ΧΟ. ἦ μέγαν οἴκοις τοῖσδε [στρ. γ]
δαίμονα καὶ βαρύμηνιν αἰνεῖς,
φεῦ φεῦ, κακὸν αἶνον
ἀτηρᾶς τύχας ἀκόρεστον·
1485 ἰὼ ἰὴ διαὶ Διὸς
παναιτίου πανεργέτα·
τί γὰρ βροτοῖς ἄνευ Διὸς τελεῖται;
τί τῶνδ᾽ οὐ θεόκραντόν ἐστιν;
— ἰὼ ἰὼ βασιλεῦ βασιλεῦ, [ἐφύμν. β]
1490 πῶς σε δακρύσω;
φρενὸς ἐκ φιλίας τί ποτ᾽ εἴπω;
κεῖσαι δ᾽ ἀράχνης ἐν ὑφάσματι τῷδ᾽
ἀσεβεῖ θανάτῳ βίον ἐκπνέων,
ὤμοι μοι, κοίταν τάνδ᾽ ἀνελεύθερον
1495 δολίῳ μόρῳ δαμεὶς ‹δάμαρτος›
ἐκ χερὸς ἀμφιτόμῳ βελέμνῳ.
ΚΛ. αὐχεῖς εἶναι τόδε τοὔργον ἐμόν·
μὴ δ᾽ ἐπιλεχθῇς
Ἀγαμεμνονίαν εἶναί μ᾽ ἄλοχον.
1500 φανταζόμενος δὲ γυναικὶ νεκροῦ
τοῦδ᾽ ὁ παλαιὸς δριμὺς ἀλάστωρ
Ἀτρέως χαλεποῦ θοινατῆρος
τόνδ᾽ ἀπέτεισεν,
τέλεον νεαροῖς ἐπιθύσας.
ΧΟ. ὡς μὲν ἀναίτιος εἶ [ἀντ. γ] 1505
τοῦδε φόνου τίς ὁ μαρτυρήσων;
πῶ πῶ; πατρόθεν δὲ
συλλήπτωρ γένοιτ᾽ ἂν ἀλάστωρ.
βιάζεται δ᾽ ὁμοσπόροις
1510 ἐπιρροαῖσιν αἱμάτων
μέλας Ἄρης, ὅποι δίκαν προβαίνων
πάχνᾳ κουροβόρῳ παρέξει.
— ἰὼ ἰὼ βασιλεῦ βασιλεῦ, [ἐφύμν. β]
πῶς σε δακρύσω;
1515 φρενὸς ἐκ φιλίας τί ποτ᾽ εἴπω;
κεῖσαι δ᾽ ἀράχνης ἐν ὑφάσματι τῷδ᾽
ἀσεβεῖ θανάτῳ βίον ἐκπνέων,
ὤμοι μοι, κοίταν τάνδ᾽ ἀνελεύθερον
δολίῳ μόρῳ δαμεὶς ‹δάμαρτος›
1520 ἐκ χερὸς ἀμφιτόμῳ βελέμνῳ.
ΚΛ. [οὔτ᾽ ἀνελεύθερον οἶμαι θάνατον
τῷδε γενέσθαι.]
οὐδὲ γὰρ οὗτος δολίαν ἄτην
οἴκοισιν ἔθηκ᾽;
1525 ἀλλ᾽ ἐμὸν ἐκ τοῦδ᾽ ἔρνος ἀερθέν,
† τὴν πολύκλαυτόν τ᾽ Ἰφιγενείαν,
ἄξια δράσας, ἄξια πάσχων,
μηδὲν ἐν Ἅιδου μεγαλαυχείτω,
ξιφοδηλήτῳ
θανάτῳ τείσας ἅπερ ἔρξεν.
***
ΧΟΡΟΣ
Μεγάλο, αλήθεια, δαίμονα μελέτησες
και βαρυσύντυχο γι᾽ αυτά τα σπίτια·
κακιά και μαύρη μοίρα θύμισες,
αλίμονο, κι αχόρταγη στο κρίμα.
Αχ! Αχ! κι είν᾽ όλα από θεού βουλή
κι είν᾽ όλα από θεού το χέρι,
γιατί δεν είναι τίποτα στον άνθρωπο
χωρίς του Δία το θέλημα να γένει.
Αχ! αλίμονο, αλίμονο,
βασιλιά μου καλέ,
1490 και πώς να σε κλάψω και τί να σου πω
από μέσ᾽ απ᾽ τη δόλια καρδιά μου;
μες σ᾽ αυτά της αράχνης τα δίχτυα γερτός
τη ζωή σου με θάνατον άνομο χάνεις.
Αλίμονό μου, ποιός σου μέλλονταν
θάνατος που δε σου ᾽πρεπε·
θάνατος δολερός σε δάμασε
απ᾽ της γυναίκας σου το χέρι
με δίκοπο μαχαίρι!
