιστορικούς στο χωριό Νουσρατλί (σημ. Νικηφόρος) της Δράμας, όπου η οικογένεια του είχε βρει προσωρινό καταφύγιο, κατά τη διάρκεια μιας επιδημίας πανώλης που είχε ξεσπάσει στην Καβάλα. Ήταν κατά πάσα πιθανότητα γιος του χεβίδη Μεχμέτ Αλή, αν και μερικοί υποστηρίζουν ότι ήταν θετός γιος του, και κάποιας χριστιανής, χήρας του Τουρματζή.

Το 1818 κατέλαβε την πρωτεύουσα των Βαχαβιτών, Ντεραγιέ, και αιχμαλώτισε τον αρχηγό τους, Αμπντουλάχ. Τότε ο Σουλτάνος τον ονόμασε Πασά της Μέκκας και βεζίρη με τρεις Ιππουρίδες. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στο Κάιρο, όπου ξεκίνησε την αναδιοργάνωση του στρατού και του ναυτικού σύμφωνα με ευρωπαϊκά πρότυπα. Το 1821-1822 έλαβε μέρος στην εκστρατεία στο Σουδάν.

Το 1824, κατά τη διάρκεια της Ελληνικής επανάστασης, στάλθηκε από τον πατέρα του στην Πελοπόννησο για να βοηθήσει τους Οθωμανούς, επικεφαλής στρατιάς Αιγυπτίων που κάποτε έφτασε τουλάχιστον τις 35.000 άνδρες. Αφού πρώτα στάθμευσε στην Κρήτη, τον Φεβρουάριο του 1825, αποβιβάστηκε στον Μωριά. Κυρίευσε αρχικά την Τρίπολη και το Ναυαρίνο, ωστόσο η επίθεσή του τον Ιούνιο στην Αργολίδα στους Μύλους Αργολίδας αποκρούστηκε από τον Δημήτριο Υψηλάντη. 

Το 1826 κατέλαβε το Μεσολόγγι και το 1828, και αφού ο στόλος του είχε καταστραφεί στο Ναυαρίνο, αποχώρησε από την Ελλάδα μετά την παρέμβαση των Γάλλων με την Εκστρατεία του Μωριά. Κατά την εκστρατεία αυτή προκάλεσε μεγάλες καταστροφές στην Πελοπόννησο, πυρπολώντας οικισμούς, κόβοντας οπωροφόρα δένδρα και καλώντας τον πληθυσμό να προσκυνήσει.

Το 1831 στράφηκε εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Κατέλαβε πόλεις της Συρίας και τον επόμενο χρόνο κατατρόπωσε τον οθωμανικό στρατό στο Ικόνιο. Ύστερα από παρέμβαση όμως της Ρωσίας, σταμάτησε την προέλασή του στην Κωνσταντινούπολη. Το 1839 έγιναν ξανά εχθροπραξίες μεταξύ των δύο χωρών, που είχαν σαν αποτέλεσμα την ήττα της Τουρκίας στο Νεζίπ. Απεβίωσε στις 10 Νοεμβρίου του 1848 στο Κάιρο από φυματίωση.


Αλή Πασάς

Ο Αλή Πασάς Τεπελενλής (1744 - 24 Ιανουαρίου 1822) ήταν Μουσουλμάνος Τουρκαλβανός στην καταγωγή πασάς των Ιωαννίνων που διαδραμάτισε για περισσότερα από 40 χρόνια σημαντικό ρόλο στην ιστορία της Ηπείρου και όχι μόνο, από το 1788 όταν και διορίστηκε πασάς των Ιωαννίνων μέχρι τις αρχές της Ελληνικής Επανάστασης. Στο απόγειο της δόξας του κατείχε μια μεγάλη περιοχή του ελλαδικού χώρου της τότε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Για τον τρόπο με τον οποίο διοίκησε το Πασαλίκι του αλλά και για τον χαρακτήρα του, έμεινε γνωστός σαν Ασλάνι (λιοντάρι) των Ιωαννίνων.

Το 1788 εκμεταλλευόμενος την απουσία του πασά των Ιωαννίνων, Αλή Ζότ λόγω εκστρατείας στον Δούναβη άρπαξε το πασαλίκι των Ιωαννίνων, πράξη την οποία τελικά ενέκρινε και η Υψηλή Πύλη, δίνοντας του μάλιστα δικαιοδοσία και στη Στερεά Ελλάδα.

Ως πασάς των Ιωαννίνων συμμετείχε στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1787 - 1792, η συμμετοχή του όμως διεκόπη διότι αναγκάστηκε να εκστρατεύει το 1790 και το 1792 κατά των επαναστατημένων Σουλιωτών χωρίς όμως αποτέλεσμα. Το 1796 κατέκτησε την Άρτα και το 1798 υπέταξε τη Χειμάρρα (Χιμάρα) και κατέλαβε την Πρέβεζα μετά από σύντομη πολιορκία. Μετά την Πρέβεζα κατέλαβε την Βόνιτσα και το 1803 υπέταξε το Σούλι και εξόρισε τους κατοίκους του. 

