Σάββατο 1 Ιουνίου 2019

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ - Λυσιστράτη (742-780)

ΓΥΝΗ Γ’
ὦ πότνι᾽ Ἱλείθυ᾽, ἐπίσχες τοῦ τόκου
ἕως ἂν εἰς ὅσιον μόλω ᾽γὼ χωρίον.
ΛΥ. τί ταῦτα ληρεῖς; ΓΥ. Γ’ αὐτίκα μάλα τέξομαι.
745 ΛΥ. ἀλλ᾽ οὐκ ἐκύεις σύ γ᾽ ἐχθές. ΓΥ. Γ’ ἀλλὰ τήμερον.
ἀλλ᾽ οἴκαδέ μ᾽ ὡς τὴν μαῖαν, ὦ Λυσιστράτη,
ἀπόπεμψον ὡς τάχιστα. ΛΥ. τίνα λόγον λέγεις;
τί τοῦτ᾽ ἔχεις τὸ σκληρόν; ΓΥ. Γ’ ἄρρεν παιδίον.
ΛΥ. μὰ τὴν Ἀφροδίτην οὐ σύ γ᾽ ἀλλ᾽ ἢ χαλκίον
750 ἔχειν τι φαίνει κοῖλον· εἴσομαι δ᾽ ἐγώ.
ὦ καταγέλαστ᾽, ἔχουσα τήνδ᾽ ἱερὰν κυνῆν
κυεῖν ἔφασκες; ΓΥ. Γ’ καὶ κυῶ γε νὴ Δία.
ΛΥ. τί δῆτα ταύτην εἶχες; ΓΥ. Γ’ ἵνα μ᾽ εἰ καταλάβοι
ὁ τόκος ἔτ᾽ ἐν πόλει, τέκοιμ᾽ εἰς τὴν κυνῆν
755 εἰσβᾶσα ταύτην, ὥσπερ αἱ περιστεραί.
ΛΥ. τί λέγεις; προφασίζει· περιφανῆ τὰ πράγματα.
οὐ τἀμφιδρόμια τῆς κυνῆς αὐτοῦ μενεῖς;
ΓΥ. Γ’ ἀλλ᾽ οὐ δύναμαι ᾽γωγ᾽ οὐδὲ κοιμᾶσθ᾽ ἐν πόλει,
ἐξ οὗ τὸν ὄφιν εἶδον τὸν οἰκουρόν ποτε.
ΓΥΝΗ Δ’
760 ἐγὼ δ᾽ ὑπὸ τῶν γλαυκῶν γε τάλαιν᾽ ἀπόλλυμαι
ταῖς ἀγρυπνίαισι κικκαβαζουσῶν ἀεί.
ΛΥ. ὦ δαιμόνιαι, παύσασθε τῶν τερατευμάτων.
ποθεῖτ᾽ ἴσως τοὺς ἄνδρας· ἡμᾶς δ᾽ οὐκ οἴει
ποθεῖν ἐκείνους; ἀργαλέας γ᾽ εὖ οἶδ᾽ ὅτι
765 ἄγουσι νύκτας. ἀλλ᾽ ἀνάσχεσθ᾽, ὦγαθαί,
καὶ προσταλαιπωρήσατ᾽ ἔτ᾽ ὀλίγον χρόνον·
ὡς χρησμὸς ἡμῖν ἐστιν ἐπικρατεῖν, ἐὰν
μὴ στασιάσωμεν. ἔστι δ᾽ ὁ χρησμὸς οὑτοσί.
ΓΥ. Γ’ λέγ᾽ αὐτὸν ἡμῖν ὅ τι λέγει. ΛΥ. σιγᾶτε δή.
770 ἀλλ᾽ ὁπόταν πτήξωσι χελιδόνες εἰς ἕνα χῶρον,
τοὺς ἔποπας φεύγουσαι, ἀπόσχωνταί τε φαλήτων,
παῦλα κακῶν ἔσται, τὰ δ᾽ ὑπέρτερα νέρτερα θήσει
Ζεὺς ὑψιβρεμέτης— ΓΥ. Γ’ ἐπάνω κατακεισόμεθ᾽ ἡμεῖς;
ΛΥ. ἢν δὲ διαστῶσιν καὶ ἀνάπτωνται πτερύγεσσιν
775 ἐξ ἱεροῦ ναοῖο χελιδόνες, οὐκέτι δόξει
ὄρνεον οὐδ᾽ ὁτιοῦν καταπυγωνέστερον εἶναι.
ΓΥ. Γ’ σαφής γ᾽ ὁ χρησμὸς νὴ Δί᾽. ὦ πάντες θεοί.
ΛΥ. μή νυν ἀπείπωμεν ταλαιπωρούμεναι,
ἀλλ᾽ εἰσίωμεν. καὶ γὰρ αἰσχρὸν τουτογί,
780 ὦ φίλταται, τὸν χρησμὸν εἰ προδώσομεν.

***
Γ’ ΓΥΝΑΙΚΑ
Ώχου μου, θεά Γεννήτρα, βοήθησέ με
να το κάνω μακριά από το Ναό,
να μην τονε μολύνω! ΛΥΣ. Μωρή ψεύτρα,
τί σκούζεις; Γ’ ΓΥΝ. Η ώρα μου ήρθε να γεννήσω.
ΛΥΣ. Μα χτες δεν ήσουν έγκυα. Γ’ ΓΥΝ. Σήμερα είμαι.
Αχ! δώσε μου την άδεια, Λυσιστράτη,
σπίτι να πάω, η μαμή να με κοιτάξει.
ΛΥΣ. Ρε τί μαμή και ξεμαμή! (Της πιάνει την κοιλιά) Δω κάτου
σκληρό το πράμα! Γ’ ΓΥΝ. Σερνικό παιδί!
ΛΥΣ. Ρε, μά την Αφροδίτη, χάλκωμα είναι,
750 κούφιο από μέσα! (Της ανοίγει το μαντύα) Ρε την κατεργάρα!
Της Αθηνάς το κράνος έχει βάλει
για να κάνει την έγκυα. Γ’ ΓΥΝ. Κι είμαι, λέω.
ΛΥΣ. Κι ευτούνο τί γυρεύει;
(Δείχνει το κράνος)
Γ’ ΓΥΝ. Αν με πιάσουν
στο δρόμο οι πόνοι, μέσα του θα κάτσω
να γεννήσω τ᾽ αβγό, σαν περιστέρα!
ΛΥΣ. Ποιανού τα λες; Η απάτη φανερή ᾽ναι.
(Της βγάζει το κράνος)
Μείνε εδώ, τ᾽ αμφιδρόμια να χορέψουμε
γύρω απ᾽ το κράνος. Γ’ ΓΥΝ. Όχι. Δεν μπορώ
να κλείσω μάτι απάνου στην Ακρόπολη,
αφότου είδα τον φίδαρο-στοιχειό!
Δ’ ΓΥΝΑΙΚΑ
760 Κι εμένα οι κουκουβάγιες δε μ᾽ αφήνουν
να κοιμηθώ, όλη τη νύχτα: κουκουμιάου!
ΛΥΣ. (Θυμωμένη)
Δαιμονισμένες, πάψτε τα καμώματα!
Τους άντρες σας ποθείτε! Μα θαρρείτε
κι αυτοί δε μας ποθούνε; Μαύρες νύχτες
περνάνε! Βάλτε φρένο, κακομοίρες,
και κάντε λίγο ακόμα υπομονή.
Γιατί ο χρησμός το λέει: αν δε μαλώνουμε,
δικιά μας θα ᾽ναι η νίκη. Νά! ο χρησμός.
Γ’ ΓΥΝ. Γιά λέγε τον ν᾽ ακούσουμε. ΛΥΣ. Σιωπή!
(Διαβάζει)
«Όντας οι χελιδόνες μαζευτούνε
770 μαζί σε μια μεριά, για να ξεφύγουν
τον τσαλαπετεινό, τελεία και παύλα
στα δεινά τους, αν δεν καβαληθούνε!
Τότες ο αψηλοβρόντης Δίας θα φέρει
τον από πάνου κάτου.» Γ’ ΓΥΝ. Πάνου εμάς;
ΛΥΣ. «Κι αν καυγαδίζουν και φτερούγι᾽ απλώσουν
και φύγουνε μακριά από το ναό,
θα ᾽ναι τα πιο καταραμένα πλάσματα.»
Γ’ ΓΥΝ. Μά τον Δία καταφάνερος ο λόγος.
ΛΥΣ. Λοιπόν, αγαπημένες, τον αγώνα
τον συνεχίζουμε. Άιντε! ας ξαναμπούμε
στο κάστρο μέσα, θα ᾽τανε ντροπή
780 να παραβούμε το θεϊκό χρησμό.
(Μπαίνουν όλες στην Ακρόπολη)

Μορφές και Θέματα της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας: ΜΑΝΤΕΙΣ - ΚΑΡΝΟΣ

Ο Κάρνος ήταν μάντης από την Ακαρνανία. Από τον αδόκητο θάνατο του ιερέα του ο Απόλλωνας πήρε το επίθετο «Κάρνειος» και καθιερώθηκε λατρεία προς τιμή του από τους Ηρακλείδες. Πιο συγκεκριμένα:
 
Ο Κάρνος μπήκε στον στρατό των Ηρακλειδών που είχε συγκεντρωθεί στη Ναύπακτο, για να κατακτήσουν την Πελοπόννησο. Όμως ο Ηρακλείδης Ιππότης τον θεώρησε κατάσκοπο και τον σκότωσε. Οργισμένος ο Απόλλωνας για τον άδικο θάνατο του ιερέα του έστειλε λοιμό που ρήμαζε τον στρατό.
 
Χρησμός φανέρωσε την αιτία του θυμού του θεού, ο Ιππότης εξορίστηκε για να εξιλεωθεί και οι Ηρακλείδες αφιέρωσαν λατρεία στον Κάρνειο Απόλλωνα.
 
Ο Θουκυδίδης μαρτυρεί ότι:
 
Καρνεῖος δ᾽ ἦν μήν, ἱερομηνία Δωριεῦσι (5.54.2.3)
 
και ο Πλούταρχος ότι:
 
οι Αθηναῖοι Μεταγειτνιῶνα προσαγορεύουσι (Νικ. 28.2.2).

Γιατί δεν θυμόμαστε τα πρώτα παιδικά μας χρόνια;

Ποια είναι η παλαιότερη ανάμνηση που έχετε από την παιδική σας ηλικία; Πόσες φορές έχει τύχει να σας περιγράφουν οι γονείς σας κάποιο γεγονός από τα πρώτα χρόνια της ζωής σας, που αν και βρισκόσασταν εκεί, αδυνατείτε να το θυμηθείτε; Πόσα γεγονότα από εκείνη την πρώτη περίοδο της ζωής σας αναρωτιέστε αν αποτελούν πραγματικές σας αναμνήσεις ή απλά αφηγήσεις συγγενών;

Όσο πίσω στο χρόνο και να φτάνει η μνήμη σας, είναι σχεδόν αδύνατο να ανακαλέσετε μνήμες από τα 3-4 πρώτα χρόνια της ζωής σας. Αυτό οφείλεται στο φαινόμενο της Παιδικής Αμνησίας ή Αμνησίας της Παιδικής Ηλικίας και πρόκειται ουσιαστικά για την ανικανότητα των ενηλίκων να θυμηθούν γεγονότα από τα πρώτα χρόνια της ζωής τους, πριν το 3ο ή 4ο έτος. Στο σημείο αυτό πρέπει να καταστεί σαφές ότι το φαινόμενο δεν αναφέρεται σε πλήρη απουσία μνημών, αλλά σε μια σχετική έλλειψη αυτών. Από σχετικές έρευνες έχει προκύψει ότι παιδιά κάτω των 3-4 ετών έχουν την ικανότητα τόσο να αποθηκεύουν όσο και να ανακαλούν πληροφορίες. Επιπλέον, από έρευνες έχει προκύψει το συμπέρασμα ότι παρ’ όλο που ως ενήλικες αδυνατούμε να χρησιμοποιήσουμε σε συνειδητό επίπεδο πληροφορίες από την πρώιμη παιδική ηλικία, πρόκειται για μνήμες υπαρκτές που ασκούν πάνω μας επιρροή σε ασυνείδητο επίπεδο.

Ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα, το φαινόμενο της Παιδικής Αμνησίας έχει απασχολήσει πλήθος επιστημόνων και ερευνητών, ενώ έχει πραγματοποιηθεί πλήθος ερευνών για να εντοπιστούν οι παράγοντες που την προκαλούν και να επεξηγηθεί ως φαινόμενο. Έτσι, λοιπόν, θα μπορούσαμε να πούμε ότι πρόκειται για ένα φαινόμενο που παρατηρείται στην πλειοψηφία των ανθρώπων, αν όχι στο σύνολο τους. Η πρώτη επίσημη μελέτη αναφορικά με αυτό το φαινόμενο πραγματοποιήθηκε από την Ψυχολόγο Caroline Miles, ενώ το 1904 επισημάνθηκε από τον G. Stanley Hall στο βιβλίο του “Adolescence”. Παρόλα αυτά, το 1916 ο Sigmund Freud ήταν αυτός που διατύπωσε τον πρώτο ολοκληρωμένο ορισμό του φαινομένου. Πιο συγκεκριμένα, υποστήριξε ότι ως ενήλικες αδυνατούμε να ανακαλέσουμε μνήμες από την πρώιμη παιδική ηλικία, καθώς πρόκειται για τραυματικές μνήμες που καταστέλλονται σε ασυνείδητο επίπεδο. Αν και η φροϋδική ερμηνεία του φαινομένου θεωρείται πλέον παρωχημένη, ωστόσο δεν παύει να αποτελεί την πρώτη ολοκληρωμένη επιστημονική απόπειρα για τοποθέτηση επί του θέματος.
Η πραγματική του φύση εξακολουθεί να ερευνάται και να αποτελεί αντικείμενο αντιπαράθεσης στους επιστημονικούς κύκλους.
Τα τελευταία χρόνια έχει πραγματοποιηθεί πλήθος ερευνών με σκοπό να προσδιοριστούν τα χαρακτηριστικά και οι παράγοντες που συμβάλλουν στην ύπαρξη αυτού του φαινομένου, καθώς και τις πιθανές εξηγήσεις της ύπαρξης του. Όπως προαναφέραμε, η C. Miles ήταν η πρώτη που επισήμανε την Παιδική Αμνησία ως ψυχικό φαινόμενο. Αργότερα ακολούθησαν διάφορες θεωρίες σχετικά με το φαινόμενο, πολλές εκ των οποίων υπήρξαν αντιφατικές μεταξύ τους και προκάλεσαν την κριτική του επιστημονικού χώρου. Παρά τον ένα αιώνα και πλέον που έχει περάσει από τότε που πρωτοεπισημάνθηκε η Παιδική Αμνησία ως ψυχικό φαινόμενο, η πραγματική του φύση εξακολουθεί να ερευνάται και να αποτελεί αντικείμενο αντιπαράθεσης στους επιστημονικούς κύκλους.

Παρακάτω θα αναφερθούν ορισμένες από τις επικρατέστερες επεξηγήσεις που έχουν δοθεί για το φαινόμενο, κάποιες εκ των οποίων έχουν ήδη καταρριφθεί.

Η Φρουδική Θεωρία για την Παιδική Αμνησία είναι μία από τις πλέον αμφιλεγόμενες θεωρίες. Ο S. Freud  συνέδεσε την Παιδική Αμνησία με την ψυχοσεξουαλική ανάπτυξη και τις πρώιμες παιδικές εμπειρίες, υποστηρίζοντας ότι είναι το αποτέλεσμα της προσπάθειας του μυαλού να καταστείλει μνήμες από τραυματικά γεγονότα που σχετίζονται με την ψυχοσεξουαλική ανάπτυξη του νηπίου. Πρόκειται για μία άποψη που θα μπορούσε ενδεχομένως να στηριχθεί μερικώς, ωστόσο δεν υπάρχει επαρκές ερευνητικό υλικό που να την στηρίζει. Άλλωστε η Φρουδική Θεωρία, συμπεριλαμβανομένης και της εν λόγω παραμέτρου της, έχει υποστεί αυστηρή κριτική από πλήθος επιστημόνων.

Μια ακόμα εξήγηση της Παιδικής Αμνησίας έχει βασιστεί στη βιολογική ανάπτυξη του ανθρώπινου οργανισμού. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, το μυαλό του νηπίου δεν είναι αρκετά ώριμο διανοητικά, ώστε να δημιουργήσει μακρόχρονη αυτοβιογραφική συνειδητή μνήμη. Πιο συγκεκριμένα, εκείνα τα μέρη του εγκεφάλου που σχετίζονται με αυτού του είδους την μνήμη, ο Ιππόκαμπος και ο Προμετωπιαίος Λωβός, δεν είναι επαρκώς ανεπτυγμένα πριν το 3ο ή 4ο έτος. Έτσι, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το φαινόμενο της Παιδικής Αμνησίας θα μπορούσε να επεξηγηθεί βιολογικά.

