Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2015

Η Ρώμη και ο κόσμος της, Ποιος φοβάται τα λατινικά;

Δείξε μου τη γλώσσα σου να σου πω ποιος είσαι

Οι γλώσσες αντανακλούν τον πνευματικό και υλικό πολιτισμό των ομιλητών τους. Οι καλές τέχνες, η λογοτεχνία, η φιλοσοφία, η επιστήμη και η τεχνολογία, καθώς εξελίσσονται και διερευνούν νέους χώρους (ή ξαναεπισκέπτονται τους παλιούς), δημιουργούν νέες λεξιλογικές και εκφραστικές ανάγκες: οι καινούργιες ή αναθεωρημένες έννοιες, ο διαφορετικός τρόπος ερμηνείας του κόσμου και της ανθρώπινης περιπέτειας μέσα στον κόσμο, οι νέες τεχνολογικές μέθοδοι και τα προϊόντα τους ζητούν επειγόντως τη γλωσσική τους επένδυση.
 
Αλλά η γλώσσα αντανακλά και την ιδιοσυγκρασία και τις περιβαλλοντικές συνθήκες μιας γλωσσικής κοινότητας. Από την άποψη αυτή, θα μπορούσαμε να πούμε ότι μια γλώσσα είναι πιο «συναισθηματική» από μιαν άλλη, ή να διαπιστώσουμε ότι οι Εσκιμώοι διαθέτουν μερικές δεκάδες λέξεις για να περιγράψουν τον πάγο και το χιόνι ενώ οι κάτοικοι της ερήμου έχουν άλλες τόσες για να αναφερθούν στην άμμο. Αυτό σημαίνει ότι κάθε γλώσσα μπορεί να είναι πλούσια με τον τρόπο της, ή, για να το πούμε αλλιώς, μια γλώσσα που καλύπτει με επάρκεια τις ανάγκες των ομιλητών της δεν είναι ποτέ φτωχή. Οι γλώσσες είναι, άλλωστε, ολοζώντανοι οργανισμοί που αλλάζουν, προσαρμόζονται, εξελίσσονται και έρχονται σε επαφή με άλλους γλωσσικούς οργανισμούς· κι επειδή, όπως είπαμε, μια γλώσσα ενσωματώνει ένα συγκεκριμένο είδος πολιτισμού, η γλωσσική επαφή καταγράφει πάντα το αποτέλεσμα μιας πολιτισμικής συνάντησης.
 
Αλλά η συνάντηση είναι σχεδόν πάντα και μια σύγκριση. Κάνοντας τη σύγκριση, μια κοινότητα ανθρώπων τείνει να πιστεύει ότι «οι άλλοι» είναι πολιτισμικά-γλωσσικά λιγότερο ή περισσότερο προχωρημένοι. Έτσι, στις πρώτες επαφές της με τον ελληνικό πολιτισμό η αγροτική κοινωνία των Ρωμαίων βρέθηκε αντιμέτωπη με ανθρώπους που είχαν διανύσει μακρύ δρόμο τόσο στον υλικό όσο και, κυρίως, στον πνευματικό πολιτισμό. Οι Ρωμαίοι θα μπορούσαν, ασφαλώς, να αδιαφορήσουν και να αποφασίσουν ότι ο δικός τους τρόπος ζωής είναι προτιμότερος ή ανώτερος. Αντί γι᾽ αυτό αποφάσισαν ότι ήταν πιο συμφέρον γι᾽ αυτούς να διδαχθούν από τους Έλληνες, και από τη στιγμή που οι ανώτερες κοινωνικές τάξεις της Ρώμης έκαναν μια τέτοια επιλογή, η πολιτισμική και γλωσσική ανωτερότητα της Ελλάδας θεωρήθηκε αυτονόητη. Μερικά από τα αποτελέσματα αυτής της πολιτισμικής στάσης των Ρωμαίων τα είδαμε στις προηγούμενες σελίδες.
 
Και είπαμε ότι ήδη από τον 3ο-2ο αιώνα π.Χ. οι Ρωμαίοι που είχαν κοινωνική δύναμη και επιρροή φρόντισαν να μάθουν όσα ελληνικά μπορούσαν. Την εποχή αυτή η ελληνική γλώσσα (με τη μορφή της λεγόμενης Κοινής) ήταν η ισχυρή γλώσσα της ανατολικής μεσογειακής λεκάνης και αποτελούσε κοινό κτήμα των μορφωμένων τάξεων ανεξάρτητα από την εθνική τους προέλευση. Το κυριότερο, όμως, είναι ότι η ελληνική είχε πλούσιο πολιτισμικό μητρώο και δεν εξασφάλιζε μόνο πρακτικές ευκολίες στον ομιλητή της αλλά μπορούσε να του δίνει και μια αίσθηση πνευματικού και διανοητικού κύρους. Αλλά η Ιστορία και οι συγκυρίες της, όπως είναι φυσικό, αλλάζουν προτιμήσεις. Μια φορά κι έναν καιρό ήταν τα ελληνικά, μετά ήρθαν τα λατινικά, στα νεότερα χρόνια η αίγλη πέρασε στα γαλλικά, σήμερα κυριαρχούν τα αγγλικά, καθώς διαβαίνει ο αιώνας μας κι άλλες γλώσσες (όπως τα ισπανικά, για παράδειγμα) αναζητούν τη δική τους ευκαιρία, και ίσως, καθώς πολλοί προβλέπουν, πριν ο αιώνας μας εξαντληθεί τα κινεζικά να αποκτήσουν, εκτός από μακρινό μυστήριο, και πλατιά πρακτική χρησιμότητα. Αλλά ας επιστρέψουμε στο δικό μας ζευγάρι: ελληνικά και λατινικά.
 
Στης Ανατολής τα μέρη μίλα μόνο ελληνικά

Στη Ρώμη δεν υπήρχαν γλωσσομαθείς με τη σημερινή έννοια· υπήρχαν, όμως, άνθρωποι που ήξεραν «και τις δυο γλώσσες», και μ᾽ αυτό οι Ρωμαίοι εννοούσαν τη μητρική τους γλώσσα και τα ελληνικά. Το να ήξερες γαλατικά, για παράδειγμα, δεν αποτελούσε ούτε πρακτικό προσόν ούτε τίτλο τιμής. Οι πρώτοι δάσκαλοι της ελληνικής στη Ρώμη ήταν, κατά κανόνα, αιχμάλωτοι Έλληνες ή ελληνόφωνοι από την Ανατολή· κι αυτοί παρέδιδαν συνήθως ιδιωτικά μαθήματα σε ευκατάστατους Ρωμαίους και στα παιδιά τους. Οι πιο τυχεροί ταξίδευαν στην Ελλάδα για μεταπτυχιακές σπουδές και εκεί ασφαλώς θα είχαν την ευκαιρία να τελειοποιήσουν τις γνώσεις τους. Με τη ρωμαϊκή κατάκτηση και την εγκατάσταση ρωμαίων στρατιωτικών, επιχειρηματιών και τραπεζιτών σε ελληνόφωνες περιοχές η γνώση της ελληνικής γλώσσας διαδόθηκε ακόμη περισσότερο καθώς τώρα έγινε απαραίτητη και για καθαρά πρακτικούς λόγους.
 
Ναι, αλλά, σαν κατακτητές που ήταν, δεν επιχείρησαν οι Ρωμαίοι να επιβάλουν τη γλώσσα τους; Η απάντηση είναι: όχι. Βέβαια, ορισμένοι ελληνόφωνοι που φιλοδοξούσαν να καταλάβουν αξιώματα στην ιεραρχία της ρωμαϊκής διοίκησης θα ήξεραν αρκετά λατινικά· και το ίδιο ισχύει για όσους επιζητούσαν τον προνομιούχο τίτλο του «ρωμαίου πολίτη». Προχωρημένες γνώσεις λατινικής είχαν και ορισμένοι έλληνες διανοούμενοι που είχαν επισκεφθεί τη Ρώμη, διατηρούσαν σχέσεις με προύχοντες της ρωμαϊκής πολιτικής και, με κάποιο τρόπο, είχαν πεισθεί για την υψηλή οικουμενική αποστολή του ρωμαϊκού imperium. Ωστόσο, όλοι μαζί αυτοί δεν συγκροτούσαν παρά ένα ελάχιστο ποσοστό λατινομάθειας μέσα σε μια μεγάλη πλειοψηφία γενικής αδιαφορίας για τη γλώσσα των «αφεντικών». Οι Ρωμαίοι -έχει ειπωθεί- κατάλαβαν ότι με το να ξέρουν αρκετά ελληνικά ήταν ευκολότερο να διοικήσουν τους έλληνες υποτελείς τους. Οι Έλληνες, από την πλευρά τους, δεν θέλησαν άραγε ποτέ να δοκιμάσουν μήπως, με το να ξέρουν κάτι από τη γλώσσα των κατακτητών, μπορούσαν να κάνουν ευκολότερη τη ζωή τους κάτω από τη ρωμαϊκή κυριαρχία; Όλες οι ιστορικές μαρτυρίες που έχουμε δείχνουν ότι η απάντηση είναι: όχι. Και το επόμενο ερώτημα είναι: γιατί;
 
Μήπως τα λατινικά ήταν «δύσκολα» και οι Έλληνες (τότε) δεν ήταν καλοί στις ξένες γλώσσες; Κανένας ειδικός, φιλόλογος ή γλωσσολόγος, δεν θα υποστήριζε ότι τα λατινικά είναι πιο δύσκολα από τα (αρχαία) ελληνικά, και πολλοί θα υποστήριζαν το αντίθετο. Το ερώτημα μπορεί να απαντηθεί μόνο από πολιτισμική σκοπιά, δηλαδή αν θυμηθούμε όσα μόλις είπαμε για το πολιτισμικό κύρος και γόητρο της ελληνικής γλώσσας. Οι Ρωμαίοι μπορεί να ήταν πολιτικά και στρατιωτικά κυρίαρχοι, αλλά στην Ελλάδα και την Ανατολική Μεσόγειο βρέθηκαν αντιμέτωποι με μια γλώσσα που με τις διαλεκτικές της ποικιλίες, και στη συνεχή ιστορική της εξέλιξη, είχε εκφράσει για έξι τουλάχιστον αιώνες τον πολιτισμό που οι ίδιοι έβρισκαν όχι μόνο αξιομίμητο αλλά και συγγενέστερο (συγγενέστερο από τον επίσης σημαντικότατο εβραϊκό πολιτισμό, για παράδειγμα) προς τον δικό τους. Αυτή την ιστορικά εδραιωμένη ηγεμονία της ελληνικής γλώσσας όχι μόνο δεν την αμφισβήτησαν αλλά με τη στάση τους (που συνδύαζε πρακτικό πνεύμα και διάθεση άμιλλας) την επικύρωσαν κιόλας. Στις συνθήκες αυτές, οι Έλληνες (που έτσι κι αλλιώς θεωρούσαν την πρωτοκαθεδρία της γλώσσας τους αδιαπραγμάτευτη) δεν αισθάνθηκαν ποτέ την πίεση μιας ανταγωνιστικής κουλτούρας και δεν πέρασε ποτέ από το μυαλό τους η ιδέα ότι είχαν την υποχρέωση να είναι «δίγλωσσοι». Η διγλωσσία, που αποτελούσε ιδεώδες και καύχημα για τους κατακτητές, δεν φαίνεται να έγινε ποτέ ζητούμενο για τους κατακτημένους.
 