Μάλιστα, για αυτό του το επίτευγμα διορίστηκε από την Υψηλή Πύλη ως διοικητής της Ρούμελης και ο γιος του, Βελής, διοικητής της Θεσσαλίας και τουΜοριά ενώ προσωρινά η δικαιοδοσία του επεκτάθηκε μέχρι την Θράκη. Μεταγενέστερες του επιτυχίες ήταν η κατάληψη του Αργυροκάστρου το 1812 και η αγορά της Πάργας από τους Άγγλους το 1819. Όντας ήδη σχετικά αυτόνομος από την κεντρική εξουσία, ο Αλή είδε το κράτος του να εκτείνεται στη μέγιστη του εξάπλωση από την Πελοπόννησο μέχρι την Μακεδονία.

Το 1820, ύστερα από την αποκάλυψη ότι δυο Αλβανοί σταλμένοι από τον Αλή αποπειράθηκαν να δολοφονήσουν τον Πασόμπεη, ο Σουλτάνος Μαχμούτ Β΄ ενοχλημένος από αυτό το γεγονός και θορυβημένος διότι ο Αλή ήταν εμπόδιο στο μεταρρυθμιστικό του πρόγραμμα και κίνδυνος για τη συνοχή της Αυτοκρατορίας του, διέταξε την απομάκρυνσή του από το Πασαλίκι των Ιωαννίνων με σκοπό να τον περιορίσει στο Τεπελένι.

Ο Αλή προσπάθησε να εξευμενίσει τον σουλτάνο, ζήτησε τη μεσολάβηση της Ρωσίας και της Αγγλίας ενώ κατέδωσε ακόμα και τη Φιλική Εταιρεία της οποίας την ύπαρξη γνώριζε από το 1819. Τελικά το 1820 η Πύλη τον κήρυξε ένοχο εσχάτης προδοσίας και τον κάλεσε να εμφανιστεί εντός 40 ημερών στην Κωνσταντινούπολη για να απολογηθεί. Εκείνος φυσικά αρνήθηκε, ερχόμενος σε σύγκρουση με τα στρατεύματα της Αυτοκρατορίας.

Ως χαρακτήρας ο Αλή ήταν αντιφατικός: συνδύαζε αρετές όπως οι ηγετικές ικανότητες, η κοινωνική δικαιοσύνη (με τα δεδομένα της εποχής), η ευστροφία, η πολιτική διάνοια και η θρησκευτική ανεκτικότητα με ελαττώματα όπως η φιλαργυρία και η βαναυσότητα. Αν και αγράμματος ευνοούσε την ανάπτυξη των γραμμάτων, ήθελε να οργανώσει το κράτος του στα πρότυπα των αντίστοιχων της Ευρώπης και μπορούσε να ελίσσεται πολιτικά με επιτυχία, ακόμη και με τη Δύση όντας μεγάλος διπλωμάτης αλλά και δολοπλόκος.

 
Παρόλο που ήταν επίορκος και είχε εξοντώσει αρκετούς πρώην συμμάχους του (από τον πεθερό του μέχρι τους πρώην συντρόφους του ληστές) δεν δίσταζε να παίρνει υπό την προστασία του γόνους άλλων παλιών του φίλων (όπως π.χ. ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, γιος του παλιού γνωστού του Αλή, Ανδρέα Βερούση). Ακόμα και στα βαθιά του γεράματα, διατήρησε πάνω από 100 παλλακίδες, ωστόσο έτρεφε αληθινά αισθήματα προς την προστατευόμενη και μετέπειτα τελευταία του σύζυγο, Βασιλική Κονταξή, η οποία όμως δεν ξέχασε ποτέ την εθνική της καταγωγή και το γεγονός πως την άρπαξε και την έκανε γυναίκα του σε ηλικία 12 ετών. 

Παρά το γεγονός ότι ήταν άθρησκος (ο ίδιος δήλωνε Μπεκτάσης ή Ιακωβίνος) ήταν ταυτόχρονα και δεισιδαίμονας με αποτέλεσμα να δέχεται αδιαμαρτύρητα τους προπηλακισμούς και τον ελέγχο των δερβίσηδων για την άστατη ζωή του, ενώ προσκύνησε με ευλάβεια το λείψανο του Κοσμά του Αιτωλού όταν αυτό μεταφέρθηκε κάποτε στα Ιωάννινα.