Η ελλιπής γλωσσική ανάπτυξη των νηπίων αποτελεί μία ακόμα παράμετρο που θα μπορούσε να εξηγήσει την Παιδική Αμνησία. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, ένα νήπιο δε διαθέτει την κατάλληλη γλωσσική ικανότητα να κωδικοποιήσει αυτοβιογραφικές μνήμες με τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορεί να τις αποκωδικοποίησει μετέπειτα ως ενήλικας. Επιστημονικές μελέτες έχουν δείξει ότι από το 5ο έτος και μετά η ομιλία του παιδιού πλησιάζει την ομιλία των ενηλίκων. Έτσι, η θεωρία της γλωσσικής ανάπτυξη φαίνεται να ανταποκρίνεται επαρκώς στην εξήγηση της Παιδικής Αμνησίας. Ωστόσο ακόμα και σε αυτή την τόσο φαινομενικά επαρκή εξήγηση προκύπτει ένα ερώτημα: Πώς γίνεται η Παιδική Αμνησία να παρατηρείται και σε εκ γενετής κωφάλαλους ανθρώπους;

Μία άλλη παράμετρος που εξετάστηκε, προκειμένου να δοθούν απαντήσεις αναφορικά με το φαινόμενο βασίστηκε στη σύνδεση της συναισθηματικής μνήμης, που προκύπτει από το τμήμα του εγκεφάλου του ονομάζεται Αμυγδαλή, και της συνειδητής αυτοβιογραφικής μνήμης, που προκύπτει  από τον Ιππόκαμπο. Ουσιαστικά πρόκειται για δύο αυτόνομα τμήματα του εγκεφάλου όσον αφορά τη λειτουργία τους, που σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση για την εξήγηση του φαινομένου, συνδέονται όσον αφορά την κωδικοποίηση των αναμνήσεων. Έτσι, οι διαφορές στον τρόπο που βιώνεται μια συναισθηματική κατάσταση  από ένα νήπιο κι έναν ενήλικα, θα μπορούσαν να αποτελούν την αιτία της Παιδικής Αμνησίας. Ωστόσο και αυτή η προσπάθεια επεξήγησης του φαινομένου δεν έχει αποδειχθεί επαρκώς ερευνητικά, ώστε να χαρακτηριστεί αληθής.

Σε μία άλλη προσπάθεια, επιστήμονες επιχείρησαν να αποδώσουν την ύπαρξη της Παιδικής Αμνησίας στον διαφορετικό τρόπο που αντιλαμβάνεται τον κόσμο ένα νήπιο και ένας ενήλικας. Με απλά λόγια, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η σκέψη ενός νηπίου και ο τρόπος αντίληψης του κόσμου από αυτό βασίζεται σε περιστασιακές μνήμες και απλούς συλλογισμούς, μέχρι και το 4ο με 5ο έτος που αρχίζει πλέον να αντιλαμβάνεται τον κόσμο με τρόπο που πλησιάζει περισσότερο αυτόν ενός ενήλικα. Έτσι, για μία ακόμα φορά τίθεται το ζήτημα αναφορικά με την κωδικοποίηση και αποκωδικοποίηση των αναμνήσεων. Επιπλέον ,σύμφωνα με θεωρίες ανάπτυξης, ένα νήπιο αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως ξεχωριστή οντότητα από το περιβάλλον του κατά το 2ο έτος. Έτσι, θα μπορούσε να θεωρηθεί λογικό το φαινόμενο της Παιδικής Αμνησίας τουλάχιστον μέχρι αυτή την ηλικία, καθώς η έλλειψη συνείδησης του εαυτού μπορεί να συνδέεται με την έλλειψη συνειδητής μνήμης. Ωστόσο, φαίνεται να υπάρχει κάποια ειδική λειτουργία του εγκεφάλου που δίνει τη δυνατότητα να διατηρούνται κάποιες μνήμες ακόμα και από την πρώιμη παιδική ηλικία, καθώς όπως έχει προαναφερθεί, το φαινόμενο της Παιδικής Αμνησίας αναφέρεται σε μερική απώλεια μνήμης και όχι σε ολική.

Δύο ακόμη παράμετροι που έχουν διερευνηθεί τις τελευταίες δεκαετίες είναι το φύλο και η φυλή. Όσον αφορά το φύλο, σύμφωνα με έρευνες του 1999, του 2000 και του 2004, οι γυναίκες φαίνεται να έχουν ζωηρότερες και παλαιότερες αναμνήσεις από την πρώιμη παιδική ηλικία σε σχέση με τους άντρες. Αυτό ενδέχεται να οφείλεται αφενός στο ότι τα κορίτσια φαίνεται να αναπτύσσονται γρηγορότερα σε γλωσσικό επίπεδο και αφετέρου στις διαφορές των δύο φύλων στην αλληλεπίδραση τους ως παιδιά. Όσον αφορά την φυλή, σύμφωνα με μελέτη του 2000, προέκυψε ότι οι Ευρωπαίοι φαίνεται να έχουν προγενέστερες πρώιμες μνήμες συγκριτικά με τους Ασιατικούς λαούς, χωρίς ωστόσο να πρόκειται για ερευνητικά παγιωμένη παράμετρο. Και τα δύο αυτά στοιχεία δεν αποτελούν ακόμη επαρκώς αποδεδειγμένες επιστημονικές αλήθειες.

Η πιο πρόσφατη ολοκληρωμένη επιστημονική έρευνα μακράς διαρκείας αναφορικά με το φαινόμενο της Παιδικής Αμνησίας δημοσιοποιήθηκε το 2011 από το περιοδικό Child Development. Η προκείμενη έρευνα πραγματοποιήθηκε από την Carol Peterson, καθηγήτρια του Πανεπιστημίου του Καναδά,  με σκοπό να διερευνηθεί το εύρος του χρόνου  που οι αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας εξαφανίζονται ή αποσαφηνίζονται.

Η διαδικασία που ακολουθήθηκε από την C. Peterson και την ομάδα της αποτελείτο από 2 στάδια. Καταρχάς επιλέχθηκε ένα δείγμα 140 παιδιών από 3 έως 13 ετών. Έπειτα ζητήθηκε από αυτά τα παιδιά να περιγράψουν τις τρεις παλαιότερες αναμνήσεις τους με τη χρονική σειρά που συνέβησαν. Στη συνέχεια οι απαντήσεις των παιδιών επαληθεύτηκαν μέσω των γονέων τους. Μετά από 2 χρόνια, από το ίδιο δείγμα παιδιών ζητήθηκε να απαντήσει και πάλι στην ίδια ερώτηση. Τέλος, η Peterson και η ομάδα της συνέκριναν τις απαντήσεις των 140 παιδιών με αυτές που είχαν δοθεί 2 χρόνια νωρίτερα, προκειμένου να διαπιστωθεί τι πραγματικά συμβαίνει με τις πρώιμες παιδικές αναμνήσεις με την πάροδο του χρόνου και ανάλογα με την ηλικία του παιδιού.

Από την ερευνητική διαδικασία προέκυψαν διάφορα συμπεράσματα. Καταρχάς όσον αφορά τη δυνατότητα ανάκλησης αναμνήσεων από την πρώιμη παιδική ηλικία, τα μικρότερα παιδιά παρουσίασαν μεγαλύτερη ευκολία σε αντίθεση με τα μεγαλύτερα που δυσκολεύτηκαν. Ωστόσο, παρά την ευκολία τους στο να θυμηθούν τις 3 παλαιότερες αναμνήσεις τους, τα μικρότερα παιδιά δεν έδωσαν τις ίδιες απαντήσεις και στα 2 στάδια της έρευνας. Αντίθετα, τα μεγαλύτερα παιδιά ήταν συνεπέστερα όσον αφορά τις απαντήσεις τους, αυξάνοντας παράλληλα το χρονικό εύρος των απαντήσεων τους. Πιο συγκεκριμένα, τα παιδιά από 10 ετών και πάνω έδωσαν τις ίδιες απαντήσεις και στα 2 στάδια της έρευνας, γεγονός που ωθεί στο συμπέρασμα ότι περίπου σε αυτή την ηλικία διαμορφώνεται η συνειδητή μνήμη. Συμπερασματικά, λοιπόν, θα μπορούσαμε να πούμε ότι όσο ένα παιδί μεγαλώνει αυξάνεται το χρονικό εύρος των αναμνήσεών του, δηλαδή η ηλικία της πρώτης του μνήμης. Ειδικότερα, από την έρευνα προέκυψε ότι όσο μεγαλύτερο είναι το παιδί τόσο ευκολότερα μπορεί να θυμηθεί τα ίδια γεγονότα με την πάροδο του χρόνου, καταλήγοντας έτσι στο συμπέρασμα ότι η Παιδική Αμνησία τροποποιείται μεταξύ της πρώιμης παιδικής ηλικίας και της ενήλικης ζωής.

Κλείνοντας, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι παρόλο που τα παιδιά δεν έχουν συνειδητές μνήμες των πρώτων χρόνων της ζωής τους, οι πράξεις και τα γεγονότα που βιώνουν, καθορίζουν σημαντικά το υπόλοιπο της ζωής τους. Μπορεί ένα συμβάν να μην αποτελεί συνειδητή μνήμη, αλλά αυτό που δεν συμβαίνει είναι ότι το συμβάν δεν έχει θετική ή αρνητική επιρροή πάνω στο άτομο. Σε κάθε περίπτωση είναι σημαντικό οι γονείς να συμβάλουν δίνοντας αίσθηση προστασίας, ασφάλειας, στοργής και αγάπης στο παιδί κατά την ανάπτυξη του άσχετα με το αν δεν υπάρχει συνειδητή ανάμνηση για αυτά τα πρώτα χρόνια της ζωής του. Κατά τα πρώτα χρόνια της ανάπτυξης, τον κύριο λόγο διαδραματίζει η οικογένεια, που αποτελεί πρότυπο  για ένα παιδί. Ακόμη κι αν τα παιδιά δεν έχουν συνειδητές αναμνήσεις από τα πρώτα χρόνια της ζωής τους, οι πληροφορίες καταγράφονται σε ασυνείδητο επίπεδο κι έτσι αργότερα το άτομο είναι έτοιμο να επεξεργαστεί και να αποθηκεύσει γεγονότα της ζωής του.

Το Σύμπαν ξεκίνησε από το Μηδέν ή από το Τίποτα και γιατί;

Αν ορίσουμε το τίποτα και το μηδέν εννοούμε το ίδιο; Αν σκεφτούμε τον κενό χώρο θα σκεφτούμε το μηδέν;
 
Αρχικά θα πρέπει να σκεφτούμε το ''Κάτι''. Το κάτι είναι αυτό που έχει σχήμα. Το τίποτα είναι αυτό που δεν έχει σχήμα. Αλλά είναι ''κάτι'' ενώ το μηδέν ταυτίζεται με το ουδέν.

Το μηδέν είναι ένας αριθμός του οποίου η ποσότητα είναι απόλυτα ανύπαρκτου μεγέθους.

Φανταστείτε ότι υπάρχει το ανύπαρκτο. Κανένας άνθρωπος καμία ζωή καμία γη ούτε πλανήτες ούτε ήλιος ούτε αστέρια ούτε γαλαξίες.. Είναι αδύνατον σωστά; Επειδή γνωρίζουμε ότι υπάρχει πάντα κάτι. Ακόμα και σε μέρη όπου δεν υπάρχει τίποτα- όπως στο κενό- υπάρχει η ενέργεια. Το τίποτα έχει σχήμα έναντι «έλλειψης σχήματος». Το σχήμα είναι μιά καθολική ιδιότητα που έχουν όλα τα αντικείμενα. Μπορείτε να σκεφτείτε ένα αντικείμενο που δεν έχει σχήμα;

Μερικοί ισχυρίζονται πως το ''τίποτα" σημαίνει το αντίθετο από οτιδήποτε υπάρχει. Εφόσον το "τίποτα" είναι το αντίθετο από οτιδήποτε υπάρχει είναι συνεπώς και το αντίθετο από οποιαδήποτε ιδέα - εφόσον οι ιδέες υπάρχουν. Συνεπώς θα είναι και αντίθετο από την ίδια την έννοια-ιδέα του "τίποτα". Όταν χρησιμοποιούμε μια αφηρημένη έννοια ως αντικείμενο μιας φράσης την σκεφτόμαστε σιωπηρά ως ένα «πράγμα» για το οποίο πρέπει να μιλήσουμε. Αλλά στην κοινή ομιλία μας οι λέξεις «πράγμα» και «έννοια» δεν έχουν καθοριστεί ποτέ με απόλυτη ακρίβεια επιστημονικά.

Μέχρι σήμερα δεν βρίσκουμε λογικούς ορισμούς αυτών των δύο λέξεων σε κανένα λεξικό ή εγκυκλοπαίδεια. Μια λέξη ορίζεται επιστημονικά -δηλαδή ορθολογικά- μόνο όταν μπορεί να χρησιμοποιηθεί με συνέπεια. Αυτό είναι το αντικειμενικό κριτήριο. Αλλά γιατί υπάρχει το Σύμπαν; Ούτε αυτό είναι το σωστό ερώτημα διότι γνωρίζουμε ότι υπάρχει αλλά δεν γνωρίζουμε αν υπάρχει κάποιο κίνητρο πίσω από αυτό ή όχι. 'Αρα μπορούμε να αναδιατυπώσουμε την ερώτηση ως εξής.

"Υπάρχει λόγος ύπαρξης του Σύμπαντος;"

Τώρα έχετε δύο επιλογές. Μπορεί να πιστεύετε ότι υπάρχει ένας λόγος ή να μην πιστεύετε ότι υπάρχει ένας λόγος για την ύπαρξη του. Εξαρτάται από εσάς. Αλλά αν ψάχνετε για κάποιο επιστημονικό ή τεχνικό λόγο περί της υπάρξεώς του τότε θα απογοητευτείτε καθώς δεν γνωρίζει κανένας τον λόγο και δεν σημαίνει πως υπάρχει ένας λόγος. Μπορεί μια μέρα να δούμε πώς πραγματικά δημιουργήθηκε αλλά ακόμα το ερώτημα θα παραμείνει.

Εδώ έχετε και πάλι δύο επιλογές. Μπορείτε να αναζητήσετε την απάντηση στην φιλοσοφία ή την θρησκεία (sic). Σύμφωνα όμως με τη Θεωρία της Μεγάλης Έκρηξης το Σύμπαν ήταν κάποτε ένα και μοναδικό πολύ πυκνό σημείο. Τόσο πυκνό ώστε να μην ανέχεται τη δική του πίεση με αποτέλεσμα να εκτοξευτεί οπότε διάφοροι παράγοντες και γεγονότα οδήγησαν στο σημερινό σύμπαν που γνωρίζουμε. Δεν μπορείς να το περιγράψεις πιο απλά.

Η Ενέργεια είναι ο λόγος που υπάρχει το σύμπαν. Είναι πάντα εκεί ανεξάρτητα από το πώς και τι. Επειδή κάτι πρέπει να υπάρχει και αυτό είναι η ενέργεια πού δεν μπορεί να δημιουργηθεί από το μηδέν και δεν μπορεί να καταστραφεί η να χαθεί. Μπορεί να αλλάζει μόνο μορφή και τόπο αλλά το σύνολο της ενέργειας στο Σύμπαν είναι σταθερό, αιώνιο και άφθαρτο.

ΟΙ ΡΟΛΟΙ ΠΟΥ ΠΑΙΖΟΥΜΕ

Ως παιδιά, καθώς μεγαλώνουμε, αρχίζουμε να βιώνουμε κάποια στιγμή απογοήτευση επειδή οι ανάγκες μας δεν ικανοποιούνται πάντα και φυσικά προσπαθούμε να βρούμε τρόπους να τις ικανοποιήσουμε. Θέλουμε να πάρουμε αυτό που επιθυμούμε από τους άλλους ανθρώπους, και επίσης να εξασφαλίσουμε ότι οι άλλοι δεν παίρνουν από μας αυτό που δε θέλουμε να τους δώσουμε.
     
