Τετάρτη 5 Απριλίου 2023

Αρχές Σύνταξης της Αρχαιοελληνικής Γλώσσας: 3. ΤΟ ΡΗΜΑ

ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΟΨΕΙΣ ΤΟΥ ΡΗΜΑΤΟΣ

§3.67. Οι χρόνοι του ρήματος της αρχαίας Ελληνικής δηλώνουν, όπως και στα νέα Ελληνικά,
(α) τη χρονική βαθμίδα, αν δηλ. το περιεχόμενο του ρήματος τοποθετείται στο παρελθόν, στο παρόν ή στο μέλλον.
(β) την όψη ή τον τρόπο ενέργειας, δηλ. την ιδιαίτερη οπτική γωνία από την οποία το περιεχόμενο του ρήματος μπορεί να παριστάνεται (i) ως εξελισσόμενο, (ii) ως στιγμιαίο και (iii) ως συντελεσμένο.

§3.68. Με κριτήριο τη χρονική βαθμίδα οι χρόνοι της αρχαίας ελληνικής κατατάσσονται στις ακόλουθες κατηγορίες:
(α) Στο παρελθόν αναφέρονται: ο παρατατικός, ο αόριστος, ο υπερσυντέλικος και εν μέρει ο παρακείμενος.
(β) στο παρόν: ο ενεστώτας και εν μέρει ο παρακείμενος·
(γ) στο μέλλον: ο απλός και ο συντελεσμένος μέλλοντας.

§3.69. Οι χρόνοι που αναφέρονται στο παρόν και στο μέλλον ονομάζονται αρκτικοί, ενώ οι χρόνοι που αναφέρονται στο παρελθόν ιστορικοί. Όπως φαίνεται όμως και από την περίπτωση του παρακειμένου, οι διακρίσεις αυτές δεν είναι απόλυτες, γιατί η λειτουργία των χρόνων καθορίζεται και από τα συμφραζόμενα· έτσι ο ενεστώτας σε διηγήσεις μπορεί να είναι ιστορικός χρόνος (ιστορικός ενεστώτας), ενώ ο αόριστος σε γνωμικά έχει τη λειτουργία αρκτικού χρόνου (γνωμικός αόριστος).

§3.70. Με κριτήριο την όψη ή τον τρόπο ενέργειας, οι χρόνοι της αρχαίας ελληνικής παρουσιάζουν το περιεχόμενο του ρήματος:
(α) ως εξελισσόμενο, χωρίς να προσδιορίζεται το τέλος του: ο ενεστώτας, ο παρατατικός και εν μέρει ο μέλλοντας (εξακολουθητικοί ή ατελείς χρόνοι),
(β) ως στιγμιαίο: ο αόριστος και εν μέρει ο μέλλοντας (συνοπτικοί χρόνοι),
(γ) ως συντελεσμένο: ο παρακείμενος, ο υπερσυντέλικος και ο συντελεσμένος μέλλοντας (συντελικοί χρόνοι).

§3.71. Οι χρόνοι δηλώνουν και χρονική βαθμίδα και τρόπο ενέργειας μόνο στην οριστική, στις υπόλοιπες εγκλίσεις, στο απαρέμφατο και τη μετοχή εξακολουθούν να δηλώνουν τρόπο ενέργειας, όχι όμως χρονική βαθμίδα.
Για το απαρέμφατο και τη μετοχή η χρονική βαθμίδα τους καθορίζεται κάθε φορά από το ρήμα από το οποίο εξαρτώνται ή προσδιορίζουν. Το ίδιο ισχύει και για την ευκτική και υποτακτική στις δευτερεύουσες προτάσεις.
Στις κύριες προτάσεις η υποτακτική, η ευχετική και η δυνητική ευκτική και η προστακτική θεωρούνται αρκτικοί χρόνοι.

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

§3.72. Ο ενεστώτας δηλώνει ότι το περιεχόμενο του ρήματος παρουσιάζεται ως υφιστάμενο ή εξελισσόμενο στο παρόν.

§3.73. Ο ενεστώτας μπορεί επίσης να δηλώνει ότι το περιεχόμενο του ρήματος ισχύει γενικά χωρίς περιορισμό σε χρονική βαθμίδα. Αυτός ο τύπος ενεστώτα είναι συνήθης σε γενικές κρίσεις, αποφθέγματα και παροιμίες (γνωμικός ενεστώτας).

§3.74. Δηλώνει επίσης ότι το υποκείμενο θέλει ή προσπαθεί να κάνει κάτι (βουλητικός ή αποπειρατικός ενεστώτας).

§3.75. Σε διηγήσεις ο ενεστώτας συχνά χρησιμοποιείται στη θέση ιστορικού χρόνου, για να δώσει ζωντάνια στην αφήγηση (ιστορικός ενεστώτας).

§3.76. Σπανιότερα μπορεί να βρίσκεται σε θέση μέλλοντα και να δηλώνει γεγονός μελλοντικό, που παριστάνεται σαν να συμβαίνει στο παρόν. Είναι συχνός σε προφητικά κείμενα.

§3.77. Επίσης, ο ενεστώτας μπορεί να δηλώνει πράξη που ξεκίνησε στο παρελθόν, αλλά το αποτέλεσμά της υφίσταται ακόμη. Αυτό ισχύει κυρίως για ρήματα αισθητικά, γνωστικά και λεκτικά (ἀκούω, πυνθάνομαι, αἰσθάνομαι, γιγνώσκω, μανθάνω, λέγω κ.ά.), ρήματα κίνησης ή στάσης (ἥκω, ἔρχομαι, οἴχομαι, πέμπω, φεύγω, κεῖμαι, κάθημαι κ.ά.) και άλλα ρήματα (νικῶ κ.ά.). Σε αυτήν την περίπτωση ο ενεστώτας ισοδυναμεί με παρακείμενο (αποτελεσματικός ενεστώτας).

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ

§3.78. Ο παρατατικός μεταφέρει τη σημασία του ενεστωτικού θέματος στο παρελθόν και δηλώνει γεγονός εξελισσόμενο στο παρελθόν, χωρίς να δηλώνεται αν αυτό έχει συντελεστεί.

§3.79. Ο παρατατικός χρησιμοποιείται επίσης για να περιγραφεί κάτι που συνέβαινε κατ’ επανάληψη στο παρελθόν ή συνήθειες του παρελθόντος (επαναληπτικός παρατατικός).

§3.80. Όπως ο ενεστώτας, έτσι και ο παρατατικός μπορεί να δηλώνει ότι οτ υποκείμενο ήθελε ή προσπαθούσε να κάνει κάτι (βουλητικός ή αποπειρατικός παρατατικός).

§3.81. Ο παρατατικός μπορεί να δηλώνει αποτέλεσμα ή συνέπεια, και τότε ισοδυναμεί με υπερσυντέλικο (αποτελεσματικός πρατατικός). Αυτό ισχύει κυρίως για τα ρήματα που στον ενεστώτα έχουν σημασία παρακριμένου.

§3.82. Πολύ συχνά ο παρατατικός χρησιμοποιείται σε αφηγήσεις σε θέσεις που κανονικά θα περιμέναμε αόριστο. Πολύ συνηθισμένος είναι επίσης σε αφηγήσεις ο συνδυασμός παρατατικού και αορίστου. Σε αυτές τις περιπτώσεις ο παρατατικός παρουσιάζοντας τα γεγονότα του παρελθόντος ως εξελισσόμενα, δίνει στην αφήγηση πιο αργό ρυθμό, σε αντίθεση με τον αόριστο, που παρουσιάζει τα γεγονότα συνοπτικά, συχνά με γοργό ρυθμό και βήμα προς βήμα.
Ωστόσο, η συνύπαρξη αορίστου και παρατατικού σε μια αφήγηση μπορεί και καθορίζει και τη χρονική σχέση των γεγονότων. Ο αόριστος χρησιμοποιείται μερικές φορές για γεγονότα του άμεσου παρελθόντος, ενώ ο παρατατικός για όσα προηγήθηκαν.

§3.83. Τα λεκτικά και κελευστικά ρήματα (λέγω, κελεύω, ἐρωτῶ, πείθω κ.ά.) και το ρήμα πέμπω εκφέρονται συχνά σε παρατατικό, ακόμη και σε περιπτώσεις που ο σημερινός αναγνώστης θα περίμενε κανονικά αόριστο.

§3.84. Ο παρατατικός με άρνηση, ιδιαίτερα όταν έχει και επαναληπτική σημασία, καθιστά την άρνηση εντονότερη.

§3.85. Συχνά σε αφηγήσεις κάποιες παρενθετικές πληροφορίες για γεωγραφικά, εθνολογικά, πολιτισμικά κ.ά. δεδομένα δίνονται σε παρατατικό χρόνο, παρότι κανονικά θα έπρεπε να δίνονται σε ενεστώτα, επειδή εξακολουθούν να υφίστανται στην εποχή του γράφοντος. Σε αυτή την περίπτωση, ο χρόνος της παρενθετικής περιγραφής έλκεται από τον ιστορικό χρόνο της αφήγησης.

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

§3.86. Ο μέλλοντας δηλώνει ότι το περιεχόμενο του ρήματος θα πραγματοποιηθεί στο μέλλον και αυτό το μελλοντικό γεγονός το παρουσιάζει είτε συνοπτικά (οπότε αντιστοιχεί στον στιγνιαίο μέλλοντα της νέας ελληνικής), είτε σε εξέλιξη (οπότε αντιστοιχεί με τον εξακολουθητικό μέλλοντα της νέας ελληνικής). Όπως η υποτακτική, έτσι και ο μέλλοντας έχει δύο χρήσεις: (α) την καθαρά μελλοντική ή προορατική, όταν απλώς προβλέπει μια μελλοντική κατάσταση ή γεγονός, και (β) τη βουλητική, όταν το υποκείμενο θέλει ή θεωρεί ότι πρέπει να γίνει κάτι.

§3.87. Στην καθαρά μελλοντική χρήση του ο μέλλοντας δηλώνει αυτό που πρόκειται να υπάρξει ή να συμβεί.
Ο μέλλοντας επίσης μπορεί να δηλώνει το δυνατό ή το πιθανό να συμβεί.

§3.88. Επίσης ο καθαρός μέλλοντας δηλώνει κάτι που ισχύει γενικά ή συμβαίνει συνήθως και τότε χρησιμοποιεί σε γνώμες γενικού κύρους (γνωμικός μέλλοντας).

§3.89. Ο βουλητικός μέλλοντας δηλώνει αυτό που το υποκείμενο θέλει να συμβεί.

§3.90. Βουλητικός είναι επίσης ο μέλλοντας που δηλώνει το δέον, αυτό που πρέπει να γίνει ή πράξει κάποιος. Αυτή η χρήση είναι συχνότερη σε ερωτηματικές προτάσεις, όπου ο βουλητικός μέλλοντας μπορεί να συνυπάρχει με απορητική υποτακτική.

§3.91. Ο βουλητικός μέλλοντας στο β’ και σπανιότερα στο γ’ πρόσωπο ισοδυναμεί με προστακτική.
Ο βουλητικός μέλλοντας στο β’ πρόσωπο έχει συχνά σημασία προστακτικής σε ερωτηματικές προτάσεις, με άρνηση οὐ για να δηλωθεί έντονη προσταγή και με άρνηση οὐ μὴ για να δηλωθεί έντονη απαγόρευση.

§3.92. Ο μέλλοντας μπορεί να σχηματίζεται και περιφραστικά με το ρήμα μέλλω + απαρέμφατο ενεστώτα ή μέλλοντα (σπανιότερα αορίστου) που σημαίνει: (α) πρόκειται να, σκοπεύω να, σχεδιάζω να, και (β) πρέπει να, είναι αναμενόμενο να, είναι επόμενο να.

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

§3.93. Ο αόριστος στη οριστική δηλώνει ότι κάτι έγινε κάποια στιγμή στο παρελθόν. Παρουσιάζει επομένως το γεγονός συνοπτικά και όχι σε εξέλιξη, όπως ο παρατατικός. Ο αόριστος είναι ο βασικός χρόνος της αφήγησης.

§3.94. Ο αόριστος χρησιμοποιείται επίσης για να δηλωθεί έναρξη μιας πράξης ή είσοδος του υποκειμένου σε μια κατάσταση (εναρκτικός αόριστος). Με αυτόν τον τρόπο χρησιμοποιούνται οι αόριστοι αρκετών ρημάτων και κυρίως των ρημάτων ψυχκού πάθους: ἐβασίλευσε, ἐνόσησε, ἐδάκρυσε, ἐθάρρησε, ἐχάρη, ἐφοβήθη κ.ά.

§3.95. Σε γνωμικά ο αόριστος ισοδυναμεί με ενεστώτα και δηλώνει αυτό που ισχύει γενικά (γνωμικός αόριστος). Το ίδιο ισχύει και για τη χρήση του αορίστου σε παρομοιώσεις.
Με ενεστώτα ισοδυναμεί και η οριστική αορίστου η οποία χρησιμοποιείται σε διαλόγους για γεγονότα που μόλις συνέβησαν, του άμεσου παρελθόντος, συχνά συνοδευόμενη από επιρρήματα, όπως ἄρτι, νέον, νῦν κ.ά.

§3.96. Ο αόριστος χρησιμοποιείται μερικές φορές στη θέση μέλλοντα, για να δηλωθεί ότι το περιεχόμενο του ρήματος θα συμβεί οπωσδήποτε, είναι αναπόφευκτο. Συνήθως, προηγείται κάποια προϋπόθεση, η οποία αν υλοποιηθεί, το περιεχόμενο του ρήματος σε αόριστο θα προκύψει αναπόδραστα.

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

§3.97. Ο παρακείμενος στην οριστική δηλώνει ότι κάτι έχει μόλις ολοκληρωθεί, και ολοκληρωμένο εξακολουθεί υφισταται και στο παρόν. Είναι, επομένως, ο παρακείμενος ως προς τη σημασία του αρκετά κοντά στον ενεστώτα, και γι’ αυτό αρκετοί παρακείμενοι έχουν σημασία ενεστώτα, π.χ. δέδοικα, μέμνημαι, ἔοικα, οἶδα, εἴωθα, κέκτημα, πέφυκα, ἔγνωκα κ.ά.

§3.98. Ο παρακείμενος μπορεί να δηλώνει και επαναλαμβανόμενο συμβάν ή κάτι που ισχύει γενικά. Με αυτή τη χρήση εμφανίζεται μερικές φορές σε γνώμες γενικού κύρους.

§3.99. Ο παρακείμενος χρησιμοποιείται μερικές φορές σε θέση μέλλοντα, για να δηλώσει ότι κάτι είναι αναπόφευκτο να συμβεί, αν εκπληρωθεί μια προϋπόθεση.

§3.100. Από την ελληνιστική εποχή και μετά ο παρακείμενος άρχισε να χρησιμοποιείται πλέον με σημασία αορίστου.

ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ

§3.101. Ο υπερσυντέλικος στην οριστική δηλώνει ότι το περιεχόμενο του ρήματος έχει ήδη συντελεστεί κάποια χρονκή στιγμή στο παρελθόν. Γενικά ο υπερσυντέλικος έχει για το παρελθόν τις ίδιες λειτουργίες που έχει ο παρακείμενος γαι το παρόν. Τα ρήματα που στον παρακείμενο έχουν σημασία ενεστώτα, στον υπερσυντέλικο έχουν σημασία παρατατικού.

§3.102. Μια ιδιάζουσα χρήση του υπερσυντέλικου είναι η περίπτωση που χρησιμοποιείται για να δηλωθεί ότι μια πράξη του παρελθόντος συντελέστηκε αμέσως μετά από μια άλλη πράξη του παρελθόντος, και κατά κάποιο τρόπο είναι αποτέλεσμά της. Σε αυτές τις περιπτώσεις θα περιμέναμε αόριστο αντί για υπερσυντέλικο.

ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

§3.103. Ο συντελεσμένος μέλλοντας στην οριστική δηλώνει ότι το περιεχόμενο του ρήματος θα έχει πραγματοποιηθεί ή θα υφίσταται σε μια χρονική στιγμή του μέλλοντος.

§3.104. Πολλές φορές ο συντελεσμένος μέλλοντας χρησιμοποιείται για να δηλωθεί ότι ένα μελλοντικό γεγονός θα ακολουθήσει αναπόφευκτα αμέσως μετά από κάποιο άλλο μελλοντικό γεγονός.

ΙΜΕΡΟΣ: Ο ΠΟΘΟΣ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ ΜΑΣ ΓΙΑ ΤΟ ΦΩΣ

«Μετὰ δέ σφι Θέτις γόου ἵμερον ὦρσε»
«Η Θέτις σήκωσε μέσα τους την επιθυμία για κλάμα»
Ιλιάδα Ψ 14

Ο Ίμερος είναι η προσωποποίηση της σφοδρής ερωτικής επιθυμίας και θεωρείται μία από τις θεότητες που ανήκουν στην ακολουθία της θεάς Αφροδίτης. Στην ακολουθία της θεάς εντάσσονται πολλές θεότητες όπως ο Έρωτας, ο Πόθος, η Πειθώ, ο Αντέρως, όλοι τους απαραίτητοι για την εκδήλωση της Ένωσης και Γέννησης στο εδώ υλικό πεδίο, όλων των πραγμάτων. Πως όμως συνδέονται ο Έρωτας, ο Πόθος, ο Ίμερος, η θεά Αφροδίτη, το κλάμα, με την αφύπνιση, με την ημέρα και την νίκη του φωτός;

Ας πάμε να ξετυλίξουμε το κουβάρι του μύθου και της ιστορίας μας

Αναζητώντας αρχικά την ετυμολογία της λέξης «Ίμερος» βρήκα πως προέρχεται από το ρήμα «ἱμείρω» που σημαίνει «ποθώ, θέλω πολύ». Περιγράφει εκείνη την κατάσταση κατά την οποία η σκέψη μας προσκολλάται σε κάτι, το σκεφτόμαστε έντονα, γινόμαστε μανιακοί να το αποκτήσουμε, γιατί το έχουμε βάλει ως στόχο. Είναι η επιθυμία κυρίως η ερωτική.

Αναζητώντας περισσότερα για την λέξη την εντόπισα:

«Η λέξη είναι παλιά, ομηρική, και την συναντάμε στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια σε αρκετά σημεία. Στη ραψωδία Ψ, μετά το θάνατο του Πατρόκλου, οι Μυρμιδόνες ετοιμάζονται να αποδώσουν τιμές στο νεκρό. Η αγάπη προς τον πολεμιστή εκφράζεται και με το θρήνο. Γι' αυτό η Θέτις τον ξεκινά και παρακινεί τους στρατιώτες του Αχιλλέα να έχουν πόθο για το θρήνο. (…μετὰ δέ σφι Θέτις γόου ἵμερον ὦρσε… Ἰλ. Ψ 14 – Η Θέτις σήκωσε μέσα τους την επιθυμία για κλάμα). Τι σχέση έχει ο ίμερος με το κλάμα;

Έχει, γιατί μέσα από την επιθυμία για το κλάμα, ανακουφίζεται η ψυχή από τον πόνο της απώλειας.

Ὁ ἵμερος ήταν και ο έρωτας, ο πόθος για το αγαπημένο πρόσωπο. Μάλιστα με αυτή τη σημασία βλέπουμε τη λέξη να χρησιμοποιείται ως κύριο όνομα στην αρχαιότητα. Κάπως σαν να λένε έναν άνδρα Έρωτα.

Είχαμε πολλές λέξεις στο λεξιλόγιό μας παράγωγες ή σύνθετες.

Ο ἱμερόφωνος είχε γλυκιά φωνή και ο ἱμερόεις ήταν θελκτικός. Το κομψό διάδημα για τα μαλλιά το έλεγαν ἱμεράμπυκα (ὁ ἱμεράμπυξ, τοῦ ἱμεράμπυκος), γιατί τραβούσε τα βλέμματα πάνω στην όμορφη κόμμωση. Ο δε ἱμεροδερκής έβλεπε με βλέμμα λάγνο, γεμάτο ερωτική επιθυμία.

Επειδή η λέξη περιέγραφε την ερωτική ορμή, μάλλον δήλωνε το δέσιμο με μάγια, το ξόρκι, για να μην μπορεί να αποδράσει το αντικείμενο του πόθου από τον ίμερο της αγάπης.

Ίμερο νιώθει κανείς για πρόσωπα και για έργα, αισθάνεται, δηλαδή, μια λαχτάρα μεγάλη και δυνατή να δημιουργήσει και να αγαπήσει.

Ο ίμερος μετουσιώνεται σε πράξη κι έτσι η λαχτάρα βρίσκει διέξοδο. Ο ίμερος μας κάνει να έχουμε στο μυαλό μας αυτό που θέλουμε. Γι' αυτό άλλωστε το ἱμείρω είναι ετυμολογικά συγγενές με τη μέριμνα, τη φροντίδα που προϋποθέτει την ενασχόληση της ψυχής και του σώματος με όσα αγαπά».

Η λέξη Ίμερος και οι ιδιότητες της έχει αναλυθεί και από τον Σωκράτη. Μας λέει λοιπόν ο Σωκράτης στον Κρατύλο του Πλάτωνα:

«Οι αρχαιότεροι έλεγαν την ημέραν, ιμέραν, άλλοι κατόπιν εμέραν και οι σημερινοί ημέραν. Αυτό το αρχαίο όνομα εκφράζει τη σκέψη εκείνου που έθεσε το όνομα.

Δηλαδή, επειδή το φώς έρχονταν ευχάριστο στους ανθρώπους έπειτα από το σκοτάδι και το επιθυμούσαν (ιμείρουσιν), γι' αυτό το ονόμασαν ίμέραν από το Ίμερος (πόθος).

Τώρα όμως, αφού πήρε τραγική μορφή, δεν μπορείς να εννοήσεις τι σημαίνει η ημέρα. Και όμως μερικοί νομίζουν ότι η ήμερα εξημερώνει τα πράγματα (ημέρα ποιεί) και γι' αυτό ονομάστηκε έτσι.

Εξάλλου ο ίμερος χρωστάει το όνομά του στο ρ που έλκει περισσότερο από κάθε άλλο την ψυχή γιατί ρέει, επειδή κινείται και επιζητεί τα πράγματα (ρει κινούμενος και εφιέμενος), και κατ' αυτό τον τρόπο παρασύρει πολύ την ψυχή με την ορμή της ροής (έσιν ροής) για όλη λοιπόν αυτή τη δύναμη ονομάστηκε ίμερος.

Και τώρα ο πόθος πάλι σωστά ονομάζεται, επειδή σημαίνει ότι δεν προέρχεται από το παρόν, αλλ' από κάτι που είναι κάπου άλλου και απών.

Γι' αυτό ονομάστηκε και πόθος αυτό το ίδιο, το οποίον, όταν είναι παρόν εκείνο που επιθυμούμε, λέγεται ίμερος. Όταν όμως είναι απών, το ίδιο πράγμα λέγεται πόθος»

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Λέγεται πως, όποιος νιώσει το πρώτο ξύπνημα, αυτό που σιγά σιγά θα τον οδηγήσει στην πλήρη αφύπνιση, αυτό που θα του δείξει πως κοιμόταν όσο νόμιζε πως ήταν ξυπνητός, αυτός λοιπόν ο άνθρωπος περνάει την μεγάλη νύχτα της θλίψης.

Ένα διάστημα που βυθίζεται και απομακρύνεται από την κοινωνία.

Γιατί η συνειδητοποίησης πως όλα όσα έπραξε ανήκαν σε όνειρο βαραίνει αφόρητα την ψυχή. Θεωρεί αρχικά τα πάντα ανώφελα, ένα τίποτα.

Είναι βαριά τα πέπλα του ύπνου, αλλά μόνο όταν τα σηκώνουμε από πάνω μας καταλαβαίνουμε το βάρος.

Όσο μας σκεπάζουν δεν το νιώθουμε.

Έτσι, αφότου βγει αυτό το βάρος των πέπλων της ύπνωσης από την ψυχή μας, αυτή ελαφρύτερη από πριν, αδυνατεί να σχεδιάσει την πορεία της.

Το δώρο του Ιμέρου είναι το φως της ενθύμησής της.

Μια θύμηση που ψιθυρίζει στο αυτί της συνεχώς και επίμονα να ξεκινήσει από εκεί που είχε μείνει, από εκεί που τα παράτησε όλα κάποτε και κοιμήθηκε μέσα σε εκείνο το σκοτεινό δωμάτιο.

Εκεί ξεκινάει η ήμερα της ψυχής, μόλις θυμηθεί.

Εκεί έρχεται το κλάμα, ένα γοερό γεμάτο από λυγμό κλάμα. Είναι η απώλεια της ψεύτικης κτίσης εαυτού μας που το προκαλεί.

Ένας ποταμός από δάκρυα που ξεπλένει όλες τις πτώσεις της. Η κάθαρση της.

Από κείνο το ξυπνημό και μετά δεν υπάρχει γυρισμός.

Η νύχτα και το σκότος σβήνονται από κάθε ανάμνηση και ο μόνος πόθος πια είναι το φως της ημέρας.
Ο ίμερος της ψυχής για ροή, για συνέχεια, για κίνηση, «κινείται και επιζητεί τα πράγματα» (ρει κινούμενος και εφιέμενος), μας λέει ο Σωκράτης.
Κινείται και επιζητεί τα πράγματα, αναζητεί την συντροφιά θεών, την επιστροφή στο σπίτι της.
Αρχίζει η μέριμνα η «ενασχόληση της ψυχής και του σώματος με όσα αγαπά».
Κάτι που όπως μας λέει ο Σωκράτης: «δεν προέρχεται από το παρόν, αλλ' από κάτι που είναι κάπου άλλου και απών».

Κάθε πρωί ξεκινά η ήμερα.
Κάθε πρωί ξυπνάμε.

Όμως η ήμερα αυτή τελειώνει με τον ερχομό του σκότους, την νύχτα.
Μια από τις ήμερες αυτές, για κάποιους δεν θα νυχτώσει ποτέ. Θα κρατήσει αιώνια.
Είναι τότε που θα ποθήσουμε τον Έρωτα για το Φως.
Που θα πετάξουμε τα βαριά πέπλα της ύπνωσης μας και θα συναντηθούμε την
α-νοησία μας.
Θα δούμε τις ασεβείς σκέψεις και τα χαώδη φθονερα λόγια μας πως λαμβάνουν χώρο στην δημιουργία του Διός και θα νιώσουμε ντροπή για τις ύβρεις που διαπράττει η ψυχή μας.
Θα είναι μεγάλη αυτή η νύχτα της αφύπνισης.
Πνιγηρή.
Είθε να μην αργήσει αυτή η μέρα που θα δώσει ξανά ροή στην ψυχή μας.
Είθε να θυμηθούμε «το μόνον της ζωής μας ταξίδιον» σύντομα.
Και να ξυπνήσουμε...

Οι σχέσεις δεν είναι υποχρέωση

Σίγουρα έχεις ακούσει την φράση «η υπομονή είναι αρετή». Επιπλέον, αν κάνεις μια γρήγορη ανασκόπηση στους ανθρώπους που έχεις στη ζωή σου, σίγουρα θα βρεις ένα άτομο που το δυνατό του στοιχείο είναι η υπομονή. Ίσως το ρόλο του υπομονετικού ανθρώπου να τον έχεις αναλάβει εσύ.

Ο άνθρωπος με υπομονή διακρίνεται από μια αίγλη, μία ηρεμία αν θέλεις. Δε βιάζεται να βγάλει συμπεράσματα ούτε προβαίνει σε βιαστικές κινήσεις. Εξετάζει με σύνεση τα γεγονότα και είναι εγκρατής με τα συναισθήματά του. Είναι ο άνθρωπος που κάνει υπομονή σε μια προσπάθεια να πετύχει ένα στόχο, να διορθώσει μια κατάσταση ή να δώσει μια ευκαιρία σε κάτι που δεν περίμενε να τον πληγώσει.

Ευελπιστεί δια μέσου της υπομονής σε μια αλλαγή της κατάστασης που βιώνει τη δεδομένη χρονική περίοδο. Τον άνθρωπο που διακρίνεται από υπομονή δύσκολα μπορείς να τον φανταστείς να νευριάζει και να θυμώνει. Θεωρείς πως πάντα θα περιβάλλεται με υπομονή και αντοχή. Κακώς.

Ο υπομονετικός άνθρωπος είναι ον εξοπλισμένο με όλα τα συναισθήματα που μπορεί να έχει κάποιος. Το γεγονός πως έχει περισσότερο ανεπτυγμένη την υπομονή από την ορμητικότητα δεν αναιρεί τη φύση του να βιώνει αρνητικά συναισθήματα όπως ο θυμός ή η λύπη. Η διαφορά με τους παρορμητικούς έγκειται στο γεγονός πως υπομένει με μεγαλύτερη ευκολία και καθαρότητα μυαλού.

Υπάρχουν βέβαια και εκείνες οι στιγμές που η υπομονή έχει φτάσει το ανώτατο όριο στην κλίμακα μέτρησης συναισθημάτων και τη θέση καταλαμβάνει ο θυμός. Σε εκείνη ακριβώς τη στιγμή, αν τύχει να βρεθείς, βλέπεις τον υπομονετικό άνθρωπο όπως δε θα πίστευες ποτέ. Ίσως γιατί δεν πιστεύεις ότι ο άνθρωπος με υπομονή, θυμώνει.Ο υπομονετικός, βιώνει μια ψυχική κούραση και εξάντληση που δεν του αφήνουν πολλά περιθώρια υπομονής και ανοχής.

Εξαντλείται η υπομονή και τη θέση της παίρνει η κούραση και ο θυμός. Ένας θυμωμένος άνθρωπος -συνήθως- είναι ένας κουρασμένος άνθρωπος. Κουρασμένος να προσπαθεί, να υπομένει και να αντιμετωπίζει τις λάθος επιλογές των άλλων. Να προσπαθεί, να βελτιώνει και να ξαναφτιάχνει αυτά που οι άλλοι με ευκολία παρατάνε, απομακρύνουν ή χαλάνε.

Όταν ο θυμός αντικαθιστά την υπομονή, συμβαίνει γιατί θυμώνουμε με εμάς τους ίδιους, που δώσαμε παραπάνω ευκαιρίες από όσες έπρεπε. Ενδεχομένως σε μερικές περιπτώσεις δεν έπρεπε καν. Θυμώνεις που και ο άλλος δεν εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία να διορθώσει το λάθος. Βιώνει μια ματαίωση πως η ευκαιρία που έδωσε και η υπομονή που έκανε δεν αξιοποιήθηκε όπως έπρεπε.

Υπομένει καταστάσεις που ίσως δεν άξιζαν. Στιγμές που έπρεπε να μιλήσει και να ξεσπάσει. Να αναμετρηθεί με αυτούς που τον μειώνουν και τον περιορίζουν. Με αυτούς που πάτησαν στην ανοχή και την επιείκειά του. Εκείνος σιώπησε. Γιατί ο άνθρωπος -εκτός των άλλων- είναι ον εγωιστικό και εγωκεντρικό. Παρόλο που δεν του αρέσει να πληγώνεται πάντα βρίσκει τρόπο να πληγώνει. Και είναι εύκολο να πληγώσεις έναν άνθρωπο που προτέρημα του είναι η υπομονή και η κατανόηση.