Τον Ιανουάριο του 1822 έπειτα από σκληρές διαπραγματεύσεις ο Αλή δέχτηκε να παραδοθεί με τον όρο να του δινόταν αμνηστία και κατέφυγε στο μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονα που βρίσκεται στο νησί της λίμνης των Ιωαννίνων. Εκεί, στις 24 του ίδιου μήνα σκοτώθηκε μετά από σύντομη συμπλοκή, από τον απεσταλμένο του Χουρσίτ, Κιοσέ Μεχμέτ (κατά άλλους ήταν ο Αλή Χασάν), που είχε έρθει δήθεν με το χαρτί της αμνηστίας. Το πτώμα του αποκεφαλίστηκε και το κεφάλι του στάλθηκε ταριχευμένο από τον Χουρσίτ στην Κωνσταντινούπολη, όπου αργότερα θάφτηκε σε μια περιοχή έξω από τα τείχη της πόλης.

Το ακέφαλο σώμα του ενταφιάστηκε στον οικογενειακό τάφο του σεραγιού, στο Ιτς Καλέ, κοντά στο Φετιγιέ Τζαμί. Ο τάφος αυτός (που περιβαλλόταν ως το 1944 με ωραίο ψηλό κιγκλίδωμα το οποίο αφαιρέθηκε κατά τη διάρκεια της Κατοχής για να αντικατασταθεί τα τελευταία χρόνια από καινούργιο) φαίνεται πως ήταν τόπος προσκηνύματος για τους, Αλβανούς κυρίως, Μουσουλμάνους της Ηπείρου και της Αλβανίας ακόμα και κατά τα τέλη του 19ου αιώνα.

Χουρσίτ Μεχμέτ Πασάς

Ο Χουρσίτ Μεχμέτ Πασάς, ή Χουρσίτ Αχμέτ Πασάς, ο επιλεγόμενος Χουζιρέτ ήταν καυκάσιος γενίτσαρος που γεννήθηκε στην σημερινή Γεωργία. Υπήρξε υψηλόβαθμος αξιωματούχος, στρατηγός (σερασκέρης) και Μέγας Βεζίρης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, χάριν ευνοίας του Σουλτάνου Μαχμούτ Β'. Θεωρούνταν γιος ορθόδοξου ιερέα που είχε εξισλαμιστεί. Στην Ελληνική ιστορία έγινε γνωστός από την ανάμιξή του στα πρώτα στάδια της Ελληνικής επανάστασης.

Από μικρή ηλικία με την εύνοια του φίλου του ναύαρχου Κουτσούκ Χουσείν Πασά μπήκε στην δημόσια υπηρεσία. Το 1803 σκοτώνει τον Πασά κι στάλθηκε από τον Σελίμ Γ΄στην Αίγυπτο για να καταστείλει την εκεί εξέγερση που βρισκόταν σε εξέλιξη μετά την αποχώρηση των Γάλλων. Για τον σκοπό αυτό διορίσθηκε αντιβασιλέας και Βεζίρης του Καΐρου , στη θέση αυτή παρέμεινε έως την 21 Οκτωβρίου 1806. Έχοντας καταστείλει την εξέγερση των Μαμελούκων στην Αίγυπτο τον Οκτώβριο του 1806 διορίζεται από τον σουλτάνο Βαλής της Ρούμελης. Τον Ιούλιο του 1808 μετατίθεται από τον νέο σουλτάνο Μαχμούτ Β΄ στην Σατραπεία του Χαλεπίου.

Το 1812 διορίστηκε Μέγας Βεζίρης μέχρι το 1813 όταν ηγήθηκε εκστρατείας όπου και κατέστειλε βίαια τις υπό του Μίλος Ομπρένοβιτς Σερβικές εξεγέρσεις του 1813. Μετά την επιτυχία της καταστολής της εξέγερσης στην Σερβία μετετέθη ξανά Βαλής της Ρούμελης. Στη συνέχεια, το 1818, εστάλη στο Χαλέπι όπου και εκεί κατέπνιξε με επιτυχία διάφορες εξεγέρσεις που είχαν σημειωθεί, περισσότερο θρησκευτικού χαρακτήρα.


Αργότερα το 1820 εστάλη στην Πελοπόννησο στην Τριπολιτσά, αναλαμβάνοντας πασάς του Μορέα όπου και εφάρμοσε τρομοκρατικές μεθόδους κατά του πληθυσμού. Πεπεισμένος όμως από την υποδοχή των προκρίτων ότι δεν ευσταθούσαν οι φήμες περί εξέγερσης εκστράτευε στη συνέχεια, κατ΄ εντολή του Σουλτάνου, στα Ιωάννινα (Ιανουάριος του 1821) κατά του επαναστάτη Αλή Πασά, αφήνοντας πίσω του στη διοίκηση (καϊμακάμη) τον Μεχμέτ Σαλίχ πασά και σώμα 1500 Αλβανών.