Τι είναι αυτά που θέλουμε από τους άλλους ανθρώπους ακόμα και ως ενήλικοι;
  1. Πρώτα την προσοχή τους. Όλοι θέλουμε να μας προσέχουν. Νιώθουμε πολύ άσχημα όταν κάποιος μας αγνοεί. Νιώθουμε μείωση της αξίας μας, απόρριψη, αδυναμία.
  2. Θέλουμε επιβεβαίωση, αναγνώριση της αξίας μας, δηλαδή ότι είμαστε καλοί, σωστοί, ικανοί.
  3. Θέλουμε να μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι οι άλλοι θα είναι πάντα εκεί για μας, για να νιώσουμε την ασφάλεια που μας δίνει η δέσμευσή τους.
  4. Μερικές φορές θέλουμε και την αποκλειστικότητα της αγάπης και της προσοχής τους. Ένα παιδί που χάνει την αποκλειστικότητα βιώνει για πρώτη φορά ζήλια προς το μικρότερο αδελφό ή αδελφή. Και ως ενήλικοι θέλουμε αποκλειστικότητα στις συντροφικές μας σχέσεις και, κατά καιρούς, ακόμα και στις φιλικές μας σχέσεις. Αυτό συμβαίνει, επειδή φοβόμαστε μήπως ο σύντροφος ή ο φίλος κάποια στιγμή αρχίσει να ενδιαφέρεται περισσότερο για κάποιον άλλον και μας αφήσει. Τότε εμείς θα μείνουμε μόνοι, χωρίς να ικανοποιούνται οι ανάγκες μας.
Ως μικρά παιδιά, η ανάγκη μας αφορούσε στη ίδια την επιβίωσή μας, που εξαρτιόταν από κάποιον άλλο. Δεν μπορούσαμε να εξασφαλίσουμε για τον εαυτό μας ούτε τροφή ούτε στέγη. Όλη η ύπαρξή μας και η αξία μας εξαρτιόταν από τον γονιό, που ήταν για μας «παντοδύναμος και τέλειος», μέχρι σιγά – σιγά να απομυθοποιηθεί στα εφηβικά μας χρόνια. Θέλουμε, λοιπόν, προσοχή, επιβεβαίωση και αναγνώριση. Θέλουμε να δεσμεύσουμε τον άλλο, ώστε να εξαρτάται από μας και θέλουμε επίσης αποκλειστικότητα σε όλα αυτά.
  1. Επίσης, ίσως μας ενδιαφέρει το να μπορούμε να ελέγχουμε τον άλλο, εμποδίζοντάς τον να μας ζητάει πράγματα που δεν θέλουμε ή δεν μπορούμε να δώσουμε, ίσως για να μην κουραζόμαστε ή για να μπορούμε να βολευόμαστε. Ή ίσως θέλουμε απλά να μας κάνει τα χατίρια.
Έτσι ψάχνουμε και βρίσκουμε τον τρόπο για να κάνουμε το γονιό να μας δώσει την προσοχή του και αρχίζουμε να μαθαίνουμε να «παίζουμε» ρόλους: Κλαίμε, φωνάζουμε, κρυβόμαστε, απειλούμε, εκμεταλλευόμαστε τις ενοχές του. Αν δεν μπορούμε να έχουμε την προσοχή που θέλουμε σας «καλά» παιδιά, θα γίνουμε «κακά» παιδιά, ώστε με οποιονδήποτε τρόπο να έχουμε την προσοχή, την αναγνώριση και ό,τι ζητάμε.

Σ΄ αυτήν  μας την προσπάθεια αναπτύσσουμε διάφορους ρόλους, που θα χωρίσουμε σε τέσσερις βασικές κατηγορίες:
  • Ο πρώτος ρόλος είναι ο ρόλος του Τρομοκράτη. Μαθαίνουμε από τους γονείς μας, ότι με τη φωνή, με την απειλή και με το να γινόμαστε άγριοι, μπορούμε να έχουμε αυτό που θέλουμε.
  • Ο δεύτερος ρόλος είναι ο ρόλος του Θύματος. Στο ρόλο αυτό δημιουργούμε συνήθως αίσθηση ενοχής στους άλλους, ώστε να τους σταματήσουμε να κάνουν ό,τι μας στενοχωρεί. Κάνουμε ένα συναισθηματικό εκβιασμό παίζοντας τον πληγωμένο ή τον αδικημένο.
  • Ο τρίτος ρόλος είναι ο ρόλος του Απόμακρου. Στο ρόλο αυτό βρίσκουμε ως μόνη λύση, το να απομακρυνθούμε συναισθηματικά, να κλειστούμε μέσα στον εαυτό μας, επειδή δεν αντέχουμε, δεν τα βγάζουμε πέρα σε αυτό το συναισθηματικό παιχνίδι.
  • Ο τέταρτος ρόλος είναι ο ρόλος του Ανακριτή. Στο ρόλο αυτό μαθαίνουμε να προστατεύουμε τον εαυτό μας και επιδιώκουμε να παίρνουμε ενέργεια, προσοχή και να ελέγχουμε τους άλλους ανακρίνοντάς τους.
Είναι δυσάρεστες αυτές οι επικοινωνίες, αυτές οι σχέσεις. Πληγωνόμαστε και εμείς και οι άλλοι και είναι κρίμα, γιατί συνήθως παίζουμε τους ρόλους αυτούς, με ανθρώπους που αγαπάμε.

Αγαπάμε αυτά τα άτομα, αλλά έχουμε τόση ανασφάλεια και αμφιβολία για την αξία μας ώστε αναγκαζόμαστε να μπούμε σε αυτά τα παιχνίδια, για να πάρουμε ενέργεια και ασφάλεια μέσα από την προσοχή, την επιβεβαίωση και την υπακοή των άλλων.

Ποιος αποφασίζει τι σημαίνει τέχνη;

Υπάρχει μια ερώτηση που γίνεται από τους φιλόσοφους και τους κριτικούς τέχνης εδώ και δεκαετίες: Πόσο πρέπει να επηρεάσει η πρόθεση ενός καλλιτέχνη την ερμηνεία σας για το έργο; Τα σχέδια και τα κίνητρα του καλλιτέχνη επηρεάζουν το νόημά του; Ή είναι εντελώς στην κρίση του θεατή;

Η Χέιλι Λάβιτ εξερευνά τον πολύπλοκο ιστό της καλλιτεχνικής ερμηνείας.

Φανταστείτε εσείς και ένας φίλος να περπατάτε σε μια έκθεση τέχνης και ένας εντυπωσιακός πίνακας σας τραβάει τη προσοχή. Το ζωντανό κόκκινο σας φαίνεται ως σύμβολο της αγάπης, αλλά ο φίλος σας είναι πεπεισμένος ότι είναι σύμβολο πολέμου. Και εκεί που βλέπετε αστέρια σε ένα ρομαντικό ουρανό, ο φίλος σας το ερμηνεύει ως ρύπους που προκαλούν την παγκόσμια θερμότητα. Για να λύσετε τη διαφωνία, απευθύνεστε στο διαδίκτυο, όπου διαβάζετε ότι ο πίνακας είναι πιστό αντίγραφο εργασίας του καλλιτέχνη στην πρώτη τάξη: το κόκκινο είναι το αγαπημένο της χρώμα και οι ασημί τελείες είναι νεράιδες.

Τώρα γνωρίζετε τις ακριβείς προθέσεις που οδήγησαν στη δημιουργία αυτού του έργου. Κάνατε λάθος που το απολαύσατε ως κάτι που δεν σκόπευε ο καλλιτέχνης; Σας αρέσει λιγότερο τώρα που ξέρετε την αλήθεια; Πόσο θα έπρεπε ο σκοπός του καλλιτέχνη να επηρεάζει την ερμηνεία σας για το έργο; Είναι μία ερώτηση που γίνεται από φιλοσόφους και κριτικούς για δεκαετίες, χωρίς ομοφωνία στον ορίζοντα.

Στα μέσα του 20ου αιώνα, ο λογοτεχνικός κριτικός Ο. Κ. Γουίμσατ και ο φιλόσοφος Μονρό Μπίρντσλι υποστήριξαν ότι η καλλιτεχνική πρόθεση ήταν άσχετη. Το ονόμασαν Σκόπιμη Πλάνη: την πεποίθηση ότι το να εκτιμάς τον σκοπό του καλλιτέχνη ήταν λανθασμένη. Το επιχείρημα τους ήταν διπλό: Πρώτον, οι καλλιτέχνες που μελετούμε δεν ζουν πλέον, δεν κατέγραψαν τις προθέσεις τους, ή απλά δεν είναι διαθέσιμοι να απαντήσουν ερωτήσεις για τη δουλεία τους. Δεύτερον, ακόμα και να υπήρχε πληθώρα σχετικών πληροφοριών, Ο Γουίμσατ και ο Μπίρντσλι πίστευαν ότι θα μας αποσπούσε από τις ιδιότητες του ίδιου του έργου. Σύγκριναν την τέχνη με ένα επιδόρπιο: Όταν δοκιμάζετε μια πουτίγκα, οι προθέσεις του σεφ δεν επηρεάζουν το αν απολαμβάνετε τη γεύση ή την υφή της. Το μόνο που έχει σημασία, είπαν, είναι ότι η πουτίγκα «λειτουργεί».

Φυσικά, τι «λειτουργεί» για ένα άτομο μπορεί να μη «λειτουργεί» για ένα άλλο. Και αφού διαφορετικές ερμηνείες εμφανίζονται στον καθένα, οι ασημί τελείες στο έργο θα μπορούσαν λογικά να ερμηνευτούν ως νεράιδες, αστέρια, ή ρύποι. Με τη λογική του Γουίμσατ και του Μπίρντσλι, η ερμηνεία του ίδιου του καλλιτέχνη για τη δουλειά του θα ήταν μία από τις πολλές εξίσου αποδεκτές πιθανότητες.

Αν το βρίσκετε προβληματικό αυτό, ίσως συμφωνείτε περισσότερο με τον Στίβεν Ναπ και τον Ουόλτερ Μπέν Μάικλς, δύο θεωρητικούς λογοτεχνίας που απέρριψαν τη Σκόπιμη Πλάνη. Ισχυρίστηκαν ότι το σκόπιμο νόημα του καλλιτέχνη δεν ήταν απλά μία πιθανή ερμηνεία, αλλά η μόνη πιθανή ερμηνεία. Για παράδειγμα, ας υποθέσουμε ότι περπατάς κατά μήκος μιας παραλίας και συναντάς μια σειρά σημάτων στην άμμο που παρουσιάζουν έναν στίχο ποίησης. Ο Ναπ και ο Μάικλς πιστεύουν ότι το ποίημα θα έχανε το νόημα του αν ανακαλύπτατε ότι αυτά τα σημάδια δεν ήταν δουλειά ανθρώπου, αλλά μια παράξενη σύμπτωση δημιουργημένη από τα κύματα.

Πιστεύουν ένας σκόπιμος δημιουργός είναι αυτό που κάνει το αντικείμενο του ποιήματος κατανοητό. Άλλοι στοχαστές υποστηρίζουν μια μέση λύση, υποδηλώνοντας ότι η πρόθεση είναι μόνο ένα κομμάτι σε ένα μεγαλύτερο παζλ. Ο σύγχρονος φιλόσοφος Νόελ Κάρολ πήρε αυτή τη στάση, υποστηρίζοντας ότι οι προθέσεις ενός καλλιτέχνη είναι σχετικές με το ακροατήριό του με τον ίδιο τρόπο που οι προθέσεις ενός ομιλητή είναι σχετικές με του ατόμου που συμμετέχει στην συζήτηση, Για να κατανοήσουμε πώς λειτουργούν οι προθέσεις σε συζήτηση, Ο Κάρολ είπε να φανταστούμε κάποιον να κρατάει τσιγάρο και να ζητά σπίρτο. Απαντάτε με το να του δίνετε αναπτήρα, συμπεραίνοντας ότι το κίνητρο τους είναι να ανάψουν το τσιγάρο. Οι λέξεις με τις οποίες έκανα την ερώτηση είναι σημαντικές, αλλά οι προθέσεις πίσω από την ερώτηση υπαγορεύουν την κατανόησή και τελικά, την απάντηση σας.

Έτσι προς ποιο τέλος αυτού του φάσματος κλίνετε; Πιστεύετε, όπως οι Γουίμσατ και Μπίρντσλι, ότι όταν έχει να κάνει με την τέχνη, η απόδειξη πρέπει να είναι στην πουτίγκα; Ή νομίζετε ότι τα σχέδια ενός καλλιτέχνη και τα κίνητρα για τη δουλειά τους επηρεάζουν το νόημά της; Η καλλιτεχνική ερμηνεία είναι ένας σύνθετος ιστός που πιθανότατα δεν θα προσφέρει ποτέ μια οριστική απάντηση.

Μάθημα από τη Χέιλι Λάβιτ, σε σκηνοθεσία Άβι Όφερ:

 

Σοπενχάουερ: Η μάζα στοχάζεται ελάχιστα

Για να κρύψουν την έλλειψη πραγματικών σκέψεων, κάποιοι έχουν εφεύρει μια εντυπωσιακή μηχανή που κατασκευάζει μεγάλες σύνθετες λέξεις, περίπλοκες κοινοτοπίες, ατέλειωτες προτάσεις, νέες και ανήκουστες εκφράσεις, που όλα αυτά μαζί δημιουργούν μια κατά το δυνατόν δύσκολη γλώσσα, που δίνει την εντύπωση της ευρυμάθειας.


Όμως, με όλα αυτά, στην ουσία δεν λένε τίποτα: όποιος τους ακούει, δεν γίνεται αποδέκτης σκέψεων, δεν νιώθει τη γνώση του να αυξάνει, αλλά αισθάνεται την ανάγκη να αναστενάξει:

«Ακούω τον μύλο να γυρίζει, αλεύρι όμως δεν βλέπω» – ή βλέπει επιτέλους καθαρά πόσο λειψοί, πόσο χαμερπείς, πόσο άχρωμοι είναι αυτοί που κρύβονται πίσω απ΄ αυτή τη βαρύγδουπη απεραντολογία.

Το μεγάλο πλήθος έχει μάτια και αυτιά και σχεδόν τίποτε άλλο – αυτό που κυρίως το διακρίνει είναι η έλλειψη κριτικού πνεύματος και επίσης η βραχεία μνήμη.

Η μάζα στοχάζεται ελάχιστα, γιατί της λείπει ο χρόνος και η άσκηση. Αυτός είναι και ο λόγος που διατηρεί τις πλάνες της για μεγάλο χρονικό διάστημα, χωρίς όμως να είναι, όπως ο κόσμος των διανοούμενων, σαν τον ανεμοδείχτη που κάθε φορά προσαρμόζεται στους ανέμους της μόδας.

Και ευτυχώς που γίνεται έτσι: γιατί θα ήτανε τρομακτική η ιδέα των συνεχών ξαφνικών μεταστροφών αυτής της βαριάς και δυσκίνητης ανθρώπινης μάζας, προπάντων αν αναλογιστούμε πόσα θα μπορούσαν να ξεριζωθούν και να ανατραπούν με αυτές τις απότομες μεταστροφές.

 Άρθουρ Σοπενχάουερ*, Η Τέχνη του να είσαι προσβλητικός
----------------------------
*Ο Άρθουρ Σοπενχάουερ (22 Φεβρουαρίου 1788-21 Σεπτεμβρίου 1860) ήταν Γερμανός φιλόσοφος που χαρακτηρίζεται από τον αθεϊστικό πεσιμισμό του και τη φιλοσοφική του διαύγεια. Έγινε γνωστός κυρίως από το βιβλίο του Ο Κόσμος ως Βούληση και ως Παράσταση, στο οποίο ισχυρίστηκε ότι ο κόσμος μας οδηγείται από μία διαρκώς ανικανοποίητη βούληση καθώς αναζητά αέναα την ικανοποίηση.

Η ΖΩΗ ΣΤΟΝ ΠΡΟΘΑΛΑΜΟ ΤΗΣ ΕΛΠΙΔΑΣ

Κάθε πρωί, φεύγετε από το στενόχωρο διαμέρισμά σας για να πάτε στο Πανεπιστήμιο, θα επιστρέψετε αργά το βράδυ, και οι άνθρωποι που ανήκουν στον κοινωνικό σας κύκλο θα ρωτήσουν αν περάσατε καλή ημέρα – μόνο και μόνο για να φανούν ευγενικοί. Στο εργαστήριο, οι άνθρωποι δείχνουν μεγαλύτερο τακτ: φυσικά και δεν περάσατε καλή μέρα – αφού δεν ανακαλύψατε τίποτε στις έρευνες σας. Δεν είστε επισκευαστής ρολογιών. Το γεγονός ότι δεν βρήκατε τίποτε έχει μεγάλη αξία, δεδομένου ότι αποτελεί μέρος της διαδικασίας της ανακάλυψης – ήδη γνωρίζετε πού να μην ψάχνετε. Άλλοι ερευνητές, γνωρίζοντας τα αποτελέσματά σας, θα αποφύγουν να δοκιμάσουν το ειδικό αυτό πείραμα που εσείς κάνετε, αν βέβαια μια επιστημονική επιθεώρηση έχει τη σοβαρότητα να θεωρήσει ότι το «δεν βρήκα τίποτε» αποτελεί πληροφορία και ως εκ τούτου τη δημοσιεύσει.