Ακριβώς επειδή έχει αναπτύξει περισσότερο το αίσθημα της υπομονής, αφήνοντας μακρυά την οργή και το θυμό, δύσκολα μπορεί να τα διαχειριστεί. Για αυτό, όταν θυμώνει ίσως εκφράσει σκέψεις που είχε κρύψει βαθιά μέσα του. Γιατί μπορεί η υπομονή να είναι αρετή αλλά ο θυμός κάνει το στόμα να δουλεύει πιο γρήγορα από το μυαλό. Και φέρνει στην επιφάνεια σκέψεις και λόγια που δεν εξέφραζε εξαιτίας της υπομονής του.

Γι΄ αυτό προσπάθησε να μην ωθείς στα όρια του έναν υπομονετικό άνθρωπο. Κάποια στιγμή θα ξεσπάσει και πίστεψέ με δε θα σου αρέσει αυτό που θα αντιμετωπίσεις. Αντιθέτως, κράτησε τον στη ζωή σου, σαν κάτι πολύτιμο. Ξέρει να υπομένει και να βλέπει καθαρά εκεί που εσύ θα επέλεγες να ανυπομονείς και να φερθείς παρορμητικά.

Όταν νομίζουμε ότι όλοι μας προσέχουν και μας επικρίνουν

Αν εκεί που περπατούσατε ένα ωραίο πρωί στο δρόμο, ξαφνικά θυμηθήκατε μια ντροπιαστική σας στιγμή χρόνια πριν όπου είχατε πέσει στον ίδιο δρόμο, και νιώσατε ξανά άσχημα, τότε θα είστε ήδη εξοικειωμένοι με το φαινόμενο του προβολέα.

Συμβαίνει συνέχεια: Μισούμε μια φωτογραφία μας που όλοι οι άλλοι επιμένουν ότι είναι ωραία ή προσέχουμε έναν λεκέ στο ρούχο μας που όμως ο φίλος μας ούτε καν είχε παρατηρήσει ή έχουμε εμμονή με το πώς φαίνεται το προφίλ μας στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης, για πληροφορίες που πιθανότατα ποτέ κανείς να μην έχει προσέξει.

Το φαινόμενο του προβολέα κάνει την εμφάνισή του όταν η κοινωνική μας επίγνωση ξεφεύγει από τα φυσιολογικά της επίπεδα. Αυτό συνήθως ξεκινά από νεαρή ηλικία. Πυροδοτείται από το φόβο ότι δεν είμαστε αρκετά καλοί ή ότι συνεχώς κινδυνεύουμε να ντροπιαστούμε μπροστά σε άλλους ξανά· έτσι συγκεντρωνόμαστε υπερβολικά πολύ για να κάνουμε οποιαδήποτε δημόσια κίνηση. Αν δεν αναγνωρίζετε αυτό το μοτίβο, είναι επειδή διαιωνίζεται και στην ενήλικη ζωή και το έχουμε συνηθίσει.

Ακόμα και οι πιο άνετοι με τον εαυτό τους άνθρωποι έχουν πέσει θύμα του φαινομένου του προβολέα, επειδή δεν έχει να κάνει τόσο με τον εγωκεντρισμό, όσο με την ανασφάλεια και κάθε ένας από εμάς νιώθει ακόμα και λίγο ανασφαλής κάποια στιγμή στη ζωή του. Βέβαια, το φαινόμενο του προβολέα έχει φτάσει σε επίπεδα επιδημίας μέσα από στον κόσμο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.

Με την επέλαση αυτών των μέσων, όλοι έχουμε συνηθίσει να χειριζόμαστε τον εαυτό μας σαν να είναι μια μικρή διασημότητα. Αρχίζουμε να πιστεύουμε ότι όλες οι μικρές λεπτομέρειες της ζωής μας δεν αξίζουν μόνο να τις μοιραστούμε με τους άλλους, αλλά ενδιαφέρουν σημαντικά και όλους όσους γνωρίζουμε.

Όσο περισσότερο συνηθίζουμε να αναφέρουμε και να μοιραζόμαστε τη ζωή μας, να γεμίζουμε σελίδες με ιστορίες μας για το ποιοι είμαστε, τόσο περισσότερο υιοθετούμε την πεποίθηση ότι οι άνθρωποι μας προσέχουν περισσότερο και από τη δική τους πραγματικότητα.

Είναι εύκολο να υπερεκτιμήσουμε το πόσο χρόνο καταναλώνουν οι άνθρωποι για να σκεφτούν εμάς και τις αναρτήσεις μας. Όμως, αγνοούμε το γεγονός ότι με τον ίδιο τρόπο που εμείς σκεφτόμαστε τον εαυτό μας, και οι άλλοι άνθρωποι σκέφτονται για τον εαυτό τους.

Όταν επιτρέπουμε στο φαινόμενο του προβολέα να μας πείσει ότι είμαστε πιο σημαντικοί από τους άλλους, διαστρεβλώνουμε απευθείας την αντίληψη για την εικόνα μας. Διοχετεύουμε τόση πολλή ενέργεια στις λεπτομέρειες της ζωής μας που όμως κανέναν δεν ενδιαφέρουν και γινόμαστε παρανοϊκοί για το αν εμφανιζόμαστε ως «αρκετά καλοί» στα μάτια των άλλων.

Το πρόβλημα όμως είναι ότι αυτό που προβάλλουμε ως η αντίληψη των άλλων στην πραγματικότητα δεν είναι παρά η δική μας αντίληψη για τον εαυτό μας. Και όταν φτάσουμε στο σημείο να αποδεχτούμε ότι τελικά είμαστε όλοι θνητοί, ότι όλα αυτά είναι προσωρινά και περαστικά και ότι μόνο εμείς προσέχουμε όλες αυτές τις λεπτομέρειες του δικού μας και μοναδικού σύμπαντος, θα καταφέρουμε να φτάσουμε σε ένα συγκεκριμένο είδος ελευθερίας.

Επίκουρος: η εξέλιξη της ανθρώπινης κοινωνίας

Ο Επίκουρος, στην Επιστολή προς τον Ηρόδοτο, αναφέρει τις τρεις κύριες αιτίες όπου βασίστηκε η ανθρωπότητα για να προοδεύσει δημιουργώντας τον ανθρώπινο πολιτισμό.

Οι κοινωνίες δεν προέκυψαν εκ του μηδενός, ούτε είναι δημιουργήματα κάποιων θεών, αλλά προήλθαν μέσα από μια φυσική εξελεγκτική διαδικασία. Αφού προσπάθησε αρχικά να αφαιρέσει τους μύθους που επικρατούσαν μέχρι τότε σχετικά με την ανθρώπινη ύπαρξη, την επαναφέρει σε μια φυσική διάσταση, λέγοντας ότι τα διάφορα όντα, συμπεριλαμβανομένου και του ανθρώπου, έχουν την προέλευσή τους από τον κόσμο όπου κατοικούν και όχι έξω από αυτόν.

«Πρέπει να δεχθούμε» λέει ο Επίκουρος

«ότι στους ανθρώπους η εμπειρία και η αναγκαιότητα ήρθαν συχνά σε βοήθεια στη φύση. Ο λογισμός τελειοποίησε τα δεδομένα της Φύσης και πρόσθεσε νέες ανακαλύψεις, εδώ πιο γρήγορα, εκεί πιο αργά. Πότε διασχίζοντας τις περιόδους του χρόνου από την εποχή του απείρου, πότε σε περιόδους πιο σύντομες».

Η κύρια μαρτυρία μας για τις απόψεις του Επίκουρου σχετικά με την εξέλιξη της ανθρώπινης κοινωνίας είναι το ποίημα του Λουκρήτιου «De Rerum Natura», που, χωρίς καμία αμφιβολία, ακολουθούσε τις απόψεις του ίδιου του Επίκουρου, όπως εκείνος τις καταγράφει στο περίφημο έργο του «Περί Φύσεως» και σε άλλες πραγματείες. Ο Λουκρήτιος, στο ποίημά του, αναλύει και μιλάει για την ανάγκη που μας ωθεί στην αναζήτηση μέσω των αισθήσεων, για την εμπειρία που συσσωρεύει στο πέρασμα του χρόνου τα αποτελέσματα αυτών των διαδοχικών αναζητήσεων, και για τη λογική που επεξεργάζεται ακατάπαυστα τα δεδομένα των αισθήσεων καταλήγοντας σε συμπεράσματα. Ο χρόνος, λέει ο Λουκρήτιος «φέρνει αργά στο φως όλες τις ανακαλύψεις», και η λογική είναι εκείνη που με τη βοήθεια του χρόνου «διδάσκει λίγο-λίγο και βήμα-βήμα τους ανθρώπους».

Οι άνθρωποι της πρώτης περιόδου, σύμφωνα με τον Λουκρήτιο, δεν διαθέτουν ούτε τα στοιχειώδη εργαλεία, δεν γνωρίζουν να καλυφτούν το σώμα τους ούτε με δέρματα ζώων, βγάζουν άναρθρες κραυγές τριγυρνώντας σε αγέλες, όπως τα ζώα, πίνουν νερό απ τα ποτάμια και τρώνε κυρίως φρούτα και λαχανικά. Είναι όμως πιο συγκροτημένοι και σκληραγωγημένοι σε σχέση με τον σημερινό άνθρωπο, με δυνατό σκελετό και με μυς για να αντέχουν στις καιρικές συνθήκες, κάτι που τους βοήθησε σημαντικά στον αγώνα για την επιβίωσή τους

Παρ' ότι ήσαν γυμνοί και χωρίς όπλα, με τα δυνατά τους χέρια και με τα επιδέξια πόδια υποστήριζαν και κάλυπταν τα μειονεκτήματά τους στη μάχη που έδιναν καθημερινά για την ίδια τους τη ζωή. Όταν έβλεπαν μεγάλα και δυνατά ζώα, λέει ο Λουκρήτιος, έφευγαν μακριά και τα πετούσαν πέτρες ή ανέβαιναν στα δένδρα να σωθούν, ενώ τα λιγότερα επικίνδυνα τα χτυπούσαν από κοντά με ρόπαλα και άλλα θανατηφόρα αντικείμενα. Το βράδυ ξεκουράζονταν και κοιμόντουσαν στο χώμα, μέσα σε σπηλιές και σε λαγκάδια όπου ένιωθαν προστατευμένοι απ' τους κινδύνους. Συνεχίζοντας την απολαυστική του αφήγηση, ο Λουκρήτιος λέει ότι:

«οι άνθρωποι εκείνης της εποχής δεν γνώριζαν την έννοια του κοινού σκοπού ούτε το καλό, δεν ήξεραν από νόμους ούτε από ηθικούς κανόνες στις μεταξύ τους σχέσεις. Ο καθένας άρπαζε από το αυθόρμητο της φύσης του, τη πρώτη λεία που έβρισκε μπροστά του, και το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν η επιβίωσή του, να φροντίζει μονάχα για τον εαυτό του».

Σε αυτό το άγριο περιβάλλον όπου επικρατούσε η δύναμη του πιο ισχυρού, σε μια διαρκή κατάσταση πολέμου και καθημερινής μάχης για την επιβίωση, για τον πρωτόγονο άνθρωπο τίποτα άλλο δεν είχε σημασία παρά μόνο η ίδια του η ζωή, ώσπου κάποια στιγμή, με την συνδρομή του χρόνου, και βασιζόμενος αρχικά στις δυο από τις τρεις κύριες αιτίες που αναφέρει ο Επίκουρος, στην ανάγκη και στην εμπειρία, προχώρησε στις πρώτες του σημαντικές ανακαλύψεις. Έμαθε να ντύνεται γδέρνοντας τα ζώα που σκότωνε, να κατασκευάζει καλύβες για να προφυλάσσεται από τη βροχή και το κρύο, αλλά το σημαντικότερο απ' όλα ήταν πως ανακάλυψε να ανάβει φωτιά.

Η φωτιά τον έβγαλε από την κτηνώδη κατάσταση στην οποία ζούσε και αποτέλεσε «μέσο, χρησιμοποιώντας και τη λογική πλέον για νέες εφευρέσεις, όπου οι άνθρωποι με το πιο έξυπνο μυαλό και την πιο δυνατή νόηση, εισήγαγαν από μέρα σε μέρα αλλαγές στην τροφή και παλιό τρόπο ζωής». Έτσι, με την ανακάλυψη της φωτιάς, άρχισαν να μαζεύονται γύρω από αυτήν κάτω από κοινή στέγη, και ο άνδρας με τη γυναίκα που μέχρι τότε ενώνονταν κατά τύχη, δημιουργούν οικογένεια και συγκροτούν μια ομάδα, ξεκινώντας μια νέα περίοδο στην Ιστορία της Ανθρωπότητας.

Είναι η περίοδος που γεννιέται η κοινωνία με την αμοιβαία αποδοχή ισότητας, ανάμεσα στην γυναίκα και στον άνδρα και η εμφάνιση των πιο ευγενών συναισθημάτων για τα τέκνα. Σε αυτό το στάδιο, προκύπτει και η σύνδεση μεταξύ των οικογενειών που διέπεται από την αρχή της ωφέλειας, μιας και οι άνθρωποι ήταν σε θέση να ενωθούν για να αποτρέψουν φυσικούς κινδύνους, και να μεριμνήσουν συμμετέχοντας από κοινού στις διάφορες ασχολίες, ώστε να εξασφαλίσουν τα βασικά και αναγκαία αγαθά για την ασφαλή επιβίωση, την αναπαραγωγή και την ευθυμία των μελών τους.

Παράλληλα, καθώς τα ανθρώπινα όντα βιώνουν διαφορετικές επιδράσεις και λαμβάνουν διαφορετικές παραστάσεις και εικόνες, που ποικίλλουν από τόπο σε τόπο, ομοίως και οι ήχοι που παράγονται ως απάντηση σε οποιοδήποτε δεδομένο ερέθισμα είναι διαφορετικοί, και οι αρχικές κραυγές τους μετατρέπονται σε λέξεις, που είναι λίγο ή πολύ σύμφωνες με τα αρχικά ή τα πρωτόγονα αντικείμενά τους. Οι πρωτόγονες λέξεις δεν αποτελούσαν ακόμη πηγή διανοητικής σύγχυσης, αλλά αυτό άλλαξε μετέπειτα με την πλήρη ανάπτυξη της γλώσσας, πράγμα που εξηγεί και το γεγονός της ύπαρξης πολλών γλωσσών.

Η επιστήμη της Ανθρωπολογίας σήμερα υιοθετεί σε αρκετά πράγματα τις υποθέσεις του Λουκρήτιου για την εξέλιξη του ανθρώπινου είδους.

Πως να ζήσεις, όχι απλά να υπάρχεις

«H ορθή λειτουργία του ανθρώπου είναι να ζει, όχι απλά να υπάρχει» – Jack London

Πολύ συχνά βάζεις τη ζωή στον αυτόματο πιλότο, κάνοντας συνέχεια τα ίδια πράγματα και κάθε μέρα είναι σαν την προηγούμενη.

Αυτό είναι εντάξει και εύκολο, μέχρι να περάσει άλλη μια χρονιά χωρίς να κάνεις τίποτα, χωρίς να έχεις ζήσει πραγματικά τίποτα.

Αυτό είναι εντάξει, μέχρι να φτάσεις στα γηρατειά και θα κοιτάξεις πίσω τη ζωή σου και θα μετανιώνεις.