Μετά τη σύλληψη και την εκτέλεση του Αλή Πασά, όπου και απέστειλε την κεφαλή του στη Κωνσταντινούπολη, που είναι και η τελευταία επιτυχία του, αφ΄ ενός η άλωση της Τριπολιτσάς, (Σεπτέμβριος 1821), που ακολούθησε και αφετέρου οι ραδιουργίες ανταγωνιστών του στην Υψηλή Πύλη, περί σφετερισμού των θησαυρών του Αλή Πασά, του στέρησαν τη δυνατότητα να καταπνίξει την ελληνική επανάσταση και ταυτόχρονα έπεισαν τον Σουλτάνο να τον θανατώσει.

Προκειμένου να αποφύγει την ταπείνωση, στις 30 Νοεμβρίου 1822 ευρισκόμενος στη Λάρισα σε προετοιμασία εκστρατείας κατά της Πελοποννήσου, πληροφορηθείς τις προθέσεις του Σουλτάνου, αυτοκτόνησε με δηλητήριο, εντολή την οποία ούτως ή άλλως θα λάμβανε από τον Σουλτάνο.

Μαχμούτ Πασάς Δράμαλης

Ο Μαχμούτ Πασάς Δράμαλης ήταν Οθωμανός αρχιστράτηγος, επικεφαλής μεγάλης Τουρκικής στρατιάς που στάλθηκε το 1822 στην Πελοπόννησο, προκειμένου να καταπνίξει την Ελληνική Επανάσταση. Γεννήθηκε το 1780 στην Δράμα, γεγονός στο οποίο όφειλε την προσωνυμία του Δράμαλης. Συμμετείχε σε πολλές εκστρατείες στα Βαλκάνια όπου και διακρίθηκε για της στρατιωτικές του ικανότητες. Το 1808 διαδέχτηκε τον πατέρα του Χαλίλ Μεχμέτ στην τοπαρχία της Δράμας. Το 1820 διορίστηκε διοικητής της Λάρισας. 

Τον ίδιο χρόνο συμμετείχε μαζί με τον Χουρσίτ Πασά στην εκστρατεία εναντίον του Αλή Πασά των Ιωαννίνων. Τον επόμενο χρόνο αντιμετώπισε με επιτυχία τις εξεγέρσεις των Ελλήνων στα Άγραφα και το Πήλιο. Μετά το θάνατο του Αλή Πασά ανακηρύχτηκε «Μόρα βαλεσής» δηλαδή διοικητής του Μωριά αντικαθιστώντας τον Χουρσίτ Πασά που είχε πέσει στην δυσμένεια του Σουλτάνου. Με αυτή του την ιδιότητα το καλοκαίρι του 1822 ξεκίνησε την εκστρατεία του στην Πελοπόννησο.

Ο Δράμαλης επικεφαλής μιας στρατιάς 30000 περίπου ανδρών φτάνει την 1 Ιουλίου του 1822 στη Θήβα και την πυρπολεί. Στην συνέχεια καταλαμβάνει διαδοχικά την Αττική, την Κόρινθο και στις 12 Ιουλίου φτάνει στο Άργος. Εκεί συναντά την πεισματική αντίσταση 700 Ελλήνων υπό τον Δημήτριο Υψηλάντη που βρίσκονται κλεισμένοι στην ακρόπολη του Άργους. Όσο οι Τούρκοι πολιορκούσαν την ακρόπολη με διαταγή του Κολοκοτρώνη καίγονται τα σπαρτά της πεδιάδας του Άργους και μολύνονται οι πηγές προκειμένου να λιμοκτονήσει ο Τουρκικός στρατός. 

Όταν οι τροφές εξαντλούνται, ο Δράμαλης αποφασίζει να επιστρέψει στην Κόρινθο περνώντας από τα Δερβενάκια. Στις 26 Ιουλίου οι Τούρκοι επιχειρούν να περάσουν από τα στενά των Δερβενακίων αλλά κατατροπώνονται από τους Έλληνες που έχουν καταλάβει τους γύρω λόφους και οπισθοχωρούν. Δύο μέρες αργότερα επιχειρούν να διαφύγουν από τα στενά του «Αγιονορίου» αλλά και εκεί υπέστησαν πανωλεθρία.


Ο ίδιος ο Δράμαλης κατάφερε τελικά να φτάσει στην Κόρινθο αλλά εκστρατεία στην Πελοπόννησο ήταν καταστροφική. Από τους 30000 περίπου άνδρες που συμμετείχαν στην εκστρατεία, έφτασαν στην Κόρινθο μόνο 6000. Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους ο Δράμαλης πέθανε στην Κόρινθο από τύφο σε ηλικία 42 ετών.