Εν τω μεταξύ, όμως, ο γαμπρός σας λειτουργεί ως πωλητής για μια χρηματιστηριακή και δεν παύει να ενθυλακώνει μεγάλες προμήθειες – μεγάλες και σταθερές προμήθειες. «Τα πάει πολύ καλά», δεν παύετε να ακούτε, ιδίως δε, από τον πεθερό σας που μετά από κάθε τέτοια απόφανση αφήνει ένα νανοδευτερόλεπτο κενό ως διάστημα σκέψης – οπότε εσείς συνειδητοποιείτε ότι μόλις έκανε μια σύγκριση. Δεν το ήθελε, αλλά σύγκριση έκανε.

Οι διακοπές είναι μια φρίκη. Πέφτετε πάνω στον ως άνω γαμπρό σας στο πλαίσιο των οικογενειακών συνάξεων και, ανεξαίρετα, βλέπετε ασφαλή σημάδια άγχους να αναπτύσσονται στη γυναίκα σας η οποία, προς στιγμήν, φοβάται ότι παντρεύτηκε τον χαμένο του παιχνιδιού – άσχετα αν ύστερα θυμάται τη λογική του δικού σας επαγγέλματος. Χρειάζεται όμως να καταπολεμήσει το αρχικό της αντανακλαστικό. Η αδελφή της δεν σταματάει να μιλάει για την ανακαίνιση του σπιτιού τους, για τη νέα ταπετσαρία τους. Η γυναίκα σας είναι λίγο περισσότερο σιωπηλή κατά τη διάρκεια του ταξιδιού της επιστροφής. Τα μούτρα που κρατάει χειροτερεύουν επειδή το αυτοκίνητο που οδηγείτε είναι νοικιασμένο, καθώς δεν μπορείτε να πληρώσετε για γκαράζ. Τι πρέπει να κάνετε; Να μετακομίσετε στην Αυστραλία ώστε να γίνουν πιο σπάνιες οι οικογενειακές συνάξεις, ή να αλλάξετε γαμπρό με το να παντρευτείτε μια γυναίκα με λιγότερο «επιτυχημένο» αδελφό;

Ή μήπως θα ’πρεπε να ντυθείτε χίπικα και να γίνετε προκλητικός; Αυτή η λύση μπορεί να είναι καλή για τον καλλιτέχνη, όχι όμως και για τον επιστήμονα ή για τον επιχειρηματία. Νιώθετε παγιδευμένος.

Εργάζεστε σ’ έναν τομέα που δεν αποδίδει άμεσα ή σταθερά αποτελέσματα. Την ίδια στιγμή, οι άνθρωποι γύρω σας δουλεύουν σε τομείς με τέτοια αποτελέσματα. Μπλέξατε. Αυτή είναι η μοίρα των επιστημόνων, των καλλιτεχνών και των ερευνητών που ζουν χαμένοι στην κοινωνία, αντί να ζουν σε μια απομονωμένη κοινότητα ή σε αποικία καλλιτεχνών.

Σε πολλές απασχολήσεις παρατηρούνται αποσπασματικά τα θετικά αποτελέσματα, τα οποία οδηγούν είτε σε μεγάλα κέρδη είτε σε μηδενικό αποτέλεσμα. Πρόκειται για τις απασχολήσεις εκείνες που χαρακτηρίζονται από αίσθηση αποστολής, όπως όταν κανείς αναζητά με πείσμα (σ’ ένα βρομερό εργαστήριο) τη θεραπεία για τον καρκίνο που συνεχώς του ξεφεύγει – ή όταν γράφει ένα βιβλίο που θα αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι βλέπουν τον κόσμο (ενώ ζει με πενταροδεκάρες) – ή όταν συνθέτει μουσική ή όταν ζωγραφίζει μινιατούρες στα βαγόνια του μετρό και τις θεωρεί υψηλή μορφή τέχνης, παρά τις καταγγελίες του ξεπερασμένου «επιστημονικού κριτικού» Harold Bloom.

Αν είστε ερευνητής, θα χρειαστεί να δημοσιεύετε άρθρα που δεν θα έχουν συνέχεια αλλά σε «υψηλού κύρους» εκδόσεις, προκειμένου να σας χαιρετάνε καμιά φορά οι άλλοι όταν τους τρακάρετε σε συνέδρια.

Αν έχετε την ευθύνη μιας εισηγμένης εταιρείας, τα πράγματα ήταν θαυμάσια για σας προτού αποκτήσετε μετόχους, μέχρι τότε δηλαδή που εσείς και κάποιοι συνέταιροί σας ήσασταν μόνοι ιδιοκτήτες, ή έστω μαζί με έμπειρους επενδυτές κεφαλαίου υψηλού κινδύνου (venture capital) που αντιλαμβάνονταν το ενδεχόμενο άνισων αποτελεσμάτων και την αποσπασματική φύση της οικονομικής ζωής. Τώρα όμως έχετε έναν τριαντάρη αναλυτή μετοχών, με αργή σκέψη, ο οποίος «κρίνει» τα αποτελέσματά σας και τα υπεραναλύει. Του αρέσουν τα αποτελέσματα που ανταμείβουν σαν ρουτίνα – και αυτά είναι ακριβώς τα αποτελέσματα που δεν μπορείτε να εξασφαλίσετε.

Πολλοί άνθρωποι ζουν με την αίσθηση ότι κάνουν κάτι σωστά, κι όμως δεν έχουν επί πολύ καιρό να δείξουν κάποιο χειροπιαστό αποτέλεσμα. Απαιτείται να έχουν μια ικανότητα για διαρκώς αναβαλλόμενη ικανοποίηση, αν είναι να επιβιώσουν από τη σταθερή επίδειξη σκληρότητας από μέρους των ομοίων τους, χωρίς να χάσουν το ηθικό τους. Φαίνονται ηλίθιοι στα ξαδέλφια τους, φαίνονται ηλίθιοι στους ομοίους τους, χρειάζονται κουράγιο για να συνεχίσουν την πορεία τους. Δεν τους φθάνει η επιβεβαίωση, ούτε η καταξίωση, ούτε η λατρεία των φοιτητών τους, δεν κερδίζουν Νόμπελ, ούτε Σνόμπελ. «Πώς πήγε η χρονιά σου;» Το ερώτημα αυτό τους δημιουργεί έναν μικρό σπασμό – που πάντως κατορθώνουν να τον συγκρατήσουν, βαθιά μέσα τους, καθώς γνωρίζουν ότι σχεδόν όλα τα χρόνια που πέρασαν θα φαίνονται χαμένα σε όλους τους έξω. Κι ύστερα, μπαμ, έρχεται το αποσπασματικό γεγονός που φέρνει τη μεγάλη δικαίωση. Ή μπορεί και να μην έλθει…

Πιστέψτε με, είναι βαρύ πράγμα να αντιμετωπίζεις τις κοινωνικές επιπτώσεις της φαινόμενης συνεχούς αποτυχίας. Είμαστε κοινωνικά ζώα: η κόλασή μας είναι οι άλλοι.

Όπου το εντυπωσιακό είναι το σχετικό

Η διαίσθησή μας δεν είναι φτιαγμένη για μη-γραμμικές καταστάσεις. Σκεφθείτε τη ζωή μας σ’ ένα πρωτόγονο περιβάλλον, όπου η διαδικασία και το αποτέλεσμα είναι στενά συνδεδεμένα. Διψάτε: το να πιείτε σας φέρνει την κατάλληλη ικανοποίηση. Αλλά και σ’ ένα όχι και τόσο πρωτόγονο περιβάλλον, όταν ασχοληθείτε με το χτίσιμο, ας πούμε, ενός σπιτιού ή μιας γέφυρας, όσο περισσότερη δουλειά επενδύετε τόσο περισσότερα εμφανή αποτελέσματα θα έχετε, συνεπώς το ηθικό σας στηρίζεται από συνεχή ορατή ανάδραση.

Σ’ ένα πρωτόγονο περιβάλλον, το εντυπωσιακό είναι εκείνο που μετράει. Αυτό ισχύει για τη γνώση μας. Όταν προσπαθούμε να συγκεντρώσουμε πληροφορίες για τον κόσμο γύρω μας, έχουμε την τάση να ακολουθούμε την καθοδήγηση της βιολογίας μας, οπότε η προσοχή μας κατευθύνεται χωρίς προσπάθεια προς το εντυπωσιακό – όχι τόσο προς εκείνο που μετράει, όσο προς το εντυπωσιακό. Κατά κάποιο τρόπο, το σύστημα καθοδήγησής μας στράβωσε όσο εξελισσόμασταν μαζί με το περιβάλλον μας – και μεταφερθήκαμε σ’ έναν κόσμο όπου εκείνο που μετράει είναι συχνά βαρετό, μη-εντυπωσιακό.

Πέραν τούτου, θεωρούμε ότι άμα δυο μεταβλητές είναι συνδεδεμένες με αιτιώδη δεσμό, τότε μια σταθερή εισροή στη μια μεταβλητή θα μεταφράζεται πάντα σε αποτέλεσμα στην άλλη. Το συναισθηματικό μας σύστημα είναι σχεδιασμένο για γραμμική αιτιότητα. Αν, για παράδειγμα, μελετάτε κάθε μέρα, έχετε την προσδοκία να μάθετε κάτι αναλογικά με τη μελέτη σας. Αν αισθάνεστε ότι τα πράγματα δεν οδηγούνται πουθενά, τα συναισθήματά σας θα σας κάνουν να χάσετε το ηθικό σας. Όμως η σύγχρονη πραγματικότητα σπανίως μάς επιφυλάσσει το προνόμιο μιας ικανοποιητικής, γραμμικής, θετικής προόδου: μπορεί να σκέφτεστε ένα πρόβλημα επί μια ολόκληρη χρονιά και να μη μάθετε τίποτε – ύστερα, αν δεν χάσετε το ηθικό σας από την έλλειψη αποτελεσμάτων (και δεν παραιτηθείτε) κάτι θα λάμψει στο μυαλό σας ξαφνικά.

Υπάρχουν ερευνητές που επένδυσαν πολύ χρόνο ασχολούμενοι με αυτή την έννοια της ικανοποίησης: η νευρολογία μάς έχει φωτίσει σχετικά με την ένταση που παρατηρείται μεταξύ της άμεσης ανταμοιβής και της ανταμοιβής με καθυστέρηση. Θα προτιμήσετε ένα μασάζ σήμερα, ή δυο την επόμενη βδομάδα; Λοιπόν: το λογικό τμήμα του νου μας, το «υψηλότερο» τμήμα, εκείνο που μας διακρίνει από τα ζώα, μπορεί και υποτάσσει το ζωώδες ένστικτό μας που ζητάει την άμεση ανταμοιβή. Είμαστε συνεπώς λίγο καλύτεροι από τα ζώα, τελικώς – ίσως όμως όχι και πολύ καλύτεροι. Και αυτό, όχι πάντα.

Μη- γραμμικότητες

Η κατάσταση όμως μπορεί να γίνει λίγο τραγικότερη. Ο κόσμος είναι περισσότερο μη-γραμμικός απ’ όσο νομίζουμε, αλλά και απ’ όσο οι επιστήμονες θέλουν να πιστεύουν.

Όταν ισχύει η γραμμικότητα, οι σχέσεις μεταξύ μεταβλητών είναι σαφείς, ξεκάθαρες και σταθερές – οπότε είναι Πλατωνικά εύκολο να τις συλλάβει κανείς με μια απλή πρόταση, όπως «μια αύξηση κατά 10% των χρημάτων στο λογαριασμό μου στην τράπεζα αντιστοιχεί σε 10% αύξηση του εισοδήματος μου από τόκους και σε 5% αύξηση της δουλοπρέπειας του προσωπικού μου τραπεζίτη». Αν, λοιπόν, έχω περισσότερα χρήματα στην τράπεζα, θα πάρω περισσότερο τόκο. Οι μη-γραμμικές σχέσεις μπορεί να κυμαίνονται. Ίσως ο καλύτερος τρόπος για να τις εκφράσει κανείς, είναι να πει ότι δεν μπορούν να εκφραστούν λεκτικά με ικανοποιητικό τρόπο. Ας πάρουμε τη σχέση που υπάρχει μεταξύ της απόλαυσης και του νερού που πίνουμε. Αν βρίσκεστε σε κατάσταση επώδυνης δίψας, τότε ένα μπουκάλι νερό αυξάνει σημαντικά την ευημερία σας. Περισσότερο νερό φέρνει περισσότερη απόλαυση. Τι γίνεται όμως άμα σας δώσω μια δεξαμενή νερό; Προφανώς η ευημερία σας δεν αργεί να γίνει αδιάφορη προς τις τυχόν πρόσθετες ποσότητες νερού. Μάλιστα, άμα σας ζητήσω να επιλέξετε ανάμεσα σε ένα μπουκάλι νερό και μια δεξαμενή, θα προτιμήσετε το μπουκάλι. Συνεπώς, η ευχαρίστησή σας μειώνεται με την πρόσθετη ποσότητα.

Αυτές οι μη-γραμμικές σχέσεις βρίσκονται παντού στη ζωή. Οι γραμμικές σχέσεις αποτελούν, πράγματι, την εξαίρεση: τους αποδίδουμε μεγάλη σημασία μόνο στις σχολικές τάξεις και στα εγχειρίδια, και τούτο επειδή είναι ευκολότερες στην κατανόηση. Χθες το απόγευμα προσπάθησα να κοιτάξω γύρω μου και να γράψω ένα κατάλογο εκείνων των πραγμάτων που θα έβλεπα κατά τη διάρκεια της ημέρας και θα ήταν γραμμικά. Δεν κατόρθωσα να βρω τίποτε – όπως ακριβώς κάποιος που ψάχνει για τρίγωνα και τετράγωνα θα τα βρει στο δάσος του Αμαζονίου ούτε, όπως θα δούμε, κάποιος που αναζητά το τυχαίο του τύπου της καμπύλης σε σχήμα καμπάνας θα το βρει κοινωνικοοικονομικά φαινόμενα.

Παίζεις τοξοβολία κάθε μέρα χωρίς να δείχνεις βελτίωση, κι ύστερα ξαφνικά αρχίζεις να κερδίζεις τον δάσκαλο.

Το παιδί σας δεν φαίνεται να έχει πρόβλημα ομιλίας, όμως δείχνει να μη θέλει να μιλήσει. Η δασκάλα σάς πιέζει να αρχίσετε να σκέφτεστε “άλλες επιλογές”, με άλλα λόγια ψυχοθεραπεία. Διαπληκτίζεστε μαζί της, χωρίς αποτέλεσμα (εκείνη υποτίθεται ότι είναι ειδική). Και τότε, εντελώς ξαφνικά, το παιδί σας αρχίζει να συντάσσει περίπλοκες προτάσεις, ίσως μάλιστα λίγο πιο περίπλοκες απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς για το πλαίσιο της ηλικίας του. Θα το επαναλάβω: η γραμμική πρόοδος, η Πλατωνική αυτή ιδέα, δεν αποτελεί τον κανόνα.

Η ανθρώπινη φύση, η ευτυχία και οι αποσπασματικές μεγάλες ανταμοιβές
Ας αναλύσουμε τώρα τη βασική ιδέα που βρίσκεται πίσω από εκείνο που οι ερευνητές αποκαλούν ηδονική ευτυχία.

Όταν κανείς κερδίζει 1.000.000 δολάρια μέσα σε μια χρονιά, τίποτε όμως στα εννιά χρόνια που προηγήθηκαν, δεν αισθάνεται την ίδια απόλαυση με το αν λάμβανε το ίδιο μεν σύνολο ισοκατανεμημένο όμως στην ίδια χρονική περίοδο, δηλαδή 100.000 κάθε χρόνο επί δέκα χρόνια. Το ίδιο ισχύει και για το αντίστροφο – αν, δηλαδή, βγάλεις ένα μεγάλο ποσό την πρώτη χρονιά, ύστερα όμως τίποτε για την υπόλοιπη περίοδο. Κατά κάποιον τρόπο, το σύστημα απόλαυσής σου θα κορεσθεί σχετικά γρήγορα, δεν θα μεταφέρει στην επόμενη χρήση το ηδονικό υπόλοιπο όπως γίνεται με τον φόρο σε μία δήλωση εισοδήματος. Μάλιστα η ευτυχία σου εξαρτάται πολύ περισσότερο από τις φορές που επέρχεται θετική αίσθηση, εκείνο δηλαδή που οι ψυχολόγοι ονομάζουν «θετική συγκίνηση», παρά από την ένταση με την οποία αυτή καταγράφεται. Με άλλα λόγια, τα καλά νέα είναι πρώτον και κύριον καλά νέα: το πόσο καλά, δεν ενδιαφέρει και τόσο. Προκειμένου να έχεις λοιπόν μια καλή ζωή, θα ’πρεπε να μοιράζεις αυτές τις «συγκινήσεις» όσο το δυνατόν ομαλότερα στον χρόνο. Πολλά μετρίως καλά νέα είναι καλύτερα από μια μεμονωμένη, αποσπασματική περίπτωση υπέροχων νέων.