Μπορούμε εξάλλου να δούμε πιο καθαρά την εικόνα, αν λάβουμε υπόψη μας τις αντίστοιχες εξελίξεις στο δυτικό τμήμα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Εδώ η λατινική γλώσσα έπαιζε ουσιαστικά χωρίς αντίπαλο, αφού οι υποταγμένες εθνότητες, από τη βόρεια Αφρική και την Ιβηρική χερσόνησο μέχρι τη Βρετανία και τη Γερμανία, δεν μπορούσαν με κανέναν τρόπο να προβάλουν το είδος της πολιτισμικής αντίστασης που η Ρώμη συνάντησε στην Ελλάδα και την ελληνόφωνη Ανατολή. Ο γρήγορος γλωσσικός και πολιτισμικός εκρωμαϊσμός των δυτικών επαρχιών της αυτοκρατορίας αναδεικνύει έτσι ακόμη πιο εντυπωσιακά την αμάχητη ελληνικότητα και ελληνοπρέπεια της ανατολικής ρωμαϊκής επικράτειας. Η Αθήνα, η Αλεξάνδρεια, η Αντιόχεια, η Πέργαμος είχαν όλες κάποια στιγμή ρωμαίους διοικητές και φρούραρχους, αλλά η ψυχή και η λαλιά τους παρέμειναν ελληνικές. Για πολύ καιρό μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση τα επίσημα έγγραφα και οι επιγραφές της ρωμαϊκής διοίκησης συντάσσονταν και στις δυο γλώσσες, κάποτε μόνο στα ελληνικά και σπάνια μόνο στα λατινικά. Άλλωστε, το μόνο επίσημο μεταφραστικό γραφείο της Ρώμης ήταν αυτό που μετέφραζε στα ελληνικά και από τα ελληνικά. Και καθώς περνούσαν τα χρόνια, οι εγκατεστημένοι στις ελληνόφωνες περιοχές Ρωμαίοι, αντί να επιβάλουν τη γλώσσα τους, τελικά εξελληνίστηκαν.
 
Είναι δύσκολο να μιλήσεις σήμερα άλλη γλώσσα εκτός από τα αγγλικά αν βρίσκεσαι στο Λονδίνο ή τη Νέα Υόρκη· ήταν ίσως αδιανόητο να μιλήσεις τότε άλλη γλώσσα εκτός από τα ελληνικά αν βρισκόσουν στην Αθήνα ή στο Αιγαίο. Το ήξεραν αυτό όχι μόνο οι ρωμαίοι τραπεζίτες της Δήλου και οι έμποροι της Κορίνθου αλλά και οι ρωμαίοι αυτοκράτορες. Ο Τιβέριος στη Ρόδο, ο Νέρων στην Κόρινθο και την Ολυμπία, ο Αδριανός στην Αθήνα πρέπει να μιλούσαν ελληνικά ακόμη κι όταν μονολογούσαν ή ονειρεύονταν. Ποιος έλληνας ταβερνιάρης είχε λόγο να γράψει έξω από το μαγαζί του HIC LOQUIMUR LATINE («εδώ μιλάμε λατινικά»); Και όμως…

Μα πού βρέθηκαν όλα αυτά τα λατινικά;

Το κείμενο είναι «κατασκευασμένο», γι᾽ αυτό το ποσοστό του 10% (περίπου) των λατινογενών λέξεων (και μορφολογικών στοιχείων) που περιέχει είναι ψηλότερο από τον πραγματικό μέσο όρο. Η αλήθεια, όμως, είναι ότι η ελληνική γλώσσα δεν έμεινε ανεπηρέαστη από τα λατινικά. Οι παραπάνω λέξεις δεν αποτελούν μεταγενέστερα λόγια δάνεια, δηλαδή δεν οφείλουν την παρουσία τους στη συγγραφική δραστηριότητα μιας μορφωμένης «ελίτ». Αντίθετα, πέρασαν μέσα από το προφορικό κανάλι, είναι αποτέλεσμα μακραίωνης συμβίωσης των δύο γλωσσών και ανήκουν στη «λαϊκή βάση» της ελληνικής (όπως συμβαίνει και με τα δάνεια από τα ιταλικά ή τα τουρκικά). Γι᾽ αυτό ζουν και βασιλεύουν, ενώ πιο επίσημες λατινικές λέξεις που ονομάτιζαν, για παράδειγμα, θεσμούς της ρωμαϊκής διοίκησης ξεχάστηκαν μετά τον 6ο αιώνα μ.Χ., όταν το ανατολικό ρωμαϊκό κράτος, δηλ. το Βυζάντιο, έκανε επίσημη γλώσσα του την ελληνική και έσπρωξε οριστικά τα λατινικά στο περιθώριο. Αλλά πριν συμβεί αυτό, οι συνομιλίες του (αγίου) Κωνσταντίνου με την (αγία) Ελένη και του Ιουστινιανού με τη Θεοδώρα διεξάγονταν μάλλον στα λατινικά.
 
Στα λατινικά, όμως, μπορεί να γίνει και η συνομιλία ανάμεσα στον (σημερινό) Κώστα και την Ελενίτσα:

«Ελένη, σήμερα και αύριο δεν έχεις σεμινάρια στο Ινστιτούτο;»
«Ναι, αλλά σήμερα προτιμώ να πάω στο Solarium
«Και αύριο;»
«Αύριο έχω Vis Vitalis
«Ελένηηηηη, προβάλλω βέτο.»

Να μην τα μπερδέψουμε, όμως! Το σεμινάριο και το ινστιτούτο έχουν τελικά λατινική καταγωγή (seminarium, institutum), είναι, όμως, λέξεις σχετικά νιόφερτες στα ελληνικά και, όπως και πολλές άλλες λατινογενείς λέξεις, φθάνουν «εκτελωνισμένες» από ευρωπαϊκές γλώσσες, κυρίως την αγγλική και τη γαλλική. Το βέτο (το λατινικό ρήμα veto που σημαίνει «απαγορεύω») έχει παλιότερη και συνεχή ιστορία χρήσης, αλλά ούτε κι αυτό ανήκει στην προφορική-λαϊκή κατηγορία λατινικών δανείων. Το solarium (που στα λατινικά σήμαινε «ηλιακό ρολόι» ή «λιακωτό») είναι από τις λέξεις που τις έδωσαν άλλο νόημα οι σύγχρονες τεχνολογίες ομορφιάς, ενώ το vis vitalis(που σημαίνει «ζωτική δύναμη») κάνει παρέα με ένα πλήθος αυτούσιων λατινικών λέξεων και εκφράσεων που χρησιμοποιούνται σήμερα ως «φιρμάτες» ονομασίες επιχειρηματικών δραστηριοτήτων ή προϊόντων. Γιατί;
 
Προφανώς επειδή η χρήση μιας λατινικής λέξης ή έκφρασης χαρίζει «διεθνή αέρα» και κοσμοπολίτικη διάσταση στα κάθε είδους προϊόντα που θέλουν να προσελκύσουν την προσοχή των καταναλωτών. Τα λατινικά υπήρξαν για πολλούς αιώνες η κοινή, επίσημη γλώσσα του δυτικού πολιτισμού, και έτσι το συμβολικό τους γόητρο «πουλάει» καλύτερα. Η εταιρεία που ασχολείται με αρτοσκευάσματα έχει καλύτερες προοπτικές στην αγορά όταν βαφτιστεί CIBUS («τροφή»). Το ΦΡΑΝΤΖΟΛΑ θα ήταν απαράδεκτο, και το ΑΡΤΟΣ μάλλον κοινότυπο - το CIBUS συνδυάζει τη γοητεία του μη οικείου, του παλαιού, του διεθνιστικού. Αλλά εδώ δεν πρόκειται για διαφήμιση των λατινικών αλλά για λατινικά της διαφήμισης· κι αυτό το κεφάλαιο, όσο ενδιαφέρον κι αν είναι, δεν ανήκει στην ύλη μας.

* * *
Δυο μανάδες συναντιούνται έξω από το σχολείο σε περίοδο εξετάσεων. «Πέρασε ο γιος σου λατινικά;» ρωτάει η μία. «Λατινικά;» λέει προβληματισμένη η άλλη, που μοιάζει σα να πασχίζει να θυμηθεί κάτι. «Λατινικά», απαντάει τελικά, «δεν νομίζω. Απ᾽ ό,τι θυμάμαι, μόνο ανεμοβλογιά και παραμαγούλες.»
Από παλιά γελοιογραφία.

Οι γελοιογραφίες υπερβάλλουν, αλλά η αφορμή τους δεν είναι και τόσο μακριά από την αλήθεια· και η αλήθεια είναι ότι ο λατινικός κόσμος και πολιτισμός, και βέβαια η γλώσσα τους, μόνο σαν «κομπάρσοι» εμφανίζονται συνήθως στα ελληνικά πολιτισμικά και εκπαιδευτικά δρώμενα.
 