Ομέρ Βρυώνης

Ο Ομέρ Βρυώνης ήταν Τουρκαλβανός Πασάς. Μεγάλωσε στην αυλή του Αλή Πασά στα Ιωάννινα. Αργότερα πήγε στην Αίγυπτο, όπου βοήθησε το Μωχάμετ Άλη στις πολεμικές επιχειρήσεις κατά των Μαμελούκων. Γρήγορα απέκτησε φήμη ικανού στρατιωτικού και πλούτη. Επιστρέφοντας στα Ιωάννινα, χρησιμοποιήθηκε από τον Αλή στους αγώνες του τελευταίου εναντίον των άλλων πασάδων και του σουλτάνου. Τελικά όμως, προβλέποντας την ήττα του Αλή, τον πρόδωσε και ανταμείφθηκε με το πασαλίκι του Βεράτιου.

Μετά την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης πήρε εντολή να κατεβεί στην ανατολική Ελλάδα, να καταπνίξει την επανάσταση της περιοχής και να συνεχίσει προς την Πελοπόννησο. Έφυγε από τα Ιωάννινα στις 9 Απριλίου 1821 και προσπάθησε να συνθηκολογήσει με μερικούς οπλαρχηγούς, αλλά απέτυχε. Μετά απ' αυτό διέλυσε σε μάχη τα τμήματα του Δυοβουνιώτη και Πανουργιά στη Χαλκομάτα και του Αθανασίου Διάκου στην Αλαμάνα τον οποίο, αφού αιχμαλώτισε, σούβλισε.

Στη συνέχεια προχώρησε προς την Άμφισσα, για να περάσει με πλοία στην Πελοπόννησο. Στο Χάνι της Γραβιάς συνάντησε τρομερή αντίσταση από ένα μικρό τμήμα Ελλήνων με υπό την αρχηγία του Οδυσσέα Ανδρούτσου χάνοντας ένα μεγάλο τμήμα του στρατού του. Δεδομένης της τακτικής ήττας και του μεγέθους των απωλειών στη μάχη αυτή φοβήθηκε πλέον να προχωρήσει στην Πελοπόννησο οπότε πέρασε στα ορεινά χωριά της Γκιώνας, στη Λιβαδειά και έπειτα στην Εύβοια. 

Στα Βρυσάκια συνάντησε ισχυρή αντίσταση και υπέστει περαιτέρω σοβαρές απώλειες. Μετά βάδισε κατά της Αθήνας και έλυσε την πολιορκία της Ακρόπολης. Στο μεταξύ είχε επαναστατήσει η Δυτική Στερεά οπότε ο Χουρσίτ Μεχμέτ Πασάς ανακάλεσε το Βρυώνη στα Ιωάννινα, όπου διέσπασε τη συμμαχία των Σουλιωτών με κάποια άτακτα τμήματα Αλβανών και ανάγκασε τους Σουλιώτες σε συνθηκολόγηση (2 Σεπτεμβρίου 1822) μετά από αποκλεισμό.


Μετά την πτώση του Σουλίου, οι Τούρκοι με αρχηγούς Κιουταχή και Βρυώνη πολιόρκησαν το Μεσολόγγι. Μετά την αποτυχημένη απόπειρα κυρίευσης, τη νύκτα των Χριστουγέννων 1822, έλυσαν την πολιορκία κι αυτό προκάλεσε τη δυσμένεια του Σουλτάνου. Αργότερα κατέβηκε πάλι στη Δυτική Στερεά και προσπάθησε για την αποτυχία των άλλων Τούρκων αρχηγών, για να δικαιολογήσει τη δική του. Τέλος, διέλυσε οριστικά το στρατόπεδό του και γύρισε στα Ιωάννινα, από εκεί στο Βεράτι και τέλος στηΘεσσαλονίκη. Μετά χάνονται τα ίχνη του.

Μεχμέτ Ρεσίτ Πασάς Κιουταχής

Ο Μεχμέτ Ρεσίτ πασάς (Κιουταχής), 1780-1839) ήταν Οθωμανός στρατηγός κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης και Μέγας Βεζίρης. Γεννήθηκε στην Γεωργία το 1780 και ήταν γιος ορθόδοξου ιερέα. Αιχμαλωτίστηκε σε μικρή ηλικία από τους Τούρκους και οδηγήθηκε στο σαράι της Κωνσταντινούπολης όπου απέκτησε τη φιλία του μετέπειτα Σουλτάνου Μαχμούτ Β΄.

Σε ηλικία μόλις 20 ετών έλαβε το αξίωμα του "Πεσκήρ Αγά" και εξετέλεσε πολλές διπλωματικές αποστολές, μεταξύ των οποίων και στην Ύδρα προς συνεννόηση με τον Ρώσο ναύαρχο Σενιάβιν.Το 1809 διορίστηκε Βελής (κυβερνήτης) της Κιουτάχειας, απ' όπου πήρε και το προσωνύμιο Κιουταχής. Το 1820 στάλθηκε επικεφαλής τουρκικού στρατού εναντίον του αποστάτη Αλή Πασά στα Ιωάννινα, τον οποίο και κατόρθωσε να νικήσει ενώ μετά το τέλος της εκστρατείας διορίστηκε πασάς των Τρικάλων και κατέπνιξε στο αίμα την αποστασία των Αγράφων (1821).

Με τη γενίκευση της επανάστασης, και αφού είχε νικήσει τους Έλληνες στη μάχη του Πέτα, ο Κιουταχής διορίστηκε Σερασκέρης της Ρούμελης (διοικητής των στρατευμάτων της Ρούμελης) και ουσιαστικά ανέλαβε επικεφαλής της εκστρατείας που είχε ως σκοπό να προβεί σε γενικές εκκαθαρίσεις από κάθε επαναστατικό στοιχείο, ότι δεν μπόρεσαν δηλαδή οι προκάτοχοί του, ο Ομέρ Βρυώνης, ο Αμπάς Πασάς, ο Ντίμπρα Πασάς και ο Μουσταή Πασάς Σκόδρας. Έτσι το 1823 αφού κατέλαβε όλη τη Στερεά Ελλάδα προχώρησε στο Μεσολόγγι το οποίο και πολιόρκησε. 

Η πεισματώδης όμως αντίσταση των πολιορκούμενων, σε συνδυασμό με την καταστροφή από τον Γεώργιο Σαχτούρη της τουρκικής αρμάδας που μετέφερε πολεμοφόδια στους πολιορκητές στην ναυμαχίας της Άνδρου, (γνωστή και ως ναυμαχία του Καφηρέα) οδήγησε τον Κιουταχή να ζητήσει τη βοήθεια του Ιμπραήμ και τελικά ανάγκασε τους Μεσολογγίτες στην ηρωική έξοδό τους στις 10 Απριλίου του 1826.

Στη συνέχεια ο Κιουταχής στράφηκε κατά της Αθήνας και πολιόρκησε για περίπου ένα χρόνο (Φθινόπωρο του 1826- τέλη Μαΐου του 1827) τους επαναστάτες που ήταν κλεισμένοι στην Ακρόπολη. Μετά από πολλές μάχες στις οποίες διακρίθηκαν πολλοί Έλληνες οπλαρχηγοί και κυρίως ο αρχιστράτηγος των Ελλήνων Γεώργιος Καραϊσκάκης ο Κιουταχής στις 24 Μαΐου του 1827 πέτυχε την παράδοση της Ακρόπολης.

Τον επόμενο χρόνο ο Κιουταχής ανέλαβε Σερασκέρης στις παραδουνάβιες ηγεμονίες ενώ επίκειντο Ρωσοτουρκικό πόλεμο. Στη συνέχεια διορίστηκε μέγας Βεζίρης θέση από την οποία ηγήθηκε του τουρκικού στρατού κατά των Ρώσων, πλην όμως ηττήθηκε από τον στρατηγό Δίεβιτς στη περιοχή της Αδριανούπολης. Αργότερα επιχείρησε όμοια εκστρατεία στην Αλβανία όπου εκεί κατάφερε να συγκεντρώσει τους κυριότερους φύλαρχους στο Μοναστήριο όπου και τους κατέσφαξε.


Το 1832 στράφηκε εναντίον του Ιμπραήμ Πασά εισβάλλοντας στη Συρία πλην όμως, κοντά το Ικόνιο, ηττήθηκε κατά κράτος και αιχμαλωτίσθηκε μαζί με 60.000 στρατιώτες του. Ύστερα από την παρέμβαση των Ρώσων και την καταβολή πλούσιων ανταλλαγμάτων, απελευθερώθηκε τον επόμενο χρόνο και ανέκτησε το αξίωμά του Μεγάλου Βεζύρη. Απεβίωσε το 1839 στη Σεβάστεια σε ηλικία 59 ετών, από εγκεφαλίτιδα, ενώ προσπαθούσε να καταστείλει την εξέγερση των Κούρδων.

Κοτζά Μεχμέτ Χιουσρέφ Πασάς

Ο Μεχμέτ Χιουσρέφ Πασάς, ή κατά τους Έλληνες Χοσρέφ Πασάς, ο επιλεγόμενος "Τοπάλ" (= χωλός) , ή Τουρκικά "Κοτζά Μεχμέτ Χιουσρέφ Πασάς", ήταν αρχιναύαρχος του Οθωμανικού στόλου στη περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 και αργότερα πολιτικός, Μέγας Βεζίρης επί βασιλείας Σουλτάνου Αμπντούλ Μετζίτ Α΄. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους αναμορφωτές του οθωμανικού στρατού.