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Πως δικιά μου είναι η πράξη επιμένεις να λες;
όμως βγάλ᾽ το απ᾽ το νου σου· πως είμαι μην πεις
του Αγαμέμνονα τάχα η γυναίκα·
1500 τη μορφή της γυναίκας αυτού του νεκρού
ο δριμύς ο Αλάστορας πήρε ο παλιός
του απανθρώπου δείπνου του Ατρέα
και θυσία άντρα τέλειο πρόσφερε αυτόν,
τα σφαγμένα του βρέφη εκδικώντας.
ΧΟΡΟΣ
Πως είσαι καθαρή απ᾽ αυτό το φόνο,
ποιός θα βρεθεί και θα το μαρτυρήσει;
Πώς; πώς; μα ίσως και χέρι να᾽ δωσε
της γενεάς ο Αλάστορας ο αρχαίος·
και δρόμο ανοίγει χύνοντας
1510 το γαίμα το συγγενικό ποτάμι·
ο Άρης ο μαύρος, για το ανόσιο
το παιδοφάγωμα δίκη να πάρει.
‹Αχ! αλίμονο, αλίμονο,
βασιλιά μου καλέ,
και πώς να σε κλάψω και τί να σου πω
από μέσ᾽ απ᾽ τη δόλια καρδιά μου;
μες σ᾽ αυτά της αράχνης τα δίχτυα γερτός
τη ζωή σου με θάνατον άνομο χάνεις.
Αλίμονό μου, ποιός σου μέλλονταν
θάνατος που δε σου ᾽πρεπε·
θάνατος δολερός σε δάμασε
απ᾽ της γυναίκας σου το χέρι
1520 με δίκοπο μαχαίρι!›
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Μα ούτ᾽ ακόμα να λες πως δεν του ᾽πρεπε αυτή
του θανάτου που του έλαχε η μοίρα·
μη δεν έμπασε τάχα κι αυτός δολερή
συμφορά μες σε τούτα τα σπίτια;
Μα δικό του βλαστάρι, δικό μου παιδί,
την πολύκλαυτη την Ιφιγένεια,
αν ό,τι της έκαμε βρήκε κι αυτός,
ας μην το καυχιέται στον Άδην, αφού
με θανάτου σπαθί
το ξεπλέρωσε ό,τι έπραξε πρώτος.
δαίμονα καὶ βαρύμηνιν αἰνεῖς,
φεῦ φεῦ, κακὸν αἶνον
ἀτηρᾶς τύχας ἀκόρεστον·
1485 ἰὼ ἰὴ διαὶ Διὸς
παναιτίου πανεργέτα·
τί γὰρ βροτοῖς ἄνευ Διὸς τελεῖται;
τί τῶνδ᾽ οὐ θεόκραντόν ἐστιν;
— ἰὼ ἰὼ βασιλεῦ βασιλεῦ, [ἐφύμν. β]
1490 πῶς σε δακρύσω;
φρενὸς ἐκ φιλίας τί ποτ᾽ εἴπω;
κεῖσαι δ᾽ ἀράχνης ἐν ὑφάσματι τῷδ᾽
ἀσεβεῖ θανάτῳ βίον ἐκπνέων,
ὤμοι μοι, κοίταν τάνδ᾽ ἀνελεύθερον
1495 δολίῳ μόρῳ δαμεὶς ‹δάμαρτος›
ἐκ χερὸς ἀμφιτόμῳ βελέμνῳ.
ΚΛ. αὐχεῖς εἶναι τόδε τοὔργον ἐμόν·
μὴ δ᾽ ἐπιλεχθῇς
Ἀγαμεμνονίαν εἶναί μ᾽ ἄλοχον.
1500 φανταζόμενος δὲ γυναικὶ νεκροῦ
τοῦδ᾽ ὁ παλαιὸς δριμὺς ἀλάστωρ
Ἀτρέως χαλεποῦ θοινατῆρος
τόνδ᾽ ἀπέτεισεν,
τέλεον νεαροῖς ἐπιθύσας.
ΧΟ. ὡς μὲν ἀναίτιος εἶ [ἀντ. γ] 1505
τοῦδε φόνου τίς ὁ μαρτυρήσων;
πῶ πῶ; πατρόθεν δὲ
συλλήπτωρ γένοιτ᾽ ἂν ἀλάστωρ.
βιάζεται δ᾽ ὁμοσπόροις
1510 ἐπιρροαῖσιν αἱμάτων
μέλας Ἄρης, ὅποι δίκαν προβαίνων
πάχνᾳ κουροβόρῳ παρέξει.
— ἰὼ ἰὼ βασιλεῦ βασιλεῦ, [ἐφύμν. β]
πῶς σε δακρύσω;
1515 φρενὸς ἐκ φιλίας τί ποτ᾽ εἴπω;
κεῖσαι δ᾽ ἀράχνης ἐν ὑφάσματι τῷδ᾽
ἀσεβεῖ θανάτῳ βίον ἐκπνέων,
ὤμοι μοι, κοίταν τάνδ᾽ ἀνελεύθερον
δολίῳ μόρῳ δαμεὶς ‹δάμαρτος›
1520 ἐκ χερὸς ἀμφιτόμῳ βελέμνῳ.
ΚΛ. [οὔτ᾽ ἀνελεύθερον οἶμαι θάνατον
τῷδε γενέσθαι.]
οὐδὲ γὰρ οὗτος δολίαν ἄτην
οἴκοισιν ἔθηκ᾽;
1525 ἀλλ᾽ ἐμὸν ἐκ τοῦδ᾽ ἔρνος ἀερθέν,
† τὴν πολύκλαυτόν τ᾽ Ἰφιγενείαν,
ἄξια δράσας, ἄξια πάσχων,
μηδὲν ἐν Ἅιδου μεγαλαυχείτω,
ξιφοδηλήτῳ
θανάτῳ τείσας ἅπερ ἔρξεν.
***
ΧΟΡΟΣ
Μεγάλο, αλήθεια, δαίμονα μελέτησες
και βαρυσύντυχο γι᾽ αυτά τα σπίτια·
κακιά και μαύρη μοίρα θύμισες,
αλίμονο, κι αχόρταγη στο κρίμα.
Αχ! Αχ! κι είν᾽ όλα από θεού βουλή
κι είν᾽ όλα από θεού το χέρι,
γιατί δεν είναι τίποτα στον άνθρωπο
χωρίς του Δία το θέλημα να γένει.
Αχ! αλίμονο, αλίμονο,
βασιλιά μου καλέ,
1490 και πώς να σε κλάψω και τί να σου πω
από μέσ᾽ απ᾽ τη δόλια καρδιά μου;
μες σ᾽ αυτά της αράχνης τα δίχτυα γερτός
τη ζωή σου με θάνατον άνομο χάνεις.
Αλίμονό μου, ποιός σου μέλλονταν
θάνατος που δε σου ᾽πρεπε·
θάνατος δολερός σε δάμασε
απ᾽ της γυναίκας σου το χέρι
με δίκοπο μαχαίρι!
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Πως δικιά μου είναι η πράξη επιμένεις να λες;
όμως βγάλ᾽ το απ᾽ το νου σου· πως είμαι μην πεις
του Αγαμέμνονα τάχα η γυναίκα·
1500 τη μορφή της γυναίκας αυτού του νεκρού
ο δριμύς ο Αλάστορας πήρε ο παλιός
του απανθρώπου δείπνου του Ατρέα
και θυσία άντρα τέλειο πρόσφερε αυτόν,
τα σφαγμένα του βρέφη εκδικώντας.
ΧΟΡΟΣ
Πως είσαι καθαρή απ᾽ αυτό το φόνο,
ποιός θα βρεθεί και θα το μαρτυρήσει;
Πώς; πώς; μα ίσως και χέρι να᾽ δωσε
της γενεάς ο Αλάστορας ο αρχαίος·
και δρόμο ανοίγει χύνοντας
1510 το γαίμα το συγγενικό ποτάμι·
ο Άρης ο μαύρος, για το ανόσιο
το παιδοφάγωμα δίκη να πάρει.
‹Αχ! αλίμονο, αλίμονο,
βασιλιά μου καλέ,
και πώς να σε κλάψω και τί να σου πω
από μέσ᾽ απ᾽ τη δόλια καρδιά μου;
μες σ᾽ αυτά της αράχνης τα δίχτυα γερτός
τη ζωή σου με θάνατον άνομο χάνεις.
Αλίμονό μου, ποιός σου μέλλονταν
θάνατος που δε σου ᾽πρεπε·
θάνατος δολερός σε δάμασε
απ᾽ της γυναίκας σου το χέρι
1520 με δίκοπο μαχαίρι!›
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Μα ούτ᾽ ακόμα να λες πως δεν του ᾽πρεπε αυτή
του θανάτου που του έλαχε η μοίρα·
μη δεν έμπασε τάχα κι αυτός δολερή
συμφορά μες σε τούτα τα σπίτια;
Μα δικό του βλαστάρι, δικό μου παιδί,
την πολύκλαυτη την Ιφιγένεια,
αν ό,τι της έκαμε βρήκε κι αυτός,
ας μην το καυχιέται στον Άδην, αφού
με θανάτου σπαθί
το ξεπλέρωσε ό,τι έπραξε πρώτος.