Δέκα παρά ένας (πιθανοί) λόγοι που δεν με ενδιαφέρουν τα λατινικά

Επειδή και οι αρχαιότεροι Έλληνες δεν καταδέχονταν να ασχοληθούν με μια γλώσσα που εξέφραζε έναν πολιτισμό τον οποίο θεωρούσαν λιγότερο σημαντικό από τον δικό τους.

Επειδή οι Ρωμαίοι ήρθαν στην Ελλάδα ως κατακτητές, και η γλώσσα των κατοχικών δυνάμεων απέκτησε αρνητικές συνδηλώσεις για τους Έλληνες.

Επειδή, περίπου μετά τον 6ο αιώνα μ.Χ., η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία διαχώρισε οριστικά τη θέση της από το δυτικό τμήμα του κράτους και θέλησε να τονίσει τη δική της «ταυτότητα» αφήνοντας τα (δυτικά) λατινικά στο περιθώριο.
 
Επειδή, μετά το Σχίσμα των Εκκλησιών κατά τον 9ο αιώνα, οι Λατίνοι αντιμετωπίστηκαν με δυσμένεια και δυσπιστία, και η επίσημη γλώσσα της παπικής εκκλησίας, δηλαδή τα λατινικά, θεωρήθηκε ένα είδος «εχθρικής» ή «ανθελληνικής» γλώσσας που ταίριαζε μόνο σε αιρετικούς και «λατινόφρονες».
 
Επειδή, όπως ήταν εύλογο, οι λόγιοι του νεοελληνικού Διαφωτισμού, στην προσπάθειά τους να στηρίξουν την ελληνική εθνική συνείδηση και τη δημιουργία ελληνικής ταυτότητας, ανέδειξαν κυρίως την ελληνική πλευρά του κλασικού παρελθόντος.
 
Επειδή οι Έλληνες, ακόμη και μετά τη δημιουργία του νεότερου ελληνικού κράτους και παρά το γεγονός ότι τα βασικά πρότυπα πολιτειακής οργάνωσης και πολιτισμικής ζωής ήταν δυτικά, συνέχιζαν με κάποιο τρόπο να ορίζουν την ιδιαίτερη ταυτότητά τους σε αντιδιαστολή προς τους «Δυτικούς» (ή τους «Φράγκους»), οι οποίοι (παρόλο που αναγνώριζαν την πρωταρχική σημασία του αρχαιοελληνικού πολιτισμού) έβλεπαν τις κοινωνικές, πολιτισμικές και πολιτικές παραδόσεις τους ως συνέχεια της Ρώμης.
 
Επειδή η επίσημη εκπαιδευτική πρακτική του νεότερου ελληνικού κράτους (τόσο στη μέση όσο και στην ανώτατη εκπαιδευτική βαθμίδα) διαιώνιζε την άποψη ότι ο ρωμαϊκός πολιτισμός, σε σχέση με τον αρχαιοελληνικό, είναι μιμητικός, παράγωγος και δευτερεύων, και έτσι το σύνολο σχεδόν της ρωμαϊκής γραμματείας αντιμετωπιζόταν ως ένα είδος λατινόγλωσσου συμπληρώματος της ελληνικής.
 
Επειδή, ως συνέπεια της εκπαιδευτικής αυτής ιδεολογίας, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ρωμαϊκού πολιτισμικού χώρου (που είναι πολλά, άκρως ενδιαφέροντα και ιστορικά απαραίτητα για να καταλάβουμε την άμεση προϊστορία και την πολιτισμική εξέλιξη της δυτικής Ευρώπης) δεν αποτέλεσαν ποτέ αντικείμενο σοβαρής μελέτης, και έτσι το ενδιαφέρον μαθητών και σπουδαστών για τη Ρώμη και τη γλώσσα της δεν ενθαρρύνθηκε αρκετά.
 
Επειδή, ακόμη και σήμερα, αυτό που ονομάζουμε «κλασικό πολιτισμό και παιδεία» τείνει να ταυτίζεται (στην Ελλάδα) με τον αρχαιοελληνικό πολιτισμικό χώρο.

Εφτά συν ένας (πιθανοί) λόγοι που με ενδιαφέρουν τα λατινικά

Επειδή οι Ρωμαίοι ήταν ο πρώτος ευρωπαϊκός λαός που διαμόρφωσε την πολιτισμική του ταυτότητα με σταθερή αναφορά στην Ελλάδα και την ελληνική κουλτούρα και έτσι λειτούργησε καθοριστικά για τον τρόπο με τον οποίο οι ευρωπαϊκοί λαοί (κυρίως από την Αναγέννηση και ύστερα) έβλεπαν (και, σε μεγάλο βαθμό, βλέπουν ακόμη) την Ελλάδα.
 
Επειδή οι Ρωμαίοι δεν μιμήθηκαν απλώς τους Έλληνες αλλά μετέθεσαν τις θεμελιακές αξίες του ελληνικού πολιτισμού σε νέα κοινωνικά και πολιτικά πλαίσια και έτσι τις έδωσαν μια καινούργια δυναμική.
 
Επειδή η ρωμαϊκή αυτοκρατορία και η ρωμαϊκή κοινωνία εμφανίζουν χαρακτηριστικά που είναι, από πολλές απόψεις, πιο κοντά στη σημερινή εμπειρία του κόσμου και γι᾽ αυτό τον λόγο η μελέτη τους μεγαλώνει το εύρος της ιστορικής μας συνείδησης και μας επιτρέπει να «διαβάσουμε» με πληρέστερο τρόπο το παρελθόν που μας αφορά άμεσα.
 
Επειδή αυτό που ονομάζουμε «ελληνορωμαϊκός πολιτισμός» δεν αποτελεί απλώς μια χρονική αλληλουχία (πρώτα η Ελλάδα, μετά η Ρώμη) αλλά μια δυναμική αλληλεπίδραση ανάμεσα στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τις αξίες δύο πολιτισμών, που δεν έχουν μόνο ομοιότητες αλλά και σημαντικές διαφορές.
 
Επειδή για τη νεότερη Ευρώπη, και τον δυτικό πολιτισμό γενικότερα, η Ελλάδα είναι ένας πανίσχυρος πολιτισμικός μύθος με πρακτική, συμβολική και φαντασιακή αξία, ενώ η Ρώμη (όπως διαμορφώθηκε από τη συνάντησή της με την Ελλάδα) αποτελεί την άμεση ιστορική πραγματικότητα που είναι η «μήτρα» των νεότερων ευρωπαϊκών κοινωνιών. Αν, για παράδειγμα, ο Όμηρος είναι ο πρώτος μεγάλος ευρωπαίος ποιητής, ο Βιργίλιος θεωρείται ένας από τους «Πατέρες της Ευρώπης».
 
Επειδή η γνωριμία με τον ρωμαϊκό κόσμο μπορεί να είναι ένα καλό «αντίδοτο» στις υπερβολές και τις αστοχίες μιας αυστηρά ελληνοκεντρικής αντίληψης που, αντί να μας κάνει καλό, μάλλον μας «μπερδεύει», αφού άλλοτε μας απομονώνει ως «ανάδελφους» και άλλοτε μας κολακεύει ως «υπερευρωπαίους».
 
Επειδή, στο κάτω κάτω, ως «Ρωμιοί» και «ρωμιοσύνη» είμαστε ιστορικό τμήμα του μεγάλου πολιτισμικού χώρου που για πολλούς αιώνες δημιούργησε, και με τις λεγεώνες της διαφέντεψε, η Ρώμη.
 
Και, βέβαια, επειδή η λατινική έχει πολλές (και όμορφες) θυγατέρες…

Η λατινική γλώσσα, που αρχικά απηχούσε τη σχετικά απλή αγροτική κοινωνία των παλιών κατοίκων του Λατίου, εμπλουτίστηκε από την πολιτισμική συνάντηση της Ρώμης με την Ελλάδα και μέχρι το τέλος του 1ου αιώνα π.Χ. είχε αποκτήσει νέα δυναμική, νέο λεξιλογικό πλούτο και νέες εκφραστικές δυνατότητες, ενώ δεν έχασε ποτέ τις έμφυτες αρετές της - την ακρίβεια της διατύπωσης, την οικονομία της έκφρασης, τη μεστή επιγραμματικότητα, την πειθαρχημένη συντακτική οργάνωση. Ωστόσο, παράλληλα με την «καθαρευουσιάνικη» μορφή της λατινικής, τα λαϊκά στρώματα, οι επιχειρηματίες, οι έμποροι και οι στρατιώτες που ήταν εγκατεστημένοι σε κάθε γωνιά της αυτοκρατορίας, μιλούσαν μια πιο «λαϊκή» γλώσσα, που είχε πιο απλή (παρατακτική) σύνταξη αλλά διακρινόταν από ζωντάνια και δυναμισμό. Όσο η κεντρική εξουσία στη Ρώμη παρέμενε ισχυρή, οι πολιτισμικοί δεσμοί ανάμεσα στις διάφορες επαρχίες της αυτοκρατορίας ήταν αρκετά στενοί ώστε η ομιλούμενη λαϊκή γλώσσα να μπορεί να διατηρεί μια σχετική ομοιογένεια. Αλλά (και μιλάμε για το δυτικό τμήμα του κράτους, αφού το ανατολικό παραμένει πιστό στην «κοινή» ελληνική γλώσσα του) όταν, μετά τον 3ο αιώνα μ.Χ., η κεντρική εξουσία στο δυτικό τμήμα ουσιαστικά κατέρρευσε, και εξαιτίας της δημιουργίας μεγάλων και σημαντικών κέντρων στις ρωμαϊκές επαρχίες της Δύσης, άρχισαν να εμφανίζονται κατά περιοχές γλωσσικές αποκλίσεις και βαθμιαία δημιουργήθηκαν λατινογενή γλωσσικά ιδιώματα που διέφεραν σημαντικά το ένα από το άλλο.
 
