ΧΟΡΟΣ
310 ποποποποποπο ποῦ μ᾽ ὃς ἐκάλεσε; τίνα τόπον ἄρα νέμεται;
ΕΠ. οὑτοσὶ πάλαι πάρειμι κοὐκ ἀποστατῶ φίλων.
315ΧΟ. τιτιτιτιτιτιτι τίνα λόγον ἄρα ποτὲ πρὸς ἐμὲ φίλον ἔχων;
ΕΠ. κοινόν, ἀσφαλῆ, δίκαιον, ἡδύν, ὠφελήσιμον.
ἄνδρε γὰρ λεπτὼ λογιστὰ δεῦρ᾽ ἀφῖχθον ὡς ἐμέ.
ΧΟ. ποῦ; πᾷ; πῶς φῄς;
320 ΕΠ. φήμ᾽ ἀπ᾽ ἀνθρώπων ἀφῖχθαι δεῦρο πρεσβύτα δύο·
ἥκετον δ᾽ ἔχοντε πρέμνον πράγματος πελωρίου.
ΧΟ. ὦ μέγιστον ἐξαμαρτὼν ἐξ ὅτου ᾽τράφην ἐγώ,
πῶς λέγεις; ΕΠ. μήπω φοβηθῇς τὸν λόγον. ΧΟ. τί μ᾽ ἠργάσω;
ΕΠ. ἄνδρ᾽ ἐδεξάμην ἐραστὰ τῆσδε τῆς ξυνουσίας.
325 ΧΟ. καὶ δέδρακας τοῦτο τοὔργον; ΕΠ. καὶ δεδρακώς γ᾽ ἥδομαι.
ΧΟ. κἀστὸν ἤδη που παρ᾽ ἡμῖν; ΕΠ. εἰ παρ᾽ ὑμῖν εἴμ᾽ ἐγώ.
ΧΟ. ἔα ἔα· [στρ.]
προδεδόμεθ᾽ ἀνόσιά τ᾽ ἐπάθομεν· ὃς γὰρ
φίλος ἦν ὁμότροφά θ᾽ ἡμῖν ἐνέμετο
330 πεδία παρ᾽ ἡμῖν,
παρέβη μὲν θεσμοὺς ἀρχαίους,
παρέβη δ᾽ ὅρκους ὀρνίθων.
εἰς δὲ δόλον ἐκάλεσε, παρέβαλέ τ᾽ ἐμὲ παρὰ γένος
ἀνόσιον, ὅπερ ἐξότ᾽ ἐγένετ᾽ ἐπ᾽ ἐμοὶ
335 πολέμιον ἐτράφη.
ἀλλὰ πρὸς τοῦτον μὲν ἡμῖν ἐστιν ὕστερος λόγος·
τὼ δὲ πρεσβύτα δοκεῖ μοι τώδε δοῦναι τὴν δίκην
διαφορηθῆναί θ᾽ ὑφ᾽ ἡμῶν. ΠΙ. ὡς ἀπωλόμεσθ᾽ ἄρα.
ΕΥ. αἴτιος μέντοι σὺ νῷν εἶ τῶν κακῶν τούτων μόνος.
340 ἐπὶ τί γάρ μ᾽ ἐκεῖθεν ἦγες; ΠΙ. ἵν᾽ ἀκολουθοίης ἐμοί.
ΕΥ. ἵνα μὲν οὖν κλάοιμι μεγάλα. ΠΙ. τοῦτο μὲν ληρεῖς ἔχων
κάρτα· πῶς κλαύσει γάρ, ἢν ἅπαξ γε τὠφθαλμὼ ᾽κκοπῇς;
ΧΟ. ἰὼ ἰώ· [ἀντ.]
ἔπαγ᾽ ἔπιθ᾽ ἐπίφερε πολέμιον ὁρμὰν
345 φονίαν, πτέρυγά τε παντᾷ περίβαλε
περί τε κύκλωσαι·
ὡς δεῖ τώδ᾽ οἰμώζειν ἄμφω
καὶ δοῦναι ῥύγχει φορβάν.
οὔτε γὰρ ὄρος σκιερὸν οὔτε νέφος αἰθέριον
350 οὔτε πολιὸν πέλαγος ἔστιν ὅ τι δέξεται
τώδ᾽ ἀποφυγόντε με.
***
Ο ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
310 Πού είν᾽ αυτός που μ᾽ έχει κράξει; Πού να βρίσκεται; Πού πού;
ΤΣΑ. Πάντα εγώ πιστός στους φίλους, είμ᾽ εδώ και καρτερώ.
ΚΟΡ. Τσι τσι τσι τσι τσίριξέ μας, τί καλό έχεις να μας πεις;
ΤΣΑ. Λόγο ωφέλιμο και δίκιο για όλους, σίγουρο, γλυκό.
Ήρθαν και με βρήκαν δυο άντρες φίνοι, τετραπέρατοι.
ΚΟΡ. Πού και πώς; τί λες; γιά πες.
320 ΤΣΑ. Απ᾽ τον κόσμο των ανθρώπων φτάσανε δυο γέροι εδώ·
ήρθανε κρατώντας κάτι ριζιμιό, θεμελιακό.
ΚΟΡ. Πώς! Απ᾽ τα μικρά μου χρόνια λάθος πιο βαρύ απ᾽ αυτό
που μου λες δεν είδα. ΤΣΑ. Θάρρος· μη φοβάσαι. ΚΟΡ. Τί έκαμες!
ΤΣΑ. Δέχτηκα άντρες που αγαπούνε των πουλιών τη συντροφιά.
ΚΟΡ. Έκαμες μια τέτοια πράξη; ΤΣΑ. Ναι, και χαίρομαι γι᾽ αυτό.
ΚΟΡ. Κι είναι κάπου εδώ κοντά μας τώρα; ΤΣΑ. Τόσο όσο κι εγώ.
Ο ΧΟΡΟΣ
Ποποποπό!
Τί πάθαμε! Μας πρόδωσαν,
φερθήκαν αθεόφοβα·
330 αυτός που βόσκαμε μαζί
και που τον αγαπούσαμε
πάτησε και παλιούς θεσμούς
πάτησε κι όρκους των πουλιών.
Μέσα σε βρόχο με τύλιξε
και σε φυλή με παράδωσε ανόσια,
που μου ᾽χει στήσει τον πόλεμο αφότου
ήρθε στον κόσμο.
ΚΟΡ. Το λογαριασμό με τούτον θα τον δούμε αργότερα·
τώρα τούτοι οι δυο γερόντοι πρέπει να πλερώσουνε,
να τους κάμουμε κομμάτια. ΠΙΣ. Πάει λοιπόν, χαθήκαμε.
ΕΥΕ. Για τις συμφορές μας τούτες φταις εσύ και μόνο εσύ·
340 τί με πήρες από πέρα; ΠΙΣ. Για να σ᾽ έχω σύντροφο.
ΕΥΕ. Δε λες, για να χύσω μαύρα δάκρυα. ΠΙΣ. Κουταμάρες λες·
σα σου βγάλουνε τα μάτια, πώς μπορείς, μωρέ, να κλαις;
ΧΟΡ. Αέρα, μπρος!
Χιμήστε, πιείτε το αίμα τους·
απλώστε τις φτερούγες σας
και ζώστε τους από παντού·
βόγκους να βγάλουνε κι οι δυο·
τα ράμφη μας στις σάρκες τους
να μπουν να τις σπαράξουνε.
Όχι, από μας δεν ξεφεύγουνε·
ούτε ισκιωμένα βουνά κι ούτε νέφη
350 ούτε του πέλαγου ολάφριστο κύμα
δεν τους γλιτώνει.
310 ποποποποποπο ποῦ μ᾽ ὃς ἐκάλεσε; τίνα τόπον ἄρα νέμεται;
ΕΠ. οὑτοσὶ πάλαι πάρειμι κοὐκ ἀποστατῶ φίλων.
315ΧΟ. τιτιτιτιτιτιτι τίνα λόγον ἄρα ποτὲ πρὸς ἐμὲ φίλον ἔχων;
ΕΠ. κοινόν, ἀσφαλῆ, δίκαιον, ἡδύν, ὠφελήσιμον.
ἄνδρε γὰρ λεπτὼ λογιστὰ δεῦρ᾽ ἀφῖχθον ὡς ἐμέ.
ΧΟ. ποῦ; πᾷ; πῶς φῄς;
320 ΕΠ. φήμ᾽ ἀπ᾽ ἀνθρώπων ἀφῖχθαι δεῦρο πρεσβύτα δύο·
ἥκετον δ᾽ ἔχοντε πρέμνον πράγματος πελωρίου.
ΧΟ. ὦ μέγιστον ἐξαμαρτὼν ἐξ ὅτου ᾽τράφην ἐγώ,
πῶς λέγεις; ΕΠ. μήπω φοβηθῇς τὸν λόγον. ΧΟ. τί μ᾽ ἠργάσω;
ΕΠ. ἄνδρ᾽ ἐδεξάμην ἐραστὰ τῆσδε τῆς ξυνουσίας.
325 ΧΟ. καὶ δέδρακας τοῦτο τοὔργον; ΕΠ. καὶ δεδρακώς γ᾽ ἥδομαι.
ΧΟ. κἀστὸν ἤδη που παρ᾽ ἡμῖν; ΕΠ. εἰ παρ᾽ ὑμῖν εἴμ᾽ ἐγώ.
ΧΟ. ἔα ἔα· [στρ.]
προδεδόμεθ᾽ ἀνόσιά τ᾽ ἐπάθομεν· ὃς γὰρ
φίλος ἦν ὁμότροφά θ᾽ ἡμῖν ἐνέμετο
330 πεδία παρ᾽ ἡμῖν,
παρέβη μὲν θεσμοὺς ἀρχαίους,
παρέβη δ᾽ ὅρκους ὀρνίθων.
εἰς δὲ δόλον ἐκάλεσε, παρέβαλέ τ᾽ ἐμὲ παρὰ γένος
ἀνόσιον, ὅπερ ἐξότ᾽ ἐγένετ᾽ ἐπ᾽ ἐμοὶ
335 πολέμιον ἐτράφη.
ἀλλὰ πρὸς τοῦτον μὲν ἡμῖν ἐστιν ὕστερος λόγος·
τὼ δὲ πρεσβύτα δοκεῖ μοι τώδε δοῦναι τὴν δίκην
διαφορηθῆναί θ᾽ ὑφ᾽ ἡμῶν. ΠΙ. ὡς ἀπωλόμεσθ᾽ ἄρα.
ΕΥ. αἴτιος μέντοι σὺ νῷν εἶ τῶν κακῶν τούτων μόνος.
340 ἐπὶ τί γάρ μ᾽ ἐκεῖθεν ἦγες; ΠΙ. ἵν᾽ ἀκολουθοίης ἐμοί.
ΕΥ. ἵνα μὲν οὖν κλάοιμι μεγάλα. ΠΙ. τοῦτο μὲν ληρεῖς ἔχων
κάρτα· πῶς κλαύσει γάρ, ἢν ἅπαξ γε τὠφθαλμὼ ᾽κκοπῇς;
ΧΟ. ἰὼ ἰώ· [ἀντ.]
ἔπαγ᾽ ἔπιθ᾽ ἐπίφερε πολέμιον ὁρμὰν
345 φονίαν, πτέρυγά τε παντᾷ περίβαλε
περί τε κύκλωσαι·
ὡς δεῖ τώδ᾽ οἰμώζειν ἄμφω
καὶ δοῦναι ῥύγχει φορβάν.
οὔτε γὰρ ὄρος σκιερὸν οὔτε νέφος αἰθέριον
350 οὔτε πολιὸν πέλαγος ἔστιν ὅ τι δέξεται
τώδ᾽ ἀποφυγόντε με.
***
Ο ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
310 Πού είν᾽ αυτός που μ᾽ έχει κράξει; Πού να βρίσκεται; Πού πού;
ΤΣΑ. Πάντα εγώ πιστός στους φίλους, είμ᾽ εδώ και καρτερώ.
ΚΟΡ. Τσι τσι τσι τσι τσίριξέ μας, τί καλό έχεις να μας πεις;
ΤΣΑ. Λόγο ωφέλιμο και δίκιο για όλους, σίγουρο, γλυκό.
Ήρθαν και με βρήκαν δυο άντρες φίνοι, τετραπέρατοι.
ΚΟΡ. Πού και πώς; τί λες; γιά πες.
320 ΤΣΑ. Απ᾽ τον κόσμο των ανθρώπων φτάσανε δυο γέροι εδώ·
ήρθανε κρατώντας κάτι ριζιμιό, θεμελιακό.
ΚΟΡ. Πώς! Απ᾽ τα μικρά μου χρόνια λάθος πιο βαρύ απ᾽ αυτό
που μου λες δεν είδα. ΤΣΑ. Θάρρος· μη φοβάσαι. ΚΟΡ. Τί έκαμες!
ΤΣΑ. Δέχτηκα άντρες που αγαπούνε των πουλιών τη συντροφιά.
ΚΟΡ. Έκαμες μια τέτοια πράξη; ΤΣΑ. Ναι, και χαίρομαι γι᾽ αυτό.
ΚΟΡ. Κι είναι κάπου εδώ κοντά μας τώρα; ΤΣΑ. Τόσο όσο κι εγώ.
Ο ΧΟΡΟΣ
Ποποποπό!
Τί πάθαμε! Μας πρόδωσαν,
φερθήκαν αθεόφοβα·
330 αυτός που βόσκαμε μαζί
και που τον αγαπούσαμε
πάτησε και παλιούς θεσμούς
πάτησε κι όρκους των πουλιών.
Μέσα σε βρόχο με τύλιξε
και σε φυλή με παράδωσε ανόσια,
που μου ᾽χει στήσει τον πόλεμο αφότου
ήρθε στον κόσμο.
ΚΟΡ. Το λογαριασμό με τούτον θα τον δούμε αργότερα·
τώρα τούτοι οι δυο γερόντοι πρέπει να πλερώσουνε,
να τους κάμουμε κομμάτια. ΠΙΣ. Πάει λοιπόν, χαθήκαμε.
ΕΥΕ. Για τις συμφορές μας τούτες φταις εσύ και μόνο εσύ·
340 τί με πήρες από πέρα; ΠΙΣ. Για να σ᾽ έχω σύντροφο.
ΕΥΕ. Δε λες, για να χύσω μαύρα δάκρυα. ΠΙΣ. Κουταμάρες λες·
σα σου βγάλουνε τα μάτια, πώς μπορείς, μωρέ, να κλαις;
ΧΟΡ. Αέρα, μπρος!
Χιμήστε, πιείτε το αίμα τους·
απλώστε τις φτερούγες σας
και ζώστε τους από παντού·
βόγκους να βγάλουνε κι οι δυο·
τα ράμφη μας στις σάρκες τους
να μπουν να τις σπαράξουνε.
Όχι, από μας δεν ξεφεύγουνε·
ούτε ισκιωμένα βουνά κι ούτε νέφη
350 ούτε του πέλαγου ολάφριστο κύμα
δεν τους γλιτώνει.