ΟΡ. πάτερ, τρόποισιν οὐ τυραννικοῖς θανών,
480 αἰτουμένῳ μοι δὸς κράτος τῶν σῶν δόμων.
ΗΛ. κἀγώ, πάτερ, τοιάδε· σοῦ χρεία μ᾽ ἔχει
†φυγεῖν μέγαν προσθεῖσαν Αἰγίσθῳ† . . .
ΟΡ. οὕτω γὰρ ἄν σοι δαῖτες ἔννομοι βροτῶν
κτιζοίατ᾽· εἰ δὲ μή, παρ᾽ εὐδείπνοις ἔσῃ
485 ἄτιμος ἐμπύροισι κνισωτοῖς χθονός.
ΗΛ. κἀγὼ χοάς σοι τῆς ἐμῆς παγκληρίας
οἴσω πατρῴων ἐκ δόμων γαμηλίους·
πάντων δὲ πρῶτον τόνδε πρεσβεύσω τάφον.
ΟΡ. ὦ γαῖ᾽, ἄνες μοι πατέρ᾽ ἐποπτεῦσαι μάχην.
490 ΗΛ. ὦ Περσέφασσα, δὸς δέ γ᾽ εὔμορφον κράτος.
ΟΡ. μέμνησο λουτρῶν οἷς ἐνοσφίσθης, πάτερ.
ΗΛ. μέμνησο δ᾽ ἀμφίβληστρον ὡς ἐκαίνισαν—
ΟΡ. πέδαις δ᾽ ἀχαλκεύτοις ἐθηρεύθης, πάτερ—
ΗΛ. αἰσχρῶς τε βουλευτοῖσιν ἐν καλύμμασιν.
495 ΟΡ. ἆρ᾽ ἐξεγείρῃ τοῖσδ᾽ ὀνείδεσιν, πάτερ;
ΗΛ. ἆρ᾽ ὀρθὸν αἴρεις φίλτατον τὸ σὸν κάρα;
ΟΡ. ἤτοι δίκην ἴαλλε σύμμαχον φίλοις,
ἢ τὰς ὁμοίας ἀντίδος λαβὰς λαβεῖν,
εἴπερ κρατηθείς γ᾽ ἀντινικῆσαι θέλεις.
500 ΗΛ. καὶ τῆσδ᾽ ἄκουσον λοισθίου βοῆς, πάτερ·
ἰδὼν νεοσσοὺς τούσδ᾽ ἐφημένους τάφῳ,
οἴκτιρε θῆλυν ἄρσενός θ᾽ ὁμοῦ γόον.
ΟΡ. καὶ μὴ ᾽ξαλείψῃς σπέρμα Πελοπιδῶν τόδε,
οὕτω γὰρ οὐ τέθνηκας οὐδέ περ θανών.
505 [παῖδες γὰρ ἀνδρὶ κληδόνες σωτήριοι
θανόντι· φελλοὶ δ᾽ ὣς ἄγουσι δίκτυον,
τὸν ἐκ βυθοῦ κλωστῆρα σῴζοντες λίνου.]
ΗΛ. ἄκου᾽, ὑπὲρ σοῦ τοιάδ᾽ ἔστ᾽ ὀδύρματα,
αὐτὸς δὲ σῴζῃ τόνδε τιμήσας λόγον.
510 ΧΟ. καὶ μὴν ἀμεμφῆ τόνδ᾽ ἐτείνατον λόγον,
τίμημα τύμβου τῆς ἀνοιμώκτου τύχης.
τὰ δ᾽ ἄλλ᾽, ἐπειδὴ δρᾶν κατώρθωσαι φρενί,
ἔρδοις ἂν ἤδη δαίμονος πειρώμενος.
***
ΟΡΕΣΤΗΣ
Ω εσύ, πατέρα, που όπως σου άξιζε, δεν πήγες
με θάνατο βασιλικό, σου ζητώ δώσε
480 του αρχοντικού σου κατοχή να πάρει ο γιος σου.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Κι εγώ είναι τέτοια που ζητώ από σε, πατέρα,
πώς να ξεφύγω απ᾽ τα δεινά, μ᾽ αφού μπορέσω
να δώσω πρώτα του Αίγιστου κακό μεγάλο.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Γιατ᾽ έτσι μόνο θ᾽ αποχτήσεις τ᾽ άγια δείπνα
που ορίζει ο νόμος· ειδεμή δε θα ᾽χεις μέρος
στις κνισσωτές καλόδειπνες θυσίες της χώρας.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Χοές κι εγώ στους γάμους μου θενα σου φέρω
απ᾽ όλη μου των πατρικών σπιτιών την προίκα
κι απ᾽ όλα πρώτο αυτόν τον τάφο θα τιμήσω.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Βγάλ᾽ τον απάνω, ω Γη, τη μάχη να επιβλέπει.