Οι γλώσσες που γεννήθηκαν από την κοινή λαϊκή λατινική γλώσσα ονομάστηκαν ρομανικές ή νεολατινικές. Η ιταλική, η ισπανική, η πορτογαλική, η γαλλική, η ρουμανική γλώσσα (αλλά κι άλλες, λιγότερο γνωστές, όπως η καταλανική, η προβηγκιανή, η σαρδηνική και η λεγόμενη κουτσοβλαχική ή αρωμουνική που μιλιέται ακόμη στην Ελλάδα από τους Βλάχους) είναι όλες τους παιδιά της λατινικής, με τον ίδιο τρόπο που η νεοελληνική γλώσσα είναι θυγατέρα της αρχαιότερης ελληνικής. Ωστόσο, η επίδραση της λατινικής υπήρξε ισχυρή και στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές γλώσσες (για παράδειγμα στη γερμανική και την αγγλική) που, μέσα από διάφορους (προφορικούς, λόγιους και εκκλησιαστικούς) διαύλους ενσωμάτωσαν έναν μεγάλο αριθμό λατινικών και λατινογενών λέξεων. Λιγότερο επηρεάστηκαν οι σλαβικές γλώσσες, που όμως κι αυτές μαρτυρούν σημαντικές επιδράσεις από τα λατινικά, ενώ οι ευρωπαίοι κατακτητές, Ισπανοί και Πορτογάλοι, διεύρυναν τη νεολατινική γλωσσική σφαίρα, κάνοντας το κεντρικό και νότιο τμήμα της αμερικανικής ηπείρου «λατινικό».
 
Στη λόγια και γραπτή μορφή της η λατινική δεν αποτέλεσε μόνο την επίσημη γλώσσα της Δυτικής Εκκλησίας αλλά συνέχισε να χρησιμοποιείται στον επιστημονικό και ακαδημαϊκό λόγο ακόμη και μέχρι τον 19ο αιώνα. Ακόμη και σήμερα, ορισμένοι λατινομαθείς λόγιοι καταπιάνονται (για ψυχαγωγικούς και διακοσμητικούς, κυρίως, λόγους) με τη σύνθεση λατινικών στίχων, ενώ σε λατινόγλωσση έκδοση κυκλοφορούν «μπεστ σέλερ», όπως ο Αστερίξ και ο Χάρι Πότερ.

ECQUIS INTER VOS, PUERI ET PUELLÆ,
LATINE LOQUI DISCERE VULT?
---------------
Επιλογή ελληνόγλωσσης βιβλιογραφίας

Μ. Cary, Ρωμαϊκή Ιστορία (μτφρ. Ν. Σαρλής), 2 τόμοι., Μίνωας, Αθήνα 1960.

Ν. Πετρόχειλος, Ρωμαίοι και Έλληνες: Μια διαλεκτική σχέση(μτφρ. Ελένη και Στρατής Κυριακίδης), Παπαζήση, Αθήνα 1984.

Ρ. Carnsey και R. Saller, Η ρωμαϊκή αυτοκρατορία: Οικονομία, κοινωνία και πολιτισμός (μτφρ. Β. I. Αναστασιάδης), Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1995.
Μ. von Albrecht, Ιστορία της Ρωμαϊκής Λογοτεχνίας, Τόμος 1, Από τον Ανδρόνικο ως τον Βοήθιο (επιμέλεια μτφρ. Δ. Ζ. Νικήτας), Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1997.
E. J. Kenney και W. V. Clausen, Ιστορία της Λατινικής Λογοτεχνίας (μτφρ. Θ. Πίκουλα και Α. Σιδέρη-Τόλια), Παπαδήμας, Αθήνα 1998.
N. H. Ramage και Α. Ramage, Ρωμαϊκή Τέχνη (μτφρ. I. Ιωακειμίδου), University Studio Press, Θεσσαλονίκη2000.
Ελλάδα-Ρώμη: Συνάντηση δύο πολιτισμών, «Ιστορικά», εφημ. Ελευθεροτυπία, 20 Δεκεμβρίου 2001.
Florence Dupont, Η αυτοκρατορία του ηθοποιού (μτφρ. Σ. Γεωργακοπούλου), Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2003.

Βιογραφικός πίνακας της Ρώμης

Πολιτική
 
Πολιτισμός
 
            Η Ρώμη ιδρύθηκε το 754 π.Χ. ή το 753· ίσως, όμως, και το 751 ή, σύμφωνα με άλλους υπολογισμούς, το 750, ενώ δεν αποκλείεται και το 747. Ορισμένοι διατείνονται ότι ξέρουν και την ακριβή ημερομηνία: 21η Απριλίου. Το σίγουρο είναι ότι, όπως λέει και ένα γνωστό ρητό, δεν κτίστηκε σε μια μέρα.
 
            Το 715 π.Χ. πιάνει δουλειά ο πρώτος βασιλιάς της Ρώμης. Τον έλεγαν Νουμά Πομπίλιο. Δυο περίπου αιώνες, και αρκετούς βασιλιάδες αργότερα, το 510 π.Χ., οι Ρωμαίοι αποφασίζουν ότι ο θεσμός της βασιλείας βλάπτει σοβαρά τη Ρώμη. Ο τελευταίος βασιλιάς ήταν ο Ταρκύνιος ο Υπερήφανος, αλλά κανείς δεν ξέρει αν έφυγε με το κεφάλι ψηλά.
            Το 509 π.Χ. δυο αιρετοί άρχοντες, οι ύπατοι, αντικαθιστούν τον βασιλιά — και αρχίζει ένας μακροχρόνιος αγώνας μεταξύ της αριστοκρατικής τάξης των πατρικίων και της λαϊκής τάξης των πληβείων.
            Από το 509 μέχρι το 264 π.Χ. η Ρώμη πολεμάει σε δυο μέτωπα. Στο εσωτερικό, η μακρά διαμάχη πατρικίων και πληβείων καταλήγει σε έναν συμβιβασμό, και η Ρώμη γίνεται ένα είδος αριστοκρατικής δημοκρατίας. Στο εξωτερικό μέτωπο, η Ρώμη υποτάσσει βαθμιαία και συστηματικά όλους τους λαούς της ιταλικής χερσονήσου και τίθεται επικεφαλής μιας ισχυρής ομοσπονδίας.
            Στο μεταξύ, γιατί μένει άδεια αυτή η στήλη; Μήπως, με τόσα εσωτερικά και εξωτερικά προβλήματα κατά τους πέντε αιώνες από την ίδρυση της, οι Ρωμαίοι ξέχασαν όλα εκείνα τα πράγματα που κάνουν τη ζωή όμορφη; Ωραία, χωρίς βασιλιάδες μια χαρά τα κατάφερναν, αλλά μπορούσαν να πορεύονται χωρίς ποιητές, ρήτορες, ιστορικούς και καλλιτέχνες; Η αλήθεια είναι ότι τα βόλευαν όπως μπορούσαν — κάτι δημώδη τραγουδάκια, κάτι στιχάκια για θρησκευτικές τελετές, κάποιες σύντομες καταγραφές σημαντικών περιστατικών, λίγο αυτοσχέδιο λαϊκό θέατρο και αρκετές επιγραφές με νομικό και διοικητικό περιεχόμενο. Στην αρχή, στην Ιταλία χρησιμοποιούνται διάφορα αλφάβητα, και σε ορισμένες περιπτώσεις έχουμε και χρήση του ελληνικού· βαθμιαία, ωστόσο, και με την επικράτηση της Ρώμης, κυριαρχεί το λατινικό αλφάβητο, το οποίο κατά βάση προέρχεται από το ελληνικό αλφάβητο που χρησιμοποιούσαν οι έλληνες άποικοι στην Κύμη της ιταλικής Καμπάνιας. Φυσικά, στους πέντε αυτούς αιώνες όπου οι Ρωμαίοι μαθαίνουν να «συλλαβίζουν», οι Έλληνες δημιουργούν έναν σημαντικό πνευματικό πολιτισμό. Σαν καλοί μαθητές, οι Ρωμαίοι, μετά την αλφαβήτα, θα μάθουν και αυτό τον πολιτισμό.
            Το 264 π.Χ. έχουμε δυο συνταρακτικά γεγονότα: αρχίζει η πρώτη πολεμική σύγκρουση της Ρώμης με τη μεγάλη αντίπαλο της στον χώρο της δυτικής Μεσογείου, την Καρχηδόνα· και δίνεται ο πρώτος αγώνας μονομάχων. Η Καρχηδόνα θα κρατήσει μέχρι το 146 π.Χ., οι μονομαχίες θα κρατήσουν όσο και η ίδια η Ρώμη.
            Τα χρόνια αυτά (και πάντως πριν από το 251 π.Χ.) γεννιέται ο Πλαύτος, που θα γράψει πολλές και σημαντικές κωμωδίες. Λίγο αργότερα, το 240 π.Χ., ο Λίβιος Ανδρόνικος, Έλληνας από τον Τάραντα της Κάτω Ιταλίας, «ανεβάζει» για πρώτη φορά στη Ρώμη έργο βασισμένο πιστά στην ελληνική τραγωδία. Έτσι, ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης κάνουν την επίσημη πρεμιέρα τους στο ρωμαϊκό κοινό. Πόσα «εισιτήρια κόπηκαν» δεν το γνωρίζουμε· είναι, όμως, βέβαιο ότι τα χρόνια αυτά όλο και περισσότεροι Ρωμαίοι γνωρίζονται με την ελληνική κουλτούρα και ενδιαφέρονται για τα γράμματα και τις τέχνες.
            Το 234 π.Χ. γεννιέται ο Κάτων, που, αρχικά τουλάχιστον, μισούσε τους ρωμαίους «κουλτουριάρηδες» που ήθελαν να φέρουν ελληνικές «μόδες» και ήθη στη Ρώμη. Σαν παλιός καλός και παραδοσιακός Ρωμαίος, ο Κάτων ήταν νοικοκύρης (αλλά και τσιγκούνης), πατριώτης (αλλά και εθνικιστής), έντιμος (αλλά και «δρακόντειος»). Ανέλαβε σημαντικά αξιώματα, έγραψε αρκετά χρήσιμα πράγματα, και είχε σε όλη τη ζωή του δυο έμμονες ιδέες: ήθελε να καταστραφεί οπωσδήποτε η Καρχηδόνα και υποπτευόταν ότι οι έλληνες γιατροί στη Ρώμη ήθελαν να τον «ξεκάνουν». Ήταν τυχερός: αυτό που ήθελε έγινε, αυτό που φοβόταν όχι.
 
