Τρίτη 1 Σεπτεμβρίου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Ἱππόλυτος (936-982)

ΘΗ. φεῦ τῆς βροτείας—ποῖ προβήσεται; —φρενός.
τί τέρμα τόλμης καὶ θράσους γενήσεται;
εἰ γὰρ κατ᾽ ἀνδρὸς βίοτον ἐξογκώσεται,
ὁ δ᾽ ὕστερος τοῦ πρόσθεν εἰς ὑπερβολὴν
940 πανοῦργος ἔσται, θεοῖσι προσβαλεῖν χθονὶ
ἄλλην δεήσει γαῖαν ἣ χωρήσεται
τοὺς μὴ δικαίους καὶ κακοὺς πεφυκότας.
σκέψασθε δ᾽ ἐς τόνδ᾽, ὅστις ἐξ ἐμοῦ γεγὼς
ἤισχυνε τἀμὰ λέκτρα κἀξελέγχεται
945 πρὸς τῆς θανούσης ἐμφανῶς κάκιστος ὤν.
δεῖξον δ᾽, ἐπειδή γ᾽ ἐς μίασμ᾽ ἐλήλυθα,
τὸ σὸν πρόσωπον δεῦρ᾽ ἐναντίον πατρί.
σὺ δὴ θεοῖσιν ὡς περισσὸς ὢν ἀνὴρ
ξύνει; σὺ σώφρων καὶ κακῶν ἀκήρατος;
950 οὐκ ἂν πιθοίμην τοῖσι σοῖς κόμποις ἐγὼ
θεοῖσι προσθεὶς ἀμαθίαν φρονεῖν κακῶς.
ἤδη νυν αὔχει καὶ δι᾽ ἀψύχου βορᾶς
σίτοις καπήλευ᾽ Ὀρφέα τ᾽ ἄνακτ᾽ ἔχων
βάκχευε πολλῶν γραμμάτων τιμῶν καπνούς·
955 ἐπεί γ᾽ ἐλήφθης. τοὺς δὲ τοιούτους ἐγὼ
φεύγειν προφωνῶ πᾶσι· θηρεύουσι γὰρ
σεμνοῖς λόγοισιν, αἰσχρὰ μηχανώμενοι.
τέθνηκεν ἥδε· τοῦτό σ᾽ ἐκσώσειν δοκεῖς;
ἐν τῶιδ᾽ ἁλίσκηι πλεῖστον, ὦ κάκιστε σύ·
960 ποῖοι γὰρ ὅρκοι κρείσσονες, τίνες λόγοι
τῆσδ᾽ ἂν γένοιντ᾽ ἄν, ὥστε σ᾽ αἰτίαν φυγεῖν;
μισεῖν σε φήσεις τήνδε, καὶ τὸ δὴ νόθον
τοῖς γνησίοισι πολέμιον πεφυκέναι;
κακὴν ἄρ᾽ αὐτὴν ἔμπορον βίου λέγεις
965 εἰ δυσμενείαι σῆι τὰ φίλτατ᾽ ὤλεσεν.
ἀλλ᾽ ὡς τὸ σῶφρον ἀνδράσιν μὲν οὐκ ἔνι,
γυναιξὶ δ᾽ ἐμπέφυκεν; οἶδ᾽ ἐγὼ νέους
οὐδὲν γυναικῶν ὄντας ἀσφαλεστέρους,
ὅταν ταράξηι Κύπρις ἡβῶσαν φρένα·
970 τὸ δ᾽ ἄρσεν αὐτοὺς ὠφελεῖ προσκείμενον.
νῦν οὖν—τί ταῦτα σοῖς ἁμιλλῶμαι λόγοις
νεκροῦ παρόντος μάρτυρος σαφεστάτου;
ἔξερρε γαίας τῆσδ᾽ ὅσον τάχος φυγάς,
καὶ μήτ᾽ Ἀθήνας τὰς θεοδμήτους μόληις
975 μήτ᾽ εἰς ὅρους γῆς ἧς ἐμὸν κρατεῖ δόρυ.
εἰ γὰρ παθών γέ σου τάδ᾽ ἡσσηθήσομαι,
οὐ μαρτυρήσει μ᾽ Ἴσθμιος Σίνις ποτὲ
κτανεῖν ἑαυτὸν ἀλλὰ κομπάζειν μάτην,
οὐδ᾽ αἱ θαλάσσηι σύννομοι Σκιρωνίδες
980 φήσουσι πέτραι τοῖς κακοῖς μ᾽ εἶναι βαρύν.
ΧΟ. οὐκ οἶδ᾽ ὅπως εἴποιμ᾽ ἂν εὐτυχεῖν τινα
θνητῶν· τὰ γὰρ δὴ πρῶτ᾽ ἀνέστραπται πάλιν.

***
ΘΗΣ. Αλίμονο! Το πού μπορεί να φτάσει
τ᾽ ανθρώπου η πονηριά. Και σε ποιό τέρμα
το θράσος του τραβάει κι η αδιαντροπιά του!
Αν έτσι πάμε και παραφουσκώσει
η κάκητ᾽ απ᾽ τη μια γενιά στην άλλη
και ξεπερνάει ο δεύτερος τον πρώτο
940 στην πανουργία, ε τότες οι θεοί
κι άλλη μια γη σε τούτη να προστέσουν,
να χωράει τους κακούς και διαστρεμμένους!
(εδώ γυρίζει προς τον Ιππόλυτο και τον δείχνει με το δάχτυλο)
Κοιτάχτε τον εκεί! Γέννημα θρέμμα
δικό μου, τη δικιά μου κλίνη ντρόπιασε
κι εμαρτυρήθη απ᾽ τη νεκρή την ίδια!
(ο Ιππόλυτος γυρίζει τις πλάτες)
Γύρνα λοιπόν ο καταμολεμένος
και δείξε στον πατέρα σου τα μούτρα!
Εσύ ᾽σουνα λοιπόν άντρας ανώτερος,
που ᾽κανες συντροφιά με τους θεούς;
Ο φρόνιμος και πάναγνος εσύ;
950 Δεν τις πιστεύω εγώ τις παινεσιές σου!
Οι αθάνατοι δεν είναι άμαθοι τόσο!
Κόμπαζε τώρα και περίπαιζέ μας,
πως τάχα τρως αναίματη θροφή
και με μπροστάρη τον Ορφέα βακχεύεις,
πιστεύοντας τα φούμαρα, όσα γράφουν
παλιοφυλλάδες. Γιατί τώρα πιάστηκες!
«Μακριά», φωνάζω, «από τους τέτοιους». Πάνε
κυνήγι μ᾽ άγια πρόφαση, μα κρύβουν
αισχρές βουλές μες στην ψυχή τους. (δείχνει τη νεκρή) Κοίτα:
Πεθαμένη! Θαρρείς πως θα γλιτώσεις;
Το πτώμα τούτο σ᾽ άδραξε, πανάθλιε!
960 Ποιά λόγια κι όρκοι, ανώτερ᾽ απ᾽ το πτώμα,
θα μπορούσαν το φταίχτη ν᾽ αθωώσουν;
Και τί θα πεις, το ξέρω: σε μισούσε,
γιατί ᾽σουν νόθο τέκνο μου κι οι νόθοι
από γεννησιμιό τους πάντα μάχονται
τα γνήσια τέκνα. Για μια τέτοιαν έχτρα
τόσο φτηνά θα πούλαε τη ζωή της,
που ᾽ναι το πιο πολύτιμο αγαθό;
Ή θα μου πεις ακόμα πως η τρέλα
η ερωτική τούς άντρες δεν τους πιάνει,
παρά την έχουν από φυσικού οι γυναίκες;
Ξέρω νιους που δεν είναι ασφαλισμένοι
πιότεροι απ᾽ τις γυναίκες, άμα η Κύπρη
τους ταράξει τα εφηβικά μυαλά τους.
970 Μα σαν άντρες γλιτώνουμε το φταίξιμο.
Τώρα λοιπόν, γιατί ν᾽ αντιδικιέμαι
μαζί σου με τα λόγια, αφού η νεκρή
κείται μπροστά μας μάρτυρας ατράνταχτος;
Τσακίσου από τη χώρα το ταχύτερο
κι ούτε να πας στη θεόχτιστην Αθήνα
κι ούτε τα σύνορά μας να πατήσεις,
οπού τα διαφεντεύει το κοντάρι μου!
Αν δε σε τιμωρήσω για ό,τι μου ᾽κανες,
ο Σίνις ο κακούργος στον Ισθμό
ποτές δε θα μολόγαε πως τον σκότωσα,
μα καυκιέμαι του βρόντου. Μήτε οι βράχοι
του Σκίρωνα κατάντικρα στη θάλασσα
θα μαρτυρούσαν πόσο είναι το χέρι μου
980 βαρύ για τους κακοποιούς. ΚΟΡ. Δεν τολμώ
να πω κανέναν άνθρωπο καλότυχο,
μια κι όσ᾽ είναι ψηλά χάμου γκρεμίζονται.

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της, Η τέχνη του 4ου αιώνα π.Χ.: Η όψιμη κλασική περίοδος

7.5. Η μεγάλη ζωγραφική

Στο προηγούμενο κεφάλαιο εξηγήσαμε ότι η μεγάλη ζωγραφική γνώρισε σημαντική ανάπτυξη και άνοιξε καινούργιους δρόμους ήδη από το πρώτο μισό του 5ου αιώνα π.Χ. Η αλήθεια είναι όμως ότι κανένα από τα έργα των αρχαίων Ελλήνων ζωγράφων της πρώιμης κλασικής περιόδου δεν μας έχει σωθεί είτε στο πρωτότυπο είτε σε αντίγραφο. Το μόνο που έχουμε είναι περιγραφές ορισμένων τοιχογραφιών και πινάκων από συγγραφείς των ρωμαϊκών χρόνων, όπως ο Λουκιανός και ο Παυσανίας, ενώ ορισμένες αγγειογραφίες μάς επιτρέπουν, όπως είδαμε, να σχηματίσουμε μιαν ατελή έστω εικόνα των χαμένων έργων. Εξίσου δύσκολο ήταν ως πρόσφατα να προσεγγίσουμε αντίστοιχα έργα του 4ου αιώνα π.Χ. που, όπως συμπεραίνουμε από τις γραπτές μαρτυρίες, ήταν η πιο λαμπρή εποχή για την αρχαία ελληνική ζωγραφική. Οι αρχαίοι συγγραφείς μάς παραδίδουν τα ονόματα διάσημων ζωγράφων, όπως ο Ζεύξις, ο Παρράσιος και ο Απελλής, και μιλούν με θαυμασμό για την τέχνη τους. Αλλά η μεγάλη ζωγραφική της εποχής αυτής παρέμενε ουσιαστικά άγνωστη· την προσεγγίζαμε έμμεσα, είτε μέσα από μεμονωμένες μορφές ή συνθέσεις της αγγειογραφίας και εγχάρακτες παραστάσεις σε χάλκινα σκεύη, οι οποίες φαίνεται να έχουν ζωγραφικά πρότυπα, είτε από τοιχογραφίες και ψηφιδωτά των ρωμαϊκών χρόνων που επαναλαμβάνουν, περισσότερο ή λιγότερο πιστά, έργα του 4ου αιώνα π.Χ. Ανάμεσα στα έργα αυτά ιδιαίτερη θέση έχει το ψηφιδωτό του Μεγάλου Αλεξάνδρου από την Πομπηία.
 
Οι γνώσεις μας για τη ζωγραφική της όψιμης κλασικής περιόδου αυξήθηκαν απρόσμενα τα τελευταία χρόνια, καθώς η ανακάλυψη στη Μακεδονία μνημειακών τάφων διακοσμημένων με τοιχογραφίες μάς έδωσε τη δυνατότητα να γνωρίσουμε από κοντά αξιόλογα δείγματα της μεγάλης ζωγραφικής του δεύτερου μισού του 4ου αιώνα π.Χ. Ανάμεσα στα νέα ευρήματα ξεχωρίζουν για την ποιότητα και τη σημασία τους οι τοιχογραφίες των τάφων της Μεγάλης Τούμπας της Βεργίνας. Οι τάφοι αυτοί βρίσκονται στο νεκροταφείο μιας σημαντικής αρχαίας μακεδονικής πόλης, η οποία ταυτίζεται πλέον χωρίς αμφιβολία με τις αρχαίες Αιγές, την πρώτη πρωτεύουσα του βασιλείου της Μακεδονίας, όπου, σύμφωνα με την παράδοση, θάβονταν οι Μακεδόνες βασιλείς. Μπορούμε επομένως να δεχτούμε ότι οι μνημειακοί τάφοι της Μεγάλης Τούμπας της Βεργίνας που ανακάλυψε το 1977 ο Μανόλης Ανδρόνικος και χρονολογούνται όλοι στο δεύτερο μισό του 4ου αιώνα π.Χ. ανήκουν σε μέλη της βασιλικής οικογένειας, αν και δεν είναι προς το παρόν δυνατόν να προσδιορίσουμε με βεβαιότητα την ταυτότητά τους.
 
Οι τάφοι της Μεγάλης Τούμπας ανήκουν, με μία μόνο εξαίρεση, στην κατηγορία των μακεδονικών τάφων, είναι δηλαδή ευρύχωρα υπόγεια κτίσματα με ορθογώνια κάτοψη και δύο εσωτερικούς χώρους, προθάλαμο και θάλαμο, στεγασμένα με ημικυλινδρική καμάρα από πελεκητές πέτρες. Οι μακεδονικοί τάφοι έχουν ακόμη μνημειακή πρόσοψη όμοια με πρόσοψη ναού, με θριγκό και επίστεψη ψηλή ζωφόρο (όπως στον τάφο Β της Μεγάλης Τούμπας της Βεργίνας) ή αέτωμα, αλλά με ημικίονες στη θέση των κιόνων. Η πρόσβαση στο εσωτερικό του τάφου γίνεται από μια μαρμάρινη συνήθως θύρα, η οποία μιμείται ξύλινα πρότυπα και σφραγιζόταν μετά την ταφή του νεκρού. Οι μακεδονικοί τάφοι καλύπτονταν πάντοτε από τύμβο (έναν τεχνητό λόφο από χώμα) και δεν ήταν επομένως ορατοί παρά μόνο πριν από την ταφή· σε ορισμένες περιπτώσεις όμως είναι σαφές ότι ανοίχτηκαν ξανά για να ταφούν μέσα άλλα μέλη της ίδιας οικογένειας. Τέτοιοι μνημειακοί τάφοι κατασκευάζονταν αποκλειστικά για τους υψηλότερους αξιωματούχους του μακεδονικού βασιλείου και τις οικογένειές τους, οι οποίοι διατηρούσαν περισσότερο ή λιγότερο στενές σχέσεις με τη βασιλική οικογένεια. Το γεγονός ότι οι μακεδονικοί τάφοι παρέμειναν θαμμένοι κάτω από τη γη συνετέλεσε ώστε να διατηρηθεί συχνά σε σχετικά καλή κατάσταση ο ζωγραφικός τους διάκοσμος.

ΟΡΦΙΣΜΟΣ (ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ): Ο "Ιερός Χρόνος"

Προ-Κοσμική Νύχτα, κοσμικό και ετήσιο ημερονύκτιο
 
Προ-Κοσμική Νύχτα (Νυξ, και μελανόπτερος Νυξ) είναι ο «Χώρος» (Άχρονος Χώρος), όπου όλες οι μορφές διαλύονται, χάνοντας το «περίγραμμά» τους, κι ενώνονται με τον Όλο Χώρο…

Με μία δεύτερη έννοια, που σχετίζει την Νύχτα με την δημιουργία, τον Κοσμικό Κύκλο, «Νύχτα» είναι το Υπερκόσμιο, (το Αόρατο, το μη-υλικό), από το Οποίο προέρχεται και στο Οποίο απορροφάται το κοσμικό… Μέρα, με αυτή την έννοια, είναι το ορατό, ο φυσικός υλικός κόσμος…

Από την άλλη μεριά ο Κοσμικός Κύκλος, η κοσμική δημιουργία συμβολίζεται, αποτυπώνεται κι αντιστοιχεί στον Ετήσιο Κύκλο (που αναπαριστάνει έτσι τον κοσμικό κύκλο στην εναλλαγή του έτους, των εποχών, σε μία ετήσια επανάληψη της κοσμογονίας)… όπου η Νύχτα ταυτίζεται με την περίοδο από την φθινοπωρινή ισημερία μέχρι την εαρινή ισημερία (και παριστάνεται συμβολικά στην εκλειπτική με το άνω μέρος της εκλειπτικής από ισημερία σε ισημερία και περιλαμβάνει το χειμερινό ηλιοστάσιο)… και η Μέρα ταυτίζεται με την περίοδο από την εαρινή ισημερία μέχρι την φθινοπωρινή ισημερία (και παριστάνεται συμβολικά στην εκλειπτική με το κάτω μέρος της εκλειπτικής από ισημερία σε ισημερία και περιλαμβάνει το θερινό ηλιοστάσιο)…

Ο Θεός ταυτίζεται με τον Προ-Κοσμικό Ήλιο (τον Ωογέννητο Έρωτα, τον Πρωτόγονο, τον Φάνη) Ταυτίζεται με τον Κοσμικό Ήλιο (τον Ζαγρέα)… Ταυτίζεται με τον Ετήσιο Ήλιο, στην διπλή του Όψη (Διόνυσος, Απόλλωνας)… αλλά και με τον κοσμικό ήλιο, το άστρο, (που εμπλουτίζεται με ένα μυστικιστικό περιεχόμενο), και τις κινήσεις του στην διάρκεια του έτους, που παριστάνονται από τις διάφορες θέσεις του στην εκλειπτική… Όλα αυτά είναι σύμβολα που αναφέρονται και μας αναγάγουν στην Πραγματικότητα…

Ειδικότερα:

Ο Ζαγρέας είναι ο «Ήλιος του μεσονυκτίου», που στο χειμερινό ηλιοστάσιο, στις 22 Δεκεμβρίου «χάνεται» και «ξαναφανερώνεται», στα πλαίσια του Κοσμικού Κύκλου και της Αιώνιας Επαναγέννησης που αποτυπώνεται (και) στον Ετήσιο Κύκλο. Ορατό σύμβολο της κοσμικής διαδικασίας στην διάρκεια του έτους είναι ο «ήλιος του μεσονυκτίου» που το Χειμώνα, στο Βόρειο Ημισφαίριο, πάνω από τον αρκτικό κύκλο, στο γεωγραφικό πλάτος 66,33 μοίρες «αδυνατίζει», για να «δυναμώσει» στην συνέχεια… Αυτό το κοσμικό (και ετήσιο) γεγονός συμβολίζεται ακόμα (όταν ο κοσμικός χρόνος ταυτίζεται με το «έτος») στο τελετουργικό σβήσιμο της «Φωτιάς» (στις «εστίες» των ναών και των σπιτιών) και το «ξανάναμά» της, ακριβώς στην εναλλαγή του χρόνου, στις 22 Δεκεμβρίου, στην αστρική πρωτοχρονιά…

Ο Διόνυσος είναι ο «Ήλιος της Νύχτας», (της περιόδου από την φθινοπωρινή ισημερία μέχρι την εαρινή ισημερία, κατά την διάρκεια της οποίας ο ήλιος (στο Βόρειο ημισφαίριο, όπου βρίσκεται η Ελλάδα…), «αδυνατίζει» και δεν μπορεί να ζωοποιήσει την φύση, με τον ερχομό του χειμώνα, και «ξαναδυναμώνει» την άνοιξη, για να «ξαναναστήσει» την φύση. Σε αυτή την περίοδο ο ήλιος στην εκλειπτική παίρνει το δρόμο του «Νότου»… Αυτός είναι ο λόγος που «καθιερώθηκαν» τα «Αναγώγια» του Θεού Διονύσου, κι η «αναχώρηση» του Απόλλωνα για την «χώρα των υπερβορείων»… καθώς και τα «Καταγώγια» του Θεού Διονύσου, κι ο «ερχομός» του Απόλλωνα από την «χώρα των υπερβορείων»… (αν και στην κλασσική εποχή, στα Μεγάλα Διονύσια, «Αναγώγια», «Καταγώγια», γιορτάζονταν την ίδια μέρα, σε μία «επανάληψη» και της «κανονικής γιορτής» που γινόταν το χειμώνα (στους Δελφούς, κι αλλού…).

Ο Απόλλωνας είναι ο «Ήλιος της Μέρας», (της περιόδου από την εαρινή ισημερία ως την φθινοπωρινή ισημερία, κατά την διάρκεια της οποίας ο ήλιος (στο Βόρειο ημισφαίριο) κυριαρχεί, στην φύση, που ανθίζει και καρπίζει. Σε αυτή την περίοδο ο ήλιος στην εκλειπτική παίρνει τον δρόμο του «Βορά»… Στην διάρκεια αυτής της περιόδου γίνονται διάφορες γιορτές που σχετίζονται με την φύση, την παραγωγή, και ιδιαίτερα την αγροτική παραγωγή…

Γίνεται κατανοητό ότι, το Άχρονο (το Προκοσμικό), το Αόρατο (στην Κοσμική Δημιουργία), η Νύχτα (στην Ετήσια Επανάληψη της Κοσμογονίας), ο Χειμώνας (στον Ετήσιο Κύκλο των εποχών), ο Θεός, Διόνυσος κι Απόλλωνας (σαν Γενουσιουργός και Ζωοποιός Δύναμη), ο Ήλιος (σαν Δύναμη του φυσικού κόσμου), ο ήλιος (το άστρο, σαν ορατό σύμβολο κι όργανο του Θεού, που δίνει ζωή στη γη)… όλα «ταυτίζονται», όχι από την άποψη του «περιεχομένου» (αφού ανήκουν σε διαφορετικά επίπεδα ύπαρξης), αλλά σημασιολογικά και αναλογικά στα διάφορα επίπεδα της ύπαρξης… Ό, τι είναι ο Θεός για την Ύπαρξη, είναι (αναλογικά) ο ήλιος για την ζωή στη γη… Έτσι σε όποιο επίπεδο ύπαρξης κι αν «λειτουργούμε», κατανοούμε πως αναλογικά, το ίδιο συμβαίνει και στα άλλα επίπεδα ύπαρξης… Από το μεταφυσικό επίπεδο μπορούμε να κατέβουμε επαγωγικά στο υλικό επίπεδο… η από το υλικό επίπεδο να ανέβουμε αναγωγικά στο μεταφυσικό επίπεδο… Με άλλα λόγια δεν ταυτίζουμε σαν ουσίες το Άχρονο, το Θεό, τον Ήλιο, τον ήλιο (άστρο)… αυτό πρέπει να είναι ξεκάθαρο…

Το «Κοσμικό Ωόν

Το Πρώτο Ον (ο Πρωτόγονος, ο Προκοσμικός) «αναδύθηκε» μέσα από ένα «Μυθικό Αυγό» (σύμβολο του Απεριόριστου Χώρου που με την Θεϊκή Δύναμη, «μεταβάλλεται» σε «Δημιουργικό Χώρο», εντός του Οποίου θα «εκδηλωθούν» όλα)…

Η τελετουργική χρήση του αυγού (όχι μόνο στην Αρχαία Ελλάδα αλλά και σε άλλα μέρη του πλανήτη), αποτελεί μία «θεοφάνεια» της δημιουργίας, μία επανάληψη της κοσμικής δημιουργίας…

Από αυτό το πανάρχαιο έθιμο (που το επαναλάμβαναν οι αρχαίοι σε εορτές της άνοιξης) πηγάζει και το έθιμο των χριστιανών να βάφουν κόκκινα αυγά το Πάσχα, (κατ’ εξοχήν ανοιξιάτικη γιορτή, που είναι απομίμηση της εορτής των «Αναγωγίων» - «Καταγωγίων» που γιόρταζαν οι Αρχαίοι Έλληνες στα Μεγάλα Διονύσια…).

Το Άχρονο κι ο χρόνος

Το Άχρονο (σαν μεταφυσική κατάσταση ύπαρξης) δεν είναι (όπως λανθασμένα μπορεί να νομίσουμε, αν μείνουμε στην γραμματική κι ετυμολογική έκφραση) το αντίθετο (της δημιουργίας και) του χρόνου…

Ο χρόνος όπως γίνεται αντιληπτός από τον άνθρωπο είναι «διάρκεια», διαδοχή γεγονότων (και κατ’ επέκταση, παρελθόν-παρόν-μέλλον)…

Ο Άνθρωπος (ο Αρχαίος Έλληνας μέσα από την Μύηση), δεν επιζητεί να «βγει έξω» από την διάρκεια και την διαδοχή (τον χρόνο με την κοινή έννοια), σε κάποιο φανταστικό άχρονο, πλασματικό αιώνιο… Αντίθετα επιζητεί να «εντάξει» μέσα στο Άχρονο, (το Αιώνιο), την διάρκεια…Ζητά, μέσα στην Ιερή Στιγμή του Τώρα να εντάξει την διάρκεια, τον ιστορικό χρόνο… Μέσα στο Αιώνιο Τώρα που Ρέει χωρίς να αλλοιώνεται πραγματικά εντάσσει όλα τα συμβάντα, προϊστορικά, ιστορικά, και μεταϊστορικά, δηλαδή όλο το χρόνο…

Αυτό βέβαια «γίνεται» μέσα από την Μυητική Διαδικασία, την Εσωτερική Προσπάθεια, την Οντολογική Μεταμόρφωση… Ανεβαίνοντας τις Πέντε Βαθμίδες της Μύησης (των Μυστηρίων) ο Αρχαίος Μύστης έφθανε στην Πλήρη Αντίληψη της Πραγματικότητας, στο Άχρονο που Αγκαλιάζει τα πάντα, γινόταν «αθάνατος» σαν τον Θεό… Αυτή είναι η πραγματική έννοια της «αθανασίας» στην Αρχαία Ελλάδα…

Το Άχρονο, η Αιωνιότητα που Ρέει ( «ο Ζευς που ήταν, ο Ζευς που είναι, ο Ζευς που θα είναι»… κατά την αρχαία έκφραση…), είναι Αυτό που Συμπεριλαμβάνει Τώρα, Εδώ, τα πάντα, και την διάρκεια (τον ιστορικό χρόνο), δεν είναι το «αντίθετο» της διάρκειας… Σε Αυτό το Αιώνιο που Ρέει ήθελε ο Αρχαίος Μύστης να «αναδυθεί», να Ομοιωθεί με τον Θεό, να κατακτήσει την «αθανασία»… Αυτός ήταν ο Σκοπός των Μυστηρίων, και το βαθύτερο νόημα της Φιλοσοφίας, όπως την αντιλαμβάνονταν οι Αρχαίοι Σοφοί, ο Πλάτωνας, κι οι άλλοι…

Το Αληθινό Άχρονο (όπως το Αντιλαμβάνονταν οι Αρχαίοι Μύστες) είναι Βίωμα του Αιώνιου Τώρα που Ρέει και τα συμπεριλαμβάνει όλα, δεν είναι μία έννοια, μία ανθρώπινη σύλληψη…

Είναι η ανθρώπινη σκέψη που (προφανώς αγνοεί την Αρχαία Γνώση κι) εργάζεται με έννοιες (κι όχι βιώματα) που αντιπαραθέτει στην έννοια της διάρκειας ένα αντίθετο, (φανταστικό) άχρονο…

Ο καθαγιασμένος χρόνος

Οποιαδήποτε στιγμή της χρονικής διάρκειας, μπορούμε να υπερβούμε το χρόνο και να «Ανυψωθούμε» (μέσω των Μυστηρίων, της εσωτερικής προσπάθειας, και της οντολογικής μεταμόρφωσης) Ως το Άχρονο.

Η καθιέρωση ενός ιερού ημερολογίου, ιερών στιγμών του χρόνου (ηλιοστάσια, ισημερίες, νέα σελήνη, πανσέληνος, μήνες, γιορτές…) δεν καταργούν την ελευθερία του ανθρώπου, αλλά του δίνουν την δυνατότητα να συμμετέχει μαζί με άλλους, στην κοινή αντίληψη, στην κοινή πίστη, στην κοινή δράση, στην κοινή ζωή…

Οι Αρχαίοι Έλληνες της Δημοκρατίας, είχαν καθιερώσει (πολύ σοφά) ένα σεληνιακό ημερολόγιο (με ηλιακά στοιχεία, που λάβαινε υπόψη ηλιοστάσια, ισημερίες, κλπ…) στο οποίο προσάρμοσαν, τελετές πανάρχαιες, νέες γιορτές, υπάρχουσες γιορτές στις οποίες έδωσαν άλλο νόημα…

Τα παιδιά διψούν για αλληλεπίδραση

Θα ήταν αφελές να πούμε ότι τα παι­διά μαγεύονται από την ευκολία μιας δραστηριότητας όπως η τηλεόραση ή ενός τρισδιάστατου παιχνιδιού οθό­νης, που εμπεριέχουν τη μοναχικότητα. Η αλήθεια είναι ότι διψούν για αλληλε­πίδραση.

Διψούν να χρησιμοποιήσουν όσο περισσότερες ικανότητες (φυσικές και πνευματικές) έχουν ανακαλύψει ότι έχουν και αδημονούν να ανακαλύψουν και άλλες.

Ενθουσιάζονται με την ιδέα ό­τι ο σημαντικότερος άνθρωπος στη ζωή τους (ο γονιός) μπορεί να έχει αντίστοι­χες ανάγκες με αυτά.

Είναι απίστευτη η αίσθηση για το παιδί να αντι­λαμβάνεται ότι ο πατέρας ή η μητέρα του πραγματικά χαίρε­ται (και δεν προσποιείται) παίρνοντας μέρος σε μια δρα­στηριότητα μαζί του.

Τελικά, η αλληλεπίδραση αυτή, εκτός α­πό δημιουργική για το παιδί και τη διαπαιδαγώγηση του, γίνεται θεμέλιος λίθος της σχέσης και πολλές φορές αγχολυτική για τον υπερδραστήριο γο­νέα.

Κύριος γνώμονας της συμπεριφοράς του παιδιού είναι σχεδόν πάντοτε η συμπεριφορά του γονέα. Από πολύ μικρή ηλικία το παιδί απευθύ­νεται ακόμα και στις εκφράσεις του προ­σώπου του γονέα για να αποφασίσει αν του αρέσει κάτι ή όχι.

'Οσο πιο συχνή η αλληλεπίδραση λοιπόν, τόσο καλύτερη και η αίσθηση που έχει το παιδί για την πραγματικότητα.

Φανταστείτε ένα παιδί που στηρίζει την αντίληψη του για την πραγματικότητα στην εικονική πραγμα­τικότητα ενός κινουμένου σχεδίου (κολ­λημένο μπροστά σε μια οθόνη) και ένα παιδί που κινείται μέσα στην πραγματικότητα (της πόλης του, της γειτονιάς του, της μουσικής, της τέχνης, της Ιστορίας) και μπορεί να ελέγχει την αντίληψη του γι' αυτήν μέσα από τις εκάστοτε αντιδρά­σεις του γονιού.

Το δεύτερο αισθάνεται σιγουριά και σταθερότητα μέσα από τον γονιό για την πραγματικότητα του, ενώ το πρώτο αναρωτιέται γιατί εδώ που ζει όλα είναι τόσο δύσκολα και απαιτούν τόση προσπάθεια.

Το παραπάνω δεν αποτελεί και το μονα­δικό πλεονέκτημα.

Σκεφτείτε πώς δημιουργείται, πώς αναπτύσσεται και πώς εδραιώνεται μια οποι­αδήποτε σχέση στη ζωή ενός ανθρώπου.

Πρέπει να ανακα­λύψουμε τα κοινά ενδιαφέρο­ντα.

Πρέπει να δούμε τον τρό­πο που τα δύο μέλη της σχέσης διαχειρίζονται καταστάσεις. Και βέβαια έχουμε ανάγκη να παρατηρήσουμε αν μπορούμε να συνεργαστούμε.

Για να τα καταφέρου­με όλα αυτά αρκεί να δραστηριοποιού­μαστε μαζί. Πόσο μάλλον στη σχέση που έχει ένας γονιός με το παιδί του.

Αρκεί να ανακαλύψουμε τα κοινά μας ενδιαφέ­ροντα, να διαχειριστούμε μαζί καταστά­σεις και να συνεργαστούμε.

Να βγούμε έξω και να δείξουμε στο παιδί τι μας αρέ­σει, δίνοντας του έτσι την ευκαιρία να μας δείξει και αυτό τι του αρέσει.

Να καλλιεργήσουμε μαζί τις δεξιότητές μας, επιβραβεύοντας ο ένας τον άλλον.

Όσο ο γονιός μένει άπραγος τόσο μένει και το παιδί.

Όσο ο γονιός μένει άπραγος τόσο αυξάνονται οι πιθανότητες στην εφηβεία να δημιουργηθεί ένα κοινωνικά δυσλει­τουργικό και μόνιμα ανικανοποίητο παι­δί.

Κάνοντας κάτι διαφορετικό από τα τε­τριμμένα με το παιδί, ο γονιός σίγουρα θα νιώσει σημαντικός και σωστός στον ρόλο του, μια και το παιδί του θα έχει αυ­τόματα την ευκαιρία να γνωρίσει πράγ­ματα που χωρίς τη δική του παρότρυνση θα ήταν απλά ανύπαρκτα.

Αυτή η αίσθη­ση γίνεται αυτόματα αγχολυτική σε μια ζωή που η ρουτίνα αποτελεί το κέντρο της καθημερινότητας.

Έτσι, η κοινή δρα­στηριότητα δεν ωφελεί μόνο τη ζωή και την ανάπτυξη του παιδιού αλλά και την ψυχική υγεία του γονιού.

Είναι αλήθεια λοιπόν ότι πρέπει γονείς και παιδιά να ζουν την πραγματικότητα μαζί όπως είναι, γεμάτοι ενδιαφέρον και άγνωστους κόσμους και όχι έτσι όπως τη ζουν, φυλακισμένοι μέσα σε ένα εύκολο και φαινομενικά ασφαλές περιβάλλον.

Θέλεις να μάθεις γιατί σε κρατάω σε απόσταση;

Για ποιο λόγο κάποιοι άνθρωποι δείχνουν να αδιαφορούν για τις σχέσεις και αντιστέκονται σθεναρά στις προσπάθειές μας να τους προσεγγίσουμε; Γιατί αντιλαμβάνονται το πλησίασμά μας ως απειλή στην ελευθερία τους;
 
Η Θεωρία του Δεσμού λέει ότι έχουν αυτό το απορριπτικό στυλ στον τρόπο που σχετίζονται, επειδή αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο σχετίστηκαν ως παιδιά με εκείνους που τους φρόντιζαν [1].
 
Φυσικά, δεν είναι ο μόνος τρόπος να σχετίζεται κανείς. Εκτός από το απορριπτικό, που αφορά την αποφυγή των άλλων, υπάρχουν ακόμα τρία στυλ δεσμού [2]: το ασφαλές (άνεση με τις σχέσεις), το υπερεμπλεκόμενο (γαντζώνομαι από τον άλλο) και το φοβικό (τρέμω στην ιδέα να έρθω κοντά).
 
Για την ώρα, θα εστιάσουμε στο πώς σκέφτεται, αισθάνεται και φέρεται στις σχέσεις του ένας άνθρωπος με απορριπτικό στυλ δεσμού, έχοντας υπόψη ότι μιλάμε για ένα ύφος ή μία τάση και όχι για κάποιο σταθερό και αναλλοίωτο χαρακτηριστικό που καθορίζει τον άνθρωπο.
 
Κι αν από κάποιου είδους κοινωνική προκατάληψη φαντάζεστε ότι οι συνήθεις ύποπτοι απορριπτικού στυλ είναι οι άντρες, σας ενημερώνω ότι οι γυναίκες είναι, πάνω κάτω, το ίδιο «ένοχες» [3, *].
 
Δεν καταλαβαίνω την ερώτηση, τι εννοείτε πώς αισθάνομαι;
 
Όταν λέμε άνθρωπος με απορριπτικό στυλ δεσμού, εννοούμε έναν άνθρωπο, από τον οποίο η συναισθηματική έκφραση απουσιάζει σχεδόν ολοκληρωτικά.
 
Φαίνεται να ζει σε ένα δικό του κόσμο, απορροφημένος στον εαυτό του και αποκομμένος από ό,τι συμβαίνει γύρω του. Νομίζεις ότι αποκρύπτει όσα αισθάνεται, ότι δεν έχει επαφή με όσα αισθάνεται ή ότι δεν αισθάνεται τίποτα. Μπορεί να γενικολογεί, αναλύει και επιχειρηματολογεί με δεινότητα, αλλά όταν η συζήτηση αγγίξει κάποιο συναίσθημα, θα σου πει «δεν ξέρω», «δεν καταλαβαίνω» ή δεν θα μιλήσει καθόλου.
 
Η αντίληψη της συναισθηματικής έκφρασης των άλλων, επίσης απουσιάζει.
 
Σε έντονες συναισθηματικά στιγμές είναι πιθανό να κατεβάσει ρολά και να μην αντιδράσει καθόλου. Μπορεί να σε δει να κλαις, να γελάς ή να οργίζεσαι και να στέκεται απαθής και ανέκφραστος. Σαν να μπερδεύεται, να νιώθει άβολα ή να μην καταλαβαίνει τι αναμένεται από εκείνον.
 
Δύο είναι οι επικρατέστερες υποθέσεις γι' αυτή τη γενικευμένη συναισθηματική ένδεια: είτε είναι φτιαγμένος από πέτρα, είτε βίωσε απόρριψη, κριτική και αδιαφορία ως παιδί [4] και αποφάσισε να πετρώσει.
 
Τίποτα δεν μπαίνει πάνω από την ανεξαρτησία μου
 
Η αίσθηση της ελευθερίας είναι το βασικότερο ζητούμενό του, ενώ η αίσθηση της εξάρτησης από τους άλλους, ο χειρότερος εχθρός του.
 
Περιφρουρεί με τέτοια ένταση κι εμμονή την ανεξαρτησία του, που σε κάνει να αναρωτιέσαι αν κάτι πήγε στραβά την εποχή που ήταν απόλυτα εξαρτημένος. Αναρωτιέσαι μήπως κάποιοι χλεύασαν ή παραμέλησαν τις φυσιολογικές τάσεις εξάρτησης της ηλικίας του ή μήπως του πέρασαν το μήνυμα ότι αν δεν είναι αυτόνομος και αυτάρκης δεν αξίζει την αγάπη τους.
 
Ό,τι και να συνέβη, εκείνος φαίνεται να πήρε όρκο ότι ποτέ ξανά δεν θα πέσει στην ανάγκη κανενός.
 
Έχει καταφέρει να είναι αυτορρυθμιζόμενος και αυτοκυριαρχούμενος κι είναι πολύ υπερήφανος
γι' αυτό. Έχει τόσο θετική εικόνα για τον εαυτό του [5], που μοιάζει σχεδόν αλαζονικός. Αισθάνεται ότι δεν χρειάζεται κανέναν και τίποτα, κι αυτό του δίνει έναν αέρα ανωτερότητας απέναντι στους «αδύναμους» και υποδεέστερους άλλους.
 
Οι σχέσεις είναι αναγκαίο κακό
 
Μετριοπαθώς μιλώντας, η σχέση του με την οικειότητα είναι διαταραγμένη: την αποφεύγει, την υποτιμά, δεν την αντέχει ή δεν την καταλαβαίνει.
 
Καταρχάς, δεν εμπιστεύεται τους ανθρώπους [6], η εμπειρία του λέει ότι δεν μπορείς να βασιστείς επάνω τους για τίποτα, κι ακόμα δεν έχει καθόλου καλή εικόνα για κείνους [7], τους περισσότερους από τους οποίους, σε αντίθεση με τον εαυτό του, θεωρεί μαλθακούς, εξαρτημένους και γεμάτους πιεστικές και ανικανοποίητες ανάγκες.
 
Δυσκολεύεται να συντονιστεί με τους άλλους, σαν να μην μπορεί να βρει σημείο επαφής ή σύνδεσης μαζί τους. Το μυαλό σου πάει στα παιδιά που δεν αναπτύσσουν συναισθηματικό συντονισμό, επειδή εκείνοι που τα φροντίζουν δεν μπορούν να συγχρονιστούν με τις ανάγκες τους, ας πούμε, τα διώχνουν όταν εκείνα ζητάνε αγκαλιά ή τα ενοχλούν όταν εκείνα θέλουν να μείνουν μόνα.
 
Τις φορές που αποφασίζει να σχετιστεί, σχετίζεται από θέση άμυνας, δίνοντας την εντύπωση ότι εξαναγκάζεται ή ότι μετά βίας το ανέχεται:
 
Εξαφανίζεται στα καλά καθούμενα και δεν ξέρεις πότε θα τον ξαναδείς. Κρατάει ολόκληρα κομμάτια ή περιόδους της ζωής του στο σκοτάδι. Διατηρεί ταυτόχρονα πολλές «χλιαρές» σχέσεις με πολλούς διαφορετικούς ανθρώπους, που ο ένας αγνοεί την ύπαρξη του άλλου. Βαριέται πολύ γρήγορα και αναζητά διαρκώς εναλλαγές, προκλήσεις και νέα ερεθίσματα. Δηλώνει ότι δεν είναι έτοιμος για σχέση, αλλά συνεχίζει να μένει στη σχέση ή, αντίστροφα, δηλώνει ότι είναι έτοιμος για σχέση, αλλά κάνει τα πάντα για να σαμποτάρει τη σχέση.
 
Συλλέγω ενάρξεις
 
Παρόλο που θεωρεί ότι είναι εξαιρετικά σπάνιο να βρει κανείς κάποιον να ερωτευτεί [8], πολύ συχνά σου δίνει την εντύπωση ότι είναι ερωτευμένος.
 
Ενθουσιάζεται με κάθε νέα σχέση και πέφτει με τα μούτρα, κάνοντας δηλώσεις και δίνοντας υποσχέσεις χωρίς να το πολυσκεφτεί, ενώ, μετά από λίγο, κάτι συμβαίνει και όλος αυτός ο ενθουσιασμός εξαφανίζεται και τα παίρνει όλα πίσω.
 
Αποδεικνύεται ότι, παρά τα φαινόμενα, δεν παύει στιγμή να βρίσκεται σε επιφυλακή. Έχει το βλέμμα συνεχώς στραμμένο προς την έξοδο κινδύνου, ώστε να διαφύγει εγκαίρως σε περίπτωση που η οικειότητα υπερβεί τα ανεκτά επίπεδα.
 
Όταν εμφανίζονται συναισθηματικές «απαιτήσεις», όταν γίνονται εξομολογήσεις, όταν η σχέση γίνεται σεξουαλική ή όταν κάποιος πλησιάσει τόσο ώστε να διαπεράσει τοίχους και άμυνες, το ένστικτό του τού λέει να το βάλει στα πόδια.
 
Τότε ψάχνει και βρίσκει χίλια δυο ελαττώματα στον άλλο και πλείστες άλλες δικαιολογίες, προκειμένου να βρει τρόπους να απεμπλακεί, να φρενάρει τη σχέση ή να την κινήσει με την όπισθεν. Η κλασική κι αγαπημένη στρατηγική εξόδου, που βγαίνει πρώτη από το μανίκι είναι, φυσικά, η λάθος στιγμή, το κακό timing.
 
Σε αυτό το σημείο, αν για κάποιο λόγο συνεχιστεί η σχέση, θα είναι μόνο με τους δικούς του όρους. Ο άλλος θα κληθεί να συμμαζευτεί και να συμβιβαστεί με μία χαμηλής εμπλοκής σχέση, δηλαδή μια σχέση αρκετά επιφανειακή και απρόσωπη ώστε να μην τον πιέζει και να μην απειλεί την ελευθερία του.
 
Αν τελικά τερματιστεί η σχέση, δεν θα του πάρει καιρό να την «ξεπεράσει». Αποσυνδέεται εύκολα γιατί σπανίως συνδέεται, κανείς δεν γίνεται τόσο σημαντικός ώστε να τον αγγίξει η έλλειψή του. Θα αποσυρθεί στη μοναξιά του ή θα βρει κάποιον άλλο, ανεξοικείωτο με τους τρόπους του, με τον οποίο θα μπορέσει να ξεκινήσει από μηδενικό επίπεδο οικειότητας.
 
Αν όμως τύχει και ο άλλος προλάβει να τον εγκαταλείψει πρώτος, θα πέσει από τα σύννεφα και θα το πάρει πολύ βαριά. Στο μυαλό του, η αδιάφορη και ψυχρή στάση που επιδεικνύει στις σχέσεις του, είναι ένας «κανονικός» και συνηθισμένος τρόπος να σχετίζεται κανείς, δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει αιτία εγκατάλειψης.
 
Η ειρωνεία είναι ότι, συχνά, αφού πλέον έχει αποσοβηθεί ο κίνδυνος της οικειότητας, εξιδανικεύει εκείνον που φεύγει, καθώς «θυμάται» κατόπιν εορτής πόσο σημαντικός του ήταν. Αν αργότερα βρεθεί σε μια επόμενη σχέση, το φάντασμα αυτής της εξιδανικευμένης, αστέριωτης σχέσης από το παρελθόν, θα προστεθεί ψηλά στη λίστα με τις δικαιολογίες, δίπλα στο timing...
 
Ο ΤΡΟΠΟΣ ΝΑ ΝΙΩΣΩ ΑΣΦΑΛΗΣ ΕΙΝΑΙ Η ΔΙΚΗ ΣΟΥ ΑΝΑΣΦΑΛΕΙΑ
 
Πολλοί που παρατηρούν απέξω, χαρακτηρίζουν τη συμπεριφορά του από ακατανόητη έως απαράδεκτη. Η αίσθησή μου είναι ότι, όσα κάνει και όσα συμβαίνουν στις σχέσεις του, προβληματίζουν και τον ίδιο.
 
Από τη μία βλέπει ότι οι άνθρωποι τον ερωτεύονται, τον διεκδικούν και επιθυμούν να σχετιστούν μαζί του κι από την άλλη δεν μπορεί να καταλάβει τι τους πιάνει και θέλουν να τον πνίξουν έπειτα από πέντε λεπτά συναναστροφής μαζί του.
 
Βρίσκεται μπλεγμένος σε καταστάσεις όπου οι άνθρωποι τον κατηγορούν, τον επικρίνουν, τον ειρωνεύονται, τον αποκαλούν αναίσθητο ή εγωκεντρικό, του απαριθμούν όλους τους τρόπους με τους οποίους τους πληγώνει, του υποδεικνύουν ότι έχει πρόβλημα και πρέπει να δει ειδικό, κι αμφισβητούν τις προθέσεις του ακόμα και τις σπάνιες φορές που εκείνος, κόντρα στη φύση του, κάνει μια ζεστή κίνηση.
 
Μπροστά σε όλο αυτό το χαμό, εκείνος απορεί. Πραγματικά δεν καταλαβαίνει ποιο είναι το θέμα. Αισθάνεται ότι κάνει το καλύτερο που μπορεί, αλλά ότι κανένας δεν το αναγνωρίζει ούτε το εκτιμά. Νιώθει πληγωμένος, αδικημένος, μπερδεμένος, θυμωμένος, αποσύρεται τελείως ή αποκλείει τους άλλους και δεν καταλαβαίνει γιατί οι σχέσεις του παίρνουν τέτοια τροπή.
 
Η ιστορία της ζωής του είναι αυτή. Οι άλλοι να προσπαθούν να πλησιάσουν κι εκείνος να αντιστέκεται, εκείνοι να σπρώχνουν κι εκείνος να απωθεί. Κάθε φορά επικυρώνεται και ενισχύεται η πεποίθησή του ότι μετά την «παράσταση» της αρχής, οι μάσκες πέφτουν και οι άνθρωποι φανερώνουν το αληθινό ανθρωποφάγο πρόσωπό τους, απαιτώντας πράγματα που εκείνος δεν θέλει ή δεν μπορεί να δώσει.
 
Αν εξέταζε τη δική του συμμετοχή σε όσα του συμβαίνουν, δεν αποκλείεται να έβγαζε κάποια άκρη, αλλά σπανίως μπαίνει σε αυτή τη διαδικασία. Μερικές φορές αναρωτιέται αν ευθύνονται οι επιλογές του για την κακοδαιμονία του, αλλά είναι μια σκέψη φευγαλέα αυτή, δεν κάθεται να την εξετάσει σοβαρά.
 
Γιατί το πιθανότερο είναι ότι, όπως όλοι, έτσι κι εκείνος ελκύει και ελκύεται από ανθρώπους που επιβεβαιώνουν όσα πιστεύει για τον εαυτό του, τους άλλους και τις σχέσεις.
 
Με κάποιο διαισθητικό τρόπο, κατάλαβε από πολύ νωρίς ότι οι μόνοι άνθρωποι που μπορούν να τον αντέξουν και να υπομείνουν την ψυχρή συμπεριφορά του, είναι εκείνοι με υπερεμπλεκόμενο στυλ δεσμού, δηλαδή εκείνοι που είναι αρκετά ανασφαλείς ώστε να κρεμαστούν από πάνω του. Βεβαίως είναι οι ίδιοι άνθρωποι που εκείνος υποτιμά και δεν εκτιμά, αλλά, από την άλλη, είναι οι μόνοι με τους οποίους μπορεί να έχει την αίσθηση ή ψευδαίσθηση του απόλυτου ελέγχου.
 
Πιστεύει ότι μαζί τους θα είναι ελεύθερος να κάνει ό,τι θέλει χωρίς ιδιαίτερες συνέπειες, θα μπορεί να απολαμβάνει αμέριστη προσοχή και ενδιαφέρον χωρίς την υποχρέωση να δώσει ανταλλάγματα και θα έχει το κεφάλι του ήσυχο ότι, παρά τα έντονα παράπονα και την καθημερινή γκρίνια τους, εκείνοι δεν θα τον εγκαταλείψουν ποτέ.
 
Μέσα σε τέτοιες δυσλειτουργικές σχέσεις επιβεβαιώνονται όλες οι πεποιθήσεις του: ότι εκείνος είναι «ανώτερος», ανεξάρτητος και κυρίαρχος, ότι οι άλλοι είναι τσιμπούρια που θέλουν να του πιουν το αίμα κι ότι οι σχέσεις είναι σκέτη ταλαιπωρία.
 
ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΑΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΛΟΓΟΣ ΝΑ ΑΛΛΑΞΩ
 
Θα μπορούσε φυσικά να κάνει διαφορετικές επιλογές.
 
Θα μπορούσε να διαλέξει συντρόφους που αποφεύγουν την οικειότητα όπως ο ίδιος, αλλά δεν φαίνεται να το κάνει. Κι ακόμα θα μπορούσε να διαλέξει συντρόφους που ενώ δεν αποφεύγουν την οικειότητα, διατίθενται να του δώσουν το χώρο που χρειάζεται, αλλά ούτε αυτό το κάνει.
 
Καταρχάς, αν διάλεγε για σύντροφο κάποιον σαν τον εαυτό του, η σχέση δεν θα ξεκινούσε καν. Κανένας από τους δύο δεν θα έμπαινε στον κόπο να πλησιάσει τον άλλο – ο ένας θα περίμενε από τον άλλο να κάνει το πρώτο βήμα, να πάρει έστω ένα τηλέφωνο.
 
Από την άλλη, αν διάλεγε έναν άνθρωπο αρκετά σίγουρο για τον εαυτό του, που θα έμενε κοντά του κρατώντας απόσταση ασφαλείας ώστε να μην τον στριμώξει, η σχέση, παρόλο που θα μπορούσε να λειτουργήσει «μεταμορφωτικά» καταλαγιάζοντας τον πανικό του, στην πράξη μάλλον δεν θα λειτουργούσε.
 
Απαιτεί τόσο πολύ χρόνο αυτή η «μεταμόρφωση» που, συνήθως, ο άλλος άνθρωπος, έστω απογοητευμένος και με βαριά καρδιά, στρέφεται σε κάποιον περισσότερο έτοιμο να ανταποκριθεί συναισθηματικά. Και από την άλλη, ο «απορριπτικός» αισθάνεται εντελώς έξω από τα νερά του σε μια τέτοια σχέση. Προσλαμβάνοντας την διακριτική απόσταση του άλλου ως έλλειψη ενδιαφέροντος (!), προσπαθεί να κάνει αυτό που ξέρει να κάνει καλά: να τον αποσταθεροποιήσει και να τον προκαλέσει να αντιδράσει με άγχος, πράγμα που, πολύ συχνά, το καταφέρνει [9].
 
Μοιάζει εγκλωβισμένος, αμετακίνητος στις αντιλήψεις του και, από τη στιγμή που δεν έχει εγκαταλείψει εξολοκλήρου τις σχέσεις, καταδικασμένος να βλέπει την ίδια ιστορία να επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά.
 
ΑΝ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΜΕ ΑΠΟΔΕΧΤΕΙΣ ΔΕΝ ΔΙΚΑΙΟΥΣΑΙ ΝΑ ΜΕ ΑΓΑΠΑΣ
 
Κανείς δεν ξέρει με ποιο τρόπο αλλάζει το στυλ δεσμού ενός ανθρώπου [10], αλλά ακόμα και να ξέραμε, πόσο μας επιτρέπεται και τι νόημα έχει να προσπαθούμε να αλλάξουμε έναν άνθρωπο αν ο ίδιος δεν αισθάνεται ότι χρειάζεται αλλαγή;
 
Αν σχετιζόμαστε με κάποιον «απορριπτικό» τύπο και τον κατηγορούμε για εγωκεντρισμό ή αλαζονεία, καλό είναι να αναρωτηθούμε μήπως είναι επίσης εγωκεντρικό και αλαζονικό εκ μέρους μας, να πιστεύουμε ότι μπορούμε να τον κάνουμε να σταματήσει να σχετίζεται με τον τρόπο που σχετίζεται τα τελευταία 30, 40 ή 50 χρόνια. Δεν είναι αλαζονικό να πιστεύουμε ότι η αγάπη μας θα τον «θεραπεύσει», ενώ δεν έχουμε μπει καν στον κόπο να τον ρωτήσουμε, αφενός αν θέλει να «θεραπευτεί» και, αφετέρου, αν η αγάπη μας είναι αυτό που χρειάζεται;
 
Μπορούμε να επιμένουμε όσο θέλουμε φυσικά. Μπορούμε να τον κυνηγάμε, να τον παρακαλάμε ή να τον απειλούμε, αλλά πρέπει να καταλάβουμε ότι το μόνο που καταφέρνουμε σχετιζόμενοι μαζί του με αυτόν τον αγωνιώδη, αγχώδη τρόπο, είναι να τον ωθούμε στο απορριπτικό στυλ δεσμού και στις άμυνές του ακόμα περισσότερο και να επιβεβαιώνουμε τις πεποιθήσεις του ότι οι σχέσεις είναι πεταμένα λεφτά.
 
Κι ακόμα πρέπει να καταλάβουμε ότι εκείνος, προφανώς, έχει τους λόγους του να επιλέγει να σχετίζεται με τον τρόπο που σχετίζεται. Η αδυναμία ή έλλειψη επιθυμίας του να αλλάξει τρόπους, δεν μπορεί να είναι απόρριψη του ποιοι είμαστε εμείς ως άνθρωποι, τα έχουμε πει αυτά.
 
Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν μπορούμε να τον σεβαστούμε, να τον αποδεχτούμε και, γιατί όχι, να τον αγαπήσουμε έτσι όπως ακριβώς είναι. Γιατί αν δεν μπορούμε είναι καλύτερα να τον αφήσουμε στην ησυχία του.
 
Να θυμάστε πάντως: Οι μετρήσεις με παλμογράφο σε μωρά με απορριπτικό στυλ δεσμού έχουν δείξει ότι, κάτω από το παγερό κι απόμακρο παρουσιαστικό τους, η καρδούλα τους χτυπάει με μεγάλη ένταση και αγωνία μπροστά στην απομάκρυνση ή αδιαφορία των άλλων [11]…
--------------------------------------
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΝΑΦΟΡΕΣ:
* Για την αποφυγή υπερφόρτωσης του κειμένου με συνεχή  δηλωτικά του φύλου (ο/η, του/της, τον/την), επέλεξα να χρησιμοποίησω τυχαία το αρσενικό γένος για να αναφερθώ και στα δύο φύλα. Η σύμβαση αυτή σε καμία περίπτωση δεν δηλώνει ούτε υπονοεί ταύτιση του ανδρικού φύλου με το απορριπτικό στυλ δεσμού.
[1, 5] Ainsworth, M. S. & Bowlby, J. (1991). An ethological approach to personality development. American Psychologist, 46(4):333-341.
[2] Bartholomew, K. & Horowitz, L. M. (1991). Attachment styles among young adults: a test of a four-category model. Journal of Personality and Social Psychology, 61(2): 226-244.
[3, 6] Feeney, J. A. & Noller, P. (1990). Attachment style as a predictor of adult romantic relationships. Journal of Personality and Social Psychology, 58(2):281-291.
[4, 8, 9] Hazan, C. & Shaver, P. (1987). Romantic love conceptualized as an attachment process. Journal of Personality and Social Psychology, 52(3): 511-524.
[7] Holmes, B. M. & Johnson, K. R. (2009). Adult attachment and romantic partner preference: A review. Journal of Social and Personal Relationships, 26 (6–7):833-852.
[10, 11] Fraley, R. C. (2010). A Brief Overview of Adult Attachment Theory and Research. Ανασύρθηκε από http://internal.psychology.illinois.edu/~rcfraley/attachment.htm την 22.11.14.

Μυθιστορηματική Πραγματικότητα: Πιστεύοντας το Απίστευτο

Όταν ένας συγγραφέας δημιουργεί ένα μη πραγματικό μυθιστορηματικό αντικείμενο, τότε αυτή η δημιουργία αποκτά ζωή πέρα από την σελίδα στην οποία δημιουργήθηκε. Οι Αναγνώστες συμπαθούν ή αντιπαθούν τους χαρακτήρες και επιθυμούν να επισκεφθούν τις φανταστικές τοποθεσίες των μυθιστορημάτων. Πόσες φορές άραγε έχουμε μεταφερθεί στην ατμόσφαιρα του κόσμου ενός μυθιστορήματος όταν βυθιζόμαστε στις σελίδες του, περνώντας κυριολεκτικά χρόνο μέσα στον φανταστικό κόσμο του; Πόσοι έχουν πιστέψει στην Μυθιστορηματική Πραγματικότητα;

Όσο φανταστική και αν είναι αυτή η πραγματικότητα όμως, υπάρχουν κάποιοι, οι Μυθιστορηματικοί Ρεαλιστές που υποστηρίζουν πως Θεωρητικά, όλα αυτά τα μέρη και οι χαρακτήρες υπάρχουν στα αλήθεια.

Η Μυθιστορηματική Πραγματικότητα και η έννοιά της είναι περισσότερο φιλοσοφική στην φύση της από οτιδήποτε άλλο. Η ιδέα είναι να αναλογιστούμε τι αποσαφηνίζεται ως «μυθιστορηματική Πραγματικότητα» και τι όχι.

Μυθιστορηματική Πραγματικότητα: Περί Υπαρξισμού

Για να καταφέρουμε να αναλογιστούμε τα πλαίσια της Μυθιστορηματικής Πραγματικότητας θα πρέπει να γνωρίζουμε την έννοια της ύπαρξης που θα χρησιμοποιηθεί ως μέτρο σύγκρισης για την Μυθιστορηματική Πραγματικότητα. Βέβαια ο ίδιος ο όρος «Μη Υπαρκτό αντικείμενο» εμπεριέχει από μόνο του μία αντίφαση – αφού ήδη είναι ένα αντικείμενο, άρα υπάρχει ή μήπως όχι; Η Μυθιστορία απαιτεί απο εμάς να συμπεράνουμε πως η έννοια της ύπαρξης είναι επιλεκτική.

Οι άνθρωποι συχνά θεωρούμε πως αντικείμενα χωρίς φυσική υπόσταση είναι υπαρκτά συνεχώς. Για παράδειγμα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής δεν είναι περισσότερο υπαρκτές από την Μέση Γη: Μπορεί να είναι μια χώρα, να έχει κατοίκους κλπ όμως τι είναι αυτό που μας κάνει να θεωρούμε πως όλο αυτό είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες; Χωρίς την οριοθέτηση του ονόματος θα ήταν απλά ένα κομμάτι Γης.

Μέσα στην Τρύπα

Η «Μυθιστορηματική Πραγματικότητα» είναι μια κοσμοθεωρία που αρέσκεται στην επιβεβαίωση της ύπαρξης των μυθιστορηματικών αντικειμένων. Ένας από τους Γνωστότερους υποστηρικτές της θεωρίας ήταν ο Φιλόσοφος David Lewis, που υποστήριζε πως η πραγματικότητα είναι δεικτική. Με άλλα λόγια ο ρεαλισμός των Μυθιστορηματικών αντικειμένων βασίζεται στην ατομική κατανόηση και οπτική του ατόμου. Αυτή η έννοια αποτελείται από έξι κύριες κατηγορίες: Ας δούμε τις 3 από αυτές.

Υπάρχουν πιθανοί άλλοι Κόσμοι – είναι όσο πραγματικοί είναι ο δικός μας κόσμος;

Οι πιθανό αυτοί κόσμοι αποτελούνται από ίδια είδη αντικειμένου του κόσμου μας. Διαφέρουν σε περιεχόμενο, αλλά όχι σε είδος.

Αυτοί οι κόσμοι δεν γίνεται να μειωθούν σε κάτι πιο βασικό. Είναι οντότητες ανεπίδεκτες αλλοιώσεως.

Βασικά αυτό που ο Lewis επισημαίνει με αυτές τις κατηγορίες είναι πως επειδή ένας κόσμος δεν είναι δικός μας ή οικείος μας δεν σημαίνει πως μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι είναι λιγότερο αληθινός από τον δικό μας επειδή δεν τον κατοικούμε και δεν ξέρουμε την πραγματική του φύση.

Αν υπάρχει ένα βιβλίο που αντικατοπτρίζει πλήρως αυτή την έννοια της Μυθιστορηματικής Πραγματικότητας είναι η Αλίκη στην Χώρα των θαυμάτων. Οι Θεωρητικοί έχουν υποστηρίξει εκτενώς πως ο Lewis Carroll ανέπτυξε το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου του σε Φιλοσοφικές έννοιες. Αν και ο David Lewis δεν είχε έρθει στην ζωή όταν το Βιβλίο εμφανίστηκε στο αναγνωστικό κοινό, οι θεωρίες του αντηχούν τις αντανακλάσεις της Μυθιστορηματικής Πραγματικότητας του Carroll και της θεωρίας του για την φύση της πραγματικότητας.

Ενώ Η Χώρα των Θαυμάτων μοιράζεται αρκετά χαρακτηριστικά με την Εγχώρια Αγγλία, οι νόμοι της είναι ακατανόητοι στην Αλίκη. Ο κόσμος που απεικόνισε ο Carroll διαφέρει σε περιεχόμενο, και όχι σε είδος όπως αναφέρει η μία απο τις κατηγορίες που επιβεβαιώνουν την Μυθιστορηματική Πραγματικότητα.

Ο Παράγοντας της Πιθανότητας.

Ένα ζήτημα με την Μυθιστορηματική Πραγματικότητα είναι πως ενώ οι πραγματικοί κόσμοι εμπεριέχουν το ζήτημα της πιθανότητας, οι Μυθιστορηματικοί κόσμοι δεν το κάνουν. Ας εξηγήσουμε τι σημαίνει αυτό: Αφού δεν μπορούμε με λίγα λόγια δεν μπορούμε να περπατήσουμε στην Μορντόρ, τότε δεν υπάρχει στα αλήθεια. Αν θες να περπατήσεις στην Αμερική, τότε τα πόδια σου θα πατούν σε στέρεο έδαφος. Οι Πραγματικοί κόσμοι δεν χρειάζονται την δική μας επιβεβαίωση για την ύπαρξή τους. Όπως και αν το δούμε η Μυθιστορηματική Πραγματικότητα δεν έχει φυσικές καταβολές, παρά μόνο υποθετικές καταβολές. Μία ακόμη σημαντική κριτική για τις θεωρίες του Lewis είναι πως οι θεωρίες είναι εκτεθειμένες στο ξυράφι του Όκκαμ, μία αρχή που προτιμά την απλούστερη λύση σε μία υπόθεση που στερείται βεβαιότητας. Και όταν μιλάμε για Μυθιστορηματικούς κόσμους τότε κατανοούμε πως η βεβαιότητα είναι το τελευταίο στοιχείο που θα μπορούσαν να περιέχουν.

Όμως η πραγματικότητα είναι πως η Μυθιστορηματική Πραγματικότητα είναι μια συλλογή μερικών αντιπαραθέσεων που αφορούν ένα αρκετά πολύπλοκο ζήτημα. Και επικεντρώνεται στο αν η ύπαρξη θα πρέπει να προσδιορίζεται από μία οπτική της φυσικής υπόστασης (αν κάτι είναι υπαρκτό δηλαδή) η αν θα πρέπει να προσεγγίζουμε το ζήτημα βάση της ατομικής πραγματικότητας που συνεχώς εναλλάσσεται βάση της οπτικής γωνίας ή κοσμοθεωρίας του παρατηρητή.

Οι καλοί άνθρωποι κρύβουν τις πληγές τους αλλά δεν εγκαταλείπουν ποτέ

Οι καλοί άνθρωποι δεν αποτελούν μονάχα τους στυλοβάτες της οικογένειας, έναν αιώνιο σύμμαχο σε μια ομάδα φίλων ή έναν φάρο μέσα στις πολύπλοκες κοινωνίες μας.

Για τους καλούς ανθρώπους πρόκειται για μια πρόκληση επειδή, πάνω απ’ όλα, πρέπει να αντιμετωπίσουν εξαπατήσεις, προδοσίες και την ιδέα ότι δεν βλέπουν ούτε αντιλαμβάνονται όλοι τον κόσμο όπως αυτοί.

Δεν είναι εύκολο, αλλά ας ξεκαθαρίσουμε κάτι: μην πιστεύετε ότι οι άνθρωποι χωρίζονται σε δύο κατηγορίες καλών και κακών. Κάτι τέτοιο δεν ισχύει.

Αυτό που πρέπει να καταλάβουμε είναι ότι υπάρχει ένα είδος ανθρώπων οι οποίοι διαθέτουν μοναδικά γνωρίσματα και ιδιότητες που τους καθιστούν μοναδικά άτομα.

Πρόκειται για τους ανθρώπους που βλέπουν τον κόσμο με την καρδιά τους. Ξεχωρίζουν για την ευαισθησία τους, όμως διαθέτουν ακόμα μεγαλύτερο θάρρος.

Ακολουθούν το ένστικτό τους, όμως πολύ συχνά απορρίπτονται ως αφελείς επειδή δείχνουν μεγάλη εμπιστοσύνη και τείνουν να δίνουν τα πάντα χωρίς να παίρνουν τίποτα ως αντάλλαγμα.

Είναι αλήθεια ότι κρύβουν πολλές πληγές, πόνο και ουλές, όμως οι καλοί άνθρωποι δεν εγκαταλείπουν ούτε επιθυμούν να αλλάξουν στάση. Δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς. Κανένας δεν μπορεί να ξεριζωθεί τόσο εύκολα.

Αν ταυτίζεστε με αυτό το είδος ανθρώπων, παρακάτω θα εξηγήσουμε μερικούς τρόπους με τους οποίους μπορείτε να αντιμετωπίσετε την καθημερινότητά σας.

Οι καλοί άνθρωποι πρέπει να φροντίζουν τη συναισθηματική τους ακεραιότητα


Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι, όταν οι καλοί άνθρωποι απογοητεύονται από τους άλλους, κατηγορούν τον εαυτό τους.

Αν κάποιος με προδώσει, εγώ φταίω που περίμενα τόσα πολλά από τους άλλους ή που έδειξα εμπιστοσύνη άνευ όρων.
  • Λίγο-λίγο κάθε μικρή σκλήθρα πόνου και εξαπάτησης που αισθανόμαστε στην καρδιά μας σφηνώνει στο κορμί της αυτοεκτίμησής μας.
  • Με το να αισθανόμαστε υπεύθυνοι για κάθε απογοήτευση ή αποτυχία δημιουργούμε μια αρνητική εικόνα για τον εαυτό μας, μια κατάσταση στην οποία δεν θα πρέπει να φτάνει ποτέ ένα άτομο που προσφέρει φροντίδα, υποστήριξη και θετική ενέργεια.
  • Πρέπει να διαχειριζόμαστε τα πράγματα με το σωστό τρόπο έτσι ώστε να διατηρούμε πάντα μια εσωτερική ισορροπία τόσο στις θετικές όσο και στις αρνητικές μας πραγματικότητες.
Αν δεν το καταφέρουμε αυτό, θα είμαστε θύματα αντί ήρωες και τότε, όταν οι άνθρωποι γύρω μας το προσέξουν, θα υπάρχουν περισσότερες πιθανότητες να μας εκμεταλλευτούν.

Η τέχνη της καλλιέργειας της αγάπης για τον εαυτό


Η αγάπη για τον εαυτό είναι ένας συναισθηματικός και ψυχολογικός μυς που μας εξασφαλίζει δύναμη και αξιοπρέπεια. Σκεφτείτε τον σκελετό σας. Χάρη στους μυς που τον περιβάλλουν, στέκεστε στα πόδια σας και προχωράτε μέσα στον κόσμο με δύναμη και αρμονία.
  • Αν σπάσετε κάποιο οστό, δεν πονάτε απλώς αλλά χάνετε την κινητικότητά σας και διατρέχετε ακόμα και τον κίνδυνο να αρχίσετε να εξαρτάστε από τους άλλους.
  • Οι καλοί άνθρωποι πρέπει να αγαπούν τον εαυτό τους. Για να το πετύχετε αυτό, πρέπει να μάθετε να λέτε όχι όταν δεν θέλετε να κάνετε κάτι και όταν δεν μπορείτε να κάνετε όλα όσα σας ζητούνται.
  • Επίσης καλοσύνη δεν σημαίνει εγκατάλειψη της αξιοπρέπειας. Αν αισθάνεστε ότι πέσατε θύμα εκμετάλλευσης ή εγωισμού, έχετε το δικαίωμα και το καθήκον να προστατευτείτε. Υπερασπιστείτε τον εαυτό σας.

 

Οι ουλές που κρύβετε είναι αυτό που είστε σήμερα


Έχετε πληγωθεί τόσες φορές και ίσως να μην έχετε μιλήσει ποτέ σε κανέναν για την εξαπάτηση που έχετε βιώσει.
  • Πρέπει να μάθετε να διαχειρίζεστε αυτές τις καταστάσεις και τις συναισθηματικές πληγές.
  • Αν κάποιος σας απογοητεύσει, δεν φταίτε εσείς. Καταλάβετε ότι δεν είναι όλοι όπως θα θέλατε να είναι.
  • Φυσικά και αισθάνεστε πληγωμένοι και πονάτε, όμως όσο πιο σύντομα το ξεπεράσετε τόσο καλύτερα.
  • Οι ουλές μας μάς μαθαίνουν να βλέπουμε τα πράγματα πιο καθαρά, να είμαστε πιο συνετοί, να μη δίνουμε τα πάντα χωρίς να παίρνουμε τίποτα ως αντάλλαγμα και να μην ανοίγουμε την καρδιά μας σε εκείνους που δεν είναι αυθεντικοί μαζί μας.

 

Μην εγκαταλείπετε ποτέ, μην ξεχνάτε ποτέ τις ρίζες σας


  • Οι καλοί άνθρωποι δεν μπορούν να είναι τίποτα άλλο παρά ο εαυτός τους: οι καρδιές μας είναι ανοιχτές για τους γύρω μας, είμαστε έτοιμοι να βοηθήσουμε και να προσφέρουμε ευτυχία.
  • Έτσι αισθανόμαστε καλά και έτσι ζούμε. Ίσως γι’ αυτό αντιμετωπίζουμε τόσο πόνο και τόσο κενό όταν η αφοσίωση, οι προσπάθειες και η παρουσία μας δεν εκτιμώνται.
  • Ωστόσο μην ξεχνάτε ποτέ τις ρίζες σας. Κατανοήστε ότι η ευγένεια και η αξιοπρέπεια πάνε χέρι-χέρι.
  • Το να εστιάσουμε την προσοχή στον εαυτό μας λέγοντας «γιατί δεν με λαμβάνεις υπόψη σου;» ή «με κάνεις να νιώθω ένα τίποτα» δεν είναι εγωισμός. Έτσι υπερασπιζόμαστε τον εαυτό μας και του δείχνουμε αγάπη.
Συνοψίζοντας θα λέγαμε ότι δεν πρέπει να σταματήσετε ποτέ να είστε ο εαυτός σας, γιατί αυτό είναι το μόνο πράγμα που έχετε. Όμως μην ξεχνάτε ότι μπορείτε πάντα να θέτετε όρια και να προστατεύεστε.

Να πιστεύεις στους ανθρώπους, κι ας σε απογοητεύουν ξανά και ξανά

Άνθρωποι υπάρχουν πολλοί γύρω σου. Κάποιους, τους ονομάζεις φίλους. Κάποιους άλλους, οικογένεια. Κάποια στιγμή, στη ζωή όλων, έρχεται αυτή η πικρή αίσθηση της απογοήτευσης. Δεν έχει σημασία από ποιον, ή από το πότε θα έρθει.

Να θεωρείς όμως πολύ τυχερό τον εαυτό σου αν έχεις γνωρίσει άτομα που δεν σε έχουν απογοητεύσει, και να τα αγαπάς πολύ, πάρα πολύ κι αληθινά!


Οι περισσότεροι από εμάς, κάποτε κάνουμε λάθη. Κι ίσως να το καταλαβαίνουμε, ίσως πάλι και όχι! Κάπως έτσι, απογοητεύουμε και μας απογοητεύουν. Τι πειράζει όμως; Δεν είναι κακό. Μην σταματήσεις στιγμή να πιστεύεις στον άνθρωπο λόγω της απογοήτευσης.

Λάθη θα υπάρχουν πάντοτε. Είναι ανθρώπινα. Η ουσία είναι να υπάρχει αγάπη… Να ψάχνεις πάντα το καλό. Να μην κουράζεσαι να κοιτάζεις γι’ αυτό.

Στον κόσμο υπάρχει πάντα καλοσύνη, χαρά και αγαλλίαση. Αρκεί να μην τα παρατάς.

Δώσε χρόνο στον εαυτό σου να απογοητευτεί, μα μην αποθαρρυνθείς.

Και το κυριότερο; Εγώ λέω πάντα: “Να μιλάς. Να συζητάς”. Κι ας απογοητεύτηκες! Μην σταματήσεις να πιστεύεις στην ανθρωπιά επειδή υπήρξαν στιγμές αδύναμες. Άσε τον θυμό να περάσει, δώσε χρόνο στον εαυτό σου να δεχτεί την απογοήτευση, κι ύστερα βρες τη δύναμη να συζητήσεις.

Κοίταξε γύρω σου… Τόσοι άνθρωποι. Όλοι θα κάνουν κάποιο λάθος. Καλώς ή κακώς, είναι πολύ λίγοι αυτοί που δεν θα κάνουν κάτι που δεν θα φαίνεται σωστό σε εσένα. Δεν πειράζει. Είναι ανθρώπινο. Κι όπως εσύ θα ήθελες να σε συγχωρέσουν, να συγχωρείς.

Πίστεψε το, υπάρχει μαγεία σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο… Κι αν δεν την βλέπεις, γίνε εσύ αυτή η μαγεία. Να είσαι γεμάτος καλοσύνη όπου και όπως μπορείς! Είναι πάντα αρκετό. Που ξέρεις; Ίσως άθελά σου και χωρίς να το γνωρίζεις, να γίνεις η ελπίδα κάποιος να πιστέψει (ξανά) στον άνθρωπο…

Τι ακριβώς είναι τα μαθηματικά;

Η βασική ερώτηση για το τι είναι τα μαθηματικά.

Η απάντηση του Χερς είναι αυτό που ο ίδιος ονομάζει ανθρωπιστική φιλοσοφία. Τα μαθηματικά είναι «Μια ανθρώπινη δραστηριότητα, ένα κοινωνικό φαινόμενο, μέρος του ανθρώπινου πολιτισμού, ιστορικά εξελισσόμενη και κατανοητή μόνο σε ένα κοινωνικό πλαίσιο». Τα παραπάνω είναι μια περιγραφή, όχι ένας ορισμός, αφού δεν προσδιορίζει με λεπτομέρεια το περιεχόμενο αυτής της δραστηριότητας. Η περιγραφή ίσως ηχεί κάπως μετανεωτεριστική, αλλά αποδείχτηκε κάτι περισσότερο ευφυές από τον μεταμοντερνισμό, λόγω της επίγνωσης του Χερς ότι οι κοινωνικές συμβάσεις που ρυθμίζουν τις δραστηριότητες αυτών των ανθρώπων υπόκεινται σε αυστηρούς μη κοινωνικούς περιορισμούς, δηλαδή, ότι όλα πρέπει να ταιριάζουν λογικά μεταξύ τους. Ακόμη κι αν οι μαθηματικοί μαζευτούν και συμφωνήσουν ότι το π είναι ίσο με 3, όλοι τους γνωρίζουν ότι δεν θα είναι έτσι. Τίποτε δεν θα είχε νόημα.

Ένας μαθηματικός κύκλος, συνεπώς, είναι κάτι παραπάνω από μια συμφωνημένη αυταπάτη. Είναι μια έννοια προικισμένη με εξαιρετικά ειδικά χαρακτηριστικά. «Υπάρχει» υπό την έννοια ότι ο ανθρώπινος νους μπορεί να εξαγάγει άλλες ιδιότητες από αυτά τα χαρακτηριστικά, με την κρίσιμη προειδοποίηση πως αν δυο άνθρωποι ερευνούν το ίδιο πρόβλημα, δεν είναι δυνατόν, εάν ακολουθούν σωστό συλλογισμό, να καταλήξουν σε αντικρουόμενες απαντήσεις.

Να λοιπόν γιατί δίνεται η εντύπωση πως τα μαθηματικά είναι «εκεί έξω». Ο εντοπισμός της απάντησης σε ένα ανοιχτό πρόβλημα μοιάζει με ανακάλυψη, όχι με επινόηση. Η διερεύνησή τους είναι όπως η εξερεύνηση μια νέας περιοχής στην ύπαιθρο. Προφανώς δεν γνωρίζεις τι συμβαίνει στην επόμενη στροφή του ποταμού, αλλά δεν σου δίνεται η δυνατότητα να επιλέξεις. Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να περιμένεις και να ανακαλύπτεις. Ωστόσο, η μαθηματική ύπαιθρος δεν σου παρουσιάζεται παρά μόνο όταν την εξερευνήσεις.

Όταν διαφωνούν δύο καθηγητές της Σχολής Καλών Τεχνών είναι πολύ πιθανό να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι «είναι αδύνατον να συμφωνήσουν». Όταν διαφωνούν δύο μαθηματικοί -συμβαίνει πολύ συχνά, και μάλιστα με οργισμένο και επιθετικό τρόπο- είναι πολύ πιθανό, ξαφνικά, ο ένας από τους δυο να σταματήσει και να ομολογήσει, «συγγνώμη, έχεις απόλυτο δίκιο, τώρα κατάλαβα πού είχα κάνει λάθος». Ύστερα θα βγουν έξω και θα πάνε για φαγητό σαν καλοί φίλοι.

Συμφωνώ πάρα πολύ με τον Χερς. Αν αισθάνεσαι πως η ανθρωπιστική περιγραφή των μαθηματικών είναι κάπως ασαφής, ότι εκείνος ο τύπος «συμφωνημένου κοινωνικού κατασκευάσματος» είναι κάτι σπάνιο, ο Χερς προσφέρει μερικά παραδείγματα που ίσως σου αλλάξουν αυτή την εντύπωση. Το ένα είναι το χρήμα. Το χρήμα κινεί τα πάντα- αλλά, τι είναι το χρήμα; Δεν είναι βεβαίως κομμάτια χαρτιού ή κέρματα. Αυτά μπορούν να τυπωθούν ή να κοπούν εκ νέου ή να παραδοθούν σε μια τράπεζα και να καταστραφούν. Δεν είναι αριθμοί καταχωρισμένοι σε έναν υπολογιστή: αν ο υπολογιστής καταστραφεί, εσύ θα κατέχεις ακόμη τα χρήματά σου. Τα χρήματα είναι ένα συμφωνημένο κοινωνικό κατασκεύασμα. Έχει αξία, ακριβώς επειδή όλοι εμείς συμφωνούμε ότι έχει αξία.

Για άλλη μια φορά, υπάρχουν αυστηροί περιορισμοί. Αν πεις στο διευθυντή της τράπεζάς σου ότι ο λογαριασμός σου περιέχει περισσότερα χρήματα από όσα τον πληροφορεί ο υπολογιστής του, μην περιμένεις να σου απαντήσει, «κανένα πρόβλημα, είναι απλώς ένα κοινωνικό κατασκεύασμα, ορίστε δέκα εκατομμύρια δολάρια επιπλέον. Καλή σας ημέρα».

Μπαίνει κανείς στον πειρασμό να σκεφτεί ότι, ακόμη κι αν θεωρήσουμε τα μαθηματικά σαν ένα συμφωνημένο κοινωνικό κατασκεύασμα, είναι σχεδόν λογικά αναπόφευκτο πως κάθε πλάσμα με νοημοσύνη θα ανταποκρινόταν στα ίδια μαθηματικά. Όταν τα διαστημόπλοια Πάιονιρ και Βόγιατζερ ταξίδεψαν στο διάστημα, είχαν μαζί τους κωδικοποιημένα μηνύματα που απευθύνονταν προς κάθε εξωγήινο που θα μπορούσε να τα συναντήσει. Ο Πάιονιρ έφερε μια πινακίδα με το διάγραμμα του ατόμου του υδρογόνου, ένα χάρτη των γειτονικών πάλσαρ για να καταδείξει τη θέση του Ήλιου μας, τα σκίτσα ενός γυμνού άνδρα και μιας γυμνής γυναίκας να στέκομαι μπροστά σε ένα σκαρίφημα του διαστημόπλοιου υπό κλίμακα και τη σχηματική εικόνα του ηλιακού μας συστήματος, για να δηλώσει σε ποιον πλανήτη κατοικούμε. Τα δύο Βόγιατζερ μετέφεραν αρχεία με ήχους, μουσική κάθε είδους και επιστημονικές φωτογραφίες.

Θα ήταν σε θέση ένας εξωγήινος αποδέκτης να αποκωδικοποιήσει αυτά τα μηνύματα; Άραγε, τι θα καταλάβαινε βλέποντας δύο κύκλους ενωμένους με μια γραμμούλα; Θα ερμήνευε αυτό το σύμβολο ως το άτομο του υδρογόνου; Τι θα συνέβαινε αν η δική του εκδοχή της ατομικής θεωρίας στηριζόταν στις κβαντικές κυματοσυναρτήσεις αντί για τα πρωτόγονα «σωματιδιακά» μοντέλα, τα οποία ακόμη και οι δικοί μας φυσικοί επιστήμονες δηλώνουν πως είναι εντελώς ανακριβή; Θα μπορέσουν οι εξωγήινοι να κατανοήσουν τα σκίτσα; -δεδομένου ότι όταν κλήθηκαν να τα κατανοήσουν άνθρωποι από υπανάπτυκτες φυλές που δεν είχαν ποτέ συναντήσει τέτοια πράγματα, απέτυχαν να το κάνουν; Άραγε θα θεωρήσουν τους πάλσαρ σημαντικούς;

Στις περισσότερες συζητήσεις για τέτοια θέματα, κάποιος θα μπορούσε να υποστηρίξει πως ένας νοήμων εξωγήινος, ακόμη κι αν δεν αντιληφθεί τίποτε, θα είναι σε θέση να κατανοήσει απλά μαθηματικά μοτίβα’ και όλα τα υπόλοιπα θα εξαχθούν από αυτά. Εδώ υπάρχει μια «αλαζονική» υπόθεση: τα μαθηματικά είναι κατά κάποιον τρόπο συμπαντικά. Οι εξωγήινοι θα μετρήσουν 1, 2, 3,… όπως ακριβώς εμείς. Θα παρατηρήσουν βέβαια το υπόδειγμα που υπαινίσσονται διαγράμματα όπως αυτό: * ** *** ****.

Δεν έχω πειστεί για κάτι τέτοιο. Διάβαζα το Diamond Dog του Άλιστερ Ρέινολντς, μια νουβέλα για ένα εξωγήινο κατασκεύασμα, έναν αλλόκοτο και τρομακτικό πύργο, όπου περιδιαβαίνεις τα δωμάτια λύνοντας σπαζοκεφαλιές. Αν απαντήσεις λάθος πεθαίνεις, με τρόπο φρικιό. Η ιστορία του Ρέινολντς είναι δυνατή αλλά υπάρχει η υπόρρητη παραδοχή πως οι εξωγήινοι μπορούν να θέσουν μαθηματικούς γρίφους παρόμοιους με εκείνους που θα έθετε ένας άνθρωπος. Στη νουβέλα, τα εξωγήινα μαθηματικά είναι πολύ κοντά στα γήινα. Περιέχουν τοπολογία και μια περιοχή της μαθηματικής φυσικής γνωστή ως θεωρία Καλούτσα-Κλάιν. Είναι σαν να φτάνεις στον πέμπτο πλανήτη του Εγγύτατου του Κενταύρου και να βρίσκεις ένα γνωστό πολυκατάστημα. Αντιλαμβάνομαι πως για τις ανάγκες της αφήγησης τα μαθηματικά πρέπει να μοιάζουν με μαθηματικά στον αναγνώστη, αλλά ακόμη κι έτσι, το αποτέλεσμα δεν μου φαίνεται ικανοποιητικό.

Έχω την εντύπωση πως τα γήινα μαθηματικά είναι συνδεδεμένα με την ανθρώπινη φυσιολογία, τις εμπειρίες και τις ψυχολογικές προτιμήσεις μας, περισσότερο από ό,τι φανταζόμαστε. Είναι περιορισμένα- δεν είναι συμπαντικά. Τα σημεία και οι ευθείες της γεωμετρίας -εκτός του ότι αποτελούν τη φυσιολογική βάση για μια θεωρία σχημάτων- είναι τα χαρακτηριστικά με τα οποία το οπτικό μας σύστημα εξετάζει τον κόσμο. Ένα εξωγήινο οπτικό σύστημα ίσως θεωρεί ως πρωταρχικές έννοιες το φως και τη σκιά ή την κίνηση και την ηρεμία ή τη συχνότητα της ταλάντωσης. Ένα εξωγήινο νοήμον ον, μπορεί να θεωρούσε όχι η οσμή ή η ντροπή και όχι το σχήμα, είναι οι θεμελιώδεις έννοιες για τη δική του αντίληψη του κόσμου. Και ενώ νομίζουμε ότι οι διακριτοί αριθμοί όπως το 1, 2, 3, είναι συμπαντικοί, ουσιαστικά εξυπηρετούν την πανάρχαια τάση μας να συγκεντρώνουμε ομοειδή αντικείμενα, όπως τα πρόβατα, και να τα θεωρούμε περιουσιακό στοιχείο: μήπως μου έκλεψαν κάποιο από τα πρόβατά μου; Η αριθμητική φαίνεται να έχει προσδιοριστεί μέσω δύο πραγμάτων: τη χρονική στιγμή και το εμπόριο. Τι συμβαίνει όμως με εκείνα τα «στενόμυαλα» όντα που ζουν στον μακρινό Ποσειδώνα -εκείνον τον υποθετικό γίγαντα αέριων, που μοιάζει με τον Δία-, του οποίου ο κόσμος αποτελείται από μια αδιάκοπη ροή στροβιλοειδών ανέμων, και δεν υπάρχει η παραμικρή αίσθηση ιδιοκτησίας; Μέχρι να μετρήσουν ώς το τρία, οτιδήποτε μετρούν θα είχε διασκορπιστεί σε ένα νέφος αμμωνίας. Θα είχαν, βεβαίως, καλύτερη αντίληψη από ό,τι εμείς για τα μαθηματικά της τυρβώδους ροής ρευστών.

Εκτιμώ ότι είναι πλέον αποδεκτό πως όπου τα περίεργα μαθηματικά αυτών των όντων συναντηθούν με τα δικά μας μαθηματικά, θα είναι λογικά συνεπή μεταξύ τους. Θα υπάρχουν ίσως απομακρυσμένες περιοχές του ίδιου τοπίου. Αλλά ακόμη κι αυτό θα εξαρτάται από τον τύπο της λογικής που χρησιμοποιείς.

Η άποψη ότι υπάρχουν μοναδικά μαθηματικά -τα δικά μας- είναι μια πλατωνική άποψη. Είναι πιθανό ότι «οι» ιδανικές μορφές -ΟΙ ΙΔΕΕΣ- βρίσκονται «εκεί έξω»- ωστόσο, το «εκεί έξω» πρέπει να περιέχει παραπάνω από ένα αφηρημένο βασίλειο και επίσης είναι πιθανό πως εκεί τα ιδανικά οχήματα δεν είναι μοναδικά. Ο ανθρωπισμός του Χερς μετατράπηκε σε ποσειδώνειο συντηρητισμό: τα μαθηματικά τους θα είναι ένα κοινωνικό κατασκεύασμα συμφωνημένο από τη δική τους κοινωνία. Αν έχουν κοινωνία. Αν πάλι δεν έχουν, -αν τα επιμέρους άτομα δεν επικοινωνούν—, άραγε, έχουν οποιαδήποτε αντίληψη περί μαθηματικών; Όπως εμείς δεν μπορούμε να φανταστούμε κάποια μαθηματικά που να μη θεμελιώνονται στο αριθμητικό σύστημα μέτρησης, με το ίδιο σκεπτικό δεν μπορούμε να φανταστούμε ένα «νοήμον» είδος του οποίου τα μέλη δεν επικοινωνούν μεταξύ τους. Ωστόσο, το ότι δεν μπορούμε να φανταστούμε κάτι, δεν αποδεικνύει ότι δεν υπάρχει.

Συγνώμη, νομίζω πως ξέφυγα από το θέμα. Τι είναι τα μαθηματικά; Στην απελπισία τους, ορισμένοι προτείνουν τον ορισμό «Μαθηματικά είναι αυτό που κάνουν οι μαθηματικοί». Και τι είναι οι μαθηματικοί; «Άνθρωποι που κάνουν μαθηματικά». Αυτή η συζήτηση είναι σχεδόν πλατωνική μέσα στην τέλεια κυκλικότητά της. Αλλά επίτρεψέ μου να διατυπώσω μια παρόμοια ερώτηση. Τι είναι ένας επιχειρηματίας; Κάποιος που κάνει επιχειρήσεις; Όχι ακριβώς. Είναι κάποιος που βλέπει ευκαιρίες για να κάνει επιχειρήσεις όταν κάποιοι άλλοι δεν τις βλέπουν.

Μαθηματικός είναι κάποιος που βλέπει ευκαιρίες για να κάνει μαθηματικά.

Τι είμαι; Είμαι το σώμα μου; Είμαι αυτό που βλέπω, αυτό που σκέφτομαι, αυτό που αισθάνομαι; Τι;

Ο νους συγχέει τις ανάγκες του σώματος με τις δικές του γιατί έχει ανάγκη να ξέρει: Τι είμαι; Ζούμε σε αυτόν τον κόσμο της ψευδαίσθησης και δεν έχουμε ιδέα τι είμαστε. Έτσι, ο νους μας δημιουργεί όλες αυτές τις ερωτήσεις. Το ερώτημα «Τι είμαι;» γίνεται το μεγαλύτερο μυστήριο και οποιαδήποτε απάντηση ικανοποιεί την ανάγκη μας για ασφάλεια. Ο νους λέει: «Είμαι το σώμα. Είμαι αυτό που βλέπω, αυτό που σκέφτομαι, αυτό που αισθάνομαι. Πονάω- αιμορραγώ».

Η συνάφεια μεταξύ νου και σώματος είναι τόσο στενή που ο νους πιστεύει ότι είναι το σώμα. Το σώμα έχει ανάγκη και είναι ο νους που λέει «Έχω ανάγκη». Ο νους παίρνει τα του σώματος προσωπικά γιατί προσπαθεί να απαντήσει στο ερώτημα «Τι είμαι;». Έτσι, είναι εντελώς φυσιολογικό από ένα σημείο και μετά ο νους να παίρνει τον έλεγχο του σώματος. Και ζείτε έτσι, μέχρι που συμβαίνει κάτι που σας ταρακουνά και σας δείχνει τι δεν είστε. Και όταν δείτε τι δεν είστε, όταν ο νους σας αρχίσει να συνειδητοποιεί ότι δεν είναι το σώμα σας, αρχίζετε να αποκτάτε επίγνωση. Ο νους λέει: «Τότε, τι είμαι; Είμαι το χέρι; Αν κόψω το χέρι μου, είμαι ακόμη εγώ. Τότε, δεν είμαι το χέρι μου». Αφαιρείτε όλα όσα δεν είστε, μέχρι που στο τέλος το μόνο που απομένει είναι αυτό που είστε πραγματικά. Για να βρει ο νους την ταυτότητά του, απαιτείται μια μακρά διαδικασία, κατά τη διάρκεια της οποίας αφήνετε πίσω σας την προσωπική σας ιστορία, όσα σας δημιουργούν ασφάλεια, μέχρι που τελικά κατανοείτε ποιοι είστε πραγματικά.

Διαπιστώνετε ότι δεν είστε αυτοί που πιστεύατε, γιατί δεν επιλέξατε ποτέ τις πεποιθήσεις σας. Αυτές οι πεποιθήσεις υπήρχαν πριν γεννηθείτε. Διαπιστώνετε ότι δεν είστε ούτε το σώμα σας, γιατί αρχίζετε να λειτουργείτε χωρίς το σώμα σας. Αρχίζετε να παρατηρείτε ότι δεν είστε το όνειρο, ότι δεν είστε ο νους. Αν πάτε βαθύτερα, αρχίζετε να παρατηρείτε ότι δεν είστε ούτε η ψυχή. Αυτό που ανακαλύπτετε έπειτα είναι εκπληκτικό. Ανακαλύπτετε ότι στην πραγματικότητα είστε μια δύναμη – μια δύναμη που δίνει ζωή στο σώμα σας, που δίνει τη δυνατότητα στον νου σας να ονειρεύεται.

Χωρίς εσάς, χωρίς αυτή τη δύναμη, το σώμα σας θα κατέρρεε. Χωρίς εσάς, το όνειρό σας θα έσβηνε. Αυτό που πραγματικά είστε είναι η δύναμη της Ζωής. Αν κοιτάξετε στα μάτια κάποιου, θα δείτε την αυτεπίγνωσή του, την εκδήλωση της Ζωής, να λάμπει στα μάτια του. Η Ζωή δεν είναι το σώμα, δεν είναι ο νους, δεν είναι η ψυχή. Είναι η δύναμη. Μέσω της δύναμης ένα νεογέννητο μωρό γίνεται παιδί, έφηβος, ενήλικας· αναπαράγεται και γερνά. Όταν η Ζωή αφήνει το σώμα, το σώμα αποσυντίθεται και γίνεται σκόνη.

Είστε Ζωή που δίνει πνοή στο σώμα, τον νου και την ψυχή σας. Μόλις το διαπιστώσετε αυτό, όχι με τη λογική, όχι με την ευφυΐα σας, αλλά επειδή νιώθετε τη Ζωή, διαπιστώνετε ότι είστε η δύναμη που κάνει τα λουλούδια να ανοίγουν και να κλείνουν, που κάνει το κολιμπρί να πετά από λουλούδι σε λουλούδι. Διαπιστώνετε ότι είστε σε κάθε δέντρο, σε κάθε ζώο, σε κάθε φυτό, σε κάθε βράχο. Είστε η δύναμη που κινεί τον άνεμο και διαποτίζει το σώμα σας. Όλο το σύμπαν είναι ένα ζωντανό ον που κινείται από αυτή τη δύναμη και αυτό είστε κι εσείς. Είστε Ζωή.

Όποια δοκιμασία κι αν περάσει κανείς, οι δείκτες ικανοποίησης επανέρχονται πολύ γρήγορα στο αρχικό τους επίπεδο

Ένα άλλο θεμελιώδες γνώρισμα της ανθρώπινης φύσης είναι η απίστευτη ικανότητα προσαρμογής. Οι πολικές αρκούδες και οι καφέ αρκούδες αποτελούν δύο διαφορετικά είδη: αν διασταυρωθούν, δεν μπορούν να γεννήσουν. Ο άνθρωπος, αντίθετα, έχει πραγματοποιήσει μακρές μεταναστεύσεις προς Βορρά και Νότο, και κατόρθωσε να προσαρμοστεί- δεν μεταλλάχθηκε. Οι Εσκιμώοι και οι Πυγμαίοι ανήκουν στο ίδιο είδος, το ανθρώπινο, και μπορούν να κάνουν παιδιά αν διασταυρωθούν. Στον τομέα της ανθρώπινης ψυχολογίας, οι ερευνητές έχουν εντοπίσει εδώ και καιρό αυτό το βασικό χαρακτηριστικό, δηλαδή την προσαρμογή στα γεγονότα της ζωής, είτε είναι ευτυχή είτε τραγικά. Όποια δοκιμασία κι αν περάσει κανείς, οι δείκτες ικανοποίησης επανέρχονται πολύ γρήγορα στο αρχικό τους επίπεδο.

Ο άνθρωπος φαίνεται να προσαρμόζεται σε όλες τις καταστάσεις, πράγμα καθησυχαστικό και ταυτόχρονα απελπιστικό. Σε όλες τις εποχές και σε όλους τους τόπους, το ποσοστό των ευτυχισμένων και των δυστυχισμένων ανθρώπων είναι αξιοσημείωτα σταθερό. Η σταθερότητα αυτή οφείλεται, φυσικά, σε μεγάλο βαθμό, στην εκπληκτική ικανότητα του ανθρώπου να προσαρμόζεται και να μιμείται. Κάθε πλούτος, κάθε πρόοδος, είναι σχετικά, και διαλύονται γρήγορα στη σύγκριση με τους άλλους. Όταν τίθεται σε εκατομμυριούχους το ερώτημα σε ποιο επίπεδο πλούτου θα αισθάνονταν «πραγματικά άνετα», όλοι απαντούν με τον ίδιο τρόπο, όποιο κι αν είναι το επίπεδο στο οποίο έχουν φτάσει: ο διπλάσιος πλούτος από αυτόν που ήδη κατέχουν… Ο πυρήνας του προβλήματος έγκειται πάντως στο ότι οι άνθρωποι δεν λαμβάνουν υπόψη την ικανότητα προσαρμογής τους. Νομίζουν ότι θα μπορούσαν να είναι ευτυχισμένοι αν τους έδιναν (λίγα) παραπάνω, ότι στην περίπτωση αυτή θα ήταν χορτάτοι, αλλά κάνουν λάθος. Η ενδεχόμενη αύξηση του πλούτου μάς κάνει πάντα να ονειρευόμαστε, αλλά όταν έρχεται δεν τη θεωρούμε ποτέ αρκετή. Ο λόγος είναι ότι συγκρίνουμε το μελλοντικά μας εισόδημα με τις σημερινές μας προσδοκίες, χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη ότι τούτες οι προσδοκίες μοιραία εξελίσσονται… Αυτό είναι το βασικό κλειδί της (μάταιης) αναζήτησης της ευτυχίας. Για τον Καντ, η ευτυχία είναι ένα «ιδανικό της φαντασίας και όχι της λογικής».

Πίσω από τη μέση σταθερότητα των επιπέδων ευτυχίας, όμως, υπάρχουν ορισμένες ουσιαστικές παράμετροι που την επηρεάζουν με συστηματικό τρόπο. Η πιο παράδοξη είναι η σχέση ανάμεσα στην ευτυχία και την ηλικία. Μοιάζει με την καμπύλη του γράμματος U: οι νέοι και οι ηλικιωμένοι είναι πολύ πιο ευτυχισμένοι από τους μεσήλικες. Από τα 25 ως τα 50 χρόνια , η ευτυχία δεν παύει να υποχωρεί, για να αρχίσει στη συνέχεια να ανεβαίνει… Οι 70χρονοι είναι το ίδιο ευτυχισμένοι με τους 30χρονους. Συναντάμε (κατά μέσο όρο) στους 80χρονους τη χαρά που αισθάνονταν στα 18 τους! Πώς εξηγείται αυτό το παράδοξο αποτέλεσμα; Η εγγύτητα του θανάτου δεν προκαλεί απόγνωση; Οι οικονομολόγοι δεν είναι ασφαλώς οι πιο αρμόδιοι να απαντήσουν σε αυτό το ερώτημα. Η διάκριση που προτείνει ο Bruno Frey μας βοηθά πάντως να κατανοήσουμε τους παράγοντες που παίζουν ρόλο. Τα γηρατειά απελευθερώνουν τον άνθρωπο από ένα βάρος, τη συσσώρευοη άχρηστων αγαθών, και αποδίδουν ξανά στα εγγενή αγαθά τη θέση που τους αρμόζει.

Ο Μίλαν Κούντερα εκστασιάζεται, στις Προδομένες διαθήκες, με το «ύστερο» έργο του Μπετόβεν. Προς το τέλος της ζωής του, ο δάσκαλος συνθέτει σονάτες που έρχονται σε ρήξη με τους παραδοσιακούς κώδικες της σύνθεσης. Σύμφωνα με τον Κούντερα, πρόκειται για το έργο μιας ιδιοφυΐας που έχει απελευθερωθεί από το βάρος της υποχρέωσης να είναι ιδιοφυΐα, από την πίεση να αρέσει…

Τι να κάνεις με τους ηλίθιους για να μη γίνεις ένας απ’ αυτούς

Η ηλιθιότητα δεν είναι μόνο αδυναμία, είναι και ασχήμια.

Γνωρίζουμε, νιώθουμε πως είμαστε ανώτεροι από τον βρομιάρη που δεν τραβάει το καζανάκι στις δημόσιες τουαλέτες ή από την πλούσια κυρία που νομίζει πως μπορεί να κάνει ό,τι θέλει επειδή έχει χρήματα, όμως παρ’ όλα αυτά, η αξία μας δεν αρκεί για να υπερκεράσουμε  την ηλιθιότητά τους.

Το αντίθετο μάλιστα! Ανάλογα με την αγανάκτησή μας απέναντί τους, ανάλογα με την επιθυμία μας να τους εξαφανίσουμε από προσώπου γης, τους χαρακτηρίζουμε ηλίθιουςή ηλίθιες, όντα που προκαλούν την απώθηση της καλής προαίρεσης και της αγάπης.

Έτσι, την ίδια ακριβώς στιγμή που η ηλιθιότητα βασίζεται σε μια επίσημη ηθική απόφαση, αποκτά μια συναισθηματική σχέση, με άλλα λόγια, μετατρέπεται σε συναίσθημα, με αρνητικό πρόσημο, που μας ωθεί να αποκηρύξουμε την ανθρώπινη υπόστασή μας μέσω ενός επιδερμικού αντανακλαστικού.

Ο κύκλος που αποκάλεσα κινούμενη άμμο συνίσταται στο γεγονός ότι δεν υπάρχει διαπίστωση της ηλιθιότητας: λόγω του ιδιαίτερα μεταδοτικού χαρακτήρα της, οι ηλίθιοι μεταδίδουν την ηλιθιότητα αμέσως ή σχεδόν αμέσως. Όταν αναγνωρίζουμε ότι κάποιος είναι ηλίθιος, αρχίζουμε να μετατρεπόμαστε σε ηλίθιο, μια και αυτό σημαίνει πως χάνουμε την ψυχραιμία μας και τις αναλυτικές μας ικανότητες. Άρα, όσο περισσότερο προσπαθείτε να ξεφύγετε από τους ηλίθιους, τόσο περισσότερο βοηθάτε έναν ακόμα ηλίθιο να γεννηθεί — μέσα σας. Κατάσταση εφιαλτική, χειρότερη και από ταινία επιστημονικής φαντασίας, που εξηγεί και φωτίζει την πανικόβλητη αντίδρασή σας.

Η προσπάθεια να σπάσει ο κύκλος οδήγησε σε ορισμένες φιλοσοφικές, μυθολογικές και άλλες παρατηρήσεις. Για να παρουσιάσουμε μια συνοπτική περίληψη, δε διέφυγε της προσοχής κανενός το γεγονός ότι έχουμε την τάση να συμπαθούμε τα συμπαθητικά άτομα και να χαμογελάμε σ’ εκείνους που μας χαμογελούν: και πάλι, πρόκειται για έναν κύκλο -αυτή τη φορά ενάρετο- όπου το φαινόμενο που ονομάζουμε αγάπη (ή, εάν προτιμάτε, καλή προαίρεση) είναι ικανό να αυτοτροφοδοτείται μέσω της αλληλεπίδρασης μεταξύ των στοιχείων του.

Όμως, δεδομένου του γεγονότος ότι η ηλιθιότητα προκαλεί το ακριβώς αντίθετο φαινόμενο και μας παρασύρει σε μια εχθρική αντίδραση, η λύση πρέπει οπωσδήποτε να συνίσταται στην αντιστροφή της δυναμικής του συναισθήματος. Η λύση του προβλήματος θα βρισκόταν, λοιπόν, πολύ απλά στο να αλλάξουμε την πορεία των πραγμάτων, όπως διαβάζουμε σε διάφορα έντυπα, στο να απαντήσουμε στο μίσος με αγάπη, στο να συγχωρήσουμε τις προσβολές, να ανατρέφουμε την ίδια μας την έκφραση, να στρέψουμε το άλλο μάγουλο – εν συντομία, να χαμογελάσετε σ’ αυτό το καταραμένο ζώο που σας τη δίνει στα νεύρα, διότι μόνο η δική σας γενναιοδωρία θα μπορέσει να σας βοηθήσει -και εσάς και εκείνο- να επιστρέψετε σε μια καλύτερη ανθρώπινη υπόσταση.

Δυστυχώς, η εν λόγω πρόταση, την οποία θα ονόμαζα υπέρβαση, ενέχει μια δυσκολία που όλος ο κόσμος έχει συναντήσει. Η ηθική υπέρβαση προϋποθέτει όντως να αντιταχθούμε σε όλες τις δυνάμεις που τείνουν προς τη διένεξη, συνεπώς να διακόψουμε τη λογική των αιτίων και των συνεπειών, με δυο λόγια, να διακόψουμε την πορεία των πραγμάτων για να αντιστρέψουμε τη ροή τους. Ωστόσο, αυτό φαίνεται όχι μόνο πολύ δύσκολο να γίνει, αλλά και παράλογο, σύμφωνα με τους κανόνες της λογικής.

Πού, σας ερωτώ θα βρείτε τη δύναμη να κλείσετε το μάτι συνωμοτικά στον βλάκα που σας μειώνει ή να χαμογελάσετε στο βούρλο που καταστρέφει συνειδητά όλες σας τις προσπάθειες; Από πού μπορεί να προέλθει αυτή η υπέρμετρη δύναμη απέναντι στην  ηλιθιότητα;

Ο ανυπέρβλητος αρνητισμός της ηλιθιότητας εμφανίζεται περισσότερο ως ένα γεγονός το οποίο, όπως και όλα τα άλλα, δεν αποτελεί αυτό καθεαυτό ένα κακό, μολονότι μας κάνει να υποφέρουμε. Διότι, όπως όλοι γνωρίζουν, ένα γεγονός έχει πάντοτε αμφίσημη αξία· μπορεί να έχει καλή ή κακή έκβαση• περισσότερο ή λιγότερο καλή, περισσότερο ή λιγότερο κακή έκβαση· αυτό δεν καθορίζεται εκ των προτέρων, παρόλο που μπορεί να γίνει αντιληπτό με σχέσεις αιτιότητας• τελικά, ένα γεγονός είναι η πραγματικότητα τη στιγμή που ξεπηδά γυμνή κι ευάλωτη όπως ένα νεογέννητο το οποίο είναι ευμετάβλητο.

Και εφόσον μιλάμε για τον ηλίθιο που σας βασανίζει όλη μέρα με τα χοντροκομμένα σχόλιά του, ο εν λόγω βλάκας είναι προφανώς ευμετάβλητος, συνιστά σαφέστατα ένα είδος πρόσκλησης. Ναι, σας καλεί. Αλλά δε σας καλεί ούτε να βιαιοπραγήσετε (αυτό θα σας έκανε να πέσετε μέσα στην κινούμενη άμμο) ούτε να αγιάσετε (αν και… αν μπορείτε, μη διστάσετε να το κάνετε): σας καλεί να περάσετε μια δοκιμασία. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να θεωρήσετε πως το άτομο αυτό σας δίνει την ευκαιρία να περάσετε τη δοκιμασία της ηθικής αξίας, στην οποία αναφέρεστε, δικαίως, όταν δηλώνετε ότι πρόκειται για ηλίθιο και την οποία, στην προσπάθειά σας να γίνετε άνθρωποι, προσπαθείτε να προσδώσετε στον ίδιο σας τον εαυτό.

Απ’ όπου συμπεραίνω:

Εκεί όπου υπάρχει η ηλιθιότητα πρέπει να αναφύεται η αξία σας.

Ελληνικός Λόγος, Χριστιανισμός, Εγελιανό πνεύμα

Ελληνική Φιλοσοφία, Χριστιανισμός και Εγελιανό Πνεύμα

§1

 Συνομιλούμε για τη σχέση του χριστιανισμού με την αρχαία ελληνική σκέψη, με τον Λόγο, και συναφώς με το πνεύμα του Χέγκελ. Αυτή η σχέση, στο βαθμό που και όπως υπάρχει, επέτρεψε σε ορισμένους χριστιανούς συγγραφείς να μιλάνε για χριστιανική φιλοσοφία και μάλιστα αποκεκαλυμμένη φιλοσοφία. Η εγελιανή διατύπωση για τον χριστιανισμό, ως αποκεκαλυμμένη θρησκεία, δεν ταυτίζεται με την εν λόγω αποκεκαλυμμένη φιλοσοφία. Στον Χέγκελ πρόκειται για ανάδυση, με ποιοτικά χαρακτηριστικά, δηλ. μέσω αυτοδιαμεσολάβησης, του ιστορικού πνεύματος του ανθρώπου με τη μορφή του παραστασιακού Λόγου του χριστιανικού πνεύματος. Αντιμετωπίζει τη χριστιανική θρησκεία ως παράγωγο ιστορικής γένεσης και ως το αποκορύφωμα μιας προγενέστερης εξέλιξης του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Κεντρικό σήμα ετούτης της εξέλιξης είναι η συγκροτημένη φιλοσοφική γλώσσα με τις αντίστοιχες έννοιες διαχρονικής ισχύος. Μια τέτοια έννοια, στην οποία έχει επενδύσει ο χριστιανισμός είναι: ο Λόγος. Η χρησιμοποίηση του Λόγου του έδωσε τη δυνατότητα να παρουσιάζεται ως φιλοσοφία.

§2

     Ι. Πώς νοείται ο Λόγος από τον χριστιανισμό; Ως η σταθερή, αμετάβλητη, αιώνια ενανθρώπιση του θεού. Μια ενανθρώπιση, ως η άλλη πτυχή του άυλου δημιουργού και γεννήτορα των πάντων. Η σαρκική και εν ταυτώ θεία του υπόσταση είναι ο Ιησούς. Οι χριστιανοί συγγραφείς, απολογητές του 2ου μ.Χ. αιώνα και συνέχεια, πραγματεύτηκαν το Λόγο υπό τη μονοσήμαντα θεολογική του μορφή, την οποία δικαιολογούσαν ως την αναγκαία ολοκλήρωση του Ελληνικού Λόγου και επομένως ως την υπέρβασή του με το ακόλουθο γενικώς νόημα:

     ΙΙ. Με το νόημα μιας θεολογικά μεταφυσικής του μεταστοιχείωσης: υπερύψωση πάνω από τον διαλεκτικό Λόγο θεμελιωδώς του Ηράκλειτου αλλά και των Πλάτωνα, Αριστοτέλη κ.λπ., δηλαδή υπερύψωση και συγχρόνως άρση της περατότητας του ανθρώπου, ως Λόγου έχοντος και κατά Λόγο σκεπτόμενου όντος, σε μια επινοητικής εμβέλειας οντογενετική του [=του Λόγου] υποστασιοπποίηση: εμβληματική καθίδρυση της αιώνιας παρουσίας του θεού ως υπερ-ιστορικής οντότητας, που τα πάντα θωρεί και τα πάντα μπορεί και θέλει να πραγματοποιεί. Είναι η εξ ουρανού κατελθούσα και αποκαλυφθείσα στους θνητούς απειρότητα, μπροστά στην οποία ο θνητός οφείλει, αξίζει, αλλά και υποχρεούται, εάν θέλει να μην εξαφανιστεί μέσα στην κόλαση, να συμπεριφέρεται, χαϊντεγκεριανώς να διαμένει πάνω στη Γη, ως «δούλος» του θεού. «Δούλος», γιατί ως εκ της θνητής του φύσης δεν μπορεί να αποκαθαρθεί, αφ’ εαυτού, από το προπατορικό του αμάρτημα.

§3

     Ι. Λένε λοιπόν, με απόλυτη διάθεση εξω [=υπερ]-Λογικότητας, πως ο Λόγος δεν αποτελεί ιστορικό προϊόν της ανθρώπινης σκέψης, αλλά εμφανίζεται στη ζωή μας ως εξ αποκαλύψεως και ενσαρκώνεται στην ορθότητά του και τελειότητά του από τον Ιησού Χριστό. Ο Ελληνικός Λόγος δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια αποσπασματική στιγμή του εν Χριστώ Λόγου. Υπό ένα τέτοιο πνεύμα επιχείρησαν να τον αξιοποιήσουν τόσο θεωρητικά, ώστε να πείσουν για τον φιλοσοφικό χαρακτήρα του χριστιανισμού, όσο και για την πρακτική του σημασία ως τρόπο ζωής. Ο χριστιανισμός έτσι διεκδικεί μια εσωτερική συνοχή ανάμεσα στον φιλοσοφικό του χαρακτήρα και τον πρακτικό τρόπος ζωής, σύμφωνα με τους χριστιανούς συγγραφείς: ο χριστιανός φιλοσοφεί με τον τρόπο που ζει.

     ΙΙ. Πώς ζει; Ακολουθώντας τις επιταγές του θείου λόγου. Αυτός ο λόγος μας αποκαλύπτεται, σύμφωνα με τον Κλήμη τον Αλεξανδρινό, και μας αποκαλύπτει, δηλαδή μας καθοδηγεί στην καθημερινή μας πράξη, ώστε να γινόμαστε όμοιοι με το θεό και να ανάγουμε σε οδηγητική αρχή της συνολικής μας παιδείας το σχέδιο πρόνοιας του θεού. Το κύριο ωστόσο σε όλες αυτές τις θεωρητικές επιδόσεις των χριστιανών συγγραφέων για να καθιδρύσουν έναν αυτόχθονα θρησκευτικό λόγο είναι τούτο: ρητά ή υπόρρητα εκκινούν από την ουσία του ελληνικού όρου φιλοσοφία και αποζητούν έναν τρόπο ζωής, που δεν αντιβαίνει στο μοναστικό τρόπο ζωής των χριστιανών. Δεν αντιβαίνει από θεολογική άποψη, γιατί σε επίπεδο μορφής ο Έλληνας φιλόσοφος δεν κλεινόταν σε μοναστήρι ή δεν γινόταν αναχωρητής εκτός κόσμου.

§4

     Ι. Ο Έλληνας φιλόσοφος, όπως τον προσδιορίζει, ας πούμε ο Πλάτων, με το σώμα του βρίσκεται μέσα στον κόσμο, αλλά με την ψυχή του και το νου του συγκεντρώνεται στην ενατένιση της Ιδέας του Αγαθού. Στο πλαίσιο ωστόσο της Ερωτικής διαλεκτικής, στον Φαίδρο, υπάρχει ενότητα σώματος και ψυχής ή πνεύματος, στη βάση του Κάλλους, που ενέχει Ιερό χαρακτήρα για την ανθρώπινη ολοκλήρωση. Ο χριστιανός με τον δικό του τρόπο ζωής: καρτερικότητα, στέρηση, αυτοπειθαρχία, μετάνοια, υπακοή στο θείο κ.λπ. ανεξάρτητα αν είναι αποσυρμένος στο μοναστήρι ή την έρημο, ενατενίζει το Θεό. Αμφότερες οι κατηγορίες ανθρώπων, θεολογικές και φιλοσοφικές, συνδέονται με μια συνειδητή επιλογή, που τους υποχρεώνει να μεταμορφώνουν προς έναν ανώτερο σκοπό την προφανή, την εγκόσμια συνθήκη της ζωής τους. Στο βαθμό λοιπόν που ο χριστιανισμός διεκδικεί μια φιλοσοφική του αυταξίωση αντλεί βασικές αξίες και πρακτικές από την αρχαία ελληνική φιλοσοφία.

     ΙΙ. Τούτο ισχύει, κατά βάση, για το αρχέγονο πνεύμα του χριστιανισμού και όχι τόσο για πολλές σημερινές του πρακτικές, που διέπονται από πολιτικό, θρησκευτικό ή άλλο παρεμφερή ωφελιμισμό. Η αρχαιοελληνική πηγή, στην αληθινή της ανάγνωση, από την οποία πίνει νερό ο φιλοσοφικός χριστιανισμός είναι η πνευματικότητα ή τα πνευματικά ριζώματα της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας. Διαφοροποιείται ωστόσο, μέσα από την «επιχείρηση» εξαϋλώσεως της ζωντανής ελληνικής πνευματικότητας· εξαϋλώσεώς της σε ένα παντοδύναμο και απρόσιτο, για τον κοινό θνητό, Επέκεινα. Υπ’ αυτό τον ιστορικά κοινό και στην πορεία διαφοροποιημέννο ορίζοντα γίνεται ακόμα μια φορά σαφές και το Πνεύμα (Geist) κατά Χέγκελ: απηχεί αυτή την κοινή πνευματικότητα στην πιο εύρωστη νεωτερική της έκφραση και οποιαδήποτε μονοσήμαντη κατανόηση του εν λόγω Πνεύματος είτε σε θεολογικά εξαϋλωμένη οντότητα ή σε εργαλειακά και εντελώς ανιστορικά επινοημένη υποβάθμιση σε Νου την/το εξολοθρεύει αναίτια.

     ΙΙΙ. Ο αρχαίος ελληνικός Νους ‒Αναξαγόρας κ.λπ.‒προσλαμβάνεται ιστορικά και συνάμα δια-νοηματικά από τον Χέγκελ: 1. Ως ο Λόγος (Vernunft), εγκατεστημένος μέσα στα πράγματα και όντας η πιο σθεναρή τους υπαρκτική αλήθεια, σε συνδυασμό με τη Λογικότητα [=διαλεκτική νοήματος και μη-νοήματος] που εκφράζει ο ανθρώπινος Λόγος ως γλώσσα και λέγειν. 2. Στην ιστορική του καταξίωση, ως Πνεύμα, ήτοι ως Στοχασμός: όχι όμως αφηρημένος, αλλά αυτός που δίνει πνοή στα πράγματα, δηλαδή ο ίδιος ο Λόγος, συλλεγμένος ιστορικά: σε Έννοια, Ιδέα, Νόημα· που αποτελεί δηλαδή την εσωτερική, ανθρώπων και πραγμάτων, πνευματική, μη δύουσα ποτέ (Ηράκλειτος) δύναμη αυτοπροσδιορισμού τους. Γι’ αυτό και ο μεγάλος Χέγκελ αποφαίνεται στη Φαινομενολογία του πνεύματος πως η αλήθεια, δηλαδή το πνεύμα, ως αλήθεια, είναι η βακχική παραζάλη, ο περιδινούμενος κύκλος όπου κανένα μέλος δεν μένει αμέθυστο. Το εγελιανό πνεύμα είναι αυτό που «αρπάζει γερά τους κατασκευαστές ψευδών κι τους ψευδομάρτυρες» (Ηράκλειτος απ. 28)· με σημερινούς όρους, όλους αυτούς τους απολιθωμένους δοκησίσοφους, που με τις ψευδείς θεωρητικές κατασκευές υποστασιοποιούν το κράτος ως πολιτική συμμορία απατεώνων, εθνικών μειοδοτών, δολοφόνων, υπηρετών ξένων συμφερόντων.

ΠΛΑΤΩΝ: Πολιτεία (360e-362c)

[360e] Τὴν δὲ κρίσιν αὐτὴν τοῦ βίου πέρι ὧν λέγομεν, ἐὰν διαστησώμεθα τόν τε δικαιότατον καὶ τὸν ἀδικώτατον, οἷοί τ᾽ ἐσόμεθα κρῖναι ὀρθῶς· εἰ δὲ μή, οὔ. τίς οὖν δὴ ἡ διάστασις; ἥδε· μηδὲν ἀφαιρῶμεν μήτε τοῦ ἀδίκου ἀπὸ τῆς ἀδικίας, μήτε τοῦ δικαίου ἀπὸ τῆς δικαιοσύνης, ἀλλὰ τέλεον ἑκάτερον εἰς τὸ ἑαυτοῦ ἐπιτήδευμα τιθῶμεν. πρῶτον μὲν οὖν ὁ ἄδικος ὥσπερ οἱ δεινοὶ δημιουργοὶ ποιείτω —οἷον κυβερνήτης ἄκρος ἢ ἰατρὸς τά τε ἀδύνατα ἐν τῇ τέχνῃ καὶ τὰ δυνατὰ [361a] διαισθάνεται, καὶ τοῖς μὲν ἐπιχειρεῖ, τὰ δὲ ἐᾷ· ἔτι δὲ ἐὰν ἄρα πῃ σφαλῇ, ἱκανὸς ἐπανορθοῦσθαι— οὕτω καὶ ὁ ἄδικος ἐπιχειρῶν ὀρθῶς τοῖς ἀδικήμασιν λανθανέτω, εἰ μέλλει σφόδρα ἄδικος εἶναι. τὸν ἁλισκόμενον δὲ φαῦλον ἡγητέον· ἐσχάτη γὰρ ἀδικία δοκεῖν δίκαιον εἶναι μὴ ὄντα. δοτέον οὖν τῷ τελέως ἀδίκῳ τὴν τελεωτάτην ἀδικίαν, καὶ οὐκ ἀφαιρετέον ἀλλ᾽ ἐατέον τὰ μέγιστα ἀδικοῦντα τὴν μεγίστην δόξαν αὑτῷ [361b] παρεσκευακέναι εἰς δικαιοσύνην, καὶ ἐὰν ἄρα σφάλληταί τι, ἐπανορθοῦσθαι δυνατῷ εἶναι, λέγειν τε ἱκανῷ ὄντι πρὸς τὸ πείθειν, ἐάν τι μηνύηται τῶν ἀδικημάτων, καὶ βιάσασθαι ὅσα ἂν βίας δέηται, διά τε ἀνδρείαν καὶ ῥώμην καὶ διὰ παρασκευὴν φίλων καὶ οὐσίας. τοῦτον δὲ τοιοῦτον θέντες τὸν δίκαιον αὖ παρ᾽ αὐτὸν ἱστῶμεν τῷ λόγῳ, ἄνδρα ἁπλοῦν καὶ γενναῖον, κατ᾽ Αἰσχύλον οὐ δοκεῖν ἀλλ᾽ εἶναι ἀγαθὸν ἐθέλοντα. ἀφαιρετέον δὴ τὸ δοκεῖν. εἰ γὰρ δόξει δίκαιος [361c] εἶναι, ἔσονται αὐτῷ τιμαὶ καὶ δωρεαὶ δοκοῦντι τοιούτῳ εἶναι· ἄδηλον οὖν εἴτε τοῦ δικαίου εἴτε τῶν δωρεῶν τε καὶ τιμῶν ἕνεκα τοιοῦτος εἴη. γυμνωτέος δὴ πάντων πλὴν δικαιοσύνης καὶ ποιητέος ἐναντίως διακείμενος τῷ προτέρῳ· μηδὲν γὰρ ἀδικῶν δόξαν ἐχέτω τὴν μεγίστην ἀδικίας, ἵνα ᾖ βεβασανισμένος εἰς δικαιοσύνην τῷ μὴ τέγγεσθαι ὑπὸ κακοδοξίας καὶ τῶν ὑπ᾽ αὐτῆς γιγνομένων, ἀλλὰ ἴτω ἀμετάστατος μέχρι [361d] θανάτου, δοκῶν μὲν εἶναι ἄδικος διὰ βίου, ὢν δὲ δίκαιος, ἵνα ἀμφότεροι εἰς τὸ ἔσχατον ἐληλυθότες, ὁ μὲν δικαιοσύνης, ὁ δὲ ἀδικίας, κρίνωνται ὁπότερος αὐτοῖν εὐδαιμονέστερος.
Βαβαῖ, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὦ φίλε Γλαύκων, ὡς ἐρρωμένως ἑκάτερον ὥσπερ ἀνδριάντα εἰς τὴν κρίσιν ἐκκαθαίρεις τοῖν ἀνδροῖν.
Ὡς μάλιστ᾽, ἔφη, δύναμαι. ὄντοιν δὲ τοιούτοιν, οὐδὲν ἔτι, ὡς ἐγᾦμαι, χαλεπὸν ἐπεξελθεῖν τῷ λόγῳ οἷος ἑκάτερον [361e] βίος ἐπιμένει. λεκτέον οὖν· καὶ δὴ κἂν ἀγροικοτέρως λέγηται, μὴ ἐμὲ οἴου λέγειν, ὦ Σώκρατες, ἀλλὰ τοὺς ἐπαινοῦντας πρὸ δικαιοσύνης ἀδικίαν. ἐροῦσι δὲ τάδε, ὅτι οὕτω διακείμενος ὁ δίκαιος μαστιγώσεται, στρεβλώσεται, [362a] δεδήσεται, ἐκκαυθήσεται τὠφθαλμώ, τελευτῶν πάντα κακὰ παθὼν ἀνασχινδυλευθήσεται καὶ γνώσεται ὅτι οὐκ εἶναι δίκαιον ἀλλὰ δοκεῖν δεῖ ἐθέλειν. τὸ δὲ τοῦ Αἰσχύλου πολὺ ἦν ἄρα ὀρθότερον λέγειν κατὰ τοῦ ἀδίκου. τῷ ὄντι γὰρ φήσουσι τὸν ἄδικον, ἅτε ἐπιτηδεύοντα πρᾶγμα ἀληθείας ἐχόμενον καὶ οὐ πρὸς δόξαν ζῶντα, οὐ δοκεῖν ἄδικον ἀλλ᾽ εἶναι ἐθέλειν,
βαθεῖαν ἄλοκα διὰ φρενὸς καρπούμενον,
[362b] ἐξ ἧς τὰ κεδνὰ βλαστάνει βουλεύματα,
πρῶτον μὲν ἄρχειν ἐν τῇ πόλει δοκοῦντι δικαίῳ εἶναι, ἔπειτα γαμεῖν ὁπόθεν ἂν βούληται, ἐκδιδόναι εἰς οὓς ἂν βούληται, συμβάλλειν, κοινωνεῖν οἷς ἂν ἐθέλῃ, καὶ παρὰ ταῦτα πάντα ὠφελεῖσθαι κερδαίνοντα τῷ μὴ δυσχεραίνειν τὸ ἀδικεῖν· εἰς ἀγῶνας τοίνυν ἰόντα καὶ ἰδίᾳ καὶ δημοσίᾳ περιγίγνεσθαι καὶ πλεονεκτεῖν τῶν ἐχθρῶν, πλεονεκτοῦντα δὲ πλουτεῖν καὶ [362c] τούς τε φίλους εὖ ποιεῖν καὶ τοὺς ἐχθροὺς βλάπτειν, καὶ θεοῖς θυσίας καὶ ἀναθήματα ἱκανῶς καὶ μεγαλοπρεπῶς θύειν τε καὶ ἀνατιθέναι, καὶ θεραπεύειν τοῦ δικαίου πολὺ ἄμεινον τοὺς θεοὺς καὶ τῶν ἀνθρώπων οὓς ἂν βούληται, ὥστε καὶ θεοφιλέστερον αὐτὸν εἶναι μᾶλλον προσήκειν ἐκ τῶν εἰκότων ἢ τὸν δίκαιον. οὕτω φασίν, ὦ Σώκρατες, παρὰ θεῶν καὶ παρ᾽ ἀνθρώπων τῷ ἀδίκῳ παρεσκευάσθαι τὸν βίον ἄμεινον ἢ τῷ δικαίῳ.

***
[360e] Για να κρίνομε τώρα πώς ζουν αυτοί οι δυο άνθρωποι που λέμε, θα είμαστε σε θέση να κάμομε σωστή την κρίση μας, αν πάρομε κι εξετάσομε χωριστά έναν δικαιότατο κι έναν αδικότατο άνθρωπο· αλλιώς όχι. Και πώς θα γίνει το ξεχώρισμα αυτό; να, έτσι: Τίποτα να μην αφαιρέσομε ούτε από την αδικία του αδίκου, ούτε από τη δικαιοσύνη του δικαίου, αλλά να πάρομε και τον ένα και τον άλλο τέλειο στο είδος της ζωής που κάνει. Πρώτα λοιπόν ο άδικος να είναι σαν οι πιο μοναδικοί τεχνίτες στη δουλειά τους· όπως λόγου χάριν ένας πρώτης τάξεως καπετάνιος ή ένας περιφημότατος γιατρός, που να παίρνει μεμιάς η ματιά του ποιά είναι αδύνατα και ποιά είναι δυνατά [361a] για την τέχνη του, κι αυτά αμέσως να τα επιχειρίζεται και να παρατά εκείνα τα άλλα· κι ακόμα αν πέσει κάπου σε κανένα λάθος, να είναι σε θέση να το διορθώνει. Έτσι λέγω και ο άδικος, με τόση επιδεξιότητα να βγάζει πέρα τις αδικίες του, που να είναι αδύνατο να πιαστεί· κι αν αφήσει να τον πιάσουν, δε θα ᾽ναι πια ο τέλειος άδικος, όπως τον δεχτήκαμε, αλλά άξιος για όλη μας την περιφρόνηση, γιατί το άκρον άωτον της αδικίας είναι να τον θεωρούν κανένα δίκαιο, ενώ δεν είναι. Ας δώσομε λοιπόν στον τέλειο άδικο την πιο τέλεια αδικία και ας μην του αφαιρέσομε, αλλ᾽ ας του αφήσομε το δικαίωμα, αν και θα διαπράττει τις μεγαλύτερες αδικίες, [361b] να εξασφαλίσει τη μεγαλύτερη υπόληψη δικαιοσύνης, κι αν κάπου πέσει έξω, να είναι σε θέση να επανορθώσει το λάθος του, και να έχει και αρκετή ευγλωττία, που να βγαίνει λάδι, αν τύχει και τον σύρουν στα δικαστήρια για καμιά του αδικία, κι αν η χρεία το καλέσει, και τη βία να βάζει σε ενέργεια, γιατί και ο ίδιος θα ᾽χει την τόλμη και τη δύναμη και φίλους και περιουσία θα έχει προετοιμάσει. Τώρα ας βάλομε πλάι σ᾽ αυτόν, σύμφωνα με την υπόθεσή μας, τον δίκαιο, έναν άνθρωπο άκακο και ειλικρινή, που καθώς λέγει ο Αισχύλος: να είναι θέλει και όχι να φαίνεται αγαθός. Ας του αφαιρέσομε λοιπόν το να θεωρείται δίκαιος· γιατί αν περνά για τέτοιος, [361c] θα τον φορτώνουν φυσικά με τιμές και με χαρίσματα και δε θα ᾽μαστε πια βέβαιοι αν θα ᾽ναι τέτοιος για τα δώρα και τις τιμές που θα ᾽χει, ή από αγάπη της δικαιοσύνης. Ας τον απογυμνώσουμε λοιπόν απ᾽ όλα τα άλλα, εκτός από τη δικαιοσύνη κι ας τον κάμομε να είναι ολωσδιόλου το αντίθετο από κείνο τον πρώτο· έτσι, χωρίς να έχει κάμει ποτέ την παραμικρότερη αδικία, ας τον θεωρούν για το χειρότερο κακούργο, για να περάσει η αρετή του από τις μεγαλύτερες δοκιμασίες, χωρίς να τον επηρεάζει η κακή ιδέα του κόσμου κι όσα προέρχονται απ᾽ αυτήν· κι ας μη παραστρατήσει από το δρόμο του ώσπου [361d] να πεθάνει, έτσι που να περνά σ᾽ όλη του τη ζωή για άδικος, ενώ αυτός ήταν ο πιο δίκαιος άνθρωπος. Έτσι λοιπόν που θα έχουμε μπρος μας τα δυο αυτά πρότυπα, της πιο τέλειας δικαιοσύνης το ένα και της πιο τέλειας αδικίας το άλλο, θα είμαστε σε θέση να κρίνομε τίνος από τους δυο η ζωή είναι πιο ευτυχισμένη.
Πω, πω, καλέ μου Γλαύκων, είπα εγώ, με πόση επιτηδειότητα και δύναμη καθαρίζεις και τους δυο, σαν να ήταν αγάλματα, από το καθετί, για να υποβληθούν στην κρίση μας!
Όσο μπορώ καλύτερα, είπε· κι αφού τους πήραμε τέτοιους, καθόλου δύσκολο δεν είναι, μου φαίνεται, να εκθέσομε και [361e] τη ζωή που περιμένει τον καθένα τους. Ας αρχίσομε λοιπόν, αφού μόνο σε παρακαλέσω, Σωκράτη, αν τα λέγω κάπως πιο χοντρά, να μην το παίρνεις πως τα λέγω εγώ, αλλά εκείνοι που προτιμούν την αδικία από τη δικαιοσύνη. Και λοιπόν θα πουν αυτοί πως ο δίκαιος θα μαστιγωθεί, θα στρεβλωθεί, [362a] θα ριχτεί στις φυλακές, θα τυφλωθεί με πυρωμένο σίδερο και τελευταία, αφού περάσει απ᾽ όλα τα βασανιστήρια, θα ανασκολοπισθεί κι έτσι θα μάθει πως δεν είναι ανάγκη να θέλει να είναι κανείς δίκαιος, αλλά να περνά για τέτοιος. Και ο στίχος επομένως του Αισχύλου θα ήταν πιο σωστό να εφαρμόζεται για τον άδικο. Και τωόντι, επειδή αυτός έχει δοθεί σ᾽ ένα πράγμα που έχει αληθινή υπόσταση και δε ζει για την υπόληψη του κόσμου, θέλει όχι να νομίζεται άδικος, μα να είναι τέτοιος,
βαθύ καρπολογώντας μες στο νου του αυλάκι,
[362b] απ᾽ όπου οι καλοστόχαστες βουλές βλασταίνουν.
Και πρώτα πρώτα, αφού θα περνά για δίκαιος, θα έχει τα ανώτερα αξιώματα της πολιτείας, θα παίρνει γυναίκα απ᾽ όποιο σπίτι θέλει, με τον ίδιο τρόπο θα παντρεύει και τα παιδιά του, θα γίνεται συνέταιρος σε όσες επιχειρήσεις θέλει και σ᾽ όλ᾽ αυτά θα βγαίνει πάντα κερδημένος, γιατί βέβαια δε θα δυσκολεύεται καθόλου να εκμεταλλεύεται τους άλλους με τον αισχρότερο τρόπο· και σε δικαστικούς αγώνες αν μπλέξει, είτε ιδιωτικούς, είτε δημοσίους, θα τα ξεκεφαλώσει μια χαρά με ζημία των αντιπάλων του και ωφέλεια δική του· με τη μεγάλη περιουσία, που δίχως άλλο θ᾽ αποκτήσει από τις αδικίες του, [326c] θα είναι σε θέση να ευεργετεί τους φίλους του, να βλάπτει τους εχθρούς του, να κάνει στους θεούς μεγαλοπρεπείς θυσίες και πλούσια αφιερώματα και να αποκτά την εύνοια των θεών και όσων ανθρώπων θέλει πολύ ασφαλέστερα και βεβαιότερα, παρότι μπορεί να το κάμει ο δίκαιος· ώστε πολύ φυσικά να συμπεραίνει κανείς πως του αξίζει αυτός να είναι πιο αγαπητός στους θεούς από τον δίκαιο. Τέτοια λοιπόν ζωή, λέγουν έχει ετοιμασθεί για τον άδικο κι από μέρους των θεών κι από μέρους των ανθρώπων, πολύ βέβαια πιο ευτυχισμένη από τη ζωή του δικαίου.

Κατά τον Αδείμαντο, όσοι επαινούν τη δικαιοσύνη το κάνουν μόνο για τις ωφέλειες που πορίζει
[326d] Αφού είπε αυτά ο Γλαύκων, εγώ κάτι είχα στο νου μου ν᾽ απαντήσω. Μα πρόλαβε ο αδελφός του ο Αδείμαντος και μ᾽ αρώτησε· Φαντάζεσαι λοιπόν, Σωκράτη, να έχει αναπτυχθεί όσο χρειάζεται το θέμα;
Και γιατί όχι;
Εγώ λέγω πως παραλείφθηκε ίσα ίσα εκείνο, που δεν έπρεπε να παραλειφθεί.
Ε λοιπόν, καθώς λέει κι η παροιμία, αδερφός τον αδερφό βοηθά· ώστε και συ, αν έχει παραλείψει αυτός τίποτε, έλα σε βοήθειά του. Αν και αρκούν και όσα είπε να με θέσουν, εμένα, εκτός μάχης, και να με κάμουν ανίκανο να υπερασπισθώ τη δικαιοσύνη.
[326e] Άφηνέ τα αυτά τώρα, κι άκου τί θα πω και γω. Γιατί πρέπει να εξετάσομε το ζήτημα κι από την αντίθετή του όψη και ν᾽ ακούσομε και τα επιχειρήματα εκείνων που παίρνουν το μέρος της δικαιοσύνης και κατηγορούν την αδικία, για να καταδειχθεί σαφέστερα εκείνο που μου φαίνεται πως ήθελε ο Γλαύκων. Συνιστούν λοιπόν γενικώς και συμβουλεύουν οι πατέρες τα παιδιά των, και όλοι όσοι.