ΘΗ. φεῦ τῆς βροτείας—ποῖ προβήσεται; —φρενός.
τί τέρμα τόλμης καὶ θράσους γενήσεται;
εἰ γὰρ κατ᾽ ἀνδρὸς βίοτον ἐξογκώσεται,
ὁ δ᾽ ὕστερος τοῦ πρόσθεν εἰς ὑπερβολὴν
940 πανοῦργος ἔσται, θεοῖσι προσβαλεῖν χθονὶ
ἄλλην δεήσει γαῖαν ἣ χωρήσεται
τοὺς μὴ δικαίους καὶ κακοὺς πεφυκότας.
σκέψασθε δ᾽ ἐς τόνδ᾽, ὅστις ἐξ ἐμοῦ γεγὼς
ἤισχυνε τἀμὰ λέκτρα κἀξελέγχεται
945 πρὸς τῆς θανούσης ἐμφανῶς κάκιστος ὤν.
δεῖξον δ᾽, ἐπειδή γ᾽ ἐς μίασμ᾽ ἐλήλυθα,
τὸ σὸν πρόσωπον δεῦρ᾽ ἐναντίον πατρί.
σὺ δὴ θεοῖσιν ὡς περισσὸς ὢν ἀνὴρ
ξύνει; σὺ σώφρων καὶ κακῶν ἀκήρατος;
950 οὐκ ἂν πιθοίμην τοῖσι σοῖς κόμποις ἐγὼ
θεοῖσι προσθεὶς ἀμαθίαν φρονεῖν κακῶς.
ἤδη νυν αὔχει καὶ δι᾽ ἀψύχου βορᾶς
σίτοις καπήλευ᾽ Ὀρφέα τ᾽ ἄνακτ᾽ ἔχων
βάκχευε πολλῶν γραμμάτων τιμῶν καπνούς·
955 ἐπεί γ᾽ ἐλήφθης. τοὺς δὲ τοιούτους ἐγὼ
φεύγειν προφωνῶ πᾶσι· θηρεύουσι γὰρ
σεμνοῖς λόγοισιν, αἰσχρὰ μηχανώμενοι.
τέθνηκεν ἥδε· τοῦτό σ᾽ ἐκσώσειν δοκεῖς;
ἐν τῶιδ᾽ ἁλίσκηι πλεῖστον, ὦ κάκιστε σύ·
960 ποῖοι γὰρ ὅρκοι κρείσσονες, τίνες λόγοι
τῆσδ᾽ ἂν γένοιντ᾽ ἄν, ὥστε σ᾽ αἰτίαν φυγεῖν;
μισεῖν σε φήσεις τήνδε, καὶ τὸ δὴ νόθον
τοῖς γνησίοισι πολέμιον πεφυκέναι;
κακὴν ἄρ᾽ αὐτὴν ἔμπορον βίου λέγεις
965 εἰ δυσμενείαι σῆι τὰ φίλτατ᾽ ὤλεσεν.
ἀλλ᾽ ὡς τὸ σῶφρον ἀνδράσιν μὲν οὐκ ἔνι,
γυναιξὶ δ᾽ ἐμπέφυκεν; οἶδ᾽ ἐγὼ νέους
οὐδὲν γυναικῶν ὄντας ἀσφαλεστέρους,
ὅταν ταράξηι Κύπρις ἡβῶσαν φρένα·
970 τὸ δ᾽ ἄρσεν αὐτοὺς ὠφελεῖ προσκείμενον.
νῦν οὖν—τί ταῦτα σοῖς ἁμιλλῶμαι λόγοις
νεκροῦ παρόντος μάρτυρος σαφεστάτου;
ἔξερρε γαίας τῆσδ᾽ ὅσον τάχος φυγάς,
καὶ μήτ᾽ Ἀθήνας τὰς θεοδμήτους μόληις
975 μήτ᾽ εἰς ὅρους γῆς ἧς ἐμὸν κρατεῖ δόρυ.
εἰ γὰρ παθών γέ σου τάδ᾽ ἡσσηθήσομαι,
οὐ μαρτυρήσει μ᾽ Ἴσθμιος Σίνις ποτὲ
κτανεῖν ἑαυτὸν ἀλλὰ κομπάζειν μάτην,
οὐδ᾽ αἱ θαλάσσηι σύννομοι Σκιρωνίδες
980 φήσουσι πέτραι τοῖς κακοῖς μ᾽ εἶναι βαρύν.
ΧΟ. οὐκ οἶδ᾽ ὅπως εἴποιμ᾽ ἂν εὐτυχεῖν τινα
θνητῶν· τὰ γὰρ δὴ πρῶτ᾽ ἀνέστραπται πάλιν.
***
ΘΗΣ. Αλίμονο! Το πού μπορεί να φτάσει
τ᾽ ανθρώπου η πονηριά. Και σε ποιό τέρμα
το θράσος του τραβάει κι η αδιαντροπιά του!
Αν έτσι πάμε και παραφουσκώσει
η κάκητ᾽ απ᾽ τη μια γενιά στην άλλη
και ξεπερνάει ο δεύτερος τον πρώτο
940 στην πανουργία, ε τότες οι θεοί
κι άλλη μια γη σε τούτη να προστέσουν,
να χωράει τους κακούς και διαστρεμμένους!
(εδώ γυρίζει προς τον Ιππόλυτο και τον δείχνει με το δάχτυλο)
Κοιτάχτε τον εκεί! Γέννημα θρέμμα
δικό μου, τη δικιά μου κλίνη ντρόπιασε
κι εμαρτυρήθη απ᾽ τη νεκρή την ίδια!
(ο Ιππόλυτος γυρίζει τις πλάτες)
Γύρνα λοιπόν ο καταμολεμένος
και δείξε στον πατέρα σου τα μούτρα!
Εσύ ᾽σουνα λοιπόν άντρας ανώτερος,
που ᾽κανες συντροφιά με τους θεούς;
Ο φρόνιμος και πάναγνος εσύ;
950 Δεν τις πιστεύω εγώ τις παινεσιές σου!
Οι αθάνατοι δεν είναι άμαθοι τόσο!
Κόμπαζε τώρα και περίπαιζέ μας,
πως τάχα τρως αναίματη θροφή
και με μπροστάρη τον Ορφέα βακχεύεις,
πιστεύοντας τα φούμαρα, όσα γράφουν
παλιοφυλλάδες. Γιατί τώρα πιάστηκες!
«Μακριά», φωνάζω, «από τους τέτοιους». Πάνε
κυνήγι μ᾽ άγια πρόφαση, μα κρύβουν
αισχρές βουλές μες στην ψυχή τους. (δείχνει τη νεκρή) Κοίτα:
Πεθαμένη! Θαρρείς πως θα γλιτώσεις;
Το πτώμα τούτο σ᾽ άδραξε, πανάθλιε!
960 Ποιά λόγια κι όρκοι, ανώτερ᾽ απ᾽ το πτώμα,
θα μπορούσαν το φταίχτη ν᾽ αθωώσουν;
Και τί θα πεις, το ξέρω: σε μισούσε,
γιατί ᾽σουν νόθο τέκνο μου κι οι νόθοι
από γεννησιμιό τους πάντα μάχονται
τα γνήσια τέκνα. Για μια τέτοιαν έχτρα
τόσο φτηνά θα πούλαε τη ζωή της,
που ᾽ναι το πιο πολύτιμο αγαθό;
Ή θα μου πεις ακόμα πως η τρέλα
η ερωτική τούς άντρες δεν τους πιάνει,
παρά την έχουν από φυσικού οι γυναίκες;
Ξέρω νιους που δεν είναι ασφαλισμένοι
πιότεροι απ᾽ τις γυναίκες, άμα η Κύπρη
τους ταράξει τα εφηβικά μυαλά τους.
970 Μα σαν άντρες γλιτώνουμε το φταίξιμο.
Τώρα λοιπόν, γιατί ν᾽ αντιδικιέμαι
μαζί σου με τα λόγια, αφού η νεκρή
κείται μπροστά μας μάρτυρας ατράνταχτος;
Τσακίσου από τη χώρα το ταχύτερο
κι ούτε να πας στη θεόχτιστην Αθήνα
κι ούτε τα σύνορά μας να πατήσεις,
οπού τα διαφεντεύει το κοντάρι μου!
Αν δε σε τιμωρήσω για ό,τι μου ᾽κανες,
ο Σίνις ο κακούργος στον Ισθμό
ποτές δε θα μολόγαε πως τον σκότωσα,
μα καυκιέμαι του βρόντου. Μήτε οι βράχοι
του Σκίρωνα κατάντικρα στη θάλασσα
θα μαρτυρούσαν πόσο είναι το χέρι μου
980 βαρύ για τους κακοποιούς. ΚΟΡ. Δεν τολμώ
να πω κανέναν άνθρωπο καλότυχο,
μια κι όσ᾽ είναι ψηλά χάμου γκρεμίζονται.
τί τέρμα τόλμης καὶ θράσους γενήσεται;
εἰ γὰρ κατ᾽ ἀνδρὸς βίοτον ἐξογκώσεται,
ὁ δ᾽ ὕστερος τοῦ πρόσθεν εἰς ὑπερβολὴν
940 πανοῦργος ἔσται, θεοῖσι προσβαλεῖν χθονὶ
ἄλλην δεήσει γαῖαν ἣ χωρήσεται
τοὺς μὴ δικαίους καὶ κακοὺς πεφυκότας.
σκέψασθε δ᾽ ἐς τόνδ᾽, ὅστις ἐξ ἐμοῦ γεγὼς
ἤισχυνε τἀμὰ λέκτρα κἀξελέγχεται
945 πρὸς τῆς θανούσης ἐμφανῶς κάκιστος ὤν.
δεῖξον δ᾽, ἐπειδή γ᾽ ἐς μίασμ᾽ ἐλήλυθα,
τὸ σὸν πρόσωπον δεῦρ᾽ ἐναντίον πατρί.
σὺ δὴ θεοῖσιν ὡς περισσὸς ὢν ἀνὴρ
ξύνει; σὺ σώφρων καὶ κακῶν ἀκήρατος;
950 οὐκ ἂν πιθοίμην τοῖσι σοῖς κόμποις ἐγὼ
θεοῖσι προσθεὶς ἀμαθίαν φρονεῖν κακῶς.
ἤδη νυν αὔχει καὶ δι᾽ ἀψύχου βορᾶς
σίτοις καπήλευ᾽ Ὀρφέα τ᾽ ἄνακτ᾽ ἔχων
βάκχευε πολλῶν γραμμάτων τιμῶν καπνούς·
955 ἐπεί γ᾽ ἐλήφθης. τοὺς δὲ τοιούτους ἐγὼ
φεύγειν προφωνῶ πᾶσι· θηρεύουσι γὰρ
σεμνοῖς λόγοισιν, αἰσχρὰ μηχανώμενοι.
τέθνηκεν ἥδε· τοῦτό σ᾽ ἐκσώσειν δοκεῖς;
ἐν τῶιδ᾽ ἁλίσκηι πλεῖστον, ὦ κάκιστε σύ·
960 ποῖοι γὰρ ὅρκοι κρείσσονες, τίνες λόγοι
τῆσδ᾽ ἂν γένοιντ᾽ ἄν, ὥστε σ᾽ αἰτίαν φυγεῖν;
μισεῖν σε φήσεις τήνδε, καὶ τὸ δὴ νόθον
τοῖς γνησίοισι πολέμιον πεφυκέναι;
κακὴν ἄρ᾽ αὐτὴν ἔμπορον βίου λέγεις
965 εἰ δυσμενείαι σῆι τὰ φίλτατ᾽ ὤλεσεν.
ἀλλ᾽ ὡς τὸ σῶφρον ἀνδράσιν μὲν οὐκ ἔνι,
γυναιξὶ δ᾽ ἐμπέφυκεν; οἶδ᾽ ἐγὼ νέους
οὐδὲν γυναικῶν ὄντας ἀσφαλεστέρους,
ὅταν ταράξηι Κύπρις ἡβῶσαν φρένα·
970 τὸ δ᾽ ἄρσεν αὐτοὺς ὠφελεῖ προσκείμενον.
νῦν οὖν—τί ταῦτα σοῖς ἁμιλλῶμαι λόγοις
νεκροῦ παρόντος μάρτυρος σαφεστάτου;
ἔξερρε γαίας τῆσδ᾽ ὅσον τάχος φυγάς,
καὶ μήτ᾽ Ἀθήνας τὰς θεοδμήτους μόληις
975 μήτ᾽ εἰς ὅρους γῆς ἧς ἐμὸν κρατεῖ δόρυ.
εἰ γὰρ παθών γέ σου τάδ᾽ ἡσσηθήσομαι,
οὐ μαρτυρήσει μ᾽ Ἴσθμιος Σίνις ποτὲ
κτανεῖν ἑαυτὸν ἀλλὰ κομπάζειν μάτην,
οὐδ᾽ αἱ θαλάσσηι σύννομοι Σκιρωνίδες
980 φήσουσι πέτραι τοῖς κακοῖς μ᾽ εἶναι βαρύν.
ΧΟ. οὐκ οἶδ᾽ ὅπως εἴποιμ᾽ ἂν εὐτυχεῖν τινα
θνητῶν· τὰ γὰρ δὴ πρῶτ᾽ ἀνέστραπται πάλιν.
***
ΘΗΣ. Αλίμονο! Το πού μπορεί να φτάσει
τ᾽ ανθρώπου η πονηριά. Και σε ποιό τέρμα
το θράσος του τραβάει κι η αδιαντροπιά του!
Αν έτσι πάμε και παραφουσκώσει
η κάκητ᾽ απ᾽ τη μια γενιά στην άλλη
και ξεπερνάει ο δεύτερος τον πρώτο
940 στην πανουργία, ε τότες οι θεοί
κι άλλη μια γη σε τούτη να προστέσουν,
να χωράει τους κακούς και διαστρεμμένους!
(εδώ γυρίζει προς τον Ιππόλυτο και τον δείχνει με το δάχτυλο)
Κοιτάχτε τον εκεί! Γέννημα θρέμμα
δικό μου, τη δικιά μου κλίνη ντρόπιασε
κι εμαρτυρήθη απ᾽ τη νεκρή την ίδια!
(ο Ιππόλυτος γυρίζει τις πλάτες)
Γύρνα λοιπόν ο καταμολεμένος
και δείξε στον πατέρα σου τα μούτρα!
Εσύ ᾽σουνα λοιπόν άντρας ανώτερος,
που ᾽κανες συντροφιά με τους θεούς;
Ο φρόνιμος και πάναγνος εσύ;
950 Δεν τις πιστεύω εγώ τις παινεσιές σου!
Οι αθάνατοι δεν είναι άμαθοι τόσο!
Κόμπαζε τώρα και περίπαιζέ μας,
πως τάχα τρως αναίματη θροφή
και με μπροστάρη τον Ορφέα βακχεύεις,
πιστεύοντας τα φούμαρα, όσα γράφουν
παλιοφυλλάδες. Γιατί τώρα πιάστηκες!
«Μακριά», φωνάζω, «από τους τέτοιους». Πάνε
κυνήγι μ᾽ άγια πρόφαση, μα κρύβουν
αισχρές βουλές μες στην ψυχή τους. (δείχνει τη νεκρή) Κοίτα:
Πεθαμένη! Θαρρείς πως θα γλιτώσεις;
Το πτώμα τούτο σ᾽ άδραξε, πανάθλιε!
960 Ποιά λόγια κι όρκοι, ανώτερ᾽ απ᾽ το πτώμα,
θα μπορούσαν το φταίχτη ν᾽ αθωώσουν;
Και τί θα πεις, το ξέρω: σε μισούσε,
γιατί ᾽σουν νόθο τέκνο μου κι οι νόθοι
από γεννησιμιό τους πάντα μάχονται
τα γνήσια τέκνα. Για μια τέτοιαν έχτρα
τόσο φτηνά θα πούλαε τη ζωή της,
που ᾽ναι το πιο πολύτιμο αγαθό;
Ή θα μου πεις ακόμα πως η τρέλα
η ερωτική τούς άντρες δεν τους πιάνει,
παρά την έχουν από φυσικού οι γυναίκες;
Ξέρω νιους που δεν είναι ασφαλισμένοι
πιότεροι απ᾽ τις γυναίκες, άμα η Κύπρη
τους ταράξει τα εφηβικά μυαλά τους.
970 Μα σαν άντρες γλιτώνουμε το φταίξιμο.
Τώρα λοιπόν, γιατί ν᾽ αντιδικιέμαι
μαζί σου με τα λόγια, αφού η νεκρή
κείται μπροστά μας μάρτυρας ατράνταχτος;
Τσακίσου από τη χώρα το ταχύτερο
κι ούτε να πας στη θεόχτιστην Αθήνα
κι ούτε τα σύνορά μας να πατήσεις,
οπού τα διαφεντεύει το κοντάρι μου!
Αν δε σε τιμωρήσω για ό,τι μου ᾽κανες,
ο Σίνις ο κακούργος στον Ισθμό
ποτές δε θα μολόγαε πως τον σκότωσα,
μα καυκιέμαι του βρόντου. Μήτε οι βράχοι
του Σκίρωνα κατάντικρα στη θάλασσα
θα μαρτυρούσαν πόσο είναι το χέρι μου
980 βαρύ για τους κακοποιούς. ΚΟΡ. Δεν τολμώ
να πω κανέναν άνθρωπο καλότυχο,
μια κι όσ᾽ είναι ψηλά χάμου γκρεμίζονται.