            Το 197 π.Χ. ο ρωμαίος στρατηγός Κοΐγκτιος Φλαμινίνος νικάει τους Μακεδόνες και τον επόμενο χρόνο, στην Κόρινθο, σε πανηγυρική τελετή ανακηρύσσει τους Έλληνες ελεύθερους — υπό την κηδεμονία της Ρώμης, φυσικά, η οποία τρία χρόνια αργότερα, το 194 π.Χ., απομακρύνει τα στρατεύματά της από την Ελλάδα, ενώ διακατέχεται από μεγάλο στρατηγικό ενδιαφέρον για την ανατολική Μεσόγειο. Ο Φλαμινίνος ήταν και καλός στρατιωτικός και ένθερμος «κουλτουριάρης» με πολύ καλές ελληνικές σπουδές — δύσκολος, αλλά όχι σπάνιος, συνδυασμός αυτή την εποχή στη Ρώμη.
            Το 168 π.Χ. ο ρωμαίος στρατηγός Αιμίλιος Παύλλος (Paullus) νικάει στην Πύδνα τον μακεδόνα βασιλιά Περσέα, που έπαιξε «το τελευταίο χαρτί» του εναντίον της Ρώμης. Ο νεαρός βασιλιάς έχασε τα πάντα, ακόμη και την πλούσια προσωπική βιβλιοθήκη του, που μετακόμισε στη Ρώμη επειδή και αυτός ο ρωμαίος στρατηγός ανήκε σε Σ.Φ.Ε.Κ. Η Μακεδονία θα γίνει λίγο αργότερα ρωμαϊκή επαρχία.
            Την εποχή αυτή σχηματίζονται στη Ρώμη οι πρώτοι Σ.Φ.Ε.Κ. (Σύλλογοι Φίλων της Ελληνικής Κουλτούρας). Μορφωμένοι Έλληνες και ελληνομαθείς από την Ανατολή αρχίζουν να εγκαθίστανται (όχι αναγκαστικά με τη θέλησή τους) στη Ρώμη και να μυούν τους ενδιαφερομένους στον ελληνικό πολιτισμό. Έρχονται κυρίως ως δάσκαλοι, φιλόσοφοι, διανοούμενοι και γιατροί — και φυσικά ο Κάτων έχει πρόβλημα. Το 195 π.Χ. γεννιέται και ο δεύτερος μεγάλος κωμωδιογράφος της Ρώμης, ο Τερέντιος.
            Το 149 π.Χ. αρχίζει ο τρίτος πόλεμος της Ρώμης με την Καρχηδόνα.
            Την ίδια χρονιά πεθαίνει ο Κάτων — όχι, πάντως, εξαιτίας κάποιου έλληνα γιατρού.
            Το 146 π.Χ. ο στρατηγός Σκιπίων Αιμιλιανός (κι αυτός μέλος Σ.Φ.Ε.Κ.) νικάει οριστικά και ισοπεδώνει την Καρχηδόνα — στη συνέχεια αναλογίζεται ότι κάποτε ίσως αφανιστεί και η Ρώμη, και συγκινείται μέχρι δακρύων πάνω στα ερείπια. Την ίδια χρονιά, ένας άλλος στρατηγός, ο Λεύκιος Μόμμιος, καταστρέφει τη λαμπρή και ζάπλουτη πόλη της Κορίνθου για να συνετίσει τους αδιόρθωτους Έλληνες. Ο Μόμμιος δεν ήταν από εκείνους που συγκινούνταν και έκλαιγαν· αντί γι᾽ αυτό προτίμησε να γίνει Ελγίνος πριν από τον Ελγίνο.
            Το 111 π.Χ. η Ρώμη, που ως παγκόσμια δύναμη έχει γεωπολιτικά συμφέροντα παντού, ή σχεδόν παντού, συγκρούεται με τον επίδοξο βασιλιά της Νουμιδίας (στη βόρεια Αφρική), τον Ιουγούρθα. Ο ύπατος Μάριος κατορθώνει τελικά να εξουδετερώσει τον Ιουγούρθα το 104 π.Χ.
            Το 102 π.Χ. ο Μάριος είναι ο ισχυρός άνδρας της Ρώμης που συνεχίζει τις στρατιωτικές του επιτυχίες εναντίον των εξωτερικών εχθρών της αυτοκρατορίας.
            Το 100 π.Χ. γεννιέται στη Ρώμη ο Ιούλιος Καίσαρ.
 
            Η μεταφορά των καλλιτεχνικών θησαυρών της Κορίνθου στη Ρώμη τονώνει ακόμη περισσότερο το ενδιαφέρον των Ρωμαίων για τον ελληνικό πολιτισμό. Οι ρωμαίοι διανοούμενοι διαβάζουν μανιωδώς ελληνική φιλοσοφία και λογοτεχνία· ο πολύς λαός βλέπει θεατρικές παραστάσεις που βασίζονται στο ελληνικό δραματολόγιο· η νεολαία ακολουθεί το ελληνικό «λάιφ στάιλ» και γενικώς διασκεδάζει ελληνικά. Τα κόκαλα του Κάτωνα, φυσικά, τρίζουν.
 
            Το 101 π.Χ. γεννιέται μια από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες της Ρώμης, ο Κικέρων — πολιτικός, ρήτορας, φιλόσοφος. Ο Κικέρων λάτρευε την ελληνική γλώσσα και τον ελληνικό πολιτισμό, δεν έπαψε ποτέ να αυτοχαρακτηρίζεται φιλέλλην αλλά ήταν και πεπεισμένος ότι οι Ρωμαίοι ήταν ηθικά ανώτεροι από τους Έλληνες — τουλάχιστον από τους σύγχρονούς του Έλληνες.
            Ο συνύπατος του Μάριου, ο Λουτάτιος Κάτουλος, έχει λογοτεχνικές ευαισθησίες και γράφει ερωτικούς στίχους με ερωτική-λυρική διάθεση. Πολλοί άλλοι ρωμαίοι αριστοκράτες αυτή την εποχή ανακαλύπτουν και μιμούνται την ερωτική (κυρίως) ποίηση της ελληνιστικής περιόδου. Κατά την ελληνιστική περίοδο (δηλ. κατά τους τελευταίους τρεις προχριστιανικούς αιώνες) το κέντρο βάρους του ελληνικού και ελληνόγλωσσου πολιτισμού έχει μετατοπιστεί στην ανατολική Μεσόγειο. Τα πρωτεία ανήκουν στην πόλη της Αλεξάνδρειας.
            Μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της ελληνιστικής ποίησης ήταν ο Καλλίμαχος, που καταγόταν από την ελληνική αποικία της Κυρήνης, στη βόρεια Αφρική, αλλά έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην Αλεξάνδρεια. Ο Καλλίμαχος γεννήθηκε γύρω στο 305 π.Χ. Υπήρξε ένα είδος βιβλιοθηκονόμου στη μεγάλη βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας. Συνδύαζε τη γνώση του φιλολόγου με την ευαισθησία του ποιητή, και γι᾽ αυτό πολλά από τα ποιητικά του έργα (που τα περισσότερα σώθηκαν ως αποσπάσματα) μοιάζει να απευθύνονται σε ένα πιο «κλειστό» αναγνωστικό κοινό μορφωμένων. Ο Καλλίμαχος, όπως άλλωστε πολλοί σύγχρονοί του, ήταν θαυμαστής της ομηρικής ποίησης, διαπίστωσε όμως ότι η μηχανική μίμηση του ομηρικού ύφους και των ομηρικών θεμάτων καταδίκαζε τον ποιητικό λόγο σε στείρα και ανιαρή επανάληψη. Γι᾽ αυτό κήρυξε ένα είδος λογοτεχνικής «επανάστασης», ζητώντας από τους λογοτέχνες να στοχάζονται προσεκτικά τη γλώσσα, να διαφοροποιούνται με δημιουργικό (κάποτε και ειρωνικό) τρόπο από τα κλασικά πρότυπα (κυρίως τον Όμηρο), να δοκιμάζουν μικρότερες ποιητικές φόρμες (σε αντίθεση με τα μακρά ομηρικά έπη) και να πραγματεύονται θέματα που να βρίσκονται σε σχέση με το πνευματικό κλίμα της εποχής τους. Δύο άλλα σημαντικά πρόσωπα που βρέθηκαν την ίδια εποχή στην Αλεξάνδρεια ήταν ο Απολλώνιος Ρόδιος, που έγραψε τα Αργοναυτικά, ένα «μοντέρνο» έπος, για το οποίο δεν πρέπει να είχε αντιρρήσεις ο Καλλίμαχος, και ο Θεόκριτος, που καταγόταν από τις Συρακούσες της Σικελίας και δημιούργησε ένα νέο είδος ποιητικής γραφής όπου πρωταγωνιστούν βοσκοί και άνθρωποι της υπαίθρου — με άλλα λόγια, όχι ήρωες και βασιλιάδες, όπως στο παραδοσιακό έπος, αλλά απλοί άνθρωποι που ενδιαφέρονται, ανάμεσα σε άλλα, για το τραγούδι και τη μουσική. Η βουκολική ποίηση, όπως την ονομάζουμε, του Θεόκριτου άσκησε αργότερα μεγάλη επίδραση στους ρωμαίους ποιητές και διαμέσου αυτών στη νεότερη ευρωπαϊκή λογοτεχνία.
            Το 90 π.Χ. ξεσπάει ο Συμμαχικός Πόλεμος, όταν οι ομόσπονδες δυνάμεις της Ιταλίας αποφασίζουν να αμφισβητήσουν την ηγεμονία της Ρώμης. Ο Σύλλας, που εκλέγεται ύπατος το 88 π.Χ., τερματίζει την εξέγερση και στη συνέχεια, λόγω αντιπαλότητας με τον Μάριο, που συνεχίζει να διαθέτει μεγάλη πολιτική ισχύ, βαδίζει εναντίον της Ρώμης και εξαναγκάζει τον αντίπαλό του σε φυγή. Αυτή είναι η πρώτη πορεία Ρωμαίων εναντίον της ίδιας της Ρώμης, και το γεγονός είναι σημαδιακό γιατί δρομολογεί μισόν αιώνα αιματηρών εμφύλιων συγκρούσεων. Επίσης, η σύγκρουση Μάριου και Σύλλα δείχνει καθαρά τις αδυναμίες της ρωμαϊκής Δημοκρατίας, η οποία μοιάζει τώρα να εξαρτάται περισσότερο από τις διαθέσεις ισχυρών στρατηγών (που διαθέτουν πιστές λεγεώνες) παρά από τις αποφάσεις της Συγκλήτου.
            Το 87 π.Χ. ο Σύλλας εκστρατεύει στην Ανατολή, ενώ στη Ρώμη αφεντικό γίνεται ο Κίννας, που είναι οπαδός του Μάριου. Ο ίδιος ο Μάριος εκλέγεται για πολλοστή φορά ύπατος τον επόμενο χρόνο, αλλά πεθαίνει. Οι οπαδοί του στη Ρώμη στρέφονται εναντίον των υποστηρικτών του Σύλλα.
            Το 83 π.Χ. ο Σύλλας επιστρέφει στη Ρώμη, νικάει τους οπαδούς του Μάριου, γίνεται απόλυτος άρχοντας και εγκαινιάζει τις «προγραφές» — με άλλα λόγια, μαύρες λίστες με ονόματα και διευθύνσεις μελλοθάνατων πολιτικών αντιπάλων.
 