Αυτό είναι εντάξει, μέχρι να δεις τα παιδιά σου να πηγαίνουν πανεπιστήμιο και να συνειδητοποιείς ότι έχασες την παιδική τους ηλικία.

Όχι, δεν είναι εντάξει! Αν θέλεις πραγματικά να ζήσεις τη ζωή σου, να βιώσεις εμπειρίες, να την απολαύσεις στο μέγιστο, αντί να είσαι περαστικός και να ζεις μια ζωή μονό για να υπάρχεις, τότε πρέπει να βρεις τρόπους να ξεφύγει η ζωή σου από την μούχλα και την ρουτίνα.

Αυτό που ακολουθεί είναι μία λίστα από ιδέες, ως επί το πλείστον προφανείς, που μπορεί να τις έχεις σκεφτεί και μόνος σου, αλλά ελπίζω να είναι χρήσιμες υπενθυμίσεις. Όλοι τις χρειαζόμαστε μερικές φορές. Εάν το βρεις χρήσιμο, να το εκτυπώσεις και ξεκίνα να το χρησιμοποιείς. Σήμερα!

01. Αγάπη. Ίσως το πιο σημαντικό. Να ερωτευτείς, εάν δεν είσαι ήδη. Εάν είσαι, ερωτεύσου το σύντροφο σου από την αρχή. Σταμάτα να είσαι επιφυλακτικός και άφησε την καρδιά σου ελεύθερη. Ή αγάπησε τα μέλη της οικογένειας σου, τους φίλους σου, οποιονδήποτε, δεν χρειάζεται να είναι ρομαντική αγάπη. Αγάπησε όλη την ανθρωπότητα, κάθε άτομο ξεχωριστά.

02. Βγες έξω. Μην κλειστείς μέσα στο σπίτι. Βγες έξω όταν βρέχει. Κάνε μια βόλτα στην παραλία. Κάνε μια βόλτα μέσα στο δάσος. Κολύμπησε σε μια παγωμένη λίμνη. Απόλαυσε τον ήλιο. Κάνε διάφορα αθλήματα ή περπάτα ξυπόλυτος στο γρασίδι. Δώσε ιδιαίτερη προσοχή στη φύση.

03. Απόλαυσε το φαγητό. Μην τρως απλά το φαγητό σου, απόλαυσέ το. Νιώσε την υφή, τις εκρήξεις των γεύσεων. Απόλαυσε την κάθε μπουκιά. Εάν μειώσεις την ποσότητα των γλυκών, τότε τα μικρά γλυκάκια που θα τρως θα είναι ακόμα πιο απολαυστικά (μούρα ή μαύρη σοκολάτα είναι τα αγαπημένα μου). Και όταν τα έχεις, γεύσου τα. Αργά.

04. Δημιούργησε ένα τελετουργικό πρωινού. Ξύπνα νωρίς το πρωί να καλωσορίσεις την μέρα. Δες την ανατολή του ηλίου. Φώναξε δυνατά, πες στο εαυτό σου ότι δεν θα χαραμίσεις αυτή την μέρα, η οποία είναι ένα δώρο ζωής. Να είσαι συμπονετικός προς τους συνανθρώπους σου, να ζεις την κάθε στιγμή στο έπακρο. Κάνε γυμναστική ή διαλογισμό κάθε πρωί και μετά απόλαυσε το καφέ σου.

05. Πάρε ρίσκα. Ζούμε συχνά τη ζωή μας πολύ προσεκτικά, μήπως κάτι μας πάει στραβά. Να είσαι τολμηρός, παραιτήσου από την δουλεία σου και κάνε την δική σου επιχείρηση (μελέτησε το πρώτα), ή βρες εκείνο το κορίτσι που σ’ αρέσει εδώ και πολύ καιρό και ζήτησε της να βγείτε έξω. Τι έχεις να χάσεις;

06. Ακολούθησε τον ενθουσιασμό σου. Ψάξε να βρεις πράγματα που σε συναρπάζουν και κυνήγησε τα. Κάνε τη ζωή σου μια συναρπαστική περιπέτεια (με μερικές στιγμές ηρεμίας καμιά φορά).

07. Βρες το πάθος σου. Παρόμοια με την παραπάνω συμβουλή, αυτή σου ζητά να βρεις τι θέλεις να κάνεις. Ζήσε τη ζωή σου με πράγματα που σου αρέσει να κάνεις. Καταρχήν ρώτησε τον εαυτό σου «τι πραγματικά μ’αρέσει να κάνω;». Μπορεί να υπάρχουν πολλά πράγματα. Βρες πως μπορείς να κάνεις το χόμπι σου επάγγελμα. Μπορεί να είναι δύσκολο αλλά ζεις μόνο μια φορά.

08. Βγες από το κλουβί σου. Κάθεσαι όλη μέρα μπροστά στον υπολογιστή, ανακατεύοντας χαρτιά, κάνοντας κλήσεις και chat στο διαδίκτυο; Μη σπαταλάς τη μέρα σου έτσι. Ελευθερώσου από αυτό το κλουβί. Κάνε τη δουλειά σου έξω σε ένα laptop, σε μια καφετέρια, πάνω σε μια βάρκα ή σε μια ξύλινη καλύβα. Αυτό μπορεί να απαιτεί αλλαγή θέσης εργασίας ή να γίνεις ελεύθερος επαγγελματίας. Αλλά αξίζει τον κόπο.

09. Κλείσε την τηλεόραση. Πόσες ακόμα ώρες θα χαραμίσεις μπροστά από το χαζοκούτι; Πόσες ώρες έχουμε για να ζήσουμε ακόμα; Κάνε τους υπολογισμούς σου και μετά κλείσε την τηλεόραση. Άνοιξε την μόνο όταν έχεις να δεις ένα DVD από την αγαπημένη σου ταινία. Αλλιώς ας παραμείνει κλειστή και βρες αλλά πράγματα να κάνεις. Δεν ξέρεις τι να κάνεις; Διάβασε παρακάτω.

10. Αποσυνδέσου από το Internet. Διαβάζεις κάτι στο Internet αυτή τη στιγμή. Και με εξαίρεση αυτό το άρθρο, σπαταλάς τον πολύτιμο σου χρόνο. Δεν μπορείς να γυρίσεις το χρόνο πίσω. Αποσυνδέστε το Internet και βγες έξω από το γραφείο σου ή το σπίτι σου. Αμέσως τώρα! Πήγαινε και κάνε κάτι άλλο.

11. Κάνε ταξίδια. Σίγουρα, θέλεις να ταξιδέψεις κάποια μέρα. Πότε λοιπόν; Όταν θα έχεις ελεύθερο χρόνο για διακοπές ή όταν γεράσεις; Λοιπόν, τι περιμένεις; Βρες ένα τρόπο να κάνεις ένα ταξίδι, εάν όχι αυτό το μήνα, τότε κάποια στιγμή σύντομα. Μπορεί να χρειαστεί να πουλήσεις το αυτοκίνητο σου ή να διακόψεις την καλωδιακή σου σύνδεση ή να σταματήσεις να τρως έξω για να τα καταφέρεις, αλλά κάνε το! Είσαι πολύ νέος για να μη δεις τον κόσμο. Αν χρειαστεί, βρες ένα τρόπο να εργάζεσαι ως ελεύθερος επαγγελματίας και έπειτα δούλευε ενώ ταξιδεύεις. Μια με δύο ώρες δουλειάς την ημέρα θα είναι αρκετές. Έλεγχε τα e-mail σου μια φορά την εβδομάδα και στη συνέχεια χρησιμοποίησε το ελεύθερο χρόνο σου για να ανακαλύψεις τον κόσμο.

12. Ανακάλυψε ξανά τι είναι σημαντικό για σένα. Κάτσε μια ώρα και κάνε μια λίστα με όλα τα πράγματα που είναι σημαντικά για εσένα. Επίσης γράψε τα πιο σημαντικά πράγματα που θέλεις να κάνεις στην ζωή σου. Έπειτα ξεχώρισε 4-5 πράγματα, τα πιο σημαντικά στη ζωή σου. Αυτή η λίστα είναι ο πυρήνας σου. Αυτά είναι που έχουν την μεγαλύτερη σημασία. Εστίασε τη ζωή σου σε αυτά τα πράγματα. Βρες χρόνο για να τα πραγματοποιήσεις.

13. Απέβαλε οτιδήποτε άλλο. Ότι συμβαίνει στη ζωή σου είναι και δεν είναι σε αυτή τη μικρή λίστα, σπαταλάει το χρόνο σου, αποσπά την προσοχή σου από αυτό που είναι σημαντικό. Όσο είναι δυνατόν, απλοποίησε τη ζωή σου εξαλείφοντας τα πράγματα που δεν είναι στη λίστα σου ή τουλάχιστον περιορίζοντας τα.

14. Ασκήσου. Σήκω από το καναπέ και πήγαινε ένα περίπατο. Προσπάθησε να κάνεις τζόκινγκ ή κάνε μερικά push ups και μερικές κάμψεις. Ακόμα μπορείς να κάνεις κολύμπι ή ποδήλατο, ακόμα και στίβο ή πήγαινε για πεζοπορία. Ότι και να επιλέξεις να είσαι ενεργός και θα το αγαπήσεις. Και η ζωή σου θα είναι πιο έντονη και πιο ευχάριστη.

15. Να είσαι αισιόδοξος. Μάθε να αναγνωρίζεις τις αρνητικές σκέψεις που έχεις. Αυτές οι αμφιβολίες που έχεις για τον εαυτό σου, η κριτική των άλλων, οι καταγγελίες είναι οι λόγοι για τους οποίους δεν μπορείς να κάνεις κάτι. Συγκρατήσου όταν έχεις αυτές τις αρνητικές σκέψεις και αντικατέστησε τες με θετικές σκέψεις. Βρες λύσεις. Μπορείς να το κάνεις!

16. Άνοιξε την καρδιά σου. Είναι η καρδιά σας είναι ένα κλειστό κέλυφος; Μάθετε να την ανοίγεις, να είναι έτοιμη να λάβει αγάπη και να δώσει αγάπη άνευ όρων. Αν έχεις πρόβλημα με αυτό καλό θα είναι να το συζητήσεις με κάποιον. Προσπάθησε το.

17. Φιλί στη βροχή. Άδραξε τη στιγμή και γίνε ρομαντικός. Βρέχει έξω; Άρπαξε την αγαπημένη σου, βγείτε έξω και δώσε της ένα παθιασμένο φιλί. Στο δρόμο για το σπίτι, σταμάτα το αυτοκίνητο και πάρε για την αγαπημένη σου μερικά αγριολούλουδα. Γράψε ένα ραβασάκι για αυτήν. Ντύσου προκλητικά για αυτόν.

18. Αντιμετώπισε τους φόβους σου. Τι φοβάσαι περισσότερο; Τι σε κρατάει πίσω; Ότι και να είναι, αναγνώρισε το και αντιμετώπισε το. Τι είναι αυτό που φοβάσαι περισσότερο; Φοβάσαι τα ύψη; Ανέβα στο ψηλότερο κτίριο και πήγαινε στη άκρη και κοίτα κάτω στο κενό. Μόνο αν αντιμετωπίσεις τους φόβους σου θα ελευθερωθείς από αυτούς.

19. Υπάρχουν στιγμές που θα υποφέρεις. Η ζωή δεν είναι μόνο χαρά και παιχνίδι. Το να πονάς είναι αναπόφευκτο μέρος της ζωής. Θα χάσουμε τη δουλεία μας, τους εραστές μας, το αγαπημένο μας κατοικίδιο. Τραυματιζόμαστε ή αρρωσταίνουμε. Μπορεί ένα αγαπημένο πρόσωπο να αρρωστήσει. Ένας γονιός να πεθάνει. Να μάθεις να αισθάνεσαι το πόνο έντονα και να θρηνείς πραγματικά. Αυτό είναι ένα κομμάτι της ζωής, ότι αισθάνεσαι πόνο. Όταν τελειώσει το κομμάτι αυτό, προχώρα και βρες τη χαρά.

20. Κόψε ταχύτητα. Η ζωή κινείται σε τόσο γρήγορους ρυθμούς αυτές τις μέρες. Δεν είναι υγιές και σίγουρα δεν είναι ευνοϊκό να ζεις έτσι. Προσπάθησε να κάνεις τα πάντα πιο αργά. Από το να τρως πιο αργά το φαγητό μέχρι να περπατάς πιο αργά, να οδηγείς, να δουλεύεις, να διαβάζεις. Απόλαυσε αυτό που κάνεις. Μάθε να κινείσαι με ρυθμούς χελώνας.

21. Άγγιξε τους συνανθρώπους σου. Βγες έξω από το σπίτι σου και συνάντησε τους γείτονες σου, βρες ποιοι από αυτούς ζουν σε χειρότερες συνθήκες. Συνάντησε τους, μίλησε μαζί τους, κατανόησε τους. Ζήσε ανάμεσα τους, γίνε ένα με αυτούς. Παράτησε τον υλιστικό τρόπο ζωής σου.

22. Κάνε εθελοντισμό. Δώσε βοήθεια κάνοντας συσσίτια σε άστεγους πολίτες. Μάθε να έχεις συμπόνια και μάθε να απαλύνεις το πόνο των άλλων. Βοήθησε στους αρρώστους, τα άτομα με αναπηρίες, αυτούς που πεθαίνουν.

23. Παίξε με τα παιδιά. Τα παιδιά ξέρουν να ζουν καλύτερα από τον καθένα. Ζουν τα πάντα σε κάθε στιγμή, ολοκληρωτικά. Και όταν πληγώνονται, κλαίνε πραγματικά. Όταν παίζουν διασκεδάζουν με την ψυχή τους. Μάθε από αυτά, αντί να σκέφτεσαι ότι γνωρίζεις πολύ περισσότερα από αυτά. Παίξε μαζί τους και μάθε να είσαι χαρούμενος όσο και αυτά.

24. Μίλησε με ηλικιωμένους. Δεν υπάρχει κανείς πιο σοφός, πιο έμπειρος, πιο γνώστης από αυτούς που έχουν ζήσει τη ζωή. Μπορούν να σας πουν απίστευτες ιστορίες. Μπορούν να σου δώσουν συμβουλές στο να κάνεις ένα γάμο να κρατήσει ή πώς να μην χρεοκοπήσεις. Να σου πουν για πράγματα που έχουν μετανιώσει, έτσι ώστε να μάθεις από αυτούς και να μην κάνεις τα ίδια λάθη. Είναι η σοφία της κοινωνίας μας. Επωφελήσου από της ύπαρξή τους όσο είναι ακόμα γύρω σου.

25. Μάθε νέες δεξιότητες. Βελτίωνε συνεχώς τον εαυτό σου αντί να παραμένεις στάσιμος. Όχι επειδή δεν είσαι τόσο τέλειος αλλά επειδή είναι ευχάριστο και σου δίνει ικανοποίηση. Πρέπει να δεχθείς τον εαυτό σου όπως είναι και να μάθεις να αγαπάς αυτό που είσαι, αλλά να εξακολουθείς να προσπαθείς να βελτιώνεσαι. Μόνο και μόνο επειδή η διαδικασία της βελτίωσης είναι η ίδια η ζωή.

26. Βρες την πνευματικότητα σου. Για μερικούς αυτό σημαίνει την εύρεση του Θεού ή του Ιησού ή του Αλλάχ ή του Βούδα. Για άλλους, αυτό σημαίνει να έρχεσαι σε αρμονία με τα πνεύματα των προγόνων σου ή με τη φύση. Για μερικούς άλλους, αυτό σημαίνει απλά μια εσωτερική ενέργεια. Όποια πνευματικότητα και αν είναι αυτή, ανακάλυψε την ,θα είναι δύναμη για σένα.