Ατυχώς, μάλιστα, μάλλον είναι χειρότερο να κερδίσεις 10.000.000 κι ύστερα να χάσεις τα 9.000.000 από το να μην έχεις κερδίσει τίποτε απολύτως! Ασφαλώς θα έχεις αποκτήσει ένα εκατομμύριο (σε σύγκριση με το τίποτε), όμως μπορεί να είναι καλύτερο να είχες μείνει στο τίποτε. (Όλα αυτά, βέβαια, προϋποθέτουν ότι έχεις ενδιαφέρον για τις οικονομικές ανταμοιβές.)

Συνεπώς, από μια στενή λογιστική οπτική γωνία, που θα την ονομάσω εδώ «ηδονικό αλγόριθμο», δεν αποτελεί αποδοτική επιλογή να ρίχνει κανείς τα ζάρια για να πετύχει το ένα μεγάλο κέρδος. Η Μητέρα Φύση μάς προόρισε να αποκομίζουμε απόλαυση από μια σταθερή ροή ευχάριστων μικρών, αλλά πάντως σταθερών, ανταμοιβών. Όπως ήδη είπα, οι ανταμοιβές δεν χρειάζεται να είναι μεγάλες, αρκεί να είναι συχνές – λίγο απ’ εδώ, λίγο απ’ εκεί. Μην ξεχνάτε ότι η κυριότερη ικανοποίησή μας προερχόταν, επί χιλιάδες χρόνια, από το φαγητό και το νερό (συν από κάτι άλλο, πιο ιδιωτικό)· ενώ λοιπόν αυτά τα χρειαζόμαστε σταθερά, δεν αργούμε να φθάσουμε στο σημείο του κορεσμού.

Το πρόβλημα, ασφαλώς, έγκειται στο ότι δεν ζούμε σ’ ένα περιβάλλον όπου τα αποτελέσματα προκύπτουν με σταθερό τρόπο – στην ανθρώπινη ιστορία κυριαρχούν εν πολλοίς οι Μαύροι Κύκνοι. Είναι κρίμα που η σωστή στρατηγική για το τωρινό μας περιβάλλον μπορεί να μη μας επιφυλάσσει εσωτερικές ανταμοιβές και θετική ανάδραση για τις προσπάθειές μας.

Η ίδια ιδιότητα, με αντίστροφη φθορά, εφαρμόζεται και στη δυστυχία μας. Καλύτερα να συγκεντρώνεται όλο το κακό που υφίστασαι σε μια σύντομη περίοδο, παρά να εκτυλίσσεται με μακρότερη διάρκεια.

Όμως, υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που κατορθώνουν να υπερβαίνουν την ασυμμετρία δυστυχίας και χαράς, να ξεφεύγουν από το ηδονικό έλλειμμα, να βγάζουν τον εαυτό τους έξω απ’ αυτό το παιχνίδι – και να ζουν με την ελπίδα.

Ο Πυγμαλίων δίνει πνοή στην Γαλάτεια

Ο Πυγμαλίων ήταν ένας γλύπτης. Πιθανότατα, ο καλύτερος από τους καλλιτέχνες που δούλευαν την πέτρα σε όλη τη χώρα. Ένα βράδυ, βλέπει στον ύπνο του μια πανέμορφη γυναίκα να περπατά υπεροπτικά και αισθησιακά στο δωμάτιό του. Ο Πυγμαλίων πιστεύει πως είναι η Αφροδίτη, η θεά της αγάπης και του έρωτα και σκέφτεται πως η ίδια του έστειλε αυτήν την εικόνα για να του ζητήσει να φτιάξει ένα άγαλμα προς τιμήν της. Το επόμενο πρωί ο Πυγμαλίων πηγαίνει στο λατομείο και εκεί βρίσκει, λες και τον περίμενε, ένα μεγάλο κομμάτι από μάρμαρο που… ταίριαζε στην εντέλεια με την ιδέα του έργου του, τη γυναίκα του ονείρου του, σε φυσικό μέγεθος, όρθια, ελάχιστα γερμένη πάνω σε έναν τοίχο, να κοιτάζει υπερήφανα τον κόσμο των θνητών. Τους επόμενους μήνες ο καλλιτέχνης σμιλεύει την πέτρα αφαιρώντας ό,τι περισσεύει, ώστε να φανεί η απόλυτη ομορφιά του έργου. Κάθε μέρα δουλεύει ακούραστα, κάθε νύχτα ονειρεύεται αυτό το πρόσωπο, αυτό το σώμα, αυτά τα χέρια, αυτήν την πόζα. Το άγαλμα παίρνει σιγά σιγά μορφή και, δεδομένου ότι ο Πυγμαλίων κοιμάται στο εργαστήριό του, η μαρμάρινη γυναίκα είναι η πρώτη φιγούρα που αντικρίζει κάθε πρωί.

Ο Πυγμαλίων, όχι μόνο μπορεί να δει μέσα του το έργο ολοκληρωμένο, αλλά αρχίζει και να φαντάζεται πως θα ήταν αυτή η γυναίκα αν ερχόταν στη ζωή. Με κάθε λάξευμα, ο γλύπτης φανερώνει αυτά που φαντάστηκε και που ξέρει για αυτό το άψογο θηλυκό. Για να την ορίσει τελειότερα της δίνει και όνομα: Γαλάτεια. Όσο διαγράφονται οι λεπτομέρειες στο μάρμαρο, τόσο μεγαλώνει η εμμονή του καλλιτέχνη να δει το έργο του ολοκληρωμένο. Δεν είναι απλά η επιθυμία της ολοκλήρωσης του έργου που θα αισθανόταν οποιοσδήποτε γλύπτης, είναι το πάθος ενός ερωτευμένου να βρεθεί μπροστά στην αγαπημένη του. Τελικά, η μέρα φτάνει. Μένει μόνο ένα γυάλισμα, και η Γαλάτεια θα είναι έτοιμη να παρουσιαστεί στην κοινωνία. «Ο κόσμος θα μείνει άφωνος μπροστά στην ομορφιά σου» λέει στο μάρμαρο.

Εκείνη τη νύχτα, τον ξυπνά ένα αεράκι που μπαίνει από το παράθυρο. Μια πανέμορφη γυναίκα στέκεται μπροστά στη Γαλάτεια. Από μέσα της αναβλύζει μια έντονη λάμψη. Είναι η ίδια η Αφροδίτη. Κατέβηκε στο εργαστήριο για να δει το έργο που έκανε ο Πυγμαλίων προς τιμήν της. «Σε συγχαίρω, γλύπτη, είναι ένα αριστούργημα. Αισθάνομαι πολύ ικανοποιημένη. Ζήτα μου ό,τι θες και εγώ θα το εκπληρώσω» λέει η θεά. Ο Πυγμαλίων δεν διστάζει. Ξέρει τι είναι αυτό που επιθυμεί. Το σκέφτεται εδώ και βδομάδες. «Ευχαριστώ Αφροδίτη. Η μοναδική μου επιθυμία είναι να δώσεις ζωή στο άγαλμά μου. Να επιτρέψεις να μεταμορφωθεί σε γυναίκα από σάρκα και οστά, μια γυναίκα που να είναι, να αισθάνεται και να σκέφτεται όπως εγώ τη φαντάστηκα…» Η θεά το σκέφτεται και τελικά αποφασίζει ότι ο γλύπτης το αξίζει. «Δεκτό» λέει η Αφροδίτη και μετά εξαφανίζεται.

Καθώς η χαρά του παλεύει με την ταραχή του, ο Πυγμαλίων βλέπει πως η Γαλάτεια ανοίγει τα τεράστια μάτια της και πως το δέρμα της αλλάζει από το παγωμένο λευκό του μάρμαρου στο ζεστό ροζ χρώμα της ανθρώπινης επιδερμίδας. Ο καλλιτέχνης την πλησιάζει και της προτείνει το χέρι του, για να την κατεβάσει από το βάθρο. Με μία πριγκιπική χειρονομία, η Γαλάτεια δέχεται το χέρι του Πυγμαλίωνα και κατεβαίνει περπατώντας υπεροπτικά προς το παράθυρο. «Γαλάτεια» λέει ο Πυγμαλίων, «είσαι δημιούργημά μου. Εσωτερικά και εξωτερικά είσαι ακριβώς αυτό που φαντάστηκα, όπως σε επιθύμησα. Αυτή είναι η πιο ευτυχισμένη στιγμή της ζωής κάθε θνητού. Η γυναίκα των ονείρων του, έτσι ακριβώς όπως την ονειρεύτηκε, να στέκει μπροστά του. Παντρέψου με, ωραία Γαλάτεια.» Η πανέμορφη γυναίκα γυρίζει το κεφάλι και τον κοιτάζει πάνω από τον ώμο της για μια στιγμή. Μετά, ξανακοιτάζει την πόλη και του λέει με τη φωνή που ο Πυγμαλίων είχε φανταστεί, αυτό που ο καλλιτέχνης ποτέ δεν είχε σκεφτεί: «Εσύ ξέρεις πολύ καλά τι σκέφτομαι και πως είμαι. Ειλικρινά πιστεύεις ότι κάποια σαν και εμένα θα μπορούσε να συμβιβαστεί με κάποιον σαν και εσένα;»

Megapolisomancy: Η Μαγεία των Πόλεων

Megapolisomancy: Όρος που επινοήθηκε to 1890 από τον Thibaut De Castries στο «απαγορευμένο» βιβλίο: Megapolisomancy: A New Science of Cities.
 
«Η Πόλη δεν είναι παρά η τρισδιάστατη αρχιτεκτονική των παραστάσεων του εγκεφάλου. Ο εγκέφαλος μεταγράφει το χάος του Σύμπαντος, αυτο-κατασκευάζεται συνεχώς, μεταλλάσσεται και επεκτείνεται όπως μία πόλη, χαρτογραφείται και χαρτογραφεί, κατοικείται και κατοικεί. Οι λαβύρινθοι της πόλης σχηματίζουν ένα αρχιτεκτονικό ιερογλυφικό, ένα αόρατο σύμβολο που χρησιμοποιείται ποικιλοτρόπως, ασυνείδητα από τους ενοίκους, συνειδητά από τους κρυφούς επόπτες τους, συνειδητά και από πειρατές που συνδέονται με το σύστημα. Ονειρεύεσαι πόλεις; Δρόμους; Χάρτες και μπαλκόνια και υπόγειους σιδηρόδρομους και βιβλία; Ταξιδιώτες από άλλους σταθμούς του Χωρόχρονου, περνούν από τη μια πόλη στην άλλη, που στέκει η μια πάνω στην άλλη, η μια ανάμεσα στην άλλη, η μια κάτω από την άλλη. Όταν βλέπεις κάποιον να περπατά στο δρόμο, πώς είσαι βέβαιος ότι είναι στ’ αλήθεια εκεί;» -Mauricio Santos-Lobos, The Spider Glyph in Time
 
Έπρεπε, με κάθε θυσία, να ανακαλύψω τί σήμαιναν όλα αυτά.
 
Ήταν άραγε ένα παιχνίδι του μυαλού, που σ’ έκανε να βλέπεις τις πόλεις με διαφορετικό μάτι; Ή μήπως ήταν μια μυστική πραγματικότητα, κάτι απαγορευμένο, κάτι που κανείς δεν συζητά;
Κανένας δεν γνώριζε τίποτε για όλα αυτά. Κανείς εκτός από εμάς.
 
Πάνω απ’ όλα ήταν μια εκκεντρική χίμαιρα. Μια νέα τέχνη ή μια νέα επιστήμη. Δεν ξέρω αν ήθελα στ’ αλήθεια να γίνω ο προφήτης της, αλλά οι Αστυμάγοι και τα φαντάσματα μερικών αγαπημένων μου συγγραφέων με παγίδευσαν στα οράματά της.
 
Τι σημασία έχει αν αυτό είναι ένα άρθρο μου για την αναζήτηση κάποιων παράδοξων μυστηρίων; Τα μυστήρια δεν φανερώνονται ποτέ στους αναζητητές, μέσα από τις σκιές τα μυστήρια τους παρακολουθούν καθώς βαδίζουν μέσα στην πόλη, οι παρανοητικές οντότητες το ξέρουν ότι τις ψάχνεις, η μεγαλούπολη το ξέρει ότι είσαι χαμένος μέσα στο τιτάνιο κρυπτόγραμμά της. Σε βλέπει με μυριάδες αόρατα μάτια.
 
Η μεγαλούπολη με παρακολουθεί, είναι ζωντανή, το ξέρει ότι την κατασκοπεύω, το ξέρει ότι βγήκα για τη μεγάλη και μυστηριώδη περιπολία, την ακούω να με περικυκλώνει, τη νιώθω να με περιεργάζεται. Ναι, σαφέστατα με περιεργάζεται, μέσα από βλέμματα ανώνυμων περαστικών, από παράθυρα, από αντένες, από τζάμια αυτοκινήτων, μέσα από σχάρες υπονόμων, από βιτρίνες, από αδέσποτες γάτες, από κάμερες τραπεζών, από ταράτσες, από πόρτες πολυκατοικιών, από καθρέφτες μέσα σε καθρέφτες, από σκιές μέσα σε σκιές πίσω από σκιές πάνω από σκιές.
 
Ο συγγραφέας είναι καταδικασμένος να γράφει, κρυμμένος στο κρησφύγετό του κάπου μέσα στην πόλη. Θα εξερευνήσω όλα τα μυστικά του Megapolisomancy. Αν καταφέρω να βρω την έξοδο απ’ αυτόν τον λαβύρινθο, θα προδώσω σε όλους τον χάρτη του. Αν όχι, ελπίζω να μην χρειαστεί να ψάξετε τόσο πολύ για μένα, όσο έψαξα εγώ για τον Μαύρο Πυθαγόρα. Ίσως με δείτε να τριγυρνώ μέσα στη πόλη, άγνωστος ανάμεσα σε αγνώστους. Κανένας περαστικός δεν θα μπορεί να φανταστεί τι ετοιμάζω.
 
Μια νέα αστική μεταφυσική για τον 21ο αιώνα.

MEGAPOLISOMANCY: ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ
 
ΕΙΣ-ΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙ-ΠΛΑΝΗΣΗ
 
Θέλησα να εξερευνήσω τα μυστικά των πόλεων, να εγκαθιδρύσω μια εμπνευσμένη αστική εξερεύνηση, να ανακαλύψω τον αόρατη χάρτη που απλώνεται γύρω μου μέσα στην πόλη. Επινόησα τον εξοπλισμό μου και βγήκα εκεί έξω, με προθέσεις που κανείς από τους διαβάτες γύρω μου δεν θα μπορούσε να φανταστεί, χάθηκα μέσα στη μεγαλούπολη για να αποκρυπτογραφήσω τους κώδικες της πολιτειακής κίνησης, τα σύμβολα, τους μαγικούς αστικούς νόμους. Θέλησα να εισέλθω σε εναλλακτικές πραγματικότητες. Να ατενίσω την απόκρυφη πόλη μέσα στην πόλη, εκείνη που κανείς δεν γνωρίζει, εκείνη για την οποία κανείς δεν συζητά, κανείς δεν τη βλέπει.
 
Περιπλανιέμαι μέσα στη μεγάλη πόλη, άγνωστος ανάμεσα σε αγνώστους. Προσπαθώ να κατανοήσω τα μυστικά που κρύβονται στις διαδρομές. Δρόμοι που οδηγούν σε δρόμους που οδηγούν σε δρόμους, που συνδέονται με δρόμους που οδηγούν σε δρόμους. Ο κόσμος μας είναι οι δρόμοι του. Θέλησα να γίνω ο Άρχων των Μονοπατιών.
 
Παρατηρώ τα ονόματα των οδών. Ονόματα συμβολικά, κωδικά, που συμβολοποιούν τις κατευθύνσεις του διαβάτη, φτιάχνοντας έναν χάρτη-εγκυκλοπαίδεια. Η πολεοδομία των ονομάτων. (Να μια ερώτηση που δεν έκανε κανείς ποτέ: Ποιοι βγάζουν τα ονόματα των οδών; Τί υπολογισμούς κάνουν και γιατί; Πού γίνονται αυτές οι συσκέψεις και ποιος τις οργανώνει; Γιατί επιλέγονται κάποια ονόματα; Και γιατί στη συγκεκριμένη οδό;)
 
Παρατηρώ την αριθμοσοφία των οδών, τα μονά νούμερα χωρισμένα από τα ζυγά, οι αριθμοί των δρόμων κατευθύνονται προς την ανατολή ή τη δύση, κάποια οικοδομικά νούμερα είναι χωρισμένα σε Α και Β, πολλές φορές ακόμη και ο ίδιος δρόμος αλλάζει ονόματα καθώς ξετυλίγει τον εαυτό του μέσα στην πόλη. Και συχνά υπάρχει μια ομαδοποίηση στα ονόματα των οδών σε μια περιοχή (οδοί με ονόματα νησιών, οδοί με ονόματα στρατιωτών, οδοί με ονόματα φιλοσόφων, κλπ).
 