            Το 78 π.Χ. ο Σύλλας «προγράφεται» από τη μοίρα.
            Στο μεταξύ ο νεαρός ρήτορας Κικέρων έχει αρχίσει μεταπτυχιακό και επιμορφωτικό ταξίδι σε Ελλάδα και Μ. Ασία.
            Από το 77 π.Χ. αρχίζει να ανεβαίνει το πολιτικό και στρατιωτικό άστρο του Πομπήιου, ο οποίος θα εκλεγεί ύπατος εφτά χρόνια αργότερα, μαζί με τον Κράσσο.
 
 
            Το 73 π.Χ. φτάνει στη Ρώμη, ως αιχμάλωτος πολέμου, ο Παρθένιος από τη Νίκαια της Βιθυνίας. Ο Παρθένιος είναι λόγιος, ποιητής και ένα είδος κινητής βιβλιοθήκης. Με τη διαμεσολάβησή του, οι ρωμαίοι λογοτέχνες θα γνωριστούν καλύτερα με την ελληνιστική ποίηση. Τα επόμενα χρόνια θα σχηματιστεί στη Ρώμη ο πρώτος κύκλος ποιητών που θα απομακρυνθούν συνειδητά και συστηματικά από τα παλαιά πρότυπα και θα γράψουν ποίηση σύμφωνα με τις επιταγές των ελληνιστικών ποιητών. Οι πιο παραδοσιακοί Ρωμαίοι θα ονομάσουν τους ποιητές αυτούς «Νεωτερικούς» ή «Νεωτέρους» ή «Νέους Ποιητές» Πρόκειται για το πρώτο «μοντερνιστικό», όπως θα λέγαμε σήμερα, κίνημα της ρωμαϊκής λογοτεχνίας. Τα χαρακτηριστικά του είναι η αποφυγή των μεγάλων παραδοσιακών θεμάτων του έπους (όπως ο πόλεμος), η προτίμηση για μικρές ποιητικές φόρμες και ποικιλία λυρικών μέτρων και η πραγμάτευση πιο «προσωπικών» θεμάτων, όπως ο έρωτας. Οι Νεωτερικοί ποιητές θα δείξουν ελάχιστο ενδιαφέρον για την πολιτική και θα επιδιώξουν τη μορφική αρτιότητα των συνθέσεών τους. Ο σημαντικότερος ποιητής αυτού του κινήματος είναι ο Κάτουλλος, που γεννήθηκε γύρω στο 87 π.Χ. στη Βερόνα. Το 70 π.Χ. γεννιέται στη Μάντουα ο Βιργίλιος, ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές της Ρώμης, που θα δεχτεί την επίδραση των Νεωτερικών αλλά στη συνέχεια θα γίνει ο «εθνικός ποιητής» των Ρωμαίων. Πέντε χρόνια αργότερα, το 65 π.Χ., γεννιέται ο Οράτιος, ο πιο σημαντικός λυρικός ποιητής της Ρώμης.
            Το 63 π.Χ. ο Κικέρων βρίσκεται στο υψηλότερο σημείο της πολιτικής του σταδιοδρομίας και εκλέγεται ύπατος. Η πιο μεγάλη πολιτική του επιτυχία είναι η αποκάλυψη της συνωμοσίας του Κατιλίνα, ο οποίος το «έπαιζε» τρομοκράτης για χάρη, όπως έλεγε ο ίδιος, των λαϊκών συμφερόντων.
            Και ενώ ο Κικέρων, ύπατος και εισαγγελέας μαζί, κυνηγούσε τρομοκράτες, ο Κάτουλλος, που είχε έρθει από τη Βερόνα στη Ρώμη, ερωτευόταν τη μοιραία γυναίκα της ζωής του, μια κυρία της αριστοκρατίας που στα ποιήματά του την ονομάζει «Λεσβία». Μερικοί υποστηρίζουν ότι ο Κάτουλλος είναι ο πρώτος ευρωπαίος ποιητής του μεγάλου ρομαντικού πάθους.
            Το 60 π.Χ. οι τρεις ισχυρότεροι άνδρες της Ρώμης είναι ο Πομπήιος, ο Ιούλιος Καίσαρ και ο Κράσσος. Συμμαχούν πολιτικά και σχηματίζουν τη λεγόμενη Πρώτη Τριανδρία.
 
            Το 58 π.Χ. ο Ιούλιος Καίσαρ αρχίζει τις στρατιωτικές του επιχειρήσεις στη Γαλατία και κρατάει σημειώσεις για τα απομνημονεύματά του. Παρά την αντίσταση του Αστερίξ και του Οβελίξ, όλη η Γαλατία θα υποταχτεί μέσα στην επόμενη πενταετία.
            Το 53 π.Χ. ο Κράσσος σκοτώνεται σε εκστρατεία εναντίον των Πάρθων στην Ανατολή. Αντιπαλότητα εκδηλώνεται ανάμεσα σε Ιούλιο Καίσαρα και Πομπήιο. Το 51 π.Χ. ο τελευταίος αποφασίζει να συμμαχήσει με τους αντιπάλους του Ιουλίου Καίσαρα. Το 49 π.Χ. ο Καίσαρ, παρά την αντίθεση της Συγκλήτου, περνάει τον Ρουβίκωνα και κατευθύνεται στη Ρώμη. Ο Πομπήιος καταφεύγει στην Ελλάδα.
            Η σχέση του Κάτουλλου με τη «Λεσβία» φτάνει σε τραγικό αδιέξοδο.
 
            Μέσα στο λιοπύρι της 9ης Αυγούστου του 48 π.Χ., στα Φάρσαλα της Θεσσαλίας, οι ρωμαϊκές λεγεώνες του Πομπήιου έρχονται αντιμέτωπες με τις ρωμαϊκές λεγεώνες του Ιουλίου Καίσαρα. Οι πομπηιανοί χάνουν τη μάχη και ο αρχηγός τους θα δολοφονηθεί λίγο αργότερα στην Αίγυπτο. Έχοντας αφανίσει τα υπολείμματα της πομπηιανής αντίστασης, ο Καίσαρ επιστρέφει στη Ρώμη απόλυτος άρχοντας το 45 π.Χ. και επιχειρεί να αλλάξει ριζικά το ρωμαϊκό πολίτευμα. Στις 15 Μαρτίου του 44 π.Χ. ο δικτάτορας δολοφονείται από τον Βρούτο και τον Κάσσιο. Οι δολοφόνοι εγκαταλείπουν την Ιταλία, και ο πιο στενός φίλος του Καίσαρα, ο Μάρκος Αντώνιος, εμφανίζεται ως συνεχιστής του έργου του. Ένας νεαρός, συγγενής και θετός γιος του δικτάτορα, κάνει την εμφάνισή του. Ονομάζεται Οκταβιανός.
 
            Το 47 π.Χ. γεννιέται ένας από τους σημαντικότερους ερωτικούς ποιητές της Ρώμης, ο Προπέρτιος.
            Ο Αντώνιος και ο Οκταβιανός ξεπερνούν τις αρχικές διαφορές τους και μαζί με τον Λέπιδο σχηματίζουν τη Δεύτερη Τριανδρία το 43 π.Χ. Το αιματηρό παιχνίδι των προγραφών ξαναρχίζει, με κύριο στόχο τους αντιπάλους του Αντωνίου, ανάμεσα στους οποίους είναι και ο Κικέρων, που δολοφονείται στις 7 Δεκεμβρίου της ίδιας χρονιάς.
            Τον Νοέμβριο του 42 π.Χ. τα στρατεύματα του Βρούτου και του Κάσσιου (όπου υπηρετεί ως χιλίαρχος και ο ποιητής Οράτιος) συγκρούονται με τις δυνάμεις της Δεύτερης Τριανδρίας. Ο Οράτιος εξομολογείται ότι στη μάχη αυτή εγκατέλειψε την ασπίδα του. Αυτό μπορεί να είναι λογοτεχνικό «καλαμπούρι» (το ίδιο είχε πει πριν από αυτόν και ο Αρχίλοχος)· το σοβαρό είναι ότι ο ποιητής-χιλίαρχος βρέθηκε με τους ηττημένους.
            Τον Μάρτιο του 43 π.Χ. γεννιέται ο Οβίδιος, που θα γράψει, όπως και ο Προπέρτιος, ερωτικές ελεγείες αλλά και πολλά άλλα έργα, ανάμεσα στα οποία ξεχωριστή θέση κατέχει το μεγάλο έπος των Μεταμορφώσεων.
 