27. Κάνε μικρές συνταξιοδοτήσεις. Μην αφήνεις την χαρά της συνταξιοδότησης για όταν θα είσαι πολύ γέρος για να την απολαύσεις. Κάντο τώρα, όσο είσαι ακόμα νέος. Κάνει την σκληρή εργασία να αξίζει ακόμη περισσότερο. Βρες τρόπους να παίρνεις ένα χρόνο άδεια κάθε λίγα χρόνια. Κάνε αποταμίευση, πούλησε το σπίτι σου, τα υπάρχοντα σου και ταξίδεψε. Ζήσε απλά, αλλά ζήσε, χωρίς να χρειάζεται να δουλέψεις. Απόλαυσε τη ζωή και μετά γύρισε πίσω στη δουλεία και φύλαξε χρήματα ξανά για να το ξανακάνεις σε μερικά χρόνια.

28. Μην κάνεις τίποτα. Παρά την παραπάνω συμβουλή, ότι πρέπει να βρεις τι σε συναρπάζει, υπάρχει μία αξία στο να μην κάνεις τίποτα επίσης. Όχι μην κάνεις τίποτα, όπως να μην διαβάσεις, να μην πάρεις έναν υπνάκο, να μην δεις τηλεόραση ή να μην κάνεις διαλογισμό. Να μην κάνεις τίποτα για λίγο, να μάθεις να είσαι σιωπάς, να ακούς την εσωτερική σου φωνή, να είσαι σε αρμονία με την ζωή. Κάνε το αυτό σε καθημερινή βάση, αν είναι δυνατόν.

29. Σταμάτα να παίζεις βιντεοπαιχνίδια. Μπορεί να έχουν πλάκα, αλλά μπορεί διαρκέσουν πάρα πολλές ώρες. Αν ξοδεύεις πολύ χρόνο παίζοντας online παιχνίδια, πασιέντζα στον υπολογιστή, Wii, Game Boy ή οτιδήποτε άλλο, δοκίμασε να περάσεις μία εβδομάδα χωρίς αυτά. Βρες κάτι άλλο να κάνεις, βγες έξω από το σπίτι.

30. Κοίταζε το ηλιοβασίλεμα, καθημερινά. Είναι μία από τις πιο όμορφες εικόνες της ημέρας. Κάνε το σε καθημερινή βάση και βρες ένα καλό σημείο για να βλέπεις το ηλιοβασίλεμα ξεκάθαρα. Μπορείς ταυτόχρονα να έχεις και ένα ελαφρύ γεύμα μαζί σου.

31. Σταμάτα να διαβάζεις περιοδικά. Είναι βασικά βλακείες. Χαραμίζουν και το χρόνο σου και τα λεφτά σου. Ακύρωσε τις συνδρομές σου και προσπέρασε τα στα νέα περίπτερα. Αν θες να διαβάσεις κάτι τότε διάβασε μία νουβέλα ή ακόμα καλύτερα, διάβασε ένα απόσπασμα από ένα βιβλίο μια φόρα την ημέρα και θα είσαι εντάξει.

32. Σπάσε την ρουτίνα. Νομίζεις ότι κάνεις τα ίδια πράγματα κάθε μέρα; Άλλαξε το. Δοκίμασε κάτι καινούργιο. Πάρε μια διαφορετική διαδρομή στο δρόμο για την δουλεία. Ξεκίνα την ημέρα σου με διαφορετικό τρόπο. Προσέγγισε την δουλεία σου από μία νέα οπτική γωνία. Κοίταξε τα πράγματα γύρω σου με νέο μάτι.

33. Σταμάτα να παρακολουθείς ειδήσεις. Είναι θλιβερό και άχρηστο. Εάν βλέπεις ειδήσεις καθημερινά, μπορεί να είναι δύσκολο για σένα να το κόψεις. Δεν έχω δει ειδήσεις στην τηλεόραση και δεν έχω διαβάσει εφημερίδες συστηματικά εδώ και δύο χρόνια. Δεν με έχει πειράξει καθόλου. Οτιδήποτε σημαντικό, θα μου το πει η μαμά μου.

34. Γέλασε μέχρι να κλάψεις. Το γέλιο είναι ένας από τους καλύτερους τρόπους για να ζεις. Πες ανέκδοτα και γέλασε με την ψυχή σου. Δες μια φανταστική κωμωδία. Μάθε να γελάς με το οτιδήποτε. Πέσε κάτω από τα γέλια. Θα το λατρέψεις.

35. Χάσε τον έλεγχο. Όχι μόνο τον έλεγχο του εαυτού σου, αλλά και τον έλεγχο σε σχέση με άλλους. Είναι κακιά συνήθεια να προσπαθείς να ελέγξεις τους άλλους. Αυτό θα οδηγήσει σε στρες και δυστυχία για σένα αλλά και για αυτούς που προσπαθείς να ελέγξεις. Άσε τους άλλους να ζήσουν και ζήσε για τον εαυτό σου. Και να χάνεις τον έλεγχο του εαυτού σου που και που.

36. Κλάψε. Οι άντρες κυρίως έχουν την τάση να συγκρατούν τα δάκρυα τους, αλλά το κλάμα είναι απίστευτη ανακούφιση. Κλάψε σε μια θλιβερή ταινία. Κλάψε σε μια κηδεία. Κλάψε όταν πληγωθείς ή άμα κάποιος που αγαπάς πληγωθεί. Απελευθερώνοντας αυτά τα συναισθήματα μας επιτρέπει να καθαρίσουμε τον εαυτό μας.

37. Φτιάξε ένα φανταστικό επιδόρπιο. Μου αρέσει να φτιάχνω ζεστά, μαλακά κέικ σοκολάτας. Αλλά ακόμη και τα μούρα βουτηγμένα σε σοκολάτα ή κρέπες με παγωτό και φρούτα, αλλά και μια φρέσκια μηλόπιτα, σπιτικά μπισκότα σοκολάτας ή brownies είναι τέλεια. Αυτό δεν είναι κάτι που μπορείς να το κάνεις κάθε μέρα, άλλα περιστασιακά. Όταν όμως το κάνεις είναι υπέροχο.

38. Δοκίμασε κάτι καινούργιο, κάθε εβδομάδα. Ρώτησε τον εαυτό σου: « Τι καινούργιο μπορώ να κάνω αυτή την εβδομάδα;» στην συνέχεια φρόντισε να το κάνεις. Δεν χρειάζεται να μάθεις μια ξένη γλώσσα μέσα σε μια βδομάδα, αλλά αναζήτησε καινούργιες εμπειρίες. Προσπάθησε! Μπορεί μετά να θέλεις να το συνεχίσεις στη ζωή σου.

39. Ζήσε τη στιγμή. Αντί να σκέπτεσαι για πράγματα που πρέπει να κάνεις, για πράγματα που σου συνέβησαν, να ανησυχείς, να σχεδιάζεις ή να μετανιώνεις, σκέψου τι κάνεις τώρα. Τι είναι γύρω σου; Τι μυρωδιές, τι ήχους, τι εικόνες και τι συναισθήματα βιώνεις; Μάθε να το κάνεις αυτό όσο το δυνατόν περισσότερο μέσω διαλογισμού αλλά επίσης με το να επικεντρώνεσαι στο παρόν και στα πράγματα που κάνεις σήμερα.

Νίτσε: Είναι η βούλησή μας αιτία των πράξεων μας;

Η πλάνη μιας ψευδούς αιτιότητας. - Τι εστί αιτία; Οι άνθρωποι σε κάθε εποχή πίστευαν ότι ήξεραν τι είναι αιτία: όμως από πού αντλούσαμε αυτή μας τη γνώση ή, πιο συγκεκριμένα, αυτή μας την πίστη ότι κατείχαμε αυτήν τη γνώση; Από τη σφαίρα των περίφημων «εσωτερικών γεγονότων1», κανένα εκ των οποίων δεν έχει αποδειχτεί μέχρι τώρα πραγματικό. Πιστεύαμε πως ήμασταν -εμείς οι ίδιοι!- οι αιτιώδεις παράγοντες της πράξης της βούλησης· νομίζαμε πως τουλάχιστον εδώ συλλαμβάναμε την αιτιότητα επ' αυτοφώρω.

Επίσης, κανένας δεν αμφέβαλλε ότι όλα τα antecedentia [προγενέστερα] μιας πράξης, οι αιτίες της, βρίσκονταν στη συνείδηση και ότι θα μπορούσε να τα βρει κανείς εκεί, αν τα αναζητούσε - ως «κίνητρα»: αλλιώς, κανένας δε θα ήταν ελεύθερος να κάνει την πράξη αυτή ούτε θα ήταν υπεύθυνος γι’ αυτή. Τέλος, ποιος θα αμφισβητούσε το ότι μια σκέψη προκαλείται από κάτι; Το ότι το Εγώ προκαλεί τη σκέψη;...

Από αυτά τα τρία «εσωτερικά γεγονότα», μέσω των οποίων φαινόταν να πιστοποιείται η αυθεντικότητα της αιτιότητας, το πρώτο και το πιο πειστικό είναι εκείνο της βούλησης ως αιτίας· η σύλληψη μιας συνείδησης («πνεύματος») ως αιτίας και αργότερα εκείνη του Εγώ (του «υποκειμένου») ως αιτίας είναι απλώς μεταγενέστερες, καθώς πρώτα εδραιώθηκε η αιτιότητα της βούλησης ως δεδομένη, ως εμπειρία...

Εν τω μεταξύ σκεφτήκαμε τα πράγματα καλύτερα. Σήμερα δεν πιστεύουμε λέξη από όλα αυτά. Ο «εσωτερικός κόσμος» είν' όλο αντιφεγγίσματα κ’ ιριδισμούς - ανάμεσά τους η βούληση. Η βούληση δεν κινεί τίποτα πια, επομένως και τίποτα δεν εξηγεί πια - απλώς συνοδεύει τα συμβάντα· μπορεί ακόμα και να απουσιάζει.

Το λεγόμενο «κίνητρο»: άλλη μία πλάνη. Απλώς ένα επιφανειακό φαινόμενο της συνείδησης, ένα συνοδευτικό στοιχείο της πράξης, το οποίο συγκαλύπτει μάλλον παρά αποκαλύπτει τα antecedentia [προγενέστερα] μιας πράξης.

Και τώρα το Εγώ! Αυτό έχει γίνει μύθος, αποκύημα της φαντασίας, λογοπαίγνιο: έχει πάψει εντελώς να σκέ­φτεται, να αισθάνεται και να θέλει!... Τι προ­κύπτει από αυτό; Αιτίες κατά φαντασίαν2! ΔΕΝ υφίστανται! Όλη η δήθεν εμπειρία που τις επιβεβαίωνε πήγε κατά διαόλου! Αυτό προκύ­πτει! - Είχαμε κάνει υπερβολική κατά­χρηση αυτής της «εμπειρίας»· βασιζόμενοι σε αυτήν είχαμε πλάσει τον κόσμο σαν έναν κόσμο αιτιών, σαν έναν κόσμο βούλησης, σαν έναν κό­σμο πνευμάτων3.

Η παλαιότερη και μακρο­βιότερη ψυχολογία ήταν εδώ επί το έργον, δεν έκανε τίποτε άλλο: κάθε συμβάν ήταν γι’ αυτή μια πράξη, κάθε πράξη το αποτέλεσμα μιας βούλησης· ο κόσμος έγινε γι’ αυτή μια πολλα­πλότητα δρώντων, ένας δρων (ένα «υποκείμε­νο») φορτώθηκε κάθε συμβάν.

Ο άνθρωπος πίστευε ακράδαντα σε τούτα τα τρία «εσωτερικά γεγονότα» του: τη Βούληση, το Πνεύμα, το Εγώ· από ΜΕΣΑ του τα πήρε, προβάλλοντάς τα στο κάθετί. Πρώτα, απ' το Εγώ παρήγαγε το ον, το Είναι· έπειτα, όρισε τα «πράγματα» ως υπαρκτά, ως οντότητες ΚΑΤ' ΕΙΚΟΝΑ του, νοώντας το Εγώ ως αιτία. Ε, και μετά, όποια πέτρα σήκωνε, ξαναέβρισκε μες στα πράγματα ΤΑ ΔΙΚΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΓΙΟΜΙΣΜΑΤΑ.4 Εύλογο!

Επαναλαμβάνω: ακόμα κ' η λέξη «πράγμα» αντικατοπτρίζει την πίστη μας στο Εγώ-αιτία... Και στο προσφιλές σας Άτομον5, αγαπητοί μηχανοκράτες και φυσικοί, πόση πλάνη ακόμα και σ’ αυτό, πόσα και πόσα υπολείμματα ατελούς ψυχολογίας εκεί μέσα!