Καπάκια με παράξενα σύμβολα στα πεζοδρόμια. Τι είναι αυτό που σημαδεύουν; Ποιος τα τοποθετεί; Ποιος τα χαρτογραφεί; Ποιος τα αποκωδικοποιεί και γιατί; Κάποια περίεργα γκράφιτι σε συγκεκριμένους τοίχους, μηνύματα γραμμένα σε άγνωστα αλφάβητα. Οικοδομικά τετράγωνα στα οποία απαγορεύεται η πρόσβαση. Κλειδωμένες οικοδομές, κρυμμένοι άνθρωποι.
 
Υπόγειες στοές κάτω από την πόλη, δίκτυα ολόκληρα, μυστικές διαδρομές.
 
Κανείς δεν κινείται στις ταράτσες. Υπάρχει μια υπερυψωμένη έρημος πάνω από τα κεφάλια μας. Ταράτσες που συνδέονται μεταξύ τους δημιουργούν εναλλακτικές διαδρομές πάνω από την πόλη. Κεραίες, παντού κεραίες που λαμβάνουν σήματα από το άγνωστο κι ανάμεσά τους κεραίες ασυνήθιστες που παρακολουθούν κωδικοποιημένες εκπομπές σε απαγορευμένες συχνότητες. Υπάρχει ολόκληρη φιλολογία για τις συχνότητες που στήνουν τον ιστό τους στην πόλη, φτιάχνοντας μια κυβερνο-πόλη συχνοτήτων μέσα στην οποία μπορείς να κινηθείς όπως κινείσαι στο Internet.
 
Ανεξιχνίαστα ενεργειακά ρεύματα που διατρέχουν τις πολιτείες μας.
 
Παράξενα εγκαταλειμμένα σπίτια που κανείς δεν τα αναπαλαιώνει ή δεν τα γκρεμίζει. Στοιχειωμένα σπίτια. Θρύλοι της πόλης, Urban Legends που διηγούνται τις πιο περίεργες ιστορίες.

Ποιες διαδρομές ακολουθεί η ροή της Πληροφορίας μέσα στην πόλη;
 
Δρομάκια που δεν υπάρχουν σε κανέναν οδικό χάρτη.
 
Μυστικά σημεία συνάντησης ανθρώπων σε διάφορα ειδικά σημεία της πόλης. Θυροτηλέφωνα που έχουν ένα παράξενο τίτλο στο κουδούνι, ή ονόματα ανύπαρκτων ανθρώπων που δεν ζουν στην οικοδομή, μηνύματα-σημαδούρες για ταξιδιώτες. Εκκλησίες και εκκλησάκια. Αγάλματα που κοιτούν ακίνητα το κενό. Καρτοτηλέφωνα που χτυπούν μόνα τους τη νύχτα, ένας περαστικός σηκώνει το ακουστικό, μιλά ανέκφραστος με κάποιον άγνωστο συνομιλητή, κρατά σημειώσεις, απομακρύνεται και χάνεται μέσα στις σκιές.
 
Κάποτε εξερεύνησα τις περίτεχνες λεπτομέρειες μιας βαμπιρικής αρχιτεκτονικής. Υπάρχουν βαμπιρικά κτίρια μέσα στις πόλεις. Έχουν χαρακτηριστικά αναγνωριστικά στοιχεία. Απομυζούν την ενέργεια των επισκεπτών τους, τη συγκεντρώνουν σαν συσσωρευτές ενέργειας, έπειτα λειτουργούν σαν ενισχυτές γι’ αυτούς που θέλουν να την εκμεταλλευτούν. Πρέπει να κατασκευάσω μια αρχιτεκτονική φιλολογία. Είναι άραγε δυνατόν να υπάρχει μια γοτθική τεχνολογία αιχμαλώτισης των ανθρώπινων ψυχών; (Θυμάμαι έναν φίλο μου να μου λέει ότι μόνο στη Αθήνα κατοικούν πεντακόσιες χιλιάδες Πρόσγειοι, Αστικοί φασματικοί βρυκόλακες. Οι περισσότεροι είναι γόνοι παλιών οικογενειών, μαζεύονται σε παλιά σπίτια, στοιχειώνουν τους ενοίκους τους ή τους ανυποψίαστους περαστικούς).
 
Η πόλη δεν είναι αυτό που φαίνεται, δεν είναι απλά η καθημερινή πραγματικότητά της. Προεκτείνεται με άπειρους τρόπους προς το Φανταστικό. Η πόλη έχει συλλογικό ασυνείδητο. Η πόλη έχει κρυφή αρχιτεκτονική: τις ατμόσφαιρές της, τους ήχους της και τους μυητικούς λαβύρινθούς της. Δεν είναι μόνο η ροή των αυτοκινήτων της, είναι και οι έμμονες πορείες των πουλιών της, που ακολουθούν συγκεκριμένες διαδρομές πτήσης και κυκλωτικά σημεία. Μαζί με τα υπαρκτά της σπίτια, κάπου πρέπει να υπάρχουν και τα σπίτια που φανταστήκαμε ότι θα μπορούσαν να υπάρξουν. Υπάρχουν οι ονειρικές προεκτάσεις των τόπων της, όπως τις είδαμε σε όνειρα, μια ονειρική γεωγραφία, παρούσα αλλά αόρατη γι’ αυτούς που δεν την ονειρεύονται.
 
Η πόλη είναι οι μυστικές της θέες, πανοράματα και τοπία που φαίνονται μόνο από συγκεκριμένα σημεία. Υπάρχουν πολλά σημεία μιας πόλης που μοιάζουν πολύ με σημεία άλλων πόλεων της Ελλάδας και του κόσμου, κι ίσως –για κάποιον που κατέχει το κλειδί τους– αυτά να είναι σημεία σύνδεσης με εκείνες τις άλλες πόλεις, χωροχρονικές γέφυρες. Τα πάντα είναι πιθανά μέσα στην πόλη, που άλλωστε συντίθεται από μια πολεοδομία πιθανοτήτων.
 
Έχω στα χέρια μου παράξενους χάρτες της πόλης που αποκαλύπτουν μια τοπολογία των συμπτώσεων. Χάρτες που σημειώνουν όλα τα σημεία συγκεκριμένων τύπων περιστατικών, αλλά και των ατυχημάτων μέσα στην πόλη, στους οποίους γίνεται φανερή η σχέση τους ή η επανάληψη περιστατικών ή ατυχημάτων στο ίδιο σημείο ή στην ίδια περιοχή, αλλά και χάρτες που σημειώνουν τα μέρη στα οποία οι άνθρωποι αισθάνονται όμορφα ή άσχημα. Επίσης χάρτες που σημειώνουν τα ακριβή περάσματα των UFO και τις κατά καιρούς διαδρομές τους πάνω από συγκεκριμένες περιοχές της πόλης, αλλά και χάρτες που καταγράφουν τις εμφανίσεις των φαντασμάτων της πόλης. Εγώ και οι φίλοι μου –τι ωραίο παιχνίδι– θα μπορούσαμε επίσης να σχεδιάσουμε τα λαβυρινθώδη δίκτυα των φόβων και των ανασφαλειών, των κρουσμάτων ψυχασθένειας και των καλλιτεχνικών εμπνεύσεων, των εφιαλτών και των οραμάτων, καθώς και τα δίκτυα του ύπνου.
 
Ναι, μια πόλη των ιδεών, αρχετυπική, ασυνείδητη, υπερρεαλιστική, υπερβατική.
 
Θέλω να σχεδιάσω χάρτες που θα περιέχουν πληροφορίες για τις ατμόσφαιρες των αστικών τόπων. Χάρτες πόλεων που μαζί με τους δρόμους τους θα καταδεικνύουν και τις έμμονες πορείες των πουλιών. Χάρτες που, μαζί με τα υπαρκτά σπίτια, θα περιέχουν και τα σπίτια που φαντάστηκα ότι θα μπορούσαν να υπάρξουν. Χάρτες αληθινών τόπων που θα συμπεριλαμβάνουν τις ονειρικές προεκτάσεις αυτών των τόπων, έτσι όπως τις είδαν σε όνειρα τα μέλη μιας ομάδας ανθρώπων.
 
Χάρτες που θα σκιαγραφούν ταυτόχρονα και το παρελθόν και το παρόν αλλά και το μέλλον, όπως χάρτες μίας πόλης που θα έχουν αχνά, κάτω από την παρούσα πολεοδομία, τα ίχνη της πολεοδομίας των περασμένων αιώνων, κι ακόμη πιο αχνά τα προβλεπόμενα ίχνη της πολεοδομίας του μέλλοντος, ίσως επιβάλλοντάς την.
 
Θέλω να σχεδιάσω χάρτες της πόλης που θα υποδεικνύουν τα σημεία που συγκεντρώνονται οι επίδοξοι καλλιτέχνες ή οι όμορφες γυναίκες ή οι φαλακροί, οι πράκτορες μυστικών υπηρεσιών, οι χαρτοπαίκτες, οι ζητιάνοι, χωρίς να είναι συνεννοημένοι γι’ αυτό. Χάρτες για κάθε τύπο ανθρώπων που υπάρχει ή που θα μπορούσε να επινοήσει κανείς. Χάρτες θανάτων ή χάρτες γεννήσεων. Φαντάζομαι χάρτες που θα καταγράφουν σημεία της πόλης που βρίσκονται σε επαφή με άλλους κόσμους. Χάρτες που θα σημειώνουν τις διαδρομές ξένων οντοτήτων μέσα στις διαδρομές της καθημερινότητάς μας. Φαντάζομαι χάρτες που θα ξεπερνούν τις προθέσεις των χαρτογράφων τους.
 
Μια χαρτογραφική λογοτεχνία.
 
Μια Μυστική Πόλη που κανείς δεν γνωρίζει το αληθινό της όνομα, σχηματίζει τον χάρτη (το σχέδιο του Αόρατου) των μικρών και μεγάλων μυστηρίων της, της μυθολογίας της, των ονείρων της, των κατοίκων της, των παράξενων περιστατικών της, και όλο εκείνο το συνονθύλευμα από τις αόριστες ατμόσφαιρες που συνθέτουν την πραγματικότητα της. Μια πραγματικότητα που δεν είναι η καθημερινή, αλλά βρίσκεται δίπλα στην καθημερινή, ή από πάνω της, ή από κάτω της, ή –τι τρομακτικό– ανάμεσά της.

Παρακολουθώ την ασταμάτητη ροή της κυκλοφορίας των αυτοκινήτων.
 
Ακολουθούν τους προδιαγεγραμμένους δρόμους που οδηγούν σε όλα τα προδιαγεγραμμένα μέρη. Τα αυτοκίνητα σταματούν όλα μαζί και ξεκινούν όλα μαζί σαν μια ορχήστρα, υπακούοντας στον ρομποτικό μαέστρο που κρύβει κάθε φανάρι. Οι ήχοι τους διασκορπίζονται σε όλη την πόλη, εισχωρούν από τα παράθυρά μέσα στα σπίτια, εισχωρούν από τα αυτιά μέσα στο κεφάλια. Έχουν καταλήξει να συμβολίζουν τη ζωή που δε σταματά ποτέ, ακόμη κι αν φύγεις εσύ, ακόμη κι αν χαθείς για πάντα, αυτά θα συνεχίσουν να τρέχουν στους δρόμους, σκορπώντας τους ίδιους ήχους. Η ζωή συνεχίζεται. Το ρεύμα δεν σταματά, δεν τελειώνει και κανείς δεν μπαίνει στο ίδιο ποτάμι, κατά τη ρήση του Ηράκλειτου. Τα πάντα ρέουν. Τίποτε δεν μένει.
 
Παρακολουθώ με τα μάτια του νου μου την ακατάπαυστη ροή, όλα εκείνα που ρέουν, τα πάντα ρέουν. Τα αυτοκίνητα, οι διαβάτες, το νερό της ύδρευσης, οι αποχετεύσεις, το ηλεκτρικό ρεύμα, το χρήμα που αλλάζει ακατάπαυστα χέρια μολύνοντας τις επιθυμίες και τις αγωνίες, οι εικόνες της τηλεόρασης, η μουσική και οι διαφημίσεις στα ραδιόφωνα, οι τηλεφωνικές συνδιαλέξεις, τα όνειρα μέσα στη νύχτα, το αίμα μέσα στα κορμιά, οι ανταλλαγές σωματικών υγρών στα ερωτικά ζευγάρια, ο άνεμος, τα πουλιά που περνούν αθόρυβα, ο ήλιος και οι κινήσεις των ουρανίων σωμάτων, τα αεροπλάνα, τα UFO, τα έντομα, τα μηχανάκια με τις τρυπημένες εξατμίσεις, τα είδωλα στους καθρέφτες και οι σκιές στους τοίχους, οι αφίσες και οι βιτρίνες, τα λεωφορεία, οι λέξεις που τρέχουν η μια πίσω από την άλλη στα κείμενα και στις σελίδες, τα λόγια που ξεφεύγουν από το στήθος μας και μπαίνουν στα κεφάλια των άλλων και ταξιδεύουν μαζί τους μέσα στην πόλη, οι διανομές των προϊόντων, τα σύννεφα που περνούν κι όλο περνούν, τα κύματα στο λιμάνι, τα πλοία, οι νύχτες, τα τραίνα, τα σκουπίδια στους δρόμους, οι σκέψεις, τα πάντα ρέουν, ρέουν ασταμάτητα, η ίδια η πόλη ρέει, τίποτε δεν μένει.
 
Ναι, η πόλη είναι ένας ζωντανός οργανισμός
 
Το κέντρο της είναι η καρδιά του, τα κτίρια και οι δρόμοι είναι το σώμα του, τα δίκτυα των κομπιούτερς, τα πανεπιστήμια, οι βιβλιοθήκες και τα σχολεία είναι το μυαλό του, η αγορά είναι το πεπτικό του σύστημα, οι αποθήκες είναι το στομάχι του, τα πάρκα και τα άλση είναι ο πνεύμονας του, το ηλεκτρικό ρεύμα είναι το αίμα του, τα τηλέφωνα είναι τ’ αυτιά του, οι τηλεοράσεις και οι κεραίες είναι τα μάτια του, οι αποχετευτικοί αγωγοί είναι τα έντερά του, οι σκουπιδότοποι είναι οι αφοδεύσεις του, οι άνθρωποι και τα αυτοκίνητα είναι τα κύτταρά του, η αστυνομία, ο στρατός, οι υπηρεσίες του Δήμου, η πολεοδομία και τα νοσοκομεία, είναι τα αντισώματά του, τα αυθαίρετα προάστια είναι οι παρασιτικοί του οργανισμοί, τα αρχαία ερείπια και οι θρησκευτικοί ναοί είναι η ψυχή του, οι διαφημίσεις και οι κινηματογράφοι είναι τα όνειρά του.
 
Αμέτρητοι σκοτεινοί κόσμοι που ξετυλίγουν τον κρυφό εαυτό τους κάτω από την πόλη, κάτω από τα πόδια μου καθώς βαδίζω στον δρόμο. Υπόγειες στοές και τούνελς. Στοές που έφτιαξαν οι αρχαίοι για να ξεφεύγουν από το κάστρο, και να βγαίνουν κατ’ ευθείαν στη θάλασσα, αφήνοντας τους πειρατές να τους ψάχνουν. Στοές που συναντιούνται με χριστιανικές κατακόμβες.
 
Κατακόμβες που συναντιούνται με τεράστιες υπόγειες κατασκευές, τόπος συνάντησης και λατρείας των αρχαίων για υποχθόνιες θεότητες. Κατασκευές που συναντιούνται με σπήλαια και σεισμικά ρήγματα. Σπήλαια που συναντιούνται με καταφύγια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Καταφύγια που συναντιούνται με υπόγειες σήραγγες αγνώστου προελεύσεως, και σήραγγες που συναντιούνται με συστήματα υπονόμων και με τα τούνελς του Μετρό. Τούνελς που συνδέονται με στοές κατασκευασμένες από τον στρατό, για γρήγορη και μυστική μετακίνηση προσωπικού, για αποστολές αιφνιδιασμού. Λαγούμια ανταρτών και ληστών, που οδηγούν σε υπόγεια τραπεζών ή σε κάποια ερημική τοποθεσία.
 
Μικρά συστήματα και δίκτυα από στοές, που μετασχηματίζονται συνέχεια σε όλο και μεγαλύτερα δίκτυα, όταν οι μεταγενέστεροι ένωναν τα καινούργια με τα παλιά, καλύπτοντας έτσι όλο και πιο μεγάλες αποστάσεις. Κι έπειτα, άλλοι ερχόντουσαν και έφτιαχναν απλώς τις συνδέσεις τέτοιων συστημάτων με άλλα παλαιότερα, με αποτέλεσμα να υπάρχουν σήμερα τεράστια υπόγεια δίκτυα για τα οποία σχεδόν κανείς δεν γνωρίζει τίποτε.
 
Κρυφά μέσα στην πόλη, ανάμεσα από τους δρόμους, πρασιές ενώνονται με πρασιές, ακάλυπτοι και εσωτερικές αυλές ενώνονται με πυλωτές και μικρά πάρκινγκ… Μπορείς να μπεις μέσα σε μια πολυκατοικία, να βγεις στην πρασιά, κι από εκεί σε έναν μεγάλο ακάλυπτο, να πηδήξεις μια μάντρα, κι έπειτα μια άλλη, και μέσα σε ελάχιστο χρόνο να βρεθείς πέντε οικοδομικά τετράγωνα πιο πέρα… Μπορείς να μπεις σε μια αυλή, να εξαφανιστείς, και να βρεθείς τριακόσια μέτρα πιο μακριά. Κι από εκεί, πάλι το ίδιο, και να βρεθείς τόσο μακριά που ούτε κι εσύ δεν θα το πιστεύεις…
 
Χωρίς κανείς να σε δει. Μπορείς να τρυπώσεις σε έναν ακάλυπτο, να βγεις στο φωταγωγό, να ανεβείς στην ταράτσα και, αφού πολλές ταράτσες κτιρίων είναι ενωμένες, να πηδήξεις από ταράτσα σε ταράτσα, κι έπειτα να κατεβείς, να βγεις σε μια πρασιά δέκα κτίρια μακριά από εκεί που ξεκίνησες, να πηδήξεις μια μάντρα, να βγεις σε έναν άλλο ακάλυπτο, κι από εκεί σε ένα υπόγειο, κι από εκεί σε ένα εργοτάξιο, κι από εκεί σε μια κλειστή αυλή, κι από εκεί σε ένα στενάκι δέκα σύμπαντα μακριά από οπουδήποτε. Μόνος και αθόρυβος. Χωρίς να χρησιμοποιήσεις καμία συμβατική διαδρομή. Έξω από κάθε εποπτεία, έξω από κάθε πρόβλεψη, έξω από κάθε καθημερινή λογική.
 
Οι μυστικές διαδρομές της πόλης, γίνονται οι μυστικές χαράξεις μονοπατιών που οδηγούν σε τόπους μιας άλλης λογικής. Η μυστική πόλη ποτέ δεν είχε φανερές διαδρομές. Πάντα κρυβόντουσαν, από αυλή σε αυλή, από ταράτσα σε ταράτσα, από μαγαζί σε μαγαζί, από βιβλίο σε βιβλίο, από σπίτι σε σπίτι, από κεφάλι σε κεφάλι…
 
Οι νέες τεχνολογίες κατασκευάζουν τις αόρατες παραμέτρους του χώρου: τα ηλεκτρομαγνητικά πεδία. Ένα Invisible Urbanism, μια αόρατη αστικοποίηση, μια ηλεκτρομαγνητική αρχιτεκτονική, ένα τεχνητό κλίμα από Hertz (=συχνότητες, Η/Μ ακτινοβολία), αυτά είναι μερικά από τα παραδείγματα της τεχνητής γεωγραφίας των νέων μεγαλουπόλεων. Τα σπίτια μας είναι σταυροδρόμια από ρεύματα ψηφιακής και Χερτζιανής ηλεκτρομαγνητικής πληροφορίας.
 
Ο πολιτειολόγος και πολεοδόμος δοκιμιογράφος Paul Virilio έγραφε από το 1984 ακόμη: «Η ημέρα η ίδια έχει αλλάξει. Έπειτα από την ηλιακή μέρα της αστρονομίας, τώρα έχουμε την ηλεκτρονική πλαστή ημέρα, που το μόνο ημερολόγιό της είναι εκείνο της συχνότητας των “flops” της δυαδικής πληροφορίας, και είναι τελείως ξεκομμένο από τον πραγματικό χρόνο. Αποστερημένα από αντικειμενικά όρια, τα αρχιτεκτονικά στοιχεία αρχίζουν να παρασύρονται “αλλού”, να πλέουν σε έναν ηλεκτρονικό αιθέρα, απογυμνωμένα από χωροταξικές διαστάσεις, η μόνη τους εγκοσμιότητα είναι εκείνη μιας ζωντανής ροής ηλεκτρονίων»

Η ηλεκτρονική αιθερική πόλη των δικτύων, αόρατη, στέκει ανάμεσα στην υλική πολιτεία, διαμέσου αυτής και διατονικά αυτής. Είμαστε η πρώτη γενιά που κινείται ανάμεσα απ’ αυτά τα αόρατα πεδία, είμαστε η πρώτη γενιά που εργάζεται καθημερινά με τις ηλεκτρομαγνητικές παραμέτρους του χώρου. Η πόλη έχει μεταλλαχθεί ηλεκτρομαγνητικά σε ένα νέο περιβάλλον αιθερικής αρχιτεκτονικής των πεδίων.
 
Η πόλη δεν είναι τυχαία! Τίποτε δεν είναι τυχαίο μέσα στην πόλη, όλα έχουν την προκαθορισμένη χρήση τους αλλά και αρκετές εναλλακτικές. Μπορείς να χειριστείς την πόλη αν το γνωρίζεις αυτό σε όλες τις παραμέτρους του. Η μεγαλούπολη είναι μια νέα φύση, είναι μεταλλαγμένη τεχνητή φύση. Κάθε πότε πατάτε στο έδαφος; Εννοώ, το φυσικό έδαφος. Κλιματισμός, φως, μεταφορές, επικοινωνίες, ύδρευση, θέες, ηδονές, αξίες, ανάγκες, κλπ, όλα μέσα στην πόλη είναι τεχνητά. Κατασκευασμένα από ανθρώπους, όχι με τυχαίο τρόπο. Ουσιαστικά, η ίδια η μεγαλούπολη είναι εφαρμοσμένη Αστυμαγεία. Οι νόμοι της είναι είτε αόρατοι είτε αυτοματικοί.
 
Δεν είμαστε παρά αυτόματα που υπακούν στους νόμους της πόλης. (Τους νόμους που επιβάλλει το Βιοτεχνικό Ιερατείο). Αλλά, θα μπορέσουμε άραγε να χειριστούμε τους αυτοματισμούς της πόλης με τέτοιο τρόπο ώστε να της επιβάλλουμε τους δικούς μας προσωπικούς νόμους; Θα προλάβουμε να χειριστούμε την πόλη ή θα μας αφομοιώσει τελείως; Κινδυνεύουμε να αστικοποιήσουμε τον εαυτό μας, έτσι ώστε τελικά να γίνουμε ένα οργανικό κομμάτι της ανόργανης πόλης.
 
Η πόλη είναι ένα ανόργανο ον, το οποίο καθημερινά αναπτύσσει όλο και πιο πολυσύνθετη παρα-νοημοσύνη. Κι όμως, αν το αφουγκραστείς με το σωστό τρόπο, καθημερινά διηγείται τα μυστικά του. Θέλω να πω πολλά, να αποκαλύψω θριαμβευτικά τους μεγαλύτερους αστικούς μυστικισμούς. Θέλω να καταγράψω πράγματα που κανείς δεν προσέχει, που κανείς δεν βλέπει, κανείς δεν γνωρίζει, κανείς δεν φαντάζεται. Θέλω να μιλήσω για τους νέους μύθους της πόλης, να τους ανακαλύψω εγώ ο ίδιος και να τους διαδώσω.
 
Θέλω να μιλήσω και για τους τρόμους της πόλης. Για όλα αυτά που κρύβονται στο σκοτάδι.
 
Η ΔΕΗ εισπράττει απίστευτα χρηματικά ποσά κάθε μήνα, για ηλεκτρικό ρεύμα που ξοδεύεται άχρηστα, από εκείνα τα φώτα που μένουν ανοιχτά όλη τη νύχτα στις εισόδους των πολυκατοικιών, που τα αφήνουν αναμμένα οι ένοικοι για να μην έχουν να αντιμετωπίσουν τον απόλυτο τρόμο της πόλης: να μπεις μέσα σε μία σκοτεινή πολυκατοικία αργά τη νύχτα, ψάχνοντας στο σκοτάδι του αγνώστου για τον διακόπτη. Ο τρόμος στην πόλη έχει πολλά πρόσωπα, αλλά δύο απ’ αυτά είναι εκείνα που τα μοιράζονται όλοι φοβισμένα και τα προσεγγίζουν με φόβο ψυχής: οι σκοτεινές είσοδοι κάποιων πολυκατοικιών και τα σκοτεινά στενάκια με τις χαλασμένες λάμπες του δρόμου. Θα μπορούσαμε να ονομάσουμε αυτήν την –απελπισμένα επιθυμητή από όλους– σπατάλη ηλεκτρικού ρεύματος: Τρομορεύμα.
 
Θα σπάσω τους κώδικες, θα καταλάβω τι συμβαίνει. Θα το διδαχθώ μέσα από την ίδια μου την περιπέτεια. Θα εξερευνήσω με όλους τους πιθανούς τρόπους την πόλη, θα γίνω αστικός εξερευνητής, Αστυμάγος, Πολιτειουργός. Θα επινοήσω τον αποκρυφισμό μου. Θα εκσφενδονίσω εκεί έξω –στη Μυστική Ελλάδα– αμέτρητες εξωτικές αστικές εμπνεύσεις, τους νέους θρύλους της αστικής φαντασίας και τους μυστικούς νόμους της νέας μου επιστήμης: του Megapolisomancy (Μεγα-πολις-μαντεία), της μαγείας των μεγαλουπόλεων. Στρίβω από εκείνη τη γωνία και χάνομαι.
 
Είμαι ακόμη ένας διαβάτης ανάμεσα στους διαβάτες.
 
Κανείς δεν ξέρει τι σχεδιάζω.-

Ιούνιος: ο Μήνας της Θεάς Ήρας

Ιούνιος: Θέρος, τρύγος, πόλεμος και στ’ αλώνισμα χαρές!
 
«Γεια σου θεριστή, λεβέντη, που θερίζεις τα σπαρτά κι ωριμάζεις και τα σύκα, Ορνιαστή μου απ’ τη συκιά»
 
Ο Ιούνιος πήρε το όνομά του από την Θεά Ήρα την σύζυγο του Θεού Δία, η οποία στα λατινικά ονομάζονταν Juno. Είναι ο δέκατος μήνας κατά το εκκλησιαστικό ημερολόγιο που αρχίζει τον Σεπτέμβριο κι ο τέταρτος κατά το παλαιό ρωμαϊκό ημερολόγιο. Στο αττικό ημερολόγιο ήταν ο δωδέκατος μήνας και ονομάζονταν Σκιροφοριών διάρκειας 29 ημερών και αντιστοιχεί με το χρονικό διάστημα από 24 Μαΐου έως 22 Ιουνίου. Σε άλλες πόλεις της αρχαίας Ελλάδας τελευταίος μήνας του χρόνου θεωρούνταν ο Ποσειδών ο οποίος στην Αθήνα λογίζονταν ως ο έκτος μήνας του έτους.
 
Στην ελληνική μυθολογία η Ήρα ήταν σύζυγος του Δία, κόρη του Κρόνου και της Ρέας. Ήταν η Θεά του γάμου . Ζήλευε τον άνδρα της Δία για τις απιστίες του προς αυτήν και πολλές φορές εκδικήθηκε τις γυναίκες με τις οποίες την απατούσε ο Δίας. Ταυτιζόταν κατά την Ρωμαϊκή Μυθολογία με τη Θεότητα Γιούνο ενώ στην Ετρουσκική με την Θεότητα Ούνι. Η γέννηση της βασίλισσας των Θεών τοποθετείται σε σημεία. Μερικά από αυτά είναι η Σάμος ή η Στυμφαλία ή η Εύβοια. Ο Κρόνος την κατάπιε, προσπαθώντας να πολεμήσει τη μοίρα του, καθώς η Γαία και ο Ουρανός του είχαν προφητεύσει πως ένας απόγονός του θα διεκδικούσε την εξουσία. Μόνο όταν η Ρέα κατόρθωσε να ξεγελάσει τον Κρόνο, τότε η Ήρα ξαναείδε το φως. Προς τιμήν της Ήρας γίνονταν γιορτές σε πολλές πόλεις της αρχαίας Ελλάδας και ονομάζονταν Ηραία. Τα λαμπρότερα Ηραία γίνονταν στο Άργος, τη Σάμο και την Ολυμπία. Οι ναοί προς τιμήν της Ήρας είχαν το όνομα Ηραίον. Το πιο σημαντικό Ηραίον στον Ελλαδικό χώρο είναι το Ηραίον της Σάμου.
 
Απόγονοι της Θεάς Ήρας ήταν οι Κάδμειοι (ανάμεσά τους κι ο Θεός Διόνυσος) οι Πελοπίδες (ο Αγαμέμνονας, ο Μενέλαος, ο Θησέας, ο Αίγισθος, ο Ορέστης, η Ηλέκτρα, η Ιφιγένεια, ο Αμφιτρύωνας, η Αλκμήνη, ο Ευρυσθέας, ο Ιόλαος, ο Ηρακλής) οι Θεστιάδες (η Αλθαία, η Λήδα, ο Μελέαγρος, η Δηιάνειρα, οι Διόσκουροι, η Ωραία Ελένη, ο Αμφιάραος) ο Ασκληπιός, οι Παλικοί, ο Αιγέας κι ο ληστής Περιφήτης.
 
Ο Λεύκιος Ιούνιος Βρούτος, ήταν ο πρώτος Ύπατος που θεμελίωσε την Δημοκρατία στην Ρώμη, τον 5ο αιώνα π.κ.ε. και με την αναμόρφωση του Ρωμαϊκού Ημερολογίου από τον Νουμά Πομπίλιο έλαβε ο μήνας Ιούνιος την έκτη θέση στο δωδεκάμηνο Ρωμαϊκό Ημερολόγιο, θέση που διατηρεί μέχρι σήμερα.
 
Τον Ιούνιο έχουμε το θερινό ηλιοστάσιο με τη μεγαλύτερη μέρα του χρόνου για το Βόρειο Ημισφαίριο, που πρακτικά σημαίνει την έναρξη του καλοκαιριού.
 
Στο διάστημα αυτό στην Αθήνα γιορτάζονταν τα: Βενδίδεια, προς τιμή της Θρακικής Θεότητας Βενδίδας (Αρτέμιδας), από τους εμπόρους μέτοικους από τη Θράκη, που κατοικούσαν στον Πειραιά. Το επίκεντρο των εκδηλώσεων ήταν στον Λόφο της Μουνιχίας (σημερινή Καστέλα) κι αυτό που εντυπωσίαζε τους γηγενείς Αθηναίους ήταν η έφιππη λαμπαδηδρομία και η ολονύκτια διασκέδαση των συμμετεχόντων. Η γιορτή των Βενδιδείων αποτελεί το εναρκτήριο θέμα της «Πολιτείας» του Πλάτωνος.
 
Καλλυντήρια και Πλυντήρια, γιορτές που σχετίζονταν με τον καθαρισμό του ναού της θεάς Αθηνάς.
 
Σκιροφόρια, γυναικεία γιορτή προς τιμή τηςΔήμητρας και της Περσεφόνης.
 
Διιπόλια ή Διπολίεια, εορτή αφιερωμένη στον Δία με θυσία βοδιού.
 
Τον Ιούνιο ξεκινούν οι μεγάλες δουλειές των γεωργών, θέρος, τρύγος, πόλεμος!
 
Στη νεώτερη Ελλάδα, ο Ιούνιος έχει πολλές λαϊκές ονομασίες: Θεριστής, λόγω του ότι είναι ο κατεξοχήν μήνας του θερισμού των δημητριακών. Αλυθτσατσής, Ρινιαστής, Ορνιαστής και Απαρνιαστής, ονομασίες που προέρχονται από την τεχνητή γονιμοποίηση των ήμερων σύκων, με καρπούς αγριοσυκιάς. Κερασάρης και Κερασινός, λόγω της ωρίμανσης των κερασιών. Τζιτζικάρης, λόγω της δυναμικής παρουσίας των τζιτζικιών.
 
Σε διαφορετικές περιοχές της Ελλάδος ο Ιούνιος έχει την δική του ξεχωριστή ονομασία: Στα Γρεβενά αναφέρεται ως Κερασάρης και στον Πόντο Κερασινός επειδή ωριμάζουν τα κεράσια, ενώ λόγω του «ερινασμού» ή «ορνιασμού» (τεχνητή γονιμοποίηση με ορνούς ή καρπούς άγριας συκιάς) των ήμερων σύκων ονομάζεται Ορνιαστής στην Άνδρο, Ρινιστής στην Πάρο και Απαρνιαστής σε διάφορα άλλα μέρη.
 