ΗΛΕΚΤΡΑ
490 Κι ω Περσεφόνη, δωσ᾽ μας νίκη ευτυχισμένη.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Θυμήσου το λουτρό που σφάχτηκες, πατέρα.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Θύμου και κείνο που σου εγκαίνιασαν το δίχτυ.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Και πιάστηκες στ᾽ αχάλκευτά του τα πεδούκλια.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Στ᾽ άτιμα που σοφίστηκαν τυλίγματά τους.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Ακούς ντροπές και τέλος δε ξυπνάς, πατέρα;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Κι ορθό τ᾽ αγαπητό κεφάλι δε σηκώνεις;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Στείλε λοιπόν σύμμαχο στους δικούς τη Δίκη·
ή δωσ᾽ κι αυτοί με τα όμοια να παλέψουν όπλα,
αν θες τη νίκη πὄχασες να πάρεις πίσω.
ΗΛΕΚΤΡΑ
500 Άκου και τη στερνή μου αυτήν ευχή, πατέρα·
διες τα κλωσσόπουλά σου αυτά, που ᾽ν᾽ στριμωγμένα
πάνω στον τάφο σου· σπλαχνίσου γιο και κόρη
και των Πελοπιδών το σπέρμ᾽ αυτό μη σβήσεις,
γιατί έτσι και νεκρός θα ζεις πέρ᾽ απ᾽ τον τάφο.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Άκου κι είναι για σέν᾽ αυτά τα μοιρολόγια·
συ ᾽σαι που θα σωθείς, τα λόγι᾽ αυτά αν τιμήσεις,
αφού είναι τα παιδιά που σώζουν τ᾽ όνομά του
ενός νεκρού, και σαν φελλοί κρατούν το δίχτυ
κι απ᾽ το βυθό το κλώστινο πλεμάτι σώζουν.
ΧΟΡΟΣ
510 Μ᾽ όλα τα δίκια σας αυτός ο μακρός θρήνος,
τιμή του τάφου για την άκλαυτή του μοίρα·
μα μια πὄπιασ᾽ η απόφαση μες στην καρδιά σου,
καιρός στο έργο την τύχη σου να δοκιμάσεις.
480 αἰτουμένῳ μοι δὸς κράτος τῶν σῶν δόμων.
ΗΛ. κἀγώ, πάτερ, τοιάδε· σοῦ χρεία μ᾽ ἔχει
†φυγεῖν μέγαν προσθεῖσαν Αἰγίσθῳ† . . .
ΟΡ. οὕτω γὰρ ἄν σοι δαῖτες ἔννομοι βροτῶν
κτιζοίατ᾽· εἰ δὲ μή, παρ᾽ εὐδείπνοις ἔσῃ
485 ἄτιμος ἐμπύροισι κνισωτοῖς χθονός.
ΗΛ. κἀγὼ χοάς σοι τῆς ἐμῆς παγκληρίας
οἴσω πατρῴων ἐκ δόμων γαμηλίους·
πάντων δὲ πρῶτον τόνδε πρεσβεύσω τάφον.
ΟΡ. ὦ γαῖ᾽, ἄνες μοι πατέρ᾽ ἐποπτεῦσαι μάχην.
490 ΗΛ. ὦ Περσέφασσα, δὸς δέ γ᾽ εὔμορφον κράτος.
ΟΡ. μέμνησο λουτρῶν οἷς ἐνοσφίσθης, πάτερ.
ΗΛ. μέμνησο δ᾽ ἀμφίβληστρον ὡς ἐκαίνισαν—
ΟΡ. πέδαις δ᾽ ἀχαλκεύτοις ἐθηρεύθης, πάτερ—
ΗΛ. αἰσχρῶς τε βουλευτοῖσιν ἐν καλύμμασιν.
495 ΟΡ. ἆρ᾽ ἐξεγείρῃ τοῖσδ᾽ ὀνείδεσιν, πάτερ;
ΗΛ. ἆρ᾽ ὀρθὸν αἴρεις φίλτατον τὸ σὸν κάρα;
ΟΡ. ἤτοι δίκην ἴαλλε σύμμαχον φίλοις,
ἢ τὰς ὁμοίας ἀντίδος λαβὰς λαβεῖν,
εἴπερ κρατηθείς γ᾽ ἀντινικῆσαι θέλεις.
500 ΗΛ. καὶ τῆσδ᾽ ἄκουσον λοισθίου βοῆς, πάτερ·
ἰδὼν νεοσσοὺς τούσδ᾽ ἐφημένους τάφῳ,
οἴκτιρε θῆλυν ἄρσενός θ᾽ ὁμοῦ γόον.
ΟΡ. καὶ μὴ ᾽ξαλείψῃς σπέρμα Πελοπιδῶν τόδε,
οὕτω γὰρ οὐ τέθνηκας οὐδέ περ θανών.
505 [παῖδες γὰρ ἀνδρὶ κληδόνες σωτήριοι
θανόντι· φελλοὶ δ᾽ ὣς ἄγουσι δίκτυον,
τὸν ἐκ βυθοῦ κλωστῆρα σῴζοντες λίνου.]
ΗΛ. ἄκου᾽, ὑπὲρ σοῦ τοιάδ᾽ ἔστ᾽ ὀδύρματα,
αὐτὸς δὲ σῴζῃ τόνδε τιμήσας λόγον.
510 ΧΟ. καὶ μὴν ἀμεμφῆ τόνδ᾽ ἐτείνατον λόγον,
τίμημα τύμβου τῆς ἀνοιμώκτου τύχης.
τὰ δ᾽ ἄλλ᾽, ἐπειδὴ δρᾶν κατώρθωσαι φρενί,
ἔρδοις ἂν ἤδη δαίμονος πειρώμενος.
***
ΟΡΕΣΤΗΣ
Ω εσύ, πατέρα, που όπως σου άξιζε, δεν πήγες
με θάνατο βασιλικό, σου ζητώ δώσε
480 του αρχοντικού σου κατοχή να πάρει ο γιος σου.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Κι εγώ είναι τέτοια που ζητώ από σε, πατέρα,
πώς να ξεφύγω απ᾽ τα δεινά, μ᾽ αφού μπορέσω
να δώσω πρώτα του Αίγιστου κακό μεγάλο.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Γιατ᾽ έτσι μόνο θ᾽ αποχτήσεις τ᾽ άγια δείπνα
που ορίζει ο νόμος· ειδεμή δε θα ᾽χεις μέρος
στις κνισσωτές καλόδειπνες θυσίες της χώρας.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Χοές κι εγώ στους γάμους μου θενα σου φέρω
απ᾽ όλη μου των πατρικών σπιτιών την προίκα
κι απ᾽ όλα πρώτο αυτόν τον τάφο θα τιμήσω.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Βγάλ᾽ τον απάνω, ω Γη, τη μάχη να επιβλέπει.
ΗΛΕΚΤΡΑ
490 Κι ω Περσεφόνη, δωσ᾽ μας νίκη ευτυχισμένη.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Θυμήσου το λουτρό που σφάχτηκες, πατέρα.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Θύμου και κείνο που σου εγκαίνιασαν το δίχτυ.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Και πιάστηκες στ᾽ αχάλκευτά του τα πεδούκλια.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Στ᾽ άτιμα που σοφίστηκαν τυλίγματά τους.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Ακούς ντροπές και τέλος δε ξυπνάς, πατέρα;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Κι ορθό τ᾽ αγαπητό κεφάλι δε σηκώνεις;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Στείλε λοιπόν σύμμαχο στους δικούς τη Δίκη·
ή δωσ᾽ κι αυτοί με τα όμοια να παλέψουν όπλα,
αν θες τη νίκη πὄχασες να πάρεις πίσω.
ΗΛΕΚΤΡΑ
500 Άκου και τη στερνή μου αυτήν ευχή, πατέρα·
διες τα κλωσσόπουλά σου αυτά, που ᾽ν᾽ στριμωγμένα
πάνω στον τάφο σου· σπλαχνίσου γιο και κόρη
και των Πελοπιδών το σπέρμ᾽ αυτό μη σβήσεις,
γιατί έτσι και νεκρός θα ζεις πέρ᾽ απ᾽ τον τάφο.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Άκου κι είναι για σέν᾽ αυτά τα μοιρολόγια·
συ ᾽σαι που θα σωθείς, τα λόγι᾽ αυτά αν τιμήσεις,
αφού είναι τα παιδιά που σώζουν τ᾽ όνομά του
ενός νεκρού, και σαν φελλοί κρατούν το δίχτυ
κι απ᾽ το βυθό το κλώστινο πλεμάτι σώζουν.
ΧΟΡΟΣ
510 Μ᾽ όλα τα δίκια σας αυτός ο μακρός θρήνος,
τιμή του τάφου για την άκλαυτή του μοίρα·
μα μια πὄπιασ᾽ η απόφαση μες στην καρδιά σου,
καιρός στο έργο την τύχη σου να δοκιμάσεις.