Για να μη μιλήσω για το «πράγμα καθ’ εαυτό»6, για το horrendum pudendum7 [επαί­σχυντο πράγμα] των μεταφυσικών! Η πλάνη να συγχέουμε το πνεύμα ως αιτία με την πραγ­ματικότητα! Και να την ανάγουμε σε μέτρο της πραγματικότητας! Και να την αποκαλούμε Θεό!
---------------------
1.“Inneren Thatsachen” στο πρωτότυπο. Εννοεί τον «ψυχικό μας κόσμο». Βλ. και περί «ηθικών γεγονότων» (moralische Thatsachen). Γεγονότα που «υπακούουν» σε αιτίες «υπερβατικές», καθοδηγούμενα υπό του «θείου δακτύλου». Κατά Νίτσε: «ηθική τάξη πραγμάτων.» Πρβλ Αντίχριστο, 49 [KSA, VI, 228,28-33]: Όταν οι φυσικές συνέπειες μιας πράξης θεωρούνται «ηθικές» συνέπειες (ανταμοιβή, τιμωρία), τότε κάθε προϋπόθεση για Γνώση καταστρέφεται.
2. “Geistige Ursache” στο πρωτότυπο. Έκφραση σύστοιχη των «πλασμάτων του νου» (fictions), των φανταστικών αιτιών (imaginare Ursache). Πρβλ και Αντίχριστο 39,137 [KSA, VI, 212,4] – όπου ο Νίτσε διακρίνει αφ’ ενός τι εισπράττει η συνείδηση, τι δέχεται ο νους ως «αλήθεια» (παραδοχές, βεβαιότητες, πίστεις), κι αφ’ ετέρου τι πράγματι συμβαίνει κάτω απ’ την «επιφάνεια» της συνείδησης στο πεδίο των ενστίκτων.
3. Υπαινιγμός στον Σοπενχάουερ, ο οποίος στο έργο του Die Welt als Wille und Vorstellung, ίί, 16 γράφει ότι ο κόσμος των εννοιών είναι ένας κόσμος πνευμάτων προσιτός μόνο στον ανθρώπινο νου.
4. Υπαινιγμός περί Κάντ, ο όποιος στον Πρόλογο της β' έκδ. της Κριτικής του καθαρού Λόγου έγραφε ότι ο άνθρωπος, για νάχει βέβαιη a priori γνώση, δεν πρέπει να βάλει τίποτε άλλο στο εκάστοτε υπό εξέτασιν αντικείμενο· αρκούν όσες ιδιότητες συν­άγονται διά του ορισμού αυτής τούτης της έννοιας του (...er, um sicker etwas a priori zu wissen, er der Sache nichts beilegen musse, aΙs was aus dem notwendig folgte, was er seinem Begriffe gemab selbst in sie gelegt hat).
5. Πρβλ Λυκόφως, «Ο 'Λόγος' στη φιλοσοφία». Γι’ άλλη μια φορά, ο Νίτσε βάλλει κατά της πίστης σε «πρωταρχικές ουσίες» και, συγκεκριμένα, στο «απειροελάχιστο σβωλαράκι-Άτομον, το τελευταίο τάχα στερεό θεμέλιο της γης» (Πέρα από το Καλό και το Κακό, 12 [KSA, VI. 26]). Βλ. Gori, Boscouich, 8· Παράρτημα II.
Με τη δημοκρίτεια έννοια: ο αδιάσπαστος, ανώλεθρος δομικός λίθος του Κόσμου· - με αιχμές σαφώς κατά της «ψυχής» ως άτμητης μονάδας. Εδώ απορρίπτεται το όποιο μεταφυσικό «παραθυράκι» της προσωπικής αθανασίας και κάθε λογής κολακείας ή ματαιοδοξίας που θαρρεί πως παραβιάζει ως και τους νόμους της Φύσης (Αντίχριστος, 43 [KSA, VI, 217,7-24]- Παράρτημα II: «Μηχανική Φυσική, Λογική και Μαθηματικά), ενώ το βάρος πέφτει στο βιολογικό συνεχές (ή μια, συνεχής κι ακέραια Διαδρομή Άνθρωπος).
Ήτοι: ένα άλλου είδους «υποκείμενο». H[Και, πάντως, είναι άλλο ένα «νοησιοκρατικό» εύρημα... Πρβλ, αντίστοιχα, τα του Vaihinger, στην περίφημη Φιλοσοφία του αls ob (= ωσανεί), σύμφωνα με την οποία όλοι οι τομείς του Επιστητού ερείδονται πάνω σε τέτοιου είδους «νοησιοκρατικά ευρήματα». Βλ. Παράρτημα II· Πίνακα όρων, «Γνωσιολογία».]
6. “Ding an sich” στο πρωτότυπο: το επέκεινα της εμπειρίας. Ο μεγάλος Πρώσος φιλόσοφος Ιμάνουελ Καντ (1724- 1804) ήταν μόνιμος στόχος των επιθέσεων του Νίτσε. Ο υπαινιγμός εδώ είναι στη διάκριση του Καντ (στην Κριτική του καθαρού Λόγου) ανάμεσα στον «φαινομενικό» κόσμο των φαινομένων, που είναι ο μόνος που μπορούμε να συλλάβουμε με την αισθητηριακή αντίληψή μας, και στον «νοούμενο» κόσμο του «πράγματος καθ’ εαυτού». Βλ. Λυκόφως, «Ακροβολισμοί ενός άκαιρου», 29· επίσης: Αντίχριστος, υ. 96.
Η θεωρία των δέκα «κατηγοριών» ή «κλάσεων» του Είναι διατυπώθηκε πρώτα από τον Αριστοτέλη· στη φιλοσοφία του Καντ, οι «κατηγορίες» είναι οι μορφές που επιβάλλει η διάνοια στις αισθητηριακές αντιλήψεις στον χώρο και τον χρόνο: μέσω αυτών των κατηγοριών, αυτό που θα ήταν σε άλλη περίπτωση αισθήσεις ασύνδετες μεταξύ τους γίνεται συστηματικά συνδεδεμένος κόσμος. Από την ύπαρξη των κατηγοριών, ο Καντ παράγει την ύπαρξη των «πραγμάτων καθ’ εαυτών»: τα αντικείμενα που αντιλαμβανόμαστε κάτω από τις μορφές των κατηγοριών πρέπει, όπως λέει αυτός, να έχουν κάποια ύπαρξη έξω απ’ αυτές τις μορφές, προκειμένου να μπορέσουν να τεθούν πάνω τους αυτές. Βλ. Κριτική του καθαρού Λόγου, 1781.
7. ΔΗ Λατινικά στο πρωτότυπο. Σε κάπως ελεύθερη απόδοση: τα φρικιαστικά αχαμνά, τ’ άθλια αιδοία, τη γύμνια των Μεταφυσικών. Η έκφραση αυτή του Νίτσε θυμίζει το αντίστοιχο του Seidler για κάποιον «ζηλωτή» φιλόλογο της εποχής, όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Δημήτριος Βερναρδάκης, στη μνημειώδη έκδοση του -της Ηλέκτρας- του Ευριπίδη (Δράματα, Γ', εν Αθήνησιν, 1903, 425: «...Ο Σείδλερ λέγει, όχι άνευ ειρωνείας τινός, ότι ο Εάθ εισήγαγε “το μόριόν του”...»)!

Friedrich Nietzsche, Το λυκόφως των ειδώλων ή πώς φιλοσοφεί κανείς με το σφυρί

Πλάτων: Η ψυχή είναι το πιο πρωταρχικό από όλα όσα πήραν μέρος στη δημιουργία

Οι Νόμοι είναι το τελευταίο πλατωνικό έργο. Ο συγγραφέας δεν πρόλαβε ούτε να το εκδώσει. Ήταν γραμμένο σε πίνακες με κερί και ο γραμματέας της Ακαδημίας, Φίλιππος ο Οπούντιος, ανέλαβε το έργο της μεταγραφής του («Φίλιππος ὁ Ὀπούντιος τοὺς Νόμους αὐτοῦ μετέγραψεν ὄντας ἐν κηρῷ» Διογένης Λαέρτιος, Βίοι φιλοσόφων 3.37), χωρίζοντας το περιεχόμενό του σε δώδεκα βιβλία. Πρόκειται για το εκτενέστερο έργο του Πλάτωνα (που ξεπερνά ακόμη και την Πολιτεία).

Οι καινοτομίες που εισάγει ο συγγραφέας, Πλάτων, δεν μπορούν να περάσουν απαρατήρητες. Κατ’ αρχάς ο διάλογος δεν διαδραματίζεται όπως οι υπόλοιποι στην Αθήνα αλλά στην Κρήτη. Επιπλέον, η απουσία του Σωκράτη είναι περισσότερο από εμφανής. Πρόκειται για τον μοναδικό πλατωνικό διάλογο όπου δεν λαμβάνει μέρος. Τρεις συνομιλητές (ο Σπαρτιάτης Μέγγιλος, ο Κρητικός Κλεινίας και ένας ανώνυμος Αθηναίος ξένος) με αφορμή την ίδρυση της πόλης της Μαγνησίας συζητούν για τους νόμους που θα θεσπίσουν για την εύρυθμη λειτουργία της. Σκοπός βέβαια είναι η αρετή.

Στο 12ο βιβλίο παρά το ότι η νομοθεσία της πόλεως έχει αποπερατωθεί, ο πρωταγωνιστής του διαλόγου (ο ανώνυμος Αθηναίος ξένος) θεωρεί ότι τίποτε δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη. Μπορεί να έχουν ρυθμίσει τους νόμους της πόλεως, αλλά ενδεχομένως στο μέλλον να αλλάξουν. Τι θα αποτελέσει εγγύηση για την υπακοή των πολιτών σ’ αυτούς; Ο μεγαλύτερος φόβος του όμως είναι η διατήρησή τους. Ο Πλάτων αυτή τη φορά δεν χρειάζεται να παραθέσει τον μύθο του Ηρός (όπως στην Πολιτεία) για να αναφερθεί στις Μοίρες, γεφυρώνοντας τα δύο έργα. Ο μύθος είναι ήδη γνωστός. Αρκεί να τον ανακαλέσουν: Η Λάχεσις, η Κλωθώ και η Ατροπός ορίζουν τη ζωή των ανθρώπων. Το ενδιαφέρον του Πλάτωνα στρέφεται μόνο στην τελευταία, την Ατροπό, καθώς είναι εκείνη που διατηρεί όσα έχουν αποφασίσει οι δύο προηγούμενες.

«ΑΘΗΝΑΙΟΣ: Από αυτές [τις Μοίρες] η Λάχεσις είναι η πρώτη, η Κλωθώ η δεύτερη και η Ατροπός η τρίτη η οποία διαφυλάσσει όσα έχουμε πει (σώτειραν τῶν λεχθέντων), απονέμοντας σε όσα έχουν υφανθεί τη δύναμη να μην αλλάζουν. Με αυτά θέλουμε να εξοπλίσουμε και την πόλη και τους πολίτες, όχι μόνο με υγεία και διαφύλαξη των σωμάτων, αλλά με ευνομία στις ψυχές τους και περισσότερο με διαφύλαξη των νόμων. Εγώ θεωρώ ότι είναι εμφανές πως αυτό λείπει από τους νόμους δηλαδή πώς πρέπει να τους εμφυσήσουμε με φυσικό τρόπο ώστε να μην αλλάζουν (ἀμετάστροφον).»
Πλάτων, Νόμοι 960c7-d7

Ο Πλάτωνας δεν θα μπορούσε να είναι περισσότερο σίγουρος για την ορθότητα των ιδεών του· οι νόμοι πρέπει να είναι σαν το πεπρωμένο, να μην μεταβάλλονται. Η συζήτηση περί της ιδανικής Πολιτείας που ολοκληρώνεται στους Νόμους με τη θέσπιση των διαταγμάτων για κάθε περίσταση έχει στόχο τη διατήρηση των νόμων με κάθε κόστος. Στους Νόμους, ο φιλόσοφος-βασιλιάς της Πολιτείας (473c-d) δίνει τη θέση του στη Συνέλευση της πόλεως (σύλλογος), που θα εξασφαλίσει τη διατήρηση των νόμων. Η Συνέλευση θα αποτελείται από τους δέκα πιο ηλικιωμένους, μαζί με όσους έχουν τιμηθεί με βραβείο αριστείας αλλά και με όσους ταξίδεψαν στο εξωτερικό (ώστε να συλλέξουν πληροφορίες για τη διατήρηση των νόμων). Επιπλέον, υποχρεούνται να φέρουν μαζί τους έναν νέο (όχι μικρότερο όμως των τριάντα ετών) τον οποίο θα έχουν κρίνει ως άξιο να συμμετέχει. Αυτό όμως θα πρέπει να κρατηθεί κρυφό από τον υποψήφιο, έως ότου αποδείξει την αξία του. Η εν λόγω Συνέλευση θα λαμβάνει χώρα πολύ πρωινές ώρες και για τον λόγο ότι οι συμμετέχοντες δεν θα είναι απασχολημένοι.

Ποιος είναι όμως ο τελευταίος νόμος που θα ψηφίσει η Συνέλευση; Τι δεν είχαν προβλέψει έως τώρα;

Ο Αθηναίος (όπως ο Σωκράτης στην Πολιτεία) θα μεταφέρει τη συζήτηση στην ψυχή:

«ΑΘΗΝΑΙΟΣ: Πρέπει λοιπόν, Κλεινία, να σκεφτούμε για όλα ποιος είναι ο κατάλληλος σωτήρας σε κάθε έργο, για παράδειγμα στο έμβιο ον η ψυχή και το σώμα είναι από τη φύση το καλύτερο (ὡς ἐν ζῴῳ ψυχὴ καὶ κεφαλή, τό γε μέγιστον, πεφύκατον).

ΚΛΕΙΝΙΑΣ: Με ποιον τρόπο;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ: Οπωσδήποτε η αρετή τους παρέχει τη σωτηρία σε κάθε ζώο.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ: Πώς;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ: Γιατί, πέρα από τα άλλα, ο νους είναι σύμφυτος με την ψυχή, και στο σώμα, μαζί με τα άλλα, η όραση και η ακοή· με λίγα λόγια, ο νους είναι συνυφασμένος με τις καλύτερες αισθήσεις, και γίνονται ένα, και δικαιότατα θα ονομαζόταν η σωτηρία του καθενός.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ: Και βέβαια φαίνεται έτσι.»
Πλάτων, Νόμοι 961c1-10

Το αγαπημένο παράδειγμα των φιλοσόφων, το πλοίο με τον κυβερνήτη και τους ναύτες, κάνει την εμφάνισή του: Πώς εξασφαλίζεται η σωτηρία του πλοίου στη θαλασσοταραχή αλλά και στη γαλήνη; Όταν ο καπετάνιος με το πλήρωμα ενώσουν τις δυνάμεις τους, τον νου και τις αισθήσεις. Τα παραδείγματα συνεχίζονται για να καταλήξουν στον σκοπό της νομοθεσίας. Αν ο κυβερνήτης (είτε του πλοίου είτε της πόλεως) δεν γνωρίζει τον σκοπό τους, τότε δεν θα καταφέρει να τον πετύχει. Οι νόμοι εξαρτώνται από τις πόλεις και τον στόχο των νομοθετών. Αν στόχος είναι ο πλουτισμός, οι νόμοι θα διαφέρουν και οι άνθρωποι να γίνουν δούλοι των άλλων (δοῦλοί τινων ὄντες). Αντιθέτως, άλλοι προτιμούν μία ελεύθερη ζωή.

Η συζήτηση επανέρχεται στη Συνέλευση (που θα συνεδριάζει τη νύχτα). Ο σκοπός της δικής τους πόλεως πρέπει να είναι σαφής. Η νομοθεσία που έχουν προβλέψει θα έχει έναν στόχο: την αρετή. Πώς θα τον κοινωνήσουν όμως στους «πολλούς»; Αυτή θα είναι η δουλειά των φυλάκων, οι οποίοι θα πρέπει να γνωρίζουν καλά την έννοια της αρετής και πιο σημαντικό, να μπορούν να τη διδάξουν. Οι πολίτες οφείλουν να υπακούν στους νόμους, οι φύλακες ωστόσο δεν αρκεί μόνο να γνωρίζουν τους νόμους, αλλά να προσφέρουν λογικές εξηγήσεις και να κρίνουν το φύσει καλό και κακό.

Ο Αθηναίος συνοψίζει: ένα από τα ωραιότερα θέματα είναι αυτό σχετικά με τους θεούς. Και οι φύλακες πρέπει να το κατέχουν καλά. Κατ’ ακρίβεια, επιβάλλεται να πιστεύουν στους θεούς, η ύπαρξη των οποίων πιστοποιείται από δύο πράγματα: Το πρώτο είναι η αθανασία της ψυχής και το δεύτερο η τακτική κίνηση των αστέρων. Ο Πλάτων αντιστρέφει το επιχείρημα. Η κίνηση των ουρανίων σωμάτων πιστοποιεί την ύπαρξη του θεού. Άψυχα αντικείμενα δεν μπορούν να ακολουθούν τόσο ακριβείς υπολογισμούς.

«ΑΘΗΝΑΙΟΣ: Ο νους που κυβερνά έβαλε σε τάξη τα πάντα στο σύμπαν. Όποιος τα δει αυτά με προσοχή και όχι με αφέλεια, δεν πρόκειται να γίνει άθεος ούτε να συμβεί το αντίθετο από αυτό που περιμένουν πολλοί. Γιατί υποθέτουν ότι όσοι ασχολούνται με την αστρονομία και τις άλλες συναφείς αναγκαίες επιστήμες γίνονται άθεοι, καθώς παρατηρούν ότι αυτά συμβαίνουν αναγκαία και όχι χάρη σε βούληση της διάνοιας για την εκπλήρωση του αγαθού.»
Πλάτων, Νόμοι 966d9-967a6

Η αθεΐα θα προσβάλλει τους νόμους. Και αυτό επειδή οι άθεοι δεν καταλαβαίνουν την προτεραιότητα της ψυχής έναντι του σώματος. Ο Πλάτωνας καταφέρεται εναντίον των Φυσικών φιλοσόφων. Πολλοί από αυτούς μάλιστα, έφτασαν στο σημείο να αποδώσουν την αιτία στην ύλη, φέρνοντάς τους σε δύσκολη θέση. Σήμερα όμως τα πράγματα είναι αλλιώς, αποφαίνεται. Ο Πλάτωνας με τη φωνή του Αθηναίου υπερτονίζει την αναγκαιότητα του έσχατου νόμου. Εκεί όπου όλα έχουν ρυθμιστεί στην εντέλεια, το πιο σημαντικό απουσιάζει: Η δια νόμου θεολογική παιδεία των φυλάκων, ώστε οι νόμοι να παραμένουν αναλλοίωτοι.

«ΑΘΗΝΑΙΟΣ: Δεν πρόκειται ποτέ κανείς από τους θνητούς ανθρώπους να γίνει με βεβαιότητα θεοσεβής, αν δεν καταλάβει αυτά που λέμε τώρα: ότι η ψυχή είναι το πιο πρωταρχικό από όλα όσα πήραν μέρος στη δημιουργία, και είναι αθάνατη, και εξουσιάζει όλα τα σώματα (ἀθάνατόν τε, ἄρχει τε δὴ σωμάτων πάντων). Επιπλέον, πρέπει να καταλάβει αυτό που είπαμε πολλές φορές ως τώρα, ότι ο νους εξουσιάζει όσα βρίσκονται στα αστέρια. Τώρα, Κλεινία και Μέγγιλε, πρέπει να σκεφτούμε, αν θα προσθέσουμε κι αυτόν τον νόμο, μαζί με όσους έχουμε αναφέρει, ώστε η νυχτερινή Συνέλευση των αρχόντων να γίνει κοινωνός της παιδείας που είπαμε, και να φυλάξει τον νόμο για τη διατήρησή του; Τι άλλο να κάνουμε;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ: Αγαπητέ μου, βεβαίως θα τον προσφέρουμε, μήπως μπορούμε και σταδιακά;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ: Τότε όλοι μας ας προσπαθήσουμε. Θα γίνω βοηθός σας με μεγάλη προθυμία (και ίσως μάλιστα βρω και άλλους εκτός από εμένα) χάρη στην εμπειρία μου και τη συχνή μου μελέτη για το θέμα.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ: Αλλά τότε, ξένε, πάνω απ’ όλα πρέπει να πορευτούμε στον δρόμο που όπως φαίνεται μας οδηγεί ο θεό;.»
Πλάτων, Νόμοι 967d2-968c1

Ο Πλάτωνας έχει πραγματευτεί σε μάκρος την αθανασία της ψυχής σε άλλα έργα. Στις τελευταίες σειρές του έργου (που δεν πρόλαβε ούτε να δημοσιεύσει) υποδεικνύει τον έσχατο και πιο ουσιαστικό νόμο για την ιδανική του πολιτεία: Οι φύλακες πρέπει να λάβουν υποχρεωτικά τη θεολογική παιδεία που κρίνεται αναγκαία προκειμένου να στηρίζουν εις αεί την σταθερότητα των νόμων της πόλεως.

Ο Πλάτωνας αφήνει παρακαταθήκη το τελευταίο του έργο. Οι Νόμοι κλείνουν με τον Κλεινία και τον Μέγγιλο να παρακαλούν τον Αθηναίο ξένο με όλα τα μέσα να μη φύγει για να τους βοηθήσει στην ίδρυση της νέας πόλεως. Ο φιλόσοφος είχε ταξιδέψει τρεις φορές στη Σικελία στην απόπειρά του να σώσει τον κόσμο. Παρά την ασφάλεια και ευημερία της Ακαδημίας, επέλεξε την αβεβαιότητα και ανασφάλεια των θαλάσσιων ταξιδιών στην αναζήτηση της ορθής διακυβέρνησης της πολιτείας. Η Πολιτεία του χρειάζεται όχι μόνο ορθούς αλλά και αναλλοίωτους Νόμους. Η ορθή παιδεία των νομοφυλάκων πρέπει να θεσμοθετηθεί με έναν τελευταίο νόμο, ώστε όλα να παραμείνουν ως έχουν.

Ο Αριστοτέλης και η αξία ως βάση του πολιτικού δικαίου

Συνεχίζοντας τη διερεύνηση της δικαιοσύνης ο Αριστοτέλης θα αναφερθεί στο ανταποδοτικό δίκαιο διαφωνώντας με τον τρόπο που το όριζαν οι Πυθαγόρειοι: «Μια άλλη μορφή δικαίου είναι το ανταποδοτικό, ασφαλώς όχι όπως το εννοούσαν οι Πυθαγόρειοι. Διότι οι Πυθαγόρειοι θεωρούσαν ότι δίκαιο είναι να πάθει κανείς με τη σειρά του όσα ακριβώς έκανε ο ίδιος» (1194a 33.13).

Κι αν η Πυθαγόρεια εκδοχή του ανταποδοτικού δικαίου φαίνεται σκληρή ή εκδικητική, ο Αριστοτέλης θα υψώσει ακόμη περισσότερο τους τόνους: «Διότι δεν είναι δίκαιο, αν ένας έβγαλε το μάτι του άλλου, να πάθει ακριβώς το ίδιο, αλλά πρέπει να υποστεί πολύ περισσότερα, βάσει της αναλογικότητας· διότι αυτός αφενός έκανε την αρχή και αφετέρου διέπραξε το αδίκημα, οπότε υπήρξε διπλά άδικος· κατά συνέπεια, είναι δίκαιο να υποστεί περισσότερα από όσα έκανε ο ίδιος» (1194a 33.14 και 1194b 33.14).

Η άποψη ότι ο αδικών πρέπει να υποστεί περισσότερα από αυτά που διέπραξε δίνει την εντύπωση της αντίθεσης σε σχέση με εκείνα που διατυπώθηκαν στο πέμπτο βιβλίο των «Ηθικών Νικομαχείων» αναφορικά με την επιείκεια, η οποία είχε τεθεί ως ανώτερη της δικαιοσύνης: «Είναι το ίδιο πράγμα, λοιπόν, το δίκαιο και το επιεικές, και ενώ είναι και τα δύο καλά, το επιεικές είναι ανώτερο» (Ηθικά Νικομάχεια 1137b 10, 12-13).

Αυτό που πρέπει να ξεκαθαριστεί είναι ότι ο Αριστοτέλης είχε παραθέσει την επιείκεια ως πρόταση απονομής δικαιοσύνης για περιπτώσεις που δεν είχαν προβλεφθεί και κατά συνέπεια δεν καθορίζονταν επακριβώς από το γράμμα του νόμου: «Όταν λοιπόν ο νόμος μιλάει γενικά/καθολικά και υπάρξει μια περίπτωση/υπόθεση σχετική με αυτόν, που όμως δεν καλύπτεται από τη γενική/καθολική διατύπωσή του, τότε το σωστό είναι, εκεί που ο νομοθέτης έκανε παράλειψη και έσφαλε εξαιτίας της γενικότητας της διατύπωσής του, να διορθώνεται η παράλειψη με το να ορίζεται αυτό που και ο ίδιος ο νομοθέτης θα όριζε, αν ήταν εκεί παρών, και που θα το είχε ασφαλώς περιλάβει στο νόμο του, αν είχε λάβει γνώση της συγκεκριμένης περίπτωσης/υπόθεσης» (Ηθικά Νικομάχεια 1137b 10, 24-28).

Με άλλα λόγια, το γεγονός ότι η πολυπλοκότητα της ανθρώπινης συμπεριφοράς καθιστά αδύνατη την πρόβλεψη όλων των παραγόντων που θα συντελέσουν στη διάπραξη ενός αδικήματος επιτρέπει στην επιείκεια να βρεθεί σε θέση νομοθετικού συμπληρώματος για την απόδοση της δικαιοσύνης. Με αυτή την έννοια το επιεικές υπερέχει του δικαίου (ως συμπλήρωμα ή διόρθωσή του) κι όχι ως κάτι από θέση αρχής ανώτερο της δικαιοσύνης στην απόλυτη μορφή της.

Η τελική αριστοτελική διατύπωση δεν αφήνει περιθώρια παρανοήσεων: «Γι’ αυτόν λοιπόν το λόγο το επιεικές είναι δίκαιο, και είναι καλύτερο από κάποια συγκεκριμένη μορφή δικαίου – όχι, φυσικά, από το δίκαιο στην απόλυτη μορφή του, αλλά από εκείνο που, λόγω της γενικής/καθολικής διατύπωσης, υπόκειται σε σφάλματα. Και αυτή ακριβώς είναι η φύση του επιεικούς: το επιεικές είναι διόρθωση του νόμου εκεί που αυτός παρουσιάζει κενά λόγω του γενικού/καθολικού χαρακτήρα του» (Ηθικά Νικομάχεια 1137b 10, 28-32).

Ο Αριστοτέλης ουδέποτε επικαλέστηκε την επιείκεια ως συγχώρεση που θα μειώσει τις ποινές. Εξάλλου, αυτό είναι αποκλειστικά ζήτημα του νομοθέτη. Η αριστοτελική επιείκεια έχει να κάνει με την ορθότερη εφαρμογή του νόμου, δηλαδή με την πληρέστερη απόδοσή του σε όλες τις εκφάνσεις της ανθρώπινης δραστηριότητας, κι όχι με την ελαστικότητα της ερμηνείας του προς όφελος του παραβάτη.

Από την άλλη, η πεποίθηση που εκφράζεται στα «Ηθικά Μεγάλα», η οποία θέλει την ποινή μεγαλύτερη από το μέγεθος του αδικήματος δεν αφορά την υπέρμετρη αυστηρότητα του νόμου που αποσκοπεί στον τρόμο των πολιτών. Αυτού του είδους οι μεθοδεύσεις αρμόζουν περισσότερο σε αυταρχικά πολιτεύματα. Κι ούτε βέβαια πρέπει να ερμηνευτεί κυριολεκτικά σαν να επρόκειτο στο παράδειγμα εκείνου που βγάζει το μάτι του άλλου, ο Αριστοτέλης να προτείνει ως ποινή να του βγάλουν και τα δύο μάτια. Μια τέτοια εκδοχή θα σηματοδοτούσε την απόλυτη βαρβαρότητα.

Ο Αριστοτέλης προτείνει ότι ο άδικος «είναι δίκαιο να υποστεί περισσότερα από όσα έκανε ο ίδιος (1194b 33.14)», όχι με την έννοια του οφθαλμός αντί οφθαλμού, αλλά με την έννοια της απόδοσης δικαίου σε σχέση με την ευθύνη που προκύπτει από τις πράξεις των ανθρώπων. Η κύρια ευθύνη αφορά τον άδικο, που έκανε και την αρχή. Αν, βέβαια, υπάρχουν ελαφρυντικά στην πράξη του, πρέπει να ληφθούν πολύ σοβαρά υπόψη στην απόδοση της ποινής.

Εν τέλει, αυτό που ενδιαφέρει δεν είναι η ανταπόδοση του ισότιμου κακού (μια τέτοια εκδοχή θα ταίριαζε στην αυτοδικία), αλλά της ισάξιας βλάβης. Και η αξία της βλάβης δεν εκλαμβάνεται μόνο από το μέγεθος της ζημιάς που έχει προκαλέσει ο άδικος, αλλά εμπεριέχει και το κόστος της ευθύνης που ενυπάρχει σε κάθε άδικη αυθαιρεσία. Με άλλα λόγια, ο άδικος θα υποστεί αυτό που αξίζει κι όχι αυτό που προξένησε.

Κι αυτό που αξίζει είναι ο έλλογος συμψηφισμός του αδικήματος με την αδικία: «“Άδικο” και “αδίκημα” μοιάζει να είναι το ίδιο πράγμα, αλλά δεν είναι: “άδικο” είναι αυτό που έχει ορίσει ως τέτοιο ο νόμος· π.χ., είναι άδικο να οικειοποιηθείς τα περιουσιακά στοιχεία που σου εμπιστεύθηκε κάποιος· ενώ αδίκημα είναι να έχεις διαπράξει κάτι το άδικο. Ομοίως, “δίκαιο” και “δίκαιη πράξη” δεν είναι το ίδιο· “δίκαιο” είναι αυτό που έχει ορίσει ως τέτοιο ο νόμος, ενώ “δίκαιη πράξη” είναι η έμπρακτη εφαρμογή του δικαίου» (1195a 33.22).

Η έννοια της αξίας θα σηματοδοτήσει και την έννοια της ισότητας. Το καθαυτό ίσο δε σημαίνει ότι είναι και δίκαιο. Δεν είναι δίκαιο να απολαμβάνουν όλοι οι άνθρωποι εξίσου τις τιμές –ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα απαξίωνε την έννοια της τιμής–, αλλά μόνο αυτοί που τις αξίζουν. Δεν είναι δίκαιο να ανταμείβονται όλοι το ίδιο, όταν κάποιοι προσφέρουν περισσότερα. Η ισότητα που δεν συμπεριλαμβάνει την αξία ακυρώνει (δηλαδή αδικεί) τον άξιο.

Με την ίδια λογική ορίζονται και οι ποινές καθιστώντας τες πολλαπλάσιες του αδικήματος. Δεν είναι δίκαιο να υποστεί ο αδικών το ίσο. Εξάλλου, κάτι τέτοιο δε θα λειτουργούσε αποτρεπτικά. Η γνώση ότι η ποινή για τον κλέφτη είναι η ισάξια αποζημίωση αυτών που έκλεψε θα έκανε την κλοπή δελεαστική. Γιατί να μην προσπαθήσει να κλέψει κανείς, όταν ξέρει ότι σε περίπτωση που τον πιάσουν το μόνο που θα συμβεί είναι να επιστρέψει τα κλοπιμαία;

Φυσικά, η αναλογία που θα καθορίζει το πολλαπλάσιο της ποινής θα οριοθετείται με γνώμονα τον ορθό λόγο και τη μεσότητα. Οι υπερβολικές ποινές που ξεπερνούν το λογικό μέτρο δεν αποτελούν δικαιοσύνη, αλλά εκφοβισμό και περισσότερο εκτρέφουν παρά εξαλείφουν το έγκλημα. Ο νομοθέτης οφείλει να βρει εκείνη την τομή (δηλαδή το σημείο της μεσότητας) που θα αποδίδει το δίκαιο επακριβώς, ώστε οι ποινές να αντικατοπτρίζουν πλήρως την αξία του αδικήματος. Η υπερβολή των αβάσταχτων ποινών και η έλλειψη που παραπέμπει στην ατιμωρησία δεν καταδεικνύουν μόνο την αποτυχία του νομοθέτη, αλλά καθιστούν προβληματική και τη συνοχή της πόλης, αφού υπονομεύουν την αρμονία της συνύπαρξης.

Όμως, η προϋπόθεση της αξίας –πέρα από τις ποινές– για τον Αριστοτέλη πρέπει να καθορίζει και τις σχέσεις των ανθρώπων: «Άλλη, για παράδειγμα, είναι η σχέση δικαίου του δούλου προς τον ελεύθερο, και άλλη η σχέση δικαίου του ελεύθερου προς τον δούλο: αν ο δούλος χτυπήσει τον ελεύθερο, το δίκαιο δεν είναι να υποστεί κι αυτός με τη σειρά του ίδιο πλήγμα αλλά πολλαπλάσιο. Και το δίκαιο της ανταποδοτικότητας διέπεται από την αρχή της αναλογικότητας. Δηλαδή, όσο ανώτερος είναι ο ελεύθερος από τον δούλο, τόσο μεγαλύτερη θα είναι η ανταπόδοση του αρχικού πλήγματος» (1194a 33.14).

Το πολιτικό δίκαιο αφορά τις σχέσεις των ελεύθερων ανθρώπων. Από τη στιγμή που ο δούλος αποτελεί περιουσία του ελεύθερου δεν μπορούν να υπάρχουν μεταξύ τους σχέσεις δικαίου με τον τρόπο που ορίζει το πολιτικό δίκαιο: «η σχέση δούλου προς αφέντη δεν μπορεί να θεωρηθεί δίκαιη σχέση ο δούλος αποτελεί τρόπον τινά κτήμα του αφέντη του. Αν, πάντως, θεωρήσουμε πως υπάρχει ανάμεσά τους κάποια σχέση δικαίου, αυτή είναι η οικονομική σχέση δικαίου. Αλλά εμείς δεν ερευνούμε το οικονομικό δίκαιο, αλλά το πολιτικό. Και το πολιτικό δίκαιο φαίνεται σίγουρα να διέπεται από την αρχή της ισότητας και της ομοιότητας» (1194b 33.17).

Η θέση του Αριστοτέλη ότι οι δούλοι είναι τέτοιοι από τη φύση τους έχει διατυπωθεί αναλυτικά στο πρώτο βιβλίο από τα «Πολιτικά»: «Όσοι λοιπόν άνθρωποι διαφέρουν από τους άλλους ανθρώπους όσο η ψυχή από το σώμα και ο άνθρωπος από το θηρίο (βρίσκονται δε σ’ αυτήν την κατάσταση όσοι εργάζονται μόνο χειρωνακτικά και αυτό είναι ό,τι καλύτερο μπορούν να προσφέρουν) αυτοί είναι από την ίδια τη φύση τους δούλοι και το καλύτερο γι’ αυτούς είναι να ζουν σύμφωνα μ’ αυτή τη σχέση εξουσίας. Είναι λοιπόν από τη φύση του δούλος εκείνος ο οποίος είναι τόσο μόνο μέτοχος της λογικής δύναμης της ψυχής όσο χρειάζεται για να αντιλαμβάνεται τι είναι και τι δεν είναι λογικό, χωρίς όμως να διαθέτει ο ίδιος επαρκώς την εν λόγω δύναμη» (Πολιτικά 1254b 17-21 και 1254b 22-24).

Ο δούλος είναι από τη φύση ο άνθρωπος που κρίνεται κατώτερος στις διανοητικές αρετές, καθώς δε διαθέτει τη λογική δύναμη της ψυχής σε ικανοποιητικό βαθμό παρά μόνο για να αντιλαμβάνεται το λογικό, εφόσον του το υποδείξουν οι άλλοι. Γι’ αυτό κι έχει ανάγκη τον αφέντη του, δηλαδή τον ελεύθερο άνθρωπο, που θα καλύψει αυτό το κενό υποδεικνύοντάς του τι πρέπει να κάνει. Ο ίδιος θα προσφέρει τις σωματικές του δυνάμεις, καθώς η χειρωνακτική εργασία είναι το κύριο πεδίο της δράσης του.

Ο ελεύθερος υπερέχει του δούλου με τον ίδιο τρόπο που η ψυχή υπερέχει του σώματος. Κι εδώ το ζήτημα δεν είναι να κρίνει κανείς αυτές τις απόψεις –έτσι κι αλλιώς η απόσταση των δυόμιση χιλιετηρίδων διευκολύνει την κρίση–, αλλά να κατανοήσει τη σημασία της αξίας, που για τον Αριστοτέλη καθορίζει την ισότητα. Ο ελεύθερος κρίνεται άνθρωπος ανώτερης αξίας κι αυτή η διαφορά οφείλει να καταδειχθεί και μέσα από την αντίληψη του δικαίου. Το αδίκημα του δούλου προς τον ελεύθερο είναι δυο φορές αδίκημα, καθώς η αξία που αντανακλάται και που πρέπει να αποδοθεί είναι πολύ μεγαλύτερη.

Το πολιτικό δίκαιο έχει να κάνει με ίσους ανθρώπους. Κι όταν ο Αριστοτέλης λέει ίσους εννοεί ισάξιους. Αυτός είναι και ο λόγος που οι σχέσεις του δούλου με τον ελεύθερο δεν μπορούν να συμπεριληφθούν στο πολιτικό δίκαιο καθιστώντας το δούλο αντικείμενο ιδιοκτησίας.

Με τον ίδιο τρόπο καθορίζονται και οι σχέσεις του πατέρα με το γιο: «Αυτή η μορφή δικαίου μάλλον μόνο το όνομα έχει κοινό με το πολιτικό δίκαιο (το δίκαιο, βέβαια, το οποίο ερευνούμε, είναι το πολιτικό δίκαιο)· διότι το πολιτικό δίκαιο χαρακτηρίζεται κατεξοχήν από την ισότητα (αφού οι συμπολίτες μετέχουν σε κάποιο είδος κοινωνίας, και η φύση τούς επιβάλει την ομοιότητα – μόνο οι τρόποι διαφέρουν), ενώ αντίθετα η σχέση υιού προς πατέρα και δούλου προς αφέντη πολύ δύσκολα θα θεωρούνταν δίκαιη σχέση» (1194b 33.15-16).

Ο Αριστοτέλης θα γίνει σαφέστερος: «Το ίδιο δύσκολα θα χαρακτηριζόταν δίκαιη η σχέση η δική μου προς το πόδι μου ή προς το χέρι μου και με τον ίδιο τρόπο προς οποιοδήποτε μέλος μου. Αυτή ακριβώς φαίνεται να είναι η σχέση και του υιού προς τον πατέρα του· διότι ο υιός μπορεί να θεωρηθεί μέλος του πατέρα του» (1194b 33.16).

Ασφαλώς, η άποψη αυτή δε σημαίνει ότι ο Αριστοτέλης ταυτίζει τους γιους με τους δούλους. Στην περίπτωση των γιων η ενηλικίωση θα εξισώσει τις σχέσεις: «Αυτό βέβαια, μέχρις ότου ενηλικιωθεί πια και χωριστεί από τον πατέρα του, οπότε έχει ήδη αποκτήσει σχέση ισότητας και ομοιότητας μαζί του» (1194b 33.16). Αυτή τη σχέση ο δούλος δε θα την αποκτήσει ποτέ.

Πιο κοντά στο πολιτικό δίκαιο κρίνεται η σχέση του άντρα με τη γυναίκα: «Οπωσδήποτε εκείνη η μορφή δικαίου που διέπει τη σχέση ανδρός και γυναικός βρίσκεται πολύ κοντά στο πολιτικό δίκαιο· μπορεί η γυναίκα να είναι κατώτερη από τον άνδρα, αλλά του είναι κάτι πολύ οικείο, οπότε αυτή μετέχει σε μια μορφή ισότητας περισσότερο από ό,τι συμβαίνει σε άλλες μορφές δικαίου· ο λόγος είναι ότι η συμβίωση ανδρός και γυναικός είναι παραπλήσια της κοινωνίας των πολιτών· κατά προέκταση και το δίκαιο που διέπει τη σχέση των συζύγων αποτελεί μορφή δικαίου πολύ πλησιέστερη στο πολιτικό δίκαιο από οποιαδήποτε άλλη μορφή δικαίου» (1194b 33.18).

Το πολιτικό δίκαιο αφορά τους όμοιους ανθρώπους, δηλαδή τους ελεύθερους πολίτες. Η γυναίκα, αν και κρίνεται κατώτερη από τον άνδρα, βρίσκεται πολύ κοντά στη σχέση που ορίζει το πολιτικό δίκαιο, αφού η συμβίωσή της με τον άντρα «είναι παραπλήσια της κοινωνίας των πολιτών».

Το τελικό συμπέρασμα έχει να κάνει με τον ορισμό του πολιτικού δικαίου: «Συμπερασματικά: Αφού το δίκαιο συναντάται στο πλαίσιο της κοινωνίας των πολιτών, τότε και η δικαιοσύνη και ο δίκαιος με το πολιτικό δίκαιο έχουν να κάνουν» (1194b 33.18).

Αριστοτέλης, Ηθικά Μεγάλα - Πολιτικά - Ηθικά Νικομάχεια

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΞΕΝΟΦΩΝ, ΑΓΗΣΙΛΑΟΣ

ΞΕΝ Αγ 3.1–3.5

Η ευσέβεια του Αγησίλαου

Ο Ξενοφώντας ολοκλήρωσε την παρουσίαση του Αγησίλαου ως στρατιωτικού και πολιτικού ηγέτη, εκθέτοντας συνοπτικά τις επιτυχίες του στις εκστρατείες ενάντια στους Αργείους, τους Κορινθίους και τους Ακαρνάνες. Η προσφορά του συνεχίστηκε και μετά την ήττα της Σπάρτης στα Λεύκτρα (371 π.Χ.), ενώ σε προχωρημένη ηλικία εξεστράτευσε στην Αίγυπτο, για να βοηθήσει τον Φαραώ Ταχώ, όταν αυτός ενώθηκε με τους Πέρσες σατράπες εναντίον της περσικής επικυριαρχίας. Ήρθε η ώρα να περάσει στο εγκώμιο των αρετών του.


[3.1] Καὶ ταῦτα μὲν δὴ εἴρηται ὅσα τῶν ἐκείνου ἔργων μετὰ
πλείστων μαρτύρων ἐπράχθη. τὰ γὰρ τοιαῦτα οὐ τεκμη-
ρίων προσδεῖται, ἀλλ’ ἀναμνῆσαι μόνον ἀρκεῖ καὶ εὐθὺς
πιστεύεται. νῦν δὲ τὴν ἐν τῇ ψυχῇ αὐτοῦ ἀρετὴν πειρά-
σομαι δηλοῦν, δι’ ἣν ταῦτα ἔπραττε καὶ πάντων τῶν καλῶν
ἤρα καὶ πάντα <τὰ> αἰσχρὰ ἐξεδίωκεν. [3.2] Ἀγησίλαος γὰρ τὰ
μὲν θεῖα οὕτως ἐσέβετο ὡς καὶ οἱ πολέμιοι τοὺς ἐκείνου
ὅρκους καὶ τὰς ἐκείνου σπονδὰς πιστοτέρας ἐνόμιζον ἢ τὴν
ἑαυτῶν φιλίαν· ... μὲν ὤκνουν εἰς ταὐτὸν ἰέναι, Ἀγησι-
λάῳ δὲ αὑτοὺς ἐνεχείριζον. ὅπως δὲ μή τις ἀπιστῇ, καὶ
ὀνομάσαι βούλομαι τοὺς ἐπιφανεστάτους αὐτῶν. [3.3] Σπιθρι-
δάτης μέν γε ὁ Πέρσης εἰδὼς ὅτι Φαρνάβαζος γῆμαι μὲν
τὴν βασιλέως ἔπραττε θυγατέρα, τὴν δ’ αὐτοῦ ἄνευ γάμου
λαβεῖν ἐβούλετο, ὕβριν νομίσας τοῦτο Ἀγησιλάῳ ἑαυτὸν
καὶ τὴν γυναῖκα καὶ τὰ τέκνα καὶ τὴν δύναμιν ἐνεχείρισε.
[3.4] Κότυς δὲ ὁ τῶν Παφλαγόνων ἄρχων βασιλεῖ μὲν οὐχ
ὑπήκουσε δεξιὰν πέμποντι, φοβούμενος μὴ ληφθεὶς ἢ χρή-
ματα πολλὰ ἀποτείσειεν ἢ καὶ ἀποθάνοι, Ἀγησιλάου δὲ καὶ
οὗτος ταῖς σπονδαῖς πιστεύσας εἰς τὸ στρατόπεδόν τε ἦλθε
καὶ συμμαχίαν ποιησάμενος εἵλετο σὺν Ἀγησιλάῳ στρα-
τεύεσθαι, χιλίους μὲν ἱππέας, δισχιλίους δὲ πελτοφόρους
ἔχων. [3.5] ἀφίκετο δὲ καὶ Φαρνάβαζος Ἀγησιλάῳ εἰς λόγους
καὶ διωμολόγησεν, εἰ μὴ αὐτὸς πάσης τῆς στρατιᾶς στρα-
τηγὸς κατασταθείη, ἀποστήσεσθαι βασιλέως· ἢν μέντοι ἐγὼ
γένωμαι στρατηγός, ἔφη, πολεμήσω σοι, ὦ Ἀγησίλαε, ὡς
ἂν ἐγὼ δύνωμαι κράτιστα. καὶ ταῦτα λέγων ἐπίστευε
μηδὲν ἂν παράσπονδον παθεῖν. οὕτω μέγα καὶ καλὸν
κτῆμα τοῖς τε ἄλλοις ἅπασι καὶ ἀνδρὶ δὴ στρατηγῷ τὸ
ὅσιόν τε καὶ πιστὸν εἶναί τε καὶ ὄντα ἐγνῶσθαι. καὶ περὶ
μὲν εὐσεβείας ταῦτα.

***
Έως τώρα λοιπόν ελέχθησαν εκείνα τα έργα του, τα οποία έλαβον χώραν ενώπιον πολλών μαρτύρων. Διότι αυτά δεν έχουν ανάγκην αποδείξεων, αλλά φθάνει να τα διηγηθή κανείς διά να πιστευθούν αμέσως. Τώρα δε θα προσπαθήσω να φανερώσω την ψυχικήν αυτού αρετήν, χάριν της οποίας όλα αυτά έκαμε και όλα τα καλά ηγάπα και όλα τα άσεμνα απεστρέφετο. Διότι ο Αγησίλαος είχε τόσον σεβασμόν προς τα θεία, ώστε και οι εχθροί του εθεώρουν τους όρκους του και τας συνθήκας του ασφαλεστέρας από την αμοιβαίαν φιλίαν των και ενώ εδίσταζον να συνεννοηθούν μεταξύ των, παρεδίδοντο ανεπιφυλάκτως εις τον Αγησίλαον. Διά να μη αμφιβάλλη δε κανείς θα αναφέρω τους διασημοτέρους εξ αυτών.

Ο Σπιθριδάτης λοιπόν ο Πέρσης, γνωρίζων ότι ο Φαρνάβαζος εζήτει να νυμφευθή την θυγατέρα του βασιλέως, την δε ιδικήν του ήθελε να την έχη χωρίς γάμον, θεωρήσας τούτο ως ύβριν, παρέδωσε εις τον Αγησίλαον τον εαυτό του και την γυναίκα του και τα τέκνα του και όλην την εξουσίαν του. Ο δε Ότυς ο ηγεμών των Παφλαγονίων δεν εδέχθη να διαπραγματευθή με τον βασιλέα (της Περσίας), ο οποίος του υπέσχετο συμμαχίαν, φοβηθείς μήπως συλληφθείς ή καταβάλλη πολλά χρήματα ως λύτρα ή θανατωθή. Βασισθείς δε εις την μετά του Αγησιλάου συνθήκην, και εις το στρατόπεδόν του επήγε και συμμαχήσας με αυτόν εδέχθη να εκστρατεύση μαζί με τον Αγησίλαον, φέρων χιλίους ιππείς και δισχιλίους πελταστάς. Και ο Φαρνάβαζος ήλθε εις συνεννοήσεις με τον Αγησίλαον και του εδήλωσε ότι θα εγκατέλειπε τον βασιλέα (της Περσίας) εάν δεν εγίνετο στρατηγός ολοκλήρου του στρατεύματός του. «Αν όμως γίνω στρατηγός, είπε, ω Αγησίλαε, θα πολεμήσω εναντίον σου όσον δυνατώτερα ημπορέσω». Και ταύτα λέγων επίστευε ότι δεν θα προεκάλει την διάρρηξιν των συνθηκών. Τόσον μέγα και καλόν πράγμα είναι και εις τους άλλους όλους, αλλ' ιδίως εις ένα στρατηγόν να είναι θρήσκος και ευθύς, και να αναγνωρίζεται ταυτοχρόνως ως τοιούτος. Και αυτά μεν περί της ευσεβείας του.