Ήταν αυτός που κατ΄ εντολή του Σουλτάνου Μαχμούτ Β΄ κατάφερε και διέλυσε τα τάγματα των Γενιτσάρων και που καθιέρωσε το φέσι. Γεννήθηκε περί το 1769 στη Κιρκασία και πέθανε το 1855. Αρχικά ήταν δούλος που απελευθερώθηκε και στη συνέχεια χάρη στα προσόντα του, τη φιλομάθειά του, κατέλαβε τα ανώτατα αξιώματα. Διακρίνονταν για την ευφυΐα του, την πολιτική του και την ανεξιθρησκεία του.

Το 1801, μετά την αποχώρηση των Γαλλικών στρατευμάτων από την Αίγυπτο, διορίστηκε διοικητής (Μπέης) της Αιγύπτου με την εντολή να καταπνίξει την επανάσταση των Μαμελούκων οι οποίοι όμως αντίθετα κατάφεραν να τον συλλάβουν και να τον παραδώσουν στον Μωχάμετ Άλη, αντίπαλό του και αντιβασιλέα της Αιγύπτου, ο οποίος με τη σειρά του τον έστειλε στη Κωνσταντινούπολη.

Το 1822 διορίστηκε Καπουδαν Πασάς (= αρχιναύαρχος) του Οθωμανικού στόλου και εστάλη κατά των ελληνικών νήσων που είχαν στο μεταξύ επαναστατήσει και ειδικότερα κατά της Ύδρας, των Σπετσών και των Ψαρών. Αρχικά γνωρίζοντας τη ψυχολογία των Ελλήνων ναυτικών μερικούς εκ των οποίων είχε στα πληρώματα των πλοίων του και βασιζόμενος σ΄ αυτό, προσπάθησε με διπλωματία και με την πειθώ να τους υποτάξει. 

Όταν όμως αντελήφθη την αποφασιστικότητα εκείνων και πείσθηκε ότι ο τρόπος αυτός ήταν πλέον αδύνατος για να τους καταστείλει την άρνησή τους αποφάσισε τη χρήση των όπλων και την καταστροφή των νήσων αυτών που ηγούνταν της επανάστασης. Γεγονός ήταν ότι το μεγαλύτερο μέρος των πληρωμάτων του ήταν κυρίως άτομα ανεκπαίδευτα που είχαν στρατολογηθεί τυχαία και που κατά τις επιχειρήσεις προέβαιναν σε μεγάλες λεηλασίες και σφαγές που φέρονταν τελικά ο ίδιος να μη μπορούσε να τις είχε αποσοβήσει όπως αργότερα ο ίδιος εξιστορούσε.

Ένα φοβερό όπλο που είχαν αναπτύξει την εποχή εκείνη οι Έλληνες στον κατά θάλασσα αγώνα τους ήταν το πυρπολικό που είχε σκορπίσει τόσο φόβο στα τουρκικά πληρώματα που κάθε πλοίο ελληνικό που έβλεπαν το θεωρούσαν πυρπολικό και αυτός ήταν ο λόγος της «εν όψει» αυτού φυγής και όχι ότι διέταζε τούτο ο ναύαρχος. Τελικά μετά τη καταστροφή των Ψαρών ο οθωμανικός στόλος καταδιωκόμενος από τον ελληνικό κατέφυγε στη Λέσβο. Επιχειρώντας στη συνέχεια να καταλάβει τη Σάμο υπέστη μεγάλη ήττα στη ναυμαχία της Σάμου όπου και αργότερα μετά και από τη ναυμαχία του Γέροντα που υπέστη πολύ μεγαλύτερη ήττα, αντικαταστάθηκε.


Στη συνέχεια ο Σουλτάνος τον διόρισε διοικητή στο Βιλαέτι της Τραπεζούντας προκειμένου να καταστείλει αυτονομήσεις τοπικών επάρχων. Μετά τις εκεί επιτυχίες του ο Σουλτάνος Μαχμούτ Β΄ , το 1826, τον διόρισε στρατηγό με την εντολή της εξόντωσης των γενιτσάρων που ήδη αποτελούσαν κίνδυνο της αυτοκρατορίας, δημιουργώντας στη θέση του ένα νέο στρατιωτικό σώμα με στολή και εκπαίδευση ευρωπαϊκών προτύπων τις λεγόμενες δυνάμεις «Μανσούρ». 

Μάλιστα λέγεται ότι την πρώτη επιλογή συγκρότησης αυτών είχε κάνει ο ίδιος υιοθετώντας 100 παιδιά προερχόμενα από σκλαβοπάζαρα δίνοντάς τους στη συνέχεια διοικητικές θέσεις. Επίσης στα πλαίσια της γενικότερης εμφάνισης των στρατιωτών αλλά και των ανωτέρων διοικητικών υπαλλήλων ήταν αυτός που κατάργησε το μέχρι τότε φερόμενο τουρμπάνι εισάγοντας το φέσι που ήδη φοριόταν από τους Μπέηδες της Τυνησίας, στην Αλγερία και το Μαρόκο, το οποίο και τελικά καθιερώθηκε απ΄ όλους τους Τούρκους της Αυτοκρατορίας.

Στις 2 Ιουλίου του 1839 επί Σουλτάνου Αμπντουλμετζήτ Α΄ ανέλαβε Μέγας Βεζίρης όπου και βοήθησε τον Σουλτάνο στην εφαρμογή των μεγάλων μεταρρυθμίσεων. Τη θέση του αυτή διατήρησε για ένα έτος μέχρι τον Ιούνιο του 1840. Αργότερα, το 1853 διατηρώντας κάποια άλλη θέση, συμβούλεψε την τότε οθωμανική κυβέρνηση να έλθει σε συμβιβασμό με την Ρωσία για το ζήτημα των Αγίων Τόπων, αλλά όμως δεν εισακούσθηκε λόγω της έκρηξης του Κριμαϊκού Πολέμου.

Μεχμέτ Αλή Πασάς

Ο Μεχμέτ Αλή ή Μωχάμετ Αλή Πασάς (4 Μαρτίου 1769, 2 Αυγούστου 1849) ήταν αντιβασιλέας της Αιγύπτου. Γεννήθηκε στην Καβάλα, γιος ενός Τουρκαλβανού Ιμπραήμ, αγροφύλακα της Οθωμανικής περιφέρειας. Όταν έμεινε ορφανός υιοθετήθηκε από τον φρούραρχο της Καβάλας και από αυτόν διορίσθηκε το 1788 υπαρχηγός σώματος στρατού, που στάλθηκε στην Αίγυπτο κατά των Γάλλων.

Στην Αίγυπτο ως αρχηγός πιστού σώματος τεσσάρων χιλιάδων Αλβανών, διακρίθηκε γρήγορα και αφού προσεταιρίστηκε τους Μαμελούκους, αναδείχθηκε με πραξικόπημα και με απαίτηση των Αλβανών, των Μαμελούκων και του λαού, διοικητής της Αιγύπτου και αναγνωρίσθηκε από την Πύλη το 1805. Αφού στερέωσε τη θέση του, άσκησε δικτατορική εξουσία στην Αίγυπτο, γιατί αφενός απέναντι στο Σουλτάνο έγινε κατ' ουσίαν ανεξάρτητος, αφετέρου στο εσωτερικό κατόρθωσε να εκμηδενίσει κάθε αντίσταση.

Το 1811 εξόντωσε με δόλο όλους τους αρχηγούς των Μαμελούκων και με τους γιους του νίκησε τους Βαχαβίτες της Αραβίας. Η εσωτερική του διακυβέρνηση ήταν ευεργετική για τη χώρα. Κατασκεύασε αρδευτικά έργα, προστάτευσε και προήγαγε τη γεωργία, διευκόλυνε τις μεταφορές με μεγάλο στόλο ποταμόπλοιων, αναδιοργάνωσε το στρατό και το στόλο της Αιγύπτου με τη βοήθεια Ευρωπαίων. Το 1822 κατέκτησε τη Νουβία, το Σεναάρ, το Κουρδιστάν και τμήμα της Αβησσυνίας.

Μετά από πρόσκληση του Σουλτάνου Μαχμούτ, έστειλε τον γιο του Ιμπραήμ με ισχυρό στρατό και στόλο να υποτάξει την επαναστατημένη Ελλάδα. Την περίοδο 1831 με 1833 κατέκτησε τη Συρία και ζήτησε να την κρατήσει αφού νίκησε επανειλημμένως τα στρατεύματα του Σουλτάνου. Επενέβησαν όμως οι Μεγάλες Δυνάμεις και τον ανάγκασαν να φύγει από την Ασία. Πέτυχε όμως την αναγνώριση κληρονομικού δικαιώματος επί της αντιβασιλείας για την οικογένεια του.


Συνεχίζοντας την αναδιοργάνωση της Αιγύπτου, ανοικοδόμησε την Αλεξάνδρεια, προήγαγε την καλλιέργεια του βαμβακιού και ίδρυσε διάφορες σχολές. Το 1844 επειδή αρρώστησε, παραιτήθηκε υπέρ του γιου του Ιμπραήμ, ο οποίος όμως πέθανε μετά από δύο μήνες. Αυτόν διαδέχθηκε ο Αμπάς ο Α' επί της βασιλείας του οποίου πέθανε ο Μωχάμετ Άλη.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