            Ο Μάρκος Αντώνιος παντρεύεται την Οκταβία, αδερφή του Οκταβιανού, το 40 π.Χ., αλλά ενώ βρίσκεται στην Ανατολή συνάπτει στενές σχέσεις με την Κλεοπάτρα, βασίλισσα του ελληνιστικού βασιλείου της Αιγύπτου. Το 32 π.Χ., έχοντας ήδη παντρευτεί την Κλεοπάτρα, χωρίζει επίσημα από τη ρωμαία σύζυγό του. Ο Οκταβιανός δεν είναι καθόλου ευχαριστημένος με αυτή την εξέλιξη.
            Το νέο εμφύλιο δράμα κορυφώνεται τον Σεπτέμβριο του 31 π.Χ. στα νερά του Ακτίου. Ο ναύαρχος του Οκταβιανού Μάρκος Αγρίππας νικάει κατά κράτος τον στόλο του Αντώνιου και της Κλεοπάτρας, που επιστρέφουν στην Αίγυπτο. Ο Οκταβιανός τούς καταδιώκει. Πρώτα ο Αντώνιος και στη συνέχεια η Κλεοπάτρα αυτοκτονούν.
 
 
            Το 38 π.Χ. ο ποιητής Οράτιος γίνεται μέλος του κύκλου των ποιητών που περιστοιχίζουν τον πλούσιο ευγενή, και στενό συνεργάτη του Οκταβιανού, Μαικήνα. Ο Οράτιος μπαίνει στο αποκλειστικό αυτό «κλαμπ» με τη διαμεσολάβηση των ποιητών Βιργιλίου και Βάρου. Έτσι, ο πρώην χιλίαρχος που πολέμησε τη Δεύτερη Τριανδρία γίνεται ομοτράπεζος του Οκταβιανού.
 
            Ο Οκταβιανός επιστρέφει απόλυτος άρχοντας στη Ρώμη το 29 π.Χ. και δυο χρόνια αργότερα παίρνει τον τιμητικό τίτλο «Αύγουστος». Επιφέρει συνταγματικές αλλαγές, φροντίζοντας να διατηρήσει μια επίφαση δημοκρατικών θεσμών ενώ στην πραγματικότητα συγκεντρώνει όλες τις ουσιαστικές εξουσίες στα χέρια του και επιχειρεί να βάλει τη σφραγίδα του σε όλες τις πτυχές της ρωμαϊκής πολιτικής, κοινωνικής και πολιτισμικής ζωής. Στο εγχείρημα αυτό ζητάει την αρωγή των διανοουμένων της εποχής και υπολογίζει πολύ στον πιστό του Μαικήνα, που τώρα μοιάζει να γίνεται «υπουργός προπαγάνδας».
 
            Έτσι, η ρωμαϊκή Δημοκρατία (ή Ελεύθερη Πολιτεία, όπως προτιμούν να την ονομάζουν ορισμένοι), μετά από πέντε αιώνες ζωής μετασχηματίζεται και πάλι σε απολυταρχία. Η μετατροπή της Ρώμης σε παγκόσμια δύναμη έθεσε σε οδυνηρή δοκιμασία τους παραδοσιακούς θεσμούς της, και η εμφάνιση ισχυρών στρατηγών που μπορούσαν να αντιπαραθέσουν την ισχύ των λεγεώνων τους στο κύρος της Συγκλήτου επιτάχυνε τη διαδικασία της αποσύνθεσης. Το αυγούστειο καθεστώς, που προέκυψε από αυτή την κρίση, επέφερε βαθιές αλλαγές στην ψυχή της Ρώμης και δρομολόγησε μια νέα περίοδο στην ιστορία της. Αν και ήταν προορισμένο βαθμιαία να μετασχηματιστεί σε στυγνή μονοκρατορία, τουλάχιστο όσο ζούσε ο Οκταβιανός Αύγουστος, και ενώ ήταν ακόμη νωπή η μνήμη πενήντα χρόνων αιματηρών εμφυλίων πολέμων, το καθεστώς αυτό ενθάρρυνε την πνευματική δημιουργία σημαντικών προσωπικοτήτων, όπως ο Βιργίλιος, ο Οράτιος και ο ιστορικός Λίβιος, που, παρά τις επιφυλάξεις τους, αναγνώριζαν τη σημασία της ειρήνης που έφερνε επιτέλους μαζί του ο Αύγουστος. Τα έργα που γράφτηκαν αυτή την εποχή (έπη, λυρική ποίηση, ελεγειακή ποίηση, ιστορία) θεωρούνται από τα πιο «κλασικά» της λατινικής γραμματείας επειδή συνδυάζουν την υψηλή αισθητική της πρώτης γενιάς των Νεωτέρων με έναν ώριμο πολιτικό και ιδεολογικό στοχασμό. Ανάμεσα σε αυτά τα έργα ξεχωριστή θέση κατέχουν η επική Αινειάδα του Βιργιλίου, οι λυρικές Ωδές του Οράτιου και το ιστορικό έργο του Λίβιου.
            Μια από τις βασικές μέριμνες του Αυγούστου ήταν η ηθική αναγέννηση της ρωμαϊκής κοινωνίας, η οποία εμφάνιζε τάσεις απομάκρυνσης από τις παραδοσιακές ρωμαϊκές αξίες. Αυτό που απασχόλησε ιδιαίτερα τον Αύγουστο ήταν η χαλάρωση του θεσμού της οικογένειας και τα μειωμένα ποσοστά γεννήσεων. Μια σειρά από νομοθετικά μέτρα που πήρε ο αυτοκράτορας αποσκοπούσαν ακριβώς στην αντιμετώπιση αυτού του κοινωνικού προβλήματος.
            Ωστόσο, δεν ήταν όλοι πρόθυμοι να στηρίξουν την πολιτική και την κοινωνική ιδεολογία του αυγούστειου καθεστώτος. Και ένα είδος έμμεσης αντιπολίτευσης εκδηλώθηκε από μια κατηγορία ποιητών. Ο Προπέρτιος, για παράδειγμα, παρόλο που ανήκε στον κύκλο του Μαικήνα, δεν ήταν έτοιμος να απαρνηθεί τις ελεύθερες επιλογές μιας αυστηρά ιδιωτικής ζωής μακριά από τις υποχρεώσεις της στρατιωτικής ή πολιτικής καριέρας — ή τουλάχιστον αυτό διακηρύσσει στην ερωτική του ποίηση. Ανάλογη είναι και η στάση του ποιητή Τίβουλλου, που είναι περίπου σύγχρονος του Προπέρτιου και γράφει, όπως και εκείνος, ερωτική ποίηση. Ακόμη πιο απόλυτος στην απόρριψη της δημόσιας σταδιοδρομίας και αποφασισμένος να ζήσει μια ζωή ποίησης και έρωτα εμφανίζεται ο Οβίδιος. Αλλά ο Οβίδιος γεννήθηκε το 43 π.Χ. και, όταν ενηλικιώθηκε, ο εμφύλιος πυρετός είχε ήδη υποχωρήσει και η Ρώμη απολάμβανε τους καρπούς μιας νέας ειρηνικής περιόδου. Ο Οβίδιος, σε αντίθεση με τον Βιργίλιο και τον Οράτιο, είναι παιδί μιας πιο αθώας και ανέμελης εποχής. Έτσι η «αντιπολίτευσή» του παίρνει μια παιχνιδιάρικη και, συχνά, ανεύθυνη τροπή που ασφαλώς δεν ευχαριστούσε τον Αύγουστο.
            Ο Αύγουστος ζει και βασιλεύει αλλά στο μεταξύ...
            ... φεύγουν ένας ένας οι πιο σημαντικές προσωπικότητες της εποχής του: το 19 π.Χ. ο Βιργίλιος, το 14 π.Χ. ή λίγο νωρίτερα ο Προπέρτιος, το 12 π.Χ. ο Μάρκος Αγρίππας, το 8 π.Χ. ο Οράτιος και ο Μαικήνας.
            Η μεγαλύτερη όμως προσωπική τραγωδία του αυτοκράτορα είναι ότι ανάμεσα στο 23 και το 2 π.Χ. φεύγουν ένας ένας και όλοι εκείνοι που τους προόριζε για διαδόχους του.
            Ένας άλλος που φεύγει, αλλά με προσωπική απόφαση του αυτοκράτορα, είναι ο Οβίδιος: φεύγει, για να είμαστε ακριβείς, σε εξορία. Γιατί; Ακριβώς επειδή δεν αντιλήφθηκε ποτέ ότι ο Οκταβιανός Αύγουστος, θετός γιος του Ιουλίου Καίσαρα και πρωταγωνιστής μιας από τις πιο αιματηρές κρίσεις που γνώρισε η Ρώμη, δεν ήταν υποχρεωμένος να ανεχθεί ή να κατανοήσει το «υπερνεωτερικό» παιχνίδι (παιχνίδι, κάποτε, με τα ιερά και τα όσια της ρωμαϊκής παράδοσης) της οβιδιακής ποίησης. Το 8 μ.Χ. ο Οβίδιος αποχαιρέτησε, και είδε για στερνή φορά, τη Ρώμη που τη λάτρεψε και που τον λάτρεψε.
            Στις 9 Αυγούστου του 14 μ.Χ. πεθαίνει ο Αύγουστος. Τον διαδέχεται ο Τιβέριος.
 
 
            Το 17 μ.Χ. πεθαίνει ο ιστορικός Λίβιος. Την ίδια χρονιά πεθαίνει στην εξορία και ο Οβίδιος.
            Ο Τιβέριος αποσύρεται στο Κάπρι το 27 μ.Χ. Στη Ρώμη είναι αφεντικό ο αδίστακτος αρχηγός της πραιτωριανής φρουράς, ο Σηιανός. Στη Ρώμη, που δεν αγάπησε ποτέ τον αυτοκράτορα, κυκλοφορούν φήμες ότι στο Κάπρι γίνονται σημεία και τέρατα.
            Ο Σηιανός δολοφονείται και ο Καλιγούλας ορίζεται διάδοχος του Τιβέριου το 31 μ.Χ. για να στεφθεί αυτοκράτορας το 37 μ.Χ. με τον θάνατο του Τιβέριου.
 