Στο Μανιάκι Πυλίας αφήνουν ένα κομμάτι αθέριστο και λένε ότι είναι τα γένια του νοικοκύρη, τον οποίο σηκώνουν στα χέρια ψηλά & τον αφήνουν να πατήσει στη γη, μόνο αν τάξει στους θεριστές κρασί και κότα.
 
Στη Σκύρο σαν αποθερίσουν, αφήνουν δύο λημάρια αποθέρι στο χωράφι άθερα, για χαρά του χωραφιού και για να φάνε τα πουλιά και τα αγρίμια.
 
Στην Κάρπαθο χαράσσουν με το δρεπάνι ένα κύκλο, που περιλαμβάνει τα τελευταία στάχυα. Στον κύκλο μπαίνει η νεαρότερη θερίστρια, σταυροκοπιέται και πετάει επάνω το δρεπάνι της φωνάζοντας:
 
«Και του χρόνου, καλαλωνεμένα, καλοφαωμένα, καλοπρουκισμένα!»
 
Είναι όμως κυρίως γνωστός ως Θεριστής: «αρχές του Θεριστή, του δρεπανιού μας η γιορτή» αφού συνδέεται άμεσα με την ωρίμανση και τον θερισμό των δημητριακών. Το θέρισμα γίνεται με το δρεπάνι αρχίζοντας από το μέρος που έχει λυγίσει τα στάχυα ο αέρας. Αυτόν το μήνα ξεκινούσε στο χωριό ο Θέρος και κράταγε όλο το χωριό στο πόδι μέρα – νύχτα. Tο χωριό κατά βάση φτωχό είχε πρώτο μέλημα να εξασφαλιστεί το «σόδιμα», για να μπει στ’ αμπάρι να θρέψει τη φαμελιά. Δεν υπήρχε πεζούλα ή άκρη που να μην σπείρουν οι χωριανοί.
 
Μερικές παροιμίες για τον Ιούνιο είναι οι εξής:
 
«Αρχές του θεριστή, του δρεπανιού μας η γιορτή»
«Ο Μάης θέλει το νερό κι ο θεριστής (=Ιούνιος) το ξύδι»
«Όποιος έχει την κατάρα του παππού, πάει τον Μάη εργάτης κι όποιος έχει του πρωτόπαππου πάει τον Ιούνιο»
«Από το θέρος ως τις ελιές δεν απολείπουν οι δουλειές»
«Θέρος, τρύγος, πόλεμος και στ’ αλώνισμα χαρές!»
«Πρωτόλη (Ιούνιε), Δευτερόλη (Ιούλιε) μου, φτωχολογιάς ελπίδα»
«Το τραγούδι του Θεριστή, η χαρά του Αλωνιστή»
«Τον Ιούνιο αφήνουν το δρεπάνι και σπέρνουν το ρεπάνι»
 
Θερινό ηλιοστάσιο
Στις 21-22 Ιουνίου ο Ήλιος φτάνει στο βορειότερο σημείο της εκλειπτικής και αρχίζει να κατέρχεται και πάλι «τρεπόμενος» προς τον ουράνιο ισημερινό. Το σημείο αυτό, ονομάζεται θερινό τροπικό σημείο ή απλά θερινή τροπή, επειδή ο Ήλιος τρέπεται και πάλι προς τον ισημερινό, και από την ημέρα αυτή αρχίζει το καλοκαίρι. Επειδή, μάλιστα, για μερικές ημέρες πριν και μετά τη θερινή τροπή ο Ήλιος φαίνεται να αργοστέκει πάνω στην εκλειπτική, σαν να είναι έτοιμος να σταματήσει, το θερινό τροπικό σημείο ονομάζεται επίσης και θερινό ηλιοστάσιο.
 
Πριν από 2.000 χρόνια το σημείο του θερινού ηλιοστάσιου βρίσκονταν στον αστερισμό του Καρκίνου γι’ αυτό και ο Βόρειος Τροπικός Κύκλος ο οποίος διέρχεται από το σημείο αυτό ονομάστηκε «Τροπικός του Καρκίνου». Μετά τη θερινή τροπή, ο Ήλιος αρχίζει να κατεβαίνει προς το Νότο, άρα «καρκινοβατεί» κάνει δηλαδή μια οπισθοδρομική κίνηση σαν τον κάβουρα. Φυσικά, σήμερα, λόγω της μετάπτωσης των ισημεριών, το σημείο του θερινού ηλιοστάσιου βρίσκεται στον αστερισμό των Διδύμων, ενώ ο Ήλιος εισέρχεται στον αστερισμό του Καρκίνου στις 21 Ιουλίου και παραμένει εκεί επί 21 ημέρες μέχρι τις 11 Αυγούστου.
 
Ιστορική αναδρομή του εθίμου
Ο Κλήδονας είναι ένα  έθιμο που έχει τις ρίζες του στην αρχαιότητα
Στην επoχή του Ομήρου, χρησιμοποιούσαν τη μαγεία του Κλήδονα για να μαντέψουν τα μελλούμενα.  Ο Παυσανίας (Βοιωτικά), σχετικά με τον κλήδονα,  αναφέρει τα εξής: «Στη συνέχεια του Ηρακλείου (της Θήβας) υπάρχει γυμνάσιο και στάδιο, που και τα δυο έχουν το όνομα του Θεού. Πέρα από το Σωφρονιστήρα λίθο υπάρχει βωμός του Απόλλωνα του επονομαζόμενου Σποδίου. Ο Βωμός του Απόλλωνα σχηματίστηκε από τη στάχτη των σφαγίων. Εδώ συνηθίζεται μαντική από κληδόνων την οποία ξέρω ότι τη χρησιμοποιούν οι Σμυρνιοί περισσότερο απ’ όλους τους Έλληνες και οι Σμυρνιοί έχουν πάνω από τη πόλη, έξω από το τείχος, ιερό των κληδόνων («κληδόνων ιερόν»).
 
Οι Θηβαίοι θυσίαζαν ταύρους στον «Σπόδιο Απόλλωνα»
Ο Απόλλωνας ήταν ένας από τους 12 θεούς του Ολύμπου, ο σπουδαιότερος μετά τον Δία. Σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη, η λατρεία του εισήλθε στον ελλαδικό χώρο από την Ανατολή. Άλλες θεωρίες φέρουν τους Δωριείς ως κομιστές της λατρείας του αλλά και την ως τόπο εμφάνισης του, την Κρήτη, μέσω της οποίας η λατρεία του μεταλαμπαδεύτηκε στην Μικρά Ασία. Διέθετε γύρω στις 350 επικλήσεις, προσωνύμια και τοπικές λατρείες του, θεραπευτής, μάντης και ηλιακός «Φοίβος» Πιθανότατα να αποτέλεσε έμπνευση για τον Θεό Απλού στην ετρουσκική μυθολογία.
 
Με την επίδραση του Νίτσε και την διάδοση της φιλοσοφίας του και των βιβλίων του στα νεότερα χρόνια, ο άνθρωπος άρχισε να βλέπει ως βασική στην ελληνική θρησκεία την ΔΙΑΚΡΙΣΗ κι αντίθεση ανάμεσα στον φωτεινό, λογικό, τακτικό, συνετό Απόλλωνα Θεό της αρμονίας και της τάξης και στον συναισθηματικό, μυστικιστή και παράφορο Διόνυσο, Θεό της μέθης, των ενστίκτων και του παρορμητισμού. Ο αντιθετικός αυτός διαχωρισμός σε Απολλώνιο και Διονυσιακό στοιχείο επικράτησε, παρόλο που η σύνδεση του Απόλλωνα με το μαντείο των Δελφών δεν έγινε μόνο βάσει ορθολογιστικών παραγόντων, αλλά κυρίως λόγω πολιτικών σκοπιμοτήτων της εποχής. Επιπρόσθετα η τάση του για εξιλασμούς είναι πλησιέστερη στο συναισθηματικό παρά στο λογικό πεδίο. Ωστόσο, με την ανοικοδόμηση του Ναού του Απόλλωνα και την αναπαράσταση σε αυτόν και των δύο αντίθετων Θεοτήτων, γίνεται εμφανής μια απόπειρα συγκερασμού των στοιχείων και γεφύρωσης των διαφορών των δύο Θεών και η παγίωση μιας νέας εποχής για τη θρησκευτική λατρεία.
 
Στα χρόνια του Βυζαντίου συναντάμε το έθιμο σαν λατρεία του Ήλιου του Θεού Απόλλωνα.
 
Φωτιές ανάβονται και ο λαός πηδά πάνω από αυτές για να εξαγνίσει το κακό, όπως και σήμερα. Με τα χρόνια ο Κλήδονας χάνει το χαρακτήρα της γενικής μαντικής και περιορίζεται στους ερωτικούς χρησμούς. Η θεά Κλήδονα αποσύρεται σιωπηλά και δίνει τη θέση της στον Αϊ Γιάννη, του οποίου τη χάρη επικαλείται ο λαός.
 
Στους βυζαντινούς χρόνους, την παραμονή του Αγίου Ιωάννη, οι άνθρωποι συναθροίζονταν σε κάποιο σπίτι ή στη γειτονιά, όπου γινόταν τραπέζι σαν να επρόκειτο για γαμήλιο δείπνο. Εκεί παρευρισκόταν κάποιο νεαρό κορίτσι ντυμένο νύφη. Στο τέλος της βραδιάς, ο κάθε παριστάμενος έριχνε ένα αντικείμενο σε ειδικό αγγείο με νερό, από όπου το ανέσυρε στη συνέχεια η «νύφη» υπό μορφήν κλήρου ως απάντηση στην ερώτηση του καθένα για το τι επιφύλασσε το μέλλον.
 
Ο Πατριάρχης Αντιοχείας Θεόδωρος Βαλσαμών κατά το Β’ μισό του 12ου αιώνα, σχολιάζοντας τους Κανόνων της Πενθέκτης Συνόδου (691-2) σχετικά με τις νουμηνίες, τις φωτιές και τον κλήδονα, παραθέτει περιγραφή του εθίμου το οποίο προσομοιάζει με βακχική τελετή συνδεδεμένη με το Σατανά και για το λόγο αυτό το θεωρεί καταδικαστέο, Ωστόσο, παρ’ όλη την αρνητική στάση της Εκκλησίας, το έθιμο του κλήδονα επιβίωσε μέχρι σήμερα,  όμως με κάποιες παραλλαγές σε σχέση με τα βυζαντινά δρώμενα. Συγχρόνως, η έκφραση «αυτά τα λεν στον κλήδονα» με την έννοια ότι αυτά που λέγονται δεν είναι σοβαρά, πιθανόν να εκφράζει την εκκλησιαστική άποψη ως προς τη μαντική πρακτική ή απλώς μια λαϊκή δυσπιστία.
 
Ετυμολογία της λέξης  «ΚΛΗΔΟΝΑΣ»
Καταρχήν η ονομασία κλήδονας προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό ρήμα «κλήω» που σημαίνει «καλώ κάποιον με ευχάριστους ήχους». Η λέξη «ο κλήδονας» παράγεται από την αρχαία λέξη «η κληδών», η οποία αναφέρεται στον Παυσανία (Βοιωτικά), Όμηρο κ.α.
 
Κληδών ονομαζόταν ο προγνωστικός ήχος, το μαντικό σημάδι και κατ’ επέκταση το άκουσμα του οιωνισμού ή προφητείας, ο συνδυασμός τυχαίων και ασυνάρτητων λέξεων ή πράξεων κατά τη διάρκεια μαντικής τελετής στον οποίο αποδιδόταν προφητική σημασία.
 
Ωστόσο η σωστή προέλευση της είναι από την αρχαία λέξη «κλήδων» που στον Όμηρο σημαίνει μαντικό σημάδι, προφητεία. Άλλο οι λέξεις «κλειδί, κλειδώνω κ.α.» και άλλο οι λέξεις «κληδών, κλήδονας κ.α.» Απλώς και οι δυο ομάδες αυτές  των λέξεων έχουν πρόγονο την αυτή ρίζα.
 
Η αναβίωση του εθίμου του «Κλήδονα»
Την παραμονή τ’ Αγιαννιού, οι ανύπανδρες κοπέλες μαζεύονται σε ένα από τα σπίτια του χωριού, όπου αναθέτουν σε κάποιο μέλος της συντροφιάς, συνήθως σε μια «Μαρία» στην Θράκη ο ρόλος αυτός δίνεται στην ονομαζόμενη «Καλλινίτσα» της οποίας και οι δύο γονείς είναι εν ζωή, να φέρει από το πηγάδι ή την πηγή το «αμίλητο νερό».
 
Η ονομασία αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι η εν λόγω κοπέλα και η συνοδεία της πρέπει να ολοκληρώσουν την αποστολή αυτή, τηρώντας απόλυτη σιωπή. Επιστρέφοντας στο σπίτι όπου τελείται ο κλήδονας, αδειάζουν το νερό σε πήλινο -ως επί το πλείστον- δοχείο, στο οποίο η κάθε κοπέλα ρίχνει ένα αντικείμενο, το λεγόμενο ριζικάρι. Συνήθως, πρόκειται για κάποιο προσωπικό αντικείμενο, συχνά μάλιστα πολύτιμο. Στη συνέχεια, το δοχείο σκεπάζεται με κόκκινο ύφασμα «κλειδώνεται» και τοποθετείται σε ανοιχτό χώρο. «Κλειδώνουμε τον κλήδονα με τ’ Αγιαννιού τη χάρη, κι όποια ‘χει καλό ριζικό να δώσει να τον πάρει». Εκεί παραμένει όλη τη νύχτα υπό το φως των άστρων, για να «ξαστριστεί». Οι κοπέλες επιστρέφουν ύστερα στα σπίτια τους.
 
Λέγεται ότι τη νύχτα αυτή θα δουν στα όνειρα τους το μελλοντικό τους σύζυγο. Την παραμονή της γιορτής των γενεθλίων του Αγιαννιού εκτός από την τέλεση του κλήδονα, οι κάτοικοι του χωριού ανάβουν φωτιές, τις λεγόμενες «μπουμπούνες». Μια μεγάλη φωτιά στήνεται στην πλατεία του χωριού ή σ’ ένα μέρος ανοιχτό, ώστε να φαίνεται από παντού. Άλλες μικρότερες φωτιές ανάβουν σε όλους τους μαχαλάδες προσπαθώντας ο κάθε ένας να ανάψει την μεγαλύτερη φωτιά, πάνω από τις οποίες πηδάνε όλοι οι κάτοικοι του χωριού. Έλεγαν ότι αν πηδούσαν 3 φορές θα έφευγαν οι ψύλλοι και οι κοριοί.
 
Ανήμερα του Αϊ-Γιαννιού, αλλά πριν βγει ο ήλιος -ώστε να μην εξουδετερωθεί η μαγική επιρροή των άστρων- η υδροφόρος νεαρή της προηγουμένης φέρνει μέσα στο σπίτι το αγγείο. Το μεσημέρι, ή το απόγευμα, συναθροίζονται πάλι οι ανύπανδρες κοπέλες. Αυτήν τη φορά όμως στην ομήγυρη μπορούν να συμμετέχουν και παντρεμένες γυναίκες, συγγενείς και γείτονες και των δύο φύλων, καλεσμένοι για να παίξουν το ρόλο μαρτύρων της μαντικής διαδικασίας.
 
Καθισμένη στο κέντρο της συντροφιάς, η «Μαρία» ανοίγει τον κλήδονα. «Ανοίγουμε τον κλήδονα με τ’ Αγιαννιού την χάρη κι όποια έχει καλό ριζικό σήμερα ναν το πάρει» κι ανασύρει ένα-ένα από το αγγείο τ’ αντικείμενα, που αντιστοιχούν στο «ριζικό» κάθε κοπέλας, απαγγέλλοντας ταυτόχρονα δίστιχα, είτε όπως τα θυμάται, είτε από συλλογή τραγουδιών ή ακόμη από ημεροδείκτες.
 
Το δίστιχο που αντιστοιχεί στο αντικείμενο της κάθε κοπέλας θεωρείται ότι προμηνύει το μέλλον της και σχολιάζεται από τους υπόλοιπους, που προτείνουν τη δική τους ερμηνεία σε σχέση με την ενδιαφερόμενη. Προς το σούρουπο, όταν τελειώσει η μαντική διαδικασία, η κάθε κοπέλα γεμίζει το στόμα της με μια γουλιά αμίλητο νερό και στέκεται μπροστά σε ανοιχτό παράθυρο, έως ότου ακούσει το πρώτο ανδρικό όνομα. Αυτό θα είναι και το όνομα του άνδρα που θα παντρευτεί. Μετά το τέλος όλης αυτής της διαδικασίας στήνεται μεγάλο γλέντι στο οποίο συμμετέχει όλο το χωριό.
 
Σχεδόν όλοι οι μεγάλοι ζωγράφοι αντλούν έμπνευση από τον Ιούνιο και τον Θερισμό.
 
ΚΑΛΟ ΜΗΝΑ!