            Μετά από τέσσερα χρόνια στον αυτοκρατορικό θρόνο και άπειρες εκδηλώσεις παραφροσύνης, ο Καλιγούλας δολοφονείται το 41 μ.Χ. Τον διαδέχεται ο Κλαύδιος.
            Την ίδια χρονιά, ή λίγο νωρίτερα, γεννιέται ο Μαρτιάλης, που έγραψε επιγράμματα. Ορισμένα από αυτά χρησιμοποιούν πολύ τολμηρή γλώσσα για να σατιρίσουν και να διακωμωδήσουν σύγχρονες καταστάσεις και πρόσωπα της ρωμαϊκής ζωής.
            Το 44 μ.Χ. ο Κλαύδιος κατακτά τη Βρετανία. Πέντε χρόνια αργότερα, μετά τον θάνατο της γυναίκας του Μεσσαλίνας, ο αυτοκράτορας παντρεύεται την Αγριππίνα, που είναι αδελφή του Καλιγούλα. Η τελευταία πείθει τον Κλαύδιο να υιοθετήσει τον Νέρωνα, τον γιο της από προηγούμενο γάμο.
 
 
            Το 49 μ.Χ. ο Κλαύδιος διώχνει τους Εβραίους από τη Ρώμη.
            Το 51 μ.Χ. γεννιέται ένας από τους σημαντικότερους σατιρικούς ποιητές της Ρώμης, ο Ιουβενάλης. Οι σάτιρές του είναι γραμμένες σε δακτυλικό εξάμετρο (δηλ. στο μέτρο του έπους). Ο Ιουβενάλης δεν φαίνεται καθόλου ευχαριστημένος με τη σύγχρονή του ρωμαϊκή κοινωνία, και δεν έχει τα καλύτερα αισθήματα για τους αλλοδαπούς της πρωτεύουσας — κυρίως για τους Έλληνες.
            Το 54 μ.Χ. ο Κλαύδιος πεθαίνει· τον διαδέχεται ο Νέρων, ο οποίος την επόμενη χρονιά εγκαινιάζει μια σειρά από δολοφονίες. Πρώτο θύμα του ο ετεροθαλής αδελφός του, ο Βρεταννικός.
 
            Το 59 μ.Χ. ο Νέρων δολοφονεί τη μητέρα του. Οι κακές γλώσσες λένε ότι ο φιλόσοφος Σενέκας, που είναι και σύμβουλος του αυτοκράτορα, δεν είναι άσχετος με τη μητροκτονία.
            Στο μεταξύ ο Νέρων εκδηλώνει, εκτός από τα δολοφονικά του ένστικτα, και το πλούσιο καλλιτεχνικό ταλέντο του. Καθιερώνει καλλιτεχνικές εκδηλώσεις, ασχολείται με τη μουσική και το θέατρο και γράφει ποίηση — είναι δε και λάτρης της ελληνικής κουλτούρας.
            Το 64 μ.Χ. ο Νέρων εξαπολύει τον πρώτο μεγάλο διωγμό εναντίον των χριστιανών στη Ρώμη. Σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες, ενώ η Ρώμη καίγεται, ο αυτοκράτορας παίζει λύρα και συνθέτει ποίηση.
            Το 65 μ.Χ. ο Νέρων εξαναγκάζει τον Σενέκα σε αυτοκτονία επειδή ο τελευταίος είχε πάρει μέρος σε συνωμοσία εναντίον του.
 
            Την ίδια χρονιά, ο αυτοκράτορας αρχίζει να χτίζει τα λεγόμενα «Χρυσά Ανάκτορα». Για τον σκοπό αυτό απαλλοτριώνει ολόκληρο σχεδόν το κέντρο της Ρώμης.
            Η πολιτική κατάσταση στη Ρώμη είναι εξαιρετικά ταραγμένη λόγω της πολιτικής και της διαγωγής του αυτοκράτορα. Αυτός, όταν διαπιστώνει ότι το παιχνίδι χάθηκε, αυτοκτονεί, το 68 μ.Χ. Μέσα στον επόμενο χρόνο η Ρώμη δοκιμάζει τρεις αυτοκράτορες: τον Γάλβα, τον Όθωνα και τον Βιτέλλιο. Δεν στεριώνει κανένας.
            Το 69 μ.Χ. ανακηρύσσεται αυτοκράτορας ο Βεσπασιανός, που κατέχει την εξουσία για μια δεκαετία.
            Το 67 μ.Χ. ο Νέρων πραγματοποιεί επίσημη επίσκεψη και καλλιτεχνική περιοδεία στην Ελλάδα. Δεν προλαβαίνει να μαζεύει βραβεία. Παίρνει μέρος και στους Ολυμπιακούς αγώνες ως αρματοδρόμος. Πέφτει από το άρμα αλλά... τερματίζει πρώτος. Η ελλανόδικος επιτροπή, όσο ξέρουμε, δεν έχει την ευθιξία να παραιτηθεί.
 
 
            Το 70 μ.Χ. αρχίζει η κατασκευή του Κολοσσαίου.
            Τώρα η Ρώμη αρχίζει να αλλάζει τους αυτοκράτορες σαν τα πουκάμισα. Έχουμε και λέμε: Τίτος (79-81), Δομιτιανός (81-96), Νέρβας (96-98), Τραϊανός (98-117), Αδριανός (117-137), Αντωνίνος Πίος (137-161), Μάρκος Αυρήλιος (161-180), Κόμμοδος (180-192), Πέρτιναξ (192-193), Δίδιος Ιουλιανός (193), Σεπτίμιος Σεβήρος (193-211), Καρακάλλας (211-217), Μακρίνος (217-218), Ελαγάβαλος (218-222), Σεβήρος Αλέξανδρος (222-235), Μαξιμίνος (235-238), Γορδιανός Α’ με συναυτοκράτορα τον Γορδιανό Β’ (238), Γορδιανός Γ’ (238-244), Φίλιππος ο Άραβας (244-249), Δέκιος (249-251), Τρεβωνιανός Γάλλος (251-252), Βαλεριανός (μαζί με τον γιο του Γαλλιηνό) (252-259), Γαλλιηνός (μόνος του) (259-268), Κλαύδιος ο Γότθος (268-270), Αυρηλιανός (270-275), Κλαύδιος Τάκιτος (275-276), Πρόβος (276-282), Κάρος & Υιοί (Καρίνος και Νουμεριανός) (282-285), Διοκλητιανός (στο ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας) και Μαξιμιανός (στο δυτικό) (286-305), Γαλέριος (ανατολικό) και Κωνστάντιος Χλωρός (δυτικό) (305).
            Η πολιτική των ρωμαίων αυτοκρατόρων μετά τον Αύγουστο περιόρισε σημαντικά την ελευθερία του λόγου και της έκφρασης. Ωστόσο η λογοτεχνική παραγωγή, η ιστοριογραφία και η καλλιτεχνική δημιουργία γνώρισαν σημαντική άνθηση, κυρίως κατά τον πρώτο μεταχριστιανικό αιώνα. Τώρα, όμως, οι ρωμαίοι λόγιοι έχουν ως πρότυπα όχι μόνο τους Έλληνες αλλά και τους θεωρούμενους «κλασικούς» συγγραφείς της λατινικής λογοτεχνίας.
            Το 306 πεθαίνει ο Κωνστάντιος Χλωρός. Ως επίδοξοι διάδοχοί του προβάλλουν ο Κωνσταντίνος (ο Μέγας) και ο Μαξέντιος. Το 312 τελικά ο Κωνσταντίνος είναι μόνος άρχοντας του δυτικού τμήματος της αυτοκρατορίας, ενώ το 324 γίνεται κυρίαρχος σε Ανατολή και Δύση. Πεθαίνει το 337. Τον διαδέχονται οι τρεις γιοι του, ο Κωνσταντίνος Β’, ο Κώνστας και ο Κωνστάντιος. Το 340 σκοτώνεται ο Κωνσταντίνος Β΄. Ο Κώνστας είναι αυτοκράτορας στη Δύση και ο Κωνστάντιος στην Ανατολή. Ο πρώτος σκοτώνεται το 350 και ο Κωνστάντιος μένει μονοκράτορας. Το 355 ο αυτοκράτορας απονέμει τον τίτλο του καίσαρα στον στρατηγό Ιουλιανό. Το 360 ο Ιουλιανός (ο επονομαζόμενος Παραβάτης) ανακηρύσσεται αυτοκράτορας από τα στρατεύματά του, και το 361, όταν πεθαίνει ο Κωνστάντιος, συγκεντρώνει στα χέρια του απόλυτη εξουσία. Πεθαίνει το 363.
            Ενώ το ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας συνεχίζει ισχυρό στρατιωτικά και πολιτικά, το δυτικό κλονίζεται από τις βαρβαρικές επιδρομές και αποδιοργανώνεται. Τελικά, το 476 μ.Χ., ο Οδόακρος, που ήταν γερμανικής καταγωγής, «συνταξιοδότησε» τον αυτοκράτορα Ρωμύλο Αυγουστύλο — τον τελευταίο καίσαρα του δυτικού ρωμαϊκού κράτους.
            Οι διωγμοί των χριστιανών συνεχίστηκαν για μεγάλο διάστημα, ωστόσο ο χριστιανισμός αποκτά γερές ρίζες και κερδίζει σημαντικές προσωπικότητες της διανόησης. Το 313 ο Κωνσταντίνος, αυτοκράτορας του δυτικού, και ο Λικίνιος, αυτοκράτορας του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους, εκδίδουν το Διάταγμα του Μιλάνου που τερματίζει τις διώξεις των χριστιανών, ενώ το 330 ο Κωνσταντίνος, με μια απόφαση που είχε βαρυσήμαντες συνέπειες, μεταφέρει την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη. Οι προσπάθειες του Ιουλιανού να παλινορθώσει τους αρχαίους θεούς αποτέλεσαν απλή παρένθεση σε μια ιστορική εξέλιξη η οποία, με τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο, ανέδειξε τελικά τον χριστιανισμό σε μοναδική επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας.